Όταν ο Μαρξ λέει στη δεύτερη ενότητα του πρώτου κεφαλαίου του Κεφαλαίου ότι ο διφυής χαρακτήρας της εργασίας «είναι το κεντρικό σημείο που γύρω του περιστρέφεται η κατανόηση της πολιτικής οικονομίας», είναι επειδή θέλει να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στο τι είναι καινούριο και ιδιόρρυθμο στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Θέλει να φανερώσει το πως η γενικευμένη επιβολή της εμπορευματικής μορφής προσθέτει αξία στη χρησιμότητα μέσω του ελέγχου της εργασίας, ενός ελέγχου ο οποίος δημιουργεί αφηρημένη εργασία με τους τρόπους που είδαμε προηγουμένως. Είναι δύσκολο να υπερτονίσουμε τη σημασία αυτής της διάκρισης και αλληλοσυσχέτισης μεταξύ της χρησιμότητας και της αφηρημένης εργασίας. Ο ίδιος ο Μαρξ, σε μια επιστολή προς τον Ένγκελς, έγραψε: «[…] Το καλύτερο που υπάρχει στο βιβλίο μου, είναι: 1. [και πάνω σ’ αυτό στηρίζεται όλη η αντίληψη των facts (γεγονότων)] η προβολή, απ’ το πρώτο κιόλας κεφάλαιο, του διπλού χαρακτήρα της εργασίας , ανάλογα αν εκφράζεται σε αξία χρήσης ή σε ανταλλακτική αξία»[1].
Η ανάλυση της αφηρημένης εργασίας έχει ήδη αποκαλύψει λίγη απ’ τη σημασία της. Είδαμε το πως ο Μαρξ κατέληξε στην αφηρημένη εργασία μέσω μιας ανάλυσης της ωφέλιμης εργασίας που δημιουργεί αξία χρήσης. Είδαμε επίσης λίγη από τη διαλεκτική της πάλης σχετικά με τον καταμερισμό της ωφέλιμης εργασίας μέσω του οποίου το κεφάλαιο προσπαθεί να δημιουργήσει αξία (αφηρημένη αξία) και η εργατική τάξη προσπαθεί να τον ξεπεράσει. Στη δεύτερη ενότητα του πρώτου κεφαλαίου του Κεφαλαίου, επιστρέφει στην ανάλυση του διφυούς χαρακτήρα της εργασίας με τρία βήματα. Αρχικά, εστιάζει στην ωφέλιμη εργασία, η οποία παράγει αξία χρήσης. Αυτό ύστερα του επιτρέπει να φανερώσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της παραγωγικής αξίας εργασίας (αφηρημένη εργασία). Τέλος, με αυτές τις δύο οπτικές ανά χείρας, αποσαφηνίζει την ανάλυση της παραγωγικότητας και προσφέρει την αναγκαία θεμελίωση της παρακάτω του έκθεσης της στρατηγικής του κεφαλαίου για τη σχετική υπεραξία.
Ωφέλιμη εργασία
Για να μπορέσει το κεφάλαιο να έχει εμπορευματική παραγωγή κι ανταλλαγή, πρέπει να ελέγχει διάφορα είδη συγκεκριμένης ωφέλιμης εργασίας που παράγουν ποιοτικώς διαφορετικές αξίες χρήσης. Χωρίς αυτό, ούτε η καπιταλιστική παραγωγή ούτε η ανταλλαγή θα μπορούσαν να λάβουν χώρα. Αυτό συνεπάγεται έναν κοινωνικό καταμερισμό της ωφέλιμης εργασίας στην κοινωνία. Για να κατέχει κι ελέγχει έναν αναπτυσσόμενο αριθμό διαφορετικών ειδών παραγωγής, το κεφάλαιο πρέπει να μπορεί να κατανέμει την εργασία περισσότερο ή λιγότερο όπως θεωρεί καλύτερο – πρέπει να επιτύχει μια τέτοια ευπλαστότητα της εργασίας την οποία είδαμε υποβόσκουσα στην αφηρημένη εργασία. Ένας συνεχώς μεταβαλόμενος κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας συνεπάγεται ότι οι εργάτες πρέπει συχνά να μετακινούνται από το ένα είδος ωφέλιμης εργασίας στο άλλο.
Ο καταμερισμός της ωφέλιμης εργασίας αναγκαίας για την καπιταλιστική παραγωγή συμβαίνει σε διάφορα επίπεδα. Ο Μαρξ αναφέρει την εσωτερική οργάνωση του καπιταλιστικού βιομηχανικού εργοστασίου σαν έναν χώρο όπου ο καταμερισμός της εργασίας υπάρχει χωρίς καμία ανταλλαγή μεταξύ των βιομηχανικών παραγωγών. Μπορούμε να δούμε κι άλλα τμήματα του ευρύτερου κοινωνικού εργοστασίου όπου επίσης ισχύει κάτι τέτοιο. Για παράδειγμα, στην οικογένεια υπάρχει ένας καταμερισμός εργασίας μεταξύ του συζύγου, της συζύγου και των παιδιών. Η παραγωγή αξιών χρήσης από τον καθένα καθίσταται διαθέσιμη στους άλλους χωρίς εμπορευματική ανταλλαγή. Όμως, όπως έχουμε δει, οι καταμερισμοί αυτοί αποτελούν βασικές πτυχές του καταμερισμού της ωφέλιμης εργασίας.
Στην ανάλυσή του, ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι η ωφέλιμη εργασία, η εργασία που παράγει αξίες χρήσης, «είναι ανεξάρτητος από κάθε κοινωνική μορφή όρος ύπαρξης του ανθρώπου, αιώνια φυσική ανάγκη». Ισχυριζόμενος ότι αυτός ο όρος είναι «ανεξάρτητος από κάθε κοινωνική μορφή», θέτει την ωφέλιμη εργασία σαν μια γενική έννοια που αναπαριστά μια πτυχή της ανθρώπινης κοινωνίας που είναι παρούσα σε όλους τους τρόπους παραγωγής. Παρόμοιος είναι κι ο ισχυρισμός του στην εισαγωγή των Grundrisse. Εκεί, στην ανάλυσή του διακρίνει μεταξύ του γενικού χαρακτήρα της παραγωγής που ενυπάρχει σε όλες τις κοινωνίες και των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της παραγωγής τα οποία ενυπάρχουν και διακρίνουν τα διαφορετικά είδη κοινωνιών (σαν διαφορετικούς τρόπους παραγωγής)[2]. Τα σχόλια στο Κεφάλαιο σχετικά με την ωφέλιμη εργασία (ενάντια στην αφηρημένη εργασία) διευκρινίζουν περαιτέρω τον γενικό χαρακτήρα της παραγωγής σαν παραγωγή αξιών χρήσης.
Για να ερμηνεύσουμε πολιτικά αυτή τη διχοτομία μεταξύ ωφέλιμης και αφηρημένης εργασίας χρειάζεται να φέρουμε σε πέρας το ίδιο είδος ανάλυσης που εφαρμόσαμε παραπάνω για την αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία. Για παράδειγμα, όπως και με την αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία, μπορούμε εύκολα να δούμε στην ωφέλιμη εργασία την «μεριά» της εργατικής τάξης, και στην αφηρημένη εργασία την καπιταλιστική «μεριά», απλώς επειδή η ωφέλιμη εργασία παράγει τις αξίες χρήσης που χρειάζεται η εργατική τάξη, ενώ η αφηρημένη εργασία αποτελεί την ουσία της αξίας και της υπεραξίας για το κεφάλαιο. Δυστυχώς, οι μαρξιστές πολύ συχνά σταματήσαν σ’ αυτό το σημείο και αντλήσαν το πολύ επικίνδυνο πολιτικό συμπέρασμα ότι μπορούσε κανείς να πετύχει την εξάλειψη του κεφαλαίου απλά εξαλείφοντας την καπιταλιστική πλευρά της αφηρημένης εργασίας διατηρώντας παράλληλα την ωφέλιμη εργασία. Πράγματι, στον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, ισχυρίζονται ότι η απελευθέρωση της ωφέλιμης εργασίας από την αξία θα σημαίνει την απελευθέρωση της εργατικής τάξης ώστε να αναπτύξει πλήρως τις δυνατότητές της σαν μια τάξη που καταπιάνεται με την ωφέλιμη εργασία. Αυτός ο ισχυρισμός εκλύει την ίδια μυρωδιά με εκείνη την προσέγγιση του Προυντόν που τόσο διεξοδικά επέκρινε ο Μαρξ: την εξάλειψη της κακής πλευράς και τη διατήρηση της καλής[3]. Ένα από τα πιο κακόφημα παραδείγματα αυτού του είδους του συλλογισμού μπορεί να βρεθεί στην πρόταση του Λένιν το 1918 ότι θα πρέπει να υιοθετηθεί ραγδαία στην ΕΣΣΔ ο ταιηλορισμός σαν μια προηγμένη κι επιστημονική οργάνωση της ωφέλιμης εργασίας[4]. Ο Λένιν θεώρησε ότι η καπιταλιστική πλευρά του ταιηλορισμού ως μια εκλεπτυσμένη μορφή εκμετάλλευσης εξαφανίζεται αυτόματα με την εξάλειψη της ατομικής ιδιοκτησίας και της καπιταλιστικής τάξης μετά την επανάσταση.
Τα θεωρητικά, για να μην πούμε πολιτικά, ελαττώματα τέτοιων ισχυρισμών εμφανίζονται αμέσως φέροντας σε πέρας τη ταξική μας ανάλυση, έχοντας κατά νου τη στενή σχέση μεταξύ ωφέλιμης κι αφηρημένης εργασίας που αναλύσαμε στην ενότητα για την ουσία της αξίας στο προηγούμενο κεφάλαιο. Βλέπουμε ότι το ενδιαφέρον για την αφηρημένη εργασία (αξία) οδηγεί τους καπιταλιστές να διαμορφώσουν τον καταμερισμό, και συνεπώς την ίδια την δομή, της ωφέλιμης εργασίας ώστε να πραγματοποιήσουν την ομοιογένεια της αφηρημένης εργασίας. Λόγω αυτού, η ωφέλιμη εργασία στο κεφάλαιο πρέπει να ειδωθεί σαν το καθεαυτό υλικό από το οποίο δομείται η αφηρημένη εργασία. Η εργασία που επιβάλλεται στους ανθρώπους μέσω της εμπορευματικής μορφής, η οποία [αφηρημένη] εργασία αποτελεί την ουσία της αξίας στο κεφάλαιο, υπάρχει μόνο στη ρευστή δομή της συγκεκριμένης ωφέλιμης εργασίας. Η εξάλειψη της καπιταλιστικής εργασίας ή της αφηρημένης εργασίας μπορεί μόνο να σημαίνει την εξάλειψη της συγκεκριμένης ωφέλιμης εργασίας, στον βαθμό που αποτελεί μια δραστηριότητα που επιβλήθηκε σαν μορφή κοινωνικού ελέγχου. Ξανά και ξανά στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ επιδεικνύει πως η μορφή της ωφέλιμης εργασίας διαμορφώνεται από τη ταξική πάλη. Η συνεργασία, ως η βασική μορφή οργάνωσης της σύγχρονης εργασίας, αποτελεί προϊόν του κεφαλαίου και φέρει τη σφραγίδα του. Η ωφέλιμη εργασία στη βιομηχανία, είτε την περίοδο της μανουφακτούρας είτε των μηχανών, διαμορφώνεται πάντα από την ανάγκη του κεφαλαίου να ελέγξει την εργατική τάξη. Επειδή η ωφέλιμη εργασία είναι τοιουτοτρόπως ο παραγωγός της αξίας/ελέγχου καθώς και της αξίας χρήσης, δεν μπορεί να «απελευθερωθεί».
Το να μιλήσουμε για την μετακαπιταλιστική «ωφέλιμη εργασία» είναι το ίδιο προβληματικό με το να μιλήσουμε για το μετακαπιταλιστικό κράτος – ο μετασχηματισμός του πρέπει να είναι τόσο ποιοτικός όσο και ποσοτικός. Η έννοια ενός μετακαπιταλιστικού κράτους δομημένου έτσι ώστε να «απονεκρωθεί» -να εξαληφθεί όσο γρηγορότερα γίνεται- πιθανόν μας προσφέρει μια χρήσιμη αναλογία με την μετακαπιταλιστική «εργασία». Έχουμε δει ότι η διαρκής επέκταση της εργασίας αποτελεί μια τάση του κεφαλαίου. Η ποσοτική καθώς και ποιοτική (καταμερισμός της εργασίας) επέκταση της ωφέλιμης εργασίας σαν ένα μέσο κοινωνικού ελέγχου αποτελεί τη βάση της αφηρημένης εργασίας, και συνεπώς της αξίας. Όμως, έχουμε επίσης δει ότι αυτή η επέκταση έχει επιτευχθεί μόνο ενόψει της αντιπαράθεσης της εργατικής τάξης. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, στην μετακαπιταλιστική κοινωνία, η νίκη αυτών των αγώνων σίγουρα θα σημαίνει την ποσοτική μείωση της ωφέλιμης εργασίας σαν ένα ουσιαστικό στοιχείο του ποιοτικού της μετασχηματισμού – «μείωση της αναγκαίας εργασίας της κοινωνίας στο ελάχιστο»[5]. Αντιστρόφως, η διαιώνιση κι η διεύρυνση της ωφέλιμης εργασίας στις σύγχρονες σοσιαλιστικές κοινωνίες, όπως κι η διαιώνιση του κράτους, αποτελεί ένα σίγουρο σημάδι ότι το κεφάλαιο δεν έχει καταστραφεί. Συνεπώς, δεν είναι αρκετό να μιλήσουμε μόνο για τον ποιοτικό μετασχηματισμό της εργασίας σε αφαίρεση από την ποσοτική της μείωση. Εκείνοι που επιτίθονται στην «αλλοτριωμένη» εργασία ή που μιλάνε για τον «εκφυλισμό» της εργασίας υπό τον καπιταλισμό πράγματι συλλαμβάνουν τον τρόπο που το κεφάλαιο μετασχηματίζει την ωφέλιμη εργασία σε έναν τρόπο κυριαρχίας[6]. Δυστυχώς όμως, χάνουν τη διαλεκτική σχέση μεταξύ της ποσοτικής διεύρυνσης της εργασίας σαν κοινωνικό έλεγχο και τον ποιοτικό της μετασχηματισμό. Όπως έχουμε δει, το κεφάλαιο είναι, πάνω απ’ όλα, ποσοτικό στη διεύρυνσή του. Διαμορφώνει την ποιότητα σαν κομμάτι αυτής της διεύρυνσης. Για να μιλήσουμε για την ανατροπή της καπιταλιστικής εργασίας πρέπει να λάβουμε υπόψη και τις δύο πτυχές της. Ο μόνος τρόπος να επιτύχουμε μια «μη-αλλοτριωμένη» εργασία -ή, εργασία σαν μια δραστηριότητα η οποία δεν αποτελεί μια λειτουργία κυριαρχίας- είναι μέσω της εξάλειψης του στοιχείου του καταναγκασμού ο οποίος έχει υπάρξει αδιαχώριστος από την ποσοτική της διεύρυνση.
Στην πράξη, η «μηδενική εργασία»[7] σημαίνει την μετατροπή της «ωφέλιμης εργασίας» σε ένα στοιχείο εκείνου που ο Μαρξ αποκαλεί «πλήρη ανάπτυξη της ίδιας της δραστηριότητας». Η καπιταλιστική ανάπτυξη, έγραψε, έχει δημιουργήσει τα υλικά στοιχεία τα οποία επιτρέπουν, μετά την επανάσταση, «την ανάπτυξη της πλούσιας ατομικότητας, που είναι εξίσου ολόπλευρη στην παραγωγή όσο και στην κατανάλωσή της, και που γι’ αυτό και η εργασία της δεν εμφανίζεται πια σαν εργασία αλλά σαν πλήρης ανάπτυξη της ίδιας της δραστηριότητας»[8]. Τι σημαίνει «η ίδια η δραστηριότητα»; Υπό ποια συνθήκη η εργασία δεν είναι εργασία; Ο Μαρξ δεν είχε πολλά να πει επί του ζητήματος, κυρίως λόγω αρχής[9]. Απέρριψε το πρόγραμμα του ουτοπικού σοσιαλισμού για τον εκ των προτέρων σχεδιασμό της φύσης της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας. Είναι σαφές πως ένιωθε ότι αυτή θα εφευρεθεί στη διαδικασία της επανάστασης από την μάζα των εργατών στη βάση των δυνατοτήτων τους και των επιθυμιών τους, και όχι στη βάση κάποιου διανοητικού καπρίτσιου. Όταν πράγματι μίλησε για τη γενική φύση της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας, τα πιο συχνά επαναλαμβανόμενά του σχόλια αναφέρονταν στην καλλιτεχνική, επιστημονική, κλπ, ανάπτυξη της ατομικότητας στον χρόνο που απελευθερώνεται λόγω της μείωσης της αναγκαίας εργασίας στο ελάχιστο[10]. Οπότε, ο Μαρξ είδε την επαναστατική διαδικασία τόσο σαν αρνητική -ελευθερία από το κεφάλαιο και το τέλος μιας τάξης που ορίζεται από την εργασία- όσο και σαν θετική – ελευθερία για την ανάπτυξη ενός νέου σταδίου στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Η άρνησή του να σχολιάσει εκτενώς αυτό το νέο στάδιο αποτελεί τη σαφέστερη απόδειξη για τη δέσμευσή του περί της ανοιχτότητας της [επαναστατικής διαδικασίας] χωρίς να μπορεί να προβλεφθεί που θα καταλήξει. Τα σχόλια που έκανε προέρχονταν κυρίως από περιόδους επαναστάσεων, στις οποίες κοιτούσε τις πράξεις των ίδιων των εργατών, ψάχνοντας ενδείξεις για την κατεύθυνση της πάλης τους (πχ, κατά τη διάρκεια της Κομμούνας)[11]. Οπότε, παρότι απέρριψε τις ουτοπικές εικασίες, μπορούμε να υποθέσουμε ότι εντός της επαναστατικής διαδικασίας ο Μαρξ θα υιοθετούσε με θέρμη το σύνθημα «Όλη η εξουσία στη φαντασία».
Για να επιστρέψουμε στην ανάλυσή του για την ωφέλιμη εργασία εντός του κεφαλαίου, τα ανθρώπινα όντα κι η φύση παρουσιάζονται σαν να δουλεύουν από κοινού – και τα δύο σαν πηγές πλούτου. Όμως, υπάρχει εδώ μια ακόμη προβληματική διχοτομία: υπονοείται μια οξεία διαίρεση μεταξύ των δύο, κάνοντας τη «φύση» κάτι εξωτερικό των ανθρώπων, στην οποία οι άνθρωποι «αντιτίθενται». Όταν ο Μαρξ ξαναπιάνει αυτή την ανάλυση στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, στο κεφάλαιο για την εργασιακή διαδικασία, βρίσκουμε ότι διατηρεί αυτή τη διάκριση. Η φύση εμφανίζεται σαν το αντικείμενο της εργασίας, το οποίο εκτελείται από ανθρώπους κάνοντας χρήση οργάνων κι εργαλείων[12]. Όμως, σταδιακά, στο Κεφάλαιο ξεκινάμε να βλέπουμε μια άλλη πλευρά, καθώς η φύση γίνεται αυξανόμενα μια πτυχή της κοινωνικής οργάνωσης και ενσωματώνεται σ’ αυτή αντί να στέκεται εκτός της σαν ένα αντικείμενο επί του οποίου εργάζονται τα άτομα σαν υποκείμενα. Στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, στην ανάλυση της γαιοπροσόδου, θα βρούμε ότι, καθώς η γη (φύση) κατεργάζεται και επενδύεται κεφάλαιο σ’ αυτή, η αρχική της, ή «φυσική», γονιμότητα (οι διαφοροποιήσεις οι οποίες αποτελούν μια απ’ τις βάσεις των διαφορετικών γαιοπροσόδων) γίνεται μη-αναγνωρίσιμη. Εν ολίγοις, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι κάθε διαχωρισμένη έννοια της φύσης γίνεται αυξανόμενα ασαφής καθώς βλέπουμε πως το κεφάλαιο «την» περικλείει και «την» μετασχηματίζει έως ότου δεν μπορεί να αναγνωριστεί εύκολα σαν κάτι εξωτερικό. Αυτές οι θεωρήσεις είναι υψίστης σημασίας για την κατανόηση των φυσικών επιστημών και της τεχνολογίας σαν αναπόσπαστα στοιχεία της ωφέλιμης, και συνεπώς αφηρημένης, εργασίας εντός του κεφαλαίου. Καθώς ξεκινάμε να βλέπουμε στην ανάλυση τις καινοτομίες που αυξάνουν την παραγωγικότητα (και αναδιοργανώνουν την εργασία) στο τέταρτο μέρος του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου για τη σχετική υπεραξία, η επιστήμη κι η τεχνολογία είναι αδιαχώριστες από τη ταξική πάλη.
Ας πάρουμε δύο παραδείγματα από τον τομέα της παραγωγής τροφίμων. Στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, ο Μαρξ αναλύει τη διστακτικότητα των πακτωτών να επενδύσουν σε τεχνολογική ανάπτυξη επειδή τμήμα ή και το σύνολο των πρόσθετων κερδών θα καταλήξει στον γαιοκτήμονα[13]. Αυτό επιβραδύνει την αλλαγή και διατηρεί την παραγωγικότητα χαμηλή. Πιο πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι η επιστημονική έρευνα η οποία οδηγεί στην ανάπτυξη νέων ποικιλιών σιτηρών υψηλής απόδοσης για χρήση στον Τρίτο Κόσμο υπήρξε μια άμεση συνέπεια των καπιταλιστικών προσπαθειών να ανταπεξέλθουν στις εργατικές αναταραχές κι εξεγέρσεις σ’ αυτά τα μέρη του κόσμου[14]. Γενικότερα, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η ίδια η δομή της επιστήμης και το μοτίβο της ανάπτυξής της διαμορφώνονται από τον ρόλο τους στην καπιταλιστική κοινωνία, και συνεπώς στη ταξική πάλη. Ο Μαρξ δίνει έμφαση αυτή την πολιτική πλευρά της επιστήμης και της καινοτομίας, η οποία συγκεκριμενοποιείται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες μορφές των μηχανών και της ωφέλιμης εργασίας που συνδέεται μ’ αυτές: «Θα μπορούσε κανείς να γράψει μια ολόκληρη ιστορία για τις εφευρέσεις από το 1830 και μετά, οπότε εμφανίστηκαν απλώς σαν πολεμικά μέσα του κεφαλαίου ενάντια στις εργατικές εξεγέρσεις»[15]. Η σημασία αυτού, από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, κείτεται στην αναγκαιότητα της ανάλυσης και της σύλληψης των παρόντων και των αναδυόμενων μορφών της ωφέλιμης εργασίας στην πολιτική τους διάσταση: ως όπλα του κεφαλαίου. Όποτε το κεφάλαιο σχεδιάζει μια νέα οργάνωση της ωφέλιμης εργασίας, ή την εισαγωγή μιας νέας τεχνολογίας, τα σχέδια αυτά θαα ναλύονται με τους όρους του ρόλου τους στην αποσύνθεση του παρόντος επιπέδου της δύναμης της εργατικής τάξης. Το ζήτημα δεν είναι η δημιουργία ενός νεολουδισμού, αλλά η πρόβλεψη των καπιταλιστικών στρατηγικών και τακτικών ώστε να σχηματίσουμε στρατηγικές και τακτικές για την αντιμετώπισή τους[16].
Αφηρημένη εργασία
Αναπτύσσοντας την καταγωγή και την έννοια της αφηρημένης εργασίας, ο Μαρξ εισάγει ρητά την κινητικότητα της εργασίας στον καπιταλισμό από το ένα είδος ωφέλιμης εργασίας στο άλλο. Αναφέρεται σ’ αυτό σαν έναν τρόπο που ξεπερνιέται η ιδιαιτερότητα της ωφέλιμης εργασίας και δημιουργείται η αφηρημένη εργασία: «Η άμεση εξέταση διδάσκει περαιτέρω ότι στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία μας, ανάλογα με την μεταβαλλόμενη κατεύθυνση της ζήτησης εργασίας, ένα δεδομένο μερίδιο ανθρώπινης εργασίας παρέχεται κατ’ εναλλαγή με την μορφή της ραπτικής ή με την μορφή της υφαντικής. Αυτή η μορφική μεταβολή της εργασίας ενδέχεται να μην γίνεται χωρίς τριβές, αλλά πρέπει να γίνεται»[17].
Για να ερμηνεύσει περαιτέρω αυτή την αφηρημένη εργασία, ο Μαρξ σημειώνει ότι πέρα από το ότι καθορίζεται ποιοτικά από την κινητικότητα και ποσοτικά από τον χρόνο, με μια ορισμένη έννοια έχει πραγματική υπόσταση στην μορφή της απλής, ή μέσης, εργασιακής δύναμης. Αυτό εξηγείται καλύτερα στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας όπου γράφει: «Αυτή η αφαίρεση της γενικής ανθρώπινης εργασίας ενυπάρχει στη μέση εργασία, την οποία μπορεί να εκτελέσει κάθε μέσο άτομο μιας δεδομένης κοινωνίας και η οποία συνίσταται σε μία ορισμένη παραγωγική δαπάνη ανθρώπινων μυών, νεύρων, μυαλού κλπ. Είναι απλή εργασία [οι Άγγλοι οικονομολόγοι την ονομάζουν «ανειδίκευτη εργασία»], στην οποία μπορεί να εκπαιδευτεί κάθε μέσο άτομο»[18]. Τώρα, αυτή η έννοια μοιάζει αρκετά ασαφής. Η εισαγωγή της «ανειδίκευτης εργασίας» φέρνει στο νου το καθάρισμα των δρόμων, το σκάψιμο λάκκων κι άλλες ταπεινές εργασίες. Όμως, είναι εμφανές ότι δεν έχει κατά νου τον χαμηλότερο κοινό φυσικό παρανομαστή: «Βεβάιως, η ίδια η ανθρώπινη εργασιακή δύναμη», λέει στο Κεφάλαιο, «θα πρέπει να είναι περισσότερο ή λιγότερο ανεπτυγμένη για να μπορεί να ξοδεύεται σ’ αυτήν ή στην άλλη μορφή»[19]. Αυτός δεν είναι βιολογικός αλλά κοινωνικός καθορισμός, ένας καθορισμός του οποίου ο χαρακτήρας ποικίλει κατά καιρούς και από χώρα σε χώρα. Φαίνεται να λέει ότι η εργασία που μπορεί να διεκπερώσει ένα «μέσο άτομο», ας πούμε, στις ΗΠΑ του 1775 και στις ΗΠΑ του 1975, ή στις ΗΠΑ του 1975 και στην ορεινή Παπούα του 1975, είναι αρκετά διαφορετική. Όταν τίθεται συγκεκριμένα μ’ αυτό τον τρόπο, η ασάφεια της έννοιας εξαφανίζεται. Οι εργάτες όλων αυτών των περιόδων και τόπων θα μπορούσαν να εκπαιδευτούν για να εκτελέσουν την «μέση εργασία» σε ένα σημερινό εργοστάσιο ή γραφείο της Νέας Υόρκης. Όμως, η ποσότητα εκπαίδευσης που θα χρειαζόνταν ο αγρότης του 1775 ή ο ιθαγενής του 1975 θα ήταν αρκετά περισσότερη και διαφορετικής τάξης, και δεν θα περιλάμβανε μόνο γλωσσικές, μαθηματικές ή μηχανικές δεξιότητες αλλά και κανονικότητα και πειθαρχία. Σίγουρα, η έννοια των μεταβολών στην «μέση εργασία» είναι της ίδιας τάξεως δυσκολίας με την έννοια των αλλαγών στο μέσο βιοτικό επίπεδο με την πάροδο του χρόνου, δηλαδή, των μεταβολών στην αξία της εργασιακής δύναμης.
Παραγωγικότητα
Ο Μαρξ μπορεί τώρα να προσδιορίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια την έννοια μιας μεταβολής στην παραγωγικότητα υπό το φως της ανάλυσης του διφυούς χαρακτήρα της εργασίας. «Η παραγωγική δύναμη», λέει, «είναι, φυσικά, πάντα παραγωγική δύναμη ωφέλιμης, συγκεκριμένης εργασίας και καθορίζει στην πράξη μόνο το βαθμό επίδρασης της ένσκοπης παραγωγικής δραστηριότητας σε δεδομένο χρονικό διάστημα»[20]. Αυτό σημαίνει ότι μια μεταβολή της παραγωγικότητας αποτελεί μια μεταβολή της ωφέλιμης κι όχι της αφηρημένης εργασίας. Αυτός είναι ένας εκ των σημαντικότερων λόγων που η αναγνώριση της διαφοράς μεταξύ ωφέλιμης και αφηρημένης εργασίας είναι κεντρική. Για να το θέσουμε διαφορετικά, κατανοώντας τον διακριτό χαρακτήρα της εργασίας που προσπαθεί να επιβάλλει το κεφάλαιο (αφηρημένη εργασία), ο Μαρξ καταφέρνει για πρώτη φορά να αναλύσει τη σημασία των μεταβολών στην παραγωγικότητα οι οποίες έχουν παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στη ταξική πάλη. Για παράδειγμα: το να πούμε ότι σ’ ένα δεδομένο χρονικό διάστημα παράγονται διπλάσιες αξίες χρήσης από τον ίδιο αριθμό εργατών, σημαίνει ότι η παραγωγικότητα της ωφέλιμης εργασίας έχει διπλασιαστεί. Απ’ τη στιγμή που ο χρόνος εργασίας παραμένει ο ίδιος (παρότι δεν το αναφέρει, πρέπει επίσης να κρατήσουμε την εντατικότητα της εργασίας σταθερή ώστε η ποσότητα της αξίας να παραμείνει η ίδια), τότε η ποσότητα της αφηρημένης εργασίας ή αξίας σε κάθε μονάδα προϊόντος υποδιπλασιάστηκε.
Μια απ’ τις σημαντικότερες στρατηγικές του κεφαλαίου βασίζεται σ’ αυτό το φαινόμενο. Στο δέκατο κεφάλαιο, για την έννοια της σχετικής υπεραξίας, ανακαλύπτουμε πως το κεφάλαιο ωθείται από τους αγώνες τις εργατικής τάξης (για την μείωση της εργάσιμης ημέρα και της εντατικότητας της εργασίας, για την αύξηση των μισθών) να αυξήσει την παραγωγικότητα της ωφέλιμης εργασίας αντικαθιστώντας την εργασιακή δύναμη με μέσα παραγωγής[21].
Αυξάνοντας την παραγωγικότητα της ωφέλιμης εργασίας που παράγει τα μέσα συντήρησης (ή των εισροών για την παραγωγή τους), το κεφάλαιο μειώνει την αξία των εμπορευμάτων που λαμβάνει η εργατική τάξη για την αναπαραγωγή της. Αν η αξία των μέσων συντήρησης μειωθεί, τότε το κεφάλαιο μπορεί να πληρώνει τους εργάτες λιγότερη αξία από πριν ενώ εκείνοι λαμβάνουν ακόμη τις ίδιες (ή και περισσότερες!) αξίες χρήσης. Αν η ποσότητα του μεταβλητού κεφαλαίου που πρέπει να επενδυθεί στην εργασιακή δύναμη μπορεί να μειωθεί κατ’ αυτό τον τρόπο την ίδια στιγμή που η συνολική ποσότητα της εργασίας, και συνεπώς της αξίας, παραμένει η ίδια, τότε το σχετικό μερίδιο της αξίας αυτής που λαμβάνει το κεφάλαιο σαν υπεραξία θα αυξηθεί. Αυτή είναι η στρατηγική της σχετικής υπεραξίας.
Όχι μόνο η σχετική υπεραξία έχει υπάρξει από καιρό μια απ’ τις θεμελιώδεις στρατηγικές [του κεφαλαίου] στη ταξική πάλη, αλλά επίσης, όπως είδαμε στην εισαγωγή, κατά την περίοδο του κεϋνσιανισμού το κεφάλαιο επιδίωξε τη θεσμοποίησή της με τα «ντηλ παραγωγικότητας» που συνέδεαν τις μισθολογικές αυξήσεις με τις αυξήσεις της παραγωγικότητας μέσω των συμβάσεων και της κρατικής πολιτικής. Αν θεωρήσουμε ότι μια απ’ τις πιο θεμελιώδεις πτυχές της τρέχουσας διεθνής κρίσης είναι ο τρόπος που οι επιθέσεις της εργατικής τάξης στην παραγωγικότητα (σε συνδυασμό με τις μισθολογικές της διεκδικήσεις) έχουν διαρρήξει αυτά τα ντηλ παραγωγικότητας και υπονόμευσαν τη σχετική υπεραξία, τότε αυτή η μικρή δεύτερη ενότητα του πρώτου κεφαλαίου του Κεφαλαίου, η οποία συχνά παραβλέπεται σαν μια περιττή έκθεση των ισχυρισμών της πρώτης ενότητας, ξεκινά να λαμβάνει την αληθινή της σημασία και αποκαλύπτεται η σύγχρονη σημασία της έμφασης αυτής του Μαρξ. Επιπλέον, όταν κοιτάμε γύρω μας και βλέπουμε πως η μαζική επίθεση του κεφαλαίου στην αξία του μισθού μέσω του παγκόσμιου πληθωρισμού επιτυγχάνεται μέσω μιας παγκόσμιας αναδιάρθρωσης του καταμερισμού της εργασίας, μπορούμε να δούμε τη σημασίας της κατανόησης των συγκεκριμένων εκδηλώσεων αυτής της στρατηγικής ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα πως να αναμένουμε αυτές τις κατευθύνσεις και να τις αντιμετωπίζουμε.
Σημειώσεις:
1. Καρλ Μαρξ & Φρίντριχ Ένγκελς, Αλληλογραφία 1861-1869, μέρος Β, εκδόσεις Μπάυρον, 1975, σελ. 139.
2. Καρλ Μαρξ, Grundrisse, τόμος Α, τετράδιο Μ.
3. Βλέπε Μαρξ, Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, ή, για μια σύντομη έκθεση της κριτικής του στον Προυντόν, βλέπε την Επιστολή του Μαρξ στον Αννένκοβ, 28 Δεκεμβρίου 1846 στο Μαρξ & Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος δεύτερος, σελ. 516-530.
4. Β. Ι. Λένιν, «Τα Άμεσα Καθήκοντα της Σοβιετικής Εξουσίας», υποενότητα για την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας, Άπαντα, τόμος 36, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1982, σελ. 187-190.
5. Μαρξ, Grundrisse, τόμος Β, σελ. 539.
6. Βλέπε, για παράδειγμα, Harry Braverman, Labor and Monopoly Capital: The Degradation of Work in the Twentieth Century, εκδόσεις Monthly Review Press, 1974. [Σ.τ.Μ.]: Δυστυχώς, δεν έχει μεταφραστεί ολόκληρο το βιβλίο στα ελληνικά αλλά μόνο το πρώτο μισό του: Harry Braverman, Εργασία και Μονοπωλιακό Κεφάλαιο: Η Υποβάθμιση της Εργασίας στον Εικοστό Αιώνα, τόμος Α, εκδόσεις Λέσχη Κατασκόπων του 21ου Αιώνα, 2005.
7. [Σ.τ.Μ.]: «Μηδενική εργασία» [Zerowork] ήταν και ο τίτλος ενός αυτόνομου μαρξιστικού περιοδικού στο οποίο αρθρογραφούσε ο Κλήβερ.
8. Μαρξ, Grundrisse, τόμος Β, σελ. 241.
9. Η μόνη λεπτομερή ανάλυση του Μαρξ για τη σχέση μεταξύ της εργασίας υπό το κεφάλαιο και τη δραστηριότητα εν γένει υπήρξε εκείνο το τμήμα της ανάλυσής του για την αλλοτρίωση της ανθρώπινης φύσης – μια ανάλυση την οποία δεν χρησιμοποίησε ιδιαίτερα ούτε στα Grundrisse ούτε στο Κεφάλαιο.
10. Μαρξ, Grundrisse, τόμος Β, σελ. 539.
11. Βλέπε την ανάλυση του Μαρξ για την Κομμούνα στο Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία.
12. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, πέμπτο κεφάλαιο, πρώτη ενότητα.
13. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος τρίτος, κεφάλαιο 47.
14. Χάρρυ Κλήβερ, The Origins of the Green Revolution, εκδόσεις Stanford University, 1974.
15. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 399.
16. Για ένα παράδειγμα μιας τέτοιας ανάλυσης, βλέπε τα άρθα του Zerowork 1 και Gambino, «Workers’ Struggles and the Development of Ford in Britain».
17. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 27.
18. Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, σελ. 35.
19. Μαρξ, Κεφάλαιο, ό.π.
20. [Σ.τ.Μ.]: Ό.π., σελ. 29.
21. Στο 23ο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, ο Μαρξ αναλύει αυτή την αντικατάσταση της εργασιακής δύναμης (εδ) από μέσα παραγωγής (μπ) σαν μια αύξηση της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου (μπ/εδ) ή, στον βαθμό που η αξιακή σύνθεση (σ/μ) ανακλά τις αλλαγές στη τεχνική σύνθεση, σαν μια αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (σ/μ). Ως μαθηματική αναλογία, η οργανική σύνθεση μετράει τη τεχνική σύνθεση με αξιακούς όρους, όμως σαν πολιτικός δείκτης αναπαριστά έναν ορισμένο καταμερισμό της εργασίας και τη σχετική πολιτική σύνθεση της δύναμης της εργατικής τάξης.