Την παρακάτω συνέντευξη την είχαμε μεταφράσει για το prolenet.gr, το οποίο δεν λειτουργεί πια. Προσπαθούμε να διασώσουμε κάποιο υλικό απ’ αυτό το παλιότερο εγχείρημα. To Chuang είναι ένα αγγλόφωνο περιοδικό που έχει σαν στόχο την ανάλυση της τρέχουσας ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Κίνα, τις ιστορικές του ρίζες και τις επαναστάσεις όσων συνθλίβονται υπό το βάρος του. Το InfoAut είναι ένα μέσο του ιταλικού ανταγωνιστικού κινήματος που έχει στόχο του την αντιπληροφόρηση, την ανάλυση, τη θεωρία και την ιστορία της ταξικής πάλης. Η συνέντευξη είναι του 2017.
InfoAut: Τον ερχόμενο Νοέμβριο, το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (CPC) πρόκειται να ανανεώσει το Πολιτικό Γραφείο του σε μια κρίσιμη φάση για τη χώρα. Ο πρόεδρος Σι Τσινπίνγκ έχει ανέλθει αποτελεσματικά σε έναν θεμελιώδη «πυρήνα» του CPC και του κράτους και, τα τελευταία πέντε χρόνια, έχει αναλάβει τον ελέγχο της πλειοψηφίας των σημαντικότερων πολιτικών και στρατιωτικών θέσεων της χώρας. Μ’ αυτό τον τρόπο, ο Σι έχει αναλάβει έναν ρόλο τέτοιου επιπέδου εξουσίας συγκρίσιμου με αυτό του Μάο και του Ντενγκ Σιαοπίνγκ. Μολαταύτα, αυτά τα Συνέδρια είναι στιγμές στις οποίες μπορούμε να δούμε, μέσω της εκλογής του τάδε ή του δείνα αξιωματούχου, τις πιθανές επερχόμενες τάσεις της πολιτικής της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Τι είδους ενδείξεις, αναφορικά με την εγχώρια και την εξωτερική πολιτική, μπορούμε να εξάγουμε από αυτές τις αναδείξεις υποψηφίων; Ποιες ομάδες εντός της κινέζικης άρχουσας τάξης θα αποκτήσουν περισσότερη εξουσία και ποιες θα καταπνιγούν;
Chuang: Απαντώντας αυτό το ερώτημα, πρώτα θα θέλαμε να θέσουμε επί τάπητος μερικές συχνές θεωρήσεις που συνδέονται με αυτού του τύπου τις αναλύσεις. (Όχι ότι αναγκαία υιοθετείτε αυτές τις θεωρήσεις, αλλά πιθανόν να τις υιοθετούν αρκετοί από τους αναγνώστες.)
Η πρώτη θεώρηση είναι η διαδεδομένη τάση να αποδίδεται υπερβολική εξουσία στο CCP και τον κρατικό του μηχανισμό. Συχνά θεωρείται ότι η κινέζικη κυβέρνηση και το Κόμμα που τη διοικεί έχει με κάποιον τρόπο διατηρήσει ένα ισχυρό επίπεδο αυτονομίας από το κεφάλαιο. Στην πραγματικότητα, αυτό αποτελεί ουσιαστικά απλώς μια άλλη εκδοχή της παλιάς πλάνης περί της κινεζικής εξαίρεσης, εφαρμοσμένη εδώ στο κράτος. Στην αριστερά, αυτή η πλάνη εκδηλώνεται σαν μια ελπίδα ότι ίσως, ίσως, το CCP θα κατέλθει από τους ουρανούς τις τελευταίες στιγμές μιας κρίσης ωθώντας με κάποιον τρόπο την Κίνα στο μονοπάτι του σοσιαλισμού, της σοσιαλδημοκρατίας ή κάτι παρόμοιο, μέσω αγνής δύναμης θελήσεως. Στη δεξιά, ο μύθος εμφανίζεται ευρέως ως η προσδοκία ότι το CCP θα δράσει σαν κανονικός εταιρικός διαχειριστής, διευκολύνοντας επιδέξια την αναγκαία αναδιάρθρωση της βιομηχανίας, εξασθενώντας τις αναταραχές και αναδιανέμοντας το εγκλωβισμένο κεφάλαιο με ένα είδος παγκόσμιου σινικού κεϋνσιανισμού. Βλέπουμε επίσης αυτή την ελπίδα να εκδηλώνεται στο απλό επίπεδο του χρηματιστηρίου, όπου πολλοί επενδυτές είναι πεπεισμένοι ότι, τη τελευταία στιγμή, το κράτος πάντα θα επεμβαίνει για να αποτρέψει μια μεγάλη πτώση. Οι μηχανισμοί διαφέρουν, όμως τόσο η αριστερά όσο κι η δεξιά συχνά δρουν σαν το κινεζικό κράτος να αποτελούσε με κάποιο τρόπο μια εξαίρεση συγκριτικά με τα κράτη των ΗΠΑ, της Ευρώπης ή αλλού.
Στην πραγματικότητα, το κινέζικο κράτος και το CCP εντός του είναι απλώς εξίσου διαχειριστές του κεφαλαίου όπως οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση. Ίσως να αποδειχτεί (και σ’ έναν ορισμένο βαθμό έχει ήδη αποδειχτεί) ότι η κινέζικη μέθοδος διοίκησης μεταξύ των φραξιών της άρχουσας τάξης είναι ομαλότερη από τις δημοκρατικές εναλλακτικές που βλέπουμε αλλού. Σίγουρα έχει επιτρέψει στο κινέζικο κράτος, όταν έρχεται αντιμέτωπο με οικονομικές κρίσεις, να διανέμει κονδύλια για τη τόνωση της οικονομίας σε μια άνευ προηγουμένου κλίμακα, με ελάχιστη καθυστέρηση. Μολαταύτα, χρειάζεται κανείς μόνο να αναλογιστεί την ιαπωνική περίπτωση μερικές δεκαετίες νωρίτερα, για να δει πολλούς ίδιους ισχυρισμούς να γίνονται σχετικά με την εξαιρετική υπεροχή των ιαπωνικών επιχειρήσεων και της συνεργατικής μεθόδου διοίκησης που προτιμούσε το ιαπωνικό κράτος. Επικαλούνταν τις ίδιες ανούσιες εξηγήσεις: «κουλτούρα», «κολλεκτιβισμός», μια μοναδική ιστορική εμπειρία. Τελικά, κανένα απ’ αυτά τα πράγματα δεν αποδείχτηκε να αποτελεί έμπρακτα κάποια εξαίρεση. Το ιαπωνικό κράτος υπήρξε ανίκανο να σταματήσει την ερχόμενη κρίση. Είναι αμφίβολο ότι το κινεζικό κράτος θα τα καταφέρει καλύτερα – αν και η αποτυχία του θα λάβει χώρα σε μια τελείως διαφορετική κλίμακα.
Η δεύτερη εσφαλμένη αντίληψη είναι η τάση να αποδίδονται οι πολιτικές απ’ ευθείας στους «Μεγάλους Ηγέτες». Στο πρώτο μέρος του άρθρου μας για την οικονομική ιστορία της Κίνας («Sorghum & Steel»)[1], διηγηθήκαμε πως η ιδέα της σοσιαλιστικής περιόδου ως η «Κίνα του Μάο» είναι απλώς εσφαλμένη. Η ιστορία δημιουργείται από μάζες ανθρώπων που βρίσκονται σε κίνηση, όχι από τιμονιέρηδες. Οι περισσότερες πολιτικές επιλογές που έγιναν στη σοσιαλιστική περίοδο ήταν πρόχειρες απαντήσεις στις κρίσεις που εγείρονταν στο επίπεδο της βάσης στη βιομηχανία και την κοινωνία. Παρομοίως, στο επερχόμενο δεύτερο μέρος του άρθρου μας για την οικονομική ιστορία της Κίνας, θα αναλύσουμε το πως οι πολιτικές της εποχής των μεταρρυθμίσεων στην πραγματικότητα δεν αποτελούσαν ποτέ μια συνεκτική στρατηγική μιας διαδικασίας αναδιάρθρωσης για τη λειτουργία των κρατικών επιχειρήσεων στα πρότυπα της αγοράς. Ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ επηρέαζε τα πράγματα πολύ λιγότερο από την απλή αθροιστική επίδραση εκατομμυρίων επί εκατομμυρίων αγροτών που μετασχηματίζαν τη γεωργία και τη βιομηχανία με τρόπους που συχνά ποτέ δεν είχαν σχεδιαστεί (η άνοδος των Επιχειρήσεων της Πόλης και της Υπαίθρου αποτελούν εξαιρετικά παραδείγματα αυτού του φαινομένου). Μετέπειτα, οι μεταρρυθμιστές ισχυρίστηκαν πως οι αλλαγές αυτές υπήρξαν νίκες τους, προσποιούμενοι ότι οι μεταρρυθμίσεις είχαν σχεδιαστεί από τη φραξιά τους στο εσωτερικό του Κόμματος. Όμως, στην πραγματικότητα, η εποχή των μεταρρυθμίσεων υπήρξε μια εξαιρετικά ασυνάρτητη και θεμελιακά τυχαία διαδικασία μετάβασης, χωρίς μια μακροπρόθεσμη στρατηγική. Το κάθε στάδιο των μεταρρυθμίσεων ήταν ένα συνονθύλευμα μπαλωμάτων για τη δημιουργία μιας πρόχειρης λύσης σε μια άμεση κρίση. Αφότου εφαρμόστηκαν, έκαναν περισσότερο πιθανή την περαιτέρω μεταρρύθμιση – όμως, αυτό δεν υπήρξε προϊόν της διορατικότητας του Ντενγκ. Για την αρχή της εποχής των μεταρρυθμίσεων μπορούμε να ισχυριστούμε (όπως έχουν ισχυριστεί ακαδημαϊκοί σαν τον Barry Naughton) ότι κανείς στο εσωτερικό του κράτους δεν είχε επινοήσει την εποχή των μεταρρυθμίσεων σαν μια μακροχρόνια μετάβαση προς μια καπιταλιστική κοινωνία – ούτε καν προς μια κοινωνία του πραγματικού «σοσιαλισμού της αγοράς», όπως σύντομα θα ονομαζόταν.
Οπότε, θα ήταν παραπλανητικό να εστιάσουμε στη σημασία του Σι σε σχέση με μια λίστα ηγετών όπως ο Μάο κι ο Ντενγκ. Με έναν πολύ θεμελιώδη τρόπο, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ποιος είναι το πρόσωπο του κράτους. Υπάρχουν μάχες μεταξύ διαφορετικών φραξιών εντός της άρχουσας τάξης, αυτό είναι σίγουρο (πάντα υπάρχουν), όμως οποιαδήποτε φραξιά και να λάβει την εξουσία έχει να αντιμετωπίσει τις ίδιες εγειρόμενες κρίσεις (για περισσότερες λεπτομέρειες επ’ αυτού, βλέπε το άρθρο μας «Scenarios of the Coming Crisis»)[2]. Το κινεζικό κράτος δεν αποτελεί καμία εξαίρεση με κανένα τρόπο, ακόμη κι αν έχει ορισμένες εξουσίες που το βοηθούν, για παράδειγμα, να διανέμει κονδύλια ή να καταστείλει τους διαφωνούντες. Αν ο Μπο Σιλάι, κάποτε αγαπητός στη «Νέα Αριστερά» της Κίνας, είχε ανέλθει στην κεφαλή του κόμματος, θα έπρεπε επίσης να αντιμετωπίσει, για παράδειγμα, την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στον τομέα του χάλυβα και στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο μια λύση σ’ αυτό το πρόβλημα εντός ενός συστήματος που καθοδηγείται από την καπιταλιστική προσταγή: καταστροφή πλεονάζοντος κεφαλαίου και εργασίας μέσω κλεισίματος εργοστασίων, διάλυσης ξεπερασμένων εργοστασίων κι εξοπλισμού, μαζικών απολύσεων, κλπ.
Όπως και στις δημοκρατικές εκλογές, συχνά παρακινούμαστε να αντιληφθούμε υποτιθέμενους μεγάλους βαθμούς διαφοροποίησης μεταξύ των υποψηφίων που όμως στην πραγματικότητα είναι ίδιοι με κάθε ουσιαστικό τρόπο, με εξαίρεση μερικές αποκλίσεις στα κοινωνικά τους προγράμματα. Όμως, συγκρίνοντας τη διαχείριση της Τσοντσίν από τον Μπο Σιλάι με τη διαχείριση της Τσετσιάν ή της Σαγκάης από τον Σι Τσινπίνγκ, βλέπουμε πως υπάρχουν ελάχιστες ουσιαστικές διαφορές – και οι δύο επιδίωξαν την οικονομική ανάπτυξη των περιοχών τους, και οι δύο επιδίωξαν ξένες επενδύσεις, και οι δύο επιτηρήσαν την αποσιώπηση των διαφωνούντων, και οι δύο έπρεπε να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της διαδεδομένης διαφθοράς. Στη Τσοντσίν, όμως, ο Μπο ενθάρρυνε την αναβίωση μιας ορισμένου επιπέδου νοσταλγίας για τη σοσιαλιστική εποχή και μια αναβίωση των αξιών της αδελφοσύνης στην πολιτιστική σφαίρα, και λόγω αυτού δέχτηκε την υποστήριξη της κινεζικής Νέας Αριστεράς σαν μια κάποια καλύτερη εναλλακτική.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι η κινέζικη άρχουσα τάξη δεν έχει σημαντικές φραξιές. Οι μεταξύ τους συγκρούσεις είναι ένας σημαντικός λόγος που ο Μπο Σιλάι βρίσκεται στη φυλακή και που η εκστρατεία του Σι ενάντια στη διαφθορά έχει βάλει στο στόχαστρο ορισμένους ηγέτες ενώ άλλους όχι. Ελπίζουμε να εμβαθύνουμε σ’ αυτές τις συγκρούσεις στο εσωτερικό της άρχουσας τάξης σε κάποιο μελλοντικό τεύχος του περιοδικού μας – σ’ αυτή το σημείο, χρειάζεται να γίνει πολύ περισσότερη έρευνα επί του ζητήματος από την ήδη υπάρχουσα, καθώς μεγάλο τμήμα της ενδοκαπιταλιστικής σύγκρουσης παραμένει εξαιρετικά θαμπό λόγω της φύσης του κινεζικού κράτους. Η μεγάλη δυσκολία εδώ βρίσκεται επακριβώς στην ανάγκη να δούμε πίσω από τις πολιτικές φραξιές ώστε να ανιχνεύσουμε τον σκελετό της καπιταλιστικής τάξης που βρίσκεται από κάτω.
InfoAut: Η εκλογή του Τραμπ φαίνεται να ανταποκρίνεται σε μια πρόσφατη ομιλία του Σι Τσινπίνγκ στο Νταβός, όπου ανακήρυξε ότι η Κίνα θα μπορούσε να υπάρξει μια ηγετική δύναμη της παγκοσμιοποίησης. Αυτό συμβαίνει ακριβώς σε μια στιγμή που οι ΗΠΑ φαίνεται να θέλουν, το λιγότερο, να επαναδιαπραγματευτούν τους όρους της παγκοσμιοποίησης, προφανώς προς όφελός τους. Εν τω μεταξύ, αυξάνονται οι εντάσεις στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας μεταξύ της Κίνας και διάφορων αμερικανικών δορυφόρων στην περιοχή. Ποια σενάρια σας φαίνονται πιο πιθανά για τις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ τα επόμενα χρόνια, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιώδων πτυχών που ενισχύουν αυτές τις σχέσεις, όπως ο χρηματοπιστωτισμός;
Chuang: Για ν’ απαντήσουμε σ’ αυτή την ερώτηση πρέπει να διακρίνουμε ξανά μεταξύ των υλικών δυναμικών και των δημόσιων διακηρύξεων των πολιτικών. Η διακήρυξη του Τραμπ για μια «επαναδιαπραγμάτευση» της παγκοσμιοποίησης (ή για ένα «τέλος της παγκοσμιοποίησης», όπως ήλπιζαν πολλοί υποστηρικτές του) έχει αποτύχει μακράν να λάβει μια οποιαδήποτε υλική μορφή. Η κυβέρνηση Τραμπ γίνεται όλο και λιγότερο διαφορετική απ’ ότι θα ήταν οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση υπό παρόμοιες συνθήκες – σε τέτοιο βαθμό που ακολουθεί ακόμη και κεντρικά σημεία της προτεινόμενης εξωτερικής πολιτικής της Χίλαρι Κλίντον, όπως οι βομβαρδισμοί στη Συρία. Παρομοίως, η επίσημη ανακοίνωση του Σι Τσινπίνγκ για την παγκόσμια επέκταση της Κίνας μέσω ενός «Νέου Δρόμου του Μεταξιού» έχει υπάρξει απογοητευτική, παρά την ευρεία μηντιακή προσοχή που προσέλκυσε. Παραμένει το γεγονός πως οι επενδύσεις στην «Πρωτοβουλία Ζώνης και Δρόμου» (B&R)[3], αυτή τη στιγμή, δεν διαφέρουν ιδιαίτερα από τις κινέζικες ξένες επενδύσεις γενικότερα, και στην πραγματικότητα δεν μπορούν να συγκριθούν με το είδος των μαζικών επενδυτικών προγραμματών που καθιέρωσε η ηγεμονία των ΗΠΑ την μεταπολεμική περίοδο, όπως το Σχέδιο Μάρσαλ.
Θα επιστρέψουμε στο ζήτημα της κινεζικής ηγεμονίας και των υπερθαλάσσιων επενδύσεων παρακάτω. Όμως, όσον αφορά τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, φαίνεται, προς το παρόν, ότι η κατάσταση δεν είναι τόσο τεταμένη όσο φάνταζε αρχικά. Η κυβέρνηση Τραμπ ανοίγεται στην Κίνα, και το ζήτημα της Θάλασσας της Νότιας Κίνας, παρότι παραμένει τεταμένο (βλέπε, για παράδειγμα, την ανάρτησή μας σχετικά με τις σχέσεις Κίνας-Βιετνάμ)[4], έχει προς το παρόν ξεπεραστεί από τη δυνητική συμμαχία των κινεζικών και αμερικανικών συμφερόντων στην επίλυση του ζητήματος της Βόρειας Κορέας. Για σχεδόν κάθε πιθανό σενάριο για τη Βόρεια Κορέα, είναι πιθανόν ότι η Κίνα κι οι ΗΠΑ θα αναγκαστούν να συνεργαστούν, ακόμη ακόμη κι αν η απόκριση της Κίνας προκαλέσει οργή στη Δύση. Υπάρχει, για παράδειγμα, η πιθανότητα οι εγχώριες ελίτ να απομακρύνουν τον Κιμ Γιονγκ Ουν από την εξουσία, και μια πιθανή συνέπεια αυτού ίσως να είναι η Κίνα να προσφέρει άσυλο στον Κιμ – ουσιαστικά προσφέροντάς του μια διεξόδο που θα του επιτρέπει μια άνετη ζωή και δεν θα απαιτεί αυτή τη συνεχή παράνοια της στρατιωτικής κλιμάκωσης για χάρη της επιβίωσης. Αυτό θα ήταν προφανώς δύσκολο να γίνει αποδεκτό από τους δυτικούς πολιτικούς κύκλους, όμως αν το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα ίχνος σταθερότητας κι η εξάλειψη μιας άμεσης στρατιωτικής απειλής προς τις ΗΠΑ και τους στρατιωτικούς τις συμμάχους (ονομαστικά, η Ιαπωνία κι η Νότια Κορέα), είναι κάτι που πιθανότατα θα γίνει τελικά αποδεκτό.
Λόγω της συνεχής χρηματοπιστωτικής, και γενικότερα οικονομικής, αλληλεξάρτησης, κάθε είδος σκληρής διαφωνίας μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ ακόμη ουσιαστικά καταλήγει σε ένα οικονομικό κραχ και στις δύο πλεύρες, και συνεπώς η διαφωνία παραμένει ένα απίθανο αποτέλεσμα των πολιτικών αποφάσεων και στις δύο πλευρές. Τα παγκόσμια πρότυπα εμπορίου σίγουρα αλλάζουν και το παγκόσμιο εμπόριο έχει ξεκινήσει να φθίνει, όμως πέρα από διάφορους που ανακηρύττουν το «τέλος της παγκοσμιοποίησης», στην πραγματικότητα δεν βλέπουμε το ίδιο επίπεδο εθνικού ή περιφερειακού σχηματισμού διάφορων μπλοκ όπως, για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1930. Οι νομισματικές συγκρούσεις θα συνεχιστούν, λαμβάνοντας κατά πολύ την ίδια μορφή που έλαβαν μεταξύ των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας τις προηγουμένες δεκαετίες, και το τελικό αποτέλεσμα πιθανότατα θα είναι η προσεκτική διαχείριση του πληθωρισμού σε συνδυασμό με την εξωτερική ανάθεση περισσότερης παραγωγής από τους κινεζικούς κόμβους των μεταποιήσεων, όπου πλέον έχουν αυξηθεί οι μισθοί, όπως το δέλτα του ποταμού Pearl (δπP) προς την κινεζική ενδοχώρα και, αυξανόμενα, προς μέρη όπως η Καμπότζη, η Μιανμάρ κι η Αιθιοπία (βλέπε την ανάρτησή μας σχετικά με ένα κινέζικο εργοστάσιο στην Μιανμάρ)[5]. Πιθανόν η μεγαλύτερη αλλαγή, χρηματοπιστωτικά, θα είναι τι θα κάνει η Κίνα για να διατηρήσει το επίπεδο των επενδύσεών της στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει μια μάζα αναξιοποίητου πλεονάζοντος κεφαλαίου, ακόμη καθώς οι αποδόσεις κάθε επενδυτικής μονάδας μειώνεται (ξανά, βλέπε το «Scenarios of the Coming Crisis», σημείωση 2). Θα υπάρξει ένα σημείο στο οποίο η Κίνα θα πάψει να είναι ο κύριος αγοραστής του χρέους των ΗΠΑ και ίσως να χρειαστεί η ίδια να ξεκινήσει να διαχειρίζεται παρόμοια χρηματοπιστωτικά ελλείμματα μέσω κάποιου είδους διεθνούς δανεισμού. Αυτές είναι οι χρηματοπιστωτικές μηχανορραφίες που είναι πιθανότατα σημαντικότερο να παρατηρούμε, καθώς απειλούν τις ικανότητες των μεμονωμένων χωρών να μετριάζουν τις μελλοντικές κρίσεις και παράγουν νέες μορφές διεθνούς οικονομικής ανισορροπίας οι οποίες συνεισφέρουν στη δημιουργία νέων μορφών κερδοσκοπίας και κάνουν πιθανότερο το μελλοντικό ξέσπασμα κρίσεων.
InfoAut: Ένας από τους σημαντικότερους εξουσιαστικούς μηχανισμούς που πρέπει να συλλάβουμε αν θέλουμε να κατανοήσουμε τη σύγχρονη Κίνα είναι το hukou ή, με άλλα λόγια, το σύστημα για τη ρύθμιση της εσωτερικής μετανάστευσης στη χώρα, το οποίο διαστρωματώνει τους πολίτες καθορίζοντας τα δικαιώματα που μπορούν να απολαύσουν στη βάση της τοποθεσίας που δηλώνουν κατοικία. Ο τεράστιος βιομηχανικός εφεδρικός στρατός που αποτελείται από μετανάστες εργάτες, από την ενδοχώρα έως τα παράλια, έχει υπάρξει θεμελιακής σημασίας για την κινέζικη οικονομική άνθηση. Το hukou, ωστόσο, δημιούργησε ένα σύστημα εκμετάλλευσης αυτών των εργατών, οι οποίοι δεν απολάμβαναν τα ίδια δικαιώματα με τους ντόπιους πολίτες. Κατ’ αυτό τον τρόπο, αυτοί οι μετανάστες εργάτες συγκροτούσαν, σύμφωνα με τον τρόπο που ορίζονται πχ από την Pun Ngai, «προλετάριους η ταυτότητα των οποίων καθοριζόταν από τη στολή τους». Σήμερα, πιθανές μεταρρυθμίσεις και τοπικοί πειραματισμοί τροποποιήσεων του συστήματος hukou έχουν υπάρξει το υποκείμενο έντονων ντιμπέιτ, ωστόσο δεν έχει αλλαχτεί τίποτα από τη θεμελιώδη ουσία αυτού του συστήματος. Συμφωνείτε ότι αυτός ο εξουσιαστικός μηχανισμός είναι επί του παρόντος κεντρικής σημασίας; Τι προοπτικές αλλαγής ή τροποποίησης αυτού του μηχανισμού υπάρχουν δυνητικά στον ορίζοντα;
Chuang: Η σημασία του hukou σαν ένας ειδικευμένος εξουσιαστικός μηχανισμός είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος με την μετανάστευση. Το φαινόμενο των μεταναστών γεμίζει το κενό στον χαμηλόμισθο βιομηχανικό τομέα και τον τομέα των υπηρεσιών, όπου το κόστος του ντόπιου εργατικού δυναμικού είναι οικονομικά ανέφικτο όχι μόνο για την Κίνα, αλλά αποτελεί ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Εκείνο που κάνει το hukou σχετικά παράδοξο σχετικά με την μετανάστευση, είναι το γεγονός ότι αποτελεί μια θεσμική διαίρεση που λαμβάνει χώρα εντός των συνόρων ενός έθνους-κράτους. Όσον αφορά την μετανάστευση, οι διαιρέσεις του κοινωνικού στάτους στην Κίνα δεν βασίζεται στην εθνική ταυτότητα αλλά κυρίως στο hukou στάτους των ανθρώπων, έναν θεσμό που αρχικά δημιουργήθηκε για να αντιμετωπίσει ορισμένα αναπτυξιακά μέτρα που υιοθετήθηκαν κατά την πρώιμη σοσιαλιστική περίοδο.
Όπως αναλύσαμε στα άρθρα μας «Gleaning the Welfare Fields» και «Sorghum & Steel», το σύγχρονο κινεζικό hukou[6] που διαιρεί τον πληθυσμό σε αγροτικό και αστικό με υποτιθέμενα αντίστοιχες σχέσεις με την αγροτική παραγωγή (παραγωγός και καταναλωτής αντίστοιχα) υπήρξε ένα κατασκεύασμα της σοσιαλιστικής εποχής σχεδιασμένο για την απόσπαση του αγροτικού πλεονάσματος τροφίμων αναγκαίο για τη συντήρηση ενός αναπτυσσόμενου αστικού πληθυσμού και μιας βιομηχανικής ανάπτυξης. Η κύρια λειτουργία του συστήματος, εκείνη την εποχή, υπήρξε η συντήρηση ενός αρκετά μεγάλου αγροτικού εργατικού δυναμικού και λειτουργούσε εντός μια γενικής τάσης για την μεταφορά των πλεονάζοντων πληθυσμών των πόλεων στην ύπαιθρο. Όμως, η διάλυση της συνεργατικής αγροτικής παραγωγής κι η εισαγωγή ενός «συστήματος ευθύνης των μεμονωμένων νοικοκυριών» σήμαινε επίσης μια μεταβολή στον τρόπο που λειτουργούσε το καθεστώς hukou. Τα αγροτικά νοικοκυριά μπορούσαν τώρα να γίνουν πάροχοι εργασιακής δύναμης για τις νέες ειδικές οικονομικές ζώνες (ΕΟΖ), παρέχοντας μια φαινομενικά ανεξάντλητη δεξαμενή φτηνής εργασίας για τις παραλιακές περιοχές που προσανατολίζονταν στις εξαγωγές.
Τα μετασοσιαλιστικά μεταναστευτικά μοτίβα στην Κίνα μπορούν να συγκριθούν με την μετά 1990 μετανάστευση των προλεταριοποιημένων ή ημιπρολεταριοποιημένων πληθυσμών από την ανατολική και νότια Ευρώπη προς τη δυτική και βόρεια Ευρώπη, με μετανάστες να κινούνται από υπανάπτυκτες περιοχές σε ανεπτυγμένες, αλλά σε μια μεγαλύτερη κλίμακα τόσο σε απόλυτους όσο και σε σχετικούς αριθμούς συγκριτικά με την ΕΕ. Ιστορικά, από τη δεκαετία του 1990 έως και το Περιστατικό του Sun Zhigang[7] το 2003, όταν το καθεστώς hukou επιβαλλόταν ακόμη ενεργά στα παράλια με αστυνομικά μέτρα, η κατάσταση που αντιμετωπίζαν οι επαρχιακοί εσωτερικοί μετανάστες ήταν με κάποιους τρόπους παρόμοια με την κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες υπήκοοι χωρών εκτός της ΕΕ στις χώρες της ΕΕ (αστυνομικοί έλεγχοι, κέντρα κράτησης και απελάσεις).
Με την αυξανόμενη ζήτηση μεγάλης ποσότητας ευέλικτης εργασίας στα παράλια, η αστυνομική πτυχή του hukou έγινε λιγότερο σημαντική και η κύρια «χρησιμότητα» του συστήματος έγινε η μείωση του εργασιακού κόστους υπό τις νέες οικονομικές συνθήκες της εποχής των μεταρρυθμίσεων. Εξάγοντας τα έξοδα της κοινωνικής αναπαραγωγής των μεταναστευτικών νοικοκυριών στις πλάτες των μελών των οικογενειών τους που ζούσαν πίσω στις αγροτικές ιδιαίτερες πατρίδες τους στην ενδοχώρα, ονομαστικά αποκλείοντας τους εσωτερικούς μετανάστες από ορισμένες κοινωνικές υπηρεσίες (δωρεάν εκπαίδευση, ευκολότερη πρόσβαση στη στέγαση, κλπ) στις περιοχές που εργάζονται, τα εργασιακά έξοδα παραμένουν συγκριτικά χαμηλά. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι για πολλά χρόνια το hukou, σε συνδυασμό με το καθεστώς των κοιτώνων[8], έπαιζε έναν ρόλο αντιθετικό προς το παλιό σύστημα danwei (η «εργασιακή μονάδα» των κρατικών επιχειρήσεων). Όταν το μεγαλύτερο μέρος του συστήματος danwei διαλύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και τις αρχές αυτής του 2000, αντικαταστάθηκε από ένα νέο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για τους κατοίκους των πόλεων το οποίο δεν συνδέοταν με τον χώρο που εργαζόταν ο καθένας, αλλά οι εσωτερικοί μετανάστες παρέμειναν αποκλεισμένοι από το μεγαλύτερο μέρος αυτού του σύστηματος. Ωστόσο, κατά την περασμένη δεκαετία, παρότι υπάρχουν ακόμη πολλά εμπόδια για τους μετανάστες που προσπαθούν να τακτοποιηθούν στις πόλεις της ανώτερης βαθμίδας, οι μετανάστες περιλαμβάνονται αυξανόμενα στις διατάξεις της κοινωνικής πρόνοιας κι έχουν γίνει σημαντικές βελτιώσεις στην ένταξη των μεταναστών στις πόλεις της δεύτερης βαθμίδας. Μολαταύτα, το hukou χρησιμοποιείται πρόσφατα σε μια προσπάθεια να τεθεί ένα ανώτατο όριο για τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς στις μεγάλες μητροπόλεις όπως το Πεκίνο, η Καντόνα κι η Σαγκάη, επιφυλάσσοντας ορισμένες δουλειές για τους ντόπιους[9].
Σήμερα, η πολεμική γύρω από το hukou και την μεταρρύθμισή του αγγίζει πολλαπλά επίπεδα προβλημάτων. Για αρχή, ο τρόπος που λειτουργεί το καθεστώς hukou θέτει μια μεγάλη πρόκληση στα σχέδια της κυβέρνησης να στρέψει την οικονομία από τη βαριά εξάρτηση στις εξαγωγές προς την επέκταση της εγχώριας κατανάλωσης. Αν πετύχει, η ανύψωση 300 εκατομμυρίων ανθρώπων στα πρότυπα κατανάλωσης της «μεσαίας τάξης» δύσκολα θα μπορέσει να είναι ένα οικολογικά βιώσιμο μέτρο, ειδικά για μια πυκνοκατοικημένη χώρα που έχει ήδη υψηλά επίπεδα περιβαλλοντικής μόλυνσης όπως η Κίνα (βλέπε παρακάτω για το περιβαλλοντικό ζήτημα). Εν πάση περιπτώσει, δεν έχει υπάρξει κάποια σοβαρή συζήτηση για την εγκατάλλειψη του συστήματος hukou στο σύνολό του. Αν κοιτάξουμε εκείνους που κατέχουν αγροτικό hukou, λόγω των περιφερειακών ανισοτήτων, μπορούμε με μεγάλη δυσκολία να μιλήσουμε για μια κοινή μεταναστευτική εργατική ταυτότητα και ακόμα λιγότερο για μια ταυτότητα αγροτικού hukou στάτους. Σε γενικές γραμμές, για τους νεαρούς μετανάστες η υπόσχεση του βασικού πλεονεκτήματος ενός αγροτικού hukou -η πρόσβαση σε ένα κομμάτι καλλιεργήσιμης γης στις τοποθεσίες που είναι καταχωρημένοι- δεν αποτελεί πλέον μια υπόσχεση ενός βιώσιμου εισοδήματος καθώς δεν γνωρίζουν πως να καλλιεργήσουν και τα εναπομείναντα χωράφια είναι συνήθως υπερβολικά μικρά ώστε η εμπορική τους εκμετάλλευση να μπορεί να προσφέρει ένα βιώσιμο εισόδημα.
Αφετέρου, η κατοχή ενός αγροτικού hukou σε ορισμένες περιοχές (όπου η γη είναι πολυτιμότερη για ανάπτυξη κι οι συλλογικοί ιδιοκτήτες της μπορούν να λάβουν μερίσματα ή αποζημιώσεις για αναπτυξιακά προγράμματα) μπορεί να είναι πιο προνομιούχα από ένα αγροτικό hukou άλλων περιοχών ή ακόμη και συγκεκριμένων αστικών hukou. Παρότι οι αγώνες επί του ζητήματος του hukou στάτους στα αστικοποιημένα χωριά φαίνονται να είναι αρκετά συνηθισμένοι, από την πλευρά των μεταναστών εκεί δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια μαζική κινητοποίηση ενάντια στο σύστημα hukou καθεαυτό. Συνεπώς, μένει να δούμε εάν το hukou στάτους θα γίνει στο μέλλον ένα κεντρικό ζήτημα των κινητοποιήσεων των εσωτερικών μεταναστών. Λόγω των υψηλών ποσοστών εσωτερικής μετανάστευσης προς το άστυ, το hukou στις μεγάλες μητροπόλεις πιθανότατα θα συνεχίσει να χρησιμοποιείται με την παρούσα του λειτουργία ως μέσο πληθυσμιακού ελέγχου, διαμέσου του αποκλεισμού των μεταναστών από ορισμένες θέσεις εργασίας και συγκεκριμένων προνομίων. Όμως, το ερώτημα-κλειδί εδώ είναι: αν αυτή η εσωτερική μετανάστευση σήμερα συγκροτεί μια πλήρη (αντί για «μερική») προλεταριοποίηση μεγάλων τμημάτων του αγροτικού πληθυσμού της Κίνας που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, τότε τι μπορούμε να μάθουμε απ’ τους αγώνες για τις συνθήκες αυτής της προλεταριοποίησης που ήδη λαμβάνει χώρα και σίγουρα θα συνεχίσει τα επόμενα χρόνια; Είναι αυτοί οι αγώνες οι οποίοι, σε μεγάλο βαθμό, θα καθορίσουν τον ορίζοντα της αλλαγής[10].
InfoAut: Στο έργο τους, ακαδημαϊκοί όπως ο Τζιοβάννι Αρίγκι έχουν προτείνει την πιθανότητα μιας ανόδου της Κίνας που δεν θα ακολουθήσει απαραίτητα το μοντέλο των ΗΠΑ ή της Δύσης, κάτι το οποίο γίνεται εφικτό από τις καινοτομίες που αναδύονται από την μοναδική ιστορία της χώρας κατά τα τελευταία 70 χρόνια, με τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς του Ντενγκ που ακολοθούσαν τα σχεδόν 40 χρόνια σοσιαλισμού της μαοϊκής περιόδου. Τα πρόσφατα γεγονότα φαίνεται ωστόσο να δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, με μια Κίνα η οποία ακολουθεί όλο και περισσότερο, μολονότι με τις προφανείς μοναδικές πτυχές της, τον δρόμο την ανάπτυξης που ακολούθησαν κι οι ΗΠΑ. Μαζί μ’ αυτό αναδύθηκαν ταυτόχρονα συγκρούσεις βασισμένες στην αντίφαση μεταξύ αυτού του τρόπου ανάπτυξης και μιας χώρας που αυτοπροσδιορίζεται ως σοσιαλιστική και αντλεί έμπνευση από την κληρονομιά του μαρξισμού-λενινισμού. Με ποιον τρόπο θεωρείται ότι μπορούμε να μιλάμε για έναν «κινέζικο δρόμο» ανάπτυξης που διαφέρει από τα κυβερνητικά μοντέλα που έχουμε δει έως τώρα σε λειτουργία στο παγκόσμιο σύστημα;
Chuang: Είμαστε διστακτικοί στο να λάβουμε τοις μετρητοίς αυτές τις θεωρίες της «Ομοφωνίας του Πεκίνου» ή της «Κινέζικης Ηγεμονίας», και απλά θα ξανατονίσουμε ότι πολλά απ’ αυτά τα γεγονότα μεγάλης κλίμακας δεν ακολουθούν κανένα μοντέλο, αλλά αντ’ αυτού συναρμολογούνται επί της αναπτυξιακής διαδικασίας, δομούνται από ένα κολάζ τοπικών λύσεων σε τοπικές κρίσεις που ύστερα μπορούν να μεταφερθούν αλλού. Και ξανά: χρειάζεται κανείς μόνο να κοιτάξει είκοσι ή τριάντα χρόνια πίσω για να δει τους ίδιους ισχυρισμούς να γίνονται (ακόμη και μεταξύ πολλών εκ των ίδιων θεωρητικών των Παγκόσμιων Συστημάτων) για την Ιαπωνία. Δίνονταν πολλοί εκ των ίδιων «πολιτιστικών» ή «ιστορικών» λόγων, και ο νέος ιαπωνικός αιώνας οραματιζόταν σαν να είναι, κάπως, θεμελιωδώς διαφορετικός από τον αμερικάνικο αιώνα που προηγήθηκε. Αλλά τελικά δεν συνέβη. Η κρίση ήρθε, όπως πάντα.
Οπότε, πως κατανοούμε τις υλικές δυναμικές της κινεζικής επέκτασης χωρίς να εκπέσουμε στη θεώρηση ότι η Κίνα θα λάβει την παγκόσμια ηγεμονία; Πρώτον, είναι σημαντικό να ποσοτικοποιήσουμε την απόλυτη και σχετική κλίμακα αυτής της επέκτασης. Ελπίζουμε να αφιερώσουμε μια διερεύνηση αυτού του ερωτήματος στα μελλοντικά μας τεύχη, αλλά προς το παρόν έχουμε μόνο τα ίδια δεδομένα τύπου «πρώτης ματιάς» που υπάρχουν στα mainstream μήντια, δεδομένα τα οποία προέρχονται κυρίως από το κινέζικο υπουργείο οικονομικών (τα οποία βασίζονται σε πολλές αμφισβητούμενες μεθοδολογίες). Όμως, απ’ αυτά τα δεδομένα «πρώτης ματιάς» είναι εμφανές ότι η κινέζικη επέκταση, παρότι συγκρίσιμη σε σχετική κλίμακα με την εξαγωγή ιαπωνικού κεφαλαίου τις δεκαετίες του 1980 και 1990, δύσκολα αντιστοιχεί στη σκοπιά και την κλίμακα του Σχέδιου Μάρσαλ ή της μεταπολεμικής ανατολικοασιατικής ανοικοδόμησης που χρηματοδοτήθηκε από παγκόσμιους οργανισμούς υποστηριζόμενους από τις ΗΠΑ.
Εκείνο που μοιάζει σχετικά μοναδικό στην περίπτωση της Κίνας είναι η έμφασή της στις επενδύσεις σε υποδομές (για περισσότερα επ’ αυτού βλέπε παρακάτω). Αυτό έχει θεωρητικοποιηθεί από ντόπιους οικονομολόγους (όπως ο Justin Yifu Lin) σαν ένα είδος παγκόσμιας ανάπτυξης βασισμένης σε μια «Νέα Διαρθρωτική Οικονομία» ηγούμενη από βοήθεια και επενδύσεις «Νότου-Νότου»[11]. Θεωρητικά, είναι πιθανόν ότι πολλές απ’ αυτές τις επενδύσεις θα έχουν μια θετική επίδραση σε ορισμένες περιοχές – θετική τουλάχιστον απ’ την οπτική της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Όμως, αληθεύει επίσης ότι πολλές απ’ αυτές τις επενδύσεις κατευθύνονται σε υπερμεγέθη προγράμματα σε υποπληθυσμένες περιοχές, όπως στα αχανή «εσωτερικά λιμάνια» των διασυνοριακών εδαφών της κεντρικής Ασίας ή στα μαζικά προγράμματα υποδομών που χρηματοδοτούνται στο Λάος. Μολονότι τα προγράμματα αυτά ίσως να διευκολύνουν την μελλοντική εξόρυξη φυσικών πόρων, η παρούσα λειτουργία τους αφορά περισσότερο την παροχή μιας «καταβόθρας» πλεονάζοντος κεφαλαίου, που είναι κι ο λόγος που τα περισσότερα απ’ αυτά τα προγράμματα απαιτούν στις συμβάσεις τους την απασχόληση κινεζικών μηχανικών, κατασκευαστικών και άλλων σχετικών εταιρειών καθόλη τη διαδικασία – και είναι απλά αδύνατο οδικά συστήματα, αγωγοί ή αποθήκες διανομής να μπορούν να δημιουργήσουν μια παραγωγική ανοδική πορεία χωρίς έναν πληθυσμό φτηνών κι ευέλικτων εργατών. Ο πληθυσμός του Λάος (6 εκατομμύρια) είναι, εν ολίγοις, περίπου ίσος με τον πληθυσμό του Κουνμίνγκ (πρωτεύουσα της γειτονικής επαρχίας Γιουνάν της Κίνας), και το Κουνμίνγκ είναι μόλις μια απ’ τις μικρότερες επαρχιακές πρωτεύουσες. Η περισσότερη εργασία στα χρηματοδοτούμενα απ’ την Κίνα προγράμματα στο Λάος (και στο Νεπάλ, το Τατζικιστάν, την Μογγολία, κλπ) εκτελείτε από Κινέζους εργάτες που απασχολούνται σε κινέζικες εταιρείες – ιδίως στις Κρατικές Επιχειρήσεις (ΚΕ) οι οποίες πίσω στην Κίνα βιώνουν μια μεγάλη κρίση υπερπαραγωγής.
Εν τω μεταξύ, η Κίνα αντιμετωπίζει επίσης μια σοβαρή δημογραφική κρίση, με αυξανόμενα εργασιακά έξοδα και έναν συρρικνούμενο πληθυσμό σε ηλικία εργασίας, οδηγώντας βασικά σε μια κατάσταση στην οποία το «δημογραφικό μέρισμά» της έχει λίγο-πολύ ξοδευτεί – και όλα αυτά ήδη πριν φτάσει σε πολλά σημαντικά δημογραφικά σημεία καμπής (αναφορικά με το ποσοστό αστικοποίησης, το ποσοστό του πληθυσμού που απασχολείται στη γεωργία και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ). Το αποτέλεσμα πιθανότατα θα είναι ότι η Κίνα θα πέσει σε μια βαθιά άνιση μορφή της παγίδας του μεσαίου εισοδήματος, σαν αυτή που βιώσαν το Μεξικό κι η Βραζιλία τις προηγούμενες δεκαετίες. Η κύρια διαφορά, ωστόσο, θα διαμορφωθεί από το αναπτυξιακό χάσμα μεταξύ της κινεζικής μητροπολιτικής ακτογραμμής και της φτωχότερης ενδοχώρας. Η ενδοχώρα, οργανωμένη από πόλεις-κλειδιά, πιθανότατα θα βιώσει κάτι παρόμοιο με την παγίδα του μεσαίου εισοδήματος που είδαμε κι αλλού. Εν τω μεταξύ, οι παραλιακές πόλεις ίσως βιώσουν κάτι πιο κοντά στην ιαπωνική, κορεάτικη, ταϊβανική ή τύπου Χονγκ Κονγκ στασιμότητα, μερικές φορές αποκαλούμενη «παγίδα του υψηλού εισοδήματος». Όμως, αυτές οι δύο ζώνες δεν είναι πραγματικά απομονωμένες μεταξύ τους και δεν μπορούν να διαχειριστούν με τον ίδιο τρόπο που διαχειρίζεται κανείς τις δύο πλευρές ενός εθνικού συνόρου. Αυτό σημαίνει πως οποιοδήποτε είδος μίγματος των παγίδων του μεσαίου και υψηλού εισοδήματος πιθανότατα θα παράξει τις δικές του βαθιές αστάθειες, ηγούμενες από τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά της Κίνας.
Όσο για το ζήτημα της κινέζικης ηγεμονίας, κάτι τέτοιο φαίνεται απίθανο και είναι συνεπώς σχετικά ανώφελο να συγκρίνουμε την Κίνα με τις ΗΠΑ απ’ αυτή την οπτική. Θα ήταν πιο χρήσιμο να συγκρίνουμε και να αντιπαραθέσουμε την κινεζική εμπειρία με την ιαπωνική μερικών δεκαετιών πριν, προσπαθώντας να κατανοήσουμε τι μπορεί να συνεπάγεται από τις διαφορετικές κλίμακες (δημογραφικές, οικονομικές, κλπ) των δύο χωρών για την μορφή της ερχόμενης κρίσης παγκοσμίως. Αν όμως εξετάσουμε, για μια στιγμή, την πιθανότητα μιας κινεζικής ηγεμονίας, είναι σαφές ότι έχουν εκπληρωθεί μόνο λίγοι παράγοντες για κάτι τέτοιο. Πρώτον: καμία ηγεμονική άνοδος, τεκμηριωμένη στα πρότυπα των θεωρητικών των Παγκόσμιων Συστημάτων όπως ο Αρίγκι, δεν έχει λάβει χώρα χωρίς κάποιο επίπεδο στρατιωτικής σύγκρουσης. Σ’ αυτό το σημείο, η Κίνα μόνη της δεν βρίσκεται σε θέση να προκαλέσει τη στρατιωτική ηγεμονία των ΗΠΑ, και όλη η συζήτηση αναφορικά με την «ήρεμη δύναμη» και μια «ειρηνική» άνοδο απλώς συσκοτίζει τον αναγκαίο στρατιωτικό χαρακτήρα της διαχείρισης της συσσώρευσης – ένα ζήτημα που ήδη εγείρεται καθώ η Κίνα προσπαθεί να επεκταθεί στην κεντρική Ασία, την Μέση Ανατολή, την ανατολική Αφρική και φυσικά στη Νότια Θάλασσα της Κίνας.
Δεύτερον: υπάρχει ένα βασικό δημογραφικό στοιχείο σε οποιαδήποτε διεύρυνση της συσσώρευσης. Η Κίνα καθεαυτή, την περίοδο του ανοίγματός της, υπήρξε ικανή να προσφέρει ένα σχεδόν απίστευτα μεγάλο, καλοεκπαιδευμένο και υψηλά μορφωμένο εργατικό δυναμικό για καπιταλιστική παραγωγή. Το κινέζικο εργατικό δυναμικό κατά το άνοιγμα της Κίνας στην αγορά ήταν περίπου ίσο με το μέγεθος του συνόλου του εργατικού δυναμικού όλων των ανεπτυγμένων χωρών (συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας). Απλά δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή κανένα μέρος στον πλανήτη με έναν συγκρίσιμο πληθυσμό που να μην έχει ακόμη ενσωματωθεί πλήρως στην παγκόσμια παραγωγή. Οπότε, μια παραγωγική ανάκαμψη, με πρωτοβουλία κινεζικών επενδύσεων, θα έπρεπε να στηρίζεται σε μια μαζική προσπάθεια παρακίνησης ικανή να συζεύξει εξαιρετικά ανόμοιους πληθυσμούς στην νότια/νοτιοανατολική Ασία, την Μέση Ανατολή, τη Λατινική Αμερική και, το σημαντικότερο, την Αφρική. Όμως, ακόμη κι ο πληθυσμός όλων των χωρών της Αφρικής (ελαφρώς μικρότερος από τον πληθυσμό της Κίνας, ο οποίος όμως περιλαμβάνει πολλές χώρες όπως τη Νότια Αφρική και την Αίγυπτο που είναι ήδη απολύτως ενσωματωμένες στα παγκόσμια καπιταλιστικά κυκλώματα) δεν προσφέρει ένα εργατικό δυναμικό του ίδιου μεγέθους, σε σχέση με την παγκόσμια οικονομία, όπως η Κίνα την περίοδο του ανοίγματός της – για να μην αναφερθούμε στο γεγονός ότι οι κινέζικες εταιρείες που λειτουργούν σε περιοχές όπως η Αιθιοπία έχουν ήδη να αντιμετωπίσουν το ζήτημα του χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου και γενικής εκπαίδευσης, το οποίο αυξάνει το κόστος των επενδύσεων. Είναι δύσκολο να δούμε το πως αυτή η παγκόσμια δημογραφική κρίση θα επιλυθεί, ακόμη κι εάν η Κίνα μπορούσε να ελιχθεί επιτυχώς πέρα απ’ όλες αυτές τις προαναφερθείσες εγχώριες κρίσεις.
Η βρετανική κι αμερικανική επέκταση έλαβε χώρα υπό ευνοϊκές δημογραφικές συνθήκες, οι οποίες και διαμορφώσαν το «στυλ» της ηγεμονίας τους. Η ιαπωνική επέκταση από τη δεκαετία του 1960 έως κι αυτή του 1980 επίσης έλαβε χώρα υπό ευνοϊκές δημογραφικές συνθήκες (με τον κινέζικο πληθυσμό να μην είχε ακόμη υπαχθεί πλήρως εντός του παγκόσμιου καπιταλισμού) αλλά απέτυχε να αποκτήσει κάποιο επίπεδο αληθινής ηγεμονίας παρά τις πολυάριθμες καινοτομίες κι αποδόσεις στις μεθόδους της στη διαχείριση του κεφαλαίου και της γενικά φρόνιμης απόκρισής της στο ξέσπασμα μιας μαζικής εγχώριας κρίσης. Συνεπώς, είναι εξαιρετικά απίθανο ότι η Κίνα, αντιμέτωπη με δυσμενείς δημογραφικές συνθήκες και τη συνεχιζόμενη στρατιωτική κυριαρχία των ΗΠΑ, θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να ανέλθει στην παγκόσμια ηγεμονία, πέρα ίσως από την περίπτωση κάποιας μαζικής παγκόσμιας καταστροφής – και πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη κι οι ΗΠΑ υπήρξαν ανίκανες να ανέλθουν στην παγκόσμια οικονομία χωρίς τη βοήθεια δύο παγκόσμιων πολέμων και μιας παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης που κράτησε μια δεκαετία, παρά τα ευνοϊκά δημογραφικά στοιχεία και γεωγραφικά χαρακτηριστικά.
InfoAut: Τα «μαζικά γεγονότα», δηλαδή, συγκρούσεις (απεργίες, διαδηλώσεις) στον κόσμο της εργασίας, συνεχίζουν χωρίς σταματημό, κυρίως στα μεγάλα εργοστάσια που παράγουν για εξαγωγές. Παρότι κινείται όλο και περισσότερο προς μια μεταβατική οδό, η κινέζικη οικονομία συνεχίζει να είναι ευρέως βασισμένη σε παραδοσιακές βιομηχανίες, πάνω απ’ όλα στους τομείς της ηλεκτρονικής και του ρουχισμού. Τι είδους πρόοδο έχουν επιτύχει οι συνεχείς συγκρούσεις των λίγων τελευταίων ετών με όρους δικαιωμάτων και μισθών; Οι κύκλοι αγώνων των τελευταίων είκοσι ετών, διεξαγώμενοι κυρίως από μετανάστες εργάτες, κατάφεραν να επιβάλλουν νέες σχέσεις μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας; Ποιες οι μορφές οργάνωσης, και πάνω απ’ όλα της αυτοοργάνωσης, που αναδύθηκαν;
Chuang: Πρώτον, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η πλειοψηφία των μαζικών γεγονότων δεν αποτελούν μέρος του «κόσμου της εργασίας» με κάποιον άμεσο τρόπο. Διαφορετικές εκτιμήσεις δείχνουν ότι πιθανόν δεκάδες χιλιάδες «μαζικών γεγονότων» -απεργίες, διαδηλώσεις, συγκρούσεις με την αστυνομία, αποκλεισμοί και άλλες μορφές «ανεπιθύμητης» (από την οπτική του κράτους) συλλογικής δράσης- λαμβάνουν χώρα κάθε χρόνο στην Κίνα.
Οι εκτιμήσεις διαφέρουν. Οι πρόσφατες στατιστικές του εγχειρήματος Wickedonna για το 2015 δείχνουν ότι περίπου το 35% των «μαζικών γεγονότων» έχει κατηγοριοποιηθεί ως να περιλαμβάνει «εργάτες», περίπου το 25% επικεντρώνεται σε απογοητευμένους αγοραστές κατοικίας που με κάποιον τρόπο εξαπατήθηκαν από τους υπεύθυνους ανάπτυξης ακινήτων και περίπου το 10% είναι αγρότες που υποβλήθηκαν σε κυβερνητικές απαλλοτριώσεις της γης τους, κλπ. Μικρότερες αλλά σημαντικές ομάδες περιλαμβάνουν περιβαλλοντικές διαμαρτυρίες, διαμαρτυρίες ενάντια στη διαφθορά, κλπ. Ο κοινωνιολόγος Yu Jianrong σημείωσε επίσης ότι οι «εργάτες» βρίσκονταν μεταξύ των μεγαλύτερων κατηγοριών των μαζικών δράσεων το 2015, μαζί με τους αγρότες και τους ιδιοκτήτες κατοικίας[12]. Τα παλαιότερα, πιο λεπτομερή διαγράμματα του Yu ισχυρίζονταν ότι οι εργάτες ευθύνονταν για περίπου 30.000 μαζικά περιστατικά το 2009, κατά μέσο όρο περίπου 80 ανά ημέρα σε όλη την Κίνα. Ο Yu και άλλοι ακαδημαϊκοί αναφέρουν σταθερά ότι οι εργατικές δράσεις αποτελούν περίπου το 1/3 του συνόλου των μαζικών γεγονότων στην Κίνα[13].
Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι οι εργατικές δράσεις, και ιδίως οι απεργίες, δεν αποτελούν παρά ένα μικρό μέρος ενός ευρύτερου φάσματος αναταραχών, η κάθε μία με τη δική του σχέση με τον καπιταλισμό. Κάθε μία πρέπει να τεθεί εντός πλαισίου, και δεν θα έπρεπε να δίνουμε υπερβολική έμφαση στις διακοπές εργασίας στα εργοστάσια, οι οποίες αποτελούν μια ακόμη μικρότερη μερίδα του συνόλου των εργατικών δράσεων στην Κίνα. Οι τελευταίες στατιστικές του 2016 από τον Απεργιακό Χάρτη του Εργατικού Δελτίου Κίνας, για παράδειγμα, δείχνουν ότι οι απεργίες αποτελούν μόλις το 15% του συνόλου των εργατικών δράσεων. Η μεγάλη πλειοψηφία των δράσεων είναι διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις, οι οποίες μπορούν να περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, απολυμένους εργάτες από ΚΕ που διαδηλώνουν διεκδικώντας αποζημιώσεις, οικοδόμους που απειλούν να πηδήξουν από ένα κτήριο διεκδικώντας την καταβολή των δεδουλεύμενων τους ή συνταξιούχους δασκάλους που κάνουν μια καθιστική διαμαρτυρία σε κάποιο κυβερνητικό γραφείο διεκδικώντας το δικαίωμα στη σύνταξη. Πέρα από το πεδίο των μαζικών γεγονότων, φυσικά, υπάρχουν σίγουρα αμέτρητες μικρές διακοπές εργασίας που συμβαίνουν σε εργοστάσια οι οποίες δεν καταλήγουν στις στατιστικές καταμετρήσεις. Συνολικά, απλώς εμμένουμε ότι δεν μπορεί κανείς να υποθέσει ότι μια βιομηχανική απεργιακή δράση σε ένα, ας πούμε, εργοστάσιο ηλεκτρονικών ή κλωστοϋφαντουργίας, είναι κατά κάποιο τρόπο αντιπροσωπευτική των περισσότερων μορφών αντίστασης στην Κίνα. Στην πραγματικότητα, αυτή η αλληγορία καταρρέει ακόμη και μετά από μια σύντομη εξέταση των διαθέσιμων εμπειρικών δεδομένων.
Οι «παραδοσιακές βιομηχανίες» είναι φυσικά ένα ζήτημα ορισμού. Οι εξορύξεις, ο χάλυβας και άλλες βαριές βιομηχανίες ίσως να νοούνται καλύτερα ως παραδοσιακές βιομηχανίες στη σύγχρονη Κίνα. Ναι, οι προσανατολισμένοι προς τις εξαγωγές τομείς της ηλεκτρονικής και της κλωστοϋφαντουργίας έχουν πράγματι υπάρξει καθοριστικής σημασίας, ιδίως τα τελευταία 15-20 χρόνια ανάπτυξης. Τόσο οι ελαφριές όσο κι οι βαριές βιομηχανικές θέσεις εργασίας ακόμα ορίζουν μια μεγάλη, αλλά φθίνουσα, μερίδα του εργατικού πληθυσμού. Ο τομέας των υπηρεσιών (χονδρικά προσδιορισμένος) αναπτύσσεται ραγδαία, αλλά οι περισσότερες απ’ αυτές τις νέες θέσεις εργασίας είναι χαμηλόμισθες, με υψηλή εναλλαγή εργαζομένων και μικρή ελπίδα για σταθερότητα ή επαγγελματική εξέλιξη για τους εργάτες.
Έχουν υπάρξει πολλές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αλλά θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί να μην αποδώσουμε το σύνολο αυτών των αλλαγών απλά στην αντίσταση των εργατών, όπως πολλοί συχνά βιάζονται να κάνουν. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι το κράτος και οι καπιταλιστές δουλεύουν διαρκώς για τη ρύθμιση των καπιταλιστικών σχέσεων (την αναπαραγωγή της μισθωτής σχέσης) ώστε να διασφαλίσουν «αρμονικές εργασιακές σχέσεις». Οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, οι αναθεωρήσεις του εργατικού δικαίου και οι κρατικές εκστρατείες ενάντια στην καθυστέρηση της καταβολής των μισθών, για παράδειγμα, αναμφίβολα αποτελούν εν μέρει μια απάντηση σε μακροχρόνιες κι έντονες εργατικές αναταραχές, όμως δεν πρέπει να ειδωθούν απλά σαν «νίκες» ή κατακτήσεις της μαχητικότητας των εργατών· πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε επίσης ότι πολιτικές όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού και άλλες προσπάθειες για την επισημοποίηση και τη σταθεροποίηση των μισθωτών σχέσεων στην Κίνα είναι εξίσου τμήμα της κρατικής προτεραιότητας για την αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης και την ανάπτυξη της κινέζικης εγχώριας αγοράς.
Όσον αφορά τους αγώνες των μεταναστών εργατών τα τελευταία 20 χρόνια, οι εργασιακές σχέσεις είναι πλέον περισσότερο ρυθμισμένες, με μεγαλύτερη παροχή κοινωνικής πρόνοιας (το σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης) και έχει αναπτυχθεί μια μεγαλύτερη γραφειοκρατία κρατικών οργάνων που σχετίζονται με την εργασία (διαιτητικά δικαστήρια, το κρατικά ελεγχόμενο συνδικάτο, για να μην αναφερθούμε στην αστυνομία). Κρίνοντας ακόμη κι απ’ αυτές τις λιγοστές αλλαγές, τα πράγματα δεν είναι και πολύ καλύτερα. Ενώ οι εργασιακές σχέσεις έχουν ρυθμιστεί περισσότερο αυστηρά, μόλις περίπου το 1/3 των μεταναστών εργατών εργάζεται με σύμβαση[14] παρά τα έτη κρατικών προσπαθειών για την επισημοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Οι παροχές Κοινωνικής Ασφάλισης είναι χρόνια χαμηλές ή δεν καταβάλλονται καθόλου κι οι εργάτες έχουν μικρή ή και μηδενική σύνταξη. Οι κρατικές γραφειοκρατίες λειτουργούν με τη δική τους λογική ποσοστόσεων και προπαγάνδας, οπότε οι προσπάθειες για την προώθηση του «κανόνα δικαίου» και των «αρμονικών εργασιακών σχέσεων» δεν είναι παρά ένα γυαλιστερό βερνίκι στην επιφάνεια μιας εκρηκτικής κοινωνικής σύγκρουσης όπου τα νομικά μονοπάτια του κράτους έχουν μικρή χρησιμότητα για τους εργάτες. Σήμερα, ο αριθμός των εργασιακών διαφορών με το κράτος που καταμετρούνται ξεπερνάει ακόμη κι εκείνες που είχαν δηλωθεί στη χαραυγή της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008.
Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, οι συγκρούσεις έχουν «κερδίσει» στρώματα ανταποκρίσεων από τις κρατικές γραφειοκρατίες: διορθώσεις στους μηχανισμούς επίλυσης των εργασιακών διαφορών, εκστρατείες για τη τιμώρηση των εργοδοτών που καθυστερούν την καταβολή των μισθών, για να μην αναφερθούμε στα αυξημένα αστυνομικά κονδύλια, την επιτήρηση και την καταστολή της οργάνωσης.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι εργάτες απέτυχαν να κερδίσουν τους άμεσους στόχους τους. Στην πραγματικότητα, οι εργάτες συχνά κατάφεραν να λάβουν αναδρομικές αποδοχές, αποζημιώσεις που τους χρωστούνταν ή μισθολογικές αυξήσεις μέσω συλλογικών δράσεων που προκάλεσαν την απάντηση του κράτους και των εργοδοτών. Όπως περιγράψαμε στο άρθρο μας «No Way Forward, No Way Back»[15], τα «μαζικά γεγονότα» στην Κίνα έχουν συχνά επιτύχει αποτελέσματα με μικρές φανφάρες ενώ οι εθνικές γενικές απεργίες κι εξεγέρσεις στην Ευρώπη μπορούν να αγνοηθούν ή κατασταλθούν. Όπως λέει μια κινέζικη παροιμία, «ένας μεγάλος σαματάς έχει μεγάλα αποτελέσματα, ένας μικρός σαματάς μικρά αποτελέσματα και καθόλου σαματάς καθόλου αποτελέσματα» (大闹大解决 小闹小解决 不闹不解决).
Με όρους οργάνωσης, δεν υπάρχει έλλειψη αυτοοργάνωσης μεταξύ των εργατών και άλλων όπως αγροτών ή ιδιοκτητών κατοικιών στις πόλεις οι οποίοι αποστερήθηκαν τα σπίτια τους. Ειδικά σ’ αυτή την εποχή των φορητών συσκευών και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όλα τα στρώματα της κοινωνίας μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους και να δράσουν συλλογικά για τα μείζονα ζητήματα των ζωών τους. Παρά την έντονη λογοκρισία και την παρακολούθηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο αριθμός κι η κλίμακα των συλλογικών δράσεων και των κοινωνικών δικτύων αναπόφευκτα υπερβαίνει την ικανότητα του κρατικού μηχανισμού να τα ελέγξει πλήρως. Οι εργάτες χρησιμοποιούν μια μακρά σειρά από χώρους αυτοοργάνωσης:
- κύκλοι μέσων κοινωνικής δικτύωσης
- δίκτυα μεταξύ φίλων, οικογενειών και laoxiang (ανθρώπων από την ίδια περιοχή)
- οργάνωση στους χώρους εργασίας
- νομικές εκστρατείες και αιτήσεις/λίστες υπογραφών
- μικρές εργατικές εκδόσεις, ποίηση, μουσική και χώροι ώστε οι εργάτες να συζητήσουν για τη ζωή, την πολιτική και τη δράση τους
Γενικά, έχουμε μια ισχυρή περίπτωση μιας «διαδικασίας κράτησης»[16] που έχει περιορίσει τους κινέζικους αγώνες εντός συγκεκριμένων ορίων, αλλά αυτός είναι ένας λόγος παραπάνω για να κατανοήσουμε τις δυναμικές των σύγχρονων αγώνων -με την ευρύτερή τους έννοια, ελεύθεροι από τις παραδόσεις του παλιού εργατικού κινήματος- και το πως ίσως σπάσουν τα σύγχρονα μοτίβα.
InfoAut: Το περιβαλλοντικό ζήτημα φαίνεται να αποτελεί μία από τις κύριες προκλήσεις στον ορίζοντα της βιωσιμότητας του κινέζικου οικονομικού μοντέλου. Έχουν αναδυθεί πολυάριθμες συγκρούσεις γι’ αυτό το ζήτημα, υπογραμμίζοντας την αντίφαση μεταξύ της ανάπτυξης και της ευημερίας, δεσμεύοντας δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων στην υπεράσπιση του περιβάλλοντος και της γης τους, με την μόλυνση και την περιβαλλοντική καταστροφή να δέχονται επιθέσεις μαζί με το αναπτυξιακό μοντέλο που τις παράγει. Θα μπορούσε αυτό, πέρα από το ζήτημα της εργασίας, να είναι το θέμα με το οποίο είναι εφικτό να μετρήσουμε την αντοχή του κινέζικου πολιτικού και οικονομικού μοντέλου;
Chuang: Το περιβάλλον αποτελεί πράγματι ένα κεντρικό πεδίο του ανταγωνισμού στη σύγχρονη Κίνα, προκαλώντας μερικές από τις μεγαλύτερες και περισσότερο οργανωμένες διαμαρτυρίες. Το 2004 -σε μια από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις από το 1989- δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων κατέκλυσαν το εργοτάξιο του τεράστιου φράγματος Pubugou αναβάλλοντας το εγχείρημα, μια διαμαρτυρία που οδήγησε στην εκτέλεση τουλάχιστον ενός εκ των διαδηλωτών. Οι διαδηλωτές ήταν εξαγριωμένοι για το χάσιμο της γης τους και της καταναγκαστικής τους εκτόπισης. Η μόλυνση, κι η εν δυνάμει μόλυνση, από τα χημικά εργοστάσια έχει επίσης οδηγήσει σε τεράστιες διαδηλώσεις. Το 2007, ένα κίνημα διαμαρτυρίας ενάντια στην ανέγερση ενός εργοστάσιου παραξυλένιου (PX) στη Σιαμέν, Φουτσιάν, συγκέντρωσε επίσης δεκάδες χιλιάδες, οδηγώντας στην μετακίνηση του εργοστασίου. Στη Τσενγκντού, Σιτσουάν, διαδηλώσεις ενάντια στην αιθαλομίχλη ξεκίνησαν αφότου άτομα φορέσαν ιατρικές μάσκες σε αγάλματα τον Δεκέμβριο του 2016. Καταστάλθηκαν βιαίως.
Η καταστροφή του περιβάλλοντος δεν είναι καινούρια στην Κίνα, και το μετά 1949 αναπτυξιακό καθεστώς είδε τον μετασχηματισμό της φύσης σαν κεντρικό ζήτημα για το πρόγραμμά του για την εκβιομηχάνιση και την εθνική εξουσία. Υπάρχουν δύο βασικοί τρόποι για την κατανόηση της σύγχρονης περιβαλλοντικής καταστροφής και των διαμαρτυριών που παράγει. Πρώτον, η περιβαλλοντική καταστροφή επιτίθεται στην κοινωνική αναπαραγωγή του πληθυσμού, ιδίως της υπαίθρου. Από το 1949, η διαίρεση πόλης-υπαίθρου έχει υπάρξει μια κεντρική δομή που χρησιμοποιείται για την οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, κι όχι μόνο με όρους απόσπασης αγροτικού πλεονάσματος για τον σκοπό της εκβιομηχάνισης. Η αγροτική σφαίρα έχει χρησιμοποιηθεί και σαν μια «καταβόθρα» για τα μητροπολιτικά και περιβαλλοντικά προβλήματα, κι αυτό συνεχίζει και σήμερα. Το αγροτικό περιβάλλον πληρώνει ένα βαρύ τίμημα για μια οικονομική ανάπτυξη που βασίζεται στις επενδύσεις και τις εξαγωγές. Έως και το 1/5 της κινέζικης αγροτικής γης είναι μολυσμένο, και το νερό έως και 90%. Διακυβεύεται η αναπαραγωγή της κοινωνικής ζωής στην ύπαιθρο. Τα κινήματα διαμαρτυρίας στις πόλεις, όπως οι διαδηλώσεις ενάντια στο εργοστάσιο PX στη Σιαμέν, έχουν υπάρξει πιο επιτυχημένα από αυτά της υπαίθρου, επιδεικνύοντας την άνιση δύναμη μεταξύ των κατοίκων των πόλεων και της υπαίθρου καθώς και τον μεγαλύτερο φόβο του Κόμματος για τις διαδηλώσεις στις πόλεις. Η ραγδαία αστικοποίηση που υφίσταται τώρα η Κίνα δεν θα μετριάσει αυτό το πρόβλημα, καθώς οι κάτοικοι των πόλεων χρησιμοποιούν περίπου τέσσερις φορές περισσότερη ενέργεια από εκείνους που ζουν στην ύπαιθρο. Περαιτέρω, οι επεκτεινόμενες πόλεις καταβροχθίζουν ραγδαία την καλλιεργήσιμη γη.
Δεύτερον, η άλλη όψη αυτού είναι το γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν χρηματοδοτείται μόνο από φτηνή εργασία αλλά επίσης κι από φτηνή φύση – το περιβαλλοντικό κόστος της ανάπτυξης δεν πληρώνεται από εκείνους που κερδίζουν απ’ αυτή. Αυτό, φυσικά, αληθεύει εν γένει για τον καπιταλισμό, αλλά στην Κίνα της περιόδου των μεταρρυθμίσεων έχει υπάρξει ιδιαίτερα σκανδαλώδες επειδή οι τοπικοί κρατικοί αξιωματούχοι αξιολογούνται σχεδόν αποκλειστικά στη βάση της ανάπτυξης του ΑΕΠ στην περιοχή τους κατά τη θητεία τους. Αυτό το ζήτημα έγινε τόσο σοβαρό που η κεντρική κυβέρνηση προσπάθησε να αναθεωρήσει το πως αξιολογεί τους αξιωματούχους, προτείνοντας ένα μέτρο «πράσινου ΑΕΠ» στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Το μέτρο αποσύρθηκε αφότου οι τοπικοί αξιωματούχοι κι οι εκπρόσωποι των συμφερόντων των βιομηχανιών εναντιώθηκαν σ’ αυτό το σχέδιο, αν και πρόσφατα έχει επιστρέψει μια συζήτηση γύρω απ’ αυτή την πρόταση. Αυτό αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η κεντρική ηγεσία είναι υψηλά περιορισμένη. Υπάρχουν τρόποι με τους οποίους μπορούν να διαχειριστούν τα προβλήματα και οι διαδηλώσεις που προκαλούν, όπως μετατοπίζοντάς τα στην ύπαιθρο όπως προαναφέραμε, αλλά τέτοιες στρατηγικές δεν μπορούν να φτάσουν στη ρίζα του προβλήματος: ο καπιταλισμός κι η ανάπτυξή του στην Κίνα βασίζονται σε φτηνή φύση.
InfoAut: Η ανάπτυξη των logistics φαίνεται να αποτελεί ένα θεμελιώδες κλειδί για την κατανόηση των δυναμικών του σύγχρονου καπιταλισμού. Σε ένα πρόσφατο κείμενό σας[17], αναλύσατε το επιχειρηματικό μοντέλο της Amazon και τα είδη των σχέσεων μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου που δημιουργεί αυτό το μοντέλο. Κοιτώντας από την άλλη κατεύθυνση, η γεωπολιτική διάσταση φαίνεται επίσης να βλέπει τα logistics σαν μια κύρια πηγή για περαιτερώ τροχιές οικονομικής ανάπτυξης, για παράδειγμα, με προγράμματα όπως ο Νέος Δρόμος του Μεταξιού. Είναι εφικτό να πούμε ότι η ηγούμενη απ’ την Κίνα παγκοσμιοποίηση μπορεί επίσης να γίνει κατανοητή με αυτό τον τρόπο: σαν μια αναδιάρθρωση της προηγούμενης αμερικάνικης φάσης πάνω απ’ όλα σ’ αυτόν τον τομέα των logistics; Διευκρίνιση: Μπορούμε να θεωρήσουμε την Κίνα ως τον νέο κύριο παγκόσμιο παίκτη που θα «αντικαταστήσει» τις ΗΠΑ; Ή χρειάζεται να δούμε διαφορετικά ερμηνευτικά παραδείγματα για να συλλάβουμε τι συμβαίνει; Και θεωρείτε ότι η ηγούμενη από την Κίνα παγκοσμιοποίηση έχει στον πυρήνα της μια πολιτική χρήση των logistics (όπως ο λεγόμενος «Νέος Δρόμος του Μεταξιού»); Με άλλα λόγια, μπορούμε να θεωρήσουμε τον παγκόσμιο κινέζικο ιστό των logistics σαν ενός είδους ήρεμης δύναμης για την απόκτηση μιας νέας παγκόσμιας ηγεμονίας;
Chuang: Όχι, η Κίνα δεν φαίνεται ικανή να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ σαν τον νέο κύριο παγκόσμιο παίκτη κάποια στιγμή μέσα στις μερικές επόμενες δεκαετίες, ειδικά λόγω των στρατιωτικών λόγων που προαναφέραμε. Συνεπώς ναι, πράγματι χρειαζόμαστε ένα διαφορετικό παράδειγμα. Πιο πάνω προτείναμε αυτό της Ιαπωνίας της δεκαετίας του 1980 σαν χρησιμότερο για συγκρίσεις, όμως, όπως επίσης επισημάναμε, η πολύ μεγαλύτερη κλίμακα του κινέζικου πληθυσμού, της γης της, κλπ, και ο πολύ μεγαλύτερος ρόλος της διεθνής ανάπτυξης των υποδομών στην κινέζικη επέκταση σημαίνει ότι ο αντίκτυπός της στον παγκόσμιο καπιταλισμό θα διαφέρει σημαντικά από εκείνον της Ιαπωνίας μερικές δεκαετίες πριν.
Επιπλέον, αυτά τα προγράμματα υποδομών -περιλαμβάνοντας τις κύριες πτυχές της B&R- περιλλαμβάνουν ένα στοιχείο στρατιωτικής επέκτασης. Ενώ παραμένει πενιχρή συγκριτικά με τη διεθνή στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ, της Ρωσίας και μερικών ακόμη άλλων χωρών, η στρατιωτική αυτή επέκταση (σε συνδυασμό με την περιφερειακή οικονομική ενσωμάτωση, τους διπλωματικούς ελιγμούς, κλπ) ίσως σε βάθος μερικών δεκαετιών να βοηθήσουν την Κίνα να ξεκινήσει να αναλαμβάνει τον ρόλο μιας περιφερειακής ηγεμονίας, οδηγώντας σ’ έναν κόσμο πολλαπλών πόλων. Τουλάχιστον, αυτός είναι ένας κατηγορηματικός στόχος των σχετικά εθνικιστικών στοιχείων εντός της κινέζικης άρχουσας τάξης, σύμφωνα με δηλώσεις που εμφανίζονται κατά καιρούς σε εκδόσεις όπως οι The Global Times. Όμως, μια τέτοια στρατηγική υποθέτει ότι η παγκόσμια οικονομία, αλλά κι οι περιφερειακές οικονομίες, μπορούν να συνεχίσουν να αναπτύσσονται ραγδαία για αρκετό καιρό, ώστε να αποτραπούν οι κοινωνικές αναταραχές που θα αποσταθεροποιούσαν αυτή την οδό της γεωπολιτικής ανακατάταξης. Ένα πιθανό αποτέλεσμα μια βαθιάς οικονομικής επιβράδυνσης και μιας κορύφωσης των διαδεδομένων αναταραχών (πέρα από την παγκόσμια επανάσταση για την οποία όλοι ελπίζουμε αλλά φαίνεται αρκετά απίθανη για το κοντινό μέλλον) ίσως να είναι μια πρώιμη προσπάθεια στρατιωτικής πρόκλησης των ΗΠΑ και των δορυφόρων τους. Αυτό πιθανότατα θα ήταν καταστροφικό για το κινεζικό κράτος, για να μην αναφερθούμε στους κατοίκους του. Όμως, αν η οικονομία καταφέρει να διατηρήσει επαρκή ανάπτυξη κι οι κυβερνούντες της Κίνας διατηρήσουν τη ψυχραιμία τους, φαίνεται πιθανότερο να συνεχίσουν να κάνουν μόνο μικρά και σταδιακά βήματα προς την πρόκληση της ισχύος των ΗΠΑ στην περιοχή – όπως ξεκίνησαν να κάνουν στη Νότια Θάλασσα της Κίνας.
Απ’ αυτή την απόψη, βοηθάει μια πρόσφατη έκθεση του pri.org:
Το γεγονός ότι η Κίνα ανοίγει την πρώτη της [υπερθαλάσσια ναυτική] βάση στο μακρινό Τζιμπουτί, οφείλεται στην απόλυτη περικύκλωση της ακτογραμμής της στον Ειρηνικό από μεγάλες αμερικανικές βάσεις. Η σε εξέλιξη αποστολή της να χτίσει μικρά φυλάκια στη Νότια Θάλασσα της Κίνας -τα οποία ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ λαθεμένα αποκάλεσε «τεράστια φρούρια»- έχει απειληθεί επανειλημμένως από το αμερικάνικο ναυτικό. […] Ο αμερικάνικος στρατός καταβροχθίζει το συγκλονιστικό ποσό των 622 εκατομμυρίων δολλαρίων κάθε χρόνο – πάνω από τέσσερις φορές μεγαλύτερο ποσό από τον κινέζικο στρατιωτικό προϋπολογισμό. [.. Αφετέρου,] το κινεζικό ναυτικό είναι το ταχύτερα αναπτυσσόμενο στον κόσμο και, σε μερικές δεκαετίες, θα αποδειχτεί αρκετά ικανό να αποκρούει τις αμερικάνικες απειλές πλησίον των κινεζικών εθνικών υδάτων. Πιο μακρυά, θα περιμένει τις ΗΠΑ να υποχωρούν και να σέβονται το δικαίωμά της να υπερασπίζεται τις θαλάσσιες αρτηρίες που αντλούν οικονομική ζωή στη χώρα.
Οπότε, αν παραφράσουμε το ερώτημα με όρους περιφερειακής, αντί παγκόσμιας, ηγεμονίας, τότε θα μπορούσαμε να πούμε πως ναι: ο διεθνής (μακρυά από «παγκόσμιος» αυτή τη στιγμή) κινεζικός ιστός των logistics θα μπορούσε να θεωρηθεί μια μορφή ισχύος -όχι μόνο ήρεμης δύναμης αλλά επίσης, σε μικρότερο αλλά αναπτυσσόμενο βαθμό, σκληρής δύναμης- προς τον στόχο της τελικής επίτευξης μιας περιφερειακής ηγεμονίας και κίνησης προς έναν κόσμο πολλαπλών πόλων.
Ωστόσο, μια τέτοια δήλωση και πάλι συσκοτίζει μερικά σημαντικά σημεία. Πρώτον, τα κινέζικα διεθνή προγράμματα όπως η B&R περιλαμβάνουν πολλά περισσότερα από logistics. Είναι σωστό να τονίζουμε τα logistics σαν κεντρικά σ’ αυτά τα προγράμματα και στην διεθνή επέκταση της Κίνας γενικότερα, και ενώ αυτό σίγουρα δεν είναι μοναδικό στη σύγχρονη Κίνα (φυσικά, η ναυτιλία κι η κατασκευή σιδηροδρόμων, για παράδειγμα, υπήρξαν κεντρικά για την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία), φαίνεται πράγματι να υπάρχει κάτι ιδιαίτερο αναφορικά με την ιδιαίτερη χρήση των logistics από την Κίνα απ’ αυτή την άποψη. Πιθανόν είναι ότι τέτοια προγράμματα τονίζουν επίσημα την κατασκευή υποδομών -ειδικά τις υποδομές στις μεταφορές- σαν ένα είδος προσέλκυσης για τα άλλα κράτη και τους ιδιώτες επενδυτές ώστε να πιστούν να εισέλθουν σε νέες ριψοκίνδυνες οικονομικές και πολιτικές σχέσεις. Είναι πιθανό ότι αυτό σχετίζεται με αλλαγές στον τρόπο που δουλεύουν σήμερα τα logistics, κάτι που συνδέεται με την «επανάσταση των logistics» από τη δεκαετία του 1980. Στην πραγματικότητα, τα «logistics» όπως τα γνωρίζουμε σήμερα δεν υπήρχαν καν πριν τη δεκαετία του 1980, πέρα από την παλαιότερη στρατιωτική τους έννοια[18]. Αντ’ αυτού, υπήρχαν μόνο διακριτοί τομείς μεταφορών, αποθήκευσης και εμπορίου, χωρίς να υπάρχει μια μηχανογραφημένη ενσωμάτωση όλων αυτών σε ένα μοναδικό σύστημα οργανωμένο γύρω από τις ανάγκες των διακρατικών εταιρειών λιανικών πωλήσεων.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ωστόσο, ο όρος «logistics» ίσως να μην είναι ο χρησιμότερος για την κατανόηση των κινεζικών προγραμματών όπως η B&R. Αν κοιτάξουμε αυτά τα προγράμματα πιο προσεκτικά, θα δούμε ότι τα περισσότερα από τα κινεζικά προγράμματα υποδομών αφορούν τις μεταφορές και την ενέργεια, αλλά όχι απαραίτητα τα logistics ως τέτοια. Φυσικά, τέτοιες υποδομές είναι απαραίτητες για τα logistics, αλλά είναι επίσης αναγκαίες για στρατιωτικούς και άλλους σκοπούς, και δεν είναι μοναδικά στην παρούσα περίοδο ή στη στρατηγική επέκτασης της Κίνας. Ίσως μια σημαντικότερη διαφορά μεταξύ αυτής της πτυχής της επέκτασης της Κίνας και της αντίστοιχης της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας ή της αμερικανικής νεοαποικιοκρατίας, είναι απλως ότι ζούμε σε μια μεταποκιακή εποχή όπου σχεδόν 200 κράτη πρέπει να δίνουν τουλάχιστον την εντύπωση των διαπραγματευσέων με άλλα κράτη σαν κυρίαρχες οντότητες, ώστε κάθε δεδομένο κράτος να μην μπορεί απλώς να πάει και να κατασκευάσει έναν σιδηρόδρομο στο έδαφος ενός άλλου κράτους (τουλάχιστον χωρίς μια δικαιολογία αποδεκτή από την «εθνική κοινότητα»).
Ένα δεύτερο σημείο που συσκοτίζει αυτή η έμφαση στα logistics σαν μέσο για το χτίσιμο ηγεμονίας, είναι ότι η αμεσότερη ορμή γι’ αυτά τα προγράμματα επέκτασης είναι η ανάγκη να βρεθεί μια «καταβόθρα» για το κινέζικο πλεονάζον κεφάλαιο τώρα που οι εγχώριες επενδύσεις γίνονται λιγότερο επικερδείς και έρχονται αντιμέτωπες με υλικά όρια, όπως φαίνεται καλύτερα στις διάσημες κινέζικες «πόλεις-φαντάσματα». Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει η Κίνα με τους εκατομμύρια πλεονάζοντες τόνους χάλυβα, για παράδειγμα; Κι αυτό σε συνδυασμό με την ανάγκη για την μείωση των εξόδων (συμπεριλαμβανομένων των μεταφορικών εξόδων καθώς και των διπλωματικών) για την αγορά πρώτων υλών και την πώληση κινέζικων προϊόντων στις υπερθαλάσσιες αγορές – άλλοι τρόποι προσωρινής αντιμετώπισης του πτωτικού ποσοστού κέρδους. Ναι, τουλάχιστον μερικοί από τους κυβερνούντες της Κίνας ελπίζουν τελικά να επιτύχουν μια περιφερειακή ηγεμονία και θεωρούν την B&R σαν έναν τρόπο για να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά ακόμη κι αυτή η πολιτική φιλοδοξία θα πρέπει να κατανοηθεί σαν διαπλεκόμενη με αμεσότερες οικονομικές ανάγκες για την αντιμετώπιση των κινεζικών κρίσεων πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και υπερσυσσώρευσης.
Τέλος, μια άλλη σημαντική λειτουργία της διεθνούς επέκτασης της Κίνας είναι η εξαγωγή του κοινωνικού και περιβαλλοντικού κόστους της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Πιο πάνω σημειώσαμε τον τρόπο που η κινεζική ύπαιθρος έχει λειτουργήσει τόσο σαν μια «καταβόθρα» για τα περιβαλλοντικά προβλήματα όσο και σαν ένας τόπος όπου έχει εξαχθεί ένα τμήμα της εργασίας της κοινωνικής αναπαραγωγής. Όμως, αυξανόμενα, καθώς η κινεζική ύπαιθρος χάνει την ικανότητά της να παίζει αποτελεσματικά αυτούς τους ρόλους (λόγω της περιβαλλοντικής υποβάθμισης πολλών περιοχών, την περίφραξη της εναπομείνουσας γόνιμης καλλιεργήσιμης γης για αμεσότερη χρήση από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και την πιο ολοκληρωμένη εκτόπιση των αγροτικών οικογενειών στις πόλεις), τόσο το κινεζικό όσο και το διακρατικό κεφάλαιο πρέπει να ψάξει αλλού για χώρους να εξάγει τα έξοδά του. Οι κινέζικες εταιρείες τώρα ανταγωνίζονται αυτές της Κορέας, για παράδειγμα, για την απόκτηση γης σε γειτονικές χώρες όπως η Μιανμάρ και το Λάος, αλλά και μακρινές όπως η Βραζιλία, όχι μόνο για την ανάπτυξη μεταφορικών υποδομών και ενεργειακών προγραμματών, αλλά επίσης για τη διεξαγωγή καλλιεργειών μεγάλης κλίμακας. Επιπρόσθετα, μια τέτοια επέκταση, πέρα απ’ ότι προσφέρει μια «καταβόθρα» πλεονάζοντος κεφαλαίο και μειώνει τα έξοδα για πρώτες ύλες, έχει επίσης αρχίσει να εξάγει το περιβαλλοντικό κόστος της παραγωγής, όπως βλέπουμε, για παράδειγμα, με την καταστροφή της ζούγκλας του Αμαζονίου – όπου Κινέζοι επενδυτές συνεργάζονται με επενδυτές άλλων χωρών (και, φυσικά, το κράτος της Βραζιλίας). Τέτοιο περιβαλλοντικό κόστος συνδέεται επίσης με αυτό που ο Jörg Nowak έχει αποκαλέσει «εξαγωγή της κοινωνικής σύγκρουσης», καθώς η αναπόφευκτη αντίσταση σ’ αυτή την καταστροφή και τις απαλλοτριώσεις γης λαμβάνει χώρα σε ξένα κράτη, μειώνοντας έτσι το αντίκτυπό της στην κινεζική κοινωνική και πολιτική σταθερότητα[19].
Σημειώσεις:
1. «Sorghum & Steel: The Socialist Developmental Regime and the Forging of China», Chuang 1. Το άρθρο μπορεί να βρεθεί στ’ αγγλικά στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://chuangcn.org/journal/one/sorghum-and-steel.
2. Μπορεί να βρεθεί στ’ αγγλικά στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://chuangcn.org/2016/06/scenarios-of-the-coming-crisis.
3. [Σ.τ.Μ.]: Αναπτυξιακή στρατηγική της Κίνας που εστιάζει στη σύνδεση και συνεργασία με χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, βλέπε για παράδειγμα την εξαγορά του ΟΛΠ από την COSCO. Το πλήρες όνομα του σχεδίου είναι «Η Οικονομική Ζώνη του Δρόμου του Μεταξιού και ο Θαλάσσιος Δρόμος του Μεταξιού του 21ου αιώνα».
4. Μπορεί να βρεθεί στ’ αγγλικά στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://chuangcn.org/2016/07/below-the-winds.
5. Μπορεί να βρεθεί στ’ αγγλικά στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://chuangcn.org/2017/03/yangon-factory-uprising.
6. Συστήματα παρόμοια με το hukou χρησιμοποιούνταν επίσης στην προ-σύγχρονη ανατολική Ασία (συμπεριλαμβανομένων των περιοχών που αποτελούν σήμερα την Κίνα, την Κορέα, την Ιαπωνία και το Βιετνάμ) σαν μέσο πληθυσμιακού ελέγχου, και ένα σύστημα παρόμοιο με το σύγχρονο κινέζικο hukou χρησιμοποιείται ακόμη στο Βιετνάμ. Για το άρθρο «Sorghum & Steel» βλέπε σημείωση 1. Το άρθρο «Gleaning the Welfare Fields: Rural Struggles in China since 1959» μπορεί να βρεθεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://chuangcn.org/journal/one/gleaning-the-welfare-fields.
7. Αναφερόμαστε στον θάνατο του μετανάστη εργάτη Sun Zhigang το 2003 στην Καντόνα «ως αποτέλεσμα σωματικής κακοποίησης που υπέστη ενώ τελούσε υπό κράτηση υπό το κινέζικο σύστημα κράτησης και επαναπατρισμού (Κ&Ε). Η υπόθεση έλαβε μεγάλη προσοχή στα κινεζικά μήντια και το διαδίκτυο και οδήγησε στην κατάργηση του συστήματος Κ&Ε από την εθνική κυβέρνηση». Ωστόσο, ο Fan από την ομάδα Factory Stories ισχυρίζεται ότι «[σ]την πραγματικότητα οι λόγοι γι’ αυτή την κατάργηση δεν ήταν τόσο απλοί: το περιστατικό υπήρξε σημαντικό συμβολικά, όμως πίσω από την απόφαση για την κατάργηση του συστήματος Κ&Ε υπήρχε επίσης κι η ανάγκη των αφεντικών για περισσότερη εργασιακή δύναμη που θα μπορούσε να κινείται πιο ελεύθερα, δίνοντας στα αφεντικά μια ευρύτερη επιλογή εργατών». Βλέπε επίσης την ανάρτηση «Aunties Learning to Fight: The 2015 Uniqlo Strike in Historical Context» στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://chuangcn.org/2016/09/uniqlo-strike-talk.
8. [Σ.τ.Μ.]: Στην Κίνα είναι συχνό φαινόμενο τα εργοστάσια να παρέχουν κοιτώνες πλησίον ή και εντός των εγκαταστάσεών τους για τη διαμονή των εργατών, ώστε να κοιμούνται ανάμεσα στις βάρδιές τους (συνήθως διάρκειας 11-13 ωρών) χωρίς να χάνεται ιδιαίτερος χρόνος για την μετακίνησή τους από και προς το εργοστάσιο, και χωρίς να χρειάζεται ο μισθός να είναι αρκετά υψηλός ώστε να καλύπτει ενοικίαση κατοικίας. Πολλές φορές, οι κοιτώνες φυλάσσονται από φρουρούς ασφαλείας για την επιτήρηση των εργατών, ενώ σε δωμάτια μεγέθους 4 τετραγωνικών μέτρων στεγάζονται-στοιβάζονται μέχρι και 8 εργάτες.
9. Ένα πρόσφατο παράδειγμα αυτού είναι η απαγόρευση των μεταναστών στις πόλεις αυτές να εργάζοντας σαν οδηγοί για τη Didi Chuxing (μια κινέζικη εταιρεία παρόμοια με την Uber).
10. Στα άρθρα μας «Gleaning the Welfare Fields» και «No Way Forward, No Way Back», αρχίσαμε να αναλύουμε τέτοιους αγώνες, αλλά πρέπει να γίνει ακόμη πολύ εμπειρική έρευνα σ’ αυτό το ραγδαία μεταβαλλόμενο πεδίο. Άμεσες σημειώσεις μας από την έρευνα που διεξάγουμε (βλέπε την ανάρτηση στη σημείωση 7) θα συνεχίσουν ν’ ανεβαίνουν στον ιστότοπό μας, και σκοπεύουμε να τους εξετάσουμε πιο συστηματικά στα δύο επόμενα τεύχη του περιοδικού μας. Για το άρθρο «Gleaning the Welfare Fields» βλέπε σημείωση 6. Το άρθρο «No Way Forward, No Way Back» μπορεί να βρεθεί στ’ αγγλικά στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://chuangcn.org/journal/one/no-way-forward-no-way-back.
11. [Σ.τ.Μ.]: Η οικονομική συνεργασία μεταξύ αναπτυσσόμενων χωρών του λεγόμενου Παγκόσμιου Νότου.
12. https://cul.qq.com/a/20160223/023980.htm.
13. Οι λεπτομέρειες αυτού του ισχυρισμού αναλύονται στη σημείωση 3 του παρακάτω κειμένου: https://www.gongchao.org/2016/06/01/interview-struggles-organizing-repression/#sdfootnote3sym. [Σ.τ.Μ.]: Η σημείωση γράφει: «Παρότι η κυβέρνηση της Κίνας δεν δημοσιεύει πλέον εμπεριστατωμένες στατιστικές για τον αριθμό των μαζικών γεγονότων στη χώρα κάθε χρόνο, βασισμένα σε μερικά [partial] δεδομένα που είναι διαθέσιμα, έχει εκτιμηθεί ότι συνέβησαν περίπου 90.000 μαζικά γεγονότα σε όλη την Κίνα το 2009, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων προκλήθηκε από ορισμένες παραβάσεις δικαιωμάτων. Εκτιμείτε περαιτέρω ότι περίπου το 1/3 των διαμαρτυριών αυτών σχετιζόταν με εργασιακά ζητήματα. Αυτό θα έθετε τον αριθμό των απεργιακών και των συλλογικών εργατικών διαμαρτυριών το 2009 στις περίπου 30.000, βλέπε εδώ. Αυτή η αναλογία φαίνεται να είναι «σταθερή». Ο Yu ισχυρίστηκε ότι την περίοδο 1993-2005 το 30% των διαμαρτυριών σχετιζόταν με εργάτες, και ο Wedemann υπολογίζει ότι την περίοδο 1990-2008 το ποσοστό είναι 36,5%: βλέπε Yu Jianrong, “Mass Incidents and the Construction of a Harmonious Society”, Chinese Academy of Social Sciences, 2008, μπορεί να βρεθεί εδώ· Andrew Wedeman, “Enemies of the State: Mass Incidents and Subversion in China”, APSA 2009 Toronto Meeting Paper, μπορεί να βρεθεί εδώ».
14. https://www.sixthtone.com/news/1000141/fewer-of-chinas-migrant-workers-have-labor-contracts.
15. Βλέπε σημείωση 10.
16. Βλέπε «The Holding Pattern [Διαδικασία Κράτησης]», Endonotes 3, ελληνική μετάφραση κι έκδοση από τους Φίλους του Κεραυνοβόλου Κομμουνισμού, 2015. [Σ.τ.Μ.]: Στην αεροπορική διάλεκτο, ο όρος «διαδικασία κράτησης» χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία της πτήσης κατά την οποία το αεροπλάνο κάνει κύκλους περιμένοντας άδεια για να προσγειωθεί.
17. https://chuangcn.org/2017/04/working-for-amazon-in-china-where-the-global-giant-is-a-dwarf.
18. Για την εμπορική υιοθέτηση του όρους «logistics» και μερικές από τις σχετικές τεχνικές από τη στρατιωτική σφαίρα, βλέπε Deborah Cowen, The Deadly Life of Logistics, εκδόσεις University of Minnesota Press, 2014.
19. Σύμφωνα με προσωπική επικοινωνία μας σχετικά με τη σε εξέλιξη έρευνα του Nowak σχετικά με τις ξένες (περιλαμβανομένων αυτών της Κίνας, αλλά όχι μόνο αυτών) επενδύσεις και τη τοπική αντίσταση στις απαλλοτριώσεις γης, την εκμετάλλευση και την περιβαλλοντική καταστροφή στη Βραζιλία. Παρόμοιες υποθέσεις έχουν καταγραφεί και σε άλλες χώρς όπως η Μιανμάρ (για την οποία, βλέπε J. Kirchherr et al., «The Interplay of Activists and Dam Developers: The Case of Myanmar’s Mega-Dams», International Journal of Water Resources Development, 2016).