Το παρακάτω άρθρο της Nancy Fraser δημοσιεύτηκε στο New Left Review 106, Ιούλιος-Αύγουστος 2017. Η Fraser ασκεί εδώ κριτική στο Boltanski & Esquerre, «The Economic Life of Things», New Left Review 98, Μάρτιος-Απρίλιος 2016, όπου ισχυρίστηκαν πως ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει λάβει την μορφή μιας «οικονομίας πλουτισμού», βασισμένη σε εμπορεύματα που η αξία τους συνίσταται στην παλαιότητα και τη σπανιότητά τους.

Ο Luc Boltanski κι ο Arnaud Esquerre προτείνουν έναν νέο τρόπο για να σκεφτούμε τον καπιταλισμό[1]. Αφήνοντας πίσω τόσο την εστίαση της κλασσικής πολιτικής οικονομίας στην εργασία όσο και την νεοκλασσική εστίαση στην ωφελιμότητα, στρέφουν την προσοχή τους στις κοινωνικές πρακτικές που καθιερώνουν την αξία των αντικειμένων παρεκβατικά, δικαιολογώντας και συγκρίνοντας τις τιμές τους. Υιοθετώντας αυτή την καινοτόμα οπτική, οι συγγραφείς συνεχίζουν προς τη ταυτοποίηση αρκετών αμοιβαία διακριτών ειδών της καπιταλιστικής οικονομίας, με το κάθε είδος βασισμένο σε μια διαφορετική πραγματολογία για τη ρύθμιση της αξίας. Πιο συγκεκριμένα, μια τέτοια οικονομία σχηματίζει το επίκεντρο της ανάλυσής τους: μια «οικονομία πλουτισμού», η οποία περικλείει τις αγορές καλών τεχνών, περιορισμένες εκδόσεις αγαθών πολυτελείας, ακριβά συλλεκτικά αντικείμενα και τη δημιουργία και εκμετάλλευση της εθνικής κληρονομιάς, μνημείων και προϊόντων σε καθεστώς προστατευμένης ονομασίας προέλευσης. Αναλύοντας την ιδιαίτερη λογική μέσω της οποίας η αξίας καθιερώνεται σ’ αυτή την οικονομία, οι Boltanski & Esquerre την αντιπαραβάλλουν με την πραγματολογία της αξίας, αφενός, στη βιομηχανική παραγωγή και, αφετέρου, στον χρηματοπιστωτισμό. Αλλά ο στόχος τους είναι δεν είναι απλά η ταξινόμηση. Αντιθέτως, οι συγγραφείς συνδέουν την έκθεσή τους για τον πλουτισμό με μια ιστορική θέση και κριτική διάγνωση του σύγχρονου καπιταλισμού. Κατά την άποψή τους, η σταδιακή αποβιομηχάνιση του ιστορικού ευρωπαϊκού πυρήνα του καπιταλισμού, δημιούργησε το έδαφος στο οποίο ρίζωσε και άνθισε η σημερινή οικονομία πλουτισμού. Για τους Boltanski & Esquerre, οπότε, ο καπιταλισμός του πλουτισμού αποτελεί τον διάδοχο του βιομηχανικού καπιταλισμού και συγκροτεί ένα προνομιούχο αντικείμενο ανάλυσης για την κριτική θεωρία. Μόνο κατανοώντας τα ρήγματα και τις δυνητικότητες για πολιτική κινητοποίηση μπορούμε να αξιολογήσουμε τις προοπτικές για έναν χειραφετικό κοινωνικό μετασχηματισμό στην παρούσα συγκυρία.

Η οπτική αυτή είναι τόσο καινοτόμα όσο και διορατική. Η κατασκευή μιας πραγματιστικής προσέγγισης για την αξία αναπαριστά μια καινοτόμα οπτική για τον καπιταλισμό, η οποία προσφέρει έναν νέο τρόπο εννοιολόγησης, και πράγματι, διάκρισης, των ετερογενών τομέων και καθεστώτων του. Και η αναγνώριση μιας διακριτής «οικονομίας πλουτισμού» εντός του σύγχρονου καπιταλισμού μια πραγματική αποκάλυψη, η οποία καθστά ορατή, και κατανοητή, μια αυξανόμενα σημαντική μα υποτιμημένη πτυχή της σύγχρονης πραγματικότητας. Σ’ αυτή τη βάση και μόνο, η πραγματεία των Boltanski & Esquerre αποτελεί μια καλοδεχούμενη συνεισφορά στην κριτική θεωρία της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Μολαταύτα, έχω μερικά ερωτήματα επί της εννοιολόγησης των συγγραφέων, και μερικές αμφιβολίες αναφορικά με τη διάγνωσή τους για την εποχή μας. Παρακάτω, θα προσπαθήσω να αποσαφηνίσω τρία συγκεκριμένα ζητήματα: πρώτον, τι ακριβώς εννοούν οι Boltanski & Esquerre λέγοντας καπιταλισμός· δεύτερον, κατά πόσον, και με ποια έννοια, προσέφεραν μια κριτική του καπιταλισμού· και τέλος, εάν, και με ποιον τρόπο, η διάγνωσή τους διαλευκάνει την παρούσα συγκυρία και τις προοπτικές για μια χειραφετική πάλη.

Η οικονομική μορφή και η αξιακή πραγματολογία του πλουτισμού

Για αρχή, ωστόσο, επιτρέψτε μου να συνοψίσω το επιχείρημα των Boltanski & Esquerre. Ξεκινώντας να σημειώσω ότι παρουσιάζουν την προσπάθειά τους αναφερόμενοι στην παρούσα συγκυρία. Από την περιγραφή τους αυτού του πλαισίου, ξεχωρίζουν δύο πτυχές. Πρώτα, οι συγγραφείς επικαλούνται κάποια αδιαμφισβήτητα, αν και οικεία, χαρακτηριστικά της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας: την μετεγκατάσταση των μεταποιήσεων μακρυά από τον ιστορικό πυρήνα του καπιταλισμού, τη συνεπακόλουθη ύφεση της δύναμης της εργατικής τάξης στις αποβιομηχανοποιημένες περιοχές, την επακόλουθη αύξηση της ανισότητας, και την έγερση ενός αναπτυσσόμενου στρώματος καταναλωτών πολυτέλειας που λαϊκά αναφέρονται ως «το 1%». Όμως, επικαλούνται επίσης μια άποψη για τη τρέχουσα κατάσταση της αντικαπιταλιστικής κριτικής, η οποία αντλεί από το προηγούμενο βιβλίο του Boltanski σε συνεργασία με την Ève Chiapello. Εκκινώντας από εκεί που σταμάτησε το The New Spirit of Capitalism [Το Νέο Πνεύμα του Καπιταλισμού], η νέα πραγματεία συμπεραίνει ότι η κριτική σήμερα είναι αδύναμη και κουτσουρεμένη, με την «καλλιτεχνική» της πτυχή να έχει ανακάμψει και την «κοινωνική» να έχει αποπροσανατολιστεί από έναν καπιταλισμό νέου τύπου[2]. Συνεπώς, είναι αυτή η συγκυρία, αφενός, αυξανόμενης ανισότήτας και, αφετέρου, κουτσουρεμένης κριτικής, που σχηματίζει το φόντο της έκθεσης των Boltanski & Esquerre για μια αναπτυσσόμενη και πρωτοεμφανιζόμενη οικονομία πλουτισμού. Είναι, επίσης, σ’ αυτό το πλαίσιο, που στοχεύουν να διαλευκάνουν τις δυνατότητες για μια ανανέωση της αντικαπιταλιστικής κριτικής και κινητοποίησης.

Γι’ αυτό τον σκοπό, οι συγγραφείς αναπτύσσουν μια προβληματική που διαφέρει από εκείνη του The New Spirit of Capitalism. Ενώ το παλαιότερο έργο τους εστίαζε σε αυτό που ο Μαξ Βέμπερ αποκαλούσε «πνεύμα» του καπιταλισμού, το νέο τους έργο αφορά τον άλλο, λιγότερο ανεπτυγμένο πόλο αυτής της διάκρισης, ονομαστικά, την οικονομική μορφή του καπιταλισμού[3]. Επιλέγοντας τον όρο «μορφή» για να ονομάσουν την έννοια μέσω της οποίας ταυτοποιούν και αναλύουν τις διαφορετικές «οικονομίες» του καπιταλισμού, οι Boltanski & Esquerre μας δίνουν το σήμα πως έχουν μετατοπίσει το πεδίο της ανάλυσής τους από το υποκειμενικό-παρακινητικό-ηθικό επίπεδο, το οποίο κυριαρχούσε στο προηγούμενο έργο τους, στο δομικό-θεσμικό επίπεδο, το οποίο καταλαμβάνει την κεντρική σκηνή στο νέο έργο τους.

Πως, λοιπόν, κατανοούν την μορφή οι Boltanski & Esquerre; Περιέργως, η αντίληψή τους διαφέρει σημαντικά από εκείνη του Βέμπερ. Για τον Βέμπερ, η οικονομική μορφή του καπιταλισμού περιέκλειε τους κεντρικούς βασικούς θεσμούς του, ειδικά τις αγορές που θέτουν τις τιμές, την μισθωτή εργασία, την ατομική ιδιοκτησία, τις διπλές λογιστικές καταχωρήσεις, κινοποιούμενα όλα στην υπηρεσία της κερδοφορίας. Στην Προτεσταντική Ηθική, ο Βέμπερ προσπερνά γρήγορα αυτές τις θεσμικές πτυχές του καπιταλισμού ώστε να εστιάστει στο «πνεύμα» του, υπαινισσόμενος ότι η «μορφή» μπορεί να αφεθεί στη Σχολή του Μάντσεστερ ή, ίσως, τους μαρξιστές. Οι Boltanski & Esquerre, ωστόσο, δεν πιάνουν τον υπαινιγμό του Βέμπερ. Γι’ αυτούς, η οικονομική μορφή του καπιταλισμού δεν αποκτά ούτε μια σμιθιακή ούτε μια μαρξική αμφίεση. Ούτε αποτελείται από τα είδη των θεσμών που ο Βέμπερ θεωρήσε ως τα ιδεοτυπικά δομικά στοιχεία μιας καπιταλιστικής οικονομίας. Αντιθέτως, οι Boltanski & Esquerre πολλαπλασιάζουν την μορφή και τη μεταχειρίζονται σαν ένα χαρακτηριστικό που διαφέρει μεταξύ των διαφορετικών καπιταλιστικών οικονομιών, διακρίνοντάς τες αναμεταξύ τους. Πιο συγκεκριμένα, αντιλαμβάνονται την οικονομική μορφή ως τη διακριτή πραγματολογία για τη ρύθμιση της αξίας που κυριαρχεί σε μια δεδομένη οικονομία. Έτσι, η οικονομία πλουτισμού διακρίνεται από τους άλλους τομείς του καπιταλισμού από την ιδιαίτερη μορφή της αξίας του – δηλαδή, από τη συγκεκριμένη πραγματιστική λογική που καθιερώνει την αξία των αντικειμένων που ανταλλάσονται εντός του. Ας το εξηγήσω.

Η αξιά αποτελεί την κεντρική κατηγορία της αντίληψης των Boltanski & Esquerre για τον καπιταλισμό. Κι η κατανόησή τους για την αξία είναι αρκετά ιδιαίτερη. Αρνούμενοι να προσπαθήσουν να αναζήτησουν μια αξία εγγενή στα πράγματα που είναι ουσιαστικότερη από τη τιμή, απορρίπτουν την εργασιακή θεωρία της αξίας, την οποία προτιμούσε η κλασσική πολιτική οικονομία και, σε μια άλλη μορφή της, ο Μαρξ. Εξίσου, ωστόσο, απορρίπτουν τις προσπάθειες για την υποβάθμιση της αξίας στη τιμή της αγοράς, όπως κάνουν οι νεοκλασσικές θεωρίες της οριακής ωφελιμότητας. Ενάντια και στις δύο αυτές προσεγγίσεις, οι Boltanski & Esquerre συλλαμβάνουν την αξία πραγματιστικά, σαν μια παρεκβατική δοκιμή για την αιτιολόγηση και την επίκριση των τιμών. Καθώς τα κοινωνικά δρώντα άτομα αντιμετωπίζουν την αξία σαν ανεξάρτητη της τιμής, η αξία είναι αυτό που επικαλούνται για να έρθουν σε αντιπαράθεση σχετικά με τη τιμή, όπως, για παράδειγμα, όταν ισχυρίζονται ότι ένα δεδομένο αντικείμενο «δεν θα έπρεπε να αξίζει τόσα πολλά χρήματα». Η αξία, θα μπορούσε να πει κάποιος ακόλουθος του Βίτγκενσταϊν, ανήκει στο γλωσσικό παιχνίδι της δικαιολόγησης και επίκρισης των τιμών.

Επιπλέον, για τους Boltanski & Esquerre, υπάρχει μια πολλαπλότητα τέτοιων γλωσσικών παιχνιδιών, με το κάθενα να έχει τη δική του διακριτή γραμματική και μορφή της αξίας. Αναγνωρίζουν τρεις μορφές της αξίας, οι οποίες ανταποκρίνονται αντιστοίχως σε τρία διαφορετικά είδη καπιταλιστικής οικονομίας: οι βιομηχανικές οικονομίες χρησιμοποιούν τη «τυπική μορφή», οι χρηματοπιστωτικές οικονομίες τη «μορφή των επενδυτικών αγαθών» κι οι οικονομίες πλουτισμού τη «σωρευτική μορφή». Αυτές οι αξιακές μορφές διακρίνονται η μία απ’ την άλλη αναφερόμενες σε δύο παραμέτρους, τη διαφοροποίηση και τη χρονικότητα. Έτσι, η τυπική μορφή επικρατεί στα μαζικά παραγόμενα τυποποιημένα εμπορεύματα, όπου η διαφοροποίηση των προϊόντων είναι μικρή, η απαξίωση είναι εγγενής, και η καθημερινή αξία χρήσης στο παρόν είναι πρωτίστης σημασίας. Η μορφή των επενδυτικών αγαθών επικρατεί στους τομείς του χρηματοπιστωτισμού, όπου τα δρώντα άτομα εξισορροπούν το ρίσκο, τη ρευστότητα και τη σύνεση ενάντια στο ενδεχόμενο της ανατίμησης και του μελλοντικού εισοδήματος, θέτοντας πρακτικά προτεραιότητα στο μέλλον. Η σωρευτική μορφή επικρατεί στο βασίλειο της πολυτέλειας, των καλών τεχνών και της κληρονομιάς, το οποίο εκτιμά την μοναδικότητα, τη σπανιότητα και την παλαιότητα, δίνοντας προνόμια στην προέλευση και το παρελθόν.

Αυτή η τριμερής κατηγοριοποίηση είναι ενδιαφέρουσα και πρωτόγνωρη. Όμως, παράλληλα, κάτι μας θυμίζει. Η διάκριση των Boltanski & Esquerre μεταξύ των αξιακών μορφών που σχετίζονται με τη βιομηχανία, τον χρηματοπιστωτισμό και τον πλουτισμό, φαίνεται να ανταποκρίνεται σ’ αυτό που ο Μαρξ αποκάλεσε «τριαδικό τύπο» του κέρδους, του τόκου και της γαιοπροσόδου[4]. Η αντιστοίχιση είναι εμφανής στην περίπτωση της βιομηχανίας/κέρδους και χρηματοπιστωτισμού/τόκου. Όμως, ισχύει και για την εξ αρχής λιγότερο εμφανής περίπτωση του πλουτισμού, όπου η αξία συνδέεται με τα τοπικά πλεονεκτήματα, την πνευματική ιδιοκτησία και τις σχετικές μορφές της μονοπωλιακής γαιοπροσόδου, και το πλεόνασμα προκύπτει απ’ αυτά. Αν αυτό αληθευεί, τότε θα μπορούσε κανείς να ακολουθήσει τον Μαρξ και να προσπαθήσει να θεωρητικοποιήσει τη λειτουργική αλληλεπικάλυψη του βιομηχανικού κέρδους, του χρηματοπιστωτικού τόκου και της γαιοπροσόδου πλουτισμού, εντός μιας ευρύτερης αντίληψης της καπιταλιστικής κοινωνίας. Όμως, μια τέτοια ολοκλήρωση δεν αποτελεί την κύρια ενασχόληση των Boltanski & Esquerre. Αντιθέτως, δείχνουν εδώ περισσότερο ενδιαφέρον στο να διακρίνουν τις «οικονομίες» του καπιταλισμού παρά στο να μελετήσουν τις διασυνδέσεις τους.

Στην πραγματικότητα, οι συγγραφείς ενδιαφέρονται ιδίως να αποκαλύψουν το διακριτό είδος εργασίας που ρυθμίζει την αξία στην οικονομία πλουτισμού. Ο πλουτισμός, ισχυρίζονται, απαιτεί σημαντική σπατάλη μόχθου, παρότι η προσπάθεια αυτή συχνά μυστικοποιείται και δεν εμφανίζεται σαν εργασία. Αποτελούμενη σε μεγάλο βαθμό από την αφήγηση, η «εργασία στον πλουτισμό» περιλαμβάνει τη διήγηση ενός παρελθόντος η οποία προικίζει το εν λόγω αντικείμενο με μια ιστορική σημασία – συνεπώς, με ιδιαιτερότητα, πρωτοτυπία και ξεχωριστή προέλευση. Απασχολώντας ένα μεγάλο και ανομοιογενές εργατικό δυναμικό, αυτή η εργασία εκτελείται από εφόρους, συντηρητές, ιστορικούς του πολιτισμού, απασχολούμενους σε μουσεία και εκθέσεις, ακαδημαϊκούς, συλλέκτες, δημοπράτες, διασημότητες και κρατικό προσωπικό των υπουργείων πολιτισμού και τουρισμού. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι συμβολές ενός υπολογίσιμου πρεκαριάτου, αποτελούμενο από υποαπασχολούμενους νεαρούς ανθρώπους υψηλού μορφωτικού επιπέδου οι οποίοι, φιλοδοξώντας να βρεθούν στις «δημιουργικές τάξεις», δουλεύουν σε μεγάλο βαθμό από «πάθος» κι όχι για χρήμα. Με τις «καλλιτεχνικές» ευαισθησίες τους, τους φαντάζομαι σαν τα νεώτερα ξαδέρφια των στελεχών που συναντήσαμε στο The New Spirit of Capitalism – σε μια λιγότερο ευκατάστατη και ανήσυχη εποχή.

Εν πάση περιπτώσει, ο πλουτισμός αποτελεί μια οικονομία εκμετάλλευσης. Όμως, όπως ορθώς παρατηρούν οι Boltanski & Esquerre, αυτός είναι ένας λιγότερο εμφανής τρόπος εκμετάλλευσης από την εμβληματική βιομηχανική εκμετάλλευση· και η κριτική δύναμη της πραγματείας τους βρίσκεται εν μέρει στο ότι την καθιστούν ορατή. Ένα άλλο κρίσιμο στοιχείο είναι η έκθεσή τους για την εξάρτηση του πλουτισμού σε μια εμφάνιση αντικειμενικότητας και αδιαφορίας εκ μέρους των διάφορων ειδικών που πιστοποιούν την αυθεντικότητα και παλαιότητα που εγγυούνται την αξία ενός αντικειμένου πλουτισμού – μια εμφάνιση που αντικρούεται με την εμπλοκή των ειδικών με την ιδιοτελή δραστηριότητα των συλλεκτών, οι οποίοι ανεβάζουν την αξία των αντικειμένων πολλαπλασιάζοντας τις συναλλαγές, όπως κι οι επενδυτές στην αγορά ακινήτων αλλάζουν σπίτια. Και στις δύο περιπτώσεις, η κριτική είναι ένα ζήτημα απομυστικοποίησης.

Πιο σημαντικά, ωστόσο, αυτή η κριτική του πλουτισμού δεν υπαινίσσεται την πιθανότητα μιας μεγάλης πάλης η οποία θα φιλοδοξούσε να μετασχηματίσει την καπιταλιστική κοινωνία. Αντιθέτως, οι Boltanski & Esquerre αμφιβάλλουν το ενδεχόμενο κινητοποίησης στην οικονομία πλουτισμού. Σε αντίθεση με τη βιομηχανική εκμετάλλευση, η οποία συγκέντρωσε τους εργάτες στα εργοστάσια και φανέρωσε το κοινό τους ταξικό συμφέρον, η εκμετάλλευση του πλουτισμού είναι σε μεγάλο βαθμό δυσανάγνωστη στα υποκείμενά της, τα οποία παραμένουν διασκορπισμένα, ταυτοποιημένα με τους εκμεταλλευτές τους, και εγκλωβισμένα στην αίγλη και το κύρος του κόσμου της τέχνης. Συνεπώς, είναι εύγλωττο που οι συγγραφείς κλείνουν με μια προειδοποιητική σημείωση. Η κριτική τους για τον σύγχρονο καπιταλισμό, μακρυά από το να μας οδηγεί στα οδοφράγματα, μας αφήνει να αναρωτιόμαστε εάν, και πως, μπορούμε να βρούμε την ενέργεια να αλλάξουμε αυτόν τον άδικο κόσμο.

Ο καπιταλισμός, η κριτική, και η παρούσα συγκυρία

Αδιαμφισβήτητα, η πραγματεία των Boltanski & Esquerre είναι πρωτότυπη και διορατική. Είναι επίσης πολύ φιλόδοξη, τηρώντας πράγματι την υπόσχεσή τους για την παρουσίαση μιας νέας κριτικής θεωρίας του σύγχρονου καπιταλισμού. Αυτός ο στόχος είναι εκείνο που ενοποιεί σ’ έναν μοναδικό αστερισμό τα διάφορα στοιχεία. Έχω εδώ υπογραμμίσει: την αντίληψη των συγγραφέων για την μορφή του καπιταλισμού, σε αντίθεση με το πνεύμα του· την πραγματιστική τους έκθεση της αξίας· το μοντέλο τους για μια καπιταλιστική οικονομία πλουτισμού· την απομυστικοποιημένη τους κριτική της εκμετάλλευσης κι εξειδίκευσης σ’ αυτό τον τομέα· και τη νηφάλια εκτίμησή τους για τις τρέχουσες προοπτικές για πολιτική κινητοποίηση. Μια φιλόδοξη προσπάθεια προκαλεί φιλόδοξα πρότυπα αξιολόγησης. Το πλαίσιο που προτείνουν οι Boltanski & Esquerre παρέχει τη βάση για μια κριτική θεωρία του σημερινού καπιταλισμού; Ενώ χαιρετίζω την πρωτοτυπία και τη διορατικότητά τους, θέλω μολαταύτα να εγείρω μερικά ερωτήματα αναφορικά με τις αντιλήψεις των συγγραφέων για τον καπιταλισμό, την παρούσα συγκυρία, και την κριτική.

Οι Boltanski & Esquerre δεν προσπαθούν στην παρούσα πραγματεία να ερμηνεύσουν την έννοιά τους για τον καπιταλισμό. Όμως, η κίνησή τους από το πνεύμα στην μορφή υπονοεί μια επιθυμία να παρέχουν ένα αντικειμενικό-δομικό-θεσμικό ομόλογο στην υποκειμενική-παρακινητική-ηθική εστίαση του The New Spirit. Εγκρίνω ολόψυχα αυτή τη διάθεση. Μη έχοντας δει ποτέ την προβληματική του Βέμπερ ως ασυμβίβαση μ’ αυτή του Μαρξ, επιδοκιμάζω με ενθουσιασμό το πρόγραμμα μιας αντίληψης δύο επιπέδων για την καπιταλιστική κοινωνία, η οποία περικλείει τόσο το «πνεύμα» όσο και την «μορφή».

Ωστόσο, δεν έχω πιστεί ότι η έννοια των Boltanski & Esquerre για την μορφή είναι ικανή για κάτι τέτοιο. Παρότι ευφυής, η εστίασή τους στις συγκεκριμένες πραγματολογίες της ρύθμισης της αξίας εντός διαφορετικών καπιταλιστικών οικονομιών δεν αποτελεί υποκατάστατο μιας συνολικής αντίληψης του καπιταλισμού εντός του οποίου τοποθετούνται οι οικονομίες αυτές· και δεν είναι ξεκάθαρο αν κατέχουν μια τέτοια αντίληψη. Η εικόνα που αναδύεται από την πραγματεία τους είναι εκείνη ενός συνονθυλεύματος από διαφορετικές οικονομίες – ή, όπως προτιμώ να τις αποκαλώ, διαφορετικών οικονομικών τομέων, που ο καθένας έχει τη δίκη του αξιακή μορφή, τρόπο εκμετάλλευσης και δυνητικότητα για σύγκρουση. Αυτό που δεν μας προσφέρουν είναι μια αίσθηση του πως οι τομείς αυτοί σχετίζονται μεταξύ τους, ούτε τι τους κρατά ενωμένους σε ένα μοναδιαίο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Η βιομηχανία, ο χρηματοπιστωτισμός κι ο πλουτισμός επανεπιβάλλονται και σταθεροποιούν ο ένας τον άλλον, ή οι διαφορετικές αξιακές λογικές τους έρχονται σε αντιπαράθεση προκαλώντας τριβή και εχθρότητα; Απορροφά ο πλουτισμός χρήματα που θα μπορούσαν διαφορετικά να πάνε στη βιομηχανία; Αποτελεί ο πλουτισμός, συνεπώς, όπως κι ο χρηματοπιστωτισμός, αντικείμενο κριτικής σαν «μη παραγωγικός», και μπορεί η πρόσφατη διόγκωσή του, ξανά όπως κι αυτή του χρηματοπιστωτισμού, να διαβαστεί σαν ένα σύμπτωμα της κρίσης; Ή, ίσως, αυτός ο προσανατολισμός του για τη διατήρηση του παρελθόντος ανοίγει δρόμους προς μια οικολογικότερη κοινωνία; Μπορούμε να αποκτήσουμε λίγη διαύγεια επί των ζητημάτων αυτών χαρτογραφώντας τη βιομηχανία, τον χρηματοπιστωτισμό και τον πλουτισμό στο κέρδος, τον τόκο και το μονοπώλιο της γαιοπροσόδου, και θεωρητικοποιώντας τις λειτουργικές αλληλεπικαλύψεις τους σε μια καπιταλιστική κοινωνία;

Τα ερωτήματα πολλαπλασιάζονται όταν αναλογιστούμε το πως θα μπορούσε να ιστορικοποιηθεί η οπτική των Boltanski & Esquerre. Μπορούμε να διακρίνουμε διαφορετικές φάσεις στην ιστορία του καπιταλισμού με όρους του σχετικού βάρους, κατανομής και διαπλοκής της βιομηχανίας, του χρηματοπιστωτισμού και του πλουτισμού; Πιθανώς, κανείς εξ αυτών των τριών τομέων δεν είναι καινούριος, αλλά είναι αρκετά πιθανό ότι, σε διαφορετικές εποχές, αλληλεπιδρούσαν διαφορετικά και σε διαφορετικές αναλογίες. Υποθέτωντας ότι η βιομηχανία κυριαρχούσε σε αυτό που αποκαλούμε «βιομηχανική» εποχή του καπιταλισμού, ποιος τομέας κυριαρχεί σήμερα; Ζούμε σήμερα στην εποχή του «καπιταλισμού του πλουτισμού»; Αμφιβάλλω ότι αυτή θα ήταν η οπτική από την Καντόνα, το «εργοστάσιο του κόσμου», ή από την Ν. Υόρκη, το οχυρό του χρηματοπιστωτισμού. Νομίζω, επομένως, ότι οι Boltaski & Esquerre υπερεκτιμούν τη σημασία του πλουτισμού. Ίσως ο τελευταίος μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα σαν μια εξωτική γωνιά του σύγχρονου καπιταλισμού, μια περιθωριακή νησίδα όπου εξασθενημένες δυνάμεις (Γαλλία, Ιταλία κι Ισπανία), αποκλεισμένες από την κύρια ενέργεια, αναπτύσσουν ευφυείς τρόπους να επιβιώσουν χάρη στις παλιές δόξες τους, όπως οι άφραγκοι αριστοκράτες που μετατρέπουν τα σατό τους σε τουριστικές ατραξιόν και πανσιόν.

Ο δικός μου υποψήφιος ως κυρίαρχος τομέας του σύγχρονου καπιταλισμού είναι ο χρηματοπιστωτισμός. Παρά το τεράστιο βάρος του και τις πολιτικές του συνέπειες, οι Botanski & Esquerre δεν δίνουν σχεδόν καθόλου προσοχή στον χρηματοπιστωτισμό. Η έκθεσή τους για την αξιακή μορφή των «επενδυτικών αγαθών» τονίζει τον χρονικό προσανατολισμό προς το μέλλον, ενώ αντιπαρέρχεται σιωπηλά τον άξονα «διαφοροποίησης» – το χαρακτηριστικό αυτό, κεντρικό στη διάκριση των δύο άλλων οικονομιών, εδώ δεν παίζει κανέναν ρόλο. Το αποτέλεσμα είναι να υποδηλώνεται μια παραγνωρισμένη ασυμμετρία μεταξύ, αφενός, του χρηματοπιστωτισμού και, αφετέρου, της βιομηχανίας και του πλουτισμού. Αυτή η ασυμμετρία, κατ’ εμέ, μας προσφέρει ένα στοιχείο για τον σημαντικό ρόλο που παίζει στον σημερινό καπιταλισμό το τιτλοποιημένο χρέος. Οι Boltanski & Esquerre σημειώνουν εν τάχει ότι η «αξιακή μορφή των επενδυτικών αγαθών» μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε είδους αντικείμενα – και ως εκ τούτου, σε αντικείμενα οποιουδήποτε βαθμού διαφοροποίησης. Οπότε, σ’ αντίθεση με τη «τυπική» και τη «σωρευτική» μορφή της αξίας, η μορφή των επενδυτικών αγαθών δεν έχει κάποιο αποκλειστικό πεδίο αντικειμένου. Συνεπώς, σε αντίθεση με τη βιομηχανία και τον πλουτισμό, ο χρηματοπιστωτισμός είναι εγγενώς ασυγκράτητος και δυνητικά πανταχού παρόν, ικανός να τρυπώσει παντού, σε οποιοδήποτε είδος εμπορευμάτων. Τα πάντα μπορούν να κεφαλαιοποιηθούν και να τιτλοποιηθούν – να τεμαχιστούν και να τυλιχτούν προς πώληση ως «παράγωγα», και ύστερα να γίνουν η βάση μιας αντιστάθμισης πιστωτικού κινδύνου στην οποία μπορεί να στοιχηματίσει ο καθένας. Οπότε, παρότι δεν υπήρξε αυτή η πρόθεσή τους, οι Boltanski & Esquerre μας βοηθούν να κατανοήσουμε το πως ο χρηματοπιστωτισμός είναι ικανός να παίξει τον σημερινό του ρόλο – όχι πλέον σαν ένας καθορισμένος τομέας της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά σαν μια πτυχή της που διαπερνά κάθε τομέα και απορροφά αξία από τον καθένα τους[5].

Αν ο πλουτισμός αναπαριστά μια σχετικά ελάσσονα γωνιά ενός καπιταλισμού στον οποίο επικρατεί ο χρηματοπιστωτισμός, ποιο το επακόλουθο για το καθήκον της κριτικής; Μια συνέπεια είναι ότι χρειάζεται να συμπεριλάβουμε την έκθεση των Boltanski & Esquerre για τον πλουτισμό σε μια ευρύτερη οπτική που περιλαμβάνει επίσης τη βιομηχανία και τον χρηματοπιστωτισμό, καθώς και άλλες μορφές μονοπώλησης της αναζήτησης γαιοπροσόδου, όπως η πνευματική ιδιοκτησία στη βιοτεχνολογία. Μια τέτοια προσέγγιση χρειάζεται να πάει πέρα από τη σύγκριση προς τη θεωρητικοποίηση της λειτουργικής αλληλεπικάλυψης, του γεωγραφικού καταμερισμού και των σχετικών αναλογιών αυτών των τομέων σε ένα μοναδιαίο παγκόσμιο σύστημα όπου ο χρηματοπιστωτισμός απορροφά αξία από κάθε τομέα και κάθε περιοχή. Αποκαλύπτοντας τη διαπεραστικότητα της χρηματοπιστωτικής απαλλοτρίωσης, μια κριτική θεωρία όπως τη φαντάζομαι θα τοποθετούσε τη συνεισφορά των Boltanski & Esquerre στο τρέχον πλαίσιο, αποσαφηνίζοντας την ανάπτυξη της οικονομίας του πλουτισμού που τόσο καλά περιέγραψαν[6].

Μια τέτοια κριτική θα αποκάλυπτε επίσης τις δυνατότητες για κινητοποίηση και κοινωνικό μετασχηματισμό. Ενώ η εκμετάλλευση μέσω πλουτισμού πρέπει να παραμείνει μια σχετικά περιορισμένη, ακόμη και τοπικά, ανησυχία, η απαλλοτρίωση μέσω του χρηματοπιστωτισμού έχει δυνητικά πολύ ευρύτερο ενδιαφέρον. Επηρεάζοντας χρεωμένους αγρότες στον παγκόσμιο Νότο, στο στόχαστρο εταιρικών αρπαγέων γης για απαλλοτρίωση, οι εργάτες στον παγκόσμιο Βορρά αναγκάζονται να συμπληρώσουν τους χαμηλούς μισθούς τους με καταναλωτικό χρέος, και οι πολίτες παντού υποβάλλονται σε λιτότητα από κράτη αναγκασμένα με τη σειρά τους να δράσουν σύμφωνα με το συμφέρον των επενδυτών από παγκόσμιους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς κι αγορές ομολόγων – μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσε να εξυπηρετήσει στην αποκάλυψη των κοινών εχθρών και αμοιβαίων συμφερόντων. Αυτό το είδος κριτικής, δυνητικά ικανό να κινητοποιήσει ευρείς τομείς ενός αντικαπιταλιστικού κινήματος, θα μπορούσε να έχει την πρακτική, χειραφετική δύναμη που αναζητούν οι Boltanski & Esquerre.

Σημειώσεις:
1. Βλέπε Boltanski & Esquerre, «The Economic Life of Things», New Left Review 98, Μάρτιος-Απρίλιος 2016.
2. Boltanski & Chiapello, The New Spirit of Capitalism, εκδόσεις Verso.
3. Για τη διάκριση μεταξύ της οικονομικής μορφής του καπιταλισμού και του πνεύματός τους, βλέπε Μαξ Βέμπερ, Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού, εκδόσεις Gutenberg.
4. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος τρίτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 1000-1021.
5. Κώστας Λαπαβίτσας, Κέρδος Χωρίς Παραγωγή: Πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα μας εκμεταλλεύεται όλους, εκδόσεις Τόπος (Μοτίβο εκδοτική).
6. Για την έννοια της απαλλοτρίωσης (αντιθετικά με την εκμετάλλευση), βλέπε Nancy Fraser, «Expropriation and Exploitation in Racialized Capitalism: A Reply to Michael Dawson», Critical Historical Studies, Άνοιξη 2016.