Το παρακάτω κείμενο το είχαμε γράψει για το site 2008-2012.net όπου και συμμετείχαμε, το οποίο ύστερα απ’ τη διάλυση της ομάδας είναι πλέον ανενεργό κι εξαφανισμένο. Σταδιακά θ’ αναδημοσιεύσουμε εδώ μεταφράσεις που είχαμε κάνει για την ομάδα καθώς και κείμενα που είχαν γραφτεί από εμάς ή σχεδόν αποκλειστικά από εμάς, προσπαθώντας να διασώσουμε όσο περισσότερο υλικό μπορέσουμε όχι μόνο απ’ τα ψηφιακά νεκροταφεία αλλά κι απ’ την ιδιοποίηση από ανθρώπους που εν μία νυκτί μετατράπηκαν από μαρξιστές σε φουκωικούς (και μάλιστα πλήρως εκχυδαϊσμένους του χείριστου είδους, της αγκαμπενικής σχολής). «Μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τους μαργαρίτας υμών έμπροσθεν των χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αυτούς εν τοις ποσίν αυτών και στραφέντες ρήξωσιν υμάς» (Κατά Ματθαίον, 7: 6).
Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε αρχές Φεβρουαρίου του 2018 για τον τότε νέο νόμο για τις απεργίες.
Στις 15 Ιανουαρίου ψηφίστηκε στο κοινοβούλιο το πολυνομοσχέδιο, στο οποίο, μεταξύ άλλων, προβλέπεται η αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου 1264/82. Σύμφωνα με τη σχετική τροπολογία, για να μπορούν πλέον τα πρωτοβάθμια σωματεία να κηρύξουν απεργία θα πρέπει στη σχετική ψηφοφορία της γενικής συνέλευσης του σωματείου να μετέχουν το 50%+1 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών του. Οπωσδήποτε, δεν είναι τυχαίο ότι χρειάστηκε μια αριστερή κυβέρνηση για να τροποποιηθεί ένα νομικό πλαίσιο το οποίο παρέμεινε ανέγγιχτο για πάνω από 35 χρόνια και, κατά γενική ομολογία, διευκόλυνε ιδιαίτερα την κήρυξη απεργιών. Από τη μεριά των συνδικαλιστών, όμως, αντί να γίνει μια πραγματική απότιμηση του «όπλου» της κήρυξης απεργίας όλα αυτά τα χρόνια -όπου θα φαινόταν ότι η χρήση του επιλέγεται μαζικά κυρίως σε περιόδους αναδιάρθρωσης και ότι η χρήση του εγκαταλείπεται εξίσου μαζικά εξαιτίας της ανάθεσης της ευθύνης επίλυσης των ζητημάτων σε κομματικούς μηχανισμούς- η τροπολογία ανακηρύττεται από μόνη της σε ισχυρό χτύπημα στη συνδικαλιστική δράση· και αυτό σημαίνει μόνο ένα πράγμα: την ομολογία της χρεωκοπίας τους ως συνδικάτα. Οι συνδικαλιστές βρήκαν τώρα την ευκαιρία να επιρρίψουν την ευθύνη της εξαφάνισης των απεργιών στο κράτος και, το πολύ-πολύ, στον κρατικό συνδικαλισμό της ΓΣΕΕ. Όμως, για τον θάνατο δεν ευθύνεται ποτέ ο νεκροθάφτης.
Διαβάζουμε πως «η αλλαγή αυτή είναι ουσιώδης πρώτα από όλα γιατί επιχειρεί να καταστήσει την δυνατότητα των σωματείων να κηρύξουν απεργία αδύνατη». Αν η τροπολογία αυτή καθιστά την κήρυξη απεργίας αδύνατη, σημαίνει πως είτε τα σωματεία δεν μπορούν γενικά να κινητοποιήσουν το 50%+1 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών τους να συμμετάσχει στη γενική συνέλευση του σωματείου, είτε πως μπορούν αλλά στην περίπτωση αυτή οι υποστηρικτές της απεργίας δεν θα αποτελούν την πλειοψηφία. Αν πιστέψουμε τους ισχυρισμούς των συνδικαλιστών πως το σωματείο αποτελεί την μορφή οργάνωσης της τάξης, και αφού η τάξη σχηματίζεται μόνο εντός της ταξικής πάλης, τότε το μοναδικό συμπέρασμα στο οποίο μπορούμε να καταλήξουμε από τον θρήνο αναφορικά με τη τροπολογία είναι πως σήμερα το προλεταριάτο είναι ανίκανο να διεξάγει πάλη. Και ταυτόχρονα σημαίνει πως οι αγώνες των τελευταίων ετών αποτελούσαν μόνο μια αναπαράσταση ταξικής πάλης.
Δεν θέλουμε να πούμε πως η τροπολογία αυτή είναι άνευ σημασίας. Πράγματι, ως επακόλουθο της κατάργησης των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων μεταξύ συνδικάτων και εργοδοτών το 2012, το κράτος αναδεικνύεται ως βασικός ρυθμιστής του ύψους του μισθού και ο παρεμβατικός ρόλος του ενισχύεται περαιτέρω μετά την τωρινή ευθεία παρέμβαση στον τρόπο λειτουργίας των ίδιων των συνδικάτων. Παρόλο που για το κεφάλαιο η ύπαρξη ενός εικονικού συνδικαλισμού είναι προτιμότερη από την πλήρη κατάργησή του, τίθεται πράγματι θέμα προληπτικής αποδυνάμωσης των συνδικάτων σε επίπεδο επιχείρησης η οποία, σε συνδυασμό με την υψηλή ανεργία και τις αναμενόμενες νομοθετικές παρεμβάσεις στο δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο, θα δυσχεράνει πολύ την κήρυξη απεργίας στο μέλλον. Άλλωστε, δεν είναι δυνατόν τα δικαστήρια να βγάζουν επ’ αόριστον τις 9 στις 10 απεργίες παράνομες και καταχρηστικές, όταν και εφόσον γίνονται. Με μια κλασική νεοφιλελεύθερη μέθοδο, η αριστερά του κεφαλαίου χρησιμοποιεί το δημοκρατικό 50%+1 για να μετακυλίσει στους εργαζόμενους την ευθύνη για την κήρυξη της απεργίας, εκτιμώντας φυσικά ότι θα επικρατήσουν τα συντηρητικά αντανακλαστικά σε βάρος μιας αγωνιστικής διάθεσης. Μένει να φανεί ποιος θα είναι ο νέος ρόλος των συνδικάτων όταν δεν θα μπορούν πλέον να παίξουν τον ρόλο του «υπεύθυνου εταίρου» οδηγώντας στο τέλμα απεργίες που δεν θα μπορούν πια καν να κηρυχθούν… Και όταν ήδη, φυσικά, ο εργοδότης θα μπορεί να συνεργάζεται με «Ενώσεις Προσώπων», που εκπροσωπούν μόλις το 15% των εργαζόμενων, για να επιβάλλει μειώσεις μισθών. Σε κάθε περίπτωση, όμως, αυτό που δεν αλλάζει είναι ότι το δικαίωμα κήρυξης απεργίας παραμένει στενά και μονοπωλιακά συνδεδεμένο με την ύπαρξη μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης· ας φανταστούμε μόνο πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν μπορούσε μια συνέλευση γειτονιάς να κηρύξει τοπική απεργία και μάλιστα σε ένα πλαίσιο που δεν θα ήταν τόσο ασφυκτικά συνδεδεμένο με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις…
Χρειάζεται όμως να θέσουμε τα πράγματα στη σωστή τους βάση. Στο Κεφάλαιο, μιλώντας ο Μαρξ για την πάλη αναφορικά με την κανονική εργάσιμη ημέρα και τις σχετικές αγγλικές νομοθεσίες σημειώνεται πως «αυτές οι πολύ λεπτομερειακές διατάξεις […] δεν ήταν καθόλου προϊόντα κοινοβουλευτικής φαντασίας. Γεννήθηκαν σιγά-σιγά από τις δοσμένες σχέσεις σαν φυσικοί νόμοι του σύγχρονου τρόπου παραγωγής. Η διατύπωσή τους, η επίσημη αναγνώρισή τους, και η διακήρυξή τους από το κράτος, υπήρξε καρπός μακρόχρονων ταξικών αγώνων» (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 296). Οι νόμοι δεν προκύπτουν εκ του μηδενός ως εφεύρημα του νομοθετικού σώματος, αλλά εκφράζουν μια ήδη υπάρχουσα κοινωνική συνθήκη, ή έστω μια τάση της κοινωνικής κίνησης. Η τροπολογία για τις απεργίες δεν πέφτει με αλεξίπτωτο. Έρχεται να εκφράσει τη δεδομένη κοινωνική πραγματικότητα. Η νέα νομοθεσία προσπαθεί πράγματι να καταστήσει αδύνατη την κήρυξη απεργίας από τα σωματεία σε ένα βάθος χρόνου. Όμως, τα σωματεία είναι ήδη απομαζικοποιημένα κι εξασθενημένα και στην πλειοψηφία τους δεν καταφέρνουν να κηρύξουν απεργίες – ή απεργίες που να αποτελούν κάτι παραπάνω από πυροτέχνημα. Αυτό δεν αποτελεί προϊόν κάποιας κρατικής ενέργειας.
Η οργάνωση της τάξης αποτελεί ένα πρακτικό ζήτημα της πάλης. Ως τέτοιο, η οργάνωση της τάξης δεν προκαταβάλλεται της πάλης. Ως μια έκφραση της πάλης, η μορφή της οργάνωσης καθορίζεται από το ίδιο το περιεχόμενο της πάλης. Το προλεταριάτο δεν απαιτεί έναν ιδιαίτερο κι αυτόνομο τρόπο οργάνωσης κι έκφρασης, καθώς οι μορφές αυτές κάθε φορά διαμορφώνονται από τις δεδομένες κοινωνικές συνθήκες. Είναι η ίδια η πάλη που παράγει την οργάνωση και την ταιριαστή στην πάλη μορφή οργάνωσης, και όχι το αντίθετο. Αν σήμερα οι απεργίες φθίνουν και τα σωματεία εξασθενούν δεν σημαίνει πως εξαφανίστηκε η ταξική πάλη. Σημαίνει πως λόγω των συγκεκριμένων κοινωνικών όρων η πάλη έχει διαφορετικά περιεχόμενα από εκείνα των συνδικαλιστικών αγώνων και του παραδοσιακού εργατικού κινήματος, και συνεπώς λαμβάνει διαφορετικές μορφές οργάνωσης. Και η ιστορική κίνηση δεν μπορεί να αποτελεί περιεχόμενο ούτε θρήνου ούτε γιορτής.
Η χρεωκοπία του συνδικαλισμού δεν πηγάζει από κάποιους «πουλημένους εργατοπατέρες», ούτε στην κυριαρχία μιας κάποιας «ιδεολογικής ηγεμονίας» του κεφαλαίου, οπότε να χρειάζεται μια δουλειά «έγερσης συνείδησης» στις μάζες των εργατών από τους μιλιτάντηδες συνδικαλιστές. Το σωματείο αποτελεί ένα συλλογικό όργανο των εργατών ρόλος του οποίου είναι η μεσολάβηση μεταξύ των εργατών και του καπιταλιστή για τη ρύθμιση των εργασιακών συνθηκών και του επιπέδου του μισθού. Αυτά δεν είναι καθόλου αμελητέα ζητήματα, αφορούν άμεσα την καθημερινή ζωή της εργατικής τάξης. Όντας όμως μια μορφή οργάνωσης που στοχεύει στη ρύθμιση της εκμεταλλευτικής κεφαλαιακής σχέσης δεν μπορεί να ξεφύγει από τον ορίζοντα του κεφαλαίου. Δεν αποτελεί μια μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης ως τάξη της επανάστασης. Αυτό όμως δεν αρκεί για την ερμηνεία της σημερινής χρεωκοπίας του συνδικαλισμού καθώς προς το παρόν δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα μια επανάσταση, δηλαδή ο συνδικαλισμός σήμερα δεν ξεπεράστηκε για χάρη του επαναστατικού σκοπού.
Για το κεφάλαιο, οι προλετάριοι αποτελούν απλώς εργασιακή δύναμη. Αποτελούν το εμπόρευμα εκείνο που έχει το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να μπορεί να τεθεί σε μια παραγωγική διαδικασία για να παράξει νέα αξία. Η ουσία της αξίας είναι η αφηρημένη εργασία, η εργασία απογυμνωμένη από το συγκεκριμένο της περιεχόμενο. Αυτή η αφαίρεση δεν είναι λογική αλλά πραγματική. Το κεφάλαιο, για να μπορέσει να ξεπεράσει τις αντιστάσεις των εργατών εντός της παραγωγής, τους απογυμνώνει διαρκώς από τη γνώση που αποκτούν αναφορικά με την εργασιακή διαδικασία ώστε να είναι ο καπιταλιστής εκείνος που κατέχει τον απόλυτο έλεγχο εντός της παραγωγής. Αυτή η ομογενοποίηση, η δημιουργία μιας «απλής» εργασιακής δύναμης, σημαίνει ευελιξία. Σημαίνει πως εργασιακή δύναμη μπορεί διαρκώς να εισάγεται στην παραγωγή ή να πετιέται εκτός της, ή πως μπορεί διαρκώς να μετατοπίζεται από την μια θέση εργασίας σε μια άλλη. Αυτή η ομογενοποίηση του εμπορεύματος της εργασιακής δύναμης δεν έχει τίποτα να κάνει με την ενότητα που επιδιώκει το προλεταριάτο στους αγώνες του.
Παρά τις ενστάσεις μας στην πολιτική των ταυτοτήτων και τη θεωρία της διαθεματικότητας, πρέπει να αναγνωρίσουμε πως οι διάφορες ταυτότητες που αναδύθηκαν με τα λεγόμενα νέα κοινωνικά κινήματα αποτελούν πολύ σημαντικό γεγονός το οποίο δεν πρέπει να παραβλεφθεί. Η εξαφάνιση της εργατικής ταυτότητας δεν σημαίνει φυσικά σε καμία περίπτωση την εξαφάνιση της εργατικής τάξης. Σημαίνει όμως πως οι εργάτες δεν αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους απλά ως εργάτες, πως η ύπαρξη κι η ζωή τους δεν είναι απλώς η θέση τους εντός της παραγωγής. Τον 19ο αιώνα, με τους ενήλικους άντρες να δουλεύουν 15 ώρες την ημέρα στα εργοστάσια και τις γυναίκες και τους ανήλικους 12 ώρες, η ζωή των εργατών δεν μπορούσε εύκολα να διαχωριστεί από την εργασία τους. Η μείωση όμως της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, η ανάπτυξη ενός κράτους πρόνοιας που καθιστούσε ικανή την επιβίωση εκτός της μισθωτής εργασίας κι η διαρκής κινητικότητα από τον έναν εργασιακό κλάδο στον άλλο, σήμαινε τη διάρρηξη της ταύτισης του εργάτη με την εργασία του. Πλέον, υπήρχε ζωή εκτός του χώρου εργασίας, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ζωή εκτός του κεφαλαίου. Έτσι, η ταξική πάλη βγήκε εκτός του εργοστασίου και εξαπλώθηκε σε όλες τις σφαίρες της ζωής, όπου η ανταγωνιστική ταξική σχέση δεν φαίνεται στην αμεσότητά της όπως στη σφαίρα της παραγωγής.
Πέρα όμως από αυτό το χτύπημα που δέχτηκε η εργατική ταυτότητα, τι συμβαίνει όταν εν μέσω μιας καπιταλιστικής κρίσης εργάτες διαρκώς ξερνούνται από την παραγωγή και κανένα αίτημα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί; Η πτώση της κερδοφορίας του κεφαλαίου σημαίνει πως δεν πρόκειται να επιτρέψει καμιά αύξηση του παγκόσμιου μισθολογικού επιπέδου. Αυτό δεν σημαίνει πως οι μισθολογικές διεκδικήσεις εξαφανίζονται ή πως αποκτούν δευτερεύουσα σημασία στην πάλη. Σημαίνει πως η άρνηση του κεφαλαίου να ικανοποιήσει τα αιτήματα καταστρέφει την υλική βάση των φιλελεύθερων αναδιανεμητικών εκστρατειών, των μαζικών κομμάτων και των μαζικών εργατικών συνδικάτων. Αυτό δεν σημαίνει πως εξαφανίζεται η πάλη εντός της σφαίρας της παραγωγής. Η πάλη παραμένει και εντός της σφαίρας της παραγωγής, αλλά λαμβάνει διαφορετικές μορφές από αυτές του παρελθόντος.
Για να σταματήσει το προλεταριάτο να εργάζεται δεν θα ζητήσει καμία νομική άδεια. Η παύση της καπιταλιστικής παραγωγής δεν θα έρθει ύστερα από μια καταμέτρηση παρουσιών σε μια συνέλευση. Κανένας νόμος δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην πάλη για την κατάργηση του κεφαλαίου.