Το παρακάτω άρθρο του Μαρξ δημοσιεύτηκε σε δύο μέρη στην εφημερίδα Vorwärts! [Εμπρός!], φύλλα 63 & 64, 7 & 10 Αυγούστου του 1844 αντίστοιχα. Η γερμανόφωνη αυτή εφημερίδα εκδιδόταν στο Παρίσι από τον Ιανουάριο έως τον Δεκέμβριο του 1844, δύο φόρες κάθε εβδομάδα σε περίπου χίλια αντίτυπα, και θεωρούνταν η ριζοσπαστικότερη της επόχης της. Μεταξύ άλλων, για την εφημερίδα αρθρογραφούσαν ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Μπακούνιν κι ο Ρούγκε. Το παρόν άρθρο είναι το πρώτο του Μαρξ που δημοσιεύτηκε στην εν λόγω εφημερίδα. Τον Ιανουάριο του 1845, ύστερα από καταγγελίες του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Δ’, βασιλιά της Πρωσίας, προς τον Λουδοβίκο Φίλιππο, βασιλιά της Γαλλίας, ο τελευταίος έκλεισε την εφημερίδα. Ο Μαρξ εξορίστηκε από τη Γαλλία κι ο Karl Ludwig Bernays, αρχισυντάκτης της εφημερίδας, τέθηκε σε φυλάκιση δύο μηνών. Δεν πρέπει να συγχέεται με την ομώνυμη (χωρίς το θαυμαστικό) εφημερίδα που ξεκίνησε να εκδίδει μερικές δεκαετίες αργότερα (1876) το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD). Η μετάφραση έγινε από το Marx-Engels Collected Works, vol. 3. Κρατήσαμε μόνο τις σημειώσεις του ίδιου του Μαρξ.

Στο 60ό φύλλο του Vorwärts! βρίσκεται ένα άρθρο με τίτλο «Ο Βασιλιάς της Πρωσίας και η Κοινωνική Μεταρρύθμιση», υπογεγγραμμένο από «έναν Πρώσο».

Αρχικά, αυτός ο φερόμενος ως Πρώσος εκθέτει το περιεχόμενο του βασιλικού Πρωσικού Κυβερνητικού διατάγματος αναφορικά με την εξέγερση των εργατών στη Σιλεσία και τη γνώμη της γαλλικής εφημερίδας La Réforme [Μεταρρύθμιση] επί του Πρωσικού Κυβερνητικού διατάγματος. Η Réforme, γράφει ο «Πρώσος», θεωρεί πως το Κυβερνητικό διάταγμα υπήρξε αποτέλεσμα της «ανησυχίας και του θρησκευτικού αισθήματος» του Βασιλια. Ο «Πρώσος» βρίσκει ακόμη σ’ αυτό το έγγραφο μια προαίσθηση των σπουδαίων μεταρρυθμίσεων που είναι εμμενή στην αστική κοινωνία. Ο «Πρώσσος» επιπλήττει τη Réforme γράφοντας:

Ο Βασιλιάς κι η γερμανική κοινωνία δεν έχει φτάσει ακόμη στην «προαίσθηση της μεταρρύθμισής τους»[1], ακόμη κι οι εξεγέρσεις στη Βοήμια και τη Σιλεσία δεν έχουν εγείρει αυτό το αίσθημα. Είναι ανέφικτο να κάνεις μια τόσο απολίτικη χώρα σαν τη Γερμανία να θεωρήσει την μερική εξαθλίωση των εργοστασιακών συνοικιών σαν ένα ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος, πόσο μάλλον σαν μια πρόκληση για το σύνολο του πολιτισμένου κόσμου. Οι Γερμανοί θεωρούν το γεγονός αυτό σαν να είναι ίδιας φύσεως με οποιαδήποτε τοπική δυσαρέσκεια που προκαλείται από μια πλημμύρα ή έναν λιμό. Συνεπώς, ο Βασιλιάς αντιμετωπίζει το γεγονός σαν μια ανεπάρκεια της κυβέρνησης ή της φιλανθρωπικής δραστηριότητας. Γι’ αυτό τον λόγο, και επειδή δεν χρειάστηκαν παρά μερικοί στρατιώτες για την αντιμετώπιση των αδύναμων υφαντών, η καταστροφή των εργοστασίων και των μηχανών, επίσης, δεν προκαλεί την οποιαδήποτε «ανησυχία» ούτε στον Βασιλιά ούτε στις αρχές. Πράγματι, το Κυβερνητικό διατάγμα δεν υπήρξε αποτέλεσμα κάποιου θρησκευτικού αισθήματος: αποτελεί μια πολύ νηφάλια έκφραση της χριστιανικής πολιτικής δεινότητας, και ενός δόγματος το οποίο θεωρεί πως καμιά δυσκολία δεν μπορεί να αντισταθεί στο μοναδικό γιατρικό της – τις «χριστιανικές καρδιές με καλές προθέσεις». Η φτώχεια και το έγκλημα αποτελούν δύο μεγάλα δεινά· ποιος μπορεί να τα γιατρέψει; Το κράτος κι οι αρχές; Όχι, όμως η ένωση όλων των χριστιανικών καρδιών μπορεί.

Ο φερόμενος ως Πρώσος αρνείται την «ανησυχία» του Βασιλιά στη βάση, μεταξύ άλλων, πως αρκούσαν μερικοί στρατιώτες για την αντιμετώπιση των αδύναμων υφαντών.

Συνεπώς, σε μια χώρα όπου τελετουργικά δείπνα με φιλελεύθερες προπόσεις και φιλελεύθερα αφρίζουσα σαμπάνια -ας θυμηθούμε τη γιορτή στο Ντίσελντορφ- εγείρουν ένα βασιλικό Κυβερνητικό διάταγμα· όπου ούτε ένας στρατιώτης δεν χρειάστηκε για τη σύνθλιψη των επιθυμιών του συνόλου της φιλελεύθερης αστικής τάξης για ελευθερία του τύπου και σύνταγμα· σε μια χώρα όπου η παθητική υποταγή βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη – είναι δυνατόν, σε μια τέτοια χώρα, η αναγκαιότητα για τη χρήση ένοπλης βίας ενάντια σε αδύναμους υφάντες να μην αποτελεί γεγονός, και μάλιστα ένα ανησυχητικό γεγονός; Επιπλέον, στην πρώτη αναμέτρηση κερδίσαν οι αδύναμοι υφάντες. Καταστάλθηκαν μόνο όταν μετέπειτα κατέφτασαν ενισχύσεις. Είναι η εξέγερση μιας μάζας εργατών λιγότερο επικίνδυνη επειδή δεν απαιτήθηκε ένας ολόκληρος στρατός για να την καταστείλει; Αν ο σοφός Πρώσος συνέκρινε την εξέγερση των Σιλεσιανών υφαντών με τις εξεγέρσεις των Άγγλων εργατών, θα έβλεπε ότι οι Σιλεσιανοί είναι ισχυροί υφάντες.

Εκκινώντας από τη γενική σχέση της πολιτικής με τα κοινωνικά δεινά, θα δείξουμε γιατί η εξέγερση των υφαντών δεν μπορούσε να προκαλέσει στον Βασιλιά οποιαδήποτε ιδιαίτερη «ανησυχία». Προς το παρόν θα πούμε μόνο το εξής: η εξέγερση δεν στόχευε άμεσα τον Βασιλιά της Πρωσίας, αλλά την αστική τάξη. Ως αριστοκράτης και απόλυτος μονάρχης, ο Βασιλιάς της Πρωσίας δεν μπορεί να τρέφει καμιά αγάπη για την αστική τάξη· πόσο μάλλον να ανησυχήσει εάν η υποταγή κι η αδυναμία της αστικής τάξης αυξάνεται λόγω μιας τεταμένης και δύσκολης σχέσης της με το προλεταριάτο. Περαιτέρω: ο ορθόδοξος Καθολικός είναι περισσότερο εχθρικός προς τον ορθόδοξο Προτεστάντη παρά προς τον άθεο, ακριβώς όπως ο βασιλικός είναι περισσότερο εχθρικός προς τον φιλελεύθερο παρά προς τον κομμουνιστή. Αυτό δεν συμβαίνει επειδή ο άθεος κι ο κομμουνιστής βρίσκονται πιο κοντά στον Καθολικό ή τον βασιλικό, αλλά επειδή του είναι πιο ξένοι από τον Προτεστάντη και τον φιλελεύθερο, καθώς βρίσκονται εκτός του κύκλου του. Στη σφαίρα της πολιτικής, ο Βασιλιάς της Πρωσίας, ως πολιτικός, βρίσκει το άμεσο αντίθετό του στον φιλελευθερισμό. Για τον Βασιλιά, το προλεταριάτο αποτελεί τόσο λίγο μια αντίθεση όσο ο Βασιλιάς για το προλεταριάτο. Το προλεταριάτο θα έπρεπε να είχε ήδη αποκτήσει μια υπολογίσιμη δύναμη ώστε να καταπνίξει τις άλλες αντιπάθειες και πολιτικές αντιθέσεις και να στρέψει προς το προσωπό του όλη την πολιτική εχθρότητα. Τέλος: λαμβάνοντας υπόψη τον καλά γνωστό χαρακτήρα του Βασιλιά, την όρεξή του για οτιδήποτε ενδιαφέρον και σημαντικό, θα πρέπει να του προκάλεσε μια ευχάριστη έκπληξη η ανακάλυψη αυτού του «ενδιαφέροντος» και «πολυσυζητημένου» παουπερισμού στην ίδια του την επικράτεια, και συνεπώς μια ευκαιρεία να κάνει τον κόσμο να μιλάει γι’ αυτόν. Πόσο ευχάριστη θα πρέπει να του υπήρξε η είδηση ότι εφεξής κατέχει τον «δικό» του, βασιλικό πρωσικό, παουπερισμό!

Ο «Πρώσος» μας είναι ακόμη περισσότερο άτυχος όταν αναζητά να αρνηθεί ότι το βασιλικό Κυβερνητικό διάταγμα υπήρξε αποτέλεσμα του «θρησκευτικού αισθήματος».

Γιατί αυτό το διάταγμα δεν υπήρξε αποτέλεσμα του «θρησκευτικού αισθήματος»; Επειδή αποτελεί μια «πολύ νηφάλια έκφραση της χριστιανικής πολιτικής δεινότητας», μια «νηφάλια» έκφραση του δόγματος το οποίο «θεωρεί πως καμιά δυσκολία δεν μπορεί να αντισταθεί στο μοναδικό γιατρικό της – τις χριστιανικές καρδιές με καλές προθέσεις».

Δεν είναι το θρησκευτικό αίσθημα η πηγή της χριστιανικής τέχνης της πολιτικής δεινότητας; Ένα δόγμα που έχει ως πανάκειά του τις χριστιανικές καρδιές με καλές προθέσεις, δεν βασίζεται στο θρησκευτικό αίσθημα; Μια νηφάλια έκφραση του θρησκευτικού αισθήματος παύει να είναι μια έκφραση θρησκευτικού αισθήματος; Επιπλέον, θα ισχυριστώ πως το θρησκευτικό αίσθημα εκείνο που αρνείται ότι το «κράτος κι οι αρχές» μπορούν να «θεραπεύσουν μεγάλα δεινά» και αναζητεί τη γιατρεία τους στην «ένωση των χριστιανικών καρδιών», αποτελεί ένα πολύ μεθυσμένο θρησκευτικό αίσθημα, με υπερβολικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Είναι ένα πολύ μεθυσμένο θρησκευτικό αίσθημα, το οποίο -όπως κι ο ίδιος ο «Πρώσος» παραδέχεται- εντοπίζει το όλο κακό στην έλλειψη του χριστιανικού αισθήματος και, συνεπώς, θεωρεί την καταφυγή στην «επίπληξη» από την μεριά των αρχών ως το μόνο μέσο για την ενίσχυση αυτού του αισθήματος. Σύμφωνα με τον «Πρώσο», ο χριστιανικός τρόπος σκέψης αποτελεί τον στόχο του Κυβερνητικού διατάγματος. Όταν είναι μεθυσμένο, όταν δεν είναι νηφάλιο, το θρησκευτικό αίσθημα, φυσικά, θεωρεί εαυτόν ως το μόνο καλό. Όπου συναντά κάποιο κακό το αποδίδει στην απουσία του θρησκευτικού αισθήματος, επειδή, αν το τελευταίο αποτελεί το μόνο καλό, τότε μόνο αυτό μπορεί να δημιουργήσει το καλό. Συνεπώς, το Κυβερνητικό διάταγμα, υπαγορευμένο από το θρησκευτικό αίσθημα, αρκετά λογικά διατάζει την ενίσχυση του θρησκευτικού αισθήματος. Ένας πολιτικός με νηφάλιο θρησκευτικό αίσθημα δεν θα προσπαθούσε μες στη «σύγχυσή» του να αναζητήσει «βοήθεια» στην «ευσεβή προτροπή του ιεροκήρυκα για ένα χριστιανικό τρόπο σκέψης».

Πως τότε ο φερόμενος ως «Πρώσος» αποδεικνύει στη Réforme ότι το Κυβερνητικό διάταγμα δεν αποτελεί ένα προϊόν θρησκευτικού αισθήματος; Ακριβώς περιγράφοντας παντού το Κυβερνητικό διάταγμα ως ένα προϊόν θρησκευτικού αισθήματος. Μπορεί κανείς να αναμένει από ένα τόσο παράλογο εγκέφαλο μια διορατικότητα για τα κοινωνικά κινήματα; Ακούστε τον να κουτσομπολεύει αναφορικά με τη στάση της γερμανικής κοινωνίας προς το εργατικό κίνημα και την κοινωνική μεταρρύθμιση εν γένει.

Αφήστε μας να διακρίνουμε -κάτι που ο «Πρώσος» αμελεί να κάνει- τις διαφορετικές κατηγορίες που περιέχονται στη φράση «γερμανική κοινωνία»: η κυβέρνηση, η αστική τάξη, ο τύπος, και τέλος, οι ίδιοι οι εργάτες. Αυτές είναι οι διαφορετικές μάζες οι οποίες μας απασχολούν εδώ. Ο «Πρώσος» τις τσουβαλιάζει όλες μαζί και, από την αλαζονική του θέση, τις καταδικάζει μαζικά. Η γερμανική κοινωνία, κατά την άποψή του, «δεν έχει καν φτάσει ακόμη στην προαίσθηση της μεταρρύθμισής τους».

Γιατί η γερμανική κοινωνία εκλείπεται αυτού του ενστίκτου; Ο Πρώσος απαντά:

Είναι ανέφικτο να κάνεις μια τόσο απολίτικη χώρα σαν τη Γερμανία να θεωρήσει την μερική εξαθλίωση των εργοστασιακών συνοικιών σαν ένα ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος, πόσο μάλλον σαν μια πρόκληση για το σύνολο του πολιτισμένου κόσμου. Οι Γερμανοί θεωρούν το γεγονός αυτό σαν να είναι ίδιας φύσεως με οποιαδήποτε τοπική δυσαρέσκεια που προκαλείται από μια πλημμύρα ή έναν λιμό. Συνεπώς, ο Βασιλιάς αντιμετωπίζει το γεγονός σαν μια ανεπάρκεια της κυβέρνησης ή της φιλανθρωπικής δραστηριότητας.

Ο «Πρώσος» έτσι εξηγεί αυτή την παρανόηση της δεινής κατάστασης των εργατών ως απόρροια του ειδικού χαρακτήρα μιας απολίτικης χώρας.

Καθείς αναγνωρίζει ότι η Αγγλία αποτελεί μια πολιτική χώρα. Καθείς αναγνωρίζει επίσης ότι η Αγγλία αποτελεί τη χώρα του παουπερισμού, με την ίδια τη λέξη να είναι αγγλικής προέλευσης. Η παρατήρηση της τάξης πραγμάτων στην Αγγλία αποτελεί, συνεπώς, τον βεβαιότερο τρόπο με τον οποίο μπορούμε να ανακαλύψουμε τη στάση μιας πολιτικής χώρας προς τον παουπερισμό. Στην Αγγλία, η εξαθλίωση των εργατών δεν είναι μερική αλλά καθολική· δεν περιορίζεται στις εργοστασιακές συνοικίες, αλλά εκτείνεται επίσης και στις αγροτικές. Τα εκεί κινήματα δεν αρχίζουν μόλις να εγείρονται, αλλά επανέρχονται περιοδικά εδώ και σχεδόν έναν αιώνα.

Ποια είναι τότε η άποψη της αγγλικής αστικής τάξης, και της κυβέρνησης και του τύπου που συνδέονται μ’ αυτή, αναφορικά με τον παουπερισμό;

Από τη στιγμή που η αγγλική αστική τάξη αναγνωρίζει την πολιτική ως υπεύθυνη για τον παουπερισμό, οι Φιλελεύθεροι θεωρούν τους Συντηρητικούς ως την αιτία του παουπερισμού, και οι Συντηρητικοί τους Φιλελεύθερους. Σύμφωνα με τους Φιλελεύθερους, η κύρια αιτία του παουπερισμού είναι το μονοπώλιο της μεγάλης γαιοκτησίας και η νομοθεσία που απαγορεύει την εισαγωγή σιτηρών. Σύμφωνα με τους Συντηρητικούς, το όλο κακό κείτεται στον φιλελευθερισμό, τον ανταγωνισμό και την υπέρμετρη ανάπτυξη του εργοστασιακού συστήματος. Κανένα από τα δύο κόμματα δεν βρίσκει την αιτία [του παουπερισμού] στην πολιτική εν γένει, αλλά μόνο στις πολιτικές του αντίπαλου κόμματος· κανένα από τα δύο κόμματα δεν μπορεί καν να φανταστεί μια μεταρρύθμιση της κοινωνίας.

Η καθοριστικότερη έκφραση της αγγλικής άποψης για τον παουπερισμό -μιλώντας πάντα για την άποψη της αγγλικής αστικής τάξης και κυβέρνησης- είναι η Αγγλική πολιτική οικονομία, δηλαδή, ο επιστημονικός αναστοχασμός των αγγλικών οικονομικών συνθηκών.

Ένας εκ των καλύτερων και διασημότερων Άγγλων οικονομολόγων, ο MacCulloch -μαθητής του κυνικού Ρικάρντο- που του είναι οικείες οι σημερινές συνθήκες και θα έπρεπε να έχει μια εμπεριστατωμένη οπτική της κίνησης της αστικής κοινωνίας, τολμά σε μια δημόσια διάλεξη, εν μέσω χειροκροτημάτων από το κοινό, να εφαρμόσει στην πολιτική οικονομία εκείνο που ο Φράνσις Μπέικον είχε πει για τη φιλοσοφία:

Ο άνθρωπος ο οποίος, με αληθινή και ακούραστη σοφία, αναστέλει την κρίση του, ο οποίος προχωράει βήμα-βήμα προς τα εμπρός, υπερβαίνοντας το ένα μετά το άλλο τα εμπόδια τα οποία, σαν βουνά, παρακωλύουν την πορεία της μελέτης, τελικά θα φτάσει στην κορυφή της επιστήμης, όπου θα μπορεί να απολαύσει τη γαλήνη και τον καθαρό αέρα, όπου η φύση του παρουσιάζεται σε όλη της την ομορφιά, και απ’ όπου είναι εφικτό να κατέλθει από ένα άνετο κατηφορικό μονοπάτι στις τελευταίες λεπτομέρειες της πρακτικής.

Ωραίος καθαρός αέρας – η λοιμώδης ατμόσφαιρα των αγγλικών υπόγειων κατοικιών! Σπουδαία φυσική ομορφιά – τα απαίσια κουρέλια που φορούν οι Άγγλοι φτωχοί και η αδύναμη, ζαρωμένη σάρκα των γυναικών που κατατρώγονται από την εργασία και τη φτώχεια· τα παιδιά που έρπονται στη βρώμα· η δυσμορφία που απορρέει από την υπέρμετρη εργασία στις μονότονες μηχανικές λειτουργίες των εργοστασίων! Οι γοητευτικές τελευταίες λεπτομέρειες της πρακτικής: πορνεία, φόνοι και κρεμάλες!

Ακόμη και το τμήμα εκείνο της αγγλικής αστικής τάξης το οποίο έχει εντυπωσιαστεί από τον κίνδυνο του παουπερισμού, αντιλαμβάνεται αυτόν τον κίνδυνο, καθώς επίσης και τα μέσα για την επίλυσή του, όχι απλώς με έναν μερικό τρόπο, αλλά επίσης, για να το θέσουμε ευθέως, με έναν παιδιάστικο και ηλίθιο τρόπο.

Έτσι, ο δρ Kay, για παράδειγμα, στην μπροσούρα του Recent Measures for the Promotion of Education in England [Πρόσφατα Μέτρα για την Προώθηση της Εκπαίδευσης στην Αγγλία], ανάγει το όλο ζήτημα στην παραμέληση της παιδείας. Mαντέψτε γιατί! Λόγω έλλειψης παιδείας, ο εργάτης δεν καταλαβαίνει τους «φυσικούς νόμους του εμπορίου», νόμοι οι οποίοι αναγκαία τον υποβαθμίζουν στον παουπερισμό. Γι’ αυτό εξεγείρεται. Αυτό θα μπορούσε να

επηρεάσει την ευημερία της αγγλικής βιομηχανίας και του αγγλικού εμπορίου, να διαταράξει την αμοιβαία εμπιστοσύνη των εμπόρων, και να ελαττώσει τη σταθερότητα των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών.

Τόσο μεγάλη είναι η διανοητική κενότητα της αγγλικής αστικής τάξης και του τύπου της για το ζήτημα του παουπερισμού, αυτής της εθνικής επιδημίας της Αγγλίας.

Αφήστε μας να υποθέσουμε τότε πως οι κατηγορίες του «Πρώσου» μας ενάντια στη γερμανική κοινωνία είναι καλά θεμελιωμένες. Κείτεται η αιτία στην απολίτικη συνθήκη της Γερμανίας; Αλλά αν η αστική τάξη της απολίτικης Γερμανίας είναι ανίκανη να δει ότι η μερική εξαθλίωση αποτελεί ένα ζήτημα γενικής σημασίας, η αστική τάξη της πολιτικής Αγγλίας, αφετέρου, καταφέρνει να παρενοήσει τη γενική σημασία μιας καθολικής κατάστασης εξαθλίωσης – μια εξαθλίωση η γενική σημασία της οποίας έχει γίνει εμφανής εν μέρει από την περιοδική της επανεμφάνιση με τον καιρό, εν μέρει από τη χωρική της διεύρυνση, και εν μέρει από την αποτυχία κάθε προσπάθειας για την επίλυσή της.

Περαιτέρω, ο «Πρώσος» καθιστά την απολίτικη συνθήκη της Γερμανίας υπεύθυνη για το γεγονός πως ο Βασιλιάς της Πρωσίας εντοπίζει την αιτία του παουπερισμού στην ανεπάρκεια της κυβέρνησης ή της φιλανθρωπικής δραστηριότητας, και αναζητά οπότε τα μέσα για την αντιμετώπιση του παουπερισμού σε κυβερνητικά και φιλανθρωπικά μέτρα.

Είναι αυτή η άποψη χαρακτηριστική του Βασιλιά της Πρωσίας; Αφήστε μας να ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στην Αγγλία, την μόνη χώρα για την οποία μπορεί να ειπωθεί πως έχει λάβει χώρα μια μεγάλης κλίμακας πολιτική δράση ενάντια στον παουπερισμό.

Η παρούσα αγγλική νομοθεσία αναφορικά με του φτωχούς χρονολογείται από τον Νόμο περί Φτώχειας που θεσπίστηκε το 43ο έτος της βασιλείας της Ελισάβετ[2]. Ποια είναι τα μέσα που υιοθετούνται σ’ αυτή η νομοθεσία; Ανέρχονται στην υποχρέωση των ενοριών να στηρίξουν τους φτωχούς εργάτες τους, με τον φόρο για τους φτωχούς και τη νόμιμη φιλανθρωπία. Αυτή η νομοθεσία -φιλανθρωπία που φέρεται σε πέρας με κυβερνητικά μέσα- υπάρχει εδώ και δύο αιώνες. Ποια στάση βρίσκουμε να υιοθετείται από το Κοινοβούλιο, ύστερα από μακρά και οδυνηρή εμπειρία, στη Νομοθετική Τροπολογία του 1834;

Πρώτα απ’ όλα, ερμηνεύει τη τρομακτική άνοδο του παουπερισμού ως αποτέλεσμα της «ανεπάρκειας της κυβέρνησης».

Στη συνέχεια, μεταρρυθμίζει τη διαχείριση του φόρου για τους φτωχούς, η οποία βρισκόταν στα χέρια των αξιωματούχων της κάθε ενορίας. Σχηματίζονται ενώσεις περίπου 20 ενοριών η κάθε μία, οι οποίες ενώνονται σε μια μοναδική διοίκηση. Μια επιτροπή αξιωματούχων, η Επιτροπή των Προστατών, αποτελούμενη από αξιωματούχους εκλεγμένους από τους φορολογούμενους, συναθροίζεται μια προκαθορισμένη ημέρα στο διοικητικό κέντρο της Ένωσης και αποφασίζει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ελάφρυνση. Αυτές οι Επιτροπές Προστάτων διευθύνονται και επιτηρούνται από κυβερνητικούς εκπροσώπους της Κεντρικής Επιτροπής του Somerset House, του Υπουργείου Παουπερισμού, όπως ένας Γάλλος [ο Eugen Buret] ορθώς την αποκαλεί. Το κεφάλαιο που εποπτεύει αυτή η διοίκηση είναι σχεδόν ίσο με εκείνο της στρατιωτικής διοίκησης [Πολεμικό Γραφείο] της Γαλλίας. Απασχολεί 500 τοπικά διοικητικά σώματα, με το καθένα εξ αυτών να απασχολεί τουλάχιστον 12 αξιωματούχους.

Το Αγγλικό Κοινοβούλιο δεν περιορίστηκε σε μια τυπική μεταρρύθμιση της διαχείρισης.

Εντόπισε την κύρια πηγή της οξείας κατάστασης του αγγλικού παουπερισμού στον Νόμο περί Φτώχειας καθεαυτό. Η φιλανθρωπία, το μέσο που υπαγορεύει ο νόμος για την αντιμετώπιση των κοινωνικών δεινών, φέρεται να προωθεί τα κοινωνικά δεινά. Όσον αφορά τον παουπερισμό εν γένει, θεωρήθηκε να αποτελεί έναν αιώνιο νόμο της φύσης, σύμφωνα με τη θεωρία του Μάλθους:

Εφόσον ο πληθυσμός διαρκώς τείνει να ξεπεράσει τα μέσα συντήρησης, η αγαθοεργία αποτελεί μια παράνοια, μια δημόσια ενθάρρυνση της φτώχειας. Το κράτος δεν μπορεί συνεπώς να κάνει τίποτα άλλο παρά ν’ αφήσει τους φτωχούς στην μοίρα τους και, στην καλύτερη, να διευκολύνει τον θάνατό τους.

Το Αγγλικό Κοινοβούλιο συνδύασε αυτή τη φιλανθρωπική θεωρία με την άποψη ότι ο παουπερισμός αποτελεί φτώχεια την οποία επιφέραν οι ίδιοι οι εργάτες στον εαυτό τους με δική τους ευθύνη, και συνεπώς δεν αποτελεί μια κακοτυχία η οποία πρέπει να αποφευχθεί, αλλά αντ’ αυτού ένα έγκλημα το οποίο πρέπει να κατασταλθεί και να τιμωρηθεί.

Τοιουτοτρόπως, εγέρθηκε το σύστημα των εργατικών κατοικιών [πτωχοκομείων], δηλαδή, κατοικιών για τους φτωχούς, η εσωτερική οργάνωση των οποίων τείνει να αποτρέπει τους φτωχούς φουκαράδες από το να αναζητήσουν εκεί ένα καταφύγιο από τη λιμοκτονία. Στις εργατικές κατοικίες, η φιλανθρωπία συνδυάζεται πονηρά με την εκδίκηση της αστικής τάξης στους φτωχούς που ελκύονται στη φιλανθρωπία της.

Αρχικά, οπότε, η Αγγλία προσπάθησε να καταργήσει τον παουπερισμό μέσω φιλανθρωπικών και κυβερνητικών μέτρων. Ύστερα, κατέληξε να δει στην προοδευτική άνοδο του παουπερισμού όχι την αναπόφευκτη συνέπεια της σύγχρονης βιομηχανίας αλλά, αντιθέτως, τη συνέπεια του αγγλικού φόρου για τους φτωχούς. Θεώρησε την καθολική εξαθλίωση απλώς σαν ένα ειδικό χαρακτηριστικό της αγγλικής νομοθεσίας. Εκείνο που παλαιότερα αποδιδόταν σε μια έλλειψη φιλανθρωπίας, τώρα καταλογίστηκε σε μια υπερπληθώρα φιλανθρωπίας. Τέλος, η φτώχεια κατέληξε να θεωρείται ως φταίξιμο των ίδιων των φτωχών, και συνεπακόλουθα οι φτωχοί τιμωρούνταν γι’ αυτή.

Η γενική σημασία που έχει αποκτήσει ο παουπερισμός στην πολιτική Αγγλία περιορίζεται στο γεγονός ότι στην πορεία της ανάπτυξής της, παρόλα τα κυβερνητικά μέτρα, ο παουπερισμός μετατράπηκε σ’ έναν εθνικό θεσμό, και έχει οπότε αναπόφευκτα γίνει το αντικείμενο μιας σύνθετης κι εκτεταμένης διοίκησης, μιας διοίκησης, ωστόσο, η οποία δεν έχει πλέον το καθήκον της κατάργησης του παουπερισμού αλλά της πειθάρχησής του, της διαιώνισής του. Αυτή η διοίκηση εγκατάλειψε κάθε προσπάθεια να δώσει ένα τέλος στον παουπερισμό στη ρίζα του μέσω θετικών μέτρων· ικανοποιείται με το να του σκάβει έναν τάφο, με αστυνομική ευγένεια, όποτε ξεχύνεται στην επιφάνεια του επίσημου κόσμου. Μακρυά από το να προχωρήσει πέρα από τα κυβερνητικά και φιλανθρωπικά μέτρα, το αγγλικό κράτος οπισθοδρόμισε απ’ αυτά. Η διαχείρισή του εκτείνεται μόνο στον παουπερισμό εκείνο ο οποίος είναι τόσο απελπισμένος ώστε να επιτρέψει στον εαυτό του να πιαστεί και να εγκλειστεί.

Μέχρι στιγμής, οπότε, ο «Πρωσός» δεν έχει δείξει να υπάρχει τίποτα καινούριο στην πορεία που υιοθέτησε ο Βασιλιάς της Πρωσίας. Αλλά γιατί, αναφωνεί τώρα ο σπουδαίος αυτός άντρας με σπάνια αγαθότητα,

γιατί ο Βασιλιάς της Πρωσίας δεν εκδίδει με μιας ένα διάταγμα για την εκπαίδευση όλων των παραμελημένων παιδιών;

Γιατί στρέφεται πρώτα στις αρχές και αναμένει τα σχέδια και τις προτάσεις τους;

Ο πανέξυπνος «Πρώσος» μας θα καθησυχαστεί όταν μάθει πως ο Βασιλιάς της Πρωσίας είναι το ίδιο κοινότυπος σ’ αυτό το ζήτημα όπως και στις υπόλοιπες πράξεις του, και ότι η πορεία που έλαβε αποτελεί στην πραγματικότητα την μοναδική εφικτή που μπορεί να λάβει η κεφαλή του κράτους.

Ο Ναπολέων ήθελε να καταργήσει την επαιτεία με μιας. Επιφόρτισε τα επίσημα όργανά του με την προετοιμασία σχεδίων για την εξάλειψη της επαιτείας σε όλη τη Γαλλία. Ο σχεδιασμός του εγχειρήματος καθυστερούσε. Ο Ναπολέων έχασε την υπομονή του. Έγραψε στον Crétet, τον Υπουργό Εσωτερικών του, διατάσσοντάς τον να καταργήσει την επαιτεία εντός ενός μήνα. Ο Ναπολέων είπε:

Δεν πρέπει κανείς να διαβεί αυτόν τον κόσμο χωρίς ν’ αφήσει πίσω του ίχνη τα οποία θα κερδίσουν την ευγνώμονα μνήμη του στις επόμενες γενιές. Μην μου ζητήσεις άλλους τρεις ή τέσσερις μήνες για να συλλέξεις πληροφορίες. Έχεις νεαρούς δικαστές, σοφούς έπαρχους, καλοεκπαιδευμένους μηχανικούς από το τμήμα των δρόμων και των γεφυρών· θέσε τους όλους σε κίνηση, μην πέσεις στον λήθαργο της ρουτίνας του γραφείου.

Εντός μερικών μηνών, τα πάντα ήταν έτοιμα. Στις 5 Ιουλίου του 1808 θεσπίστηκε η νομοθεσία για την κατάργηση της επαιτείας. Πως; Μέσω πτωχοκομείων, τα οποία τόσο γρήγορα μετατράπηκαν σε ποινικά ιδρύματα που πολύ σύντομα οι φτωχοί εισέρχονταν σ’ αυτά μόνο με εντολή πταισματοδικείου. Μολαταύτα, ο M. Noailles du Gard, ένα μέλος του Νομοθετικού Σώματος, ανακήρυξε τότε:

Αιώνια ευγνωμοσύνη στον ήρωα ο οποίος προσέφερε ένα καταφύγιο σε όσους χρειάζονται βοήθεια, και [προσέφερε] μέσα διαβίωσης στους φτωχούς. Τα παιδιά δεν θα αφήνονται πλέον στην μοίρα τους· οι φτωχές οικογένειες δεν θα στερούνται πλέον μια πηγή τροφής, και οι εργάτες [δεν θα στερούνται] ενθάρρυνσης και απασχόλησης. Δεν θα τριγυρνά πλέον στο κατώφλι μας το θέαμα αποτρόπεων συμφορών και επαίσχυντης φτώχειας.

Το τελευταίο κυνικό χωρίο αποτελεί την μόνη αλήθεια σ’ αυτό το εγκώμιο.

Αν ο ίδιος ο Ναπολέων μιλά για την ευφυΐα των δικαστών, των έπαρχων και των μηχανικών του, γιατί δεν θα έπρεπε ο Βασιλιάς της Πρωσίας να απευθυνθεί στα επίσημα όργανά του;

Γιατί ο Ναπολέων δεν εξέδωσε με μιας ένα διάταγμα για την κατάργηση της επαιτείας; Το ερώτημα αυτό βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο μ’ αυτό του «Πρώσου»: «Γιατί ο Βασιλιάς της Πρωσίας δεν εκδίδει με μιας ένα διάταγμα για την εκπαίδευση όλων των παραμελημένων παιδιών;». Ξέρει ο «Πρώσος» τι θα έπρεπε να διατάξει ο Βασιλιάς; Τίποτα λιγότερο από την κατάργηση του προλεταριάτου. Για να εκπαιδευτούν τα παιδιά χρειάζεται να τραφούν και να απελευθερωθούν από την μισθωτή εργασία. Η σίτηση κι η εκπαίδευση των παραμελημένων παιδιών, δηλαδή, η σίτηση κι η εκπαίδευση του συνόλου της μελλοντικής γενιάς του προλεταριάτου, θα ήταν η κατάργηση του προλεταριάτου και του παουπερισμού.

Για μια στιγμή, η Συμβατική είχε το θάρρος να διατάξει την κατάργηση του παουπερισμού – όμως όχι «με μιας», όπως απαιτεί ο «Πρώσος» από τον Βασιλιά του, αλλά μόνο αφότου έδωσε οδηγίες στην Επιτροπή Δημόσιας Ασφάλειας να ετοιμάσει τα αναγκαία σχέδια και προτάσεις, και αφότου αυτή η Επιτροπή χρησιμοποίησε τις εκτενείς έρευνες της Συντακτικής Συνέλευσης αναφορικά με τις συνθήκες του Γάλλου φτωχού, και είχε προτείνει μέσω του Barère την ίδρυση του Livre de la bienfaisance nationale [Βιβλίου Εθνικής Φιλανθρωπίας], κλπ. Ποιο υπήρξε το αποτέλεσμα του διατάγματος της Συμβατικής; Ότι υπήρχε τώρα στον κόσμο ένα παραπάνω διάταγμα και ότι έναν χρόνο αργότερα λιμοκτονούσες γυναίκες πολιόρκησαν τη Συμβατική.

Ωστόσο, η Συμβατική επέδειξε το μέγιστο της πολιτικής ενέργειας, της πολιτικής εξουσίας και της πολιτικής κατανόησης.

Καμία κυβέρνηση στον κόσμο δεν εξέδωσε ρυθμίσεις αναφορικά με τον παουπερισμό με μιας, χωρίς να καταλήξει σε μια συμφωνία με τις αρχές. Το Αγγλικό Κοινοβούλιο έως που έστειλε αντιπροσώπους σε όλες τις χώρες της Ευρώπης ώστε να μάθει για τις διαφορετικές διοικητικές λύσεις για τον παουπερισμό. Όμως, στον βαθμό που τα κράτη ασχολούνται με τον παουπερισμό, είτε έχουν περιοριστεί σε φιλανθρωπικά και κυβερνητικά μέτρα, είτε οπισθοχώρισαν σε λιγότερα από κυβερνητική δράση και φιλανθρωπία.

Μπορεί το κράτος να δράσει με κάποιον άλλο τρόπο;

Το κράτος -σε αντίθεση με τις απαιτήσεις του Πρώσου από τον Βασιλιά του- ποτέ δεν θα εντοπίσει την πηγή των κοινωνικών δεινών στο «κράτος και το σύστημα της κοινωνίας». Όπου υπάρχουν πολιτικά κόμματα, το κάθε κόμμα θα εντοπίσει τη ρίζα κάθε κακού στο γεγονός πως δεν κρατάει το ίδιο τα ηνία του κράτους, αλλά τα κατέχει κάποιο αντίπαλο κόμμα. Ακόμη κι οι ριζοσπάστες κι επαναστάτες πολιτικοί αναζητούν την πηγή του κακού όχι στην ουσιώδη φύση του κράτους, αλλά σε μια ορισμένη κρατική μορφή την οποία επιθυμούν να αντικαταστήσουν με μια διαφορετική κρατική μορφή.

Από την πολιτική οπτική, το κράτος και το σύστημα της κοινωνίας δεν αποτελούν δύο διαφορετικά πράγματα. Το κράτος είναι το σύστημα της κοινωνίας. Στον βαθμό που το κράτος παραδέχεται την ύπαρξη κοινωνικών ατελειών, εντοπίζει την αιτία τους είτε στους νόμους της φύσης, τους οποίους καμιά ανθρώπινη δύναμη δεν μπορεί να τους ελέγξει, είτε στην ιδιωτική ζωή, η οποία δεν εξαρτάται από το κράτος, είτε στην άστοχη δραστηριότητα της κυβέρνησης, η οποία δεν εξαρτάται απ’ αυτό. Έτσι, η Αγγλία εντοπίζει την αιτία της φτώχειας στον φυσικό νόμο σύμφωνα με τον οποίο ο πληθυσμός πρέπει πάντα να υπερβαίνει τα διαθέσιμα μέσα συντήρησης. Αφετέρου, η Αγγλία ερμηνεύει τον παουπερισμό ως τη συνέπεια της κακής βούλησης των φτωχών, ακριβώς όπως ο Βασιλιάς της Πρωσίας τον ερμηνεύει μέσω των μη χριστιανικών αισθημάτων των πλουσίων, και ακριβώς όπως η Συμβατική τον ερμηνεύει μέσω της ύποπτης κι αντεπαναστατικής νοοτροπίας των γαιοκτητών. Συνεπώς, η Αγγλία τιμωρεί τους φτωχούς, ο Βασιλιάς της Πρωσίας επιπλήττει τους πλούσιους, και η Συμβατική αποκεφαλίζει τους γαιοκτήτες.

Τέλος, κάθε κράτος αναζητεί την αιτία σε τυχαίες ή εσκεμμένες ανεπάρκειες της κυβέρνησης, και συνεπώς αναζητεί τη γιατρειά των δεινών της σε κυβερνητικά μέτρα. Γιατί; Ακριβώς επειδή η κυβέρνηση αποτελεί την οργανωτική δραστηριότητα του κράτους.

Η αντίφαση μεταξύ, αφενός, του σκοπού και της καλής θέλησης της κυβέρνησης, και, αφετέρου, των μέσων και των δυνατοτήτων της, δεν μπορεί να καταργηθεί από το κράτος χωρίς το τελευταίο να καταργήσει τον εαυτό του, επειδή το κράτος βασίζεται σ’ αυτή την αντίφαση. Το κράτος βασίζεται στην αντίφαση μεταξύ της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής, στην αντίφαση μεταξύ των γενικών και των ιδιωτικών συμφερόντων. Ως εκ τούτου, η κυβέρνηση πρέπει να αυτοπεριοριστεί σε μια τυπική και αρνητική δραστηριότητα, επειδή όπου ξεκινά η πολιτειακή ζωή κι η εργασία, εκεί τελειώνει η εξουσία της κυβέρνησης. Πράγματι, αντιμέτωπη με τις συνέπειες που εγείρονται από την αντικοινωνική φύση αυτής της πολιτειακής ζωής, της ατομικής ιδιοκτησίας, του εμπορίου, της βιομηχανίας, της αμοιβαίας λεηλασίας μεταξύ των διάφορων κύκλων πολιτών, αντιμέτωπη με όλες αυτές τις συνέπειες, η ανικανότητα είναι ο φυσικός νόμος της κυβέρνησης. Επειδή αυτός ο κατακερματισμός, η χυδαιότητα και η δουλεία της κοινωνίας των πολιτών, αποτελεί το φυσικό θεμέλιο στο οποίο στηρίζεται το σύγχρονο κράτος, ακριβώς όπως η πολιτειακή κοινωνία της δουλείας υπήρξε το φυσικό θεμέλιο στο οποίο στηριζόταν το αρχαίο κράτος. Η ύπαρξη του κράτους κι η ύπαρξη της δουλείας είναι αδιαχώριστες. Το αρχαίο κράτος κι η αρχαία δουλεία -αυτά τα ευθέως κλασσικά αντίθετα- δεν υπήρξαν στενότερα συνδεδεμένα μεταξύ τους απ’ ότι το σύγχρονο κράτος κι ο σύγχρονος εμπορικός κόσμος, αυτά τα υποκριτικά χριστιανικά αντίθετα. Αν το σύγχρονο κράτος επιθυμούσε να καταργήσει την ανικανότητα της κυβέρνησής του, θα έπρεπε να καταργήσει τη σύγχρονη ιδιωτική ζωή. Όμως, αν ήθελε να καταργήσει την ιδιωτική ζωή, θα έπρεπε να καταργήσει τον εαυτό του, επειδή το κράτος υπάρχει μόνο εντός της αντίφασής του με την ιδιωτική ζωή. Όμως, κανένα έμβιο ον δεν πιστεύει ότι οι ελλείψεις της ύπαρξής του έχουν τη βάση τους στην αρχή [principle] της ζωής του, στην ουσία της ζωής του· ο καθένας πιστεύει ότι η βάση [των ελλείψεων] κείτεται σε περιστάσεις εξωτερικές της ζωής του. Η αυτοκτονία είναι ενάντια στη φύση. Συνεπώς, το κράτος δεν μπορεί να πιστέψει στην εγγενή ανικανότητα της κυβέρνησής του, δηλαδή, στην ίδια του την ανικανότητα. Μπορεί να αντιληφθεί μόνο τυπικές, τυχαίες ελλείψεις στην κυβέρνησή του και να προσπαθήσει να τις διορθώσει. Κι αν αυτές οι τροποποιήσεις αποδειχτούν άκαρπες, αντλεί το συμπέρασμα ότι τα κοινωνικά δεινά αποτελούν μια φυσική ατέλεια ανεξάρτητη του ανθρώπου, έναν θείο νόμο, ή, αντ’ αυτού, ότι η θέληση των μεμονωμένων ατόμων είναι εκφυλισμένη σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις καλές προθέσεις της κυβέρνησης. Και πόσο παράλογα είναι αυτά τα μεμονωμένα άτομα! Διαμαρτύρονται στην κυβέρνηση όποτε περιορίζει την ελευθερία τους, και την ίδια στιγμή απαιτούν απ’ την κυβέρνηση να αποτρέψει τις αναπόφευκτες συνέπειες αυτής της ελευθερίας!

Όσο ισχυρότερο είναι το κράτος, και όσο περισσότερο πολιτική είναι συνεπώς μια χώρα, τόσο λιγότερο τείνει να συλλάβει τη γενική αρχή [principle] των κοινωνικών δεινών και ν’ αναζητήσει τη βάση τους στην αρχή [principle] του κράτους, άρα στην παρούσα δομή της κοινωνίας, την ενεργή, συνειδητή και επίσημη έκφραση της οποίας είναι το κράτος. Το πολιτικό μυαλό είναι ένα πολιτικό μυαλό ακριβώς επειδή σκέφτεται εντός του πλαισίου της πολιτικής. Όσο πιο οξύ και δραστήριο είναι [το πολιτικό μυαλό], τόσο περισσότερο αδυνατεί να κατανοήσει τα κοινωνικά δεινά. Η κλασσική περίοδος της πολιτικής σκέψης είναι η Γαλλική Επανάσταση. Μακρυά από το να αναγνωρίσει την καταγωγή των κοινωνικών δεινών στην αρχή του κράτους, οι ήρωες της Γαλλικής Επανάστασης είδαν αντ’ αυτού στα κοινωνικά δεινά την καταγωγή των πολιτικών δεινών. Έτσι, ο Ροβεσπιέρος είδε στην μεγάλη φτώχεια και τον μεγάλο πλούτο μόνο ένα εμπόδιο για την αγνή δημοκρατία. Συνεπώς, θέλησε να καθιερώσει μια καθολική σπαρτιατική λιτότητα. Η αρχή [principle] της πολιτικής είναι η θέληση. Όσο περισσότερο μονομερές και, συνεπώς, όσο περισσότερο τελειοποιημένο είναι το πολιτικό μυαλό, τόσο περισσότερο πιστεύει στην παντοδυναμία της θέλησης, τόσο περισσότερο αδυνατεί να δει τα φυσικά και πνευματικά όρια της θέλησης, τόσο περισσότερο είναι, συνεπώς, ανίκανο να ανακαλύψει την καταγωγή των κοινωνικών δεινών. Δεν χρειάζονται περαιτέρω επιχειρήματα ενάντια στην ανόητη ελπίδα του «Πρώσου» ότι η «πολιτική κατανόηση» είναι προορισμένη «να ανακαλύψει τις ρίζες της κοινωνικής εξαθλίωσης στη Γερμανία».

Ήταν ανόητο να αναμένει από τον Βασιλιά της Πρωσίας μια εξουσία που δεν κατέχουν ούτε καν από κοινού η Συμβατική κι ο Ναπολέων· ήταν ανόητο να αναμένει απ’ αυτόν έναν τρόπο κατανόησης των πραγμάτων που υπερβαίνει τα όρια του συνόλου της πολιτικής, μια κατανόηση που κι ο ίδιος ο σοφός «Πρώσος» δεν κατέχει περισσότερο από τον Βασιλιά του. Όλη αυτή η διακήρυξη υπήρξε περισσότερο ανόητη λόγω του γεγονότος πως ο «Πρώσος» παραδέχεται:

Τα εκλεπτυσμένα λόγια κι αισθήματα είναι φτηνά· η διορατικότητα κι οι επιτυχημένες πράξεις είναι πολύτιμες· στην παρούσα περίπτωση είναι περισσότερο από πολύτιμες, είναι σχετικά ανέφικτες.

Αν είναι σχετικά ανέφικτες, τότε θα έπρεπε κανείς να εκτιμήσει τις προσπάθειες του οποιουδήποτε στο να κάνει ότι είναι εφικτό γι’ αυτόν στην κατάστασή του. Για τα υπόλοιπα, αφήνω τη διακριτικότητα του αναγνώστη να αποφασίσει εάν σ’ αυτή τη σύνδεση η εμπορική φρασεολογία περί «φτηνών», «πολύτιμων», «περισσότερο από πολύτιμων» και «ανέφικτων» πρέπει να συμπεριληφθούν στην κατηγορία των «εκλεπτυσμένων λογιών και αισθημάτων».

Αφήστε μας να υποθέσουμε τότε ότι οι παρατηρήσεις του «Πρώσου» αναφορικά με τη Γερμανική Κυβέρνηση και τη γερμανική αστική τάξη -στη τελική, η τελευταία περιλαμβάνεται στη «γερμανική κοινωνία»- είναι πλήρως και καλά θεμελιωμένες. Βρίσκεται αυτό το τμήμα της κοινωνίας σε μεγαλύτερη αμηχανία στη Γερμανία απ’ ότι στην Αγγλία και τη Γαλλία; Μπορεί να βρίσκεται σε μεγαλύτερη αμηχανία απ’ ότι, για παράδειγμα, στην Αγγλία, όπου η σύγχυση έχει μετατραπεί σε σύστημα; Αν σήμερα ξεσπούσαν εργατικές εξεγέρσεις σε όλη την Αγγλία, η εκεί αστική τάξη και κυβέρνηση δεν θα είχαν σήμερα καλύτερες λύσεις από εκείνες του τελευταίου 1/3 του 18ου αιώνα. Η μόνη τους λύση είναι η υλική βία, και αφού αυτή η υλική βία ελαττώνεται αναλογικά με την ανάπτυξη του παουπερισμού και της κατανόησης του προλεταριάτου, αναπόφευκτα αυξάνεται με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου κι η σύγχυση της Αγγλίας.

Τέλος, είναι λαθεμένο, πραγματικά λαθεμένο, ότι η γερμανική αστική τάξη αποτυγχάνει πλήρως να κατανοήσει τη γενική σημασία της σιλεσιανής εξέγερσης. Σε διάφορες πόλεις, οι μάστορες προσπαθούν να δράσουν από κοινού με τους μαθητευόμενους. Όλες οι φιλελεύθερες γερμανικές εφημερίδες, τα όργανα της φιλελεύθερης αστικής τάξης, βρίθουν άρθρων αναφορικά με την οργάνωση της εργασίας, την μεταρρύθμιση της κοινωνίας, επίκρισης των μονοπωλίων και του ανταγωνισμού, κλπ. Όλα αυτά αποτελούν την απόρροια των εργατικών κινημάτων. Οι εφημερίδες της Τριρ, του Άαχεν, της Κολωνίας, του Βέσελ, του Μάνχαϊμ, του Βρότσλαβ, ακόμη και του Βερολίνου, συχνά εκδίδουν αρκετά λογικά άρθρα αναφορικά με τα κοινωνικά ζητήματα, άρθρα απ’ τα οποία ο «Πρώσος» θα μπορούσε στην τελική να μάθει κάτι. Επιπλέον, επιστολές από τη Γερμανία διαρκώς εκφράζουν την έκπληξή τους για την ελάχιστη αντίσταση που επιδεικνύει η αστική τάξη ενάντια στις κοινωνικές τάσεις και ιδέες.

Ο «Πρώσος», αν ήταν περισσότερο εξοικειωμένος με την ιστορία του κοινωνικού κινήματος, θα έθετε το ερώτημα απ’ την ανάποδη. Γιατί ακόμη κι η γερμανική αστική τάξη ερμηνεύει μια μερική κατάσταση αναταραχής με έναν τέτοιο συγκριτικά καθολικό τρόπο; Από που προέρχεται αυτή η εχθρότητα κι ο κυνισμός της πολιτικά σκεπτόμενης αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο, και από που η έλλειψη αντίστασης κι η συμπόνοια της μη-πολιτικά σκεπτόμενης αστικής τάξης;

Ας περάσουμε τώρα στις προφητικές διακηρύξεις του «Πρώσου» για τους Γερμανούς εργάτες. Παρατηρεί έξυπνα:

Ο Γερμανός φτωχός δεν είναι σοφότερος από τους φτωχούς Γερμανούς, δηλαδή, πουθενά δεν κοιτούν πέρα απ’ την εστία και το σπίτι τους, το εργοστάσιό τους, τη συνοικία τους· το συνολικό ζήτημα έχει ακόμη έως τώρα παραμεληθεί από το διαπεραστικό πολιτικό πνεύμα.

Για να μπορέσει να συγκρίνει τη συνθήκη των Γερμανών εργατών μ’ εκείνη των Άγγλων και των Γάλλων, ο «Πρώσος» θα έπρεπε να συγκρίνει την πρώτη μορφή, την απαρχή, του αγγλικού και γαλλικού εργατικού κινήματος με το γερμανικό κίνημα που μόλις γεννήθηκε. Απέτυχε να κάνει κάτι τέτοιο. Συνεπακόλουθα, οι ισχυρισμοί του οδηγούν σε ασήμαντες μικρολογίες, όπως ότι η βιομηχανία στη Γερμανία είναι λιγότερο ανεπτυγμένη απ’ ότι στην Αγγλία, ή ότι η αρχή ενός κινήματος μοιάζει διαφορετική από την μετέπειτα εξέλιξή του. Ήθελε να μιλήσει για τον ειδικό χαρακτήρα του γερμανικού εργατικού κινήματος, αλλά δεν έχει να πει ούτε μια κουβέντα επ’ αυτού του ζητήματος.

Αφετέρου, ας υποθέσουμε ότι ο «Πρώσος» υιοθετούσε την ορθή οπτική. Θα έβρισκε πως ούτε μία από τις γαλλικές κι αγγλικές εργατικές εξεγέρσεις δεν είχε τέτοιο θεωρητικό και συνειδητό χαρακτήρα όπως η εξέγερση των Σιλεσιανών υφαντών.

Αρχικά, ας θυμηθούμε το Τραγούδι των Υφαντών [του Χάινριχ Χάινε], αυτή τη θαρραλέα έκκληση σε αγώνα, στο οποίο δεν υπάρχει ούτε καν μια αναφορά στην εστία και το σπίτι, το εργοστάσιο ή τη συνοικία, αλλά στο οποίο το προλεταριάτο με μιας, με καθηλωτικό, οξύ, αχαλίνωτο και πανίσχυρο τρόπο, ανακηρύσσει την εναντίωσή της στην κοινωνία της ατομικής ιδιοκτησίας. Η σιλεσιανή εξέγερση ξεκινά ακριβώς εκεί που τελειώνουν οι γαλλικές κι αγγλικές εργατικές εξεγέρσεις, στη συνείδηση της φύσης του προλεταριάτου. Η ίδια η πράξη φέρει το σημάδι αυτού του ανώτερου χαρακτήρα. Δεν καταστράφηκαν μόνο μηχανές, οι ανταγωνιστές αυτοί των εργατών, αλλά επίσης και τα λογιστικά βιβλία, οι τίτλοι ιδιοκτησίας. Και ενώ όλα τα άλλα κινήματα στόχευαν πρωτίστως μόνο τον ιδιοκτήτη της βιομηχανικής επιχείρησης, τον ορατό εχθρό, αυτό το κίνημα στράφηκε ταυτοχρόνως και ενάντια στον τραπεζίτη, τον κρυφό εχθρό. Τέλος, ούτε μια αγγλική εργατική εξέγερση δεν διεξάχθηκε με τέτοιο θάρρος, σκέψη και αντοχή.

Όσον αφορά το εκπαιδευτικό επίπεδο ή την ικανότητα για εκπαίδευση των Γερμανών εργατών γενικά, θα υποδείξω τα εξαιρετικά γραπτά του Weitling, τα οποία όσον αφορά τη θεωρία είναι συχνά ανώτερα ακόμη κι από εκείνα του Προυντόν, όσο προβληματικά κι αν είναι συγκριτικά με τα τελευταία στην εκτέλεσή τους. Που μεταξύ της αστικής τάξης -συμπεριλαμβανομένων των φιλοσόφων και των μορφωμένων συγγραφέων της- μπορεί να βρεθεί ένα βιβλίο αναφορικά με τη χειραφέτηση της αστικής τάξης –πολιτική χειραφέτηση- αντάξιο με το έργο του Weitling: Garantien der Harmonie und Freiheit [Εγγυήσεις Αρμονίας και Ελευθερίας]; Αρκεί κανείς να συγκρίνει την μικρή, δειλή μετριότητα της γερμανικής πολιτικής βιβλιογραφίας με αυτό το ορμητικό και εξαίρετο φιλολογικό ντεμπούτο των Γερμανών εργατών, αρκεί να συγκρίνει αυτά τα γιγάντια βρεφικά παπούτσια του προλεταριάτου με τα νανώδη, φθαρμένα πολιτικά παπούτσια της γερμανικής αστικής τάξης, και δεν μπορεί παρά να προβλέψει ότι η Γερμανίδα Σταχοπούτα μια μέρα θα έχει τη σιλουέτα ενός αθλητή. Πρέπει κανείς να παραδεχτεί ότι το γερμανικό προλεταριάτο είναι ο θεωρητικός του ευρωπαϊκού προλεταριάτου, ακριβώς όπως το αγγλικό προλεταριάτο είναι ο οικονομολόγος του, και το γαλλικό ο πολιτικός του. Πρέπει κανείς να παραδεχτεί ότι η Γερμανία είναι τόσο κλασσικά προορισμένη για μια κοινωνική επανάσταση όσο είναι ανίκανη για μια πολιτική επανάσταση. Επειδή, ακριβώς όπως η ανικανότητα της γερμανικής αστικής τάξης είναι η πολιτική ανικανότητα της Γερμανίας, έτσι επίσης η ικανότητα του γερμανικού προλεταριάτου -ακόμη και πέρα από τη γερμανική θεωρία- αναπαριστά την κοινωνική ικανότητα της Γερμανίας. Η ανισότητα μεταξύ της φιλοσοφικής και της πολιτικής ανάπτυξης της Γερμανίας δεν αποτελεί μια ανωμαλία. Αποτελεί μια αναπόφευκτη ανισότητα. Ένας φιλοσοφικός λαός μπορεί να βρει την ανάλογη πρακτική του μόνο στον σοσιαλισμό, συνεπώς είναι μόνο στο προλεταριάτο που μπορεί να ανακαλύψει το δυναμικό στοιχείο της απελευθέρωσής του.

Προς στιγμήν, ωστόσο, δεν έχω ούτε τον χρόνο ούτε τη διάθεση να εξηγήσω στον «Πρώσο» τη σχέση της «γερμανικής κοινωνίας» με την κοινωνική επανάσταση, και, προκύπτουσα απ’ αυτή τη σχέση, αφενός, την αδύναμη αντίδραση της γερμανικής αστικής τάξης προς τον σοσιαλισμό και, αφετέρου, τις εξαιρετικές ικανότητες του γερμανικού προλεταριάτου για σοσιαλισμό. Μπορεί [ο «Πρώσος»] να βρει τα πρώτα βασικά στοιχεία για μια κατανόηση αυτού του φαινομένου στην Εισαγωγή μου για την Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου.

Η σοφία του Γερμανού φτωχού, συνεπώς, είναι αντιστρόφως ανάλογη με τη σοφία των φτωχών Γερμανών. Αλλά οι άνθρωποι για τους οποίους κάθε ζήτημα πρέπει να υπηρετήσει ως όχημα για τη δημόσια εκτέλεση στυλιστικών ασκήσεων, εφευρίσκουν ένα διαστρεβλωμένο περιεχόμενο εξ αιτίας αυτού του τυπικού είδους δραστηριότητας, ενώ το διαστρεβλωμένο περιεχόμενο, απ’ την μεριά του, αφήνει το σημάδι της χυδαιότητάς του στην μορφή. Έτσι, η προσπάθεια του «Πρώσου» -όταν παρουσιάζεται μια ευκαιρία όπως οι αναταραχές των Σιλεσιανών εργατών- να αναπτύξει τα επιχειρήματά του με την μορφή μιας αντίθεσης, τον οδηγεί στην μεγαλύτερη αντίθεση με την αλήθεια. Αντιμέτωπος με το αρχικό ξέσπασμα της σιλεσιανής εργατικής αναταραχής, το μοναδικό καθήκον ενός ανθρώπου που σκέφτεται και αγαπά την αλήθεια δεν είναι να παίξει τον ρόλο του δασκάλου σε σχέση μ’ αυτό το γεγονός, αλλά αντ’ αυτού να μελετήσει τον ειδικό του χαρακτήρα. Αυτό, φυσικά, απαιτεί μια κάποια επιστημονική γνώση και μια κάποια αγάπη για το ανθρώπινο είδος, ενώ για την άλλη δραστηριότητα αρκεί μια επιπόλαια φρασεολογία, διαποτισμένη με μια κενή αγάπη για τον εαυτό του.

Γιατί ο «Πρώσος» κρίνει του Γερμανούς εργάτες με τέτοια περιφρόνηση; Επειδή βρίσκει πως το «όλο ζήτημα» -ονομαστικά, το ζήτημα της άθλιας κατάστασης των εργατών- έχει «ακόμη έως τώρα» παραμεληθεί από το «διαπεραστικό πολιτικό πνεύμα». Αναπτύσσει τον πλατωνικό του έρωτα για το πολιτικό πνεύμα λεπτομερέστερα ως εξής:

Όλες οι εξεγέρσεις οι οποίες ξεσπούν σ’ αυτή την καταστροφική απομόνωση των ανθρώπων από την κοινότητα, και την απομόνωση των σκέψεών τους από τις κοινωνικές αρχές [principles], θα πνιγούν στο αίμα και την έλλειψη κατανόησης· αλλά όταν η δυσχέρεια παράγει κατανόηση, και η πολιτική κατανόηση των Γερμανών ανακαλύπτει τις ρίζες της κοινωνικής δυσχέρειας, τότε ακόμη και στη Γερμανία αυτά τα γεγονότα θα εκτιμηθούν σαν συμπτώματα μιας μεγάλης επανάστασης.

Πρώτα απ’ όλα, ελπίζουμε ότι ο «Πρώσος» θα μας επιτρέψει να κάνουμε ένα σχόλιο στυλιστικής φύσεως. Η αντίθεσή του είναι προβληματική. Στο πρώτο μισό λέει: «όταν η δυσχέρεια παράγει κατανόηση», αλλά στο δεύτερο μισό λέει: «όταν η πολιτική κατανόηση ανακαλύπτει τις ρίζες της κοινωνικής δυσχέρειας». Η απλή κατανόηση του πρώτου μισού της αντίθεσης γίνεται πολιτική κατανόηση στο δεύτερο μισό, ακριβώς όπως η απλή δυσχέρεια στο πρώτο μισό της αντίθεσης γίνεται κοινωνική δυσχέρεια στο δεύτερο μισό. Γιατί ο στυλιστικός μας καλλιτέχνης της κομψότητας στάθμισε τόσο ανισότιμα τα δύο μισά της αντίθεσής του; Δεν νομίζω να έχει συνηδητοποιήσει τον λόγο. Θα του εξηγήσω εδώ το ορθό του ένστικτο. Αν ο «Πρώσος» είχε γράψει «όταν η κοινωνική δυσχέρεια παράγει πολιτική κατανόηση, και η πολιτική κατανόηση των Γερμανών ανακαλύπτει τις ρίζες της κοινωνικής δυσχέρειας», τότε κανένας αμερόληπτος αναγνώστης δεν θα είχε αποτύχει να δει την ανοησία αυτής της αντίθεσης. Οι πάντες ευθύς θα αναρωτούνταν: γιατί ο συγγραφέας δεν συνέδεσε την κοινωνική κατανόηση με την κοινωνική δυσχέρεια, και την πολιτική κατανόηση με την πολιτική δυσχέρεια, όπως απαιτεί η απλούστερη λογική; Όμως, ας προχωρήσουμε στο ζήτημα καθεαυτό!

Ο ισχυρισμός ότι η κοινωνική δυσχέρεια παράγει πολιτική κατανόηση είναι τόσο λαθεμένο που, αντιθέτως, το σωστό είναι το αντίθετο: η κοινωνική ευημερία παράγει πολιτική κατανόηση. Η πολιτική κατανόηση είναι ένα πνευματιστής, και δίδεται σ’ εκείνον που ήδη έχει, σ’ εκείνον που ήδη είναι ευκατάστατος. Ας αφήσουμε τον «Πρώσο» μας ν’ ακούσει έναν Γάλλο οικονομολόγο, τον M. Michael Chevalier, επ’ αυτού του ζητήματος:

Όταν η αστική τάξη εξεγέρθηκε το 1789, της έλειπε -ώστε να είναι ελεύθερη- μόνο η συμμετοχή στη διακυβέρνηση της χώρας. Για την αστική τάξη, η απελευθέρωση ανερχόταν στην βίαιη απόσπαση του ελέγχου των δημόσιων ζητημάτων, των βασικών πολιτειακών, στρατιωτικών και θρησκευτικών λειτουργιών, από τα χέρια των προνομιούχων οι οποίοι κατείχαν το μονοπώλιο αυτών των λειτουργιών. Πλούσια και μορφωμένη, αυτάρκης και ικανή να διαχειριστεί τα ζητήματά της, [η αστική τάξη] ήθελε να διαφύγει από το σύστημα του αυθαίρετου κανόνα.

Έχουμε ήδη επιδείξει στον «Πρώσο» το πόσο ανίκανη είναι η πολιτική κατανόηση να ανακαλύψει την καταγωγή της κοινωνικής δυσχέρειας. Μόνο μια τελευταία λέξη για αυτή του την άποψή. Όσο περισσότερο ανεπτυγμένη και καθολική είναι η πολιτική κατανόηση ενός λαού, τόσο περισσότερο το προλεταριάτο -τουλάχιστον στο ξεκίνημα ενός κινήματος- θα χαραμίζει τις δυνάμεις του σε ανούσιες, ανώφελες εξεγέρσεις που θα πνίγονται στο αίμα. Επειδή σκέφτεται εντός του πλαισίου της πολιτικής, το προλεταριάτο αντικρύζει την αιτία όλων των δεινών στη θέληση, και θεωρεί ως το απόλυτο μέσο για την επίλυσή τους τη βία και την ανατροπή μιας ιδιαίτερης μορφής του κράτους. Απόδειξη: οι πρώτες αναταραχές του γαλλικού προλεταριάτου. Οι εργάτες στη Λυών πιστεύαν ότι επιδιώκουν μόνο πολιτικούς στόχους, ότι ήταν μόνο στρατιώτες της δημοκρατίας [republic], ενώ στην πραγματικότητα υπήρξαν στρατιώτες του σοσιαλισμού. Έτσι, η πολιτική τους κατανόηση απέκρυπτε τις ρίζες της κοινωνικής δυσχέρειας, παραχάραξε τη διορατικότητά τους για τον πραγματικό τους στόχο, συνεπώς, η πολιτική τους κατανόηση εξαπάτησε το κοινωνικό τους ένστικτο.

Όμως, αν ο «Πρώσος» περιμένει η κατανόηση να παραχθεί από τη δυσχέρεια, γιατί τσουβαλιάζει το «πνίξιμο στο αίμα» με το «πνίξιμο στην έλλειψη κατανόησης»; Αν η δυσχέρεια αποτελεί γενικά ένα μέσο που παράγει κατανόηση, τότε η αιματηρή δυσχέρεια αποτελεί ένα οξύτατο μέσο επίτευξης αυτού του σκοπού. Οπότε, ο «Πρώσος» θα έπρεπε να είχε πει: το πνίξιμο στο αίμα θα πνίξει την έλλειψη κατανόησης και θα προσφέρει ένα καθαρό ρεύμα αέρα στην κατανόηση.

Ο «Πρώσος» προφητεύει την κατάπνιξη των εξεγέρσεων οι οποίες ξεσπούν από την «καταστροφική απομόνωση των ανθρώπων από την κοινότητα, και την απομόνωση των σκέψεών τους από τις κοινωνικές αρχές».

Έχουμε δείξει ότι στη σιλεσιανή εξέγερση δεν συνέβη σε καμία περίπτωση ο διαχωρισμός των σκέψεων από τις κοινωνικές αρχές. Μας μένει μόνο να ασχοληθούμε με την «καταστροφική απομόνωση των ανθρώπων από την κοινότητα». Λέγοντας κοινότητα εδώ εννοείται η πολιτική κοινότητα, το κράτος. Είναι η παλιά ιστορία περί της απολίτικης Γερμανίας.

Όμως, δεν ξεσπούν όλες ανεξαιρέτως οι εξεγέρσεις σε μια καταστροφική απομόνωση του ανθρώπου από την κοινότητα; Κάθε εξέγερση δεν προϋποθέτει αναγκαστικά την απομόνωση; Θα λάμβανε χώρα η επανάσταση του 1789 χωρίς την καταστροφική απομόνωση των Γάλλων πολιτών από την κοινότητα; Ο σκοπός της υπήρξε ακριβώς η κατάργηση αυτής της απομόνωσης.

Όμως, η κοινότητα από την οποία ο εργάτης είναι απομονωμένος είναι μια κοινότητα ο πραγματικός χαρακτήρας και το εύρος της οποίας διαφέρει αρκετά από τον χαρακτήρα και το εύρος της πολιτικής κοινότητας. Η κοινότητα από την οποία απομονώνεται ο εργάτης μέσω της ίδιας της εργασίας του είναι η ίδια η ζωή, η φυσική και πνευματική ζωή, η ανθρώπινη ηθική, η ανθρώπινη δραστηριότητα, η ανθρώπινη απόλαυση, η ανθρώπινη φύση. Η ανθρώπινη φύση αποτελεί την αληθινή κοινότητα των ανθρώπων. Η καταστροφική απομόνωση απ’ αυτή την ουσιώδη φύση είναι ασύγκριτα πιο καθολική, αφόρητη, φρικτή και αντιφατική, απ’ ότι η απομόνωση απ’ την πολιτική κοινότητα. Συνεπώς, επίσης, η κατάργηση αυτής της απομόνωσης -ακόμη και μια μερική αντίδραση σ’ αυτή, μια εξέγερση εναντίον της- είναι τόσο μεγαλύτερη ακριβώς όπως ο άνθρωπος είναι μεγαλύτερος από τον πολίτη, και η ανθρώπινη ζωή μεγαλύτερη από την πολιτική ζωή. Συνεπώς, όσο μερική κι αν είναι η εξέγερση των βιομηχανικών εργατών, περιέχει εντός της ένα καθολικό πνεύμα· όσο καθολική κι αν είναι μια πολιτική εξέγερση, κρύβει ακόμη και στην πιο κολισσιαία μορφή της ένα στενόμυαλο πνεύμα.

Ο «Πρώσος» κλείνει το άρθρο του όπως του αξίζει, με την ακόλουθει πρόταση:

Μια κοινωνική επανάσταση χωρίς ένα πολιτικό πνεύμα (δηλαδή, χωρίς μια οργανωτική ιδέα από την οπτική του όλου) είναι ανέφικτη.

Είδαμε ήδη ότι μια κοινωνική επανάσταση κατέχει την οπτική του όλου επειδή -ακόμη κι αν είναι να συμβεί σε μία μόνο βιομηχανική συνοικία- αναπαριστά τη διαμαρτυρία του ανθρώπου ενάντια σε μια αποκτηνωμένη ζωή, επειδή εκκινεί από τη σκοπιά ενός διαχωρισμένου πραγματικού ατόμου, επειδή η κοινότητα, ενάντια στον διαχωρισμό του από την οποία αντιδρά το άτομο, είναι η αληθινή κοινότητα του ανθρώπου, η ανθρώπινη φύση. Αντιθέτως, το πολιτικό πνεύμα της επανάστασης συνίσταται στη τάση των τάξεων που δεν κατέχουν πολιτική επιρροή να καταργήσουν αυτή τους την απομόνωση από το κράτος και την εξουσία. Η οπτική της είναι εκείνη του κράτους, ενός αφηρημένου όλου, το οποίο υπάρχει μόνο μέσω του διαχωρισμού του από την πραγματική ζωή, και το οποίο είναι αδιανόητο χωρίς την οργανωμένη αντίφαση μεταξύ της καθολικής ιδέας του ανθρώπου και την μεμονωμένη υπάρξη του ανθρώπου. Συνεπώς, επίσης, μια επανάσταση με ένα πολιτικό πνεύμα, σύμφωνα με την περιορισμένη και διχοτομημένη φύση αυτού του πνεύματος, οργανώνει ένα κυρίαρχο στρώμα της κοινωνίας σε βάρος της ίδιας της κοινωνίας.

Θέλουμε να αποκαλύψουμε στον «Πρώσο» τι είναι πραγματικά μια «κοινωνική επανάσταση με ένα πολιτικό πνεύμα»· κατ’ αυτό τον τρόπο, την ίδια στιγμή, θα του εκμυστηρευτούμε πως ακόμη κι ο ίδιος είναι ανίκανος, ακόμη και στα λόγια, να εγερθεί πάνω από τη στενόμυαλη πολιτική οπτική.

Μια «κοινωνική» επανάσταση με ένα πολιτικό πνεύμα αποτελεί είτε ένα ανόητο παρασκεύασμα -αν λέγοντας «κοινωνική» επανάσταση ο «Πρώσος» εννοεί μια «κοινωνική» επανάσταση σε αντίθεση με μια πολιτική επανάσταση, ενώ, μολαταύτα, την ίδια στιγμή προικίζει την κοινωνική επανάσταση με ένα πολιτικό πνεύμα αντί με ένα κοινωνικό- είτε, διαφορετικά, μόνο μια παράφραση αυτού που συνήθως αποκαλείται «πολιτική επανάσταση», ή «απλώς μια επανάσταση». Κάθε επανάσταση διαλύει την παλιά κοινωνία, και σ’ αυτό τον βαθμό είναι κοινωνική. Κάθε επανάσταση ανατρέπει την παλιά εξουσία, και σ’ αυτό τον βαθμό είναι πολιτική.

Ας αφήσουμε τον «Πρώσο» να επιλέξει μεταξύ αυτής της παράφρασης και της ανοησίας! Όμως, ενώ μια κοινωνική επανάσταση με ένα πολιτικό πνεύμα αποτελεί είτε μια παράφραση είτε μια ανοησία, μια πολιτική επανάσταση με ένα κοινωνικό πνεύμα βγάζει ένα λογικό νόημα. Η επανάσταση εν γένει -η ανατροπή της υπάρχουσας εξουσίας και η διάλυση των παλιών σχέσεων- αποτελεί μια πολιτική πράξη. Όμως, ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να πραγματωθεί χωρίς μια επανάσταση. Χρειάζεται αυτή την πολιτική πράξη ακριβώς όπως χρειάζεται την καταστροφή και τη διάλυση. Όμως, εκεί όπου εκκινεί η οργανωτική του δραστηριότητα, εκεί όπου έρχεται στο προσκήνιο ο στόχος του, το πνεύμα του – εκεί ο σοσιαλισμός πετά τον πολιτικό του μανδύα.

Αυτή η λεπτομέρης επιχειρηματολογία υπήρξε αναγκαία για το ξέσκισμα του ιστού των λαθών που κρύβονταν σε μια μόλις στήλη μιας εφημερίδας. Δεν μπορεί να κατέχει ο κάθε αναγνώστης την εκπαίδευση και τον χρόνο για να κατανοήσει αυτόν τον φιλολογικό τσαρλατανισμό. Δεν είναι, συνεπώς, καθήκον του ανώνυμου «Πρώσου» προς το αναγνωστικό κοινό να αποτραβηχτεί προς το παρόν από τη συγγραφή επί των πολιτικών και κοινωνικών ζητημάτων, από τις δημηγορίες αναφορικά με την κατάσταση στη Γερμανία, και αντ’ αυτού να προσπαθήσει ειλικρινά να φτάσει σε μια κατανόηση της δικής του κατάστασης;

Παρίσι, 31 Ιουλίου 1884
Καρλ Μαρξ

Σημειώσεις:
1. Σημειώστε τη στυλιστική και γραμματική ανουσιότητα. «Ο Βασιλιάς κι η γερμανική κοινωνία δεν έχει φτάσει ακόμη στην “προαίσθηση της μεταρρύθμισής τους”» – σε ποιους απευθύνεται αυτό το «τους»;
2. Για τους σκοπούς μας εδώ δεν είναι αναγκαίο να πάμε πίσω στην εργατική νομοθεσία του Εδουάρδιου Γ’.