Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε από τον Ζιλ Ντωβε το 2015 και δημοσιεύτηκε στο Trop Loin. Ο πρόλογος γράφτηκε από τον Ross Wolfe για το Charnel House.

Δεν λείπουν τα προβλήματα από το κείμενο του Ντωβέ. Μερικές προτάσεις είναι απλά προσβλητικές – πχ, «Η Φεντερίτσι θηλυκοποιεί τον μαρξισμό· αυτό είναι που πιθανόν την έκανε δημοφιλή», «το θέμα της “αναπαραγωγικής εργασίας” δεν αποτελεί μια θεωρία της γυναίκας, αλλά μια θεωρία της νοικοκυράς». Άλλες προτάσεις απλά ξεφεύγουν του ζητήματος, όπως η περιττή παρέκβαση για την Carla Lonzi, η οποία είναι υπερβολικά άδικη για το σύνολο του έργου της. Όμως, το κεντρικό ζήτημα της ασυμβατότητας μεταξύ της οπτικής της Φεντερίτσι για την πρωταρχική συσσώρευση και την οπτική του Μαρξ στο Κεφάλαιο είναι πολύ σημαντική, καθώς και το ζήτημα των διαφορετικών προτεραιοτήτων που αποκαλύπτουν αυτές οι διαφορετικές οπτικές. Ο Ντωβέ μάλιστα χαρίζεται στη Φεντερίτσι για κάποιους από τους πιο εξωφρενικούς ισχυρισμούς που υπάρχουν στο Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα. Για παράδειγμα, ο τελείως ατεκμηρίωτος ισχυρισμός για τη δολοφονία «5-6 εκατομμυρίων» γυναικών κατά το κηνύγι των μαγισσών στην Ευρώπη την περίοδο στην οποία αναφέρεται. Όπως και να ‘χει, πολλές από τις επικρίσεις είναι απόλυτα έγκυρες και αποκαλύπτουν την πρακτική φτώχεια και τις θεωρητικές παρενοήσεις που κείτονται στη βάση του αυτόνομου μαρξισμού εν γένει, καθώς και του κινήματος «Μισθοί για την Οικιακή Εργασία» (το οποίο επέμενε να αποδώσει μια ηθική διάσταση στην καθαρά οικονομική κατηγορία της «παραγωγικής εργασίας»).

Μία επιπλέον κριτική πέρα απ’ αυτή του Ντωβέ που μπορεί να γίνει στη Φεντερίτσι είναι ο παραλληλισμός μεταξύ της έκθεσής της για την μεταφεουδαρχική μετάβαση και της θεωρίας των «κοσμοσυστημάτων». Η οπτική της Φεντερίτσι για την πρωταρχική συσσώρευση χρωστάει πολλά στη θεωρία της εξάρτησης, ιδίως όπως διατυπώνεται από τους Andre Gunder Frank, Σαμίρ Αμίν και Ιμμάνουελ Βάλλερσταϊν. Αυτοί οι θεωρητικοί ανέλυσαν το αναδυόμενο οικονομικό κοσμοσύστημα με όρους σχέσεων κέντρου-περιφέρειας, όπου το υπεραναπτυγμένο κέντρο συντηρεί την ανάπτυξή του εις βάρος της υπανάπτυκης περιφέρειας με μια συνεχή διαδικασία «άνισης ανταλλαγής». Στο Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα, η Φεντερίτσι κάνει έναν ανάλογο ισχυρισμό αναφορικά με την αναπαραγωγική σφαίρα και την παραγωγική σφαίρα, με τη τελευταία να κερδίζει σε βάρος της πρώτης. Παραδέχεται ανοικτά αυτόν τον ισομορφισμό μεταξύ του ισχυρισμού της και του ισχυρισμού των θεωρητικών των κοσμοσυστημάτων. Ως μετριοπαθής «οπαδός» του Brenner, βρίσκω αβάσιμη αυτή την ερμηνεία της ιστορικής μετάβασης στον καπιταλισμό. Η εστίασή της σε εξωοικονομικές μορφές καταναγκασμού, όχι μόνο κατά την περίοδο σχηματισμού του καπιταλισμού αλλά και σήμερα, έχουν πολλά να κάνουν μ’ αυτό. Επιπλέον, πολλές από τις πολιτικές θέσεις της Φεντερίτσι φαίνεται να πλησιάζουν σε ένα είδος τριτοκοσμίστικης αφηγήσης, η οποία πέφτει σε όλες τις κοινοτιστικές παγίδες που συχνά πέφτουν οι θεωρητικοί των «κοινών».

…την μαύρη μαγεία τώρα την αθετώ…
– Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Η Τρικυμία, 1610

Το βιβλίο Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα είναι αδιαμφισβήτητα ενδιαφέρον για την κατανόηση, μεταξύ άλλων, των κοινωνικών κινημάτων κατά την κρισίμη συγκυρία μεταξύ των μεσαιωνικών και των νεωτερικών καιρών, για την έλευση του καπιταλισμού, για την έμφυλη διάστασή του, για την μεταχείριση των γυναικών και την μετατροπή των σωμάτων των αντρών και των γυναικών σε μηχανές εργασίας. Όμως, το βιβλίο θέτει επίσης μια οπτική για το παρελθόν και το παρόν η οποία είναι τόσο αμφισβητίσημη όσο κι η πολιτική οπτική που συνεπάγεται.

Πως δημιουργήθηκε ο καπιταλισμός σύμφωνα με τη Φεντερίτσι

Η Φεντερίτσι ισχυρίζεται πως γράφει «ενάντια στην μαρξιστική ορθοδοξία» (Σίλβια Φεντερίτσι, Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα, Εκδόσεις των Ξένων, σελ. 20), και Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα συνήθως διαβάζεται ως ένα συμπλήρωμα (ή, για κάποιους αναγνώστες, ως μια εναλλακτική) του Κεφαλαίου του Μαρξ, ιδίως του μέρους για την πρωταρχική συσσώρευση. Η Φεντερίτσι γράφει:

η δική μου περιγραφή της πρωταρχικής συσσώρευσης περιλαμβάνει ένα σύνολο ιστορικών φαινομένων που απουσιάζουν από τον Μαρξ και τα οποία, ωστόσο, έχουν εξαιρετική σημασία για την καπιταλιστική συσσώρευση. Περιλαμβάνουν α) την ανάπτυξη ενός νέου καταμερισμού της εργασίας με βάση το φύλο, ο οποίος υπέτασσε τη γυναικεία εργασία και την αναπαραγωγική λειτουργία των γυναικών στην αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού, β) την οικοδόμηση μιας νέας πατριαρχικής τάξης πραγμάτων, με βάση τον αποκλεισμό των γυναικών από τη μισθωτή εργασία και την υποταγή τους στους άνδρες, γ) τη μηχανοποίηση του προλεταριακού σώματος και το μετασχηματισμό του, στη περίπτωση των γυναικών, σε μηχανή για την παραγωγή νέων εργατών. (Ό.π., σελ. 29)

Περιμένουμε οπότε να διαβάσουμε αυτό που έλειπε στην αποδεκτή κυρίαρχη αφήγηση, ιδίως επειδή η ιστορία υποφέρει από μια μακρά παράδοση διαγραφής των γυναικών. Το ερώτημα είναι: που μας οδηγεί αυτή η ιστορία που είναι ενάντια στην ηγεμονική; Στην περίπτωση της Φεντερίτσι, η συγγραφέας δεν γεμίζει απλώς τα κενά: η ανάλυσή της για την πρωταρχική συσσώρευση δεν ανέρχεται σε τίποτα λιγότερο από μια σύλληψη του καπιταλισμού όχι απλά διαφορετική απ’ αυτή του Μαρξ, αλλά αντιτιθέμενη σ’ αυτή.

Για την κατανόηση της γέννησης του καπιταλισμού, η Φεντερίτσι δίνει έμφαση στη συγκεκριμένη καταπίεση που δέχτηκαν οι κοινωνικές ομάδες, ιδίως οι γυναίκες. Αυτός είναι ο στόχος της, κι η προσέγγισή της δίνει προτεραιότητα σε ορισμένους παράγοντες ενώ υπαβαθμίζει κάποιους άλλους.

Το ερώτημα είναι, τι έγειρε τη ζυγαριά της ιστορίας;

Τον 17ο αίωνα, το κόστος εργασίας στις ινδικές βαμβακουργείες υπολογιζόταν στο 1/7 του αντίστοιχου ευρωπαϊκού. Η Εταρεία Ανατολικών Ινδιών εισήγαγε και πωλούσε τέτοιες μεγάλες ποσότητες ινδικών υφασμάτων στην Αγγλία που «ο όγκος των εξαγωγών των ινδικών υφασμάτων απειλούσε να καταβάλλει τη βρετανική βιομηχανία υφασμάτων, οποία αναζήτησε εμπορική ασφάλεια με προστατευτικούς δασμούς»[1]. Αργότερα, στα μέσα του 19ου αιώνα, το ήμισυ των βαμβακερών αγαθών παγκοσμίως παράγονταν στη βόρεια Αγγλία, και οι άνθρωποι της εποχής υπήρξαν τόσο ενθουσιασμένοι με την ανάπτυξη του Μάντσεστερ (που είχε το παρατσούκλι Βαμβακούπολη) όσο σήμερα οι άνθρωποι εκθαμβλώνονται όταν επισκέπτονται τη Σαγκάη ή τη ζώνη της Σεντζέν. Εν τω μεταξύ, «[τ]α κόκκαλα των μπαμπακοϋφαντουργών λευκαίνουν τις πεδιάδες των Ινδιών»[2].

Τι συνέβη σε δύο αιώνες; Πως οι Άγγλοι αστοί κατάφεραν να μετατοπίσουν την ισορροπία δυνάμεων; Για να το θέσουμε ευθέως, μειώνοντας το κόστος εργασίας στη δική τους χώρα, κατασκευάζοντας τα ίδια αντικείμενα πολύ φτηνότερα. Ακόμη και σε στρατιωτικό επίπεδο, η ευρωπαϊκή υπεροχή υπήρξε εφικτή μόλις τον 19ο αιώνα, επειδή η Δύση επωφελούνταν από καλύτερο στρατό και οπλισμό λόγω της βιομηχανικής επανάστασης και της σύγχρονης μισθωτής εργασίας. Η καταστροφική ικανότητα του οπλοπολυβόλου παραλληλίζεται μ’ εκείνη του μηχανικού αργαλειού. Η ιστορία δεν είναι μονοαιτιολογική, όμως η κινητήριος δύναμη της ανόδου μερικών χωρών υπήρξε η ικανότητά τους να θέσουν εκατομμύρια ανθρώπους σε παραγωγική εργασία.

Αντιθέτως, η Φεντερίτσι επιλέγει την απαλλοτρίωση ως την κύρια αιτία. Όμως, η απαλλοτρίωση της γης από τους αγρότες, της κοινοτικών δεσμών από τους χωρικούς και των τεχνών και δεξιοτήτων από τις γυναίκες, υπήρξε μόνο ένας αρνητικός όρος, ένας αναγκαίος μα από μόνος του ανεπαρκής όρος [Σ.τ.Μ.: δημιούργησε μια τάξη ακτήμονων, όμως ο μόνος τρόπος για να αξιοποιηθεί το κεφάλαιο είναι αυτή η νέα τάξη να τεθεί σε παραγωγική εργασία]. Το βιβλίο Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα σημαδεύεται από την παράλειψη των καθοριστικών παραγόντων. Η ιστορική έκθεση της Φεντερίτσι είναι ελλιπής. Ούτε συμπληρώνει ούτε εμπλουτίζει το Κεφάλαιο: πηγαίνει σε μια τελείως διαφορετική κατεύθυνση.

Γιατί; Επειδή η οπτική της Φεντερίτσι για την πρωταρχική συσσώρευση τροφοδοτείται από έναν ορισμό του καπιταλισμού που διαφέρει απόλυτα απ’ αυτόν του Μαρξ.

Ο καπιταλισμός σύμφωνα με τη Φεντερίτσι

Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα είναι ένας ωραίος σαιξπηρικός τίτλος[3], με το πρόσθετο όφελος μιας ακριβής συμπύκνωσης της θέσης του βιβλίου: όχι μόνο ο καπιταλισμός χτίστηκε επί της δουλείας και της καθυπόταξης των γυναικών στο παρελθόν, αλλά αυτός είναι ο τρόπος που διαιωνίζεται και συνεχίζει και σήμερα. Η Φεντερίτσι ρίχνει νερό στον μύλο της.

Στην παράστασή της, ο δούλος κι η γυναίκα παίζουν έναν πολύ καθοριστικότερο ρόλο από τον εργάτη και την εργάτρια, και η εργάτρια παίζει έναν πολύ σημαντικότερο ρόλο λόγω του ρόλου της στο σπίτι κι όχι λόγω του ρόλου της στον χώρο εργασίας.

Η προτεραιότητα στη δουλεία και την καθυπόταξη των γυναικών δεν στηρίζεται σε γεγονότα. Η δουλεία έπαιξε έναν ουσιώδη ρόλο στην ανάδυση του καπιταλισμού από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα, όμως η σημασία του ξεκίνησε να μειώνεται με την εκβιομηχάνιση μεγάλης κλίμακας, και η Αγγλία, ο ηγέτης της βιομηχανικής επανάστασης, υπήρξε μια από εξέχουσες χώρες στην κατάργηση της δουλείας – αρχικά του δουλεμπόριου, ύστερα της ίδιας της δουλείας. Στον 21ο αιώνα υπάρχουν διάφορες μορφές δουλείας, όμως έχουν από καιρό πάψει να είναι ζωτικής σημασίας για την καπιταλιστική οικονομία. Όσον αφορά την έμφυλη ανισότητα, σίγουρα δεν έχει εξαφανιστεί, όπως βρίσκεται σε ύφεση στις πιο «ανεπτυγμένες» χώρες. Ενώ ακόμη κάνει διακρίσεις κατά των γυναικών, ο καπιταλισμός τις ενσωματώνει όλο και περισσότερο στον κόσμο της εργασίας, της προσλαμβάνει σε παραδοσιακά αντροκρατούμενα επαγγέλματα, έως και σε θέσεις διευθυντικών στελεχών. Απ’ όλα τα υπάρχοντα κοινωνικά συστήματα, ο καπιταλισμός είναι εκείνο το οποίο μεταχειρίζεται τα φύλα με τον λιγότερο άνισο τρόπο. Δεν χειραφετεί τις γυναίκες, αλλά δεν έχει ως βάση του της καθυπόταξής τους[4].

Αυτά τα γεγονότα είναι αδιάφορα για τη Φεντερίτσι, η ανάλυση της οποίας βασίζεται σε μια υπόθεση. Όλα εξαρτώνται από το ιστορικό σημείο καμπής που επιλέγει κανείς ως αφετηρία του. Η Φεντερίτσι έπρεπε να εντοπίσει την ανάδυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στο σταυροδρόμι του Μεσαίωνα με την Αναγέννηση, δηλαδή πριν τη βιομηχανική επανάσταση, επειδή εξισώνει τη γέννηση του καπιταλισμού με τον αποκλεισμό των γυναικών από τον κόσμο της εργασίας, από την παραγωγική αξίας εργασία, στον υποβιβασμό των γυναικών στην «αναπαραγωγική» σφαίρα τον 15ο και 16ο αιώνα, και αργότερα στον υποβιβασμό τους σε δουλειές με χαμηλότερο μισθό.

Η Φεντερίτσι δεν προσεγγίζει την μισθωτή εργασία στη βάση του τι είναι η μισθωτή εργασία, αλλά στο τι είναι εξωτερικό της μισθωτής εργασίας, στο τι λαμβάνει χώρα εκτός του χώρους εργασίας και (σύμφωνα με τη Φεντερίτσι) καθιστά δυνατή την μισθωτή εργασία. Η αναπαραγωγή γίνεται η λέξη-κλειδί. Πράγματι, μια αρκετά ταιριαστή έννοια. Δυστυχώς, όταν η έννοια αυτή επεκτείνεται στα πάντα και γίνεται θολή η διάκριση μεταξύ της αναπαραγωγής του πληθυσμού, της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, της αναπαραγωγής του συστήματος των τάξεων και της συνολικής κοινωνικής αναπαραγωγής, αυτή η έννοια που τεντώθηκε για να συμπεριλάβει τα πάντα χάνει πλέον την όποια σημασία της.

Ο παλιός μαρξισμός, επικεντρωμένος στους εργάτες, ήταν αφοσιωμένος στο να δώσει προτεραιότητα στα εργοστάσια. Η Φεντερίτσι είναι κι αυτή εξίσου προκατειλημμένη, παρότι με μια διαφορετική προκατάληψη: η εστίαση μετατοπίστηκε από την παραγωγή στην αναπαραγωγή, σημαίνοντας την αναπαραγωγή των παιδιών. Απονέμεται τώρα ένας ζωτικός ρόλος στις γυναίκες: «ζωτικός» είναι η καταλληλότερη λέξη, επειδή η Φεντερίτσι θεωρεί πως οι γυναίκες κατέχουν μια θέση-κλειδί στον καπιταλισμό επειδή είναι εκείνες που δημιουργούν ζωή: είναι εκείνες που εγκυμονούν και μεγαλώνουν παιδιά.

[Ο]ι γυναίκες έχουν παραγάγει και αναπαραγάγει το πιο ουσιαστικό καπιταλιστικό εμπόρευμα: την εργασιακή δύναμη. […] [Η] άμισθη εργασία των γυναικών στο σπίτι έχει υπάρξει το θεμέλιο επί του οποίου δομήθηκε η εκμετάλλευση των έμμισθων εργατών, της «μισθωτής σκλαβιάς», καθώς επίσης και το μυστικό της παραγωγικότητάς της. (Ό.π., σελ. 20)

Το βιβλίο Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα είναι διάσημο ως μια ρηξικέλευθη μελέτη της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, όμως παρά την όλη έρευνα της Φεντερίτσι, η έκθεσή της παραμένει βασισμένη σε ένα επαναλαμβανόμενο αξίωμα. Καθώς ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται από τον πλούτο των ιστορικών δεδομένων, τείνει να αποδεκτεί την υπόθεση της συγγραφέως: έναν ορισμό του καπιταλισμού βασισμένο σε δύο ουσιαστικά και αλληλένδετα χαρακτηριστικά: την απαλλοτρίωση και τον περιορισμό. Ενώ οι περιφράξεις στερήσαν τα μέσα συντήρησης από εκατομμύρια αγροτικών οικογενειών, εκατομμύρια γυναικών απαλλοτριώθηκαν από τις τέχνες τους και την παραδοσιακή κοινοτική γνώση και οδηγήθηκαν σ’ αυτό που τώρα αποκαλείται επίσημη οικονομία. Αυτός ο ουσιώδης όρος, ωστόσο, δεν ορίζει τον καπιταλισμό. Το ίδιο το θεμέλιο του μαρξιστικού φεμινισμού αποτελεί μια υπόθεση που είναι αναπόδεικτη.

Η εργασία σύμφωνα με τη Φεντερίτσι: η θεωρία της «αναπαραγωγικής εργασίας»

Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα γράφτηκε για να επικυρώσει μια θεωρία. Όπως η συγγραφέας ξεκαθαρίζει από την αρχή, μια παλαιότερη εκδοχή αυτής της μελέτης (το 1984) «ήταν μια απόπειρα να ξανασκεφτούμε τη μαρξική ανάλυση της πρωταρχικής συσσώρευσης από μια φεμινιστική σκοπιά», και η δεύτερη εκδοχή (2004) διεύρυνε αυτή τη σκοπιά. Το βιβλίο χρησιμοποιεί τα γεγονότα για ν’ ασκήσει πολεμική. Η Φεντερίτσι έχει εξηγήσει γιατί

ξεκίνησα να κάνει την ιστορική έρευνα που είχε ως αποτέλεσμα το Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα. Ήθελα να έχω μια ιστορική καθώς και θεωρητική θεμελίωση για να πω ότι η οικιακή εργασία δεν αποτελούσε μια κληρονομιά ή απομεινάρι μιας προκαπιταλιστικής εποχής, αλλά έναν ιδιαίτερο τύπο δραστηριότητας οι κοινωνικές σχέσεις της οποίας κατασκευάστηκαν από τον καπιταλισμό […] [Η] οικιακή εργασία και το σύνολο των σύνθετων δραστηριοτήτων από τις οποίες αναπαράγεται το σύνολο των ζωών μας, είναι στην πραγματικότητα εργασία η οποία είναι ουσιώδης για την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας. Δεν παράγει μόνο γεύματα και καθαρά ρούχα, αλλά αναπαράγει το εργατικό δυναμικό και συνεπώς είναι κατά μία έννοια η παραγωγικότερη εργασία στον καπιταλισμό. Χωρίς αυτή την εργασία δεν μπορεί να λάβει χώρα καμιά άλλη μορφή παραγωγής. […] [Α]ποτελεί ουσιώδη, κεντρική εργασία […][5].

[Μ]ια από τις σημαντικότερες συνεισφορές της φεμινιστικής θεωρίας και πάλης […] είναι ο επαναπροσδιορισμός της εργασίας και η αναγνώριση της γυναικείας απλήρωτης αναπαραγωγικής εργασίας ως έναν καθοριστικό πόρο για την καπιταλιστική συσσώρευση. Επαναπροσδιορίζοντας την οικιακή εργασία σαν ΕΡΓΑΣΙΑ, όχι σαν μια προσωπική υπηρεσία αλλά σαν την εργασία που παράγει κι αναπαράγει την εργασιακή δύναμη, οι φεμινίστριες έχουν αποκαλύψει ένα κεντρικό πεδίο εκμετάλλευσης που ο Μαρξ κι η μαρξιστική θεωρία αγνοήσαν παντελώς[6].

Αυτό υπήρξε ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της ιταλικής αυτονομίας και του ριζοσπαστικού φεμινισμού της περιόδου 1960-1980, και είχε εκφραστεί ήδη από το 1970 στο Manifesto της Rivolta Femminile [Γυνακεία Εξέγερση]:

«Αναγνωρίζουμε στην άμισθη οικιακή εργασία τη χείρα βοηθείας που επιτρέπει την επιβίωση τόσο του ιδιωτικού όσο και του κρατικού καπιταλισμού»[7].

Η θεωρία αυτή έχει παραμείνει ένα από τα συνηθέστερα αξιώματα του ριζοσπαστικού φεμινισμού, απολαμβάνει τη φήμη ενός δόγματος που έχει λάβει το βάπτισμα του πυρός, και κάθε προσπάθεια κριτικής αυτού είναι βέβαιο πως θα προσελκύσει τα πυρά από πολλούς κύκλους.

Επειδή η θεωρία αυτή διευρύνει την έννοια της υπερεργασίας από τον εργασιακό χώρο στο σπίτι, μια σύντομη υπενθύμιση ίσως μας βοηθήσει. Ο Μαρξ ισχυρίζεται πως ένα μισθωτός πληρώνεται την αξία της εργασιακής του δύναμης, δηλαδή το κόστος της αναπαραγωγής της. Αυτό το εμπόρευμα, ωστόσο, είναι αρκετά ιδιαίτερο: δεν αποτελεί ένα αντικείμενο, αλλά μια ενεργή ικανότητα να κάνεις κάτι. Ένα τμήμα της εργάσιμης ημέρας ξοδεύεται στην αναπαραγωγή των μέσων συντήρησης αναγκαίων ώστε ο εργάτης να επιβιώσει και να ζήσει την οικογένειά του. Ένα άλλο τμήμα έρχεται ύστερα απ’ αυτές τις ώρες που ο εργάτης κέρδισε τα προς το ζην: αυτό το τμήμα [της εργάσιμης ημέρας] είναι συνεπώς απλήρωτο και πλεονάζον (εξού ο όρος «υπερεργασία»): αποτελεί την πηγή του κέρδους του αφεντικού.

Η γενική ιδέα της έννοιας της (γυναικείας) «αναπαραγωγικής εργασίας» είναι ο εντοπισμός μιας άλλης πηγής «πλεονάζουσας» εργασίας στις δραστηριότητες που εκτελούν οι νοικοκυρές.

Σύμφωνα μ’ αυτή τη θέση, η οικιακή εργασία (που γίνεται από τις γυναίκες) μειώνει το κόστος της εργασιακής δύναμης: αν ο (άντρας) εργάτης έπρεπε να φάει έξω ή να αγορασεί προμαγειρευμένα γεύματα, να πάει τα ρούχα του στο καθαριστήριο, κλπ, θα ξόδευε περισσότερα απ’ ότι αν μια γυναίκα έκανε το μαγείρεμα και το πλύσιμο στο σπίτι γι’ αυτόν. Χάρη στην απλήρωτη δραστηριότητα αυτής της γυναίκας, το αφεντικό εξοικονομεί χρήματα: επωφελείται απ’ αυτή την εργασία, καθώς μετακυλύει το κόστος της συντήρησης και της παραγωγής των μισθωτών εργατών στις γυναίκες. Η οικιακή εργασία, συνεχίζει αυτή η θεώρηση, είναι σαν ένα δώρο που προσφέρεται αφιλοκερδώς στον καπιταλιστή, ένας από τους ουσιώδεις μόνιμους πόρους της αξιοποίησης του κεφαλαίου.

Είναι λογικό επακόλουθο πως το «μυστικό» του καπιταλιστικού πλούτου δεν εντοπίζεται μόνο σ’ αυτό που είναι γνωστό ως χώρος εργασίας, αλλά επίσης και στο σπίτι. Ένα λογικό βήμα παρακάτω -με το επίσης να μετατρέπεται σε περισσότερο, όπως αποδεικνύουν τα παραπάνω παραθέματα της Φεντερίτσι- είναι πως η οικιακή εργασία είναι «η παραγωγικότερη», «ουσιώδης» και «κεντρική» εργασία.

Αν αυτό αληθεύει, αφού ο μισθός πληρώνει το κόστος της παραγωγής της εργασιακής δύναμης, ο μισθωτός εργάτης που ζει μόνος του θα κόστιζε περισσότερο από τον παντρεμένο συνάδελφό του, οπότε θα έπρεπε να πληρώνεται καλύτερα. Στην πραγματικότητα, η ίδια λογική μπορεί να εφαρμοστεί στην εργένισσα εργάτρια, και το αφεντικό της θα έπρεπε να τις δίνει καλύτερο μισθό απ’ ότι αν ζούσε με την οικογένειά της. Όμως, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Είναι ποταπό και καταπιεστικό πως πολλοί άντρες γυρνάνε σπίτι, απλώνουν τα πόδια στο τραπέζι και περιμένουν από τις συζύγους τους να τους μαγειρέψουν ενώ οι ίδιοι βλέπουν τηλεόραση, αλλά η οικογένεια δεν είναι εργοστάσιο. Μπορούμε να αποκαλέσουμε εργασία οτιδήποτε θέλουμε, όμως η μόνη εργασία που αναπαράγει το κεφάλαιο [που είναι παραγωγική υπεραξίας] είναι εκείνη που γίνεται σε μια επιχείρηση.

Είτε η οικιακή εργασία μοιράζεται ισότιμα (το οποίο γίνεται σπανίως) είτε ο σύζυγος εκμεταλλεύεται τη σύζυγό του [Σ.τ.Μ.: η εκμετάλλευση αυτή όμως δεν είναι καπιταλιστική, δηλαδή δεν πρόκειται για απόσπαση υπεραξίας], δεν αλλάζει τίποτα στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Οι άντρες σίγουρα «κερδίζουν» από τις γυναίκες, όμως αυτό το «κέρδος» δεν έχει καμία σχέση με το επιχειρησιακό κέρδος. Η οικιακή εργασία δεν δημιουργεί υπεραξία, δεν παράγει ένα εμπόρευμα το οποίο πωλείται στην αγορά.

Εξάλλου, η θεωρία της «αναπαραγωγικής» εργασίας υποθέτει πως η ζωή εντός ενός ζευγαριού αποτελεί τη νόρμα για τους εργάτες, κάτι το οποίο δεν ισχύει. Οι τρόποι ζωής των μισθωτών ποικίλλουν. Κάποιοι έχουν οικογένεια, άλλοι είναι εργένηδες, άλλοι συστεγάζονται σε μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα διαμερισμάτων όπου τα ζευγάρια αναμειγνύονται με εργένηδες, άλλοι σε κοιτώνες τύπου στρατώνων [Σ.τ.Μ.: πχ, σε διάφορα εργοστάσια της Κίνας]. Ενώ οι παραδοσιακοί ανθρακωρύχοι έχουν μια οικογενειακή ζωή κοντά στα ορυχεία, στην επιφανειακή εξόρυξη [open-cast mining ή open-pit mining] το εργατικό δυναμικό διαμένει σε χώρους μακρυά από το σπίτι του κατά τη διάρκεια της σύμβασης απασχόλησής του. Το ίδιο ισχύει και για το προσωπικό στις εξέδρες εξόρυξης πετρελαίου. Εκατομμύρια ασιατών, άντρες και γυναίκες, αφήνουν τις οικογένειές τους για να βρουν δουλειά στις κατασκευές ή τον τομέα των υπηρεσιών της Μέσης Ανατολής, και ζουν σε στρατόπεδα, κοντέινερ ή, μερικές φορές, στο σπίτι του αφεντικού τους.

Επιπλέον, τι συμβαίνει με την εργένισσα χωρίς παιδιά γυναίκα που ζει μόνη της χωρίς να φροντίζει κανέναν συγγενή (δεν αποτελεί την πλειοψηφία των περιπτώσεων, όμως αποτελεί έναν σημαντικό αριθμό): τι «αναπαραγωγική εργασία» εκτελεί; Αυστηρά μιλώντας, το θέμα της «αναπαραγωγικής εργασίας» δεν αποτελεί μια θεωρία της γυναίκας, μόνο μια θεωρία της νοικοκυράς.

Απ’ όποια οπτική κι αν την κοιτάξουμε, η γυναικεία οικιακή εργασία δεν είναι δομικά αναγκαία για το κεφάλαιο.

Πράγματι, ο Ένγκελς έγραψε ότι «[μ]έσα στην οικογένεια, ο άντρας είναι ο αστός, η γυναίκα εκπροσωπεί το προλεταριάτο»[8].

Αυτό δεν σημαίνει την μετατροπή μιας αναλογίας σε μια σκληρή θεωρία, όμως ο αυτόνομος φεμινισμός τρέφει μια κάποια αγάπη σε τέτοιες λογικές αναλογίες.

Η Φεντερίτσι συνεχίζει αναδιπλασιάζοντας τη θεωρία της αξίας: η υπεραξία δεν παράγεται μόνο από την παραγωγική εργασία σε μια επιχείρηση, αλλά επίσης -και στην πραγματικότητα κυρίως- από την οικιακή εργασία. Όλα καταλήγουν στο τι σημαίνει παραγωγή κι αναπαραγωγή. Εδώ η έννοια υφίσταται μια εννοιολογική μετατόπιση:

[Η] παραγωγή της αξίας δεν αποτελεί ποτέ πραγματικά το προϊόν ενός συγκεκριμένου χώρου, αλλά καθορίζεται κοινωνικά. […] [Έ]χουμε μια ευρεία κοινωνική γραμμή συναρμολόγησης […] που είναι αναγκαία για την παραγωγή υπεραξίας. […] [Ο]ι δραστηριότητες από τις οποίες αναπαράγεται ο μισθωτής εργάτης αποτελούν τμήμα αυτής της κοινωνικής γραμμής συναρμολόγησης: αποτελεί τμήμα μιας κοινωνικής διαδικασίας που καθορίζει την υπεραξία. Είναι ένα κοινωνικό εργοστάσιο, το οποίο εκτείνεται πέρα από το καθεαυτό εργοστάσιο. […] [Γ]ια τις γυναίκες, εργοστάσιο είναι το σπίτι· είναι ένας τόπος παραγωγής[9].

[Τ]ο σώμα για τις γυναίκες στην καπιταλιστική κοινωνία έχει γίνει ό,τι το εργοστάσιο για τους άρρενες μισθωτούς εργάτες: το κύριο πεδίο της εκμετάλλευσής τους και της αντίστασης […]. (Ό.π., σελ. 35).

Σ’ αυτό το πνεύμα, η αναπαραγωγή περιλαμβάνει τα πάντα, το κεφάλαιο, τις τάξεις, τον πληθυσμό, την εργασιακή δύναμη, τους αστούς και τις αστές, τους προλετάριους και τις προλετάριες, κλπ. Ακολουθώντας πάλι μια λογική αναλογίας, η Φεντερίτσι ξεχειλώνει τις έννοιες σε τέτοιο βαθμό που ο ορισμός τους γίνεται τόσο χαλαρός που χάνεται το κάθε νόημα. Πολλές δραστηριότητες μπορούν σήμερα να χαρακτηριστούν «κοινωνικές», όμως δεν είναι κάθε αναπαραγωγική πράξη παραγωγική αξίας. Ωστόσο, η Φεντερίτσι γράφει λες και τα πάντα είναι [καπιταλιστική] εκμετάλλευση, λες και τα πάντα είναι [καπιταλιστική] εργασία, λες και τα πάντα παράγουν αξία.

Ε, όχι και τα πάντα. Η Φεντερίτσι ισχυρίζεται πως μια αναπαραγωγή υπερβαίνει τις υπόλοιπες: η γέννηση κι εκτροφή παιδιών. Επειδή οι γυναίκες παράγουν παιδιά χωρίς τα οποία δεν θα υπήρχε ούτε κοινωνία ούτε καπιταλισμός, η θεωρία της «αναπαραγωγικής εργασίας» απονέμει στις γυναίκες έναν παραγωγικό ρόλο που φαίνεται παρόμοιος με τον ρόλο άλλων συντελεστών εισροής, παρότι η θεωρία αυτή αποδίδει στην πραγματικότητα στις γυναίκες τον καθοριστικότερο ρόλο.

Η πλούσια ποσότητα πληροφοριών του Κάλιμπαν και η Μάγισσα εξυπηρετεί έναν σκοπό: να εδραιώσει την ιδέα πως το καπιταλιστικό σύστημα βασίζεται στην παρελθοντική και τωρινή καθυπόταξη των γυναικών. Το βιβλίο στοχεύει «[η] οικιακή εργασία να γίνει κατανοητή ως η αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης, η αναπαραγωγή του σημαντικότερου των εμπορευμάτων»[10].

Η Φεντερίτσι θηλυκοποιεί [Σ.τ.Μ.: feminises, με την έννοια πως θέτει στο επίκεντρο την καθυπόταξη των γυναικών κι όχι την αντίφαση κεφαλαίου/εργασίας] τον μαρξισμό, κι αυτό είναι που πιθανόν την έκανε δημοφιλή.

«Μισθός για την Οικιακή Εργασία»: ένα πολιτικό σύνθημα

Αν υπήρχε ένα αρκετά ισχυρό κοινωνικό κίνημα ώστε να επιβάλλει [στο κεφάλαιο και το κράτος] να αμοίβονται οι γυναίκες για την οικιακή τους δραστηριότητα, θα είμασταν χαρούμενοι και θα καλωσορίζαμε την επιτυχία μιας τέτοιας διεκδίκησης που βελτιώνει τη συνθήκη των γυναικών και αντρών προλετάριων. Η αρχή του «όλα ή τίποτα» δεν είναι η δική μας πολιτική, ούτε υποστηρίζουμε πως «όσο το χειρότερο [για τις συνθήκες επιβίωσης], τόσο το καλύτερο [για την επαναστατική προοπτική]».

Οι υποστηρικτές όμως αυτού το μέτρου αναμένουν κάτι διαφορετικό.

Για μερικούς από τους υποστηρικτές αυτού του συνθήματος, η διεκδίκηση ενός μισθού για την οικιακή εργασία υπήρξε ένα ριζοσπαστικό μότο. Οι Ιταλοί αυτόνομοι αναζητούσαν κάτι που θα μπορούσε να ενώσει και να κινητοποιήσει όλες τις εκμεταλλευόμενες ομάδες πέρα από την παραδοσιακή «εργατική τάξη» και τα στενώς ορισμένα μισθολογικά ζητήματα. Όπως το έθεσε η Lotta Feminista [Φεμινιστική Πάλη] το 1973: «Ένα τμήμα της τάξης λαμβάνει μισθό, ένα άλλο όχι. Αυτή η διάκριση έχει υπάρξει η βάση μιας διαστρωμάτωσης ισχύος μεταξύ των μισθωτών και των αμίσθων, κι αποτελεί τη ρίζα της αδυναμίας της τάξης»[11].

Συνεπώς, οι ακτιβίστριες του «Μισθού για την Οικιακή Εργασία» στοχεύαν σε μια ενοποίηση όλων των εκμεταλλευόμενων, επειδή αυτό το μότο «αποσυνθέτει το σύνολο της κοινωνικής αρχιτεκτονικής που έχει καταφέρει επιτυχώς να διατηρήσει τον λαό διαιρεμένο»[12]. Η εργατική τάξη, όπως το θέτουν οι αυτόνομοι, δεν επαρκεί. Μεταξύ των άλλων αποτυχιών της, δεν ενδιαφέρεται σχεδόν καθόλου για την καθυπόταξη των γυναικών. Συνεπώς, η πολιτική πρέπει να συμπεριλάβει κι άλλους: ο αγώνας για έναν «πολιτικό μισθό» ισοδυναμούσε με τη διεκδίκηση να πληρώνονται όπως κι οι απασχολούμενοι εργάτες όσοι, για διάφορους λόγους, δεν εργάζονταν: οι νοικοκυρές, οι φοιτητές, οι άρρωστοι, κλπ. Εφόσον ο καπιταλισμός δίνει τα μέσα συντήρησης μόνο στην μειοψηφία που θέτει στη μισθοδοσία του, μια τέτοια διεκδίκηση στόχευε να εκθέσει την παράλογη κι εξουθενωτική λογική του συστήματος.

Στην πραγματικότητα, όσοι και όσες στηρίζαν αυτή την ιδέα δεν περιμέναν ότι θα ικανοποιηθεί αυτό το αίτημα, ούτε και θέλαν κάτι τέτοιο. Το σχέδιο ήταν να πραγματωθεί μια εκστρατεία πληροφόρισης που θα είχε ως αποτέλεσμα, καθώς οι καπιταλιστές θα ήταν απρόθυμοι κι ανίκανοι να εκπληρώσουν το αίτημα, ότι η κοινωνική πίεση για την ικανοποίηση του αιτήματος θα ανατίναζε το σύστημα. «Με έναν μοχλό αρκετά μακρύ και ένα υπομόχλιο για να τον τοποθετήσω, θα μετακινήσω τον κόσμο», φέρεται να είπε ο Αρχιμήδης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο μοχλός θα ήταν το αίτημα για έναν μισθό που θα συμπεριλάμβανε όλους τους άμισθους, κι η πρακτικά άπειρη μάζα προλετάριων θα παρείχε το υπομόχλιο. Η λογική αυτή θα ήταν πειστική αν η ιστορία λειτουργούσε υπό τις ίδιες αρχές με τη φυσική. Η εκστρατεία για «μισθούς στους άμισθους» βασιζόταν στην πεποίθηση πως οι επαναστάτες θα μπορούσαν να εφεύρουν ένα αίτημα που θα ήταν ταυτόχρονα τόσο καθολικό για τους εκμεταλλευόμενους (με την ευρύτερη έννοια) όσο και απαράδεκτο από την οπτική των κυρίαρχων. Αυτή η περιπέτεια εύρεσης μιας θαυματουργής λύσης αποτελεί μια σταθερά της αριστερής πολιτικής: οι ακτιβιστές μπολιάζουν τεχνητά τα μαγικά τους βάλσαμα στους αγώνες της βάσης, η οποία συνήθως μένει απαθής. Η ιταλική κοινωνική καταιγίδα έφερε μαζί της αυτή την παλιά εμμονή: πως να σπρώξουμε τους εκμεταλλευόμενους ένα βήμα παρακάτω; Πως να απελευθερώσουμε τον κινητήρα της ιστορίας από το σκουριασμένο φρένο του; Κάτι ενοποιητικό, ένας πολλαπλασιαστής της δύναμης θα έφερνε το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Οι ακτιβιστές απέτυχαν να πραγματώσουν αυτή την παράφορα λογική φόρμουλα. Σε αντίθεση με τα εκλογικά δικαιώματα των γυναικών, την αντισύλληψη, τις αμβλώσεις, τις ίσες εργασιακές ευκαιρείες και τους ίσους μισθούς, ο «Μισθός για την Οικιακή Εργασία» δεν βασιζόταν σε πραγματικούς αγώνες, και στην πραγματικότητα «καρφιτσώθηκε» σε γυναικείες συλλογικότητες από πολιτικές ομάδες οι οποίες είχαν επιλέξει αυτό το ζήτημα ως το κύριο στοιχείο της πλατφόρμας τους.

Εξάλλου, υποθέτωντας πως εκατομμύρια ανθρώπων βγαίναν στους δρόμους διεκδικώντας αρκετά χρήματα για να ζήσουν, δηλαδή τουλάχιστον τόσα όσο ο λεγόμενος κατώτατος μισθός, πιθανώς και περισσότερα, τα εκατομμύρια αυτά των γυναικών και αντρών θα είχαν ήδη υπερβεί το στάδιο της διεκδίκησης χρημάτων, και θα ξεκινούσαν να αναρωτιούνται πως να δημιουργήσουν έναν κόσμο χωρίς χρήμα.

Ύστερα από το 1977, τη χρονιά-ορόσημο, τα πράγματα έπνιγαν τις επαναστατικές προσπάθειες. Όπως συμβαίνει συχνά με τους ακτιβιστές, όταν γίνεται εμφανές πως η πρακτική δεν ταιριάζει με τη θεωρία, προσκολλούνται στις τακτικές τους κι ελπίζουν να επιτύχουν απλώς επαναλαμβάνοντας ξανά και ξάνα το μότο τους. Η εκστρατεία για «μισθούς στους άμισθους» γκάζωσε στο μέγιστο, φυσικά χωρίς αποτέλεσμα.

Ωστόσο, άλλοι υποστηρικτές του «Μισθού για την Οικιακή Εργασία» κατάφεραν να θέσουν αυτό το ζήτημα σε αντικείμενο διαβουλεύσεων στους πολιτικούς κύκλους και τα μήντια. Τα καταφέραν καλύτερα επειδή υπήρξαν λιγότερο ακραίοι, εστιάζοντας απλούστερα στις γυναίκες, είτε με ριζοσπαστική είτε με ρεφορμιστική οπτική, ή και τα δύο μαζί. Η Σέλμα Τζέιμς, για παράδειγμα, συνδύασε των οργάνωση βάσης και την άσκηση παρασκηνιακής πολιτικής για δεκαετίες[13]. Η εκστρατεία της για την επίσημη αναγνώριση της άμισθης εργασίας κατάφερε να πείσει τις κυβερνήσεις και τον ΟΗΕ πως τα ατόμα που φροντίζουν τα παιδιά, τους αρρώστους, κλπ, (με αφετηρία τις γυναίκες) είναι ουσιώδη για την οικονομική και πολιτική ζωή. Ενώ έκλεινε συναντήσεις με νομοθέτες προσπαθώντας να επηρεάσει την πολιτική τους, η δράση της ακόμη και σήμερα αναφέρεται σε ταξικούς όρους[14]. Όμως, παρά αυτές τις ριζοσπαστικές ομιλίες, οι προσπάθειές της δεν έφεραν τίποτα περισσότερο απ’ αυτό που ο καπιταλισμός έκανε ήδη από παλιότερα: να παρέχει επιδόματα για την οικογένεια, τα παιδιά, τις μη-εργαζόμενες μητέρες ή τις μονογονεϊκές οικογένειες. Μακρυά από το να υπονομεύσουν το μισθωτό σύστημα, αυτά τα επιπρόσθετα επιδόματα συνεισφέρουν στον έμμεσο ή κοινωνικό μισθό ο οποίος τώρα αποτελεί μέρος της σχέσης κεφαλαίου/εργασίας. Στην πιο νεωτερική εκδοχή του, ο καπιταλισμός δεν μπορεί αν αγνοήσει την πρόνοια για όσες κάνουν και μεγαλώνουν παιδιά, και συνεπώς περικλείει αυτούς που πριν απέκλειε -δηλαδή, τις γυναίκες στο σπίτι- στη συνολική του αναπαραγωγή.

Ο ακροαριστερός φεμινισμός ξεκίνησε σαν μια κριτική της παραδοσιακής (αντρικά κυριαρχούμενης) αριστερής πολιτικής και συνδικαλισμού, τα οποία υποτίθεται προστατεύαν τους εργοστασιακούς εργάτες, και παραμέλησε τι συνέβαινε στον χώρο εργασίας. Εκείνο που κάποτε υπήρξε ριζοσπαστισμός τώρα απλώς συμπληρώνει τον συνδικαλιστικό ρεφορφισμό.

Για να προλάβουμε τις επιπόλαιες κριτικές, επιτρέψτε μας να πούμε πως ο ρεφορισμός για εμάς δεν αποτελεί προσβολή: αποτελεί μια πραγματικότητα που πρέπει να αναγνωριστεί όπου υπάρχει, εκτός φυσικά κι αν δεν βλέπει κανείς καμιά διαφορά μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης, όπως στην περίπτωση της Σέλμα Τζέιμς. Το Κάλιμπαν και η Μάγισσα αναφέρεται επίμονα στη Τζέιμς ως κύρια πηγή έμπνευσης για το έργο της Φεντερίτσι. Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως η Φεντερίτσι δεν έχει ενστάσεις για τις πιο αμφισβητούμενες πτυχές των ανυποχώρητων πολιτικών επιλογών της Τζέιμς. Αναγκαζόμαστε να υποθέσουμε πως για τη Φεντερίτσι η διάκριση μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης είναι ξεπερασμένη.

Η Φεντερίτσι ως θεωρητικός των «κοινών»

Το Κάλιμπαν και η Μάγισσα σκιαγραφεί μια αντζέντα για την οποία η συγγραφέας δεν μας αφήνει καμιά αμφιβολία. Παρότι κάποιοι αναγνώστες ίσως να αργήσαν να την προσλάβουν, η πολιτική της στάση υπήρξε κοινό μυστικό για χρόνια. Η μόνη διαφορά είναι πως η Φεντερίτσι τώρα κάνει ρητά τη σύνδεση μεταξύ της ιστορικής της ερμηνείας και της στήριξής της της θεωρίας των «κοινών». Ιχνηλατεί τα σύγχρονα κινήματα αντίστασης στις ιδιωτικοποιήσεις των φυσικών πόρων πίσω στην πάλη για τα παλιά «κοινά» που συνεθλίβησαν από τις περιφράξεις του 16ου-18ου αιώνα, και καλεί σε μια ανανέωση της «ισχυρής γυναικείας κοινωνικότητας και αλληλεγγύης που τις επέτρεπε να αντιμετωπίζουν τους άνδρες» (ό.π., σελ. 49) πριν συνθλιβούν από την ερχόμενη καπιταλιστική νεωτερικότητα. Σύμφωνα με τη Φεντερίτσι, η κοινοτική προσπάθεια που ηττήθηκε από την άνοδο του καπιταλισμού ανακάμπτει τώρα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, σε μια μεγαλύτερη κλίμακα και με μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας.

Ένα από τα κύρια θέματα του Κάλιμπαν και η Μάγισσα είναι η ιστορική σημασία της βίας, την οποία η Φεντερίτσι βρίσκει πως ο Μαρξ υποτιμά: στην μετάβαση στον καπιταλισμό, γράφει η Φεντερίτσι, η χρήση της βίας και του καταναγκασμού υπήρξε σημαντικότερη από την ικανότητα των αστών να οργανώσουν τις παραγωγικές δυνάμεις: «η ίδια η βία γίνεται η πλέον παραγωγική δύναμη» (ό.π., σελ. 36)[15].

Θα ισχυριζόμασταν αντ’ αυτού πως υπάρχουν βάσιμοι ιστορικοί λόγοι να σκεφτούμε πως η βία διευκόλυνε αυτόν τον μετασχηματισμό που διαμόρφωσε μια ολόκληρη εποχή. Αυτή η λογική, ωστόσο, θα στρεφόταν ενάντια στην μέθοδο της Φεντερίτσι. Το βιβλίο της βασίζεται στην υπόθεση πως η ανθρώπινη εξέλιξη αποτελεί πρώτα και κύρια ένα ζήτημα εξουσίας: είτε έλεγχος μιας κυρίαρχης μειονότητας επί της μεγάλης πλειοψηφίας είτε συνεργατική αυτοοργάνωση του λαού – συνεπώς, η κοινωνική αλλαγή συνίσταται στη δημιουργία ή αναδημιουργία νέων μορφών και τόπων εξουσίας [Σ.τ.Μ.: δηλαδή, συνίσταται σε μια αλλαγή της πολιτικής μορφής]. Τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη Φεντερίτσι: από τη στιγμή που διαχειρίζονται συλλογικά, το χρήμα, η εργασία, η μισθωτή εργασία θα υποστούν μια αλλαγή στη φύσης τους και θα πάψουν να είναι εκμεταλλευτικά και καταπιεστικά.

Αν το κεφάλαιο ορίζεται ως ένας καταναγκασμός, για να το καταργήσουμε χρειάζεται μόνο να δράσουμε ελεύθερα.

Και αν το κεφάλαιο ορίζεται ως απαλλοτρίωση, ας επανακαταλάβουμε τον κόσμο [Σ.τ.Μ.: χωρίς αυτή η διαδικασία κατάληψης να εμπεριέχει μια ενεργή διαδικασία μετασχηματισμού του], κι αυτή η κοινοτική επαναπαλλοτρίωση θα υπάρξει αρκετή [από μόνη της] για τον μετασχηματισμό όσων υπάρχουν σήμερα[16].

Η Φεντερίτσι βλέπει τον καπιταλισμό σαν μια δύναμη εξωτερική της κοινωνίας, και υποβαθμίζει την εκμετάλλευση σε αρπαγή: οι καπιταλιστές μοιάζουν με μαφιόζους που κλέβουν από την κοινότητα, οπότε η αλλαγή θα έρθει όταν η κοινότητα ενωθεί. Το «κοινό» είναι μια άλλη λέξη για το κοινωνικό, για κάτι που πάντα δυνητικά βρισκόταν εκεί, και «τα κοινά» είναι η κοινωνία που ανακτά τον εαυτό της, αποδρώντας από το δίχτυ του καπιταλισμού.

Η κοινωνία για την οποία παλεύουμε υπάρχει ήδη στη σημερινή; Κι αν ναι, θα μπορούσε να αναπτυχθεί εντός της σημερινής ώσπου να πάρει τον έλεγχο; Η Φεντερίτσι απαντά «ΝΑΙ» και στα δύο ερωτήματα, κι αυτό είναι ένα μήνυμα στο οποίο επιμένει Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα. Εδώ βρίσκεται ο χωρισμός του δρόμου της με όσους διατηρούν μια θεμελιακή διάκριση μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης. «Δεν μ’ αρέσουν τα ημίμετρα», έγραψε κάποτε η Jenny von Westphalen [σύζυγος του Μαρξ][17]. Η Τζέιμς κι η Φεντερίτσι πιστεύουν πως οι μισοαλλαγές σήμερα αποτελούν ένα βήμα προς την πλήρη αλλαγή αύριο. Η στρατηγική του Γκράμσι για τη διείσδυση στην κοινωνία των πολιτών έχει γίνει το σύγχρονο groupthink[18].

Όπως κι η Τζέιμς, η Φεντερίτσι μιλάει για τη τάξη, όμως η έννοια της τάξης γι’ αυτήν είναι τόσο ελαστική κι ευέλικτη που δεν υπάρχουν πλέον προλετάριοι, μόνο 6 δισεκατομμύρια απλοί άνθρωποι που αντιτάσσονται στον καπιταλισμό (ή ότι έχει απομείνει απ’ την έννοια του καπιταλισμού) με τις συλλογικές ανάγκες τους και τις αυτοοργανωμένες κοινότητές τους. Μην ρωτάτε αν αυτή η επανάσταση μέλλει να ‘ρθει ή αν συμβαίνει τώρα: αυτό για τη Φεντερίτσι θα αποτελούσε σημάδι πως είστε ακόμα παγιδευμένοι σε παρωχημένα μοτίβα σκέψης. Η πραγματική αλλαγή υπάρχει εδώ και τώρα, έτσι θέλουν να πιστέψουμε οι θεωρητικοί των «κοινών» όπως η Φεντερίτσι. Αντικαθιστούν την κομμουνιστική επανάσταση με τον εναλλακτισμό: εν ολίγοις, η πίεση των παλιών κοινοτικών δεσμών τους οποίους δεν έχει καταλάβει ακόμη ο καπιταλισμός, σε συνδυασμό με την ανάδυση μιας νέας συλλογικότητας, του ελεύθερου λογισμικού και της οικονομίας διαμοιρασμού, μαζί με την από τα κάτω συμμετοχική άμεση δημοκρατία, υποτίθεται πως είναι ικανά να ξεπεράσουν τον καπιταλισμό, σταδιακά μεν, με σιγουριά δε.

Ποια κριτική του μαρξισμού; Ποια κριτική του Μαρξ;

Ο Johann Philipp Becker, ένας Γερμανός σοσιαλιστής του 19ου αιώνα, αποκάλεσε το Κεφάλαιο τη «Βίβλο της εργατικής τάξης». Ο μαρξισμός (σχετικός μα διαφορετικός από την μαρξική σκέψη) υπήρξε η θεωρία του εργατικού κινήματος το οποίο αυτοεπιβεβαιωνόταν εντός του καπιταλισμού, είτε σε συνεργασία με τους αστούς (στη σοσιαλδημοκρατική εκδοχή του) είτε στη θέση των αστών, δηλαδή καταργώντας την αστική τάξη (στη λενινιστική εκδοχή του). Αναφορικά με το παρόν ζήτημα, ο μαρξισμός σε γενικές γραμμές υποβίβαζε τις γυναίκες στο περιθώριο. Το φύλο υπήρξε ένα από τα τυφλά σημεία του Μαρξ.

Έτσι ορισμένος, ο μαρξισμός διασπάστηκε τη δεκαετία του 1970 υπό το σοκ της άρνησης εργασίας από έναν μεγάλο αριθμό εργατών, μειονότητα μεν, αρκετά αποφασισμένη δε να αμφισβητήσει τις κοινωνικές πραγματικότητες και βεβαιότητες[19].

Η δεκαετία του 1970 έχει περάσει, όμως οι επιδράσεις αυτής της θεωρητικής κρίσης ακόμη αντηχούν. Οι καιροί είναι ταραγμένοι, ηγούμενοι από τραύματα και άρνηση, όπως η ζωή ύστερα από μια απώλεια. Ο σεισμός αποκάλυψε τα μειονεκτήματα των επαναστατικών αξιωμάτων χωρίς όμως να είναι αρκετός ώστε να τα υπερβεί, και κατάφερε μόνο ν’ αφήσει διάτρητες τις ξεπερασμένες πεποιθήσεις.

Η Σίλβια Φεντερίτσι είναι κομμάτι αυτής της μακράς σειράς ημικριτικών που επιβιώνουν χάρη σ’ αυτά τα ελαττώματα, ιδίως από τις αναπόφευκτες ελλείψεις του Μαρξ. Ο συγγραφέας του Κεφαλαίου δίνει έμφαση στο κρίσιμο χαρακτηριστικό της πρωταρχικής συσσώρευσης: τον διαχωρισμό μεταξύ των παραγωγών και των μέσων παραγωγής. Υποβάθμισε τις γυναίκες, τον εξορθολογισμό και την εκμηχάνιση της φύση καθώς και της κοινωνίας, την απαλλοτρίωση του σώματος και τη διχοτομία μυαλού/σώματος, τον ρόλο της γλώσσας, την κακομεταχείριση των ζώων, κλπ. Έτσι, Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα διαβάζεται σαν να εξερευνά όλα εκείνα με τα οποία δεν ασχολήθηκε ο Μαρξ, ενώ στην πραγματικότητα η Φεντερίτσι καταλήγει σε ένα τελείως διαφορετικό όραμα. Το όλο ζήτημα είναι εάν αρμόζει να τεθούν οι γυναίκες στην κεντρική σκηνή της έλευσης του καπιταλισμού και της εσώτερης φύσης του. Απλώς και μόνο επειδή ο Μαρξ παραμέλησε ουσιαστικά στοιχεία ή τα άφησε στο περιθώριο, δεν σημαίνει πως πρέπει να τα θέσουμε στο επίκεντρο.

Κανείς δεν ξεφεύγει από τα όρια της εποχής του.

«[Β]υθίζω τη βίβλο μου», λέει ο Προσπέρος προς το τέλος της Τρικυμίας. Δεν υπάρχει λόγος να βυθίσουμε το Κεφάλαιο, χρειαζόμαστε όμως μια κριτική επανεξέταση του Μαρξ[20].

Δεν μπορούμε να αναμένουμε η Φεντερίτσι να συνεισφέρει σ’ αυτή την κρική επανεξέταση. Μετέχει στις ελαφρύτερες εκφράσεις της ιταλικής κοινωνικής αναταραχής της δεκαετίας του 1970[21]. Το μόνο κομμουνιστικό πρόγραμμα που γνώριζαν οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες ήταν εκείνο που η Carla Lonzi, μια εκ των ιδρυτών της Rivolta Femminile, συνόψισε το 1970 ως το «ιδανικό μιας κοινής ιδιοκτησίας των αγαθών», ένα πρόγραμμα που ήταν πολύ εύκολο να καθηλωθεί ως υπερβολικά ανεπαρκές για τις γυναίκες (και τους άντρες, μια ουσιώδης παρατήρηση που η Lonzi απέτυχε να κάνει)[22]. Ο μαρξισμός στον οποίο στοχεύαν ήταν η εκλαϊκευμένη εκδοχή του, δηλαδή ο μαρξισμός που εξυμνούσε την εργατική τάξη και εξίσωνε τον σοσιαλισμό ή κομμουνισμό με μια οικονομία που διαχειρίζονται οι εργάτες.

Η εργασία είναι βασικότερο σημείο. Οι πρώην θεωρητικοί του εργατισμού είναι ανίκανοι και απρόθυμοι να το εξερευνήσουν. Η προωθητική τους δύναμη εξαντλήθηκε πριν από σχεδόν σαράντα χρόνια, κι από τις παλιές φωτιές έχουν μείνει πλέον μόνο στάχτες. Το βάρος της επανεξέτασης του Μαρξ πέφτει στον 21ο αιώνα. Οι αυτόνομες φεμινίστριες ακολουθούν τον ανάποδο δρόμο. Αντί να εντρυφήσουν στο τι εννοούσε ο Μαρξ με τον όρο εργασία (ιδιώς κοιτώντας εκ νέου το πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου), ξεχειλώνουν την έννοια έως το σημείο που θέτει τις γυναίκες εν γένει σε εργάτριες. Λένε πως μια γυναίκα γενικά δεν είναι γυναίκα γενικά, είναι εργάτρια, επειδή παράγει παιδιά. Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός καμαρώνει που πέτυχε την αναγνώριση της γυναίκας ως εργάτριας: ως πραγματικής εργάτριας, δηλαδή, στον ίδιο βαιμό με τον (άντρα) μισθωτό εργάτη, ως ένα πραγματικά εκμεταλλευόμενο ανθρώπινο ον, ως να είχε τώρα ανακηρυχθεί σε ένα πλήρες μέλος του «επαναστατικού υποκειμένου». Για την αριστερίστικη λογική του 1970, ο μεταλλεργάτης ήταν το άλας της γης· εάν δε το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται [εάν το άλατι χάσει την αλμύρα του, πως θα την ανακτήσει][23]; Προσθέτωντας νέες στρώσεις αλατιού, δηλαδή περισσότερους εκμεταλευόμενους. Οι γυναίκες ταιριάζαν τέλεια στον ρόλο: είναι πολλές και καταπιεσμένες. Το παλιό επαναστατικό υποκείμενο (η εργατική τάξη) ήταν πολύ μικρό και, το χειρότερο, κοντόφθαλμο (σεξιστικό, ομοφοβικό, παραγωγίστικο, κλπ). Τώρα θα αποκτήσουμε ένα μεγαλύτερο και ανοιχτόμυαλο ιστορικό υποκείμενο. Μα πόσο απλό!

Όσοι ακολούθησαν αυτή την πορεία γύρισαν τις πλάτες τους στην πραγματική τομή που προσπάθησαν να αναλάβουν οι διορατικότεροι προλετάριοι. Η άρνηση της εργασίας κι η κριτική της καθημερινής ζωής έδειχνε προς μία επανάσταση που δεν θα είχε ως αποτέλεσμα την κοινότητα των «συνεταιρισμένων παραγωγών» που υποστήριζε ο μαρξισμός. Το τι θα ήταν το αποτέλεσμα της επανάσταση παρέμενε αρκετά νεφελώδες, όμως τουλάχιστον γινόταν αντιληπτό με έναν αρνητικό τρόπο. Το εργατικό κίνημα απορρίφθηκε όχι απλώς επειδή συνήθως ήταν συντηρητικό και μερικές φορές αντεπαναστατικό (που πράγματι ήταν αυτά), αλλά επειδή ο μελλοντικός κόσμος δεν μπορούσε να είναι ένας κόσμος εργατών. Αντιθέτως, αρκετοί αυτόνομοι, συμπεριλαμβανομένων των φεμινίστριων όπως η Φεντερίτσι, αναζητούσαν τρόπους να διευρύνουν το εργατικό κίνημα ώστε να συμπεριλάβει περισσότερες κατηγορίες απ’ τους απασχολούμενους στα εργοστάσια και τα γραφεία, περιλαμβάνοντας τα σχολιαρόπαιδα και τους ψυχικά ασθενείς, και φυσικά την μεγαλύτερη κατηγορία, τις γυναίκες. Με άλλα λόγια, διεύρυναν το εργατικό κίνημα ενώ το πρόβλημα της εποχής υπήρξε το πως να ξεπεραστεί το εργατικό κίνημα. Όποτε το προσωπικό της επαναστάσης γίνεται το πρωτεύον ζήτημα των επαναστατών, αποτελεί ένα εξόφθαλμο σημαδί πως βρίσκονται σε λάθος κατεύθυνση.

Οι αποτυχίες της Φεντερίτσι δεν είναι δικές της: εκφράζουν τα όρια του προηγούμενου προλεταριακού κινήματος. Δυστυχώς, όταν οι ιστορικές ανεπάρκειες αναδομούνται σε δόγματα και πολιτικά προγράμματα, παγιώνονται σε εμπόδια. Αντί μιας κριτικής της εργασίας μας προσφέρεται η γενίκευσή της, λες κι η διεύρυνση τους στάτους του εργάτη στο σύνολο του πληθυσμού θα μπορούσε να ανατινάξει το σύστημα. Η πρακτική αδυναμία να διατυπωθεί μια κριτική του εργοστασίου είχε ως αποτέλεσμα το εργοστάσιο να επεκταθεί, σε επίπεδο θεωρίας, στο σπίτι. Οι ριζοσπάστες του 1970 αναγκάστηκαν να πράξουν και να σκεφτούν εντός των ορίων όσων συνέβαιναν στην εποχή τους, και η παρούσα δημοφιλία της Φεντερίτσι υποδηλώνει πως η εποχή αυτή δεν έχει ακόμα τελειώσει.

Σημειώσεις:

1. J. Darwin, After Tamerlan: The Rise & Fall of Global Empire 1400-2000, εκδόσεις Bloomsbury Press, 2008, σελ. 154.

2. Παράθεμα από την αναφορά του γενικού διοικητή των Ανατολικών Ινδιών το 1834-1835, στο Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμως πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 148.

3. Παρότι υπάρχουν κάποιοι τοίχοι στους οποίους αναγράφεται το σύνθημα «Λευτεριά στον Κάλιμπαν», δεν υπάρχει ίδια ανησυχία για την μητέρα του, «αυτή την καταραμένη μάγισσα Σύκοραξ». Ενδιαφέρουσα από έμφυλη άποψη, μια κινηματογραφική παραγωγή της Τρικυμίας από τη Julie Taymor το 2010 μετατρέπει τον ρόλο του δούκα και μάγου Προσπέρου σε γυναίκα, την Προσπέρα, που την υποδύεται η Έλεν Μίρεν.

4. Βλέπε Ζιλ Ντωβέ, Για το «Γυναικείο Ζήτημα».

5. The Making of Capitalist Patriarchy: Interview with S. Federici, Δεκέμβριος 2013, Black Sheep: A Socialist Podcast.

6. Φεντερίτσι, Precarious Labor and Reproductive Work, 2010, απόσπασμά από τη διάλεξή της το 2006 με τίτλο «Precarious labor: A feminist viewpoint». Μπορεί να βρεθεί στον ιστότοπο «caring labor: an archive», που φέρει τον υπότιτλο «power to the caregivers and therefore to the class». Το όνομα τα λέει όλα: η τάξη αποτελείται απ’ όλους όσους (κυρίως γυναίκες) εκτελούν εργασία «φροντίδας».

7. Το πλήρες κείμενο μπορεί να βρεθεί στο https://www.columbia.edu/

8. Ένγκελς, Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 89-90. Η ιδέα αυτή προέρχεται από την παλιά σοσιαλίστρια και φεμινίστρια Φλώρα Τρίσταν (1803-1844).

9. Βλέπε σημείωση 5.

10. Φεντερίτσι, Precarious Labor and Reproductive Work, 2010.

11. Παρατίθεται στο G. Katsiaficas, The Subversion of Politics: European Social movements & the Decolonization of Everyday Life, κεφάλαιο 2. Μπορεί να βρεθεί στο http://eroseffect.com/

12. Βλέπε σημείωση 5.

13. Όπως εξηγεί η Φεντερίτσι, Ο Κάλιμπαν και η Μάγισσα βασίζεται στο Μαριαρόζα Νταλα-Κόστα & Σέλμα Τζέιμς, Women & the Subversion of the Community, 1972. Βλέπε επίσης Σέλμα Τζέιμς, «Φύλο, Φυλή και Τάξη», το οποίο μπορεί να βρεθεί στο Άντζελα Ντέιβις, Γυναίκες, Φυλή και Τάξη, εκδόσεις Μιγάδα & Αρχείο 71. «Φύλο + τάξη + φυλή», το μαγικό τρίπτυχο του ριζοσπαστισμού του 21ου αιώνα βρισκόταν ήδη εκεί πριν από 40 χρόνια. [Σ.τ.Μ.: Δεν γράφει τρίπτυχο (triptych) αλλά tryptic (αυτό που παράγει τρυψίνη, ένα πεπτικό ένζυμο). Φανταζόμαστε πως πρόκεται για λάθος. Αν δεν πρόκειται για λάθος, ίσως να εννοεί πως αυτό το τρίπτυχο καθιστά «εύπεπτη», «εκλαϊκευμένη», την αντικαπιταλιστική θεωρία].

14. Τζέιμς, συνέντευξη στη The Guardian, 25 Απριλίου 2012.

15. Εδώ, ξανά, η έννοια επενδύεται με επιπλέον νόημα. Οι γυναίκες, ισχυρίζεται η Φεντερίτσι, αποτελούν την παραγωγικότερη δύναμη λόγω του ρόλου τους ως μητέρες και εκτροφείς των παιδιών. Τώρα η βία παρουσιάζεται ως η ουσιώδης παραγωγική δύναμη: απλώς αλλή μία, εξίσου ουσιώδης, ή περισσότερο ουσιώδης; Ένα παρόμοιο πέπλο μυστηρίου καλύπτει τη τάξη: δεν ξέρουμε εάν οι γυναίκες αποτελούν τμήμα της εκμεταλλευόμενης τάξης ή τάξη ως τέτοια, καθώς η «ιστορία των γυναικών» είναι «ταξική ιστορία» [σελ. 33], και το κοινωνικό φύλο, λέει η Φεντερίτσι, «πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μια προδιαγραφή των ταξικών σχέσεων» [σελ. 33]. Μένει στον αναγνώστη να συλλάβει τι νοείται ως προδιαγραφή. Οι νοητικές μετατοπίσεις αποτελούν την πρώτη ύλη αυτού του βιβλίου. [Σ.τ.Μ]: Εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα στην ελληνική μετάφραση από τις Εκδόσεις των Ξένων. Το πρωτότυπο (Federici, Caliban and the Witch, Autonomedia Press, 2004, p. 14) γράφει: «If it is true that in capitalist society sexual identity became the carrier of specific work-functions, then gender should not be considered a purely cultural reality, but should be treated as a specification of class relations». Η σωστή μετάφραση της πρότασης είναι η εξής: «Αν αληθεύει πως στην καπιταλιστική κοινωνία η έμφυλη ταυτότητα έγινε ο φορέας συγκεκριμένων εργασιακών λειτουργιών, τότε το κοινωνικό φύλο δεν πρέπει να θεωρείται μια καθαρά πολιτιστική πραγματικότητα, αλλά πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μια προδιαγραφή των ταξικών σχέσεων». Στην μετάφραση από τις Εκδόσεις των Ξένων διαβάζουμε: «Αν αληθεύει ότι στην καπιταλιστική κοινωνία η έμφυλη ταυτότητα έγινε φορέας συγκεκριμένων εργασιακών λειτουργιών, τότε το κοινωνικό φύλο δεν μπορεί να θεωρείται μια αμιγώς πολιτισμική πραγματικότητα, αλλά οφείλει να αντιμετωπίζεται ως προσδιοριζόμενο από τις ταξικές σχέσεις». Και στις δύο μεταφράσεις η έμφαση δική μας, για να δείξουμε τη διαφορά ανάμεσα στις δύο προτάσεις. Η μετάφραση των Εκδόσεων των Ξένων αποδίδει στη Φεντερίτσι μια τελείως διαφορετική άποψη απ’ αυτή που πραγματικά εκφράζει στη συγκεκριμένη πρόταση. Σύμφωνα με την μετάφραση των Εκδόσεων των Ξένων, το κοινωνικό φύλο προσδιορίζεται από τις ταξικές σχέσεις. Σύμφωνα μ’ αυτή την μετάφραση, οι ταξικές σχέσεις είτε επιδρούν στο κοινωνικό φύλο και συμβάλλουν στη διαμόρφωσή του είτε το διαμορφώνουν πλήρως. Όμως, η Φεντερίτσι γράφει πως το κοινωνικό φύλο αποτελεί προδιαγραφή των ταξικών σχέσεων, δηλαδή πως το κοινωνικό φύλο αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό των ταξικών σχέσεων, ότι κι αν σημαίνει αυτό. Είναι αλήθεια πως η φράση των Εκδόσεων των Ξένων είναι ορθότερη θεωρητικά απ’ αυτή της Φεντερίτσι. Ελπίζουμε πως αυτή η διαφορά μεταξύ της μεταφράσης και του πρωτότυπου να αποτελεί ειλικρινές λάθος της μετάφρασης των Εκδόσεων των Ξένων, και όχι μια προσπάθεια να παρουσιάσουν την ανάλυση της Φεντερίτσι ως καλύτερα στεκούμενη από θεωρητική σκοπιά.

16. Φεντερίτσι, «Feminism & the Politics of the Common in an Era of Primitive Accumulation», άρθρο του 2010, μπορεί να βρεθεί στο Revolution at Point Zero: Housework, Reproduction & Feminist Struggle, εκδόσεις PM Press, 2012.

17. Επιστολή στον Louise Weydemeyer, 11 Μαρτίου 1861.

18. [Σ.τ.Μ.]: Το groupthink αποτελεί ψυχολογικό φαινόμενο που παρουσιάζεται εντός μιας ομάδας ανθρώπων, η αρμονία της οποίας οδηγεί σε ανορθολογικές και δυσλειτουργικές αποφάσεις καθώς τα μέλη προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν τις εσωτερικές συγκρούσεις, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει τη συμμόρφωση με την επικρατούσα απόψη χωρίς την κριτική αξιολόγησή της.

19. Red Notes, Italy 1977-1978: Living with an Earthquake (το προτείνουμε στον αναγνώστη ανεπιφύλακτα). Επίσης, Robert Lumley, States of Emergency: Cultures of Revolt in Italy from 1968 to 1978. Και τα δύο υπάρχουν διαθέσιμα στο http://libcom.org/.

20. Για μια συμβολή σε μια τέτοιου τύπου κριτική, βλέπε Value, Labour Time & Communism: Re-Reading Marx. Για μια περισσότερο λεπτομερή ανάλυση, βλέπε Μπρούνο Ασταριάν & Ζιλ Ντωβέ, Everything Must Go! The Abolition of Value, εκδόσεις LBCBooks. Περιττό να πούμε, μια πραγματική τομή θα απαιτήσει περισσότερα από λόγια. [Σ.τ.Μ.]: Δύο από τα τρία κεφάλαια του Everything Must Go! The Abolition of Value υπάρχουν διαθέσιμα στα ελληνικά στις παρακάτω ηλεκτρονικές διευθύνσεις:

Μπρούνο Ασταριάν, Δραστηριότητα Κρίσης και Κομμουνιστικοποίηση

Ζιλ Ντωβέ, Το Αλφαβητάρι της Κομμουνιστικοποίησης

21. Δυστυχώς, και πιθανώς αναπόφευκτα, αυτή είναι η περίπτωση και για άλλες πρώην αυθεντίες της ιταλικής αυτονομίας, όπως για παράδειγμα ο Νέγκρι, που κινήθηκε από τον εξτρεμισμό στην μετριοπαθή πολιτική: το άτακτο παιδί του σχολείου τελικά έγινε καθηγητής. Καθώς η ιταλική ταξική και καθημερινή επίθεση βάθαινε, οι αντιτιθέμενες σ’ αυτή ρεφορμιστικές τάσεις αναπτύσσονταν επίσης, ιδίως με την πτώση του κύματος. Οι ακροαριστεροί ηγέτες είναι αρκετά καλοί στο να αποριζοσπαστικοποιούνται.

22. Let’s Spit on Hegel (blogue.nt2.uqam.ca/hit/files/2012/12/Lets-Spit-on-Hegel-Carla-Lonzi.pdf). Η Lonzi ανιχνεύει την μαρξιστική παράβλεψη των γυναικών στη γραμμή σκέψης που διατρέχει από τον Πλάτωνα, μέσω του Χέγκελ, στους Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και, αναπόφευκτα, τον Γκράμσι (με τον τελευταίο προφανώς να αποτελει τον ύψιστο της τυπικής κομμουνιστικής θεωρίας για όσους αγνοούν τον Πάνεκουκ και τον Μπορντίγκα).

23. Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, 5: 13. Στις πολιτικές στάσεις υπάρχουν περισσότερες υπόγειες θρησκευτικές ροές απ’ ότι φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού.