Το παρακάτω κείμενο του Πωλ Μάτικ μεταφράστηκε απ’ την ανθολογία Economics, Politics and the Age of Inflation, εκδόσεις Routledge, 2016. Η αρχική δημοσίευση του κειμένου έγινε το 1976, μια περίοδο στασιμοπληθωρισμού λίγα μόλις χρόνια μετά την κατάρρευση του συστήματος Μπρέτον Γουντς και του ξεσπάσματος της πετρελαϊκής κρίσης.
Είναι δημοφιλές σήμερα να γίνεται διάκριση μεταξύ του πληθωρισμού του παλιού καιρού και ενός νέου είδους πληθωρισμού, ο οποίος, ως νέος, απαιτεί μια νέα εξήγηση, μολονότι οι νομισματικές πτυχές του νέου πληθωρισμού έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με εκείνα του παλιού: αύξηση των τιμών ή μειούμενη αγοραστική δύναμη του χρήματος. Ενώ ο αποπληθωρισμός, το αντίθετο του πληθωρισμού, θεωρούνταν ως συστελλόμενη ζήτηση που είχε ως αποτέλεσμα την πτώση των τιμών, ο πληθωρισμός ερμηνεύονταν ως αποτέλεσμα ανεπαρκούς προσφοράς, οδηγώντας σε αύξηση των τιμών. Καθώς, ωστόσο, κατ’ αυτή την άποψη είναι η εμπορευματική αγορά εκείνη που καθορίζει τον σχηματισμό των τιμών, δεν δινόταν ιδιαίτερη σημασία στη νομισματική πολιτική. Το χρήμα θεωρούνταν απλώς ως ένα πέπλο που συγκάλυπτε πραγματικές διαδικασίες, περιπλέκοντάς τες μα χωρίς να μεταβάλλει ιδιαίτερα την ουσιαστική τους φύση.
Η θεωρία αυτή συνοδεύονταν επίσης απ’ την αυταπάτη, η οποία παραμένει και σήμερα, ότι η ποσότητα του κυκλοφορούν χρήματος στην οικονομία ασκεί σημαντική επιρροή στις τιμές των εμπορευμάτων και ότι η σταθερότητα των τιμών εξαρτάται σε μια ισορροπία μεταξύ της ποσότητας του χρήματος και του συνολικού όγκου των αγαθών. Οι σύγχρονοι υποστηρικτές της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος επίσης αποδίδουν τον αποπληθωρισμό και τον πληθωρισμό σε μια υπερβολικά αργή ή υπερβολικά ραγδαία αύξηση της προσφοράς χρήματος, και ως γιατρειά για τις ανωμαλίες αυτές προτείνουν η δημιουργία χρήματος να προσαρμόζεται αναλογικά στην πραγματική οικονομική ανάπτυξη.
Συνεπώς, στη νομισματική θεωρία, ο οικονομικός κύκλος αναπαρίσταται ως μια διεύρυνση και μια συστολή της προσφοράς χρήματος και της πίστωσης, η οποία δεν αναλογεί με την πραγματική κατάσταση. Αναμενόταν, όμως, ότι ο μηχανισμός ισορροπίας της αγοράς τελικά θα οδηγούσε τα πράγματα στο φυσιολογικό. Ωστόσο, η κρίση της δεκαετίας του 1930, η οποία φάνηκε να εδραιώθηκε για τα καλά, έβαλε διά παντός ένα τέρμα σε κάθε τέτοια ιδέα περί μιας αυτόματης αυτοεδραιούμενης ισορροπίας. Κατά την άποψη του Κέυνς, άποψη η οποία κυριάρχησε στην αστική οικονομική θεωρία τα χρόνια που ακολούθησαν, οι νόμοι της αγοράς δεν ήταν πλέον ικανοί να επιφέρουν οικονομική ισορροπία σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης. Σύμφωνα με τον Κέυνς, μια ανεπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία κατευθύνεται προς μια μείωση της ενεργούς ζήτησης, κάτι που συνεπακόλουθα επιφέρει μείωση των επενδύσεων κι αύξηση της ανεργίας. Μολονότι η θεωρία αυτή σχεδιάστηκε ειδικά για να εξηγήσει την οικονομική στασιμότητα της περιόδου του Μεσοπολέμου, γρήγορα της αποδώθηκε καθολικό στάτους και θεωρήθηκε ως η τελευταία λέξη της επιστήμης των οικονομικών· για ν’ αποφευχθεί η αποπληθωριστική κατάσταση της ύφεσης και για ν’ αποκατασταθεί η οικονομική ισορροπία σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης, χρειάζονταν κρατικά μέτρα για τη διέγερση της συνολικής ζήτησης.
Σύμφωνα με τον Κέυνς, για τους σκοπούς αυτούς δεν αρκούσε η κεντρική ρύθμιση της ποσότητας της πίστωσης και της ποσότητας του χρήματος σε κυκλοφορία. Αντ’ αυτού, απαιτούνταν δημοσιονομικά μέσα, πχ, ελλειμματική χρηματοδότηση των δημόσιων δαπανών και ρύθμιση των ισοτιμιών. Οι πληθωριστικές νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές που συνεπάγονταν αυτά τα μέτρα θα αποδεικνύονταν ν’ αποτελούν ακριβώς αυτό που χρειαζόταν για την καταπολέμηση της κρίσης. Ωστόσο, μια πληθωριστική γραμμή δεν πρέπει να οδηγήσει σε μια ζήτηση που υπερβαίνει αυτό που μπορεί να προσφέρει η παραγωγική ικανότητα. Πρέπει να σταματήσει μόλις επιτευχθεί πλήρης απασχόληση εντός μια νέας ισορροπίας τιμών.
Κάθε καπιταλιστική κρίση, ανεξαρτήτως των αιτιών που της αποδίδονται, εκδηλώνεται με μια μειούμενη συσσώρευση κεφαλαίου. Το μερίδιο της κοινωνικής παραγωγής που προορίζεται για διεύρυνση μειώνεται σημαντικά ή ακόμη κι εξαλείφεται πλήρως, περιορίζοντας ταυτόχρονα τη συνολική κοινωνική παραγωγή. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή, ειδωμένη από την περιορισμένη σκοπιά της αγοράς, εμφανίζεται ως υπερπαραγωγή αγαθών ή ανεπαρκής ζήτηση. Η ύφεση που προέκυψε ήταν μια αποπληθωριστική διαδικασία η οποία επηρέασε τόσο τις τιμές όσο και την παραγωγή, η οποία όμως ταυτοχρόνως επέφερε ουσιώδεις μεταβολές στην οικονομική δομή και προετοίμασε τον δρόμο για μια νέα οικονομική άνθηση. Η ύφεση μετατράπηκε σε όργανο για την υπέρβαση της οικονομικής κρίσης, και μολονότι δεν ενθαρρύνθηκε σκοπίμως, αφέθηκε παθητικά να κάνει τον κύκλο της.
Ο πληθωρισμός υπαινισσόταν τη δημιουργία χρήματος από το κράτος, η οποία παρακωλούσε τον μηχανισμό των τιμών. Αυτό θεωρούνταν ως μια παραβίαση των νόμων της αγοράς, ως κάτι που δεν είχε προκληθεί από παράγοντες εγγενείς του οικονομικού συστήματος μα από μια αυθαίρετη νομισματική πολιτική. Ο πληθωρισμός ήταν κάτι στο οποίο κατέφευγε το κράτος για να χρηματοδοτήσει πολέμους πέρα των δυνατοτήτων του από τα φορολογικά έσοδα, ή για να εξαλείψει πλεονάζοντα κρατικά χρέη και συνεπώς χρέος γενικά. Ωστόσο, σε καταστάσεις οικονομικής κρίσης, είχε υπάρξει μια γενική εξάρτηση στα αναζωογονητικά αποτελέσματα της αποπληθωριστικής ύφεσης έως τον 20ό αιώνα.
Καθώς το κεφάλαιο αναπτυσσόταν δημιουργούσε εμπόδια στην ίδια του την περαιτέρω διεύρυνση. Οι περιοδικές του κρίσεις γίνονταν όλο και περισσότερο καταπιεστικές [προς την ανάπτυξή του] και διαρκούσαν αρκετά ώστε να δημιουργήσουν έναν πραγματικό κίνδυνο ότι η αποπληθωριστική διαδικασία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κοινωνική αναταραχή αντί για μια νέα οικονομική άνθηση. Για την αποφυγή αναταραχών, χρειάστηκαν κρατικές οικονομικές παρεμβάσεις κατά την μεγάλη κρίση που ακολούθησε το κραχ του 1929· η θεωρητική δικαιολόγηση των κρατικών παρεμβάσεων ήρθε αργότερα. Αυτή η παρεμβατική πολιτική επιδίωκε να επιτύχει με πληθωριστικά μέσα εκείνο που φαινόταν πια ανέφικτο μέσω αποπληθωριστικών μεθόδων.
Ακολουθώντας την παραδοσιακή θεωρία, ο Κέυνς υπέθεσε ότι το επιτόκιο εξαρτώνταν στην ποσότητα χρήματος που βρισκόταν σε κυκλοφορία. Μια αύξηση της προσφοράς χρήματος θα μείωνε το επιτόκιο και θα κινητοποιούσε νέες επενδύσεις, οι οποίες με τη σειρά τους θ’ αυξάναν την απασχόληση καθώς και τις τιμές και τα κέρδη. Καθώς το κράτος είχε τη δύναμη να δημιουργήσει περισσότερο χρήμα, ήταν ζήτημα κυβερνητικής αποφάσεως το εάν ο δρόμος προς την οικονομική ανάκαμψη θα περνούσε από χαμηλότερα επιτόκια. Ωστόσο, η κερδοφορία του κεφαλαίου είχε ήδη μειωθεί σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και μια μείωση των επιτοκίων θα αποτελούσε επαρκές ερέθισμα για νέες επενδύσεις. Οπότε, θα ήταν αναγκαίο η ανεπαρκής ιδιωτική ζήτηση ν’ αντισταθμιστεί από τη δημιουργία περισσότερης δημόσιας ζήτησης. Ωστόσο, εφόσον μια αύξηση των δημόσιων δαπανών μέσω φορολόγησης θα μείωνε ακόμη περισσότερο τα κέρδη του ιδιωτικού τομέα, οι δημόσιες δαπάνες θα έπρεπε να χρηματοδοτηθούν μέσω κρατικού ελλείμματος.
Η ελλειμματική χρηματοδότηση θ’ αύξανε την ποσότητα κυκλοφορούντος χρήματος χωρίς να οδηγήσει αναγκαστικά σε πληθωρισμό. Η τεχνική, φυσικά, δεν ήταν το τύπωμα περισσότερου χρήματος, κάτι το οποίο θα υποτιμούσε το νόμισμα, αλλά απλώς να διευρυνθεί η κρατική πίστωση η οποία θ’ απορροφούσε αδρανές ιδιωτικό κεφάλαιο και θα χρηματοδοτούσε την αυξημένη δημόσια ζήτηση. Έτσι, αναμένονταν ότι αυτή η επιπρόσθετη ζήτηση θα διέγειρε επαρκώς την οικονομία στο σύνολό της ώστε να τη βγάλει από την ύφεση και θα την οδηγούσε σε μια νέα άνθηση, η οποία με τη σειρά της θα μεγένθυνε τα φορολογικά έσοδα του κράτους σε τέτοιο βαθμό που το κράτος θα μπορούσε να αποπληρώσει τα χρεή του, τα οποία προέκυψαν από την ύφεση, οδηγώντας σε μια νέα περίοδο ευημερίας.
Υπό το φως της αστικής οικονομικής θεωρίας, και ιδίως της αστικής θεωρίας του χρήματος, φαινόταν αρκετά εφικτό ότι αυξάνοντας συγχρόνως την προσφορά χρήματος και τη δημόσια ζήτηση, ίσως θέτονταν ξανά σε κίνηση μια διαδικασία συσσώρευσης που είχε διακοπεί. Η συντονισμένη υιοθέτηση νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών όχι μόνο θα δρούσε ενάντια στην αποπληθωριστική τάση της κρίσης, αλλά επιπροσθέτως θ’ αποτελούσαν έναυσμα μιας νέας περίοδου ανάκαμψης, η οποία μολονότι περιείχε πληθωριστικές τάσεις, δεν θα χρειαζόταν να επιδεινωθεί σε πραγματικό πληθωρισμό εφόσον υπήρχε ακόμα διαθέσιμο αχρησιμοποίητο χρήμα και πραγματικό κεφάλαιο. Το φάντασμα του πληθωρισμού θα ορθωνόταν μόνο εάν εγειρόταν μια νέα δυσαναλογία μεταξύ μέσων πληρωμής κι εμπορευματικής παραγωγής. Όμως, αυτό αποτελούσε μια πραγματική πιθανότητα μόνο σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης, και όταν θα φτάναμε σε πλήρης απασχόληση τότε η πιθανότητα αυτή θα καταπολεμούνταν από κρατικές αποπληθωριστικές πολιτικές. Εν ολίγοις, θεωρούνταν ότι είχε επιτέλους βρεθεί μια θεωρία κι έμπρακτη πολιτική που θα έθετε τον οικονομικό κύκλο υπό συνειδητό κρατικό έλεγχο.
Τα αστικά οικονομικά ξεκινούν και τελειώνουν με τις σχέσεις της αγοράς, και συνεπώς μπορούν μόνο εμμέσως ν’ αγγίξουν τις παραγωγικές διαδικασίες που αποτελούν τη βάση των γεγονότων της αγοράς. Τα αστικά οικονομικά βλέπουν τις διαδικασίες αυτές ως να ορίζονται από τη ζήτηση. Στη θεωρία του Κέυνς, είναι μια σχετικά μειούμενη ζήτηση για καταναλωτικά αγαθά που επιφέρει μια μειούμενη ζήτηση για κεφαλαιακά αγαθά. Υπό τέτοιες συνθήκες, περαιτέρω επενδύσεις μπορούν μόνο να μειώσουν τα κέρδη, και για τον λόγο αυτό δεν γίνονται επενδύσεις. Ο δρόμος της επιστροφής προς την πλήρη απασχόληση θα απαιτούσε, πρώτον, βελτίωση του ποσοστού κέρδους του ιδιωτικού κεφαλαίου και, δεύτερον, αντιστάθμιση μιας χρόνιας έλλειψης επενδύσεων από κρατικά υποκινούμενη παραγωγή. Υπό το φως της εμπειρίας της μεγάλης οικονομικής κρίσης, το δεύτερο απ’ αυτά τα μέτρα φαινόταν ν’ αποτελεί μια προϋπόθεση του πρώτου, μολονότι δεν ήταν ακόμη σαφές εάν η κρατικά υποκινούμενη ζήτηση αποτελούσε μια προσωρινή ή σταθερή αναγκαιότητα για μια σύγχρονη οικονομία της αγοράς. Ο ίδιος ο Κέυνς πίστευε ότι το μέλλον της καπιταλιστικής οικονομίας εξαρτώνταν σε αυξημένο κρατικό έλεγχο.
Στην αστική αντίληψη, η οικονομία εμφανίζεται ως μια κυκλική διαδικασία στην οποία το συνολικό εισόδημα πρέπει να ισούται με τις συνολικές δαπάνες. Ήταν οπότε αδιάφορο από τι ακριβώς αποτελούνταν το συνολογικό εισόδομα και οι συνολικές δαπάνες. Η κοινωνική διανομή του εισοδήματος θεωρείται ότι καθορίζεται από τις διαφορετικές συνεισφορές των διαφορετικών παραγόντων παραγωγής στη συνολική παραγωγή. Καθώς, ωστόσο, δεν καταναλώνεται το σύνολο του εισοδήματος, ο κύκλος μπορεί να ολοκληρωθεί πραγματικά μόνο όταν επανεπενδυθεί το αποταμιευμένο εισόδημα. Το αποτέλεσμα είναι ότι η κρατικά υποκινούμενη παραγωγή, ανεξαρτήτως του σκοπού που υπηρετεί, είναι ικανή να μειώσει ή και να εξαλείψει πλήρως οποιαδήποτε απόκλιση ίσως προκύψει μεταξύ του συνολικού εισοδήματος και των συνολικών δαπανών. Αυτό όμως απαιτεί να δωθεί στο κράτος η εξουσία να διαχειρίζεται το αποταμιευμένο -μα μη-επενδυμένο- κεφάλαιο. Στα χέρια του κράτους, χρηματικό κεφάλαιο που δεν χρησιμοποιούνταν για τη διεύρυνση του πραγματικού κεφαλαίου, θα μπορούσε ν’ αποκαταστήσει την ισορροπία του οικονομικού κύκλου.
Μ’ αυτή την αντίληψη, ο αστικός κόσμος στερεί απ’ τον εαυτό του οποιαδήποτε ρεαλιστική διορατικότητα για την οικονομική διαδικασία γενικά και για το πρόβλημα του πληθωρισμού ειδικά. Όπως δεν διακρίνει μεταξύ κοινωνικής παραγωγής ως τέτοιας και ειδικά καπιταλιστικής παραγωγής, έτσι επίσης δεν διακρίνει μεταξύ παραγωγικής και μη-παραγωγικής καπιταλιστικής παραγωγής. Όλα τα είδη παραγωγής για τα οποία υπάρχει μια ζήτηση στην αγορά απολαμβάνουν ισότιμο στάτους στην αστική αντίληψη, και οποιοδήποτε είδος ζήτησης εμφανίζεται στην αγορά βρίσκει το ταίρι του στην παραγωγή. Συνεπώς, η αστική αντίληψη δεν διακρίνει μεταξύ ζήτησης που δημιουργήθηκε από καπιταλιστική παραγωγή για κέρδος και ζήτησης που δημιουργήθηκε από δημόσιες δαπάνες. Η τελευταία αποτελεί επίσης μια ζήτηση που το ιδιωτικό κεφάλαιο μπορεί να την ικανοποιήσει με επαρκή προσφορά και να αποκομίσει τα κέρδη που προέρχονται από αυτή. Αφήνοντας στην άκρη το αυξανόμενο κρατικό χρέος, η οικονομία αναζωογονείται από τις αυξημένες δημόσιες δαπάνες, το οποίο με τη σειρά του επιδρά θετικά στην ιδιωτική ζήτηση στην αγορά. Η αυξανόμενη ποσότητα χρήματος σε κυκλοφορία και το διευρυνόμενο εισόδημα εξισορροπούνται από μια μη-διαφοροποιημένη και διευρυνόμενη παραγωγή στην πλευρά των δαπανών του λογιστικού βιβλίου, η οποία θα μπορούσε να εξαλείψει μερικώς ή πλήρως την ανεργία.
Το μόνο ευάλωτο σημείο σ’ αυτή την αφήγηση ήταν το αυξανόμενο δημόσιο χρέος· γι’ αυτό δεν υπάρχει ισοδύναμο στη σφαίρα της παραγωγής, καθώς η επιπρόσθετη κυβερνητική ζήτηση αποτελείται από αγαθά και υπηρεσίες που εισέρχονται σε δημόσια κατανάλωση και, οπότε, εμποδίζουν τη διεύρυνση πραγματικού κεφαλαίου σ’ αναλογία με το μέγεθός τους. Η απλή διεύρυνση της παραγωγής χωρίς μια αναλογική αύξηση του κέρδους ισοδυναμεί με μερική καταστροφή κεφαλαίου, καθώς μέρος του κεφαλαίου που χρησιμοποιείται παύει να είναι παραγωγικό, δηλαδή, παύει να παράγει επιπρόσθετο κεφάλαιο.
Η ανικανότητα, είτε συνειδητή είτε όχι, της αστικής οικονομικής θεωρίας να το κατανοήσει αυτό, την αναγκάζει να διασκεδάζει την αβάσιμη κι εμπειρικώς ατεκμηριώτη προσδοκία ότι η αρχή της επιτάχυνσης, όπως αποκαλείται, και το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα των νέων επενδύσεων μπορεί να επιφέρει την επιθυμητή οικονομική ανάκαμψη στην οποία η συνολική παραγωγή θ’ αναπτύσσεται ταχύτερα απ’ την κρατικά υποκινούμενη παραγωγή, ώστε τελικά να φέρει την κρατικά υποκινούμενη ζήτηση πίσω στα φυσιολογικά της επίπεδα. Εν πάση περιπτώσει, το αυξανόμενο δημόσιο χρέος δεν συνεπάγεται κανένα ρίσκο εφόσον η συνολική παραγωγή αυξάνεται ταχύτερα απ’ το δημόσιο χρέος.
Ωστόσο, σ’ αντίθεση με την αυτόνομη διεύρυνση του κεφαλαίου, η κρατικά υποκινούμενη διεύρυνση της συνολικής παραγωγής χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ένα μερίδιο των κερδών στο οποίο βασίζεται, προέρχεται από δημόσια δάνεια κι όχι από αυξημένη παραγωγή.
Αν αυτό το είδος οικονομικής προπαρασκευής της ανάπτυξης έχει γίνει αναγκαιότητα, ακόμη περιορίζεται από τους περιορισμούς της κρατικής πίστωσης. Καθώς η κρατικά υποκινούμενη παραγωγή εισέρχεται στη δημόσια κατανάλωση, δεν μπορεί να υπηρετήσει τη συσσώρευση κεφαλαίου· και καθώς τα κέρδη που βγάζει το ιδιωτικό κεφάλαιο από κρατικά δάνεια δεν είναι νεοδημιούργητα αλλά απλώς αναπαριστούν ήδη υπάρχον χρηματικό κεφάλαιο, μόνο το μερίδιο των συνολικών κερδών που αποκτούνται στον ιδιωτικό τομέα είναι διαθέσιμο για συσσώρευση κεφαλαίου. Όχι μόνο το κέρδος που πηγαίνει στο ιδιωτικό κεφάλαιο απ’ την κρατικά υποκινούμενη παραγωγή αποτελεί τμήμα της συνολικής παραγωγής, αλλά το μερίδιο της συνολικής παραγωγής που εμφανίζεται να δημιουργεί αυτό το κέρδος χάνεται απ’ την καπιταλιστική συσσώρευση καθώς διατίθεται σε δημόσια κατανάλωση.
Συνεπώς, οι δημόσιες δαπάνες σημαίνουν ένα αυξανόμενο δημόσιο χρέος, το οποίο τελικά μπορεί να χρηματοδοτηθεί κι αποπληρωθεί από κερδοδημιουργό κεφάλαιο. Τα κέρδη των προηγούμενων περιόδων παραγωγής, τα οποία στη στείρα μορφή του χρηματικού κεφαλαίου έχουν χάσει τη λειτουργία τους ως κεφάλαιο, καταναλώνονται από κρατικά υποκινούμενη παραγωγή και εμφανίζονται στους επιχειρηματίες και τους πιστωτές που εμπλέκονται στην κρατικά υποκινούμενη παραγωγή ως κέρδη και τόκος. Η διαδικασία αυτή είναι τόσο πραγματική όσο κι απατηλή. Είναι πραγματική για τα μεμονωμένα κεφάλαια μα απατηλή απ’ τη σκοπιά του κοινωνικού κεφαλαίου, καθώς τα κέρδη που βγάζει ο μεμονωμένος παραγωγός δεν οφείλουν την ύπαρξή τους στην παραγωγή καθεαυτή μα στην κατανάλωση χρηματικού κεφαλαίου που τέθηκε στη διάθεση του κράτους. Συνεπώς, στην αστική θεωρία, η εξάλειψη ενός ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού είναι εφικτή μόνο προσμένοντας ένα κάποιο μελλοντικό πλεόνασμα, δηλαδή, μια ευημερία που θα επιτρέψει την αποπληρωμή του κρατικού χρέους. Αυτό θα απαιτούσε μελλοντικά κέρδη τα οποία δεν θα πρέπει μόνο να επαρκούν για τις περαιτέρω απαιτήσεις της συσσώρευσης μα, επιπροσθέτως, θα πρέπει να είναι αρκετά μεγάλα ώστε ν’ αντικαταστήσουν το χρηματικό κεφάλαιο που χρησιμοποιήθηκε στη δημόσια κατανάλωση. Αν το κεφάλαιο αυτό δεν αντικατασταθεί, θα σημαίνει ότι μια ποσότητα κεφαλαίου απαλλοτριώθηκε από το κράτος για δημόσιους σκοπούς. Απ’ τη σκοπιά του κεφαλαίου ως όλον, αυτό θα σήμαινε ότι μια ποσότητα υπάρχοντος κεφαλαίου ρουφήχτηκε απ’ την κρίση, κι η κρατική ελλειμματική χρηματοδότηση θα έχει συνεπώς επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα με την καταστροφή κεφαλαίου που επιτυγχάνοταν από τις αποπληθωριστικές υφέσεις του παρελθόντος.
Ωστόσο, σ’ αντίθεση με την αποπληθωριστική ύφεση, η διαδικασία αυτή φαίνεται από τα έξω ως διευρυνόμενη παραγωγή. Όσο περισσότερο διευρύνεται η παραγωγή, τόσο περισσότερο η κερδοφορία του κεφαλαίου πρέπει να στηρίζεται από κρατικά ελλείμματα, δηλαδή, από περισσότερα δάνεια. Όμως, εφόσον το αδρανές χρηματικό κεφάλαιο έχει ένα δοσμένο πεπερασμένο μέγεθος, η διαδικασία καταρρέει στο σημείο που αρνούνται να δωθούν περαιτέρω δάνεια στο κράτος. Στο σημείο αυτό η διαδικασία θα μπορούσε να συνεχιστεί μόνο μέσω ενός αυθαίρετου τυπώματος χρήματος, μέχρι που τελικά θα ξεσπούσε σε ανοικτό πληθωρισμό.
Η ελλειμματική χρηματοδότηση αποτελεί επίσης μια πληθωριστική διαδικασία, μολονότι μπορεί να κρατηθεί υπό έλεγχο από περιορισμούς που τίθονται επί του κρατικού χρέους. Είναι πληθωριστική επειδή το κοινωνικό κέρδος αντιστοιχεί μόνο φαινομενικά σε μια αυξημένη παραγωγή· στην πραγματικότητα, είναι ανεπαρκές. Το κεφάλαιο που κείτεται αδρανές λόγω ανεπαρκούς κερδοφορίας εισέρχεται στην κεφαλαιακή κυκλοφορία μέσω των νομισματικών αποτελεσμάτων του δημόσιου χρέους, όπου βοηθά στη διεύρυνση της παραγωγής, όχι όμως και σε αναλογική διεύρυνση των κερδών. Σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο, του οποίου το χρηματικό κεφάλαιο αποτελεί μόνο ένας μέρος του, η αυξημένη ποσότητα χρήματος στην κυκλοφορία έρχεται σ’ αντίθεση με μια δυσανάλογη μάζα κέρδους, καθώς ένα μέρος των αποκτημένων κερδών δεν προέρχεται από παραγωγή αλλά από μια μεταφορά ήδη υπάρχοντος κεφαλαίου στη στήλη των κερδών.
Εφόσον, ωστόσο, η καπιταλιστική οικονομία είναι παραγωγή για κέρδος, το οποίο πρέπει να μετριέται με τους όρους του συνολικού κεφαλαίου και πρέπει να επαρκεί για τις ανάγκες της συσσώρευσης κεφαλαίου, για τα μεμονωμένα κεφάλαια η ανακολουθία μεταξύ διευρυμένης συνολικής παραγωγής και των συνολικών κερδών που πράγματι παρήχθησαν, εκδηλώνεται ως μια πτώση του ποσοστού κέρδους, η οποία, ωστόσο, μπορεί ν’ αντισταθμιστεί από ισοδύναμες αυξήσεις των τιμών στον βαθμό που η παραγωγή διευρύνεται κι ο ανταγωνισμός, οπότε, δεν είναι και τόσο οξύς. Ενώ απ’ τις κρατικές επενδύσεις δεν προκύπτει ούτε κέρδος ούτε τόκος, ως κομμάτι της συνολικής παραγωγής, τα μεμονωμένα κεφάλαια, συμμετέχοντας στην κρατικά υποκινούμενη παραγωγή, πράγματι αποδίδουν τόσο κέρδος όσο και τόκο· η αντίφαση αυτή επιλύεται, αφενός, μέσω μιας διαφορετικής αναδιανομής των συνολικών κερδών μεταξύ των μεμονωμένων κεφαλαίων, και αφετέρου -στον βαθμό που ακόμη επιβεβαιώνεται το ανταγωνιστικό μέσο ποσοστού κέρδους- μέσω μιας πτώσης του γενικού ποσοστού κέρδους, η οποία ύστερα αντισταθμίζεται από αυξήσεις των τιμών.
Η ταυτόχρονη άνοδος των τιμών των εμπορευμάτων με τη διεύρυνση της παραγωγής αποτελεί οπότε την καπιταλιστική απάντηση στην πίεση που τίθεται στο γενικό ποσοστό κέρδους απ’ την κρατικά υποκινούμενη ζήτηση. Φυσικά, η ίδια η κρατική παρέμβαση αποτελεί ένα φαινόμενο της κρίσης και δεν θα συνέβαινε αν το κεφάλαιο ήταν ικανό να διευρυνθεί από μόνο του. Όμως, όπως κι η ίδια η κρίση, αυτή η «λύση στην κρίση» σημαδεύεται απ’ την μείωση των κερδών, μολονότι εκδηλώνεται με αυξανόμενες, και όχι μειούμενες, τιμές.
Αν ένα «πλεόνασμα» κεφαλαίου ανίκανο να βρει κερδοφόρα αξιοποίηση εμφανίζεται ως μια γενική έλλειψη χρήματος, και συνεπώς ως ανεπαρκής ζήτηση, τότε τα κέρδη μειώνονται μαζί με τις τιμές των εμπορευμάτων. Η πτώση των τιμών μπορεί να διακοπεί και ν’ αντιστραφεί από κρατικές παρεμβάσεις. Στο παρελθόν, η προσέγγιση ήταν η μείωση της προσφοράς, δηλαδή, αξίες χρήσης δεν παράγονταν ή απλώς καταστρέφονταν. Ωστόσο, καθώς δεν είναι η προσφορά κι η ζήτηση εκείνες οι οποίες, μαζί με τις τιμές, καθορίζουν το επίπεδο των κερδών, τα μέτρα αυτά αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά. Το πρόβλημα έπρεπε να αντιμετωπιστεί απ’ την πλευρά του κέρδους.
Σ’ ένα οποιοδήποτε επίπεδο τιμών, τα επιχειρηματικά κέρδη εκπροσωπούν τη διαφορά μεταξύ δαπανών και αγοραίων τιμών. Κάθε εταιρεία επιδιώκει να μειώσει τις δαπάνες της ώστε να διατηρήσει τα κέρδη της. Οι δαπάνες που μια εταιρεία μπορεί να επηρεάσει άμεσα είναι οι δαπάνες για μισθούς: μπορεί απλώς να τους μειώσει, ή ίσως προσπαθήσει να βελτιώσει την παραγωγικότητα της εργασίας. Το μέγεθος του μέσου ποσοστού κέρδους καθορίζεται από τη συνολική υπεραξία που δημιούργησε η εργασία σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο. Μια κρίση υπαινίσσεται μια μείωση του γενικού ποσοστού κέρδους, κάτι το οποίο καθιστά προσωρινά ανεπίτρεπτη την περαιτέρω ανάπτυξη του συνολικού κεφαλαίου. Υπό τέτοιες συνθήκες, κάθε επιχείρηση εντείνει τις προσπάθειές της να διατηρήσει, κι όπου είναι εφικτό ν’ αυξήσει, τα κέρδη της μειώνοντας τις δαπάνες. Αυτό οξύνει τον ανταγωνισμό, το οποίο με τη σειρά του εμποδίζει περαιτέρω την αποκατάσταση του απαιτούμενου επιπέδου κερδοφορίας και παρατείνει την ύφεση και την καταστροφή κεφαλαίου. Μολαταύτα, ακόμη κι ενώ το κεφάλαιο ως όλον συστέλλεται, οι μόχθοι των μεμονωμένων κεφαλαίων επιφέρουν μια διεύρυνση, αν και με βραδύτερο ρυθμό, της συνολικής υπεραξίας. Η μεγαλύτερη μάζα υπεραξίας σε σχέση με την μειωμένη αξία του συνολικού κεφαλαίου αυξάνει το ποσοστό κέρδους, και καθίσταται εφικτή η περαιτέρω συσσώρευση. Οι εταιρείες που δεν μπορούν να μεγενθύνουν τα κέρδη τους βρίσκονται στο χείλος της χρεωκοπίας. Αφετέρου, τα μεμονωμένα κεφάλαια που επιβιώσαν έχουν ένα ευρύτερο πεδίο να επεκταθούν. Η διαδικασία αυτή ουσιαστικά ανέρχεται σε συγκέντρωση κεφαλαίου και αποτελεί καθεαυτή ένα όργανο για διεύρυνση των κερδών.
Αυτές οι λεγόμενες μικροοικονομικές μεταβολές έχουν επιπτώσεις στο μακροοικονομικό επίπεδο, και μέσω του όργανου της κρίσης αποκαθιστούν τα αναγκαία ποσοστά κέρδους για περαιτέρω συσσώρευση κεφαλαίου. Αν δεν ήταν έτσι, ο κύκλος της κρίσης θα ήταν ακατανόητος. Αφετέρου, οι κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία ασκούνται άμεσα στο μακροοικονομικό επίπεδο, σε προσπάθεια να βρεθεί μια παράκαμψη των βραδύρυθμων ρυθμιστικών αποτελεσμάτων της μικροοικονομικής διαδικασίας. Στόχος των κρατικών παρεμβάσεων είναι, επίσης, η αύξηση των κερδών, ελπίζουν όμως να το επιτύχουν αυτό μέσω της διαδικασίας της κυκλοφορίας. Ο ίδιος ο Κέυνς είδε ότι η μείωση των μισθών μέσω πληθωριστικών μέσων δεν ήταν μόνο ευκολότερη, μα μπορούσε επίσης να επιτευχθεί σε γενικότερο επίπεδο απ’ ότι αν έπρεπε κανείς να βασιστεί στην ανεξάρτητη δράση αμέτρητων μεμονωμένων εταιρειών. Μια γενική άνοδος των τιμών, μαζί με μια βραδύτερη αύξηση των μισθών, πρέπει ν’ αυξάνει τα κέρδη εφόσον την ίδια στιγμή η γενική ζήτηση επίσης αυξάνεται μέσω της ελλειμματικής χρηματοδότησης των δημόσιων δαπανών. Χωρίς αυτό το τελευταίο μέτρο, σχεδιασμένο ν’ αμβλύνει τον ανταγωνισμό, οι μειώσεις των μισθών ίσως γρήγορα αποδειχτούν ανεπαρκείς κι η οικονομία επιδεινωθεί.
Για να πληθωριστούν οι τιμές των εμπορευμάτων υπό συνθήκες ύφεσης, πρέπει να εξαλειφθεί η ανεπαρκής ζήτηση, η οποία παρουσιάζεται ως μια έλλειψη χρήματος. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω δημιουργίας περισσότερου χρήματος και μέσω κρατικών πιστώσεων που διοχετεύουν το ήδη υπάρχον χρήμα στην κυκλοφορία. Αυτό αυξάνει την ονομαστική αγοραστική δύναμη, όμως αυξημένα κέρδη μέσω υψηλότερων τιμών των εμπορευμάτων θα είναι εφικτά έτσι μόνο αν οι δαπάνες δεν υποστούν μια ισοδύναμη αύξηση. Διαφορετικά, θ’ αυξηθούν οι τιμές των εμπορευμάτων (συμπεριλαμβανομένης της εργασιακής δύναμης) χωρίς η κερδοφορία του κεφαλαίου να μεταβληθεί στο ελάχιστο. Καθώς, ωστόσο, δεν αυξάνονται οι τιμές όλων των εμπορευμάτων το ίδιο και, επιπλέον, είναι ακραία δύσκολο, αν όχι αδύνατον, η τιμή της εργασιακής δύναμης να συμβαδίσει με τη γενική αύξηση των τιμών, ο πληθωρισμός των τιμών τελικά έχει ως αποτέλεσμα μια βελτίωση της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Έτσι, μέσω ενός πληθωριστικού χρήματος και μιας τιμολογιακής πολιτικής, τροποποιούνται τόσο η παραγωγή όσο κι η διανομή του εισοδήματος, επειδή η αναλογία των μισθών ως προς τα κέρδη μετατοπίζεται υπέρ των κερδών. Αυτό είναι ελεγχόμενος πληθωρισμός όταν ο καθορισμός κι ο περιορισμός της ποσότητας του κυκλοφορούν χρήματος αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του κράτους. Ο ελεγχόμενος πληθωρισμός, που αρχικά επινοήθηκε ως ένα μέσο επιβίωσης κατά των κρίσεων, σύντομα έγινε, τουλάχιστον για κάποιους οικονομολόγους, μια προϋπόθεση της οικονομικής ανάπτυξης καθεαυτής. Ακόμη κι αν επιτευχθεί μια σταθερή κατάσταση πλήρους απασχόλησης, η ζήτηση θα μπορούσε να διευρυνθεί περαιτέρω, είπαν, μέσω ενός «μετριασμένου πληθωρισμού», ο οποίος θα είχε ως αποτέλεσμα τα χρέη να υπομένουν μια σταθερή απαξίωση, ωθώντας συνεπώς επενδύσεις.
Ο Άγγλος οικονομολόγος Φίλλιπς[1] προέβη σε κάποιες στατιστικές αναλύσεις σε μια προσπάθεια να αποδείξει την ύπαρξη μιας στενής εμπειρικής συσχέτισης μεταξύ του επιπέδου απασχόλησης και του πληθωρισμού· το αποτέλεσμα των προσπαθειών του έγινε μετέπειτα ένα από τα προπύργια της αστικής οικονομικής θεωρίας υπό το όνομα καμπύλη Φίλλιπς[2]. Η καμπύλη αυτή δείχνει ότι ένα αυξανόμενο επίπεδο απασχόλησης συνοδευόταν πάντα από μια αύξηση των τιμών, ενώ η αύξηση της ανεργίας συνοδευόταν από μια μείωση των τιμών. Συνεπώς, φαινόταν ότι η πλήρης απασχόληση πήγαινε χέρι-χέρι με τον πληθωρισμό. Εφόσον το επιπεδο της απασχόλησης εξαρτούνταν απ’ τη ζήτηση, ήταν επακόλουθο ότι ο πληθωρισμός αποτελούσε μια συνέπεια της αυξανόμενης ζήτησης, η οποία οδηγεί τις τιμές, μαζί με τους μισθούς, προς τα πάνω. Πληθωρισμός τροφοδοτούμενος από τη ζήτηση ή πληθωριστικοί μισθοί θα απέκλειαν τη συνύπαρξη της πλήρης απασχόλησης με τη σταθερότητα των τιμών, μολονότι θα έπρεπε να επέτρεπε την επιλογή μεταξύ καταπολέμησης του πληθωρισμού μέσω ανεργίας ή καταπολέμηση της ανεργίας μέσω πληθωρισμού.
Μολονότι η σημασία αυτών των αμφισβητήσιμων στατιστικών ευρυμάτων, για τα οποία δεν προτάθηκε ποτέ καμία επεξηγηματική θεωρία, τέθηκε υπό αμφισβήτηση, προσέφεραν, ωστόσο, μια επίδειξη, αν και κάπως προβληματική, της αποτελεσματικότητας του κρατικού οικονομικού ελέγχου. Στόχος δεν ήταν πλέον η οικονομική ισορροπία με σταθερότητα των τιμών, μα η αποκατάσταση μιας «πληθωριστικής ισορροπίας», στην οποία ο πληθωρισμός καβαλούσε τη ράχη της πλήρους απασχόλησης. Οι οικονομολόγοι ακόμη θεωρούσαν τις κοινωνικές δαπάνες που δημιουργούνταν τοιουτοτρόπως ως ένα μικρό τίμημα για μια αναπτυσσόμενη οικονομία πλήρους απασχόλησης, ειδικά αν ο πληθωρισμός μπορούσε να συγκρατηθεί εντός κοινωνικώς βέλτιστων ορίων μέσω επιδέξιας χειραγώγησης της αγοράς εργασίας. Ωστόσο, δεν μπορούσε να προσδιοριστεί εάν οι αυξήσεις των τιμών συναγωνίζονταν τις μισθολογικές αυξήσεις που αποτελούσαν ένα τόσο εμφανές τμήμα της ευημερίας. Όμως, δεν χρειάζεται καμία στατιστική επίδειξη για την απόδειξη ότι οι μισθοί βελτιώνονται καθώς αυξάνεται η ζήτηση για εργασία. Ωστόσο, οι μισθολογικές αυξήσεις κρατούνται περιορισμένες από τον βιομηχανικό εφεδρικό στρατό, ο οποίος ποτέ δεν εξαφανίζεται πλήρως, και από την ανάγκη για επαρκή κερδοφορία – ένας απαραίτητος όρος για συσσώρευση, και συνεπώς για μια αυξανόμενη ζήτηση για εργασία. Το απλό γεγονός ότι η συσσώρευση κεφαλαίου θα λάβει χώρα κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ευημερίας αποτελεί καθεαυτό απόδειξη ότι το κεφάλαιο έχει διατηρήσει την κερδοφορία του παρά τις μισθολογικές αυξήσεις.
Μια οικονομική άνθηση όχι μόνο οδηγεί σε αύξηση των τιμών, μα επίσης βελτιώνει την παραγωγικότητα της εργασίας, η οποία στην πραγματικότητα θα έπρεπε να μειώνει τις τιμές. Σύμφωνα με την αστική θεωρία, υπό συνθήκες γενικού ανταγωνισμού, αν το κόστος παραγωγής μειωθεί, οι τιμές, συμπεριλαμβανομένης της τιμής της εργασίας, θα πρέπει επίσης να μειωθούν, χωρίς οι πραγματικοί μισθοί αναγκαστικά να μειωθούν στον ίδιο βαθμό. Περισσότερα καταναλωτικά αγαθά θα πρέπει να σημαίνουν χαμηλότερες τιμές, έτσι ώστε, μολονότι οι χρηματικοί μισθοί πρέπει να μειωθούν, η αγοραστική δύναμη να παραμείνει ανέπαφη. Αν οι μισθοί δεν μειωθούν, ή αν μειώνονται πιο αργά απ’ ότι το γενικό επίπεδο των τιμών, αυτό θα συμβεί εις βάρος των άλλων παραγόντων παραγωγής. Όμως, τότε η οικονομική ισορροπία, η οποία υποτίθεται συντηρείται από τον μηχανισμό των τιμών, θα πρέπει να διαταραχθεί, και για ν’ αποκατασταθεί η ισορροπία είτε οι μισθοί θα πρέπει να μειωθούν, είτε οι τιμές των αγαθών θα πρέπει ν’ αυξηθούν. Συνεπώς, κατ’ αυτή την άποψη, ο πληθωρισμός των τιμών αποτελεί τελικά το αποτέλεσμα μιας προβληματικής μισθολογικής πολιτικής.
Όμως, η αυταπάτη ενός μηχανισμού των τιμών ο οποίος κρατούνταν σε ισορροπία απ’ τον γενικό ανταγωνισμό σύντομα απορρίφθηκε κι αντικαταστάθηκε στο αστικό στρατόπεδο από θεωρίες μονοπωλιακού καθορισμού των τιμών και κρατικής παρέμβασης. Όμως, τα μονοπώλια καθεαυτά θεωρήθηκαν μόνο εν μέρει υπεύθυνα για μονοπωλιακό καθορισμό των τιμών, ονομαστικά, όταν ο καθορισμός των τιμών υπερέβαινε το μέσο ποσοστό κέρδους. Επειδής, όμως, τα μονοπώλια μπορούσαν ν’ αποκομίζουν πλεονάζοντα κέρδη μέσω καθορισμού των τιμών, κατείχαν επίσης την οικονομική δυνατότητα ν’ αποδεχτούν μονοπωλιακώς καθορισμένους μισθούς, κάτι το οποίο αύξανε τις δαπάνες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το μονοπωλιακό κεφάλαιο κι μονοπωλημένη εργασία εργάζονταν από κοινού για την αύξηση των τιμών. Εφόσον είχε ριζωθεί αυτός ο πληθωρισμός υποκινούμενος από τη ζήτηση, τους μισθούς ή το κόστος, θα επιταχύνονταν σταθερά εκτός κι αν μειωνόταν μέσω κρατικών παρεμβάσεων. Έτσι, η απάντηση στον πληθωρισμό υπήρξε μια τιμολογιακή και μισθολογική πολιτική που θα μπορούσε να αποκαταστήσει τη σταθερότητα.
Ο κρατικός έλεγχος των τιμών και των μισθών μπορούσε, τουλάχιστον θεωρητικά, να χαλιναγωγήσει τον πληθωρισμό χωρίς ταυτοχρόνως ν’ αμβλύνει τις συνθήκες που οδηγήσαν στον πληθωρισμό. Επειδή, για να έχει το κεφάλαιο την ελευθερία κινήσεων να διευρυνθεί, πρέπει να έχει επαρκή κέρδη. Σε μια καπιταλιστική οικονομία κυριαρχούμενη από μονοπώλια, η συσσώρευση κεφαλαίου πρέπει να διεξαχθεί μέσω των μονοπωλίων. Τα μονοπωλιακά κέρδη αντικατοπτρίζουν την ανάγκη για κέρδη υψηλότερα από εκείνα που αποκτούνταν υπό τις συνθήκες του ανταγωνισμού. Τα μονοπώλια είναι το αποτέλεσμα της προοδευτικής συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου μέσω ανταγωνισμού, όμως ούτε τα μονοπώλια ούτε ο ανταγωνισμός μπορούν να μεταβάλλουν μια δοσμένη μάζα κέρδους. Καμία μορφή ανταγωνισμού, ούτε ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός ούτε ο καθαρός ανταγωνισμός, δεν κάνει κάτι άλλο πέρα από μια διανομή του συνολικού κοινωνικού κέρδους. Μια τιμολογιακή και μισθολογική πολιτική που θα καθιστούσε τα μονοπωλιακά κέρδη ανέφικτα θα υπονόμευε συγχρόνως και τη συσσώρευση κεφαλαίου.
Τα μονοπωλιακά κέρδη προέρχονται απ’ την κυκλοφορία, όχι απ’ την παραγωγή. Φυσικά, καπιταλιστικά πλεονάζοντα κέρδη προέρχονται επίσης κι από διαδικασίες στη σφαίρα της παραγωγής, όταν υπάρχει μια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας πάνω από την μέση παραγωγικότητα· το μειωμένο κόστος τότε καθιστά τις εταιρείες ικανές να λάβουν από τα προϊόντα τους κέρδος υψηλότερο από το μέσο κέρδος. Όμως, αυτή η μορφή πλεονάζοντων κερδών είναι μόνο προσωρινή και χάνεται μόλις οι βελτιωμένες παραγωγικές μεθόδοι γενικευτούν. Το μονοπωλιακό κέρδος διαφέρει απ’ αυτή την μορφή διαρκώς εξαφανιζόμενου κι επανεμφανιζόμενου πλεονάζοντος κέρδους από το γεγονός ότι υπό το μονοπώλιο, ο ανταγωνισμός έχει καταργηθεί σε μεγάλο βαθμό. Ένα μονοπωλιακό ποσοστό κέρδους επιτυγχάνεται μέσω του ελέγχου των τιμών. Ωστόσο, για να πολλαπλασιαστούν τα κέρδη, οι σχέσεις παραγωγής μεταξύ αξιών κι υπεραξίας πρέπει να μετατοπιστούν υπέρ της υπεραξίας. Κέρδη πρέπει να παραχθούν, και είναι μόνο τα κέρδη εκείνα που έχουν πράγματι παρηχθεί που καθορίζουν τη συσσώρευση κεφαλαίου και, συνεπώς, την κατάσταση της οικονομίας εν γένει.
Αν η προοδευτική μονοπώληση του κεφαλαίου αποτελεί μια αντανάκλαση των αυξημένων δυσκολιών κέρδους της συσσώρευσης και μια απάντηση σε αυτές, είναι σαφές ότι η μερική εξάλειψη του ανταγωνισμού δύσκολα μπορεί να σημαίνει μια αύξηση του κοινωνικού κέρδους. Τα μονοπωλιακά κέρδη δημιουργούνται εις βάρος μεμονωμένων κεφαλαίων που βρίσκονται ακόμη σε συνθήκες ανταγωνισμού, οι οποίες τα αναγκάζουν ν’ αυξήσουν κι αυτά τις τιμές ώστε ν’ αποφύγουν ζημίες. Έτσι, όλες οι τιμές γίνονται κατά μία έννοια περισσότερο ή λιγότερο μονοπωλιακές τιμές, μολονότι ο βαθμός στον οποίο συμβαίνει αυτό ποικίλλει ευρέως, το οποίο πράγματι προσφέρει στην όλη διαδικασία μια κάποια «λογική»: ονομαστικά, την αναδιανομή που επιδρά στην κοινωνική παραγωγή υπέρ της διεύρυνσης του κεφαλαίου. Αυτό δεν αντιφάσκει με την παρατήρηση, την οποία ακούμε συχνά, ότι τα μονοπώλια παρακωλύουν αντί να διευκολύνουν τη συσσώρευση κεφαλαίου, όπως υποτίθεται ότι αποδεικνύει όλη η αδρανής παραγωγική ικανότητα. Το επιχείρημα αυτό, όμως, δεν λέει τίποτα παραπάνω απ’ ότι σε περιόδους οικονομικής στασιμότητας, τα μονοπώλια αγωνίζονται να επιβιώσουν εις βάρος πιο αδύναμων μεμονωμένων κεφαλαίων και εις βάρος του συνόλου του πληθυσμού. Το μονοπωλιακό κεφάλαιο, για ν’ αναπαραχθεί ως κεφάλαιο, πρέπει επίσης να συσσωρεύσει· και, συνεπώς, προσπαθεί, μέσω μιας μονοπωλιακής τιμολογιακής πολιτικής, να επιφέρει μια περαιτέρω διαίρεση κέρδους και μισθών στην κυκλοφορία, η οποία προστίθεται στον πρωταρχικό διαχωρισμό μεταξύ μισθών και κέρδους στην παραγωγική διαδικασία.
Οι μονοπωλιακές τιμές είναι εξίσου αναγκαίες για το κεφάλαιο με τις ανταγωνιστικές τιμές παλιότερα, ακόμη κι αν καθορίζονται από μονοπώλια σύμφωνα με τις ιδιαίτερές τους ανάγκες. Η συγκέντρωση του κέρδους στα χέρια των μονοπωλίων μέσω τιμολογιακών πολιτικών αποτελεί, σε τελική ανάλυση, μια συγκέντρωση κεφαλαίου. Ωστόσο, καθώς ο ανταγωνισμός σταδιακά μειώνεται, αυτή η πηγή μονοπωλιακού κέρδους ελαχιστοποιείται, και το ποσοστό κέρδους του μονοπωλιακού κεφαλαίου γίνεται το μέσο ποσοστό κέρδους. Στο σημείο αυτό, η μονοπωλιακή χειραγώγηση των τιμών κείτεται μόνο στη σχέση μεταξύ μισθών και κέρδους, και θα μπορούσε εξίσου καλά ν’ αντικατασταθεί από κυβερνητικούς ελέγχους.
Μολονότι ο μονοπωλιακός σχηματισμός των τιμών πρέπει, όπως η συσσώρευση κεφαλαίου, να καταλήξει σε αδιέξοδο, έχει αρχικά μερικά θετικά αποτελέσματα. Όπως τα κίβδηλα κέρδη που δημιουργούνται από παραγωγή υποκινούμενη από δημόσιες δαπάνες, τα μονοπωλιακά κέρδη διεγείρουν την οικονομία ακριβώς επειδή αποκτούνται με έμμεσο τρόπο μέσω πληθωρισμού των τιμών. Έτσι, αφενός, έχουμε παραγωγή υποκινούμενη από το κράτος και, αφετέρου, την ανάγκη προώθησης της συσσώρευσης κεφαλαίου μέσω περαιτέρω μονοπώλησης: και στις δύο περιπτώσεις, το αποτέλεσμα είναι πληθωρισμός.
Ύστερα απ’ τον Β’ ΠΠ, τα αστικά οικονομικά τρέφαν αυταπάτες ότι όχι μόνο είχαν ανακαλύψει το μυστικό της κρίσης, μα επίσης και ότι κατείχαν τα μέσα να ανακόψουν οποιαδήποτε μελλοντική κρίση στη ρίζα της· συνεπώς, η διεύρυνση κεφαλαίου η οποία λάμβανε χώρα κυρίως με τη δική της δυναμική, σίγουρα δεν ήταν σχεδιασμένη να υπονομεύσει την πεποίθηση ότι οποιαδήποτε οικονομική ύφεση μπορούσε ν’ αναιρεθεί με τα αποδεδειγμένα αντικυκλικά μέτρα. Η πεποίθηση αυτή παρέμεινε μέχρι την έλευση του αποπληθωριστικού πληθωρισμού, όπου η αυξανόμενη ανεργία συνοδευόταν από ένα επιταχυνόμενο ποσοστό πληθωρισμού. Η πρώτη απάντηση σ’ αυτή την κατάσταση υπήρξε σχεδόν αυτόματη: η κεϋνσιανή τακτική του παγώματος των μισθών. Μαζί με υψηλά επιτόκια, αυτό το πάγωμα διατήρησε τεχνητά τις τιμές, μείωσε την κερδοφορία του κεφαλαίου και παρεμπόδισε τη διεύρυνσή του. Οι παγωμένοι μισθοί της ύφεσης βρίσκονταν σ’ αντίθεση με τους αυξανόμενους μισθούς της περιόδου της «πλήρους απασχόλησης», η οποία περίοδος τώρα κατηγορήθηκε για την «έλικα μισθών-τιμών»[3]. Πράγματι, εδώ και κάποιο καιρό είχε αναγνωριστεί ότι η πλήρης απασχόληση θα μπορούσε να έχει πληθωριστικές συνέπειες, όμως ισχυρίζονταν ότι πρόκειται για σημάδια ευημερίας και θα έπρεπε να γίνουν αντιληπτές υπό θετικό φως. Ο λόγος που στην πραγματικότητα τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά δεν οφειλόταν στο ίδιο το σύστημα μα σε εξωτερικούς παράγοντες, ονομαστικά, στην παράλογη μανία των εργατών να πάρουν απ’ το σύστημα περισσότερα απ’ όσα αυτό έχει.
Αυτή η κατανοητή και διαδεδομένη ανοησία[4], η οποία απ’ τη σκοπιά του κεφαλαίου βγάζει αρκετό νόημα, δεν θα ήταν καν άξια σχολιασμού αν δεν την εντοπίζαμε συχνά σε υποτιθέμενα «αριστερές» ερμηνείες της κρίσης[5]. Υπό συνθήκες πλήρους απασχόλησης, είτε αυτές προέκυψαν από την αυτόνομη κίνηση του κεφαλαίου είτε από κρατικά υποκινούμενη παραγωγή είτε από συνδυασμό αυτών, είναι προφανώς περισσότερο δύσκολο να περικοπούν οι μισθοί ή ν’ αποτραπεί η άνοδός τους. Είναι επίσης προφανές ότι οι οργανωμένοι εργάτες μπορούν να βελτιώσουν τους μισθούς τους μέσω οικονομικών αγώνων. Τέλος, είναι ολοφάνερο ότι υπό τέτοιες συνθήκες οι καπιταλιστές, μερικε΄ς φορές, επιδιώκουν ν’ αποφύγουν συγκρούσεις παραχωρώντας μισθολογικές αυξήσεις, τις οποίες ύστερα μπορούν ν’ αντισταθμίσουν αυξάνοντας αντιστοίχως τις τιμές. Ούτε χρειάζεται ν’ αμφισβήτησουμε το γεγονός ότι οι επιτυχίες της οργανωμένης εργασίας σ’ αυτό το πεδίο συχνά καθιστά ικανούς επίσης και τους μη-οργανωμένους εργάτες να βελτίωσουν κι αυτοί τη συνθήκη τους: σε μια περίοδο άνθησης, οι μισθοί γενικά μπορούν ν’ ακολουθήσουν την ανοδική πορεία των τιμών.
Όμως, σε μια περίοδο ύφεσης, τα κέρδη μειώνονται. Αν οι μισθοί δεν μειώνονται στον ίδιο ρυθμό με τα κέρδη, τότε η ύφεση βαθαίνει. Για την έξοδο απ’ την ύφεση, δεν αρκεί η μείωση των μισθών να βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την μείωση των κερδών· τα κέρδη πρέπει ν’ αυξηθούν εις βάρος των μισθών. Σε προηγούμενες συνθήκες κρίσης, ο οξυμένος ανταγωνισμός μεταξύ των εργατών στην αγορά εργασίας οδηγούσε σε μια πτώση των μισθών. Η θεσμοποίηση και μονοπώληση των οικονομικών εργατικών οργανώσεων πλέον το έχει καταστήσει αυτό ανέφικτο· έτσι ισχυρίζονται. Για την αστική τάξη, ακόμη κι η υπεράσπιση του υπάρχοντος μισθολογικού επιπέδου αρκεί για να εξηγήσει τόσο την κρίση όσο και τον πληθωρισμό.
Είναι αρκετά πιθανόν ότι μια μισθολογική πολιτική ευνοϊκή για το κεφάλαιο δεν θα μπορέσει να περάσει, και πράγματι συχνά έτσι συμβαίνει. Εν πάση περιπτώσει, οι αστοί στατιστικολόγοι δεν δυσκολεύονται ν’ αποδείξουν ότι τόσο οι χρηματικοί μισθοί όσο κι οι πραγματικοί μισθοί αυξήθηκαν και συχνά η αύξησή τους υπερέβει την αύξηση της παραγωγικότητας. Όμως υπάρχουν κι άλλες στατιστικές οι οποίες δείχνουν ότι οι αυξήσεις που κερδίσαν οι εργάτες στους μισθούς ύστερα χάνονται στη διαδικασία της κυκλοφορίας[6]. Ότι άλλο κι αν σημαίνουν αυτές οι στατιστικές, δεν υπάρχει καμία ικανοποιητική εμπειρική απόδειξη ότι ο πληθωρισμός οφείλεται στους μισθούς, ούτε και το αντίθετο. Πρώτον, οι σχέσεις μεταξύ τιμών δεν μας λένε τίποτα για τις υποβόσκουσες σχέσεις αξίας κι υπεραξίας· όμως, τελικά, αυτές καθορίζουν την κατάσταση της οικονομίας. Δεύτερον, τα κέρδη ίσως στην πραγματικότητα να είναι υψηλότερα όταν επίσης οι μισθοί είναι υψηλοί κι όχι χαμηλοί, αν το μερίδιο της υπεραξίας στη συνολική αξία της παραγωγής είναι επαρκώς μεγάλο. Πράγματι, αυτή η υπεραξία δεν βασίζεται μόνο στην υπερβολικά περιορισμένη, στατιστικά ευδιάκριτη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας· βασίζεται επίσης στη συνολική υπεραξία παρηγμένη σε παγκόσμια κλίμακα σ’ αναλογία με το παγκόσμιο κεφάλαιο ως συνολικό κεφάλαιο, και δεν υπάρχουν στατιστικές γι’ αυτή. Ωστόσο, ακόμη και πέρα απ’ τα παραπάνω, η ίδια η ύπαρξη μιας οικονομικής άνθησης επιδεικνύει ότι όσο υψηλοί κι αν είναι οι μισθοί, τα κέρδη αυξάνονται ταχύτερα απ’ το μερίδιο της εργασίας στο κοινωνικό προϊόν. Πράγματι, η μεταπολεμική άνθηση συνοδεύτηκε εξ αρχής από έναν ελλοχεύων, αν και ανισομερή, πληθωρισμό[7]. Όμως, η αιτία του δεν βρισκόταν σε μισθολογικές αυξήσεις που υπερέβαιναν την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, μα στο γεγονός ότι η άνθηση κι η συνεχιζόμενη ύπαρξή της υπήρξε εφικτή μόνο μέσω πληθωριστικών τιμολογιακών πολιτικών οι οποίες, επιπλέον, χρησιμοποιήθηκαν υπερβολικά κι αποτελεσματικά για μια σχετικά μεγάλη χρονική περίοδο για τη διατήρηση της αναγκαίας για την οικονομική διεύρυνση σχέσης μεταξύ μισθών-κέρδους. Γιατί όμως αυτή η περίοδος συσσώρευσης, σ’ αντίθεση με παλαιότερες περιόδους άνθησης, υπήρξε τόσο σταθερά πληθωριστική; Στους οικονομικούς κύκλους του περασμένου αιώνα, κάθε κρίσης προπορεύονταν τα πληθωριστικά φαινόμενα μιας υπερθερμασμένης οικονομίας[8]. Οι μισθοί, οι τιμές και τα επιτόκια αυξάνονταν. Μια μεγάλη διεύρυνση της πίστωσης συγκάλυπτε την ύφεση της κερδοφορίας που είχε ήδη ξεκινήσει, καθυστερώντας συνεπώς τη λήξη της περιόδου άνθησης. Τελικά, οι προσδοκίες που είχε δημιουργήσει η άνθηση αποδείχθηκαν ψευδείς. Ο ρυθμός αύξησης των κερδών ήταν μικρότερος απ’ τον ρυθμό ανάπτυξης της παραγωγής, και τελικά η διεύρυνση σταμάτησε.
Η επέκταση της ιδιωτικής πίστωσης θέτει τα δικά της όρια μέσω των αυξανόμενων επιτοκίων που αναπόφευκτα επιφέρει, όμως ακόμη και χωρίς αυτά, η πίστωση πρέπει να σταματήσει όταν τα κέρδη συνεχίζουν να μειώνονται. Η ύφεση είναι το αποτέλεσμα της άνθησης, κι αν είναι ν’ αποφευχθεί η ύφεση -κι αυτός, στη τελική, υπήρξε ο σκοπός των κρατικών παρεμβάσεων- τότε η συστολή της ιδιωτικής πίστωσης πρέπει ν’ αντισταθμιστεί από τη διαστολή των κρατικών πιστωτικών δραστηριοτήτων. Όμως, τέτοια μέτρα δεν αυξάνουν τη συνολική μάζα των κερδών, και το αποτέλεσμα είναι μια κατάσταση που θυμίζει μια συντηρημένη από πίστωση μα ήδη ανεπικερδής φάση της άνθησης, με τη διαφορά ότι οι κρατικές πιστώσεις δεν έχουν τους ίδιους περιορισμούς με τις ιδιωτικές.
Με άλλα λόγια, υπάρχει τώρα «συσσώρευση» κεφαλαίου μολονότι τα κέρδη είναι ανεπαρκή, χωρίς αυτό να γίνεται αρχικά εμφανές λόγω του μηχανισμού του κρατικού χρέους. Δεν υπάρχει άμεση πίεση για περικοπές μισθών, καθώς η κερδοφορία του κεφαλαίου μπορεί να διατηρηθεί σ’ ένα σταθερό επίπεδο ακόμη και με παράλληλη αύξηση των μισθών εφόσον η ζήτηση παραμένει αρκετά φουσκωμένη μέσω κρατικά υποκινούμενης παραγωγής.
Αν το κεφάλαιο υπήρξε ανίκανο ν’ αυξήσει από μόνο του την κερδοφορία, η κρατικά υποκινούμενη ανάκαμψη θα έπρεπε σύντομα να τελειώσει. Ωστόσο, μια αυτόνομη διεύρυνση του κέρδους είναι εφικτή μόνο μέσω μιας αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, δηλαδή, μέσω ενός υψηλότερου βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας που απαξιώνει σχετικά την αξία της εργασίας. Καθώς κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να επιτευχθεί υπό συνθήκες πλήρους απασχόλησης, το κεφάλαιο προσπαθεί ν’ αποκτήσει τα κέρδη που χρειάζεται για συσσώρευση μέσω του σχηματισμού των τιμών. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: ένα αυξανόμενο μερίδιο της συνολικής παραγωγής εμπίπτει στο κεφάλαιο, ενώ αντιστοίχως λιγότερο πηγαίνει στο εργατικό δυναμικό.
Όχι μόνο μεταβάλλεται η σχέση μεταξύ μισθών και κερδών, η διανομή του κοινωνικού προϊόντος γενικά μετατοπίζεται υπέρ της συσσώρευσης κεφαλαίου. Τα κοινωνικά στρώματα με σταθερά εισοδήματα, τα οποία βρίσκουν δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να προσαρμοστούν στην πληθωριστική τάση, πρέπει να παραδώσουν μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους στο κεφάλαιο. Οι αποταμιεύσεις των «απλών ανθρώπων» καταβροχθίζονται σταδιακά καθώς η αξία του παραγωγικού κεφαλαίου αυξάνεται με τον ρυθμό του πληθωρισμού. Ήταν αυτή η διαδικασία ελλοχεύοντα πληθωρισμού η οποία περιείχε το μυστικό της ευημερίας. Τα μειονεκτήματα του πληθωρισμού φαίνονταν ν’ αντισταθμίζονται προς το παρόν απ’ τα πλεονεκτήματα της οικονομικής άνθησης.
Μολονότι η εξάρτηση της καπιταλιστικής ευημερίας στη συσσώρευση κεφαλαίου είναι εγγενής του συστήματος, δεν αναγνωρίζεται από την αστική οικονομική θεωρία. Για τους αστούς οικονομολόγους, ο πληθωρισμός προκαλείται από μια ζήτηση που υπερβαίνει την παραγωγή, ή ακόμη κι απ’ τις υπέρμετρες διεκδικήσεις των εργατών, μολονότι η ίδια η καθολικότητα του πληθωρισμού αποτελεί μια κατάφωρη αντίφαση σ’ αυτή την άποψη· πράγματι, ο πληθωρισμός μαστίζει ακόμη και χώρες με υπερβολικά χαμηλούς μισθούς, όπου δεν υπάρχει κανένα μονοπώλιο εργασίας και όπου η ζήτηση είναι πολύ μικρότερη απ’ την προσφορά. Ο διεθνής χαρακτήρας του πληθωρισμού αποτελεί επαρκή απόδειξη ότι ο πληθωρισμός περιλαμβάνει περισσότερα από απλώς τις απρόβλεπτες συνέπειες των υψηλών μισθών σε μερικές χώρες.
Τώρα, ωστόσο, που ο πληθωρισμός κι η κρίση συνυπάρχουν στις ηγετικές καπιταλιστικές χώρες, είναι πλέον αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι ο πληθωρισμός αποτελεί μια συνέπεια της πλήρους απασχόλησης και της υπέρμετρης ζήτησης έναντι της προσφοράς. Συνεπώς, το μόνο που μένει να κατηγορηθεί είναι οι υψηλοί μισθοί. Και παρά την μονοπώληση της εργασίας, ή πιθανώς ακόμη και λόγω αυτής, η αστική τάξη ακόμη βρίσκει την αυξανόμενη ανεργία ως έναν καλό μπαμπούλα. Οι συμβάσεις εργασίας, όντας συχνά μακροχρόνιες, έχουν καταστήσει ανέφικτη, με λίγες ασήμαντες εξαιρέσεις, την αντιμετώπιση του βάρους των απότομα αυξανόμενων τιμών ή τη διόρθωση παλιότερων παραλείψεων μέσω άγριων απεργιών· ένας ακόμη λόγος, συνεπώς, το κεφάλαιο να εκμεταλλευτεί την διάχυτη ύφεση για ν’ αποκομίσει πληθωριστικά κέρδη. Ακούμε από αρκετά συνδικάτα ότι πρέπει κανείς ν’ αποδεχτεί τα γεγονότα: ο πληθωρισμός κατατρώει οποιαδήποτε μισθολογική αύξηση, οπότε συνεχόμενες νέες διεκδικήσεις είναι ανούσιες. Το αναγκαίο τώρα για να βγούμε απ’ την ύφεση είναι μια υπεύθυνη μισθολογική πολιτική, δηλαδή, πρέπει να δωθεί στο κεφάλαιο η ευκαιρία ν’ ανακτήσει τη χαμένη του κερδοφορία[9].
Είναι, φυσικά, σαφές ότι αν οι μισθοί πέσουν, μπορούν να μειωθούν κι οι τιμές· όμως, μολονότι εφικτό, δεν σημαίνει ότι θα γίνει. Οι τιμές εξαρτώνται κι από άλλα πράγματα πέρα απ’ τις «σχέσεις στην αγορά» και το «κόστος συντελεστών», πχ, έμμεση φορολογία, επιδοτήσεις, προγράμματα σταθεροποίησης και μονοπωλιακή χειραγώγηση. Ακόμη κι όπου η παραγωγή μειώνεται σταθερά, όπου υπάρχει μαζική ανεργία κι όπου οι μισθοί βρίσκονται σ’ επίπεδα λιμοκτονίας, οι τιμές μπορούν να συνεχίζουν ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό και παρά πέρα· και, όντως, στο παρελθόν ΄έχει σύμβει αυτό, με τελικό αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να εξελίσσεται σε υπερπληθωρισμό. Ακόμη και πριν ο πληθωρισμός βγει εκτός ελέγχου, η ύφεση, η οποία μειώνει τις μισθολογικές δαπάνες, δεν αρκεί για να μπει ένα τέρμα στις αυξήσεις των τιμών. Όπως και να ‘χει, οι πιο πρόσφατες αντιπληθωριστικές πολιτικές είχαν πολύ απογοητευτικά αποτελέσματα, πολιτικές οι οποίες καθίστανται ακόμη περισσότερο αμφιλεγόμενες από το γεγονός ότι οδήγησαν σε καταστάσεις που κατέστησαν υποχρεωτική μια επιστροφή στον πληθωρισμό για τη διατήρηση του κοινωνικού ιστού.
Οι κρατικές αποπληθωριστικές ή πληθωριστικές πολιτικές δεν αποτελούν τόσο μέτρα για τον έλεγχο της οικονομίας όσο κυβερνητικές αντιδράσεις σε διαδικασίες που ήδη βρίσκονται πέραν κάθε ελέγχου. Η πραγματική ανάπτυξη του κεφαλαίου καθορίζεται απ’ τον νόμο της αξίας, δηλαδή, απ’ την κερδοφορία και τη συσσώρευση κεφαλαίου. Οι κρατικές παρεμβάσεις στοχεύουν μόνο επιφανειακά φαινόμενα στην αγορά, η ρίζα των οποίων βρίσκεται στη σφαίρα της παραγωγής, δηλαδή, στις παραγωγικές σχέσεις. Οι κρατικές παρεμβάσεις είναι, συνεπώς, εξίσου τυφλές με τις ίδιες αυτές τις διαδικασίες· αν τυχαίνει να συμπίπτουν με τα γεγονότα που υποκινούν τις εξελίξεις στην αγορά, είναι από καθαρή τύχη.
Οι κρατικές παρεμβάσεις ίσως αποτύχουν ν’ ανταπεξέλθουν στις προσδοκίες, ή ίσως μέχρι και να οδηγήσουν στο αντίθετο αποτέλεσμα. Όπως και να ‘χει, οι θεωρίες που σχετίζονται μ’ αυτές χάνουν τη φερεγγυότητά τους και συνεπώς χάνουν την ιδεολογική τους λειτουργία. Χωρίς καμία ερμηνεία για τον επερχόμενο πληθωρισμό, το μόνο που απομένει είναι μια υποχώρηση σε μια προηγούμενη άποψη, η οποία είχε ήδη εγκαταληφθεί μια φορά: ονομαστικά, η κενή ελπίδα πως τελικά θ’ αποδειχθεί ότι οι μηχανισμοί εξισορρόπησης της αγοράς έχουν ακόμη κάποια ισχύ. Συγκεκριμένα, μερικοί τώρα μας διαβεβαιώνουν ότι πρέπει ν’ απορριφθεί κάθε κρατική παρέμβαση στην οικονομία, με μόνη πιθανή εξαίρεση την «ορθή» νομισματική πολιτική όπως υποστήριζει ο Μίλτον Φρίντμαν, και να επιλέξουμε, γι’ άλλη μια φορά, μια «θεραπεία» μέσω της ύφεσης ώστε να καταλήξουμε σε μια νέα άνθηση. Λέγεται ότι
[η] ιδέα ότι ο επικρατών πληθωρισμός δεν μπορεί να ερμηνευτεί από την οικονομική θεωρία είναι καθαρός μηδενισμός. Παρομοίως, η ιδέα ότι δεν μπορεί να σταματηθεί. Αυτό που απαιτείται εδώ είναι μια συνεπής νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, η οποία θα περιορίσει την οικονομική δραστηριότητα για σημαντικό χρονικό διάστημα. Εδώ, φυσικά, κείτεται η δυσκολία, ονομαστικά, η αναγκαία πολιτική αποφασιστικότητα. Οι υπεύθυνες αρχές πρέπει ν’ αποφασίσουν εάν η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι έτοιμη ή όχι να προβεί στις απαραίτητες θυσίες[10].
Έτσι, όλες οι παλιές διαψευσμένες θεωρίες αναβιώνονται για να εξηγήσουν τον πληθωρισμό κι αναμένεται να προσφέρουν το κλειδί για τη λύση του. Ωστόσο, στη διαδικασία αυτή πρέπει να παραβλεφθούν πλήρως όλα τα γεγονότα του παρόντος πληθωρισμού· αυτός ο πληθωρισμός, όπως και κάθε προκάτοχός του, δεν αποτελεί ατύχημα, αλλά το αποτέλεσμα μιας αρκετά συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής. Ο πληθωρισμός πρέπει να δημιουργηθεί, ακόμη κι υπό την πίεση οικονομικών και πολιτικών διαδικασιών οι οποίες δεν προέρχονται από συνειδητές πράξεις μα από μια παρορμητική ανάγκη για συσσώρευση κεφαλαίου.
Ο Α’ ΠΠ κατέστρεψε τις κλασσικές σχέσεις της παγκόσμιας αγοράς καθώς και τις σχέσεις μεταξύ των εθνικών νομισμάτων, οι οποίες βασίζονταν στον κανόνα του χρυσού. Υπό τον κανόνα του χρυσού, διακυμάνσεις στην αξία κάθε μεμονωμένου νομίσματος περιοριζόταν εντός πολύ στενών ορίων. Αν ένα έθνος επέλεγε να υιοθετήσει πληθωριστικά μέσα για να καταπολεμήσει μια οικονομική ύφεση, έπρεπε ν’ απελευθερωθεί απ’ αυτούς τους περιορισμούς. Μόλις ένα έθνος εγκατέλειπε τον κανόνα του χρυσού, μπορούσε να υιοθετήσει μια νομισματική πολιτική σχετικά ανεξάρτητη απ’ την παγκόσμια αγορά. Όμως, ο πληθωρισμός παρέμενε ένα εθνικό ζήτημα που μπορούσε να αντιμετωπιστεί, ή όχι, από τις μεμονωμένες κυβερνήσεις όπως εκείνες νομίζαν. Έτσι, διαφορετικά έθνη προσπάθησαν να λύσουν τα προβλήματα κερδοφορίας τους με διαφορετικούς τρόπους, και ο πληθωρισμός απέκτησε έναν καθαρά διεθνή χαρακτήρα μόνο ύστερα απ’ τον Β’ ΠΠ.
Ο Β’ ΠΠ έθεσε ένα προσωρινό τέλος στη συσσώρευση κεφαλαίου. Η μισή εκ της παγκόσμιας παραγωγής ήταν παραγωγή για δημόσια κατανάλωση, η οποία κατανάλωνε τόσο ανθρώπους όσο και πρώτες ύλες. Τα κέρδη γράφτηκαν ως κρατικά χρέη. Για την αποφυγή μιας πληθωριστικής έξαρσης, υιοθετήθηκαν πολιτικές περιορισμένης διανομής αγαθών με δελτία και εξαναγκαστική αποταμίευση, μολονότι η αυστηρότητα με την οποία εφαρμόστηκαν αυτά τα μέτρα διέφερε μεταξύ των εμπόλεμων χωρών. Μετά τη λήξη του πολέμου, ο κόσμος δεν ήταν μόνο διαφορετικός, αλλά και τελείως εξαθλιωμένος. Μόνο οι ΗΠΑ, οι οποίες επηρεάστηκαν λιγότερο από τη φθορά του πολέμου και οι οποίες, ακόμη και πριν τον πόλεμο, είχαν ήδη κατακτήσει την πρώτη θέση μεταξύ των παγκόσμιων καπιταλιστικών δυνάμεων, υπήρξαν ικανές να συνεχίσουν τη διαδικασία συσσώρευσης στη βάση μιας ουσιαστικά απαράλλαχτης κεφαλαιακής δομής. Οι άλλες βιομηχανικές χώρες έπρεπε να συνεχίσουν από ένα πολύ χαμηλότερο επίπεδο κι έπρεπε να περάσουν από μια μακρά περίοδο επιταχυνόμενης συσσώρευσης πριν ανακτήσουν ξανά την ανταγωνιστικότητά τους. Η αποκατάσταση της παγκόσμιας αγοράς και της μετατρεψιμότητας μεταξύ των νομισμάτων επέβαλλε μια σειρά νομισματικών μεταρρυθμίσεων, συχνά αρκετά ριζικών, και το σύστημα Μπρέτον Γουντς, το οποίο υιοθετήθηκε ενώ ο πόλεμος βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη, εγκαινίασε έναν τροποποιημένο κανόνα του χρυσού.
Η μεταπολεμική περίοδος έγινε μάρτυρας μιας αναπτυσσόμενης διεθνοποίησης της καπιταλιστικής παραγωγής, η οποία επιταχύνθηκε ραγδαία και διέγειρε το παγκόσμιο εμπόριο. Οι τάσεις αυτάρκειας της προπολεμικής περιόδου, όταν κάθε χώρα προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να ξεφύγει απ’ τα προβλήματά της εις βάρος άλλων, φτάνοντας έως και το σημείο ιμπεριαλιστικών κατακτητικών πολέμων, έφτασαν σ’ ένα προσωρινό τέλος στα μεταπολεμικά γεγονότα όταν οι ΗΠΑ απέκτησαν ηγεμονία επί της παγκόσμιας αγοράς. Η «ελεύθερη παγκόσμια αγορά» αναγεννήθηκε απ’ τη διευρυνόμενη αμερικανική οικονομία, υποβοηθούμενη απ’ το Σχέδιο Μάρσαλ και την εξαγωγή ιδιωτικού κεφαλαίου. Το κεφάλαιου που δεν μπορούσε να επενδυθεί μ’ επαρκή κερδοφορία στις ΗΠΑ βρήκε καλύτερες συνθήκες για αξιακή διεύρυνση στα έθνη που βρίσκονταν υπό ανοικοδόμηση.
Μέχρι τις 15 Αυγούστου 1971, το διεθνές νομισματικό σύστημα βασιζόταν στο δολλάριο, το οποίο ήταν συνδεδεμένο σε μια σταθερή τιμή με τον χρυσό, κι οι ισοτιμίες των άλλων νομισμάτων βασίζονταν σ’ αυτό. Με τα άλλα νομίσματα να είναι στενά συνδεδεμένα με το δολλάριο και το δολλάριο ν’ αποτελεί αποθεματικό νόμισμα, οι ΗΠΑ μπορούσαν να διευθετήσουν τις διεθνείς υποχρεώσεις πληρωμών τους διευρύνοντας τ’ αποθέματα δολλαρίων των άλλων χωρών. Όσο ήταν στενή η σύνδεση του δολλαρίου με τον χρυσό, η εξαγωγή δολλαρίων διέγειρε την παγκόσμια οικονομία. Μολονότι οι Αμερικανοί εξαγοράζαν ολόκληρες βιομηχανίες και εθνικά ζητήματα μετατρέπονταν σε πολυεθνικά, οι εταιρείες αυτές όχι μόνο γινόνταν ανεκτές, αλλά μέχρι που ήταν περιζήτητες ως ένα μέσο για την κινητοποίηση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Μεταξύ του 1950 και του 1970, οι άμεσες αμερικανικές ξένες επενδύσεις δεκαπλασιάστηκαν, και σε αξιακούς όρους η απόδοση των πολυεθνικών εταιρειών ήταν υπερτριπλάσια του συνόλου των αμερικανικών εξαγωγών. Αυτό υπήρξε μέρος της διαδικασίας που, μαζί με τους υψηλούς ρυθμούς συσσώρευσης που επιτεύχθηκαν στην Ευρώπη, παρήγαγε την μακρά περίοδο της δυτικής ευημερίας.
Καθώς η αμερικανική παραγωγή αποτελούσε περίπου το μισό της συνολικής παραγωγής του καπιταλιστικού κόσμου, αλλαγές που συνέβαιναν στην αμερικανική εγχώρια οικονομία αναγκαστικά θα γίνονταν αισθητές σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Για να επιτύχουν ποσοστά κέρδους επαρκή για τις ανάγκες περαιτέρω συσσώρευσης, έπρεπε να μεγενθυθεί το μερίδιο του αμερικανικού κεφαλαίου στη συνολική παγκόσμια παραγωγή και το παγκόσμιο εμπόριο. Αυτό, φυσικά, αληθεύει για όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Το ζήτημα ήταν το πως θα διανεμηθεί η παγκοσμίως παρηγμένη υπεραξία. Η μεταπολεμική συνθήκη προσέφερε στο αμερικάνικο κεφάλαιο μια ιδιαίτερη ευκαιρία ν’ αυξήσει το μερίδιό του στα παγκόσμια κέρδη και συγχρόνως βοηθούσε την κατεστραμμένη παγκόσμια οικονομία να ξανασταθεί στα πόδια της.
Ο πόλεμος είχε επίσης δημιουργήσει νέες, κρατικοκαπιταλιστικές χώρες που ήταν πολύ δύσκολο να ενσωματωθούν στην «οικονομία της ελεύθερης αγοράς» και, εν πάση περιπτώσει, υπήρξαν κάθε άλλο παρά ευεργετικές προς τη διεύρυνση του ιδιωτικού κεφαλαίου· οπότε, χέρι-χέρι με την αποκατάσταση του δυτικού κεφαλαίου πήγαινε κι η προσπάθεια περιορισμού της διεύρυνσης των κρατικοκαπιταλιστικών χωρών. Η μεταπολεμική περίοδος εξελίχθηκε στην ατμόσφαιρα του ψυχρού πολέμου, ο οποίος εγκαινιάστηκε με την πρώτη δοκιμή ισχύος, τον πόλεμο της Κορέας, το αποτέλεσμα του οποίου παρέμεινε ασαφές.
Ο ψυχρός πόλεμος διεκδίκησε ένα μεγάλο μερίδιο της δημόσιας κατανάλωσης. Το κρατικό χρέος, το οποίο είχε ήδη λάβει ακραίες διαστάσεις, αυξήθηκε ακόμη περισσότερο, αν και πλέον με πιο αργούς ρυθμούς κι εντός στενότερων ορίων, κι έθεσε υπό πίεση την κερδοφορία του κεφαλαίου. Δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά αν ήταν η μεταπολεμική άνθηση που ευθυνόταν για την πλήρη, ή σχεδόν πλήρη, απασχόληση που επιτεύχθηκε σε διάφορες χώρες, ή σε ποιον βαθμό συνέχισε να εξαρτάται σε κρατικά υποκινούμενη παραγωγή. Σε κάθε περίπτωση, στις ΗΠΑ, η παραγωγική ικανότητα δεν αξιοποιήθηκε ποτέ πλήρως την περίοδο του ψυχρού πολέμου, κι η ανεργία σταθεροποιήθηκε γύρω στο 4%. Παγκοσμίως, ωστόσο, το ιδιωτικό κεφάλαιο διευρύνθηκε ραγδαία χάρη στη ραγδαία αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, μια επιταχυνόμενη συγκέντρωση κεφαλαίου παγκοσμίως και μια πληθωριστική τιμολογιακή πολιτική.
Ωστόσο, ένα στοιχείο που συνεισφέρει στην οικονομική άνθηση, ο πληθωρισμός που τη συνοδεύει, αποκάλυψε επίσης μια εσωτερική αδυναμία πίσω απ’ την εξωτερική ευημερία, μια αδυναμία που, επιπλέον, αναδύθηκε από το γεγονός ότι η ευημερία αυτή δεν ρίζωσε ισομερώς σε όλες τις χώρες. Δεν έχει καμία σημασία, ακόμη και να μπορέσει ν’ αποδειχθεί, εάν υπήρξε το υπερβολικά υψηλό κόστος της ιμπεριαλιστικής πολιτικής που έθεσε τον ρυθμό συσσώρευσης στις ΗΠΑ πίσω απ’ αυτό άλλων διευρυνόμενων χωρών, ή εάν αυτό θα συνέβαινει ανεξαρτήτως. Όπως και να ‘χει, είναι ανούσιο ακόμη και να θέσουμε αυτό το ερώτημα, καθώς ο ιμπεριαλισμός δεν μπορεί να διαχωριστεί απ’ το εθνικά οργανωμένο κεφάλαιο. Καθώς, ωστόσο, η δημόσια κατανάλωση πάντα αφαιρεί απ’ τη συσσώρευση, η συνέχιση των ογκώδων δημόσιων δαπανών που απαιτείται από ιμπεριαλιστική πολιτική μόνο χειροτέρευε τον πληθωρισμό.
Το πόσο αληθεύει αυτό γίνεται εμφανές όταν παρατηρήσουμε το πως το μέσο ποσοστό πληθωρισμού έχει επιταχυνθεί απ’ το 1965. Επειδή η αμερικανική οικονομία ήταν ήδη σχετικά στάσιμη, το μόνο μέσο για τη χρηματοδότηση του πολυδάπανου πολέμου στην Ινδοκίνα και των εσαεί αυξανόμενων απαιτήσεων μια παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής πολιτικής, ήταν περισσότερα ελλείμματα και συνεπώς περισσότερος πληθωρισμός. Όσο οι ισοτιμίες παρέμεναν σταθερές, ο αυξανόμενος πληθωρισμός έπρεπε να επεκταθεί και σε άλλες χώρες. Το αμερικανικό έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών συνέχισε ν’ αυξάνεται, μεγενθύνοντας τα αποθεματικά άλλων χωρών σε δολλάρια, και μ’ αυτό αυξήθηκε ο πληθωρισμός.
Καθώς ένα αμερικανικό έλλειμμα σήμαινε ένα πλεόνασμα για άλλες χώρες, οι χώρες αυτές δεν νιώσαν καμία πίεση ν’ αντιμετωπίσουν τις συνοδευτικές πληθωριστικές τάσεις, μολονότι τα αμερικανικά ελλείμματα σήμαιναν σε μεγάλο βαθμό μια μείωση των αμερικανικών, συνεπώς και των παγκόμιων, κερδών. Τα αυξανόμενα αποθεματικά των ευρωπαϊκών χωρών σε δολλάρια βοήθησαν τη χρηματοδότηση του αμερικανικού ελλείμματος, το οποίο σήμαινε ένα διεθνώς επιταχυνόμενο ποσοστό πληθωρισμού, μα επίσης μια σταθερή υποτίμηση των νομισματικών αποθεμάτων. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο διεθνής ανταγωνισμός, ο οποίος επίσης διεξάγεται μέσω νομισματικών πολιτικών, μπορούσε να επηρεάσει τα διαφορετικά ποσοστά πληθωρισμού, όχι όμως τον ίδιο τον πληθωρισμό.
Για μια καπιταλιστική οικονομία, η ιδεατή κατάσταση θα ήταν εκείνη μιας ταυτόχρονης εγχώριας κι εξωτερικής ισορροπίας, με σταθερές τιμές κι ένα ομοιόμορφο ισοζύγιο πληρωμών. Η θεωρία του Κέυνς ουσιαστικά διατηρούσε αυτή την ιδεατή εικόνα, μ’ εξαίρεση ότι πρότεινε την επίτευξη αυτής της ισορροπίας μέσω κρατικών παρεμβάσεων. Ενώ, ωστόσο, η εγχώρια ισορροπία εξαρτάται απ’ τις εθνικές νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές, η εξωτερική ισορροπία όλων των χωρών θα εξαρτιόταν στις εθνικές νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές των ΗΠΑ στον βαθμό που το παγκόσμιο νομισματικό σύστημα βασιζόταν στο δολλάριο με σταθερές ισοτιμίες. Φυσικά, αυτό σήμαινε ότι η οικονομική ανεξαρτησία κάθε χώρας πέρα των ΗΠΑ υπονομεύοταν σε μεγάλο βαθμό απ’ αυτή τη συνθήκη. Οι προσπάθειες να τεθεί ο πληθωρισμός υπό έλεγχο εγχώρια θα είχαν ως τίμημα την επιδείνωση του ικανότητας του έθνους ν’ ανταγωνιστεί στο διεθνές επίπεδο, και συνεπώς δεν μπορούσε ν’ αναληφθεί εκτεταμένα. Έτσι, ο οικονομικός έλεγχος στο εθνικό επίπεδο επιβαρυνόταν σε μεγάλο βαθμό απ’ την καπιταλιστική ολοκλήρωση στη διεθνή κλίμακα.
Ως παγκόσμιο φαινόμενο, ο πληθωρισμός υπήρξε εμφανώς ένα προϊόν των δυσκολιών συσσώρευσης λόγω των ιδιαιτεροτήτων της μεταπολεμικής καπιταλιστικής διεύρυνσης. Η πληθωριστική πορεία απέκρυψε αυτές τις δυσκολίες, αλλά δεν τις εξάλειψε· και μολονότι ο πληθωρισμός προκλήθηκε κυρίως απ’ την ιδιαίτερη κατάσταση των ΗΠΑ και ήταν περαιτέρω προσδεμένος στο στάτους του δολλαρίου ως διεθνές αποθεματικό νόμισμα, η κατάρρευση του σύστηματος Μπρέτον Γουντς κι η επιστροφή των ελεύθερων ή κυμαινόμενων ισοτιμιών επέδειξε ότι ο πληθωρισμός ήταν κάτι περισσότερο από το αποτέλεσμα της διάλυσης ενός διεθνούς νομισματικού συστήματος που κατέστη παρωχημένο απ’ την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Πράγματι, το σύστημα των κυμαινόμενων ισοτιμιών δεν είχε καμία επίδραση στην πληθωριστική πορεία.
Η παγκόσμια οικονομική ολοκλήρωση των εθνικών οικονομιών, κι ιδίως των κεφαλαιαγορών τους, διεθνοποίησε τις κινήσεις του κεφαλαίου και τις σχέσεις των τιμών. Το παγκόσμιο εμπόριο και η δημιουργία διεθνών καπιταλιστικών εταιρειών κατέστησε τον πληθωρισμό ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Η αύξηση της υπεραξίας μέσω πληθωρισμού διευκολύνεται από την κρατική νομισματική πολιτική χωρίς να καθορίζεται άμεσα απ’ αυτή. Δεν υπάρχει καμία απλή και προφανής σχέση μεταξύ της νομισματικής πολιτικής μιας χώρας και των οικονομικών επιπτώσεων της πολιτικής αυτής, που μπορεί να τροποποιηθεί εκτενώς από σχετικά ανεξάρτητες, αυτόνομα εκτυλισσόμενες οικονομικές διαδικασίες. Ωστόσο, μόλις ξεκινήσει ο πληθωρισμός, συνεχίζει την πορεία του με σχετική ανεξαρτησία απ’ ότι κι αν κάνουν οι κυβερνήσεις, όχι μόνο μέσω αυξήσεων των τιμών, οι οποίες τον επιταχύνουν περαιτέρω, μα επίσης μέσω της μεγαλύτερης ανάμειξης των διεθνών κεφαλαιαγορών, τη δημιουργία επιπρόσθετων πόρων χρήματος και πίστωσης -όπως η αγορά του Ευρωδολλαρίου[11]- ή ακόμη κι απ’ την απλή διεύρυνση των εμπορικών πιστώσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο πληθωρισμός μεταμφιέζεται σε έλλειψη επενδυτικού κεφαλαίου, σε ανεπαρκή ρευστότητα, κάτι που φαινομενικά δεν μπορεί καλυφθεί παρά την πληθωριστική αύξηση της προσφοράς χρήματος.
Τα μεγάλα κεφάλαια συνεχίζουν να προσπαθούν ν’ αυξήσουν το μερίδιό τους στο συνολικό παγκόσμιο κέρδος αποκτώντας άμεσο έλεγχο μεγάλων μεριδίων της παγκόσμιας παραγωγής επιπροσθέτως στα κέρδη που διασφάλισαν για τον εαυτό τους μέσω της πληθωριστικής πορείας. Τέτοιες διαδικασίες δεν είναι κάτι παραπάνω από συγκέντρωση κεφαλαίου μέσω διεθνούς ανταγωνισμού. Ωστόστο, στη διαδικασία αυτή οι κεφαλαιαγορές επίσης διεθνοποιούνται, το οποίο σημαίνει ότι δεν βρίσκονται πλέον υπό κυβερνητικό έλεγχο. Για παράδειγμα, κυβερνητικοί περιορισμοί στις εξαγωγές κεφαλαίου με σκοπό τη σύσφιξη του αμερικανικού ισοζύγιου πληρωμών προσπεράστηκαν σε μεγάλο βαθμό επειδή κεφάλαιο μπορούσε ν’ αποκτηθεί στις αγορές Ευρωνομισμάτων και Ευρωπιστώσεων[12].
Η αγορά Ευρωδολλαρίων ανέκυψε αρχικά απ’ τις δραστηριότητες των αμερικανικών τραπεζών εκτός των ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 10 ετών, οι καταθέσεις τους στο εξωτερικό αυξήθηκαν από 10 δισ. σε 185 δισ. δολλάρια. Ανταλλάσσονταν επίσης κι άλλα νομίσματα, όμως το δολλάριο κυριαρχούσε, αποτελώντας το 70% των συνολικών καταθέσεων. Πέρα από ιδιωτικές πιστωτικές συναλλαγές, οι κεντρικές τράπεζες μιας σειράς χωρών επίσης επενδύσαν πλεονάσματα ή ανεπιθύμητα αποθεματικά στην αγορά Ευρωδολλαρίων ή δανειστήκαν απ’ αυτή για να ισοσκελίσουν δυσκολίες πληρωμών. Το Ευρωδολλάριο προτιμάται επειδή δεν βρίσκεται υπό κυβερνητικούς ελέγχους και λειτουργεί χωρίς κανονισμούς αποθεματικών, και συνεπώς μπορεί να προσφέρει καλύτερους όρους τόσο στον δανειστή όσο και στον δανειολήπτη.
Παρότι αρκετά μικρότερη απ’ την αμερικανική κεφαλαιαγορά, η αγορά Ευρωδολλαρίων παραμένει μεγαλύτερη απ’ τις κεφαλαιαγορές άλλων χωρών, και είναι συνεπώς ικανή ν’ αποφύγει ή να παρακάμψει τις κυβερνητικές νομισματικές και πιστωτικές πολιτικές. Καθώς αποτελείται κυρίως από καταθέσεις σε δολλάρια, υπάρχει φυσικά μια στενή συσχέτιση μεταξύ της δημιουργίας χρήματος στις ΗΠΑ και της επέκτασης των Ευρωδολλαρίων. Ενώ στα εθνικά τραπεζικά συστήματα η έκταση του πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος οποιασδήποτε επιπρόσθετης προσφοράς χρήματος είναι διπλή ή το πολύ τριπλή λόγω των κανονισμών αποθεματικών, το Ευρωδολλάριο δεν βρίσκεται υπό τέτοιους περιορισμούς. Το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα του Ευρωδολλαρίου επιτρέπει, οπότε, μια πολύ ευρύτερη επέκταση της πίστωσης και συνεισφέρει περαιτέρω στον καθαρά κερδοσκοπικό χαρακτήρα των κινήσεων κεφαλαίου, καθώς και στην πληθωριστική τάση.
Μαζί με τον πληθωρισμό ανεβαίνει επίσης η τιμή του χρήματος. Καθώς τα επιτόκια, ωστόσο, εξαρτώνται απ’ το ποσοστό κέρδους, μπορούν να συνεισφέρουν μόνο ελάχιστα στον πληθωρισμό. Τα υψηλότερα επιτόκια δεν αποτελούν σημάδι ότι ανέβηκε η αξία του χρήματος· αντιθέτως, υποδεικνύουν ότι μειώθηκε η αξία του χρήματος. Τα πραγματικά επιτόκια συνήθως παραμένουν αμετάβλητα, αυξανόμενα μόνο απ’ το υπάρχον ή αναμενόμενο ποσοστό πληθωρισμού λόγω της γενικής αύξησης των τιμών. Μολαταύτα, ακόμη και σχετικά σταθερά επιτόκια αποτελούν ένα βάρος για το κεφάλαιο όταν τα κέρδη μειώνονται. Δεσμευμένο κεφάλαιο, το οποίο δεν έχει τη δύναμη να θέσει μονοπωλιακώς τιμές, μπορεί επίσης να βρει αφόρητο ένα σταθερό επιτόκιο. Έτσι, τόσο υπό πληθωριστική όσο κι υπό αποπληθωριστική ύφεση, οι χρεωκοπίες πολλαπλασιάζονται.
Δεν πρέπει ν’ αποδίδειται υπερβολική σημασία στο κόστος της πίστωσης, είτε αυτό είναι χαμηλό είτε υψηλό. Τα επιτόκια, τα οποία περιλαμβάνονται στο κεφαλαιακό κόστος παραγωγής, συνιστούν μόνο ένα μικρό ποσοστό του συνολικού κόστους. Επιπλέον, οι εταιρείες εδώ και καιρό χρηματοδοτούν τον κεφαλαιακό σχηματισμό τους απ’ τα ίδια τους τα έσοδα. Αυτό πιθανότατα μειώνει τα μερίσματα, όμως σημαίνει ότι ένα μεγαλύτερο μερίδιο των δεδουλευμένων κερδών χρησιμοποιείται για τους σκοπούς της συσσώρευσης ενώ, αντιστοίχως, μικρότερο μερίδιο πηγαίνει στην κατανάλωση των καπιταλιστών. Αυτό δεν μας λέει τίποτα για το απόλυτο μέγεθος κανενός εξ αυτών των δύο μεριδίων τα οποία, αν τα κέρδη επαρκούν, ίσως αυξάνονται και τα δύο. Αν τα κέρδη δεν επαρκούν, και τα δύο μπορούν επίσης ν’ αυξηθούν μέσω αυξημένων τιμών, και εδώ η «εσωτερική χρηματοδότηση» γίνεται μια μορφή συσσώρευσης μέσω πληθωρισμού.
Δεν πρόκειται όμως για αυθεντική συσσώρευση. Καθώς αυτό το είδος «αυτοχρηματοδότησης» επεκτείνεται, η ικανότητα άλλων κεφαλαίων να συσσωρεύσουν εξασθενείται αντιστοίχως. Η συνολική μάζα κέρδους διαθέσιμη στην καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία παραμένει όση ήταν. Η αυτοχρηματοδότηση του κεφαλαίου, όπως η μονοπώληση, δεν υπαινίσσεται τότε τίποτα άλλο από μια αναδιανομή των συνολικών κερδών μέσω χειραγώγησης των τιμών. Μολονότι τα υψηλά ποσοστά κέρδους ίσως επιτευχθούν μέσω αυθαίρετων τιμολογιακών πολιτικών, συνεπάγονται ένα αυξανόμενο ποσοστό πληθωρισμού, το οποίο αργά ή γρήγορα θα επηρεάσει δυσμενώς και το προνομιούχο κεφάλαιο. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο πληθωρισμός σταματά, αλλά μόνο ότι εφεξής δεν θα αποτελεί μια άμεση αρωγή στη διεύρυνση των προνομιούχων κεφαλαίων. Θα υπηρετεί, στην καλύτερη, τη συντήρηση των κερδών τους υπό συνθήκες στασιμότητας και ύφεσης.
Ο ανταγωνισμός καταστρέφει κεφάλαιο, μα επίσης βελτιώνει την κερδοφορία του κεφαλαίου που βγαίνει νικητής. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι τα συνολικά κοινωνικά κέρδη έχουν αυξηθεί σημαντικά – αυτό είναι εφικτό μόνο μέσω μιας αύξησης της υπεραξίας. Η υπεραξία, ωστόσο, μπορεί ν’ αυξηθεί μόνο με δύο τρόπους: μέσω μιας αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης ή μέσω μιας αύξησης του αριθμού των εργατών. Όμως, οι δύο αυτοί τρόποι μπορούν να βαδίσουν παράλληλες πορείες μόνο υπό ορισμένες συνθήκες· η εγγενής τους τάση είναι ν’ αναπτύσσονται προς αντίθετες κατευθύνσεις. Μεγαλύτερη εκμετάλλευση σημαίνει ότι παράγονται περισσότερα προϊόντα με λιγότερη δαπάνη εργασίας, δηλαδή, υπάρχει μια αύξηση στην παραγωγικότητα της εργασίας η οποία επιτεύχθηκε μέσω βελτιωμένων μέσων παραγωγής και καλύτερων μεθόδων καπιταλιστικής συσσώρευσης. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο απόλυτος αριθμός των εργατών ίσως επίσης αυξηθεί, όμως ο αριθμός τους σε σχέση με το συσσωρευόμενο κεφάλαιο μειώνεται. Εφόσον η υπεραξία είναι στην πραγματικότητα μόνο υπερεργασία, η υπεραξία επίσης μειώνεται σε σχέση με την αύξηση του κεφαλαίου, και αυτό οδηγεί σε μια δυνητική μείωση του ποσοστού κέρδους και σε μείωση του ρυθμού συσσώρευσης κεφαλαίου.
Δεν μπορεί ν’ αλλάξει τίποτα σ’ αυτή την κατάσταση στον καπιταλισμό, όσες τροποποιήσεις κι αν γίνονται αλλού στο σύστημα. Όπως και κάθε προηγούμενη άνθηση, έτσι και η πιο πρόσφατη έφερε μέσα της τους σπόρους της ίδιας της της ύφεσης. Όμως, ενώ παλαιότερα η ύφεση οφειλόταν κυρίως σε μια μείωση της μάζας της υπεραξίας σε σχέση με το συσσωρευμένο συνολικό κεφάλαιο, στη τρέχουσα περίοδο η παραγωγικότητα της εργασίας στις βιομηχανικές χώρες έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό που αυξάνει το κόστος κυκλοφορίας δυσανάλογα με την παραγωγή, και συνεπώς επιταχύνει την πτώση του ποσοστού κέρδους. Εφόσον η παραγωγή δεν μπορεί να διαχωριστεί απ’ τη διανομή, μόνο η συνολική διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου μπορεί να μας πει οτιδήποτε για την πραγματική κερδοφορία του κεφαλαίου. Όμως, παλαιότερα η αναλογία μεταξύ εργατών που συμμετείχαν στην παραγωγή και εργατών που απασχολούνταν στην κυκλοφορία ήταν περισσότερο ευνοϊκή για το κέρδος απ’ ότι σήμερα. Καθώς η παραγωγικότητα στη σφαίρα της παραγωγής έχει αυξηθεί ευρέως, ο αριθμός των εργατών που απασχολούνται στην παραγωγή έχει μειωθεί, ενώ ο αριθμός εκείνων που απασχολούνται στη διανομή έχει αυξηθεί δυσανάλογα. Όμως, επειδή μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει εφικτό ν’ αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας στην κυκλοφορία στον ίδιο βαθμό με αυτόν στην παραγωγή, έχει επιταχυνθεί η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους που συνοδεύει τη διεύρυνση του κεφαλαίου. Η μετατόπιση απ’ την καπιταλιστική παραγωγική εργασία στην καπιταλιστική μη-παραγωγική εργασία έχει υπάρξει ένας σημαντικός παράγοντας στην πληθωριστική διαδικασία.
Με τη διαρκώς αυξανόμενη πίεση στο ποσοστό κέρδους, λόγω μιας πληθώρας αιτιών, η μεταπολεμική διεύρυνση έπρεπε να σταματήσει παρά τα πληθωριστικά της στηρίγματα. Τα υψηλά κέρδη που είχαν συγκεντρωθεί αποδείχτηκαν να είναι σε μεγάλο βαθμό πλασματικά, προερχόμενα περισσότερο απ’ τον πληθωρισμό απ’ ότι απ’ την παραγωγή. Για παράδειγμα, τα δύο τελευταία χρόνια, τα υψηλά κέρδη πολλών αμερικανικών εταιρειών αποτελούνται από «κέρδη αποθέματος», δηλαδή, κέρδη που πηγάζουν απ’ τη διαφορά που προκύπτει μεταξύ του πρότερου χαμηλού κόστους των πρώτων υλών που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή και της τρέχουσας τιμής του τελικού προϊόντος, η οποία προκύπτει απ’ τη τρέχουσα τιμή των πρώτων υλών. Σύμφωνα με τις στατιστικές του αμερικανικού υπουργείου εμπορίου, αυτά τα «κέρδη αποθέματος» ξεπέρασαν τα 37 δισ. δολλάρια το 1974, δηλαδή, το 60% της συνολικής αύξησης του κέρδους[13]. Όμως, η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να επαναληφθεί εκτός κι αν το ποσοστό του πληθωρισμού αυξάνεται σταθερά, και ακόμη και τότε ισχύει μόνο για τα αγαθά που απαιτούν ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα για την παραγωγή τους. Όμως, όπως και να ‘χει, ο ρυθμός συσσώρευσης αποτελεί τον αληθινό δείκτη κερδοφορίας, και με τους όρους του ακόμη και τα υψηλά αυτά κέρδη αποδείχθηκαν ανεπαρκή.
Ο πληθωρισμός δεν έχει μέλλον· κατά μια οικονομική ανάκαμψη μπορεί να τροφοδοτήσει τη διαδικασία, όμως πρέπει να συγκρατηθεί εντός ορισμένων ορίων αν είναι τα κέρδη που καθιστά εφικτά να μην εξαχνωθούν. Αν ένα επιταχυνόμενο ποσοστό πληθωρισμού βγει εκτός ελέγχου, οι «θετικές» επιδράσεις του γίνονται αρνητικές. Το χάος, τόσο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού, γίνεται ακόμη περισσότερο χαοτικό· διεθνώς, αυτό εμφανίζεται ως περιοδικές νομισματικές κρίσεις, με μια συνεπαγόμενη αποσύνθεση του παγκόσμιου εμπορίου. Μολονότι το μέσο ετήσιο παγκόσμιο ποσοστό πληθωρισμού πρόσφατα εκτιμήθηκε να είναι περίπου 12%, η κάθε χώρα επηρεάζεται αρκετά διαφορετικά αναλόγως της ανταγωνιστικής της θέσης στην παγκόσμια αγορά. Συνεχείς διακυμάνσεις των εθνικών νομισμάτων, οι οποίες λέγονταν ότι θα κάνουν τη διευθέτηση των διεθνών ισοζυγίων πληρωμών ευκολότερη, αποτυχάνουν, όχι μόνο στην παγκόσμια αγορά μα επίσης αναφορικά με τη συνεχιζόμενη διάβρωση των εθνικών οικονομιών. Τα δήθεν αντιπληθωριστικά Ειδικά Δικαιώματα Ανάληψης του ΔΝΤ σχεδιάστηκαν για την αντιμετώπιση μιας υποτιθέμενης έλλειψης ρευστότητας· υπήρξαν ένα σύστημα για τη διευθέτηση ισοζυγίων πληρωμών μέσω ακάλυπτων αμοιβαίων υποχρεώσεων· όμως, αποδείχθηκαν επίσης ν’ αποτελούν απλώς ένα ακόμη πληθωριστικό μέτρο, όπως το δολλάριο ύστερα απ’ την κατάργηση της μετατρεψιμότητάς του σε χρυσό. Καθώς οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις γίνονται όλο και περισσότερο αδιαφανείς κι αψηφούν προσπάθειες υπολογισμού της επιχειρηματικής δραστηριότητας, το κεφάλαιο ρέει διασχίζοντας τα σύνορα σε κολοσσιαία κλίμακα σε μια προσπάθεια ν’ αλιεύσει κέρδη απ’ το νομισματικό χάος και τις ιδιαίτερες δυσκολίες κάθε χώρας, στον βαθμό που κέρδη δεν είναι εφικτά με άλλους τρόπους.
Ακόμη κι υπό τις καλύτερες συνθήκες, ένα σταθερά αυξανόμενο ποσοστό πληθωρισμού οδηγεί τελικά σε οικονομική στασιμότητα. Ο πληθωρισμός πρέπει τότε να σταματήσει στο σημείο όπου ξεκινά να έχει ένα αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία. Ακριβώς όπως οι κυβερνήσεις προωθούν τον πληθωρισμό μέσω των νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών τους, αντίμετρα μπορούν να επιβραδύνουν την πορεία του. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις αδυνατούν να θέσουν τον πληθωρισμό υπό τον πλήρη έλεγχό τους, καθώς ο πληθωρισμός των τιμών θα συνεχίσει παρά τα αποπληθωριστικά κυβερνητικά μέτρα. Έτσι, η ύφεση επιδεινώνεται προς δύο κατευθύνσεις: αφενός, λόγω μιας αυξημένης γενικής οικονομικής ύφεσης και, αφετέρου, λόγω των πολαπλασιαζόμενων κοινωνικών συγκρούσεων που δημιουργούνται απ’ την πληθωριστική διανομή του εισοδήματος.
Η ύφεση, όπως μια ανάκαμψη, θέτει όρια στον πληθωρισμό. Όμως, κάθε όριο μπορεί να ξεπεραστεί αν είναι κανείς πρόθυμος ν’ αποδεχτεί τα συνεπαγόμενα κοινωνικά ρίσκα, ή αν αδυνατεί να τ’ αποφύγει· οι υπερπληθωρισμοί του παρελθόντος το επιβεβαιώνουν. Όμως, το ρίσκο είναι πολύ μεγαλύτερο όταν ο πληθωρισμός είναι παγκόσμιος απ’ ότι όταν είναι απομονωμένος σε μεμονωμένες χώρες, όπως ίσχυε παλαιότερα. Συνεπώς, η αστική τάξη προσπαθεί να τον ελέγξει, όμως μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο μόνο αποδεχόμενη χαμηλότερα κέρδη, μειώνοντας τις δημόσιες δαπάνες κι επιτρέποντας το βάθεμα της ύφεσης. Για παράδειγμα, το 1974 η συνολική αμερικανική παραγωγή έπεσε κατά 10,4%, η αξιοποίηση της παραγωγικής ικανότητας μειώθηκε στο 68% και το επίσημο ποσοστό ανεργίας ήταν 8,7%.
Η οικονομική κατάσταση των τελευταίων 5 ετών, η οποία έχει υπάρξει λιγότερο σοβαρή, μολαταύτα απαίτησε μια αύξηση 50% των δημόσιων δαπανών και δημοσιονομικά ελλείμματα που ξεπερνούσαν τα 100 δισ. δολλάρια. Χωρίς αυτές τις δημόσιες δαπάνες, η οικονομική ύφεση πιθανόν θα ήταν μεγαλύτερη. Καθώς η ύφεση εξαπλώνεται, ο μόνος εναπομείναν τρόπος για την αντιμετώπιση των πολιτικών συνεπειών της είναι νέα κρατικά δάνεια, τα οποία ακόμη και τώρα ξεκινούν να κυριαρχούν στην κεφαλαιαγορά. Η κυβέρνηση περιεργάζεται ελλείμματα 125 δισ. δολλαρίων για το 1975 και το 1976, τα οποία αναπόφευκτα θα διευρύνουν περαιτέρω την προσφορά χρήματος. Καθώς εξασθενούν οι ελπίδες ότι η ύφεση θα έχει μια αποπληθωριστική επίδραση, αντικαθιστόνται από την προοπτική μιας νέας άνθησης υποκινούμενης με πληθωριστικά μέσα. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε με βεβαιότητα που θα οδηγήσει αυτό, όμως ένα πράγμα είναι σίγουρο: η παρούσα κρίση, με τον ιδιόρρυθμο αποπληθωριστικό πληθωρισμό της, θα διατηρήσει τον κόσμο σε μια αέναη κατάσταση αναταραχής που θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε καταστροφή.
Σημειώσεις:
1. [ΣτΜ]: Να διευκρινήσουμε ε΄δω ότι ο Φίλλιπς ήταν Νεοζηλανδός, όμως εργαζόταν ως καθηγητής στη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου.
2. A. W. Phillips, «The Relation between Unemployment and the Rate of Change of Money Wages in the United Kingdom, 1862-1957» στο Economica, vol. 25, no. 100, Δεκέμβριος 1958, σελ. 283-299.
3. [ΣτΜ]: Έλικα (ή σπείρα) μισθών-τιμών ονομάζεται ο ισχυρισμός ότι η αύξηση των μισθών οδηγεί σε αύξηση των τιμών, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε νέα αύξηση των μισθών, κ.ο.κ., διαγράφοντας έτσι μια αυτοτροφοδοτούμενη ανοδική, ελικοειδή κίνηση.
4. Απ’ την εκτενή βιβλιογραφία επί του ζητήματος, βλέπε John Hicks, The Crisis in Keynesian Economics, Oxford, 1974, ιδίως το κεφάλαιο «Wages and Inflation»· επίσης, Aubrey Jones, The New Inflation, Harmondsworth, 1973.
5. Glyn & Sutcliffe, British Capitalism, Workers and the Profit Squeeze, London, 1972.
6. Σύμφωνα με τους Jackson, Turner & Wilkinson, Do Trade Unions Cause Inflation?, Cambridge University Press, 1972, το συνολικό εισόδημα των Αμερικανών εργατών σε χρηματικούς μισθούς αυξήθηκε κατά 4,7% ετησίως μεταξύ 1966-1970. Η αύξηση αυτή αναγόταν σε 0,8% με όρους πραγματικού εισοδήματος, και ύστερα απ’ την αφαίρεση των φόρων καταλήγουμε σε μια ετήσια μείωση του εισοδήματος κατά 0,3%. Τον Αύγουστο του 1974, ο A. F. Burns, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, σημείωσε ότι «το περασμένο έτος, το πραγματικό εισόδημα των εργατών στις ΗΠΑ μειώθηκε κατά 5%» (The New York Times, 16 Αυγούστου 1974).
7. «Απ’ το 1950 έως το 1960, η ετήσια υποτίμηση του χρήματος ήταν 2,1% στις ΗΠΑ, 3,9% στην Αγγλία, 2,1% στη Γερμανία, 5,4% στη Γαλλία, 10,8% στο Ισραήλ, 17,6% στη Βραζιλία, 36,6% στη Βολιβία, κλπ. Δεν υπήρξε χώρα το νόμισμα της οποίας δεν υποτιμήθηκε, μολονότι το ποσοστό του πληθωρισμού διέφερε πολύ από χώρα σε χώρα» (First National City Bank, Monthly Economic Letter, Νέα Υόρκη, Ιούλιος 1974). [ΣτΜ: First National City Bank είναι παλιότερη ονομασία της σημερινή Citibank.]
8. [ΣτΜ]: Μια οικονομία ονομάζεται υπερθερμασμένη όταν έχει περάσει ένα στάδιο μακράς ανάπτυξης κι ο ρυθμός διεύρυνσής της δεν μπορεί πλέον να συντηρηθεί.
9. Εδώ το κεφάλαιο βρίσκει ξανά έδαφος για μια επιφυλακτική αισιοδοξία, πχ, στην άποψη του Ernst Wolf Mommsen, πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της F. Krupp GmbH, ο οποίος δηλώνει ότι, «[καθώς] όλοι οι ενδιαφερομένοι, ιδίως τα συνδικάτα και οι εταιρείες, έμαθαν το μάθημα των περασμένων 2-3 ετών, θα ήταν λάθος να συνεχίζουν να υποβάλλουν νέες ονομαστικές αυξήσεις σε τιμές και μισθούς και να δρουν λες και πλάι σ’ αυτές τις ονομαστικές αυξήσεις είναι ακόμη εφικτές πραγματικές αυξήσεις στα προηγούμενα μέτρα. Η νέα μισθολογική στατιστική στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία [της Γερμανίας] αποτελεί ένα υπεύθυνο βήμα προς την κατεύθυνση για τη διατήρηση της υγιής η οικονομία του έθνους. Πρέπει ν’ αξιολογήσουμε θετικά την ετοιμότητα των συνδικάτων να δράσουν και τελικά, ύστερα από τρία χρόνια στασιμότητας, να επαναδιεγείρουν την επενδυτική ικανότητα της γερμανικής βιομηχανίας. Αυτό ενίσχυσε την πρόθεση της γερμανικής βιομηχανίας να επενδύσει και να βελτιώσει εκ νέου την εργασιακή σταθερότητα» (Frankfurter Allgemeine Zeitung, 14 Απριλίου 1975).
10. First National City Bank, Monthly Economic Letter, Νέα Υόρκη, Ιούλιος 1974, σελ. 3.
11. [ΣτΜ]: Ευρωδολλάρια ονομάζονται οι χρηματικές καταθέσεις δολλαρίων σε λογαριασμούς τραπεζών εκτός των ΗΠΑ. Παρότι ο όρος παραπέμπει στην Ευρώπη, συχνά χρησιμοποιείται ακόμη και για τράπεζες που βρίσκονται σε άλλες ηπείρους. Η διάδοση της πρακτικής αυτής έχει οδηγήσει στη χρήση του όρου ακόμη και σε περιπτώσεις που δεν αφορούν ούτε την Ευρώπη ούτε το δολλάριο. Για παράδειγμα, κατάθεσεις ιαπωνικού γιεν σε μια αιγυπτιακή τράπεζα μπορούν να χαρακτηριστούν ως Ευρωδολλάρια ή Ευρωνομίσματα. Στο παρόν κείμενο, ωστόσο, ο όρος χρησιμοποιείται με την αρχική του έννοια, δηλαδή καταθέσεις δολλαρίων σε ευρωπαϊκές τράπεζες.
12. [ΣτΜ]: Ευρωπιστώσεις ονομάζονται τα δάνεια που δίνει μια τράπεζα σε νόμισμα διαφορετικό απ’ το εθνικό νόμισμα της χώρας στην οποία βρίσκεται. Για παράδειγμα, ένα δάνειο σε δολλάρια που εκδίδεται από μια ευρωπαϊκή τράπεζα ονομάζεται Ευρωπίστωση, το ίδιο όμως, πχ, κι ένα δάνειο σε γιεν που εκδίδεται από μια αιγυπτιακή τράπεζα. Στο παρόν κείμενο, ωστόσο, ο όρος χρησιμοποιείται με την αρχική του έννοια, δηλαδή δάνεια σε δολλάρια που δίνονται από ευρωπαϊκές τράπεζες.
13. New York Times, 4 Αυγούστου 1974.