Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε από τον Ζιλ Ντωβέ το 2016 και δημοσιέυτηκε στο Tro Ploin.

Αν, όπως έγραψε ο Μαρξ το 1844 παίρνοντας την αφορμή από τον Φουριέ, η σχέση μεταξύ των δύο φύλων μας καθιστά ικανούς να κρίνουμε το «συνολικό επίπεδο ανάπτυξης» της ανθρωπότητας, τότε μπορούμε απ’ τη τη σχέση να κρίνουμε επίσης το επίπεδο ανάπτυξης του επαναστατικού κινήματος. Σύμφωνα μ’ αυτό το κριτήριο, οι παλιές εξεγέρσεις δεν καταφέραν και πολλά, καθώς συνήθως επιτρέψαν στην αρσενική κυριαρχία να επικρατήσει.

Όταν έρχεται αντιμέτωπη μ’ αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός, η πλειοψηφία της ριζοσπαστική σκέψης σπάνια ανταποκρίνεται στην πρόκληση[1].

Στο παρελθόν, ο αναρχισμός δεν αντιμετώπιζε αυτό το ζήτημα ως ιδιαίτερο: η χειραφέτηση του ανθρώπινου είδους θα χειραφετούσε τις γυναίκες καθώς και τους άντρες. Πρόσφατα, από τη δεκαετία του 1970 και την ανάπτυξη ενός φεμινιστικού κινήματος, πολλές αναρχικές ομάδες κατέληξαν να θεωρούν τις γυναίκες σαν μια σημαντική (και για πολύ καιρό παραμελημένη) κατηγορία καταπιεσμένων, η οποία πρέπει να προστεθεί στη λίστα των μεγάλων δυνητικά επαναστατικών κατηγοριών.

Όσον αφορά τους μαρξιστές, συχνά εκκινούν από την απολύτως έγκυρη θεώρηση πως το επιμέρος του «γυναικείου ζητήματος» μπορεί να επιλυθεί μόνο μέσω του «προλεταριακού» όλου, και συνεχίζουν με την εξίσου έγκυρη αναγκαιότητα διαφοροποίησης μεταξύ των αστών γυναικών και των προλετάριων γυναικών, όμως καταλήγουν να διαλύσουν το γυναικείο ζήτημα εντός του ταξικού ζητήματος. Το πρόβλημα όμως είναι πως χωρίς αυτό το επιμέρους δεν υπάρχει το όλον[2].

Σ’ αντίθεση με τους περισσότερους αναρχικούς και μαρξιστές, θεωρούμε ότι η γυναικεία χειραφέτηση δεν αποτελεί μια απλή συνέπεια της γενικής ανθρώπινης χειραφέτησης: αποτελεί ένα από τα αναγκαία βασικά συστατικά της.

Κακή πρόθεση;

Το «έμφυλο ζήτημα» αποτελεί ένα από εκείνα τα ζητήματα που πονοκεφαλιάζει τη ριζοσπαστική σκέψη εδώ και έναν αιώνα. Καθώς ελπίζουμε μόλις να προτείνουμε ένα θεωρητικό πλαίσιο, δεν θα καταπιαστούμε με αρκετές πτυχές του ζητήματος. Μεταξύ άλλων, δεν θα ερευνήσουμε την καταγωγή ή το παρελθόν των σχέσεων αντρών/γυναικών, μόνο τις σχέσεις αυτές εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και θα εστιάσουμε στις πιο «σύγχρονες» μορφές τους.

Παρότι ο καπιταλισμός σίγουρα δεν αποτελεί την αιτία της καθυπόταξης των γυναικών, καθώς αυτή προϋπήρχε για χιλιετίες, σήμερα είναι το καπιταλιστικό σύστημα που διαιωνίζει αυτή την καθυπόταξη, η οποία καθυπόταξη μπορεί οπότε να αντιμετωπιστεί και καταπολεμηθεί μόνο στην καπιταλιστική της μορφή, δηλαδή, όπως αναπαράγεται από την μισθωτή εργασία και την ατομική ιδιοκτησία.

Όπως θα καταστεί σαφές παρακάτω, δεν θεωρούμε τη σχέση μεταξύ των φύλων τον κινητήρα της ιστορίας, ούτε πιστεύουμε πως το «γυναικείο ζήτημα» θα μπορούσε να φέρει την πολυαναμενόμενη αποκάλυψη, το χαμμένο κομμάτι του θεωρητικού (και πρακτικού) επαναστατικού παζλ.

Αναπαραγωγή και ατομική ιδιοκτησία

Η «αναπαραγωγή» έχει γίνει μια λέξη για τα πάντα, αναμειγνύοντας την αναπαραγωγή των φυσικών συνθηκών διαβίωσης στη Γη και την αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους, τη γέννηση και φροντίδα παιδιών, με την αναπαραγωγή του κεφαλαίου μέσα από τους κύκλους του, την αναπαραγωγή της σχέσης κεφαλαίου/μισθωτής εργασίας, συνεπώς την αναπαραγωγή του συνόλου της κοινωνίας[3].

Στην πραγματικότητα, η σχέση αντρών/γυναικών είναι πράγματι μέρος αυτής της κοινωνικής αναπαραγωγής, όμως το ζήτημα είναι να κατανοήσουμε τη σύνδεση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας με την έμφυλη διαίρεση της κοινωνίας.

Το να κάνεις παιδιά είναι πολλά παραπάνω από τη γεννήση και τον μεγάλωμά τους. Παρότι δεν είναι όλοι οι καπιταλιστές «κληρονόμοι», όταν ένα παιδί γεννιέται σε μια αστική οικογένεια, οι γονείς του δεν μπορούν παρά να σκεφτούν την μεταβίβαση των περουσιακών στοιχείων της οικογενείας. Οι αστοί έχουν συνείδηση της προσταγής για την μεταβίβαση της περιουσίας τους, της διαφύλαξης των προσωπικών και συλλογικών τους συμφερόντων, και της διαιώνισής τους σαν τάξη.

Όπως όλες οι κοινωνίες, η καπιταλιστική κοινωνίας πρέπει να ελέγξει την αναπαραγωγή της, και στην περίπτωσή της αυτό σημαίνει τη συντήρηση ενός εκ των θεμελίων της: την ατομική ιδιοκτησία.

Στην κοινωνία μας, ο κεντρικός ρόλος της ατομικής ιδιοκτησίας πηγαίνει πολύ πέρα από το προφανές γεγονός πως οι περισσότεροι άνθρωποι κατέχουν τουλάχιστον έστω και κάτι. Οι αστοί είναι οι ιδιοκτήτες των αναγκαίων (των μέσων παραγωγής, δηλαδή των μέσων επιβίωσης της τεράστιας πλειοψηφίας), κι ύστερα υπάρχει ένας ωκεανός που έχει το εύρος από τον κάτοχο του 5% των μετοχών της Toyota και του ιδιοκτήτη ενός διαμερισμάτος στο οποίο κατοικεί (η ιδιοκατοίκηση στο Ηνωμένο Βασίλειο αγγίζει το 70%). Μια καλύτερη λέξη γι’ αυτή τη διαφορά είναι η τάξη. Μόνο η ταξική ανάλυση εξηγεί ποιος κατέχει τα πραγματικά ηνία της εξουσίας. Κι η ταξική διαίρεση αναπαράγει τον εαυτό της. Φυσικά, από την μια γενιά στην επόμενη, δεν γίνονται όλα τα παιδιά των αστών αστοί, αλλά η αστική τάξη συνεχίζει ως μια σημαντική δομή, ιδίως μέσω της οικογένειας. Δεν ζούμε σε έναν εξατομικευμένο κόσμο μεμονομένων αστών και προλετάριων που γεννήθηκαν από το πουθενά και που δεν νοιάζονται για το τι θα γίνει μετά τον θάνατό τους. Μόνο ένας/μια εκκεντρικός/η αυτοδημιουργήτος/η επιχειρηματίας που ζει στην απομόνωση δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον για το μέλλον του κεφαλαίου του/ης μετά τον θάνατό του/ης.

Ωστόσο, η οικογένεια δεν είναι απλά ο θεσμός μέσω του οποίου οι πλούσιου μεταβιβάζουν της ιδιοκτησία τους. Μια κοινωνία όπου η ανατροφή κι η φροντίδα των παιδιών θα διαχειριζόταν ολοκληρωτικά από τις δημόσιες αρχές παραμένει επιστημονική φαντασία. Συνεπώς, τόσο για τους προλετάριους όσο και για τους αστούς, η οικογένεια προσφέρει έναν χώρο διαβίωσης που προσφέρει έστω μια ελάχιστη ποσότητα στήριξης κι αλληλεγγύης, η οποία συχνά εκτείνεται πολύ πέρα από τα χρόνια της εφηβείας.

Παρότι το μοντέλου του σταθερού παντρεμένου «αντρόγυνου» φθίνει, ο θεσμός της οικογένειας προχωρά απτόητος, σε όλες τις τάξεις, ακόμη περισσότερο σε καιρούς κρίσης όπου παρέχει στους στερημένους μια προστασία που σπανίως βρίσκουν αλλού. Όσο περισσότερο βαθαίνει η κοινωνική κρίση, τόσα περισσότερα ζήτανε οι άνθρωποι από τους οικογενειακούς δεσμούς, τόσες περισσότερες αντιφάσεις φέρει η οικογένειας, και όμως τόσο περισσότερο επιτακτική γίνεται. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει που παραμένει το πεδίος μιας συμπεριφοράς αγάπης και μίσους.

Μια οικογένεια δεν είναι ένα ζευγάρι. Από τη στιγμή που ένας γονιός κι ένα παιδί ζουν μαζί μπορούμε να μιλήσουμε για μια οικογένεια, αν και σε διαφορετικές μορφές από το παρελθόν – για παράδειγμα, σήμερα έχουμε τις μονογονεϊκές οικογένειες (το 27% των οικογενειών στις ΗΠΑ) και τις μικτές ή παρένθετες οικογένειες (οι οποίες αποτελούν σχεδόν το 1/3 των οικογενειών στις ΗΠΑ). Όλο και περισσότερα ομοφυλόφιλα ζευγάρια πλέον μεγαλώνουν παιδιά (σύμφωνα με την απογραφή των ΗΠΑ, περισσότερο από το 15% των ομοφυλόφιλων ζευγαριών). Οι λέξεις τα λένε όλα· το λεξιλόγιο κινείται από το συζυγικό στάτους στη συζυγικότητα, και από τον γονιό στην ανατροφή (με τους «γονείς» αρχικά να σημαίναν εκείνους γεννήσουν τα παιδιά): η αφαιρετικότητα των όρων σηματοδοτεί το ανέφικτο της αναγωγής της σύγχρονης οικογένειας σε ένα προσδιορισμένο μοντέλο. Ο «γονιός» δεν είναι πλέον συνώνυμο με τη βιολογική μητέρα ή πατέρα: αναφέρεται σε οποιονδήποτε παίζει ένα γονικό ρόλο.

Όσο εκτεταμένη κι αν είναι αυτή η μορφική αλλαγή, η οικογένεια του 21ου αιώνα χάνει το παρουσιαστικό και την νοοτροπία της παραδοσιακής οικογένειας διατηρώντας όμως τη λειτουργία της, και είναι μόνο φυσικό πως διατηρεί συνεπακόλουθα τις ανησυχίες και τις πρακτικές της. Με ή χωρίς παιδιά, και ακόμη περισσότερο αν μεγαλώνει ένα παιδί, τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια πρέπει να ασχοληθούν με τη διαφύλαξη και την μεταβίβαση των περουσιακών τους στοιχείων: λειτουργούν σαν οικογένεια, δηλαδή, σαν ένας χώρος όπου η ατομική ιδιοκτησία συντηρείται και μεταβιβάζεται. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά ιστορικά γεγονότα είναι αυτή η επιμονή της οικογενειακής μονάδας, η ικανότητά της να σταθεί στη δοκιμασία του χρόνου αφομοιώνοντας τους περισσότερους από τους διαλυτικούς της παράγοντες.

Ι: Οι γυναίκες σαν εκτροφείς παιδιών

Αν η οικογένεια [σ’ όλες τις μορφές της] παίζει έναν τόσο κεντρικό ρόλο, το επίμονο ερώτημα είναι γιατί συνοδεύεται από την καθυπόταξη των γυναικών.

Ένας από τους κύριους λόγους είναι επειδή ο καπιταλισμός είναι η πρωτοκαθεδρία της παραγωγής. Για να αποφύγουμε τυχόν παρεννοήσεις, ας είμαστε σαφείς για το τι εννοούμε μ’ αυτό. Κάθε κοινωνία βασίζεται στην (ανα)παραγωγή των όρων της ζωής. Όμως, η καπιταλισμός είναι η κυριαρχία της προσταγής για παραγωγή, όχι για χάρη της παραγωγής, αλλά για την παραγωγή ακόμη περισσότερης αξίας. Αν αυτό το σύστημα παράγει (και καταστρέφει) τόσα πολλά, δεν είναι για συσσωρεύσει αντικείμενα, αλλά για να δημιουργήσει και συσσωρεύσει αξία. Συνεπώς, είναι υποχρεωμένο να αντιμετωπίζει κάθε υλικό αντικείμενο ή έμβιο ον σαν ένα δυνητικό όργανο παραγωγής.

Αναφορικά με τις γυναίκες, αυτό συνεπάγεται ένα διαφορετικό και κατώτερο στάτους συγκριτικά με τους άντρες.

Αποτελεί βιολογικό γεγονός πως μόνο οι γυναίκες έχουν την ικανότητα να φέρουν παιδιά στα σώματά τους, να τα γεννήσουν, να τα θηλάσουν: μια κοινωνία στην οποία όλοι υπάρχουν πρωτίστως σαν μέσα παραγωγής δεν μπορεί παρά να θέσει τις γυναίκες σ’ αυτόν τον καταναγκαστικό ρόλο ο οποίος γίνεται ένας περιορισμός.

Παρά τις χιλιάδες εξαιρέσεις, και σε διαφορετικούς βαθμούς, ακόμη και σήμερα, μια γυναίκα θεωρείται προορισμένη να γίνει μητέρα και, παρότι δεν μαντρώνεται σε μια ύπαρξη απλής εκτροφής παιδιών, συνεχίζουν να την ενθαρρύνουν να περνάει περισσότερο χρόνο στην οικογενειακή σφαίρα απ’ τον άντρα. Αυτό μπορεί να βρεθεί επίσης και σε κοινωνικούς χώρους με μειονοτικό σεξουαλικό προσανατολισμό: μια ομοφυλόφιλη γυναίκα δεν θα είναι ίση μ’ έναν ομοφυλόφιλο άντρα. Οι πιο ανοικτόμυαλοι γονείς και συγγενείς δεν περιμένουν τα ίδια από μια κόρη κι έναν γιο. Ακόμη και σε προοδευτικούς κύκλους, πολλές γυναίκες υποβάλλονται ανοικτά ή συγκαλλυμένα στην κοινωνική πίεση, ρητή ή άρρητη, να κάνουν παιδιά, και η ζωή ως ζευγάρι (είτε παντρεμένο είτε ανύπαντρο) ενθαρρύνει την μητρότητα.

ΙΙ: Γυναίκες και σχέσεις εκμετάλλευσεις

Μια κοινωνία κυριαρχούμενη από την εργασία τείνει να ιεραρχεί τους ανθρώπους σύμφωνα με τη θέση τους στον κόσμο της εργασίας, στην παραγωγή, δηλαδή στην παραγωγή που «μετράει», και με τις δύο έννοιες τις λέξεις: και καταμετρείται και είναι κοινωνικά προνομιούχα: παράγει αξία μέσω της εργασίας, της μισθωτής εργασίας.

Χρειάζεται εδώ να διευκρινήσουμε τόσο τον όρο της παραγωγής όσο και της εργασίας. Με τον όρο «εργασία» δεν εννούμε το να δρας επί ενός αντικειμένου για να το μετασχηματίσεις: εργασία στον κήπο σου, να δουλεύεις μια παρτιτούρα στο πιάνο του σαλονιού σου, να γυμνάζεις το σώμα σου, να ασχολείσαι με τη ξυλουργική στον ελεύθερό σου χρόνο, κλπ. Ούτε ορίζουμε την εργασία από το γεγονός πως διεξάγεται υπό καταναγκασμό. Βεβαίως η μισθωτή εργασία αποτελεί το αντίθετο της ελεύθερης δραστηριότητας: δουλεύουμε επειδή είμαστε αναγκασμένοι να βγάλουμε χρήματα για να ζήσουμε, και κάθε ώρα που ξοδεύουμε στο εργοστάσιο, στο τιμόνι ενός φορτηγού ή στο γραφείο, βρίσκεται υπό τον έλεγχο ενός αφεντικού. Όμως, αυτή η καθυπόταξη υπηρετεί έναν σκοπό: διασφαλίζει πως η εργασίας μας συνεισφέρει στην ανάπτυξη του κεφαλαίου, πως παράγει αξία, πως αξιοποιεί την εταιρεία.

Καθώς συμβαίνει αυτή η αξιοποίηση στον κόσμο της εργασίας, οι άντρες κι οι γυναίκες δεν βρίσκονται στην ίδια θέση.

Από τη στιγμή που υπάρχει μια κοινωνική διαφορά μεταξύ δύο ομάδων, μεταξύ εκείνων που εργάζονται κι εκείνων που οργανώνουν την εργασία (ακόμη κι αν μερικές φορές εργάζονται κι οι ίδιοι), οι γυναίκες βρίσκονται σε μια συγκεκριμένη θέση συμπληρωματικότητας, ως μη-μόνιμες εργάτριες, λόγω της περιόδου εγκυμοσύνης και θηλασμού. Όσο μικρός κι αν είναι αυτός ο χρόνος «εκτός της εργασίας», δημιουργεί μια διαφορά. Η λειτουργία της γυναίκας στην αναπαραγωγή των παιδιών την εξαναγκάζει να διακόπτει τακτικά τον ρόλο που παίζει στη συνολική αναπαραγωγή της κοινωνίας. Ενώ η εργασία (εκμετάλλευση) είναι κεντρική για την κοινωνία, η θέση της γυναίκας στην εργασία είναι αναγκαστικά δευτερεύουσα. Παρότι συνολικά οι γυναίκες δουλεύουν πολύ, μένει στους άντρες να λάβουν έναν κυρίαρχο ρόλο στην οργάνωση και την προσταγή, καθώς τέτοια καθήκοντα μπορούν να εκπληρωθούν μόνο χωρίς διακοπή. Συνεπώς οι άντρες λαμβάνουν ένα μεγαλύτερο μερίδιο του κοινωνικού πλούτου κι έναν προνομιούχο ρόλο στην πολιτική, την πολιτιστική και τη θρησκευτική ζωή. Είτε είναι εκμεταλλευτές είτε εκμεταλλευόμενοι, οι άντρες συμμετέχουν διακρώς στη σχέση εκμετάλλευσης [την απόσπαση υπεραξίας]: είτε είναι εκμεταλλέυτριες είτε εκμεταλλευόμενες, οι γυναίκες όχι. Ακόμη και στη Σουηδία των υψηλότερων ποσοστών γυνακείας απασχόλησης σε παγκόσμιο επίπεδο, οι περισσότερες γυναίκες είναι υποαπασχολούμενες, ιδίως στον δημόσιο τομέα και τον τομέα της υγείας. Δεν είναι η μητρότητα ως τέτοια που αποδίδει στις γυναίκες αυτό το κατώτερο κοινωνικό στάτους, αλλά ο ρόλος που παίζει η μητρότητα σε μια κοινωνία κυριαρχούμενη από την εργασία.

***

Ως συμπέρασμα των δύο αυτών τελευταίων παραγράφων, η καλύτερη υπόθεση που μπορούμε να κάνουμε είναι πως η καθυποταγμένη θέση της γυναίκας συνδέεται με την κοινωνική αναπαραγωγή και την οικογένεια: η κατωτερότητά τους δεν προκαλείται από την οικογένεια, αλλά η κατωτερότητά τους είναι ενσωματωμένη στην οικογένεια. Παρά την ιατρική υποβοηθούμενη τεκνοποίηση και την παρένθετη μητρότητα, τα παιδιά ακόμη γεννιούνται και μεγαλώνουν σε οικογένειας οι οποίες παραμένουν ο κύριος τόπος του σχηματισμού των έμφυλων ρόλων και της καθυπόταξης των γυναικών.

Η έμφυλη διαίρεση της κοινωνίας αποτελεί μέρος του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, χωρίς όμως να σημαίνει πως η έμφυλη διαίρεση αποτελεί απλώς μια αντανάκλαση, μια παρενέργεια, του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας.

Κοινωνικοποιημένος έλεγχος

Η πατριαρχία είναι ένας άλλος όρος για τον pater-familias, όταν η οικογένεια συνέπιπτε με την πιο βασική οικονομική μονάδα, και οι γυναίκες και τα παιδιά εργάζονταν υπό την επίβλεψη του συζύγου και πατέρα. Η πατριαρχία είναι η κυριαρχία των κεφαλών του νοικοκυριού.

Πατριαρχία και ιδιοκτησία πήγαιναν πακέτο για πολύ καιρό. Η συγγένεια και η μεταβίβαση του πλούτου ήταν άρηκτα συνδεδεμένες: ο pater-familias έπρεπε να βεβαιωθεί πως ο κληρονόμος του θα ήταν ο γιος του[4].

Η πατριαρχία δεν έχει ξεπεραστεί. Είναι επιθετικά παρούσα ακόμη και στην καρδιά των λεγόμενων ανεπτυγμένων χωρών. Τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στο Μιλάνο, οι γυναίκες καθυποτάσσονται με διάφορους τρόπους, χλευάζονται, υποτιμούνται, αντιμετωπίζονται σαν μικρά παιδιά και πατρονάρονται στην κυρίαρχη κουλτούρα.

Η πατριαρχία, ωστόσ, δεν είναι αναγκαία στον καπιταλισμό.

Η καινοτομία του καπιταλισμού αναφορικά με την κατανομή των ρόλων μεταξύ των αντρών και των γυναικών δεν είναι το γεγονός πως οι γυναίκες εργάζονται. Εργάζονται και παλιότερα, σε κήπους λαχανικών, σε χωράφια, σε καταστήματα ή στην υπαίθρια αγορά, πάντα όμως σε σύνδεση με το νοικοκυριό. Με την μισθωτή εργασία εργάζονται εκτός του σπιτιού. Το μεγαλύτερο μέρος της γυναικείας εργασίας δεν διευθύνεται από τον σύζυγο, αλλά από το αφεντικό (το οποίο, μερικές φορές, είναι γυναίκα).

Στον καπιταλισμό, ενώ οι σχέσεις αντρών/γυναικών δεν οργανώνουν πλέον άμεσα την παραγωγή, παίζουν ακόμη ρόλο στον καταμερισμό της εργασίας. Ο καπιταλισμός συντηρεί την έμφυλη ιεραρχία και καταπίεση, προωθώντας τες όμως με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο.

Ο όρος αντρική κυριαρχία είναι παραπλανητικός αν σημαίνει πως η σημερινή καθυπόταξη των γυναικών οφείλεται στους μεμονωμένους άντρες. Οι άντρες σήμερα λειτουργούν ως μεσάζοντες, και μάλιστα όχι κύριοι μεσάζοντες. Ο έλεγχος των γυναικών έπαψε να ασκείται πάνω απ’ όλα από τους πατεράδες και τους συζύγους: οι μεμονωμένοι άντρες βρίσκονται πιο κάτω από τη συλλογική επιτήρηση. Στις κοινωνικές και ιατρικές υπηρεσίες, οι γυναίκες «φροντίζονται» («για το καλό τους») από ένα προσωπικό που αποτελείται τόσο από άντρες όσο κι από γυναίκες. Περιττό να πούμε πως η γυναίκα γιατρός ή κοινωνική λειτουργός, μετά τη βάρδιά της, θα καθυποταχτεί στο σπίτι ή στον δρόμο στους ίδιους κοινωνικούς περιορισμούς και κοινωνικά δεσμά με αυτά που εξασκούσε σε άλλες γυναίκες μερικές ώρες νωρίτερα στη δουλειά της.

Η «βιοϊατρική εξουσία» ασκείται σε όλους, αλλά πολύ περισσότερο στις γυναίκες, οι οποίες παρακολουθούνται ιατρικά από την εφηβεία τους, είτε κάνουν είτε δεν κάνουν παιδιά, από έναν ή μια γυναικολόγο, μαιευτήρα, μαία, έναν ή μια παιδίατρο για επισκέψεις μετά τη γέννα, και ξανά από έναν ή μια γυναικολόγο.

Αυτή η ελαφριά κηδεμονία είναι αρκετά διαφορετική από την πλύση εγκεφάλου και τα βασανιστήρια α λα Μεγάλος Αδερφός. Η πρόνοια, η κοινωνική ασφάλιση και το κοινωνικό κράτος συνθέτουν μια σειρά θεσμών οι οποίοι πράγματι βοηθούν και προστατεύουν τις γυναίκες. Σε αντίθεση με το παρελθόν, η δημόσιες αρχές θεωρητικά, και μερικές φορές πραγματικά, προστατεύουν τις γυναίκες από τους άντρες συντρόφους τους. Το κράτος δεν αποτρέπει την οικογενειακή βία αλλά τη ρυθμίζει, θέτει συγκεκριμένα όρια. Εισβάλει στη στενή σχέση του ζευγαριού και κωδικοποιεί την πρέπουσα και απρεπή συμπεριφορά, για παράδειγμα ποινικοποιώντας τον συζυγικό βιασμό (καθώς και την κακοποίηση των παιδιών). Δεν μπορούμε είμαστε νοσταλγοί μιας εποχής που η σεξουαλική κακοποίηση ήταν μια τυπική πρακτική. Όμως, η προστασία των γυναικών αποτελεί επίσης μάρτυρας της καθυπόταξής τους: ο νόμος παρέχει βοήθεια στα υποτιθέμενα αδύναμα όντα που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Και παρέχεται προστασία στις γυναίκες σε αντάλλαγμα της αποδοχής ενός συγκεκριμένου ρόλου, του ρόλου της μητέρας[5].

Κινούμαστε από την πανάρχαια άμεση και προσωπική καθυπόταξη των γυναικών στους συζύγους τους προς μια έμμεση εξάρτηση, μια κηδεμονία που δύσκολα γίνεται αντιληπτή ως περιοριστική επειδή είναι απρόσωπη, ανώνυμη και διάχυτη. Στο παρελθόν, οι γυναίκες δεν μπορούσαν παρά να κάνου 4-7 παιδιά: τώρα επιλέγουν να κάνουν 1,58 (μέσο ποσοστό μητρότητας στην ΕΕ το 2014).

Δημοκρατία στην οικογένεια;

Μπορούμε να θεωρήσουμε έναν καπιταλισμό ο οποίος θα μεταρρυθμιστεί τόσο πολύ ώστε να κρατήσει την οικογένεια αλλά να απαλλαχτεί από το κατώτερο στάτους της γυναίκας εντός της οικογενειακής δομής;

Η κοινή λογική λέει πως αυτή η ισότιμη ουτοπία βρίσκεται ήδη καθ’ οδόν. Βλέπουμε μια ήρεμους ανθρώπους της μεσαίας τάξης να ζουν σε μια ασφαλή γειτονιά της Στοκχόλμης, με τους ενήλικους να εργάζονται εταιρείες ή ΜΚΟ φιλικές προς το LGBT, τον πατέρα να επιλέγει να πάρει γονική άδεια, τους γονείς να απεθύνονται στα παιδιά τους με αντωνυμίες ουδέτερου φύλου για να αποφύγουν τα έμφυλα στερεότυπα, να κοινωνικοποιούνται με φίλους με παρόμοιο υπόβαθρο και συμπεριφορά, και φυσικά να μοιράζονται ισότιμα το μεγάλωμα των παιδιών και τις δουλειές του σπιτιού. Το ιδεατό ζευγάρι, θα μπορούσε να πει κανείς… όσο καταφέρνει να μείνει αποκομμένο από τον έξω κόσμο… και από τις άλλες τάξεις.

Είναι αυτό επιστημονική φαντασία; Όχι απολύτως. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε πως υπάρχει μια εξέλιξη προς μια έμφυλη ισότητα εντός της οικογένειας, και μια αυξανόμενη τάση προς μια δίκαιη κατανομή των [οικογενειακών] καθηκόντων και αποφάσεων μεταξύ των συντρόφων.

Στον βαθμό που υπάρχει αυτή η οικογένεια-πυξίδα -εντός των ορίων ορισμένων χωρών κι ορισμένων χώρων, χωρίς πιθανόν να αφορά το σύνολο των 900.000 κατοίκων της Στοκχόλμης- δεν αποτελεί αντίβαρο της ταξικής πραγματικότητας. Από τη στιγμή που συνολικά οι γυναίκες λαμβάνουν μικρότερους μισθούς (και έχουν ένα κατώτερο κοινωνικό στάτους) λόγω της μητρότητας, η γυναίκες στον πάτο της κλίμακας θα υποφέρουν περισσότερο απ’ αυτή τη διαφορά απ’ ότι η μητέρα απο ένα προνομιούχο υπόβαθρο. Η δικηγόρος ή η διευθύντρια μπορεί να ξεφορτωθεί τις σκληρές ή βαρετές οικιακές δουλειές προσλαμβάνοντας μια άλλη γυναίκα. Οι άντρες κι οι γυναίκες ίσως να είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, αλλά είναι το χρήμα που πληρώνει την ισότητα, και δεν είναι όλες οι γυναίκες ίσες ενώπιον του χρήματος, και το σουηδικό υπουργείο ενσωμάτωσης και ισότητας των φύλων δεν μπορεί να κάνει πολλά γι’ αυτό. Οι αντωνυμίες αλλάζουν ευκολότερα από τις ταξικές διαφορές. Αν η καθυπόταξη των γυναικών παραμένει περισσότερο ορατή και ισχυρή στις εργατικές οικογένειες δεν οφείλεται στην επιμονή σεξιστικών μυαλών και συνηθειών μεταξύ αμόρφωτων, άξεστων κι «αντιδραστικών» προλετάριων, αλλά στις συνθήκες που επιβάλλονται σ’ αυτούς που ζουν ίσα-ίσα πάνω από το όριο της φτώχειας. Ο διαφωτισμός έρχεται ευκολότερα με χρήματα στη τράπεζα και με μια καλύτερη κοινωνική θέση κι εικόνα.

Η δημοκρατική οικογένεια δεν βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής.

Ισότητα στον καπιταλισμό

Σε αντίθεση με άλλα εκμεταλλευτικά συστήματα τα οποία δεν μπορούν να κάνουν χωρίς πάγιους ρόλους και ταυτότητες που καθορίζονται συνήθως από τη γέννηση, ο καπιταλισμός στηρίζεται στη συνάντηση εξισωμένων αντικειμένων. Τείνει να συμπεριφέρεται στους ανθρώπους όχι σύμφωνα με μια κάποια εσώτερη «φύση» τους, αλλά σύμφωνα με την αξία του στην αγορά και την ικανότητά τους να αποφέρουν κέρδος. Η τυπική και αποτελεσματική εξίσωση αντρών/γυναικών αποτελεί μια ιστορική τάση, που απεικονίζεται από τη συρρίκνωση της έμφυλης μισθολογικής ψαλίδας και την αυξανόμενη αναλογία γυναικών σε υψηλές κυβερνητικές και διοικητικές θέσεις. (Με ένα υψηλό ποσοστό γυναικών αφεντικών και ανώτερων διευθυντών στην Ασία). Θεωρητικά, ένας εξειδικευμένος προλετάριος είναι εναλλάξιμος με οποιονδήποτε άλλο εξίσου εξειδικευμένο προλετάριο, και οποιοσδήποτε από τους δύο μπορεί να προσληφθεί και να αμειφθεί με τον ίδιο μισθό[6].

Θεωρητικά, η κεφαλαιακή αναζήτηση της παραγωγικότητας οδηγεί σε περικοπές εξόδων, και ένας τρόπος μείωσης των εξόδων για εργασία είναι το «διαίρει και βασίλευε». Στον πραγματικό κόσμο, οι επιχειρήσεις δεν αδιαφορούν ποτέ για την καταγωγή, τη φυλή ή το φύλο. Ακόμη και με τα ίδια προσόντα, η μια εργασιακή δύναμη σπάνια είναι ίση με την άλλη. Η καπιταλιστική κοινωνία διαιρεί όσο και συνενώνει, και αποκαθιστά ανισότητες ενώ παράλληλα δημιουργεί καινούριες. Για να δώσουμε απλά ένα παράδειγμα μεταξύ πολλών αναφορικά με τα μετατοπιζόμενα όρια της «φυλής», στα τέλη του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ υπήρχε έντονο ντιμπέιτ για το αν οι Φιλανδοί μετανάστες θα έπρεπε να κατηγοριοποιηθούν ως «λευκοί» ή «ασιάτες». Ο ανταγωνισμός θέτει τους «ντόπιους» εργάτες εναντίων των μεταναστών εργατών, και πρώτα και κύρια τους άντρες εναντίον των γυναικών. Όποτε μπορούν, τα αφεντικά επωφελούνται το παραδοσιακά κατώτερο στάτους των γυναικών, ακόμη και στις πιο «ανεπτυγμένες» περιοχές του κόσμου.

Η έμφυλη ανισότητα δεν καταργείται αλλά μετασχηματίζεται: τώρα οι γυναίκες θα πληρώνονται λιγότερα και θα εξωθούνται σε φτωχότερες εργασιακές συνθήκες.

Φεμινισμός

Για όποια εκδοχή φεμινισμού κι αν μιλήσεις, πάντα θα βρεθεί μια φεμινίστρια ή φεμινιστή να υποδείξει πως η κριτική σου δεν ισχύει γι’ αυτήν ή αυτόν. Το ντιμπέιτ περιπλέκεται περισσότερο από το γεγονός πως μια ριζοσπάστρια φεμινίστρια ή φεμινιστής αρνείται των όρο «φεμινίστρια/ης», ισχυριζόμενη/ος πως ο όρος αντιστοιχεί μόνο σε αστούς, ουμανιστικούς ή φιλελεύθερους φεμινιστές. Πως τολμάς να συγκρίνεις το κίνημα γυναικείας απελευθερώσης των μεσαίων τάξεων με τον αναρχοφεμινισμό!; Δεν θα πρέπει συνεπώς να μιλάμε για «φεμινισμό», αλλά μόνο για ένα πολύπλευρο γυναικείο κίνημα. Στην πραγματικότητα, για να διαχωριστεί από τον αστικό φεμινισμό, ο ριζοσπαστικός φεμινισμός συνήθως προσέχει να αυτοπροσδιορίζεται με κάτι επιπρόσθετο: φεμινισμός της ταξικής πάλης, υλιστικός φεμινισμός, έμφυλα ριζοσπαστικός, αντικαπιταλιστικός, ριζοσπαστικός λεσβιακός, queer, ελευθεριακός, μαρξιστικός, διαθεματικός, κλπ, φεμινισμός.

Όποια κι αν είναι η διατύπωση, οι αναμφισβήτητα πολλές όψεις του φεμινισμού μοιράζονται μια κοινή βάση από τη στιγμή που η πολιτική τους προτεραιότητα είναι το γυναικείο ζήτημα κι η μάχη ενάντια στην έμφυλη ανισότητα, παρά τις μεταξύ τους διαφωνίες κι αντιμαχίες αναφορικά με το πως ορίζουν την ανισότητα. Όταν οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες απορρίπτουν τον φεμινισμό της ισότητας σαν αστικό κι αντ’ αυτού υποστηρίζουν τη γυναικεία αυτεπιβεβαίωση, το κύριο ζήτημά τους παραμένουν οι γυναίκες. Η διαφορά είναι πως ο «αστικός» φεμινισμός ορίζει την ισότητα ως τον τελικό στόχο ενώ ο ριζοσπαστικός φεμινισμός ως την αφετηρία του. Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός εκκινεί από τη γυναικεία συνθήκη και την ενσωματώνει στην παγκόσμια κοινωνική οπτική, με μια πολλαπλότητα τρόπων. Οι απλές εκδοχές απλώς προσθέτουν τους γυναικείους αγώνες στους υπόλοιπους αγώνες. Πιο εκλεπτυσμένες εκδοχές ανασυνθέτουν το φύλο με τη τάξη ή το φύλο με τη φυλή και τη τάξη[7]. Εν πάση περιπτώσει, καθώς όλες οι εκδοχές θεωρούν τη θέση της γυναίκας στην ιστορία ως ουσιαστική, μπορούμε βάσιμα να θεωρήσουμε αυτές τις θέσεις και τα ρεύματα ως φεμινιστικά.

Δεν υπάρχει τίποτα υποτιμητικό στο να αποκαλέσεις έναν άνθρωπο φεμινιστή ή μια δραστηριότητα φεμινιστική. Για εμάς, η αντίσταση ενάντια στην καθυπόταξη και την καταπίεση που επιβάλλεται στις γυναίκες αποτελεί μια αναγκαία μάχη. Μόνο οι υποστηρικτές της πολιτική του «Όλα ή Τίποτα» δεν συγκινούνται από αυτά που μπορούν να βελτιώσουν τη ζωή των γυναικών. Σ’ αυτή τη βάση, ακριβώς όπως κι οι υπόλοιπες μορφές αντίστασης, ο φεμινισμός είναι αδιαχώριστος από τη γενική κίνηση προς την ανθρώπινη χειραφέτιση. Σ’ αυτή τη βάση επίσης, όπως οι υπόλοιπες μορφές αντίστασης, είναιι που χρειάζεται να αξιολογήσουμε το αντικείμενο και τις οπτικές του[8].

Πικρή νίκη

Παρά το γεγονός πως πάντα οι γυναίκες αντιστέκονταν, δεν ήταν μέχρι την άφιξη του καπιταλισμού που αναδύθηκε ένα φεμινιστικό κίνημα, επειδή το καπιταλιστικό σύστημα έφερε μια έως τότε άγνωστη αντίφαση:

Παρότι η επίμονη καθυπόταξη των γυναικών επιτρέπει το γεγονός πολλές απ’ αυτές να πληρώνονται λιγότερο και να συγκεντρώνονται σε υποτιμημένες και ανειδίκευτες δουλειές, η μαζική τους είσοδο στην αγορά εργασίας τις θέτει στο πλάι των αντρών μισθωτών και τις ενθαρρύνει να διεκδικήσουν την έμφυλη ισότητα στον χώρο εργασίας (ίση αμοιβή για ίση δουλειά) καθώς και στην υπόλοιπη ζωή (έμφυλη ισότητα στο σπίτι, στο δημόσιο χώρο, στην πολιτική, κλπ). Το 2014, το 55% των μελών των βρετανικών συνδικάτων ήταν γυναίκες. Το κατώτερο στάτους συνεχίζει να υπάρχει, αλλά τίθεται υπό αμφισβήτηση. Οι γυναίκες παραμένουν καθυποταγμένες όμως ζουν σε μια «unisex» συνθήκη, ως γυναίκα αφεντικό ή εργάτρια. Στις πιο «προοδευτικές» χώρες και ζώνες, είναι πολύ λιγότερο άνισες με τους άντρες απ’ ότι πριν, ιδίως στη δουλειά, όμως ακόμη πρέπει να αναλάβουν τον ρόλο των εκτροφέων παιδιών και εκείνων που φροντίζουν τα παιδιά και τους άντρες, και ο μύθος του εγγενούς μητρικού ενστίκτου παραμένει, παρότι αμφισβητείται σε μεγάλο βαθμό.

Όσο ένα προλεταριακό κίνημα -αποτελούμενο από γυναίκες κι άντρες- εκλείπεται της ικανότητας να αντιμετωπίσει τον καπιταλισμός και να καταργήσει τόσο το κεφάλαιο όσο και την εργασία, οι φεμινιστρίες θα αναγκάζονται να δρούν εντός αυτής της αντίφασης, να μάχονται ώστε οι γυναίκες να αντιμετωπίζονται ως ίσες με τους άντρες, στον κόσμο της εργασίας και αλλού. Ο φεμινισμός αποτελεί τμήμα της πολιτικής της για την ανθρώπινη ισότητα.

Καθώς απέχουμε πολύ απ’ το να υπάρξει η ισότητα ένας εκπληρώσιμος στόχος εντός ενός δομικά άνισου συστήματος, ακόμη και στις λεγόμενες μοντέρνες χώρες, μπορούμε να προβλέψουμε ένα δραστήριο και απογοητευμένο μέλλον για όλο το εύρος των φεμινιστικών ομάδων, μετριοπαθών και ριζοσπαστικών, με την κάθε εκδοχή να θέτει τον εαυτό της ως τον φορέα του «αληθινού» φεμινισμού. Και καθώς η προσπάθειές όλων αυτών των εκδοχών θα έρθουν αντιμέτωπες με εμπόδια που δεν μπορούν να ξεπεράσουν μόνες τους, είναι αναπόφευκτο πως θα δώσουν πρωτεραιότητα στις νομοθεσίες (η εξίσωση συνεπάγεται τη νομιμοποίηση), την εκπαίδευση (εκμάθηση περί του κοινωνικού φύλου στα σχολεία, στα μήντια καθώς και στον πολιτικό χώρο), την ακαδημία (αντιμετωπίζοντας την κυρίαρχη ιστορική αφήγηση σε συνδυασμό με τη λογοτεχνία ως απόδειξη ύπαρξης έμφυλων προκαταλήψεων), και να μην ξεχάσουμε τη διόρθωση της γλώσσας (ωραιοποίηση και αποεμφυλοποίηση του λεξιλογίου). Σ’ αυτό το επίπεδο, ο φεμινισμός έχει γίνει mainstream (φυσικά πολύ περισσότερο στη Νέα Υόρκη παρά στη Ζώνη της Βίβλου, όχι τόσο πολύ στην Μόσχα, και σχεδόν καθόλου στη Σαναά)[9].

Εκτός του μαιευτηρίου

Γενικά, οι παλιές εξεγέρσεις έδειχναν λίγο ενδιαφέρον για την καθυπόταξη των γυναικών. Είναι αλήθεια αυτό. Όμως, ούτε άλλαξαν πραγματικά τον πυρήνα του καπιταλιστικού συστήματος. Δεν απέτυχαν να συμπεριλάβουν το γυναικείο ζήτημα στην ατζέντα τους επειδή ηγούνταν από σεξιστές άντρες (παρότι πολλοί ξεσηκωμοί όντως ηγούνταν από τέτοιους), αλλά λόγω των ελαττωμάτων της αντζέντας καθεαυτής. Το πρόγραμμά τους υπήρξε η απελευθέρωση της εργασίας από το κεφάλαιο κι η δημιουργία μιας κοινότητας ίσως και συνεταιρισμένων παραγωγών. Και οι δύο περιορισμοί -κοινωνικοί και έμφυλοι- πηγαίναν χέρι-χέρι. Ομάδες (συνήθως οργανωμένες από γυναίκες) οι οποίες προσπάθησαν να χτυπήσουν τη βασισμένη στο φύλο ιεραρχία βρέθηκαν να δέχονται τόσες επιθέσεις απ’ όλες τις πλευρές όσες κι οι ομάδες οι οποίες προσπάθησαν να προωθήσουν την κατάργηση της μισθωτής εργασίας. Την περίοδο 1936-1939, τόσο οι Mujeres Libres [Ελεύθερες Γυναίκες] όσο κι οι Agrupación de los Amigos de Durruti [Ομάδα Φίλων του Ντουρρούτι] κατέληξαν συρρικνούμενες μειονότητες[10].

Αυτό δεν υπήρξε αποτέλεσμα μιας έλλειψης προθέσεων, ή μερικές φορές έλλειψης πρακτικών εγχειρημάτων. Η κριτική της οικογένειας, για παράδειγμα, αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην ιστορία του αναρχισμού και του κομμουνισμού, όπως αποδεικνύει η εμπειρία των ελευθεριακών κοινοτήτων στην Ευρώπη, την Αμερική και την Ασία. Τα πρώτα χρόνια μετά το 1917, η ρωσική επανάσταση γέννησε προσπάθειες για την αλλαγή της ζωής των ζευγαριών ώστε να δωθεί ένα τέρμα στην καταπίεση των γυναικών: νηπιαγωγεία, κυλικεία και κοινοτικά πλυντήρια υποτίθεται θα απελευθέρωναν τις γυναίκες από το βάρος των οικιακών εργασιών και θα τους επέτρεπαν να συμμετάσχουν στις συλλογικές δραστηριότητες[11]. Όλο αυτό υπήρξε από τα πάνω, ελεγχόμενο από το κόμμα κι οργανωμένο με πενιχρά μέσα, και το πείραμα διακόπηκε σύντομα όταν το καθεστώς επανεπέβαλλε τις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες, όμως τουλάχιστον έθεσε ένα σημείο καμπής στην καθημερινή σχέση αντρών/γυναικών.

Παρομοίως, ο Ένγκελς επιδεικνύει μια ειλικρινή αφοσίωση στο ξεπέρασμα της οικογένειας. Μια από τις κύριες ανησυχίες της Καταγωγής της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτήσιας και του Κράτους είναι να εξηγήσει πως εμφανίστηκε η μονογαμική οικογένεια, πως ο καπιταλισμός υπονομεύει τα θεμέλιά της, και πως τελικά θα διαλυθεί στον σοσιαλισμό.

Ωστόσο, σύμφωνα με το Ένγκελς, ενώ η πρότερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (γεωργία και πρώιμη βιομηχανία) υποδούλωνε τις γυναίκες, η σύγχρονη εκβιομηχάνιση δυνητικά απελευθέρωνε τις γυναίκες από τον αντρικό έλεγχο εξωθώντας τες μαζί με τους άντρες στην μισθωτή εργασία, κι ο σοσιαλισμός θα καθιστούσε πραγματική αυτή την απελευθέρωση.

Για τον Ένγκελς, καθώς και για την μεγάλη πλειοψηφία των κομμουνιστών έως και τη τελευταία 25ετία του 20ού αιώνα, η επανάσταση θα απαλλοτρίωνε τους καπιταλιστές από την ιδιοκτησία τους και θα επέκτεινε τους πάντες την αυτοδιαχειρίσιμη και σχεδιασμένη εργασία, χωρίς αγορά και χωρίς αφεντικά.

Συνοψίζοντας, σχεδόν όλοι οι μαρξιστές (και αρκετοί αναρχικοί) ήλπιζαν να λύσουν το ιδιαίτερο γυναικείο ζήτημα με τον ίδιο τρόπο που θα έλυναν το συνολικό κοινωνικό ζήτημα. Η λύση για την χειραφέτιση των προλετάριων και των γυναικών υπήρξε κοινή: «ένα ελεύθερος κι ισότιμος συνεταιρισμός παραγωγών», για να το θέσουμε με τα λόγια του Ένγκελς. Η εξίσωση των φύλων θα προερχόταν από την κοινοτική, συνεργατική εργασία.

Αναμφίβολα, μια κριτική της εργασίας και της οικονομίας ήταν δύσκολο να υπάρξει την εποχή εκείνη: παρά τις εξαιρέσεις και μερικές φωτεινές διαισθήσεις, οι προλετάριοι στοχεύαν στην απελευθέρωση της εργασίας [από το κεφάλαιο], όχι να απελευθερωθούν οι ίδιοι από την εργασία. (Όταν προτεινόταν η κατάργηση της εργασίας, γινόταν συνήθως με έναν τρόπο που προσπερνούσε το ζήτημα, συχνά χάρη στη τεχνολογία: η εργασία θα υπήρχε ακόμα, μόνο που θα γινόταν από μηχανές).

Η ζωή μιας κοινωνίας καθορίζεται από τον τρόπο που οργανώνει την παραγωγή των όρων ύπαρξής της, δηλαδή των κοινωνικών της σχέσεων, των υλικών της βάσεων και της ανανέωσης των γενεών. Συνεπώς, κάθε κοινωνία πρέπει να ρυθμίζει την αναπαραγωγή της, συμπεριλαμβανομένης της αναπαραγωγής των γυναικών, και θα ήταν μάταιο να αρνηθούμε αυτή την πραγματικότητα με το να φανταστούμε την μεταφορά του βάρους της παραγωγής από τις μητέρες στις μηχανές, με μωρά να γεννιούνται σε δοκιμαστικούς σωλήνες και τα παιδιά να τα φροντίζουν ρομπότ. Το ζήτημα είναι ο ρόλος που λαμβάνει η παραγωγή στις ζωές μας.

Ας αφήσουμε στην άρκη (για τον παρόν κείμενο) τις λεγόμενες πρωτόγονες κοινωνίες και τους προκαπιταλιστικούς κόσμους. Από την έλευση του βιομηχανικού καπιταλισμού κι ύστερα, η παραγωγή των υλικών όρων ύπαρξης έχει μετατραπεί σ’ αυτή τη σαρωτική πραγματικότητα που αποκαλείται οικονομία, αυτονομήθηκε αυξανόμενα από την υπόλοιπη ζωή, και σήμερα έχει αναπτυχθεί σε μια διακρική σφαίρα, με μια διαίρεση μεταξύ του χώρου και χρόνου αφιερωμένου στην απόκτηση χρήματος (εργασία) και στις υπόλοιπες δραστηριότητες. Κάθε παραγωγική πράξη είναι μόνο παραγωγική, δηλαδή παραγωγική αξίας. Τα εκατομμύρια ωρών που ξοδέυονται σε DIY στο σπίτι, στον κήπο, βοηθώντας τον γείτονα να επισκευάσει το ποδήλατό του ή η εθελοντική εργασία στη τοπική τράπεζα τροφίμων, υπάρχουν μόνο στο περιθώριο της μισθωτής εργασίας, την κεντρική δραστηριότητα χωρίς την οποία όλες οι άλλες «ελεύθερες» ασχολίες θα ήταν αδύνατες.

Όλοι φέρουμε το τραύμα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, όμως βαραίνει περισσότερο τις γυναίκες: λόγω της ικανότητάς τους να γεννούν, αναγκάζονται να εξειδικευτούν σ’ αυτό τον ρόλο, ακόμη κι αν (όλο και συχνότερα) δουλεύουν εκτός του σπιτιού. Η γλώσσα τα λέει όλα: στο μαιευτήριο, η διαδικασία του τοκετού [labour, ίδια λέξη με την εργασία] προηγείται της γέννησης του παιδιού [delivery, το αποτέλεσμα του τοκετού]. Όσο κυριαρχούμαστε από την παραγωγή των μέσων συντήρησής μας, η οποία περιλαμβάνει την παραγωγή παιδιών, η κοινωνία θα ασκεί στενό έλεγχο επί των γυναικών και θα τις αναγκάζει να εκπληρώνουν αυτόν τον ιδιαίτερο ρόλο (ο οποίος δεν αντικαθιστά άλλους ρόλους αλλά παραμένει καταναγκαστικός), και οι γυναίκες θα παραμένουν σε μια κατώτερη θέση.

Η λύση δεν κείτεται στο να έχουμε μηχανικά εργαλεία και 3D εκτυπωτές να παράγουν για εμάς, αλλά στο να δημιουργήσουμε μια κοινωνία όπου η παραγωγική πράξη δεν είναι αποκλειστικά παραγωγική, κι αυτό ισχύει επίσης στην «παραγωγή» παιδιών. Ποιων τα παιδιά, παρεπιμπτόντως; Στον κομμουνισμό, ακόμη κι αν ένα παιδί βγαίνει από ένα [συγκεκριμένο] γυναικείο σώμα, δεν θα πρέπει να είναι «δικό της», με όλη την πίεση και τις υποχρεώσεις που αυτό θέτει τώρα και στους δύο [μητέρα και παιδί]. Σε έναν κόσμο χωρίς ατομική ιδιοκτησία, κανείς δεν θα κατέχει ένα παιδί, ούτε ακόμη κι οι γονείς του, είτε είναι βιολογικοί γονείς του είτε όχι, αν και μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια πως θα υπάρχει μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του παιδιού και των γονιών του. Δεν χρειάζεται να σημειώσουμε πως αυτή η οπτική φαντάζει σήμερα τόσο μακρινή όσο ένας κόσμος χωρίς χρήμα και κράτος: όμως, οι αμοιβαίες συνθήκες της μητέρας και του παιδιού δεν είναι περισσότερο αναμφισβήτητα «δεδομένα της φύσης» από το μητρικό ένστικτο.

Η απάντηση του «γυναικείου ζητήματος» δεν θα βρεθεί στη σχέση αντρών/γυναικών:

Μονό παράγοντας χωρίς η παραγωγή να επιβαρύνει την κοινωνία μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι οι γυναίκες θα πάψουν να ορίζονται από την αναπαραγωγική τους λειτουργία. Το παιδί θα συνεχίσει να γεννιέται από μια γυνακεία μήτρα, όμως το γεγονός αυτό δεν θα περιορίζει πλέον τις γυναίκες. Μένει να δούμε τι θα καθορίζει τους «άντρες» και τις «γυναίκες». Εν πάση περιπτώσει, η μητρότητα δεν θα συνεπάγεται πλέον την καθυπόταξη. Η βιολογία θα πάψει να αποτελεί το πεπρωμένο.

Φύλα και επανάσταση

Σε μια μέλλουσα επανάσταση, όλα θα εξαρτηθούν στο τι θα κάνουν οι εξεγερμένοι κι οι εξεγερμένες[11].

Η οικογένεια δεν είναι ζευγάρι: δεσμεύει τη γυναίκα σε μια συγκεκριμένη λειτουργία επειδή η οικογένεια περιστρέφεται γύρω από την αναπαραγωγή της οικογένειας, συνεπώς γύρω από τα παιδιά και την μητρότητα, και έως σήμερα μια γυναίκα αποτελεί πρώτα και κύρια μια μητέρα, που πρόθυμα ή απρόθυμα εξειδικεύεται στο πεδίο «της». Μια εξέγερση που θα καταργήσει την ατομική ιδιοκτησία, μαζί με την εργασία ως τέτοια, θα διακόψει και θα καταστρέψει τον «γυναικείο» ρόλο που αποτελεί στην πραγματικότητα έναν οικογενειακό ρόλο.

Αυτό ίσως είναι δύσκολο να το φανταστούμε σήμερα, αλλά η ιστορία δεν είναι μια ήρεμη εξελεκτική ροή: σημαδεύεται από βαθιές ασυνέχειες. «Σε διάστημα μίας εβδομάδας ζήσαμε έναν ολόκληρο αιώνα», σχολίασε κάποιος που συμμετείχει τις γαλλικές ταραχές του 1789 ύστερα από την επίθεση στη Βαστίλη. Οι εξεγερσιακοί καιροί παραγκωνίζουν τις συνήθειες: οι άνθρωποι δεν τρώνε και κοιμούνται πλέον «στο σπίτι», τα παιδιά δεν ανήκουν πλέουν στους γονείς «τους», η νεολαία συχνά ξεγλιστρά από τον έλεγχο, κι η αλλαγή στη σχέση παιδιών/ενήλικων επηρεάζει τη σχέση αντρών/γυναικών. Η επίθεση στο κεφάλαιο και το κράτος δεν διαλύει αυτόματα αυτές τις καταπιέσεις, όμως διαρρηγνύει τους βαθιά εδραιωμένους ρόλους: η εξεγερμένη σταματεί να δρα σαν υποστηρικτικό συμπλήρωμα του άντρα, κι η ενδόρρηξη των παιδιών στη δημόσια σκηνή αρνείται τα δεσμά των παραδόσεων και των συμβάσεων.

Έως σήμερα, σχεδόν σε όλες τις εξεγέρσεις, οι γυναίκες που συμμετείχαν δρούσαν περισσότερο ως σύζυγοι των προλετάριων: στην κομμουνιστική εξέγερση, οι γυναίκες θα λάβουν μέρος ως προλετάριες. Μια γυναίκα με ταλέντο στα όπλα θα μείνει στον δρόμο αντί να προσέχει τα παιδιά στο σπίτι, κι ένας άντρες με έφεση στην μαγειρική θα ακολουθήσει αυτή την κλίση του, ώσπου οι ρόλοι να διακυμαίνονται, αλλά θα υπάρξουν και πολλά περισσότερα απ’ αυτό. Μια απλή αναδιανομή καθηκόντων δεν θα εξαλείψει την καθυπόταξη των γυναικών, ακριβώς όπως η ενασχόληση με πολλαπλές εργασίας δεν θα εξαλείψει την εργασία. Ή θα ξεφορτωθούμε ταυτόχρονα την εργασία και την οικογένεια, ή δεν θα μπορέσουμε να τις ξεφορτωθούμε καθόλου.

Αφετέρου, αν ένα κίνημα παραμείνει εντός των περιορισμών της διαπραγμάτευσης μεταξύ κεφαλαίου/εργασίας ή των δημοκρατικών διεκδικήσεων, ακόμη και με βίαια μέσα, οι γυναίκες δεν θα τα καταφέρουν ιδιαίτερα καλύτερα από τους άντρες και τελικά θα οδηγηθούν πίσω στον «χώρο τους»: το σπίτι, στην μια ή άλλη του μορφή. Η επιστροφή στην οικογενειακή ζωή θα μπορούσε να πάρει το μεταβατικό στάδιο ενός κοινοτικού, χωρίς αρχηγούς, μα διαχειριζόμενου από γυναίκες, κυλικείου ή κέντρου παιδικής φροντίδας. Οι γυναίκες θα υποβιβάζονταν για άλλη μια φορά σε μια πολιτικά ακίνδυνη ιδιωτική σφαίρα.

Η αντρική ηγεμονίας δεν θα απονεκρωθεί σε μια ημέρα ή έναν μήνα. Ούτε θα πεθάνει χωρίς ν’ αντιπαλέψει. Η διαδικασία απονέκρωσής της θα συμπεριλάβει εξίσου συγκρούσεις αντρών/γυναικών και εντασείς μεταξύ (αντρών και γυναικών) ριζοσπαστών  και ρεφορμιστών προλετάριων εν γένει. Οι πικετέρος στη Λατινική Αμερική και οι εξεγερμένοι στην Οαχάκα μας δίνουν παραδείγματα για την αναγκαιότητα και τη δυσκολία τις επίλυσεις τέτοιων συγκρούσεων. Μια επανάσταση που αποδεικνύεται να αντιμετωπίσει αυτή την πρόκληση θα είναι επίσης ανίκανη να κάνει και όλα τα υπόλοιπα.

Ο τρόπος που η επανάσταση θα εξασφαλίσει την αναπαραγωγή της -και την αναπαραγωγή όσων συμμετέχουν σ’ αυτή- θα καθορίσει το μέλλον της.

Απλώς επειδή οι σχέσεις κεφαλαίου/μισθωτής εργασίας δομούν τον σημερινό κόσμο, δεν σημαίνει πως αποτελούν το μόνο στοιχείο που συντηρεί αυτόν τον κόσμο. Στη σχέση αυτή η οικογένεια παίζει έναν αναγκαίο ρόλο, και το κατώτερο στάτους των γυναικών αποτελεί ένας από τους πυλώνες του συστήματος: συνεπώς, χρειάζεται να το αμφισβητήσουμε για να ξεφορτωθούμε το κεφάλαιο και την μισθωτή εργασία.

«Καμιά μας δεν θέλει να παραμείνει σε ήρεμα νερά για όλη της τη ζωή».
– Τζέιν Όστεν, Πειθώ, 1818

Ζιλ Ντωβέ, Ιούλιος 2016[12]

Σημειώσεις:

1. Πολλά απ’ τα ζητήματα που καταπιάνονται στο παρόν κείμενο απασχολούν και την επερχόμενη μπροσούρα με τίτλο Feminism Illustrated. Σ’ αυτήν υπάρχουν οι μεταφράσεις ενός άρθρου του 1974 γραμμένου για την Le Fléau Social [Κοινωνική Πανώλη], και μια συνέντευξη του 2015, και τα δύο με την υπογραφή «Constance Chatterley», το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσα το 1974 για το προαναφερθέν γαλλικό περιοδικό. Σχεδόν όλα τα άρθρα της Le Fléau Social υπογράφονταν με περίτεχνα ψευδώνυμα, κι εγώ επέλεξα το «Constance Chatterley». Εκείνες τις ανέμελες εποχές, κανένας, ούτε άντρας ούτε γυναίκα, από τον μικρό κύκλο φίλων γύρω απ’ το περιοδικό δεν είχε κάποια ένσταση που ένας άντρας υποδυόταν τη γυναίκα, ακόμη κι αν ασκούσε κριτική στον φεμινισμό. Οι εποχές αλλάξανε… Τα ντιμπέιτ αναφορικά με τον φεμινισμό λαμβάνουν χώρα σε μια έντονα ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Κανείς δεν θα ξεφύγει από το να γίνει δακτυλοδεικτούμενος και να δεχτεί εκστρατείες εξευτελισμού. Οπότε, «όταν νευριάζω, ηρεμώ και σκέφτομαι καθαρά» (Louise Doughty, Dance With Me, 1996).

2. Το ζήτημα των γυναικών/του φύλου/του κοινωνικού φύλου είναι τόσο μεγάλο που θα γέμιζε μια απείρως μεγάλη βιβλιοθήκη. Θα αναφέρουμε απλώς μια χρήσιμη συλλογή κειμένων: Revolutionary Feminism, Communist Research Cluster, 2015. Από τον Ένγκελς μέσω της Έμμα Γκόλντμαν έως την Μαριαρόζα Νταλα-Κόστα, και πολλούς άλλους, μια μη-κριτική μα κατατοπιστική ανθολογία. Μπορεί να βρεθεί στην ηλεκτρονική  διεύθυνση:
https://communistresearchcluster.wordpress.com/2015/07/29/release-of-reader-vol-3-on-revolutionary-feminism/

3. Μιλώντας για αναπαραγωγή, δεν γίνεται να μην μιλήσουμε λίγο για την ιδεά μιας αναπαραγωγικής εργασίας.

Η έννοια αυτή στοχεύει να προσφέρει μια σύνδεση μεταξύ φύλου και τάξης, ενσωματώνοντας την καθυπόταξη των γυναικών στην καπιταλιστική εκμετάλλευση. Η ιδέα αυτή εμφανίστηκε τις δεκαετίες του 1930 και 1940, και αργότερα της αποδώθηκε μεγαλύτερο κύρος. Σήμερα αποτελεί ένα από τα συνηθέστερα αξιώματα των περισσότερων ριζοσπαστικών φεμινισμών, έως ακόμη και τον θεωρητικό τους πυρήνα.

Υπάρχουν περισσότερα εδώ. Παρότι οι υποστηρικτές αυτής της έννοιας ισχυρίζονται πως γεμίζει ένα κενό στην ανάλυση του Μαρξ, στην πραγματικότητα δεν μας προτείνουν τίποτα άλλο από έναν νέο ορισμό της σχέσης κεφαλαίου/μισθωτής εργασίας. Είναι κάτι περισσότερο από μια έννοια, είναι μια θεωρία από μόνη της, και μάλιστα μια θεωρία τελείως διαφορετικής από εκείνη του Μαρξ, καθώς παρουσιάζει την οικιακή εργασία ως θεμελιώδη για το κεφάλαιο. Δεν υπάρχει πρόβλημα στο να διαφωνείς με τον Μαρξ… αρκεί η θεωρία σου να είναι σωστή, και στην περίπτωση της αναπαραγωγικής εργασίας δεν είναι.

Ο ισχυρισμός είναι ο ακόλουθος. Η οικιακή εργασία (η οποία εκτελείται από γυναίκες) μειώνει το κόστος της εργασιακής δύναμης: αν ο άντρας εργάτης έπρεπε να φάει έξω ή να αγοράσει προπαρασκευασμένα γεύματα, να πάει τα ρούχα του στο καθαριστήριο, κλπ, θα ξόδευε περισσότερα απ’ ότι αν μια γυναίκα σύντροφος μαγείρευε κι έπλενε γι’ αυτόν. Ο ισχυρισμός συνέχιζει παρακάτω. Χάρη στην άμισθη δραστηριότητα αυτής της γυναίκας, το αφεντικό εξοικονομεί χρήματα: επωφελείται απ’ αυτή την εργασία, καθώς φορτώνει το κόστος της συντήρησης και την εκτροφής των αντρών εργατών στις γυναίκες. Συνεπώς, η οικιακή εργασία αποτελεί μια μορφή εργασίας από την οποία επωφελείται ο καπιταλιστής χωρίς να την πληρώνει, και συνεπώς η οικιακή εργασία αποτελεί μια εκ των βασικών σταθερών πόρων της αξιοποίησης του κεφαλαίου.

Αυτή η ανάλυση επεκτείνει την έννοια της υπερεργασίας (το τμήμα της εργάσιμης ημέρας που έρχεται μετά από τον χρόνο εργασίας όπου ο εργάτης κέρδισε τα προς το ζην, δηλαδή ένα «αδικαιολόγητο» τμήμα το οποίο αποτελεί την πηγή του κέρδους του αφεντικού) στην άμισθη οικιακή εργασία.

Ύστερα η θέση αυτή πηγαίνει πολύ παραπέρα, χωρίς καμιά προσπάθεια να δείξει μια έστω ψευφή μετριοπάθεια. Όχι μόνο η οικιακή εργασία θεωρείται τόσο αναγκαία για το κεφάλαιο όσο η εργασία στον χώρο εργασίας, αλλά εκτιμάτε πως είναι ακόμη πιο αναγκαία. Επειδή γεννά παιδιά και τα μεγαλώνει, η οικιακή εργασία (που συνήθως εκτελείται από γυναίκες) αναπαράγει το εργατικό δυναμικό, κι επειδή χωρίς το εργατικό δυναμικό δεν μπορεί να λάβει χώρα καμιά άλλη παραγωγή, η οικιακή εργασία αναδεικνύεται ως η πιο παραγωγική εργασία στον καπιταλισμό, ως η σημαντικότερη, κεντρικότερη. Εν ολίγοις, όπως δηλώνουν η Rivolta Femminile [Γυνακεία Εξέγερση] στο Manifesto (1970):

«Αναγνωρίζουμε στην άμισθη οικιακή εργασία τη χείρα βοηθείας που επιτρέπει την επιβίωση τόσο του ιδιωτικού όσο και του κρατικού καπιταλισμού» (http://www.columbia.edu/itc/architecture/ockman/pdfs/feminism/manifesto.pdf)

Αν αυτό ήταν αλήθεια, καθώς ο μισθός πληρώνει το κόστος της παραγωγής της εργασιακής δύναμης, ο άντρας εργάτης που ζούσε μόνος του θα κόστιζε περισσότερα από τον παντρεμένο συνάδελφό του, οπότε θα έπρεπε να πληρώνεται περισσότερα. Στην πραγματικότητα, η ίδια λογική μπορεί να εφαρμοστεί και στην εργένισα εργάτρια, και το αφεντικό της θα έπρεπε να της δίνει έναν καλύτερο μισθό απ’ ότι αν ζούσε με την οικογένειά της. Τα γεγονότα δεν το επιβεβαιώνουν αυτό. Όσο ποταπό και καταπιεστικό κι αν είναι πως πολλοί άντρες κάθονται και βλέπουν ενώ οι σύζυγοί τους μαγειρεύουν γι’ αυτούς, μια οικογένεια δεν αποτελεί εργοστάσιο. Μπορούμε να αποκαλέσουμε εργασία οτιδήποτε θέλουμε, όμως η μόνη εργασία που αναπαράγει το κεφάλαιο [δηλαδή, που είναι παραγωγική υπεραξίας] είναι εκείνη που συμβαίνει σε μια επιχείρηση. Μπορεί η σχολική εργασία για το σπίτι να ετοιμάζει τον/ην εφήβο/η για έναν μελλοντικό παραγωγικό ρόλο, τη στιγμή όμως που ο/η έφηβος/η μελετά μαθηματικά ή γερμανικά δεν αναπαράγει (ακόμα) κανένα κεφάλαιο. Όταν ο σύζυγος «κερδίζει» από τη σύζυγό του, δεν πρόκεται για επιχειρησιακό κέρδος [την εκμεταλλεύεται, αλλά όχι με την καπιταλιστική έννοια του όρου]. Η οικιακή εργασία ούτε παράγει κάποιο εμπόρευμα το οποίο πωλείται στην αγορά, ούτε παράγει υπεραξία. Το μισθός πληρώνει το κόστος της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης, δηλαδή τη συντήρηση του/ης ίδιου/ας του/ης εργάτη/ριας και, αν έχει οικογένεια, τη συντήρηση της οικογένειάς του/ης.

Εξάλλου, η θεωρία της «αναπαραγωγικής» εργασίας υποθέτει πως η ζωή εντός ενός ζευγαριού αποτελεί τον κανόνα για τους εργάτες: ούτε αυτό ισχύει. Οι τρόποι ζωής των μισθωτών ποικίλλουν. Κάποιοι έχουν οικογένεια, άλλοι είναι εργένηδες, άλλοι συστεγάζονται σε μεγάλα τετράγωνα διαμερισμάτων όπου τα ζευγάρια αναμειγνύονται με εργένηδες, άλλοι σε κοιτώνες τύπου στρατώνων [πχ, σε διάφορα εργοστάσια της Κίνας]. Ενώ οι παραδοσιακοί ανθρακωρύχοι έχουν μια οικογενειακή ζωή κοντά στα ορυχεία, στην επιφανειακή εξόρυξη [open-cast mining ή open-pit mining] το εργατικό δυναμικό διαμένει σε χώρους μακρυά από το σπίτι του κατά τη διάρκεια της σύμβασης απασχόλησής του. Το ίδιο ισχύει και το προσωπικό στις εξέδρες εξόρυξης πετρελαίου. Εκατομμύρια ασιατών, άντρες και γυναίκες, αφήνουν τις οικογένειές τους για να βρουν δουλειά στις κατασκευτές ή τον τομέα των υπηρεσιών της Μέσης Ανατολής, και ζουν σε στρατόπεδα, κοντέινερ ή, μερικές φορές, στο σπίτι του αφεντικού τους.

Η θεωρία της αναπαραγωγικής εργασίας βασίζεται στην πεποίθηση πως η αξία δεν δημιουργείται μόνο (ή κύρια) σε έναν ιδιαίτερο χώρο από παραγωγική εγασία, αυτό που κοινά λέγεται χώρος εργασίας (μια γραμμή συναρμολόγησης, ένα εργαστήριο υφαντουργίας, ένα ταχυδρομείο, ένα φορτηγό πλοίο, μια χαλυβουργεία, μια οικοδομή, κλπ) αλλά παντού, στο πανεπιστήμιο και στο εργοστάσιο και στο νοσοκομείο, και πάνω απ’ όλα στο σπίτι, επειδή η κοινωνία στο σύνολό της υποτίθεται να λειτουργεί σαν ένα «κοινωνικό εργοστάσιο».

Συνεπώς, σ’ αυτή την αντίληψη, η αναπαραγωγή περιλαμβάνει τα πάντα, το κεφάλαιο, τις τάξεις, τον πληθυσμό, την εργασιακή δύναμη, αστούς κι αστές, προλετάριους και προλετάριες, κλπ: σχεδόν τα πάντα δημιουργούν αξία και σχεδόν όλοι είναι εργάτες. Όμως, μερικοί είναι περισσότερο εργάτες από τους άλλους, εκείνες που γεννούν και μεγαλώνουν παιδιά. Επειδή οι γυναίκες παράγουν παιδιά, χωρίς τα οποία δεν θα υπήρχε ούτε κοινωνία ούτε καπιταλισμός, η θεωρία της «αναπαραγωγικής εργασίας» τους αποδίδει στις γυναίκες τον καθοριστικό ρόλο.

Αυτό ισοδυναμεί με έναν πλήρη επαναπροσδιορισμό της εργασίας, της αξίας και του καπιταλισμού, ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με αυτόν του Μαρξ. Στη τελική, γιατί όχι; Αν ο Μαρξ έκανε λάθος, δεν υπάρχει λόγος να του επιδείξουμε ιδιαίτερο σεβασμό. Το πρόβλημα είναι πως οι υποστηρικτές αυτής της οπτικής ισχυρίζονται πως εμπλουτίζουν τον Μαρξ, όχι πως τον αρνούνται.

Οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας συνεχίζουν με έναν αναδιπλασιασμό. Η εκμεταλλευόμενη τάξη αναδιπλασιάζεται: στην εργατική τάξη (προλετάριοι και προλετάριες) και την κατηγορία ή ομάδα των γυναικών (η λέξη τάξη συνήθως αποφεύγεται) που ορίζεται από την αναπαραγωγική εργασία. Αυτό δεν αποτελεί ένα νοητικό παιχνίδι. Το διακύβευμα είναι πολιτικό: η ανάγκη διεύρυνσης ενός υποτιθέμενα πολύ στενού επαναστατικού υποκειμένου. Καθώς η «εργατική τάξη» με την παραδοσιακή έννοια έχει αποδεικτεί ανίκανη ή/και απρόθυμη ν’ αλλάξει τον κόσμο, απλώς διευρύνουμε την έννοια της εργασίας σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, κι έτσι λαμβάνουμε ταυτόχρονα τόσο μια παραπάνω ποσότητα (οι γυναίκες αποτελούν το ήμισυ της ανθρωπότητας) όσο και ποιότητα (τα κινήματα των γυναικών και διάφορων μειονοτήτων θα πραγματώσουν πραγματικές καινοτόμες αλλαγές για τις οποίες οι μεταλλεργάτες του χτες ήταν ανίκανοι). Μ’ αυτό τον τρόπο είναι σίγουρο πως αποκτάς ένα ευρύτερο και βαθύτερο επαναστατικό υποκείμενο. Πόσο απλό.

Για ένα δείγμα κειμένων αναφορικά με την αναπαραγωγική εργασία, βλέπε το προαναφερθεν, στη σημείωση 2, Revolutionary Feminism, συγκεκριμένα τα κεφάλαια 5, 11, 12 και 14.

Για περισσότερα επί του ζητήματος, βλέπε το κείμενό μου Φεντερίτσι εναντίον Μαρξ.

4. Σήμερα, τα αγόρια έχουν χάσει το προνόμιο να κληρονομούν την περιουσία των γονιών τους, κι οι εξετάσεις DNA απλοποιούν τα ζητήματα πατρότητας. Ο σύζυγος δεν χρείαζεται πλέον να κλειδαμπαρώνει σπίτι τη σύζυγό του για να εγγυηθεί την καταγωγή των παιδιών. Εξάλλου, η τεχνητή γονιμοποίηση κι η παρένθετη μητρότητα επιτρέπουν σε κάποιον/α να κάνει «δικά του/ης» παιδιά, μετα δικά του/ης γονίδια: η παρένθετη μητέρα απλώς κυοφορεί το μέλλοντα παιδί, το έμβρυο δεν είναι δικό της, και το ζευγάρι που προσέφερε το γεννητικό υλικό θα είναι σίγουρο πως το παιδί παράχθηκε απ’ αυτούς και θα ανήκει σ’ αυτούς. Η οικογενειακή ιδιοκτησία ανανεώθηκε από την υψηλή τεχνολογία.

Επιπλέον, η παρένθετη μητέρα μπορεί να ειδωθεί σαν μια παροχέας υπηρεσιών, σαν μια εργάτρια του τομέα των υπηρεσιών: για τις γυναίκες εκείνες που μπορούν που έχουν την αντίστοιχη οικονομική ικανότητα, η προσωρινή φυσική μη-διαθεσιμότητα (και συνεπώς κατωτερότητα) που προκαλείται από την μητρότητα μεταφέρεται στις γυναίκες των κατώτερων τάξεων.

5. Η κανονικοποίηση των κοινωνικών ηθών τραβά τον δρόμο της: η θυματοποίηση της οικογενειακής βίας τώρα λαμβάνει υπόψη της κακοποιήσεις που διαπράττονται μεταξύ ομοφυλόφιλων ζευγαριών, κι ενώ η κακοποίηση της συζύγου παραμένει μακράν η πιο κοινή μορφή βίας εντός του ζευγαριού, οι δικηγόροι κι οι κοινωνιολόγοι πλέον διαβουλεύονται περί της κακοποίησης του συζύγου από τη σύζυγο. Μερικές στατιστικές στο Ηνωμένο Βασίλειο υποστηρίζουν πως το 20% των θυμάτων κακοποίησης εντός του ζευγαριού είναι άντρες. Όποια κι αν είναι η σημασία αυτών των αριθμών, δεν δείχνουν μια βελτίωση της κατάστασης των γυναικών αλλά μάλλον πως και τα δύο φύλα τείνουν να αποδέχονται και να επιδεικνύουν εξίσου κακή αντιμετώπιση.

Εξάλλου, τα δικαιώματα πάντα πάνε πακέτο με υποχρεώσεις. Η προώθηση ενός ισότιμου στάτους για τις γυναίκες σημαίνει οι μισθωτές εργάτριες να υποβάλλονται στις ίδιες υποχρεώσεις με τους άντρες συναδέλφους τους. Η μείωση της έμφυλης διάκρισης στη δουλειά μπορεί να αποδειχτεί δίκοπο μαχαίρι, όπως όταν το 2000 το γαλλικό κοινοβούλιο αποφάσισε την άρση της απαγόρευσης της γυναικείας νυχτερινής εργασίας. Η καπιταλιστική εξίσωση των φύλων αποτελεί ισότητα εντός του πλαισίου των σχέσεων κεφαλαίου/εργασίας. Εκτός φυσικά κι αν τα μειονεκτήματα [για το κεφάλαιο] ενός ίσου έμφυλου στάτους αντισταθμίζονται από συγκεκριμένε μέτρα για τις γυναίκες, συνυπολογίζοντας τη γυναικεία ιδιαιτερότητα, φέρνοντας τις γυναίκες πίσω σε έναν οικογενειακό ρόλο, στον ρόλο της μητέρας.

6. Αφού αναφέρουμε την ισότητα, ας πούμε δυο λόγια για ένα ζήτημα στενά συνδεδεμένο με το γυναικείο και το έμφυλο ζήτημα: τα τρανς άτομα. Στις ΗΠΑ, 700.000 είναι τρανς με την μια ή την άλλη μορφή. Μερικοί ισχυρίζονται πως οι «τρανς» είναι το νέο ή το επόμενο σύνορο και ζήτημα των πολιτειακών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ. Βλέπε Jacqueline Rose, «Who do you think you are», London Review of Books, 5 Μαΐου 2016. Μπορεί να βρεθεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.lrb.co.uk/v38/n09/jacqueline-rose/who-do-you-think-you-are

7. Στο μείγμα της συνταγής «τάξη + φύλο», είναι ουσιαστική μια καλή δοσολογία. Το ένα απ’ τα δύο κυριαρχεί το άλλο; Κι αν ναι, ποιο;

Η Théorie Communiste λέει πως αυτό είναι ένα ψευδές ερώτημα: η ιστορία πράγματι κινείται από δύο αντιφάσεις (τάξη και φύλο), οι οποίες όμως κινούνται προς τα εμπρός από μια μοναδιαία δυναμική.

Μια εκλεπτυσμένη απάντηση, η οποία ανέρχεται στο να πούμε πως τα δύο [τάξη και φύλο] συνυπάρχουν [χωρίς το ένα να κυριαρχείται από το άλλο].

Για να το αποδείξει, η TC ισχυρίζεται πως «όλες οι ταξικές κοινωνίες εξαρτούνται στην ανάπτυξη του πληθυσμού τους ως την κύρια παραγωγική δύναμη».

Πληθυσμός; Τα 180 εκατομμύρια ανθρώπινων, συμπεριλαμβανομένων των νηπίων, που αποτελούν τον πληθυσμό της Νιγηρίας, δεν μπορούν όλοι τους να παράγουν αξία για ένα κεφάλαιο. Οπότε, τι μας λέει η TC;

Αυτό που κάνει η TC είναι μια λεξιλογική επανάσταση. Όταν η TC γράφει πληθυσμός, δεν εννοεί πληθυσμός αλλά μόνο «εργατικό παραγωγικό δυναμικό». Σύμφωνοι: χωρίς παιδιά, δεν υπάρχει ανανέωση του εργατικού δυναμικού, οπότε δεν υπάρχει κεφάλαιο. Όμως, γιατί τότε να θεωρητικοποιήσουμε «τον πληθυσμό»; Γιατί να κάνουμε να φαίνεται πως η γέννηση κι η εκτροφή παιδιών είναι καθεαυτή παραγωγική αξίας; Τα παιδιά αυτά θα είναι παραγωγικά αξίας μόνο όταν κι εάν προσληφθούν από μια επιχείρηση για να αξιοποιήσουν το κεφάλαιό της, το οποίο φυσικά δεν θα υπάρξει αλήθεια για όλους.

Εδώ κείτεται το ζήτημα. Παρότι η TC γνωρίζει πως οι προλετάριοι αποτελούν την κύρια παραγωγική δύναμη, η αντικατάστασή τους από τον πληθυσμό καθιστά εφικτή την εισαγωγή της «ομάδας των γυναικών» (όχι της ομάδας των προλετάριων γυναικών, αλλά των γυναικών στο σύνολό τους) στη θεωρία του κεφαλαίου και της εργασίας, καθώς είναι οι γυναίκες εκείνες οι οποίες γεννούν τον πληθυσμό.

Όπως είδαμε στη σημείωση 3, ο μαρξιστικός φεμινισμός θεωρεί την οικιακή εργασία ως εργασία παραγωγική αξίας (επειδή παράγει παιδιά, δηλαδή μελλοντικούς εργάτες), ακριβώς όπως η μισθωτή εργασία που διεξάγεται σε μια επιχείρηση. Επειδή είναι φεμινίστριες, θεωρητικοί όπως η Σίλβια Φεντερίτσι θέλουν να αποδείξουν πως οι γυναίκες εκτελούν «την πιο παραγωγική» εργασία απ’ όλες, ώστε να παρουσιάσουν την καθυπόταξη των γυναικών ως το βασικότερο θεμέλιο του καπιταλισμού. Έτσι, επιλέγουν από τον Μαρξ ότι ταιριάζει στις ανάγκες τους, και αφήνουν εκτός ότι έρχεται σ’ αντίφαση μ’ αυτές (τίποτα λιγότερο από την μαρξική ανάλυση για τη δημιουργία αξίας τίθοντας ανθρώπους σε παραγωγική εργασία). Ο μαρξιστικός φεμινισμός δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς το επιχείρημα της «αναπαραγωγικής εργασίας».

Χρειάζεται να σημειώσουμε πως η Théorie Communiste χρησιμοποιεί αυτό το επιχείρημα όταν θέτει τις γυναίκες (όχι μόνο τις προλετάριες, όχι, τις γυναίκες εν γένει) στην κεντρική σκηνή της ιστορίας. Με τη διαφορά πως για τη TC αυτή η κεντρική σκηνή είναι αρκετά μεγάλη για να χωρέσει τόσο τις γυναίκες όσο και τους προλετάριους/ες. Περιττό να πούμε πως η TC αντί να πει «γυναίκες», που θα ήταν χυδαία ιδεαλιστικός ουμανισμός, θεωρητικοποιεί μια «ομάδα γυναικών».

Η TC αρνείται να μιλήσει για μια τάξη γυναικών: για τους μαρξιστές, αυτό θα ήταν ένα βήμα πέρα απ’ το συνετό. Στο παρελθόν, ημιμαρξίστριες φεμινίστριες όπως η Christine Delphy κι η Colette Guillaumin δεν δίστασαν να διασχίσουν αυτή τη γραμμή. Η TC διστάζει: σταματάει λίγο πριν τη τάξη και προτείνει μόνο μια «ομάδα γυναικών». Όπως και να ‘χει, σ’ αυτή την ομάδα-που-δεν-είναι-τάξη αποδίδεται περίπου τόση σημασία όση και σε μια τάξη: σε μια μελλοντική επαναστατική διαδικασία, η TC περιμένει αυτή η ομάδα να καταστρέψει την έμφυλη ιεραρχία, σίγουρα ένα κοπιαστικό κι επείγον έργο, και ένα έργο μάλιστα για το οποίο, σύμφωνα με τη TC, η τάξη των προλετάριων (αντρών και γυναικών) κρίνεται ανίκανη να φέρει σε πέρας, επειδή πριν η ομάδα των γυναικών καταστρέψει την έμφυλη κυριαρχία το προλεταριάτο θα βρίσκεται ακόμη υπό την αντρική κυριαρχία.

Ο φεμινισμός, όπως είναι λογικό, δίνει προτεραιότητα στις γυναίκες. Ο μαρξιστικός φεμινισμός έχει επινοήσει μια διπλή προτεραιότητα. Τι σημασία έχει όμως η έννοια προτεραιότητα όταν υπάρχουν δύο προτεραιότητες αντί μίας; Τι απομένει από το εξέχον χαρακτηριστικό της τάξης αν το κοινωνικό φύλο είναι εξίσου εξέχον; Θεωρούσαμε ως πυρήνα του καπιταλισμού της σχέση κεφαλαίου/εργασίας (δηλαδή αστών/προλετάριων). Λάθος, λέει η TC. Ο καπιταλισμός είναι ταυτόχρονα μια ταξική κοινωνία και μια έμφυλη κοινωνία. Είναι αυτό αντιφατικό; Μόνο για όσους δεν είναι αρκετά εκλεπτυσμένοι. Η μυστικιστική λεπτότητα πάντα αποτελούσε τμήμα της μοιραίας έλξης της TC. Μερικές φορές ο αναγνώστης απολαμβάνει να βρίσκει τον εαυτό του μουδιασμένο και συγκλονισμένο σε ίσες δόσεις.

Ας κλείσουμε την παρέκβασή μας για τη TC με μια τελευταία θετική νότα. Καθώς η Théorie Communiste επιμένει στο ζήτημα πως κανείς δεν μπορεί να νοήσει την επαναστατική σκέψη εκτός κι αν ενσωματώσει σ’ αυτή το φύλο, κι απ’ τη στιγμή που η ομάδα αυτή ανακάλυψε το φύλο μόλις περίπου το 2008-2010, μπορούμε με ασφάλεια να πάμε τα πρώτα 22 τεύχη του ομώνυμου περιοδικού της TC στο πλησιέστερο παλαιοπωλείο και να επικεντρώσουμε την ενέργειά μας στο να ακολουθήσουμε το νήμα της διαλεκτικής τάξης/φύλου που αναπτύσσεται τώρα σ’ αυτό το περιοδικό.

http://libcom.org/library/gender-distinction-programmatism-communisation%20

http://libcom.org/library/response-americans-gender-theorie-communiste

Μερικοί άνθρωποι ίσως να επωφελούνταν αν έπαιρναν τον εαυτό τους λιγότερο στα σοβαρά.

8. Οι σουφραζέτες μάχονταν για ίσα πολιτικά δικαιώματα. Εκείνες, όπως η Σίλβια Πάνκχερστ, που πήγαν πέρα από τις δημοκρατικές διεκδικήσεις και έγιναν ριζοσπάστριες στον βαθμό που έγιναν κομμουνίστριες, το πέτυχαν αυτό μόνο πηγαίνοντας σε ένα διαφορετικό κοινωνικό και πολιτικό έδαφος, για παράδειγμα, αντιτιθέμενες την πατριωτική ταξική συμφιλίωση του 1914. Για την Πάνκχερστ και τις συντρόφισσές της, η δημοκρατική δραστηριότητα (μάχη για τα εκλογικά δικαιώματα των γυναικών) στο Ανατολικό Λονδίνο είχε ως αποτέλεσμα την ολοένα μεγαλύτερη συμμετοχή στους αγώνες της εργατικής τάξης, κι ύστερα τη συμμετοχή στο σοσιαλιστικό κίνημα, και αργότερα την ίδρυση του πρώτου κομμουνιστικού κόμματος στη Βρετανία.

Στην πολύ διαφορετική κατάσταση της κοινωνικής αναταρχής του 1970, οι εργάτριες που αγωνίζονταν για ισότητα στη δουλειά και στην καθημερινή ζωή συναντήθηκαν για λίγο με τις γυναίκες της μεσαίας τάξης που αγωνίζονταν ενάντια στην καθυπόταξη των γυναικών. Η σύγκλιση δεν επιβίωσε από την πτώση του κινήματος, αλλά δίνει μια ιδέα των δυνατοτήτων ενός ευρύ κοινωνικού κύματος όταν αρχίζει να καταστρέφει τα κοινωνιολογικά φράγματα.

9. [Σ.τ.Μ.]: Ζώνη της Βίβλου αποκαλούνται οι νοτιοανατολικές και νοτιοκεντρικές πολιτείες των ΗΠΑ όπου επικρατεί οι κοινωνικά συντηρητικός ευαγγελικός προτεσταντισμός.

10. Τη δεκαετία του 1930, οι Mujeres Libres υπήρξε μια αναρχική γυναικεία οργάνωση με έφτανε τα 30.000 μέλη. Πίστευε πως η κοινωνική επανάσταση δεν μπορούσε να διαχωριστεί από τη γυναικεία χειραφέτιση. Οι Agrupación de los Amigos de Durruti (1937-1939) προερχόταν από το αναρχικό κίνημα σαν μια κριτική της γραμμής της CNT και της συμμετοχής της στην κυβέρνηση.

11. Στο πολιτικό της μυθιστόρημα Red Love (1923), η Αλεξάνδρα Κολλοντάι ισχυρίζεται πως ένα παιδί δεν χρειάζεται και δεν πρέπει να αποτελεί ένα βάρος για την μητέρα. «Θα έδειχνε στις άλλες γυναίκες πως να μεγαλώσουν ένα παιδί με τον κομμουνιστικό τρόπο. Δεν υπάρχει ανάγκη για μια κουζίνα, για οικογενειακή ζωή κι όλες αυτές τις ανοησίες. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να οργανώσουμε έναν παιδικό σταθμό, ένα αυτοϋποστηριζόμενο κοινοτικό σπίτι» (http://www.marxistsfr.org/archive/kollonta/red-love/ch14.htm).

12. Για την επαναστατική διαδικασία, βλέπε:

Καρλ Νεζίκ & Ζιλ Ντωβέ, Κομμουνιστικοποίηση, 2011

Ζιλ Ντωβέ, Το Αλφαβητάρι της Κομμουνιστικοποίησης, 2016

Μπρούνο Ασταριάν, Δραστηριότητα Κρίσης και Κομμουνιστικοποίηση, 2010

13. Δεν λείπει κάτι; Το κοινωνικό φύλο; «Δεν είπες ούτε μια κουβέντα για το κοινωνικό φύλο!», ίσως πουν κάποιοι αναγνώστες. Αυτό είναι αλήθεια, κι η απουσία αυτής της λέξης-κλειδί ίσως να είναι αρκετή για να καταστήσει άκυρο το κείμενο σε ορισμένους κύκλους. Δεν είχα τον σωστό λεκτικό κώδικα.

Το κοινωνικό φύλο έχει γίνει πράγματι μια λέξη-κλειδί. Το ζήτημα είναι ποια πόρτα ανοίγει.

Το «κοινωνικό φύλο» μας φέρνει μια διάκριση. Το φύλο σημαίνει πέος ή κόλπος σαν μια βιολογική πραγματικότητα που προέρχεται από γέννας. Το κοινωνικό φύλο είναι αυτό που χτίζει η κοινωνία επί αυτού του πέους και του κόλπου. Έως τώρα, γενικά, η κοινωνία έχει αναγκάσει όσους έχουν πέος να ζουν με έναν καθορισμένο τρόπο, και κάποια που έχει κόλπο να ζήσει με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο. Τώρα, έτσι μας λένε, η διάκριση μεταξύ φύλου και κοινωνικού φύλου θα μας καταστήσει ικανούς να κινηθούμε πέρα απ’ αυτούς τους παγιωμένους ρόλους. Το κοινωνικό φύλο είναι κοινωνικό, περιορισμένο σήμερα, απελευθερωμένο αύριο.

Αντ’ αυτού, θα έλεγα πως η εποχή μας εφηύρε την έννοια του κοινωνικού φύλου για να εξορθολογίσει ένα πρόβλημα που δεν είναι ικανή να αντιμετωπίσει.

Όπως εξηγήσαμε στο κείμενο, πανάρχαια πίεση επί των γυναικών να γίνουν μητέρες και να ζήσουν μια οικογενειακή ζώη βρίσκεται σε διαφορά φάσης με την ανάπτυξη της μισθωτής εργασίας και την αντίστοιχη εξέλιξη των κοινωνικών νόρμων. Η τάση του κεφαλαίου είναι να μετατρέπει τα πάντα σε κέρδος, να προσλαμβάνει όσους μπορούν να το αξιοποιήσουν και να πωλεί τα πάντα που μπορούν να αγοραστούν. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο δεν είναι το μόνο κείμενο που δίνει έμφαση στο πως ο καπιταλισμός υπονομεύει τα θεμέλια της παράδοσης, της θρησκείας, της κουλτούρας, των ηθών και των εθίμων: μπορούμε να αποδοκιμάσουμε τον Μαρξ και τον Ένγκελς μόνο πως προέτρεξαν όταν διακήρυξαν πως «οι διαφορές ηλικίας και φύλου δεν έχουν πλέον καμία διακριτή κοινωνική εγκυρότητα για την εργατική τάξη», και πως «από τις πράξεις της σύγχρονης βιομηχανίας, όλοι οι οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ των προλετάριων διαλύονται».

Ενάμιση αιώνα αργότερα, η καπιταλιστική κοινωνία έχει να αντιμετωπίσει μισθωτές εργάτριες που μάχονται για ισότητα: η πάλη τους εκτείνεται πέρα από τον χώρο εργασίας σε πολλές άλλες κοινωνικές σφαίρες, συμπεριλαμβανομένου του σπιτιού. Συνεπώς, τα πολιτικά κόμματα, τα μήντια, το εκπαιδευτικό σύστημα, το δίκαιο, κλπ, πρέπει να τα βγάλουν πέρα με ένα σύστημα βασισμένο στην αρχή της ισότητας (σ’ αντίθεση με τα προηγούμενα συστήματα), που μολαταύτα στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην άνιση μεταχείριση του μισού πληθυσμού. Αυτή η αντίφαση ήταν ήδη παρούσα την εποχή των σουφραζέτων. Με την ανάπτυξη της unisex εργασίας, με την άφιξη των γυναικών μπάτσων, στρατιωτών και ιερέων, η αντίφαση έχει γίνει κραυγαλέα.. κραυγαλέα μα ανένδοτη. Η εκλογή μιας γυναίκας για πρόεδρο των ΗΠΑ δεν θα σήμαινε το τέλος για τις έμφυλες διακρίσεις, μόνο μια μετατόπιση των οριοθετικών γραμμών.

Εδώ είναι που βρίσκει την κοινωνική της χρησιμότητα η έννοια του κοινωνικού φύλου. Οι προκαπιταλιστικές κοινωνίες διανέμαν τους έμφυλους ρόλους σύμφωνα με άκαμπτα μοτίβα βασισμένα στη «φύση». Παλιά, η καθυπόταξη των γυναικών θα μπορούσε να βρει μια κάποια υποψία δικαιολόγισης στο γεγονός πως οι περισσότερες γυναίκες δεν έκαναν τις ίδιες δουλειές με τους άντρες, και ήταν συνεπώς «διαφορετικές», άρα κατώτερες. Καθώς τα πράγματα δεν έχουν πλέο έτσι, οι παλιές νόρμες δυσλειτουργούν. Μια γυναίκα διοικητικό στέλεχος ή λέκτορας πανεπιστήμιου έχει εξουσία στον χώρο εργασίας της και κυριαρχεί εκεί επί των αντρών (κατώτερων στην ιεραρχία της δουλειάς), μόνο για να βρει να της συμπεριφέρονται ως κατώτερη στον δρόμο, ή ακόμη και στο σπίτι. Οι γυναίκες έχουν το δικαίωμα να είναι ίσες [με τους άντρες], αλλά δεν μπορούν πράγματι να είναι. Αυτή η ασυνέπεια δημιουργεί μια κοινωνική σχιζοφρένεια, ένα νοητικό κενό που χρειάζεται να γεφυρωθεί, ιδεολογικά, καθώς μια πραγματική αλλαγή είναι αδύνατη.

Έτσι ήρθε η γλωσσική και νομική δυικότητα (το μεγαλύτερο μέρος της οποία συμβαίνει στον κόσμο των λέξεων και του δικαίου): ένας βιολογικός παράγοντας (φύλο) πλάι σε μια κοινωνικοϊστορική κατασκευή (κοινωνικό φύλο). Με τη διάκριση μεταξύ βιολογικού φύλου και κοινωνικού φύλου γεννήθηκε μια νέα πολιτική πλατφόρμα: το αίτημα αυτή η κοινωνική κατασκευή πλέον να μην επιβάλλεται στα άτομα αλλά να επιλέγεται απ’ αυτά.

Η διεκδίκηση της ελεύθερης επιλογής για άλλους να επιλέξουν τον τρόπο ζωής τους αντί να υπακούν στις προσταγές μιας υποτιθέμενης «φύσης» πηγαίνει χέρι-χέρι με ένα αίσθημα εναντίωσης και διαμαρτυρίας που ευχαριστεί κάποιους ενώ άλλους τους κάνει ν’ ανησυχούν.

Το να μιλάμε για κοινωνικό φύλο είναι ένα φάρος της νεωτερικότητας, ένα δημόσιο σημάδι ενός ανοιχτού μυαλού που σε θέτει στην πλευρά της ισότητας και της δικαιοσύνης. Η λέξη κοινωνικό φύλο σε βοηθά να νομίζεις πως πηγαίνεις ενάντια στο ρεύμα ενώ στην πραγματικότητα κολυμπάς ακριβώς στη φορά του κυρίαρχου ρεύματος. Αποτελεί μια επαγγελματική κάρτα στους χώρους όπου διατέμνονται η ακαδημία κι ο ριζοσπαστισμός: αποδεικνύει τα αψεγάδιαστα διαπιστευτήρια των ανθρώπων που έβαλαν τικ σε όλα τα σωστά κουτάκια.

Αντιθέτως, η επιμονή στη λέξη φύλο υποτίθεται να αντανακλά ένα συντηρητικό μυαλό που έχει χάσει την επαφή με τη εποχή του. Είναι πάντα ο δεξιός που κάνει χρήση της «ανθρώπινης φύσης», και ο προοδευτικός εκείνος που υποστηρίζει την μεταρρύθμιση επειδή τα πράγματα είναι «κοινωνικά», συνεπώς ικανά να δεχτούν αλλαγή. Φύση εναντίον ανατροφής. Αλλά για τι «κοινωνικό» μιλάμε; Η αντίταξη του «κοινωνικού» στο «φυσικό» μας πηγαίνει μπροστά μόνο αν νοούμε την κοινωνία σαν αυτό που είναι, όχι σαν ένα άθροισμα στάσεων, lifestyle κι επιλογών, αλλά σαν ένα σύστημα δεσμών καθορισμένων από παραγωγικές σχέσεις.

Αντιθέτως, αν το στάτους των γυναικών εξαρτάτε από μια κοινωνική κατασκευή, αλλά αν αυτή η κατασκευτή απορρέει απλώς από προκαταλήψεις, κακές συνήθειες και την κακοπληροφορημένη ελεύθερη βούληση των ανθρώπων, η λύση είναι απλή: χρειαζόμαστε μόνο περισσότερη μεταρρυθμιστική εκπαίδευση χωρίς προκαταλήψεις μέσω του σχολείου και των μήντια. Η γλώσσα του «κοινωνικού φύλου» έχει γίνει mainstream επειδή είναι αρκετά σύμφωνη με τη δημοκρατική και φιλελεύθερη ιδεολογίας, η οποία νομίζει πως η ισότητα ήταν εφικτή σ’ έναν άνισο κόσμο. Η πολιτική συνάφεια μιας έννοιας δεν μετριέται από τη νοητική της συνέπεια, αλλά από τον βαθμό στον οποίο αντηχεί την εποχή της και μπορεί να κινητοποιήσει τους ανθρώπους.

Ενώ ο λόγος περί κοινωνικού φύλου μπορεί να βοήθησε καταπιεσμένες σεξουαλικά μεινότητες και μερικές φορές και γυναίκες να βελτιώσουν τη συνθήκη τους, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την προέλευσή της. Καθώς το προλεταριακό κύμα της δεκαετίας του 1970 υποχώρισε, έγινε όλο και λιγότερο κοινωνικά εφικτό να τεθεί το ζήτημα της εργασίας, δηλαδή των παραγωγικών σχέσεων. Η τάξη έπεσε κι ανέβηκε το κοινωνικό φύλο. Το κοινωνικό φύλο σίγουρα αποτελεί μια κοινωνική κατασκευτή, αλλά εξίσου κοινωνική κατασκευή αποτελεί η έννοια του κοινωνικού φύλου. Μια έννοια που καθίστατε βασική στα σχολεία ξεκάθαρα εκπληρώνμει μια ανάγκη και εκτελεί ένα κοινωνικό έργο. Θέτοντας προτεραιότητα στο κοινωνικό φύλο (ή, με έναν πιο εκλεπτυσμένο τρόπομ συνδυάζοντάς το με τη τάξη) μετατοπίζει την εστίαση από την σύγκρουση «μισθωτή εργασία εναντίον κεφαλαίου» σε μια θεωρία κυριαρχίας. Ωστόσο, οι άντρες δεν κυριαρχούν επί των γυναικών για την απλή απόλαυση της κυριαρχίας: η απόλαυση αυτή τροφοδοτείται από συγκεκριμένες πραγματικότητες. Το ζήτημα είναι ποια κατεστημένα συμφέροντα διακυβεύονται. Η κυριαρχία καθιερώνεται και διαινωίζεται μόνο επειδή παράγει κάτι. Και δεν παράγει μόνο την οικογένεια και την καθυπόταξη των γυναικών. Αν πιστέψουμε πως η δομή κεφαλαίου/εργασίας καθορίζει τη σημερινή κοινωνία, επιστρέφουμε στην αφετηρία: στη τάξη, και το κοινωνικό φύλο δεν μας βοηθά ιδιαίτερα.

Η αναφορά στο «κοινωνικό φύλο» αποτελεί μια πολιτική δήλωση. Κάθε έννοια επιλέγει και συνοψίζει έναν αριθμό καθορισμών, υποβιβάζοντας άλλους σε μια κατώτερη θέση. Επιμένοντας στη τάξη σημαίνει να δώσουμε δευτερεύοντα ρόλο στο άτομο, το στρώμα, την κατηγορία, την εθνοτική ομάδα, τη θρησκεία, κλπ. Επιμένοντας στο κοινωνικό φύλο σημαίνει να δώσουμε προτεραιότητα στο φύλο ως κριτήριο (όσο καλορυθμισμένη κι αν είναι η κατασκευή), συνεπώς ελαχιστοποιώντας τις κυρίαρχες παραγωγικές σχέσεις και την πιθανή ανατροπή τους.