Η αντίσταση στην καταπίεση εφάπτεται της ύπαρξης ιεραρχικών κοινωνικών συστημάτων. Η αντίσταση είναι μόνιμη, όμως τις περισσότερες φορές λανθάνουσα. Οι καταπιεσμένοι είναι πολύ αδύναμοι -πολιτικά, οικονομικά κι ιδεολογικά- για να εκδηλώνουν διαρκώς την αντίθεσή τους. Ωστόσο, όπως γνωρίζουμε, όταν η καταπίεση οξύνεται ιδιαίτερα, ή όταν προσδοκίες αποδεικνύονται απατηλές, ή όταν η ισχύς του άρχον στρώματος παραπαίει, οι άνθρωποι ξεσηκώνονται μ’ έναν σχεδόν αυθόρμητο τρόπο για να φωνάξουν «στοπ!». Αυτό λαμβάνει την μορφή εξεγέρσεων, ταραχών, φυγής.
Οι πολλαπλές μορφές των ξεσηκωμών έχουν υπάρξει στην πλειοψηφία των περιστάσεων μόνο εν μέρει αποτελασματικές, κι αυτό στην καλύτερη των περιπτώσεων. Μερικές φορές εξαναγκάσαν τους καταπιεστές να μειώσουν την εκμετάλλευση ή την πίεση που τους ασκούν. Μερικές φόρες όμως αποτύχαν παταγωδώς. Ωστόσο, ένα συνεχές χαρακτηριστικό αυτών των αναταραχών των καταπιεσμένων έχει υπάρξει ο «αυθόρμητος», βραχυπρόθεσμος χαρακτήρας τους. Έρχονται και φεύγουν, πετυχαίνονταν τα μερικά ή μηδαμινά αποτελέσματα που προαναφέραμε. Κι όταν καταφτάνει ο επόμενος ξεσηκωμός, συνήθως έχει μικρή σαφή σχέση με τον προηγούμενο. Πράγματι, αυτό έχει υπάρξει μια απ’ τις μεγαλύτερες δυνάμεις των άρχουσων στρωμάτων του κόσμου σ’ όλη την ιστορία – η ασυνέχεια της εξέγερσης.
Στην πρώιμη ιστορία της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας, η κατάσταση παρέμενε περισσότερο ή λιγότερο η ίδια όπως ήταν πάντα απ’ αυτή τη σκοπιά. Οι εξεγέρσεις ήταν πολλές, διασκορπισμένες, διακριτές, στιγμιαίες, και στην καλύτερη μόνο εν μέρει αποτελεσματικές. Μια απ’ τις αντιφάσεις, ωστόσο, του καπιταλισμού ως σύστημα είναι ότι οι ίδιες οι αφομοιωτικές του τάσεις που αποτελούν καθοριστικό χαρακτηριστικό του, έχουν αντίκτυπο στην μορφή της αντισυστημικής δραστηριότητας.
Κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα -το 1848 είναι μια καλή συμβολική ημερομηνία- εμφανίστηκε μια κοινωνιολογική καινοτομία ουσιαστικής σημασίας για την πολιτική της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας. Ομάδες ανθρώπων που εμπλέκονταν σε αντισυστημική δραστηριότητα ξεκίνησαν να δημιουργούν έναν νέο θεσμό: τη συνεχή οργάνωση με μέλη, αξιωματούχους και συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους (τόσο μακροπρόθεσμους όσο και βραχυπρόθεσμους).
Τέτοια οργανωμένα αντισυστημικά κινήματα δεν είχαν ξαναϋπάρξει παλιότερα: μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι διάφορες θρησκευτικές σέχτες είχαν παίξει παλιότερα έναν ανάλογο ρόλο με μια ανάλογη οργάνωση, όμως οι μακροπρόθεσμοι στόχοι των θρησκευτικών σεχτών αναφέρονταν εξ ορισμού στον «άλλο κόσμο», τον μετά θάνατον, κόσμο. Οι αντισυστημικές οργανώσεις που δημιουργήθηκαν τον 19ο αιώνα ήταν αξιοσημείωτα πολιτικές, όχι θρησκευτικές – δηλαδή, εστιάζαν στις δομές «αυτού του κόσμου», του επίγειου κόσμου.
Κοινωνικά κινήματα κι εθνικά κινήματα
Στην πορεία του 19ου αιώνα αναδύθηκαν δύο βασικές ποικιλίες αντισυστημικών κινημάτων – αυτά που κατέληξαν να ονομαστούν «κοινωνικό κίνημα» και «εθνικό κίνημα». Η μείζονα διαφορά μεταξύ των δύο κείτεται στον τρόπο με τον οποίο ορίζουν το πρόβλημα. Το κοινωνικό κίνημα όρισε την καταπίεση ως εκείνη των εργοδοτών επί των μισθωτών, της αστικής τάξης επί του προλεταριάτου. Ένιωθααν ότι τα ιδανικά της Γαλλικής Επανάστασης -ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα- μπορούσαν να πραγματωθούν αντικαθιστώντας τον καπιταλισμό με τον σοσιαλισμό. Απ’ την άλλη, το εθνικό κίνημα όρισε την καταπίεση ως αυτή μιας εθνοτικής/εθνικής ομάδας επί μιας άλλης. Τα ιδεατά μπορούν να πραγματωθούν δίνοντας στην καταπιεσμένη ομάδα ίσο νομικό στάτους με την καταπιεστική ομάδα μέσω της δημιουργίας παράλληλων (και συνήθως ξεχωριστών) δομών.
Έχει υπάρξει μια μακρά συζήτηση, τόσο στο εσωτερικό των κινημάτων όσο και μεταξύ των ακαδημαϊκών, αναφορικά με τις διαφορές μεταξύ αυτών των δύο ειδών κινημάτων. Αναμφίβολα, διαφέρουν τόσο στο πως ορίζουν το πρόβλημα όσο και στις κοινωνικές βάσεις που στηρίζονται. Σε πολλά μέρη και πολλές φορές, τα δύο αυτά είδη κινημάτων νιώσαν ότι βρίσκονται σε άμεσο ανταγωνισμό μεταξύ τους αναφορικά με το ζήτημα σε ποιο απ’ τα δύο κινήματα θ’ αφοσιωθεί ο πληθυσμός. Μερικές φορές τον 19ο αιώνα, αν και λιγότερο συχνά, τα δύο αυτά είδη κινημάτων βρήκαν αρκετή τακτική συμφωνία ώστε να εργαστούν από κοινού πολιτικά.
Η παραδοσιακή έμφαση στις διαφορές των δύο αυτών ειδών κινημάτων μας έχει αποτρέψει απ’ το να δούμε μερικές θεμελιώδεις ομοιότητές τους. Και τα δύο είδη κινημάτων ύστερα από σημαντικές εσωτερικές διαβουλεύσεις δημιουργήσαν επίσημες οργανώσεις. Ως τέτοιες, αυτές οι οργανώσεις έπρεπε ν’ αναπτύξουν μια βασική στρατηγική για τον μετασχηματισμό του άμεσου κόσμου τους προς την κατεύθυνση που ήθελαν να πάει. Και στις δύο περιπτώσεις, η ανάλυση υπήρξε ταυτόσημη. Και τα δύο είδαν το κράτος ως την πολιτική δομή που αποτελεί το κλειδί του νεωτερικού κόσμου. Αν τα κινήματα αυτά ήταν ν’ αλλάξουν τίποτα, έπρεπε να ελέγξουν ένα κρατικό μηχανισμό, το οποίο πρακτικά σήμαινε έναν «δικό τους» κρατικό μηχανισμό. Συνεπώς, ο πρωταρχικός σκοπός τους έπρεπε να είναι η απόκτηση της κρατικής εξουσίας.
Για τα κοινωνικά κινήματα αυτό σήμαινε ότι παρά τον διεθνισμό της ιδεολογίας του -«προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!»- οι οργανώσεις που δημιουργούσαν έπρεπε να είναι εθνικές στη δομή τους. Κι ο σκοπός αυτών των οργανώσεων έπρεπε να είναι το κίνημα να καταλάβει την εξουσία στο κράτος στο οποίο βρίσκεται. Παρομοίως, για το εθνικό κίνημα, ο σκοπός κατέληξε να είναι η κρατική εξουσία σ’ ένα ιδιαίτερο κράτος. Σίγουρα, η δικαιοδοσία αυτού του κράτους ήταν εξ ορισμού ο όλος σκοπός του εθνικού κινήματος. Μερικές φορές ένα τέτοιο κίνημα επιδίωκε να δημιουργήσει ένα εντελώς καινούριο κράτος, είτε μέσω απόσχισης είτε μέσω συγχώνευσης, σε άλλες όμως περιπτώσεις αυτό το «νέο κράτος» ίσως υπήρχε ήδη με την μορφή μιας αποικιακής ή περιφερειακής διοικητικής οντότητας.
Το γεγονός ότι τα δύο είδη κινημάτων ορίσαν τους ίδιους στρατηγικούς στόχους, εξηγεί την αίσθηση της αντιπαλότητάς τους, ιδίως όταν ένα εργατικό κίνημα επιδίωκε να καταλάβει την εξουσία σε μια οντότητα στην οποία ένα δεδομένο εθνικό κίνημα επιδίωκε ν’ αποσχίσει μιας ζώνη της οντότητας αυτής ώστε να δημιουργήσει ένα νέο κράτος.
Οι παράλληλοι στόχοι -απόκτηση κρατικής εξουσίας- οδήγησε σ’ ένα παράλληλο εσωτερικό ντιμπέιτ αναφορικά με τον τρόπο απόκτησης της κρατικής εξουσίας, ο οποίος μπορεί να οριστεί με τους πολικά αντίθετους όρους της νόμιμης οδού της πολιτικής πειθούς εναντίον της παράνομης οδού της εξεγερτικής βίας. Η σύγκρουση αυτή έχει συχνά ονομαστεί «ρεφορμισμός εναντίον επανάστασης», όμως οι δύο αυτοί όροι έχουν σκεπαστεί με τόση πολεμική και σύγχυση που σήμερα περισσότερο δυσχεραίνουν την ανάλυση παρά τη διευκολύνουν.
Χρειάζεται να σημειώσουμε ότι στην περίπτωση του κοινωνικού κινήματος, αυτό ο εσωτερικό ντιμπέιτ μεσουρανούσε την περίοδο μεταξύ του Α’ ΠΠ και του Β’ ΠΠ στην ύπαρξη δύο αντίπαλων κι έντονα ανταγωνιζόμενων Διεθνών, τη Β’ Διεθνή και τη Γ’ Διεθνή, γνωστή επίσης κι ως σύγκρουση μεταξύ των σοσιαλδημοκρατών και των κομμουνιστών. Παρότι κι οι δύο Διεθνείς διαβεβαιώναν ότι είχαν τον ίδιο στόχο, τον σοσιαλισμό, ότι αποτελούσαν κινήματα βασισμένα στην εργατική τάξη και την αριστερά, ακόμη και (τουλάχιστον για κάποιο διάστημα) ότι έφεραν την ίδια μαρξιστική κληρονομιά, βρέθηκαν ραγδαία σε μια σφοδρή αντιπαράθεση μεταξύ τους, στον βαθμό που οι μετέπειται ευκαιριακές πολιτικές τους συγκλίσεις (τα «λαϊκά μέτωπα») φαίνονταν στην καλύτερη τακτικίστικες και στιγμιαίες. Κατά μία έννοια, αυτό ισχύει μέχρι και σήμερα.
Αν κοιτάξει κανείς τη γεωγραφία των κινημάτων, σύντομα θα παρατηρήσει μια ιστορική σύνδεση. Τα σοσιαλδημοκρατικά κινήματα απέκτησαν πολιτική ισχύς και «ανεβήκαν στην εξουσία» (σίγουρα, μ’ εκλογικά μέσα, και σ’ εναλλαγή με πιο συντηρητικά κόμματα) σχεδόν αποκλειστικά σε κράτη του κέντρου της κοσμοοικονομίας, αλλά ουσιαστικά σ’ όλα τα κράτη του κέντρου. Αντιθέτως, τα κομμουνιστικά κόμματα απέκτησαν πολιτική ισχύς σ’ ένα ορισμένι εύρος των ημιπεριφερειακών και περιφερειακών ζωνών, κι ανέβηκαν στην εξουσία (μερικές φορές μέσω εξέγερσης, άλλες φορές ως αποτέλεσμα στρατιωτικής κατοχής απ’ την ΕΣΣΔ) μόνο σ’ αυτές τις ζώνες. Οι μόνες δυτικές χώρες στις οποίες τα κομμουνιστικά κόμματα έχουν υπάρξει σχετικά ισχυρά για μεγάλες χρονικές περιόδους, είναι η Γαλλία, η Ιταλία κι η Ισπανία, και πρέπει σημειώσουμε ότι η Ιταλία κι η Ισπανία μπορούν ίσως επίσης να θεωρηθούν ημιπεριφερειακές. Εν πάση περιπτώσει, τα κόμματα σ’ αυτά τα τρία κράτη έχουν προ πολλού αποτινάξει οποιεσδήποτε εξεγερτικές τάσεις.
Βρισκόμαστε οπότε στη δεκαετία του 1980 αντιμέτωπο με την ακόλουθη πολιτική ιστορία του νεωτερικού κόσμου. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχουν πράγματι επιτύχει τον πρωταρχικό τους πολιτικό στόχο, ν’ ανέβουν στην εξουσία σ’ έναν σχετικά μεγάλο αριθμό κράτων του κέντρου. Τα κομμουνιστικά κόμμα έχουν πράγματι ανέβει στην εξουσία σ’ έναν σημαντικό αριθμό χωρών της ημιπεριφέρειας και της περιφέρειας – συγκεντρωμένες γεωγραφικά σε μια λωρίδα που διατρέχει απ’ την ανατολική Ευρώπη ως στην ανατολική και νοτιοανατολική Ασία. Και στον υπόλοιπο κόσμο, σε πολλές χώρες, εθνικιστικά -μερικές φορές μέχρι και «ριζοσπαστικά εθνικιστικά» ή «εθνοαπελευθερωτικά»- κινήματα έχουν ανέβει στην εξουσία. Εν ολίγοις, ειδωμένη απ’ την σκοπιά του 1848, η επιτυχία των αντισυστημικών κινημάτων έχει υπάρξει πράγματι πολύ εντυπωσιακή.
Η ανεκπλήρωτη επανάσταση
Πως πρέπει ν’ αξιολογήσουμε τις συνέπειες; Με γενικούς όρους, μπορούμε να δούμε δύο συνέπειες που έχουν κινηθεί σε πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις η μία απ’ την άλλη. Αφενός, τα κινήματα αυτά, θεωρούμενα συλλογικά ως ένα είδος «οικογένειας» κινημάτων, έχει γίνει ένα αυξανόμενα σημαντικό στοιχείο στην πολιτική του κοσμοσυστήματος κι έχει χτίσει επί των επιτυχιών τους. Τα μετέπειται κινήματα οφελήθηκαν απ’ αυτές τις επιτυχίες των παλαιότερων κινημάτων, οι οποίες αποτελέσαν ηθική ενθάρρυνση, παράδειγμα, μαθήματα πολιτικής τακτικής, καθώς και πηγή άμεσης στήριξης. Έχουν γίνει πολλές παραχωρήσεις απ’ τα άρχοντα στρώματα του κόσμου.
Αφετέρου, η ανάληψη της κρατικής εξουσίας απ’ όλα αυτά τα κινήματα έχει αποτέλεσμα μια πολύ διαδεδομένη αίσθηση μιας ανεκπλήρωτης επανάστασης. Τα ερωτήματα έχουν ως εξής. Πέτυχαν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κάτι περισσότερο από μια κάποια αναδιανομή [του πλούτου] προς αυτών που είναι στην πραγματικότητα τα «μεσαία» στρώματα των χωρών του κέντρου; Πέτυχαν τα κομμουνιστικά κόμματα κάτι περισσότερο από μια οικονομική ανάπτυξη στις χώρες τους; Κι αν ναι, πόσο μεγάλη ήταν η ανάπτυξη; Επιπλέον, η ανάπτυξη αυτή δεν οφέλησε πρωτίστως τη λεγόμενη νέα τάξη μιας γραφειοκρατικής ελίτ; Πέτυχαν τα εθνικιστικά κινήματα κάτι περισσότερο απ’ το να πάρει η λεγόμενη κομπραδόρικη τάξη ένα λίγο μεγαλύτερο κομμάτι της παγκόσμιας πίτας [του πλούτου];
Αυτά ίσως να μην είναι τα ερωτήματα που πρέπει να τεθούν, ή ίσως να μην είναι αυτός ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να τεθούν. Στην πραγματικότητα όμως αυτά είναι τα ερωτήματα που έχουν όντως τέθει, και μάλιστα ευρέως. Δεν χωράει αμφιβολία ότι ο σκεπτικισμός που προκύπτει έχει διεισδύσει βαθιά μεταξύ των τάξεων [ranks] των δυνητικών, ή ακόμη και των ενεργών, υποστηρικτών των παγκοσμίων αντισυστημικών κινημάτων. Καθώς αυτός ο σκεπτικισμός εδραιώνεται, υπήρξε μια σειρά από τρόπους με τον οποίο ξεκίνησε να εκφράζεται με ιδεολογικούς κι οργανωτικούς όρους.
Η μεταπολεμικής περίοδος υπήρξε μια περίοδο μεγάλης επιτυχίας για τα ιστορικά αντισυστημικά κινήματα. Η σοσιαλδημοκρατία βολεύτηκε αποφασιστικά στη Δύση. Δεν είναι τόσο ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα θεωρήθηκαν ως μια απ’ τις εναλλασσόμενες ομάδες η οποία θα μπορούσε θεμιτά να κυβερνήσει, αλλά περισσότερο ότι το κύριο πρόγραμμα των σοσιαλδημοκρατικών, το κράτος πρόνοιας, έγινε αποδεκτό ακόμη κι από συντηρητικά κόμματα, αν και απρόθυμα. Τελικά, ακόμη κι ο Ρίτσαρντ Νίξον είπε: «Τώρα είμαστε όλοι κεϋνσιανοί». Τα κομμουνιστικά κόμματα, φυσικά, κατέλαβαν την εξουσία σε μια σειρά κρατών. Και την μεταπολεμική περίοδο είδαμε μια μακρά διαδικασία αποαποικιοποίησης, υπογραμμισμένη από μερικούς δραματικούς, πολιτικά σημαντικούς ένοπλους αγώνες, όπως στο Βιετνάμ, την Αλγερία και τη Νικαράγουα.
Μολαταύτα, μέχρι τη δεκαετία του 1960, και ακόμη περισσότερο μέχρι τη δεκαετία του 1970, ξεκίνησε μια «ρήξη με το παρελθόν» με την άνοδο ενός νέου είδους αντισυστημικού κινήματος (ή κινημάτων εντός των κινημάτων) σε τόπους τόσο διαφορετικούς όπως στη Βόρεια Αμερική, την Ιαπωνία, την Ευρώπη, την Κίνα και το Μεξικό. Το φοιτητικό κίνημα, το κίνημα των μαύρων και το αντιπολεμικό κίνημα στις ΗΠΑ· το φοιτητικό κίνημα στην Ιαπωνία και το Μεξικό· το εργατικό και το φοιτητικό κίνημα στην Ευρώπη· η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα· και όσον αφορά τη δεκαετία του 1970, το γυναικείο κίνημα σε διάφορες χώρες. Τα κινήματα αυτά δεν είχαν ούτε ταυτόσημες ρίζες ούτε κοινές επιδράσεις. Το καθένα βρισκόταν σε πολιτικές κι οικονομικές διαδικασίες διαμορφωμένες από ιδιαίτερες και διαφορετικές ιστορίες, και διαμορφωμένες από τις διαφορετικές θέσεις εντός του κοσμοσυστήματος απ’ τις οποίες προέκυψαν και πορευτήκαν. Όμως, για το κοσμοϊστορικά στάνταρ, συνέβησαν την ίδια περίοδο και, επιπλέον, μοιράζονταν μερικά κοινά ιδεολογικά μοτίβα που τα διαφοροποιούσαν ρητά απ’ τα προηγούμενα είδη των αντισυστημικών κινημάτων.
Η σχεδόν ταυτόχρονη εμφάνισή τους μπορεί σε μεγάλο βαθμό ν’ αποδωθεί στο γεγονός ότι τα κινήματα των τελών της δεκαετίας του 1960 επιταχύνθηκαν από έναν κοινό καταλύτη: την κλιμάκωση του αντιμπεριαλιστικού πολέμου στο Βιετνάμ. Η κλιμάκωση αυτή έθεσε μια άμεση απειλή στα εδραιωμένα μοτίβα ζωής, καθώς και στις ίδιες τις ζωές όχι μόνο των Βιετναμέζων μα επίσης και της αμερικάνικης νεολαίας. Ο πόλεμος έθεσε επίσης μια ρητή απειλή στην ασφάλεια του κινέζικου λαού. Όσον αφορά τη νεολαία και τους εργάτες της Ευρώπης, ενώ δεν τέθηκε μια άμεση απειλή ενάντια στη ζωή τους ή την ασφάλειά τους, οι έμμεσες επιδράσεις αυτής της κλιμάκωσης (παγκόσμια νομισματική κρίση, ενταντικοποίηση του ανταγωνισμού στην αγορά, κλπ) κι οι ιδεολογικές δευτερογενείς επιδράσεις απ’ τα κινήματα στις ΗΠΑ, την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα και τον αγώνα του βιετναμέζικου λαού, σύντομα προσέφερε αρκετούς λόγους κι εκλογικεύσεις για το ξέσπασμα ενός ξεσηκωμού.
Όλα αυτά τα κινήματα, ειδωμένα στο σύνολό τους, και το βιετναμέζικο επίκεντρό τους, ήταν σημαντικά για την αποκάλυψη μιας βασικής ασυμμετρίας στην ισχύ των συστημικών κι αντισυστημικών δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα. Η ασυμμετρία έγινε περισσότερο εμφανής με δραματικό τρόπο στα ίδια τα πεδία του πολέμου. Ακολουθώντας την παράδοσο του κινεζικού εθνοαπελευθερωτικού πολέμου, οι Βιετναμέζοι έδειξαν πως ένα εθνοαπελευθερωτικό κίνημα μπορούσε, μετατοπίζοντας την αντιπαράθεση με συμβατικούς στρατούς σε μη-συμβατικά πεδία (όπως στον ανταρτοπόλεμο), να διαβρώσει και τελικά να διαλύσει την κοινωνική, πολιτική και στρατιωτική θέση των δυσκίνητων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Απ’ αυτή τη σκοπιά, τα άλλα κινήματα (ιδίως το αμερικανικό αντιπολεμικό κίνημα) υπήρξε βασικό κομμάτι αυτής της ασύμμετρης σχέσης: σε διαφορετικούς βαθμούς και με διαφορετικούς τρόπους, έδειξαν πως η μετατόπιση της αντιπαράθεσης μεταξύ συστημικών κι αντισυστημικών δυνάμεων σε μη-συμβατικά πεδία ενίσχυε τις αντισυστημικές δυνάμεις και παρεμπόδιζε/παρέλυε τις συστημικές.
Το αποτέλεσμα κι οι συνεπαγωγές της συνδυασμένης κι ανισομερούς ανάπτυξης των αντισυστημικών κινημάτων των δεκαετιών του 1960 και 1970 χρειάζεται να εκτιμηθεί σε διαφορετικά επίπεδα. Τοπικά, ο πόλεμος του Βιετνάμ είχε ένα πολύ «συμβατικό» αποτέλεσμα: το ανέβασμα στην κρατική εξουσία ενός «κλασσικού» αντισυστημικού κινήματος και τη συνεπακόλουθη ενίσχυση της γραφειοκρατικής δομής αυτού του κράτους. Αξιολογώντας την έκβαση του βιετναμέζικου εθνοαπελευθερωτικού κινήματος απ’ αυτή τη σκοπιά του εθνικού επιπέδου, δεν διαφέρει σημαντικά απ’ τα παλαιότερα είδη αντισυστημικών κινημάτων (εθνικά και κοινωνικά). Ωστόσο, σε παγκόσμιο επίπεδο, ο πόλεμος του Βιετνάμ αποτέλεσε ένα σημείο καμπής αποκαλύπτοντας τα όρια των στρατιωτικών επιχειρήσεων για την καταναγκαστική εισαγώγη της περιφέρειας στην ιεαρχική παγκόσμια τάξη πράγματων.
Τα όρια αυτά κι η αναγνώρισή τους υπήρξε το αποτέλεσμα όχι μόνο της αντιπαράθεσης στα πεδία μάχης μα επίσης, και πιθανόν σε μεγαλύτερο βαθμό, των κινημάτων που ξεσπάσαν σ’ άλλα σημεία του κοσμοσυστήματος. Ήταν η φύση αυτών των άλλων κινημάτων που σηματοδότησε ρητά μια αναχώρηση απ’ τα παλαιότερα μοτίβα των αντισυστημικών κινημάτων, αποτελώντας επίσης και μια αντίθεση σ’ αυτά. Σε διαφορετικούς βαθμούς, η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα, τα φοιτητικά κινήματα στη Δύση, την Ιαπωνία και το Μεξικό, και τα «αυτόνομα» εργατικά κινήματα στην Ευρώπη έθεσαν ως ένα απ’ τα ζητήματά τους τα όρια και τους κινδύνους της εδραίωσης και της παγίωσης γραφειοκρατικών δομών απ’ τα ίδια τα κινήματα. Αυτό ήταν κάτι καινούριο.
Η Πολιτιστική Επανάσταση κατευθύνθηκε σε μεγάλο βαθμό ενάντια στη γραφειοκρατική εξουσία του Κομμουνιστικού Κόμματος και, όποιες κι αν ήταν οι αποτυχίες της από άλλες απόψεις, το κύριό της επίτευγμα υπήρξε ακριβώς η αποτροπή, ή έστω επιβράδυνση, της παγίωσης της κομματικής γραφειοκρατικής εξουσίας στην Κίνα. Το φοιτητικό και το νεανικό κίνημα που εμφανίστηκαν υπό τα πιο διαφορετικά πλαίσια γενικά δεν κατεύθυνθηκαν μόνο ενάντια στις διάφορες γραφειοκρατικές εξουσίας που προσπάθησαν να τα χαλιναγωγήσουν και να τα καταστείλουν (κράτη, πανεπιστήμια, κόμματα) μα επίσης κι ενάντια σ’ όλες τις προσπάθειες να καναλιζαριστούν προς τον σχηματισμό νέων γραφειοκρατικών οργανώσεων και την ενίσχυση των παλιών. Παρότι τα νέα εργατικά κινήματα γενικά κατέληξαν να ενισχύσουν τις γραφειοκρατικές οργανώσεις (κυρίως τα συνδικάτα), μολαταύτα οι πρωταγωνιστές αυτών των «νέων» κινημάτων έδειξαν μια πρωτόγνωρη συνείδηση του γεγονότος ότι οι γραφειοκρατικές οργανώσεις όπως τα συνδικάτα προορίζονταν ν’ αναπτύξουν δικά τους συμφέροντα τα οποία ίσως διαφέρουν από σημαντικές απόψεις απ’ τα συμφέροντα των εργατών που ισχυρίζονταν ότι εκπροσωπούσαν. Αυτό στην ουσία σήμαινε ότι η εργαλειακή στάση των συνδικάτων και των κομμάτων προς το κίνημα αντιμετωπίστηκε από έναν πρωτόγνωρο βαθμό εργαλειακής στάσης εκ μέρους του κινήματος προς τα συνδικάτα και τα κόμματα.
Η αντιγραφειοκρατική αιχμή των κινημάτων της δεκαετίας του 1960 και των αρχή της δεκαετίας του 1970 μπορεί ν’ ανιχνευτεί σε τρεις κύριες τάσεις: τη τεράστια διεύρυνση και βάθεμα της δύναμης των γραφειοκρατικών οργανώσεων ως αποτέλεσμα του προηγούμενου κύματος αντισυστημικών κινημάτων· τις μειωμένες ικανότητες αυτών των οργανώσεων να εκπληρώσουν τις προσδοκίες στις οποίες βασίστηκε η ανάδυση κι η διεύρυνσή τους· και την αυξανόμενη αποτελεσματικότητα των άμεσων μορφών δράσης, δηλαδή, μορφών που δεν μεσολαβούνται από γραφειοκρατικές οργανώσεις. Για τις δύο πρώτες τάσεις δεν χρειάζεται να προσθέσουμε κάτι σ’ όσα έχουν ήδη ειπωθεί αναφορικά με τις επιτυχίες και τα όρια των παλαιότερων κινημάτων, πέρα απ’ το να υποδείξουμε ότι η μεταπολεμική επανενεργοποίηση του ανταγωνισμού στην αγορά υπό την αμερικανική ηγεμονία αύξησε περαιτέρω τους περιορισμούς υπό τους οποίους τα κράτη δρούσαν στην κοσμοοικονομία.
Όσον αφορά την αυξανόμενη αποτελεσματικότητα των άμεσων μορφών δράσης, η τάση αφορά κυρίως το εργατικό κίνημα και έχει τις ρίζες της στο συνδυαστικό αντίκτυπο δύο τάσεων-κλειδί της κοσμοοικονομίας: τη ράση προς μια αυξανόμενη εμπορευματικοποίηση της εργασιακής δύναμης και τη τάση προς έναν αυξανόμενο καταμερισμό της εργασίας κι εκμηχάνισης. Στο προηγούμενο στάδιο, τα εργατικά κινήματα κατέληξαν να στηρίζονται σε μόνιμες γραφειοκρατικές οργανώσεις στοχεύοντας να καταλάβουν ή να ελέγξουν την κρατική εξουσία για δύο κύριους λόγους. Πρώτον, τα εργατικά αυτά κινήματα ήταν στις αρχές τους σε μεγάλο βαθμό η έκφραση των τεχνιτών και των επαγγελματιών που είχαν προλεταριοποιηθεί ή έμελε σύντομα να προλεταριοποιηθούν, μα που η διαπραγματευτική τους δύναμη με τους εργοδότες εξαρτώνταν ακόμη απ’ τις επαγγελματικές τους δεξιότητες. Ως επακόλουθο, οι εργάτες αυτοί είχαν ένα τεράστιο συμφέρον στο να περιορίσουν την προσφορά των δεξιοτήτων τους και ν’ αυξήσουν τη ζήτηση γι’ αυτές. Αυτό, με τη σειρά τους, απαιτούσε συνδικαλιστικές οργανώσεις προσανατολισμένες στη διατήρηση, αφενός, του ρόλου της χειρωνακτικής ειδικευμένης εργασίας στην εργασιακή διαδικασία και, αφετέρου, του ελέγχου επί της απόκτησης των επαγγελματικών δεξιοτήτων. Όπως όλες οι οργανώσεις που προσπαθούν ν’ αναπαράξουν «τεχνητά» (δηλαδή, κόντρα στις ιστορικές τάσεις) μια έλλειψη που δικαιολογεί μια μονοπωλιακή οιονεί πρόσοδο, η επιτυχία αυτών των επαγγελματικών ενώσεων τελικά εξαρτήθηκε απ’ την ικανότητά τους να χρησιμοποιήσουν την κρατική εξουσία για να συγκρατήσουν τους εργοδότους απ’ το να οφεληθούν απ’ τις λειτουργίας της αγοράς. Οι τεχνητοί (δηλαδή, που δεν προέρχονται απ’ την αγορά) περιορισμοί ήταν διφυείς: κρατικοί κανόνες αναφορικά με τους μισθούς και της συνθήκες εργασίας· κρατική νομιμοποίηση της συνδικαλισμού και της συλλογικής διαπραγμάτευσης.
Ο δεύτερος και σημαντικότερος λόγος γι’ αυτή την πρότερη εξάρτηση των εργατικών κινημάτων σε μόνιμες γραφειοκρατικές οργανώσεις που στοχεύαν στην κρατική εξουσία, έχει να κάνει με το ζήτημα των συμμαχιών και της ηγεμονίας. Στους περισσότερους εθνικούς τόπους, η πάλη μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου έλαβε χώρα σ’ ένα πλαίσιο που χαρακτηριζόταν απ’ την ύπαρξη ενός πλατιού στρώματος αγροτών και μεσαίων τάξεων που μπορούσαν να κινητοποιηθούν πολιτικά σε στήριξη αντιεργατικών κρατικών πολιτικών, και οικονομικά για την ενίσχυση του ανταγωνισμού στις τάξεις [ranks] της εργασίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, η εργασία μπορούσε να πετύχει μακροπρόθεσμες νίκες μόνο εξουδετερώνοντας σημαντικές φραξιές αυτών των στρωμάτων ή φέρνοντάς τες με το μέρος της. Αυτό δεν μπορούσε να γίνει με αυθόρμητες κι άμεσες δράσεις, οι οποίες συχνά δυσαρεστούσαν τα υπό συζήτηση στρώματα. Αντ’ αυτού, απαιτούνταν μια πολιτική πλατφόρμα η οποία θα είχε απήχηση στους αγρότες και τα μεσαία στρώματα, και μια οργάνωση που θ’ ανέπτυσσε και προπαγάνδιζε αυτή την πλατφόρμα.
Μέχρι τη δεκαετία του 1960 είχαν συμβεί ριζικές αλλαγές, κι απ’ τις δυο απόψεις, τόσο στις περιοχές του κέντρου όσο και σε πολλές χώρες της ημιπεριφέρειας. Οι μεγάλες προόδοι στον τεχνικό καταμερισμό της εργασίας και την εκμηχάνιση στα χρόνια του μεσοπολέμου καθώς και μεταπολεμικά, καταστρέψαν ή περιφερειοποιήσαν τα χειρωνακτικά ειδικευμένα επαγγέλματα στα οποία προηγουμένως κείτονταν η οργανωμένη δύναμη της εργασίας. Την ίδια στιγμή, οι πρόοδοι αυτές δώσαν στην εργασία μια νέα δύναμη: τη δυνάμη να προκαλεί μεγάλες ζημίες στο κεφάλαιο διαταράσσοντας μια υψηλά ολοκληρωμένη κι εκμηχανισμένη εργασιακή διαδικασία. Ασκώντας αυτή τη δύναμη, η εργασία εξαρτώνταν πολύ λιγότερο σε μια οργάνωση εξωτερική του χώρου εργασίας (όπως ήταν συνήθως τα συνδικάτα), καθώς εκείνη που είχε πραγματική σημασία ήταν η ικανότητα να εκμεταλλευτούν τις αλληλεξαρτήσεις και τα δίκτυα που είχε δημιουργήσει στους χώρους εργασίας το ίδιο το κεφάλαιο.
Επιπλέον, η αυξανόμενη εμπορευματοποίηση της εργασίας μείωσε τα τοπικώς διαθέσιμα αγροτικά στρώματα που θα μπορούσαν να κινητοποιηθούν αποτελεσματικά κι ανταγωνιστικά για την υπονόμευση της πολιτικής και της οικονομικής δύναμης της εργασίας. Όσον αφορά τα μεσαία στρώματα, η πρωτόγνωρη διάδοση κι ο ριζοσπαστισμός των φοιτητικών κινημάτων αποτελούσαν συμπτώματα του βαθέματος της εμπορευματοποίησης της εργασιακής δύναμης αυτών των στρωμάτων, και των μεγαλύτερων δυσκολιών κινητοποίησής τους ενάντια στο εργατικό κίνημα. (Η διαδικασία αυτή αντικατοπρίστηκε σε μια εκτενή βιβλιογραφία της δεκαετίας του 1960 για τη «νέα εργατική τάξη».) Αυτών έπετε ότι το πρόβλημα των συμμαχιών και της ηγεμονίας ήταν λιγότερο κεντρικό απ’ ότι παλιότερα και ότι, συνεπώς, μειώθηκε περαιτέρω η εξάρτηση της εργασίας σε μόνιμες γραφειοκρατικές οργανώσεις για την επιτυχία των αγώνων της.
Όπως έχουμε δει, για πολλούς ανθρώπους το συμπέρασμα που αντλείται απ’ αυτή την ανάλυση είναι ότι τ’ αντισυστημικά κινήματα έχουν «αποτύχει» ή, ακόμα χειρότερα, «αφομοιώθηκαν». Η μετάβαση απ’ το «καπιταλιστικό κράτος» στο «σοσιαλιστικό κράτος», για πολλούς απ’ όσους σκέφτονται με τέτοιους όρους, δεν επέφερε στην παγκόσμια ιστορία τις μετασχηματιστικές επιδράσεις -την ανασυγκρότηση των τροχιών της ανάπτυξης- που θεωρούσαν ότι θα είχε. Κι η μετάβαση απ’ την αποικία σε κράτος, είτε μέσω επανάστασης είτε μέσω διαπραγματεύσεων, δεν εκλειπόταν μόνο τις κοσμοϊστορικές επιδράσεις μα επίσης, σε πολλές περιπτώσεις, ακόμη και την εσωτερική αναδιανομή του πλούτου που υπόσχονταν τα προγράμματα αυτών των κινημάτων. Ούτε η σοσιαλδημοκρατία τα κατάφερε καλύτερα. Όπου ανέβηκε στην κρατική εξουσία αποτελεί απλώς μια μεσολαβητική παρουσία – η οποία περιορίζεται απ’ τις διαδικασίες συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα κι απ’ τις δίδυμες απαιτήσεις των κυβερνήσεων: το θάψιμο των νεκρών και την περίθαλψη των τραυματιών, είτε πρόκεται για τον λαό είτει για την ιδιοκτησία. Προς δυσαρέσκεια μερικών και το χειροκρότημα κάποιων άλλων, η μία συντονισμένη προσπάθεια προς μια παγκόσμια επανάσταση, η Κομιντέρν/Κομινφόρμ[1], κατέρρευσε ολοκληρωτικά υπό το αποσυνθετικό βάρος του συνεχιζόμενου σχηματισμού των κρατών σ’ όλες τις περιοχές λειτουργίας της – στο ιστορικό της κέντρο, τον τόπο της μετέπειτα επιτυχίας της, τις άλλες εθνικές αρένες ισχύος της, τα σημεία της περιθωριακής παρουσίας της. Ανεξαιρέτως, όλα τα σημερινά κομμουνιστικά κόμματα ασχολούνται πρώτα με τις εγχώριες συνθήκες και μόνο δευτερευόντως, και αν, με την παγκόσμια επανάσταση.
Το μετασχηματισμένο ιστορικό έδαφος
Εμείς, απ’ την άλλη, ισχυριζόμαστε, όπως προείπαμε, ότι απ’ τη σκοπιά του 1848 η επιτυχία των αντισυστημικών κινημάτων έχει υπάρξει πραγματικά εντυπωσιακή. Επιπλέον, η επιτυχία αυτή δεν λιγοστεύει διόλου ειδωμένη απ’ τη σκοπιά του σήμερα. Μάλλον το αντίθετο. Επειδή χωρίς μια τέτοια εκτίμηση, δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει από που κατάγεται ιστορικά το μη-συμβατικό πεδίο που άνοιξε απ’ τις πιο πρόσφατες μορφές αντισυστημικών κινημάτων και συνεπώς προς τα που φαίνεται πιθανόν να κινηθούν τα κινήματα αυτά στο ιστορικό μέλλον.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή, τ’ αντισυστημικά κινήματα δεν αποτελούν, φυσικά, τους μόνους δρώντες που έχουν μεταβάλλει το έδαφος επί και μέσω του οποίου τα τρέχοντα και τα μελλοντικά κινήματα πρέπει συνεχώς να σχηματίζονται και λειτουργούν. Οι δρώντες εκείνοι που τ’ αντισυστημικά κινήματα θα καταστρέψουν -οι οργανωτικοί δρώντες της διαδικασίας συσσώρευησης- διαμορφώνουν επίσης το πεδίο, εν μέρει χάρη της «εσωτερικής λογικής» τους κι εν μέρει χάρη των ίδιων των επιτυχιών των κινηματών, και συνεπώς στο διαρκώς μετασχηματιζόμενο ιστορικό έδαφος το οποίο η «λογική» αυτή έχει ως πεδίο λειτουργίας κι αντίφασης. Πάνω απ’ όλα, ο εν εξελίξει δομικός μετασχηματισμός της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας φανερώσει εμπράκτως τα μέρη της συνολικής του λειτουργίας όπου η διαδικασία της ταξικής πάλης αποδεικνύεται διαμορφωτιή των πλευρών της σύγκρουσης, και πολώνεται στις σχέσεις που σχηματίστηκαν τοιουτοτρόπως.
Στην πορεία του 20ού αιώνα συνέβη, προσδιορίζοντάς τον, μια μαζική ριζική αλλαγή στις κοινωνικές σχέσεις συσσώρευσης. Με μια πρόταση, τα δίκτυα σχέσεων που διαμορφώνουν τις συνδετικές γραμμές των κυκλωμάτων του κεφαλαίου μετασχηματίστηκαν σε τέτοιο δομικό βάθος που οι ίδιοι οι μηχανισμοί της διαδικασίας συσσώρευσης φαίνεται να έχει μεταβληθεί ιστορικά. Είναι αυτό ο εν εξελίξει μετασχηματισμός που διαρκώς ανακατασκευάζει τους σχεσιακούς όρους τόσο των οργανωτικών δρώντων της συσσώρευσης (εξ ορισμού) όσο κι αυτών σε θεμελιακή πάλη εναντίον τους, τ’ αντισυστημικά κινήματα· κι έτσι διαρκώς ανακατασκευάζει επίσης και τον σχεσιακό χαρακτήρα της ίδιας της πάλης, και συνεπώς τη φύση των κινημάτων που ορίζονται απ’ αυτή. Ας ξαναδούμε τα βήματα: οι κύκλοι ζωής των διάφορων κινημάτων έχουν υπάρξει τμήμα αυτής της δομικής μετατόπισης και βοηθήσαν στη διαμόρφωσή της· εξού οι σχεσιακοί αγώνες που ορίζουν τα κινήματα ως αντισυστημικά· εξού τα ίδια τα κινήματα κι οι τροχιές που τα κάνουν αντισυστημικά. Εδώ απεικονίζουμε τον εν εξελίξει μετασχηματισμό περιγράφοντας τρεις απ’ τις όψεις τους με την μορφή δομικών τάσεων.
Ο μετασχηματισμός εμφανίζεται ταυτοχρόνως τόσο ως μια αύξηση της «κρατικότητας» των λαών του κόσμου (ο αριθμός των «κυρίαρχων κρατών» έχει περισσότερο από τριπλασιαστεί κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα) όσο κι ως μας αυξανόμενη πύκνωση της οργάνωσης του διακρατικού συστήματος. Σήμερα, ουσιαστικά το σύνολο των 5 δις ανθρώπως της υφηλίου έχουν κατατμηστεί πολιτικά στους υποκείμενους πληθυσμούς των περίπου 160 κρατών του διακρατικού συστήματος, το οποίο περιλαμβάνει έναν μεγάλο αριθμό επίσημων διακρατικών οργανισμών. Μπορούμε να το αποκαλέσουμε αυτό ως διεύρυνση της κρατικότητας. Το βάθεμα της κρατικότητας είναι άλλο ζήτημα. Εδώ ουσιαστικά έχουμε κατά νου την αυξανόμενη «ισχύς» των κρατικών δρώντων συγκριτικά με τα τοπικά σώματα (εντός της κρατικής δικαιοδοσίας ή διασταυρώμενη μ’ αυτή). Υπάρχουν πολλά μέτρα γι’ αυτό, απ’ την ογκώδη διεύρυνση των νόμων και των φορέων που τους επιβάλουν, μέχρι του φόρους των κεντρικών κυβερνήσεων ως αυξανόμενες μερίδες του ΑΕΠ, τη δομική επέκταση διαφόρων ειδών κρατικών φορέων, τη γεωγραφική διεύρυνση των περιοχών της λειτουργίας τους και την αυξανόμενη μερίδα του εργατικού δυναμικού που εργάζεται στους φορείς αυτούς. Επιπλέον, όπως και τα διεθνή αεροδρόμια σ’ όλο τον κόσμο, και για ανάλογους αν και βαθύτερους λόγους, η οργανωτική μορφή της κρατικότητας (η σύνθετη ακολουθία ιεραρχιών που σχηματίζει τον μηχανισμό της διοίκησης) έχει παντού ουσιαστικά την ίδια ανατομία, με τις κατά τόπους διαφορές ν’ αποτελούν απλώς διαφορετικές παραλλαγές του ίδιου μοτίβου. Αναμφίβολα, υπάρχουν διαφορές που έχουν μεγάλη σημασία για τα υποκείμενα της κρατικής εξουσίας, όμως, κοσμοϊστορικά, αποτελούν μολαταύτα μονάχα παραλλαγές κι όχι ποιοτικές μορφικές διαφορές.
Πρέπει εδώ πιθανόν να σημειώσουμε και κάτι ακόμη. Πολλά έχουν ειπωθεί για τον βαθμό στον οποίο, ακολουθώντας τις ανόδους των κοινωνικών ή/και εθνικών αντισυστημικών κινημάτων στην εξουσία, έχει επισημανθεί μια αύξηση στον δομικό «συγκεντρωτισμό» και μια αύξηση σ’ αυτό που αποκαλούμε εδώ βάθεμα της κρατικότητας. Και, εξετάζοντας τις τάσεις στον κρατικό σχηματίσμο εντός των δικαιδοδοσιών ξεχωριστά, έναν-έναν, πράγματι το βλέπουμε αυτό. Ωστόσο, βλέποντας τη συνολική τάση του σχηματισμού κρατών στον νεωτερικό κόσμο ως ένα μοναδιαίο ιστορικό σύστημα κατά την πορεία του 20ού αιώνα, θα ήταν δύσκολο ν’ αποδώσουμε τη συνολική τάση σε κάποιες τέτοιες «εσωτερικές» διαδικασίες ή, επιπλέον, ακόμη και στις αλληλένδετες επιτυχίες των συγκεκριμένων κοινωνικών κι εθνικών κινημάτων εκλαμβόμενων συλλογικά ως ιδιαίτερες εκδηλώσεις μιας μοναδιαίας σύνθετης ιστορικής διαδικασάις του νεωτερικού κοσμοσυστήματος. Επειδή ακόμη και σε μέρη όπου, ειδωμένα κατ’ αυτόν τον τρόπο, η κοσμοϊστορική διαδικασία έχει εκδηλωθεί αδύναμα (τα κινήματα ήταν τα λιγότερα επιτυχημένα), η δομική τάση του κρατικού σχηματισμού δεν είναι λιγότερο εμφανής απ’ ότι αλλού.
Ακόμη σημαντικότερο εδώ, κατά κάποιους τρόπους, είναι η ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της πυκνότητας του διακρατικού συστήματος. Απλώς χρησιμοποιώντας τις απλούστερες των υποθέσεων, και συλλογιζόμενοι καθαρά τυπικά απ’ τον τετραπλασιασμό του αριθμού των κρατών, υπάρχει ένας δεκαεξαπλασιασμός στις αναμεταξύ τους σχέσεις. Αυτό όμως ίσα που αγγίζει την επιφάνεια. Τα είδη των εξειδικευμένων σχέσεων μεταξύ των κρατών του διακρατικού συστήματος έχουν διευρυνθεί σχεδόν τόσο όσα και τα είδη της εσωτερικής κρατικής αυτενέργειας. Επιπρόσθετα σ’ αυτό υπάρχει πάνω από μια ντουζίνα ειδικευμένων δρώντων του ΟΗΕ (σε καθεμιά εκ των οποίων τα κράτη σχετίζονται ως μέλη) κι ένας μεγάλος αριθμός περιφερειακών διεθνών οργανισμών (όπως ο ΟΟΣΑ, ο ΟΠΕΚ, η Ένωση Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας, το Κομεκόν, το ΝΑΤΟ, ο Οργανισμός Αφρικανικής Ενότητας, κλπ). Αν πάει κανείς πέρα απ’ την ύπαρξη του ογκώδους συνόλου των διακρατικών σχέσεων στη συχνότητα με την οποία ενεργοποιούνται, μέσω συναντήσεων, επιστολών, τηλεφωνημάτων, e-mails, κλπ, η πυκνότητα του δικτύου σχέσεων του διακρατικού συστήματος είναι σήμερα πιθανότητα πολλές φορές μεγαλύτερη απ’ τη συγκριτική πυκνότητα του επίσημου ενδοκρατικού δικτύου σχέσεων των πιο ανεπτυγμένων και συγκεντρωτικά διοικούμενων χωρών του περασμένου αιώνα (πχ, Γαλλία).
Ένα απ’ τα αποτελέσματα αυτού είναι μια αλληλοεμπλοκή, στο εσωτερικό των λειτουργιών του κάθε κράτους, των «εσωτερικών» και των «εξωτερικών» δικτύων σχέσεων και διαδικασιών σε τέτοιο βαθμό που η ίδια η διάκριση μεταξύ «εσωτερικών» και «εξωτερικών», με εξαίρεση πιθανώς τις συνοριακές εισόδους κι εξόδους ανθρώπων κι αγαθών, αρχίζει να χάνει την ουσιαστική της δύναμη (σ’ αντίθεση με την εικονική της δύναμη, η οποία αυξάνεται με κάθε συμφωνία που υπογράφεται, με κάθε πακέτο που αξιολογείται για τελωνειακούς δασμούς, με κάθε γραμματόσημο που εκδίδεται). Συνεπώς, σ’ έναν βαθμό και μια έκταση που δεν φαντάστηκαν ποτέ τα επιτυχημένα κοινωνικά κι εθνικά κινήματα όταν τελικά απέκτησαν την κρατική εξουσία, τόσο τι είναι εκείνο που οι κρατικοί φορείς διαχειρίζονται εσωτερικά όσο κι ο τρόπος που το διαχειρίζονται, καθορίζεται όλο και περισσότερο, για να χρησιμοποιήσουμε ένα βεμπεριανό ζεύγο, όχι αυτόνομα (όπως αρμόζει στο κυρίαρχο κράτος) μα ετερόνυμα (όπως αρμόζει σε τι;).
Ένα δεύτερο αποτέλεσμα, εξίσου σημαντικό για το θέμα μας -το τρέχον και μελλοντικό έδαφος επί, διαμέσου και ενάντια του οποίου τα παρόντα και μελλοντικά αντισυστημικά κινήματα λειτουργούν και θα λειτουργήσουν- είναι ο βαθμός στον οποίο ουσιαστικά όλες οι διασυνδέσεις μεταξύ λαών υπό διαφορετικές κρατικές δικαιοδοσίες έχουν γίνει διαστάσεις των σχέσεων μεταξύ των κρατών τους. Δεν πρόκειται απλώς για ένα ζήτημα ταξιδιωτών που λαμβάνουν διαβατήρια και βίζες και περνούν από μεταναστευτικές αρχές, ή για δέματα που πρέπει να σταλθούν με άδειες εισαγωγής κι εξαγωγής και να περάσουν από τελωνεία, κλπ. Αυτές οι διακρατικές διαδικασίες, οι οποίες καθημερινά επανανακοινώνουν τα σύνορα των αντίστοιχων δικαιοδοσιών του κάθε συστατικού κράτους, δεν είναι παρά μεσολαβήσεις της κίνησης των ανθρώπων, των αγαθών και του κεφαλαίου, και δεν αποτελούν πρόσφατη εξέλιξη.
Η «ανοιχτότητα» ή «κλειστότητα» των συνόρων ενός κράτους σε τέτοιες κινήσεις, ωστόσο -σημειώνουμε παρανθετικά επί τη ευκαιρία- έχει πάντα υπάρξει λιγότερο ένα ζήτημα των πολιτικών [policies] αυτού του κράτους «προς τον υπόλοιπο κόσμο» και περισσότερο ένα ζήτημα της θέσης του στην ιεραρχική διάταξη εγγενή στο διακρατικό σύστημα της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας. Η θέση αυτή δεν καθορίζεται απλώς από ακαδημαϊκούς μα από επιδεικτικούς ή αξιόπιστους συσχετισμούς δυνάμεων, δηλαδή έμπρακτους όρους που απορρέουν απ’ τις άρχουσες τάξεις. Αποτελεί ένα ζήτημα της ενσωμάτωσης στο διακρατικό σύστημα όλων των άμεσων κι έμμεσων σχέσεων μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών χωρών (κρατικών δικαιοδοσιών) -σχέσεις θρησκευτικές, επιστημονικές, εμπορικές, καλλιτεχνικές, χρηματοπιστωτικές, γλωσσικές, πολιτισμικές, εκπαιδευτικές, φιλολογικές, παραγωγικές, ιστορικές, φιλοσοφικές, επίλυσης προβλημάτων, κλπ- ώστε όλες αυτές οι σχέσεις το λιγότερο να μεσολαβηθούν ή, το καλύτερο, στην πραγματικότητα να οργανωθούν έμπρακτα, από τους αντίστοιχους οργανισμούς των διαφορετικών κρατών μέσω των εδραιωμένων ή νεοσχηματισμένων μεταξύ τους σχέσεων. Το αποτέλεσμα είναι η καθυπόταξη των αλληλοσχετίσεων μεταξύ των λαών του κόσμου όχι στη λογική του κράτους, μια πρακτική την οποία όλοι μας γνωρίζουμε πολύ καλά, μα στη λογική του συστήματος των κρατών, μια πρακτική την οποία οι περισσότεροι από εμάς δεν την πολυγνωρίζουμε.
Να σημειώσουμε εν συντομία ότι υπάρχει ένα σύνολο επακόλουθων ιστορικών αντιφάσεων που σχηματίζονται μέσω αυτής της αναδημιουργίας όλων των ειδών των κοινωνικών σχέσεων σε δίκτυα εντός είτε διακρατικών είτε ενδοκρατικών πλαισιών. Πολλά είδη κοινοτήτων -με την έννοια των κοινοτήτων των πιστών- σχηματίζουν κατά έναν τρόπο δικούς τους «κόσμους» σε σχέση με, σε διάκριση από, και συχνά σε σύγκρουση με όλους τους άλλους· δηλαδή, με όσους δεν ανήκουν στην κοινότητά τους, που είναι άπιστοι, που δεν είναι μέλη της. Οι κοινότητες αυτές είναι συχνά μεγάλοι, πλήρεις κόσμοι: ο ισλαμικός κόσμος· ο επιστημονικός κόσμος· ο αφρικανικός κόσμος (ή, στις σημερινές ΗΠΑ, ο κόσμος των μαύρων)· ο κόσμος των γυναικών· ο κόσμος των εργατών ή των προλετάριων· κλπ. Δεν είναι καθόλου προφανές ότι τέτοιες κοινότητες συνείδησης μπορούν να διατηρηθούν, πολλώ δε μάλλον ν’ αναπτυχθούν, εντός ενός δομικά αναπτυσσόμενου διακρατικού και ενδοκρατικού πλαισίου. Η αντίφαση που βρίσκουμε εδώ σημαδεύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό τα κινήματα της λαϊκής ειρήνης και τα περιβαλλοντικά κινήματα, μα αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι είναι αναγκαία, στον σημερινό κόσμο, κρατικά προσανατολισμένα· ενώ οι κοινότητες συνείδησης που έχουμε εδώ κατά νου αναπτύσσονται ανεξάρτητα απ’ την κρατικότητα (συνεπώς, ωστόσο, σ’ αντίφαση με την κρατικότητα και τη διακρατικότητα, κι όχι διαμέσου των).
Καταμερισμός της εργασίας, συγκεντροποίηση του κεφαλαίου
Σταθήκαμε επί μακρόν μόνο σε μια πτυχή της εν εξελίξει δομικού μετασχηματισμού της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας· την πτυχή εκείνη που βλέπουμε εστιάζοντας στο επίπεδο του διακρατικού συστήματος και των συστατικών μονάδων του, τα κράτη, και τις αναμεταξύ τους σχέσεις. Το κάναμε αυτό για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η φαινομενικά ανθεκτική τάση εκ μέρους των ιστορικών κοινωνικών επιστημόνων να επιμένουν -παρά όλες τις αποδείξεις για το αντίθετο- στη φιλελεύθερη ιδεολογική διάκριση μεταξύ «κράτους» και «οικονομίας», ή «κράτους» και «αγοράς» σε μερικές εκδοχές, λες κι αυτά αποτελούν θεμελιώδεις θεωρητικές κατηγορίες. Ο δέυτερος λόγος είναι η εξίσου επικρατούσα, αν και φαινομενικά λιγότερο αδιαπέραστη, άποψη -ξανά, παρά όλες τις αποδείξεις για το αντίθετο- ότι η καπιταλιστική κοσμοοικονομία εξελίχτηκε αντ’ αυτού όπως τα κρεμμύδια, από έναν πυρήνα μικρών και τοπικών απαρχών, διαμέσου διαδοχικών μεγαλύτερων δακτύλιων, ώσπου σχηματιστήκε η εξώτερη περιφέρεια, όλα αυτά χάρη, κατ’ αυτή την άποψη, στην αυτοδιεύρυνση του κεφαλαίου μέσω της αυξανόμενης καθυπόταξης της εργασίας.
Θα στραφούμε τώρα σε μερικές συντομότερες παρατηρήσεις σε δύο ακόμη πτυχές αυτού του μετασχηματισμού. Μια δεύτερη πτυχή βρίσκουμε στην οργάνωση της δόμησης ενός άλλου επιπέδου της λειτουργίας της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας, τον αξονικό καταμερισμό της εργασίας. Αυτό είναι το σύμπλεγμα αλληλένδετων διαδικασιών παραγωγής/μεταφοράς, οι οποίες είναι τόσο προκαθορισμένες που η υπεραξία που δημιουργείται κατά τη διάρκεια της παραγωγής και την μεταφοράς ιδιοποιείται, ιστορικά, δυσανάλογα στα οργανωτικά κέντρα των πολλαπλών και περισσότερο ή λιγότερο μακρών αλυσίδων ή δικτύων εξαρτημένων παραγωγικών διαδικασιών. Τα μοτίβα των σχέσεων που συνεπάγεται αυτή η αυστηρή διάταξη αναπαραγόνται κατ’ αυτόν τον τρόπο και, για επιπρόσθετους λόγους, η αναπαραγωγή τους έχει βαθύνει κυκλικά τις διαφορές στην παραγωγική ικανότητα μεταξύ των οργανωτικών κέντρων ή κεντρικών τμημάτων του αξονικού καταμερισμού της εργασίας και των αυξανόμενα περιφερειοποιημένων τμημάτων του. Στον 20ό αιώνα, ο υποκείμενος μετασχηματισμός έχει επιφέρει μερικές αληθινά μαζικές μεταβολές στις συστατικές σχέσεις του σύνθετου άξονα κέντρου-περιφέρειας, συνεπώς και στη χαρτογράφηση των αντίστοιχων παγκόσμιων ζωνών τους, τα αποτελέσματα του οποίου -συνηθώς αποδιδόμενα ως αποτέλεσμα των κρατικών πολιτικών- είναι ευρέως γνωστά. Περισσότερο άμεσο ενδιαφέρον έχει η αξιοσημείωτη ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες μιας μακροχρόνιας αυτενέργειας του οργανωτικού κέντρου ή πυρήνα της κοινωνικοποίησης της παραγωγής (συνεπώς της εργασίας) σε παγκόσμια κλίμακα· ονομαστικά, αυτό που σήμερα αποκαλούμε πολυεθνικές ή διαεθνικές εταιρείες. Με μια πρόταση, πολλές σχέσεις μεταξύ υλικά εξαρτημένων παραγωγικών διαδικασιών που παλιότερα αποτελούσαν ανταλλακτικές σχέσεις -ή, αν είναι νεοσχηματισμένες, θα μπορούσαν υπό άλλους όρους ν’ αποτελούν ανταλλακτικές σχέσεις (και συνεπώς, ή δυνητικά, δίκτυα οργανωμένα απ’ την αγορά ή ροές εμπορευμάτων)- μετασχηματίστηκαν σε (ή, αν είναι κανούριες, διαμορφώθηκαν ως) ενδοεταιρικές σχέσεις. Η στοιχειωδική διάταξη -συγκεντροποιήσεις κεφαλαίου, με την μορφή εταιρειών, που οργανώνουν με καινοτόμο τρόπο γεωγραφικά εκτατικές και τεχνικά σύνθετες (για την εποχή) αλυσίδες αλληλένδετων παραγωγικών λειτουργιών- δεν είναι κάτι καινιούριο. Αυτό ήταν, στη τελική, που διέκρινε τις ναυλωμένες εμπορικές (sic!) εταιρείες του 17ου και 18ού αιώνα από άλλες κεφαλαιοποιημένες λειτουργίες. Όμως, τις τελευταίες δεκαετίες, αυτή η «στοιχειωδική διάταξη» της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας έχει αυξανόμενηθα συγκροτηθεί σε μια τέτοια κλίμακα, και με μια τέτοια μορφή οργάνωσης και παραγωγής, που είναι ιστορικά πρωτότυπη. Η ανακατασκευή του παγκόσμιας κλίμακας καταμερισμού κι ολοκλήρωσης των εργασιακών διαδικασίων απ’ τις διαεθνικές εταιρείες μεταβάλει θεμελιωδώς τις ιστορικές δυνατότητες αυτών που ακόμη αποκαλούνται, αν και όχι ακόμη νοσταλγικά, «εθνικές οικονομίες».
Μια τρίτη πτυχή του εν εξελίξει δομικού μετασχηματισμού την οποία απεικονίζουμε εδώ συνοπτικά, εμφανίζεται, ας πούμε, στην μαζική συγκεντροποίηση του κεφαλαίου στις μεταπολεμικές δεκαετίες. Αργά, διστακτικά, μα όλο και περισσότερο αποφασιστικά, ο κεντρικός δρων της καπιταλιστικής συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα, μια εν διαμορφώσει παγκόσμια άρχουσα τάξη, οργανώνει μια δομή σχέσεων για τη συνεχή επίλυση των μαζικών αντιφάσεων, αυξανόμενα εμφανών μεταξύ του ελέγχου των διαεθνικών εταιρειών επί των αλληλεσχετίσεων -συνεπώς και της υπευθυνότητάς τους γι’ αυτές- μεταξύ των παραγωγικών διαδικασιών, και τον έλεγχο των πολλαπλών κρατών επί των εργατικών δυναμικών που εμπλέκονται σ’ αυτές τις παραγωγικές διαδικασίες -συνεπώς και της υπευθυνότητας γι’ αυτά- περισσότερο ή λιγότερο σποραδικά.
Αυτή η υπό οργάνωση δομή αποτελεί βασικά ένα είδος υποκατάστασης, σ’ ένα «υψηλότερο επίπεδο» φυσικά, των αείμνηστων αποικιακών αυτοκρατοριών, τον θάνατο των οποίων τόσο επιδιώκαν τα εθνικά κινήματα και όσο και απαιτούσε η νέα ηγεμονική δύναμη, οι ΗΠΑ. Μέσω αυτών των διατάξεων, και τέτοιων «ξαδερφιών» τους όπως οι κινέζικες παραχωρήσεις κι οι οθωμανικές συνθηκολογήσεις, ο αξονικός καταμερισμός της εργασίας προωθήθηκε και, υποκείμενος στους δομικούς κύκλους του ίδιου του συστήματος, επιβεβαιώθηκε. Ο τριαντακονταετής πόλεμος του 20ού αιώνα (1914-1945), στον βαθμό που αφορούσε αυτές τις διατάξεις, έλυσε το ζήτημα της ηγεμονικής δύναμης (μια μάχη μεταξύ ΗΠΑ-Γερμανίας, όπως γινόταν τότε το ζήτημα κατανοητό) αφήνωντας όμως ανοιχτά τα μέσα για την άσκησή της και, μ’ αυτό, τη διαιώνιση τόσο του αξονικού καταμερισμού της εργασίας όσο και των αναγκαίων πολλαπλών κυρίαρχων κρατών, μέσω των οποίων λειτουργούσε το διακρατικό σύστημα, συνεπώς και οι σχέσεις ηγεμονίας.
Η εύρεση των μέσων για την άσκηση της ηγεμονικής δύναμης κράτησε καιρό και φαίνεται ν’ αναδύθηκε πλήρως μόνο, όπως προείπαμε, αφότου τελικά εδραιώθηκε απ’ τους Βιετναμέζους η στενότητα των ορίων της στρατιωτικής ισχύς της υπερδύναμης. Θέτοντάς το χονδροειδώς, αυτό που φαίνεται να συνέβαινε, μέσω μιας δομικής αντικατάστασης των αποικιακών αυτοκρατοριών, ήταν η ταυτόχρονη ανάπτυξη μαζικών συγκεντροποιήσεων κεφαλαίου και ένας είδος αποσυγκέντρωσης του κεφαλαίου (αποκαλούμενο αποβιομηχάνιση στις παρούσες περιοχές του κέντρου του αξονικού καταμερισμού της εργασίας). Η μαζική συγκεντροποίηση είχε ως δρώντες σχετικά μικρές ad hoc συντονιστικές επιτροπές κοινοπραξιών, με την καθεμιά ν’ αποτελείται από αρκετές εκατοντάδες τράπεζες βρισκόμενες σε στενές σχέσεις τόσο με τις κεντρικές τράπεζες όσο και με τους διεθνείς οργανισμούς, ιδίως τη Διεθνής Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης [ένας απ’ τους 5 οργανισμούς που συγκροτούν την ΠΤ], το ΔΝΤ και τη Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών. Η συγκεντροποίηση αυτή εντοπίζεται στο χρηματικό τμήμα του κυκλώματους του κεφαλαίου, κι οι δανειστές δεν είναι άμεσα καπιταλιστές επιχειρηματίες μα αντ’ αυτού κράτη, τα οποία με τη σειρά τους χρησιμοποιούν τις περισσότερο ή λιγότερο επιβαρυμένες πιστώσεις για να εργαστούν με διαεθνικές εταιρείες που λειτουργούν με αδιανέμητα πλεονάσματα σε διάφορα «αναπτυξιακά» προγράμματα τα οποία, καθώς πραγματώνται υλικώς, ανέρχονται σ’ αυτό που αποκαλείται από κάποιους «εκβιομηχάνιση του Τρίτου Κόσμου» κι έχουν ως αποτέλεσμα ακριβώς την «αποβιομηχάνιση» των προηγουμένως περιοχών του κέντρου.
Αυτή η πτυχή του μετασχηματισμού πράγματι επιτάσσει μια αναθεώρηση της θεωρητικά προϋποτιθέμενης σύνδεσης μεταξύ της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Ακόμη περισσότερο, όμως, επιτάσσει μια επανεννοιολόγηση της θεμελιώδους φύσης της διαδικασίας συσσώρευσης όπως αυτή πλαισιώνεται διαμέσου της ιδέας των κυκλωμάτων του κεφαλαίου. Επειδή, όταν τα χρεωμένα κράτη αντιμετωπίζουν προβλήματα, ένας απ’ τους οργανισμούς αυτής της διάταξης, το ΔΝΤ, εισέρχεται στη σκηνή με μέτρα λιτότητα, που η ουσία και το νόημα τοων οποίων ανέρχεται στην μείωση του κόστους, τώρα διεθνώς θεωρούμενη, της καθημερινής και μακροχρόνιας αναπαραγωγής του εργατικού δυναμικού (στο εσωτερικό;) της κάθε χώρας.
Η διάταξη αυτή δεν είναι καθεαυτή ιστορικά καινούρια -μας έρχονται κατά νου, πχ, οι οθωμανικές συνθηκολογήσεις- όμως είναι πολύ μαζικότερη και, ως μια δομική ακολουθία διαδικασιών του κοσμοσυστήματος, πολύ συχνότερη κι αποκαλυπτική στις συνεπαγωγές της στη δόμηση καθεαυτής της διαδικασίας συσσώρευσης.
Όλες μαζί, οι τρεις αυτές πτυχές του εν εξελίξει δομικού μετασχηματισμού του σύγχρονου κοσμοσυστήματος αποκαλύπτουν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, τη δομική περίφραξη της κρατικής εξουσίας που κατέλαβαν ή ανέλαβαν τ’ αντισυστημικά κινήματα στην πορεία του 20ού αιώνα, και υποδεικνύουν τον βαθμό και το είδος της ανασυγκρότησης του πεδίου με το οποία τα παρόντα και μελλοντικά παρόμοια κινήματα έχουν ν’ αντιπετωπίσουν. Υποδεικνύουν επίσης -αν κι εδώ αυτό δεν αποτελεί το κύριο μέλημά μας- τον αναχρονισμό των περιεχομένων που δίνουμε στις έννοιες με τις οποίες συνήθως εργαζόμαστε. Τα διλήμματα των αντισυστημικών κινημάτων αποτελούν συνεπώς, σε κάποιο βαθμό, το ακούσιο προϊόν ενός είδους ψευδούς συνείδησης απ’ την πλευρά όχι των γλειφτών ούτε καν των λεπτολόγων, μα των πιο αφοσιωμένων εκ της ιντελιγκέντσιας.
Μας μένει μόνο ένα ζήτημα πριν κλείσουμε, επειδή τίποτα απ’ τα παραπάνω δεν το προεικόνισε άμεσα. Αναφερόμαστε στον εν εξελίξει μετασχηματισμό των δικτύων επικοινωνίας. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο παρατηρεί: «Και την ένωση, που οι αστοί του μεσαίωνα με τους καρόδρομούς του χρειάστηκαν αιώνες για να την πραγματοποιήσουν, οι σύγχρονοι προλετάριοι την πραγματοποιούν με τους σιδηρόδρομους μέσα σε λίγα χρόνια» (Μαρξ & Ένγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» στο Μαρξ & Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος πρώτος, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 30). Έχει περάσει σχεδόν ενάμιση αιώνας απ’ όταν γράφτηκαν αυτά τα λόγια, δεν έχουν χάσει όμως καθόλου την ισχύ τους. Πρέπει όμως να την κατανοήσουμε στο σύγχρονο πλαίσιο. Στις ΗΠΑ, τη δεκαετία του 1960, εκείνο που επιδρούσε στην αλληλοσχέτιση των 150 περίπου διαδηλώσεων των μαύρων και των ακόμη περισσότερο δημόσιων μορφών του αντιπολεμικού κινήματος, ήταν η τηλεόραση. Γι’ αυτό ο στρατιωτικός διοικητής της αμερικάνικης επέμβασης στη Γρενάδα το 1983 (μια χώρα με την μισή έκταση και πληθυσμό απ’ ότι μια βόρεια κομητεία της Νέας Υόρκης) διέταξε ορθά, όρθα απ’ την σκοπιά της αμερικανικής κυβέρνησης, ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμία τηλεοπτική κάλυψη της εισβολής. Αυτό το μέλημα που σημειώνει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο αναφορικά με τα υλικά μέσα της ενότητας μεταξύ όσων είναι γεωγραφικά διαχωρισμένοι, παραμένει κεντρικό. Τα μέσα καθεαυτά, κι η καθεαυτή μορφή της υλικότητά τους, έχει αλλάξει θεμελιωδώς. Τ’ αντισυστημικά κινήματα θα βρίσκουν όλο και περισσότερο τη συνοχή και τη συνάφεια τους να σφυρηλατείται και να κατάστρεφεται απ’ τα νεώτερα μέσα μεσολάβησης των κοινωνικών σχέσεων.
Οπότε, που βρισκόμαστε; Βρισκόμαστε μαζικά και σοβαρά σε μια επείγουσα ανάγκη ανακατασκευής της στρατηγικής μας, ίσως της ιδεολογίας, ίσως της οργανωτικής δομής της οικογένειας των παγκόσμιων αντισυστημικών κινημάτων, αν πρόκειται ν’ αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τα πραγματικά διλήμματα ενώπιον των οποίων βρισκόμαστε, καθώς η «κρατικότητα» των κρατών κι η «καπιταλιστική» φύση του καπιταλισμού αναπτύσσονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Γνωρίζουμε ότι αυτό δημιουργεί αντικειμενικές αντιφάσεις για το σύστημα ως τέτοιο και για τους διαχειριστές του στάτους κβο. Όμως, δημιουργεί κι εξίσου θανάσιμα διλήμματα για τ’ αντισυστημικά κινήματα. Δεν μπορούμε οπότε να υπολογίζουμε στον «αυτοματισμό» της εξέλιξης· δεν μπορούμε οπότε να εγκαταλείψουμε την κριτική ανάλυση των πραγματικών ιστορικών εναλλακτικών.
Σημειώσεις:
1. [Σ.τ.Μ.]: Κομιντέρν [Comintern, Κομμουνιστική Διεθνής] είναι η Γ’ Διεθνής. To Κομινφόρμ [Cominform, Συντονιστικό Γραφείο Πληροφοριών των Κομμουνιστικών Κομμάτων] ιδρύθηκε το 1947, 4 χρόνια μετά τη διάλυση της Γ’ Διεθνούς, απ’ τα Κομμουνιστικά Κόμματα της ΕΣΣΔ, της Βουλγαρίας, της Τσεχοσλοβακίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, ύστερα από μια έκκληση του Στάλιν για την εναρμόνιση της πολιτικής των κομμουνιστικών κρατών και κομμάτων. Για περισσότερα, βλέπε: https://www.rizospastis.gr/story.do?id=969897 & http://www.kathimerini.gr/447942/article/epikairothta/kosmos/h-dhmioyrgia-ths-kominform