Ερωτήματά προς το Carbure:
Πως ακριβώς τα «κίτρινα γιλέκα» «έπαψαν να είναι το κίνημα της λευκής Γαλλίας» όταν εθνικές σημαίες, κέλτικοι σταυροί [τα γνωστά «στοχάδια»], σημαίες για την παλινόρθωση της γαλλικής μοναρχίας, σημαίες για την αυτονόμηση της Βρετάνης, κλπ, υπήρχαν παντού, ακόμη και στα οδοφράγματα; Ναι, υπήρξαν περιπτώσεις [την 1η Δεκεμβρίου] όπου έγιναν επιθέσεις σ’ εθνικιστές, ήταν όμως μόνο μερικές περιπτώσεις, και επί τρεις εβδομάδες οι εθνικιστές είναι παρόντες στις διαμαρτυρίες. Γιατί τόσοι πολλοί διαδηλωτές, αν όχι ότι συμφωνούν με τους εθνικιστές, τουλάχιστον τους ανέχονται; Οι διαδηλωτές αυτοί αποτελούν την πλειοψηφία; Αποτελούν όλα αυτά απλώς κενά σημαίνοντα; Δεν υποδεικνύουν προς μια ζοφερή κατάσταση του τι θα συμβεί αν ο κρατικός μηχανισμός καταρρεύσει υπό τις τρέχουσες συνθήκες, τους τρέχοντες συσχετισμούς ταξικών δυνάμεων; Δεν λέει τίποτα ότι αυτό που ενέπνευσαν τα «κίτρινα γιλέκα» σε άλλες χώρες (Ολλανδία και Γερμανία) είναι καθαρά αντιδραστικές κι αντιμεταναστευτικές διαδηλώσεις; [Δεν είχαμε ενημερωθεί ακόμα για την διοργάνωση «μακεδονικών κίτρινων γιλέκων» ενάντια στη συμφωνία των Πρεσπών στη Θεσσαλονίκη ώστε ν’ αναφερθούμε και σ’ αυτό.] Μπορούν οι τρέχοντες διαμαρτυρίες στη Γαλλία να προσφέρουν μια έξοδο απ’ το τούνελ ή μας ωθούν βαθύτερα στο σκοτάδι του; Στην Ελλάδα, στο κίνημα των «αγανακτισμένων» ο εθνικισμός υπήρξε κυρίαρχος και τροφοδότησε άμεσα μια αλληλουχία γεγονότων η οποία οδήγησε απ’ ευθείας στα αντιμακεδονικά συλλαλητήρια, τα οποία τώρα επιστρέφουν εκ νέου (την περασμένη εβδομάδα, μαθητές λυκείου κυρίως στη βόρεια Ελλάδα έκλεισαν τα σχολεία τους ενάντια στην Μακεδονία και την Αλβανία), και καθώς πλησιάζουμε προς την επίσημη εφαρμογή της συμφωνίας των Πρεσπών τα πράγματα θα ενταθούν περαιτέρω.
Συντροφικά,
alertacomunista
Απάντηση από το Carbure:
Έχετε κάθε λόγο να θέτετε αυτά τα ερωτήματα. Αληθεύει ότι αυτό το κίνημα είχε απ’ την αφετηρία του μια πολύ ισχυρή ακροδεξιά πολιτική σύνθεση. Είναι επίσης εφικτό ότι αυτό θα μεταφραστεί πολιτικά σε μια άνοδο στην εξουσία κάποιου λαϊκιστικού συνασπισμού, αν όχι άμεσα του Εθνικού Συναγερμού [το ακροδεξιό κόμμα της Λεπέν, από Εθνικό Μέτωπο μετονομάστηκε πλέον σε Εθνικό Συναγερμό]. Δεν μπορούμε ν’ αγνοήσουμε αυτό το ενδεχόμενο, καθώς και την απόπειρα δόμησης αυτού του κινήματος σε «λαό», συμπεριλαμβανομένων όλων των κλασσικών πολιτικών κομμάτων και μεσολαβήσεων, όπως επίσης δεν μπορούμε ν’ αγνοήσουμε το γεγονός ότι «λαός» δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα άλλο απ’ τη Λευκή Γαλλία και μια συμμαχία μεταξύ ενός τμήματος του προλεταριάτου με την μικροαστική τάξη. Το είπαμε αυτό απ’ την αρχή του κινήματος, ενάντια σχεδόν στο σύνολο της αριστεράς η οποία είδε την ευκαιρία μιας «κοινωνικής σύγκλισης» στο εσωτερικό αυτού του κινήματος και θεωρεί τον ρατσισμό του εμπεριέχει το κίνημα ως ένα ζήτημα αμορφωσιάς των λαϊκών τάξεων, χωρίς να συνυπολογίζει το πολιτικό του περιεχόμενο, το οποίο ορθώς υπογραμμίζεις στην περίπτωση της Ελλάδας, και όπωςε μπορεί να ειπωθεί και για την υπόλοιπη Ευρώπη.
Για να το θέσουμε απλά, τα πάντα κινούνται πολύ γρήγορα πολύ γρήγορα και μπορούμε να πούμε ότι μόλις μέσα σε μερικές ημέρες το κίνημα έλαβε έναν διαφορετικό τόνο ο οποίος εξεράγει την 1η Δεκεμβρίου. Νομίζω ότι τα οδοφράγματα κι οι διαδηλώσεις του προλεταριακού συστατικού στοιχείου αυτού του κινήματος σιγά-σιγά επικράτησε επί των άλλων στοιχείων του. Το κίνημα αυτό αρχικά υπήρξε ένα κίνημα των χαμηλότερων στρωμάτων της μεσαίας τάξης τα οποία φοβούνταν τον υποβιβασμό τους, τα οποία υπογραμμίσαν τις αθλιότερες των συνθηκών με σκοπό να βελτιώσουν τις δικές του. Τα στρώματα αυτά όμως φαίνεται να έχασαν στο ίδιο τους το παιχνίδι καθώς στις παρυφές του κινήματος συγκεντρώθηκαν τα πιο επισφαλή τμήματα του προλεταριάτου. Αυτά τα προλεταριακά στοιχεία δημιουργήθηκαν απ’ την αναδιάρθρωση ύστερα απ’ την [χρηματοπιστωτική] κρίση, βρίσκονται εκτός των συνδικάτων και είναι αποκλεισμένα απ’ τις θέσεις εργασίας που συνήθως αυτά εκπροσωπούν. Είναι εμβληματικό ότι το αίτημα για την επιστροφή του Αλληλέγγυου Φόρου στον Πλούτο [φόρος για την κρατική αναδιανομή του εισοδήματος από πάνω προς τα κάτω] και μια αύξηση του κατώτατου μισθού βρήκαν επίσης τη θέση τους στο πλάι της επίκρισης των φόρων. Όλα αυτά προέκυψαν από ένα κίνημα αναφορικά με τον περιορισμό του χρηματοπιστωτισμού. Επιπλέον, αν στην αρχή σημειώνονταν ρατσιστικές επιθέσεις με μια εθνικιστική τάση, τα πράγματα δεν είναι πλέον έτσι απ’ την περασμένη εβδομάδα (τουλάχιστον προς στιγμήν). Χτες, ένα τηλεοπτικός δημοσιογράφος, γνωστός για τις φιλελεύθερες θέσεις του, ο οποίος στήριξε εξ αρχή το κίνημα, τώρα δήλωσε ότι το κίνημα «έχασε τη ψυχή του».
Όμως, το σημαντικότερο, τα αιτήματα υπήρξαν διασκορπισμένα, και το κίνημα δεν μπορεί να στήσει οποιαδήποτε πολιτική δομή η οποία θα έφερνε τα αιτήματά του ενώπιον του κράτους. Οι λίγοι αντιπρόσωποι οι οποίοι προτείναν μια έξοδο απ’ την κρίση δέχτηκαν θανατικές απειλές [από άλλα μέλη του κινήματος] κι απέσυραν τις προτάσεις τους. Η εξουσία, η οποία δεν εισέρχεται πλέον πραγματικά σε «διάλογο», δεν βρίσκει κανέναν για να μπει σε διάλογο. Επιπλέον, το ίδιο το κίνημα που απαιτεί «απαντήσεις» [απ’ το κράτος] ταυτόχρονα δεν απαιτεί τίποτα κι αρνείται τον διάλογο. Αυτό που έλαβε χώρα το Σάββατο, και το οποίο μπορώ να συνοψίσω εν τάχει απ’ το γεγονός ότι οι φυλετικοποιημένοι κι οι λευκοί προλετάριοι βρέθηκαν πλάι-πλάι να καταστρέφουν πράγματα, συνοψίζει μια κατάσταση ανομίας, μια κατάσταση υπέρβασης που παρήχθησε κι επιθυμήθηκε απ’ το κίνημα έτσι όπως κατέληξε να είναι, και που για μια στιγμή κατήργησε τις διαιρέσεις μεταξύ των υποκειμένων. Λένε ότι «δεν πρόκειται να μας ακούσουν χωρίς βία», μα η «βία» φαίνεται να έχει γίνει αυτοσκοπός, καθώς πλέον δεν προβάλλεται κανένα αίτημα.
Την 1η Δεκεμβρίου, το κίνημα αυτό διέφυγε απ’ αυτούς που το ξεκίνησαν, και αυτοί που υποτίθεται πως θα ήταν απλοί κομπάρσοι βγήκαν στο προσκήνιο. Αν λέω ότι στο παρόν του στάδιο το κίνημα αυτό μεταφράζεται σε «πραγματική κίνηση», είναι επειδή όπως είναι τώρα φέρει όλες τις αντιφάσεις της τάξης, αντιφάσεις οι οποίες το κινούν, και έτσι το κίνημα βρίσκεται σε μια κατάσταση όπου το ανέφικτο του να βελτιώσει τη ζωή μας υπό το κεφάλαιο εξεράγει, φέρντοντας τη συνειδητοποίηση της ανυπόφορης φύσης της κατάστασής μας. Αυτό το ανέφικτο, το οποίο δημιουργεί αυτό που είμαστε κοινωνικά και το οποίο μας ορίζει πλήρως, είναι ακριβώς εκείνο που εμποδίζει την ύπαρξή μας· είναι εκείνο που πάντα αναγνωρίζαμε ως μια επαναστατική κατάσταση και νομίζουμε ότι κάτι τέτοιο συνέβη την 1η Δεκεμβρίου. Η δήλωση αυτή δεν φέρει καμία πρόβλεψη για το μέλλον.
Φιλικά,
Carbure
Απάντησή μας στο Carbure:
Η 12η Φεβρουαρίου του 2012 υπήρξε το αποκορύφωμα του κινήματος ενάντια στη λιτότητα στην Ελλάδα. Η διαμαρτυρία στην Αθήνα ίσως υπήρξε η μεγαλύτερη ως τώρα διαδήλωση στην ιστορία της μεταπολιτευτικές Ελλάδας, αμφισβητούμενη μόνο απ’ το αντιμακεδονικό συλλαλητηρίο του 1992 στη Θεσσαλονίκη (είναι ασαφές ποια απ’ τις δύο διαμαρτυρίες είχε περισσότερους διαδηλωτές, οι αριθμητικές εκτιμήσεις και για τις δύο είναι παραπλήσιες). Στις 12 Φεβρουαρίου 2012 είδα αναρχικούς με μαυροκόκκινες σημαίες ανεμειγμένους μ’ εθνικιστές μ’ ελληνικές σημαίες να μάχονται πλάι-πλάι ενάντια στους μπάτσους στους ίδιους δρόμους. Στις «ήρεμες» στιγμές μεταξύ των επιθέσεων των ΜΑΤ άκουσα εθνικιστές [μέλη του ΕΠΑΜ] μ’ ελληνικές σημαίες να συζητούν για την ανάγκη δημιουργίας λαϊκών πολιτοφυλακών για την προστασία των διαδηλωτών απ’ τους μπάτσους (φυσικά, οι ταραχές δεν συνεχίστηκαν τις επόμενες ημέρες, οπότε ευτυχώς δεν είδαμε αυτές τις εθνικιστικές πολιτοφυλακές να γίνονται πραγματικότητα). Στο σύνολο της περιόδου 2010-2012 με τις μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στη λιτότητα, σχεδόν κανένας μετανάστης δεν συμμετείχε στις διαμαρτυρίες. Οι μετανάστες ήταν απασχολημένοι με το να υπερασπίζουν τους εαυτούς τους απ’ τη Χρυσή Αυγή και τους μπάτσους και, φυσικά, οι μαχαιροβγάλτες της Χρυσής Αυγής που προβαίνουν στους ακτιβισμούς δεν είναι άνθρωποι με περιουσία και κάποιο ιδιαίτερο κοινωνικό στάτους, μα κυρίως άνθρωποι που «δεν έχουν τίποτα να χάσουν», προλετάριοι που υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους στην αγορά εργασίας σε καιρούς αυξημένης ανεργίας (ή, τουλάχιστον, αυτό νομίζουν ότι κάνουν). Οι «αγανακτισμένοι» δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ για τους μετανάστες, υπήρξαν ένα κίνημα Ελλήνων πολιτών που απαιτούσαν απ’ το ελληνικό κράτος να τους προστατεύσει απ’ τις φουρτούνες της παγκόσμιας αγοράς και τη διεθνή κρίση. Οι ταραχές στην Αθήνα εκείνης της περιόδου δεν έγιναν ποτέ με πρωτοβουλία των «αγανακτισμένων» της πλατείας Συντάγματος, οι οποίοι δεν υπήρξαν το σύνολο του κινήματος ενάντια στη λιτότητα αλλά μόλις ένα τμήμα του – ακόμη και πολλές τοπικές συνελεύσεις κατοίκων είχαν πολύ διαφορετικό χαρακτήρα απ’ αυτόν της πλατείας Συντάγματος. Οι μεγάλες ταραχές στην Αθήνα συνδέονταν άμεσα με τις διαδηλώσεις της εργατικής τάξης, με τις γενικές απεργίες εκείνης της περιόδου. Ζούμε σε μια γειτονιά με πολλούς μετανάστες, κυρίως απ’ την Αλβανία, το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές. Στη τοπική συνέλευση κατοίκων δεν συμμετείχε κανένας μετανάστης απ’ το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές, ακόμη και σχεδόν κανένας Αλβανός (οι Αλβανοί, όντας στη χώρα απ’ τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και με τα παιδιά τους να έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει εδώ, είναι πολύ καλύτερα ενσωματωμένοι στην ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος συγκριτικά με τις άλλες δύο εθνικότητες). Στη τοπική συνέλευση κατοίκων δεν υπήρχαν φασίστες: στη γειτονιά γενικά κυριαρχούν αριστερά κόμματα κι οργανώσεις. Συνεπώς, γιατί αυτή η απουσία των μεταναστών; Επειδή το πολιτικό περιεχόμενο δεν είχε να κάνει τίποτα μ’ αυτούς. Το περιεχόμενο της συνέλευσης ήταν πολιτικοποιημένο, δηλαδή κρατικοποιημένο, αφορούσε την πολιτική του ελληνικού κράτους: έξοδος απ’ τη ΕΕ, διαγραφή του ελληνικού χρέους, καμία ιδιωτικοποίηση δημόσιων υπηρεσιών (απ’ τις οποίες, η πλειοψηφία των μεταναστών, μη όντας πολίτες, ήταν εκ των πραγμάτων αποκλεισμένοι), καμία πώληση του εθνικού πλούτου σε ξένα κράτη ή ξένους ιδιώτες επενδυτές, κλπ. Σ’ αντίθεση με την εξέγερση του Δεκεμβρίου του 2008, κανένας μετανάστης δεν συμμετείχει στις ταραχές της περιόδου 2010-2012. Οι μόνοι μετανάστες που βρέθηκαν ποτέ στους «αγανακτισμένους» της πλατείας Συντάγματος και τις ταραχές του 2010-2012 ήταν μερικοί μετανάστες μικροπωλητές που προσπαθούσαν να βγάλουν τα προς το ζην πουλώντας ελληνικές σημαίες, μπουκαλάκια νερό, σάντουιτς, μάσκες του σκι και γυαλιά κολύμβησης στους διαδηλωτές.
Αυτό που προσπαθώ να πω, είναι ότι η εθνικοποίηση ενός αγώνα δεν αποτελεί απλώς το αποτέλεσμα της συμμετοχής της ακροδεξίας. Και ακόμη κι όταν μια εξέγερση ή ένα κίνημα ή οτιδήποτε δεν έχει ένα ορισμένοι αίτημα, συνεχίζει σίγουρα να έχει ένα γενικό περιεχόμενο ή χαρακτήρα. Οι ταραχές στις 12 Φεβρουαρίου 2012 δεν έθεσαν κανένα αίτημα, όμως το περιεχόμενο ή χαρακτήρας τους υπήρξε εκ των πραγμάτων εθνικός λόγω των διαδικασιών των δύο προηγούμενων ετών: η 12η Φεβρουαρίου υπήρξε η κορύφωση αυτών των κοινωνικών διαδικασιών. Το αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών ήταν η καλλιέργεια του εθνικισμού ακόμη και στους «ριζοσπαστικούς» πολιτικούς χώρους, όπως οι αναρχικοί. Η μια αναρχική συλλογικότητα μετά την άλλη ξεκίνησε να υιοθετεί μια αντιιμπεριαλιστική και λενινιστική ρητορική, με μερικούς ακόμη και να εκδίδουν «προγράμματα» για το απελευθερωμένο απ’ τα ιμπεριαλιστικά δεσμά ελληνικό κράτος και την οικονομία του ύστερα απ’ την «επανάσταση».
Ο εθνικός χαρακτήρας ενός αγώνα δεν πηγάζει απλώς από ένα μάτσο ακροδεξιούς που συμμετέχουν σ’ αυτόν, και συνεπώς αν οι ακροδεξιοί εκδιωχτούν απ’ τις διαμαρτυρίες θα ήταν τα πράγματα κομπλέ. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο η ακροδεξιοί διαδηλωτές άλλα το γεγονός, όπως παραδέχεσαι κι εσύ, ότι υπήρξαν ρατσιστές πλάι-πλάι με «απλούς» λευκούς προλετάριους. Ακόμη κι αν οι μεσαίες τάξεις κι η μικροαστική τάξη αποχωρήσει απ’ τις διαμαρτυρίες λόγων της βίας των ταραχών, αυτό δεν σημαίνει ότι ο εθνικισμός κι ο λαϊκισμός αποχώρησαν μαζί τους, το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό. Το ζήτημα δεν είναι απλώς η ταξική σύνθεση ενός κινήματος, αλλά το περιεχόμενό του. Τα δύο αυτά φυσικά συνδέονται, δεν πρόκειται όμως για μια άμεση σύνδεση, υπάρχουν μεσολαβήσεις.
Ο Αλτουσέρ έγραψε ότι «δεν είναι οι κομμουνιστικές ιδέες, μα το γενικό κίνημα της τάξικης πάλης του προλεταριάτου ενάντια στους καπιταλιστές εκείνο που χαράσει τον δρόμο για τον κομμουνισμό, ο οποίος αποτελεί μια “πραγματική κίνηση”. Η επιρροή των ιδεών γίνεται αισθητή μόνο υπό ιδεολογικούς και πολιτικούς όρους που εκφράζουν μια δεδομένη ισορροπία ταξικών δυνάμεων: είναι αυτή η ισορροπία δυνάμεων, και οι πολιτικές κι ιδεολογικές επιδράσεις της, εκείνη η οποία καθορίζει την αποτελεσματικότητα των “ιδεών” σε “τελευταία ανάλυση”» (Λουί Αλτουσέρ, «Marx in his Limits» στο Philosophy of the Encounter: Later Writings, 1978-1987, εκδόσεις Verso, 2006, σελ. 47). Κοιτώντας τα γεγονότα στη Γαλλία από τα έξω, θεωρούμε ότι οι ιδέες που φτάνουν ως εδώ σ’ εμάς είναι οι κυρίαρχες ιδέες, και ότι οι ιδέες αυτές εκφράζουν μια ορισμένη ισορροπία ταξικών δυνάμεων. Αν οι ιδέες αυτές είναι πράγματι οι κυρίαρχες, τότε το μόνο που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι ότι η ισορροπία δυνάμεων που εκφράζουν όχι απλώς δεν ευνοούν την επανάσταση, αλλά ότι δεν ευνοούν καν κάτι που θα μπορούσε ν’ αποκαλεστεί «προοδευτικό». Αν οι ιδέες αυτές είναι πράγματι οι κυρίαρχες, αν εκφράζουν πράγματι μια ορισμένη ισορροπία ταξικών δυνάμεων, τότε ο λαϊκισμός κι ο εθνικισμός έχουν ήδη νικήσει στη Γαλλία, όπως κι εδώ, και στην Ισπανία, την Ιταλία, την Ουκρανία, την Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι οι πληροφορίες κι οι ιδέες που φτάνουν εδώ σ’ εμάς αναφορικά με τα «κίτρινα γιλέκα» είναι διαστρεβλωμένες, ώστε να υπάρχει ακόμη ελπίδα στη Γαλλία για τη τρέχουσα περίοδο. Και η μεγαλύτερή μας ελπίδα είναι ο κόσμος των banlieues [υποβαθμισμένα γαλλικά προάστια που κατοικούν κυρίως μετανάστες] να βγουν στις ταραχές.
Συντροφικά,
alertacomunista