Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται απ’ τη τελευταία ενότητα του «υστερόγραφου» που έγραψε το 1970 ο Μάριο Τρόντι για την επανέκδοση του βιβλίου του Operai e capitale που είχε αρχικά κυκλοφορήσει το 1966. Στο υστερόγραφο αυτό πραγματεύεται τα ερωτήματα που προκύπτουν ύστερα απ’ την μελέτη των εργατικών αγώνων στις ΗΠΑ. Μεταφράστηκε απ’ την αγγλική έκδοση του βιβλίου απ’ τις εκδόσεις Verso, 2019.
Ο Πωλ Σιάμουελσον, στο τέταρτο μέρος της Οικονομικής του, ξεκινά το κεφάλαιο για τους ανταγωνιστικούς μισθούς και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις μ’ ένα παράθεμα απ’ την Καινή Διαθήκη: «άξιος γαρ ο εργάτης του μισθού αυτού έστι» (Κατά Λουκάν, ι’ 7), και κλείνει με μια ενότητα για τ’ ανεπίλυτα προβλήματα της εργασίας, τις απεργίες, τ’ αυξανόμενα κόστη και τη δομική ανεργία. Για τον Σιάμουελσον, «[η] επιστήμη, όπως και το κεφάλαιο, αναπτύσσεται μέσω μιας σειράς συνεισφορών, μέσω της οποίας η προσφορά που φέρνει στον βωμό της κάθε λόγιος ανθίζει αιωνίως». Συνεχίζει λέγοντας ότι, τα μεταπολεμικά χρόνια, σε μερικές χώρες, υπήρξε μια προσπάθεια εισαγωγής ενός νέου στοιχείου στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και την μακροοικονομική πολιτική ώστε να διατηρηθεί η γενική αύξηση των μισθών και των άλλων χρηματικών εισοδημάτων σ’ έναν βαθμό συμβατό με την αύξηση της παραγωγικότητας και με σταθερές τις τιμές. Όμως, ελέγχοντας τα διάφορα είδη των δυναμικών των μισθών, η μεικτή οικονομία έχει σταθεροποιηθεί μόνο σ’ ένα επίπεδο ατελούς σχεδιασμού. Αν μπορούσε να βρεθεί μια εισοδηματική πολιτική που απέτρεπε τον πληθωρισμό των τιμών πώλησης λόγω του αυξανόμενου κόστους, το παγόβουνο της δομικής ανεργίας θα μπορούσε να διαλυθεί από μια αυξημένη συνολική ζήτηση ενισχυμένη από προγράμματα μετεκπαίδευσης και μετεγκατάστασης. Όμως, ο κίνδυνος είναι ότι κάθε σημείο στον οικονομικό κύκλο φαίνεται να έχει μια τάση διατάραξης. Αυτό δεν είναι κάτι καινούριο στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Κάθε ύφεση στον κύκλο προκαλείται, προλογίζεται ή ακολουθείται από μια ορισμένη υψηλή ανάπτυξη των εργατικών αγώνων. Μια τέτοια ύφεση εκπροσωπείται από μια συγκεκριμένη στιγμή της ταξικής πάλης, κι είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί μια ορισμένη εξέλιξη συνέβη, πως αναπτύχθηκε και, πάνω απ’ όλα, ποια απ’ τις δύο τάξες μπορούμε να πούμε ότι τελικά κέρδισε. Οι οικονομολόγοι μας λένε ότι κάθε σημείο του οικονομικού κύκλου έχει πολλές τάσεις που τον αναπτύσσουν και μία που τον διαταράσσει. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, ο επιχειρηματίας στρέφεται στον οικονομολόγο ώστε να μάθει τάση είναι αυτή. Αυτό που κάποτε φαινόταν απόλυτα σωστό έχει γίνει μόνο σχετικό κι οικονομικό. Τι είναι κοντινότερο στη ταξική αλήθεια που συμπίπτει μ’ ένα ιδιαίτερο ταξικό συμφέρον: η οικουμενική αξίωση των εργατών για έναν δικαιότερο μισθό ή η κατανομή του εισόδηματος σε μια δοσμένη χώρα σύμφωνα με την «καμπύλη Lorenz»; Αυτό πρέπει πρώτα ν’ αποφασιστεί στο υψηλότερο επίπεδο ανάπτυξης: το κεφάλαιο έχει ήδη αντικαταστήσει τις πρόχειρες εκτιμήσεις των επαγγελματιών ιδεολόγων με το ακριβές έργο των υπολογιστών. Η «καμπύλη Phillips» για τις ΗΠΑ είναι σαφώς «κακή», επειδή τέμνει τον άξονα της σταθερότητας των τιμών μόνο σ’ ένα υψηλό επίπεδο ανεργίας. Ο πληθωρισμός ως προς το κόστος έχει μετατραπεί σε θεσμικό πρόβλημα επειδή ο καπιταλιστικός έλεγχος των μισθών δεν έχει συμβεί ακόμα. Ο βραβευμένος με Νόμπελ Σάμιουελσον, με την υψηλή επιστήμη του, είπε «[κ]οιτώντας την ολλάνδική, τη σουηδική, τη βρετανική, την ιταλική, τη γερμανική, την καναδική και την αμερικανική εμπειρία, το αφήνω αυτό ως ανοικτό ερώτημα».
Όμως, θα ήταν υπερβολικά βολικό να ορίσουμε κάθε πρόβλημα που συναντά το κεφάλαιο στον δρόμο της ανάπτυξής τους ως ανεπίλυτο. Δεν πρέπει να πούμε αμέσως: δεν μπορεί το κεφάλαιο να το λύσει, μόνο εμείς μπορούμε να το λύσουμε για εκείνο. Ένα πρόβλημα για το κεφάλαιο είναι, πάνω απ’ όλα, ένα πεδίο για την πάλη της εργατικής τάξης. Το οικονομικό του πεδίο είναι το δικό μας πολιτικό πεδίο. Ενώ κεφάλαιο ψάχνει για μια λύση, εμείς ενδιαφερόμαστε μόνο ν’ αυξήσουμε την οργανωμένη μας δύναμη. Γνωρίζουμε ότι κάθε οικονομικό πρόβλημα του κεφαλαίου μπορεί τελικά να επιλυθεί. Γνωρίζουμε επίσης ότι αυτό που εμφανίζεται εδώ ως μια μη-επιλύσιμη αντίφαση ίσως έχει ήδη ξεπεραστεί αλλού ή ίσως έχει μετατραπεί σε μια άλλη, διαφορετική αντίφαση. Απ’ τη σκοπά της εργατικής τάξης, η προϋπόθεση για μια ισχυρή κι αποτελεσματική ταξική πάλη κινούμενη με την έννοια μιας θετικής βίας, είναι η συγκεκριμένη γνώση της συγκεκριμένης αντίφασης για το κεφάλαιο σε μια δοσμένη στιγμή και σε μια δοσμένη κατάσταση. Μια εργατική νίκη ωθεί τον οπισθοδρομικό ιδιοκτήτη να πάρει εκδίκηση με διάφορους τρόπους, με μια ποσοτική επίθεση στο νέο κομμάτι του εισοδήματος που κατέκτησε η εργασία. Μερικές φορές, αυτό συμβαίνει ελλείψει οικονομικών περιθωρίων και, άλλες φορές, λόγω μιας έλλειψης πολιτικής νοημοσύνης. Αυτό δεν είναι το πραγματικό σημείο όπου η εργατική νίκη μετατρέπεται σε ήττα· μια τέτοια χυδαία απάντηση απ’ τα αφεντικά μόνο προωθεί την επανάληψη ενός κύκλου αγώνων στο ίδιο επίπεδο με τον προηγούμενο, με μια υψηλότερη δόση αυθορμητισμού και συνεπώς με μικρότερη ανάγκη για οργάνωση. Ακολουθώντας αυτό το μονοπάτι, η κίνηση των αγώνων είναι ευκολότερη, η κινητοποίηση είναι ταυτοχρόνως μεγάλη κι εύκολη, κι η στιγμή της γενίκευσης είναι άμεση. Όμως, τα νέα περιεχόμενα κι οι νέες μορφές της επίθεσης της εργατικής τάξης δεν αναπτύσσονται· αν το μαζικό εμπόδιο σε μια μετωπική σύγκρουση σ’ ένα οπισθοδρομικό πεδίο δεν αγνοηθεί αρχικά υποκειμενικά απ’ τις αντιμαχόμενες ταξικές δυνάμεις, τότε δεν θα υπάρξουν νέοι εργατικοί αγώνες. Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις, η απάντηση των αφεντικών ίσως να μπορεί να οριστεί ως προηγμένη. Ύστερα από μια μερική ήττα, ακόμη κι ύστερα από μια απλή μάχη για τις συμβάσεις, το κεφάλαιο οδηγείται βιαίως να συμβιβαστεί με τον εαυτό του – με άλλα λόγια, ν’ αναθεωρήσει ακριβώς την ποιότητα της ανάπτυξής του, ν’ αναδιευθετήσει τα ζητήματα στη σχέση του με τον ταξικό του αντίπαλο. Δεν το κάνει αυτό με άμεση μορφή, αλλά μέσω της μεσολάβησης ενός είδους γενικής πρωτοβουλίας που περιλαμβάνει την αναδιοργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας, την αναδιάρθρωση της αγοράς, τον εξορθολογισμό του εργοστασίου και τον σχεδιασμό της κοινωνίας. Αναζητεί βοήθεια απ’ τη τεχνολογία και την πολιτική, νέους τρόπους να χρησιμοποιήσει εργασία και νέες μορφές άσκησης εξουσίας. Κι εδώ βρίσκεται ο αληθινά μεγάλος κίνδυνος της εργατικής ήττας: ακόμη κι αν οι εργάτες «κερδίσαν την μάχη» για τις συμβάσεις, μπορούν, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, να «χάσουν τον πόλεμο» της ταξικής πάλης για μια, μερικές φορές, μεγαλύτερη ιστορική περίοδο. Γι’ αυτό η Αμερική έχει τόσα πολλά να μας διδάξει. Εκεί, διακινδυνεύουν την ήττα αν το επίπεδο της οργάνωσης αποτύχει γρήγορα να προωθήσει τα περιεχόμενα των νέων αγώνων, αν η συνείδηση του κινήματος -δηλαδή, η ήδη οργανωμένη δομή της τάξης- αποτύχει άμεσα να πιάσει το νόημα της ερχόμενης καπιταλιστικής πρωτοβουλίας. Όσοι καθυστερήσουν θα χάσουν. Προσέξτε, το ζήτημα εδώ δεν είναι να βιαστούμε να προετοιμαστούμε για ν’ απαντήσουμε στην κίνηση του αφεντικού: αντ’ αυτού, είναι πάνω απ’ όλα ένα ζήτημα να προβλέψουμε την κίνησή του, σε μερικές περιπτώσεις να την προτείνουμε εμείς οι ίδιοι, και σε κάθε περίπτωση να την αναμένουμε με μορφές εργατικής οργάνωσης, ώστε να την καταστήσουμε όχι μόνο μη-παραγωγική για τους καπιταλιστικούς στόχους, μα παραγωγική για τους στόχους της εργατικής τάξης. Από πλευράς μας, η μόνη απάντηση που χρειάζεται είναι εκείνη που ανταποκρίνεται στην εργατική ζήτηση για νέα οργάνωση σε κάθε φρέσκο επίπεδο αντιπαράθεσης. Η κίνηση του κεφαλαίου, η παρούσα πρωτοβουλία του, κι οι δύο στο επίπεδο της παραγωγής στους ουρανούς της επίσημης πολιτικής, πρέπει η ίδια να είναι η απάντηση, η προσπάθεια πάντα ν’ αντισταθεί στις διαφορετικές μορφές που λαμβάνει η επίθεση της εργατικής τάξης. Κι η αναδιοργάνωση αυτής της επίθεσης συνεχίζει υπογείως – δοσμένης της ιστορικής της φύσης και πολιτικής της κατεύθυνσης, πρέπει να από οργανωτική σκοπιά να είναι απρόβλεπτη.
Ο Λένιν συνήθιζε να λέει: υπάρχει αυθορμητισμός κι αυθορμητισμός. Σήμερα λέμε: υπάρχει οργάνωση κι οργάνωση. Όμως, πριν ακόμη απ’ αυτά, υπάρχει πάλη και πάλη. Μια ολοκληρωμένη τυπολογία των εργατικών αγώνων, με σχετικές περιθωριακές σημειώσεις, αποτελεί ένα εγχειρίδιο για τον τέλειο συνδικαλιστή – κάτι που δεν επιθυμούμε να κυκλοφορήσουμε. Στο πρόσφατο πλαίσιο της ταξικής σύγκρουσης στον δυτικό κόσμο, η εργατική πάλη έχει απομονώσει ορισμένα θεμελιώδη είδη πάλης. Αυτά επαναλαμβάνονται κι αναπαράγοντα μόνα τους κινούμενα συνεχώς απ’ τα πιο ανεπτυγμένα στα πιο οπισθοδρομικά σημεία, ανυψώνοντας το νόημα των περιεχομένων και των διαστάσεων των δυνάμεων που τίθονται σε κίνηση. Υπάρχει το μεγάλο σύγχρονο γεγονός της πάλης επί των συμβάσεων. Για εμάς, πρόκειται για μια βιωμένη πραγματικότητα. Είναι ένα νέο είδος ορόσημου που έχει ήδη γίνει κοινή διάλεκτος στους δρόμους. Όμως, ακόμη και πριν απ’ αυτό, είχε βιαίως αυτοπαρουσιαστεί στην κανονική εμπειρία του μέσου εργάτη, στους υπολογισμούς του οικονομολόγου, στα εγχειρήματα του πολιτικού και στους μηχανισμούς της υλικής λειτουργίας της κοινωνίας. Όταν, ύστερα από μια μακρά κι αβέβαιη διαδρομή, το κεφάλαιο σκόνταψε πάνω στην ιδέα της συλλογικής διαπραγμάτευσης με το εργατικό δυναμικό του, εγγυημένης από κρατικούς νόμους, τέλειωσε μια εποχή ταξικής πάλης και ξεκίνησε μια καινούρια. Η συλλογική διαπραγμάτευση πρέπει να υπηρετεί, και πράγματι υπηρετεί, στη διάκριση μεταξύ διαφορετικών ιστορικών επιπέδων ανάπτυξης του καπιταλισμού. Αποτελεί στοιχείο διάκρισης καλύτερα από άλλα σημεία καμπής όπως η γέννηση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, τα διάφορα «στάδια» του ιμπεριαλισμού, οι λεγόμενες «εποχές» των μονοπωλίων, τουλάχιστον στις θεωρίες των μίζερων επιγόνων. Εδώ, έχουμε ένα παράδειγμα αυτής της εργατικής ιστορίας του κεφαλαίου που αποτελεί την αληθινή ιστορία του, και που συγκριτικά μ’ αυτή όλα τ’ άλλα δεν είναι παρά ιδεολογικοί μύθοι, όνειρα οραματιστών, η ασυνείδητη ικανότητα παραπλάνησης ή η ανεπιθύμητη θέληση να λανθάνεις απ’ την πλευρά των αδύναμων, υπόδουλων διανοούμενων. «Ένας Νέος Τρόπος Διευθέτησης Εργατικών Διενέξεων», σύμφωνα με τον τίτλο ενός παλιού άρθρου του Commons, είναι που ωθεί το κεφάλαιο να κάνει ένα ποιοτικό άλμα προς την ώριμη ύπαρξή του. Η δυναμική των ταξικών σχέσεων βρίσκει στις συλλογικές συμβάσεις μια μορφή περιοδικής σταθεροποίησης. Η τιμή της εργασίας παγιώνεται κι απλώνεται σε μια ορισμένη χρονική περίοδο, γεννιέται ένα νέο σύστημα βιομηχανικής νομολογίας και ξεκινά να λειτουργεί ένας νεός μηχανισμός για την αντιπροσώπευση των εργατικών συμφερόντων. Σύμφωνα με τον δρόμο που άνοιξε η Dunlop, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ακολουθούνται από ένα σύστημα βιομηχανικών σχέσεων με τρεις φορείς: τους μάνατζερ για την εταιρεία, τα συνδικάτα για τους εργάτες και διάφορα μέσα θεσμικής μεσολάβησης για την κυβέρνηση. Όμως, η μεταβαλλόμενη, κριτική κι αντιφατική πραγματικότητα της πάλης επί των συμβάσεων δεν μπορεί να συλληφθεί στο διάγραμμα ενός αφηρημένου υποσυστήματος παρσονιανού τύπου. Κι αυτό είναι το ζήτημα. Η σύμβαση είναι πάνω απ’ όλα μια πάλη για τη σύμβαση. Η συλλογική διάσταση της διαπραγματευτικής διαδικασίας έχει αποκαλύψει εκ νέου τη συλλογική φύση της πάλης. Καθώς κινούμαστε από μια μεμονωμένη εταιρεία στον συνολικό κλάδο και κατηγορία, ο αριθμός των συμμετέχοντων αναπτύσσεται κι η μαζική πάλη -κι οι μάζες αυτές είναι αποκλειστικά εργατικές- έρχεται στο προσκήνιο. Αυτό δεν πρόκειται για μια μικρή λεπτομέρεια. Για πολύ καιρό -ακόμη και σήμερα- οι εργατικοί αγώνες κι οι μαζικοί αγώνες θεωρούνταν ως αλληλοαποκλειόμενοι. Ως ένας γενικός «λαός», οι εργατικές μάζες μπορούσαν να περιλαμβάνουν την ενεργή μειονότητα των πρωτοποριακών ομάδων αποτυγχάναν όμως να ταυτιστούν με τις δράσεις τους, διαλύοντας τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις τους σ’ ένα σύνολο τυπικών πολιτικών διεκδικήσεων, μετατοπίζοντας έτσι το κέντρο της αντιπαράθεσης απ’ το εργοστάσιο στους δρόμους – μια μάχη όχι ενάντια στο κράτος αλλά ενάντια στην εκάστοτε κυβέρνηση. Η μαζική απεργία -ακόμη κι αν δεν πρόκειται για τον μύθο της γενικής απεργίας του Σορέλ αλλά, με την έννοια της Λούξεμπουργκ, μια πάλη που προηγείται της οργάνωσης και που τη δημιουργεί- πάντα καταλήγει ως το επίτευγμα ενός όχι ειδικά ταξικού κινήματος. Αυτό συμβαίνει μέχρι η ίδια η εργατική πάλη λάβει μαζικές διαστάσεις και μέχρι η συγκεκριμένη έννοια των εργατικών μαζών σε πάλη αναδυθεί από κοινωνικές σχέσεις αντί απλώς απ’ τα ιερά κείμενα της ιδεολογίας. Εδώ, η έννοια των μαζών δεν κείτεται στο ποσοτικό άθροισμα πολλών μεμονωμένων μονάδων υπό την «ίδια» συνθήκη εκμετάλλευσης – αν ήταν έτσι, τότε θ’ αρκούσε ο όρος «τάξη» με τη σύνηθη στατιστική της έννοια που τσουβαλιάζεται μαζί με την μαρξική έννοια του όρου απ’ την ίδια την μαρξιστική παράδοση. Αντ’ αυτού, εδώ μιλάμε για μια διαδικασία μαζικοποίησης της εργατικής τάξης. Αυτή είναι η διαδικασία της εργατικής ανάπτυξης ως τάξη και της εσωτερικής ομοιογενοποίησης της βιομηχανικής εργασιακής δύναμης.
Σ’ αυτή τη διαδικασία, εάν, για εμάς, πολιτική είναι η εργατική πάλη που εκτοξεύεται σε όλο και υψηλότερα ποιοτικά επίπεδα, κι ιστορία είναι το κεφάλαιο το οποίο, σ’ αυτή τη βάση, επικαιροποιεί τις τεχνολογικές και παραγωγικές δομές του, την οργάνωση της εργασίας του, τα όργανά του για τον έλεγχο και τη χειραγώγιση της κοινωνίας, και τα οποία αντικαθιστούν παρωχημένα τμήματα του μηχανισμού εξουσίας του αναφορικά με την αντικειμενική πρόταση του ταξικού του εχθρού – τότε η πολιτική πάντα προηγείται της ιστορίας. Δεν υπάρχει καμία εφικτή διαδικασία μαζικοποίησης της τάξης αν δεν έχουμε πρώτα φτάσει σ’ ένα μαζικό επίπεδο πάλης. Μ’ άλλα λόγια, δεν υπάρχει αληθινή ταξική ανάπτυξη των εργατών χωρίς μαζική εργατική πάλη. Η συλλογική διαπραγμάτευση στέκεται ακριβώς μεταξύ της μαζικοποίησης της πάλης και της μαζικοποίησης της τάξης. Δεν εκκινούμε με τη τάξη, αλλά καταλήγουμε σ’ αυτή. Ή, καλύτερα, φτάνουμε σ’ ένα νέο επίπεδο ταξικής σύνθεσης. Ξεκινάμε με την πάλη. Στην αρχή, η πάλη θα έχει τα ίδια χαρακτηριστικά που επακόλουθα θα προσκολληθούν στην ίδια τη τάξη. Αυτό δεν σημαίνει ότι πριν την μαζική εργατική πάλη δεν υπήρχε εργατική τάξη. Αντ’ αυτού, σημαίνει ότι ήταν μια διαφορετική εργατική τάξη, σ’ ένα κατώτερο επίπεδο ανάπτυξης, με μια σαφώς λιγότερο πυκνή εσωτερική σύνθεση, και μ’ ένα πιο ρηχό και σίγουρα λιγότερο σύνθετο μοτίβο οργανωτικών δυνατοτήτων. Όχι μόνο θα λανθάναμε αν διατυπώναμε μια έννοια της «τάξης» που να εφαρμόζεται για όλες τις εποχές της ανθρώπινης ιστορίας. Όποιος αναζητεί ακόμη και να ορίσει τη τάξη άπαξ και διαπαντός εντός της ανάπτυξης της καπιταλιστικής κοινωνίας επίσης λανθάνει. Οι εργάτες και το κεφάλαιο δεν είναι μόνο τάξεις που στέκονται αντιτιθέμενες αναμεταξύ τους, αλλά εσαεί μεταβαλλόμενες οικονομικές πραγματικότητες, κοινωνικοί σχηματισμοί και πολιτικές οργανώσεις. Υπάρχουν μεθοδολογικά προβλήματα που χρειάζεται να προσέξουμε στην έρευνά μας. Όμως ξανά, δεν είναι αυτό το ζήτημα που αξίζει να τονίσουμε περισσότερο. Πρέπει να συνεχίσουμε στην προαναφερθείσα κατεύθυνση, πηγαίνοντας απ’ την πάλη στη τάξη, κι απ’ την μαζική πάλη στην μαζικοποίηση της τάξης, όμως μέσω της νέας πραγματικότητας, της νέας ανακάλυψης, της νέας καπιταλιστικής έννοιας της συλλογικής σύμβασης. Η εργατική πάλη είχε ήδη λάβει μαζικά χαρακτηριστικά όταν το κεφάλαιο την ανάγκασε να μετασχηματιστεί σε μια πάλη για τη σύμβαση. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις αποτελούν μια μορφή ελέγχου. Πρόκειται για μια απόπειρα θεσμοποίησης όχι της εργατικής πάλης γενικά, αλλά εκείνης της ειδικής μορφής της πάλης που συμπεριλαμβάνει, συνδέει κι ενοποιεί τα άμεσα υλικά συμφέροντα ενός συμπαγούς πυρήνα των κατηγοριών των εργατών εντός του αντίστοιχου κλάδου της καπιταλιστικής παραγωγής. Όταν η εργατική πάλη, μέσω του περιεχομένου των διεκδικήσεών της, των μορφών κινητοποίησής της και των μοντέλων οργάνωσής της, λαμβάνει μαζικά χαρακτηριστικά, διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει τον ειδικά εργατικό χαρακτήρα της. Οι πρώτοι προλεταριακοί αγώνες, μαζί με ορισμένα είδη εργατικών αγώνων κατά το πέρασμα απ’ τον 19ο προς τον 20ό αιώνα, όχι μόνο διέτρεχαν αυτόν τον ίδιο κίνδυνο, αλλά έπεσαν στην παγίδα του. Όταν η εργατική πάλη ξεκινά να λαμβάνει μαζικά χαρακτηριστικά παραμένοντας παράλληλα γερά ριζωμένη στην εργατική τάξη -δηλαδή, όταν η μαζική πάλη γίνεται μια εργατική πάλη χωρίς να παύει να είναι μαζική- σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας περιόδου στην πολιτική και συνεπώς την αρχή μιας νέας ιστορίας. Για να χρησιμοποιήσουμε λέξεις πλουσιότερες σε νόημα, αυτό είναι το όχι και τόσο μακρινό σημείο αφετηρίας για μια πιθανή νέα εργατική πολιτική, και συνεπώς μιας πρώτης πραγματικής νέας οικονομικής του κεφαλαίου.
Αυτή η νέα πολιτική της εργατικής τάξης αρθρώθηκε στους αμερικάνικους εργατικούς αγώνες της δεκαετίας του 1930. Ακόμη κι αν είναι πιο περιορισμένοι σε ποσοτικούς όρους, οι ιταλικοί αγώνες της δεκαετίας του 1960 αποτελούν την επαρκή αντανάκλαση αυτού του κόκκινου ήλιου που έρχεται απ’ τη Δύση, χωρίς να προσθέτει πολλές σκιές. Εδώ, συναντάμε πολύ σημαντικά θεωρητικά προβλήματα. Δεν είμαστε ακόμη αρκετά ώριμοι ώστε να προεικονίσουμε τη λύση σε μια μακρά κι αργή κριτική-ιστορική έρευνα. Μπορείς κανείς, για παράδειγμα, να εγκαταλείψει έναν «αντικειμενικό» ορισμό της εργατικής τάξης; Είναι εφικτό να ορίσουμε ως «εργατική τάξη» όλους εκείνους που υποκειμενικά αγωνίζονται μ’ εργατικές μορφές πάλης ενάντια στο κεφάλαιο, απ’ το εσωτερικό της κοινωνικής παραγωγικής διαδικασίας; Είναι εφικτό τελικά να διαχωρίσουμε την έννοια της εργατικής τάξης απ’ την έννοια της παραγωγικής εργασίας; Και, σε μια τέτοια περίπτωση, θα παραμένει συνδεδεμένη με τους μισθούς; Το πρόβλημα είναι το πως να βρούμε νέους ορισμούς της «εργατικής τάξης» χωρίς να εγκαταλείψουμε το πεδίο της αντικειμενικής ανάλυσης και χωρίς να υποχωρήσουμε σε ιδεολογικές παγίδες. Το ν’ ανάγουμε την αντικειμενική υλικότητα της εργατικής τάξης σε καθαρά υποκειμενικές μορφές αντικαπιταλιστικών αγώνων αποτελεί ένα ακόμη ιδεολογικό σφάλμα του νέου υπεραριστερισμού. Όχι μόνο αυτό, αλλά να διευρύνουμε τα κοινωνιολογικά όρια της εργατικής τάξης ώστε να συμπεριλάβει όλους εκείνους που αγωνίζονται ενάντια στον καπιταλισμό εκ των έσω, ώστε να καταλήξουμε στην ποσοτική πλειοψηφία του κοινωνικού εργατικού δυναμικού ή ακόμη και του ενεργού πληθυσμού, αποτελεί μια μοιραία παραχώρηση στις δημοκρατικές παραδόσεις. Απ’ την άλλη, το να περιορίσουμε υπερβολικά αυτά τα όρια, ως το σημείο να λογίζουμε ως εργάτες μόνο «τους λίγους που μετράνε», μπορεί να οδηγήσει στην επικίνδυνη θεωρητικοποίηση της «ενεργούς μειοψηφίας». Πρέπει ν’ αποφύγουμε και τα δύο αυτά άκρα. Η ανάλυση των εξωτερικών ορίων της τάξης πρέπει ν’ αποτελεί μια παρατήρηση των γεγονότων. Οι συνέπειες θα έρθουν αργότερα. Η εργατική τάξη δεν αρχίζει εκεί που τελειώνει το κεφάλαιο.
Η επιχειρηματολογία του παρόντος βιβλίου έτεινε να δει τους εργάτες και το κεφάλαιο εντός του κεφαλαίου. Ο λόγος που προσθέτει αυτό το υστερόγραφο τείνει να δει τους εργάτες και το κεφάλαιο εντός της εργατικής τάξης. Έτσι, η πιο πρόσφατη τάση είναι να περιπλέξουμε συνειδητά το πεδίο της έρευνας, με την ελπίδα ότι αυτό θ’ ανοίξει τον δρόμο προς την ευκολότερη λύση. Σίγουρα, ο προηγμένος καπιταλισμός σήμερα μας προσφέρει ένα θέαμα και μας δίνει όλα τα όργανα για να συμμετάσχουμε σ’ αυτή την παράσταση αυτονομιών που κινούνται πέρα απ’ την απλή τυπικότητα: ονομαστικά, οι αυτονομίες μεταξύ της πολιτικής σφαίρας και του οικονομικού κόσμου, μεταξύ της επιστήμης και των βραχυπρόθεσμων συμφερόντων της καπιταλιστικής παραγωγής, μεταξύ της οργάνωσης της εργατικής τάξης και της τάξης ακριβώς ως κεφάλαιο. Οι υπεραπλουστεύσεις του οικονομισμού -βάση κι εποικοδόμημα- ισχύουν στις πρώτες φάσεις του καπιταλισμού, οι οποίες μοιάζουν υπερβολικά με τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες ώστε να τις λάβουμε σοβαρά υπόψη πολιτικά. Κι ο βολονταρισμός της καθαρής πολιτικής -επανάσταση πάση θυσία- κείτεται, αν υπήρξε ποτέ εφικτός, ακόμη παλαιότερα, ως ένας ακόμη ουτοπικός, χιλιαστικός σοσιαλισμός: μια σύγχρονη μεσαιωνική αίρεση, αναγνωρισμένη απ’ τον Πάπα ως μια ταξική εκκλησία. Ο ώρισμος καπιταλισμός αποτελεί μια σύνθετη, διαστρωματωμένη κι αντιφατική κοινωνία. Μια τέτοια κοινωνία έχει περισσότερα από ένα κέντρα τα οποία ισχυρίζονται ότι αποτελούν την πηγή της εξουσίας και που παλεύουν αναμεταξύ τους για την υπεροχή, όμως η μάχη αυτή ποτέ δεν επιλύεται, επειδή δεν μπορεί να επιλυθεί εντός αυτής της κοινωνίας. Αυτό είναι που μας λέει το άμεσο παρελθόν. Αξίζει να το μελετήσουμε μόνο για να βρούμε τι πρέπει να μελετήσουμε ύστερα, μ’ άλλα λόγια, σήμερα. Στην πραγματικότητα, δεν πρέπει να συγχέουμε τα δύο επίπεδα.