Alerta Comunista

Αναζητώντας την πραγματική κίνηση

Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση: Οικονομικό Σύνταγμα και Ordnungspolitik

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το ευρώ είναι ένα ακρατικό νόμισμα, και η ΕΚΤ είναι μια ακρατική κεντρική τράπεζα. Ο ακρατικός τους χαρακτήρας εκφράζει μια πολιτική απόφαση και συνεπάγεται μια συνεχή πολιτική πρακτική απ’ τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών του ευρώ. Η Ordnungspolitik [διακυβέρνηση] της νομισματικής ένωσης θέτει τα κράτη-μέλη του ευρώ ως ομοσπονδιακές δυνάμεις του υπερεθνικού χρήματος. Το ευρώ απαιτεί την επιβολή της νομισματικής πειθαρχίας απ’ τα κράτη-μέλη. Απαιτεί δημοσιονομική σύνεση. Εστιάζει στην οικονομική προσαρμογή των ομοσπονδιακών οικονομιών του στους όρους της παγκόσμιας αγοράς για την επίτευξη ανταγωνιστικών εργασιακών σχέσεων στις εδαφικοποιημένες αγορές. Η σταθερότητα του ευρώ, και πράγματι η ίδια η ύπαρξή του, εξαρτάται πλήρως στην ικανότητα των κρατών-μελών να δρουν συντονισμένα για τη διατήρησή του. Η νομισματική ένωση εδραιώνει το πλαίσιο εντός του οποίου εκτυλίσσονται οι οικονομίες της Ευρωζώνης. Η αποτυχία απ’ την μεριά ενός κράτους-μέλους να διασφαλίσει τις εγχώριες απαιτήσεις της συμμετοχής του στο ευρώ, επηρεάζει τους νομισματικούς όρους του συνόλου της Ευρωζώνης. Γίνεται συνεπώς ένα συλλογικό πρόβλημα πολιτικής εξουσίας σ’ ένα διακυβερνητικό τοπίο.

Ο πρώην πρόεδρος της γερμανικής Bundesbank, ο Hans Tietmeyer, είδε καθαρά ότι η σταθερότητα της νομισματικής ένωσης εξαρτάται στην αλληλεγγύη των κρατών-μελών να εκπληρώσουν τους σκοπούς της νομισματικής ένωσης με τη δική τους βούληση, αφοσιωμένα στη δημοσιονομική πειθαρχία και την επίτευξη ανταγωνιστικών αγορών εργασίας. Όπως το έθεσε ο Tietmeyer, «[η] διατήρηση της νομισματικής ένωσης ίσως χρειαστεί περισσότερη αλληλεγγύη απ’ τη δημιουργία της» (παρατίθεται στο Eltis, «British EMU Membership Would Create Instability and Destroy Employment» στο Baimbridge, Burkett & Whyman, The Impact of the Euro, εκδόσεις Palgrave Macmillan, 2000, σελ. 146). Το παρόν κεφάλαιο ισχυρίζεται ότι η νομισματική ένωση εξαρτάται απ’ την ικανότητα των κρατών-μελών να διασφαλίσουν εγχώρια το οικονομικό σύνταγμα της Ευρώπης και να κυβερνήσουν για το ευρώ, ιδίως σε καιρούς οικονομικής ύφεσης, λαϊκιστικής αντίδρασης, μαζικών δημοκρατικών προκλήσεων και, όπως επέδειξε ιδίως η περίπτωση της Ελλάδας, διαρκούς και διαδεδομένους κοινωνικής μαχητικότητας και ταραχώδης αντίθεσης στο απαιτούμενο κοινωνικοοικονομικό κόστος της νομισματικής ένωσης[1].

Η επίλυση της κρίσης του ευρώ τόσο ενίσχυσε την υπάρχουσα δομή της επικουρικότητας της νομισματικής ένωσης όσο και παραβίασε βασικούς κανόνες της. Το εάν η επίλυση της κρίσης του ευρώ βασίστηκε αποκλειστικά σε ορντοφιλελεύθερες «οικονομικές» πολιτικές ή όχι (Mark Blyth, Austerity: The History of a Dangerous Idea, εκδόσεις Oxford University Press, 2013· Young, «German Ordoliberalism as Agenda Setter for the Euro Crisis: Myth Trumps Reality», Journal of Contemporary European Studies vol. 22, no. 3, 2014· Feld, Köhler & Nientiedt, «Ordoliberalism, Pragmatism and the Eurozone Crisis: How the German Tradition Shaped Economic Policy in Europe», European Review of International Studies vol. 2, no. 3, 2015), αποτελεί ένα ανούσιο ερώτημα. Ένας ισχυρισμός που υποβαθμίζει τον ορντοφιλελευθερισμό σ’ ένα σύνολο οικονομικών εργαλείων και πολιτικών στόχων αποτυγχάνει να λάβει υπόψη του την Ordnungspolitik ως μια Gesamtentscheidung – μια συνολική και συνεκτική απόφαση για τον χαρακτήρα του συνόλου της πολιτικής οικονομίας. Το παρόν κεφάλαιο ισχυρίζεται ότι η επίλυση της κρίσης του ευρώ αποκάλυψε τον καθοριστικό ρόλο των κρατών-μελών για τη διατήρηση του νομισματικού πλαισίου εντός του οποίου λαμβάνει χώρα η κοινωνική αναπαραγωγή στην Ευρωζώνη. Πράγματι, τα κράτη μέλη επιβεβαιώθηκαν ως εκτελεστικά κράτη (Regierungsstaaten) του υγιούς νομίσματος. Αυτή η έννοια, η οποία ανήκει στην πολιτική θεολογία του Καρλ Σμιτ, αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση της ορντοφιλελεύθερης απαίτησης για την ανεξαρτησία του κράτους απ’ τα δημοκρατικά δεσμά (Eucken, «Staatliche Strukturwandlungen und die Krise des Kapitalismus», Weltwirtschaftliches Archiv 36, 1932) και τον χαρακτηρισμό της ως αυταρχικό φιλελευθερισμό, ο οποίος ταυτοποιεί την ελευθερία ως πολιτική πρακτική της κυβέρνησης, η οποία λειτουργεί ως αστυνομία της αγοράς (Rüstow, «General Sociological Causes of the Economic Disintegration and Possibilities of Reconstruction», επίλογος στο Röpke, International Economic Disintegration, εκδόσεις Hodge, 1942· Röpke, The Social Crisis of Our Time, εκδόσεις Transaction Publishers, 2009) ή ως σχεδιαστής του ανταγωνισμού (Χάγιεκ, Ο Δρόμος προς τη Δουλεία, εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2013). Το παρόν κεφάλαιο συμπεραίνει ότι η νομισματική ένωση συνεπάγεται τα δημοκρατικά συγκροτημένα κράτη-μέλη ως εκτελεστικά κράτη των υπερεθνικών θεσμών νομίσματος, δικαίου και ανταγωνισμού της αγοράς.

Αρχικά, καταδεικνύω τη δομή της διακυβέρνησης της νομισματικής ένωσης. Ύστερα, αναλύω τον χαρακτήρα της διαχείρισης της κρίσης του ευρώ. Τέλος, εξετάζω τον πολιτικό χαρακτήρα του ευρώ. Μ’ αυτό, εδραιώνω το πλαίσιο για το επόμενο και τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, στο οποίο αναλύω τον αναδυόμενο χαρακτήρα του ευρωπαϊκού εκτελεστικού κράτους ως μια σύγχρονη εκδήλωση του αυταρχικού φιλελευθερισμού στην μαζική δημοκρατία.

ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ, ΥΓΙΕΣ ΝΟΜΙΣΜΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ

Ο χαρακτηρισμός της Τομμάζο Πάντοα-Σκιόππα (Πάντοα-Σκιόππα, The Road to Monetary Union, εκδόσεις Clarendon Press, 1994, σελ. 191) για την ΟΝΕ είναι περιεκτικός: «Το σύνθημα για την ευρωπαϊκή πολιτική κοινότητα είναι επικουρικότητα, όχι Λεβιάθαν»[2]. Εξηγεί ότι η ΟΝΕ βασίζεται σε μια συλλογική διαδικασία λήψης αποφάσεων η οποία τόσο υπονομεύει τον πλουραλισμό της λήψης αποφάσεων όσο κι ενθαρρύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εδαφικά διαχωρισμένων αγορών εργασίας. Η θεσμική δομή της ΟΝΕ συνδυάζει την υπερεθνική διεξαγωγή της νομισματικής πολιτικής με την υπευθυνότητα του εθνικού κράτους για την επίτευξη ανταγωνιστικών αγορών εργασίας. Είναι συνεπώς εύστοχη η μακιαβελική αντίληψη του Πάντοα-Σκιόππα για την ΟΝΕ ως ένας αποπρωσοποιημένος «συλλογικός ηγεμόνας» (ό.π., σελ. 151)[3]. Η ΟΝΕ εμφανίζεται πράγματι να υποβαθμίζει την κυβέρνηση σε διακυβέρνηση, να υποβαθμίζει την κυβέρνηση στη σφαίρα του τεχνικού ελέγχου και της εφαρμογής, με τη διακυβέρνηση να εκρέει από ένα σύνολο κανόνων που, παρά τους ισχυρισμούς περί της κυριαρχίας ενός -εδαφικοποιημένου- λαού, θεμελιώνονται στο υπερεθνικό δίκαιο και νόμισμα.

Ο αποπροσωποιημένος «συλλογικός ηγεμόνας» του Πάντοα-Σκιόππα εμφανίζεται να κυβερνά χωρίς κυβέρνηση. Φαινομενικά, είναι ένας ηγεμόνας οικονομικής διακυβέρνησης. Σύμφωνα με τους κανόνες της νομισματικής ένωσης, η ΕΚΤ δεν μπορεί να δεχθεί οδηγίες από κανένα συμβατικά επινοημένο πολιτικό σώμα. Παρουσιάζεται ως ένα δικαστήριο παρά ως όργανο δημόσιας πολιτικής. Ο σκοπός της είναι να ενισχύσει και να εγγυηθεί την αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής. «Ένας τρόπος για να ενισχύσεις την αξιοπιστία […] είναι να αναθέσεις την ευθύνη της νομισματικής πολιτικής σ’ έναν θεσμό που δεν υπόκειται σε πολιτική επιρροή» (ό.π., σελ. 188). Για να είναι αξιόπιστη η νομισματική πολιτική, η διεξαγωγή της πρέπει να βασίζεται σε κανόνες και να ηγείται από ειδήμονες. Μια δημοκρατικοποιημένη κεντρική τράπεζα κρίνεται αναξιόπιστη· υπάρχει τουλάχιστον ο κίνδυνος της παρέμβασης και της χειραγώγησης, και συνεπώς υπάρχει η διακριτική ευχέρεια του δυνητικού συμβιβασμού με τα λεγόμενα ειδικά συμφέροντα, από μια πολλαπλότητα πανίσχυρων οικονομικών λόμπι έως το εργατικό κίνημα και τις διεκδικήσεις του για μισθολογικά ηγούμενη οικονομική ανάπτυξη, απασχόληση κι υλική ασφάλεια. Στη νομισματική ένωση, «η πολιτική των ψευδών εισοδημάτων και της αγοράς εργασίας» τέθηκε σε τέρμα, καθώς η κυβέρνηση δεν είναι πλέον ικανή να υποτιμήσει ή να χειραγωγήσει την προσφορά χρήματος για να προστατεύσει τις αγορές εργασίας από ανταγωνιστικές πιέσεις (Feld, «Europa in der Welt von heute: Wilhelm Röpke und die Zukunft der Europäischen Währungsunion», ORDO 63, 2012)[4]. Η νομισματική ένωση εδραίωσε ένα νόμισμα που καμία μεμονωμένη κυβέρνηση δεν μπορεί να το δημιουργήσει ή τυπώσει, να το πληθωρίσει ή αποπληθωρίσει. Για τον Feld, ο αποπολιτικοποιημένος κι ακρατικός χαρακτήρας του ευρώ αποτελεί την ενσάρκωση της διακυβέρνησης. «Εγγυάται τις απαιτήσεις του Χάγιεκ για την αποεθνικοποίηση του χρήματος» με άλλα μέσα (ό.π., σελ. 411).

Η νομισματική ένωση απομακρύνει τη διεξαγωγή της νομισματικής πολιτικής απ’ τις άμεσες πιέσεις των εθνικών αγορών εργασίας. Η βασισμένη σε κανόνες διεξαγωγή της εμφανίζεται πλήρως αμερόληπτη προς μια ποικιλία εθνικών αγορών εργασίας. Δεν προσφέρει κανένα προνόμιο και καμία προτίμηση σε οικονομικά συμφέροντα, κοινωνικές δυνάμεις και κράτη-μέλη. Η νομισματική πολιτική δεν φτιάχτηκε ούτε για τη Γερμανία ούτε για την Ελλάδα. Φτιάχτηκε για να εκπληρώσει τις θεσμικές απαιτήσεις του ευρώ ως ένα ακρατικό νόμισμα παγκόσμιας σημασίας και υπόληψης. Μολαταύτα, αντιμετωπίζοντας διαφορετικούς όρους εργασιακής ανταγωνιστικότητας ως ίσους ενώπιον του νομίσματος, η νομισματική ένωση ενισχύει τις υπάρχουσες διαφοροποιήσεις με δυνητικά καταστροφικά αποτελέσματα. Οι ανταγωνιστικές εθνικές οικονομίες είναι συνήθως απρόθυμες να ανατιμήσουν το νόμισμα «ενώ οι πιο αδύναμες συχνά αναγκάζονται να [το] υποτιμήσουν»  (J. Williams, K. Williams & Haslam, «Leap before You Look» στο Amin & Dietrich, eds, Towards a New Europe?: Structural Change in the European Economy, εκδόσεις Edward Elgar, 1992, 227)[5]. Η νομισματική ένωση εξαλείφει ως επιλογή την υποτίμηση του νομίσματος για τις πιο αδύναμες οικονομίες. Αντ’ αυτού, απαιτεί ως κύριο μέσο για οικονομική προσαρμογή και «κάλυψη του χαμένου εδάφους» την επίτευξη μεγαλύτερης παραγωγικότητας της εργασίας[6].

Ανάπτυσσοντας την αναλογία του Πάντοα-Σκιόππα για την ΟΝΕ ως έναν αποπροσωποιημένο ηγεμόνα, η δημοσιονομική πολιτική είναι η αυλή του κι οι εδαφικοποιημένες εργατικές τάξεις η Τέταρτη Estate του. Η δημοσιονομική πολιτική δεν είναι το φόρτε ούτε του εθνικού κράτους ούτε της ΕΕ – τοποθετείται στη ζώνη του λυκόφωτος μεταξύ των κρατών-μελών και της ΕΕ. Η ΟΝΕ αποκλείει την μεταφορά της δημοσιονομικής ευθύνης στην ΕΕ και τα κράτη-μέλη διατηρούν πλήρη δημοσιονομική κυριαρχία. Η ΕΕ δεν έχει θετική δημοσιονομική εξουσία. Η νομισματική ένωση δεν είναι δημοσιονομική ένωση. Ωστόσο, η ΕΕ θέτει το πλαίσιο για τις δημοσιονομικές πολιτικές κι αστυνομεύει τη τήρηση των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών όρων απ’ τα κράτη-μέλη. Η νομισματική ένωση απαιτεί η δημοσιονομική πολιτική να είναι πρακτικά φιλοκυκλική [να εξελίσσεται προς την ίδια κατεύθυνση με τον οικονομικό κύκλο]. Απορρίπτει τη χρηματοδότηση του ελλείμματος και απαιτεί αντ’ αυτού δημοσιονομική πειθαρχία, η οποία είναι δυσκολότερο να επιτευχθεί σε περιόδους οικονομικής ύφεσης καθώς τα φορολογικά έσοδα μειώνονται ενώ παράλληλα αυξάνονται οι απαιτήσεις για δαπάνες. Ειδικά για τα κράτη που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, οι δημοσιονομικοί κανόνες του ευρώ υποβαθμίζουν τη δημοσιονομική τους κυριαρχία σε μια απλή τυπικότητα. Η ΕΕ είναι υπεύθυνη για την επιτήρηση της δημοσιονομικής συμπεριφοράς. Το σύνθημα είναι επαγρύπνηση και συντονισμός των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών. Απ’ τη στιγμή που η δημοσιονομική πολιτική πρέπει συνεπώς να στηρίξει τους όρους του υγιούς νομίσματος, παύει να λειτουργεί ως ένα μέσο οικονομικής προσαρμογής μέσω, πχ, κεϋνσιανής δημοσιονομικής επέκτασης και αντικυκλικής [στην αντίθετη κατεύθυνση με τον οικονομικό κύκλο] διαχείρισης της ζήτησης. Στη νομισματική ένωση, η οικονομική προσαρμογή πρέπει να επιτευχθεί μέσω «εργασιακής κινητικότητας από τα κράτη σε ύφεση προς τα κράτη με υψηλά επίπεδα ανάπτυξης, ή μέσω ευελιξίας της αγοράς εργασίας με μειώσεις των μισθών και του κόστους εργασίας στα κράτη σε ύφεση ώστε να προσελκύσουν επενδύσεις κεφαλαίων» (Simon Hix, The Political System of the European Union, εκδόσεις Palgrave Macmillan, 1999, σελ. 299-300).

Η αρχιτεκτονική της νομισματικής ένωσης δικαιώνει της αντίληψη του Πάντοα-Σκιόππα ότι η ΟΝΕ μοιάζει με μια σύγχρονη εκδοχή του ηγεμόνα του Μακιαβέλι. Ωστόσο, ο ηγεμόνας δεν είναι Λεβιάθαν. Η ΕΕ δεν κατέχει πολιτική κυριαρχία. Δεν υπάρχει ευρωπαϊκή κυβέρνηση. Η ΕΕ δεν είναι μια πολιτική ένωση. Είναι μια νομισματική ένωση. Ο ηγεμόνας του Πάντοα-Σκιόππα είναι ένας ηγεμόνας του χρήματος – αυτού του, όπως το θέτουν οι φιλελευθέροι οικονομολόγοι, επιδέξια σχεδιασμένου τεχνικού οργάνου οικονομικού υπολογισμού και μέσου ανταλλαγής που αναδύεται απ’ την επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος και καταλήγει να εκφράζει τη συλλογική σοφία της κοινωνίας (βλέπε Carl Menger, Problems of Economics and Sociology, εκδόσεις University of Illinois Press, 1963). Βασισμένος στη δημοσιονομική πολιτική, κυβερνά τους υποτελείς του μέσω των κρατών-μελών στο όνομα των ανταγωνιστικών αγορών εργασίας. Οι υποτελείς του είναι οι εδαφικά διαχωρισμένες ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις. Η καθορισμένη τους θέση είναι εκείνη των δημοκρατικά αποδεκτών πληβείων, δηλαδή δημοκρατικά αποδεκτών στη Δημοκρατία της Αγοράς που κυβερνάται απ’ την ανταγωνιστικότητα των τιμών διαφορετικών ποσοστών παραγωγικότητας της εργασίας. Εντός της νομισματικής ένωσης, οι πωλητές της εργασιακής δύναμης κι οι εργοδότες τους πρέπει συνεπώς να ανταποκριθούν με μεγαλύτερη ταχύτητα στις πιέσεις της αγοράς, και οι εργάτες πρέπει να δείξουν μεγαλύτερη επιχειρηματική πειθαρχία κι επιδεξιότητα για να διατηρήσουν την απασχόληση, ιδίως σε καιρούς κορεσμένων αγορών εργασίας. Η νομισματική ένωση θεσμοθετεί τον φιλελεύθερο σκοπό της «ανταγωνιστικής τάξης πραγμάτων». Είναι ένα καθεστώς για την επίτευξη πλήρους ανταγωνισμού βασισμένου στην οικονομική επίδοση σε εδαφικοποιημένες αγορές εργασίας. Ωθεί τη διεξαγωγή κοινωνικής πολιτικής στα κράτη-μέλη προσανατολισμένη στην επιχειρηματική κοινωνία[7]. Η ευρωπαϊκή διακυβέρνηση διαχωρίζει τη νομισματική πολιτική και τη δημοσιονομική πολιτική σε υπερεθνικές κι εθνικές σφαίρες ευθύνης. Δημιουργεί επίσης ένα σύστημα ομοσπονδιοποιημένης πολιτικής ευθύνης, η οποία υπονομεύει τις παραδοσιακές μορφές της δημοκρατικής κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Δημιουργεί επίσης ένα σύστημα αποκεντρωμένης λήψης αποφάσεων σε εδαφικοποιημένες αγορές εργασίας που ρυθμίζονται από υπερεθνικούς κανόνες κι απαιτήσεις (Sievert, «Geld, das man nicht selbst herstellen kann: Ein ordnungspolitisches Plädoyer für die Währungsunion» στο Bofinger, Collignon & Lipp, eds, Währungsunion oder Währungschaos?, εκδόσεις Gabler, 1993). Η ΟΝΕ δίνει έμφαση στον κανόνα της αγοράς ως τη διαμορφωτική δύναμη της ευρωπαϊκής κοινωνίας και αναγνωρίζει τον ρόλο του εθνικού κράτους στη διασφάλιση της τάξης στην αγορά. Οι παρακάτω ενότητες εξετάζουν περισσότερο λεπτομερώς τις ομοσπονδιακές αρχές [principles] της οικονομικής διακυβέρνησης και της φιλελευθεροποίησης της αγοράς.

Η ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΕΚΤ

Το μόνο καθήκον της ΕΚΤ είναι να εγγυηθεί τη σταθερότητα των τιμών και να επιτύχει τους όρους του υγιούς νομίσματος στην Ευρωζώνη. Για τους υποστηρικτές της ΟΝΕ, «[ο]ι προσδοκίες βρίσκονται στην καρδιά της διαδικασίας του πληθωρισμού» (Πάντοα-Σκιόππα, ό.π., σελ. 21). Συνεπώς, η νομισματική ένωση έπρεπε να είναι καλά εξοπλισμένη ώστε να μπορεί να προφυλαχθεί απ’ τις πιέσεις των προσδοκιών που προξενούν πληθωρισμό. Έτσι, η ΕΚΤ οικοδομήθηκε ως φρούριο[8]. «Κανένα δημοκρατικό σώμα δεν μπορεί να τις δώσει οδηγίες […] [Ε]ίναι σαν ένα δικαστήριο κι όχι σαν ένα όργανο δημόσιας πολιτικής» (Grahl, After Maastricht, εκδόσεις Lawrence & Wishart, 1997, σελ. 138). Επιπλέον, η ΕΚΤ είναι «αποκλεισμένη ειδικά απ’ το να δανείσει άμεσα στην κυβέρνηση, τόσο σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και σ’ εθνικό επίπεδο» και είναι «υποχρεωμένη ν’ αποφύγει τη νομισματική χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του δημόσιου τομέα» (ό.π., σελ. 121 & 131). Στην πραγματικότητα, η ΕΚΤ δεν είναι προορισμένη να «εμπλακεί με κανέναν τρόπο στην χρηματοοικονομική κατάσταση των κρατών-μελών» επειδή «οι χρηματοοικονομικές αγορές πρέπει να πειστούν ότι ούτε η κεντρική τράπεζα ούτε καμία άλλη οργάνωση της Κοινότητας δεν εγγυάται υπόρρητα τις υποχρεώσεις των εθνικών κυβερνήσεων» (Πάντοα-Σκιόππα, ό.π., σελ. 183). Η ΕΚΤ δεν προβλέποταν να δράσει ως δανειστής εσχάτης ανάγκης για τα χρεωμένα κράτη και τις αφερέγγυες τράπεζες. Δεν προοριζόταν να είναι υπόλογη για την αποτυχία των κρατών-μελών να διεξάγουν τις υποθέσεις τους σύμφωνα με τους κοινούς κανόνες. Ούτε προβλεπόταν η ΕΚΤ ν’ αναχρηματοδοτήσει τα χρεωμένα κράτη-μέλη ή να δημιουργήσει χρήμα για τη τόνωση της ζήτησης. Δηλαδή, το ευρώ δεν είναι ένα κεϋνσιανό νόμισμα. Αντ’ αυτού, σχεδιάστηκε σαν «αυστριακό, ορντοφιλελεύθερο και νεοφιλελεύθερο νόμισμα» (Wolfgang Streek, «Heller, Schmitt and the Euro», European Law Journal vol. 21, no. 3, 2015, σελ. 369).

Από μια σκοπιά διακυβέρνησης, αποτελεί συνεπώς «μεγάλη προόδο που η ΕΚΤ είναι ανεξάρτητη από κράτη […] και είναι αφοσιωμένη πρωτίστως στην επίτευξη της σταθερότητας» (Koch, «Money, Civil Law and European Integration» στο Einhorn, ed, Spontaneous Order, Organization and the Law, εκδόσεις Asser Press, 2003, σελ. 238). Απομακρύνοντας τη διεξαγωγή της νομισματικής πολιτικής όσο το δυνατόν πιο μακρυά απ’ την επιρροή των κοινωνικών αγώνων και συγκρούσεων, των οικονομικών λόμπι και των ανακατωσούρηδων κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών των κρατών-μελών, οποιαδήποτε «οικονομική αποτυχία» υπό την ΟΝΕ εκφράζει την αποτυχία της κυβέρνησης να διασφαλίσει εσωτερικά τις απαιτήσεις του υπερεθνικού νομίσματος μέσω της επίτευξης ανταγωνιστικών εργασιακών σχέσεων στην κλίμακα της παγκόσμιας αγοράς[9]. Η «οικονομική αποτυχία» θα εξέφραζε συνεπώς μια ανίσχυρη κρατική απάντηση στην έλλειψη επιχειρηματικής προσαρμογής στα όρια της αγοράς, και την μη-ανταποκρισιμότητα και πράγματι τον «παραλογισμό των δρώντων ατόμων που αμείβονται με μισθό» (J. Williams, K. Williams & Haslam, ό.π., σελ. 221). Η νομισματική ένωση θέτει το πρότυπο των νομισματικών όρων στο σύνολο της ένωσης, και τα κράτη-μέλη έχουν την ευθύνη να διατηρήσουν το ευρώ επιτυγχάνοντας εγχώρια μεγαλύτερη παραγωγικότητα της εργασίας. Έχουν επίσης την μεταξύ τους υποχρέωση να διατηρήσουν την ένωση αποφεύγοντας «παρασιτικές» [beggar-thy-neighbour, όταν μια χώρα προσπαθεί να λύσει τα οικονομικά της προβλήματα λαμβάνοντας μέτρα που θα επιβαρύνουν τα οικονομικά προβλήματα άλλων χωρών] δημοσιονομικές πολιτικές.

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η δημοσιονομική πολιτική παραμένει μια εθνική ευθύνη, η οποία μοιράζεται με την ΕΕ. Η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να διεξαχθεί εντός των ορίων του Σύμφωνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (1996) και του Δημοσιονομικού Σύμφωνου (2013), το οποίο ενίσχυσε την αποφασιστικότητα του συμφώνου του 1996 σε απάντηση της κρίσης του ευρώ[10]. Το σύμφωνο του 2013 δεν άλλαξε με κανέναν τρόπο τη δομή της επικουρικότητας, ούτε άλλαξε τη θέση της δημοσιονομικής πολιτικής εντός της δομής διακύβερνησης της ΟΝΕ. Σκλήρυνε τη δομή της κι ενίσχυσε την αποφασιστικότητά της.

Για τους υποστηρικτές της, η ΟΝΕ εδραιώνει ένα «πλαίσιο κίνητρων και περιορισμών» που θα «προδιαθέσουν τις εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές, για τις οποίες η λέξεις-κλειδί θα είναι η αυτονομία (για την απάντηση των ειδικών προβλημάτων της χώρας), η πειθαρχία (για την αποφυγή υπέρμετρων ελλειμμάτων) και ο συντονισμός (για τη διασφάλιση ενός κατάλληλου συνολικού μείγματος πολιτικών στην Κοινότητα)» (Emerson, One Market, One Money, εκδόσεις Oxford University Press, 1992, σελ. 11)[11]. Η θέση της δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία συνδυάζει την εθνική δημοσιονομική κυριαρχία με υπερεθνικούς δημοσιονομικούς κανόνες, αποτελεί μια απάντηση στον «κίνδυνο» δημοσιονομικής ασωτίας των κρατών-μελών και μια απόρριψη της συγκεντρωτικής ευθύνης για τη δημοσιονομική πολιτική. Η τελευταία θα επανεπιβεβαίωνε τις προοπτικές των κεϋνσιανών ελλειμματικών δαπανών και του παρεμβατισμού σ’ ένα τώρα υπερεθνικό επίπεδο. Η πρώτη θεωρούνταν να θέτει «μια μείζονα απειλή στη συνολική νομισματική σταθερότητα» της ΕΕ (ό.π., σελ. 100). Όπως το έθεσε ο  Πάντοα-Σκιόππα (Πάντοα-Σκιόππα, ό.π., σελ. 127), το ερώτημα ήταν «εάν η νομισματική ένωση διατρέχει έναν σοβαρό κίνδυνο να υπονομευτεί από τις ανεξάρτητες και πιθανώς ασυντόνιστες δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών-μελών». Η μεταβατική ρύθμιση στην ΟΝΕ, δηλαδή τα κριτήρια σύγκλισης [γνωστά κι ως κριτήρια ένταξης στο ευρώ ή κριτήρια του Μάαστριχτ], και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, απευθύνονται ενάντια στις αποκαλούμενες «μη-βιώσιμες νομισματικές πολιτικές ενός κράτους-μέλους»[12]. Ο Emerson (Emerson, ό.π., σελ. 107) όρισε τη «δημοσιονομική πειθαρχία […] ως την αποφυγή μιας μη-βιώσιμης συσσώρευσης δημόσιου χρέους». Επιπλέον, η μετάβαση στην ΟΝΕ «ενισχύει την εγχώρια αποτελεσματικότητα της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής για λόγους σταθερότητας» (ό.π., σελ. 115), απαιτώντας έναν στενότερο έλεγχο των κρατών-μελών «εάν η δημοσιονομική επέκταση είχε συστηματικά “παρασιτικό” [beggar-thy-neighbour] χαρακτήρα» (ό.π., σελ. 119). Εν ολίγοις, «η επιτήρηση θα πρέπει να διορθώσει πιθανές τάσεις προς την υπέρμετρη αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων» και η ΟΝΕ στηρίζεται στη «δημοσιονομική πολιτική για την μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων» (ό.π., σελ. 100). Κατά την κρίση του ευρώ, η κυβέρνηση της Ευρωζώνης επανεπιβεβαίωσε τις βασικές διατάξεις και επιβεβαίωσε τις δεσμεύσεις της προς τη δημοσιονομική πειθαρχία ενισχύοντας τους κανόνες της δημοσιονομικής διακυβέρνησης. Η ΕΕ είχε την εξουσία του συντονισμού και της επιτήρησης, και την ικανότητα να προτείνει τροποποιήσεις στη δημοσιονομική πολιτική και να επιβάλλει κυρώσεις σε κράτη-μέλη που παραβιάζαν τους συμφωνηθέντες κανόνες. Η ΕΕ απαιτεί τα κράτη-μέλη να επιτύχουν ισορροπημένους προϋπολογισμούς[13]. Για τα κράτη-μέλη που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, αυτή τη απαίτηση είναι τιμωρητική.

Μολαταύτα, η ΕΕ δεν έχει θετική δημοσιονομική αρμοδιότητα. Έχει αρνητική εξουσία. Το ύστατο μέσο επιβολής της είναι η απειλή της αφερεγγυότητας, όπως ασκήθηκε κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης στο πρώτο μισό του 2015. Κατά την κρίση του ευρώ, η επιβολή των δημοσιονομικών κανόνων στα κράτη-μέλη της νότιας Ευρώπης συνεπάγονταν αναδιανομή του πλούτου απ’ την εργασία προς το κεφάλαιο, ιδιωτικοποίηση των εθνικών περουσιακών στοιχείων, φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, περικοπές του κράτους πρόνοιας και σκληρές μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας  (Flassbeck & Λαπαβίτσας, Against the Troika: Crisis and Austerity in the Eurozone, εκδόσεις Verso, 2015). Το ΔΝΤ ήταν σαφές αναφορικά με το είδος της οικονομικής προσαρμογής που χρειάζονταν. Ισχυρίστηκε ότι η ενίσχυση της δημοσιονομικής διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των μηχανισμών επιβολής συμμόρφωσης με τους κανόνες κι επιτήρηση για τη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, απαιτούσε για την επιτυχία της σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, «κάνοντας την αγορά εργασίας περισσότερο αποτελεσματική, απομακρύνοντας τα αντικίνητρα για εργασία που ήταν ενσωματωμένα σε διάφορες δημόσιες πολιτικές, ενισχύοντας την ευελιξία στις μισθολογικές διαπραγματεύσεις και φιλελευθεροποιώντας περαιτέρω τους τομείς των υπηρεσιών», και ιδιωτικοποιώντας υποδομές και δημόσιες επιχειρήσεις (ΔΝΤ, «Concluding Statement of the IMF Mission on Euro-Area Politics», 2010, σελ. 7).

Εν ολιγοίς, η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση δεν έχει ούτε δημοσιονομική ούτε νομισματική ευελιξία. Η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να στηρίζει τους όρους του υγιούς νομίσματος, όχι να εξασθενεί το ευρώ μέσω της λεγόμενης δημοσιονομικής επέκτασης που συνδέεται με τον κεϋνσιανισμό ή μέσω της απλής «παρασιτικής» [beggar-thy-neighbour] δημοσιονομικής ασωτίας που συνδέεται με τη «λαθρεπιβίβαση» [απολαβή οφελών χωρίς το αντίστοιχο κόστος]. Τόσο η δημοσιονομική επέκταση όσο κι η λαθρεπιβίβαση περιλαμβάνουν τον κίνδυνο του ηθικού κινδύνου [αύξηση της έκθεσης σε κίνδυνο όταν κάποιος ασφαλίζεται] που ίσως επίσης διακινδυνεύσει τη διακυβέρνηση του συνόλου της ένωσης. «Ειδικά οι Γερμανοί σχεδιαστές της ΟΝΕ ήθελαν να τον αποτρέψουν [τον ηθικό κίνδυνο] αποκλείοντας απ’ τους στενά ορισμένους σκοπούς και καθήκοντα της ΕΚΤ την ευθύνη για δημοσιονομική σταθερότητα» (Kaarlo Tuori & Klaus Tuori, The Eurozone Crisis, εκδόσεις Cambridge University Press, 2014, σελ. 165). Τα κρατικά χρέη δεν προβλεπόταν να εξοφληθούν απ’ την ΕΕ. Μπορούν να εξοφληθούν μόνο απ’ τα αντίστοιχα κράτη-μέλη (βλέπε Βαρουφάκης, «From Contagion to Incoherence: Towards a Model of the Unfolding Eurozone Crisis», Contributions to Political Economy vol. 32, no. 1, 2013).

ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

Η ΟΝΕ θέτει ρητά την ευθύνη της οικονομικής προσαρμογής στις ανταγωνιστικές αγορές εργασίας και την επίτευξη ανταγωνιστικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Με την εξάλειψη των υποτιμήσεων των εθνικών νομισμάτων, με τη νομισματική πολιτική απομακρυσμένη απ’ το πεδίο του εθνικού κράτους και με τη δημοσιονομική πολιτική να πειθαρχείται απ’ τη νομισματική ένωση, η «ευελιξία της τιμής του μισθού παραμένει το βασικό κανάλι ρύθμισης ως ένα υποκατάστατο της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας» (Emerson, ό.π., σελ. 102). Πράγματι, η ΟΝΕ περιλαμβάνει δύο κύρια μέσα οικονομικής προσαρμογής: «α) οι εργάτες μπορούν να μετακινηθούν· β) οι μισθοί μπορούν ν’ αλλάξουν» (Currie, «EMU: Threats and Opportunities for Companies and National Economies» στο Baimbridge, Burkett & Whyman, eds, The Impact of the Euro, εκδόσεις Palgrave Macmillan, 2000, σελ. 124).

Η ΟΝΕ δεν περιλαμβάνει καμία μορφή αντιστάθμισης μεταξύ των χωρών-μελών που έχουν υψηλά αποκλίνοντα επίπεδα ανταγωνιστικότητας. Αποκλείεται η οποιαδήποτε μορφή μεταφοράς πληρωμής σε βοήθεια λιγότερο ανταγωνιστικών αγορών εργασίας. Στην περίπτωση έκθεσης σε κρατικό χρέος, το χρέος πρέπει να εξοφληθεί απ’ το αντίστοιχο κράτος-μέλος μέσω αποταμιεύσεων και μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας που προσβλέπουν σε αύξηση της παραγωγικότητας. Η ευθύνη για την προσαρμογή της αγοράς εργασίας είναι αρμοδιότητα των κρατών-μελών. Η κοινή αγορά αποτελείται από εδαφικοποιημένες αγορές εργασίας και ωθεί τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Κάθε αγορά εργασίας κυβερνάται από υπερεθνικό δίκαιο, νόμισμα, πιέσεις στην αγορά και δεσμευτικές υποχρεώσεις για δημοσιονομική πειθαρχία. Η κοινή αγορά ενθαρρύνει τον ανταγωνισμό μέσω απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, αυξημένης εργασιακής ευελιξίας, μισθολογικής πειθαρχίας, εργασιακής κινητικότητας, μειωμένων έμμεσων εξόδων εργασίας, κλπ. Ο αυξημένος ανταγωνισμός στο εσωτερικό της ΕΕ αναμένεται να «έχει ως αποτέλεσμα μια αυξημένη ανταπόκριση των μισθών στην ανεργία», με «την ευελιξία της αγοράς εργασίας, και σημαντικότερα της μισθολογικής ευελιξίας […] ν’ αποτελεί το σημαντικότερο όργανο προσαργμογής» (Emerson, ό.π., σελ. 149). Το χαμηλότερο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αποτελεί «έναν όρο της σχετικής μείωσης της τιμής που χρειάζεται για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικής θέσης και την εξισορρόπηση μεταξύ παραγόμενων προϊόντων και απασχόλησης», και «η κινητικότητα των παραγόντων, ιδίως η εργασιακή κινητικότητα» ίσως λύσει το πρόβλημα «μέσω της μετανάστευσης» (ό.π., σελ. 147). Δηλαδή, «οι μισθωτοί θα επηρεαστούν από μια αξιόπιστη νομισματική ένωση» καθώς θα συνειδητοποιήσουν ότι οι υπέρμετρες μισθολογικές αυξήσεις δεν θα καλυφθούν από υποτιμήσεις» (ό.π., σελ. 24). Με άλλα λόγια, το κόστος με όρους παραγόμενων προϊόντων και απασχόλησης ίσως να μην είναι υψηλό όσο οι εργάτες αποκριθούν ευέλικτα στις πιέσεις και τις απαιτήσεις της αγοράς, τιμολογώντας τους εαυτούς τους στην απασχόληση. Εν απουσία ανταγωνιστικών προσαρμογών της αγοράς εργασίας, ίσως προκληθεί ανεργία κι εγερθεί η «ανάγκη» για μετανάστευση. Δηλαδή, ένας άνεργος είναι στην πραγματικότητα ένας εργάτης υπό μετάβαση, ανεβοκατεβαίνοντας την μισθολογική κλίμακα, απ’ τη τάδε στη δείνα δραστηριότητα, απ’ τη τάδε στη δείνα αγοράς εργασίας. Η απασχόληση κι η ανεργία συγκλίνουν στην μορφή του εργάτη ικανού για απασχόληση, ως ενσάρκωση ταυτόχρονα και του ανθρώπινου κεφαλαίου και του επενδυτή σε ανθρώπινο κεφάλαιο[14].

Η αρχιτεκτονική της νομισματικής ένωσης δικαιώνει της αντίληψη του Πάντοα-Σκιόππα ότι η ΟΝΕ μοιάζει με μια σύγχρονη εκδοχή του ηγεμόνα του Μακιαβέλι. Ωστόσο, ο ηγεμόνας δεν είναι Λεβιάθαν – δεν έχει καμία Δημοκρατία ν’ απευθυνθεί, και η κυριαρχία του είναι αποπροσωποποιημένη, αποπολιτικοποιημένη κι αποεθνικοποιημένη. Ο ηγεμόνας κυβερνά μέσω του φορμαλισμού του δικαίου και θεσπισμένων απαιτήσεων, οι οποίες διαχειρίζονται από τεχνικούς ειδήμονες που διεξάγουν πολιτική ως σύγχρονοι αριστοκράτες του κοινού καλού. Είναι ένας ηγεμόνας υγιούς νομίσματος και βασισμένης σε κανόνες συμπεριφοράς. Περιστοιχιζόμενος απ’ τη δημοσιονομική πολιτική, κυβερνά τους υποτελείς του μέσω των δημοκρατικών κρατών-μελών που, λειτουργόντας εντός ενός πλαισίου υπερεθνικών κανόνων κι επιτήρησης, διατηρούν τη τυπική ευθύνη για τη δημοσιονομική πολιτική και την επιβολή της λιτότητας. Οι υποτελείς του είναι οι εδαφικά διαχωρισμένες ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις οι οποίες συνιστούν τα μαζικά δημοκρατικά υποκείμενα των κρατών-μελών, τα οποία κράτη-μέλη είναι υπεύθυνα για την επίτευξη ανταγωνιστικών αγορών εργασίας. Η νομισματική ένωση εγκαθιδρύει ένα δεσμευτικό πλαίσιο για τη διεξαγωγή της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής στα ομοσπονδιοποιημένα κράτη-μέλη. Ενσωματώνει τον ρόλο του κράτους στη διασφάλιση των όρων του υγιούς νομίσματος μέσω της επίτευξης ανταγωνιστικών σχέσεων εργασίας. Ωστόσο, παρότι η ΕΕ δεν κατέχει πολιτική κυριαρχία, θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε ότι δεν έχει την ικανότητα για αυταρχική λήψη πολιτικών αποφάσεων. Η κρίση του ευρώ εξέθεσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως την πολιτική εκτελεστική επιτροπή για τη διαχείριση των κοινών εγνοιών της Ευρωζώνης. Ισχυρίζομαι ότι η αυτόματη λειτουργία της οικονομικής διακυβέρνησης στη νομισματική ένωση ανέρχεται σε πολιτική πρακτική μιας ένωσης φιλελευθεροποιητικών εκτελεστικών κρατών.

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ: ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ

Έχω ισχυριστεί ότι η νομισματική ένωση απομακρύνει την οικονομική διακυβέρνηση απ’ τις συμβατικές μορφές της δημοκρατικής διαβούλευσης και λογοδοσίας. Η νομισματική ένωση, ως ένας θεσμός διακυβέρνησης, δεν έχει να κάνει με την κατανομή κινδύνου, τις δημοσιονομικές μεταφορές και την κοινή ευθύνη. Δεν υπήρξε ένα όραμα μιας δημοσιονομικής ένωσης ή μιας «ένωσης μεταφοράς», στην οποία τα οικονομικώς ισχυρότερα κράτη-μέλη στηρίζουν τα πιο αδύναμα μέσω δημοσιονομικών μεταφορών. Στη νομισματική ένωση, το κάθε μέλος είναι υπεύθυνο για τη συντήρηση της νομισματικής ένωσης και εκτελεί τα καθήκοντά του μέσω της επίτευξης υγιών δημοσιονομικών όρων κι ανταγωνιστικών εργασιακών σχέσεων. Η ιδέα του Πάντοα-Σκιόππα για την ΟΝΕ ως ένας αποπροσωποιημένος ηγεμόνας είναι συνεπώς εύστοχη. Θέτει τις ευρωπαϊκές οικονομίες υπό ένα υπερεθνικό καθεστώς δικαίου και νομίσματος, τα οποία διοικούνται από μη-πολιτικούς διοικητικούς ειδήμονες, συμπεριλαμβανομένης μιας σέχτας κεντρικών τραπεζιτών που φαινομενικά προσαρμόζουν με ακρίβεια νομισματικά μεγέθη, αλλά στην πραγματικότητα διεξάγουν νομισματική πολιτική για τα κράτη-μέλη που έχουν συμφωνήσει να βρεθούν υπό την υποχρέωση να κυβερνήσουν εντός του πλαισίου των κανόνων της νομισματικής ένωσης. Η δομή της ΟΝΕ υπαινίσσεται την εξάλειψη της πολιτικής για χάρη της βασισμένης σε κανόνες, τεχνικής λήψης αποφάσεων από ειδήμονες που δεν βρίσκονται υπολόγοι, και την μετέπειτα πράξη των κρατών-μελών ως φορείς υλοποίησης. Πράγματι, το οικονομικό σύνταγμα της Ευρώπης έμοιαζε τόσο αλάνθαστο όσο ένας «αυτόματος» μηχανισμός προσαρμογής της αγοράς (Sievert, «Geld, das man nicht selbst herstellen kann: Ein ordnungspolitisches Plädoyer für die Währungsunion» στο Bofinger, Collignon & Lipp, eds, Währungsunion oder Währungschaos?, εκδόσεις Gabler, 1993). Περιορίζει τις επιλογές πολιτικής που είναι διαθέσιμες για τα δημοκρατικώς συγκροτημένα κράτη-μέλη, στον σχεδιασμό του ανταγωνισμού. Η θεσμική δομή της εδραιώνει ένα σαφές σύνορο μεταξύ της αγοράς και του κράτους. Δηλαδή, το ευρωπαϊκό οικονομικό σύνταγμα βασίζεται σ’ ένα κράτος που «γνωρίζει ακριβώς που να τραβήξει τη γραμμή» (Röpke, The Social Crisis of Our Time, εκδόσεις Transaction Publishers, 2009, σελ. 102). Αναγνωρίζει τον ρόλο των δημοκρατικώς συγκροτημένων κρατών-μελών ως ομοσπονδιοποιημένα εκτελεστικά κράτη υπερεθνικών προαπαιτούμενων. Η δομή της νομισματικής ένωσης εμφανίζεται ισχυρή. Όμως, όπως επέδειξε η κρίση της ευρωζώνης, η «ραφή» της είναι αδύναμη. Η ραφή είναι πολύ σημαντική. Η ΕΕ του ακρατικού χρήματος εξαρτάται στο σύνολό της στην ικανότητα των ομοσπονδιοποιημένων κρατών-μελών να «επιβάλλουν ελευθερία» (Engel, «Imposed Liberty and Its Limits» στο Einhorn, ed, Spontaneous Order, Organization and the Law: Roads to a European Civil Society, εκδόσεις Asser Press, 2003). Η ισχύς της δομής της εξαρτάται συνεπώς στη διακυβερνητική ικανότητα των κρατών-μελών να επιβάλλουν στο εσωτερικό τους τους όρους της νομισματικής ένωσης. Στην ΟΝΕ, τα κράτη-μέλη δεν ανταγωνίζονται μόνο μεταξύ τους για το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Εξαρτώνται επίσης το ένα στο άλλο για τη διασφάλιση και τη διατήρηση της ευρωπαϊκής κοινότητας σταθερότητας.

Κατά την κρίση της ευρωζώνης, η αλληλεγγύη που επέδειξαν τα κράτη-μέλη για την αποτροπή της κατάρρευσης της νομισματικής ένωσης υπήρξε τεράστια. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η αφοσίωση στην Ευρώπη που τελικά αποσπάστηκε υπό την απειλή της αποβολής τον Ιούλιο του 2015, έθεσε το σύνολο της πολιτικής οικονομίας στο χείλος του γκρεμού κι οδήγησε στην αναδιάρθρωση του συνόλου του κοινωνικού της συμβολαίου. Στην περίπτωση της Ιταλίας (2011-2013) οδήγησε στον διορισμό μιας κυβέρνησης τεχνοκρατών, και στην Ισπανία και την Πορτογαλία (2011-2014) σε εκ των πραγμάτων ή τυπικές κυβερνήσεις εθνικής ενότητας[15]. Η κρίση του ευρώ εδραίωσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που συνιστά το κλαμπ του ευρώ ως τον πολιτικό υπεύθυνο λήψης αποφάσεων. Έχει επιβλέψει την ενίσχυση των δημοσιονομικών κανόνων και τη σκλήρυνση του συνόλου του συστήματος της δημοσιονομικής διακυβέρνησης, το οποίο τώρα απαιτεί την επίτευξη ισορροπημένων προϋπολογισμών και περιλαμβάνει την απαίτηση τα κράτη-μέλη να υποβάλλουν τους προϋπολογισμούς τους σε Ευρωπαίους αξιολογητές πριν τα παρουσιάσουν στα εθνικά κοινοβούλια.

Η ΕΕ υιοθέτησε μια σειρά ad hoc μέτρων για να αντιμετωπίσει το βάθεμα της κρίσης της ευρωζώνης, να περιορίσει την κρίση δημόσιου χρέους και ν’ αποτρέψει την μετάδοση της κρίσης[16]. Τον Μάιο του 2010, ιδρύθηκε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης (EFSM). Σκοπός του ήταν να παρέχει χρηματοδότηση κατόπιν αίτησης σε κράτη-μέλη με χρηματοοικονομικές δυσκολίες, και η αρχική του χρηματοοικονομική ικανότητα ήταν 60 δισεκατομμύρια ευρώ. Διοικούνταν απ’ το Συμβούλιο και την Επιτροπή, με την ΕΚΤ να έχει έναν συμβουλευτικό ρόλο. Το Συμβούλιο αποφάσιζε εάν έπρεπε να δοθεί βοήθεια σε κράτη-μέλη με έντονη οικονομική δυσπραγία ώστε ν’ αποκατασταθεί η ικανότητά τους να δανείζονται απ’ τις χρηματοοικονομικές αγορές. Το φθινόπωρο του 2010, η Επιτροπή εισήγαγε μια νομοθετική δέσμη μέτρων η οποία τέθηκε σε ισχύ τον Δεκέμβριο του 2011. Η δέσμη μέτρων περιλάμβανε πέντε κανονισμούς και μια οδηγία, κάτι που την οδήγησε στο ν’ αποκτήσει το προσωνύμιο «εξάδα». Ο πρωταρχικός της στόχος υπήρξε η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας, της προληπτικής ικανότητας και της διαδικασίας επιτήρησης του Συμφώνου Σταθερότητας κι Ανάπτυξης. Η έξαδα επιδίωξε να διασφαλίσει τη συνοχή του εθνικού δημοσιονομικού σχεδιασμού εντός των δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ. Εδραίωσε τους δημοσιονομικούς περιορισμούς εξόδων και την οικονομική αναδιάρθρωση για τη φιλελευθεροποίηση της αγοράς, ως τα προτιμητέα μέσα για την μείωση του χρέους και την υπό όρους οικονομικής στήριξη, ώστε να δεσμεύσει τα κράτη-μέλη που αντιμετωπίζουν προβλήματα.

Τον Ιανουάριο του 2011 ακολούθησε το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF). Έχει μια «ικανότητα 440 δισεκατομμυρίων ευρώ και στηρίζεται από εγγυητικές δεσμεύσεις κρατών-μελών ύψους 780 δισεκατομμυρίων ευρώ, που κατανέμονται σύμφωνα με τα κρατικά μερίδια καταβεβλημένου κεφαλαίου στην ΕΚΤ. Το ανώτατο όριο των υποχρεώσεων εγγύησης για κάθε κράτος του ευρώ οριζόταν από τις εγγυητικές του δεσμεύσεις». Το EFSF λειτουργεί σαν μια «εταιρεία περιορισμένης ευθύνης υπό τη νομοθεσία του Λουξεμβούργου» (Kaarlo Tuori & Klaus Tuori, ό.π., σελ. 92). Το EFSF κι ο EFSM είχαν δια-κυβερνητικό χαρακτήρα και συνεπώς παραμένουν εκτός της νομικής δομής της νομισματικής ένωσης. Τον Σεπτέμβριο του 2012 και τα δύο προγράμματα αντικαταστήθηκαν από έναν μόνιμο Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), ο οποίος αποτελεί μια ειδική σύμβαση μόνο για την ευρωζώνη. Έχει τη δύναμη να προκαταβάλει δάνεια διάσωσης σε κράτη-μέλη με χρηματοοικονομική δυσπραγία και σε κυβερνήσεις που χρειάζονται να δανειστούν για ν’ ανακεφαλαιώσουν προβληματικές τράπεζες. Ο ESM έχει αναλάβει τις λειτουργίες τόσο του EFSF όσο και του EFSM. Ο τρόπος λειτουργίας του ESM οδήγησε στον χαρακτηρισμό του ως το ΔΝΤ της ευρωζώνης. Ο μηχανισμός έχει μια μέγιστη δανειοδοτική ικανότητα 500 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το κεφάλαιό του συνεισφέρεται απ’ τα κράτη-μέλη και χρηματοδοτείται στην αγορά. Ο ESM ανακλά την χρηματοοικονομική ισχύ των κρατών-μελών. Τα δικαιώματα ψήφου των κρατών-μελών σταθμίζονται σύμφωνα με τις εισφορές κεφαλαίου τους. Ο ESM διοικείται απ’ το Συμβούλιο των Ευρωπαίων Υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, το οποίο λαμβάνει τον ρόλο του Διοικητικού Συμβουλίου του ESM. «Οι κυριότερες αποφάσεις χορήγησης και χρηματοδότησης βοήθειας απαιτεί την αμοιβαία συμφωνία, δηλαδή ομοφωνία, του Διοικητικού Συμβουλίου. Ωστόσο, μια διαδικασία ψηφοφορίας έκτακτης ανάγκης επιτρέπει τη λήψη αποφάσεων μέσω αμοιβαίας συμφωνίας από μια ειδική πλειοψηφία του 85% των ψήφων» (ό.π., σελ. 95). Συνεπώς, η λήψη αποφάσεων στον ESM δεν είναι ούτε αποπολιτικοποιημένη ούτε αναλαμβάνεται από τεχνοκράτες. Οι αποφάσεις λαμβάνονται από πολιτικούς διευθυντές οι οποίοι καθορίζουν επίσης τις προϋποθέσεις της οικονομικής βοήθειας. Οι δανειακές συμβάσεις απαιτούν την κοινοβουλευτική επικύρωση του κράτους-αποδέκτη, το οποίο μεταφράζει τη σύμβαση σ’ εγχώρια νομοθεσία.

Υπάρχει επίσης η Συνθήκη Σταθερότητας, Συντονισμού και Διακυβέρνησης της ΟΝΕ (ή Δημοσιονομικό Σύμφωνο). Εισήγαγε μια αυστηρότερη εκδοχή του Συμφώνου Σταθερότητας κι Ανάπτυξης. Υπογράφηκε από 25 εκ των 27 κρατών-μελών τον Μάρτιο του 2012 και τέθηκε σε ισχύ στις 1 Ιανουαρίου του 2014[17]. Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο θέτει ένα δεσμευτικό όριο 0,05% του ΑΕΠ στα διαρθρωτικά ελλείμματα των ετήσιων προϋπολογισμών των μεμονωμένων κρατών-μελών[18]. Το Σύμφωνο υποβάλλει τον εθνικό κοινοβουλευτικό προϋπολογισμό σ’ επίβλεψη απ’ την ΕΕ και την εξουσιοδοτεί να γνωμοδοτεί επί των δημοσιονομικών σχεδίων. Η μη-συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς κανόνες κι υποχρεώσεις μπορεί να οδηγήσει σε κυρώσεις. Μολαταύτα, παρότι οι μεταρρυθμίσεις της δημοσιονομικής πολιτικής σημαίνουν ότι η ΕΕ εμπλέκεται πολύ περισσότερο άμεσα στους εθνικούς προϋπολογισμούς, δεν ασκεί δημοσιονομικές εξουσίες. Η ΕΕ έχει αρνητικές δημοσιονομικές εξουσίες. Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο εδραιώνει διαδικασίες συμμόρφωσης για ισορροπημένους εθνικούς προϋπολογισμούς και, σε συμφωνία με τις ρήτρες των προϋποθέσεων και τις απαιτήσεις των συμβάσεων διάσωσης της ΕΕ, εδραιώνει ως δεσμευτικές τις δημοσιονομικές μειώσεις εξόδων και τη φιλελευθεροποίηση της αγοράς.

Εν ολίγοις, το σφίξιμο της δημοσιονικής διακυβέρνησης ενσωματώνει πολύ αποφασιστικότερα τη δημοσιονομική πολιτική στη νομισματική ένωση ενώ αφήνει τυπικά άθικτη των κυριαρχία των κοινοβούλιων των κρατών-μελών επί του προϋπολογισμού. Ωστόσο, το πλαίσιο εντός του οποίου εκφράζουν την κυριαρχία τους έχει στενέψει πολύ. Πράγματι, η ΕΕ καθορίζει τους νόμους του παιχνιδιού, επιτηρεί την κοινοβουλευτική συμμόρφωση και προσφέρει γνωμοδοτήσεις επί των υποβληθέντων προσχέδιων του προϋπολογισμού, πριν παρουσιαστούν επισήμως στα κοινοβούλια των κρατών-μελών προς συζήτηση κι έγκριση, που είναι δύσκολο ν’ αγνοηθούν . Όμως, η ΕΕ δεν ψηφίζει τους εθνικούς προϋπολογισμούς. Η διαδικασία αναγνωρίζει την κοινοβουλευτική συνέλευση ως την κυρίαρχη πηγή νομιμοποίησης.

Επιπροσθέτως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η ΕΚΤ επιβεβαιώνεται ως ένας ισχυρός διαχειριστής της κρίσης. Απ’ τον Μάιο του 2010 ξεκίνησε ν’ αγοράζει κυβερνητικά ομόλογα, άμβλυνε τους όρους πιστώσεων, διοχέτευσε χρήμα στο τραπεζικό σύστημα και λειτούργησε ως δανειστής εσχάτης ανάγκης, ιδίως για την ελληνική κυβέρνηση. Έτσι, ξεπέρασε το όριο μεταξύ νομισματικής πολιτικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Πράγματι, η ΕΚΤ «απαγορεύεται […] να χρηματοδοτεί κυβερνήσεις». Σ’ αναγνώριση της κατάστασης, αποφάσισε τι ήταν αναγκαίο κι ενέργησε εκτός του νόμου. Μ’ αυτό τον τρόπο, ισχυρίζεται ο Borrell (Borrell, «About the Democratic Governance of the Euro: How the Crisis Is Changing Europe» στο Champeau, Closa, Innerarity & Maduro, eds, The Future of Europe. Democracy, Legitimacy and Justice after the Euro Crisis, εκδόσεις Rowman & Littlefield, 2015, σελ. 239) αναφερόμενος στον Σμιτ, η ΕΚΤ επιβεβαιώθηκε μέσω «εξωκυριαρχικών πράξεων» (βλέπε επίσης Kaarlos Tuori & Klaus Tuori, ό.π., σελ. 164-166· Jörges, «Pereat Iustitia, Fiat Mundus: What Is Left of the European Economic Constitution after the Gauweiler Litigation», Maastricht Journal of European and Comparative Law vol. 23, no. 1, 2016). Για μερικούς σχολιαστές, οι πράξεις της ΕΚΤ άνοιξαν την πόρτα για ηθικό κίνδυνο. «Καθώς η ΕΚΤ έχει γίνει ένας μεγάλος δανειστής του χρηματοπιστωτικού τομέα των κρατών-μελών, και καθώς αποδέχεται ως εγγυήσεις κυβερνητικά ομόλογα, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η ΕΚΤ δεν έχει το περιθώριο να αφήσει ένα κράτος να βρεθεί σ’ αδυναμία πληρωμής» (Kaarlos Tuori & Klaus Tuori, ό.π., σελ. 167). Είναι απλή εικασία να υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, η οποία κατέκτησε την εξουσία τον Ιανουάριο του 2015 με μια σαφή εντολή ενάντια στη λιτότητα, διαπραγματεύτηκε για ελάφρυνση του χρέους και περαιτέρω διάσωση χωρίς επιπρόσθετους όρους, κάνοντας την υπόθεση ότι η ΕΚΤ δεν μπορούσε να επιτρέψει μια κρατική χρεοκοπία. Εκείνο που ώθησε το χέρι της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ν’ αποδεχτεί μια δανειακή σύμβαση με πολύ αυστηρότερους όρους τον Ιούλιο του 2015 από εκείνη του Φεβρουαρίου 2015 ήταν το γεγονός ότι η ΕΚΤ διέκοψε την παροχή ρευστότητας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, εξωθώντας την Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού. Κατ’ αυτό τον τρόπο, και ακολουθώντας τον Wolfgang Streek (Streek, ό.π., σελ. 370), εν μέσω των ραγδαίων συναντήσεων κορυφής, η ΕΚΤ εδραιώθηκε ως «ο μόνος φορέας ικανός να λάβει αποφασιστική δράση». Κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η ΕΚΤ «απέκτησε ευρείες ικανότητες να πειθαρχεί τα κυρίαρχα κράτη και την κοινωνία εντός κι υπό της δικαιοδοσίας του, να τα κάνει να σέβονται ορθώς τον κανόνα του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος του νομίσματος και της αγοράς […] [Τ]α κράτη που αρνούνται ν’ ακολουθήσουν τις επιταγές της στα δημόσια οικονομικά τους, στο μέγεθος και τη σύνθεση του δημόσιου τομέα τους, ακόμη και στη δομή των συστημάτων τους για τον καθορισμό των μισθών» ίσως βρουν ότι οι πολιτικές τους οικονομίες βρίσκονται στη «διακριτική ευχέρεια» της ΕΚΤ.

Ο Sinn (Sinn, The Euro Trap: On Bubbles, Budgets, and Beliefs, εκδόσεις Oxford University Press, 2014) κι ο Bernholz (Bernholz, «The Slow and Hidden Road to Serfdom», Frankfurter Allgemeine Zeitung, 2013) αναγνωρίζουν τις πράξεις της ΕΚΤ ως σαφείς παραβιάσεις της διακυβέρνησης. Κατά την άποψή τους, τα «νότια έθνη της ευρωζώνης σώθηκαν απ’ την κυβερνητική χρεοκοπία μόνο μέσω δισεκατομμυρίων ευρώ βοήθειας απ’ τα άλλα κράτη-μέλη (παρότι αυτό έχει απαγορευτεί απ’ τη Συνθήκη του Μάαστριχτ) και το ΔΝΤ. Επιπλέον, η ΕΚΤ έδωσε βοήθεια αμβλύνοντας τους όρους για τις πιστώσεις, αγοράζοντας κυβερνητικά ομόλογα κι επιτρέποντας τεράστιες μεταφορές υποχρεώσεων […] να συσσωρευτούν, για τις κεντρικές τράπεζες των νότιων μελών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος» (ό.π.)[19]. Όταν η Ελλάδα ήρθε αντιμέτωπη με την χρεοκοπία, «αντί να επιτραπεί ανοικτή πτώχευση […] έλαβε δραματική και κλιμακούμενη χρηματοοικονομική βοήθεια» (ό.π.), η οποία, κατά την άποψή του, άνοιξε την πόρτα στην μετατροπή της νομισματικής ένωσης προς μια δημοσιονομική ένωση. Και για τον Sinn επίσης, η διάσωση κι οι δράσεις της ΕΚΤ είναι απαράδεκτες. Κατά την άποψή του, έθεσαν την ΕΕ σ’ έναν δρόμο προς ένα σύστημα «κοινής ευθύνης» και αμοιβαιότητας, η οποία οδηγεί «σ’ ένα ενιαίο κράτος» (Sinn, ό.π., σελ. 356), στο οποίο η δυναμική της προσαρμογής αντιστρέφεται. Δηλαδή, οι πιο ανταγωνιστικές οικονομίες θα υποχρεώνονται να στηρίξουν τις πιο αδύναμες μέσω ενός συστήματος δημοσιονομικών μεταφορών και την υιοθέτηση κεϋνσιανών παρεμβάσεων των οικονομικών της ζήτησης, εγγυημένες απ’ την υπεροχή της γερμανικής οικονομίας, εδραιώνοντας ελλειμματικές δαπάνες σε στήριξη της κατανάλωσης και της ηγούμενης απ’ την απασχόληση ανάπτυξης στα χρεωμένα κράτη-μέλη. Για τον Bernholz και τον Sinn, η κρίση της ευρωζώνης άλλαξε τον χαρακτήρα της νομισματικής ένωσης από ένα «καθεστώς ελευθερίας» σ’ ένα «καθεστώς φτηνού χρήματος», χρήματος για το τίποτα[20].

Ο Lars Feld (Feld, «Europa in der Welt von heute: Wilhelm Röpke und die Zukunft der Europäischen Währungsunion», ORDO 63, 2012) είναι περισσότερο επιφυλακτικός στην αποτίμησή του. Προειδοποιεί ενάντια στην διακριτική εισαγωγή της δημοσιονομικής και πολιτικής ένωσης. Η νομισματική ένωση πρέπει να εγγυάται την εθνική αυτονομία των δημοσιονομικών και κοινωνικών πολιτικών, καθώς και των πολιτικών για την αγορά εργασίας. Πρέπει ν’ αποκλείει την κατανομή του κινδύνου. Αντ’ αυτού, πρέπει να είναι μια ένωση αποκεντρωμένης οικονομικής ευθύνης. Στο όνομα της ατομικής αυτονομίας, η ΕΕ πρέπει να εγγυάται ατομικά οικονομικά δικαιώματα και να παρέχει τα νομικά και νοσμισματικά πλαίσια για τις οικονομικές δραστηριότητες σε μια ενιαία αγορά, όμως δεν καθίσταται υπεύθυνη για τ’ αποτελέσματα. Ο Lars Feld απορρίπτει λοιπόν την πολιτική ένωση ως έναν κίνδυνο για τη διακυβέρνηση, και αντιτίθεται στη δημοσιονομική ένωση ως ένα μέσο προς την πολιτική ένωση. Απορρίπτει επίσης τον ρόλο που έπαιξε η ΕΚΤ κατά την κρίση του ευρώ ως μια παραβίαση των κανόνων του παιχνιδιού. Λειτουργώντας ως δανειστής εσχάτης ανάγκης, η ΕΚΤ έθεσε σε κίνδυνο την ΕΕ ως κοινότητα σταθερότητας. Η διακυβέρνηση στηρίζεται στην πειθαρχική επίδραση του υγιούς νομίσματος και διασφαλίζεται μέσω αυτής. Οποιαδήποτε εξασθένιση αυτής της απόφασης θα οδηγούσε σ’ ανεπανόρθωτη βλάβη[21]. Συμβουλεύει ότι η Γερμανία θα έπρεπε να φύγει απ’ τη νομισματική ένωση αν οι αναγνωρισμένοι κίνδυνοι στην κοινότητα σταθερότητας γίνουν συστημικοί.

Η ορντοφιλελεύθερη ανησυχία για τους πραγματικούς ή δυνητικούς κινδύνους στη διακυβέρνηση της νομισματικής ένωσης αποκαλύπτει τις ορντοφιλελεύθερες κόκκινες γραμμές. Για τους ορντοφιλελεύθερους, η νομισματική ένωση δεν μπορεί να είναι μια κεϋνσιανή ένωση. Είναι μια ένωση υγιούς νομίσματος κι ανταγωνιστικής προσαρμογής σ’ αποκεντρωμένες αγορές. Είναι επίσης μια αποπολιτικοποιημένη ένωση νομικά κυβερνούμενη και βασισμένη σε κανόνες συμπεριφοράς από τεχνοκρατικές οργανώσεις που, απομακρυσμένες από παραδοσιακές μορφές δημοκρατικής λογοδοσίας κι επίβλεψης, κατέχουν πραγματική πολιτική εξουσία. Εδραιώνει επίσης ένα ομοσπονδιακό σύστημα πολιτικών κρατών που τόσο καθορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού μέσω του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου όσο και εκτελεί τους κανόνες που συμφωνήθηκαν με κυβερνητικά μέσα. Η δομή της νομισματικής ένωσης ενσωματώνει τα κράτη-μέλη ως εκτελεστικά κράτη αφοσιωμένα στην οικονομική ελευθερία, ευνουχίζοντας την ιδέα του κράτους ως ένα νομοθετικό κράτος μαζικών διεκδικήσεων. Δηλαδή, η ευρωπαϊκή κοινότητα σταθερότητας αναγνωρίζει τον ρόλο του κράτους ως ένα παρεμβατικό κράτος για τη φιλελευθεροποίηση της αγοράς. Τα κράτη-μέλη του ευρώ εδραιώσαν ένα νομισματικό πλαίσιο για τη λειτουργία ενός φιλελεύθερου οικονομικού συστήματος της αγοράς που υποχρεώνει το καθένα εξ αυτών να λάβει τον ρόλο της «αστυνομίας της αγοράς» (πρβλ Rüstow, «General Sociological Causes of the Economic Disintegration and Possibilities of Reconstruction», επίλογος στο Röpke, International Economic Disintegration, εκδόσεις Hodge, 1942· Röpke, The Social Crisis of Our Time, εκδόσεις Transaction Publishers, 2009). Το κάθε κράτος-μέλος βρίσκεται υπό την υποχρέωση να κυβερνά ως «σχεδιαστής του ανταγωνισμού» (πρβλ Χάγιεκ, ό.π.). Η νομισματική ένωση «αγκυρώνει» τη φιλελεύθερη ωφελιμότητα του κράτους ως πολιτική εξουσία μιας ανταγωνιστικής τάξης πραγμάτων.

Ο ορντοφιλελευθερισμός δεν είναι μοναδικός στην απαίτηση υγιούς νομίσματος, δημοσιονομικής πειθαρχίας, προβλεψιμότητας στη διεξαγωγή της δημόσιας πολιτικής, προστασίας της ατομικής ιδιοκτησίας, ελευθερίας της σύμβασης, ανταγωνισμού στην αγορά, αποδοχής τουλάχιστον περιορισμένης ευθύνης, κλπ. Εκείνο που τον διακρίνει έχει να κάνει με την αναγνώριση ότι η ανεξάρτητη εξουσία του κράτους αποτελεί μια αναγκαιότητα της οικονομικής ελευθερίας. Αυτό το φανερώνει η ορντοφιλελεύθερη ανησυχία για την μελλοντική κατεύθυνση της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης. Αναγνωρίζει ιδίως τα νοτιοευρωπαϊκά κράτη ως αδύναμα κράτη που, αντί να κυβερνούν για την ελεύθερη οικονομία, αφήνουν τα πράγματα να φτάσουν ως το σημείο της αφερεγγυότητας. Μια ορντοφιλελεύθερη κοινότητα σταθερότητας δεν μπορεί να οικοδομηθεί επί αδύναμων κρατών που προστατεύουν τους εργάτες απ’ τις ανταγωνιστικές πιέσεις, εγγυούνται την απασχόληση σ’ έναν φαινομενικά υπερογκώδη δημόσιο τομέα και στηρίζουν την ηγούμενη απ’ την κατανάλωση ανάπτυξη μέσω χρηματοδότησης του ελλείμματος, και που σ’ αυτό τον ισχυρισμό δεν έχουν ούτε την ικανότητα ούτε τη θέληση να ενισχύσουν την οικονομική ανταγωνιστικότητα και ν’ αντιμετωπίσουν τα κατεστημένα συμφέροντα. Ούτε μια ορντοφιλελεύθερη κοινότητα σταθερότητας μπορεί να οικοδομηθεί ως μια «ένωση μεταφοράς» που ανταμοίβει τ’ ανεύθυνα κράτη-μέλη τιμωρώντας τα πιο ανταγωνιστικά «επιχειρηματικά κράτη» (Wettbewerbsstaaten). Πράγματι, οποιαδήποτε τέτοια αποδοχή «κοινής ευθύνης» είναι μοιραία για την ορντοφιλελεύθερη ιδέα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο οποίος αντιπροσωπεύει μια ελεύθερη κοινωνία των πολιτών, μια κοινωνία των πολιτών που «βασιλεύουν οι κυρίαρχοι καταναλωτές» (Engel, ό.π., σελ. 430). Πράγματι, μια ένωση κατανομής του κινδύνου ανέρχεται σε μια αναδιανεμητική ένωση του είδους του «ποσοτικού πολιτισμού» τον οποίο οι ιδρυτικοί ορντοφιλελεύθεροι στοχαστές απέρριψαν ως «προλεταριακό». Οποιαδήποτε τέτοια ένωση θ’ αντικαθηστούσε το σύστημα της επικουρικότητας, δηλαδή ένα σύστημα αποκεντρωμένης ευθύνης, μ’ ένα σύστημα κεντρικής ευθύνης για τους κοινωνικοοικονομικούς όρους, εισάγοντας στη νομισματική ένωση τις μισητές κεϋνσιανές αρχές της οικονομικής ρύθμισης και τις σχετικές ιδέες περί κοινωνικής δικαιοσύνης. Για τους ορντοφιλελεύθερους επικριτές, η ιδέα μιας ακόμη στενότερης (πολιτικής) ένωσης είναι συνεπώς ανάθεμα. Εν τω μεταξύ, μια πιο προσεκτική ματιά στην επίλυση της κρίσης του ευρώ αποκαλύπτει ότι οι συμβάσεις διάσωσης δεν μετασχημάτισαν τη νομισματική ένωση σε μια κεϋνσιανή ένωση του ηγούμενου απ’ τη ζήτηση κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού και παρεμβατισμού. Αντ’ αυτού, μετασχημάτισαν ιδίως το ελληνικό κράτος σ’ ένα εκτελεστικό κράτος των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για λιτότητα, ιδιωτικοποιήσεις κι ηγούμενης απ’ την αγορά κοινωνικοοικονομικής αναδιάρθρωσης.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: ΕΚΤΑΚΤΗ ΑΝΑΓΚΗ ΚΑΙ ΤΑΞΗ

Οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης δεν επιλύονται με την εφαρμογή του νόμου από ένα δικαστήριο που μέσω νομικών επιχειρημάτων διευθετεί τα συγκρουόμενα συμφέροντα. Ούτε επιλύονται από μια κοινοβουλευτική συνέλευση λήψης αποφάσεων. Οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης χρειάζονται καθοριστική λήψη αποφάσεων και δράση από διευθυντικά στελέχη. Παραδοσιακά, ο θεσμός που βρισκόταν σε θέση να επέμβει ήταν το πολιτικό κράτος. Στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, η ΕΚΤ και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Αρχηγών των Κρατών της ευρωζώνης επενέβησαν κι ανέλαβαν τον ρόλο των ανεξάρτητων υπεύθυνων λήψης αποφάσεων. Αποφάσισαν τι χρειαζόταν να γίνει για να επιλυθεί η κρίση εντός των ορίων του ευρωπαϊκού οικονομικού συντάγματος. Η «αυτοεξουσιοδότηση», ιδιαίτερα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ως εκτελεστική εξουσία της νομισματικής ένωσης (Χάμπερμας, «A Pact for or against Europe?» στο Guerot & Henard, eds, What Does Germany Think about Europe?, έκδοση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, 2011), αποκάλυψε την πολιτική εξουσία στην καρδιά της Ευρωζώνης.

Η διαχείριση της κρίσης οδήγησε σε μια πρωτόγνωρη εμφάνιση κι εξάσκηση εκτελεστικής εξουσίας πέρα απ’ τα δικαιώματα που προβλέπουν οι συμβάσεις. Περιλάμβανε τη χρήση τιμωρητικών μέτρων, πχ, παρακράτηση ρευστότητας, για να εξαναγκαστεί η ευθυγράμμιση των κυβερνήσεων (Bengoetxea, «The Current European Crises: The End of Pluralism?» στο Champeau, Closa, Innerarity & Maduro, eds, The Future of Europe. Democracy, Legitimacy and Justice after the Euro Crisis, εκδόσεις Rowman & Littlefield, 2015· Jörges, «Europe’s Economic Constitution in Crisis and the Emergence of a New Constitutional Constellation» στο Fossum & Menendez, eds, The European Union in Crises or the European Union as Crisis, εκδόσεις ARENA, Centre for European Studies, 2014· Wilkinson, «Authoritarian Liberalism in the European Constitutional Imagination», European Law Journal vol. 21, no. 3, 2015). Κατά τη διάρκεια της κρίσης, η προστακτική λήψη αποφάσεων τόσο απ’ το Συμβούλιο όσο κι απ’ την ΕΚΤ δεν δεσμευόταν απ’ τη τυπικότητα του δικαίου[22]. Με τα λόγια του προέδρου της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, τα εκτελεστικά όργανα λήψης αποφάσεων πρέπει να ασθαίνονται ελεύθερα, όπως και πράγματι έκαναν, να «πράξουν όσα χρειάζονται» για τη διατήρηση της ΟΝΕ[23]. Σ’ αντίθεση με τους ορντοφιλελεύθερους εμπόρους απελπισίας που θρηνούν την αναστολή των κανόνων της νομισματικής ένωσης, ο Viktor Vanberg (Vanberg, «Ordnungspolitik. The Freiburg School and the Reason of Rules», Freiburger Diskussionspapiere zur Ordnungsökonomie, 14/1/2014, σελ. 15) ξεκαθαρίζει ότι «η σύνεση πράγματι απαιτεί ν’ αναγνωρίσουμε ότι ίσως υπάρξουν καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στις οποίες χρειάζεται προσωρινά ν’ αναστείλουμε τους κανόνες που σε κανονικούς καιρούς θεωρούμε δεσμευτικούς»[24]. Η αναγκαίοτητα δεν γνωρίζει από νόμους. Αντ’ αυτού, η αναγκαιότητα κάνει έκκληση για μια κυβερνητική τάξη [order]. Μια τέτοια κυβέρνηση δεν μπορεί να δεσμεύεται από τον κανόνα δικαίου. Πράγματι, αναστέλει τον κανόνα δικαίου έως ότου επιλυθεί η έκτακτη ανάγκη ώστε να μην υπάρξει μόνιμη βλάβη στον κανόνα δικαίου. Όπως αναλύσαμε στο δεύτερο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου, «The Free Economy as Political Practice» [δεν το έχουμε μεταφράσει, βλέπε το αγγλικό πρωτότυπο], η τάξη αποτελεί την προϋπόθεση του κανόνα δικαίου.

Παραδοσιακά, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θέτει κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές αλλά δεν είναι εξουσιοδοτημένο ούτε να περνά νομοθεσίες ούτε να κατευθύνει την Επιτροπή ή να συνεργάζεται με την ΕΚΤ. Παρά τις προσπάθειες της Συνθήκης της Λισσαβώνας ν’ αναγνωρίσει τον θεσμό του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η εξουσία του είναι εξωσυνταγματική. Στο Συμβούλιο, η εκτελεστική λήψη αποφάσεων ομοιάζει μ’ ένα μεσαιωνικό κονκλάβιο των κυρίαρχων εδαφικών ηγεμόνων (Πέρρυ Άντερσον, «The Europe to Come» στο Gowan & Άντερσον, eds, The Question of Europe, εκδόσεις Verso, 1997· Bonefeld, «Europe, the Market and the Transformation of Democracy», Journal of Contemporary European Studies vol. 13 no. 1, 2005· Χάμπερμας, The Crisis of European Union, εκδόσεις Polity, 2012, σελ. 44). Είναι ένα σώμα το οποίο δεν κυβερνά στη βάση του κανόνα δικαίου. Κυβερνά μέσω εκτελεστικών συμφωνιών. Το «σύμφωνο για την Ευρώπη» είναι ένα σύμφωνο μεταξύ ομοσπονδιακών πολιτικών οντοτήτων, με την κάθε μία ν’ απολαμβάνει το στάτους του δημοκρατικώς συγκροτημένου μονοπωλιακού κατόχου της νόμιμης χρήσης βίας για την επιβολή των «συμφωνηθέντων κανόνων», όπως το θέτει ο Φρίντμαν στην έκθεσή του για το φιλελεύθερο κράτος. Κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρώ, οι αρχηγοί του κλαμπ του ευρώ αποφάσισαν να εφαρμόσουν «μια σειρά μέτρων οικονομικής, κοινωνικής και μισθολογικής πολιτικής στις χώρες τους, καθώς τα μέτρα αυτά είναι στην πραγματικότητα ζητήματα των εθνικών κοινοβουλίων» (ό.π., σελ. 129). Επιπλέον, πάντα σ’ εγρήγορση και δύσπιστοι για την προθυμία και την ικανότητα των συστατικών μελών του, αποφάσισαν επίσης να βρίσκονται κάθε χρόνο με τον συγκεκριμένο σκοπό του να καθορίζουν εάν οι κυβερνητικοί συνάδελφοί τους «συμμορφώσαν τα επίπεδα του χρέους, την ηλικία συνταξιοδότησης και την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, τις κοινωνικές παροχές και το σύστημα υγείας, τους μισθούς του δημόσιου τομέα, το ποσοστό των μισθών, την εταιρική φορολογία, και πολλά ακόμη, με τις κατευθυντήριες γραμμές του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου» (ό.π., σελ. 130). Σ’ αυτό το πλαίσιο, η διαβούλευση των αποφάσεων του Συμβουλίου στα κοινοβούλια των εθνών-κρατών ουσιαστικά ανέρχεται σε μια άσκηση νομιμοποίησης. Μια κοινοβουλευτική ψηφοφορία ενάντια στις αποφάσεις του Συμβουλίου δεν αρνείται μόνο την νομιμοποίησή τους. Παρακωλύει επίσης τις συμφωνηθέντες δράσεις του Συμβουλίου. Ωστόσο, δεν ανέρχεται σε μια ψήφο μη-εμπιστοσύνης στη συλλογική σοφία του «κονκλάβιου» των Ευρωπαίων αξιωματούχων. Αντ’ αυτού, θέτει σ’ αμφισβήτηση την ικανότητα του κράτους-μέλους να δράσει ως ένας αξιόπιστος ευρωπαϊκός εταίρος. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η απάντηση στην ισχυρή της αντίδραση στις αποφάσεις του Συμβουλίου για τους όρους των οικονομικών συμβάσεων διάσωσης, υπήρξε ανηλεής. Η ΕΚΤ διασφάλισε τη συμμόρφωση διακόπτωντας τη ζωτική χρηματοοικονομική στήριξη στο ήδη σακαταμένο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Στο πλαίσιο της ευρωζώνης, η ορντοφιλελεύθερη ιδέα ότι η δημοκρατία δουλεύει καλύτερα όταν δεσμεύεται από υπερβατικές δομές δικαίου και νομίσματος βασίζεται στην ικανότητα των κρατών-μελών ν’ ανταπεξέλθουν. Σε μια καλά τακτοποιημένη «κοινοπολιτεία», η λαϊκή κυριαρχία ασκείται εντός ενός πλαίσιου εξωδημοκρατικών μορφών δικαίου, νομίσματος και δυνάμεων της αγοράς. Στην Ευρώπη, η πολιτική κυριαρχία είναι διαιρεμένη. Αφενός, είναι αποπροσωποποιημένη και παρουσιάζεται με την μορφή του υγιούς νομίσματος ως αποπροσωποιημένος ηγεμόνας της ελευθερίας και της ανταγωνιστικότητας. Αφετέρου, παρουσιάζεται με την μορφή ενός συλλογικού σώματος κυβερνητικών εθνικών αξιωματούχων οι οποίοι νομοθετούν μέσω συμφωνιών, αποφασίζουν στο πλαίσιο της εθνικής νομοθέτησης στα αντίστοιχα κοινοβούλιά τους και διαβουλεύονται για το εάν οι κατευθυντήριες γραμμές των πολιτικών κι οι κανόνες της έχουν εφαρμοστεί κι ακολουθηθεί εγχώρια. Μ’ αυτό τον τρόπο, το τι επιτρέπεται να κάνουν τα κράτη-μέλη περιορίζεται από ευρωπαϊκές συμφωνίες. Η νομισματική ένωση πηγαίνει χέρι-χέρι με το περιορισμένο κράτος. Στον ορντοφιλελεύθερο ισχυρισμό, το περιορισμένο κράτος είναι το ισχυρό κράτος. Κυβερνά γι’ αυτό που είναι σωστό κι αναγκαίο. Δεν αφήνεται να γίνει βορά μαζικών αισθημάτων και μαζικών διεκδικήσεων. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που βρέθηκε στην εξουσία από ένα ισχυρό κίνημα ενάντια στη λιτότητα, έμαθε αρκετά γρήγορα για τα όρια της λαϊκής δημοκρατίας. Η πάλη ενάντια στη λιτότητα είναι μια πάλη για χρήμα ως ένα μέσο πρόσβασης σε μέσα συντήρησης. Όταν η ΕΚΤ ανέστειλε τη ρευστότητα, η ζήτηση για χρήμα αντιμετωπίστηκε με κλείσιμο των τραπεζών και τη δυνητική χρεοκοπία μιας ολόκληρης πολιτικής οικονομίας. Υπό πίεση, η Ελλάδα δέχτηκε ότι θα περιοριστεί στους «κανόνες του παιχνιδιού». Απ’ το καλοκαίρι του 2015, η μόνο κατ’ όνομα κυβέρνηση κατά της λιτότητας εδραιώθηκε ως μια ισχυρή κυβέρνηση – περιορίζεται όχι μόνο στην επιβολή της λιτότητας μα, επίσης, στην εμπορευματοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, την ιδιωτικοποίηση των εθνικών περιουσιακών στοιχείων, τη βασισμένη στην αγορά αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων και τη συγκράτηση του κινήματος ενάντια στη λιτότητα.

Ο χαρακτηρισμός της ΕΚΤ απ’ τον Wolfgang Streek (Streek, ό.π., σελ. 370) ως «ο ιδανικός δικτάτορας» είναι, ως έναν βαθμό, ταιριαστή. Σ’ αντίθεση με τις φαινομενικά ατελείωτες διαβουλεύσεις του Συμβουλίου για το πως ν’ ανταποκριθεί καλύτερα στην κρίση του ευρώ, την απειθαρχία των κρατών-μελών και τη διαρκή πολιτική αβεβαιότητα, η ΕΚΤ έλαβε μια «αποφασιστική δράση». Αποφάσισε να παραβιάσει τις θεσπισμένες απαιτήσεις για το κοινό καλό της ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων, και αποφάσισε να δώσει τέρμα στο πολιτικό ντιμπέιτ αναφορικά με τις προοπτικές της Ελλάδας κλείνοντας τη χρηματοοικονομική στρόφιγγα, φέρνοντας την Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού. Ωστόσο, και σ’ αντίθεση με τον Streek, η ΕΚΤ είναι μια τεχνοκρατική οργάνωση που κατέχει πραγματική πολιτική εξουσία μόνο όσο επικρατεί κοινωνική τάξη. Η ικανότητά της ν’ αντιμετωπίσει την κοινωνική αναταραχή και να κυβερνήσει για μια επιστροφή στη τάξη είναι περιορισμένη. Δεν είναι ο κάτοχος της νόμιμης χρήσης βίας. Δηλαδή, η κρίση του ευρώ ξεκαθάρισε ότι η νομισματική ένωση είναι πλήρως εξαρτημένη στην ικανότητα των κρατών-μελών να μεταφράσουν την ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική σ’ εγχώρια πολιτική που ενεργοποιεί την αγορά, απ’ τη δημοσιονομική πολιτική έως την οικονομική πολιτική, απ’ την πολιτική για την αγορά εργασίας έως την πολιτική του ανταγωνισμού, κλπ. Ο ακρατικός χαρακτήρας του ευρώ ανέρχεται πράγματι σε μια πολιτική πρακτική των κρατών-μελών ως τα «εθνικά μονοπώλια επί της νόμιμης χρήσης βίας» (Χάμπερμας, ό.π., σελ. 25). Σ’ αντίθεση με την προβολή του Πάντοα-Σκιόππα (Πάντοα-Σκιόππα, ό.π.) της νομισματικής ένωσης ως να έχει έναν οιονεί «αυτόματο» μηχανισμό οικονομικής προσαρμογής, δεν αντικαθιστά το πολιτικό κράτος. Αντ’ αυτού, η νομισματική ένωση εξαρτάται στην ικανότητα των ομοσπονδιοποιημένων κυβερνήσεων να δεσμευτούν στη νομισματική ένωση ως την κατευθυντήρια γραμμή της κυβερνητικής πολιτικής και συνεπώς να παραχωρήσουν στους μηχανισμούς της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης μια πολιτική θέληση και νομιμοποίηση.

Η ΕΕ δεν υποχρεώνει τα κράτη-μέλη σ’ υποχώρηση. Αντ’ αυτού, τα στηρίζει ως φιλελεύθερα κράτη. Η νομισματική ένωση απαιτεί να δρουν ως αφοσιωμένα εκτελεστικά κράτη του υγιούς νομίσματος. Σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν είναι τα εθνικά κοινοβούλια που καθιστούν τα κράτη-μέλη υπόλογα. Αντ’ αυτού, εντός του πλαισίου της νομισματικής ένωσης, είναι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, απ’ το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έως την ΕΚΤ, και από την Επιτροπή έως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως το κύριο σωμα ευρωπαϊκής λήψης αποφάσεων. Στη νομισματική ένωση, τα τυπικά ανεξάρτητα μα στην πράξη ομοσπονδιοποιημένα κράτη των υπερεθνικών μέσων της αγοράς, του νομίσματος και του δικαίου, κρίνονται από τους θεσμούς της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης κι επιδίκασης βάσει των δεσμεύσεών τους προς την ενισχυμένη ανταγωνιστικότητα και δημοσιονομική πειθαρχία. Οι κρίσεις [judgments] τους επιτηρούνται από ένα κονκλάβιο εκτελεστικών διευθυντών της ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων, πρωτίστως τους αρχηγούς των κυβερνήσεων των κρατών-μελών του ευρώ.

Η κρίση του ευρώ απομυστικοποίησε τον ακρατικό χαρακτήρα του ευρώ ως μια απλή εμφάνιση. Ο αποπολιτικοποιημένος χαρακτήρας του ανέρχεται σε μια πολιτική απόφαση και μια πολιτική πρακτική. Πράγματι, η σταθερότητα του ευρώ εξαρτάται στην ικανότητα των κρατών-μελών να επιβάλλουν εγχώρια τις απαιτήσεις του και να δρουν συντονισμένα μεταξύ τους ώστε να διατηρήσουν τον ακρατικό χαρακτήρα του, να διατηρήσουν τους όρους της αγοράς και να επιλύσουν τις δυσκολίες. Η οργάνωση για την κοινή σκέψη και τη δεσμευτική λήψη αποφάσεων είναι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του κλαμπ του ευρώ. Είναι ο θεσμός των θεσμών. Ως τέτοιος, είναι ο κύριος θεσμός του «μεταδημοκρατικού εκτελεστικού φεντεραλισμού» (Χάμπερμας, «A Pact for or against Europe?», ό.π) ή της «διοικητικής αποφασιστικότητας» (Everson & Jörges, «Who Is the Guardian for Constitutionalism in Europe after the Financial Crisis?», LSE Europe in Question Discussion Paper Series 63, 2013· Jörges & Weimer, «A Crisis of Executive Managerialism in the EU: No Alternative» στο de Burca, Kilpatrick & Scott, eds, Critical Legal Perspectives on Global Governance. Liber Amicorum for David M Trubek, εκδόσεις Hart, 2014· Jörges, «What is left of the European Economic Constitution II?: From Pyrrhic Victory to Cannae Defeat» στο Kjaer & Olsen, eds, Critical Theories of Crisis in Europe: From Weimar to the Euro, εκδόσεις Rowman & Littlefield, 2016, ιδίως σελ. 154), της εκτελεστικής αλληλεγγύης και της αμοιβαίας εγρήγορσης. Στην ΕΕ, είναι ο θεσμός των θεσμών. Στην Ευρώπη, η πολιτική κυριαρχία είναι τόσο ομοσπονδιοποιημένη σε δημοκρατικά υπόλογες εκτελεστικές κυβερνήσεις όσο και συγκεντρωμένη με την μορφή ενός εκτελεστικού συμβουλίου λήψης αποφάσεων ως ο υπεύθυνος λήψης πολιτικών αποφάσεων στην ΕΚΤ ως η τεχνοκρατική «κυβέρνηση […] της φιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς» (Streek, ό.π., σελ. 370). Η προειδοποίηση του Tietmeyer ότι η διατήρηση της νομισματικής ένωσης απαιτεί μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών απ’ ότι η αφετηρία της, εκφράζει μια προφανή κοινοτοπία – όμως, λέει περισσότερα απ’ όσα φαίνονταν αρχικά. Συνεπάγεται τον μετασχηματισμό των φιλελευθέρων-δημοκρατικών κρατών-μελών σε ικανά και πλήρως αφοσιωμένα εθνικά εκτελεστικά κράτη της νομισματικής ένωσης.

Σημειώσεις:
1. Το παρόν κεφάλαιο εν μέρει αντλεί απ’ το άρθρο μου «European economic constitution and the transformation of democracy», European Journal of International Relations vol. 21, no. 4, 2015.
2. Ο Τομμάζο Πάντοα-Σκιόππα ήταν Ιταλός οικονομολόγος κι υπηρέτησε ως υπουργός οικονομικών της Ιταλίας απ’ τον Μάιο του 2006 έως τον Μάιος του 2008. Κατά τη δεκαετία του 1980 υποστήριξε την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς μέσω μιας νομισματικής ένωσης βασισμένης σ’ ένα κοινό νόμισμα και μια κοινή ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα. Η Έκθεση του Ντελόρ το 1989 στήριξε την άποψή του και πρότεινε την ΟΝΕ. Ο Πάντοα-Σκιόππα εργάστηκε στον σχεδικασμό και τη δημιουργία της ΕΚΤ κι έγινε ένα απ’ τα πρώτα μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου της, απ’ τον Ιούνιο του 1998 έως τον Μάιο του 2005. Υπήρξε η διανοητική δύναμη πίσω απ’ την ΟΝΕ.
3. Για τη νομισματική ένωση ως έναν αποπροσωποποιημένο κι αποπολιτικοποιημένο «ηγεμόνα» χωρίς μια Δημοκρατία να επικαλεστεί, βλέπε επίσης Müller, «Who Is the European Prince?», Social Research: An International Quarterly vol. 81, no. 1, 2014.
4. Για το εθνικό κράτος, το χρήμα και το εμπόριο στην παγκόσμια αγορά, βλέπε Radice, Global Capitalism, εκδόσεις Routledge, 2015. Βλέπε επίσης Bonefeld, «The Spectre of Globalization» στο Bonefeld & Ψυχοπαίδης, eds, The Politics of Change. Globalization, Ideology and Critique, εκδόσεις Palgrave Macmillan, 2000.
5. Επ’ αυτού, βλέπε επίσης Carchedi, «The EMU, Monetary Crises, and the Single European Currency» στο Bonefeld, ed, The Politics of Europe, Monetary Union and Class, εκδόσεις Palgrave Macmillan, 2001.
6. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η τροχιά της πρώην Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας [Ανατολική Γερμανία], μέχρι και την ενοποίηση της Γερμανίας το 1990, η αποβιομηχάνιση, η εξαθλίωση κι η πληθυσμιακή μείωση, εμφανίζεται να φέρει την κατοπτρική εικόνα των πιέσων στις χώρες-μέλη που βρίσκουν δύσκολο τον ανταγωνισμό με τα γερμανικά επίπεδα παραγωγικότητας. Ωστόσο, σ’ αντίθεση με την ενοποίηση της Γερμανίας όπου η Ανατολική Γερμανία υπήρξε αποδέκτης διαρκών δημοσιονομικών μεταφορών απ’ τη Δυτική Γερμανία, η ΟΝΕ αποκλείει ειδκά τη δημοσιονομική μεταφορά στα κράτη-μέλη που αντιμετωπίζουν προβλήματα. Την ίδια στιγμή, οι πόροι απ’ το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης έχουν υπάρξει, κι αναμένεται να παραμείνουν, περιορισμένοι.
7. Η επίτευξη του πλήρη ανταγωνισμού στηρίζεται στην εγκαθίδρυση μιας αδιαίρετης κοινής αγοράς απ’ την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη. Η πράξη συμφωνήθηκε κατ’ αρχήν στη Διάσκεψη Κορυφής στο Λουξεμβούργο τον Δεκέμβριο του 1985. Τέθηκε σε ισχύ το καλοκαίρι του 1987. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη αναζωογόνησε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ύστερα απ’ την οικονομική δυσφορία της δεκαετίας του 1970 η οποία συνοψίστηκε με τον όρο «Ευρωσκλήρωση». Η πράξη στόχευε να απομακρύνει όλα τα εναπομείναντα εμπόδια στην ελεύθερη μετακίνηση και την ελεύθερη ανταλλαγή αγαθών, υπηρεσιών και πόρων μεταξύ των χωρών-μελών, συμπεριλαμβανομένων των εμποδίων που δεν αφορούσαν δασμούς, όπως οι τεχνικές προδιαγραφές και τα απαγορευτικά εθνικά πρότυπα. Η πράξη επεδίωξε την ολοκλήρωησ «αποκλειστικά μέσω της ενίσχυσης του ανταγωνισμού και των σχέσεων της αγοράς» (Grahl & Teague, 1992 – The Big Market. The Future of the European Community, εκδόσεις Lawrence & Wishart, 1990, σελ. 13). Η τότε βρετανική κυβέρνηση υπό τη Μάργκαρετ Θάτσερ υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της ενιαίας αγοράς. Για τη νομισματική ένωση ως ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς, ως μια αγορά, ένα νόμισμα, βλέπε την Έκθεση Emerson στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 1990 (Emerson, One Market, One Money, εκδόσεις Oxford University Press, 1992).
8. Για την ανάγκη «ισχυρών» θεσμών, βλέπε Popper, The Poverty of Historicism, εκδόσεις Routledge, 2002. Βλέπε επίσης το προηγούμενο κεφάλαιο, σημείωση 23.
9. Έτσι, ο Vanberg (Vanberg, «Ordnungspolitik. The Freiburg School and the Reason of Rules», Freiburger Diskussionspapiere zur Ordnungsökonomie, 14/1/2014, σελ. 15) ισχυρίζεται ότι οι «κρίσεις όπως αυτή που αντιμετωπίζουμε σήμερα στην Ευρώπη, δεν προκύπτουν σαν φυστικές καταστροφές. Τυπικά, αποτελούν το σωρευτικό αποτέλεσμα μιας συνεχόμενης παραβίασης των κανόνων που, αν είχαν ακολουθηθεί, δεν θα επέτρεπαν την εμφάνιση της κρίσης». Οι κρίσεις εκφράζουν μια αποτυχία της κυβέρνησης να επιμείνει στους κανόνες της ανταγωνιστικής τάξης πραγμάτων. Αντί για φιλελεύθερο παρεμβατισμό, η κυβέρνηση εκλειπόταν δέσμευσης και ενέδωσε σε κοινωνικές πιέσεις, «ανοίγοντας τον δρόμο για τη τρέχουσα κρίση δημόσιου χρέους». Η νομισματική ένωση δεν μπορεί να θεμελιωθεί επί αδύναμων κρατών που επιτρέπουν στους εαυτούς τους να γίνουν όργανο των οικονομικών ομάδων. Η νομισματική ένωση απαιτεί ισχυρά κράτη που επιμένουν στους κανόνες και δεν ενδίδουν.
10. Το Σύμφωνα Σταθερότητας κι Ανάπτυξης τέθηκε σ’ εφαρμογή από γερμανική επιμονή. Θεσμοποίησε μια σκληρότερη εκδοχή των κριτηρίων σύγκλισης που τα υποψήφια κράτη-μέλη έπρεπε να ικανοποιούν για να πληρούν τις προϋποθέσεις για ένταξη στη νομισματική ένωση. Η πράξη υπήρξε απάντηση στην ενδεχόμενη απειλή της σταθερότητας της νομισματικής ένωσης από δημοσιονομική ασωτία των κρατών-μελών. Ωστόσο, απ’ τη στιγμή που ένα κράτος εισέρχεται στη νομισματική ένωση, η ΟΝΕ δεν είχε κάποιον μηχανισμό για δημοσιονομική πειθάρχιση (βλέπε Garrett, «Constitutionalising the Economy: German Neo-Liberalism, Competition Law and the “new” Europe», American Journal of Comparative Law vol. 42, no. 1, 1994). Το Σύμφωνο Σταθερότητας κι Ανάπτυξης προοριζόταν να εγγυηθεί τη δημοσιονομική πειθαρχία απ’ τη στιγμή που η νομισματική ένωση τιθόταν σε λειτουργία. Μολαταύτα, δεν τέθηκε καμία αξιόπιστη θεσμική συμφωνία για την επιβολή της δημοσιονομικής πειθαρχίας, συμπεριλαμβανομένης της συμφωνίας για την αντιμετώπιση της κρατικής αφερεγγυότητας κι αδυναμίας πληρωμής (Feld, «Europa in der Welt von heute: Wilhelm Röpke und die Zukunft der Europäischen Währungsunion», ORDO 63, 2012· Jessop, «Variegated Capitalism, das Modell Deutschland and the Eurozone Crisis», Journal of Contemporary European Studies vol. 22, no. 3, 2014).
11. Η Έκθεση Emerson εκτίμησε τα δυνητικά κόστη κι οφέλη της νομισματικής ένωσης και όρισε τους μηχανισμούς της οικονομικής της διακυβέρνησης. Η έκθεση αποτελεί το φωτογραφικό σχεδιάγραμμα της νομισματικής ένωσης.
12. Κατά τη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης, η απαίτηση της αποφυγής υπερβολικών ελλειμμάτων άλλαξε σε απαίτηση επίτευξης ισορροπημένων προϋπολογισμών.
13. Κατά τη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης, αποφασίστηκε ότι ένα κράτους που παραβιάζει τους δημοσιονομικούς κανόνες μπορεί να δεχτεί πρόστιμο έως και 0,1% του ΑΕΠ του. Ουσιαστικά, το πρόστιμο είναι ένα ζήτημα νομικής κρίσης [judgment] που εκδίδεται απ’ το Δικαστήριο της ΕΕ. Θα πρέπει ν’ αποφασίσει για τις προθέσεις της πολιτικής των κρατών-μελών με μη-εξισορροπημένους προϋπολογισμούς. Επ’ αυτού, βλέπε Macartney, «The Paradox of Integration», Cambridge Review of International Affairs vol. 27, no. 2, 2013.
14. Για μια έκθεση της ορντοφιλελεύθερης κοινωνικής πολιτικής, βλέπε το πέμπτο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου, «Social Policy: From the Class Society to the Enterprise Society» [δεν το έχουμε μεταφράσει, βλέπε το αγγλικό πρωτότυπο].
15. Βλέπε Λαπαβίτσας, Crisis in the Eurozone, εκδόσεις Verso, 2012 και Charnock, Purcell & Ribera-Fumaz, The Limits to Capital in Spain, εκδόσεις Palgrave Macmillan, 2014.
16. Για μια λεπτομερή αναφορά, βλέπε Kaarlo Tuori & Klaus Tuori, The Eurozone Crisis, εκδόσεις Cambridge University Press, 2014. Βλέπε επίσης Βαρουφάκης, And the Weak Suffer What They Must?: Europe, Austerity and the Threat to Global Stability, εκδόσεις Bodley Head, 2016 και Sinn, The Euro Trap: On Bubbles, Budgets, and Beliefs, εκδόσεις Oxford University Press, 2014.
17. Το Ηνωμένο Βασίλειο κι η Τσεχία δεν υπέγραψαν.
18. Η οικονομική θεωρία δεν μας λέει τι είναι ένας ισορροπημένος προϋπολογισμός. Ο προσδιορισμός του είναι μια πολιτική αποφάση η οποία, για να φαίνεται αξιόπιστη, χρείαζεται να εξαλείψει κάθε αμφιβολία για την εγκυρότητά της ώστε ν’ αποφύγει αρνητικές αντιδράσεις της αγοράς. Η χρηματοοικονομικές αγορές τρέφονται μ’ ελλείμματα κι αντιδρούν με μαζικές φυγές αν καμφθεί η εμπιστοσύνη. Κατά τη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης, το κλαμπ του ευρώ αποφάσισε ότι ένας ισορροπημένος προϋπολογισμός ανέρχεται σ’ ένα έλλειμμα μικρότερο του 3% του ΑΕΠ, απαιτώντας απ’ την Ελλάδα ν’ αναδιαρθρώσει το σύνολο της πολιτικής της οικονομίας, για χάρη της εμπιστοσύνης στο ευρώ. Τι λογίζεται ως έλλειμμα και τι χρειάζεται να γίνει γι’ αυτό είναι μια πολιτική απόφαση. Επ’ αυτού, βλέπε Radice, «Enforcing Austerity in Europe: The Structural Deficit as a Policy Target», Journal of Contemporary European Studies vol. 22, no. 2, 2014.
19. Το ΔΝΤ, η ΕΚΤ κι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ονομάστηκαν «τρόικα» ή «οι θεσμοί» απ’ την ελληνική εναντίωση στη λιτότητα. Κατηγορήθηκαν για περιστολή της ελληνικής δημοκρατίας.
20. Για τις πολιτικές επιπτώσεις των συμφωνιών διάσωσης στη Γερμανία, ειδικά για τη λαϊκιστική απόρριψη της νομισματικής ένωσης, βλέπε Grimm, «The Rise of the German Eurosceptic Party Alternative für Deutschland, between Ordoliberal Critique and Popular Anxiety», International Political Science Review vol. 36, no. 3, 2015 και Schmitt-Beck, «The “Alternative für Deutschland in the Electorate”: Between Single-Issue and Right-Wing Populist Party», German Politics, 2016.
21. Ο Feld (Feld, «Europa in der Welt von heute: Wilhelm Röpke und die Zukunft der Europäischen Währungsunion», ORDO 63, 2012) απορρίπτει οποιαδήποτε αλλαγή στη λειτουργία της ΕΚΤ. Χαρακτηρίζει οποιαδήποτε τέτοια αλλαγή ως Sündenfall, η πτώση του ανθρώπου απ’ τον παράδεισο στη γη λόγω του προπατορικού αμαρτήματος στη χριστιανική μυθολογία, μεταφράζοντας τον όρο ως μια πτώση απ’ τη χάρις.
22. Ο Wilkinson (Wilkinson, «Authoritarian Liberalism in the European Constitutional Imagination», European Law Journal vol. 21, no. 3, 2015) ισχυρίζεται ότι η επίλυση της ευρωπαϊκής κρίσης οδήγησε σ’ ένα «δικαστικό έλλειμμα» και ταυτίζει την εκτελεστική λήψη αποφάσεων απ’ το Συμβούλιο ως την ανάδυση ενός «αυταρχικού συνταγματισμού». Βλέπε επίσης Oberndorfer, «From New Constitutionalism to Authoritarian Constitutionalism: New Economic Governance and the State of European democracy» στο Jäger & Springler, eds, Asymmetric Crisis in Europe and Possible Futures, εκδόσεις Routledge, 2015.
23. Βλέπε την ομιλία του Μάριο Ντράγκι, προέδρου της ΕΚΤ, στο Παγκόσμιο Συνέδριο Επενδύσεων στο Λονδίνο, 26 Ιουλίου 2012. Η φρασεολογία του θυμίζει κάτι απ’ τον ορισμό του Σμιτ για το κράτος έκτακτης ανάγκης ως τον χρόνο της εκτελεστικής εξουσίας.
24. Για μια παρόμοια διατύπωση, βλέπε Röpke, The Social Crisis of Our Time, εκδόσεις Transaction Publishers, 2009, σελ. 52 και Rossiter, Constitutional Dictatorship. Crisis Government in the Modern Democracies, εκδόσεις Princeton University Press, 1948, σελ. 12. Ο ισχυρισμός του Vanberg εκφράζει τις δυσκολίες εύρεσης μια λύσης στο αίνιγμα της ελευθερίας και της δημοκρατίας, καθώς και της κυβέρνησης έκτακτης ανάγκης, βλέπε το τρίτο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου, «Democracy and Freedom: On Authoritarian Liberalism» [δεν το έχουμε μεταφράσει, βλέπε το αγγλικό πρωτότυπο]. Αφενός, αναγνωρίζει την ανάγκη για την «προσωρινή αναστολή των κανόνων που σε κανονικούς καιρούς θεωρούμε δεσμευτικούς». Όμως, αφετέρου, απαιτεί ότι η ίδια η εγκατάλειψη των κανόνων πρέπει να βασίζεται σε κανόνες, δηλαδή, «χρειάζεται να υιοθετήσουμε κανόνες για το πότε, από ποιους, και σύμφωνα με ποιες διαδικασίες, μπορεί να ανακηρυχθεί μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, καθώς και κανόνες που περιορίζουν το τι επιτρέπεται να κάνει η αρμόδια αρχή σε τέτοιες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης» (Vanberg, «Ordnungspolitik. The Freiburg School and the Reason of Rules», Freiburger Diskussionspapiere zur Ordnungsökonomie, 14/1/2014, σελ. 15). Όπως κι ο Ντράγκι, ο ισχυρισμός του Vanberg αποδέχεται ότι ένα κράτος έκτακτης ανάγκης έχει να κάνει με τη διατήρηση των δεσμευτικών κανόνων. Ωστόσο, οι κανόνες εξαίρεσεις δεν θέτονται μόνοι τους σε ισχύ. Ενεργοποιούνται από μια εξωδικαιική αρχή, η οποία αποφασίζει εάν θα κυβερνήσει μέσω των υπάρχοντων κανόνων ή μέσω της αναστολής τους, χωρίς να δεσμεύεται απ’ τη τυπικότητα του δικαίου.

%d bloggers like this: