Στον καλά γνωστό μα συχνά παραμελημένο επίλογο του Βιβλίου Ι του Πλούτου των Εθνών, ο Άνταμ Σμιθ όρισε τα συμφέροντα των «τριών μεγάλων, πρωταρχικών και συστατικών τάξεων κάθε πολιτισμένης κοινωνίας», δηλαδή εκείνων που ζουν απ’ τη γαιοπρόσοδο, εκείνων που ζουν από μισθούς και εκείνων που ζουν από το κέρδος (Άνταμ Σμιθ, Έρευνα για τη Φύση και τις Αιτίες του Πλούτου των Εθνών, εκδόσεις Το Βήμα/Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 2010, σελ. 312). Ο Σμιθ ισχυρίστηκε πως τα συμφέροντα των δύο πρώτων τάξεων συμπίπτουν με το γενικό συμφέρον της κοινωνίας επειδή, σύμφωνα με την ανάλυσή του, η πραγματική αξία τόσο της γαιοπροσόδου όσο και των μισθών αυξάνεται με την ευημερία και μειώνεται με την οικονομική ύφεση της κοινωνίας. Αφετέρου, τα συμφέροντα εκείνων που λαμβάνουν κέρδος είναι διαφορετικά, μέχρι και αντίθετα, μ’ αυτό το γενικό κοινωνικό συμφέρον, επειδή η διεύρυνση της αγοράς κι ο περιορισμός του ανταγωνισμού συμφέρει πάντα τους εμπόρους και τους βιομηχάνους. Και ενώ «[η] διεύρυνση της αγοράς ενδέχεται συχνά να συμβαδίζει σε σημαντικό βαθμό με τα συμφέροντα της κοινωνίας […] ο περιορισμός του ανταγωνισμού είναι πάντα αντίθετος με αυτά, και το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να δώσει στους επιχειρηματίες τη δυνατότητα να επιβάλουν, για δικό τους λογαριασμό, έναν αυθαίρετο φόρο επί των άλλων συμπολιτών τους, μέσω της αύξησης των κερδών τους πάνω από τα φυσικά τους επίπεδα» (ό.π., σελ. 314).
Αυτοί που βγάζουν κέρδος δεν έχουν μόνο ένα συμφέρον αντίθετο από το γενικό συμφέρον. Έχουν επίσης μια καλύτερη γνώση του συμφερόντος τους και μεγαλύτερη δύναμη κι αποφασιστικότητα στην επιδίωξη του συμφερόντος τους απ’ ότι εκείνοι που ζουν είτε από γαιοπρόσοδο είτε από μισθούς. Η οκνηρία των γαιοκτημόνων, «που είναι το φυσικό αποτέλεσμα της άνεσης και της ασφάλειας της κατάστασής τους, πολύ συχνά τους κάνει όχι μόνο να αγνοούν τις συνέπειες που είναι δυνατόν να έχει μια γενική ρύθμιση, αλλά και ανίκανους να κάνουν τους συλλογισμούς που απαιτούνται προκειμένου να προβλέψουν και να κατανοήσουν αυτές τις συνέπειες» (ό.π., σελ. 313). Όσο για τον μισθωτό, «αδυνατεί να αντιληφθεί αυτά τα συμφέροντα ή να κατανοήσει τη συσχέτισή τους με τα δικά του» (ό.π.). Επιπλέον, στις δημόσιες συζητήσεις, «η φωνή του ακούγεται λίγο και τυχαίνει μιας ακόμα μικρότερης προσοχής, εκτός από κάποιες ειδικές περιπτώσεις, όταν οι κραυγές του εμψυχώνονται, κατευθύνονται και υποστηρίζονται από τους εργοδότες του, που προσβλέπουν στα δικά τους ειδικά συμφέροντα» (ό.π.). Αφετέρου, εκείνοι που λαμβάνουν κέρδος, ιδίως εκείνοι που απασχολούν τη μεγαλύτερη ποσότητα κεφαλαίου, λόγω του πλούτου τους τραβούν το μεγαλύτερο μερίδιο της κοινής γνώμης. Επιπλέον, καθώς στο σύνολο της ζωής τους εμπλέκονται σε σχέδια και προγράμματα, έχουν μια οξύτερη κατανόηση του ιδιαίτερου συμφερόντος τους απ’ ότι οι άλλες τάξεις της κοινωνίας.
Ο Πλούτος των Εθνών είναι ένα «νομοθετικό» έργο, και ο σκοπός αυτής της «ταξικής ανάλυσης» ήταν να προειδοποιήσει τον ηγεμόνα για τους κινδύνους που ενέχονταν στην ακολούθηση των οδηγιών και στην υπόκηψη των πιέσεων των εμπόρων και των μεγάλων βιομηχάνων. Ως κεφαλή του «εθνικού νοικοκυριού», ο ηγεμόνας θα έπρεπε αντ’ αυτού να ενισχύσει την κυριαρχία της αγοράς επί της κοινωνίας των πολιτών, επιτυγχάνοντας συνεπώς τον διπλό στόχο της περισσότερο αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης και της μεγαλύτερης ευημερία του έθνους.
Ο σκοπός μας εδώ δεν είναι να αξιολογήσουμε την ορθότητα των συμβουλών που δίνει ο Σμιθ προς τον «εθνικό νοικοκύρη» ή την ορθότητα της ουσιώδους ανάλυσης στην οποία οι συμβουλές αυτές βασίζονται. Αντ’ αυτού, θέλουμε να υποδείξουμε τις πτυχές εκείνες της ανάλυσής του που μπορεί να θεωρηθούν ως παραδειγματικές της πολιτικής οικονομίας και που αναπαράγονται στις σύγχρονες ταξικές αναλύσεις.
Πρώτον, η τριμερής κοινωνική τάξη πραγμάτων για την οποία μιλούσε ήταν εκείνη ενός ιδιαίτερου είδους κοινωνίας· μια κοινωνία που οριζόταν από την εδαφική εμβέλεια ενός ορισμένου ηγεμόνα ή κράτους. Τέτοια ήταν τα κράτη της Ευρώπης όπως είχαν σχηματιστεί ή σχηματίζονταν εντός αμοιβαία αποκλειόμενων πεδίων και λειτουργώντας εντός ενός διακρατικού συστήματος.
Δεύτερον, οι κοινωνικές του τάξεις ορίζονταν στη βάση σχέσεων ιδιοκτησίας. Για τον Σμιθ, η ιδιοκτησία γης, κεφαλαίου κι εργασιακής δύναμης ορίζει τις τρεις μεγάλες τάξεις της κοινωνίας. Μεταξύ των ιδιοκτητών κεφαλαίου, ξεχωρίζει εκείνο που σήμερα θ’ αποκαλούσαμε μια «φραξιά» του κεφαλαίου (εμπόρους και μεγαλοβιομήχανους) και της προσφέρει ειδική μεταχείριση λόγω της πολιτικοοικονομικής της ισχύος, της μεγαλύτερης αυτοσυνείδησής της για τα συμφέροντά της, και της αντίθεσης των συμφερόντων της με τη γενική κοινωνική ευημερία.
Τρίτον, τα συμφέροντα καθεμιάς απ’ αυτές τις κοινωνικές τάξεις αναγνωρίζονταν με την κατάστασή της στην αγορά· δηλαδή, τόσο οι ανταγωνιστικές ευκαιρίες τους στην μεταξύ τους σχέση ως τάξεις (και των ατόμων εντός της κάθε τάξης με τα άτομα της άλλης τάξης), και του κόστους και του όφελους της μονοπωλιακής δύναμης εντός των αγορών για καθεμία απ’ αυτές, κατανοημένη ως περιορισμός εισόδου στην αγορά. Στον Πλούτο των Εθνών, ο Σμιθ περιόρισε το υποκειμενικό έδαφος της συλλογικής δράσης μιας τάξης σ’ αυτά τα συμφέροντά της στην αγορά. Η μονοπωλιακή εξουσία στις αγορές προϊόντων καθώς και στις αγορές παρόγοντων παραγωγής ανιχνευόταν στη δημιουργία ανεκτικότητας προς τους περιορισμούς εισόδου στις αγορές, απ’ την πλευρά του ηγεμόνα/κράτους.
Τέταρτον, οι σχέσεις της αγοράς ορίστηκαν εντός ή μεταξύ εθνικών οικονομικών χώρων. Οι ταξικές συγκρούσεις κι ευθυγραμμίσεις περιορίστηκαν συνεπώς σε αγώνες για επιρροή/έλεγχο των κρατικών πολιτικών εντός κάθε μεμονωμένου κράτους. Με άλλα λόγια, η μονάδα της ανάλυσης ήταν το έθνος-κράτος, το οποίο καθόριζε τόσο το πλαίσιο όσο και το αντικείμενο των ταξικών αντιφάσεων.
Πέμπτον, προϋποτέθηκε μια «σχετική αυτονομία» των κρατικών δράσεων σε σχέση με ταξικά συμφέροντα και τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων. Η θέσπιση νόμων και ρυθμίσεων απ’ το κράτος συνεχώς εντοπιζόταν στη δύναμη και την επιρροή ορισμένων τάξεων ή «φραξιών» αυτών των τάξεων. Όμως, ο ηγεμόνας θεωρούνταν να βρίσκεται σε μια θέση όπου μπορούσε να αποστασιοποιηθεί από κάθε συγκεκριμένο συμφέρον ώστε να προωθήσει κάποια μορφή γενικού συμφέροντος, αντικατοπτρίζοντας ή/και δημιουργώντας μια συναίνεση γύρω απ’ αυτό το γενικό συμφέρον.
Αν αντιπαραβάλλουμε αυτό το αναλυτικό πλαίσιο μ’ εκείνο που σχετίζεται με την κριτική της πολιτικής οικονομίας (δηλαδή, της πολιτικής οικονομίας του Σμιθ και άλλων κλασσικών οικονομολόγων) του Καρλ Μαρξ, παρατηρούμε δύο σημαντικές μετατοπίσεις στην εστίαση: αφενός, μια μετατόπιση από τους κρατικά ορισμένους οικονομικούς όρους, και αφετέρου μια μετατόπιση από την αγορά προς τον εργασιακό χώρο.
Η πρώτη μετατόπιση συνεπάγεται ότι η αγορά δεν αντικρύζεται πλέον σαν περιφραγμένη εντός κάθε μεμονωμένου έθνους-κράτους (ή «ενσωματωμένη» εντός κάθε έθνους-κράτους) ως ένας ανεξάρτητος οικονομικός χώρος, και ότι η παγκόσμια οικονομία δεν γινόταν πλέον αντιληπτή ως μια διακρατική οικονομία που συνέδεε διακριτούς οικονομικούς χώρους. Αντ’ αυτού, τα έθνη-κράτη αντιμετωπίζονταν ως δικαιοδοτικές αξιώσεις εντός μιας μοναδιαίας παγκόσμιας αγοράς. Επηρεάζοντας την κοινωνικοποίηση της εργασίας σε παγκόσμια κλίμακα, η παγκόσμια αγορά καθόριζε το γενικότερο πλαίσιο των ταξικών αντιφάσεων και συνεπώς των ταξικών αγώνων της καπιταλιστικής κοινωνίας, την οποία ο Μαρξ προσδιόρισε μέσω των συστατικών της τάξεων, την αστική τάξη και το προλεταριάτο:
Το παγκόσμιο εμπόριο και η παγκόσμια αγορά εγκαινιάζουν στο 16ο αιώνα τη νεότερη ιστορία της ζωής του κεφαλαίου. (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2002, σελ. 159)
Η παγκόσμια αγορά έδωσε μια απέραντη ανάπτυξη στο εμπόριο, στη ναυτιλία, στα μέσα συγκοινωνίας της ξηράς. Αυτή η ανάπτυξη με τη σειρά της επέδρασε στην επέκταση της βιομηχανίας. Και στον βαθμό που επεκτεινόταν η βιομηχανία, το εμπόριο, η ναυτιλία, οι σιδηρόδρομοι, στον ίδιο βαθμό αναπτυσσόταν η αστική τάξη, αύξανε τα κεφάλαιά της, απωθούσε στο περιθώριο όλες τις τάξεις που κληροδότησε ο μεσαίωνας. (Μαρξ & Ένγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» στο Μαρξ & Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος πρώτος, εκδόσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 21-22)
Αυτό δεν ήταν ένα απλό ζήτημα εμπορικών σχέσεων μεταξύ κυρίαρχων κρατών. Αντ’ αυτού, η αναπτυσσόμενη αστική τάξη
[α]ναγκάζει όλα τα έθνη να δεχτούν τον αστικό τρόπο παραγωγής, αν δεν θέλουν να χαθούν. Τα αναγκάζει να εισάγουν στη χώρα τους τον λεγόμενο πολιτισμό, δηλαδή να γίνουν αστοί. Με μια λέξη, δημιουργεί έναν κόσμο «κατ’ εικόνα της». (ό.π., σελ. 25)
Ο κόσμος λοιπόν που δημιουργήθηκε χαρακτηριζόταν από μια υψηλά διαστρωμένη δομή κυριαρχίας, και είχε περισσότερα απ’ τα συμφέροντα στην αγορά σαν υποκειμενικό έδαφος για συλλογική δράση:
Όπως εξάρτησε την ύπαιθρο από την πόλη, έτσι εξάρτησε τα βάρβαρα και τα μισοβάρβαρα έθνη από τα πολιτισμένα, τους αγροτικούς λαούς από τους αστικούς λαούς, την Ανατολή από τη Δύση. (ό.π.)
Η δεύτερη μετατόπιση συνεπάγεται ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο μεγάλων τάξεων στις οποίες, σύμφωνα με τον Μαρξ, τείνει να διαχωρίζεται η αστική κοινωνία ως όλον, η αστική τάξη και το προλεταριάτο, δεν ανιχνεύονταν πλέον σε σχέσεις στις αγορές προϊόντων ή παραγόντων παραγωγής, αλλά σε σχέσεις στην παραγωγή. Ο Σμιθ, για να ορίσει τα συμφέροντα του έθνους και των συστατικών του τάξεων, απομακρύνεται απ’ το εργοστάσιο παραγωγής καρφιτσών, το παράδειγμα με το οποίο ξεκινά τον Πλούτο των Εθνών, και ακολουθεί την αλληλεπίδραση της προσφοράς και της ζήτησης στην αγορά, και την αλληλεπίδραση των ταξικών συμφερόντων στην εθνική πολιτική αρένα. Ο Μαρξ στην κριτική του της πολιτικής οικονομίας ακολουθεί την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν απομακρυνόμαστε απ’ τον χώρο παραγωγής μα απ’ τη θορυβώδικη σφαίρα της αγοράς (και, μπορούμε να προσθέσουμε, την πολιτική αρένα) «που βρίσκεται στην επιφάνεια και είναι προσιτή σ’ όλα τα μάτια» και ακολουθούμε τον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής και τον κάτοχο εργασιακής δύναμης «στον απόκρυφο τόπο της παραγωγής, που στο κατώφλι του είναι γραμμένο: “Απαγορεύεται η είσοδος εις τους μη έχοντας εργασία”» (Καρλ Μαρξ, ό.π., σελ. 188). Σ’ αυτόν τον απόκρυφο τόπο της παραγωγής, ο Μαρξ ανακάλυψε δύο αρκετά αντιφατικές τάσεις που συνεπάγονταν δύο αρκετά διαφορετικά σενάρια ταξικής πάλης και κοινωνικού μετασχηματισμού.
Η πρώτη τάση ήταν αυτή στην οποία γενικά δίδεται έμφαση στην μετά τον Μαρξ μαρξιστική βιβλιογραφία: ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι στην αγορά η σχέση μεταξύ των ιδιοκτητών μέσων παραγωγής και των ιδιοκτητών εργασιακής δύναμης εμφανίζεται σαν μια σχέση μεταξύ ίσων, με την έννοια ότι τα εμπορεύματα που φέρνουν στην αγορά τείνουν ν’ ανταλλάζονται στο πλήρες κόστος παραγωγής/αναπαραγωγής τους (κάτι το οποίο, φυσικά, δεν ισχύει πάντα ή ακόμα και τις περισσότερες φορές), η σχέση θα παραμείνει θεμελιακά άνιση. Κι αυτό λόγω των μακροπρόθεσμων επιδράσεων της καπιταλιστικής παραγωγής στη σχετική αξία και τη σχετική διαπραγματευτική ισχύ του κεφαλαίου και της εργασίας. Δηλαδή, η καπιταλιστική παραγωγή βλέπεται σαν μια διαδικασία που τείνει να μειώνει την αξία της εργασιακής δύναμης (το πραγματικό κόστος αναπαραγωγής της) και ταυτοχρόνως να υπονομεύει τη διαπραγματευτική ισχύ των κατόχων της, ώστε τα οφέλη της μείωσης του κόστους αναπαραγωγής της εργασίας τείνουν να κατευθύνονται πλήρως στο κεφάλαιο.
Αυτή η τάση θέτει προφανώς προβλήματα πραγματοποίησης στην αναπτυσσόμενη μάζα υπερεργασίας που το κεφάλαιο ιδιοποιείται στην παραγωγή. Αυτά τα προβλήματα περιοδικά εκδηλώνονται σε κρίσεις υπερπαραγωγής και υπερβαίνονται αφενός
καταστρέφοντας αναγκαστικά μάζες από παραγωγικές δυνάμεις. Αφετέρου, κατακτώντας [η αστική τάξη] καινούριες αγορές και εκμεταλλευόμενη πιο βαθιά τις παλιές. Πως λοιπόν; Προετοιμάζοντας πιο ολόπλευρες και πιο τεράστιες κρίσεις και ελαττώνοντας τα μέσα για να προλαβαίνει τις κρίσεις. (Μαρξ & Ένγκελς, ό.π., σελ. 27)
Απ’ αυτό θα φαινόταν πως η άνιση σχέση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου που αναπαράγεται και μεγενθύνεται διαρκώς στον χώρο παραγωγής, οδηγεί το κεφάλαιο είτε σε αυτοκαταστροφή στην αγορά είτε σε μια μεγαλύτερη ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας, τόσο εκτατικά (εντάξεις στην αγορά) όσο και εντατικά. Δεδομένης της περατότητας της υφηλιού, όσο πιο απόλυτη είναι αυτή η ανάπτυξη, τόσο μεγαλύτερη είναι η αυτοκαταστροφικότητα του κεφαλαίου.
Σ’ αυτό το σενάριο, η εργασία δεν παίζει κανέναν ρόλο στην επιτάχυνση των καπιταλιστικών κρίσεων, πέρα από μ’ έναν αρνητικό τρόπο· είναι η αναπτυσσόμενη καθυπόταξή της στον τόπο της παραγωγής κι η επακόλουθη εξασθένιση της διαπραγματευτικής της ισχύος στην αγορά που τελικά ευθύνονται για το ξέσπασμα της «επιδημίας της υπερπαραγωγής», όπως την αποκάλεσε ο Μαρξ. Η εργασία, ή η κοινωνική της προσωποποίηση, το προλεταριάτο, παίζει έναν ενεργητικό ρόλο μόνο στον μετασχηματισμό αυτής της αυτοκαταστροφικότητας του κεφαλαίου σε πολιτική επανάσταση. Η αυξανόμενη επισφάλεια των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης προτρέπει τους προλετάριους να σχηματίσουν ενώσεις ενάντια στην αστική τάξη.
Από καιρό σε καιρό, οι εργάτες νικούν, μα η νίκη τους είναι παροδική. Το πραγματικό αποτέλεσμα των αγώνων τους δεν είναι η άμεση επιτυχία, αλλά η συνένωση των εργατών που ολοένα επεκτείνεται. […] Αυτή η οργάνωση των προλετάριων σε τάξη και επομένως σε πολιτικό κόμμα, διασπάται κάθε στιγμή από τον συναγωνισμό που υπάρχει ανάμεσα στους ίδιους τους εργάτες. Ξαναγεννιέται όμως, όλο και πιο δυνατή, πιο στέρεη, πιο ισχυρή. […] Γενικά, οι συγκρούσεις μέσα στην παλιά κοινωνία ευνοούν με πολλούς τρόπους την πορεία ανάπτυξης του προλεταριάτου. Η αστική τάξη βρίσκεται σε κατάσταση αδιάκοπου αγώνα: πρώτα, ενάντια στην αριστοκρατία. Αργότερα, ενάντια σ’ εκείνες τις ομάδες της ίδιας της αστικής τάξης που τα συμφέροντά τους έρχονται σε αντίθεση με την πρόοδο της βιομηχανίας. Και πάντα, ενάντια στην αστική τάξη όλων των άλλων χωρών. Σε όλους αυτούς τους αγώνες, βρίσκεται υποχρεωμένη να κάνει έκκληση στο προλεταριάτο, να ζητάει τη βοήθειά του και να το τραβάει έτσι στην πολιτική κίνηση. (ό.π., σελ. 30-31)
Ωστόσο, όπως υπαινιχτήκαμε, πλάι σ’ αυτό το σενάριο ο Μαρξ πρότεινε κι ένα άλλο, το οποίο εξελίσσεται αρκετά διαφορετικά. Τόσο στο Μανιφέστο όσο και στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ είπε ότι πλάι στην αναπτυσσόμενη μάζα εξαθλίωσης, καταπίεσης και αποσύνθεσης, αναπτύσσεται επίσης κι η δύναμη της εργατικής τάξης, όχι τόσο ως αποτέλεσμα της πολιτικής οργάνωσης που στοχεύει ν’ αντισταθμίσει τη δομική της αδυναμία, μα αντ’ αυτού ως αποτέλεσμα της ίδιας της διαδικασίας της καπιταλιστικής παραγωγής.
Μαζί με τη διαρκή ελάττωση του αριθμού των μεγιστάνων του κεφαλαίου […] αυξάνει η μάζα της αθλιότητας, της καταπίεσης, της υποδούλωσης, του εκφυλισμού, της εκμετάλλευσης, αλλά αυξάνει μαζί και η αγανάκτηση της εργατικής τάξης, που διαρκώς πληθαίνει και που διαπαιδαγωγείται, συνενώνεται και οργανώνεται απ’ αυτόν τον ίδιο τον μηχανισμό του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής. (Μαρξ, ό.π., σελ. 787)
Ο ουσιαστικός όρος για την ύπαρξη και για την κυριαρχία της αστικής τάξης είναι η συσσώρευση του πλούτου στα χέρια ιδιωτών, ο σχηματισμός και η αύξηση του κεφαλαίου. Η προϋπόθεση του κεφαλαίου είναι η μισθωτή εργασία. Η μισθωτή εργασία στηρίζεται αποκλειστικά στο συναγωνισμό ανάμεσα στους ίδιους τους εργάτες. Η πρόοδος της βιομηχανίας, που η αστική τάξη είναι ο άβουλος και παθητικός της φορέας, βάζει στη θέση της απομόνωσης των εργατών με το συναγωνισμό, την επαναστατική τους συνένωση με την οργάνωση. Έτσι, με την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας αφαιρείται κάτω από τα πόδια της αστικής τάξης το έδαφος που πάνω στη βάση του παράγει και ιδιοποιείται τα προϊόντα. (Μαρξ & Ένκελς, ό.π., σελ. 34)
Εδώ, συνεπώς, η ενδυνάμωση της εργασίας στον χώρο εργασίας είναι η αιτία της κρίσης του κεφαλαίου.
Όπως γνωρίζουμε, ο Μαρξ ποτέ δεν κατάφερε να συμφιλιώσει αυτές τις δύο αντιφατικές τάσεις που ανακάλυψε στον τόπο της παραγωγής, πολλώ δε μάλλον να επεξεργαστεί πλήρως και συστηματικά όλες τις συνεπαγωγές τους για την ανάλυση των ταξικών αντιφάσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αντ’ αυτού, ο Μαρξ σε κάποια απ’ τα ιστορικά του γραπτά, και πολλοί ακολουθητές του στα θεωρητικά τους γραπτά, παράτησαν την κριτική της πολιτικής οικονομίας και οπισθοχωρήσαν στο σμιθιανό παράδειγμα ταξικής ανάλυσης, αναβιώνοντας την πολιτική οικονομία αντί να ολοκληρώσουν την κριτική της.
Στην περίπτωση του Μαρξ, αυτή η οπισθοχώρηση είναι περισσότερο εμφανής στο γραπτά του για τη ταξική πάλη στη Γαλλία, στα οποία τα ταξικά συμφέροντα ορίζονταν με τους όρους ενός εθνικού πολιτικού οικονομικού χώρου, και το τι συμβαίνει στον τόπο της παραγωγής δεν εισέρχεται ποτέ στην περιγραφή. Προφανώς, ο ίδιος ο Μαρξ θεωρούσε ότι η μετατόπιση της εστίασης που προωθούσε για την ανάλυση των συνολικών, μακροπρόθεσμων τάσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας είχε μια περιορισμένη συνάφεια με τη συγκεκριμένη ανάλυση μιας συγκεκριμένης στιγμής της ταξικής πάλης σ’ ένα σχετικά χαμηλό στάδιο ανάπτυξης αυτών των τάσεων.
Επιπλέον, ακόμη και σε θεωρητικό επίπεδο, η μετατόπιση της εστίασης απ’ τη θορυβώδικη σφαίρα της πολιτικής οικονομίας δεν συνεπάγεται καμία υποτίμηση του έθνους-κράτους ως τον κύριο τόπο της πολιτικής εξουσίας, δηλαδή, του μονοπωλίου της νόμιμης χρήσης βίας επί μιας δεδομένης επικράτειας. Αυτή η ενσωματωμένη στα έθνη-κράτη εξουσία, όποια κι αν είναι η καταβολή της, μπορεί προφανώς να χρησιμοποιηθεί, και πράγματι γενικά χρησιμοποιείται, ταυτόχρονα προς δύο κατευθύνσεις: σαν ένα επιθετικό/αμυντικό όργανο του εσωκαπιταλιστικού ανταγωνισμού στην παγκόσμια οικονομία, και σαν ένα επιθετικό/αμυντικό όργανο της ταξικής πάλης σ’ εθνικό επίπεδο. Είναι αλήθεια, αφενός η αναπτυσσόμενη πυκνότητα και αλληλοσύνδεση των παγκόσμιων οικονομικών δικτύων, και αφετέρου ο εκτοπισμός των ταξικών αντιφάσεων απ’ την αγορά στον χώρο εργασίας, τελικά θα καθιστούσε τα έθνη-κράτη «ξεπερασμένα» κι απ’ τις δύο απόψεις. Ωστόσο, περιγράφοντας αυτή τη τάση, ο Μαρξ όριζε μόνο την κατάσταση που η καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία θα προσέγγιζε ασυμπτωτικά πολύ μακροπρόθεσμα. Όσο περισσότερο απείχε η ταξική πάλη απ’ την προβαλλόμενη ασύμπτωτη, τόσο περισσότερο θα λάμβανε έναν πολιτικό/εθνικό χαρακτήρα. Ακόμη και το προλεταριάτο, η τάξη που κατά την άποψή του δεν είχε ούτε χώρα ούτε εθνικότητα, έπρεπε πρώτα απ’ όλα να δώσει μια εθνική πάλη:
Μα μια και το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη, να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και σε καμία περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης. (Μαρξ & Ένγκελς, ό.π., σελ. 40-41)
Η εμπειρική οπισθοχώρηση του Μαρξ προς την πολιτική οικονομία, ωστόσο, δεν συνεπάγοταν μια αντίστοιχη οπισθοχώρηση στο θεωρητικό επίπεδο. Απλώς συνεπάγοταν μια αναγνώριση της απόστασης που διαχώριζε της ιστορικές συνθήκες της Ευρώπης του 19ου αιώνα απ’ τις ασυμπτωτικές συνθήκες που προβάλλονται στο Μανιφέστο και το Κεφάλαιο.
Ωστόσο, στην οπισθοχώρηση/αναβίωση της πολιτικής οικονομίας από τους μετά τον Μαρξ μαρξιστές, υπονοούνταν πολλά περισσότερα απ’ αυτό. Το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό των θεωριών του χρηματοπιστωτισμού και του μονοπωλιακού κεφαλαίου, του ιμπεριαλισμού και του κρατικού καπιταλισμού, που ξεκίνησαν ν’ αναπτύσσονται με την αλλαγή του αιώνα [απ’ τον 19ο στον 20ό] κι αργότερα συντέθηκαν σε μορφή κανόνα απ’ τον Λένιν, είναι ότι μας πηγαίνουν πίσω στη θορυβώδικη σφαίρα των σχέσεων της πολιτικής οικονομίας. Οι κύριες ενασχολήσεις τους είναι οι μορφές του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, και οι ταξικές αντιφάσεις που αναγνωρίζονται είναι εκείνες που ορίζονται με όρους συμφερόντων στην αγορά και κρατικής εξουσίας. Είτε πολλά απ’ αυτά τα αναπτύγματα δικαιολογούνται είτε δεν δικαιολογούνται με τους όρους των πολιτικών στρατηγικών της εποχής, εδώ ενδιαφερόμαστε με την εξύψωσή τους απ’ τους επιγόνους [του Μαρξ] σε θεωρητικές προόδους αντί για πραγματίστικες οπισθοχωρήσεις απ’ την κριτική της σμιθιανής πολιτικής οικονομίας του Μαρξ.
Αυτή η θεωρητική οπισθοχώρηση στην πολιτική οικονομία είχε μια δικαιολόγηση στις τάσεις που έφτασαν να χαρακτηρίσουν την καπιταλιστική κοσμοοικονομία γύρω στην αλλαγή του αιώνα [απ’ τον 19ο στον 20ό αιώνα]. Η αναπτυσσόμενη ενότητα της παγκόσμιας αγοράς που προϋπόθετε η παραδειγματική μετατόπιση του Μαρξ ξεκίνησε να υπονομεύεται από την εκ νέου ανάδυση των κρατικών προστατευτικών/μερκαντιλιστικών πολιτικών. Οι πολιτικές αυτές αυξανόμενα μεταφέραν τον παγκόσμιο καπιταλιστικό ανταγωνισμό απ’ το πεδίο των σχέσεων μεταξύ των επιχειρήσεων στο πεδίο των σχέσεων μεταξύ των κρατών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να έρθει στο προσκήνιο ο πόλεμος κι η εθνική/αυτοκρατορική αυτάρκεια, και με πραγματίστικους όρους αυτό διαμόρφωσε το σενάριο της κοσμοοικονομίας. Μ’ αυτή τη τάση συνδεόταν η υψηλή συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου, χαρακτηριστική των περισσότερων εκ των νέων ηγετικών/κεντρικών τομέων της οικονομικής δραστηριότητας, που οδήγησε σε μια αναβίωση πρακτικών, συχνά με τη στήριξη της κρατικής εξουσίας, που περιόριζαν τον ανταγωνισμό εντός των εθνικών/αυτοκρατορικών τμημάτων στα οποία χωριζόταν η κοσμοοικονομία. Τα κράτη οπότε επιστρέψαν στο προσκήνιο της κοσμοοικονομικής ζωής, και το μονοπώλιο διαμέσου του ηγεμόνα έγινε ξανά το κεντρικό ζήτημα γύρω απ’ το οποίο περιστρέφονταν οι συγκρούσεις κι οι ευθυγραμμίσεις μεταξύ των τάξεων και των φραξιών τους. Αυτή η κατάσταση, η οποία σε γενικές γραμμές χαρακτήριζε το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, αναμφισβήτητα δικαιολόγησε μια αναβίωση της πολιτικής οικονομίας ως το πιο συναφές θεωρητικό πλαίσιο για βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες αναλύσεις των ταξικών αντιφάσεων και συγκρούσεων.
Δεν πρέπει οπότε να μας εκπλήσσει που η αντίληψη των ταξικών συγκρούσεων και συμμαχιών που προώθησε ο Λένιν ταιριάζουν θεωρητικά καλύτερα στο σμιθιανό παρά στο μαρξικό παράδειγμα: η μονοπωλιακή δύναμη μιας «φραξιάς» του κεφαλαίου (χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και μεγάλη βιομηχανία, σ’ αντίθεση με τους εμπόρους και τους μεγάλους βιοτέχνες του Σμιθ που απασχολούν μεγάλα κεφάλαια) απομονώνεται ως ο κύριος καθοριστικός παράγοντας της σπατάλης και της εκμετάλλευσης, καθώς και διιμπεριαλιστικών αντιπαλοτήτων και πολέμων (η εχθρότητα μεταξύ των εθνών, στη διάλεκτο του Σμιθ). Έπεται πως όλες οι «λαϊκές τάξεις», συμπεριλαμβανομένων των μη-μονοπωλιακών φραξιών του κεφαλαίου, μπορούν να κινητοποιηθούν απ’ το κόμμα του προλεταριάτου (τον «νέο ηγεμόνα», όπως θα έλεγε ο Γκράμσι), για να αποσπάσουν την πολιτική εξουσία απ’ τις μονοπωλιακές φραξιές του κεφαλαίου – μια συνταγή ανάλογη με την πρόταση του Σμιθ ότι ο πεφωτισμένος ηγεμόνας μπορούσε να υπολογίζει στη στήριξη όλων των άλλων τάξεων της κοινωνίας στην επιδίωξη του γενικού συμφέροντος ενάντια στα ιδιαίτερα συμφέροντα των μεγάλων εμπόρων και βιοτεχνών.
Ωστόσο, αυτά δεν ήταν όλα όσα περιλαμβάνονταν στη θεωρητική οπισθοχώρηση των μαρξιστών προς την πολιτική οικονομία. Ο μονοπωλιακός καπιταλισμός κι ο ιμπεριαλισμός δεν αντιμετωπίστηκαν όπως τελικά αποδείχτηκαν να είναι – μια κυκλική αναβίωση μερκαντιλιστικών πολιτικών που συνδέονταν με την κρίση της βρετανικής παγκόσμιας οικονομίας και με τις εντεινόμενες τάσεις προς υπερπαραγωγή. Αν αντιμετωπίζονταν μ’ αυτό τον τρόπο, η οπισθοχώρηση στην πολιτική οικονομία θα συνεπάγοταν απλώς μια αναγνώριση του γεγονότος ότι το μονοπάτι που οδηγεί την καπιταλιστική κοσμοοικονομία προς την ιδεατή-τυπική ασύμπτωτη που οραματίστηκε ο Μαρξ στην κριτική του της πολιτικής οικονομίας χαρακτηριζόταν από κύκλους και ασυνέχειες που θα μπορούσαν ν’ αυξήσουν, ακόμη και για σχετικά μεγάλες περιόδους, την απόσταση που χωρίζει τις ιστορικές συνθήκες από μια τέτοια ασύμπτωτη. Αντ’ αυτού, ο μονοπωλιακός καπιταλισμός κι ο ιμπεριαλισμός θεωρητικοποιήθηκαν ως το υψηλότερο και τελικό στάδιο του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος, δηλαδή, σαν ν’ αναπαριστούν οι ίδιοι την ασύμπτωτη. Μ’ αυτό τον τρόπο, ο μαρξισμός, όπως κανονικοποιήθηκε απ’ τον Λένιν, κατέληξε διαστρεβλωμένα να ταυτίζεται με την πολιτική οικονομία.
Τα γραπτά του Βέμπερ για τις διαδικασίες του σχηματισμού ομάδων στον νεωτερικό κόσμο είναι αδιαμφισβήτητα μεταξύ των εκτενέστερων που υπάρχουν. Για τους παρόντες σκοπούς μας, θα περιορίσουμε την προσοχή μας στην πολύ σημαντική του αντιπαραβολή των τάξεων με τις ομάδες κύρους. Οι αντιπαραβαλόμενες κατηγορίες ήταν ταυτόχρονα μια πρόοδος επί της ταξικής ανάλυσης που πρόβαλε ο Μαρξ και μια οπισθοχώρηση απ’ αυτή. Ήταν μια πρόοδος λόγω της αντιπαράθεσης του σχηματισμού ομάδων κύρους με τον ταξικό σχηματισμό. Ήταν μια οπισθοχώρηση λόγω του περιορισμού των διαδικασιών, και των απορρέοντων στοιχωδικών μορφών της κοινωνικής δομής, σε υπάρχουσες «πολιτικές κοινότητες» (οι οποίες «υπό τις νεωτερικές συνθήκες […] είναι κράτη») (Μαξ Βέμπερ, Economy and Society, ed. G. Roth & C. Wittich, εκδόσεις Bedminster Press, 1968, σελ. 904). Στο έργο μας για τη σύγχρονη κοινωνική αλλαγή χρειαζόμαστε αυτό το είδος της αντιπαραβολής που δόμησε ο Βέμπερ. Όμως, χρειάζεται να την απελευθερώσουμε απ’ τις υποθέσεις που έκανε. Και, για να το κάνουμε αυτό, χρειάζεται να εξετάσουμε αυτές τις υποθέσεις.
Η σύγχρονη κοινωνιολογία θέλει να πιστέψουμε ότι ο Βέμπερ έγραψε μια έκθεση για τη τάξη, το κύρος και το κόμμα. Δεν έκανε όμως κάτι τέτοιο. Επιπλέον, θέλει να πιστέψουμε πως αντιπαρέβαλε τη τάξη και την ομάδα κύρους ως δύο διακριτές διαστάσεις αυτού που λέγεται διαστρωμάτωση των νεωτερικών κοινωνιών, και οι δύο τους διακριτές από το κράτος (το οποίο ερμηνεύεται ως το πεδίο των «κομμάτων»), κάτι που επίσης δεν έκανε. Πρέπει λοιπόν αρχικά να θέσουμε στην άκρη αυτές τις επιβαλόμενες ερμηνείες ώστε να δούμε τι έκανε πράγματι ο Βέμπερ, και να εξετάσουμε τις υποθέσεις που πράγματα έκανε.
Αυτή η προκαταρκτική άσκηση μπορεί ευτυχώς να είναι αρκετά σύντομη. Στην έκδοση υπό την επιμέλεια των Roth & Wittich του Economy and Society του Βέμπερ, το ένατο κεφάλαιο του δεύτερου μέρους έχει τον τίτλο «Political Communities» [Πολιτικές Κοινότητες]. Το κεφάλαιο αυτό χωρίζεται σε έξι ενότητες, με το καθένα να έχει από έναν τίτλο, και το έκτο λέγεται «The distribution of power within the political community» [Ο καταμερισμός της εξουσίας εντός της πολιτικής κοινότητας], και έχει υπότιτλο «class, status, party» [τάξη, κύρος, κόμμα]. Είναι αυτή η ενότητα αυτού του κεφαλαίου που εμφανίζεται στο Hans Gerth & Wright Mills, Essays from Max Weber (1946) ως ξεχωριστό «κεφάλαιο» (στο βιβλίο αυτό, το έβδομο κεφάλαιο) με τον υπότιτλο «class, status, party» ως πλήρες τίτλο του κεφαλαίου. Όπως κάποιος είπε κάποτε, πολλά μπορούν να χαθούν στην μετάφραση[1].
Για τον Βέμπερ, στο ένατο κεφάλαιο του Economy and Society, υπήρχαν δύο και μόνο δύο πιθανοί βασικοί τρόποι για να δομηθεί ο καταμερισμός της εξουσίας στις πολιτικές κοινότητες (δηλαδή, για τον νεωτερικό κόσμο, τα κράτη): μπορεί είτε να είναι ταξικά δομημένος είτε δομημένος βάσει ομάδων κύρους. Για να είναι η «εξουσία» (εδώ αδιαφοροποίητη) ταξικά δομημένη, η πραγματική διανομή των αγαθών και των υπηρεσιών εντός της υπό συζήτηση πολιτικής κοινότητας ή του κράτους, πρέπει να οργανώνεται μέσω της αγοράς. Σ’ αυτή την περίπτωση, ή στον βαθμό που συμβαίνει αυτό, ο καταμερισμός των ευκαριών ζωής μεταξύ των μελών της πολιτικής κοινότητας (και των άλλων που βρίσκονται στην επικράτειά της) καθορίζεται απ’ τη σχετική τους θέση («ταξική κατάσταση») στο οργανωτικό σύμπλεγμα των σχέσεων της αγοράς, οι βασικές κατηγορίες της οποίας είναι η «ιδιοκτησία» κι η «έλλειψη ιδιοκτησίας». Εναλλακτικά, για να είναι η «εξουσία» δομημένη βάσει ομάδων κύρους, η πραγματική διανομή των αγαθών και των υπηρεσιών εντός της υπό συζήτηση πολιτικής κοινότητας ή του κράτους πρέπει να οργανώνεται βάσει του κύρους. Σ’ αυτή την περίπτωση, ή στον βαθμό που συμβαίνει αυτό, ο καταμερισμός των ευκαριών ζωής μεταξύ των μελών της πολιτικής κοινότητας (και των άλλων που βρίσκονται στην επικράτειά της) καθορίζεται από τη συμμετοχή τους («κατάσταση κύρους») στο οργανωτικό σύμπλεγμα των διαβαθμισμένων βάσει του κύρους κοινοτικών ομάδων, οι βασικές κατηγορίες των οποίων είναι η «θετική εκτίμηση» και η «αρνητική εκτίμηση».
Ενώ απεικονίζονται ως θετικά διαφορετικοί, ένας ταξικά δομημένος καταμερισμός της εξουσίας εντός μιας πολιτικής κοινότητας διαφέρει από έναν δομημένο βάσει ομάδων κύρους καταμερισμό της εξουσίας μόνο από μια κυβερνητική πτυχή, ονομαστικά, από το εάν ο καταμερισμός των αγαθών και υπηρεσιών επηρεάζεται μέσω σχέσεων της αγοράς (= «ταξικά δομημένη») ή αντ’ αυτού όχι μέσω σχέσεων αγοράς (= «δομημένη βάσει ομάδων κύρους»), δηλαδή, υπολειπόμενα[2]. Οι δύο δηλωμένοι στοιχειωδικοί τρόποι με τους οποίους μια δεδομένη πολιτική κοινότητα μπορεί να δομηθεί κοινωνικά, οπότε, ήταν για τον Βέμπερ κεντρικές κατηγορίες για ν’ ανιχθευθεί ιστορικά η άνοδος της αγοράς, δηλαδή, η ιστορική εκτόπιση απ’ τις σχέσεις της αγοράς όλων των άλλων κοινωνικών σχέσεων μέσω των οποίων οι «παράγοντες» της παραγωγής συναντώνται επανειλημμένως, τα τελικά προϊόντα «κυκλοφορούν», τα ενσωματωμένα πλεονάσματα «πραγματοποιούνται» και ιδιοποιούνται, και τα υλικά μέσα συντήρησης «διανέμονται». Στον βαθμό που οι σχέσεις μεταξύ των ομάδων κύρους οργανώνουν και μεσολαβούν αυτές τις ροές, δεν τις οργανώνει και μεσολαβεί η αγορά (το σύμπλεγμα των σχέσεων της αγοράς), και με τους όρους του Βέμπερ οι τάξεις παραμορφώνονται. Στον βαθμό που η αγορά οργανώνει τις ροές, δεν τις οργανώνουν οι σχέσεις των ομάδων κύρους, και οι ομάδες κύρους παραμορφώνονται (ή καλύτερα, «διαβρώνονται», καθώς ο ιστορικός μετασχηματισμός απ’ τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό στην Ευρώπη ενισχύει την αντίθεση).
Όμως, ακόμη και δεδομένου του μονοδιάστατου αυτής της διάκρισης, διατηρεί στην ανάπτυξή της ένα ζήτημα κεντρικής σημασίας, τη διάκριση καθεαυτού/διεαυτού του Μαρξ. Ο Βέμπερ τη χρησιμοποίησε μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο. Οι τάξεις στην μεταξύ τους σχέση, σε μια δεδομένη πολιτική κοινότητα, είναι εξ ορισμού τάξεις καθεαυτές και κατ’ αυτό τον τρόπο όχι διεαυτές. Εδώ ο Βέμπερ ακολούθησε αναμφισβήτητα την προ του Μαρξ συμβατική πολιτική οικονομία, βλέποντας άμεσα ταξικά συμφέροντα να προσδίδονται απ’ τη θέση στην αγορά, και συνεπώς σαν θεωρητικώς απροσδιόριστα, στον βαθμό που αφορά τη συλλογική δράση, είτε βρίσκεται άμεσα σε σχέση με άλλες τάξεις είτε έμμεσα μέσω της σχέσης τους με τον μηχανισμό της πολιτικής κοινότητας (το κράτος). Θεωρητικά, πρέπει να εισαχθεί κάτι επιπρόσθετο στα ταξικά συμφέροντα αν είναι κανείς να εξηγήσει τη (συνεχή) συλλογική ταξική δράση και έτσι συνεπώς την απουσία της. Αντιθέτως, οι ομάδες κύρους στην μεταξύ τους σχέση είναι εξ ορισμού ομάδες, εξ ορισμού προικισμένες με την ικανότητα να δράσουν συλλογικά στην μεταξύ τους σχέση και να δράσουν ως εκ μέρους των αντιστοίχων τους σε σχέση με το κράτος.
Η διαφορά στον ορισμό δεν ήταν τόσο τυχαία για τον Βέμπερ. Μια πολιτική κοινότητα συνεπάγεται απ’ τη δομή της «συστήματα αξιών» (Μαξ Βέμπερ, Economy and Society, ed. G. Roth & C. Wittich, εκδόσεις Bedminster Press, 1968, σελ. 902), σύμφωνα με τα οποία τα συστατικά της στοιχεία έχουν περισσότερη ή λιγότερη νομιμότητα, κύρος κλπ, συγκριτικά μεταξύ τους, και αναφορικά με τα οποία έχουν περισσότερη ή λιγότερη υπερηφάνια, αλληλεγγύη ή ικανότητα να δράσουν συλλογικά στην μεταξύ τους σχέση. Ένας καταμερισμός της εξουσίας δομημένος βάσει ομάδων κύρους, λόγω των συστατικών ομάδων διατάσσεται κατά τάξη κύρους, απονέμει στην κάθε ομάδα περισσότερο ή λιγότερο κύρος και υπερηφάνια, και διαμέσου αυτού, αλληλεγγύη κι ικανότητα για συλλογική δράση στη μεταξύ τους σχέση. Ένας ταξικά δομημένος καταμερισμός της εξουσίας, αντιθέτως, λόγω της αρχής της αγοράς -η οποία, στις λειτουργίες της για τον Βέμπερ, είτε εξαλείφει όλες τις εκτιμήσεις περί κύρους απ’ τις σχέσεις της είτε περιορίζει την επιρροή τους πάνω της- δεν προσφέρει στις συστατικές του τάξεις καμία αναγκαία αλληλεγγύη στις μεταξύ τους σχέσεις, και συνεπώς καμία αναγκαία ικανότητα για συλλογική δράση σ’ αυτές τις σχέσεις ή βάσει αυτών των σχέσεων. Εν ολίγοις, και για να πάμε λίγο πέρα απ’ τον Βέμπερ σ’ αυτή μας τη σύνοψη, οι ομάδες κύρους είναι συστατικές, και συνεπώς φορείς, μιας ηθικής τάξης πραγμάτων, με την έννοια του Ντιρκέμ. Οι τάξεις δεν είναι· αν γίνουν, είναι χάρη σε διαδικασίες θεμελιώδεις μα διαφορετικές από εκείνες που τις συγκροτούν ως τάξεις στη μεταξύ τους σχέση, κι οι διαδικασίες αυτές δεν συνεπάγονται απ’ αυτές τις σχέσεις[3].
Όλα αυτά υπόκεινται στην πολύ αυστηρή προϋπόθεση ότι εξετάζουμε τις πιθανές κοινωνικές δομές καταμερισμού εξουσίας εντός μιας συγκροτημένης πολιτικής κοινότητας, ενός κράτους στις νεωτερικές συνθήκες. Ωστόσο, ο ίδιος ο Βέμπερ νωρίτερα άνοιξε την πιθανότητα απελευθέρωσης των αντιπαρατιθέμενων κατηγοριών της τάξης και της ομάδας κύρους απ’ αυτή την περιοριστική προϋπόθεση της κατασκευής τους. Στην τρίτη ενότητα, με τίτλο «Power, prestige and the “Great Powers”» [Εξουσία, κύρος και οι «Μεγάλες Δυνάμεις»], επιβεβαιώσε ότι τα κράτη στη μεταξύ τους σχέση «ίσως παριστάνουν ένα ειδικό “κύρος”, και οι προσποιήσεις τους ίσως επηρεάζουν» τη διεύθυνση των μεταξύ τους σχέσεων. «Η εμπειρία διδάσκει», συνεχίζει,
ότι οι αξιώσεις κύρους έχουν πάντα συμβάλει στην καταγωγή των πολέμων. Το μερίδιό τους είναι δύσκολο να μετρηθεί· δεν μπορεί να καθοριστεί γενικά, αλλά είναι πολύ εμφανές. Το πεδίο της «τιμής», το οποίο είναι συγκρίσιμο με τη «τάξη κύρους» εντός μιας κοινωνικής δομής, αφορά επίσης τις διασυνδέσεις των πολιτικών δομών. (ό.π., σελ. 911· η υπογράμμιση δική μας)
Όμως, η διεύρυνση του πεδίου των διαδικασιών διαστρωμάτωσης[4], ώστε η λειτουργία τους εντός του διακρατικού συστήματος της κοσμοοικονομίας να είναι «συγκρίσιμη» με την προτεινόμενη λειτουργία τους εντός μιας εκ των μονάδων της (μια πολιτική κοινότητα, είτε κυρίαρχο κράτος είτε αποικία), έρχεται αντιμέτωπη με πολύ σοβαρά προβλήματα. Το μόνο που μπορούμε να πούμε εδώ λόγο χώρου και χρόνου είναι ένα παράδειγμα.
Ο Βέμπερ, σ’ ένα «απόσπασμα» για την «Αγορά» (έβδομο κεφάλαιο του δεύτερου μέρους στο ό.π., σελ. 635-640) διέκρινε κατάλληλα κι οξεία μεταξύ δύο διαφορετικών θεμελιωδώς διαφορετικών ειδών «μονοπωλίων» που απαντούνται σε μια δοσμένη πολιτική κοινότητα. Απ’ την μια μεριά είναι «τα μονοπώλια των ομάδων κύρους οι οποίες απέκλεισαν απ’ το πεδίο δράσης τους τον μηχανισμό της αγοράς». Απ’ την άλλη είναι τα «καπιταλιστικά μονοπώλια τα οποία αποκτούνται στην αγορά μέσω της δύναμης της ιδιοκτησίας». Η διαφορά προσδιορίζεται ελλειπτικά: «Ο δικαιούχος ενός μονοπωλίου από μια ομάδα κύρους περιορίζει την αγορά και διατηρεί τη δύναμή του ενάντια στην αγορά, ενώ ο ορθολογικός-οικονομικός μονοπωλητής κυβερνά μέσω της αγοράς» (ό.π., σελ. 639). Μπορούμε να φέρουμε το εξής παράδειγμα της γενικής δυσκολίας την οποία αναφέραμε. Ας υποθέσουμε ότι, μεταξύ των αλληλοσχετιζόμενων και προσανατολισμένων στη τιμή κρατών, η κυβέρνηση ενός κράτους δημιουργεί ένα «μονοπώλιο» εντός των συνόρων της για τους λίγους ντόπιους (εθνικούς) παραγωγούς του, πχ αυτοκινήτων, αυξάνοντας τους δασμούς στην εισαγωγή αυτοκινήτων που παράγονται στο εξωτερικό με αποτέλεσμα οι τιμές τους να μην είναι πια ανταγωνιστικές. Όπως λέγεται, «τιμολογούνται εκτός αγοράς», το οποίο σημαίνει ότι η εν λόγω κυβέρνηση περιόρισε την παγκόσμια αγορά αυτοκινήτων και συντήρησε τη δύναμή της ενάντια στην παγκόσμια αγορά αυτοκινήτων. Αυτή την περίπτωση την αναλύουμε ως συγκρίσιμη στην παγκόσμια σκηνη μ’ ένα μονοπώλιο ομάδας κύρους εντός μιας πολιτικής κοινότητας ή σαν ένα ταξικά σχηματισμένο καπιταλιστικό μονοπώλιο; Ή είναι λίγο κι απ’ τα δύο – ταξικό λόγω της ορθολογικής ιδιοποίησης των ευκαιριών για κέρδος απ’ τις αυτοκινητοβιομηχανίες οι οποίες πείσαν την κυβέρνηση να θέσει τους περιορισμούς· ομάδων κύρους λόγω των αισθημάτων εθνικής υπερηφάνιας και κύρους που επιστρατεύηκε σε στήριξη της πολιτικής και που δημιουργήθηκε απ’ αυτή;
Υποψιαζόμαστε το δεύτερο [λίγο κι απ’ τα δύο]. Αν όμως έχουμε δίκιο, η οξεία δομική διάκριση του Βέμπερ μεταξύ του ταξικά δομημένου και δομημένου βάσει ομάδων κύρους κατακερματισμού της εξουσίας εντός των πολιτικών κοινοτήτων, γίνεται μια σύνθετη έννοια όταν τίθεται στην εξέταση των διαδικασιών του σχηματισμού ομάδων στο σύγχρονο κοσμοσύστημα. Και θα πρέπει να βασίσουμε εκ νέου διαδικασίες ταξικού σχηματισμού και διαδικασίες σχηματισμού όμαδων κύρους, ώστε να τις δούμε κατά περίπτωση σαν συντηγμένα κι ενισχυτικά σύνολα διαδικασιών αντί για περιορισμένα απ’ την αρχική και προσεκτική τους διατύπωση σαν αναγκαίως διαμετρικά αντίθετα στη λειτουργία τους.
Είναι δύσκολο ν’ αντισταθούμε στην πνευματική πίεση να πραγμοποιήσουμε τις ομάδες, να θεωρήσουμε την μονιμότητα και την μακροβιότητά τους. Οι ομάδες με περισσότερη αυτοσυνείδηση ισχυρίζονται, ως κομμάτι της νομιμοποιητικής ιδεολογίας τους, όχι απλώς την υπεροχή τους (με τον έναν ή τον άλλο τρόπο) αλλά την προσωρινή τους προτεραιότητα επί των ανταγωνιστικών τους ομάδων. Ομάδες με αυτοσυνείδηση, που φαίνεται να δρουν συλλογικά με σημαντικούς τρόπους, συχνά φαίνονται πολύ στέρεες κι ανθεκτικές. Συχνά χάνουμε απ’ το βλέμμα μας τον βαθμό στον οποίο αυτή η αλληλεγγύη, αυτή η πραγματικότητα, αποτελεί η ίδια το προϊόν των δραστηριοτήτων της ομάδας στις σχέσεις της με τις άλλες, δραστηριότητες που με τη σειρά τους είναι εφικτές μέσω ενός άμεσου αντίκτυπου επί της υπόλοιπης κοινωνικής πραγματικότητας, και έχοντας με τη σειρά τους αντίκτυπο. Οι ίδιες οι δραστηριότητες των ομάδων στην μεταξύ τους σχέση εξυπηρετούν στην ουσιαστική κι επουσιώδη αλλαγή κάθε ομάδας, και ιδίως στο ν’ αλλάξουν τα αντιστοιχά τους όρια και τα διακεκριμένα και προσδιοριστικά τους χαρακτηριστικά.
Επιτρέψτε μας να προτείνουμε μια αναλογία. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε έναν τροχό με παρδαλά χρώματα, που έχει το συνολικό εύρος του χρωματικού φάσματος. Όταν περιστρέφουμε έναν τέτοιο τροχό, όσο αυξάνουμε τη ταχύτητά του τόσο περισσότερο ο τροχός φαίνεται να είναι καθαρά λευκός. Όταν φτάσουμε σε μια συγκεκριμένη ταχύτητα περιστροφής, είναι πια αδύνατον να δει κανείς τα ξεχωριστά χρώματα του τροχού, και ο τροχός πλέον φαίνεται καθαρά λευκός. Αν, ωστόσο, επιβραδύνουμε τον τροχό, το λευκό θα διαλυθεί στα συστατικά του διαφορετικά χρώματα. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ομάδες, ακόμη και (και πιθανώς ιδίως) μ’ εκείνες που είναι πιο κεντρικές στις θεσμικές δομές του σύγχρονου κοσμοσυστήματος – τα κράτη, οι τάξεις, τα έθνη ή/και οι εθνοτικές ομάδες[5]. Ειδομένες στον μακρύ ιστορικό χρόνο και τον ευρύ παγκόσμιο χώρο, οι ομάδες αυτές ξεθωριάζουν η μία μέσα στην άλλη, γίνονται μόνο «ομάδες». Ειδομένες στον βραχύ ιστορικό χρόνο και τον στενό χώρο, γίνονται εύκολα προσδιορίσιμες κι έτσι σχηματίζουν διακριτές «δομές».
Η διάκριση μεταξύ τάξεων καθεαυτών και διεαυτών είναι χρήσιμη στον βαθμό που αναγνωρίζει ότι η αυτοσυνείδηση των τάξεων (και άλλων ομάδων) δεν αποτελεί μια σταθερά μα μια μεταβλητή. Πρέπει, ωστόσο, να χρησιμοποιήσουμε τον Μαρξ και τον Βέμπερ για ένα ακόμη βήμα, και ν’ αναγνωρίσουμε μαζί τους πως η ίδια η ύπαρξη συγκεκριμένων ιστορικών ομάδων σχετιζόμενων μεταξύ τους δεν αποτελεί κάτι δεδομένο αλλά επίσης μια μεταβλητή. Μπορεί εδώ κανείς να ενισταθεί πως ποτέ κανείς δεν υπέθεσε ότι μια τάξη ή μια εθνοτική ομάδα υπήρχε από πάντα, και πως όλοι γνωρίζουν ότι για κάθε ομάδα φυσικά και υπάρχει ένα σημείο της ιστορίας όπου δημιουργήθηκε (όσο δύσκολο κι αν είναι να συγκεκριμενοποιηθεί αυτό το σημείο). Δεν είναι όμως αυτό που θέλουμε να υποδείξουμε.
Σε κάποιο σημείο του ιστορικού χρόνου, γεννήθηκαν (ή εξελίχτηκαν) η αστική τάξη (η παγκόσμια αστική τάξη ή η τοπική εκδοχή της σε μια δοσμένη περιοχή ή έναν δοσμένο λαό), η κάστα των βραχμάνων, το ουγγρικό έθνος κι η θρησκευτική κοινότητα των βουδιστών. Πρέπει να υποθέσουμε ότι απ’ το σημείο εκείνο το καθένα απ’ αυτά απλά συνέχισε να υπάρχει; Υποστηρίζουμε ότι κατά μία έννοια όλες αυτές οι ομάδες στην πραγματικότητα συνεχώς αναδημιουργούνται έτσι ώστε, με τον καιρό, έχουμε πραγματικά νέο κρασί μέσα σε παλιά μπουκάλια, και ότι η έμφαση στο συνεχές και την πρωταρχικότητα της υπάρξης της ομάδας ενώ ίσως έχει μια υπολογίσιμη ιδεολογική αξία για τα μέλη της ως τέτοια, για εμάς ως παρατηρητές έχει ελάχιστη αναλυτική αξία. Η μετάβαση απ’ τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό δεν μπορεί να εξηγηθεί απ’ την πάλη των τάξεων που δημιουργήθηκαν πραγματικά στη τρέχουσά τους ύπαρξη μόνο ως αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης. Ο εμφύλιος πόλεμος στον Λίβανο δεν μπορεί να ερμηνευτεί απ’ την πάλη των θρησκευτικών ομάδων που έχουν εμφανιστεί στην πραγματική τρέχουσα ύπαρξή τους κυρίως ως αποτέλεσμα αυτού του εμφυλίου.
Οπότε, αυτό που απαιτεί μια ευφυής ανάλυση είναι ν’ αποκαλύψουμε τις διαδικασίες απ’ τις οποίες οι ομάδες (κι οι θεσμοί) διαρκώς αναδημιουργούνται, ανασχηματίζονται και εξαλείφονται στις υπό διαρκή εξέλιξη λειτουργίες της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας, η οποία είναι ένα πραγματικό κοινωνικό σύστημα που δημιουργήθηκε ιστορικά κυρίως στην Ευρώπη τον «μακρύ» 16ο αιώνα, και η οποία επακόλουθα εξαπλώθηκε στον χώρο ώστε τώρα περιλαμβάνει όλες τις γεωγραφικές περιοχές της υφηλίου. Η σχετική έννοια και, συνεπώς, οι πραγματικές δομές των τάξεων και των εθνοτικών ομάδω έχουν υπάρξει εξαρτημένες στη δημιουργία των νεωτερικών κρατών. Τα κράτη αποτελούν τις βασικές πολιτικές μονάδες της κοσμοοικονομίας, μονάδες που έχουν οριστεί κι οριοθετηθεί απ’ τη θέση τους στο διακρατικό σύστημα. Κι αυτό το σύστημα έχει υπηρετήσει ως το εξελισσόμενο πολιτικό εποικοδόμημα της κοσμοοικονομίας.
Στις αρχικές εστίες της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας, η γέννηση της διπλωματίας, του λεγόμενου διεθνούς δικαίου, και των ιδεολογιών ανοικοδόμησης κρατών (όπως η απολυταρχία) όλες τους συμπίπτουν με την πρώιμη λειτουργία της κοσμοοικονομίας. Φυσικά, τα κράτη αυτά βρέθηκαν ραγδαία σ’ ένα ιεραρχικό δίκτυο άνισης ισχύος. Καθώς νέες περιοχές αρχίσαν να ενσωματώνονται σ’ αυτή την καπιταλιστική κοσμοοικονομία, οι υπάρχουσες πολιτικές δομές αυτών των περιοχών συνήθως ανασχηματίστηκαν με αρκετά θεμελιώδεις τρόπους (συμπεριλαμβανομένου ακόμη και του ορισμού των εδαφικών και «εθνοτικών» ή εθνικών τους συνόρων) ώστε να μπορούν να παίξουν τους αναμενόμενους ρόλους τους στο σχεσιακό δίκτυο του διακρατικού συστήματος. Τα κράτη αυτά έπρεπε να είναι αρκετά αδύναμα για να παρέμβουν στη ροή των παραγόντων της παραγωγής πέρα απ’ τα σύνορά τους, και συνεπώς στην περιφεριοποίηση των παραγωγικών τους διαδικασιών. Έτσι, σε μερικές περιπτώσεις, έπρεπε να «εξασθενίσουν» οι προϋπάρχουσες πολιτικές δομές. Όμως, τα κράτη έπρεπε επίσης να είναι αρκετά ισχυρά ώστε να διασφαλίσουν την ίδια αυτή ροή, την ίδια περιφεριοποίηση. Έτσι, σε άλλες περιπτώσεις, οι προϋπάρχουσες πολιτικές δομές έπρεπε να «ενισχυθούν». Είτε ενισχύθηκαν είτε εξασθένισαν, αυτά τα αναδημιουργημένα ή πλήρως νεοδημιουργημένα ενσωματωμένα κράτη κατέληξαν κρατικές δομές που ήταν αδύναμες σε σχέση με τα κράτη που ειδικεύονταν στις κεντρικές παραγωγικές διαδικασίες εντός της κοσμοοικονομίας.
Οι τάξεις κι οι εθνοτικές/εθνικές ομάδες ή ομαδοποιήσεις που ξεκίνησαν ν’ αποκρυσταλλώνοντα, αποκρυσταλλώθηκαν, κατά κάποιο τρόπο, από τρεις κατευθύνσεις. Ορίσαν τον εαυτό τους αρχικά σε σχέση με τις κρατικές δομές εκείνες που ελέγχαν την μεγαλύτερη ένοπλη δύναμη και πρόσβαση σ’ οικονομικές δυνατότητες, είτε μέσω της άμεσης διανομής του εσαεί αυξανόμενου φορολογικού εισοδήματος, είτε μέσω της δημιουργίας δομημένων δυνατοτήτων προνομιακής πρόσβασης στην αγορά (συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης). Ορίστηκαν από εκείνες στα κέντρα των δομών αυτών (και στα κέντρα του κοσμοσυστήματος στο σύνολό του). Και έγιναν αντιληπτές από ανταγωνιστικές ομάδες στο σχεσιακό τους πλαίσιο.
Τρία είδη ομάδων αναδύθηκαν σε σχέση μ’ αυτές τις κρατικές δομές – ταξικές, εθνικές και εθνοτικές ομάδες. Ενώ οι τάξεις καθεαυτές αναπτύσσονται με τους όρους της σχέσης των νοικοκυριών με την πραγματική κοινωνική οικονομία, η οποία σ’ αυτή την περίπτωση υπήρξε η καπιταλιστική κοσμοοικονομία, μια τάξη διεαυτή είναι μια ομάδα που κάνει συνειδητούς ισχυρισμούς ταξικού ανήκειν, το οποίο είναι ένας ισχυρισμός σ’ έναν χώρο με μια συγκεκριμένη πολιτική τάξη πραγμάτων. Μια τέτοια τάξη οπότε μπορούσε μόνο ν’ αναπτυχθεί σε σχέση με μια δεδομένη πολιτική οντότητα. Όταν ο E. P. Thompson στο The Making of the English Working Class γράφει για το φτιάξιμο της αγγλικής εργατικής τάξης, γράφει για τους όρους υπό τους οποίους οι προλετάριοι των πόλεων εντός μιας δικαιοδοσίας που λέγεται «Αγγλία» κατέληξαν να θεωρούν εαυτούς Άγγλους εργάτες και να δρουν πολιτικά σύμφωνα μ’ αυτή την ιδιότητα. Η τάξη «έφτιαξε» τον εαυτό της, όπως τονίζει ο Thompson, όχι μόνο απ’ την εξέλιξη των αντικειμενικών οικονομικών και κοινωνικών όρων, αλλά με τους τρόπους με τους οποίους κάποιοι (πολλοί) άνθρωποι αντέδρασαν σ’ αυτούς τους όρους.
Φυσικά, ο βαθμός στον οποίο αναδύθηκε μια αγγλική κι όχι βρετανική εργατική τάξη, ήδη υποδεικνύει ότι είχε γίνει μια βασική πολιτική επιλογή. Οι Ιρλανδοί εργάτες, για παράδειγμα, ορίζονταν συνεπώς ως μια διαφορετική ομάδα. Έτσι, η κατασκευή μιας «τάξης» υπήρξε εκ των πραγμάτων η κατασκευή τουλάχιστων δύο «εθνικοτήτων», της αγγλικής και της ιρλανδικής. Ούτε αυτή η συγκεκριμένη ιστορία στάματησε εκεί, επειδή βλέπουμε ακόμη και σήμερα τις μετέπειτα συνέπειες αυτών των πρώιμων εξελίξεων. Οι προτεστάντες προλετάριοι των πόλεων της Βόρειας Ιρλανδίας δεν θεωρούν σήμερα τους εαυτούς τους «Ιρλανδούς». Αντ’ αυτού, αυτοαποκαλούνται «προτεστάντες» ή «Ολστεριανοί» [απ’ την ιρλανδική επαρχία Όλστερ], ή (λιγότερο πιθανό) «Βρετανοί», ή ίσως και τα τρία. Είναι ξεκάθαρο ότι, στην πραγματικότητα, το να είσαι «προτεστάντης» και το να είσαι «Ολστεριανός» σ’ αυτή την περίπτωση είναι συνώνυμα· το να είσαι «καθολικός» και να είσαι «Ιρλανδός» είναι επίσης συνώνυμα. Σίγουρα, υπάρχουν προτεστάντες, ακόμη και Εβραίοι, που μένουν στο Δουβλίνο και θεωρούν τους εαυτούς τους Ιρλανδούς. Αυτό όμως δεν αμβλύνει το νόημα των θρησκευτικών όρων στη Βόρεια Ιρλανδία.
Αν τώρα εμφανιστεί μια πολιτική οργάνωση και επιμείνει στην απαγόρευση της χρήσης της θρησκευτικης ορολογίας για χάρη, ας πούμε, της αποκλειστικής χρήσης της ταξικής ορολογίας, τότε μια τέτοια ομάδα ισχυρίζεται προς όφελος μιας συγκεκριμένης πολιτικής επίλυσης της σύγκρουσης. Αν μια τέτοια ομάδα πετύχαινε τον στόχο της, η πραγματικότητα των θρησκευτικών ομάδων ως κοινωνικές οντότητες ίσως ξεθώριαζε ραγδαία στη Βόρεια Ιρλανδία, όπως έχει συμβεί σε πολλές άλλες περιοχές του πλανήτη. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Ελβετία, όπου οι άνθρωποι ταυτοποιούνται πρωτίστως ως μέλη γλωσσικών ομάδων και μόνο μ’ ελάσσονα τρόπο ως μέλη θρησκευτικών ομάδων.
Υπάρχει ινδική αστική τάξη; Αυτό δεν είναι ένα ερώτημα περί ύπαρξης μιας [ινδικής] ουσίας, αλλά ένα ερώτημα περί της υπαρκτής πραγματικότητας. Πρόκειται για ένα πολιτικό ερώτημα που διαιρεί τους Ινδούς επιχειρηματίες. Στον βαθμό που μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μια ινδική αστική τάξη, κι όχι απλώς ότι κάποια μέλη της παγκόσμιας αστικής τάξης τυγχάνει να έχουν ινδικά διαβατήρια, είναι επειδή υπάρχει μια πεποίθηση εκ μέρους αυτών των αστών ότι ο ινδικός κρατικός μηχανισμός παίζει, ή θα μπορούσε να παίξει, έναν σημαντικό ρόλο στη διασφάλιση των «ταξικών» τους συμφερόντων ενάντια τόσο στους εργάτες της Ινδίας όσο κι ενάντια στους αστούς των άλλων περιοχών του πλανήτη.
Η όλη γραμμή μεταξύ των τάξεων καθώς κατασκευάζονται και των ομάδων κύρους κάθε είδους, είναι πολύ περισσότερο ρευστή και θολή απ’ ότι έχει υποδείξει η κλασσική υπόθεση μιας αντινομίας μεταξύ τάξης και ομάδας κύρους. Είναι στην πραγματικότητα πολύ δύσκολο να γνωρίζουμε πότε έχουμε να κάνουμε πρωτίστως με την μία ή με την άλλη. Αυτό αληθεύει ιδίως όταν οξύνεται η πολιτική σύγκρουση, και είναι ένας απ’ τους λόγους που οι γραμμές μεταξύ των κοινωνικών κινημάτων και των εθνικών κινημάτων γίνονται αυξανόμενα δυσκολότερες να διακριθούν και είναι πιθανόν ασήμαντο να διακριθούν.
Επιπλέον, ακόμη και μεταξύ παραδοσιακά ορισμένων ομάδων κύρους, δεν είναι βέβαιο πως είναι ιδιαίτερα χρήσιμο να διαχωρίσουμε μεταξύ «εθνών» και άλλων ειδών «εθνοτικών ομάδων». Ένα «έθνος» δεν φαίνεται να είναι τίποτα πέρα από μια πολιτική αξίωση ότι τα σύνορα ενός κράτους πρέπει να συμπίπτουν μ’ εκείνα μιας δοσμένης «εθνικής ομάδας». Αυτό χρησιμοποιείται για τη δικαιολόγηση είτε αποσχιστικών κινημάτων είτε κινημάτων ενοποίησης. Στην πραγματικότητα, αν ήταν να χρησιμοποιήσουμε έναν αυστηρό ορισμό της έννοιας «έθνος», θα μας ήταν δύσκολο να βρούμε έστω κι ένα «έθνος-κράτος» σ’ ολόκληρο το κοσμοσύστημα. Αυτό υποδεικνύει ότι το «έθνος» αποτελεί περισσότερο την περιγραφή μιας φιλοδοξίας ή μιας τάσης, παρά ένα υπάρχον φαινόμενο. Όποτε όταν μια πολιτική αξίωση (ή/και ένας ορισμός από άλλους) είναι κάτι λιγότερο από την αξίωση κυρίαρχου κράτους, τείνουμε ν’ αποκαλούμε αυτή την ομάδα μια «εθνοτική ομάδα», όποια κι αν είναι η βάση της αξίωσης, είτε είναι η κοινή γλώσσα, η κοινή θρησκεία, το κοινό χρώμα δέρματος, ή μια πλασματική κοινή καταγωγή.
Η πραγματική ιστορία της κατασκευής (ανακατασκευής, ανασχηματισμού, καταστροφής) τάξεων, εθνών κι εθνοτικών ομάδων -συμπεριλαμβανομένης της πίεσης τόσο «εξωτερικών» ομάδων για τη δημιουργία αυτών των ομάδων όσο και της «εσωτερικής» επιθυμίας υποτιθέμενων ομάδων να δημιουργήσουν τον εαυτό τους- είναι μια ιστορία διαρκούς ανόδου και πτώσης της έντασης αυτών των πολιτικών αξιώσεων με πολιτιστική ενδυμασία. Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι, κατά τα αρκετά εκατοντάδες χρόνια ύπαρξης της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας, ένα συγκεκριμένο είδος αξίωσης έχει αναπτυχθεί σε βάρος των άλλων· το κάθε είδος φαίνεται να έχει επιτύχει μόνο του. Θα φαινόταν, συνεπώς, ότι οι επιβεβαίωσεις περί πρωταρχικότητας είναι στην πραγματικότητα ιδεολογικές. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει υπάρξει συστημική ανάπτυξη. Για παράδειγμα, τίποτα απ’ όσα ισχυριζόμαστε εδώ δεν είναι ασυνεπές με την υπόθεση ότι έχει υπάρξει αυξανόμενη ταξική πόλωση στην καπιταλιστική κοσμοοικονομία. Όμως, μια τέτοια υπόθεση θ’ αναφερόταν στις τάξεις καθεαυτές, δηλαδή, στο επίπεδο της πραγματικής κοινωνικής οικονομίας, της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας. Αντ’ αυτού, αυτή η ανάλυση πρέπει να ειδωθεί σαν ένας ισχυρισμός ότι οι σχηματισμοί ομάδων (αλληλεγγύη) αποτελούν διαδικασίες της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας, και βρίσκονται μεταξύ των κεντρικών υποκείμενων μορφών των περισσότερο στενά έκδηλων προσπαθειών για πολιτική οργάνωση.
Τα τελευταία χρόνια, κοινωνικοί επιστήμονες διάφορων διανοητικών σχολών έχουν ξεκινήσει να επιστρέφουν στην κριτική της πολιτικής οικονομίας του Μαρξ, αλλά με τρόπους που πηγαίνουν πέρα απ’ τις μηχανικές χρήσεις της ταξικής ανάλυσης που διαμόρφωσαν τη Β’ και Γ’ Διεθνή, και πέρα απ’ την εξίσου μηχανική έννοια των πρωταρχικών ομάδων κύρους που κυριάρχησαν στην εξελικτική ιδεολογία της κυριαρχούμενης απ’ τις ΗΠΑ κοινωνικής επιστήμης των δεκαετιών του 1950 και 1960.
Αφενός, την εποχή της αμερικανικής ηγεμονίας (χοντρικά, 1945-1970), η ενότητα της παγκόσμιας αγοράς που προϋποτέθηκε από τον Μαρξ (παρατηρώντας μια εποχή βρετανικής ηγεμονίας) και η οποία θεωρήθηκε πως είχε εξαφανιστεί στα τέλη του 19ου αιώνα, στην πραγματικότητα σταδιακά ανασυγκροτούνταν. Οι λεγόμενες διαεθνικές [γνωστές κι ως πολυεθνικές] εταιρείες επιδιώκαν να λειτουργήσουν με τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό απ’ τους κρατικούς-πολιτικούς μηχανισμούς. Παρότι η συγκέντρωση κεφαλαίου αυξήθηκε ακόμη περισσότερο, η διαεθνική του επέκταση εκτός του αμερικανικού πυρήνα έγινε ένας μείζον παράγοντας στην εντατικοποίηση του ανταγωνισμού στην παγκόσμια αγορά και την εδραίωση της ενότητας της παγκόσμιας αγοράς. Σ’ αυτό το πλαίσιο, άλλαξε ριζικά ο ρόλος που παίζουν τα κράτη, αν και όχι παντού στον ίδιο βαθμό. Ιδιαίτερα εκτός του κομμουνιστικού κόσμου, η έμφαση της δράσης των κρατών μετατοπίστηκε απ’ την εδαφική επέκταση και περιορισμό του διαεταιρικού ανταγωνισμού εντός και μεταξύ των εθνικών/αυτοκρατορικών συνόρων στην ενίσχυση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος των επικρατειών τους ως τόποι παραγωγής και στη διατήρηση της διαεθνικής επέκτασης των αντίστοιχών τους εθνικών κεφαλαίων. Συνεπώς, τα κράτη συνεισφέραν στην ενίσχυση της πυκνότητας κι αλληλοσύνδεσης των κοσμοοικονομικών δικτύων, κάτι το οποίο, με τη σειρά του, υπονόμευσε την ικανότητα των κρατών να επηρεάσουν/ελέγξουν την οικονομική δραστηριότητα ακόμη και στο εσωτερικό των συνόρων τους.
Αφετέρου, τα αντισυστημικά κινήματα έχουν φορέσει ολοένα και περισσότερο την αμφίεση των «εθνοαπελευθερωτικών κινημάτων», διεκδικώντας τη διπλή νομιμότητα του εθνικιστικού αντιιμπεριαλισμού και του προλεταριακού αντικαπιταλισμού. Αυτό τους έχει δώσει μεγάλη δύναμη στην κινητοποίηση κόσμου. Όμως, στον βαθμό που έχουν λάβει την εξουσία σε συγκεκριμένες κρατικές δομές λειτουργόντας εντός του διακρατικού συστήματος, έχουν πιαστεί στους περιορισμούς αυτού του συστήματος και οδήγησαν, μεταξύ άλλων, σε συγκρούσεις εντός και μεταξύ τέτοιων «μετεπαναστατικών» κρατών.
Μια πειστική ανάλυση των υπάρχοντων τάσεων εντός του κοσμοσυστήματος απαιτεί τόσο μια επιστροφή στα βασικά, με τους όρους μιας ανάλυσης των μηχανισμών λειτουργίας του καπιταλισμού ως τρόπου παραγωγής, όσο και μια επανεννοιολόγηση των μηχανισμών λειτουργίας των κοινωνικών ομάδων (που σχηματίζονται, επανασχηματίζονται, και φυσικά επίσης εξαφανίζονται) που ανταγωνίζονται και συγκρούονται εντός αυτής της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας, όπως αυτή συνεχίζει να εξελίσσεται και να μετασχηματίζεται.
Σημειώσεις:
1. Οι μελετητές του Βέμπερ γνωρίζουν ότι οι περισσότεροι τίτλοι στην έκδοση υπό την επιμέλεια των Roth & Wittich δεν προέρχονται από τον Βέμπερ αλλά από τους επιμελητές των γραπτών που συνδυάστηκαν για να σχηματιστεί το Economy and Society. Οι προτάσεις-κλειδί απ’ την υπό συζήτηση ενότητα είναι προς το παρόν δύο: «Η δομή κάθε νομικής τάξης επηρεάζει άμεσα τον καταμερισμό εξουσίας, οικονομικής ή άλλης, εντός της αντιστοιχούσας [πολιτικής] κοινότητας» και «Τώρα: “τάξεις”, “ομάδες κύρους” και “κόμματα”, αποτελούν φαινόμενα του καταμερισμού της εξουσίας εντός μιας [πολιτικής] κοινότητας» (Μαξ Βέμπερ, Economy and Society, ed. G. Roth & C. Wittich, εκδόσεις Bedminster Press, 1968, σελ. 926 & 927).
2. Ήταν όταν ο Πολάνυι (στον Μεγάλο Μετασχηματισμό, 1957, και σε μετέπειτα γραπτά του) έδωσε θετικό περιεχόμενο στις «μη-αγοραίες μορφές ενσωμάτωσης» που αυτή η υπολειπόμενη κατηγορία ξεκίνησε να λαμβάνει συστηματική εννοιολογική ανάπτυξη.
3. Ένας απ’ τους θεωρητικούς ισχυρισμούς του Βέμπερ επ’ αυτού στην έκτη ενότητα με τίτλο «Political Communities», λέει, λοιπόν: «Όσον αφορά τους οικονομικούς όρους για την πρωτοκαθεδρία της διαστρωμάτωσης βάσει του κύρους, μπορεί να ειπωθεί μόνο το εξής. Όταν οι βάσεις της απόκτησης και της διανομής των αγαθών είναι σχετικά σταθερή, προτιμάται η διαστρωμάτωση βάσει του κύρους. Κάθε τεχνολογική συνέπεια κι οικονομικός μετασχηματισμός απειλεί τη διαστρωμάτωση βάσει του κύρους και ωθεί στο προσκήνιο τη ταξική συνθήκη. Εποχές και χώρες που η γυμνή ταξική κατάσταση είναι πρωταρχικής σημασίας, είναι συνήθως οι περίοδοι των τεχνικών κι οικονομικών μετασχηματισμών. Και κάθε επιβράδυνση της αλλαγής της οικονομικής διαστρωμάτωσης οδηγεί, εν ευθέτω χρόνω, στην ανάπτυξη δομών κύρους και λειτουργεί ως φιλί της ζωής στον σημαντικό ρόλο της κοινωνικής τιμής» (Βέμπερ, ό.π., σελ. 938).
4. Έχουμε ξεφύγει απ’ τη βεμπεριανή χρήση του όρου «διαστρωμάτωση». Για μια πρόχειρη και προγραμματική διατύπωση της έννοιας των «διαδικασιών διαστρωμάτωσης», βλέπε Χόπκινς & Βάλλερσταϊν, «Structural Transformations of the World-Economy» στο R. Rubinson, ed., Dynamics of World Development, εκδόσεις Sage Publications, 1981, σελ. 249-259.
5. Το ζήτημα αυτό αναπτύσσεται στο Βάλλερσταϊν, «The States in the Institutional Vortex of the Capitalist World-Economy», International Social Science Journal, XXXII, 4, 1980, σελ. 743-781.