Το παρακάτω κείμενο του Ζωρζ Κανγκιλέμ μεταφράστηκε από την ανθολογία κειμένων του Ideology and Rationality in the History of Life Sciences, εκδόσεις MIT Press, 1988. Χρησιμοποιήσαμε επίσης και μια ακόμη αγγλική έκδοση του κειμένου στο περιοδικό Radical Philosophy #29, Φθινόπωρο 1981.
Ι
Τι είναι μια επιστημονική ιδεολογία; Αυτό είναι ένα ερώτημα που εγείρεται, ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται, στην πρακτική της ιστορίας της επιστήμης, κι η απάντησή του ίσως να έχει σημασία για τη θεωρία αυτού του αντικειμένου. Πιθανόν το πρώτο ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι τι είναι εκείνο του οποίου ισχυρίζεται ότι αποτελεί ιστορία η ιστορία της επιστήμης. Μια εύκολη απάντηση είναι ότι η ιστορία της επιστήμης είναι η ιστορία μιας ορισμένης πολιτιστικής μορφής που λέγεται «επιστήμη». Πρέπει τότε κανείς να προσδιορίσει με ακρίβεια τα κριτήρια που καθιστούν δυνατόν ν’ αποφασίσουμε αν, οποιαδήποτε στιγμή, μια συγκεκριμένη πρακτική ή κλάδος αξίζει ή όχι να ονομαστεί επιστήμη. Και πρόκειται ακριβώς για ένα αξιολογικό ζήτημα, επειδή η «επιστήμη» είναι ένα είδος τίτλου, ένα μεγαλείο που δεν μπορεί ν’ απονεμηθεί μ’ ελαφρότητα. Έτσι γίνεται αναπόφευκτο ένα άλλο ερώτημα: η ιστορία της επιστήμης θα πρέπει ν’ αποκλείει ή, αντιθέτως, ν’ ανέχεται ή ακόμη και να περιλαμβάνει την ιστορία του εξοστρακισμού της ψευδούς γνωσής απ’ το πεδίο της αυθεντικής επιστήμης; Χρησιμοποιώ αρκετά εσκεμμένα τον όρο εξοστρακισμό, επειδή αυτό που διακυβεύεται δεν είναι τίποτα λιγότερο απ’ τη νομική απόσυρση νομίμως αποκτημένων προνομίων. Έχουμε προ πολλού παύσει να πιστεύουμε, όπως πίστευε ο Βολταίρος, ότι οι δεισιδαιμονίες κι οι ψευδείς πεποιθήσεις εφευρίσκονταν από κυνικούς δερβίσηδες κι επιβάλλονταν στους αθώους από αδαείς γκουβερνάντες[1].
Προφανώς, πρόκειται για κάτι περισσότερο από ένα ερώτημα ιστορικής μεθόδου ή τεχνικής αναφορικά με το τι μπορούμε να μάθουμε για το παρελθόν της επιστήμης από έγγραφα κι αρχεία. Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα επιστημολογικό πρόβλημα αναφορικά με τον τρόπο που συγκροτείται ιστορικά η επιστημονική γνώση.
Ο καθηγητής Suchodolski έθεσε πρόσφατα ένα παρόμοιο ερώτημα: «Αν το σύνολο της ιστορίας της επιστήμης έως σήμερα υπήρξε στην πραγματικότητα μια ιστορία “αντιεπιστήμης”, αυτό αναμφίβολα θ’ αποδείκνυε ότι δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά κι ότι πιθανώς δεν θα είναι διαφορετικά στο μέλλον… Η ιστορία της επιστήμης δεν μπορεί να γραφτεί ως μια ιστορία αλήθειας. Αποτελεί οξύμωρο σχήμα»[2]. Θα πω περισσότερα για την έννοια «αντιεπιστήμη». Συγκεκριμένα, θα εξετάσω τον βαθμό στον οποίο συμπίπτει μ’ αυτό που ίσως εννοείται με τη λέξη ιδεολογία.
Το ζήτημα της ιδεολογίας εγείρεται, όπως προείπα, σε σύνδεση με την πρακτική της ιστορίας της επιστήμης, μολονότι πολλοί ιστορικοί ποτέ δεν μπήκαν στον κόπο να το θέσουν. Περιέργως, όσοι έθεσαν το ζήτημα υπήρξαν ασαφείς όσον αφορά τα κριτήρια με τα οποία ορίζεται η ιδεολογία. Για παράδειγμα, μερικοί ιστορικοί των μαθηματικών είδαν τις μαγικές ή μυστικιστικές ιδιότητες των αριθμών και των γεωμετρικών σχημάτων ως κομμάτι του αντικειμένου τους. Οι ιστορικοί της αστρονομίας πράγματι δίνουν μια κάποια προσοχή στην αστρολογία, παρά το γεγονός ότι ο Κοπέρνικος το 1543 ανατίναξε τα αληθοφανή θεμέλια της «ωροσκοπικής επιστήμης». Οι ιστορικοί της αστρονομίας όμως δίνουν μια κάποια προσοχή στην αστρολογία μόνο επειδή οι αστρονόμοι υπήρξαν υπόχρεοι στους αστρολόγους επειδή οι αστρολόγοι παρατηρούσαν τους ουρανούς γι’ αρκετούς αιώνες. Πολλοί ιστορικοί της χημείας γνωρίζουν την ιστορία της αλχημείας και θεωρούν την αλχημεία ως ένα «στάδιο» στην ίδρυση της χημικής επιστήμης. Οι ιστορικοί των ανθρωπιστικών επιστημών, όπως της ψυχολογίας, βρίσκουν το παρελθόν του αντικειμένου τους περισσότερο ντροπιαστικό. Τα 2/3 της ιστορία του Brett για τη ψυχολογία είναι αφιερωμένα σε θεωρίες για τη ψυχή, τη συνείδηση και τη ζωή του πνεύματος, πολλές απ’ τις οποίες είναι παλαιότερες του ίδιου του όρου ψυχολογία και, ακόμη περισσότερο, της σύγχρονης έννοιας που αποδίδεται στον όρο αυτόν.
ΙΙ
Είναι συναφής η έννοια της επιστημονικής ιδεολογίας; Είναι ο όρος αυτός κατάλληλος για να ορίσει κι οριοθετήσει ορθώς το συνολικό εύρος των λογικών [discursive] δομών που ισχυρίζονται ότι είναι θεωρίες, το συνολικό πλήθος περισσότερο ή λιγότερο συνεκτικών αναπαραστάσεων διαφαινομενικών σχέσεων, και το συνολικό φάσμα περισσότερο ή λιγότερο σταθερών δομών με τους όρους των οποίων οι άνθρωποι έχουν ερμηνεύσει την καθημερινή τους εμπειρία; Εν ολίγοις, είναι ένας χρήσιμος τρόπος για να υποδηλώσουμε τις ψευδοεπιστήμες εκείνες η αναλήθεια των οποίων αποκαλύπτεται αποκλειστικά απ’ το γεγονός ότι έχει εδραιωθεί μια αυθεντική επιστήμη για ν’ αρνηθεί τους ισχυρισμούς τους;
Οι αιτίες για την ευρεία χρήση της λέξης ιδεολογία σήμερα δεν αποτελούν μυστήριο. Προκύπτει απ’ τον εκχυδαϊσμό της σκέψης του Καρλ Μαρξ. Η ιδεολογία αποτελεί μια επιστημολογική έννοια με μια πολεμική λειτουργία κι εφαρμόζεται σε συστήματα αναπαράστασης που εκφράζονται με τις γλώσσες της πολιτικής, του έθους, της θρησκείας και της μεταφυσικής. Οι γλώσσες αυτές ισχυρίζονται ότι εκφράζουν τα πράγματα ως έχουν, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν μέσα προστασίας κι υπεράσπισης μιας κατάστασης, δηλαδή, μιας συγκεκριμένης δομής των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων και των πραγμάτων. Ο Μαρξ επιτέθηκε στην ιδεολογία στο όνομα της επιστήμης που ισχυριζόταν ότι ιδρύει: της επιστήμης των ανθρώπων που δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, όμως όχι αναγκαία όπως τους αρέσει[3].
Ο Μαρξ δανείστηκε τον όρο ιδεολογία απ’ τη γαλλική φιλοσοφία του 18ου αιώνα. Ο Cabanis κι ο Destutt de Tracy την ορίσαν ως την επιστήμη της γένεσης των ιδεών. Οι ιδεολόγοι, όπως αποκαλούνταν οι ακολουθητές τους, προτείναν ν’ αντιμετωπίσουμε τις ιδέες σαν φυσικά φαινόμενα καθορισμένα απ’ τη σχέση μεταξύ του ανθρώπου, ένας ζωντανός, ευαίσθητος οργανισμός, και του φυσικού του περιβάλλοντος. Θετικιστές πριν τον θετικισμό, οι ιδεολόγοι υπήρξαν μολαταύτα φιλελεύθεροι, εχθροί των θεολόγων και των οπαδών της μεταφυσικής της εποχής τους. Αρχικά, οι φιλελεύθεροι αυτοί παραπλανήθηκαν απ’ τους πολιτικούς ελιγμούς του Ναπολέοντα· πιστέψαν ότι αποτελούσε τον κληρονόμο της Γαλλικής Επανάστασης. Όταν όμως στράφηκαν εναντίον του, ο Ναπολέων τους περιφρόνησε και τους ειρωνεύτηκε, κι ήταν αυτός που ευθυνόταν για τη διαστρέβλωση της δημόσιας εικόνας τους[4]. Η ιδεολογία αποκηρύχτηκε ως απλή μεταφυσική, ως σκέψη άνευ περιεχομένου, στο όνομα του πολιτικού ρεαλισμού (σύμφωνα με τον οποίο οι νόμοι πρέπει να βασίζονται στη γνώση της ανθρώπινης καρδιάς και στα μαθήματα της ιστορίας).
Στην έννοια που έδωσε ο Μαρξ στον όρο ιδεολογία, διατήρησε την ιδέα ότι η ιδεολογία αντιστρέφει τη σχέση μεταξύ της γνώσης και του προς γνώση αντικειμένου. Η ιδεολογία, η οποία αρχικά υποδήλωνε τη φυσική επιστήμη της ανθρώπινης απόκτησης ιδεών αναφορικά με την πραγματικότητα, κατέληξε ν’ αποτελεί έναν όρο που εφαρμόζεται σ’ οποιοδήποτε σύστημα ιδεών απορρέει από μια κατάσταση στην οποία οι άνθρωποι απετράπησαν απ’ την κατανόηση της αληθινής τους σχέσης με την πραγματικότητα. Σύμφωνα με τον Μαρξ, ιδεολογία υπάρχει όπου η προσοχή μας εκτρέπεται απ’ το ορθό της αντικείμενο.
Μπορεί η έννοια της επιστημονικής ιδεολογίας να υπαχθεί, χωρίς να διαστρεβλωθεί, υπό τη γενική έννοια της ιδεολογίας με την μαρξιστική της έννοια; Εκ πρώτης όψεως, η απάντηση είναι πως όχι. Στη Γερμανική Ιδεολογία, ο Μαρξ θέτει μια οξεία αντίθεση μεταξύ των πολιτικών, νομικών, οικονομικών και θρησκευτικών ιδεολογιών και της οικονομικής επιστήμης που προτίθοταν να ιδρύσει. Ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι η επιστήμη πιστοποιεί την αυθεντικότητά της σκίζοντας το πέπλο που αποτελεί την μόνη υπόσταση της ιδεολογίας. Συνεπώς, ο όρος επιστημονική ιδεολογία αποτελεί μια αντίφαση. Εξ ορισμού, κάθε ιδεολογία στέκεται σ’ απόσταση απ’ την πραγματικότητα· κάθε ιδεολογία αποτυγχάνει ν’ αγγίξει το αληθινό αντικείμενο που θεωρεί ότι εξετάζει. Ο Μαρξ εκκινεί ν’ αποδείξει ότι, συγκριτικά με την μαρξιστική επιστήμη των οικονομικών, όλες οι πολιτικές κι οικονομικές ιδεολογίες καθορίζονται απ’ τη ταξική θέση του αστού διανοούμενου, ο οποίος νομίζει ότι κοιτάει την αντανάκλαση των ίδιων των πραγμάτων σαν σε καθρέπτη, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο που βλέπει είναι μια ανεστραμμένη εικόνα της σχέσης του ανθρώπου με τους υπόλοιπους ανθρώπους και με τη φύση. Καμία ιδεολογία δεν λέει την αλήθεια. Μολονότι μερικές ιδεολογίες είναι λιγότερο απομακρυσμένες απ’ την πραγματικότητα απ’ ότι άλλες, είναι όλες τους παραπλανητικές[5]. Και λέγοντας παραπλανητικές δεν εννοεί απλώς λαθεμένες μα επίσης παρηγορητικές: οι ιδεολογίες είναι καθησυχαστικοί μύθοι, ασυνείδητα [unconsciously] συνένοχες σε μια κρίση [judgement] καθορισμένες από ίδιον συμφέρον[6]. Εν ολίγοις, ο Μαρξ θεωρεί ότι η ιδεολογία εκτελεί μια λειτουργία αντιστάθμισης. Οι αστικές ιδεολογίες αποτελούν αντιδράσεις, συμπτώματα της κοινωνικής σύγκρουσης και της ταξικής πάλης, όμως ως θεωρίες έχουν τη συνήθεια ν’ αρνούνται τα συγκεκριμένα προβλήματα χωρίς τα οποία δεν θα υπήρχαν.
Όμως, ορθώς θα ενισταθεί κανείς, δεν αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μαρξ δεν υπολόγισε ποτέ την επιστήμη μεταξύ των ιδεολογιών που αναλύει στη Γερμανική Ιδεολογία; Πράγματι, πρέπει να σημειωθεί. Σίγουρα, στην κριτική του στον Φώυερμπαχ, ο Μαρξ κατηγορεί ότι ο φιλόσοφος απέτυχε να κατανοήσει ότι η λεγόμενη καθαρή επιστήμη λαμβάνει τους στόχους και τα μέσα της απ’ το εμπόριο και τη βιομηχανία, ή, με άλλα λόγια, απ’ την υλική δραστηριότητα του ανθρώπου. Συνεπάγεται όμως αυτό ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά στο επιστημολογικό στάτους μεταξύ, ας πούμε, της φιλελεύθερης πολιτικής οικονομίας, η οποία για τον Μαρξ αποτελεί έναν ιδεολογικό λόγο, και τέτοιων καλά ελεγμένων θεωριών όπως ο ηλεκτρομαγνητισμός ή η μηχανική των ουράνιων σωμάτων; Είναι αρκετά αληθές ότι η ανάπτυξη της αστρονομίας τον 17ο και τον 18ο αιώνα εξαρτήθηκε απ’ την κατασκευή οπτικών και χρονομετρικών οργάνων. Τον 18ο αιώνα, ο προσδιορισμός του γεωγραφικού μήκους στην ανοιχτή θάλασσα ήταν ένα θεωρητικό ζήτημα, όμως η εν λόγω θεωρία αντλεί απ’ τη τέχνη του ωρολογοποιού ν’ αναπτύξει μια εμπορικά αξιόλογη τεχνολογία. Σήμερα, ωστόσο, η μηχανική των ουράνιων σωμάτων του Νεύτωνα επικυρώνεται πειραματικά σε μεγάλη κλίμακα μέσω διαστημικών προγραμμάτων υποστηριζόμενων από τεχνολογίες κι οικονομίες επηρεασμένες από αρκετά διαφορετικές ιδεολογίες. Το να πούμε ότι η επιστήμη της φύσης δεν είναι ανεξάρτητη του τρόπου παραγωγής και της εκμετάλλευσης της φύσης δεν σημαίνει ότι τα προβλήματα κι οι μέθοδοι της επιστήμης δεν είναι αυτόνομα· συνεπώς, σ’ αντίθεση με την οικονομική ή την πολιτική θεωρία, η επιστήμη δεν καθυποτάσσεται στην κυρίαρχη ιδεολογία της τάξης που αποτελεί την άρχουσα τάξη σε μια συγκεκριμένη στιγμή στην ιστορία της κοινωνίας. Στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, ο Μαρξ συνάντησε κάτι που χαρακτήρισε ως «δυσκολία», ονομαστικά, ότι η τέχνη, μολονότι παρηγμένη υπό συγκεκριμένους κοινωνικούς όρους, μπορεί να διατηρήσει την αξία της ακόμη κι όταν οι κοινωνικοί όροι αυτοί έχουν εξαφανιστεί. Μπορεί ο μαρξισμός ν’ αρνηθεί στην αρχαιοελληνική γεωμετρία αυτό που παραδέχτηκε στην αρχαιοελληνική τέχνη[7];
Όμως, ακόμη κι αν η επιστημονική γνώση δεν μπορεί να τεθεί υπό τον τίτλο της ιδεολογίας, υπάρχει ο οποιοσδήποτε λόγος να μην μπορούμε ν’ αποδώσουμε ένα νόημα στην έννοια της επιστημονικής ιδεολογίας; Στην κατηγορία της ιδεολογίας χρειάζεται να γίνει μια διάκριση μεταξύ περιεχομένου και λειτουργίας. Ο Μαρξ δηλώνει ρητά ότι οι ιδεολογίες θα πάψουν να υπάρχουν όταν η τάξη η μοίρα της οποίας είναι να καταργήσει όλες τις τάξεις εκπληρώσει τη διαλεκτική της αποστολή. Η λειτουργία της ιδεολογίας -η εξαπάτηση- δεν θα υπάρχει πια. Φυσικά, ο Μαρξ υποθέτει ότι αυτή η περιγραφή μιας ειρηνευμένης, αταξικής κοινωνίας είναι όρθη. Ωστόσο, η ιστορία συνεχίζει κι αφότου φτάσουμε σ’ αυτό το στάδιο, και θα μπορούσε κανείς να πει ότι στην πραγματικότητα τότε είναι που ξεκινάει η ιστορία. Δεν είναι πια η ιστορία της πάλης των τάξεων, αλλά η ιστορία της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση. Εγείρεται τότε ένα νέο ερώτημα. Μπορεί κανείς να προβλέψει την ανάπτυξη της νέας σχέσης του ανθρώπου με τη φύση; Με άλλα λόγια, μπορεί κανείς να προβλέψει ένα ήρεμο και τακτικό μέλλον για την ιστορία της επιστήμης; Ή η παραγωγή νέας επιστημονικής γνώσης στο μέλλον θ’ απαιτήσει, όπως έχει απαιτήσει και στο παρελθόν, τυχαίες ανακαλύψεις που μπορούν ν’ αξιοποιηθούν ορθολογικά μόνο αφότου γίνουν; Για να εδραιωθεί η νέα σχέση του ανθρώπου με τη φύση, δεν χρειάζεται οι άνθρωποι να πάνε πέρα απ’ αυτά που είναι ήδη γνωστά κι επαληθευμένα; Αν ναι, τότε η επιστημονική ιδεολογία θ’ αποτελέσει τόσο ένα εμπόδιο όσο και μια αναγκαία προϋπόθεση της προόδου. Η ιστορία της επιστήμης θα χρειαστεί να συμπεριλάβει μια ιστορία των επιστημονικών ιδεολογιών, ρητά αναγνωρισμένες ως τέτοιες. Επιτρέψτε μου οπότε να επιδείξω τη χρησιμότητα της έννοιας.
ΙΙΙ
Η επιστημονική ιδεολογία, σ’ αντίθεση με μια πολιτική ταξική ιδεολογία, δεν αποτελεί ψευδή συνείδηση. Ούτε αποτελεί ψευδή επιστήμη. Η ουσία της ψευδής επιστήμης είναι ότι δεν συναντά ποτέ το ψευδές, ότι δεν αποκηρύσσει ποτέ τίποτα κι ότι ποτέ δεν χρειάζεται ν’ αλλάξει τη γλώσσα της. Για μια ψευδή επιστήμη δεν υπάρχει προεπιστημονική κατάσταση. Οι ισχυρισμοί μιας ψευδούς επιστήμης δεν μπορούν ποτέ ν’ αποδειχθούν αναληθείς. Συνεπώς, η ψευδή επιστήμη δεν έχει ιστορία. Αντιθέτως, μια επιστημονική ιδεολογία έχει πράγματι μια ιστορία. Μια επιστημονική ιδεολογία τελειώνει όταν η θέση που καταλάμβανε στην εγκυκλοπαίδεια της γνώσης έχει καταληφθεί από ένα επιστημονικό πεδίο που επιδεικνύει λειτουργικά την εγκυρότητα του ισχυρισμού του για το επιστημονικό του στάτους, τις «νόρμες επιστημονικότητάς» του. Σ’ αυτό το σημείο, μια ορισμένη μορφή μη-επιστήμης αποκλείεται απ’ το πέδιο της επιστήμης. Χρησιμοποιώ των όρο μη-επιστήμη αντί για τον όρο «αντιεπιστήμη» του Suchodolski απλώς για να σημειώσω το γεγονός ότι σε μια επιστημονική ιδεολογία υπάρχει μια ρητή φιλοδοξία να είναι επιστήμη, μιμούμενη ένα ήδη συγκροτημένο μοντέλο για το τι είναι επιστήμη. Πρόκειται για ένα σημείο καίριας σημασίας. Η ύπαρξη επιστημονικών ιδεολογιών συνεπάγεται την παράλληλη και πρότερη ύπαρξη επιστημονικών λόγων. Συνεπώς, προϋποθέτει επίσης ότι έχει ήδη γίνει μια διάκριση μεταξύ επιστήμης και θρησκείας.
Αναλογιστείτε την περίπτωση του ατομισμού. Ο Δημόκριτος, ο Επίκουρος κι ο Λουκρήτιος ισχυρίζονταν το επιστημονικό στάτους της φυσικής και της ψυχολογίας τους. Στην αντιεπιστήμη της θρησκείας παραθέταν την αντιθρησκεία της επιστήμης. Η επιστημονική ιδεολογία παραμελεί τις μεθοδολογικές απαιτήσεις και λειτουργικές δυνατότητες της επιστήμης στο πεδίο της εμπειρίας που επιλέγει να εξερευνήσει, δεν πρόκειται όμως για άγνοια και δεν περιφρονεί ή αρνείται τη λειτουργία της επιστήμης. Συνεπώς, η επιστημονική ιδεολογία δεν είναι με κανέναν τρόπο ταυτόσημη με τη δεισιδαιμονία, επειδή πρόκειται για μια ιδεολογία τοποθετημένη, πιθανώς υφαρπαγμένη, στο πεδίο της γνώσης, όχι στο πεδίο της θρησκευτικής πίστης. Ούτε πρόκειται για δεισιδαιμονία με την αυστηρή ετυμολογική έννοια του όρου. Μια δεισιδαιμονία είναι μια πεποίθηση που προέρχεται από μια παλιά θρησκεία, μια πεποίθηση που επιμένει παρά την απαγόρευση της παλιάς θρησκείας από μια νέα θρησκεία. Η επιστημονική ιδεολογία στέκεται κι επιβλέπει έναν χώρο ο οποίος τελικά θα καταληφθεί από την επιστήμη. Δεν πρόκειται όμως απλώς για επικάλυψη· η επιστήμη εκτοπίζεται απ’ την ιδεολογία. Συνεπώς, όταν τελικά η επιστήμη αντικαταστήσει την ιδεολογία, δεν βρίσκεται στην αναμενόμενη θέση. Όταν η χημεία κι η φυσική εδραιώσαν την επιστημονική γνώση του ατόμου τον 19ο αιώνα, η θέση του ατόμου δεν ήταν εκείνη στην οποία είχε εγγραφθεί απ’ την ατομιστική ιδεολογία: η θέση του αδιαίρετου. Αυτό που βρίσκει η επιστήμη δεν είναι αυτό που πρότεινε η ιδεολογία να ψάξουμε. Το γεγονός ότι η λέξη «άτομο» παρέμεινε ενώ δεν είναι αδιαίρετο, δεν αποδεικνύει τίποτα όταν το πλαίσιο κι οι μέθοδοι διαφέρουν σε τέτοιο βαθμό όσο διαφέρει η τεχνική της κονιορτοποίησης απ’ τη σύγχρονη ατομική έρευνα. Πράγματι, αυτό που η ιδεολογία ανήγγειλε ως απλό αποκαλύπτει στην επιστημονική του πραγματικότητα μια ιεραρχία συνθετοτήτων.
Για ένα ακόμα, ελπίζω πειστικό, παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι επιστημονικές ιδεολογίες αντικαθίστανται απ’ την επιστήμη, αναλογιστείτε την μεντελική θεωρία της κληρονομικότητας. Οι περισσότεροι ιστορικοί της βιολογίας πιστεύουν ότι πρόδρομος της σύγχρονης γενετικής ήταν ο Maupertuis, επειδή στο έργο του Vénus Physique [Φυσική Αφροδίτη] στοχάστηκε για τους μηχανισμούς με τους οποίους μεταδίδονται τα συνηθισμένα κι ασυνήθιστα χαρακτηριστικά και χρησιμοποίησε τον λογισμό πιθανοτήτων για ν’ αποφασίσει εάν η συχνότητα μιας ιδιαίτερης ανωμαλίας σε μια συγκεκριμένη οικογένεια ήταν ή όχι τυχαία, κι εξήγησε τον υβριδισμό υποθέτοντας την ύπαρξη σπερματικών ατόμων, κληρονομικά στοιχεία τα οποία συνδυάζονταν κατά το ζευγάρωμα. Όμως, αρκεί να συγκρίνουμε τα γραπτά του Maupertuis με του Μέντελ για να δούμε το μέγεθος του χάσματος μεταξύ μιας ιδεολογίας και της επιστήμης που την αντικαθιστά. Τα δεδομένα που μελετά ο Μέντελ δεν είναι αυτά που σταχυολογούνται από έναν πρόχειρο παρατηρητή· αποκτούνται μέσω συστηματικής έρευνας. Η έρευνα αυτή υπαγορεύονταν απ’ τη φύση του προβλήματος του Μέντελ, ένα πρόβλημα του οποίου δεν υπήρχε πρόγονος στην προμεντελική βιβλιογραφία. Ο Μέντελ εφηύρε την ιδέα του χαρακτήρα, με την οποία δεν εννοούσε τον στοιχειώδη δρων της κληρονομικής μετάδοσης αλλά το ίδιο το στοιχείο της κληρονομικότητας. Ένας μεντελικός χαρακτήρας μπορεί να συνδυαστεί με ν άλλους χαρακτήρες, και μπορεί κανείς να μετρήσει τη συχνότητα της εμφάνισής τους σε διαδοχικές γενιές. Ο Μέντελ δεν ενδιαφερόταν για τη δομή, τη γονιμοποίηση ή την ανάπτυξη. Για τον Μέντελ, ο υβριδισμός δεν ήταν ένας τρόπος για την εδραίωση της συνέπειας ή ασυνέπειας ενός οικουμενικού τύπου· ήταν ένας τρόπος αποσύνθεσης ενός τύπου, ένα όργανο ανάλυσης, ένα εργαλείο για τον διαχωρισμό των χαρακτήρων που καθιστούσε αναγκαία την εργασία με μεγάλο αριθμό δειγμάτων. Συνεπώς, ο Μέντελ ενδιαφερόταν για υβρίδια παρά την απόρριψή του της μακροχρόνιας παράδοσης της υβριδικής έρευνας. Δεν ενδιαφερόταν για τη σεξουαλικότητα ή για τη διαμάχη περί εγγενών κι επίκτητων χαρακτηριστικών ή περί προδιαμορφισμού κι επιγένεσης. Ενδιαφερόταν μόνο για την επαλήθευση της δικής του υπόθεσης μέσω του υπολογισμού των συνδυασμών[8]. Ο Μέντελ αμέλησε τα πάντα για τα οποία ενδιαφέρονταν εκείνοι οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν καθόλου πρόδρομοί του. Η ιδελογία του 17ου αιώνα για την κληρονομική μετάδοση βρίθει παρατηρήσεων ζωικών και φυτικών υβριδίων και τεράτων. Αυτή η περιέργεια εξυπηρετούσε αρκετούς σκοπούς. Στήριζε την μια ή την άλλη πλευρά στα ντημπέιτ μεταξύ των προδιαμορφιστών και των επιγενετιστών, των ωαριστών και των σπερματοζωιστών. Ως αποτέλεσμα, ήταν χρήσιμη στην επίλυση νομικών ζητημάτων αναφορικά με την καθυπόταξη των φύλων, με την πατρότητα, την καθαρότητα των γραμμών αίματος και της νομιμότητας της αριστοκρατίας. Οι ανησυχίες αυτές σχετίζονται με τη διαμάχη μεταξύ καινοτομισμού κι αισθησιαρχίας. Η τεχνολογία της υβριδοποίησης τελειοποιήθηκε από αγρονόμους σε αναζήτηση καλύτερων ποικιλιών κι από βοτανολόγους που ενδιαφέρονταν για τις σχέσεις μεταξύ των ειδών. Μόνο αν απομονώσουμε τη Vénus Physique του Maupertuis απ’ το ιστορικό της πλαίσιο μπορούμε να τη συγκρίνουμε με τα Versuche über Pflanzen-Hybriden [Πειράματα περί του Υβριδισμού των Φυτών] του Μέντελ. Η επιστήμη του Μέντελ δεν αποτελεί τη τερματική στάση μιας γραμμής που εκτείνεται πίσω στην ιδεολογία την οποία αντικατέστησε, για τον απλό λόγο ότι η ιδεολογία δεν ακολούθησε ένα αλλά πολλά μονοπάτια, και κανένα απ’ αυτά δεν τέθηκε απ’ την ίδια την επιστήμη. Αντ’ αυτού, όλα τους ήταν κληροδοτήματα διάφορων παραδόσεων, μερικές παλιές, άλλες πιο πρόσφατες. Ο ωαρισμός κι ο σπερματοζωισμός δεν ήταν της ίδιας ηλικίας με τα εμπειρικά και μυθολογικά επιχειρήματα που προωθούνταν σε όφελος της αριστοκρατίας. Η ιδεολογία της κληρονομικότητας[9] υπήρξε υπερβολικά κι αφελώς φιλόδοξη. Επιδίωκε να επιλύσει μια σειρά σημαντικών θεωρητικών και πρακτικών νομικών προβλημάτων χωρίς να εξετάσει τη βάση τους. Εδώ, η ιδεολογία απλώς απονεκρώθηκε λόγω φθοράς. Όμως, η εξάλειψη των υποτιθέμενων επιστημονικών της βάσεων έφερε στο φως ότι δεν ήταν παρά μια ιδεολογία. Ο χαρακτηρισμός ενός ορισμένου συνόλου παρατηρήσεων κι επαγωγών ως ιδεολογία ήρθε ύστερα απ’ την απόρριψη του ισχυρισμού της ότι αποτελεί επιστήμη· αυτό επιτεύχθηκε απ’ την ανάπτυξη ενός νέου λόγου [discourse], ο οποίος οριοθέτησε το πεδίο εγκυρότητάς του κι απέδειξε την εγκυρότητά του μέσω της συνέπειας των αποτελεσμάτων του.
Είναι διδακτική η μελέτη του τρόπου με τον οποίο εξαφανίζονται οι επιστημονικές ιδεολογίες, είναι όμως ακόμη περισσότερο διδακτική η μελέτη του πως εμφανίζονται. Ας αναλογιστούμε εν συντομία τη γέννηση μιας επιστημονικής ιδεολογίας του 19ου αιώνα, του εξελικτικισμού. Το έργο του Χέρμπερτ Σπένσερ αποτελεί μια ενδιαφέρουσα περίπτωση προς μελέτη. Ο Σπένσερ πίστευε ότι μπορούσε να διατυπώσει έναν καθολικά έγκυρο νόμο προόδου με τους όρους της εξέλιξης απ’ το απλό στο σύνθετο μέσω διαδοχικών διαφοροποιήσεων. Με άλλα λόγια, τα πάντα εξελίσσονται από περισσότερη προς λιγότερη ομοιογένεια, κι από μικρότερη προς μεγαλύτερη διαφοροποίηση: το ηλιακό σύστημα, ο ζωικός οργανισμός, τα ζωντανά είδη, ο άνθρωπος, η κοινωνία και τα προϊόντα της ανθρώπινης σκέψης και δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας. Ο Σπένσερ δηλώνει ρητά ότι εξήγαγε αυτόν τον νόμο της εξέλιξης γενικεύοντας τις αρχές της εμβρυολογίας που έθεσε ο Karl-Ernst von Baer στο έργο του Über Entwickelungsgeschichte der Thiere [Περί της Εξελικτικής Ιστορίας των Ζώων] (1828). Η έκδοση της Καταγωγής των Ειδών του Δαρβίνου το 1859 επιβεβαίωσε την πεποίθηση του Σπένσερ ότι η γενικευμένη του θεωρία για την εξέλιξη μοιράζονταν την επιστημονική εγκυρότητα της βιολογίας του Δαρβίνου. Όμως, ο Σπένσερ ισχυριζόταν επίσης ότι ο νόμος του για την εξέλιξη είχε τη στήριξη μιας επιστήμης πιο καλά θεμελιωμένης απ’ τη νέα βιολογία του Δαρβίνου, λέγοντας ότι έχει συνάγει τον νόμο της εξέλιξης απ’ τον νόμο της διατήρησης της ενέργειας κι ισχυριζόμενος ότι ο νόμος της διατήρησης της ενέργειας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απόδειξη ότι οι ομοιογενείς καταστάσεις είναι ασταθείς. Αν ακολουθήσει κανείς την εξέλιξη του έργου του Σπένσερ, καθίσταται σαφές ότι ο Σπένσερ χρησιμοποίησε τη βιολογία του von Baer κι ύστερα αυτή του Δαρβίνου για ν’ αποδώσει επιστημονική στήριξη στις απόψεις του αναφορικά με την κοινωνική μηχανική στην αγγλική βιομηχανική κοινωνία του 19ου αιώνα, κι ιδίως στην υποστήριξή του για το ελεύθερο επιχειρείν, τον πολιτικό ατομικισμό και τον ανταγωνισμό. Απ’ τον νόμο της διαφοροποίησης συνάγει ότι το άτομο πρέπει να υποστηριχτεί ενάντια στο κράτος. Όμως, πιθανώς, η «συναγωγή» αυτή εμπεριέχονταν εξ αρχής στις αρχές του σπενσεριανού συστήματος.
Οι νόμοι της μηχανικής, της εμβρυολογίας και της εξέλιξης δεν μπορούν να επεκταθούν μ’ εγκυρότητα πέρα του πεδίου της καθεμιάς εξ αυτών των επιστημών. Για ποιον σκοπό συγκεκριμένα θεωρητικά συμπεράσματα αποκόβονται απ’ τις προϋποθέσεις τους κι εφαρμόζονται εκτός του πλαισίου τους στην ανθρώπινη εμπειρία εν γένει, ειδικά στην κοινωνική εμπειρία; Για έναν πρακτικό σκοπό. Η εξελικτιστική ιδεολογία χρησιμοποιήθηκε για τη δικαιολόγηση της βιομηχανικής κοινωνίας αφενός ενάντια στην παραδοσιακή κοινωνία [του Παλαιού Καθεστώτος, της απόλυτης μοναρχίας και της φεουδαρχίας] κι αφετέρου ενάντια στις διεκδικήσεις των εργατών. Ήταν εν μέρει αντιθεολογική κι εν μέρει αντισοσιαλιστική. Συνεπώς, η εξελικτιστική ιδεολογία ήταν μια ιδεολογία με την μαρξιστική έννοια του όρου: μια αναπαράσταση της φύσης ή της κοινωνίας, με την αλήθεια της αναπαράστασης αυτής να μην κείτεται σ’ αυτά που λέει αλλά σ’ αυτά που αποκρύπτει. Φυσικά, η ιδεολογία του εξελικτικισμού ήταν πολύ ευρύτερη απ’ την ιδεολογία του Σπένσερ. Όμως, οι απόψεις του Σπένσερ ασκήσαν μια μακροχρόνια επιρροή στους γλωσσολόγους και τους ανθρωπολόγους. Η ιδεολογία του έδωσε νόημα στη λέξη πρωτόγονος κι ανακούφισε τη συνείδηση των αποικιοκρατών. Ένα κατάλοιπο της κληρονομιάς της μπορεί να βρεθεί ακόμη και σήμερα στη συμπεριφορά των ανεπτυγμένων κοινωνιών προς τις λεγόμενες υπανάπτυκτες χώρες, μολονότι η ανθρωπολογία έχει προ πολλού αναγνωρίσει την πληθώρα των κουλτούρων απονομιμοποιώντας υποθετικά την οποιαδήποτε κουλτούρα να θέσει εαυτόν ως μέτρο βάσει του οποίου πρέπει να μετρηθούν όλες οι υπόλοιπες κουλτούρες. Η σύγχρονη γλωσσολογία, εθνολογία και κοινωνιολογία, απελευθερώνοντας τους εαυτούς τους απ’ τις εξελικτιστικές τους καταβολές, έχουν δείξει ότι μια ιδεολογία εξαφανίζεται όταν οι ιστορικοί όροι παύουν να είναι συμβατοί με την ύπαρξή της. Η θεωρία της εξέλιξης έχει αλλάξει απ’ την εποχή του Δαρβίνου, όμως ο δαρβινισμός αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ιστορίας της επιστήμης της εξέλιξης. Αντιθέτως, η εξελικτιστική ιδεολογία αποτελεί απλώς ένα ανενεργό κατάλοιπο στην ιστορία των ανθρωπιστικών επιστημών.
IV
Ελπίζω ότι μ’ αυτά τα παραδείγματα αποσαφήνισα τον τρόπο με τον οποίο δημιουργούνται επιστημονικές ιδεολογίες. Επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι πρέπει κανείς να είναι προσεκτικός και να μην συγχέει τις επιστημονικές ιδεολογίες με τις ιδεολογίες των επιστημόνων, με τις τελευταίες να εννοώ τις ιδεολογίες που δημιουργούν οι επιστήμονες όταν προσπαθούν να συστηματοποιήσουν τις ερευνητικές μεθόδους και διαδικασίες τους ή όταν μιλούν για τη θέση της επιστήμης εντός της ευρύτερης κουλτούρας. Οι επιστημονικές ιδεολογίες θα μπορούσαν πιθανώς ν’ αποκαλεστούν ιδεολογίες των φιλοσόφων, δηλαδή, δόγματα που ακούγονται επιστημονικά και που διατυπώνονται από ανθρώπους που στο πεδίο αυτό είναι επιστήμονες μόνο μ’ έναν υποθετικό ή αλαζονικό τρόπο. Τον 18ο αιώνα, οι έννοιες της Φύσης και της Εμπειρίας ήταν ιδεολογικές έννοιες των επιστημόνων. Αντιθέτως, οι έννοιες του «οργανικού μορίου» (Buffon) και της «αλυσίδας του είναι» (Bonnet) ήταν έννοιες της επιστημονικής ιδεολογίας στη φυσική ιστορία[10].
Συνοψίζοντας:
- Οι επιστημονικές ιδεολογίες αποτελούν ερμηνευτικά συστήματα που βγαίνουν εκτός των ορίων των ίδιων των δανεικών τους νορμών επιστημονικότητας.
- Σε κάθε πεδίο, η επιστημονική ιδεολογία προηγείται της εδραίωσης της επιστήμης. Παρομοίως, κάθε επιστημονικής ιδεολογίας προηγείται μια επιστήμη σ’ ένα γειτονικό πεδίο που πέφτει πλαγίως εντός του οπτικού πεδίου της επιστημονικής ιδεολογίας.
- Η επιστημονική ιδεολογία δεν πρέπει να συγχέεται με την ψευδοεπιστήμη, την μαγεία ή τη θρησκεία. Όπως αυτές, αποκτά την ορμή της από μια ασυνείδητη [unconscious] ανάγκη για άμεση πρόσβαση στην ολότητα του είναι, είναι όμως μια πεποίθηση που ρίχνει πλάγιες και κλεφτές ματιές σε μια ήδη εδραιωμένη επιστήμη, αναγνωρίζοντας το κύρος της επιστήμης αυτής και προσπαθώντας να μιμηθεί το ύφος της.
Επιτρέψτε μου να κλείσω επιστρέφοντας εκεί απ’ όπου ξεκίνησα για να προτείνω μια θεωρία που ίσως ρίξει λίγο φως στην πρακτική της ιστορίας της επιστήμης. Μια ιστορία της επιστήμης που βλέπει την επιστήμη ως μια σειρά αρθρωμένων αλήθειων δεν χρειάζεται ν’ ασχοληθεί με την ιδεολογία. Οι ιστορικοί της επιστήμης που έχουν αυτή την άποψη φυσικά αφήνουν τα ζητήματα της ιδεολογίας στους ιστορικούς των ιδεών ή, ακόμη χειρότερα, στους φιλοσόφους.
Μια ιστορία της επιστήμης που βλέπει την επιστήμη ως μια προοδευτική διαδικασία εκκαθάρισης κυβερνούμενη από νόρμες επαλήθευσης δεν μπορεί να μην ασχοληθεί με την επιστημονική ιδεολογία. Ο Γκαστόν Μπασελάρ διέκρινε μεταξύ παρωχημένης κι έγκυρης επιστήμης, κι ενώ είναι σοφό να διακρίνουμε την μία απ’ την άλλη, είναι επίσης σοφό να μελετήσουμε το πως οι δύο αυτές συνδέονται. Η παρωχημένη καταδικάζεται στο όνομα της αλήθειας και της αντικειμενικότητας. Όμως, αυτό που τώρα είναι παρωχημένο κάποτε θεωρούνταν αντικειμενικά αληθές. Η αλήθεια πρέπει να υποβάλλει τον εαυτό της σε κριτική και πιθανή διάψευση, αλλιώς δεν είναι επιστήμη.
Η διάκριση μεταξύ ιδεολογίας κι επιστήμης μας αποτρέπει απ’ το να βλέπουμε συνέχειες εκεί που στην πραγματικότητα υπάρχουν μόνο στοιχεία ιδεολογίας διατηρημένα εντός μιας επιστήμης που έχει αντικαταστήσει μια παλιότερη ιδεολογία. Οπότε, μια τέτοια διάκριση μας αποτρέπει να δούμε μια προοιώνηση της Καταγωγής των Ειδών του Δαρβίνου στο Όνειρο του Ντ’ Αλαμπέρ του Ντιντερό.
Αντιστρόφως, η αναγνώριση των συνδέσεων μεταξύ ιδεολογίας κι επιστήμης θα πρέπει να μας αποτρέψει απ’ το ν’ ανάγουμε την ιστορία της επιστήμης σ’ ένα έρημο τοπίο, έναν επίπεδο χάρτη.
Ο ιστορικός της επιστήμης πρέπει να εργάζεται και πρέπει να παρουσιάζει το έργο του σε δύο επίπεδα. Αν αποτύχει ν’ αναγνωρίσει και να ενσωματώσει την επιστημονική ιδεολογία στο έργο του, διατρέχει τον κίνδυνο να παράγει κι ο ίδιος τίποτα περισσότερο από ιδεολογία, εννοώντας εδώ μια ιστορία που αποτελεί μια ψευδή συνείδηση του αντικειμένου της. Στην περίπτωση αυτή, όσο πιο κοντά νομίζει ότι έρχεται ο ιστορικός στο αντικείμενό του τόσο πιο μακρυά βρίσκεται απ’ τον στόχο του. Η γνώση του θα είναι ψευδής γνώση, επειδή η αληθινή κριτική γνώση απαιτεί κριτική ματιά· ο ιστορικός δεν μπορεί να δε με ακρίβεια ένα αντικείμενο το οποίο δεν κατασκευάζει ενεργά. Η ιδελογία είναι η λαθεμένη πεποίθηση ότι βρίσκεσαι κοντά στην αλήθεια. Η κριτική γνώση γνωρίζει ότι στέκεται σε μια απόσταση από ένα λειτουργικά κατασκευασμένο αντικείμενο. Ο καθηγητής Suchodolski είναι σωστός επ’ αυτού: η ιστορία της αλήθειας αποτελεί μια αντίφαση.
Σημειώσεις:
1. Βλέπε Βολταίρος, «Prejudice» στο Philosophical Dictionary.
2. Έκθεση με τον τίτλο «Factors Affecting the Development of the History of Science», XIIe Congrès International d’Histoire des Sciences: Colloques, textes des rapports, Παρίσι, 1968, σελ. 34.
3. [Σ.τ.Μ.]: Κάνει εδώ αναφορά στα λόγια του Μαρξ στην αρχή της 18ης Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη: «Οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, τη δημιουργούν όμως όχι όπως τους αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν αμεσα, που είναι δοσμένες και που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν» (Καρλ Μαρξ, «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» στο Μαρξ & Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος πρώτος, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 282).
4. «Η περιφρόνηση που έδειχνε [ο Ναπολέων] στους ανθρώπους των επιχειρήσεων ήταν το συμπλήρωμα της περιφρόνησης που έτρεφε για τους Ιδεολόγους» (Μαρξ & Ένγκελς, Αγία Οικογένεια, Ή η Κριτική της Κριτικής Κριτικής, εκδόσεις Φιλοσοφία, σελ. 155).
5. Κατά την άποψη του Μαρξ, οι πολιτικές ιδεολογίες των Γάλλων και των Άγγλων τον 18ο αιώνα ήταν λιγότερο απομακρυσμένες απ’ τις αληθινές τους βάσεις απ’ ότι η θρησκευτική ιδεολογία των Γερμανών.
6. [Σ.τ.Μ.]: Βλέπε Καρλ Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2010, σελ. 352-355.
7. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, η αυταπάτη της αστικής τάξης ότι οι κοινωνικοί όροι που την καθιστούν κυρίαρχη τάξη είναι αιώνιοι αξιολογείται ως αλαζονική αντίληψη που πηγάζει από ίδιον συμφέρον.
8. Jacques Piquemal, «Aspects de la pensée de Mendel», διάλεξη που δώθηκε στο Palais de la Découverte στο Παρίσι το 1965.
9. Στην περίπτωση αυτή, το όνομα της επιστήμης μεταφέρθηκε εκ των υστέρων στην ιδεολογία· στην περίπτωση του ατομισμού συνέβη το αντίστροφο.
10. [Σ.τ.Μ.]: Τα «οργανικά μόρια» του Buffon δεν έχουν να κάνουν με τα μόρια των οργανικών ενώσεων για τα οποία μιλάμε στη χημεία, αλλά σχετίζονται με τη θεωρία του για το πως προκύπτουν οργανισμοί μέσα απ’ την οργάνωση της ύλης και για το πως αναπαράγονται οι οργανισμοί. Η «αλυσίδα του είναι» του Bonnet είναι μια ιεραρχική ταξινόμηση των προϊόντων της φύσης, που έχει στη βάση της κλίμακας τα τέσσερα στοιχεία (φωτιά, αέρας, νερό, γη) και στην κορυφή της τον άνθρωπο.