Alerta Comunista

Αναζητώντας την πραγματική κίνηση

Η Ευρώπη και η Ιδέα της Επικουρικότητας: Για τα Στοιχεία Ορντοφιλελευθερισμού

[Σ.τ.Μ.]: Στα ελληνικά, μιλώντας για την ΕΕ χρησιμοποιείται συνήθως ο όρος περιφερειοποίηση (regionalization). Η χρήση αυτού του όρου είναι λαθεμένη, καθώς προϋποθέτει πως υπάρχει ήδη κάτι το ενίαιο το οποίο ύστερα διαιρείται σε επιμέρους περιφέρειες. Στην περίπτωση δηλαδή της ΕΕ, θα έπρεπε να προϋπήρχε μια κεντρική εξουσία η οποία ύστερα μετέφερε τμήματα της εξουσίας της στα επιμέρους κράτη-μέλη. Στο εξωτερικό συνήθως χρησιμοποιείται ο ορθότερος όρος subsidiarity (επικουρικότητα). Η subsidiarity σύμφωνα με το λεξικό της Οξφόρδης είναι «η αρχή σύμφωνα με την οποία μια κεντρική εξουσία θα πρέπει να έχει μια επικουρική λειτουργία, εκτελώντας μόνο τα καθήκοντα εκείνα τα οποία δεν μπορούν να εκτελεστούν σε τοπικό επίπεδο». Η διαφορά μεταξύ των δύο όρων είναι σημαντική. Ο όρος επικουρικότητα δεν υποδηλώνει αν το κεντρικό επίπεδο είναι κάτι που προϋπήρχε των τοπικών ή το αντίστροφο. Όμως, η σημαντικότερη διαφορά είναι ότι ο όρος επικουρικότητα αποδίδει μια πρωτεύουσα σημασία στο τοπικό επίπεδο, ενώ ο όρος περιφερειοποίηση στο κεντρικό επίπεδο.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η προσέγγιση στο παρόν κεφάλαιο, καθώς και στα επόμενα, εκπροσωπεί μια αλλαγή ταχύτητας. Αντί να επεξεργαστεί τον, εν πάση περιπτώσει, αποσπασματικό χαρακτήρα των ορντοφιλελεύθερων γραπτών για την ευρωπαϊκή οικονομική συγκρότηση, διερευνά τα στοιχεία του ορντοφιλελευθερισμού στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση μέσω του πρίσματος της διακυβέρνησης [Ordnungspolitik][1]. Η παρούσα εισαγωγή τοποθετεί τα δύο επόμενα κεφάλαια στο πλαίσιο του σύγχρονου ντιμπέιτ αναφορικά με μια ορντοφιλελεύθερη Ευρώπη.

Τα ορντοφιλελεύθερα στοιχεία της ευρωπαϊκής οικονομικής συγκρότησης μπορούν πιθανόν να συνοψιστούν καλύτερα με τα παρακάτω λόγια των Walter Hallstein, Christoph Engel και Wilhelm Röpke:

Μια βασική αρχή των Συνθηκών της Ρώμης είναι η οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Ένα τέτοιο φιλελεύθερο οικονομικό σύστημα […] δεν αποκλείει την κρατική παρέμβαση. Αντιθέτως, προϋποθέτει ότι το κράτος παρέχει το πλαίσιο για τη λειτουργία ενός τέτοιου συστήματος· επειδή μόνο ένα κατάλληλο πλαίσιο επιτρέπει σε κάθε τομέα της οικονομίας να εξασκήσει την ελευθερία της δράσης της, στην πραγματικότητα του επιβάλλει να εξασκήσει αυτή την ελευθερία[2]. (Walter Hallstein, Europe in the Making, εκδόσεις Georg Allen & Unwin, 1972, σελ. 110)

Μια οικονομία της αγοράς δεν αποτελεί ένα εμβόλιο ενάντια της [δημοκρατικής] ασθένειας […] Ακόμη κι αν τα κράτη[-μέλη] δεν επιτύχουν να ιδρύσουν εσωτερικά μια ορθή οικονομική συγκρότηση, μια τέτοια τους επιβάλλεται από τα έξω. Τα κράτη-μέλη υπάγονται σ’ ένα καθεστώς επιβαλλόμενης ελευθερίας[3]. (Christoph Engel, «Imposed Liberty and Its Limits», στο Talia Einhorn, eds, Spontaneous Order, Organization and the Law: Roads to a European Civil Society, εκδόσεις Asser Press, 2003, σελ. 431)

Μια απ’ τις πιο επιτακτικές ανάγκες της εποχής μας είναι κατηγορηματικά η ελάττωση της εθνικής κυριαρχίας. Όμως, το πλεόνασμα κυριαρχίας πρέπει να καταργηθεί, όχι να μεταφερθεί σε μια υψηλότερη πολιτική και γεωγραφική μονάδα. (Wilhelm Röpke, Economic Order and International Law, εκδόσεις Sijthoff, 1955, σελ. 250)

Όσα καταλογίζονται στον ορντοφιλελευθερισμό και η κρίση της Ευρωζώνης

Κατά τη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης, οι προσπάθειες για μια επίλυση της κρίσης επικρίθηκαν είτε για τη δογματική τους επιδίωξη ορντοφιλελεύθερων ιδεών (Mark Blyth, Austerity: The History of a Dangerous Idea, εκδόσεις Oxford University Press, 2013) είτε για παραμέληση των ορντοφιλελεύθερων αρχών (Feld, Köhler & Nientiedt, «Ordoliberalism, Pragmatism and the Eurozone Crisis: How the German Tradition Shaped Economic Policy in Europe», European Review of International Studies vol. 2, no. 3, 2015). Οι ορντοφιλελεύθεροι σχολιαστές αναγνωρίσαν σφάλματα σχεδιασμού στην καρδιά της νομισματικής ένωσης. Κατά την άποψή τους, οι κανόνες της νομισματικής ένωσης εκλείπονταν αξιοπιστίας, κάτι το οποίο τους έκανε ευάλωτους σε εκμετάλλευση που ενθάρρυνε την απερίσκεπτη ανάληψη κινδύνων, που επέτρεπε τη «λαθρεπιβίβαση» [απολαβή οφελών χωρίς το αντίστοιχο κόστος] και επέτρεπε στα κράτη-μέλη εκείνα που ήταν απρόθυμα να αναδιαρθρώσουν τις καθυστερημένες αγορές εργασίας τους να οδηγήσουν τους περισσότερο παραγωγικούς κι ανταγωνιστικούς γείτονές τους στη φτώχεια. Έτσι, ισχυρίζονται ότι μερικά κράτη-μέλη είτε δεν ήταν πλήρως αφοσιωμένα στο ευρώ σαν εξωτερικό σταθεροποιητή για φιλελεύθερη αναδιάρθρωση της αγοράς των εγχώριων εργασιακών σχέσεων, είτε εκλείπονταν την ικανότητα για φιλελεύθερο παρεμβατισμό. Η συμετοχή τους στο ευρώ αποσταθεροποιεί και διακινδυνεύει τη νομισματική ένωση (Hans-Werner Sinn, The Euro Trap: On Bubbles, Budgets, and Beliefs, εκδόσεις Oxford University Press, 2014)[4].

Για τους ορντοφιλελεύθερους, το ευρώ προοριζόταν να είναι ένα ακρατικό νόμισμα. Έπρεπε να βασίζεται σε σαφείς κανόνες συμπεριφοράς και αξιόπιστα μέσα επιβολής. Στη νομισματική ένωση, οι κυβερνήσεις-μέλη πρέπει να πληρώνουν τα χρέη τους σε νόμισμα που πλέον ούτε το δημιουργούν ούτε το ρυθμίζουν. Ωστόσο, η προσδοκία ότι η νομισματική ένωση θα είχε συνεπώς μια επίδραση πειθάρχησης επί των των δημοσιονομικών πολιτικών των κρατών-μελών αποδείχτηκε λαθεμένη. Παρά τις διατάξεις του Συμφώνου Σταθερότητας κι Ανάπτυξης (1996), το οποίο θεσμοθέτησε τη δημοσιονομική πειθαρχία ως επακόλουθο της νομισματικής σταθερότητας, υποστηρίζεται ότι η Ελλάδα και τα υπόλοιπα νοτιοευρωπαϊκά κράτη-μέλη -Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία- αψήφισαν τους δημοσιονομικούς κανόνες, ανέλαβαν χρέος και ανέβαλαν την οικονομική αναδιάρθρωση (ό.π.). Το γεγονός πως ήταν ικανά για κάτι τέτοιο αντιμετωπίζεται σαν ένα μείζον λάθος σχεδιασμού της νομισματικής ένωσης (Lars Feld, «Europa in der Welt von heute: Wilhelm Röpke und die Zukunft der Europäischen Währungsunion», ORDO 63, 2012). Αντί να «επιβληθεί ελευθερία» στα κράτη-μέλη που «δεν πέτυχαν να ιδρύσουν εσωτερικά μια ορθή οικονομική συγκρότηση» (Engel, ό.π.), αυτά επέλεξαν να λαθρεπιβιβαστούν στο σύστημα (Sinn, ό.π.)[5]. Επιπλέον, η νομισματική ένωση εκλείπονταν αξιόπιστων, βασισμένων σε κανόνες, διατάξεων περί αφερεγγυότητας. Σύμφωνα με τον Feld (Feld, ό.π.), η απουσία τέτοιων διατάξεων ενθάρρυνε τις τράπεζες να λάβουν περιττά ρίσκα, προσμένοντας σε οικονομική διάσωση[6]. Πράγματι, όταν οι τράπεζες βρέθηκαν εκτεθειμένες, χρήμα έρευσε προς τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα για την αποτροπή της κατάρρευσής του. Συνεπώς, τα απερίσκεπτα ρίσκα που έλαβαν οι τράπεζες έμειναν ατιμώρητα, σε βάρος των φορολογούμενων. Ένα επιπλέον λάθος της νομισματικής ένωσης έτσι όπως σχεδιάστηκε στο Μάαστριχτ ήταν συνεπώς ότι δεν καθιέρωσε ένα καθεστώς πλήρης νομικής ευθύνης. Αντ’ αυτού, η νομισματική ένωση καθιέρωσε τη τάση για ηθικούς κινδύνους [η αύξηση της έκθεσης σε κίνδυνο όταν κάποιος ασφαλίζεται]. Κατ’ αυτό τον ισχυρισμό, συνεπώς, η νομισματική ένωση ενθάρρυνε τη «λαθρεπιβίβαση» και την ανεύθυνη λήψη ρίσκων. Τέλος, οι κανόνες που διοικούν τους θεσμούς της νομισματικής ένωσης, ίδιως την ΕΚΤ, δεν ήταν τόσο στιβαροί όσο θα έπρεπε. Πράγματι, η ΕΚΤ απάντησε στην κρίση του ευρώ παραβιάζοντας θεσπισμένες απαιτήσεις, πολιτικοποιώντας τη νομισματική πολιτική κι αποδεχόμενη την ευθύνη για τις αφερέγγυες τράπεζες. Υπέθεσε επίσης μια ευρωπαϊκή δημοσιονομική ευχέρεια, η οποία περιλάμβανε στήριξη προς τις χρεωμένες κυβερνήσεις, ειδικά της Ελλάδας, αγοράζοντας, μ’ ευνοϊκούς όρους, πρακτικά μη-εμπορεύσιμα κρατικά ομόλογα (Sinn, ό.π.· Feld, ό.π.). Σύμφωνα με τους Feld, Köhler και Nientiedt (Feld, Köhler & Nientiedt, ό.π., σελ. 61), «η Γερμανία ίσως ν’ ακολούθησε την ορντοφιλελεύθερη σκέψη μάλλον στο ελάχιστο παρά στο μέγιστο». Κατά την άποψή τους, η γερμανική κυβέρνηση αντέδρασε «πραγματιστικά» στην κρίση της Ευρωζώνης και κάνοντας αυτό δεν τήρησε τις ορντοφιλελεύθερες αρχές, καταλήγοντας στην εγκατάλειψη της «αποπολιτικοποιημένης» νομισματικής ένωσης κι εδραιώνοντας τις προοπτικές για μια «ένωση καταμερισμού του κινδύνου», στην οποία το δημοσιονομικά ισχυρό κράτος βρίσκεται υπό την υποχρέωση να στηρίξει τα δημοσιονομικά αδύναμα κράτη μέσω μεταφοράς πληρωμών.

Για τους επικριτές του ορντοφιλελευθερισμού, ο ορντοφιλελευθερισμός αποτελεί μια πλήρως αχρεία παρουσία στην καρδιά της Ευρώπης. Ο Mark Blyth (Blyth, ό.π., σελ. 141) συνδέει τον γερμανικό ορντοφιλελευθερισμό με τη λιτότητα, την οποία απορρίπτει ως μια επικίνδυνη ιδέα. Κατά την άποψή του, «τόσο η απάντηση της Γερμανίας στην κρίση, όσο και η ίδια η κρίση, πηγάζουν απ’ το ίδιο ορντοφιλελεύθερο φύλλο οδηγιών». Για τον  Bulmer (Simon Bulmer, «Germany and the Eurozone Crisis: Between Hegemony and Domestic Politics», West European Politics vol. 37, no. 6, 2014, σελ. 1244), η ορντοφιλελεύθερη προσέγγιση της Γερμανίας στην κρίση του ευρώ σηματοδότησε μια δραματική αλλαγή στη γερμανική πολιτική. «Επισκίασε τον ευρωπαϊσμό», καθώς η κυρίαρχη προσέγγιση της Γερμανίας για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει γίνει παρελθόν. Η Γερμανία, με την ορντοφιλελεύθερη προσέγγισή της, λέγεται να έχει τώρα διεκδικήσει ηγεμονική εξουσία στην Ευρώπη προβάλλοντας την εγχώρια πολιτική ατζέντα της και το εθνικό της συμφέρον στην Ευρωζώνη (Bulmer & Joseph, «European Integration in Crisis? Of Supranational Integration, Hegemonic Projects and Domestic Politics», European Journal of International Relations vol. 22, no. 4, 2016· επίσης Rainer Hildebrand, «Germany and Its Eurozone Crisis Policy: The Impact of the Country’s Ordoliberal Heritage», German Politics and Society vol. 33, no. 1-2, 2015). Αντί για ευρωπαϊσμό, έχουμε τώρα μια γερμανική Ευρώπη (Ulrich Beck, German Europe, εκδόσεις Polity, 2013). Όπως εξήγησα στον πρόλογο του βιβλίου, η νέα Ευρώπη βλέπεται να επιδεικνύει ένα «ορντοφιλελεύθερο σιδηρούν κλουβί» (Magnus Ryner, «Europe’s Ordoliberal Iron Cage: Critical Political Economy, the Euro Area Crisis and Its Management», Journal of European Public Policy vol. 22, no. 2, 2015)[7].

Σύμφωνα μ’ αυτούς τους επικριτές, ο ορντοφιλελεύθερος χαρακτήρας της νομισματικής ένωσης έχει καταπνίξει την οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη, ίδιως στα περισσότερο αδύναμα κράτη-μέλη, τα οποία αφέθηκαν σε δυστυχείς καταστάσεις. Η νομισματική ένωση είναι πράγματι μια ένωση υγιούς νομίσματος [νόμισμα που δεν είναι επιρρεπής σε απότομες ανατιμήσεις κι υποτιμήσεις] και οικονομικών της προσφοράς [μακροοικονομική θεωρία σύμφωνα με την οποία η οικονομική ανάπτυξη επιτυγχάνεται μέσω φορολογικών μειώσεων και περιορισμού των ρυθμίσεων]. Δηλαδή, υπό συνθήκες ενός υγιούς νομίσματος και αδιατάρακτων όρων στην αγορά, αναμένεται ότι η οικονομική συμπεριφορά θα προσαρμοστεί στα σήματα των τιμών κι όταν τα πράγματα ζορίσουν, οι πωλητές της εργασιακής δύναμης θα πρέπει ν’ αποκριθούν μετριάζοντας τις μισθολογικές διεκδικήσεις τους. Με τη τιμολόγησή τους στην απασχόληση, τίθονται τα θεμέλια για μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη κι ευημερία. Οι επικριτές το απορρίπτουν αυτό ως φονταμενταλισμό της αγοράς [η πεποίθηση στην αυτορρύθμιση της αγοράς αν δεν υπάρχουν κρατικές παρεμβάσεις που την διαταράζουν], ο οποίος στην πράξη λέγεται ότι οδήγησε στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 (βλέπε Joseph Stiglitz, The Euro and Its Threat to the Future of Europe, εκδόσεις Allen Lane, 2016). Για τους επικριτές του ορντοφιλελευθερισμού, η νομισματική ένωση πρέπει συνεπώς να γίνει μια ένωση με σκοπό την απασχόληση και την ανάπτυξη. Στη θέση της δημοσιονομικής λιτότητας και της νομισματικής πειθαρχίας, η ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική πρέπει να ενθαρρύνει μια ανάκαμψη βασισμένη στους μισθούς και η ανάπτυξη πρέπει να ηγείται απ’ την απασχόληση. Κατ’ αυτή την άποψη, ο ορντοφιλελεύθερος χαρακτήρας της νομισματικής ένωσης αποτρέπει ένα κεϋνσιανό οικονομικό ερέθισμα στην Ευρωζώνη, η οποία τόσο πολύ το χρειάζεται (βλέπε, για παράδειγμα, Γιάνης Βαρουφάκης, «From Contagion to Incoherence: Towards a Model of the Unfolding Eurozone Crisis», Contributions to Political Economy vol. 32, no. 1, 2013· Flassbeck & Λαπαβίτσας, Against the Troika: Crisis and Austerity in the Eurozone, εκδόσεις Verso, 2015· Engelbert Stockhammer, «Neoliberal Growth Models, Monetary Union and the Euro-Crisis. A Post-Keynesian Perspective», New Political Economy vol. 21, no. 4, 2016). Γι’ αυτό τον λόγο, η νομισματική ένωση πρέπει επίσης να γίνει μια δημοσιονομική ένωση ώστε να επιτραπεί η αναδιανομή του πλούτου στηρίζοντας μια ανάκαμψη βασισμένη στην κατανάλωση, ιδίως για τα χρεωμένα κράτη-μέλη. Στη θέση μιας ορντοφιλελεύθερης Ευρώπης, οι επικριτές ζητούν μια κεϋνσιανή Ευρώπη, που θα θεσμοθετήσει τα οικονομικά της ζήτησης [μακροοικονομική θεωρία σύμφωνα με την οποία η οικονομική ανάπτυξη επιτυγχάνεται μέσω υψηλής ζήτησης αγαθών κι υπηρεσιών] σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο. Συνεπώς, για τους επικριτές του ορντοφιλελευθερισμού, η επίλυση της κρίσης του ευρώ παρεμποδίζεται επίσης από σφάλματα σχεδιασμού της νομισματικής ένωσης. Δηλαδή, δεν είναι μόνο ότι η νομισματική ένωση αποτρέπει κεϋνσιανές οικονομικές πολιτικές αποκρίσεις στην οικονομική κρίση. Στην πραγματικότητα, θεσμοθετεί μια «αντικεϋνσιανή» δυναμική φονταμενταλισμού της αγοράς στην καρδιά της Ευρώπης. Συνεπώς, ο οικονομικά φιλελεύθερος σχεδιασμός της αγοράς της νομισματικής ένωσης τιμωρεί τα δοκιμαζόμενα κράτη-μέλη που έχουν χάσει τη δύναμη να υποτιμούν το νόμισμά τους και τα οποία δεν δέχονται στήριξη από ένα σύστημα δημοσιονομικής αντιστάθμισης κι εξισορρόπησης. Τα θεσμικά μέτρα προστασίας για την παύση της οικονομικής δυσφορίας λάμπουν διά της απουσίας τους – στα οικονομικά της ζήτησης. Πράγματι, η νομισματική ένωση ενθαρρύνει τον φιλελεύθερο παρεμβατισμό ως το προτιμητέο μέσο οικονομικής αναδιάρθρωσης κι ανάπτυξης.

Ο αντικεϋνσιανός σχεδιασμός της νομισματικής ένωσης δεν αποτελεί ένα σφάλμα σχεδιασμού. Ήταν εσκεμμένος κι έχει ενισχυθεί στην πορεία της κρίσης της Ευρωζώνης (βλέπε το επόμενο κεφάλαιο). Η νομισματική ένωση προοριζόταν ως ένας εξωτερικός φιλελεύθερος σταθεροποιητής της αγοράς σε στήριξη των κυβερνητικών πρωτοβουλιών για τη βελτίωση των οικονομικών επιδόσεων μέσω ενίσχυσης του ανταγωνισμού. Στη νομισματική ένωση, οι κυβερνήσεις δεν είναι πλέον ικανές να προσαρμόσουν τις οικονομίες τους στους όρους της παγκόσμιας αγοράς μέσω νομισματικών υποτιμήσεων, και δεν προορίζονται πλέον να στηρίξουν την οικονομική δραστηριότητα μέσω ελλειμματικών δαπανών. Αντ’ αυτού, η νομισματική ένωση στηρίζει τις προσπάθειες των κυβερνήσεων να φιλελευθεροποιήσουν τις εργασιακές σχέσεις και ν’ απορρυθμίσουν τις αγορές εργασίας.

Ο ορντοφιλελευθερισμός αποτελεί πράγματι μια δήλωση αναφορικά με την κατασκευή και τη διατήρηση μιας κοινωνικής τάξης πραγμάτων θεμελιωμένη στον πλήρη ανταγωνισμό. Σ’ αυτή τη τάξη πραγμάτων, οι συμμετέχοντες στην αγορά προικίζονται με αρνητικά οικονομικά δικαιώματα, και αναμένεται ν’ ανταγωνίζονται μεταξύ τους στη βάση μιας πολιτικής συγκρότησης που θέτει τους κανόνες συμπεριφοράς. Ο οικονομικός ανταγωνισμός πρέπει να βασίζεται στην επίδοση. Υποστηρίζει την έκθεση όλων των συμμετέχοντων στην αγορά στον μηχανισμό των ελεύθερων τιμών, και απαιτεί ότι κάθε συμμετέχοντας στην αγορά προσαρμόζεται στους όρους της αγοράς από την ίδια του την ελεύθερη βουλήση. Ο ορντοφιλελευθερισμός απορρίπτει τον ανταγωνισμό για πρόσβαση σε πολιτική εξουσία, είτε πρόκειται για πολιτική επιρροή στη διαμόρφωση πολιτικών, είτε πρόκειται για αναζήτηση ενοικίου [η επιδίωξη κάποιου για την αύξηση του μεριδίου του επί του υπάρχοντος πλούτου χωρίς ο ίδιος να δημιουργήσει νέο πλούτο] είτε πρόκειται για άλλα προνόμια όπως η κρατική βοήθεια. Συνεπώς, ο ορντοφιλελευθερισμός ισχυρίζεται ότι η ανεξαρτησία του κράτους απ’ τα κοινωνικά συμφέροντα αποτελεί μια προϋπόθεση της ελεύθερης οικονομίας. Το κράτος πρέπει να κυβερνά για το σύστημα της ελευθερίας, όχι για συγκεκριμένα συμφέροντα. Ο ορντοφιλελευθερισμός υποστηρίζει τον φιλελεύθερο παρεμβατισμό και προειδοποεί ενάντια σε συγκεκριμένες παρεμβάσεις στην οικονομία προς επιδίωξη συγκεκριμένων οικονομικών αποτελεσμάτων όπως η πλήρης απασχόληση. Ταυτοποιεί το κράτος ως εκτελεστικό όργανο του συστήματος της ελευθερίας, ως αστυνομία της αγοράς. Σ’ αυτό τον ρόλο, το κράτος είναι ο «σχεδιαστής του ανταγωνισμού» (Φρίντριχ Χάγιεκ, Ο Δρόμος προς τη Δουλεία, εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2013). Ο ισχυρισμός για την ανεξαρτησία του κράτους απ’ την κοινωνία και για την ανεξάρτητη λήψη αποφάσεων σε σχέση με τα κοινωνικά συμφέροντα, συνεπάγεται τον περαιτέρω ισχυρισμό για το πως να ενισχυθεί και διαφυλαχθεί η φιλελεύθερη ωφελιμότητα του κράτους στην μαζική δημοκρατία. Τα τελευταία αυτά κεφάλαια του βιβλίου ισχυρίζονται ότι η ΕΕ συμπεριλαμβάνει το φιλελεύθερο κράτος στον ρόλο της αστυνομίας της αγοράς. Η νομισματική ένωση συμπεριλαμβάνει τα φιλελεύθερα-δημοκρατικά κράτη-μέλη ως εκτελεστικά κράτη του ευρωπαϊκού δικαίου, νομίσματος και αγοράς. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η ιδέα της Ευρώπης ως ένα «ορντοφιλελεύθερο σιδηρούν κλουβί» (Ryner, ό.π.) είναι περισσότερο υποδηλωτική αναφορικά με τον χαρακτήρα της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης. Μολαταύτα, η σύλληψη της Ευρώπης ως ένας γραφειοκρατικός μηχανισμός τεχνικής ρύθμισης από μη-εκλεγμένους ειδικούς οι οποίοι επεξεργάζονται πολιτικές σ’ έναν απογοητευτικό κόσμο εργαλειακού ορθολογισμού, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η ΕΕ αποτελεί ένα πολιτικό δημιούργημα κι ανέρχεται σε μια παρατεταμένη πολιτική πρακτική και λήψη αποφάσεων μέσω εκτελεστικής συμφωνίας. Κατά τη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης, ο πολιτικός χαρακτήρας κι η υπεροχή της εκτελεστικής λήψης αποφάσεων κατανοήθηκε καλά από εκείνους τους επικριτές οι οποίοι ανέλυσαν την απάντηση στην κρίση ως μια αντικατάσταση της βασισμένης στο δίκαιο πολιτικής από την πολιτική έκτακτης ανάγκης εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Jonathan White, «Emergency Europe», Political Studies vol. 63, no. 2, 2015· επίσης Jürgen Habermas, The Crisis of European Union, εκδόσεις Polity, 2012· Jörges & Weimer, «A Crisis of Executive Managerialism in the EU: No Alternative» στο de Burca, Kilpatrick & Scott, eds, Critical Legal Perspectives on Global Governance. Liber Amicorum for David M. Trubek, εκδόσεις Hart, 2014).

Η ακόλουθη υποενότητα επιδεικνύει μερικές σύντομες αναλυτικές υποδείξεις για τα ορντοφιλελεύθερα στοιχεία της ΕΕ στα οποία χρειάζεται να εστιάσουμε στις επακόλουθες αναλύσεις σ’ αυτό το κεφάλαιο καθώς και στα επόμενα.

Επικουρικότητα και ελεθερία: για τα ορντοφιλελεύθερα στοιχεία της ΕΕ

Οι διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχουν χαρακτηριστεί από μια «έμφυτη δυσπιστία τόσο προς τη λαϊκή κυριαρχία όσο και προς την κοινοβουλευτική κυριαρχία» (Jan-Werner Müller, «Who Is the European Prince?», Social Research: An International Quarterly vol. 81, no. 1, 2014, σελ. 251)[8]. Σύμφωνα με τον Alfred Müller-Armack -«πιθανόν ο Γερμανός με την μεγαλύτερη επιρροή στις Βρυξέλλες» τη δεκαετία του 1950 (Bernie Moss, «The European Community as Monetarist Construction», Journal of European Area Studies vol. 8, no. 2, 2000, σελ. 258)[9]- η οικονομική κοινότητα της Ευρώπης θεμελιώθηκε «στο δίκαιο πέραν των συστατικών πολιτικών της οντοτήτων» (Müller-Armack, Auf dem Weg nach Europa. Erinnerungen und Ausblicke, εκδόσεις Wunderlich, 1971 σελ. 162). Συνεπώς, κατασκευάστηκε ως μια «τάξη πραγμάτων βασισμένη στο δίκαιο, αφοσιωμένη στη διασφάλιση των οικονομικών ελευθεριών και την προστασία του ανταγωνισμού» (Christian Jörges, «What Is Left of the European Economic Constitution? A Melancholic Eulogy», European Law Review vol. 30, no. 4, 2005, σελ. 461). Καθιερώνοντας ατομικά οικονομικά δικαιώματα πέραν των κρατών-μελών, τα κοινοβουλευτικά συστήματα δημοκρατικής νομοθέτησης των κρατών-μελών τέθηκαν σ’ ένα υπερεθνικό πλαίσιο ενός ακρατικού δικαίου και (αρνητικών) οικονομικών δικαιωμάτων του ατόμου (Everson, «Economic Rights within the European Union» στο Bellamy, Bufacchi & Dario Castiglione, eds, Democracy and Constitutional Culture in the Union of Europe, εκδόσεις Lothian Foundation Press, 1995). Το ευρωπαϊκό δίκαιο είναι άμεσα εφαρμόσιμο στα κράτη-μέλη και υπερέχει του εθνικού δικαίου που νομοθετείται απ’ τη δημοκρατική συνέλευση [το κοινοβούλιο].

Μ’ αυτόν τον τρόπο, το νομικό πλαίσιο της ΕΕ πράγματι εμφανίζεται να προσφέρει μια θεσμική επίλυση στον φιλελευθέρο ισχυρισμό για την αγορά που αναγνωρίζει την μαζική δημοκρατία ως μια «παθολογική μορφή διακυβέρνησης». Η θεσμική δομή της ΕΕ υποδηλώνει τον περιορισμό της μαζικής δημοκρατίας μέσω υπερεθνικών περιορισμών δικαίου, αγοράς και νομίσματος. Στον πυρήνα του, ο περιορισμός έχει να κάνει με τον περιορισμό της «σειράς των προβλημάτων» που παρουσιάζονται ενώπιον μιας δημοκρατικής συνέλευσης (William H. Riker, Liberalism against Populism: A Confrontation between the Theory of Democracy and the Theory of Social Choice, εκδόσεις Freeman, 1982, σελ. 2), περιορίζοντας το πεδίο της θεμιτής νομοθέτησης και οριοθετώντας τον παρεμβατισμό σε φιλελεύθερο παρεμβατισμό (πρβλ Χάγιεκ, ό.π.· Röpke, The Social Crisis of Our Time, εκδόσεις Transaction Publishers, 2009, σελ. 187· Alexander Rüstow, «General Sociological Causes of the Economic Disintegration and Possibilities of Reconstruction», επίλογος στο Röpke, International Economic Disintegration, εκδόσεις Hodge, 1942, σελ. 289· Rüstow, Rede und Antwort, εκδόσεις Hoch, 1963, σελ. 253)[10]. «Είμαστε οπότε της άποψης», λέει ο Müller-Armack (Müller-Armack, Genealogie der Sozialen Marktwirtschaft, εκδόσεις Paul Haupt, 1981, σελ. 103), ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση «είναι εφικτή μόνο στη βάση της αγοράς και της οικονομίας». Δηλαδή, η τάξη [ordo] της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν επιτρέπει μια πολιτική ένωση. Ούτε επιτρέπει μια μαζική δημοκρατική ένωση, στην οποία οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες νομοθετούν και θέτουν υπεύθυνη την κυβέρνηση. Στη δραματική πρόζα του Röpke, «η Ευρώπη αποτελεί την ενότητα της ποικιλομορφίας, και η συγκεντρωτική οργάνωση συνεπάγεται την προδοσία και τον βιασμό της Ευρώπης, επίσης και στο οικονομικό πεδίο» (Röpke, Europa in der Welt von heute, εκδόσεις Schulthess, 2000, σελ. 12)[11]. Ο Lars Feld είναι λιγότερο δραματικός όταν απορρίπτει την πολιτική ένωση. «Η ενοποίηση της Ευρώπης έχει τα όριά της» (Feld, «Europa in der Welt von heute: Wilhelm Röpke und die Zukunft der Europäischen Währungsunion», ORDO 63, 2012). Επίσης, η πολιτική ένωση κι η δημοσιονομική ένωση αντιτίθονται στην ορντοφιλελεύθερη ιδέα μιας ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων της αγοράς. Η ευρωπαϊκή διακυβέρνηση στηρίζεται στην αρχή της επικουρικότητας. Συνδυάζει το υπερεθνικό δίκαιο, νόμισμα κι αγορά με την αποκεντρωμένη λήψη αποφάσεων από εδαφικοποιημένους οικονομικούς δρώντες που ανταγωνίζονται μεταξύ τους ως μεμονωμένοι αποδέκτες των τιμών [τα άτομα κι οι εταιρείες που δεν έχουν αρκετό μερίδιο της αγοράς ώστε να επηρεάσουν τις τιμές που επικρατούν στην αγορά, οπότε πρέπει ν’ αποδεχτούν τις υπάρχουσες] προικισμένοι με «εξευρωπαϊσμένα» αφηρημένα οικονομικά δικαιώματα[12].

Στην ΕΕ, οι αποφάσεις για τις πολιτικές λαμβάνονται από το συμβούλιο εθνικών αξιωματούχων, και τα κράτη-μέλη κατέχουν την πολιτική κυριαρχία εφαρμόζοντας τις πολιτικές της ΕΕ. Με τα λόγια της Vivien Schmidt (Vivien Schmidt, Democracy in Europe, εκδόσεις Oxford University Press, 2006, σελ. 33), «ενώ η ΕΕ έχει πολιτικές χωρίς πολιτική [policy without politics], τα κράτη-μέλη καταλήγουν με πολιτική χωρίς πολιτικές [politics without policy]». Η ιδέα της Schmidt, αν και εύστοχη, είναι ενδεχομένως παραπλανητική. Η περιγραφή της συνεπάγεται ότι τα κράτη-μέλη «καταλήγουν» με μια πολιτική που δεν θα επιλέγαν αν ήταν ικανά να καθορίσουν μόνα τους τις πολιτικές τους ως ανεξάρτητα δημοκρατικά κράτη (βλέπε επίσης William Scheuerman, «Crises and Extralegality from Above and from Below» στο Poul Fritz Kjær & Niklas Olsen, eds, Critical Theories of Crisis in Europe: From Weimar to the Euro, εκδόσεις Rowman & Littlefield, 2016, σελ. 199). Τα κράτη-μέλη εμφανίζονται συνεπώς να βγαίνουν ζημιωμένα από σχηματισμούς στους οποίους επέλεξαν τα ίδια να εισέλθουν. Η Schmidt φαίνεται συνεπώς να προτείνει ότι η ΕΕ εξαναγκάζει τα κράτη-μέλη σε «υποχωρήσεις». Αντιθέτως, προσωπικά θεωρώ ότι η ευρωπαϊκή διακυβέρνηση προσφέρει ένα υπερεθνικό στήριγμα στην εγχώρια επιδίωξη της ελευθερίας της αγοράς. Η Ευρώπη ενσωματώνει τα δημοκρατικά κράτη-μέλη σ’ ένα φαινομενικά αποπολιτικοποιημένο σύστημα υπερεθνικής διακυβέρνησης. Θεωρούμενη ως αυτό που ο Röpke αποκαλλεί μια «κοινότητα τιμών και αγορών» (Röpke, The Moral Foundation of Civil Society, εκδόσεις Transaction Publishers, 2002, σελ. 230) εγκλωβίζει τις μαζικές δημοκρατικές ρυθμίσεις και φιλοδοξίες[13]. Συνεπώς, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν περιορίζει με κανέναν τρόπο το κράτος ως την «[ανεξάρτητη] δύναμη της κοινωνίας» (MECW 29, σελ. 439). Αντιθέτως, ενισχύει την ανεξάρτητη δύναμη του κράτους. Στην πραγματικότητα, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση βασίζεται εξ ολοκλήρου στην ικανότητα του κράτους να επιβάλλει τους συμφωνηθέντες κανόνες του παιχνιδιού με τη δική του ανεξάρτητη βούληση, δηλαδή, χωρίς «υπέρμετρη δημοκρατική» παρέμβαση[14]. Εκείνο λοιπόν που ολοκληρώνει η Ευρώπη είναι ο ρόλος του κράτους στην εδραίωση και διατήρηση του φιλελεύθερου πλαισίου της αγοράς εντός του οποίου λαμβάνει χώρα ο οικονομικός ανταγωνισμός[15]. Στην ΕΕ, τα κράτη-μέλη γίνονται εκτελεστικά κράτη (Regierungsstaaten) του εξευρωπαϊσμένου συστήματος ελευθερίας.

Η δομή των επόμενων κεφαλαίων

Παρακάτω στο παρόν κεφάλαιο επαναδιατυπώνω τις κεντρικές ορντοφιλελεύθερες ανησυχίες ώστε ν’ αναπτύξω τα στοιχεία μιας ορντοφιλελεύθερης ΕΕ. Ύστερα παρουσιάζω την πρόταση του Χάγιεκ για μια διακρατική ομοσπονδία, η οποία είναι κεντρική για την (ορντο)φιλελεύθερη ιδέα της Ευρώπης ως Stabilitätsgemeinschaft – μια κοινότητα (οικονομικής) σταθερότητας[16].

Στο επόμενο κεφάλαιο, εξετάζω τον πολιτικό χαρακτήρα του ευρώ ως ένα ακρατικό νόμισμα. Αναλύω τα στοχεία του ορντοφιλελευθερισμού στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση. Για την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, η αρχή της αποκέντρωσης είναι θεμελιώδης – για χάρη του πλήρη ανταγωνισμού, διαχωρίζει τις συμπεριφορές των πολιτικών για την αγορά εργασίας, των δημοσιονομικών πολιτικών και των νομισματικών πολιτικών, σε διακριτά πεδία διακυβέρνησης. Η συνοχή της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης εξαρτάται στην πολιτική πρακτική των κρατών-μελών ως εκτελεστικά κράτη του ευρωπαϊκού νομίσματος.

Στο τελευταίο κεφάλαιο, παρουσιάζω εκ νέου τον κεντρικό ισχυρισμό μου για να εδραιώσω την έννοια του εκτελεστικού κράτους για τη θεωρητική αντίληψη κι ανάλυση της ΕΕ.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Έχω ισχυριστεί ότι για τους ορντοφιλελεύθερους η κοινωνία των πολιτών είναι η κοινωνία της οικονομικής ελευθερίας. Ο καθορισμός του ορθού ρόλου του φιλελεύθερου κράτους κείτεται σ’ αυτή τη σύλληψη της κοινωνίας. Το κράτος «πρέπει να παρέχει τους αναγκαίους θεσμούς για μια “κοινωνία του ιδιωτικού δικαίου”, ονομαστικά, το ιδιωτικό δίκαιο και το δίκαιο [του ανταγωνισμού]» (Engel, ό.π., σελ. 430). Σε μια κοινωνία ιδιωτικού δικαίου, τα αυτόνομα άτομα ακολουθούν τα συμφέροντά τους ανεξάρτητα το ένα άτομο απ’ το άλλο, και οργανώνουν τη μεταξύ τους συνεργασία υπό νομικούς κανόνες που ρυθμίζουν τον τρόπο της αλληλεπίδρασής τους υπό ανταγωνιστικές ανταλλακτικές σχέσεις. Οι τιμές της αγοράς παρέχουν σημάδια για υπολογισμούς ατομικών προτιμήσεων. Μ’ αυτό τον τρόπο, μια κοινωνία ιδιωτικού δικαίου συγκροτείται ως μια ανταγωνιστική τάξη πραγμάτων. Έτσι, οι διαδικασίες της αγοράς γίνονται αντιληπτές ως διαρκή δημοψηφίσματα των πολιτών της αγοράς, καθιερώνοντας έναν φαινομενικά δημοκρατικό μηχανισμό βασισμένο στις επιλογές των καταναλωτών. Το χρήμα θεωρείται να είναι το «δημοκρατικό μέσο καθοδήγησης της οικονομίας» (Röpke, A Human Economy, εκδόσεις ISI Books, 1998, σελ. 226). Σκοπός του κράτους είναι να διασφαλίζει την ορθή λειτουργία αυτής της τάξης πραγμάτων μέσω του δικαίου για τον ανταγωνισμό, δημιουργώντας και διατηρώντας αδιαίρετες κι αδιατάρακτες αγορές, και πολιτική για υγιές νόμισμα, καθιερώνοντας έναν αποτελεσματικό οδηγό για την προσαρμογή της αγοράς. Η ελεύθερη οικονομία αποτελεί μια λειτουργία νομισματικής σταθερότητας, δημοσιονομικής στενότητας, ελεύθερης σύμβασης, σταθερότητας των κοινωνικοοικονομικών πολιτικών κι όρων του πλήρη ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές, συμπεριλαμβανομένων των αγορών εργασίας. Η εγγύηση κι επιβολή των δικαιωμάτων της ατομικής ιδιοκτησίας είναι υψίστης σημασίας. Τέλος, η οικονομική ελευθερία συνδυάζεται με την αποδοχή της νομικής ευθύνης για μη-καταναγκαστικές λήψεις αποφάσεων εκ μέρους των συμμετέχοντων στην αγορά (Eucken, Die Grundlagen der Nationalökonomie, εκδόσεις Springer, 1959, σελ. 26 & 52· Eucken, Grundsätze der Wirtschaftspolitik, εκδόσεις Mohr Siebert, 2004, σελ. 254-291)[17]. Το κράτος δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να προσφέρει προνόμια σε οικονομικούς δρώντες. Αντ’ αυτού, η πολιτική πρέπει να κυβερνάται απ’ το δίκαιο και οι πολιτικές πρέπει να βασίζονται στους κανόνες. Οι κανόνες αυτοί «απαιτούν [απ’ το κράτος], υπό ορισμένου τύπου προβληματικές καταστάσεις, να λάβει ορισμένους τύπους δράσης ή ν’ αποφύγει την ανάληψη ορισμένων τύπων δράσης» (Viktor Vanberg, «Ordoliberalism, Ordnungspolitik and the Reason of Rules», European Review of International Studies vol. 2, no. 3, 2015, σελ. 32). Εν όψει πανίσχυρων λόμπι κι ισχυρών συνδικάτων, είναι σημαντικό οι συμμετέχοντες στην αγορά να μην αποκτήσουν οφέλη μέσω παράβασης των κανόνων του παιχνιδιού. Σ’ αυτό τον ισχυρισμό, η κύβερνηση είναι ο αδύναμος κρίκος. Είναι «στη φύση των πραγμάτων» ότι η κυβέρνηση «διαρκώς έρχεται αντιμέτωπη μ’ έναν μη-αμελητέο πειρασμό να ικανοποιήσει τις αντιφατικές απαιτήσεις πολλών ομάδων πίεσης» και οργανωμένων κοινωνικών συμφερόντων (Franz Böhm, «Extracts from Franz Böhm: “Private Law Society and Market Economy”» στο Peter Koslowski, ed, The Theory of Capitalism in the German Economic Tradition, εκδόσεις Springer, 2010, 166). Δηλαδή, απ’ τη στιγμή που «ο ανταγωνισμός δεν [πρέπει να] έχει λόμπι» (ό.π.), το κράτος πρέπει να είναι ισχυρό για να διατηρήσει ανταγωνιστικές τις αγορές (εργασίας) εν όψει ισχυρών διεκδικήσεων για ειδική προσοχή και μεταχείριση.

Για χάρη του πλήρη ανταγωνισμού, το σημαντικότερο είναι το «απαραβιάστο του χρήματος» (Röpke, A Human Economy, εκδόσεις ISI Books, 1998, σελ. 220· Eucken, Grundsätze der Wirtschaftspolitik, εκδόσεις Mohr Siebert, 2004, σελ. 54). Η προσφορά χρήματος κι η αξία του νομίσματος δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποβληθούν σε πολιτικές χειραγωγήσεις (βλέπε Eucken, ό.π., σελ. 263). Το κράτος κι η κοινωνία πρέπει συνεπώς να κρατηθούν διακριτές· το κράτος κυβερνά για την οικονομική ελευθερία και σχεδιάζει για τη ρύθμιση αυτή της ελευθερίας μέσω του μηχανισμού των ελεύθερων τιμών, η κοινωνία δρα ελεύθερη από πολιτικές παρεμβάσεις κι αναμείξεις και προσαρμόζει τους υπολογισμούς προτίμησής της σύμφωνα με τα σήματα των τιμών[18]. Η βασικότερη ορντοφιλελεύθερη αρχή της διακυβέρνησης είναι λοιπόν ο «διαχωρισμός των εξουσιών μεταξύ του κράτους και των ομάδων της κοινωνίας», ώστε κανείς να μην μπορεί «να γίνει αφέντης κι ο άλλος υπηρέτης» (Wernhard Möschel, «Competition as a Basic Element of the Social Market Economy» στο Talia Einhorn, ed, Spontaneous Order, Organization and the Law: Roads to a European Civil Society, εκδόσεις Asser Press, 2003, σελ. 293). Σ’ αυτόν τον ισχυρισμό, η πλειοψηφική δημοκρατία κλίνει προς τον κρατικό καταναγκασμό επειδή τείνει να αποδυναμώνει το νόμισμα και να καταστρέφει το νομισματικό σύστημα[19]. Για χάρη βραχυπρόθεσμης εκλογικής επιτυχίας, οι πολιτικοί «διοχετεύουν μικρές ποσότητες χρήματος στην οικονομία [και] […] προστατεύουν τις εθνικές βιομηχανίες απ’ τον παγκόσμιο ανταγωνισμό», παραβιάζοντας έτσι βασικές αρχές της ελεύθερης οικονομίας (Engel, ό.π., σελ. 430). Επιπλέον, η δημοκρατία τείνει να εξασθενεί τη δύναμη του χρήματος να ρυθμίζει τη φυσική τιμή της εργασιακής δύναμης, επειδή η δημοκρατία υποκίπτει στα συνδικάτα (Rüstow, «Diktatur innerhalb der Grenzen der Demokratie», Vierteljahreshefte für Zeitgeschichte vol. 7, no. 1, 1959, σελ. 58-59· επίσης Eucken, ό.π., σελ. 48 & 255). Η σταθερότητα κι η φιλελεύθερη αποτελεσματικότητα της ελεύθερης οικονομίας αποτελεί ζήτημα ενός σταθερού νομίσματος. Ο πληθωρισμός το καταστρέφει. «Σχεδόν καμία κυβέρνηση δεν κατέχει ποτέ απόλυτη εξουσία επί του νομίσματος χωρίς να το χρησιμοποιεί λαθεμένα για πληθωρισμό, και στην περίπτωσή μας, στην μαζική δημοκρατία η πιθανότητα μιας τέτοιας κατάχρησης είναι μεγαλύτερη από ποτέ» (Röpke, ό.π., σελ. 195). Το υγιές νόμισμα είναι ο χρυσός κανόνας της οικονομικής ελευθερίας. Είναι συνεπώς «σημαντικό να διατηρήσουμε το νόμισμα εκτός της πολιτικής» (ό.π., σελ. 196) και να εδραιώσουμε ένα νομισματικό σύστημα που να είναι ανεξάρτητο απ’ την κυβερνητική «αυθαιρεσία» (ό.π., σελ. 195). Δηλαδή, «η δημιουργία χρέους δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως ένα ρυθμιστικό όργανο των δημόσιων οικονομικών, η εμπορική πολιτική δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για να εξισορροπήσει το ισοζύγιο τρεχούμενων λογαριασμών, η ισοτιμία δεν πρέπει να διατηρείται για τη βελτίωση της εθνικής ανταγωνιστικότητας, ο πληθωρισμός δεν πρέπει ν’ αποτελεί μια μέθοδο επίτευξης πλήρους απασχόλησης· οι ανταγωνιστικές πολιτικές δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως ένα αντιπεριοδικό σχέδιο ή ως ένας τρόπος για την προστασία ορισμένων τομέων και μεγάλων επιχειρήσεων απ’ τον εκσυγχρονισμό, κλπ» (Willgerodt & Peacock, «German Liberalism and Economic Revival» στο Willgerodt & Peacock, eds, Germany’s Social Market Economy, εκδόσεις Palgrave Macmillan, 1989, σελ. 9). Ο εγκλωβισμός της κυβέρνησης σ’ ένα σύστημα διεθνούς νομίσματος αφαιρεί τη δυνατότητα της πολιτικής παρέμβασης στο νόμισμα. Ακόμα καλύτερη είναι η δημιουργία ενός κοινού νομίσματος, η οποία «παρέχει χρήμα που η κυβέρνηση δεν μπορεί να δημιουργήσει», να ρυθμίσει και να χειραγωγήσει (Olaf Sievert, «Geld, das man nicht selbst herstellen kann: Ein ordnungspolitisches Plädoyer für die Währungsunion» στο Bofinger, Collignon & Lipp, eds, Währungsunion oder Währungschaos?, εκδόσεις Gabler, 1993, σελ. 14). Σ’ αυτή την περίπτωση, η συμπεριφορά της κυβέρνησης στην πραγματικότητα θα πλαισιωνόταν από μια κοινότητα ακρατικού χρήματος[20].

Στον ορντοφιλελεύθερο ισχυρισμό, η αντίθεση στο «κολλεκτιβίστικο κράτος δεν είναι η δημοκρατία […] αλλά αντ’ αυτού η φιλελεύθερη αρχή [principle]» (Röpke, The Social Crisis of Our Time, εκδόσεις Transaction Publishers, 2009, σελ. 85). Αυτό εγείρει το ερώτημα αναφορικά με τις θεσμικές ρυθμίσεις που χρειάζονται να γίνουν για τον περιορισμό της μαζικής δημοκρατίας επιδιώκοντας τη διακυβέρνηση. Με τα λόγια του Röpke, «[π]ρέπει να βρεθεί μια λύση στο πρόβλημα του πως η εκτελεστική εξουσία μπορεί να κερδίσει δύναμη κι ανεξαρτησία» (Röpke, A Human Economy, εκδόσεις ISI Books, 1998, σελ. 148) ώστε να σταματήσει την «ανήλεη εκμετάλλευση του κράτους απ’ τον όχλο των κατεστημένων συμφερόντων» (Röpke, The Social Crisis of Our Time, σελ. 102). Η διατήρηση της αξίας του νομίσματος προϋποθέτει όχι μόνο «ένα πραγματικά ισχυρό κράτος, μια κυβέρνηση με το θάρρος να κυβερνήσει» (ό.π., σελ. 102). Απαιτεί επίσης μια συγκεκριμένη οργάνωση του κράτους ώστε να προλάβει τη δημοκρατική παραβίαση της «πραγματικής ανεξαρτησίας» της κρατικής εξουσίας (Eucken, «Staatliche Strukturwandlungen und die Krise des Kapitalismus», Weltwirtschaftliches Archiv 36, 1932, σελ. 308). Δηλαδή, αν όντως πρέπει να υπάρχει δημοκρατία, πρέπει να είναι «ισορροπημένη κι αποδυναμωμένη μέσω “μη-πολιτικών σφαιρών”, “ενδιάμεσων φορέων” (Μοντεσκιέ), φιλελευθερισμού, φεντεραλισμού, αυτοδιοίκησης κι αριστοκρατισμού» (Röpke, ό.π., σελ. 85). Η επιδίωξη της ελευθερίας συνεπάγεται μια διακυβέρνηση όχι μόνο μέσω επιταγών κι ισολογισμών. Συνεπάγεται επίσης τη διεξαγωγή των πολιτικών από ανεξάρτητους τεχνοκρατικούς θεσμούς που λειτουργούν μακρυά από σοσιαλδημοκρατικές πιέσεις. Συνεπάγεται περαιτέρω διαχείριση των υποθέσεων του κράτους από ικανές ελίτ που επιβλέπουν τον οικονομικό μηχανισμό σε μια οιονεί δικαστική βάση, και οι οποίες δρουν αναγνωρίζοντας τι είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της ελευθερίας (βλέπε Dardot & Laval, The New Way of the World: On Neoliberal Society, εκδόσεις Verso, 2013, σελ. 72-73)[21].

Η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας απ’ τη δημοκρατική λογοδοσία και την πολιτική παρέμβαση αποτελεί μια τέτοια θεσμική μέθοδο[22]. Σύμφωνα με τον Röpke (Röpke, ό.π., σελ. 196), «οι ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες» αποτελούν τη «Βαστίλη της ελευθερίας». Πρέπει να στελεχώνονται και να διοικούνται από τεχνικούς ειδικούς οι οποίοι διενεργούν νομισματικές πολιτικές αποκλειστικά στη βάση της οικονομικής διορατικότητας και των βασισμένων στους κανόνες απαιτήσεων[23]. Πρέπει επίσης να προστατεύονται απ’ τον μαζικό Άνθρωπο – αυτή τη φιγούρα των «αιώνιων γιακωβίνων» που είναι πάντα έτοιμοι να «ισοπεδώσουν» τις άμυνες της ελευθερίας για χάρη του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού για προνοιακή ασφάλεια (Röpke, A Human Economy, σελ. 226 & 227). Σ’ αυτόν τον ισχυρισμό, η ισορροπία μεταξύ της οικονομίας της αγοράς και του κανόνα της πλειοψηφίας «επιτυγχάνεται στο εσωτερικό» του εθνικού κράτους (Walter van Gerven, «European Political Integration, Comparative Law and Private Enforcement of Competition Law» στο Einhorn, ed, Spontaneous Order, Organization and the Law: Roads to a European Civil Society, εκδόσεις Asser Press, 2003). Ωστόσο, απ’ τη στιγμή που «η οικονομία της αγοράς δεν αποτελεί ένα εμβόλιο ενάντια στη [δημοκρατική] ασθένεια» (Engel, ό.π., σελ. 431), η εδραίωση δεσμευτικών διεθνών ή υπερεθνικών δομών δικαίου και νομίσματος αποτελούν μια δυνητικά καλύτερη εναλλακτική για την επίτευξη μιας «ισορροπίας και διάλυσης» (Röpke, The Social Crisis of Our Time, σελ. 85) στις υπερβολές της δημοκρατίας σ’ εθνικό επίπεδο. Ένας τέτοιος θεσμός θα βοηθούσε τα κράτη-μέλη που απέτυχαν να «δημιουργήσουν μια ορθή οικονομική συγκρότηση εσωτερικά», με τη στήριξη ενός φαινομενικά εξωτερικού σταθεροποιητή (Engel, ό.π.). Ο Röpke (Röpke, A Human Economy, σελ. 8) βλέπει τον φεντεραλισμό σαν μια δυνητικά ισχυρή άμυνα «ενάντια στον κατακλυσμό της σύγχρονης μαζικής δημοκρατίας». Ο φεντεραλισμός «ελαττώνει την εθνική κυριαρχία» στον βαθμό που η περίσσια κυριαρχία δεν μεταφέρεται σε μια υψηλότερη αρχή [authority] (Röpke, Economic Order and International Law, εκδόσεις Sijthoff, 1955, σελ. 250). Μια τέτοια μεταφορά θ’ αποτελούσε κίνδυνο για το σύστημα της ελευθερίας επειδή τείνει να δημιουργεί μια «κολλεκτιβιστική μορφή οικονομικής οργάνωσης (οικονομικό μπλοκ)» (Röpke, The Moral Foundation of Civil Society, εκδόσεις Transaction Publishers, 2002, σελ. 231)[24]. Σ’ αυτούς τους σχηματισμούς, το μισητό «οικονομικό κράτος» του κεϋνσιανού παρεμβατισμού (Eucken, «Staatliche Strukturwandlungen und die Krise des Kapitalismus», Weltwirtschaftliches Archiv 36, 1932· Eucken, Grundsätze der Wirtschaftspolitik, εκδόσεις Mohr Siebert, 2004) «μεταφέρεται απ’ το εθνικό στο διεθνές επίπεδο. Θα σήμαινε την ακόμη ισχυρότερη και περισσότερο αναπόδραστη κυριαρχία των σχεδιαστών, των στατιστικολόγων, των οικονομετρών, της συγκεντρωτικής δύναμης μια διεθνούς σχεδιαστικής γραφειοκρατίας, της διεθνούς οικονομικής παρέμβασης, κλπ, […] δημιουργώντας μια γιγάντια ευρωπαϊκή οργάνωση» (Röpke, A Human Economy, σελ. 243 & 245). Ο Röpke απορρίπτει τον συγκεντρωτισμό ως μη-ευρωπαϊκό (ό.π., σελ. 244-245) και ισχυρίζεται ότι ο φεντεραλισμός κι ο κολλεκτιβισμός είναι ασυμβίβαστοι (Röpke, Europa in der Welt von heute, εκδόσεις Schulthess, 2000, σελ. 230). Για τον Röpke, μια «αληθινή ομοσπονδία» αποτελεί μια «κοινότητα τιμών, αγοράς και διακανονισμών» χωρίς ένα κέντρο ελέγχου και διεύθυνσης (Röpke, ό.π., σελ. 231).

Το ομοσπονδιακό σύστημα που έχει ο Röpke στο μυαλό του είναι το αντίθετο μιας πολιτικής ένωσης. Στην πραγματικότητα, είναι ένα διακρατικό σύστημα στο οποίο η κυριαρχία μοιράζεται μεταξύ των πλέον όχι πλήρως κυρίαρχων κρατών-μελών και των αποπολιτικοποιημένων κι αποεδαφικοποιημένων δομών οικονομικής διακυβέρνησης, χρήματος, δικαίου και αγοράς. Εντός αυτού του συστήματος διεθνών σχέσεων μεταξύ κρατών ελλατωμένης κυριαρχίας, το κάθε κράτος-μέλος δεσμεύεται στα υπόλοιπα μέσω κοινών κανόνων και των απαιτήσεων της αγοράς, δεσμεύσεων κι υποχρεώσεων βασισμένων σε διεθνείς συμβάσεις. Ο Wilkinson εκτιμά ορθώς τον σκοπό αυτής της αλληλοσύνδεσης. Λέει ότι ανέρχεται σε μια «[α]δελφότητα μέσω εμπορίου», η οποία εμφανίζεται ως η «θριαμβευτική αποκορύφωση του προγράμματος του Μπενζαμέν Κονστάν για τη νεωτερική ελευθερία» (Wilkinson, «The Spectre of Authoritarian Liberalism: Reflections on the Constitutional Crisis of the European Union», German Law Journal vol. 14, no. 5, 2013). Η απαίτηση του Κονστάν για ελευθερία ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία αποτελεί μια μόνιμη αναφορά της ορντοφιλελεύθερης σκέψης· δηλαδή, το κράτος δεν μπορεί να έχει αρκετή εξουσία εντός της δικής του σφαίρας ενώ εκτός της δικής του σφαίρας δεν θα πρέπει να έχει καθόλου εξουσία. Η ανεξαρτησία της πολιτικής «θέλησης» -μια θέληση για ελευθερία- αποτελεί την προϋπόθεση της ανεξαρτησίας της «οικονομικής θέλησης» που «σχηματίζεται απ’ τη δημοκρατία των καταναλωτών» (Röpke, The Social Crisis of Our Time, σελ. 102). Σε μια μαζική δημοκρατία, χρειάζονται συνεπώς όλα τα είδη «μειγμάτων» για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας του κράτους απ’ τους κυβερνούμενους, συμπεριλαμβανομένης της «ιεραρχικής ηγεσίας […] ετερόνομων εξισορροπητικών παραγόντων, παραδοσιοκρατίας, […] φεντεραλισμού, αυτοδιοίκησης και αριστοκρατισμού» (Röpke, ό.π., σελ. 85 & 102)[25]. Ο διακρατικός φεντεραλισμός αποτελεί ένα δυνητικό μέσο μετασχηματισμού της «απεριόριστης δημοκρατίας» και του «κολλεκτιβίστικου κράτους» της σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία και την ελεύθερη οικονομία της (Röpke, ό.π., σελ. 85). Στο ορντοφιλελεύθερο επιχείρημα, η ουσία της φιλελεύθερης δημοκρατίας κείτεται στην «αυτονομία του έθνους» (Röpke, ό.π., σελ. 101)[26]. Με τους όρους που έθεσαν ο Rüstow (Rüstow, Rede und Antwort, εκδόσεις Hoch, 1963) κι ο Σμιτ (Καρλ Σμιτ, «Sound Economy – Strong State», παράρτημα στο Renato Cristi, Carl Schmitt and Authoritarian Liberalism, εκδόσεις University of Wales Press, 1998), ο Röpke (Röpke, ό.π., σελ. 102) ισχυρίζεται ότι «δεν μπορεί να κάνει κανείς κάτι χειρότερο για τη δημοκρατία απ’ το να τη ταυτίσει με το σύνθετο και διεφθαρμένο παιχνίδι μιας δημοκρατίας που έχει εκφυλιστεί σε πλουραλισμό». Συνεπώς, η «πραγματική φύση της δημοκρατίας» κείτεται στην «αυτονομία του έθνους», η οποία αυτονομία του έθνους υπερβαίνει τον καυγατζίδικο χαρακτήρα της και την αντικοινωνική ανησυχία της και αντ’ αυτού παρουσιάζεται στην ανεξαρτησία της «βούλησης του κράτους» ως η κυρίαρχη ενσάρκωση του εθνικού συμφέροντος (Röpke, ό.π., σελ. 102· Eucken, «Staatliche Strukturwandlungen und die Krise des Kapitalismus», Weltwirtschaftliches Archiv 36, 1932, σελ. 308). Στον πυρήνα της, η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι μια κυβέρνηση από μια δημοκρατικά εκλεγμένη εκτελεστική επιτροπή που κυβερνά «ανεξάρτητα από τα συμφέροντα των ομάδων» και με «άκαμπτη βούληση», επιβεβαιώνοντας «την αξιοπρέπειά της ως εκπρόσωπος της κοινότητας» (Röpke, ό.π., σελ. 102). Όπως σημείωνουν οι Dardot και Laval (Dardot & Laval, ό.π., σελ. 73), «ο λαός» μπορεί να «διορίζει ποιος θα ηγείται, όχι να πει τι πρέπει να γίνει». Σ’ αυτόν τον ισχυρισμό, η δημιουργία μιας κοινής αγοράς με θεσμικές διασφαλίσεις βασισμένες στο δίκαιο, εξασφαλίζει τη διεξαγωγή της εθνικής δημοκρατίας με φιλελευθεροποιητικά δεσμά. Το «σύμφωνο για την Ευρώπη» είναι πράγματι ένα σύμφωνο χωρίς δήμο [demos, με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου][27]. «Χρωστά την ύπαρξή του στις προσπάθειες των πολιτικών ελίτ»  (Χάμπερμας, The Lure of Technocracy, εκδόσεις Polity, 2015, σελ. 3), οι οποίες, σύμφωνα με τον Röpke και τον Müller-Armack, προσωποποιούν την αυτονομία του εθνικού συμφέροντος και προικίζουν τις δομές του υπερεθνικού δικαίου και νομίσματος με συνείδηση και βούληση.

Σε αναλογία με τον ισχυρισμό του Μαρξ ότι «[η] δημοκρατία είναι η αλήθεια της μοναρχίας, η μοναρχία δεν είναι η αλήθεια της δημοκρατίας» (Καρλ Μαρξ, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, εκδόσεις Παπαζήση, 1978, σελ. 64), η δημοκρατία είναι η αλήθεια της ΕΕ και η ΕΕ δεν είναι η αλήθεια της δημοκρατίας. Ενάντια στο πολυθρήνητο έλλειμμα δημοκρατίας της ΕΕ, το οποίο υπό μια στενότερη παρατήρηση νοείται ως έλλειμμα νομιμοποίησης (Huw Macartney, «The Paradox of Integration», Cambridge Review of International Affairs vol. 2, no. 2, 2014), ο MacCormick (MacCormick, Questioning Sovereignty, εκδόσεις Oxford University Press, 1999), ο Müller (Müller, «Who Is the European Prince?», Social Research: An International Quarterly vol. 81, no. 1, 2014) κι ο Streek (Streek, «Heller, Schmitt and the Euro», European Law Journal vol. 21, no. 3, 2015), μεταξύ άλλων, καθιστούν σαφές ότι η ΕΕ δεν προοριζόταν να συγκροτηθεί δημοκρατικά. Η νομιμοποίηση της ΕΕ έπρεπε ν’ αντλείται απ’ τις «εγγυήσεις της για οικονομική ελευθερία» (Mestmäcker, «European Touchstones of Dominion and Law», ORDO 58, 2007, σελ. 3). Η ΕΕ προωθεί τη νομική ισότητα και διασφαλίζει στα άτομα εξωκρατικά πολιτειακά κι οικονομικά δικαιώματα, κατεξοχήν φιλελεύθερα δικαιώματα. Σύμφωνα με τον Mestmäcker (Mestmäcker, Wirtschaft und Verfassung in der Europäischen Union: Beiträge zur Rechtstheorie und Politik der Europäischen Integration, εκδόσεις Nomos, 2003) και τον Hallstein (Hallstein, Europe in the Making, εκδόσεις Georg Allen & Unwin, 1972), η Ευρώπη ακολούθησε την παρατήρηση του Böhm ότι ο ανταγωνισμός διεξάγεται χωρίς λόμπι. Η κοινή αγορά θεσμοθετεί ως φιλελεύθερο δικαίωμα την ελευθερία του ανταγωνίζεσθαι. Όπως ξεκαθαρίζει ο MacCormick (MacCormick, ό.π., σελ. 126), η «αποσύνδεση» της νομικής ισότητας απ’ τη δημοκρατική κυριαρχία διασφαλίζει τη φιλελεύθερη ωφελιμότητα του κανόνα δικαίου πολύ καλύτερα «απ’ ότι κατάφερε ποτέ η παντός σκοπού κυριαρχία». Ο MacCormick αναγνωρίζει ότι ο συνδυασμός των πλέον όχι πλήρως κυρίαρχων κρατών της Ευρώπης με την ακόμη μη-κυρίαρχη ΕΕ «φαντάζει ο εχθρός της λαϊκής κυριαρχίας». Μολαταύτα, ο συνδυασμός αυτός εκφράζει τη σοφία του φιλελεύθερου κανόνα δικαίου επειδή εδραιώνει ένα καθοριστικό πλαίσιο για τη δημοκρατική κυριαρχία στο εσωτερικό των κρατών-μελών (MacCormick, «Sovereignty, Democracy and Subsidiarity» στο Bellamy, Bufacchi & Castiglione, eds, Democracy and Constitutional Culture in the Union of Europe, εκδόσεις Lothian Foundation Press, 1995, σελ. 102)[28]. Η δημοκρατική νομοθέτηση από πλειοψηφικές κοινοβουλευτικές συνελεύσεις σ’ εθνικό επίπεδο δεν συνυπάρχουν με αρνητικά οικονομικά δικαιώματα στο επίπεδο της ΕΕ. Το ευρωπαϊκό δίκαιο είναι ανώτερο απ’ το δίκαιο που νομοθετούν οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες των κρατών-μελών. Οργανώνει την κοινή αγορά, καθιστά ικανά τα αρνητικά οικονομικά δικαιώματα κι ελέγχει την μαζική δημοκρατική παρέμβαση στη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς. Συνεπώς, περιορίζει το πεδίο του δημοκρατικού ακτιβισμού αστυνομεύοντας τα όρια της ελεύθερης αγοράς, «ακόμη και ενάντια σε δημοκρατικούς θεσμούς όταν ο σκοπός της παρέμβασής τους δεν βασίζεται σε εκτιμήσεις της αγοράς» (Everson, «Economic Rights within the European Union» στο Bellamy, Bufacchi & Castiglione, eds, Democracy and Constitutional Culture in the Union of Europe, σελ. 138· επίσης Jörges, «What Is Left of the European Economic Constitution? A Melancholic Eulogy», European Law Review vol. 30, no. 4, 2005· Χάμπερμας, The Crisis of European Union, εκδόσεις Polity, 2012)[29].

Το ευρωπαϊκό σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης δεν αντικαθιστά το πολιτικό κράτος. Αντιθέτως, «εκείνο που ολοκληρώνει η κοινότητα είναι ο ρόλος του κράτους για την εδραίωση του πλαισίου εντός του οποίου λαμβάνει χώρα η οικονομική δραστηριότητα» (Hallstein, ό.π., σελ. 28). Ο Χάγιεκ υπήρξε ο διαυγής προφήτης της φιλελευθεροποιητικής δυναμικής ενός συστήματος διακρατικού φεντεραλισμού.

Ο ΧΑΓΙΕΚ ΚΑΙ Η ΙΔΕΑ ΜΙΑΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ

Τη δεκαετία του 1930, ο Χάγιεκ υποστήριξε ότι τα εθνικά κράτη πρέπει να συνδυαστούν για να δημιουργήσουν ένα ομοσπονδιακό διακρατικό σύστημα. Υποστήριζε ότι κάτι τέτοιο θ’ αποτελούσε ένα μέσο για την ενθάρρυνση της ανταγωνιστικότητας ενάντια στην εθνική πολιτική του οικονομικού προστατευτισμού. Κατά την άποψή του, το σύστημα θα υπονόμευε τη δύναμη των «ειδικών συμφερόντων» να υποβάλλουν το εθνικό κράτος να διαπράξει υλικές παραχωρήσεις με την μορφή εγγυήσεων κρατικής πρόνοιας, μιας πολιτικής πλήρους απασχόλησης και μιας πληθωριστικής διαχείρισης της ζήτησης. Αυτό το σύστημα θα στήριζε την αποπολιτικοποίηση των οικονομικών σχέσεων και την αποδημοκρατικοποίηση της φιλελεύθερης κυβέρνησης, και θα εδραίωνε ένα σύστημα αρνητικών οικονομικών δικαιωμάτων βασισμένο στο δίκαιο. Καταργώντας τους περιορισμούς στην κίνηση του κεφαλαίου, της εργασίας και των εμπορευμάτων, και δημιουργώντας «κοινούς κανόνες δικαίου, ένα ενιαίο νομισματικό σύστημα κι έναν κοινό έλεγχο των επικοινωνιών» (Χάγιεκ, «The Economic Conditions of Interstate Federalism», New Commonwealth Quarterly vol. 5, no. 2, 1939), το πεδίο για κυβερνητική παρέμβαση θα στένευε σημαντικά, επωφελώντας την ελεύθερη οικονομία. Αντί της αντιφιλελεύθερης πολιτικής παρέμβασης στην οικονομία, ο διακρατικός φεντεραλισμός θα ενίσχυε τη φιλελεύθερη ωφελιμότητα του κράτους[30].

Ο Χάγιεκ υποστήριζε επίσης τον διακρατικό φεντεραλισμό ως ένα μέσο περιορισμού της δημοκρατικής υπερβολής. Αντί να ενδίδει σε μαζικές δημοκρατικές φιλοδοξίες για την ελευθερία της θέλησης, θα έθετε την κοινωνία υπό ένα καθεστώς επιβεβλημένης ελευθερίας η οποία θ’ απελευθέρωνε μια δυναμική απορρύθμισης και φιλελευθεροποίησης. Απ’ τη στιγμή που «η Ένωση γίνεται μια ενιαία αγορά και οι τιμές των διαφορετικών τμημάτων της θα διαφέρουν μόνο λόγω του κόστους μεταφοράς […] [ο]ποιαδήποτε αλλαγή στους όρους παραγωγής οποιουδήποτε εμπορεύματος σε οποιοδήποτε τμήμα της Ένωσης […] θα επηρεάζει τις τιμές παντού» (ό.π.). Για να διατηρηθεί η απασχόληση, εν απουσία ενός εθνικού νομίσματος, η ανταγωνιστική προσαρμογή μέσω υψηλότερης παραγωγικότητας της εργασίας θα γίνει ουσιαστικά μονόδρομος. Τα μεμονωμένα κράτη έτσι χάνουν την ικανότητά τους να «βοηθήσουν συγκεκριμένες βιομηχανίες», «θα πάψουν οι μονοπωλιακές οργανώσεις των μεμονωμένων βιομηχανιών» (ό.π.), και «οι εθνικές οργανώσεις», είτε είναι συνδικάτα, είτε καρτέλ είτε επαγγελματικές ενώσεις, θα χάσουν την μονοπωλιακή τους θέση (ό.π.). Η ΕΕ θα ενώνονταν από ένα ενιαίο νομισματικό σύστημα, και η «νομισματική πολιτική θα πρέπει να είναι ζήτημα της ομοσπονδίας κι όχι του κράτους» (ό.π.). Απ’ τη στιγμή που η ΕΕ δεν είναι πολιτική ένωση, οι συλλογικές μορφές «[σ]χεδιασμού ή κεντρική διεύθυνσης της οικονομικής δραστηριότητας» θα «περιορίζονται στον βαθμό που μια τέτοια κοινή κλίμακα αξιών μπορεί να επιτευχθεί ή να επιβληθεί» απ’ τα ομόσπονδα κράτη (ό.π.). Ο Χάγιεκ παρουσιάζει τον διακρατικό φεντεραλισμό ως τη «συνεπή εξέλιξη της φιλελεύθερης αντίληψης» (ό.π.) και την ανακηρύσσει στο μέσο επιστροφής στον φιλελευθερισμό ως το «κοινό έδαφος» που αφαιρέθηκε ως αποτέλεσμα της εισβολής της μαζικής δημοκρατίας στο σύστημα ελευθερίας μετά τον Α’ ΠΠ (ό.π.). Για τον Χάγιεκ, ο διακρατικός φεντεραλισμός θα «αδυνατίσει» το εθνικό κράτος, εγγυούμενος την «ατομική ελευθερία» κι αποτρέποντας την «υπερφόρτωση» και την πληθωριστική διαχείριση της ζήτησης (ό.π.).

Για τον Χάγιεκ, ο διακρατικός φεντεραλισμός συνεπώς παρέχει «ένα ορθολογικό πλαίσιο εντός του οποίου η κάθε ατομική πρωτοβουλία θα έχει το μέγιστο εφικτό πεδίο» (ό.π.). Τίποτα δεν θα στέκεται στον δρόμο αυτού που σήμερα λέγεται οικονομική φιλελευθεροποίηση, συμπεριλαμβανομένης της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, της ελαστικοποίησης της εργασίας και της εμπορευματοποίησης της δημόσιας πρόνοιας, υγείας κι εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τον Χάγιεκ, «[α]κόμη και νομοθεσίες όπως ο περιορισμός των εργάσιμων ωρών ή η υποχρεωτική ασφάλιση της εργασίας ή η προστασία των παροχών, θα ειδωθούν υπό διαφορετικό φως στις πλούσιες και τις φτωχές περιοχές, και ίσως στις πρώτες στην πραγματικότητα να αποτελέσουν πλήγμα και να προκαλέσουν βίαιες αντιδράσεις απ’ το είδος των ανθρώπων οι οποίοι στις πλουσιότερες περιοχές τις απαιτούν και κερδίζουν απ’ αυτές» (ό.π.). Στην πραγματικότητα, οι ανταγωνιστικές πιέσεις ίσως να είναι τέτοιες που «ακόμη και τέτοιες νομοθεσίες όπως ο περιορισμός της παιδικής εργασίας ή των εργάσιμων ωρών θα εφαρμοστούν με δυσκολία απ’ το μεμονωμένο κράτος». Η προσαρμογή της εθνικής ανταγωνιστικότητας στους όρους της παγκόσμιας αγοράς μέσω χειραγώγησης του νομίσματος δεν θα είναι πλέον εφικτή. Η προσαρμογή πρέπει να επιτευχθεί μέσω περισσότερο παραγωγικής απασχόλησης των «μεθόδων παραγωγής» στο εσωτερικό των μεμονωμένων κρατών (ό.π.).

Τότε, εντός μιας υπερεθνικής ένωσης, τα μεμονωμένα κράτη «δεν θα μπορούν να επιδιώξουν μια ανεξάρτητη νομισματική πολιτική» (Χάγιεκ, ό.π.). Οι πολιτικοί, προτείνει, πάντα κυβερνούν έχοντας στο μυαλό τους τις επόμενες εκλογές. Αυτό διαστρέφει ακόμη κι αυτούς που είναι αφοσιωμένοι στην ελευθέρη οικονομία να ενδώσουν τελικά στις «λαϊκές πιέσεις», οδηγώντας στην πολιτικοποίηση των οικονομικών σχέσεων και σε δημοκρατική υπερφόρτωση, εμποδίζοντας την ελεύθερη οικονομία κι αποδυναμώνοντας το νόμισμα, πλήττοντας συνεπώς την ικανότητα του αόρατου χεριού να ρυθμίσει τις αυθόρμητες δράσεις των συμμετέχοντων στην αγορά και επιδεινώνοντας το σύστημα ελευθερίας με δυνητικά τυραννικά αποτελέσματα. Επιπλέον, η νομισματική πολιτική πάντα απαιτεί ένα στοιχείο κρίσης [judgement] και συνεπώς μια διακριτική ευχερεία την οποία η κυβέρνηση ίσως καταχραστεί για να διατηρήσει τη νομιμοποίησή της. Μια υπερεθνική λειτουργία της νομισματικής πολιτικής, με μια ανεξάρτητη τράπεζα χωρίς εγχώριες ευαισθησίες, θα προστάτευε συνεπώς τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής των κρατών-μελών απ’ τις διαστρεβλωτικές πιέσεις επί της οικονομικής πολιτικής, καθώς τα κράτη-μέλη δεν θα μπορούσαν πλέον να επηρεάσουν το νόμισμα. Αντ’ αυτού, η οικονομική πολιτική πρέπει να διεξάγεται εντός ενός πλαισίου υγιούς νομίσματος. Η νομισματική πολιτική θα είναι βασισμένη σε κανόνες και θα βρίσκεται εκτός εμβέλειας των κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών, των κυβερνητικών αξιωματούχων και των ανακατωσούρηδων πολιτικών. Τότε, η ανεξαρτησία της νομισματικής πολιτικής απ’ τη δημοκρατική επιρροή θα προσέδιδε στη διεξαγωγή της νομισματικής πολιτικής ένα οιονεί δικαστικό στάτους. Εν ολίγοις, η εγχώρια πολιτική θ’ αγκυρώνονταν σ’ ένα καθεστώς υπερεθνικής πολιτικής που, κατά την άποψη του Müller-Armack (Müller-Armack, Auf dem Weg nach Europa. Erinnerungen und Ausblicke, εκδόσεις Wunderlich, 1971), δημιουργήθηκε με την ΕΟΚ, η οποία για τον Müller-Armack δημιούργησε μια ευρωπαϊκή Stabilitätsgemeinschaft, μια κοινότητα οικονομικής σταθερότητας.

Η Stabilitätsgemeinschaft του Müller-Armack είναι μια κοινότητα οικονομικής ελευθερίας βασισμένη στο δίκαιο και κυβερνούμενη από κανόνες. Εδραιώνει σχέσεις στην αγορά και ρυθμιστικά μέσα επί και άνω των ομοσπονδιακών κρατών, και εγγυάται τη σταθερότητα της οικονομικής πολιτικής όποιες κι αν είναι οι δημοκρατικές πλειοψηφίες κι οι ιδεολογικές προτιμήσεις της κυβέρνησης των κρατών-μελών. Η κοινότητα σταθερότητας θεσμοποιεί τις συστατικές αρχές της ελεύθερης οικονομίας. Αποτελεί μια κοινότητα διακυβέρνησης. Στη τελευταία της ενσάρκωση ως νομισματική ένωση, η κοινότητα σταθερότητας εδραιώνει ένα σύστημα πλήρους ανταγωνισμού διευκολύνοντας την προσαρμογή της αγοράς εργασίας των κρατών-μελών, βασισμένη προ παντός στην αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας, την εργασιακή κινητικότητα και την μισθολογική ευελιξία. Εδραιώνει επίσης την ανάγκη για δημοσιονομική λιτότητα καθώς τα κράτη-μέλη δεν θα είναι ικανά να ξοδέψουν νόμισμα που δεν μπορούν πλέον να δημιουργήσουν και να ρυθμίσουν, ενισχύοντας την ανάγκη για την επίτευξη και διατήρηση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας ως όρο του δημοσιονομικού κράτους. Στην πραγματικότητα, τα κράτη-μέλη θα βρίσκονται υποχρεώμενα να επιτύχουν ανταγωνιστικές αγορές εργασίας ώστε να διασφαλίσουν την απασχόληση μέσω της οικονομικής ανάπτυξης. Αντί της προσαρμογής των εθνικών τιμών στους όρους της παγκόσμιας αγοράς μέσω παρέμβασης στους νομισματικούς όρους και υποτίμηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, η επίτευξη μεγαλύτερης παραγωγικότητας της εργασίας θα γινόταν το αναπόφευκτο μέσο ανταγωνιστικής προσαρμογής. Ο Müller-Armack, όπως κι ο Χάγιεκ, ήταν αντίθετος στην κρατικά κατευθυνόμενη οικονομία, αλλά όχι σε μια «συνειδητά κατευθυνόμενη οικονομία της αγοράς» (Müller-Armack, Wirtschaftslenkung und Marktwirtschaft, εκδόσεις Verlag für Wirtschaft und Sozialpolitik, 1947, σελ. 95· Müller-Armack, Studien zur sozialen Marktwirtschaft, εκδόσεις Institut für Wirtschaftspolitik, 1960). Ο σκοπός της πολιτικής «παρέμβασης» είναι η επίτευξη και διατήρηση των όρων του πλήρη ανταγωνισμού.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, σ’ ένα πλαίσιο οικονομικής αναταραχής, πολιτικής κρίσης, εργατικής αγωνιστικότητας και ευρωσκλήρωσης, ο Χάγιεκ αποκήρυξε τις παλιότερες αντιλήψεις του της δεκαετίας του 1930[31]. Αντί του υπερεθνικού νομίσματος, τώρα ο Χάγιεκ υποστήριζε ότι το χρήμα πρέπει να εκδίδεται από ανταγωνιζόμενες ιδιωτικές τράπεζες [με την κάθε τράπεζα να εκδίδει το δικό της νόμισμα] (Χάγιεκ, Denationalization of Money. The Argument Refined, εκδόσεις Institute of Economic Affairs, 1978). Ο Χάγιεκ διακρίνει μεταξύ μιας πλήρως αποπολιτικοποιημένης νομισματικής ένωσης ως τον χρυσό κανόνα για την διαβεβαίωση της ελευθερίας σαν μια μορφή οικονομικής πειθαρχίας, και μιας δημοκρατικής ένωσης στην οποία η διεξαγωγή της νομισματικής πολιτικής υποβάλλεται σε πολιτικό υπολογισμό και δημοκρατικές διεκδικήσεις[32]. Ο ύστερος Χάγιεκ φαίνεται να φοβόταν ότι ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα θα ήταν επιρρεπές σε πολιτική παρέμβαση απ’ αυτό που ο Röpke είχε αποκαλέσει «ευρωπαϊκό σαιν-σιμονισμό», δηλαδή οικονομικό σχεδιασμό από ένα κέντρο ελέγχου αποτελούμενο από τεχνοκράτες, οι οποίοι δεδομένης της δυνατότητάς τους θ’ αποφασίζαν να εδραιώσουν ένα «διεθνές κράτος πρόνοιας», πλήρως εξοπλισμένο με πολιτικές πλήρους απασχόλησης κι αναδιανομής, σχετιζόμενο με τη κεϋνσιανή διαχείριση της ζήτησης και τη χρηματοδότηση του ελλείμματος (Röpke, A Human Economy, σελ. 243). Αντί μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης ανεξάρτητων εθνών-κρατών που κυβερνούν τις αντίστοιχες κοινωνίες τους μέσω ενός υπερεθνικού πλαισίου αρνητικών οικονομικών δικαιωμάτων, του νόμου του ανταγωνισμού και του υγιούς νομίσματος, η πολιτική ένωση φέρνει στην εξουσία μια «οικονομικοκρατία», δηλαδή, την «κυριαρχία» μιας συγκεντρωτικής «γραφειοκρατίας σχεδιασμού», την οποία οι σημερινοί φιλελεύθεροι-συντηρητικοί επικριτές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποκαλούν ως «ευρωκράτες». Όπως κι ο Χάγιεκ, ο Röpke προσφέρει μια σκληρή επιλογή: είτε μια πολιτική ένωση είτε μια ομοσπονδία ανεξάρτητων εθνών-κρατών (Röpke, The Moral Foundation of Civil Society, σελ. 230), δηλαδή, είτε ένα «οικονομικό μπλοκ» είτε μια κοινότητα που διευκολύνει την αποκεντρωμένη λήψη αποφάσεων (ό.π., σελ. 231). «Είτε είναι ορθό κι επιθυμητό ότι το νόμισμα κι η πιστωτική πολιτική πρέπει να λειτουργούν ως ένας πίνακας διανομής από μια κυβέρνηση άμεσα εξαρτημένη σε μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία ή, ακόμη χειρότερα, σε μια μη-κοινοβουλευτική ομάδα που ποζάρει ως ο εκπρόσωπος της κοινής γνώμης. Είτε, αντιθέτως, είναι ορθό κι επιθυμητό να δράσουμε ενάντια σε μια τέτοια εξάρτηση» (Röpke, A Human Economy, σελ. 223) μέσω μιας ευρωπαϊκής κοινότητας σταθερότητας αφοσιωμένη στην διακυβέρνηση.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το φιλελεύθερο μότο της αγοράς τόσο για τον διακρατικό φεντεραλισμό του Χάγιεκ όσο και για την κοινότητα σταθερότητας του Müller-Armack είναι η επικουρικότητα. Η επικουρικότητα συνεπάγεται ένα σύστημα «σχετικής κυριαρχίας» (Röpke, Internationale Ordnung – heute, εκδόσεις Eugen Rentsch, 1954, σελ. 38), στο οποίο οι θεμελιώδεις ελευθερίες μιας κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των νομισματικών όρων και των «αντιμονοπωλιακών κανόνων και θεσμών για την επίβλεψη της κρατικής βοήθειας», ρυθμίζονται από κυβερνούμενους από το δίκαιο και βασισμένους σε κανόνες υπερεθνικούς θεσμούς που δεν «ελέγχονται άμεσα από το εκλογικό σώμα» (Engel, ό.π., σελ. 430). Τα «πειθαρχικά αποτελέσματα» (Feld, «Europa in der Welt von heute: Wilhelm Röpke und die Zukunft der Europäischen Währungsunion», ORDO 63, 2012, σελ. 410) αυτού του σχηματισμού εξαρτώνται στην ικανότητα των κρατών-μελών να μεταφράσουν κι εφαρμόσουν τους κανόνες και τις δεσμεύσεις της ΕΕ σε αποτελεσματική εθνική πολιτική, από τις δημοσιονομικές περικοπές έως την απομάκρυνση των προστατευτικών μέτρων κι από την εγκατάλειψη της κρατικής βοήθειας έως την επίτευξη ανταγωνιστικών εργασιακών σχέσεων κι αγορών εργασίας. Για τον Engel (Engel, ό.π., σελ. 430), το λειτουργούν σύστημα της υπερεθνικής δημιουργίας κανόνων κι εθνικής εφαρμογής των συμφωνηθέντων κανόνων θα έκανε την «Ευρώπη […] το προπύργιο της μάχης για τη διάσωση της κοινωνίας των πολιτών των κρατών-μελών». Η επικουρικότητα περιορίζει τη δημοκρατική κυβέρνηση μέσω ανώτερων δομών δικαίου και νομίσματος. Έτσι, η επικουρικότητα περιορίζει την μαζική δημοκρατία μέσω «αποεθνικοποιητικών» συστημάτων οικονομικής διακυβέρνησης στο επίπεδο της ΕΕ. Η ΕΕ θα είχε την «αρνητική δύναμη» που περίμενε ο Χάγιεκ απ’ το σύστημα του διακρατικού φεντεραλισμού. Κατά την άποψη του Χάγιεκ, η «αρνητική δύναμη» θ’ απέτρεπε τα «μεμονωμένα κράτη απ’ το να παρέμβουν στην οικονομική δραστηριότητα με ορισμένους τρόπους, μολονότι μπορεί να μην έχει τη θετική δύναμη του να δρα εκ μέρους τους» (Χάγιεκ, «The Economic Conditions of Interstate Federalism», New Commonwealth Quarterly vol. 5, no. 2).

Ο John Pinder (Pinder, «Positive and Negative Integration: Some Problems of Economic Union in the EEC», The World Today vol. 24, no. 3, 1968) αναγνώρισε αυτή την αρνητική δύναμη στην ανάλυσή του για την εφαρμογή των διατάξεων των Συνθηκών της Ρώμης κατά τη δεκαετία του 1960. Τον οδήγησε στο να χαρακτηρίσει την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως μια «αρνητική ολοκλήρωση». Υποστήριξε ότι η ΕΟΚ δημιούργησε μια κοινή αγορά που αποδυνάμωσε τα εγχώρια σχήματα οικονομικής ρύθμισης[33]. Ο Hallstein (Hallstein, ό.π., σελ. 111) ισχυρίστηκε παρομοίως για το φιλελευθεροποιητικό αποτέλεσμα των Συνθηκών της Ρώμης: «Εκείνο που είναι μη-αναστρέψιμο είναι το άνοιγμα των εσωτερικών αγορών» με αποτέλεσμα ότι «οι επιχειρήσεις […] δεν έρχονται πλέον αντιμέτωπες με τους όρους που διαστρεβλώνουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό». Ωστόσο, σ’ αυτά δεν υπάρχει καμία αυτόματη λειτουργία. Αντ’ αυτού, όπως έχω ισχυριστεί, η ελεύθερη οικονομία ανέρχεται σε μια πρακτική διακυβέρνησης.

Το ακόλουθο κεφάλαιο διερευνά τον χαρακτήρα της επικουρικότητας στη διακύβερνηση της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης. Το πρόγραμμα του Χάγιεκ για έναν διακρατικό φεντεραλισμό προσφέρει χρήσιμες ιδέες στη δομή της επικουρικότητας της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης. Ο Χάγιεκ κάνει μια έντονη διάκριση μεταξύ των θεσμών υπεύθυνων για τη νομισματική πολιτική και των θεσμών υπεύθυνων για τη δημοσιονομική πολιτική, με τη δημοσιονομική πολιτική ν’ αποτελεί μια εθνική ευθύνη και τη νομισματική πολιτική ένα υπερεθνικό ζήτημα (Χάγιεκ, ό.π.). Αναγνωρίζει ρητά ότι ο οικονομικός σχεδιασμός απ’ τον μηχανισμό των ελεύθερων τιμών ανέρχεται θεμελιωδώς σε μια πολιτική πρακτική επιβολής των συμφωνηθέντων κανόνων.

Σημειώσεις:
1. Για μια αξιολόγηση της επιρροής του γερμανικου ορντοφιλελευθερισμού στο ευρωπαϊκό δίκαιο για τον ανταγωνισμό, βλεπε David Gerber, Law and Competition in the Twentieth Century Europe: Protecting Prometheus, εκδόσεις Oxford University Press, 1998, και Angela Wigger, Competition for Competitiveness: The Politics of the Transformation of the EU Competition Regime, διπλωματική εργασία, The Free University of Amsterdam, 2008.
2. Ο Walter Hallstein υπήρξε ένας απ’ τους ιδρυτές των ευρωπαϊκών κοινοτήτων και ο πρώτος πρόεδρος της Επιτροπής της ΕΟΚ, απ’ το 1958 ως το 1967. Κατά τη δεκαετία του 1940, ο Hallstein συνδέθηκε στενά με τον γερμανικό ορντοφιλελευθερισμό.
3. Ο Christoph Engel είναι σήμερα διευθυντής του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για την Έρευνα των Συλλογικών Αγαθών.
4. Αυτή η κριτική ότι το ευρώ βρίσκεται στο έλεος των χρεωμένων κρατών-μελών βρήκε πολιτική έκφραση στη δημιουργία της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD). Αρχικά, η AfD σχηματίστηκε ως ένα κόμμα ενάντια στο ευρώ, σε αντίδραση στην κρίση του ευρώ. Ζητούσε ν’ αποχωρήσει η Γερμανία απ’ το ευρώ και να επιστρέψει στο γερμανικό μάρκο. Η AfD από τότε έχει μεταμορφωθεί σ’ ένα εκλογικά βιώσιμο εθνικιστικό κόμμα. Η ελκυστικότητά του τροφοδοτείται απ’ τις αντιμεταναστευτικές του θέσεις. Για την AfD, βλέπε Robert Grimm, «The Rise of the German Eurosceptic Party Alternative für Deutschland, between Ordoliberal Critique and Popular Anxiety», International Political Science Review vol. 36, no. 3, 2015, και Rüdiger Schmitt-Beck, «The “Alternative für Deutschland in the Electorate”: Between Single-Issue and Right-Wing Populist Party», German Politics, 2016.
5. Μια απ’ τις πρώτες χώρες που πιάστηκαν επ’ αυτού υπήρξε ωστόσο η Γερμανία στις αρχές του 2000. Διέφυγε ωστόσο της μομφής απ’ τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Μολαταύτα, η τότε κυβέρνηση συνασπισμού του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) και των Πράσινων, απάντησε με μια σειρά αποφασιστικών μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασίας υπό το πρόγραμμά της με τίτλο Ατζέντα 2010. Το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων υπήρξε μια μη-δημοφιλής επιτυχία. Βοήθησε τους ανέργους να τιμολογηθούν για εργασία και διατήρησε την οικονομική απόδοση της Γερμανίας. Αντιμετώπισε επίσης διαρκή κριτική απ’ τη γερμανική κοινωνική γνώμη. Οι Σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί που ξεκίνησαν τις μεταρρυθμίσεις το 2003-2005 ακόμη δεν έχουν ανακάμψει εκλογικά (Jacobi & Kluve, Before and after the Hartz Reforms: The Performance of Active Labour Market Policy in Germany, Forschungsinstitut zur Zukunft der Arbeit, 2006· Schwander & Manow, «Modernise and Die? German Social Democracy and the Electoral Consequence of Agenda 2010», Socio-Economic Review, 2016).
6. Ο Lars Peter Feld είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Walter Eucken και καθηγητής οικονομικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιου του Φράιμπουργκ. Έχει υπάρξει μέλος του Γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων απ’ τον Μάρτιο του 2011. Το 2013 έγινε μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του Συμβουλίου Σταθερότητας, ένα σώμα που επινοήθηκε ως κομμάτι της γερμανικής εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμφώνου. Για το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Σύμφωνο βλέπε το επόμενο κεφάλαιο.
7. Παρόμοιος σχολιασμός μπορεί να βρεθεί, για παράδειγμα, στα Hauke Brunkhorst, Das Doppelte Gesicht Europas, εκδόσεις Suhrkamp, 2014, Dardot & Laval, The New Way of the World: On Neoliberal Society, εκδόσεις Verso, 2013, και Bulmer & Paterson, «Germany as the EU’s Reluctant Hegemon? Of Economic Strength and Political Constraints», Journal of European Public Policy vol. 20, no. 10, 2013.
8. Για μια εξήγηση αυτού, βλέπε Huw Macartney, The Debt Crisis and European Democratic Legitimacy, εκδόσεις Palgrave Macmillan, 2013.
9. Τη δεκαετία του 1950, ο Müller-Armack δούλευε για το γερμανικό Υπουργείο Οικονομικών υπό τον Ludwig Erhard και ήταν ηγετικό μέλος της γερμανικής αντιπροσωπείας στη Διακυβερνητική Διάσκεψη για την Κοινή Αγορά και την ΕΥΡΑΤΟΜ [Euratom, Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας] (Συνθήκες της Ρώμης). Για μια σχετική έκθεση, βλέπε Müller-Armack, Auf dem Weg nach Europa. Erinnerungen und Ausblicke, εκδόσεις Wunderlich, 1971.
10. Ο Riker ήταν Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας. Ισχυρίστηκε ότι ο συνταγματικός περιορισμός αφορά τη δομή του κόσμου ώστε να μπορέσεις να κερδίσεις. Βλέπε επίσης Riker, Agenda Formation, εκδόσεις Michigan University Press, 1993. Είχε ξεκινήσει ως υποστηρικτής του New Deal του Ρούζβελτ, και σ’ αυτό το πλαίσιο είδε τον φεντεραλισμό ως ένα εμπόδιο για το New Deal. Μετέπειτα στη σταδιοδρομία του στράφηκε ενάντια σ’ αυτό που επέκρινε ως «μεγάλη κυβέρνηση», την οποία ταύτισε με τη Great Society του προέδρου Τζόνσον. Η φιλελεύθερη στροφή του Riker τον οδήγησε σε μια νέα αξιολόγηση του συστήματος του φεντεραλισμού, το οποίο τώρα ενέκρινε ως προστασία ενάντια στην μεγάλη κυβέρνηση. Η έκθεση του Riker συμπίπτει με το επιχείρημα του Röpke, A Human Economy, εκδόσεις ISI Books, 1998, για τον φεντεραλισμό ως ένα μέσο για την αντίκρουση των «αιώνιων γιακωβίνων», απ’ τους κεϋνσιανούς υποστηρικτές του New Deal έως τους μεταρρυθμιστές του κράτους πρόνοιας όπως ο Beveridge στο Ηνωμένο Βασίλειο.
11. Το γερμανικό πρωτότυπο γράφει: η Ευρώπη πρέπει να είναι μια «Einheit in der Vielfalt […], weshalb dann alles Zentristische Verrat und Vergewaltigung Europas ist, auch im wirtschaftlichen Bereich» (Röpke, Europa in der Welt von heute, εκδόσεις Schulthess, 2000, σελ. 12).
12. Η ιδέα του Böhm για την κοινωνία του ιδιωτικού δικαίου έχει σχέση μ’ αυτό. Υποθέτει μια ευρωπαϊκή διάσταση. Με τη φρασεολογία του Böhm, η Ευρώπη συγκροτεί μια ένωση βασισμένη σε αφηρημένα οικονομικά δικαιώματα που προστατεύουν την ελευθερία του ανταγωνίζεσθαι -στο αποκεντρωμένο περιβάλλον της αγοράς- απ’ τον δημόσιο ή ιδιωτικό καταναγκασμό. Για την κοινωνία ιδιωτικού δικαίου, βλέπε το τέταρτο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου, «Economic Constitution and Social Order: On the Freedom of Complete Competition» [δεν το έχουμε μεταφράσει, βλέπε το αγγλικό πρωτότυπο].
13. Ο Röpke, The Moral Foundation of Civil Society, εκδόσεις Transaction Publishers, 2012, σελ. 230, το ισχυρίζεται αυτό σε στήριξη εκείνου που αποκαλλεί μια «αληθινή ομοσπονδία» την οποία ορίζει ως μια διάταξη ενάντια στον κολλεκτιβισμό.
14. Για τη δημοκρατική υπερβολή και τη λεγόμενη ανεξάρτητη θέληση του κράτους, βλέπε το τρίτο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου, «Democracy and Freedom: On Authoritarian Liberalism» [δεν το έχουμε μεταφράσει, βλέπε το αγγλικό πρωτότυπο]. Βλέπε επίσης και το τελευταίο κεφάλαιο παρακάτω.
15. Αυτή η ιδέα προκύπτει απ’ το Walter Hallstein, Europe in the Making, εκδόσεις Georg Allen & Unwin, 1972, σελ. 28.
16. Ο όρος Stabilitätsgemeinschaft [κοινότητα σταθερότητας] είναι του Müller-Armack, Auf dem Weg nach Europa. Erinnerungen und Ausblicke, εκδόσεις Wunderlich, 1971.
17. Για μια λεπτομερή παρουσίαση των συστατικών αρχών της ελεύθερης οικονομίας, βλέπε το δεύτερο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου, «The Free Economy as Political Practice» [δεν το έχουμε μεταφράσει, βλέπε το αγγλικό πρωτότυπο].
18. Για τον ορντοφιλελευθερισμό ως σχεδιασμό απ’ τον μηχανισμό των ελεύθερων τιμών, βλέπε Thomas Balogh, An Experiment in “Planning” by the “Free” Price Mechanism, εκδόσεις Basil Blackwell, 1950.
19. Σύμφωνα με τον Eucken, ο Λένιν αναγνώρισε το διακύβευμα: «Για να καταστρέψει κανείς την αστική κοινωνία, πρέπει να συνθλίψει τον χρηματοπιστωτισμό της» (παρατίθεται στο Walter Eucken, Grundsätze der Wirtschaftspolitik, εκδόσεις Mohr Siebert, 2004, σελ. 255).
20. Η διατύπωση της τελευταίας αυτής πρότασης προκύπτει απ’ τη διορατικότητα του Μαρξ ότι «[τ]ο ίδιο το χρήμα είναι η κοινότητα και δεν μπορεί να ανεχτεί άλλη ανώτερη απ’ αυτό» (Καρλ Μαρξ, Grundrisse, τόμος Α’, εκδόσεις Στοχαστής, 1989, σελ. 158-159).
21. Όπως το έθεσε ο MacCormick (MacCormick, Questioning Sovereignty, εκδόσεις Oxford University Press, 1999, σελ. 46) περιγράφοντας τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών ως μια «καλοήθη ολιγαρχία»: «Δεδομένου ότι η σοφία σε πρακτικά ζητήματα, η σύνεση [prudentia], φαίνεται να κατανέμεται μεταξύ μας πολύ διαφορετικά, και λίγοι μόνο την κατέχουν σε ύψιστο βαθμό, υπάρχει ένα κάποιο επιχείρημα υπέρ της αριστοκρατίας. Η αναγνώριση του κοινού καλού και των μέσων για την επίτευξή του δεν είναι κάτι εύκολο, και μόνο τα σοφά κι έμπειρα άτομα μπορούν να υπάρξουν καλοί οδηγοί». Για ένα παρόμοιο επιχείρημα, βλέπε Böhm, Eucken & Grossmann-Doerth, «The Ordo Manifesto of 1936» στο Peacock & Willgerodt, eds, Germany’s Social Market Economy: Origins and Evolution, εκδόσεις Palgrave Macmillan, 1989. Για τους δρώντες του κοινού καλού, βλέπε το δεύτερο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου, «The Free Economy as Political Practice» [δεν το έχουμε μεταφράσει, βλέπε το αγγλικό πρωτότυπο].
22. Για την ευρύτερη σημασία αυτού στη σύγχρονη πολιτική οικονομία και δημόσια πολιτική, βλέπε Burnham, «New Labour and the Politics of Depoliticisation», British Journal of Politics and International Relations vol. 3, no. 2, 2001 και Burnham, «Depoliticisation: Economic Crisis and Political Management», Policy & Politics vol. 42, no. 2, 2014.
23. Βλέπε επίσης την ετυμηγορία του Popper: «Οι θεσμοί πρέπει να είναι σαν φρούρια. Πρέπει να είναι καλοσχεδιασμένοι και κατάλληλα επανδρωμένοι» (Popper, The Poverty of Historicism, εκδόσεις Routledge, 2002, σελ. 60).
24. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Röpke αναφέρεται στη ναζιστική ιδέας μιας Grossraumwirtschaft [μεγαλύτερη οικονομία, ηπειρωτική οικονομική ζώνη] και την ιαπωνική ιδέα μιας «σφαίρας συν-ευημερίας» ως παραβάσεις του φεντεραλισμού (Röpke, The Moral Foundation of Civil Society, εκδόσεις Transaction Publishers, 2002, σελ. 231). Σ’ ένα μετέπειτα έργο του, αναφέρεται επίσης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, η οποία δημιουργήθηκε από τις Συνθήκες της Ρώμης το 1957. Κατά την άποψή του, οι συνθήκες αυτές δείχνουν προς την εγκαθίδρυση ενός «διεθνούς κράτους πρόνοιας» (Röpke, A Human Economy, εκδόσεις ISI Books, 1998, σελ. 243).
25. Η αναφορά του Röpke στον αριστοκρατισμό είναι υποδηλωτική του ισχυρισμού του Βέμπερ (Μαξ Βέμπερ, «The Profession and Vocation of Politics», στο Lassman & Speirs, eds, Max Weber: Political Writings, εκδόσεις Cambridge University Press, 1994) ότι στη νεωτερικότητα, η αριστοκρατία έχει αντικατασταθεί απ’ την αξιοκρατία. Αντιλαμβάνεται αυτή την αλλαγή ως μια διαδικασία απαλλοτρίωσης. Τα μέσα διοικήσης είχαν υπάρξει ιδιοκτησία της αριστοκρατίας. Κατείχαν αξιώματα ως μέλη του Παλαιού Καθεστώτος, ως αυλικοί του βασιλιά ή της βασίλισσας. Αντιθέτως, η αξιοκρατία ανήκει σε μια εξορθολογισμένη μαζική κοινωνία στην οποία η αφοσίωση στον βασιλιά, τη βασίλισσα και τη χώρα, η κοινωνική θέση και το Δίκαιο [Right] έχουν αντικατασταθεί από συμβάσεις απασχόλησης. Η διακήρυξη του Röpke για αριστοκρατισμό αποτελεί τμήμα της έκκλησής του για τον εμποτισμό της δημοκρατίας με τις αξίες μιας ελίτ η οποία έχει πάντα «άγει τον πολιτισμό» (Röpke, International Economic Disintegration, εκδόσεις Hodge, 1942, σελ. 248). Για περαίτερω ανάλυση, βλέπε το τρίτο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου, «Democracy and Freedom: On Authoritarian Liberalism» [δεν το έχουμε μεταφράσει, βλέπε το αγγλικό πρωτότυπο]. Βλέπε επίσης και το τελευταίο κεφάλαιο παρακάτω.
26. Βλέπε επίσης Dieter Haselbach, Autoritärer Liberalismus und Soziale Marktwirtschaft, εκδόσεις Nomos, 1991, σελ. 180).
27. Επ’ αυτού, βλέπε επίσης Wilkinson, «Politicising Europe’s Justice Deficit», LSE Law, Society and Economy Working Papers 8/2014, LSE, Law Department.
28. Ο ισχυρισμός του MacCormick είναι ο καθοριστικότερος. Ο Bellamy (Bellamy, Political Constitutionalism: A Republican Defence of the Constitutionality of Democracy, εκδόσεις Cambridge University Press, 2007) τον εγκρίνει.
29. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Χάμπερμας (Χάμπερμας, The Crisis of European Union, εκδόσεις Polity, 2012, σελ. viii) αναφέρεται στις ευρωπαϊκες συμφωνίες που επεμβαίνουν στα «κεντρικά πεδία των εθνικών κοινοβουλίων, απ’ τις δημοσιονομικές στις οικονομικές πολιτικές, μέσω των κοινωνικών πολιτικών, έως τις πολιτικές για την εκπαίδευση και την απασχόληση».
30. Για μια έκθεση των φιλελευθεροποιητικών πλεονεκτημάτων του φεντεραλισμού στο πλαίσιο της πολιτικής οικονομίας των ΗΠΑ, βλέπε Riker, The Development of American Federalism, εκδόσεις Kluwer Academic, 1987. Ο Χάγιεκ, σ’ αντίθεση με τον Riker, δεν υποστήριζε τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κρατικού συστήματος. Υποστήριζε ένα διακρατικό σύστημα δικαίου και νομίσματος. Για τον Riker, βλέπε τη σημείωση 10.
31. Ο Χάγιεκ συνεπώς απέρριψε τη νομισματική ένωση στο τέλος μιας δεκαετίας που οι νεοφιλελεύθεροι χαρακτηρίζουν ως μια δεκαετία θλιβερής πολιτικής αδυναμίας. Ισχυρίζονταν ότι τα κράτη της δυτικής Ευρώπης είχαν γίνει ακυβέρνητα ως αποτέλεσμα της απεριόριστης μαζικής δημοκρατίας και της κοινωνικοοικονομικής πολιτικοποίησης (βλέπε Michel Crozier et al, The Crisis of Democracy, εκδόσεις New York University Press, 1975). Οι Ευρωπαίοι ηγέτες αρχικά σκέφτηκαν τη νομισματική ένωση στις αρχές της δεκαετίας του 1970, έχοντας στο υπόβαθρο τη κρίση του συστήματος Μπρέτον Γουντς, που σύντομα απέβη μοιραία. Τα πλάνα διατυπώθηκαν στην Αναφορά του Πιέρ Βέρνερ το 1971. Γι’ αυτή την προσπάθεια, βλέπε Molle, The Economics of European Integration, εκδόσεις Dartmouth, 1990, σελ. 391-394. Για εκθέσεις σχετικά με τη τότε κρίση της πολιτικής οικονομίας και τους μετασεισμούς της τη δεκαετία του 1980, βλέπε Clarke, Keynesianism, Monetarism and the Crisis of the State, εκδόσεις Edward Elgar, 1988 και Radice, Global Capitalism, εκδόσεις Routledge, 2015. Ο όρος ευρωσκλήρωση χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτήρισει την αδυναμία και την έλλειψη κατεύθυνσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης κατά τη δεκαετία του 1970 (βλέπε McAllister, From EC to EU, εκδόσεις Routledge, 2009· Middlemas, Orchestrating Europe, εκδόσεις Fontana, 1995). Για την αποτυχία των ευρωπαϊκών νομισματικών προθέσεων και την αναστάτωση των ευρωπαϊκών νομισματικών σχέσεων τη δεκαετία του 1970, βλέπε Parboni, The Dollar and Its Rivals, εκδόσεις Verso, 1981.
32. Για μια πρόσφατη υποστήριξη της άποψης του Χάγιεκ της δεκαετίας του 1930 σε σχέση τώρα με την ΕΕ, βλέπε Bernholz, «Constitutional Aspects of the European Integration» στο Borner & Grubel, eds, The European Community after 1992, εκδόσεις Palgrave Macmillan, 1992. Για τον ισχυρισμό ότι η διαχείριση της κρίσης του ευρώ πολιτικοποίησε τη νομισματική πολιτική υπονομεύοντας την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, βλέπε Bernholz, «The Slow and Hidden Road to Serfdom», Frankfurter Allgemeine Zeitung, 2013, καθώς και Sinn, The Euro Trap: On Bubbles, Budgets, and Beliefs, εκδόσεις Oxford University Press, 2014.
33. Ο Σαρλ ντε Γκωλ το κατανοούσε αυτό κάλα όταν συνόψισε την αιτία πίσω απ’ τη στήριξή του για τις Συνθήκες της Ρώμης, οι οποίες θα αξιώναν χρήσιμη ανταγωνιστική πίεση στη γαλλική βιομηχανία. Όπως το έθεσε ο ίδιος (ντε Γκωλ, Memoirs of Hope: Renewal and Endeavour, εκδόσεις Simon and Schuster, 1971, σελ. 143): «Ο διεθνής ανταγωνισμός […] προσέφερε έναν μοχλό για τη διέγερση του επιχειρηματικού μας τομέα, αναγκάζοντάς τον ν’ αυξήσει την παραγωγικότητα […] εξ ου η απόφασή μου να προωθήσω την Κοινή Αγορά η οποία ήταν τότε ακόμη ένα μάτσο από χαρτιά».

%d bloggers like this: