Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μια σύνοψη απ’ τον Ένγκελς της ομιλίας του Μαρξ στο Συνέδριο για το Ελεύθερο Εμπόριο στις Βρυξέλλες τον Σεπτέμβριο του 1847. Η σύνοψη αυτή παρατίθεται σ’ ένα εκτενές άρθρο του Ένγκελς που καλύπτει το σύνολο του συνεδρίου που δημοσιεύτηκε στη βρετανική χαρτιστική εφημερίδα The Northern Star στις 9 Οκτωβρίου 1847 με τίτλο «The Free Trade Congress at Brussels». Μεταφράστηκε στα ελληνικά βάσει του MECW 6, σελ. 287-290. Η παραγραφοποίηση δική μας.

Όσοι δεν έχουν ξαναδιάβασει Μαρξ και περνούν για μαρξισμό την ηθικολογική και μικροαστική κατήχηση των αριστερών σεκτών, θα εκπλαγούν διαβάζοντας τον Μαρξ να υπερασπίζεται το ελεύθερο εμπόριο ενάντια στον προστατευτισμό για την προάσπιση της εθνικής οικονομίας απ’ τις φουρτούνες της παγκόσμιας αγοράς. Για τον Μαρξ, ο δρόμος για την ανάπτυξη της διεθνιστικής ταξικής πάλης περνάει ακριβώς μέσα απ’ τη διάρρηξη της εθνικής διαταξικής συμφιλίωσης του προστατευτισμού και την πλήρη ανάπτυξη των αντιφάσεων του καπιταλισμού, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει φτώχεια κι ανεργία.

Υπάρχουν δύο σέκτες προστατευτιστών. Η πρώτη σέκτα, που εκπροσωπείται στη Γερμανία απ’ τον δρα Λιστ, ο οποίος ποτέ του δεν επιδίωξε την προστασία της χειροτεχνίας, αντιθέτως, απαιτεί προστατευτικούς δασμούς ώστε να η χειροτεχνία να τσακιστεί απ’ τις μηχανές κι η πατριαρχική μεταποίηση ν’ αντικατασταθεί απ’ τη σύγχρονη μεταποίηση. Πάντα σκοπεύαν να προετοιμάσουν το έδαφος για την κυριαρχία των εγχρήματων τάξεων (η αστική τάξη), και πιο συγκεκριμένα την κυριαρχία των καπιταλιστών της μεγάλης βιοημηχανίας. Ανακηρύξαν ανοικτά την καταστροφή των μικρών παραγωγών, των μικρών τεχνιτών και των μικρών αγροτών ως, πράγματι, ένα λυπηρό γεγονός, το οποίο όμως είναι απολύτως αναπόφευκτο.

Η δεύτερη σχολή προστατευτιστών δεν απαιτούσε απλώς προστατευτισμό, μα απόλυτη απαγόρευση. Προτείναν την προστασία της χειροτεχνίας ενάντια στην εισβολή των μηχανών, καθώς κι ενάντια στον ξένο ανταγωνισμό. Προτείναν την προστασία, μέσω υψηλών δασμών, όχι μόνο της εγχώριας μεταποίησης, μα επίσης της εγχώριας γεωργίας, προάγοντας την εγχώρια παραγωγή των πρώτων υλών. Και που κατέληξε η σχολή αυτή; Στην απαγόρευση, όχι μόνο της εισαγωγής ξένων παρηγμένων προϊόντων, μα επίσης της προόδου της ίδιας της εγχώριας μεταποίησης.

Έτσι, το όλο προστατευτικό σύστημα αναπόφευκτα πιάστηκε σ’ αυτό το δίλημμα. Είτε προστάτευε την πρόοδο των εγχώριων μανιφακτούρων θυσιάζοντας τη χειροτεχνία, είτε προστάτευε τη χειροτεχνία θυσιάζοντας τις εγχώριες μανιφακτούρες. Οι προστατευτιστές της πρώτης σέκτας, εκείνοι που θεωρούσαν την πρόοδο των μηχανών, του καταμερισμού της εργασίας και του ανταγωνισμού ως αναπόφευκτο, είπαν στις εργατικές τάξεις: «Εν πάση περιπτώσει, αν είναι να ξεζουμιστείτε, καλύτερα να σας ξεζουμίσουν οι συμπατριώτες σας παρά οι ξένοι». Θα το δεχτούν αυτό οι εργατικές τάξεις; Δεν το νομίζω. Εκείνοι που παράγουν το σύνολο του πλούτου και των ανέσεων των πλουσίων δεν θα ικανοποιηθούν μ’ αυτή την φτωχή παρηγοριά. Θ’ απαιτήσουν ουσιαστικότερες ανέσεις μ’ αντάλλαγμα ουσιαστική παραγωγή. Όμως, οι προστατευτιστές λένε: «Στη τελική, συντηρούμε την κατάσταση της κοινωνίας ως έχει σήμερα. Διασφαλίζουμε στον εργαζόμενο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την απασχόληση που θέλει. Φροντίζουμε ότι δεν θα μείνει άνεργος ως αποτέλεσμα του εξωτερικού ανταγωνισμού». Ας είναι. Έτσι, στην καλύτερη περίπτωση, οι προστατευτιστές ομολογούν ότι είναι ανίκανοι να καταλήξουν σε οτιδήποτε καλύτερο απ’ την συνέχιση του στάτους κβο.

Τώρα, οι εργατικές τάξεις δεν θέλουν τη συνέχιση της πραγματικής τους συνθήκης, αλλά μια βελτίωση. Υπάρχει ένα τελευταίο καταφύγιο για τους προστατευτιστές. Θα πουν ότι δεν είναι διόλου αντίθετοι με την κοινωνική μεταρρύθμιση στο εσωτερικό μιας χώρας, αλλά το πρώτο πράγμα που θα διασφαλίσει την επιτυχία της μεταρρύθμισης θα είναι το μπλοκάρισμα οποιωνδήποτε διαταραχών ίσως προκληθούν απ’ τον εξωτερικό ανταγωνισμό. «Το σύστημά μου», λέει ο προστατευτιστής, «δεν είναι ένα σύστημα κοινωνικής μεταρρύθμισης, αλλά αν είναι να μεταρρυθμίσουμε την κοινωνία, δεν πρέπει πρώτα να το κάνουμε στη δική μας χώρα πριν μιλήσουμε για μεταρρύθμιση των σχέσεών μας με τις άλλες χώρες;». Πράγματι, πολύ ευλογοφανές, όμως πίσω απ’ αυτή την ευλογοφανή εμφάνιση υπάρχει μια πολύ παράξενη αντίφαση.

Το προστατευτικό σύστημα, ενώ οπλίζει το κεφάλαιο μιας χώρας ενάντια στο κεφάλαιο ξένων χωρών, ενώ ενισχύει το κεφάλαιο ενάντια στους ξένους, θεωρεί ότι το κεφάλαιο αυτό, έτσι οπλισμένο, έτσι ενισχυμένο, θα είναι αδύναμο, ανίσχυρο κι ασθενικό ενάντια στην εργασία. Γιατί αυτό θα ήταν ελκυστικό στο έλεος του κεφαλαίου, λες και το κεφάλαιο, θεωρούμενο ως τέτοιο, θα μπορούσε ποτέ να είναι φιλεύσπλαχνο. Γιατί οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις δεν διεξάγονται ποτέ απ’ την αδυναμία του ισχυρού, αλλά πάντα απ’ τη δύναμη του ανίσχυρου. Δεν χρειάζεται όμως να σταθούμε σ’ αυτό. Απ’ τη στιγμή που οι προστατευτιστές συμφωνούν ότι οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις δεν συνάγονται απ’ το σύστημά τους, ότι δεν αποτελούν βασικό κομμάτι του συστήματός τους, απ’ τη στιγμή που συμφωνούν ότι οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις αποτελούν ένα αρκετά διαφορετικό ζήτημα, τότε αμέσως εγκαταλείπουν αυτό το ζήτημα το οποίο συζητάμε.

Συνεπώς, μπορούμε ν’ αφήσουμε τους προστατευτιστές ώστε να εξετάσουμε τ’ αποτελέσματα του Ελεύθερου Εμπορίου στη συνθήκη των εργατικών τάξεων. Το πρόβλημα: ποια θα είναι η επιρροή της πλήρους απελευθέρωσης του εμπορίου επί της κατάστασης των εργατικών τάξων; Αυτό είναι πολύ εύκολο ν’ απαντηθεί. Δεν είναι καν πρόβλημα. Αν υπάρχει κάτι που εκθέτει ρητά η πολιτική οικονονμία, αυτό είναι η μοίρα που επιφυλάσσεται για τις εργατικές τάξεις υπό την κυριαρχία του Ελεύθερου Εμπορίου. Όλοι οι νόμοι εκείνοι που αναπτύχθηκαν στα κλασσικά έργα της πολιτικής οικονομίας αληθεύουν μόνο υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι το εμπόριο έχει απελευθερωθεί πλήρως, ότι ο ανταγωνισμός είναι πλήρως ελεύθερος, όχι μόνο εντός μια μεμονωμένης χώρας αλλά στο σύνολο του πλανήτη. Οι νόμοι αυτοί που ανέπτυξαν ο Σμιθ, ο Σαι κι ο Ρικάρντο, οι νόμοι υπό τους οποίους παράγεται και διανέμεται ο πλούτος – οι νόμοι αυτοί αναπτύσσονται όλο και πιο αληθινοί, όλο και πιο ακριβείς και παύουν ν’ αποτελούν απλές αφαιρέσεις στον βαθμό που διεξάγεται Ελεύθερο Εμπόριο. Και οι κύριοι της επιστήμης, όταν καταπιάνονται μ’ ένα οποιοδήποτε οικονομικό ζήτημα, μας λένε κάθε στιγμή ότι όλοι τους οι συλλογισμοί βασίζονται στην υπόθεση ότι όλα τα υπάρχοντα εμπόδια στο Ελεύθερο Εμπόριο θ’ απομακρυνθούν. Έχουν απόλυτο δίκιο που ακολουθούν αυτή την μέθοδο. Επειδή δεν κάνουν καμία αυθαίρετη αφαίρεση, μόνο απομακρύνουν απ’ τους συλλογισμούς τους μια σειρά τυχαίων περιστάσεων.

Έτσι, μπορεί δικαίως να ειπωθεί ότι οι οικονομολόγοι -ο Ρικάρντο κι άλλοι- γνωρίζουν περισσότερα για την κοινωνία όπως θα είναι, παρά για την κοινωνία όπως είναι. Γνωρίζουν περισσότερα για το μέλλον παρά για το παρόν. Αν θέλετε να διαβάσετε ένα βιβλίο για το μέλλον, διαβάστε Σμιθ, Σαι, Ρικάρντο. Εκεί θα βρείτε να περιγράφεται, όσο το δυνατότερο σαφέστερα, η συνθήκη που περιμένει τον εργάτη υπό την κυριαρχία του πλήρως Ελεύθερου Εμπορίου. Πάρτε, για παράδειγμα, την αυθεντία του Ρικάρντο, αυθεντία της οποίας δεν υπάρχει καλύτερη. Ποια είναι η φυσική, κανονική τιμή της εργασίας, οικονομικά μιλώντας, του εργάτη; Ο Ρικάρντο απαντά: «Μισθοί μειωμένοι στο ελάχιστο – στο κατώτατό τους επίπεδο». Η εργασία είναι ένα εμπόρευμα όπως όλα τ’ άλλα εμπορεύματα. Η τιμή ενός εμπορεύματος καθορίζεται απ’ τον αναγκαίο χρόνο για την παραγωγή του. Τι είναι, οπότε, αναγκαίο για την παραγωγή του εμπορεύματος της εργασίας; Ακριβώς αυτό που είναι αναγκαίο για την παραγωγή του αθροίσματος των εμπορευμάτων αναγκαίων για τη συντήρηση και την επισκευή της φθοράς του εργάτη, ώστε να καταστεί ικανός να ζήσει και ν’ αναπαράξει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τη φυλή του.

Ωστόσο, δεν πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο εργάτης δεν θα εγερθεί ποτέ πάνω απ’ αυτό το κατώτατο επίπεδο ή ότι δεν θα πιεστεί ποτέ χαμηλότερα. Όχι, σύμφωνα μ’ αυτόν τον νόμο, οι εργατικές τάξεις θα είναι για κάποιον καιρό περισσότερο χαρούμενες, θα έχουν για κάποιον καιρό περισσότερα απ’ το ελάχιστο, όμως το πλεόνασμα αυτό θα είναι μόνο το συμπλήρωμα για όταν θα έχουν λιγότερα απ’ το ελάχιστο σε μια άλλη περίοδο, την περίοδο της βιομηχανικής στασιμότητας. Δηλαδή, σ’ ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο είναι πάντα περιοδικό, στο οποίο το εμπόριο περνάει τον κύκλο ευημερίας, υπερπαραγωγής, στασιμότητας, κρίσης – τότε, παίρνοντας τον μέσο όρο μεταξύ των περισσότερων απ’ το ελάχιστο που έλαβε ο εργάτης και των λιγότερων απ’ το ελάχιστο που έλαβε ο εργάτης, θα δούμε ότι συνολικά έλαβε ακριβώς το έλαχιστο, ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα· ή, με άλλα λόγια, η εργατική τάξη, ως μια τάξη, έχει συντηρηθεί ύστερα από πολλές κακουχίες, πολλά δεινά και πολλά πτώματα που αφέθηκαν στο βιομηχανικό πεδίο μάχης. Τι έχει σημασία, τότε; Η τάξη υπάρχει, κι όχι μόνο υπάρχει, αλλά θα έχει αυξηθεί. Ο νόμος αυτός, ότι το κατώτατο μισθολογικό επίπεδο αποτελεί τη φυσική τιμή του εμπορεύματος της εργασίας, θα πραγματοποιηθεί στον ίδιο βαθμό με την υπόθεση του Ρικάρντο ότι το Ελεύθερο Εμπόριο θα γίνει πραγματικότητα. Αποδεχόμαστε όλα όσα έχουν ειπωθεί για τα πλεονεκτήματα του Ελεύθερου Εμπορίου. Οι παραγωγικές δυνάμεις θ’ αυξηθούν, ο φόρος που επιβάλλεται στη χώρα από προστατευτικούς δασμούς θα εξαφανιστεί, όλα τα εμπορεύματα θα πωλούνται σε φτηνότερη τιμή. Και, ξανά, τι μας λέει ο Ρικάρντο; «Ότι η εργασία όντας εξίσου ένα εμπόρευμα, θα πωλείται εξίσου σε μια φτηνότερη τιμή» – θα βρίσκετε δουλειά για, πράγματι, πολύ λίγα χρήματα, όπως θα έχετε πιπέρι κι αλάτι. Και τότε, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που κι όλοι οι άλλοι νόμοι της πολιτικής οικονομίας θ’ αποκτήσουν μια αυξημένη ισχύ, ένα πλεόνασμα αλήθειας, απ’ την πραγμάτωση του Ελεύθερου Εμπορίου – με τον ίδιο τρόπο ο νόμος του πληθυσμού, όπως τον ανέλυσε ο Μάλθους, θ’ αναπτυχθεί υπό την κυριαρχία του Ελεύθερου Εμπορίου.

Οπότε, έχετε να διαλέξετε: είτε πρέπει ν’ απαρνηθείτε το σύνολο της πολιτικής οικονομίας όπως υπάρχει σήμερα, είτε πρέπει να δεχθείτε ότι υπό την ελευθερία του εμπορίου θα εφαρμοστεί επί των εργατικών τάξεων το σύνολο της δριμύτητας της πολιτικής οικονομίας. Σημαίνει αυτό ότι είμαστε ενάντια στο Ελεύθερο Εμπόριο; Όχι, είμαστε υπέρ του Ελεύθερου Εμπορίου, επειδή μέσω του Ελεύθερου Εμπορίου όλοι οι οικονομικοί νόμοι, με τις τρομερότερές τους αντιφάσεις, θα δράσουν σε μεγαλύτερη κλίμακα, σε μια μεγαλύτερη επικράτεια, επί του συνόλου του πλανήτη· κι απ’ αυτή τη συνένωση όλων αυτών των αντιφάσεων σ’ ένα, στεκόμενες πρόσωπο με πρόσωπο, θα προκύψει η πάλη η οποία θα οδηγήσει στη χειραφέτηση των προλετάριων.