Το παρακάτω κείμενο του Πωλ Μάτικ μεταφράστηκε απ’ την ανθολογία Economics, Politics and the Age of Inflation, εκδόσεις Routledge, 2016. Το κείμενο γράφτηκε το 1976, μερικά χρόνια μετά την κατάρρευση του συστήματος Μπρέτον Γουντς. Σύμφωνα με τον Μάτικ, η κατάργηση του κανόνα του χρυσού κι επικράτηση του συμβολικού χρήματος έχει επιφέρει την καταστροφή του χρήματος, γεγονός που, αφενός, αποτελεί εκδήλωση των αδιεξόδων που έχει συναντήσει η συσσώρευση κεφαλαίου και, αφετέρου, αποτελεί οιωνό μιας επερχόμενης κατάρρευσης του καπιταλισμού με την εργατική τάξη να πρέπει να του δώσει το τελειωτικό χτύπημα. Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη του Μάτικ ότι η κατάργηση του εμπορευματικού χρήματος αποτελεί την καταστροφή του ειδικά καπιταλιστικού χαρακτήρα του χρήματος κι ότι το γεγονός αυτό υπήρξε ένα σημάδι μιας επερχόμενης κατάρρευσης. Όμως, ο Μάτικ αποτέλεσε έναν απ’ τους πιο οξυδερκείς εκπροσώπους αυτής της μαρξιστικής «ορθοδοξίας» κι η συνεισφορά του στα ζητήματα του χρήματος, του πληθωρισμού και της λεγόμενης «μεικτής οικονομίας» είναι σημαντική καθώς δεν έχασε ποτέ απ’ το στόχαστρό του τη συσσώρευση και την κερδοφορία, και τη σημαντική διάκριση μεταξύ της παραγωγικής κατανάλωσης του ιδιωτικού τομέα και της μη-παραγωγικής κατανάλωσης του δημοσίου.

Το χρήμα ως μέσο ανταλλαγή κι ως θησαυρισμός εμφανίζεται με πολλές μορφές· ως τέτοιο είναι τόσο παλιό όσο και το ίδιο το εμπόριο, κι απαντάται στα πιο διαφορετικά είδη κοινωνιών. Στον καπιταλισμό, πέρα απ’ τις προαναφερθείσες λειτουργίες, το χρήμα ασκεί επίσης την ειδική λειτουργία του να ενσωματώνει τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Στην καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή, το εμπόρευμα εργασιακή δύναμη ανταλλάσσεται με χρήμα. Ο αγοραστής αυτού του ειδικού εμπορεύματος το χρησιμοποιεί για να μεγενθύνει το κεφάλαιό του, μετρημένο με χρηματικούς όρους. Συνεπώς, ο πρωταρχικός στόχος της παραγωγής δεν είναι η δημιουργία αγαθών για χρήση· αντ’ αυτού, η παραγωγή αγαθών αποτελεί μόνο ένα μέσο, μολονότι αναγκαίο, για τον μετασχηματισμό μια δοσμένης ποσότητας κεφαλαίου σε μεγαλύτερη ποσότητα κεφαλαίου. Αυτού του είδους η παραγωγή είναι εφικτή επειδή η εργασιακή δύναμη, ως εμπόρευμα, έχει την ικανότητα να παράγει περισσότερα απ’ όσα χρειάζεται να πληρώσει ο καπιταλιστής γι’ αυτήν· οπότε, η βάση της παραγωγής είναι η κοινωνική σχέση μεταξύ μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου.

Στη διαδικασία της κυκλοφορίας, το κεφάλαιο λαμβάνει εκ περιτροπής την εμπορευματική μορφή και την χρηματική μορφή καθώς συσσωρεύεται. Τα εμπορεύματα και τα μέσα παραγωγής ίσως μεταμορφωθούν σε χρήμα κι αντιστρόφως, ώστε η κατοχή κεφαλαίου εκφράζεται ως κατοχή χρήματος. Συνεπώς, το χρήμα πρέπει να είναι το ίδιο ένα εμπόρευμα και να μπορεί να συγκριθεί μ’ αξιακούς όρους με τ’ άλλα εμπορεύματα. Στην εμπορευματική ανταλλαγή που βασίζεται στις καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, η διαίρεση της κοινωνικής παραγωγής σε πληρωμένη κι απλήρωτη εργασία λαμβάνει τον χαρακτήρα αξιακών σχέσεων εκφρασμένων με χρηματικούς όρους. Μολονότι το κέρδος προέρχεται από απλήρωτο χρόνο εργασίας που δαπανάται στην παραγωγή, για τον καπιταλιστή εμφανίζεται ως κάτι που απέκτησε στην αγορά· πράγματι, το κέρδος που απέκτησε απ’ την παραγωγή πρέπει να περάσει μέσα απ’ την αγορά ώστε να πραγματωθεί. Ένα εμπόρευμα πρέπει πρώτα να μετασχηματιστεί σε χρήμα ώστε να εισέλθει στην παραγωγή ή την κατανάλωση ως χρηστικό αντικείμενο. Εκείνο που προσδίδει κοινωνικό χαρακτήρα στην παραγωγή η οποία βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία είναι το χρήμα.

Καθώς η διεύρυνση του κεφαλαίου καθορίζει την πορεία της κοινωνικής παραγωγής, για να εξελιχθεί ομαλά η παραγωγή πρέπει να είναι αρκετά επικερδής ώστε να επιτρέψει τη συσσώρευση. Αν το ποσοστό κέρδους είναι ανεπαρκές, ο ρυθμός συσσώρευσης μειώνεται· στην αγορά, το αποτέλεσμα αυτού είναι μια ανεπαρκής ενεργή ζήτηση κι έλλειψη χρήματος. Μολονότι αυτά τα φαινόμενα δεν είναι παρά συμπτωματικά των δυσκολιών στην πραγματική παραγωγή, είναι αρκετά πραγματικά στο επίπεδο της αγοράς και κάθε οικονομική κρίση θα εμφανίζεται συγχρόνως κι ως ένα πρόβλημα με την αγορά και με το χρήμα.

Εφόσον οι παραγωγικές σχέσεις δεν δέχονται τροποποιήσεις, τα αστικά οικονομικά δεν μπορούν να συλλογιστούν πέρα απ’ τις καθαρές αγοραίες και χρηματικές σχέσεις. Ωστόσο, η αστική νομισματική θεωρία έχει υποστεί μερικές μεταβολές στην πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στην κλασσική πολιτική οικονομία και στην μαρξική θεωρία της αξίας και της υπεραξίας, η αξία του χρήματος, όπως η αξία οποιουδήποτε άλλου εμπορεύματος, καθοριζόταν από την μέση ποσότητα χρόνου κοινωνικά αναγκαίας εργασίας για την παραγωγή του. Η αξία του χρήματος, με την μορφή του χρυσού ή του ασημιού, καθοριζόταν από το κόστος παραγωγής του, και το ίδιο το χρήμα υπηρετούσε ως το ισοδύναμο για όλα τ’ άλλα εμπορεύματα. Μολονότι μέσω του ανταγωνισμού στην αγορά οι αξίες των εμπορευμάτων λαμβάνουν την μορφή τιμών παραγωγής, δηλαδή, καπιταλιστικές τιμές κόστους συν το μέσο κοινωνικό κέρδος, η αξία ενός εμπορεύματος με τους όρους του χρόνου εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του παραμένει αμετάβλητη, καθώς το μέσο ποσοστό κέρδους καθορίζεται από το μέγεθος της υπεραξίας σε σχέση με τη συνολική αξία του συνόλου των παρηχθέντων εμπορευμάτων. Έτσι, η τιμή δεν καταργεί την αξιακή φύση των εμπορευμάτων ή την ισοδύναμη μορφή του χρήματος.

Με την ανάδυση της υποκειμενικής θεωρίας της αξίας, η οποία τελικά κατέληξε σε μια υποστασιοποίηση των τιμών, η αστική θεωρία της αξίας αποκόπηκε απ’ όλους τους πρότερους δεσμούς της με την κλασσική νομισματική θεωρία. Σαφώς, η θεωρία του οριακού οφέλους δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην ανταλλακτική αξία του χρήματος, καθώς δεν μπορεί να καθοριστεί απ’ τις υποκειμενικές ανάγκες των καταναλωτών όπως μπορεί η ανταλλακτική αξία των άλλων εμπορευμάτων, και στην πραγματικότητα αντιπαρατίθεται σ’ αυτές τις ανάγκες ως μια ήδη δοσμένη αντικειμενική αξία. Έχουν υπάρξει απόπειρες, με σημαντικότερη εκείνη του Λούντβιχ φον Μίζες[1], να δωθεί στην αντικειμενική ανταλλακτική αξία του χρήματος μια υποκειμενική θεμελίωση υποθέτωντας ότι όποια κι αν είναι η αντικειμενική ανταλλακτική αξία του χρήματος τη δεδομένη στιγμή, πάντα βασίζεται σε πρότερες υποκειμενικές αποτιμήσεις, οι οποίες ίσως εξακριβωθούν ανιχνεύοντας την ανάπτυξη του χρήματος ιστορικά πίσω στον άνευ χρήματος αντιπραγματισμό. Όμως, η μεθοδική παραγωγή του χρήματος από μια μη-χρηματική οικονομία δεν έπεισε πολλούς, κι η απόπειρα να οριστεί υποκειμενικά η αξία του χρήματος εγκαταλείφθηκε.

Δεν άργησε πολύ να εγκαταληφθεί συνολικά η θεωρία του οριακού οφέλους, καθώς ήταν εμφανές ότι βασιζόταν σ’ έναν κυκλικό συλλογισμό. Μολονότι προσπάθησε να εξηγήσει τις τιμές, οι τιμές ήταν αναγκαίες για την εξήγηση του οριακού οφέλους. Τότε αποφασίστηκε ότι, τελικά, η οικονομική ανάλυση δεν χρειαζόταν μια ειδική θεωρία της αξίας και μπορούσε να περιοριστεί πλήρως στα εμπειρικά μεγέθη του χρήματος και των τιμών. Ισχυρίστηκαν ότι αρκούσε να μετασχηματιστεί το «οριακό όφελος», με τη ψυχολογική του θεμελίωση, σε μια λογική επιλογών ή οριακής ανάλυσης ώστε ν’ αναχθούν όλες οι αγοραίες σχέσεις σ’ έναν οικουμενικό κοινό παρανομαστή. Όπως κάθε άτομο υποτίθεται ότι διαχειρίζεται το εισόδημα και τα έξοδά του ορθολογικά μέσω οριακών υπολογισμών ώστε να επιτύχει το μέγιστο μέτρο ικανοποίησης των αναγκών του, έτσι η οικουμενική εφαρμογή αυτής της «οικονομικής αρχής» όχι μόνο θα εξασφάλιζε το μεγαλύτερο κέρδος απ’ την μικρότερη επένδυση, αλλά επίσης θα οδηγούσε σε μια γενική οικονομική ισορροπία στην οποία η κοινωνική ζήτηση θα εξισωνόταν με τη συνολική προσφορά. Αν κανείς αφαιρέσει όλες τις άλλες κοινωνικές σχέσεις και μεταχειριστεί τα ανθρώπινα όντα αποκλειστικά ως αγοραστές και πωλητές, τότε ίσως πράγματι κατασκευάσει ένα σύστημα τιμών στο οποίο θα επιτευχθεί μια ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης λόγω των σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ των τιμών. Ωστόσο, αυτό θα ήταν όλο κι όλο – μια κατασκευή που δεν έχει τίποτα να κάνει με την πραγματικότητα, και που δεν είναι παρά ένα αναμάσημα, μέσω της οριακής ανάλυσης, του αμφιλεγόμενου αξιώματος του Σε ότι κάθε προσφορά παράγει τη δική της ζήτηση. Η θεωρία του Σε αναφερόταν σε μια οικονομία αντιπραγματισμού κι όχι σε μια καπιταλιστική χρηματική οικονομία· αντιστοίχως, η θεωρία της καθαρής τιμής επίσης υποβάθμισε το χρήμα σ’ έναν δευτερόντα και συμπτωματικό ρόλο καθώς, όντας απλώς η έκφραση των σχέσεων των τιμών, είχε ήδη συμπεριληφθεί στην ανάλυση της ισορροπίας.

Υπήρξαν κι άλλες νομισματικές και πιστωτικές θεωρίες οι οποίες υπήρξαν περισσότερο ή λιγότερο αυτόνομες, κυριαρχούμενες από τη ποσοτική θεωρία του χρήματος, με την υπόθεση ότι τα επίπεδα των τιμών εξαρτούνται στην ποσότητα του χρήματος στην κυκλοφορία και την κυκλοφοριακή ταχύτητα του χρήματος, δηλαδή, εξήχθησαν απ’ την εφαρμογή των σχέσεων προσφοράς και ζήτησης στο ίδιο το χρήμα. Όμως, καθώς το κεφάλαιο αναπτυσσόταν, το νομισματικό του σύστημα υπέστει αντίστοιχες εξελίξεις και μετασχηματισμούς. Την μερκαντιλιστική περίοδο πριν τον καπιταλισμό του laissez-faire, τόσο ο προσωπικός πλούτος όσο κι ο πλούτος των εθνών μετρώνταν σε χρήμα, και το χρήμα με τη σειρά του εκπροσωπούνταν από τα πολύτιμα μέταλα. Μολονότι η έννοια του κεφαλαίου προϋποθέτει το χρήμα, εγκολπώνει εξίσου όλα τα εμπορεύματα με οποιοδήποτε εμπόρευμα να έχει την ικανότητα να λάβει τη θέση του χρήματος. Έτσι, η επιδίωξη πλούτου εξαρτήθηκε από την κατοχή κεφαλαίου κι όχι χρυσού ή ασημιού.

Για να λειτουργήσει το χρήμα ως κεφάλαιο πρέπει να έχει πάψει να είναι χρήμα, δηλαδή, πρέπει να επενδυθεί σε μέσα παραγωγής κι εργασιακή δύναμη από τα οποία, με τη σειρά τους, συσσωρεύει κέρδος αυτός που ελέγχει την παραγωγή. Η συσσώρευση κεφαλαίου αντιπροσωπεύει χρηματικές αξίες με την μορφή περισσότερων μέσων παραγωγής κι επιπρόσθετης εργασιακής δύναμης. Μακροπρόθεσμα, τα όργανα παραγωγής μεταφέρουν την αξία τους στα παραχθέντα εμπορεύματα. Φυσικά, η μάζα των εμπορευμάτων που εισέρχεται στην αγορά πρέπει να μετατραπεί σε χρήμα· όμως, καθώς ενσαρκώνουν μόνο ένα μέρος του υπάρχοντος κεφαλαίου, μόνο ένα μέρος του κεφαλαίου λαμβάνει χρηματική μορφή.

Γενικά, το συνολικό άθροισμα του αναγκαίου χρήματος καθορίζεται από τις τιμές των εμπορευμάτων στην κυκλοφορία κι απ’ την κυκλοφοριακή ταχύτητα του χρήματος. Φυσικά, για να κυκλοφορούν, τα εμπορεύματα καθεαυτά δεν απαιτούν χρήμα αλλά ανθρώπινη δραστηριότητα και μέσα μεταφοράς. Δεν είναι τα εμπορεύματα αλλά οι αξιώσεις ιδιοκτησίας συνημμένες σ’ αυτά που προξενούν την κυκλοφορία του χρήματος. Οποιοσδήποτε αριθμός διαφορετικών μορφών χρήματος μπορεί ν’ ασκήσει αυτή τη λειτουργία. Το εμπορευματικό χρήμα, δηλαδή, ο χρυσός και το ασήμι, είναι μάλλον ένα ακριβό και περιττό έξοδο ως μέσο κυκλοφορίας. Δεν προάγει ούτε την παραγωγή ούτε την κατανάλωση αλλά εκπροσωπεί το κόστος της διαδικασίας της κυκλοφορίας. Η παραγωγή χρυσού και ασημιού απαιτεί εργασία και κεφάλαιο τα οποία, αν χρησιμοποιηθούν αλλού, θα επιφέρουν κέρδος. Φυσικά, για τους παραγωγούς χρυσού και ασημιού, η παραγωγή τους είναι εξίσου επικερδής με οποιαδήποτε άλλη παραγωγή· όμως, απ’ τη σκοπιά της κοινωνίας ως όλον, το εμπορευματικό χρήμα ως μέσο κυκλοφορίας είναι αντιπαραγωγικό. Για τον λόγο αυτό, το κεφάλαιο πάντα προσπαθούσε ν’ αντικαταστήσει το εμπορευματικό χρήμα με συμβολικό χρήμα.

Διακρίθηκαν δύο διαφορετικά είδη χρήματος: το εμπορευματικό χρήμα και το συμβολικό χρήμα. Όμως, ιστορικά, τα διάφορα υποκατάστατα του χρήματος, όπως τα χαρτονομίσματα και το πιστωτικό χρήμα, δεν έκαναν τίποτα άλλο απ’ το να πάρουν τη θέση του εμπορευματικού χρήματος μένοντας όμως προσδεμένα στην αξία του. Όταν τα βασισμένα στον χρυσό νομίσματα κι ο διεθνής κανόνας του χρυσού έγιναν καθολικά, χρησιμοποιήθηκαν διάφορα μέσα πληρωμής. Η στήριξη του χάρτινου χρήματος στον χρυσό υποτίθεται ότι θα περιόριζε το τύπωμα χρήματος και συνεπώς θ’ απέτρεπε την υποτίμησή του. Ο κανόνας του χρυσού θέτει επίσης όρια στην εξάπλωση ενός εθνικού νομίσματος καθώς η χώρα θα κινδύνευε να χάσει τ’ αποθεματικά χρυσού της αν τύπωνε υπερβολικά πολύ χρήμα. Με το σύστημα των αποθεματικών χρυσού, το χρήμα στην κυκλοφορία ήταν ένα πολλαπλάσιο της ποσότητας που πράγματι στηριζόταν από χρυσό, ώστε οποιαδήποτε στιγμή μόνο ένα κλάσμα του συνολικού χρήματος μπορούσε να μετατραπεί σε χρυσό. Όμως, όσο επικρατούσε η εμπιστοσύνη στην εγγυημένη μετατρεψιμότητα του χρήματος, η πληρωμή με παραστατικό χρήμα ήταν το ίδιο ισχυρή με πληρωμή με χρυσό.

Ο χρυσός δεν είναι μόνο εμπορευματικό χρήμα· επειδή έχει βιομηχανικές και άλλες χρήσεις, είναι επίσης ένα εμπόρευμα με την απλή έννοια του όρου. Η αξία του (και συνεπώς η τιμή του) εξαρτάται στην παραγωγικότητα της παραγωγής χρυσού καθώς και τις σχέσεις προσφοράς και ζήτησης χρυσού. Για τη σταθεροποίηση του χρυσού και των νομισμάτων που βασίζονται στον χρυσό, ο έλεγχος της τιμής του χρυσού υπήρξε αναγκαίος. Αρχικά, η χρηματική αξία του χρυσού κι η αξία του ως εμπόρευμα ήταν ένα και το αυτό όμως, ανά περιόδους, η εμπορευματική αξία του χρυσού υπερέβαινε τη χρηματική του αξία, κι ο χρυσός-χρήμα μετατρεπόταν σε χρυσό-εμπόρευμα. Για να διατηρηθεί η τιμή του χρυσού σ’ ένα δοσμένο επίπεδο, η τιμή αυτή έπρεπε να είναι σταθερή όχι μόνο με χρηματικούς όρους αλλά επίσης και στην αγορά χρυσού. Αυτό σήμαινε ότι όποτε η προσφορά χρυσού υπερέβαινε την αγοραία ζήτησή του, το πλεόνασμα έπρεπε ν’ αγοραστεί απ’ τις νομισματικές αρχές είτε τον χρειάζονταν είτε όχι. Τοιουτοτρόπως, η εμπορευματική αξία του χρυσού καθορίζονταν απ’ τη χρηματική του αξία.

Ωστόσο, το γεγονός ότι η εμπορευματική αξία του χρυσού κι η χρηματική αξία του χρυσού μπορούσαν να συμπίψουν μόνο μέσω κρατικών παρεμβάσεων ή στη βάση διεθνών συμφωνιών, και περαιτέρω, το γεγονός ότι ο χρυσός ως εμπορευματικό χρήμα χρησιμοποιούνταν όλο και λιγότερο ως μέσο κυκλοφορίας, προξένησε την πεποίθηση ότι οι καπιταλιστές μπορούσαν να διεξάγουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες εξίσου καλά και χωρίς εμπορευματικό χρήμα. Η άποψη αυτή είχε ήδη προοικονομηθεί στην κρατική θεωρία του χρήματος που διατύπωσε ο Georg Friedrich Knapp[2], σύμφωνα με την οποία το χρήμα δεν χρειάζεται να έχει εσωτερική αξία κι οποιαδήποτε ισχύς έχει πηγάζει απ’ την αξία που τοποθετείται επί αυτού μέσω κρατικής προσταγής. Ωστόσο, ο κανόνας του χρυσού και τα νομίσματα βασισμένα στον χρυσό διατηρήθηκαν όχι μόνο λόγω παράδοσης αλλά επίσης επειδή το εμπορευματικό χρήμα θεωρούνταν περισσότερο σταθερό. Έτσι, το εμπορευματικό χρήμα κυκλοφορούσε επειδή είχε αξία, και το χάρτινο χρήμα είχε αξία επειδή κυκλοφορούσε.

Η ιδέα περί ενός αυτόματου αυτορυθμιζόμενου μηχανισμού της αγοράς η οποία κυριαρχούσε την εποχή εκείνη χρειαζόταν ένα αυτορυθμιζόμενο νομισματικό σύστημα, και ο κανόνας του χρυσού φαινόταν να πληρεί τις προδιαγραφές. Οι αξίες των διάφορων εθνικών νομισμάτων ήταν προσδεμένες σε λογιστικές μονάδες που αναπαριστούσαν μια ορισμένη ποσότητα χρυσού. Όλα τα νομίσματα συνδέονταν μεταξύ τους μέσω του χρυσού τους περιεχομένου, καθώς εφόσον η τιμή του χρυσού εκφραζόταν ανά μονάδα βάρους, ίσες ποσότητες χρυσού μπορούσαν πάντα ν’ ανταλλαχθούν αναμεταξύ τους. Αν οι διεθνείς συναλλαγματικές συναλλαγές δεν εξισορροπούσαν το χρέος και την πίστωση ενός έθνους, τα εκκρεμή ισοζύγια πληρωμών μεταξύ των χωρών εξοφλούνταν με αποστολή χρυσού. Υποθέταν, ή μάλλον ελπίζαν, ότι αυτές οι αποστολές χρυσού θα επηρεάζαν τη τιμή του χρυσού στις διάφορες χώρες μ’ έναν τέτοιο τρόπο ώστε οι διεθνείς εμπορικές σχέσεις θα έτειναν προς μια ισορροπία για το γενικό συμφέρον όλων.

Υπό τον κανόνα του χρυσού, υπήρχε εκροή χρυσού από χώρες με αρνητικό ισοζύγιο πληρωμών προς χώρες με θετικό ισοζύγιο. Υποτίθεται ότι η εκροή χρυσού από μια χώρα θα οδηγούσε τη χώρα αυτή σε αποπληθωρισμό και πτώση των τιμών, ενώ η εισροή χρυσού σε μια χώρα θα οδηγούσε τη χώρα αυτή σε πληθωρισμό κι άνοδο των τιμών. Οπότε, αργά ή γρήγορα, το εμπορικό ισοζύγιο των χωρών με χαμηλές τιμές θα βελτιωνόταν, ενώ αυτό των χωρών με υψηλές τιμές θα επιδεινώνονταν, μέχρι τελικά να αποκατασταθεί εκ νέου μια ισορροπία στο ισοζύγιο πληρωμών. Ωστόσο, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι. Με ή χωρίς τον κανόνα του χρυσού, η συσσώρευση κεφαλαίου εξαρτάται στην κερδοφορία του κεφαλαίου κι όχι στο χρήμα και την πίστωση. Εκεί που η διεύρυνση του χρήματος και της πίστωσης ενισχύει τη συσσώρευση ως αποτέλεσμα της εισροής χρυσού, και συνεπώς αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας, οι τιμές δεν ανεβαίνουν συγκριτικά με τις χώρες εκείνες που χάνουν χρυσό και βιώνουν προβλήματα συσσώρευσης, με μια συνεπαγώμενη μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας. Ο κανόνας του χρυσού δεν υπήρξε καλύτερο όργανο ισορροπίας και σταθερότητας απ’ τον μηχανισμό της αγοράς, ούτε υπήρξε περισσότερο ικανός να ελέγξει τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου απ’ ότι το εγχώριο σύστημα τιμών οποιασδήποτε χώρας.

Ο κανόνας του χρυσού (όπως το χρήμα) δεν υπήρξε ένα φυσικώς αναγκαίο μέσο για τη διεθνή εμπορευματική κυκλοφορία, αλλά αντ’ αυτού εξέφραζε τις συνημμένες στα εμπορεύματα και το κεφάλαιο αξιώσεις ιδιοκτησίας. Φαινόταν ιδιαίτερα σημαντικό για τους σκοπούς της εξαγωγής κεφαλαίου (για δάνεια κι επενδύσεις) να προστατευθούν από υποτιμήσεις και ζημίες οι τόκοι και τα κέρδη που εισρέαν πίσω στη χώρα. Η κεφαλαιαγορά ήταν συγκεντρωμένη στη δυτική Ευρώπη, κυρίως την Αγγλία, κι αντιστοίχως οι χώρες αυτές ήταν χώρες που εξάγουν κεφάλαιο και φροντίσαν για τη διατήρηση της γενικής αποδοχής του κανόνα του χρυσού. Αυτό έδινε ένα μέτρο σταθερότητας στις διαφορετικές συναλλαγματικές ισοτιμίες κι έλεγχε τις εθνικές νομισματικές και πιστωτικές πολιτικές. Έτσι, ο διεθνής ανταγωνισμός επεκτάθηκε και στο χρήμα.

Ο Α’ ΠΠ έφερε το τέλος του κανόνα του χρυσού. Μετέπειτα προσπάθειες επαναφοράς του απέτυχαν λόγω νέων οικονομικών κρίσεων. Με την κατάργηση του κανόνα του χρυσού, η δημιουργία χρήματος έγινε εθνική υπόθεση της κάθε χώρας. Οι χώρες που βγήκαν ηττημένες απ’ τον πόλεμο χρησιμοποίησαν τον πληθωρισμό για ν’ ακυρώσουν κρατικά χρέη, να εκτρέψουν ένα μεγαλύτερο ποσό υπεραξίας προς τα χέρια του κεφαλαίου, ν’ αυξήσουν την εκμετάλλευση των εργατών και να δώσουν μια νέα ώθηση στην καπιταλιστική οικονομία. Ωστόσο, οι δυσκολίες που προέκυψαν στην πορεία διέφυγαν του ελέγχου, κι ο πληθωρισμός οδήγησε σε μια συνολική υποτίμηση του χρήματος, ηχώντας τον επικείμενο θάνατο του καπιταλιστικού συστήματος. Υπήρξε αναγκαία η αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης του χρήματος μέσω του τυπώματος νέου χρήματος που δεν θα βασιζόταν σε τίποτα. Για παράδειγμα, το γερμανικό Rentenmark δεν βασιζόταν σε τίποτα άλλο πέρα απ’ την αισιόδοξη πίστη του πληθυσμού στις υποσχέσεις της κυβέρνησης ότι θα το διατηρήσει σταθερό. Αυτό πάρθηκε ως ολοφάνερη απόδειξη ότι η αγοραστική δύναμη του χρήματος μπορούσε να διατηρηθεί ακόμη και χωρίς αποθεματικά, μόνο με κυβερνητική προσταγή[3].

Στη Ρωσία, οι μπολσεβίκοι αρχικά καλωσορίσαν τον πληθωρισμό που έφερε ο πόλεμος κι επιταχύνθηκε απ’ την επανάσταση. Για τους μπολσεβίκους, ο πληθωρισμός προμήνυε την πτώση του καπιταλιστικού συστήματος. Μολονότι το τύπωμα χάρτινου χρήματος τη στιγμή που η ισοτιμία έπεφτε ανερχόταν σ’ ένα είδος συνεχής φορολόγησης, η αναγκαιότητα αυτή μετασχηματίστηκε σε αρετή ενός νομισματικού συστήματος που υποτίθεται ότι έφερε το σπέρμα της ίδιας του της κατάργησης. Το χρήμα, έγραφε ο Μπουχάριν, «αντιπροσωπεύει το υλικό κοινωνικό υφάδι, το ύφασμα που συγκρατεί ενωμένο το σύνολο του ανεπτυγμένου εμπορευματικού συστήματος παραγωγής. Είναι εμφανές ότι σε μια μεταβατική περίοδο, καθώς το ίδιο το εμπορευματικό σύστημα παρακμάζει, το χρήμα επίσης θα πρέπει να εμφανίσει μια αντιφατική ύπαρξη, καθώς, πρώτον, υποτιμάται και, δεύτερον, η διανομή χαρτονομισμάτων αποσυνδέεται κι ανεξαρτοποιείται απ’ τη διανομή προϊόντων, και το αντίστροφο. Το χρήμα παύει να είναι γενικό ισοδύναμο και γίνεται ένα συμβατικό και σημαντικά ατελές σύμβολο της κυκλοφορίας των προϊόντων»[4].

Δεδομένου του οράματος των μπολσεβίκων εκείνης της εποχής για μια σοσιαλιστική οικονομία χωρίς χρήμα, η υποτίμηση του χρήματος φαινόταν να ταιριάζει γάντι στα σχέδιά τους για ανοικοδόμηση στη βάση μιας φυσικής οικονομίας. Όμως, ούτε ο πληθωρισμός ούτε ο αντιπραγματισμός αποδείχτηκαν βιώσιμες λύσεις στις αναπτυσσόμενες οικονομικές δυσκολίες, και σύντομα απερρίφθησαν για ν’ ανοίξει ο δρόμος σ’ ένα νέο νομισματικό σύστημα. Μια σειρά νομισματικών μεταρρυθμίσεων και τα πρώτα βήματα προς μια σχεδιασμένη οικονομία αποκατέστησαν τη νομισματική σταθερότητα, αλλά όχι και τη σχετική ανεξαρτησία που είχε απολαύσει προηγούμενως το χρήμα. Ως μονάδα πληρωμών, το χρήμα μετασχηματίστηκε σ’ ένα λογιστικό κι ελεγκτικό όργανο σε μια οικονομία κουρδισμένη στη βάση των αξιών χρήσης και των υλικών ισοζυγίων. Το χρήμα, ως μέτρο της αξίας και μέσο πληρωμής, υπηρέτησε τους σκοπούς της κυκλοφορίας μόνο στον βαθμό που κατεύθυνε τις εμπορευματικές ροές στα προσδιορισμένα απ’ τον κεντρικό σχεδιασμό κανάλια. Η λειτουργία του ως μέσο κυκλοφορίας γενικά περιοριστήκε στο εισόδημα και τις δαπάνες των καταναλωτών· οι χρηματοπιστωτικές πτυχές των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των επιχειρήσεων διαχειρίζονταν μέσω λογιστικών διαδικασιών απ’ την κρατική τράπεζα.

Η κοινωνική ρύθμιση της παραγωγής και της διανομής δεν αποτελούσε πλέον μια μη-συνείδητη διαδικασία που δρα μέσω σχέσεων στην αγορά ή συγκεκριμένα μέσω της κυκλοφορίας του χρήματος· η παραγωγή κι η διανομή εφεξής ελέγχονταν συνειδητά μέσω του χρήματος, ακριβώς όπως η μισθωτή εργασία χρησιμοποιούνταν για τη διατήρηση του συγκεντροποιημένου ελέγχου επί της οικονομίας. Μέσω του ελέγχου των τιμών και των μισθών ελέγχεται επίσης και το χρήμα, στον βαθμό που το χρήμα μόνο εκφράζει σε αριθμούς αυτό που έχει ήδη καθοριστεί σε υλικούς όρους. Το χρήμα εφεξής ξεσκεπάστηκε από το πέπλο που το μυστικοποιούσε· μη-αποτελώντας πλέον την αφηρημένη πραγμοποιημένη μορφή των κοινωνικών σχέσεων, είχε μετατραπεί σε μέσο για κοινωνικό έλεγχο σύμφωνα με τα συμφέροντα της νέας τροποποιημένης μορφής των κεφαλαιακών παραγωγικών σχέσεων.

Ωστόσο, αυτή η νέα λειτουργία του χρήματος περιορίστηκε στην εγχώρια οικονομία. Διεθνώς, ο χρυσός συνεχίστηκε ν’ απαιτείται για τη διευθέτηση των ισοζυγίων πληρωμών. Σύμφωνα με τον Λένιν, η χρήση του χρυσού ως οικοδομικό υλικό για δημόσιες ανέσεις ήταν εφικτή και κατάλληλη μόνο ύστερα από μια παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση. Μέχρι τότε, ήταν αναγκαίο «να αλυχτούμε μαζί με τους λύκους» και να συνεχιστεί η παραγωγή και συσσώρευση χρυσού. Όμως, το χρήμα απέκτησε μια διπλή λειτουργία και στις καπιταλιστικές κοινωνίες: μια διεθνή και μια εγχώρια λειτουργία· ο χρυσός θεωρήθηκε αναγκαίος μόνο ως ένα οικουμενικό μέσο πληρωμής για τη διευθέτηση εκκρεμών ισοζυγίων πληρωμών.

Υπήρχε καιρό η άποψη ότι για την εθνική, εγχώρια οικονομία δεν χρειαζόταν ένα νόμισμα που να βασίζεται στον χρυσό. Όμως, λόγω της παράδοσης κι από φόβο υποτίμησης του νομίσματος, το εμπορευματικό χρήμα διατηρούνταν. Ο κανόνας του χρυσού έθετε όρια στη δημιουργία χρήματος, όμως τα όρια αυτά μπορούσαν επίσης να τεθούν απλώς μέσω της νομισματικής πολιτικής. Εν πάση περιπτώσει, το εμπορευματικό χρήμα έχασε την πρότερη σημασία του με την ανάπτυξη των τραπεζών και του πιστωτικού συστήματος, έως ότου τελικά κατέληξε να θεωρείται απλώς ως μια λογιστική μονάδα για την εξισορρόπηση χρεών και πιστώσεων. Πλέον ισχυρίζονταν ότι κάθε αγοραπωλησία δημιουργούσε ένα χρέος το οποίο θα μπορούσε  απλώς ν’ αποπληρωθεί μέσω των τραπεζών χωρίς την παρέμβαση του χρήματος. Έτσι, όλο και περισσότερο το κρατικά τυπωμένο νόμισμα αντικαταστάθηκε από συναλλαγές πληρωμής χωρίς τη χρήση μετρητών, δίχως, ωστόσο, το κρατικά τυπωμένο νόμισμα ν’ αντικατασταθεί πλήρως.

Η έννοια του χρήματος εμπεριέχεται στην έννοια του εμπορεύματος· το βασισμένο στον χρυσό νόμισμα υπήρξε ένα ιστορικό όμως όχι αναγκαίο φαινόμενο για την εμπορευματική κυκλοφορία. Εφόσον όλα τα εμπορεύματα είναι εν δυνάμει χρήμα κι εφόσον το χρήμα μπορεί να προστάξει κάθε εμπόρευμα, οποιοδήποτε μέσο πληρωμής μπορεί να υπηρετήσει ως μέσο ανταλλαγής στην εγχώρια οικονομία ενός έθνους. Για την μάζα των εργαζόμενων ανθρώπων, το χρήμα αποτελεί απλώς ένα μέσο ανταλλαγής που τους καθιστά ικανούς να ανταλλάσουν το εμπόρευμα εργασιακή δύναμη με τα εμπορεύματα που καθίστανται ικανοί ν’ αγοράσουν με τον μισθό τους. Απ’ την άλλη, για το κεφάλαιο, το χρήμα είναι τόσο ένα μέσο ανταλλαγής όσο κι ένα μέσο συσσώρευσης. Μια δοσμένη ποσότητα χρήματος πρέπει να μεγενθυνθεί ώστε η εμπορευματική ανταλλαγή να γίνει καπιταλιστική εμπορευματική ανταλλαγή. Οι επιχειρήσεις δεν λειτουργούν για τη διεύθετηση χρεών και πιστώσεων, αλλά για την απόκτηση κέρδους.

Το σύγχρονο πιστωτικό σύστημα υπήρξε ένα όργανο για την ραγδαία ανάπτυξη του κεφαλαίου, κι η συσσώρευση κεφαλαίου υπηρέτησε με τη σειρά της ως ένα ισχυρό ερέθισμα για τη διεύρυνση του πιστωτικού συστήματος. Το νομισματικό σύστημα έγινε όλο και περισσότερο περίπλοκο, μολονότι οι κοινωνικές σχέσεις στις οποίες βασίζεται διατήρησαν τον ωμό εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της εργασίας απ’ το κεφάλαιο. Σήμερα, είναι το τραπεζικό σύστημα εκείνο το οποίο έχει επιφορτιστεί με την εφαρμογή της κυβερνητικής νομισματικής πολιτικής. Ο τραπεζικός δανεισμός εξαρτάται απ’ την κρατική δημιουργία χρήματος, και το κράτος δημιουργεί χρήμα τυπώνοντας χαρτονομίσματα κι εκδίδοντας κρατικά ομόλογα· εξαρτάται επίσης στις κυβερνητικά ρυθμισμένες αποθεματικές ρυθμίσεις για τις καταθέσεις, οι οποίες, ωστόσο, ποικίλλουν. Μολονότι η πίστωση καλύπτεται μόνο εν μέρει από τα αποθεματικά των τραπεζών, εν γένει διασφαλίζεται από τα κεφαλαιακά περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη. Αν δεν υπάρχει κεφαλαιακό ισοδύναμο, δεν υπάρχει και πίστωση. Οπότε, είναι το κεφάλαιο που κατέχει κανείς, όχι το χρήμα, το οποίο είναι ο συναφής παράγοντας.

Σκοπός της συσσώρευσης κεφαλαίου είναι η μετατροπή μιας δοσμένης αξιακής μάζας σε μια μεγαλύτερη αξιακή μάζα· συνεπώς, δοσμένης μιας σταθερής κυκλοφοριακής ταχύτητας του χρήματος, η προσφορά χρήματος, σε όλες τις μορφές του, επίσης αυξάνεται. Στον βαθμό που η συσσώρευση κεφαλαίου δεν συναντά εμπόδια, η συσσώρευση αξίας κι η συσσώρευση χρήματος συμβαίνουν πλάι-πλάι χωρίς αξιοσημείωτες προστριβές. Όμως, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ξεσπάσει μια νομισματική κρίση, καθώς ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής έχει μόνο ένα μέσο έκφρασης, τις χρηματικές σχέσεις της εμπορευματικής παραγωγής, οι οποίες πηγάζουν από την εμπορευματική παραγωγή αλλά υπάρχουν και λειτουργούν ανεξάρτητα αυτής. Όμως, πέρα απ’ αυτή την πανταχού παρούσα πιθανότητα μιας νομισματικής κρίσης, μια γενική κρίση συμβαίνει μόνο εάν η διαδικασία συσσώρευσης επιβραδυνθεί ή σταματήσει· όμως, τότε η κρίση είναι πάντα ταυτόχρονα και νομισματική κρίση.

Ακόμη και τον 20ό αιώνα, τα αστικά οικονομικά δεν έχουν καταφέρει να εξηγήσουν τις κρίσεις· σύμφωνα μ’ αυτά, ο μηχανισμός της αγοράς αρκεί από μόνος του για να μετριάσει τις όποιες αναταραχές της ισορροπίας. Όμως, η διάρκεια και το εύρος της κρίσης μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων διέλυσε αυτή την αυταπάτη και κατέστησε αναγκαίες τις εκτεταμένες κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία. Για τις παρεμβάσεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν νομισματικά και δημοσιονομικά μέσα· και μολονότι πράγματι επηρεάσαν την αγορά, δεν αμφισβητήσαν την ύπαρξή της. Στα μάτια των αστών επιχειρηματιών κι οικονομολογών, η κρίση αποτελούσε έναν αντικατοπτρισμό της ανεπαρκούς ζήτησης, κι επιλέξαν αναλόγως τα μέτρα για την αντιμετώπισή της. Η ανεπαρκής ιδιωτική ζήτηση έπρεπε να συμπληρωθεί από δημόσιες δαπάνες για την μείωση της ανεργίας και την επαναλειτουργία αδρανών εργοστασιακών μονάδων. Την ίδια στιγμή, η κερδοφορία του ιδιωτικού κεφαλαίου έπρεπε να βελτιωθεί ώστε να μην διαιωνιστούν η υπάρχουσα κρίση κι οι κρατικές παρεμβάσεις που προξένησε.

Εφόσον η κρίση θεωρούνταν μια στιγμιαία διαταραχή, τα μέτρα που λαμβάνονταν για την καταπολέμησή της θεωρούνται επίσης ως κάτι προσωρινό που επιβλήθηκε λόγω των περιστάσεων. Η ελλιπής ζήτηση που προκλήθηκε από μια μείωση στις νέες επενδύσεις κεφαλαίου είχε ως αποτέλεσμα μια μείωση της αγοραστικής δύναμης του πληθυσμού ή μια έλλειψη χρήματος εν γένει. Η τελευταία μπορεί να επιλυθεί μέσω πληθωρισμού ο οποίος, ωστόσο, δεν μπορεί να μεταβάλλει τις δυσκολίες της συσσώρευσης που βρίσκονται στη ρίζα της κρίσης. Για το κεφάλαιο, ο πληθωρισμός έχει λογική μόνο στον βαθμό που συνεισφέρει στη διεύρυνση των κερδών τόσο στις εγχώριες όσο και τις διεθνείς αγορές· χάνει αυτή τη λογική όσο αυξάνεται το ποσοστό του πληθωρισμού. Ο πληθωρισμός, οπότε, πρέπει να ελέγχεται, κι αυτό επιτυγχάνεται περισσότερο αποτελεσματικά με χρηματοδότηση του ελλείμματος μέσω κρατικού δανεισμού.

Ωστόσο, καθώς φάνηκε ότι ένα αυξανόμενο κρατικός χρέος που δημιουργήθηκε μέσω χρηματοδότησης του ελλείμματος υπήρξε εξίσου ικανό να διευρύνει την παραγωγή με την καπιταλιστική συσσώρευση, εμφανίστηκε η έννοια της λειτουργικής χρηματοδότησης, κεντρική ιδέα της οποίας είναι ότι μια οικονομία με πλήρη απασχόληση μπορεί να ρυθμιστεί μέσω κρατικών μετρών. Η ιδέα αυτή, η οποία προέρχεται από τον Τζων Μέυναρντ Κέυνς[5], έγινε, σε διάφορες εκδοχές της, ένα οικουμενικό αξίωμα. Ισχυρίστηκαν ότι μέσω ενός συνδυασμού δημοσιονομικών και νομισματικών μέτρων, οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν όχι μόνο να διασφαλίσουν την πλήρη απασχόληση μα επίσης να αποτρέψουν τον πληθωρισμό και τον αποπληθωρισμό. Εγχώρια, η αύξηση του κρατικού χρέους δεν είχε καμία σημασία, καθώς η αποπληρωμή του ανερχόταν μόνο σε μεταφορές εισοδήματος που δεν αφαιρούσαν από τη συνολική κοινωνική κατανάλωση.

Αυτό δεν ήταν παρά μια παραλλαγή της τροποποιημένης λειτουργίας του χρήματος όπως τη συναντάμε σε μια σχεδιασμένη οικονομία. Εφεξής, το χρήμα λειτουργούσε ως ένα όργανο κρατικής οικονομικής πολιτικής εντός του συστήματος της αγοράς. Μόνο όταν η αγορά αποτύγχανε στη λειτουργία της ως μηχανισμός ισορροπίας θα έπρεπε η εθνική παραγωγή να διεγερθεί ή μειωθεί μέσω διοχέτευσης ή απόσυρσης κρατικών κονδυλίων, αντιστοίχως. Το αυτόματο σύστημα των τιμών θα συνέχιζε να καθορίζεται από τη δραστηριότητα των καταναλωτών όμως, επιπροσθέτως, θα περιλάμβανε πλέον μια κρατικά ρυθμισμένη και διευρυμένη δημόσια κατανάλωση. Εφόσον, ωστόσο, η αυξανόμενη δημόσια κατανάλωση περικόπτει την ποσότητα υπεραξίας διαθέσιμης για μετατροπή σε κεφάλαιο, η ετοιμότητα για την υιοθέτηση αυτής της οικονομικής πολιτικής απαιτούσε τόσο τη βούληση όσο και την ικανότητα να παραβλεφθούν οι ανάγκες συσσώρευσης του ιδιωτικού κεφαλαίου· ωστόσο, απ’ τη στιγμή που κάτι τέτοιο με την πάροδο του χρόνου θα έθετε υπό αμφισβήτηση το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, μια τέτοια οικονομική πολιτική μπορεί να είναι μόνο προσωρινή και να εφαρμόζεται από αναγκαιότητα και με φειδώ.

Όμως, μια κρατική νομισματική πολιτική που στοχεύει στην επιρροή της οικονομίας σηματοδοτεί τουλάχιστον μια μερική εξάλειψη του φετιχισμού του εμπορεύματος και του χρήματος, και κατ’ αυτή την έννοια αντικατοπτρίζει τη γενική διαδικασία ύφεσης της οικονομίας της αγοράς. Υποδεικνύει μια αποδοχή, κατά μία έννοια, της κρατικής θεωρίας του χρήματος του Knapp και την προσαρμογή της στο μεικτό οικονομικό σύστημα της εποχής μας. Όμως, όσο ο κρατικά ελεγχόμενος μη-επικερδής τομέας της οικονομίας αναπτύσσεται ταχύτερα απ’ τον ιδιωτικό τομέα, ο ρυθμός συσσώρευσης του ιδιωτικού τομέα μειώνεται, και μια τέτοια πολιτική συνειδητής, σκόπιμης παρέμβασης στις αυτόματες διαδικασίες της αγοράς δεν θα επιφέρει τάξη στο σύστημα· η εμφάνισή της αποτελεί μάλλον ένα σημάδι παρακμής – ανεξαρτήτως της όποιας προσωρινής οικονομικής αρωγής που επιφέρει. Τελικά, οποιαδήποτε κρατική νομισματική πολιτική βρίσκει τα όριά της στις αντιφάσεις που ενυπάρχουν στη σφαίρα της ιδιωτικής παραγωγής.

Αν ήταν εφικτό να βγει η εγχώρια οικονομία ενός έθνους από την ύφεση μέσω του πληθωρισμού, τότε ήταν λογική η προσδοκία ότι εάν τέτοια μέσα χρησιμοποιούνταν ταυτόχρονα σ’ όλες τις χώρες που δεν δεσμεύονταν πλέον απ’ τον κανόνα του χρυσού, θα δωθεί μια ώθηση στην παγκόσμια οικονομία ως όλον. Οι εθνικές νομισματικές πολιτικές που εφαρμόζονταν ανεξάρτητα θα διευρύναν το παγκόσμιο εμπόριο διευρύνοντας την εγχώρια παραγωγή, και το διεθνές εμπόριο, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, θα ρυθμίζονταν εξίσου καλά μέσω διεθνών συμφωνιών χωρίς την μεσολάβηση του χρυσού. Η ιδέα αυτή βασιζόταν στην πεποίθηση, η οποία παραμένει ακόμα ακλόνητη, ότι υπό συνθήκες πλήρους απασχόλησης οι τάσεις ισορροπίας της αγοράς θα ξεκινήσουν να επαναλειτουργούν τόσο στο εθνικό όσο και το διεθνές επίπεδο.

Ωστόσο, πριν μπορέσει να συμβεί αυτό, ξεκίνησε ένας οξύς, ανηλεής διεθνής ανταγωνισμός στον οποίο η καθε χώρα προωθούσε τα δικά της προνόμια εις βάρος όλων των άλλων, και τελικά οδηγηθήκαμε στον Β’ ΠΠ. Το διεθνές νομισματικό σύστημα, το οποίο είχε ήδη ξεκινήσει ν’ αποσυντίθεται κατά την προηγούμενη κρίση, είχε μέχρι τότε καταρρεύσει πλήρως, κι όταν τελείωσε ο πόλεμος έπρεπε να ξαναχτιστεί απ’ το μηδέν. Ενώ ο πόλεμος βρισκόταν ακόμη σ’ εξέλιξη, τα νικηφόρα έθνη συναντήθηκαν στο Μπρέττον Γουντς για να επεξεργαστούν τα νομισματικά θεμέλια για την ανοικοδόμηση του παγκόσμιου εμπορίου. Η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δημιουργήθηκαν υπό το φως των μαθημάτων που διδάχτηκαν από τις προηγούμενες νομισματικές κρίσεις, με σκοπό να παρέχουν πίστωση ώστε ν’ αποτραπεί η διακινδύνευση του παγκόσμιου εμπορίου από δυσκολίες στα ισοζύγια πληρωμών.

Υπόρρητη σ’ αυτά τα μέτρα ήταν η παλιά ελπίδα ότι οι ανισότητες στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις τελικά θα κατέληγαν να εξισορροπηθούν από μόνες τους, ακόμη κι αν αυτό έπαιρνε κάποιον χρόνο. Ωστόσο, η καπιταλιστική συσσώρευση, τόσο η εθνική όσο κι η διεθνής, αποτελεί συγχρόνως μια διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης. Διεθνώς, οι επιδράσεις εμφανίζονται στην ανισομερή ανάπτυξη των μεμονωμένων καπιταλιστικών χωρών και τις μετατοπίσεις των σχετικών θέσεων ισχύος τους εντός της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτή η ανισομερής ανάπτυξη τονίζεται περαιτέρω από τον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, δίνοντας σ’ ένα έθνος, ή ακόμη και σε μια ήπειρο, το πλεονέκτημα της εξουσίας επί των άλλων. Υπό αυτές τις συνθήκες, μια χώρα πλουτίζει ενώ μια άλλη φτωχαίνει, κι οι εμπορικές σχέσεις γίνονται ένα όργανο της διεθνούς συγκέντρωσης κεφαλαίου.

Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι διέλυσαν την ηγεμονική θέση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου για χάρη του αμερικανικού. Τα έθνη-δανειστές έγιναν έθνη-δανειολήπτες, κι αντιστρόφως. Ο χρυσός μετατοπίστηκε μαζικά στην Αμερική, κι οι εμπορικές σχέσεις ξαναρχίσαν μόνο στη βάση μακροπρόθεσμων πιστώσεων. Το μεταπολεμικό χάος των ισοτιμιών αντικαταστάθηκε από ένα σύστημα σταθερών ισοτιμιών με βάση το βασισμένο στον χρυσό δολλάριο, και το δολλάριο απέκτησε το στάτους του διεθνούς χρήματος και του αποθεματικού νομίσματος. Επειδή το δολλάριο μπορούσε ν’ ανταλλαχθεί με το ισοδύναμό του σε χρυσό, η λειτουργία του ως αποθεματικό νόμισμα του έδωσε το ίδιο στάτους με τον χρυσό. Υπήρχε, ωστόσο, πάντα ο κίνδυνος ν’ ανέβει η τιμή του χρυσού, κάτι το οποίο θα οδηγούσε στην υποτίμηση όλων των νομισμάτων. Όμως, όσο συνεχιζόταν η μεταπολεμική άνθηση, η πιθανότητα για κάτι τέτοιο ήταν αμελητέα, και το νέο νομισματικό σύστημα φαινόταν να καλύπτει τις ανάγκες της παγκόσμιας οικονομίας.

Τα φαινόμενα, όμως, απατούν. Ενώ η τεράστια καταστροφή κεφαλαίου που συνέβη στην Ευρώπη και την Ασία καθιστούσε την ανοικοδόμηση αναγκαία, συνοδευόμενη από μια μακρά περίοδο άνθησης, η καπιταλιστική συσσώρευση στην Αμερική συνέχιζε να σέρνεται· οτιδήποτε πλησίαζε έστω και λίγο την πλήρη απασχόληση μπορούσε να επιτευχθεί μόνο υπό τον όρο της κυβερνητικά δημιουργούμενης συμπληρωματικής παραγωγής με την μορφή στρατιωτικών δαπανών. Το αποτέλεσμα ήταν ένας έρπων πληθωρισμός, ο οποίος επιταχύνθηκε από τις ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις σε κάθε γωνιά του κόσμου. Ο περιορισμένος ρυθμός συσσώρευσης του αμερικανικού κεφαλαίου υπήρξε ένα σημάδι ότι το ποσοστό του κέρδους ήταν χαμηλό· αυτό, ωστόσο, αντισταθμίστηκε από την εξαγωγή κεφαλαίου σε χώρες όπου η κερδοφορία ήταν υψηλότερη. Η εξαγωγή αμερικανικού κεφαλαίου, κυρίως στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, έδωσε επιπλέον ώθηση στην ήδη σε εξέλιξη οικονομική ανάκαμψη, οπότε για κάποιο διάστημα δεν συνάντησε αντίσταση.

Οι νομισματικές πολιτικές των αμερικανικών κυβερνήσεων ευνοούσαν την εξαγωγή κεφαλαίου και, την ίδια στιγμή, παρείχαν τα οικονομικά μέσα για ιμπεριαλιστικές πολιτικές ισχύος. Ενώ οι Αμερικανοί καπιταλιστές εξαγοράζαν ή ιδρύαν ολόκληρες βιομηχανίες στις ευρωπαϊκές χώρες, οι χώρες αυτές συσσωρεύαν ως αποθεματικά δολλάριο σε χαρτονομίσματα. Το αποτέλεσμα ήταν μια σταθερή ροή χρυσού πίσω στην Ευρώπη, η οποία στην πράξη σήμαινε ότι το δολλάριο έχασε μέρος της εγγύησής του σε χρυσό. Καθώς άλλες χώρες γίνονταν περισσότερο ανταγωνιστικές, το αμερικανικό θετικό εμπορικό ισοζύγιο, το οποίο είχε διατηρηθεί για πολύ καιρό, εξαφανίστηκε, και το αρνητικό ισοζύγιο που ακολούθησε δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπιστεί ούτε με εμπόριο, ούτε με την επιστροφή στις ΗΠΑ των κερδών του εξηγμένου κεφαλαίου, ούτε με την εξαγωγή ευρωπαϊκού κεφαλαίου στις ΗΠΑ. Τελικά, εάν επέμενε το αμερικανικό έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, θα ήταν αναπόφευκτη μια κατάρρευση των κεφαλαιακών εμπορικών σχέσεων.

Για άλλη μια φορά, η νομισματική κρίση έγινε το τσιτάτο της εποχής κι εκφράστηκε η ανάγκη για ένα νέο νομισματικό σύστημα. Όμως, οι προτάσεις αυτές δεν ήταν παρά αντιδράσεις στις υπάρχουσες δυσκολίες, όχι η λύση τους. Έλεγαν ότι αφού η οικονομία είχε αποτύχει υπό τον κανόνα του χρυσού, για να επέλθει μια βελτίωση πρέπει ο κανόνας να καταργηθεί. Όταν οι κυμαινόμενες ισοτιμίες μόνο βαθαίναν το χάος του παγκόσμιου εμπορίου, υιοθετούνταν ξανά σταθερές ισοτιμίες. Ενώ κάποτε δεν αμφισβητούσε κανείς ότι το παγκόσμιο νόμισμα πρέπει να είναι προσδεμένο στον χρυσό, τώρα η ανάγκη ήταν αμφιλεγόμενη, κι οι ελεύθερες ισοτιμίες θεωρήθηκαν ως η ορθή πολιτική. Συνεπώς, οι νομισματικές πολιτικές υπήρξαν πάντα μια αντανακλαστική αντίδραση στις οικονομικές εξελίξεις που είχαν διαφύγει κάθε ελέγχου, και μόνο στην φαντασία των μονεταριστών υπήρξαν μια συνειδητή καθοδήγηση της οικονομικής πολιτικής με τη χρήση νομισματικών μέσων. Αν ο καπιταλιστικός έλεγχος επί της οικονομίας αποδείχτηκε απατηλός σ’ εθνικό επίπεδο, τότε ήταν ακόμη περισσότερο ανέφικτος ο έλεγχος του διεθνούς εμπορίου μέσω νομισματικών συμφωνιών. Όπως η κρατικά δημιουργημένη πλήρης απασχόληση μόνο αποκρύβει την κρίση που υπονομεύει το σύστημα χωρίς να την μετριάζει, έτσι καθώς το καπιταλιστικό σύστημα αποσυντίθεται σέρνει μαζί του και το νομισματικό σύστημα. Κι αν η πλήρης απασχόληση μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω πληθωρισμού όταν η συσσώρευση είναι ανεπαρκής, έτσι ο πληθωρισμός οδηγεί μέσω της γενικής ανεξαρτησίας της παγκόσμιας οικονομίας στην αποσύνθεση εξαναγκάζοντας κάθε μεμονωμένο έθνος να προσπαθήσει να φορτώσει τα προβλήματά του στα άλλα.

Η αστική θεωρία προσπαθεί να ερμηνεύσει τον πληθωρισμό με την ξεροκέφαλη υπόθεση ότι η ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά. Όμως, ο αριθμός των ανέργων συνεχίζει ν’ αυξάνεται, όλο και περισσότερα εργοστάσια κλείνουν, κι ο πληθωρισμός συνεχίζει κι ανεβαίνει· η αιτία του, οπότε, δεν μπορεί να κείτεται απλώς στην πλεονάζουσα αγοραστική δύναμη. Η αιτία κείτεται αλλού: ονομαστικά, στην ενόρμηση να διασφαλιστεί η συνεχιζόμενη κερδοφορία του κεφαλαίου παρά τις αναπτυσσόμενες δημόσιες δαπάνες και την ύφεση των οργάνων. Η αναζήτηση περισσότερων κερδών αποτελεί επίσης έναν παράγοντα που καθορίζει τις εξαγωγές κεφαλαίου, οι οποίες επιχορηγούνται από μια πληθωριστική νομισματική πολιτική. Το κεφάλαιο πρέπει να διευρυνθεί, κι αυτό σημαίνει επίσης γεωγραφικά, με αποτέλεσμα εθνικές αντιπαλότητες κι ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Η πολιτική ισχύος στηρίζεται από πληθωριστικές νομισματικές πολιτικές, οι οποίες αποτελούν πιθανώς τον καλύτερο τρόπο για την αιτιολόγηση των αυξανόμενων δημοσίων δαπανών, καθώς εμπεριέχουν την υπόσχεση δυνητικών μελλοντικών κερδών. Μόλις εκκινήσει μια πληθωριστική πορεία κι ισχυριστούν ότι αυτή πρόκειται για το κλειδί προς κάποια εύσχημη κοινωνική σταθερότητα, γίνεται ολοένα και δυσκολότερο να εγκαταλειφθεί αυτή η πορεία και να επιστρέψουν σε παραδοσιακούς μηχανισμούς κρίσης.

Παρά τις προειδοποιήσεις, οι πληθωριστικές νομισματικές πολιτικές δεν υιοθετήθηκαν από κάποια πεποίθηση για την ορθότητά τους, αλλά από καθαρή αναγκαιότητα. Ξεκινήσαν στις ΗΠΑ κι έπειτα γενικεύτηκαν. Καθώς ένα αρνητικό ισοζύγιο πληρωμών σε μια χώρα σημαίνει ένα θετικό ισοζύγιο σε κάποια άλλη, τα νομισματικά αποθεματικά της δεύτερης αυξάνονται, και μαζί τους διευρύνονται η προσφορά χρήματος κι η πίστωση. Αν η εξαγωγή αμερικανικών προϊόντων είχε αυξηθεί στον ίδιο βαθμό με την εξαγωγή αμερικανικού κεφαλαίου, το συνολικό ισοζύγιο πληρωμών θα είχε διευθετηθεί. Όμως, οι συνολικές αμερικανικές δαπάνες υπερέβαιναν σταθερά τ’ αμερικανικά έσοδα απ’ το διεθνές οικονομικό εμπόριο. Ένας τρόπος για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος ίσως να ήταν μια περικοπή των αμερικανικών εξαγωγών κεφαλαίου, μείωση των δαπανών για τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές, κι αύξηση της ανταγωνιστικότητας στις εμπορευματικές αγορές εις βάρος του εργαζόμενου πληθυσμού· όμως, τα μέτρα αυτά θα είχαν υπονομεύσει περαιτέρω την ήδη ασταθή αμερικανική οικονομία, η οποία ήδη από τότε εξαρτούνταν στον πληθωρισμό.

Αυτές οι αποκλίσεις στις καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις αποτελούν ενδεικτικά σημάδια ότι η κερδοφορία του παγκόσμιου κεφαλαίου δεν επαρκεί για να καταστήσει ικανές όλες τις καπιταλιστικές χώρες να επιτύχουν συγχρόνως έναν ρυθμό συσσώρευσης που να επιτρέπει πλήρη απασχόληση. Το μερίδιο της κάθε χώρας στη συνολική συσσώρευση δεν είναι σταθερό και διακυμαίνεται στο πέρασμα του χρόνου. Το κεφάλαιο εισρέει στις χώρες με το υψηλότερο ποσοστό κέρδους και το υψηλότερο επιτόκιο. Καθώς είναι το κίνητρο του κέρδους που ρυθμίζει την οικονομική ανάπτυξη, δεν υπάρχει τρόπος ν’ αλλάξει αυτή η διαδικασία· όσον αφορά τις οικονομικές αντιφάσεις που δημιουργεί, το μόνο που απομένει είναι η ελπίδα ότι η τάση αργά ή γρήγορα θ’ αντιστραφεί.

Αν χαθεί αυτή η ελπίδα, θα γίνουν προσπάθειες να χρησιμοποιηθούν πολιτικά μέσα για να σπάσει η επίμονη μονομέρεια της οικονομικής ανάπτυξης· όμως, αν η συσσώρευση είναι ανεπαρκής, ο μόνος τρόπος να γίνει αυτό είναι να χρησιμοποιηθεί πολιτική ισχύς που θα επιφέρει μια αναδιανομή των παγκόσμιων κερδών. Κανένα εθνός δεν μπορεί να παραμένει μακροπρόθεσμα αδιάφορο προς το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών της μεγαλύτερης παγκόσμιας καπιταλιστικής δύναμης, τελική συνέπεια του οποίου θα είναι η κατάρρευση του παγκόσμιου εμπορίου. Όλες οι χώρες είναι τόσο αφοσιωμένες όσο κι οι ΗΠΑ, αν όχι περισσότερο, στη διεύρυνση του παγκόσμιου εμπορίου, κι είναι συνεπώς έτοιμες να βάλουν στις άκρη τους ενδοιασμούς τους και να κάνουν παραχωρήσεις που θα βοηθήσουν τη διάσωση των ΗΠΑ απ’ το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών. Ήταν αυτή η ετοιμότητα που κατέστησε τις ΗΠΑ ικανές ν’ αναστέλλουν το νομισματικό σύστημα του Μπρέτον Γουντς και να καταργήσουν την μετατρεψιμότητα το δολλαρίου σε χρυσό.

Οπότε, αυτό που για καιρό αποτελούσε εθνική πραγματικότητα, τώρα επιτεύχθηκε επίσης και στο διεθνές επίπεδο: το εμπορευματικό χρήμα έπαψε να υπάρχει. Τα αποθεματικά νομίσματα είχαν υπάρξει μόνο μερικώς μετατρέψιμα με την διαδικασία της ανταλλαγής χρυσού βασισμένη στον κανόνα του χρυσού· όμως, στον βαθμό που ήταν μετατρέψιμα (κι ο βαθμός αυτός, επιπλέον, ήταν διαρκώς συρρικνούμενος), ήταν αρκετό ώστε ν’ αποτραπεί μια γενική φυγή από τα νομίσματα προς τον χρυσό, παρά τον επιταχυνόμενο πληθωρισμό. Η αυταπάτη της μετατρεψιμότητας διατηρούνταν επιμελώς, πχ, μέσω της στήριξης της επίσημης τιμής του χρυσού (τώρα πουλώντας αντί αγοράζοντας χρυσό), με τη δημιουργία άλλων υποτιθέμενα εγγυημένων με χρυσό πιστώσεων, δηλαδή, τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, και κρατώντας τη χρηματική τιμή του χρυσού διαφορετική απ’ τη τιμή του ως εμπόρευμα. Ακόμη και μετά την κατάργηση της μετατρεψιμότητας του δολλαρίου σε χρυσό, η τάξη πραγμάτων που αναδύθηκε θεωρούνταν τότε προσωρινή έως ότου επινοηθεί ένα νέο νομισματικό σύστημα στο οποίο ο χρυσός θα συνέχιζε να παίζει κάποιον ρόλο, έστω και περιορισμένο.

Η κατάργηση της μετατρεψιμότητας του δολλαρίου κι η επακόλουθη ανάγκη για ένα νέο νομισματικό σύστημα φαινόταν να επιβεβαιώνει μια τάση προς μια καπιταλιστική αναδιοργάνωση της παγκόσμιας οικονομίας, μολονότι με το λάθος μέσο της νομισματικής πολιτικής, σχεδιασμένη να συμμορφώσει τους όρους της αγοράς στις ανάγκες μιας περισσότερο ρυθμισμένης παγκόσμιας οικονομίας. Τόσο στη σοσιαλιστική όσο και την αστική βιβλιογραφία, η διεθνοποίηση της συγκέντρωσης του κεφαλαίου πάντα συνδεόταν με την κατάργηση του χρήματος στην καπιταλιστική του μορφή. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Χίλφερντινγκ, «υπό το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, το κεφάλαιο χάνει τον ειδικά κεφαλαιακό χαρακτήρα του», καθώς το τελικό αποτέλεσμα θα είναι η δημιουργία ενός διεθνούς «γενικού καρτέλ». «Τότε, η καπιταλιστική παραγωγή θα ρυθμίζεται από ένα κεντρικό σχέδιο το οποίο καθορίζει το σύνολο της παραγωγής σε όλες τις ιδιαίτερες σφαίρες της. Ο καθορισμός των τιμών θα είναι τότε καθαρά πλασματικός, συνεπαγόμενος τη διανομή του κοινωνικού προϊόντος μεταξύ, αφενός, των καρτέλ-μεγαλεπιχειρηματιών και, αφετέρου, του εργατικού πληθυσμού. Η τιμή δεν θα είναι πλέον τότε ένα αποτέλεσμα υλικών σχέσεων μεταξύ ανθρώπων, μα ένα απλό λογιστικό όργανο για τη διανομή των αγαθών από ανθρώπους σε ανθρώπους. Το χρήμα δεν παίζει πλέον κάποιον ρόλο. Μπορεί τώρα να εξαφανιστεί πλήρως, επειδή η διανομή καταπιάνεται με προϊόντα, όχι με αξίες. Με την εξαφάνιση του αναρχικού χαρακτήρα της κοινωνικής παραγωγής, εξαφανίζεται ο αξιακός χαρακτήρας των εμπορευμάτων, οπότε επίσης και το χρήμα»[6]. Ο Λούντβιχ φον Μίζες υπήρξε λιγότερο σαγηνευμένος, όμως παρέμενε αγχωμένος μ’ αυτή την εξέλιξη, επειδή κι αυτός πίστευε ότι ήταν πιθανός ο σχηματισμός ενός παγκόσμιου καρτέλ, κάτι που θα είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή του χρήματος, καθώς «μία μοναδιαία παγκόσμια νομισματική τράπεζα ή το παγκόσμιο καρτέλ θα ήταν ικανό να διευρύνει απεριόριστα την κυκλοφορία του νομίσματος». Είδε σ’ αυτό προβλήματα τα οποία «πιθανώς υποδεικνύουν πέρα απ’ την ατομικιστική οργάνωση της παραγωγής και της διανομής προς νέες μορφές συλλογικής οργάνωσης της οικονομίας της κοινωνίας ως όλον»[7].

Στο εθνικό επίπεδο, είχε γίνει εμφανές ότι η αγορά δεν μπορούσε να σταθεροποιηθεί διαμέσου των έμμεσων μέσων της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής, και ότι μόνο άμεσα κυβερνητικά μέτρα για τη ρύθμιση των τιμών και του εισοδήματος μπορούσαν να βάλουν ένα τέλος στον πληθωρισμό. Υπάρχει, οπότε, μια τάση στις οικονομίες της αγοράς για την υιοθέτηση της έννοιας του χρήματος όπως αυτή κυριαρχεί στις σχεδιασμένες οικονομίες. Μολονότι οι οικονομίες αυτές είναι ασύμβατες μεταξύ τους, εφόσον μια αποτελεσματική πολιτική για τις τιμές και τα εισοδήματα προϋποθέτει συγκεντροποιημένο έλεγχο του συνόλου της παραγωγής και της διανομής, αυτός ο τρόπος σκέψης υποδεικνύει τον ανεπιθύμητο μετασχηματισμό του καπιταλισμού από ένα ατομικιστικό σ’ ένα συλλογικό σύστημα, όπως είχε υπάρξει προσωρινά σε περιόδους πολέμου υπό το όνομα «πολεμικός σοσιαλισμός».

Καθώς ο καπιταλισμός αποσυντίθεται εκ των έσω, έτσι και το χρήμα γίνεται περισσότερο περιττό, μολονότι το σύστημα συνεχίζει να βασίζεται σ’ αυτό. Σύμφωνα με τον Μαρξ, η συσσώρευση κι η συγκέντρωση κεφαλαίου, και ο μετασχηματισμός του από ιδιωτικό σε μετοχικό κεφάλαιο, θα οδηγούσε σε μια σταδιακή κοινωνικοποίηση του κεφαλαίου:

Είναι η κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μέσα στα πλαίσια του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, και γι’ αυτό είναι μια αυτοαναιρούμενη αντίφαση, που πριν απ’ όλα παρουσιάζεται σαν απλό μεταβατικό σημείο προς μια νέα μορφή παραγωγής. Σαν τέτοια αντίφαση παρουσιάζεται επίσης στην εμφάνιση. Αποκαθιστά σε ορισμένες σφαίρες το μονοπώλιο και προκαλεί γι’ αυτό την ανάμειξη του κράτους. Αναπαράγει μια νέα οικονομική αριστοκρατία, παράσιτα νέου είδους, με την μορφή σχεδιαστών, ιδρυτών κι απλώς ονομαστικών διευθυντών. Ένα ολόκληρο σύστημα αγυρτείας κι απάτης σχετικά με τις ιδρύσεις, την έκδοση μετοχών και το εμπόριο μετοχών. Πρόκειται για ατομική παραγωγή χωρίς τον έλεγχο της ατομικής ιδιοκτησίας[8].

Σε μια τέτοια κατάσταση, η καπιταλιστική κοινωνία έχει μπροστά της μόνο την καταστροφή της. Το κράτος αναγκάζεται να παρέμβει στον μηχανισμό της αγοράς με τρόπους που μπορούν μόνο να τον παραλύσουν· με μια λέξη, περιορίζεται στην εφαρμογή πολιτικών μέτρων διαχωρίζοντας τις παραγωγικές σχέσεις απ’ τις σχέσεις της αγοράς ώστε να διατηρήσει τουλάχιστον τις δεύτερες. Αφετέρου, καθώς ο μηχανισμός της αγοράς αποσυντίθεται, απαιτεί από μόνος του κυβερνητικές παρεμβάσεις για την παράταση της ίδιας του της υπάρξης, δηλαδή, μεμονωμένες κεφαλαιακές οντότητες κι εταιρείες χρειάζονται η κρατική αρχή να διασφαλίσει την κερδοφορία τους. Συνεπώς, οικονομικά και πολιτικά μέτρα συμπίπτουν· το κεφάλαιο γίνεται η κυβέρνηση κι η κυβέρνηση αναγράφει κεφάλαιο. Η κρατική αρχή, η οποία πάντα εξαρτούνταν από το κεφάλαιο και βρισκόταν στην υπηρεσία του, ταυτίζεται τώρα πλήρως με το κεφάλαιο, κι η πρώτη της λειτουργία είναι η διατήρηση των σχέσεων εκμετάλλευσης τις οποίες δεν μπορούν πλέον να εγγυηθούν οι σχέσεις της αγοράς.

Υπό την ηγεμονία του μονοπωλιακού κεφαλαίου, το μέσο ποσοστό κέρδους, το οποίο μεσολαβείται απ’ τον ανταγωνισμό, δεν μπορεί πλέον να ρυθμίσει τον μηχανισμό της αγοράς. Ο προσδιορισμός των τιμών, ο οποίος γίνεται μ’ έναν σχετικά αυθαίρετο τρόπο, έχει ως αποτέλεσμα την μεταφορά κερδών απ’ τις ανταγωνιζόμενες επιχειρήσεις στα μονοπώλια. Μολονότι αυτό προωθεί τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, από μόνο του δεν μεταβάλλει τη συνολική μάζα των κερδών, εκτός κι αν στην πορεία η παραγωγικότητα της εργασίας επίσης αυξηθεί στον βαθμό που αντιστοιχεί στις ανάγκες της συσσώρευσης. Αν αυτό δεν συμβεί, η μονοπώληση επιβραδύνει την ανάδυση σχέσεων της αγοράς οι οποίες επωφελούν μια σταδιακή συσσώρευση και οδηγεί σ’ ένα βάθεμα των αντιφάσεων στις χρηματαγορές και τις εμπορευματικές αγορές. Η αναπτυσσόμενη μονοπώληση αποτελεί την έκφραση τόσο της ανόδου του κεφαλαίου όσο και της πτώσης του, όπως κι η συσσώρευση αναγγέλει την αφετηρία του και το τέλος του.

Καθώς η μονοπώληση αποτελεί ένα προϊόν του ανταγωνισμού, δεν μπορεί να διακοπεί. Η μονοπωλιακή τιμολόγηση διανέμει τα κοινωνικά κέρδη σύμφωνα με τις αξιώσεις των μονοπωλίων. Έτσι, η μονοπωλιακή τιμολόγηση καθοδηγεί τις κυβερνητικές διανεμητικές πολιτικές, και το μόνο ερώτημα είναι ποια από τις πιθανές πολιτικές είναι η περισσότερο αρμόζουσα: εάν το κράτος θα επιλέξει τον έμμεσο δρόμο της νομισματικής πολιτικής ή τον άμεσο της μισθολογικής πολιτικής και της πολιτικής των τιμών. Ωστόσο, δεν μπορεί να επιτευχθεί συγκεντροποιημένος έλεγχος επί του συνόλου της οικονομίας, όπως αυτός υπάρχει στις σχεδιασμένες οικονομίες, χωρίς την απόλυτη κατάργηση των κεφαλαιακών σχέσεων της ατομικής ιδιοκτησίας. Όμως, κάτι τέτοιο θα σήμαινε μια κοινωνική επανάσταση που θα σάρωνε τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό. Συνεπώς, το «γενικό καρτέλ» του Χίλφερντινγκ είναι μια αυταπάτη τόσο σε εθνική όσο και σε διεθνή κλίμακα. Ο κρατικός καπιταλισμός καταστρέφει την οικονομική βάση της ταξικής κυριαρχίας τόσο για το ανταγωνιστικό όσο και για το μονοπωλιακό κεφάλαιο, αλλά δημιουργεί μια νέα τάξη που αναλαμβάνει τον απαιτούμενο έλεγχο επί της παραγωγής και της διανομής κυβερνώντας μόνο με πολιτικά μέσα. Η τρέχουσα νομισματική πολιτική αντικατοπτρίζει τη διττή φύση της μεικτής οικονομίας, την προοδευτική εθνικοποίηση της παραγωγής εντός των υπάρχοντων σχέσεων ιδιοκτησίας και την απορρέουσα όξυνση της σύγκρουσης μεταξύ των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας και των αναγκών της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αφενός, το χρήμα υποτίθεται ότι λειτουργεί ως ένα όργανο σκόπιμης και συνειδητής οικονομικής διαχείρισης, όμως, αφετέρου, πρέπει αναγκαστικά ν’ αντικατοπτρίζει τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις και την απορρέουσα απ’ αυτές διανομή του κοινωνικού προϊόντος. Το χρήμα, ας πούμε, αναμένεται να υπηρετεί δύο αφεντάδες, οπότε δεν υπηρετεί επαρκώς κανέναν εκ των δύο, όπως είναι εμφανές από την αυξανόμενα μη-παραγωγική χρήση της εργασίας και του κεφαλαίου, και την απορρέουσα καταστροφή του χρήματος ως την ενσάρκωση της κεφαλαιακής παραγωγής ως αξιακές σχέσεις.

Εγχώρια, το χρήμα ενός έθνους αξιολογείται με τους όρους της αγοραστικής του δύναμης· δεν έχει σημασία αν είναι εμπορευματικό χρήμα ή συμβολικό χρήμα. Σήμερα, το συμβολικό χρήμα μέχρι και που αρχίζει να θεωρείται περιττό, κι οραματίζονται ένα μέλλον με ηλεκτρονικές τραπεζικές συναλλαγές, επιφέροντας πληρωμές χωρίς μετρητά κι επιταγές[9]. Διεθνώς, ωστόσο, η κατάσταση είναι διαφορετική. Τουλάχιστον ένα μέρος του συμβολικού χρήματος πρέπει να είναι μετατρέψιμο σ’ εμπορευματικό χρήμα ώστε να καλυφθούν τα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών τα οποία εγείρονται στο διεθνές εμπόριο. Προηγουμένως, το δολλάριο χρησιμοποιούνταν ως αποθεματικό νόμισμα λόγω της μετατρεψιμότητάς του σε χρυσό. Όμως, όταν η μετατρεψιμότητα καταργήθηκε, μαζί της καταργήθηκε και το σταθερό σημείο αναφοράς στο οποίο ήταν προσδεδεμένα όλα τα άλλα νομίσματα· εφεξής, η αξία των νομισμάτων αυτών εξαρτάται στην μεταβαλλόμενη κατάσταση προσφοράς και ζήτησης στην αγορά.

Αν ο κόσμος ήταν ένα μοναδιαίο έθνος, το εθνικό νομισματικό σύστημα θα μπορούσε να γίνει διεθνές νομισματικό σύστημα. Το εμπορευματικό χρήμα και τα αποθεματικά χρυσού θα ήταν τότε περιττά, και η χρηματαγορά θα μπορούσε να ελεγχθεί από κυβερνητικές ρυθμίσεις. Ωστόσο, στον πραγματικό κόσμο των ανταγωνιστικών καπιταλιστικών εθνών, αυτό δεν είναι εφικτό, και οποιαδήποτε νομισματική πολιτική βασισμένη σε διεθνείς συμφωνίες έχει ημερομηνία λήξης. Οπότε, οι σταθερές ισοτιμίες του συστήματος Μπρέτον Γουντς είχαν μια σταθεροποιητική επίδραση στον βαθμό που η πραγματική αστάθεια της παγκόσμιας οικονομίας ως όλον έκανε κάθε έθνος έναν οφειλέτη των ΗΠΑ. Όμως, οι ΗΠΑ υπήρξαν ανίκανες να διατηρήσουν τη θέση της απόλυτης ηγεμονίας τους μέσω περαιτέρω ραγδαίας καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η αντίδραση ενάντια στην αναπτυσσόμενη κρίση οδήγησε σ’ έναν πληθωρισμό του δολλαρίου, με αποτέλεσμα τη διεθνή νομισματική κρίση.

Ο καπιταλισμός έχει ταλαιπωρηθεί από οικονομικές κρίσεις, με τις συνοδευόμενες νομισματικές επιπτώσεις τους, καθόλη του την ιστορία. Όμως, παραμένει η αυταπάτη, ισχυρότερη από ποτέ, ότι τα αντικρουόμενα συμφέροντα που έχει φέρει η κρίση στην επιφάνεια μπορούν να διαχειριστούν μέσω διαπραγματεύσεων. Στα πάμπολλα διεθνή συνέδρια που έχουν διεξαχθεί για τη συζήτηση του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος, βλέπουν τον κόσμο ως να ήταν ήδη ένα μοναδιαίο έθνος, κι ακούγονται συνεχώς λόγια για την ανάγκη διεθνούς συνεργασίας την ίδια στιγμή που ο ανταγωνισμός οξύνεται σέρνοντας μαζί του και την νομισματική πολιτική. Πράγματι, εδώ κι αρκετό καιρό η διεθνής οικονομία έχει επιδείξει έναν τέτοιο βαθμό ολοκλήρωσης κι αλληλεξάρτησης που κάθε εγειρόμενη τάση γίνεται αισθητή, αν και σε διαφορετικό βαθμό, παγκοσμίως, και κάθε σοβαρή κρίση γίνεται επίσης παγκόσμια κρίση. Συνεπώς, υπάρχει ανάγκη για συνεργασία· όμως, ο τρόπος με τον οποίο είναι οργανωμένος αυτή τη στιγμή ο καπιταλισμός, δηλαδή, κυρίως σ’ εθνική βάση, αποκλείει την διαμόρφωση κοινών συμφερόντων που πηγαίνουν πέρα από τα τετριμμένα.

Έτσι, η παγκόσμια νομισματική κρίση που επισπεύθηκε απ’ την κατάργηση της μετατρεψιμότητας του δολλαρίου έδειξε ότι όχι μόνο γενικά αλλά επίσης και στη νομισματική πολιτική, οι εθνικές ανάγκες έχουν προτεραιότητα των διεθνών. Οι ΗΠΑ ούτε ήθελαν ούτε μπορούσαν να εγκαταλείψουν την πληθωριστική τους πορεία κι επιδίωξαν να επιλύσουν τις δυσκολίες του ισοζυγίου πληρωμών τους εις βάρος άλλων εθνών. Ως έναν βαθμό αυτό ήταν αρκετά εφικτό, καθώς μερικές φορές τα έθνη είναι πρόθυμα να υπομείνουν μειονεκτήματα ώστε ν’ αποφύγουν ακόμη μεγαλύτερες ζημίες. Η πτωτική ανταγωνιστικότητα του αμερικανικού κεφαλαίου συνείσφερε στο έλλειμμα του αμερικανικού ισοζυγίου πληρωμών, όμως αυτό θα μπορούσε να μετριαστεί ως έναν βαθμό από την άνοδο της αξίας των άλλων νομισμάτων. Υπό τη συνθήκη του Μπρέτον Γουντς, όλα τα νομίσματα ήταν προσδεμένα στο δολλάριο. Ο πληθωρισμός του δολλαρίου, εκδηλωμένος ως ένα έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, έριξε την ισοτιμία του δολλαρίου προς τα άλλα νομίσματα. Οι κεντρικές τράπεζες  των άλλων εθνών, για να διατηρήσουν την πρόσδεση των νομισμάτων τους, ήταν υποχρεωμένες ν’ αγοράσουν περισσότερα δολλάρια, αυξάνοντας συνεπώς τον δικό τους πληθωρισμό. Για να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός εντός ορισμένων ορίων, έπρεπε ν’ αυξήσουν την αξία των δικών τους νομισμάτων σε σχέση με το δολλάριο, μολονότι αυτό έκανε τις δικές τους εξαγωγές λιγότερο ανταγωνιστικές ως προς τα αμερικανικά εξαγόμενα προϊόντα. Έπρεπε, οπότε, να επιλέξουν μεταξύ δύο κακών: πληθωρισμός ή μείωση των εξαγωγών. Κατά μία άποψη η επιλογή υπήρξε δική τους, από μία άλλη τους επιβλήθηκε.

Οι ΗΠΑ υπήρξαν ικανές ν’ αναγκάσουν την ανατίμηση των άλλων νομισμάτων και να κάνουν ρυθμίσεις που θα επιτρέπαν μια μεγαλύτερη διακύμανση των ισοτιμιών. Ωστόσο, το καθαρό αποτέλεσμα αυτών υπήρξε μόνο ένας επανακαταμερισμός του παγκόσμιου εμπορίου, με το κέρδος ενός έθνους ν’ αποτελεί τη ζημία ενός άλλου. Ο όγκος της παγκόσμιας οικονομίας και κερδοφορίας παρέμεινε σταθερός. Η γενική άποψη τώρα είναι ότι η παρούσα νομισματική κρίση θα συνεχιστεί για κάποιον καιρό, με προσωρινά μέτρα να εφαρμόζονται εδώ κι εκεί έως ότου να μπορέσει να κατασκευαστεί ένα νέο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα το οποίο θα εκπληρώνει καλύτερα τις ανάγκες της καπιταλιστικής παγκόσμιας οικονομίας.

Αποτελεί, φυσικά, αυταπάτη να υποθέσουμε ότι μπορεί να βρεθεί ένα νομισματικό σύστημα το οποίο θα καθυποτάξει τα συμφέροντα όλων των χωρών σ’ αυτά των ΗΠΑ. Η αποδοχή των αμερικανικών νομισματικών κι εμπορικών πολιτικών, είτε εκούσια είτε ακούσια, έχει βασιστεί στη σχετική ευμερία της Ιαπωνίας και των δυτικοευρωπαϊκών χωρών συγκριτικά με τις ΗΠΑ, και μπορεί να συνεχιστεί για όσο διαρκεί αυτή η ευημερία. Όμως, καθώς πολλαπλασιάζονται τα σημάδια ότι ήδη ξεκινάει μια ύφεση, οι χώρες αυτές είτε δεν θα θέλουν είτε δεν θα μπορούν να συνεχίσουν τις παραχωρήσεις. Όσο οι ΗΠΑ στέκονται ανυποχώρητες στην θέση τους ότι η αυτόνομη εθνική οικονομική πολιτική, με τον στόχο της για σχετικά πλήρη απασχόληση, δεν μπορεί να θυσιαστεί προς όφελος και για τους σκοπούς μιας ισορροπίας του ισοζυγίου πληρωμών, τα άλλα έθνη θ’ αναγκαστούν να συντηρήσουν την κοινωνική σταθερότητα μέσω πληθωρισμού και χρηματοδότησης του ελλείμματους, ενώ στο διεθνές επίπεδο θα επανέλθουν στην ανταγωνιστική τους μάχη όλων εναντίον όλων.

Φυσικά, το πως θα δημιουργηθεί αυτό το νέο νομισματικό σύστημα χωρίς διευθέτηση του ισοζυγίου πληρωμών παραμένει μυστήριο, εκτός κι αν οι χώρες με θετικά ισοζύγια είναι πρόθυμες να τα θυσιάσουν διαγράφοντας τα ελλείμματα των άλλων χωρών. Κατά μία ορισμένη έννοια, αυτό πράγματι ήδη συνέβαινε όταν το αμερικανικό έλλειμμα μεταφραζόταν στα νομισματικά αποθέματα των άλλων χωρών. Και μολονότι πλεονάζοντα δολλάρια, σ’ αντίθεση με τον χρυσό, επανεισρέαν στις αμερικανικές χρηματαγορές όταν τ’ άλλα έθνη αγοράζαν τοκοφόρα κυβερνητικά ομόλογα, ο τόκος αυτός δεν αποτελεί επαρκή αποζημίωση για τον μόνιμο κίνδυνο περαιτέρω υποτιμήσεων του δολλαρίου. Το δολλάριο, αφού δεν βασίζεται στον χρυσό, αναπαριστά μια αξίωση προς τις ΗΠΑ, αξίωση η αξία της οποίας μειώνεται καθώς συνεχίζει ο πληθωρισμός, ενώ ο χρυσός διατηρεί την αξία του καθώς αυτή καθορίζεται απ’ το κόστος παραγωγής του. Μολονότι είχαν υποθέσει ότι η κατάργηση των αποθεματικών χρυσού θα μείωνε τη τιμή του χρυσού στην αγορά χρυσού, η οποία έχει περιορισμένη ζήτηση, κανείς δεν το αποπειράθηκε στα σοβαρά. Οι ΗΠΑ, επίσης, δεν ήθελαν να μείνουν ανυποχώρητες στην μετατρεψιμότητα του δολλαρίου ως και τη τελευταία μπάρα χρυσού, κι αντ’ αυτού κατήργησαν την μετατρεψιμότητα ώστε να σώσουν τον χρυσό που τους είχε απομείνει.

Μολονότι το δολλάριο δεν είναι πλέον μετατρέψιμο σε χρυσό, ο χρυσός διατηρεί τη λειτουργία του ως εμπορευματικό χρήμα. Ωστόσο, την ίδια λειτουργία θα μπορούσαν να εκτελέσουν κι άλλα εμπορεύματα. Όλο και περισσότερο ακούγονται προτάσεις ότι τα πλεονάσματα δολλαρίου θα πρέπει ν’ ανταλλάσσονται για μετοχές αμερικανικών εταιρειών, κι ότι η ιαπωνική κεντρική τράπεζα εξετάζει να χρησιμοποιήσει τα πλεονάζοντα δολλάρια ως δάνεια προς Ιάπωνες επιχειρηματίες ώστε να επενδύσουν στις ΗΠΑ. Έτσι, το αμερικανικό έλλειμμα θα μπορούσε να γίνει ένα όργανο εξαγωγής κεφαλαίου για άλλες χώρες, όπως είχε υπάρξει παλαιότερα για την Αμερική, και μια ισορροπία στο ισοζύγιο πληρωμών θα μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της εξάπλωσης πολυεθνικών συμφερόντων. Εάν, ωστόσο, δεν αλλάξει τίποτα στις υπάρχουσες εμπορικές σχέσεις, περισσότερα ελλείμματα θα επιφέρουν μια περαιτέρω αποστράγγιση του αμερικανικού κεφαλαίου, κάτι που θα κάνει την κατάστασή του ακόμη περισσότερο επισφαλή, καθώς τα κέρδη των πολυεθνικών θα επιστρέψουν πίσω στις χώρες των ιδιοκτητών τους. Οπότε, δεν μπορούμε να περιμένουμε πολλά από μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι πιθανότερο να γίνουν προσπάθειες να βρεθούν συμβιβαστικές λύσεις μέσω του ΔΝΤ, το οποίο θα διατηρήσει την μετατρεψιμότητα του δολλαρίου σε άλλα νομίσματα ακόμη και χωρίς τη πρόσδεσή του στον χρυσό. Παραμένει η ελπίδα ότι το πρόβλημα θα λυθεί από μόνο του αν του δωθεί αρκετός χρόνος. Ο μηχανισμός τεχνητών αποθεματικών και τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα βοηθούν κερδίζοντας χρόνο· τα τελευταία επινοήθηκαν για την αξιοποίηση υπάρχοντων χρυσών και νομισματικών αποθεματικών ώστε να δωθεί στις ελλειμματικές χώρες μια ευκαιρία να διευθετήσουν το ισοζύγιο πληρωμών τους υπό μακροπρόθεσμους όρους.

Όμως, οποιαδήποτε διεθνής συμφωνία μ’ αυτόν τον σκοπό υποθέτει ότι οι τρέχουσες οικονομικές δυσκολίες δεν θα εκφυλιστούν προς μια νέα παγκόσμια κρίση. Αν συμβεί αυτό, όποιο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα κι αν επινοηθεί θα καταρρεύσει, όπως συνέβη και στην προηγούμενη μεγάλη κρίση. Το παγκόσμιο χρήμα έχει ήδη πεθάνει όπως και το εμπορευματικό χρήμα, μολονότι το δολλάριο πρέπει αναγκαστικά να συνεχίζει να εκτελεί τη λειτουργία ενός παγκόσμιου νομίσματος χωρίς στην πραγματικότητα να είναι πλέον τέτοιο. Αυτός ο θάνατος του χρήματος στην παραδοσιακή του μορφή αποτελεί την αναπόφευκτη συνέπεια της διάλυσης της εθνικής και διεθνούς αυτονομίας της αγοράς και τη συνεπακόλουθη σταδιακή αποσύνθεση του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Αυτά αποτελούν δεινά και μαρτύρια της αστικής τάξης, όμως τα κουβαλάν στις πλάτες τους οι εργάτες. Το κεφάλαιο δεν μπορεί να ζήσει ούτε με χρήμα ούτε χωρίς αυτό, κι οι ημέρες του, όπως κι αυτές του ίδιου του χρήματος, έχουν ήδη τελειώσει. Η τελική κατάργηση του χρήματος είναι ένα ζήτημα που θα λύσει ο σοσιαλισμός.

Σημειώσεις:
1. Λούντβιχ φον Μίζες, Theorie des Geldes und der Umlaufsmittel, 1912.
2. Georg Friedrich Knapp, Staatliche Theorie des Geldes, 1905.
3. [Σ.τ.Μ]: Εδώ ο Μάτικ, παρότι Γερμανός ο οποίος μάλιστα έζησε από πρώτο χέρι την περίοδο αυτή καθώς ήταν μερικά χρόνια προτού μεταναστεύσει στις ΗΠΑ, κάνει λάθος. Με το ξέσπασμα το Α’ ΠΠ η Γερμανία εγκατέλειψε τον κανόνα του χρυσού κι αντικατέστησε το Goldmark με το Papiermark, ώστε να μπορεί να εκδόσει χρήμα δίχως περιορισμούς για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο. Μετά τον Α’ ΠΠ, κατά τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, για ν’ αντιμετωπιστεί ο υπερπληθωρισμός η Γερμανία αντικατέστησε το Papiermark με το Rentenmark. Επειδή όμως δεν είχε επαρκείς ποσότητες χρυσού ώστε να στηρίξει το νέο νόμισμα σε χρυσό, το Rentenmark βασίστηκε σε ενυπόθηκα δάνεια αγροτικής γης και βιομηχανικά ομόλογα, οπότε ήταν ένα νόμισμα βασισμένο, έστω κι εμμέσως, σε «πραγματικά» περιουσιακά στοχεία. Σίγουρα, το Rentenmark δεν ήταν μετατρέψιμο: δεν μπορούσε κανείς να μετατρέψει τα χρήματά του, πχ, στο χωράφι στο οποίο αντιστοιχούσε, ήταν απλώς μια υπόσχεση ότι αντιστοιχούν σ’ αυτή τη γη. Όμως, δεν ήταν και βασισμένο σε κυβερνητικά ομολόγα, όπου εκεί ενυπάρχει η «κυβερνητική προσταγή» κι η «αισιόδοξη πίστη» που αναφέρει ο Μάτικ. Επίσης, το Rentenmark εξ αρχής δεν ήταν παρά ένα προσωρινό μέτρο και σύντομα η Γερμανία επέστρεψε στον κανόνα του χρυσού με εκδίδονταν ένα νεό νόμισμα, το Reichsmark. Τελικά, το Rentenmark ήταν κάτι που υπήρξε στον κενό χώρο μεταξύ εμπορευματικού και συμβολικού χρήματος. Για μια αναλυτικότερη ιστορία του Rentenmark, μπορεί κανείς να διαβάσει το παρακάτω κείμενο: https://www.hardmoneyhistory.com/rentenmark
4. Νικολάι Μπουχάριν, Ökonomik der Transformationsperiode, 1922, σελ. 167.
5. Τζων Μέυναρντ Κέυνς, The General Theory of Employment, Interest and Money, 1936.
6. Ρούντολφ Χίλφερντινγκ, Das Finanzkapital, 1910, σελ. 321-322.
7. Λούντβιχ φον Μίζες, Theorie des Geldes und der Umlaufsmittel, 1912, σελ. 476.
8. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος τρίτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1978, σελ. 553.
9. D. W. Richardson, Electric Money: Evolution of an Electronic Funds-Transfer System, 1970. «Είναι αδιαμφισβήτητο», γράφει ο J. Flint στους The New York Times της 31ης Μαΐου του 1977, «ότι μια επανάσταση -ή τουλάχιστον μια εξέλιξη- έχει ήδη ξεκινήσει. Στόχος είναι η ηλεκτρονική να κερδίσει τα 1.000 δισ. δολλάρια που κρατάνε οι καταναλωτές σε τράπεζες, αποταμιευτικές και δανειοδοτικές ενώσεις και πιστωτικές ενώσεις, και να συγκρατήσει το εσαεί αυξανόμενο κόστος εξαλείφοντας την επεξεργασία μετρητών. Όμως, μαίνονται διαμάχες αναφορικά με την επιτυχία ή αποτυχία των συστημάτων ηλεκτρονικής μεταφοράς χρημάτων -ή EFT, όπως ονομάζεται η διαδικασία στην αργκό των τραπεζιτών- τις κατευθύνσεις που έχουν ληφθεί και τα οφέλη και τους κινδύνους για τους καταναλωτές. “Έχουμε υπερβεί το σημείο χωρίς επιστροφή”, είπε ο J. J. Poppen, αντιπρόεδρος της συμβουλευτικής Booz, Allen & Hamilton. “Στρεφόμαστε προς μορφές πλήρους υλοποίησης, είτε μας αρέσει είτε όχι”. Όμως, προβλέπει ότι η τελική νίκη της EFT απέχει ακόμα τουλάχιστον 25 χρόνια».