Alerta Comunista

Αναζητώντας την πραγματική κίνηση

Πρόλογος της 2ης Έκδοσης

Υπάρχει ένα εγγενές πρόβλημα στη συγγραφή ενός νέου προλόγου για ένα παλιό έργο: τι να πεις για κάτι που έγραψες ένα τέταρτο του αιώνα παλιότερα; Αντί προλόγου, είναι δελεαστικό απλά να ξαναγράψεις το βιβλίο ώστε να το ανανεώσεις σύμφωνα με τις τρέχουσες ιδέες και διατυπώσεις σου. Ωστόσο, τα βιβλία, όπως κάποιοι έχουν υποδείξει, αποκτούν τη δική τους ζωή αφότου εκδοθούν και οι γενναιόδωροι τα αφήνουν ανενόχλητα, χωρίς να τα πειράξουν, επιτρέποντάς τους να ακοληθήσουν τη δική τους πορεία. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τα παρουσιάσεις, να πεις μερικά πράγματα για την ιστορία τους και να τα αφήσεις στο έλεος των αναγνωστών. Αυτό μου φαίνεται ορθό. Συνεπώς, εδώ θα πω λίγα λόγια για τη γέννηση του παρόντος βιβλίου, για το πως δημιουργήθηκε, και ύστερα λίγα ακόμη λόγια για τις συνεπακόλουθες επιπτώσεις του στο δικό μου έργο από τότε[1].

Μερικά βιβλία δημιουργούνται σκόπιμα. Συλλαμβάνονται και γράφονται ως τμήμα ενός πολιτικού εγχειρήματος έχοντας έναν ιδιαίτερο σκοπό, έναν στόχο, σχεδιάζονται από την αρχή σαν μια συμβολή. Ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου του Καρλ Μαρξ είναι ένα τέτοιο βιβλίο. Ο Μαρξ συνέλαβε και έγραψε το Κεφάλαιο σαν ένα βήμα εντός ενός μεγαλύτερου εγχειρήματος για τη διάταξη της ανάλυσής του σχετικά με τη φύση του καπιταλισμού. Αυτό το πλάνο, με τη σειρά του, υπήρξε τμήμα ενός ακόμη μεγαλύτερου εγχειρήματος συμβολής στην ανατροπή και το ξεπέρασμα του καπιταλισμού. Τα γραπτά του αποτελούσαν μέρος της συμβολής του προς τους τρέχοντες αγώνες των εργατών ενάντια στην εκμετάλλευση και την αλλοτρίωσή τους, για τη δημιουργία καλύτερων, εναλλακτικών μορφών κοινωνικής ζωής.

Άλλα βιβλία αποτελούν τυχαία υποπροϊόντα. Τα Grundrisse του Μαρξ είναι ένα τέτοιο βιβλίο. Αρχικά, ήταν απλώς μια σειρά από τετράδια που γράφτηκαν κατά την έναρξη της κρίσης του 1857 σε μια επιτακτική προσπάθεια του Μαρξ να συγκεντρώσει τις σκέψεις του, να συγκεντρώσει το θεωρητικό του έργο και τις μελέτες του για την εξέλιξη της ταξικής πάλης. Τα τετράδια δεν προορίζονταν ποτέ να εκδοθούν· αποτελούν απλώς τις διατυπώσεις που δημιουργήθηκαν καθώς ο Μαρξ επεξεργαζόταν τις ιδέες του. Αποτελούσαν μια στιγμή σύνθεσης ετών δουλειάς που θα παρήγαγε άλλα χειρόγραφα και τελικά το Κεφάλαιο τη δεκαετία του 1860. Τα τετράδια έγιναν «βιβλίο» μόνο χρόνια αργότερα από τον θάνατο του Μαρξ, όταν μελετητές αναγνωρίσαν τη συνοχή τους κι αποφασίσαν να τα εκδώσουν.

Ο πυρήνας του παρόντος βιβλίου, Διαβάζοντας το «Κεφάλαιο» Πολιτικά, γεννήθηκε με έναν τρόπο που θυμίζει περισσότερο τα Grundrisse παρά το Κεφάλαιο, αποτελεί περισσότερο ένα τυχαίο υποπροϊόν παρά ένα εσκεμμένο προϊόν που φτιάχτηκε σαν μια εμπνευσμένη παρέμβαση στην πολιτική ζωή. Όπως τα Grundrisse, ξεκίνησε σαν ένα σύνολο σημειώσεων γραμμένων ως κομμάτι μιας ιδιαίτερης στιγμής ενός διανοητικού έργου. Στη δική μου περίπτωση, το εγχείρημα υπήρξε μια εξερεύνηση των γραπτών του Μαρξ αναφορικά με την εργασιακή θεωρία της αξίας, με σκοπό την ανακάλυψη μιας ερμηνείας της η οποία να μου μοιάζει ορθή – επειδή οι ερμηνείες εκείνες που μας είχαν κληροδοτηθεί από τους προηγούμενους μαρξιστές μελετητές δεν με ικανοποιούσαν.

Η γένεση του βιβλίου

Το κίνητρο γι’ αυτή την εξερεύνηση κείτεται εν μέρει στο μεταβαλλόμενο πεδίο της ταξικής πάλης στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 1970, και εν μέρει σε μια αυξανόμενη δυσαρέσκειά μου αναφορικά με την κατανόηση του μαρξισμού τα χρόνια εκείνα. Είχα ξεκινήσει να διαβάζω Μαρξ, και την μαρξιστική παράδοση, σε αντίδραση προς την ανικανότητα των οικονομικών του συρμού να ερμηνεύσουν με χρήσιμο τρόπο είτε τον πόλεμο ενάντια στο Βιετνάμ είτε την κοινωνική μηχανική που αποτέλεσε ένα υπολογίσιμο συστατικό της «κατασκευής εθνών» που ανέλαβαν οι ΗΠΑ στη Νοτιοανατολική Ασία για να διευρύνουν την επιρροή τους στις δεκαετίες του 1950 και 1960.

Ως κομμάτι του αντιπολεμικού κινήματος τα χρόνια που ήμουν μεταπτυχιακός φοιτητής στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ (1967-1971), διερεύνησα τον ρόλο του πανεπιστημίου εντός του συμπλέγματος του συνόλου της αντιεξεγερσιακής προσπάθειας των ΗΠΑ. Η διερεύνηση με οδήγησε, μαζί με άλλους, να σχηματίσουμε μια ομάδα μελέτης για να εστιάσουμε στην εισαγωγή του νέου, υψηλής απόδοσης ρυζιού στην περιοχή. Η εισαγωγή αυτή έγινε με σκοπό την αύξηση της παραγωγής τροφιμών έτσι ώστε να αποδυναμωθεί η δυσαρέσκεια των αγροτών κι η στήριξή τους προς την επανάσταση ενάντια στον νεοαποικισμό της εποχής εκείνης. Προκειμένου να συλλάβουμε θεωρητικά αυτή την πολιτική χρήση της τεχνολογίας για τον μετασχηματισμό της αγροτικής ασιατικής κοινωνίας, οδηγηθήκαμε στον Μαρξ και τις μαρξιστικές αναλύσεις σχετικά με τον μετασχηματισμό των προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής από τον καπιταλισμό μέσω διαδικασιών, περισσότερο ή λιγότερο, πρωταρχικής συσσώρευσης[2]. Δυστυχώς, όσο περισσότερο μελετούσα ιστορία, τόσο περισσότερο μονόπλευρη και στενή μου φαινόταν αυτή η ανάλυση. Ενώ υπογράμμιζε τι έκαναν οι αμερικάνικοι φορείς χάραξης πολιτικής και είχε κάποιο δίκιο σχετικά με αυτό, κατ’ ουσίαν παραμελούσε τη δραστηριότητα των ίδιων των αγροτών στη Νοτιοανατολική Ασία, ενάντια στους αγώνες των οποίων στοχεύαν οι νέες τεχνολογίες και η «κατασκευή εθνών/ελίτ».

Κατά την ίδια περίοδο στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μετατοπιζόταν επίσης η αιχμή της καπιταλιστικής στρατηγικής σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι φορείς χάραξης πολιτικής αντικαθιστούσαν την κεϋνσιανή αναπτυξιακή διαχείριση με μια περισσότερο κατασταλτική χρήση του χρήματος: περικοπές των κοινωνικών δαπανών, ευέλικτες συναλλαγματικές ισοτιμίες, χρηματοπιστωτική απορρύθμιση και τελικά πολύ αυστηρές νομισματικές πολιτικές και μια διεθνή κρίση χρέους. Μελετώντας αυτή την μετατόπιση, παρατήρησα ότι όπως η εισαγωγή μιας νέας γεωργικής τεχνολογίας στον Τρίτο Κόσμο αποτελούσε μια αντίδραση ενάντια στον αγώνα των αγροτών, έτσι επίσης η μετατόπιση από τον κεϋνσιανισμό στον μονεταρισμό υπήρξε μια αντίδραση ενάντια στη λαϊκή πάλη, σ’ αυτή την περίπτωση ενάντια στον διεθνή κύκλο αγώνων που σάρωσε την υδρόγειο στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές αυτής του 1970, ένας κύκλος του οποίου το Βιετνάμ υπήρξε μόνο μια στιγμή[3].

Τα δύο αυτά σύνολα παρατηρήσεων με εξώθησαν να αναγνωρίσω ότι τα είδη των ερμηνειών του Μαρξ που χρησιμοποιούσα περιλάμβαναν μια υπερβολικά μονομερή εστίαση στις δυναμικές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Ακριβώς λόγω αυτής της εστίασης, οι ερμηνείες αυτές αποτυγχάναν να συλλάβουν την πρωτοβουλία εκείνων που αντιστέκονταν κι επιτίθονταν στο κεφάλαιο και, λόγω της αποτυχίας τους αυτής, δεν μπορούσαν ούτε καν να κατανοήσουν με ακρίβεια τις πράξεις του ίδιου του κεφαλαίου – οι οποίες πάντα αναπτύσσονταν σε αλληλεπίδραση με αυτή την αντίσταση και τις επιθέσεις. Το να λάβουμε σοβαρά αυτή την οπτική δεν σήμαινε για εμένα τίποτα λιγότερο από την ανάγκη για μια πλήρη επανεξέταση της μαρξικής θεωρίας, μια εξέταση του αν μπορούσε να κατανοηθεί με έναν τρόπο που δεν ήταν μονομερής και που θα συλλάμβανε και τις δύο πλευρές των κοινωνικών συγκρούσεων που μελετούσα και συμμετείχα.

Μέχρι τότε, το έργο μου γύρω από τον Μαρξ με είχε οδηγήσει με απόλυτη βεβαιότητα σε τουλάχιστον ένα συμπέρασμα: ότι η εργασιακή θεωρία της αξίας υπήρξε ο αναντικατάστατος πυρήνας της θεωρίας του. Το γεγονός ότι μερικοί είχαν παραμερίσει αυτή τη θεωρία και αποκαλούσαν ακόμη την ανάλυσή τους «μαρξιστική» δεν έβγαζε κανένα νόημα για εμένα, επειδή οι έννοιες του Μαρξ αναφορικά με την αξία υπήρξαν τα θεμελιώδη εννοιολογικά εργαλεία και δομικά στοιχεία από τη δεκαετία του 1940 κι ύστερα, οπότε η επανεξέταση έπρεπε να ξεκινήσει με αυτές τις έννοιες. Θεωρούσα ότι η χρησιμότητα της θεωρίας του ως ένα συνεκτικό σύνολο εξαρτούνταν στο εάν θα μπορούσα να βρω μια ερμηνεία της αξιακής θεωρίας του που θα με βοηθούσε να κατανοήσω τις δυναμικές της ταξικής πάλης και να βρω τρόπους παρέμβασης σ’ αυτή.

Συνεπώς, το καλοκαίρι του 1975, συγκέντρωσα κάθε απόσπασμα (διαθέσιμο στις δύο γλώσσες που γνώριζα επαρκώς τότε: αγγλικά και γαλλικά) των γραπτών του Μαρξ που μπόρεσα να βρω σχετικά με την αξιακή θεωρία και ξεκίνησα την μελέτη. Τα ανέλυσα και τα διαμέλισα. Συνέκρινα πρώιμες και όψιμες διατυπώσεις. Συνέκρινα χειρόγραφα και τελικά κείμενα. Συνέκρινα και αντιπαρέθεσα τα Χειρόγραφα του 1844, τα Grundrisse, το Κεφάλαιο, και πολλά άλλα αποσπάσματα και σημειώσεις, για να δω αν μπορούσα να καταλήξω σε μια ερμηνεία στην οποία οι έννοιες και οι κατασκευές της θεωρίας εξέφραζαν και παρείχαν τα μέσα για την κατανόηση της διμερούς δυναμικής της πάλης στο Βιετνάμ που είχα μελετήσει, των κινημάτων για τα πολιτικά δικαιώματα και τα αντιπολεμικά κινήματα στα οποία είχα συμμετάσχει και, γενικότερα, των συγκρούσεων εκείνης της περιόδου της ιστορίας. Αν μπορούσα να δομήσω μια τέτοια ερμηνεία, θα τη χρησιμοποιούσα. Αν δεν μπορούσα, θα υποβίβαζα το έργο του Μαρξ σ’ εκείνο το ράφι των σπουδαίων βιβλίων από τα οποία όλοι αντλούμε κατά καιρούς λίγη χρήσιμη διορατικότητα και μερικές διασαφήσεις.

Το αποτέλεσμα του έργου αυτού υπήρξε ένα σύνολο σημειώσεων που σταδιακά επεξεργαζόμουν σε μια αρκετά περιεκτική και, θαρρώ, χρήσιμη ερμηνεία της αξιακής θεωρίας του Μαρξ. Το πλέξιμο αυτής της ερμηνείας πήρε την μορφή ενός χειρόγραφου οργανωμένου γύρω από τις τρεις πρώτες ενότητες του πρώτου κεφαλαίου του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου – με πολλούς τρόπους, η πιο σχολαστική κι επίσης πιο συστηματική έκθεση της αξιακής θεωρίας του Μαρξ[4]. Τουλάχιστον προσωρινά ικανοποιημένος, ξεκίνησα να χρησιμοποιώ τις ιδέες που είχα επεξεργαστεί εντός διάφορων πεδίων έρευνας και πολιτικής ενασχόλησης[5].

Το χειρόγραφο αυτό υπήρξε χρήσιμο στη διδασκαλία μου, αρχικά στη Νέα Σχολή Κοινωνικών Ερευνών στη Νέα Υόρκη και ύστερα, ξεκινώντας από το φθινόπωρο του 1976, στο Πανεπιστήμιο του Τέξας. Παρείχε στους φοιτητές μου μια γραπτή έκθεση των ιδεών με τις οποίες καταπιανόμουν στο μάθημα. Και εκεί, στο γραφείο μου και στα γραφεία των φοιτητών μου, ίσως και να παρέμενε επ’ αόριστον. (Έχω, δυστυχώς, το πολύ κακό συνήθειο να επεξεργάζομαι ιδέες, να τις καταγράφω για δική μου ευχαρίστηση, και ύστερα να μην ασχολούμαι με την έκδοσή τους). Ωστόσο, τα πράγματα δεν συνέβησαν έτσι.

Μία από τις μεταπτυχιακές μου φοιτήτριες είχε έναν φίλο που εργαζόταν ως συντάκτης στις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις του Τέξας, και σκέφτηκε ότι το χειρόγραφο ίσως να μπορούσε να εκδοθεί. Οπότε, το έδειξε στον φίλο της ο οποίος στη συνέχεια με ρώτησε αν μπορούσε πράγματι να το εκδόσει. Η μόνη παράκληση του συντάκτη προς εμένα ήταν να καθαρογράψω το κείμενο και να συντάξω μια εισαγωγή η οποία θα τοποθετούσε τη θεωρία μου εντός της ιστορίας του μαρξισμού. Το αποτέλεσμα υπήρξε η μακρά εισαγωγή που προλόγιζε το χειρόγραφο.

Ωστόσο, προκειμένου να ολοκληρώσω την εισαγωγή, ένιωσα την ανάγκη να εμβαθύνω την έρευνα που έκανα από το 1975 σχετικά με τη γένεση ορισμένων τάσεων της μαρξιστικής θεωρίας τις οποίες ένιωθα συγγενικές, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με τη δική μου επανερμηνεία της αξιακής θεωρίας. Ενώ δίδασκα στη Νέα Σχολή, είχα συνεργαστεί στην παραγωγή του περιοδικού Zerowork, καθώς και μερικών μπροσούρων σχεδιασμένων ως πολιτικές παρεμβάσεις στους αγώνες σχετικά με τη δημοσιονομική κρίση της πόλης της Νέας Υόρκης το 1975-1976. (Ήταν τα έτη που οι τράπεζες αρνήθηκαν να μετακυλήσουν το χρέος της πόλης της Νέας Υόρκης και πυροδότησαν εκείνο που έγινε, εκ των υστέρων, ο μικρόκοσμος των μεγάλων διεθνών κρίσεων χρέους της δεκαετίας του 1980. Η επιβολή της λιτότητας στους νεοϋορκέζους εργάτες μέσω μισθολογικών περικοπών, αυξήσεων των κομίστρων των συγκοινωνιών, κλπ, προανήγγειλε την γενικευμένη επιβολή της λιτότητας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και το διεθνές τραπεζικό σύστημα την επόμενη δεκαετία)[6].

Άλλοι έφεραν στο Zerowork αποστάγματα διακριτών αλλά σχετικών νημάτων ιδεών, τα οποία μέχρι πρότινος δεν μου ήταν οικεία. Ένα εξ αυτών ήταν αμερικάνικο, μια εξέλιξη των ιδεών που προέρχονταν από το έργο του Σ. Λ. Ρ. Τζέιμς και της Raya Dunayevskaya, οι οποίοι είχαν αποκοπεί από τον τροτσκισμό στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και εδραίωσαν τις δικές του σφαίρες επιρροής στις δεκαετίες του 1950 και 1960. Ένα άλλο, επηρεασμένο όπως αποδείχτηκε από τους Αμερικανούς, ήταν ιταλικό, ένα νήμα που προερχόταν από τις δραστηριότητες των «εργατιστών» μιλιτάντηδων όπως οι Danilo Montaldi, Raniero Panzieri και Romano Alquati, οι οποίοι προέρχονταν από το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας και ανέπτυξαν ιδέες κεντρικές για την ιταλική Νέα (ή «εξωκοινοβουλευτική») Αριστερά. Οι προσπάθειές τους, με τη σειρά τους, επηρεάσαν εκείνους που δραστηριοποιούνταν στον «πολιτικό χώρο της αυτονομίας» όπως οι Μάριο Τρόντι, Αντόνιο Νέγκρι, Σέρτζιο Μπολόνια, Bruno Cartosio, Ferruccio Gambino, Μαριαρόζα Νταλα-Κόστα, και άλλοι. Ένα ακόμη νήμα, επίσης επηρεασμένο από τους Αμερικανούς, ήταν το βρετανικό, που διέτρεξε από την πρώτη γενιά των «bottom-up» Βρετανών μαρξιστών ιστορικών όπως ο E. P. Thompson και ο Christopher Hill, προς μια δεύτερη γενιά, η οποία περιλαμβάνει τον Πίτερ Λίνεμπου και τους υπόλοιπους συγγραφείς του Albion’s Fatal Tree. Όλα αυτά τα νήματα διαπλέκονται με διαφορετικούς τρόπους στο έργο των διάφορων συντακτών του Zerowork.

Η προσπάθεια να κατανοήσω αυτά τα νήματα και τις γραμμές των επιρροών τους στους συνεργάτες μου στο Zerowork, με οδήγησε στην Ευρώπη το καλοκαίρι του 1978. Με μια σειρά από συναντήσεις που αποδείχτηκαν εξαιρετικά κατατοπιστικές, ξεκίνησα να συνθέτω την πολιτική και διανοητική ιστορία των ποικίλων ιδεών και πολιτικών.

Στην Αγγλία συναντήθηκα με τους John Merrington και Εντ Έμερυ, δύο κεντρικές φιγούρες στην κυκλοφορία των ιδεών της ιταλικής Νέας Αριστεράς στην Αγγλία, και συνεπώς στις ΗΠΑ. Πέρασα πολλές ώρες στο διαμέρισμα της οδού John Offord, συζητώντας για τις διανοητικές και πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία και την επιρροή τους στην Αγγλία. Πέρασα επίσης αρκετές ημέρες διαβάζοντας τις χειρόγραφες μεταφράσεις τους των ιταλικών κειμένων, πολλές εκ των οποίων δεν είχαν ακόμη εκδοθεί. Με τον Εντ Έμερυ ανακάλυψα τις Red Notes, μια σειρά από εκδόσεις που περιλαμβάναν μεταφράσεις από την Ιταλία και εκδίδονταν από τον John και τον ίδιο για να επηρεάσουν το μοτίβο των εργατικών αγώνων στην Αγγλία.

Στη Γαλλία γνώρισα τον Γιαν Μουλιέρ, μεταφραστή του Μάριο Τρόντι κι αργότερα του Τόνι Νέγκρι, και ακτιβιστή στην ανάπτυξη «αυτόνομων» πολιτικών στο Παρίσι, ειδικότερα, αν και όχι αποκλειστικά, σχετικά με τους αγώνες των μεταναστών εργατών. Ο Γιαν εκείνη την περίοδο συνεργαζόταν στην παραγωγή του μιλιτάντικου περιοδικού Camarades, αργότερα θα εξέδιδε τη Babylone, θα βοηθούσε στη σύνταξη του Futur Antérieur και σήμερα συμμετέχει στο τριμηνιαίο περιοδικό Multitudes.

Στην Ιταλία γνώρισα τους ιστορικούς Bruno Cartosio και Σέρτζιο Μπολόνια στο Μιλάνο, οι οποίοι εργάζονταν στο περιοδικό Primo Maggio. Στις συζητήσεις μαζί τους μπόρεσα κατανοήσω καλύτερα τους ιταλικούς αγώνες και, ακόμη μια φορά, πέρασα πολλές ώρες στο γραφείο του Bruno διαβάζοντας – αυτή τη φορά μια ποικιλία κειμένων των Σ. Λ. Ρ. Τζέιμς, Raya Dunayevskaya και των συνεργατών τους όπως οι George Rawick και Martin Glaberman, τα οποία είχε συλλέξει ο Bruno στις μελέτες του για την αμερικάνικη παράδοση. Στο Μιλάνο γνώρισα επίσης τον Τόνι Νέγκρι, μια κεντρική φιγούρα στην ανάπτυξη του πολιτικού χώρου της «αυτονομίας», και του έδωσα ένα αντίτυπο του χειρόγραφου την εισαγωγή του οποίου ακόμη συνέτεθα. Ήταν τότε που έμαθα για τη δική του επανερμηνεία της θεωρίας του Μαρξ στα Grundrisse, μια επανερμηνεία η οποία μόλις είχε παρουσιαστεί στο σεμινάριο της άνοιξης του 1978 του Λουί Αλτουσέρ στο Παρίσι, και που εν τέλει θα εκδιδόταν ως Marx Beyond Marx. Όταν τελικά απέκτησα το βιβλίο του, ανακάλυψα ότι υπήρχαν ορισμένοι παραλληλισμοί στις ερμηνείες μας, καθώς και πολλές διαφορές. Στην Πάδοβα, γνώρισα τον Ferruccio Gambino, έναν ακόμη συντάκτη του Primo Maggio, και την περίοδο εκείνη κεντρική επίσης φιγούρα της διεθνούς κυκλοφορίας εκείνων που αργότερα θα αποκαλούσα «αυτονομίστικες» ιδέες και πολιτικές.

Μαζί με όλες αυτές τις συζητήσεις και τις προσπάθειές μου να ανασκευάσω τα νήματα των ιδεών που μελετούσα, ξεκίνησα επίσης να συγκεντρώνω ιστορικό υλικό και σημαντικά κείμενα όπου είχαν τεθεί κι αναπτυχθεί αυτές οι ιδέες. Ήταν ξεκάθαρο ότι θα έπρεπε να μάθω ιταλικά, τουλάχιστον επιπέδου απλής ανάγνωσης, ώστε να έρθω σε επαφή με τον πολύ μεγάλο αριθμό βιβλίων, άρθρων και μπροσούρων που παράγονταν στον ταραχώδη και δημιουργικό κόσμο της ιταλικής Νέας Αριστεράς – τα περισσότερα εκ των οποίων ήταν αμετάφραστα και άγνωστα στον αγγλόφωνο κόσμο, παρά τις γενναίες προσπάθειες των John Merrington και Εντ Έμερυ. Μια πρώτη συνθετική ανακατασκευή της ιστορίας των ιδεών αυτών, βασισμένη σ’ αυτές τις συζητήσεις και το υλικό που συγκέντρωσα, συγκροτεί μια σημαντική μερίδα του δεύτερου μισού της εισαγωγής του παρόντος βιβλίου. Το υλικό καθεαυτό συγκροτεί μια υπολογίσιμη συλλογή που μπορεί να βρεθεί στο Αρχείο Αυτόνομου Μαρξισμού του Τέξας[7].

Η εισαγωγή, όπως θα δείτε, αποτελείται από τρία μέρη. Το πρώτο μέρος είναι μια σύντομη ανάλυση της αναπάντεχης άνθησης του ενδιαφέροντος για τον μαρξισμό που έλαβε χώρα στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές αυτής του 1970, κατά τη διάρκεια του κύκλου αγώνων οι οποίοι έριξαν την μεταπολεμική κεϋνσιανή εποχή σε κρίση. Η άνθηση αυτή υπήρξε υπεύθυνη όχι μόνο για την προθυμία των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων του Τέξας να εκδώσουν ένα τέτοιο χειρόγραφο σαν το δικό μου, αλλά επίσης και για την ίδια τη δουλειά μου – η οποία δημιουργήθηκε σε απάντηση των αιτημάτων των φοιτητών να μελετήσουν Μαρξ. Το δεύτερο μέρος είναι μια παρουσίαση των κύριων γραμμών της μαρξιστικής παράδοσης οι οποίες ασκούσαν κριτική σε διάφορες άλλες επιφανείς τότε τάσεις, τις οποίες όμως βρήκα (και ακόμη θεωρώ) ελλιπείς, ειδικότερα τον ορθόδοξο μαρξισμό-λενινισμό (συμπεριλαμβανομένου του έργου του Αλτουσέρ) και της κριτικής θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης, έως και τις πιο σύγχρονες εκδηλώσεις της. Η πιο βασική κριτική, η οποία παρακίνησε τη δική μου επανεξερεύνηση της αξιακής θεωρίας του Μαρξ, υπήρξε η μονομέρεια των περισσότερων μαρξιστικών παραδόσεων με την εστίασή τους στους μηχανισμούς της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της ανικανότητάς τους να θεωρητικοποιήσουν την αυτοδραστηριότητα της εργατικής τάξης. Το τρίτο μέρος αποτελείται από μια εξιστόρηση αυτών των νημάτων της μαρξιστικής παράδοσης που θεωρούσα ότι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, έχουν υπερβεί αυτή την μονομέρεια, και οι οποίες θεωρούσα ότι φέρουν παραλληλισμούς με το δικό μου έργο, ή άμεση επιρροή πάνω σ’ αυτό. Ο πυρήνας αυτής της αφήγησης αντλεί από το έργο ανακατασκευής που έκανα για το αμερικάνικο και το ιταλικό νήμα που προανέφερα.

Μετά το βιβλίο

Μετά την έκδοση του βιβλίου το 1979, συνέχισα την έρευνά μου σε αυτές τις διανοητικές και πολιτικές παραδόσεις, διευρύνοντας σταδιακά την μελέτη μου για να συμπεριλάβω κι άλλα νήματα που έμοιαζαν λιγότερο ή περισσότερο σχετικά. Στην αρχή, η ενασχόλησή μου συνέχισε ξετρυπώνοντας τα γραπτά εκείνα που αντανακλούσαν μια αναγνώριση κι εκτίμηση της ικανότητας των εργατών να λάβουν την πρωτοβουλία στη ταξική πάλη. Πιο πρόσφατα, κατέληξα να εστιάσω στο θετικό περιεχόμενο τέτοιων πρωτοβουλιών και των τρόπων που η φαντασία κι η δημιουργικότητα των ανθρώπων τις οδηγεί πέρα τόσο από το κεφάλαιο όσο κι από τη θέση τους ως εργάτες.

Στην πορεία, ανακάλυψα κι έμαθα από τα πολιτικά γραπτά της Ρόζας Λούξεμπουργκ, των Συμβουλιακών Κομμουνιστών όπως ο Άντον Πάνεκουκ κι ο Πωλ Μάτικ, και αργότερα των αναρχοκομμουνιστών όπως η Έμμα Γκόλντμαν κι ο Πιοτρ Κροπότκιν[8]. Το γεγονός πως οι πρώτοι υπήρξαν ιδεολογικά «μαρξιστές» ενώ οι τελευταίοι όχι, με ενδιέφερε λιγότερο από την κοινή τους αντίληψη για τη δύναμη των εργατών να δρουν αυτόνομα. Παρομοίως, καθώς εξερευνούσα την πρώιμη παράδοση της βρετανικής «bottom-up» μαρξιστικής ανάλυσης της ιστορίας, ενδιαφερόμουν λιγότερο για τις επίσημες πολιτικές της διασυνδέσεις (συχνά με το πολύ ορθόδοξο Βρετανικό Κομμουνιστικό Κόμμα) και περισσότερο με την επιτυχία τους στο να ξαναγράψουν την ιστορία με τρόπους οι οποίοι έφερναν στο προσκήνιο την έως τότε παραμελημένη αυτόνομη δραστηριότητα των εργατών και των αγροτών στη δημιουργία και εξέλιξη της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ήταν ακριβώς αυτό το επαναλαμβανόμενο μοτίβο στο έργο διάφορων μαρξιστών συγγραφέων και μιλιτάντηδων που με οδήγησε στο να επινοήσω τον όρο «αυτόνομο» μαρξισμό, που τώρα χρησιμοποιώ για να αναφερθώ σε αυτή την αναγνώριση και έμφαση[9].

Αλλά ακόμη κι ενόσω γινόταν σαφής αυτή η ομοιότητα, έπρεπε επίσης να αναγνωρίσω την εκπληκτική ποικιλομορφία εκείνων που έθετα υπό αυτόν τον τίτλο. Όχι μόνο κάποιοι, πχ η Γκόλντμαν κι ο Κροπότκιν, αρνούνταν απόλυτα τον τίτλο του «μαρξιστή», αλλά υπήρχαν επίσης ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους σχετικά με πολύ καθοριστικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της θεωρίας της κρίσης, τον ορισμό της εργατικής τάξης, τη στάση απέναντι στην εργασία και την ιδέα του μέλλοντος στο παρόν.

Για παράδειγμα, μεταξύ πολλών που έγραφαν στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, συχνά πολλά απ’ τα γραπτά τους για την «οικονομική» θεωρία έρχονταν σε αντίφαση με την πολιτική τους εκτίμηση της αυτονομίας των εργατών. Για παράδειγμα, παρότι η Ρόζα Λούξεμπουργκ αναζωογόνησε τη σύνδεσή της με το Κόμμα δίνοντας στενή προσοχή στην κατεύθυνση που θέτουν οι ίδιοι οι εργάτες στην πάλη, όταν επεξεργάστηκε τις θεωρίες της για την καπιταλιστική κρίση και τον ιμπεριαλισμό, αυτή η αυτοδραστηριότητα έσβησε τελείως από την οπτική της. Στη θέση μιας θεωρίας που θα ενσωμάτωνε τις δυναμικές της ταξικής πάλης, έθεσε μια ερμηνεία των σχημάτων της διευρυμένης αναπαραγωγής του Μαρξ, μια ερμηνεία η οποία τα μετέτρεψε σε ένα αναπτυξιακό μοντέλο διπλού τομέα το οποίο θα κατέρρεε από μόνο του σχετικά ανεξάρτητα από τους αγώνες των εργατών[10].

Μια παρόμοια ασυνέπεια χαρακτηρίζει το έργο του Πωλ Μάτικ, πιθανώς του πιο γνωστού συμβουλιακού κομμουνιστή της μεταπολεμικής περιόδου. Αφενός, ο ίδιος, και άλλοι αυτής της παράδοσης, θεωρούσαν την αυτοδιευθυνόμενη δημιουργία των εργατικών συμβουλίων από τους ίδιους τους εργάτες στη Δυτική Ευρώπη (ή τα σοβιέτ στη Ρωσία) ένα εξαίρετο παράδειγμα της ικανότητας των εργατών να οργανωθούν μόνοι τους αυτόνομα από οποιοδήποτε Κόμμα, είτε σοσιαλδημοκρατικό είτε λενινιστικό. Αφετέρου, όπως κι η Λούξεμπουργκ, στις θεωρίες του για τις κρίσεις του καπιταλισμού, αυτή η αυτονομία εξαφανίστηκε. Στη θέση της υπήρξε μια επανεπεξεργασία της πολύ μηχανικής θεωρίας του Grossman για την κρίση, και μια κριτική του μεταπολεμικού κεϋνσιανού καπιταλισμού που ισχυριζόταν την αναπόφευκτη καταστροφή του με μια λογική σχετικά ανεξάρτητη από οποιαδήποτε διαλεκτική πάλης. Η αναγνώριση τέτοιων αντιφάσεων οδήγησε μερικούς από εμάς, με τον καιρό, να επανερμηνεύσουμε τη θεωρία της κρίσης του Μαρξ με ταξικούς όρους, χρησιμοποιώντας την ερμηνεία της αξιακής θεωρίας που περιέχεται στο παρόν βιβλίο[11]. Όμως, την ίδια στιγμή, μια τέτοια επανερμηνεία συνεπαγόταν την ανάγκη για μια μετατόπιση της κριτικής των οικονομικών του συρμού και της χάραξης πολιτικής: από μια επίκριση των ιδεολογικών τους περιεχομένων σε μια εστίαση στον στρατηγικό τους ρόλο για τη ταξική πάλη[12].

Μια άλλη μεγάλη διαφορά που ανακάλυψα μελετώντας αυτές τις παραδόσεις, ήταν εκείνη μεταξύ όσων είχαν μια πολύ περιορισμένη αντίληψη του τι συγκροτούσε την «εργατική τάξη», δηλαδή ποιοι συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτή και ποιοι πρέπει να νοηθούν εκτός της, και όσων κατέληξαν αργότερα να επεκτείνουν σημαντικά την εφαρμοσιμότητα αυτής της κατηγορίας. Ακριβώς όπως οι θεωρίες της κρίσης της Λούξεμπουργκ και του Μάτικ υπήρξαν ορθόδοξες στο ότι ήταν μονομερείς εκθέσεις των «νόμων της κίνησης» του κεφαλαίου, το ίδιο υπήρξε κι ιδέα τους, καθώς και πολλών άλλων, για την εργατική τάξη, την οποία περιόριζαν στο μισθωτό βιομηχανικό προλεταριάτο. Ακόμη και τότε, πίσω στα μέσα της δεκαετίας του 1970, δεν μπορούσα πια να δεχτώ μια τόσο περιορισμένη οπτική.

Με τον καιρό, η εξέλιξη των αγώνων των αμίσθων, οδήγησαν πολλούς σε έναν επαναπροσδιορισμό των όρων. Η αυτό-κινητοποίηση διαφορετικών ομάδων, όπως οι γυναίκες, οι φοιτητές κι οι αγρότες τις δεκαετίες του 1960 και 1970, συνεπαγόταν ένα πραγματικό πεδίο εφαρμογής της «αυτονομίας των εργατών» πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι αναγνωριζόταν μέχρι πρότινος. Επιπλέον, όχι μόνο υπήρχε ένα μεγαλύτερο εύρος ανθρώπων που δρούσαν αυτόνομα από το κεφάλαιο, αλλά συχνά δρούσαν και ανεξάρτητα από άλλες προλεταριακές ομάδες, πχ οι μαύροι αυτόνομα από τους λευκούς, οι γυναίκες αυτόνομα από τους άντρες. Η αναγνώριση αυτής της πραγματικότητας επηρέασε τόσο εκείνους οι οποίοι μελετούσαν την εργατική τάξη στο παρόν, όσο κι εκείνους οι οποίοι μελετούσαν το παρελθόν της[13].

Στην παράδοση της «bottom-up» μελέτης της ιστορίας, μια νέα γενιά ιστορικών, όπως ο Πίτερ Λίνεμπου κι οι συνεργάτες του που μελετούν το έγκλημα, την κοινωνική πάλη και τον σχηματισμό του βρετανικού προλεταριάτου, αναγνώρισαν και ξεκίνησαν να αποσαφηνίζουν το πως ο μισθός υπήρξε μία μόνο από τις μορφές με τις οποίες το κεφάλαιο είχε εξωθήσει του ανθρώπους στην εργασία ώστε να τους εκμεταλλευτεί[14]. Οι μελέτες του George Rawick για την αυτοδραστηριότητα των δούλων στη Βόρεια Αμερική, From Sundown to Sunup, μετατόπισε την προσοχή πέρα από την προηγουμένως μοναδική ενασχόληση των πρώιμων μαρξιστών ιστορικών της δουλείας με την εκμετάλλευση από τον δουλοκτήτη κατά την μακρά εποχή του μόχθου στις φυτείες[15].

Η ανάδυση των αυτόνομων αγώνων των άμισθων νοικοκυρών οδήγησε άλλες μαρξίστριες, όπως τη Μαριαρόζα Νταλα-Κόστα, τη Σέλμα Τζέιμς και τη Σίλβια Φεντερίτσι, να αναλύσουν την εργασία ενάντια στην οποία μάχονταν οι γυναίκες και να αναγνωρίσουν πως αυτή η εργασία ήταν, τουλάχιστον εν μέρει, εργασία για το κεφάλαιο, εργασία από την οποία το τελευταίο έβγαζε κέρδος μέσω μιας μείωσης της αξίας της εργασιακής δύναμης[16]. Επισημάναν, επίσης, ότι επειδή οι άντρες συχνά μεσολαβούν την επιβολή αυτής της εργασίας και ωφελούνται απ’ αυτή, η εξέγερση των γυναικών έπρεπε να είναι αυτόνομη από τους άντρες. Η αντρική μεσολάβηση μπορούσε να αντιμετωπιστεί, ή να παρακαμφθεί για μια άμεση επίθεση στο κεφάλαιο, αλλά οι άντρες δεν μπορούσαν να συνυπολογίζονται στο να υιοθετήσουν τα συμφέροντα των γυναικών ως δικά τους. Παρομοίως, η εργασία των αγροτών στο Μεξικό, τη Νιγηρία και αλλού, αποδείκνυε πως η άμισθή τους εργασία συνέβαλε στη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου και πως οι αγώνες τους, συχνά αυτόνομοι από εκείνους των μισθωτών εργατών, είχαν τη δύναμη να διαρρήξουν αυτή τη συσσώρευση[17]. Η διευρυμένη έννοια της «εργατικής τάξης» που συνεπαγόταν μια τέτοια ερμηνεία, μαζί με την εκτίμηση των διαιρέσεων και της αυτονομίας στο εσωτερικό της τάξης, διαφοροποίησε τους σύγχρονους «αυτόνομους» μαρξιστές από πολλούς εκ των προδρόμων τους.

Μια άλλη ιστορική μετατόπιση στην κατανόηση πολλών από εκείνους που αναγνώρισαν την αυτονομία των εργατικών αγώνων προέκυψε από μια αλλαγή στη στάση των εργατών προς την εργασία. Πολλοί από εκείνους τους μαρξιστές των παλαιότερων γεννεών που είχαν εκτιμήσει την ικανότητα των εργατών να αναλάβουν την πρωτοβουλία στη ταξική πάλη, έμειναν προσκολλημένοι στην πολύ ορθόδοξη θεώρηση ότι το αντικείμενο της επαναστάσης ήταν η απελευθέρωση της εργασίας από την κυριαρχία του κεφαλαίου, και συνεπώς από την αλλοτρίωση και την εκμετάλλευση. Για πολλούς αναρχικούς, για τους συμβουλιακούς κομμουνιστές, ακόμη και πρώην τροτσκιστές που ανασυντάχθηκαν γύρω από τον Σ. Λ. Ρ. Τζέιμς και τη Raya Dunayevskaya, ο σχηματισμός των εργατικών συμβουλίων (πχ από τους Ούγγρους εργάτες κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1956) για την κατάληψη και διαχείριση της παραγωγής αποτελούσε την επιτομή της «επανάστασης» και της απελευθέρωσης της εργασίας. Όμως, οι δύο αυτές τάσεις ωθήσαν μια πιο σύγχρονη γενιά πέρα από αυτές τις διατυπώσεις. Πρώτον, η συνεχιζόμενη διάδοση της ταιηλορικής και φορντικής αποειδίκευσης παρήγαγε μια τέτοια αποξένωση των νεαρών εργατών από την εργασία τους που, έως τη δεκαετία του 1960, η επιθυμία για την ανάληψη της εργασίας και την μετατροπή της σε λιγότερο αλλοτριωτική αντικαθιστούνταν ολοένα και περισσότερο από την απλή άρνησή της. Δεν ήθελαν τον έλεγχο· ήθελαν να σταματήσουν. Δεύτερον, η άρνηση εργασίας στους εργασιακούς χώρους συνοδευόταν αυξανόμενα από μια άρνηση της άμισθης εργασίας για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης στη ζωή εκτός της επίσημης εργασίας. Επιπλέον, η άρνηση και των δύο ειδών αυτών εργασίας συνοδεύτηκε από νέα είδη μη-εργασιακής δραστηριότητας. Ενάντια στους «πολιτιστικούς» μηχανισμούς κυριαρχίας, οι οποίοι τονίστηκαν και αναλύθηκαν από τους διανοούμενους της κριτικής θεωρίας, αντιτάχθηκε μια «πολιτιστική επανάσταση» τη δεκαετία του 1960 που συνέχισε και τη δεκαετία του 1970 κι ύστερα. Πράγματι, η αυτοδραστηριότητα του γυναικείου κινήματος, του φοιτητικού κινήματος, του περιβαλλοντικού κινήματος και πολλών αγροτικών αγώνων ξεκίνησε, έχοντας αρκετά αυτοσυνείδηση αυτού, να επεξεργάζεται νέους τρόπους ύπαρξης, νέες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή λενινιστική άποψη ότι η οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας θα μπορούσε να συμβεί μόνο μετά την επανάσταση-ως-ανατροπή-του-κεφαλαίου, αυτά τα νέα κινήματα που υπονόμευαν ραγδαία την κεϋνσιανή καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, απαίτησαν την οικοδόμηση του «μέλλοντος» στο παρόν, και πράγματι το προσπάθησαν.

Με την επιμονή τέτοιων θετικών μορφών πάλης στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, τέτοιων προσπαθειών όχι μόνο αντίστασης στο κεφάλαιο αλλά και δημιουργίας ενναλακτικών σ’ αυτό, η ίδια μου η ατζέντα ερευνών υπέστησε μια κάποια μετατόπιση στην έμφασή της. Η μετατόπιση στο έργο μου που περιγράφτηκε παραπάνω, από μια εστίαση στην καπιταλιστική κυριαρχία στην αυτοδραστηριότητα της εργατικής τάξης, ακολουθήθηκε με μια μετατόπιση από την μελέτη των εργατικών αντιστάσεων σε εκείνο που ο Τόνι Νέγκρι έχει αποκαλέσει αυτοαξιοποίηση της εργατικής τάξης, δηλαδή, την αυτόνομη ανάπτυξη νέων τρόπων ύπαρξης, νέων κοινωνικών σχέσεων εναλλακτικών των καπιταλιστικών. Παρότι ο όρος «αυτοαξιοποίηση» έχει τα προβλήματά του (ο Μαρξ αρχικά τον χρησιμοποίησε για να αναφερθεί στην καπιταλιστική αξιοποίηση), μας παρέχει μια χρήσιμη έννοια για να στρέψουμε την προσοχή μας σε αγώνες που πηγαίνουν πέρα από την αντίσταση, προς διάφορα είδη θετικής, κοινωνικά συγκροτητικής αυτοδραστηριότητας[18]. Η έννοια αυτή μπορεί να προσδιορίσει όχι μόνο τη δουλειά που ξεφεύγει από τον καπιταλιστικό έλεγχο, αλλά όλες τις μορφές της αυτοδραστηριότητας της εργατικής τάξης που οραματίζονται και δημιουργούν νέους τρόπους ύπαρξης[19].

Ωστόσο, η ίδια η ύπαρξη μιας τέτοια θετικής, αυτόνομης δραστηριότητας που αναπτύσσει εναλλακτικές κοινωνικές σχέσεις, συνεπάγεται ότι εκείνοι που τις αναπτύσσουν στην πραγματικότητα κινούνται πέρα από τη ταξική τους θέση. Με άλλα λόγια, στον βαθμό που οι εργάτες «αξιοποιούν αυτόνομα» τις ζωές τους, κινούνται πέρα από την ύπαρξή τους ως «εργάτες» και συγκροτούνται σαν κάποιο άλλος είδος κοινωνικής κατηγορίας. Εδώ ανακαλύπτουμε ένα νέο είδος περιορισμού στην έννοια της «εργατική τάξης». Η έννοια της εργατικής τάξης όχι μόνο είχε υπάρξει στο παρελθόν υπερβολικά περιοριστική στον προσδιορισμό του ποιοι υφίστανται την κεφαλαιακή εκμετάλλευση και ποιοι της αντιστέκονται, αλλά η παρουσία της αυτοαξιοποίησης δείχνει το πως έχει αποτύχει να συλλάβει το νέο, το διαφορετικό που δημιουργείται στην πορεία. Εκεί όπου έχουμε αυτοαξιοποίηση δεν έχουμε μόνο ταξική πάλη, έχουμε επίσης την ανάδυση, είτε φευγαλέων είτε ανθεκτικών, νέων κόσμων και νέων ειδών ανθρώπων[20].

Εν ολίγοις, στην ιστορία των παραδόσεων που αποκαλώ «αυτόνομο μαρξισμό», βρίσκουμε μια εξέλιξη προς μια διεύρυνση της πολιτικής εκτίμησης της ικανότητας των εργατών να δρουν αυτόνομα, προς μια επανεννοιολόγηση της θεωρίας της κρίσης που την κατανοεί σαν μια κρίση ταξικής ισχύος, προς εναν επαναπροσδιορισμό της «εργατικής τάξης» που ταυτόχρονα τη διευρύνει για να συμπεριλάβει τους αμίσθους, εμβαθύνει την κατανόηση της αυτονομίας στις ενδοταξικές σχέσεις και επίσης αναγνωρίζει τις προσπάθειες των «εργατών» να ξεφύγουν από τη ταξική τους θέση και να γίνουν κάτι παραπάνω από «εργάτες».

Ήταν από αυτή τη θεωρητική και πολιτική οπτική που χαιρέτησα με κάποια περιέργεια τη ζαπατιστική εξέγερση που ξέσπασε στη νοτιομεξικανική πολιτεία Τσιάπας την 1η Ιανουαρίου του 1994. Υπήρξε αυτή η εξέγερση άλλη μια κεντροαμερικάνικη μαρξιστική-λενινιστική εξέγερση ηγούμενη από κάποιο κόμμα της Παλαιάς Αριστεράς που παρέμενε άθικτο παρά την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος το 1989[21]; Ή ήταν κάτι νέο; Ερωτηθείς από τους συντάκτες του ιταλικού περιοδικού Riff-Raff (Πάδοβα) να γράψω κάτι σχετικά με τα γεγονότα στο Μεξικό, η πρώτη μου αντίδραση ήταν να διαμαρτυρηθώ ότι δεν ήμουν ειδήμων για τη Τσιάπας. Ωστόσο, καθώς επιμέναν, έπεσα με τα μούτρα στις διάφορες ιστορίες που βρίσκονταν στον τύπο και την πλημμύρα των διαδικτυακών αναφορών κι αναλύσεων για να δω αν είχα να πω οτιδήποτε που να μην είχε ήδη ειπωθεί.

Δύο πράγματα μου έκαναν εξαιρετική εντύπωση. Πρώτον, υπήρχε πράγματι κάτι καινούριο. Ήταν άμεσα εμφανής μια εκπληκτικά διαρθρωμένη και αναζωογονητικά νέα αυτοπαρουσίαση εκείνου που έμοιαζε να αποτελεί μια γνήσια εξέγερση αυτόχθονων. Στη θέση της σύνηθης, τετριμμένης μαρξιστικής-λενινιστικής ξύλινης γλώσσας βρισκόταν μια γλώσσα άμεση, καθαρά εκφραστική των πολυποίκιλων τοπικών αυτόχθονων κουλτούρων στη Τσιάπας. Επιπλέον, τα ζαπατιστικά δελτία τύπου εξέφραζαν όχι μόνο μια άγρια αντίσταση 500 ετών καταναγκαστικής εργασίας κι εκμετάλλευσης, αλλά επίσης ένα καθαρό όραμα εναλλακτικών μορφών αυτοοργάνωσης. Στα λόγια αυτά του Νότου διάβασα μια ενασχόληση με την αυτοαξιοποίηση, την οποία είχα βρει προηγουμένως στις γειτονιές της πόλης του Μεξικού πριν από μερικά χρόνια[22]. Μπορούσα επίσης να δω ότι η εξέγερση επιδίωκε πολιτικό χώρο κι ισχύ για να οικοδομήσει ποικιλόμορφους κι αυτόνουμους νέους κόσμους. Όχι μόνο έλειπε το παραδοσιακό ενιαίο πρόγραμμα του «σοσιαλισμού», αλλά η έννοια της αυτονομίας δεν ήταν εκείνη της απόσχισης με σκοπό τον σχηματισμό νέων εθνών-κρατών. Σ’ αντίθεση με τα εθνικιστικά αιτήματα αυτονομίας στα Βαλκάνια, οι αυτόχθονες της Τσιάπας αναζητούσαν μια πολιτιστική και πολιτική αυτονομία ενάντια στη συγκεντροποιημένη εξουσία του μεξικανικού και του διεθνούς κεφαλαίου. Τέλος, η ζαπατιστική ανάλυση για το διεθνές πλαίσιο της εξέγερσης αντικατέστησε τη συνηθισμένη αποκήρυξη του «ιμπεριαλισμού» με μια αδιάσειστη ανάλυση μιας αυξανόμενα παγκόσμιας καπιταλιστικής στρατηγικής: την ελεύθερη κίνηση του βιομηχανικού, χρηματοπιστωτικού και εμπορευματικού κεφαλαίου σε συνδυασμό με την επιβολή περιορισμών στην εργατική τάξη μέσω λιτότητας, διαρθρωτικής προσαρμογής και καταστολής, που στη Λατινική Αμερική φέρουν το όνομα του «νεοφιλελευθερισμού».

Δεύτερον, μου έκανε εντύπωση ο ρόλος που έπαιξε το διαδίκτυο στην ευρεία σειρά των κινητοποιήσεων βάσης, τόσο στο Μεξικό όσο και αλλού στον κόσμο, εξωθώντας την μεξικανική κυβέρνηση να διακόψει τις προσπάθειές της να καταστείλει στρατιωτικά την εξέγερση και να εισέλθει τελικά σε διαπραγματεύσεις. Το 1990-1991, είχα σημειώσει τον ρόλο των κυβερνοχωρικών επικοινωνιών στις αποτυχημένες τριεθνικές προσπάθειες για το μπλοκάρισμα του Συμφώνου Ελεύθερου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής (NAFTA) και στη διαδεδομένη εναντίωση στον Πόλεμο του Κόλπου. Όμως, ο ρόλος του διαδικτύου στις κινητοποιήσεις των αρχών του 1994 για την υποστήριξη των Ζαπατίστας, έμοιαζε όχι μόνο πιο κεντρικός αλλά επίσης και πιο διαδεδομένος, πιο έντονος και πιο επιτυχημένος. Η μαζική κυκλοφορία πληροφοριών παρέκαμψε τις προσπάθειες της μεξικανικής κυβέρνησης να μπλοκάρει την είδηση της εξέγερσης και αντιστάθμισε την περιορισμένη κάλυψή της από τον κυρίαρχο τύπο. Επιπλέον, οι διαδικτυακές λίστες και τα διαδικτυακά συνέδρια όπου κυκλοφορούσαν αυτές οι πληροφορίες, παρείχαν επίσης έναν δημόσιο χώρο για την οργάνωση πολιτικών δράσεων και το μοίρασμα και την ανάλυση των δράσεων αυτών με τρόπους που επιτάχυναν δραματικά τη διαδικασία των κινητοποιήσεων. Τέλος, η διεθνής κυκλοφορία της ζαπατιστικής ανάλυσης για τον νεοφιλελευθερισμό και του οράματός τους για τις πολυποίκιλες εναλλακτικές, έμοιαζε να αντηχεί σε πολλούς σύγχρονους αγώνες σε όλο τον κόσμο. Όπως θα αποδείκνυαν τα επακόλουθα γεγονότα, η αντήχηση αυτή θα τους έδινε μια δύναμη συνόδου και ένα παράδειγμα που δεν υπάρχει όμοιό του από οποιαδήποτε άλλη ομάδα στην παρούσα περίοδο.

Ως αποτέλεσμα αυτών των παρατηρήσεων, όχι μόνο έγραψα ένα άρθρο στο Riff-Raff για την εξέγερση, αλλά εστίασα εν μέρει στον ρόλο που έπαιξε το διαδίκτυο στη ραγδαία κυκλοφορία του αγώνα[23]. Η θετική ανταπόκριση και η διαδεδομένη μετάφραση κι αναπαραγωγή αυτού του άρθρου με ενθάρρυνε να συνεχίσω το έργο μου σε αυτούς τους δύο τομείς: τη καθεαυτή ζαπατιστική εξέγερση και τον ρόλο του διαδικτύου στην επιτάχυνση της αντίστασης στον παγκόσμιο νεοφιλελευθερισμό. Όχι μόνο η εξέγερση συνέχισε να έχει έναν χαρακτήρα που αξίζει σεβασμού και στήριξης, αλλά η ικανότητά του να πάει πέρα από την αλληλεγγύη προς την ανοικοδόμηση δικτύων αλληλοσυνδεόμενων αγώνων έχει ξεκάθαρα συνεχίσει να αποτελεί έμπνευση και παράδειγμα για πολλούς άλλους που μάχονται παγκοσμίως ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και υπέρ του δικού τους αυτοπροσδιορισμού. Παρομοίως, όπως έχουν αποδείξει οι συνεπακόλουθες διεθνείς δράσεις ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, το διαδίκτυο παίζει έναν όλο και σημαντικότερο ρόλο στο πλέξιμο μιας διεθνούς δομής αντίστασης και εναλλακτικών[24]. Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις ενάντια στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου που έβγαλαν χιλιάδες κόσμου στους δρόμους, πρώτα στη Γενεύη και ύστερα στο Σιάτλ, αποτελούν εξαίρετα παραδείγματα. Το διαδίκτυο έπαιξε έναν κεντρικό ρόλο πρώτα στην οργάνωση και ύστερα, ειδικότερα στην περίπτωση του Ανεξάρτητου Κέντρου Ενημέρωσης (indymedia) που στήθηκε στο Σιάτλ, την κυκλοφορία των εμπειριών σε όλο τον κόσμο καθώς τα γεγονότα ξεδιπλώνονταν. Το να μάθουμε απ’ όλες αυτές τις εμπειρίες φαίνεται να επιταχύνει και να συνεισφέρει στην οικοδόμηση ενός νέου φαντάσματος που στοιχειώνει τους εφιάλτες των καπιταλιστικών φορέων χάραξης πολιτικής: ένα αχανές παγκόσμιο δίκτυο ενεργών, αυτόνομων αγώνων που έχουν όλο και περισσότερο την ικανότητα να δρουν αλληλοσυμπληρωματικά μεταξύ τους ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση σε όλες τις μορφές της[25].

*****

Αν ήταν να ξαναέγραφα σήμερα το παρόν βιβλίο ίσως να άλλαζα διάφορες διατυπώσεις, αλλά θα άφηνα τη βασική εικόνα του άθικτη. Η μετέπειτα έρευνα κι η παραγωγή διδακτικού υλικού που περιλαμβάνει τη διεύρυνση αυτού του είδους της επανερμηνείας του πρώτου κεφαλαίου του Κεφαλαίου σε, ουσιαστικά, το σύνολο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου καθώς και σε άλλα γραπτά, μου έχει προσφέρει τη δυνατότητα να εξετάσω την ικανότητα αυτών των ιδεών να παράγουν μια συνεκτική και ουσιαστική επανερμηνεία μιας σημαντικής μερίδας των θεωρητικών γραπτών του Μαρξ. Τα αποτελέσματα, κατά τη γνώμη μου, επαληθεύουν το αρχικό σύνολο ιδεών. Επιπλέον, από τη στιγμή που αυτό το βιβλίο γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, βρήκα ότι η θεμελιώδης διορατικότητά του έχει προσφέρει ένα χρήσιμο πλαίσιο για την κατανόηση των δυναμικών της καπιταλιστικής ανάπτυξης με όρους της ταξικής πάλης. Και, ακριβώς επειδή αυτή η ερμηνεία της αξιακής θεωρίας παρέχει μια σαφή κατανόηση των ταξικών σχέσεων που το κεφάλαιο προσπαθεί να επιβάλλει και να διατηρήσει, έχει καταστήσει επίσης εφικτό το να αναγνωρίσουμε τους τρόπους με τους οποίους οι αγώνες όχι μόνο έχουν απειλήσει ή υπονομεύσει αυτές τις σχέσεις, αλλά τους τρόπους επίσης που έχουν πάει πέρα από αυτές τις σχέσεις για τη δημιουργία νέων, εναλλακτικών τρόπων ύπαρξης. Αυτά είναι τα συμπεράσματά μου, οι αναγνώστες μπορούν να αντλήσουν τα δικά τους.

Ώστιν, Τέξας
Ιανουάριος 2000

Σημειώσεις:
1. Στον βαθμό που αυτός ο πρόλογος διηγείται την ιστορία του βιβλίου επανατοποθετώντας το εντός μιας πολιτικής και διανοητικής τροχιάς, οι σημειώσεις προσφέρουν αναφορές σε διάφορες σχετικές εκδόσεις.
2. Μια πρώτη σύνθεση αυτής της έρευνας σχετικά με την εισαγωγή σιτηρών υψηλής απόδοσης εκδόθηκε ως Χάρρυ Κλήβερ, «The Contradictions of the Green Revolution», American Economic Review, Μάιος 1972 και Monthly Review, Ιούνιος 1972. Στο άρθρο αυτό, ο αναγνώστης δεν θα βρει πολλά ίχνη από τη θεωρητική οπτική του παρόντος βιβλίου πέρα από μια ενασχόληση με τη ταξική πάλη. Το ίδιο ισχύει και με τη διατριβή μου επί του ζητήματος, The Origins of the Green Revolution, που περιορίστηκε ακόμη πιο αποκλειστικά εντός του πλαισίου της ανάλυσης του «τρόπου παραγωγής».
3. Η ανάλυση αυτή αρχικά εκτέθηκε σε δύο δημοσιευμένα τεύχη του Zerowork το 1975 και το 1977. Για πιο πρόσφατες εκθέσεις, βλέπε: Χάρρυ Κλήβερ, «The Subversion of Money-as-Command in the Current Crisis» κι άλλα άρθρα στη συλλογή: Werner Bonefeld & John Holloway, eds. Global Capital, National State and the Politics of Money· η συλλογή αυτή περιλαμβάνει επίσης ένα άρθρο που εκδόθηκε πρώτα (στα αγγλικά) στο Zerowork 2, Christian Marazzi, «Money in the World Crisis: The New Basis of Capitalist Power». Το περιοδικό Midnight Notes έχει συνεχίσει κι επεκτείνει αυτή τη γραμμή ανάλυσης.
4. Η τέταρτη ενότητα του πρώτου κεφαλαίου του Κεφαλαίου, αναφορικά με τον φετιχισμό, δεν λαμβάνει χωριστή μεταχείριση στο παρόν βιβλίο επειδή η μεθοδολογία που χρησιμοποιώ εδώ επιχειρεί, εν μέρει, την αποφετιχοποίηση των ίδιων των εννοιών του Μαρξ μέσω της διαδικασίας της ανακάλυψης των στιγμών της ταξικής πάλης που συλλαμβάνουν.
5. Μια εφαρμογή αυτών των ιδεών την έκανα στην ανάλυση των πολιτικών αναφορικά με τις τεχνολογίες δημόσιας υγείας: βλέπε Χάρρυ Κλήβερ, «Malaria, the Politics of Public Health and the International Crisis», Review of Radical Political Economy, Άνοιξη 1977. Μια άλλη υπήρξε στην επανεξέταση, εντός του πλαισίου της ταξικής πάλης, του ζητήματος της εισαγωγής των ποικιλιών σιτηρών υψηλής απόδοσης. Βλέπε: Χάρρυ Κλήβερ, «Food, Famine and the International Crisis», Zerowork 2, 1977. Αυτές οι περιπτωσιολογικές μελέτες οδήγησαν σε μια γενικότερη διατύπωση: Χάρρυ Κληβερ, «Technology as Political Weaponry», στο Robert S. Anderson, Paul R. Brass, Edwin Levy & Barrie M. Morrison, eds. Science, Politics and the Agricultural Revolution in Asia.
6. Βλέπε Donna Demac & Philip Mattera, «Developing and Underdeveloping New York: The “Fiscal Crisis” and the Imposition of Austerity», Zerowork 2, 1977, και Χάρρυ Κλήβερ, «Close the IMF, Abolish Debt and End Development: A Class Analysis of the International Debt Crisis», Capital & Class (UK) 39, Χειμώνας 1989.
7. Ένα ευρετήριο αυτής της συλλογής είναι διαθέσιμο διαδικτυακά στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.eco.utexas.edu/faculty/Cleaver/txarchintro.html
8. Για τις ομοιότητες μεταξύ του έργου του Κροπότκιν κι αυτού των «αυτόνομων μαρξιστών», βλέπε Χάρρυ Κλήβερ, «Kropotkin, Self-valorization and the Crisis of Marxism», Anarchist Studies 2, 1994.
9. Βλέπε Massimo de Angelis, «Intervista a Harry Cleaver», Vis à Vis: Quaderni per l’autonomia di classe 1, Φθινόπωρο 1993.
10. Για μια περαιτέρω ανάλυση επ’ αυτού, βλέπε: Χάρρυ Κλήβερ, «Karl Marx: Economist or Revolutionary?», στο Suzanne W. Helburn & David F. Bramhall, eds. Marx, Schumpeter and Keynes.
11. Μια τέτοια επανερμηνεία υπήρξε το Χάρρυ Κλήβερ & Peter Bell, «Marx’s Theory of Crisis as a Theory of Class Struggle», Research in Political Economy, vol. 5, 1982. Μια άλλη διατύπωση προσφέρεται με ευκρίνεια στο Χάρρυ Κλήβερ, «Theses on Secular Crises in Capitalism: The Insurpassability of Class Antagonisms», στο C. Polychroniou & H. R. Targ, eds. Marxism Today: Essays on Capitalism, Socialism and Strategies for Social Change.
12. Βλέπε για παράδειγμα, Χάρρυ Κλήβερ, «Supply-side Economics: The New Phase of Capitalist Strategy in the Crisis», στο γαλλικό περιοδικό Babylone (Φθινόπωρο 1981) και το ιταλικό περιοδικό Metropoli (Ρώμη, 1981) και Χάρρυ Κλήβερ, «Nature, Neoliberalism and Sustainable Development: Between Charybdis & Scylla», στο Allessandro Marucci, ed. Camminare Domandando: La rivoluzione zapatista (διαθέσιμο επίσης διαδικτυακά στην ιστοσελίδα http://www.eco.utexas.edu/faculty/Cleaver/hmchtmlpapers.html). Βλέπε επίσης George Caffentzis, Clipped Coins, Abused Words and Civil Government: John Locke’s Philosophy of Money, Massimo de Angelis, Keynesianism, Social Conflict and Political Economy, και μια πραγματεία του Carl Wennerlind για την έννοια της σπάνης.
13. Υπήρξαν, φυσκά, κάποιοι που αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον προλεταριακό χαρακτήρα αυτών των αγώνων είτε θεωρώντας τους ως δευτερεύοντα φαινόμενα (η προσέγγιση πολλών ορθόδοξων μαρξιστών) είτε εξυμνώντας τους σαν συγκρότηση των «νέων κοινωνικών κινημάτων» τα οποία θεωρούνταν ότι επισκιάζουν το παλιό
«εργατικό κίνημα» (αυτή υπήρξε η προσέγγιση των αντιμαρξιστών, χαρούμενων να αποδεχτούν άκριτα τον ευάλωτο παλιό ορθόδοξο ορισμό της εργατικής τάξης σαν έναν βολικό στόχο για την κριτική τους).
14. Βλέπε, για παράδειγμα, Πίτερ Λίνεμπου, The London Hanged, το οποίο αποδεικνύει, μέσω μιας λεπτομερής ανάλυσης ενός μεγάλου αριθμού παραδειγμάτων του 18ου αιώνα, το πως η εργατική τάξη προηγείται της ηγεμονίας του μισθού και, συνεπώς, την ανεπάρκεια των ορθόδοξων αντιλήψεων. Ο Λίνεμπου κι ο Marcus Rediger (συγγραφέας του Between the Devil and the Deep Blue Sea – μια μελέτη των αγώνων των ναυτικών τον 17ο αιώνα) συνεργάζονται σήμερα πάνω σε ένα καινούριο βιβλίο, The Many-headed Hydra, αναφορικά με τον σχηματισμό του Ατλαντικού προλεταριάτου [το βιβλίο πλέον έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Beacon Press]. Η γενική ορμή αυτής της ανάλυσης μπορεί να βρεθεί στο ομότιτλο άρθρο τους στο Ron Sakolsky & James Koehnline, eds. Gone to Croatan: Origins of North American Dropout Culture. Βλέπε επίσης Γιαν Μουλιέ Μπουτάνγκ, De l’esclavage au salariat: Economie historique du salariat bride, μια σαρωτική έρευνα κι ανάλυση της ιστορίας της πρωταρχικής συσσώρευσης και της δημιουργίας της εργατικής τάξης σε όλες τις μορφές της, έμμισθες και άμισθες.
15. George P. Rawick, From Sundown to Sunup: The Making of the Black Community.
16. Όλες αυτές οι γυναίκες υπήρξαν κεντρικές φιγούρες του κινήματος «Μισθός για την Οικιακή Εργασία». Η επανερμηνεία τους για τον ρόλο της νοικοκυράς στην αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης και τη γένεση του καπιταλιστικού κέρδους πυροδότησε ένα εκταταμένο ντιμπέιτ μεταξύ των μαρξιστών σχετικά με το ζήτημα.
17. Ann Lucas de Rouffignac, The Contemporary Peasantry in Mexico· Ezielen Agbon, Class and Economic Development in Nigeria 1900-1980, διπλωματική διατριβή, Πανεπιστήμιο του Τέξας, Ώστιν, 1985.
18. Βλέπε Χάρρυ Κλήβερ, «The Inversion of Class Perspective in Marxian Theory: from Valorization to Self-valorization», στο Werner Bonefeld, R. Gunn & Κ. Ψυχοπαίδης, eds. Open Marxism, vol. II.
19. Τούτου λεχθέντος, πρέπει επίσης να καταστεί σαφές ότι ακριβώς όπως η «αυτονομία» της εργατικής τάξης είναι αναπόφευκτα περιορισμένη από το απλό γεγονός ότι αναπτύσσεται εντός του πλαισίου της καπιταλιστικής κοινωνίας (και πρέπει, οπότε, σε κάποιο βαθμό, να ορίζεται απ’ αυτό και δεν είναι απόλυτα «αυτόνομη»), έτσι κι οι δραστηριότητες αυτοαξιοποίησης ή αυτόνομης αξιοποίησης, όντας ένα υποσύνολο των αγώνων αυτών, αναπόφευκτα χαρακτηρίζονται και σημαδεύονται από την κοινωνία από την οποία αναδύονται.
20. Αυτό το σημείο το έχω υποστηρίξει στο Χάρρυ Κλήβερ, «Marxist Categories, the Crisis of Capital and the Constitution of Social Subjectivity Today», Common Sense 14, Οκτώβριος 1993. Ένα παράδειγμα ενός τέτοιου θετικού αυτοπροσδιορισμού στην πόλη του Μεξικού μπορεί να βρεθεί στο Χάρρυ Κλήβερ, «The Uses of an Earthquake», Midnight Notes no. 9, Μάιος 1988.
21. Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την ιστορία των αγώνων στην περιοχή, μετά το 1989 υπήρξε μια εκτεταμένη κατάρρευση των αριστερών κομμάτων με πολλά απ’ τα απογοητευμένα μέλη τους να εγκαταλείπουν το οποιοδήποτε είδος επαναστατικής δραστηριότητας, φτάνοντας κάποιες φορές έως το σημείο να προσχωρήσουν στο κράτος αναζητώντας περιθωριακές μεταρρυθμίσεις.
22. Βλέπε «The Uses of an Earthquake», ό.π.
23. Χάρρυ Κλήβερ, «Η Εξέγερση στη Τσιάπας και το Μέλλον της Ταξικής Πάλης στη Νέα Τάξη Πραγμάτων», Riff-Raff, Μάρτιος 1994. Στα ελληνικά μπορεί να βρεθεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://prolenet.gr/2016/03/03/η-εξέγερση-στη-τσιάπας-και-το-μέλλον-τη/
Μια μετέπειτα και πιο σε βάθος ανάλυση μπορεί να βρεθεί στο Χάρρυ Κλήβερ, «The Zapatistas and the Electronic Fabric of Struggle», στο John Holloway & Eloina Pelaez, eds. Zapatista!
24. Βλέπε Χάρρυ Κλήβερ, «The Zapatista Effect: The Internet and the Rise of an Alternative Political Fabric», Journal of International Affairs, vol. 51, no. 2, Άνοιξη 1998.
25. Βλέπε Χάρρυ Κλήβερ, «Computer-linked Social Movements and the Global Threat to Capitalism», ένα προσχέδιο του οποίου μπορεί να βρεθεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.eco.utexas.edu/faculty/Cleaver/hmchtmlpapers.html

%d bloggers like this: