To παρόν κείμενο της Michelle Esther O’Brien δημοσιεύτηκε στην κομμουνιστική επιθεώρηση Endnotes 5 τον Οκτώβριο του 2019.
Για να το κατεβάσετε σε pdf, μέγεθος Α4, κάντε κλικ εδώ.
Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο Μαρξ κι ο Ένγκελς μιλούν για την «κατάργηση της οικογένειας» ως την «επαίσχυντη πρόθεση των κομμουνιστών»[1]. Η έκκληση για την κατάργηση της οικογένειας έχει στοιχειώσει την προλεταριακή πάλη από τότε, προσφέροντας έναν ορίζοντα έμφυλης και σεξουαλικής απελευθέρωσης που έχει συχνά αναβληθεί ή εκτοπιστεί από άλλους στρατηγικούς ή τακτικούς προσανατολισμούς. Η φράση υπονοεί τον πλήρη, σχεδόν ασύλληπτο μετασχηματισμό της καθημερινής ζωής. Για μερικούς, η οικογένειά τους αποτελεί έναν ανελέητο τρόμο απ’ τον οποίο πρέπει κανείς να ξεφυγεί ώστε να βρει μια υποψία του εαυτού του. Για άλλους, η οικογένεια αποτελεί την μοναδική πηγή στήριξης και φροντίδας ενάντια στην ωμότητα της αγοράς και της εργασίας, των ρατσιστών μπάτσων και των αξιωματούχων των υπηρεσιών απελάσεων. Για πολλούς, η οικογένεια αποτελεί πάντα και τα δύο ταυτόχρονα. Κανείς δεν μπορεί να επιβιώσει μόνος του σ’ αυτόν τον κόσμο· κι η προσωπική έκθεση του καθενός για την οικογένειά του σχετίζεται άμεσα με το πως πρέπει να κατανοήσουμε την έκκληση για την κατάργηση της οικογένειας.
Μην γνωρίζοντας τι είναι μια οικογένεια, ή τι είναι η οικογένεια, επιδεινώνεται το πρόβλημα για το ποιο ακριβώς συμπέρασμα πρέπει να βγάλουμε μιλώντας για την κατάργηση της οικογένειας. Για τον Μαρξ, το καθήκον ήταν η κατάργηση της Εκκλησίας, του Κράτους και της Οικογένειας -η εντυπωσιακή τριάδα των κόμματων της τάξης- και τελικά της απρόσωπης κυριαρχίας της αγοράς. Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς χρησιμοποιούν τη [γερμανική] λέξη aufhebung όταν μιλούνε για κατάργηση – ένας όρος που συχνά μεταφράζεται [στα αγγλικά] ως αντικατάσταση [supersession] [στα ελληνικά το aufhebung συνήθως αποδίδεται ως υπέρβαση], επειδή εκφράζει μια ταυτόχρονη διατήρηση και καταστροφή. Η κατάργηση δεν είναι το ίδιο με την καταστροφή. Τι αντικαθίσταται, και τι διατηρείται, στην κίνηση για την κατάργηση της οικογένειας;
Αποφεύγοντας την ανάλυση διακριτών ορισμών της οικογένειας ως μια ακολουθία από στατικά ταρηχευτικά κουτάκια, θεωρώ ότι υπάρχει μια εξελισσόμενη ιστορική λογική που αποτελεί τη βάση του μετασχηματισμού του συνθήματος για την κατάργηση της οικογένειας, μια ιστορική λογική που μπορεί να ταυτοποιηθεί με τις δυναμικές του ίδιου του κεφαλαίου. Υπάρχει εξίσου ένα εξελισσόμενο μοτίβο αυτού που οι μιλιτάντηδες εννοούν λέγοντας «οικογένεια». Στην άνοδο και την πτώση του εργατικού κινήματος, το οποίο αντιστοιχεί σε μια διακριτή φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης καθώς και του κομμουνιστικού του ορίζοντα υπέρβασης, υπάρχει μια συνεκτική περιοδολόγηση της οικογένειας. Οι μεταβαλλόμενες δυναμικές της εργατικής οικογένειας στην καπιταλιστική ιστορία εξηγούν την μεταβαλλόμενη κριτική της οικογένειας μεταξύ των επαναστατών, και τελικώς τον μετατοπιζόμενο ορίζοντα της έμφυλης ελευθερίας.
Η οικογένεια φέρει την αντίφαση της επιβίωσης σε μια κουτσουρεμένη, αλλοτριωμένη κοινωνία, ως μια πηγή τόσο παρηγοριάς όσο κι απελπισίας. Η κατάργηση της οικογένειας ως σύνθημα έχει γίνει σήμερα μια έκκληση για την καθολικοποίηση της κουήρ αγάπης ως η καταστροφή ενός κανονιστικού καθεστώτος κι ένα άνοιγμα προς την έμφυλη και σεξουαλική ελευθερία για όλους. Η κατάργηση της οικογένειας θα μπορούσε να είναι η γενίκευση της ανθρώπινης φροντίδας στην πραγματική ανθρώπινη κοινότητα του κομμουνισμού.
Δεκαετίες 1830 – 1880 |
Δεκαετίες 1890 – 1950 |
Δεκαετίες 1960 – αρχές 1970 |
Δεκαετίες 1970 έως σήμερα |
|
Κυρίαρχη οικογενειακή μορφή |
Αστική οικογένεια | Οικογενειακή μορφή του άντρα εργάτη βιοπαλαιστή που κατέστη εφικτή από το εργατικό κίνημα |
Η οικογενειακή μορφή του άντρα εργάτη βιοπαλαιστή συνεχίζεται |
Διαποικίληση των οικογενειακών δομών, όμως η πυρηνική οικογένεια επιβιώνει |
Καπιταλιστική υπονόμευση της εργατικής οικογενειακής ζωής | Κρίση της κοινωνικής αναπαραγωγής της εργατικής τάξης· οι οικογένειες των αγροτών και των τεχνιτών υπονομεύονται από την εκβιομηχάνιση· εξάπλωση της σεξεργασίας· γενέθλια αλλοτρίωση υπό τη δουλεία |
Πολεμική κινητοποίηση στον Α’ ΠΠ και τον Β’ ΠΠ | Ανάπτυξη ευκαιρειών γυναικείας απασχόλησης σε δουλειές γραφείου | Η οικογενειακή μορφή του άντρα εργάτη βιοπαλαιστή καθίσταται ανέφικτη |
Κομμουνιστικό όραμα της κατάργησης της οικογένειας | Καταστροφή της αστικής οικογένειας στον πόλεμο εναντίον της αστικής κοινωνίας, λήξη της υποκριτικής μονογαμίας (Ένγκελς, Φουριέ, πλειοψηφία των σοσιαλιστών και αναρχικών) |
Κολλεκτιβοποίηση της άμισθης αναπαραγωγικής εργασίας μετακινώντας τις γυναίκες της εργατικής τάξης στην μισθωτή εργασία κι απελευθερώνοντάς τες απ’ την καταναγκαστική οικογένεια (Κολλοντάι) |
Ριζοσπάστριες φεμινίστριες, κουήρ και μαύρες γυναίκες επιδιώκουν την κατάργηση της απομονωμένης οικογενειακής μονάδας των προαστίων προς τη σεξουαλική κι έμφυλη απελευθέρωση |
Ι. Η ΕΚΒΙΟΜΗΧΑΝΙΖΟΜΕΝΗ ΕΥΡΩΠΗ ΚΙ Η ΑΜΕΡΙΚΗ ΤΩΝ ΦΥΤΕΙΩΝ
Αναπαραγωγική κρίση, 1840-1880
Το 1842, ένας 22χρονος αστός Γερμανός [ο Ένγκελς] καταφτάνει στο ταχέως αναπτυσσόμενο βιομηχανικό κέντρο του Μάντσεστερ. Περνάει τα δύο επόμενα χρόνια εκεί, προσπαθώντας να κατανοήσει τη ζωή του νέου προλεταριάτου των πόλεων της Αγγλίας. Βλέπει την Αγγλία ως το μέλλον της καπιταλιστικής κοινωνίας, έναν κόσμο που μόλις τότε ξεκίνησε να σχηματίζεται στα νέα βιομηχανικά κέντρα της Γερμανίας και που σύντομα επεκτάθηκε σ’ όλη την Ευρώπη. Μιλά με ανθρώπους, διαβάζει αναφορές, περπατάει στους δρόμους. Προσπαθεί να μοιραστεί τον τρόμο του για την προλεταριακή συνθήκη:
Παντού σωροί από συντρίμματα και στάχτες· και τα βρώμικα νερά που ‘χουν χυθεί μπροστά στις πόρτες καταλήγουν να σχηματίζουν εμετικούς βόρβορους. Εκεί κατοικούν οι πιο φτωχοί ανάμεσα στους φτωχούς, οι χειρότερα πλερωμένοι εργάτες, μαζί με κλέφτες, μπαγαπόντες και θύματα της πορνείας, όλοι μαζί στριμωγμένοι. Οι περισσότεροι είναι Ιρλανδοί ή απόγονοι Ιρλανδών, κι όσοι δεν καταποντίστηκαν ακόμα οι ίδιοι στο στρόβιλο αυτής της ηθικής φθοράς που τους περιβάλει, βυθίζονται καθημερινά όλο και πιο πολύ σ’ αυτήν, χάνουν καθημερινά κάτι απ’ τη δύναμη αντίστασής τους στα εξαχρειωτικά αποτελέσματα της αθλιότητας, της βρώμας και του περιβάλλοντος[2].
Αναγνωρίζει ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να επιβιώσει σ’ αυτές τις συνθήκες: «Πως θα ‘ταν λοιπόν δυνατόν, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η εργατική τάξη να είναι υγιής και να είναι μακρόβια; Τι άλλο μπορούμε να περιμένουμε εκτός από μια τεράστια θνησιμότητα, μόνιμες επιδημίες, μια προοδευτική κι αναπότρεπτη εξασθένηση του γένους των εργαζομένων;»[3]. Στις δεκαετίες του μέσου του 19ου αιώνα, η αγγλική εργατική τάξη πέθαινε υπερβολικά γρήγορα και δεν μπορούσε ν’ αναπαραχθεί το μέγεθος του εργατικού πληθυσμού. Οι συνθήκες που κατέγραψε ο Ένγκελς -ασθένειες, συνωστισμός, εργατικά ατυχήματα, λιμός, παιδική θνησιμότητα- καθιστούσαν ανέφικτο να κάνουν οι εργάτες παιδιά και να τα μεγαλώσουν ως την ενηλικίωση. Μόνο η συνεχής εσωτερική μετανάστευση των ακτήμονων αγροτών συντηρούσε το επίπεδο του εργατικού πληθυσμού. Οι σχολιαστές της άρχουσας τάξης, οι πρώιμοι κοινωνικοί λειτουργοί κι οι υποστηρικτές του σοσιαλισμού βρέθηκαν ενωμένοι στην καταδίκη των συνθηκών που αντιμετώπιζε η βιομηχανική εργατική τάξη, αναγνωρίζοντας μια κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής.
Οι σύγχρονες μελέτες επιβεβαιώνουν τους φόβους τους[4]. Τα ποσοστά βρεφικής θνησιμότητας ήταν αστρονομικά υψηλά και το προσδόκιμο ζωής για την εργατική τάξη μειώθηκε κατακόρυφα με την αστικοποίηση. Για περίπου την μισή εργατική τάξη, συμπεριλαμβανομένων των ανειδίκευτων κι ημιειδικευμένων χειρωνακτών εργατών, οι μισθοί αρκούσαν για το καθημερινό κόστος αναπαραγωγής τους, όχι όμως και για την αντικατάστασή τους από μια νέα γενιά εργατών[5].
Ήταν δύο μεγάλες μετατοπίσεις στην εργασία στις αρχές της δεκαετίας του 1800 που είχαν παράξει τις συνθήκες που παρατήρησε ο Ένγκελς: η ανάπτυξη των εργοστασίων έγινε πόλος έλξης ώστε τα παιδιά, οι ανύπαντρες γυναίκες κι οι άντρες να εργαστούν εκτός του οίκου· κι οι παντρεμένες γυναίκες ενεπλάκησαν σε αμειβόμενη μεταποιητική εργασία στο σπίτι μέσω υπεργολάβων. Τα εργοστάσια αναπτύσσονταν ραγδαία στις εκβιομηχανιζόμενες χώρες καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1800, πάνω απ’ τους μισούς μεταποιητικούς εργάτες σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους ήταν παιδιά στην προεφηβεία τους, όπως στις αγγλικές βαμβακουργίες το 1816. Μέχρι και τη δεκαετία του 1840, το 15% των εργατών της κλωστοϋφαντουργίας ήταν παιδιά στην προεφηβεία τους[6]. Η πλειοψηφία των παιδιών που απασχολούνταν στην Αγγλία και τη Γαλλία προσλαμβάνονταν μέσω εργατικών ομάδων μεικτών γενεών, σε υπεργολαβία μέσω αντρών εργατών. Τα παιδιά συχνά τα διαχειριζόταν ένας άντρας της οικογένειας ή ένας άντρας φίλος της οικογένειας, σε χαλαρές εκτεταμένες σχέσεις που εξυπηρετούσαν στην πειθάρχηση των παιδιών μέσω αντρικής βίας μα περιορισμένης διοικητικής εξουσίας.
Μετά τον γάμο, σχεδόν όλες οι γυναίκες έφευγαν άμεσα απ’ τη δουλειά στο εργοστάσιο και δεν επέστρεφαν ποτέ. Τόσο στην Ευρώπη όσο και τις ΗΠΑ, σχεδόν καμία νεαρή μητέρα δεν εργαζόταν εκτός του οίκου[7]. Οι λευκές Αμερικανίδες αφήναν τις δουλειές τους στο εργοστάσιο αμέσως μετά τον γάμο αντί να περιμένουν μέχρι τη γέννα του πρώτου τους παιδιού[8]. Το 1890, η συμμετοχή των λευκών γυναικών στο εργατικό δυναμικό μετά τον γάμο είχε πέσει απ’ το 38,4% στο 2,5%. Αντ’ αυτού, οι γυναίκες αναλαμβάναν αμειβόμενη εργασία στο σπίτι είτε νοικιάζοντας δωμάτια του σπιτιού φροντίζοντας για την καθαριότητά τους και προσφέροντας τροφή στους ενοικιαστές, είτε εμπλεκόμενες σε μισθωτή μεταποιητική εργασία μέσω υπεργολαβιών:
Δίπλα στους εργοστασιακούς εργάτες, τους μανιφακτουρικούς εργάτες και τους χειροτέχνες, που τους συγκεντρώνει κατά μεγάλες μάζες στον ίδιο χώρο και που τους έχει άμεσα κάτω από τις διαταγές του, το κεφάλαιο κινεί με αόρατα νήματα μιαν άλλη στρατιά οικιακών εργατών, που είναι σκόρπιοι στις μεγάλες πόλεις και στην ύπαιθρο[9].
Ο Μαρξ περιγράφει την έμφυλη δομή αυτής της οικιακής εργασίας: «Η τελική επεξεργασία της δαντέλας ασκείται σαν δουλειά στο σπίτι, είτε στα λεγόμενα σπίτια των μαστόρισσων είτε από γυναίκες που δουλεύουν μόνες τους ή με τα παιδιά τους στις ιδιωτικές κατοικίες τους»[10].
Ο ‘Ενγκελς φοβόταν ότι η φτώχεια στις πόλεις διαστρεβλώνει το φύλο και τη σεξουαλικότητα των προλετάριων. Κάθε είδος υπόρρητου σεξουαλικού τρόμου παραμονεύει στην Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία. Αναφέρει επανειλημμένως την πορνεία, ένα σύμπτωμα ηθικής φθοράς και σεξουαλικής εξαχρείωσης. Υπαινίσσεται την απειλή της αιμομιξίας και της ομοφυλοφυλίας στις υπερσυνωστισμένες συνθήκες κατοικίας. Η αποσύνθεση αυτή δεν περιοριζόταν σ’ ένα λούμπεν προλεταριάτο διαχωρισμένο από την εργατική τάξη ως όλον, αποτελούσε μια κρίση του συνόλου της τάξης. Οι κοινωνικοί μεταρρυθμιστές της εποχής του θεωρούσαν ευρέως ότι η υιοθέτηση του αστικού ηθικισμού απ’ την εργατική τάξη, συμπεριλαμβανομένης μια στενότερης ομοιότητας με την αστική οικογένεια, θα της προσέφερε το αναγκαίο αντίδοτο για τις άθλιες συνθήκες υγείας της. Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς απέρριψαν αυτή τη λύση, τόσο στη βάση ότι δεν αντιμετώπιζε τη ρίζα των αιτιών η οποία βρισκόταν στη βιομηχανική απασχόληση, όσο και στη βάση ότι ο αστικός ηθικισμός αποτελούσε πάντα μια απάτη. Ο σοσιαλισμός, κι η ήττα της καπιταλιστικής τάξης, αποτελούσε την μόνη διέξοδο.
Η συνισταμένη των δυναμικών αυτών σήμαινε την αποσύνθεση μιας αναγνωρίσιμης εργατικής οικογένειας ως μια καθορισμένη μονάδα κοινωνικής αναπαραγωγής. Οι εργάτες ακόμη εξαρτώνταν σε μεγάλο βαθμό σε οικογενειακά και συγγενικά δίκτυα για πρόσβαση σ’ εργασία και στέγαση, για μοίρασμα πόρων και για τις αποφάσεις τους αναφορικά με την μετανάστευση. Όμως, οι συγγενικοί δεσμοί μεταξύ των προλετάριων δεν μπορούσαν πλέον να υπηρετήσουν ως ένα έτοιμο φυσικοποιημένο σύστημα υποχρέωσης, φροντίδας και κυριαρχίας.
Οικογενειακή βία
Η βία κι η αμοιβαία αγάπη είναι συνυφασμένες στις οικογενειακές μορφές. Όλοι οι άνθρωποι βασίζονται για την επιβίωσή τους σε σχέσεις φροντίδας, αγάπης, στοργής, σεξ κι υλικού μοιράσματος των πόρων. Η ταξική κοινωνία υποβάλλει αυτές τις σχέσεις σε μια ποικιλία ειδικών ιστορικών μορφών. Η καπιταλιστική λογική της εξάρτησης στην αγορά κι η γενικευμένη προλεταριοποίηση υποβάλλουν αυτές τις σχέσεις αγάπης σε μια ιδιαίτερη δομή ημικαταναγκαστικής κι ημιελεύθερα επιλεγμένης διαπροσωπικής εξάρτησης. Εργάτες που υπόκεινται σ’ επισφαλή απασχόληση εξαρτώνται απ’ τα μέλη της οικογενείας τους για να τα βγάλουν πέρα με την περιοδική ανεργία· παρομοίως, τα παιδιά κι όσοι δεν είναι πλέον ικανοί να εργαστούν συχνά εξαρτώνται στην προσωπική τους σύνδεση μ’ έναν μισθωτό εργάτη. Επιπλέον, οι ελεύθεροι μισθωτοί εργάτες έχουν συχνά πρόσβαση σ’ εργασία μέσω κοινωνικών δικτύων βασισμένων στη συγγένεια, δίκτυα τα οποία τους προσφέρουν πληροφορίες και στήριξη για τον εντοπισμό και την εξασφάλιση διαθέσιμης απασχόλησης. Οι σχέσεις αυτές μπορούν ν’ αποτελέσουν πηγή αυθεντικής φροντίδας, όμως οι αναγκαίοι δεσμοί εξάρτησης τις αφήνουν διαρκώς ανοικτές σε βία, κακοποίηση και κυριαρχία. Για όλες τις μορφές έμφυλης βίας, η απειλή αυτή ίσως είναι έμφυτη στη δομή ενός κοινωνικού θεσμού που διευκολύνει την άσκηση βίας. Δεν χρειάζεται οι οικογένειες να είναι πραγματικά ή συχνά βίαιες ώστε η οικογένεια ως ένας διαδεδομένος θεσμός να διευκολύνει και να επιτρέπει συστηματικά τη βία και την κακοποίηση. Ο συνδυασμός της φροντίδας και της βίαιης κυριαρχίας αποτελεί τον διφυή χαρακτήρα οποιασδήποτε οικογενειακής δομής στη ταξική κοινωνία.
Στις ευρωπαϊκές αγροτικές κοινωνίες, η αντρική κυριαρχία κι η έμφυλη βία έλαβαν μια ιδιαίτερη μορφή διακριτή απ’ τις μετέπειτα εμφανίσεις τους. Οι αγροτικές οικογένειες χαρακτηρίζονταν από έναν σχετικά χαμηλό έμφυλο καταμερισμό της εργασίας, με τους άντρες και τις γυναίκες να εμπλέκονται εξίσου σε μια ποικιλία μορφών οικιακής κι αγροτικής εργασίας. Τα νοικοκυριά συχνά στεγάζαν πολλές γενιές και περιλαμβάναν την εκτεταμένη οικογένεια, και δεν υπήρχαν και πολλές εναλλακτικές στρατηγικές επιβίωσης για όσους δεν ήταν μέλη οικογενειών με πρόσβαση σε γη. Οι άντρες ήταν οι επικεφαλείς των οικογενειών, κατέχοντας ως ιδιοκτησία τους τόσο τη σύζυγό τους και τα παιδιά τους όσο και την εργασία αυτών. Οι άντρες μπορούσαν να επιλέξουν ν’ ασκήσουν την εξουσία τους ως σπιτονοικοκύρηδες μέσω βίας ενάντια στη σύζυγο και τα παιδιά τους. Οι άντρες αγρότες κι οι οικογένειές τους, με τη σειρά τους, υπόκεινταν στη βία των λόρδων φεουδαρχών. Οι λόρδοι και τα φεουδαρχικά κράτη εξαρτώνταν στη βία ως ένα κεντρικό χαρακτηριστικό της ταξικής τους κυριαρχίας και της οικονομικής εκμετάλλευσης. Η κυριαρχούμενη απ’ τον πατέρα οικογένεια υπό τη φεουδαρχία ήταν ανάλογη της ταξικής δομής του συνόλου της κοινωνίας, κι η βία αποτελούσε τη βάση της εξουσίας της. Ήταν αυτή η αγροτική οικογένεια που διαβρώθηκε απ’ την καπιταλιστική ανάπτυξη με την απαλλοτρίωση της αγροτικής γης, κι ήταν ο ομόλογός της στην αριστοκρατική οικογένεια που μετασχημάτισε η αστική κοινωνία.
Καθώς οι αγρότες προλεταριοποιούνταν, η φύση της βασισμένης στη συγγένεια κυριαρχία άλλαξε. Υπό τη χαοτική προλεταριοποίηση της εκβιομηχάνισης, η βία έλαβε περισσότερο ετερογενείς ρόλους. Οι άντρες εργάτες που ηγούνταν εργατικών ομάδων χρησιμοποιούσαν βία για να πειθαρχήσουν τις γυναίκες και τα παιδιά που εργάζονταν υπό την καθοδήγησή τους· παράλληλα, οι άντρες μπορούσαν να χρησιμοποιούν βία για να κυριαρχήσουν επί των διάφορων μελών της οικογενείας με τα οποία συγκατοικούσαν. Οι σεξεργάτριες κι άλλοι άτυποι εργάτες υπόκεινταν στη βία των πελατών τους και της αστυνομίας. Όλοι οι προλετάριοι υπόκεινταν στη βία του εργοδότη τους και των κρατικών αξιωματούχων υπεύθυνων για τον κοινωνικό έλεγχο και την εργατική πειθαρχία.
Ωστόσο, σ’ αντίθεση με τη φεουδαρχία, η βία δεν ήταν πλέον κεντρικά αναγκαία στη συσσώρευση πλούτου μέσω καπιταλιστικής μισθωτής εργασίας. Η βία ακόμη διαπότιζε τις ζωές των Άγγλων προλετάριων, όπως η ωμότητα των νόμων περί φτώχειας και περί αλητείας. Όμως, όταν κατευνάστηκαν οι εξεγέρσεις των ακτήμονων αγροτών και δεν είχαν πλέον άλλους τρόπους να βιοποριστούν, οι «ελεύθεροι» μισθωτοί εργάτες ξεκίνησαν ν’ αναζητούν εργασία. Ενώ οι λόρδοι φεουδάρχες χρειάζονταν ιδιωτικούς στρατούς για την ετήσια συλλογή των φόρων απ’ τους αγρότες, οι καπιταλιστές εργοδότες μπορούσαν αυξανόμενα ν’ αποφεύγουν τη χρήση βίας. Σταδιακά, η βία διαχωρίστηκε απ’ τον χώρο εργασίας κι αντ’ αυτού συγκεντρώθηκε στα χέρια των κρατικών παραγόντων -την αστυνομία, τους εθνικούς στρατούς- ή τοποθετήθηκε ιδιωτικά στο σπίτι.
Φυσικά, η άμεση βία υπήρξε πολύ περισσότερο κεντρική σ’ ένα διαφορετικό καπιταλιστικό καθεστώς εργασίας: τη δουλεία στον Νέο Κόσμο[11]. Στις φυτείες του αμερικανικού νότου όπου εργάζονταν δούλοι, σχηματίστηκε ένα νέο είδος καπιταλιστικού καθεστώτος για την αναπαραγωγή της επόμενης γενιάς εργασιακής δύναμης, αφήνοντας στην άκρη οποιοδήποτε πρόσχημα φυσικοποιημένων γενέθλιων δεσμών. Η ‘Αντζελα Ντέιβις περιγράφει αυτή την κατακερματισμένη οικογενειακή ζωή υπό τη δουλεία: «Μητέρες και πατεράδες διαχωρίζονταν βιαίως· τα παιδιά, όταν φτάναν σε ηλικία ικανά να εργαστούν, πυροσφραγίζονταν και συχνά απομακρύνονταν απ’ τις μητέρες τους […] Όσοι ζούσαν κάτω απ’ την ίδια στέγη συχνά δεν είχαν κανέναν δεσμό αίματος μεταξύ τους»[12].
Ο πλούτος του δουλοκτήτη διευρυνόταν όταν οι δούλοι έκαναν παιδιά. Αυτό ενσωμάτωσε τις δυναμικές της αναπαραγωγής των γενεών ως ένα κεντρικό στοιχείο στη συσσώρευση κεφαλαίου και την εργασιακή διαδικασία. Οι περισσότεροι δούλοι δεν μπορούσαν στην ουσία ν’ αξιώσουν καμία μορφή γονεϊκών δικαιωμάτων, καθώς η πώληση δούλων συχνά διέλυε οικογένειες συγκροτώντας αυτό που έχει αποκαλεστεί ως «γενέθλια αλλοτρίωση». Η εξουσία του πατέρα μεταξύ των υποδουλωμένων ανθρώπων στην Αμερική ήταν αυστηρά περιορισμένη καθώς, όπως γράφει ο W. E. B. Du Bois, «[η] οικογένειά του, η σύζυγος και τα παιδιά του παίρνονταν απ’ αυτόν νόμιμα κι απόλυτα»[13]. Ξανά Ντέιβις: «Με τον ρόλο της γυναίκας ως νοικοκυρά ν’ απουσιάζει, οι δομές της αντρικής ανωτερότητας δεν μπορούσαν να ριζώσουν βαθιά στις εσωτερικές λειτουργίες του δουλοκτητικού συστήματος […] Η μαύρη γυναίκα ήταν οπότε πλήρως ενσωματωμένη στο παραγωγικό δυναμικό»[14]. Αντιθέτως, οι λευκές Αμερικανίδες ακόμη θεωρούνταν ν’ ανήκουν σε μια προστατευτική οικιακή σφαίρα. Οι λευκές σύζυγοι των αγροκτημάτων σπάνια θα θερίζαν τις καλλιέργειες, ανεξαρτήτως της φτώχειας και της απελπισίας των οικογενειών του αμερικανικού νότου.
Τον 19ο αιώνα, ο καπιταλισμός κατέστρεφε την εργατική οικογένεια με δύο πολύ διαφορετικούς τρόπους. Στην μια πλευρά του Ατλαντικού, οι οικογενειακοί δεσμοί των Άγγλων προλετάριων διασπώνταν λόγω της εξαθλίωσης της εργοστασιακής εργασίας, του υπερσυνωστισμού των πόλεων και του βιομηχανικού καπιταλισμού. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι φυτείες εμπορευματοποιούσαν την αναπαραγωγή των γενεών των υποδουλωμένων μαύρων εργατών, υποβάλλοντάς τους σε γενέθλια αλλοτρίωση. Τόσο για τους υποδουλωμένους όσο και για τους μισθωτούς προλετάριους, οι οικογενειακοί δεσμοί τους δεν γίνονταν κατανοητοί απ’ τις ελίτ, δεν αναγνωρίζονταν εύκολα απ’ τη νομοθεσία και δεν ήταν έτοιμα συμμορφωμένοι με τις κοινωνικές προσδοκίες της ελίτ. Και στις δύο περιπτώσεις, η προλεταριακή αποκλίνουσα συμπεριφορά γινόταν κατανοητή ως αντίθετη με την εδραίωση των έμφυλων και σεξουαλικών νορμών μεταξύ των ιδιοκτητριών τάξων, οι οποίες σχηματίζαν οξεία δομημένες οικογένειες βασισμένες στην κληρονομιά και το στάτους. Το αίτημα για την κατάργηση της οικογένειας ως ένα κάλεσμα για την καταστροφή της αστικής κοινωνίας, μολονότι δεν υιοθετήθηκε στην πάλη ενάντια στις δουλοκτήτριες γεωργικές ελίτ του αμερικανικού νότου, ήταν δυνητικά εξίσου σημαντικό τόσο εκεί όσο και στην πάλη ενάντια στην αγγλική αστική τάξη. Οι διαφορές μεταξύ των υποδουλωμένων εργατών και των μισθωτών εργατών ήταν σημαντικές και το φυλετικοποιημένο χάσμα διαιρούσε το παγκόσμιο προλεταριακό κίνημα. Όμως, παρά τις διαφορές αυτές, και στις δύο περιπτώσεις ο καπιταλισμός είχε ήδη καταστρέψει την εργατική οικογένεια. Και στις δύο περιπτώσεις, η έκκληση για την κατάργηση της οικογένειας είναι κατανοητή ως ένα μέσο επίθεσης στην αστική κοινωνία – των ελίτ των φυτειών του αμερικανικού νότου και των βιομηχάνων της Αγγλίας.
Η καταστροφή της αστικής κοινωνίας
Μπορεί κανείς να διακρίνει την κομμουνιστική κίνηση για την κατάργηση της οικογένειας ως μια θετική αντικατάσταση, από την αρνητική υπονόμευση της προλεταριακής οικογένειας λόγω του κατακερματισμού της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς, ο καπιταλισμός είχε ήδη καταστρέψει την προλεταριακή οικογένεια:
Πάνω σε ποια βάση στηρίζεται η σημερινή, η αστική οικογένεια; Πάνω στο κεφάλαιο, πάνω στο ατομικό κέρδος. Η οικογένεια αυτή στην ολωσδιόλου ανεπτυγμένη μορφή της υπάρχει μονάχα για την αστική τάξη. Έχει όμως το συμπλήρωμά της στην αναγκαστική έλλειψη της οικογένειας για τον προλετάριο και στη δημόσια πορνεία[15].
Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς δεν προσέφεραν καμία θεωρητικοποίηση της αντρικής κυριαρχίας στην εργατική οικογένεια, ένα κεντρικό θέμα των μετέπειτα σοσιαλιστριών φεμινιστριών, επειδή θεωρούσαν ανέφικτο τον σχηματισμό της εργατικής οικογένειας υπό τις συνθήκες του βιομηχανικού καπιταλισμού.
Το αίτημα για την κατάργηση της οικογένειας αποτελούσε μέρος του πολέμου ενάντια στην αστική κοινωνία. Η αστική κοινωνική τάξη πραγμάτων εξαρτώνταν απ’ την Εκκλησία, το Κράτος και την Οικογένεια, κι η τριπλή τους κατάργηση αποτελούσε τον αναγκαίο όρο για την κομμουνιστική ελευθερία. Ο Ένγκελς ταυτοποίησε τα χαρακτηριστικά-κλειδί της αστικής οικογένειας: υποκριτική μονογαμία που εφαρμόζεται μόνο για τις γυναίκες, έμφυλη ανισότητα που μεταχειριζόταν τις γυναίκες ως παθητική ιδιοκτησία, εγχρήματη ανέλιξη ως κίνητρο για τη διαπραγμάτευση σχέσεων υπό τον μανδύα του ρομαντικού έρωτα, κληρονόμηση της ιδιοκτησίας απ’ τον πατέρα στον γιο και γονεϊκότητα προσανατολισμένη προς τη συσσώρευση οικογενειακού πλούτου.
Το αίτημα για την κατάργηση της οικογένειας βρήκε την καθαρότερη έκφρασή του στην έκκληση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου για την «[κ]ατάργηση του κληρονομικού δικαίου»[16]. Η αστική οικογένεια αποτελούσε ένα μέσο για τη διαχείριση της μεταφοράς και της συντήρησης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Οι αστοί πατεράδες επιβάλλαν την μονογαμία στις συζύγους τους για να εξασφαλίσουν ότι τα παιδιά τους ήταν δικά τους και να συντηρήσουν τις ορθές γραμμές κληρονομιάς. Η υπόσχεση της κληρονομιάς και τα δώρα της ιδιοκτησίας αποτελούσαν τα μέσα με τα οποία οι αστοί γονείς ασκούσαν ισόβιο έλεγχο επί των παιδιών τους, αναπαρήγαγαν τη τάξη τους μέσω των παιδιών τους κι εδραιώναν τη δική τους ταξική θέση. Οι οικογένειες κρατιούνταν ενωμένες απ’ την ιδιοκτησία, δρώντας επίσης κι οι ίδιες ως μια μορφή ιδιοκτησίας. Τα παιδιά ανήκαν στους γονείς τους, όπως οι γυναίκες σύζυγοι ανήκουν στους άντρες συζύγους τους. Ο ‘Ενγκελς οραματίστηκε ότι η κατάργηση της κληρονομιάς θ’ αφαιρούσε απ’ την οικογένεια το υλικό της θεμέλιο, λειτουργώντας έτσι ως ο κεντρικός μηχανισμός για την κατάργησή της.
Ο ‘Ενγκελς ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι η κατάργηση της αστικής οικογένειας και της καπιταλιστικής κοινωνικής τάξης πραγμάτων θα προσέφερε τη βάση για τον αληθινό έρωτα και για τον γάμο βασισμένο αποκλειστικά στην «αμοιβαία έλξη»[17]. Με τα ζητήματα της ιδιοκτησίας και της υλικής επιβίωσης να έχουν απομακρυνθεί απ’ τις ερωτικές σχέσεις, η ανθρωπότητα θα μπορούσε ν’ ανακαλύψει τη φυσική της κι εγγενή της σεξουαλικότητα. Η κομμουνιστική σεξουαλικότητα θα υπόκεινταν αποκλειστικά στις αποφάσεις των πολιτών του μέλλοντος:
Όταν θα υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι, θα γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια αυτά που πιστεύουμε σήμερα ότι θα πρέπει να κάνουν. Θα φτιάξουν τη δική τους ζωή και τη δική τους αντίστοιχη κοινή γνώμη για τις πράξεις του καθενός και – τελεία και παύλα[18].
Εδώ είναι ρητή η έκκληση για απελευθέρωση, όμως στο πλάι της ο Ένγκελς προώθησε κάποιους περισσότερο αμφισβητήσιμους ισχυρισμούς. Η κατάργηση της ιδιοκτησίας και της αστικής οικογένειας θ’ απελευθέρωνε την ανθρωπότητα ώστε ν’ αναζητήσει την εγγενή της σεξουαλικότητα, μια οικογενειακή μορφή ελεύθερα επιλεγμένη απ’ το μέλλον, εκείνη της μονογαμίας: «Η πορνεία εξαφανίζεται, η μονογαμία, αντί να χαθεί, γίνεται επιτέλους πραγματικότητα – και για τους άντρες»[19]. Ο γάμος θα έβρισκε την αληθινή του πραγμάτωση στον κομμουνιστικό έρωτα: «Κι επειδή ο σεξουαλικός έρωτας από τη φύση του είναι αποκλειστικός -αν κι αυτή η αποκλειστικότητα πραγματοποιείται σήμερα πέρα για πέρα μονάχα στη γυναίκα- ο γάμος που βασίζεται στον έρωτα είναι από τη φύση του μονογαμικός»[20].
Απελευθερωμένη απ’ τη τυραννία της ιδιοκτησίας, η ανθρωπότητα θ’ απελευθερωνόταν επίσης από τις σεξουαλικές υπερβολές της καπιταλιστικής πορνείας. Αυτό δεν απέχει και πολλά βήματα απ’ τον επιθετικό σεξουαλικό συντηρητισμό των μετέπειτα σοσιαλιστών, οι οποίοι υποστηρίζαν ότι τόσο η παρέκκλιση απ’ το φύλο όσο κι η ομοφυλοφιλία ήταν αστικές καπιταλιστικές διαστροφές. Οι ίδιοι οι Μαρξ και Ένγκελς εξέφραζαν περιφρόνηση και χλευάζαν τα αναδυόμενα κινήματα για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, ανταλλάσοντας επιστολές γεμάτες με προσβλητικά αντιομοφυλοφιλικά επίθετα προς τους σύγχρονούς τους. Παρά το κοινό τους ενδιαφέρον για τη χειραφέτηση των γυναικών και τη βαναυσότητα της υποκριτικής αστικής μονογαμίας, ο Ένγκελς ήταν ανίκανος να φανταστεί ότι οι αστικές σεξουαλικές νόρμες δεν θα αναδύονταν εκ νέου ως η φυσική ανθρώπινη συνθήκη στον σοσιαλισμό. Η καταστροφή της αστικής οικογένειας, της Αγίας Οικογένειας και της επίγειας οικογένειας θα παρήγαγε κάτι που μοιάζει ύποπτα με τις ετεροσεξουαλικές μονογαμικές οικογενειακές μονάδες[21].
Κουήρ παράρτημα
Η ομοφοβία του Μαρξ και του Ένγκελς εξέφραζε επίσης μια ορισμένη αμφισημία. Σε μια επιστολή το 1869, ο Ένγκελς έγραφε στον Μαρξ αναφορικά με το βιβλίο του ομοφυλόφιλου μιλιτάντη Karl Ulrich:
Πρόκειται για ακραία αφύσικες αποκαλύψεις. Οι παιδεραστές ξεκινούν να μετράνε πόσοι είναι κι ανακαλύπτουν ότι αποτελούν μια δύναμη εντός του κράτους […] δεν γίνεται να μην καταφέρουν να θριαμβεύσουν. Τώρα το σύνθημα θα είναι: πόλεμος στα μουνιά, ειρήνη στις κωλοτρυπίδες. Είμαστε λίγο τυχεροί που έμεις προσωπικά είμαστε αρκετά μεγάλοι σε ηλικία και δεν χρειάζεται να φοβόμαστε ότι, όταν το κόμμα τους νικήσει, θα πρέπει ν’ αποδώσουμε φυσικό φόρο στους νικητές [δηλαδή, τα οπίσθιά τους] […] Τότε τα πράγματα θα είναι αρκετά δύσκολα για τους καημένους ανθρώπους σαν κι εμάς με την παιδιάστικη προτίμησή μας στις γυναίκες[22].
Η περιφρόνησή τους είναι σαφής, όμως το ίδιο και τα ειρωνικά τους σχόλια ότι έχουν ξεπεραστεί απ’ την ερχόμενη κουήρ επανάσταση[23], αναλογιζόμενοι την παραμέληση των δικών τους πισινών. Θα σταθώ μια στιγμή σ’ αυτή τη τρομοκρατημένη φαντασία και σε άλλα μονοπάτια κουήρ ενδεχομενικότητας του 19ου αιώνα πριν από την άνοδο του εργατικού κινήματος.
Μολονότι δεν είχε περάσει απ’ το μυαλό του Karl Ulrich να καλέσει σε μια κουήρ δικτατορία, ο Μαρξ είχε πιθανότητα συναντήσει μια τέτοια σεξουαλική ουτοπία στις σελίδες του Σαρλ Φουριέ. Ο Μαρξ είχε μελετήσει καλά τον Φουριέ. Στην Αγία Οικογένεια, παραθέτει θετικά τη φράση του Φουριέ: «Ο βαθμός της γυναικείας χειραφέτησης είναι το μετρο της γενικής χειραφέτησης»[24]. Φαίνεται ότι ο Μαρξ ήταν λιγότερο υποστηρικτός στην υπεράσπιση του Φουριέ για τη σεξουαλική ελευθερία. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο Μαρξ κι ο Ένγκελς περιπαίζουν τον φόβο των αστών ότι η κατάργηση της ιδιοκτησίας συνεπάγεται την «κοινοκτημοσύνη των γυναικών»[25], υποδεικνύοντας τη συνεπαγόμενη λογική σύμφωνα με την οποία οι γυναίκες θεωρούνται απ’ την αστική τάξη ως ιδιοκτησία. Όμως, απορρίπτουν επίσης υπόρρητα την έμφαση στον ελεύθερο έρωτα, τις ανοικτές σχέσεις και τη σεξουαλική απόλαυση της ουτοπικής σοσιαλιστικής πολιτικής του Φουριέ.
Ο Σαρλ Φουριέ προσέφερε ένα όραμα του σοσιαλισμού όπου ο ερωτισμός κι η επιθυμία αποτελούσαν τους μηχανισμούς για την κοινωνική αλλαγή, την κοινωνική συνοχή και την ανθρώπινη εκπλήρωση. Έκανε μια ισχυρή κριτική της αστικής οικογένειας, κι είδε την μόνιμη, μη-αναστρέψιμη, έγγαμη μονογαμία ως μια θεμελιώδη πηγή μιζέριας, κοινωνικού χάους κι απόγνωσης: «Μπορούσε να εφευρεθεί κάτι καλύτερο απ’ το απομονωμένο νοικοκυριό και τον μόνιμο γάμο για την εισαγωγή της ανιαρότητας, της διαφθοράς και της προδοσίας στις σχέσεις αγάπης κι απόλαυσης;»[26]. Ο Φουριέ προσέφερε αντ’ αυτού μια ορθολογική κοινωνία βασισμένη στη «θεωρία της παθιασμένης έλξης», μια προσεκτική μελέτη της ανθρώπινης επιθυμίας και των τύπων των προσωπικοτήτων, για την εξισορρόπηση των πηγών της απόλαυσης και τη δημιουργία μιας αρμονικής ουτοπίας.
Λιγότερο ευρέως αναγνωρισμένη υπήρξε η προσφορά του για «έναν νέο ερωτικό κόσμο», όπου η ερωτικότητα ήταν κεντρική για τη νέα τάξη πραγμάτων. Η κοινωνία θα δομούνταν όχι μόνο ως προς την ικανοποίηση του «κοινωνικού μίνιμουμ» ενός βασικού υλικού βιοτικού επιπέδου για άλλους, μα επίσης ενός «σεξουαλικού μίνιμουμ», την κοινωνική εγγύηση της ικανοποίησης των ερωτικών αναγκών του κάθε ατόμου ώστε να παρέχεται το θεμέλιο για τον αυθεντικό, μη-χειραγωγικό έρωτα:
Όταν εκπλωρωθούν όλες οι ερωτικές ανάγκες μιας γυναίκας, όταν έχει όλους τους φυσικούς εραστές, τα όργια και τα βακχικά όργια (τόσο απλά όσο και σύνθετα) που επιθυμεί, τότε θα υπάρχει άπλετος χώρος στη ψυχή της για αισθηματικές αυταπάτες. Τότε θ’ αναζητήσει εκλεπτυσμένες αισθηματικές σχέσεις για να εξισσοροπήσει τις φυσικές της απολαύσεις[27].
Ο Φουριέ φαντασιώθηκε την αναδημιουργία μιας αριστοκρατίας βασισμένης αποκλειστικά στην ανιδιοτελή της σεξουαλικής γενναιοδωρίας, μια αριστοκρατία που θα δίνει περίτεχνη απόλαυση στους σεξουαλικά στερημένους. Σκιαγραφεί ένα όραμα στρατιών εραστών σε νέες σταυροφορίες που θα παρελαύνουν από ήπειρο σε ήπειρο, επισκεπτόμενοι σοσιαλιστικές πόλεις όπου θα εμπλέκονται σ’ ερωτικές μάχες. Οι στρατιές αυτές θα παίρνουν συναινετικούς αιχμαλώτους που ικετεύουν για την περίτεχνη ερωτική τους τιμωρία σχεδιασμένη να επιδεικνύει την υπεροχή των κατακτητών τους. Τελικά, αυτοί οι γενναίοι σεξουαλικοί τυχοδιώκτες βολεύονται στην ώριμη ενήλική τους ζωή γεμάτη με συχνά όργια.
Αυτή η ενθουσιώδης έκκληση για μια ανοικτά ερωτικά ελεύθερη κοινωνία επηρέασε το περισσότερο γνωστό χαρακτηριστικό του έργου του Φουριέ: την έκκληση για τον σχηματισμό συνειδητών, προσεκτικά δομημένων συλλογικών οικιστικών συμπλεγμάτων όπου οι κάτοικοι μοιράζονται την εργασία και το παιχνίδι. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, οι κάτοικοι θα μοιράζονταν τη συλλογική δραστηριότητα μιας μεταποιητικής ειδικότητας, χρησιμοποιώντας τον κοινό τους κόπο και συνεργασία για την αύξηση της παραγωγικότητας. Θα μοιράζονταν επιπλέον την αναπαραγωγική εργασία, τρώγωντας από κοινού σε μεγάλα συλλογικά γεύματα. Η ημέρα θα ολοκληρώνονταν τα βράδια με τις απολαύσεις των οργίων κι άλλων σεξουαλικών ειδυλλίων. Ο Φουριέ προσέφερε εμφατικά ένα όραμα του σοσιαλισμού που συνέδεε τη συλλογική διαβίωση, την από κοινού αναπαραγωγική εργασία και τον ελεύθερο έρωτα. Οι άμεσοι ακόλουθοι του Φουριέ δημιούργησαν πολλές κομμούνες σ’ όλη την Ευρώπη και τις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1830. Οι κομμούνες που μοιράζονταν τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του οράματος του Φουριέ θα επανεμφανίζονταν αργότερα μεταξύ σοσιαλιστών, αναρχικών και κινημάτων αντικουλτούρας καθόλο τον 19ο και 20ό αιώνα.
Ο ‘Ενγκελς κατηγορεί τον Φουριέ για ουτοπικό σοσιαλισμό, ότι του λείπει η κατανόηση του παράγοντα του προλεταριάτου για την επιδίωξη και τη νίκη του σοσιαλισμού. Το μαρξιστικό κίνημα σύντομα θα κατέληγε στον βιομηχανικό εργάτη ως την κεντρική φιγούρα σε μια τέτοια μετάβαση. Όμως, αυτό που παρατήρησε ο Ένγκελς στα χρόνια του στο Μάντσεστερ δεν ήταν μια ενοποιημένη, ομοιογενής προλεταριακή μάζα πειθαρχημένη απ’ την εργοστασιακή ζωή, αλλά μια κακοφωνία εγκλήματος και κοινωνικού χάους. Η κομμουνιστική αυτενέργεια που προκαλείται απ’ την εξαπλωμένη σεξουαλική απόκλιση υπονοεί περισσότερο τον κουήρ φεμινισμό του Φουριέ παρά την ροπή του Ένγκελς προς μια φυσική μονογαμία[28].
Η σεξουαλική απόκλιση κι απόκλιση φύλου κατανοούνταν απ’ τους αστούς αντιπάλους τους ως μια απειλή για τη δημόσια τάξη, τη σταθερότητα της αστικής οικογένειας και την πειθαρχία της εργάσιμης ημέρας. Η ραγδαία αστικοποίηση και προλεταριοποίηση παρήγαγε μια συγκεντρωμένη μάζα προλετάριων. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν δει την ανατροπή των κοινωνικών ηθών κι ελέγχων της αγροτικής ζωής, και δεν επενδύαν στην αστική σύμβαση. Δουλεύαν όταν μπορούσαν, βρίσκοντας δουλειά συχνά σε έμφυλα διαχωρισμένες βιομηχανίες· δουλεύαν σκληρά με τα σώματά τους για πολλές ωρές σε περιοδικούς κύκλους άνθησης κι ύφεσης. Ο χρόνος τους έξω απ’ την εργασία ήταν ριζικά δικός τους, όπως δεν είχε ξαναϋπάρξει ποτέ. Ο Chris Chitty περιέγραψε τις πολλές ευκαιρίες για ομοφυλόφιλο ερωτισμό που πολλαπλασιάζονταν στα λιμάνια και τους δρόμους των αναπτυσσόμενων πόλεων:
Ο μη-τακτικός χαρακτήρας της εργασίας κι οι εξαιρετικά χαμηλοί μισθοί για τους περισσότερους άντρες τους μετέτρεπε σ’ έναν νομαδικό πληθυσμό αντίθετο στην οικογενειακή υπευθυνότητα […] Η ομοφυλοφιλία συχνά καμουφλάρεται μπροστά σ’ ένα ευρύτερο φόντο προλεταριακής σεξουαλικής αναρχίας […] Αυτό εξηγεί γιατί όλες οι επιτροπές αμαρτιών κηνυγούσαν την ομοφυλοφιλία και την πορνεία, καθώς κι οι δύο τείνουν ν’ απειλούν τη συζυγική μονάδα[29].
Το ομοφυλοφιλικό σεξ στην ιδιαίτερη δημόσια ιδιωτικότητα της ζωής στην πόλη εξαπλώθηκε μεταξύ των προλετάριων για διασκέδαση κι απόλαυση· μεταξύ αστών και προλετάριων ως τεταμένη και παραβατική χρηματική συναλλαγή· μεταξύ των αστών στους ιδιωτικούς χώρους των οικοτροφείων και των κέντρων αισθητικής.
Στην πορνεία και τις σεξουαλικές υποκουλτούρες της εκβιομηχανιζόμενης πόλης, οι άνθρωποι αδράξαν νέες μορφές αποκλίσεων φύλου. Αναδύθηκε ένα ιστορικό παρενδυσίας, καθώς στο πλάι των σις σεξεργατριών εμφανίστηκαν στους δρόμους του Λονδίνου, του Άμστερνταμ και του Παρισίου άλλες τρανς αποκλίσεις φύλου: οι Mollies, οι Mary-Anns, οι he-she ladies, οι queens. Πουλούσαν σεξ στην αστική τάξη στους δρόμους, αποφεύγαν την αστυνομία, συγκρούονταν στις ταραχές, οργανώναν τακτικά drag balls κι εργάζονταν στους κατ’ εκτίμηση 2.000 οίκους ανοχής του Λονδίνου[30].
Μεγάλος αριθμός προλετάριων γυναικών στράφηκε παρομοίως στην πώληση σεξ, τόσο σε αστούς όσο και σε προλετάριους. Η εφαρμογή των αγγλικών Πράξεων περί Μεταδοτικών Ασθενειών που στοχοποιούσαν τις σεξεργάτριες κι η εκστρατεία για την απόσυρσή τους άφησε ένα σημαντικό αρχείο αναφορικά με τις ζωές των σεξεργατριών, επιδεικνύοντας τη ρευστότητα με την οποία οι προλετάριες περνούσαν απ’ τη βιομηχανική εργασία στη σεξεργασία. Η σεξεργασία ήταν καλύτερα αμειβόμενη απ’ την εργασία στις μεταποιήσεις, και πολλές προλετάριες στρέφονταν σ’ αυτή σποραδικά, διατηρώντας παράλληλα ισχυρούς και θετικούς δεσμούς με την οικογένειά τους και τους γείτονές τους[31]. Οι Πράξεις περί Μεταδοτικών Ασθενειών υπήρξαν κομμάτι μιας βιοπολιτικής εκστρατείας ακριβώς για τη διάρρηξη αυτών των δεσμών, απομονώνοντας τις σεξεργάτριες ως αποκλίνουσες μακρυά από μια ευυπόληπτη εργατική τάξη.
Οι προσφάτως χειραφετημένοι δούλοι στις ΗΠΑ επίσης αναζήτησαν νέα οράματα για την οικογένεια. Οι μαύροι προλετάριοι αδράξαν την ελευθερία τους σχηματίζοντας νέες οικογένειες και σεξουαλικές σχέσεις, αντλώντας απ’ την ποικιλία των ρομαντικών κώδικων που είχαν σφυρηλατηθεί υπό τη δουλεία. Στις κυβερνητικές εκθέσεις αναφορικά με τις μαύρες οικογένειες που συγκεντρώθηκαν μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, οι ιστορικοί βρίσκουν μια ποικιλομορφία σχέσεων και οικογενειακών δομών μεγαλύτερη από εκείνη των λευκών στα αγροκτήματα ή τα εργοστάσια εκείνης της εποχής. Πολλά μαύρα ζευγάρια κατά την περίοδο της Ανοικοδόμησης [1863-1877] «ζούσαν μαζί» σε εξωγαμιαίες, προσωρινές και συχνά μη-μονογαμικές ρομαντικές σχέσεις. Ζευγάρια μεγαλώναν από κοινού παιδιά σε τέτοιες προσωρινές καταστάσεις, μεγαλώνοντας παιδιά εκτός γάμου[32]. Τέτοιες σχέσεις ίσως είναι οικείες στους σημερινούς Αμερικανούς, όμως σπανίζαν μεταξύ των λευκών οικογενειών το 1870. Κυβερνητικοί παράγοντες, ιεροκήρυκες, η αστυνομία κι ένα αναδυόμενο ευυπόληπτο στρώμα μαύρων επιδιώκαν να παρέμβουν επιθετικά σε τέτοιους άτυπους δεσμούς. Ο νόμιμος γάμος ήταν υποχρεωτικός για μαύρα ζευγάρια που λαμβάναν ένα εύρος ομοσπονδιακών κι εκκλησιαστικών υπηρεσιών, και σύντομα οι μαύροι ερευνούνταν και διώκονταν για παραβάσεις των νομοθεσιών αναφορικά με τον γάμο.
Η αναγνώριση της εξάπλωσης της σεξουαλικής απόκλισης και της οικογενειακής ετερογένειας στη ζωή της εργατικής τάξης του 19ου αιώνα υποδεικνύει ένα διαφορετικό είδος έμφυλης πολιτικής από εκείνο που τελικά επιδίωξε το σοσιαλιστικό κίνημα. Οι μαύρες οικογένειες που επιδιώκαν να ζήσουν μαζί εκτός της στενής ευυποληψίας του νόμιμου γάμου, οι τρανς Mary-Anns που παρενοχλούσαν όσους πηγαίναν στα θέατρα, οι ναύτες κι οι εργοστασιακοί εργάτες που γαμιώντουσαν σε σοκάκια κι οι ιερόδουλες που οδηγούσαν ασθενοφόρα στην Παρισινή Κομμούνα υποδεικνύουν μια εναλλακτική τροχιά για την έξοδο απ’ την κρίση της κοινωνικής αναπαραγωγής της εργατικής τάξης. Εδώ βρίσκεται η κατάργηση της εργατικής οικογένειας χωρίς τη φυσικοποιημένη της επαναφορά, και χωρίς τον έμφυλο συντηρητισμό που κατέληξε να κυριαρχήσει στο σοσιαλιστικό κίνημα. Αυτοί οι προλετάριοι αποκλίνοντες δείξαν προς ένα διαφορετικό είδος κουήρ κομμουνισμού ο οποίος χάθηκε τις μετέπειτα δεκαετίες του εργατικού κινήματος.
ΙΙ. ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΑ ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗ
Εκεί που ο Μαρξ κι ο Ένγκελς είδαν την μονογαμική, πυρηνική οικογένεια ως ν’ αναφέρεται μόνο στην αστική κοινωνία, το αναδυόμενο εργατικό κίνημα ξεκίνησε να προωθεί τον οικογενειακό μισθό ως κεντρική διεκδίκηση, διασφαλίζοντας μ’ αυτόν μια περιορισμένη πρόσβαση σ’ ένα νέο καθεστώς ευυπόληπτης εργατικής οικογενειακής ζωής. Το εργατικό κίνημα, που διήρκησε απ’ τη δεκαετία του 1880 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1970, σφυρηλάτησε μια καταφατική εργατική ταυτότητα ως μια βάση μαζικής, σταθερής πολιτικής οργάνωσης σε σοσιαλιστικά κόμματα και συνδικάτα[33]. Η εργατική ταυτότητα προσέφερε μια κοινή βάση για την επιβεβαίωση του δικαιώματος και της ικανότητας του κυβερνείν, τόσο στην πάλη για το δικαίωμα ψήφου των εργατών όσο και στη φαντασίωση των σοσιαλιστικών κρατών και σοσιαλιστικών κοινωνιών υποκείμενες σ’ εργατικό έλεγχο. Το προλεταριάτο του εργατικού κινήματος, αντί να επιδιώξει την αυτοκατάργησή του, επιδίωξε έναν κόσμο βγαλμένο απ’ την εμπειρία της βιομηχανικής μισθωτής εργασίας. Τα στοιχεία αυτά υπήρξαν ο κοινός ορίζοντας όλων των μαζικών κομμουνιστικών, σοσιαλιστικών κι αναρχικών ρευμάτων μέχρι και τις αναταραχές στα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Το χαρακτηριστικό οικογενειακό ιδανικό του εργατικού κινήματος ήταν ο άντρας μισθωτός που συντηρούσε μια άμισθη νοικοκυρά, με τα παιδιά τους να πηγαίνουν σχολείο και το σπιτικό τους ν’ αποτελεί ένα ευυπόλυπτο κέντρο ηθικού και σεξουαλικού κομφορμισμού. Ήταν εν μέρει αυτή η οικογενειακή μορφή για την οποία αγωνίστηκε το εργατικό κίνημα και την οποία μερικές φορές κέρδισε κατά την περίοδο της ανόδου του. Αυτή η οικογενειακή μορφή του άντρα βιοπαλαιστή, σε συνδυασμό με τις παράλληλες οικονομικές και πολιτικές νίκες του εργατικού κινήματος, συνείσφερε στις νέες, σχετικά σταθερές, συνθήκες διαρκούς κοινωνικής αναπαραγωγής της νέας γενιάς της εργατικής τάξης. Ακόμη και μεταξύ των εργατικών οικογενειών ανίκανων οικονομικά να καταφέρουν την πλήρη απομάκρυνση της συζύγου ή της μητέρας απ’ την αγορά εργασίας, τα χαρακτηριστικά-κλειδί αυτής της οικογενειακής μορφής έγιναν ουσιώδη σε μια αναδυόμενη εργατική ευυποληψία που υπήρξε σπάνια την περασμένη εποχή: το να μην ζουν μαζί με άλλες οικογένειες· αναζήτηση μονοκατοικίας όταν αυτό ήταν εφικτό· η πατρική φυσική και σεξουαλική κακοποίηση προς τ’ άλλα μέλη του νοικοκυριού να προστατεύεται απ’ τη διερευνητική ματιά των γειτόνων σ’ απομονωμένες οικογενειακές δομές και κατοικίες· κι οι γυναίκες σύζυγοι ν’ αναλαμβάνουν την πλήρη ευθύνη της άμισθης αναπαραγωγικής εργασίας.
Αυτή η οικογενειακή μορφή υπήρξε μια τεράστια νίκη για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και την επιβίωση εκατομμυρίων ανθρώπων της εργατικής τάξης, και τη δημιουργία μιας βάσης για σταθερή οργάνωση στη γειτονιά, διαρκή σοσιαλιστική πάλη και μεγάλες πολιτικές νίκες. Υπήρξε επίσης το μέσο με το οποίο το εργατικό κίνημα μπορούσε να διακρίνει εαυτόν απ’ το λούμπεν προλεταριάτο, τους μαύρους εργάτες και τους κουήρς. Αυτή η οικογενειακή μορφή θα προσέφερε μια σεξουαλική κι έμφυλη βάση για τη λευκή αμερικανική ταυτότητα και την κατοχή ιδιοκτησίας απ’ την μεσαία τάξη. Εδώ, αυτή η οικογενειακή μορφή ονομάζεται εναλλάξιμα ως οικογένεια του «άντρα βιοπαλαιστή» κι οικογένεια «βασισμένη στη νοικοκυρά», αναγνωρίζοντας τη διπλή εξάρτησή της τόσο στην αρσενικοποιημένη μισθωτή εργασία όσο και στη θηλυκοποιημένη άμισθη εργασία. Θα μπορούσε εξίσου εύκολα να ονομαστεί οικογενειακή μορφή του «οικογενειακού μισθού», σε αναγνώριση του καίριου ρόλου που έπαιζε το μισθωτό πλέγμα στο να καταστεί εφικτή αυτή η οικογενειακή μορφή.
Πολλοί παράγοντες δημιουργήσαν τους όρους για τη νόρμα του άντρα βιοπαλαιστή τις δεκαετίες του 1880 και 1890 στα βιομηχανικά κέντρα της Ευρώπης34. Τα συνδικάτα, τα εργατικά κόμματα κι οι φιλελεύθεροι αστοί κοινωνικοί μεταρρυθμιστές, υποβοηθούμενοι απ’ την απειλή της ταραχοποιάς εργατικής εξεγερτικότητας, κερδίσαν μια σειρά μεταρρυθμίσεων, μέτρων κι αναπτύξεων δημόσιων υποδομών που βελτιώσαν δραματικά τη ζωή της εργατικής τάξης και συνεισφέραν στην ανάδυση της νόρμας του άντρα βιοπαλαιστή. Ταυτόχρονα, δομικές μεταβολές ηγούμενες απ’ την καπιταλιστική ανάπτυξη παγιώσαν την μισθωτή παραγωγή στο εργοστάσιο, ωθώντας τα παιδιά και τις παντρεμένες γυναίκες εκτός του έμμισθου εργατικού δυναμικού και μειώνοντας το κόστος των καταναλωτικών αγαθών.
Η συνδικαλιστική αγκιτάτσια κι οργάνωση κέρδισε σημαντικές μισθολογικές αυξήσεις κι ένα αυξανόμενο μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ, καθιστώντας ικανή μια γενική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Οι υψηλότεροι μισθοί κατέστησαν εφικτό το νοικοκυριό μ’ έναν μόνο μισθωτό, διακρίνοντας την ευυπόληπτη εργατική τάξη απ’ το λούμπεν προλεταριάτο. Η φιλοδοξία της οικογένειας του άντρα βιοπαλαιστή προσέφερε μια συμβολική αλληλεγγύη μεταξύ των εργατών, των εργοδοτών και του κράτους. Τα συνδικάτα χρησιμοποιήσαν ρητά το αίτημα ενός «οικογενειακού μισθού» στο σύνολο της δεκαετίας του 1890 ως νομιμοποιητική βάση του αιτήματος για υψηλότερους μισθούς. Η έκκληση αυτή αντηχούσε με τους προοδευτικούς αστούς συμμάχους τους ακριβώς επειδή επιδείκνυε αστικές φιλοδοξίες εκ μέρους της εργατικής τάξης. Σε συνδυασμό με τους υψηλότερους μισθούς των αντρών, τα συνδικάτα οργανώσαν τον αποκλεισμό των γυναικών απ’ τη βιομηχανία τους ως ένα μέσο αποτροπής του ανταγωνισμού και της συμπίεσης των μισθών, κερδίζοντας επιτυχείς αποκλεισμούς τις δεκαετίες του 1880 και του 1890. Οι άντρες εργάτες είχαν μια ορθολογική βάση για τον αποκλεισμό της γυναικείας απασχόλησης: όπου τα συνδικάτα ήταν ανίκανα ν’ αποτρέψουν τη διάδοση της γυναικείας απασχόλησης, οι μισθοί έπεφταν δραματικά λόγω της αυξημένης προσφοράς εργασίας και της χαμηλότερης αμοιβής των γυναικών. Οι καλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης για τους άντρες απ’ ότι για τις γυναίκες, με τη σειρά τους, κατέστησαν περισσότερο ορθολογικό για τις εργατικές οικογένειες να εστιάσουν τις ενέργειές τους στην μεγιστοποίηση της μισθωτής εργασίας για τους ενήλικες άντρες του νοικοκυριού[35].
Στο πλάι αυτής της πολιτικής προέλασης για υψηλότερους μισθούς, ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός μείωσε την αξία των καταναλωτικών αγαθών, αυξάνοντας τους πραγματικούς μισθούς και βελτιώνοντας το βιοτικό επίπεδο του συνόλου των ανθρώπων της εργατικής τάξης. Η αύξηση της παραγωγικότητας στην μεταποίηση των καταναλωτικών αγαθών που προορίζονταν για την εργατική τάξη βελτιώσε το βιοτικό επίπεδο για πολλούς ανθρώπους της εργατικής τάξης στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού, καθώς και στον μετέπειτα αιώνα καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Επιπλέον, καθώς οι εργοδότες επιδιώκαν να ελέγξουν πιο συνολικά την εργατική διαδικασία και να εξαλείψουν την εργασία σε ομάδες, μειώσαν σημαντικά την παιδική απασχόληση. Υπήρξε μια μετατόπιση μακρυά απ’ την εργασία βασισμένη σε ομάδες, μια μετατόπιση που συνέπεφτε όλο και περισσότερο με την κλιμακούμενη πολιτική εκστρατεία για τον περιορισμό της παιδικής εργασίας και της παιδικής εργάσιμης ημέρας. Καθώς τα παιδιά αφήναν τα εργοστάσια, πήγαν σε νέα συστήματα υποχρεωτικών δημόσιων σχολείων, τα οποία τα κατηχήσαν περαιτέρω με τα αστικά οικογενειακά ιδεώδη.
Οι ίδιες οι μεταποιητικές εταιρείες σταδιακά μετατοπίσαν την παραγωγή εκτός του οίκου και την παγιώσαν στα εργοστάσια, βάζοντας ένα τέρμα στα συστήματα μέσω των οποίων οι μητέρες εργάζονταν επί αμοιβής απ’ το σπίτι. Το άνοιγμα για αμειβόμενη εργασία εξαφανίστηκε για τις μητέρες, οδηγώντας τες αυξανόμενα να εμπλακούν στην άμισθη αναπαραγωγική εργασία στο σπίτι. Η μισθωτή γυναικεία εργασία λάμβανε χώρα μόνο πριν απ’ τη γέννα ή όταν τα παιδιά είχαν μεγαλώσει. Αυτή η αυξανόμενη διαίρεση μεταξύ του εργοστασίου και του οίκου εδραίωσε κι ενέτεινε μια ιδιαίτερη έμφυλη, υποκειμενική κατανόηση της εργασίας: την αρσενικοποιημένη μισθωτή εργασία και τη θηλυκοποιημένη άμισθη αναπαραγωγική εργασία. Τόσο οι αστοί όσο κι οι εργάτες είχαν προ πολλού ανησυχίες περί των διαβρωτικών αποτελεσμάτων της γυναικείας εργασίας, αντικατοπτρίζοντας μια αντίληψη για την πρέπουσα οργάνωση της οικογενειακής ζωής. Με τις πολλές αλλαγές στην καπιταλιστική ανάπτυξη και την πολιτική ισχύ τη δεκαετία του 1890, ένα στρώμα της εργατικής τάξης υπήρξε ικανό να επιτύχει μια τέτοια οικογενειακή μορφή με τον συνοδευόμενό της έμφυλο καταμερισμό εργασίας.
Οι δημοτικές αρχές κατασκευάσαν τις υποδομές γι’ αυτές τις νέες ευυπόληπτες εργατικές γειτονιές, ωθούμενοι από σοσιαλιστικές οργανώσεις: τρεχούμενο νερό κι αποχετευτικά συστήματα, ασφαλής στέγαση και τρόλλεϋ για μαζική μεταφορά. Αυτά μειώσαν δραματικά τις ασθένειες και τη θνησιμότητα, καταστήσαν τους ανθρώπους της εργατικής τάξης ικανούς να ζήσουν σε βολικότερες συνθήκες και πιο μακρυά απ’ τα εργοστάσια στα οποία εργάζονταν, να προσπαρμοστούν σε πιο εντατικές πρακτικές προσωπικής υγιεινής και να διακριθούν περαιτέρω απ’ τους εξαθλιωμένους.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνέκλιναν στο να επιτραπούν, να παρακινηθούν και ν’ αναγκαστούν οι εργατικές οικογένειες να προσαρμοστούν στην μορφή της οικογένειας του άντρα βιοπαλαιστή, προσφέροντας ένα σεξουαλικό κι έμφυλο θεμέλιο για μια καταφατική εργατική ταυτότητα. Από το 1873 ως το 1914, οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί όλων των στρωμάτων της εργατικής τάξης της Ευρώπης είδαν μια σημαντική άνοδο του μεριδίου του οικογενειακού εισοδήματος που παρέχονταν από έναν ενήλικα άντρα, με το εισόδημα του άντρα να σταθεροποιείται μεταξύ του 70%-80% του συνολικού οικογενειακού εισοδήματος. Η εδραίωση αυτής της νόρμας του άντρα βιοπαλαιστή εμφανίζεται ως ένα κοίλωμα σε σχήμα U της οικονομικής δραστηριότητας των παντρεμένων γυναικών, με το κατώτατο συνήθως να εντοπίζεται μεταξύ των ετών 1910-1920[36].
Η ευυποληψία που απέκτησε το εργατικό κίνημα μέσω αυτής της οικογενειακής μορφής δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Δεν ήταν σπάνιο οι άνθρωποι της εργατικής τάξης να χαρακτηρίζονται ως βιολογικά υπάνθρωποι, θεμελιωδώς κατώτεροι σε ευφυία και πολιτιστική ικανότητα, κι απόλυτα ακατάλληλοι για συμμετοχή σε οποιαδήποτε μορφή διακυβέρνησης. Αυτή η εχθρότητα προς τους ανθρώπους της εργατικής τάξης πέρασε στη φυλετική καθυπόταξη κι ιδεολογία, καθώς έννοιες περί έμφυτης γενετικής κατωτερότητας μετατρέπονταν σε όπλο εναντίον των μαύρων, των μεταναστών, των Εβραίων και των Ιρλανδών εργατών. Για το εργατικό κίνημα, η απόκτηση ευυποληψίας στα μάτια μερικών αστών και μικροαστών, κι αξιοπρέπειας στη δίκη τους αυτοαντίληψη, υπήρξε ένα κρίσιμο κι αναγκαίο βήμα σε μια ευρύτερη και τελικά αποτελεσματική πάλη για την επίτευξη του εκλογικού δικαιώματος και της συμμετοχής στην κυβέρνηση, τη νομιμοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης, την αποποινικοποίηση πολλών στοιχείων της εργατικής ζωής και δραματικές βελτιώσεις του λαϊκού βιοτικού επιπέδου και μια μακροχρόνια πτώση της βρεφικής θνησιμότητας. Για πολλούς, αυτή η ευυποληψία ήταν ένα βήμα σε μια μακροπρόθεσμη επαναστατική πάλη προς τον πλήρη σοσιαλισμό και την πλήρη χειραφέτηση. Σήμερα, η έννοια της «ευυποληψίας» συχνά υπαινίσσεται πολιτικό συντηρητισμό· για πολλούς όμως στο εργατικό κίνημα, ήταν ένα μέσο για σημαντική πολιτική ισχύ και μια επαναστατική σοσιαλιστική ανακατασκευή της κοινωνίας.
Η οικογενειακή αυτή μορφή αποτελεί μια «νόρμα» εν μέρει επειδή υπηρέτησε ως ένα μέτρο κι ένας δείκτης ευυποληψίας. Οι οικογένειες στις οποίες οι μητέρες συνέχιζαν να εργάζονται επί αμοιβή εντός ή εκτός του οίκου αντιμετωπίζαν αποδοκιμασίες απ’ τους γείτονές τους κι έναν αυξανόμενο κοινωνικό αποκλεισμό. Εν τω μεταξύ, οι άντρες εργάτες ξεκίνησαν να συνδέουν την ικανότητά τους να στηρίζουν την οικογένειά τους μ’ ένα πατριαρχικό αίσθημα περηφάνιας, επιτυχίας κι αυτοσεβασμού. Εργάτες επιδιώκαν αυτή την οικογενειακή δομή ως έναν τρόπο ν’ αξιώσουν μια ηθική διάσταση στους μισθούς τους, νομιμοποιώντας τη φιλεργατική νομοθεσία στα μάτια των αστών πολιτικών. Οι νοικοκυρές έγιναν οι κύριες οργανώτριες των εργατικών γειτονιών και των κοινωνικών οργανώσεων. Η ηθική νομιμοποίηση που αντιστοιχούσε σ’ αυτή την οικογενειακή δομή υπήρξε επίσης ένα μέσο διαμέσου του οποίου το εργατικό κίνημα υπήρξε ικανό να εκτείνει την εμβέλειά του πέρα απ’ τον χώρο εργασίας στο σύνολο της κοινωνίας.
Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η οικογενειακή μορφή του άντρα βιοπαλαιστή υπήρξε ένα αναπόφευκτο αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης ή ότι σχεδιάστηκε κι εφαρμόστηκε απ’ τους εργοδότες στα τέλη του 19ου αιώνα. Η πλειοψηφία των εργοδοτών εκλείπονταν άμεσου ελέγχου επί του ελεύθερου χρόνου, της επιλογής οικογένειας ή των ενδοοικογενειακών ζητημάτων των εργατών, κι αυτό καταρρίπτει τις λειτουργιστικές εκθέσεις της οικογένειας ως να εξυπηρετεί τους καπιταλιστές. Πέρα απ’ τις περιπτώσεις των εταιρικών πόλεων σε γεωγραφικά απομονωμένες περιοχές, οι εργοδότες δεν φαίνεται να έχουν αγωνιστεί για έναν τέτοιο έλεγχο. Ούτε ήταν ένα ζήτημα της αναπόφευκτης επέκτασης των αστικών οικογενειακών αξιών στη ζωή της εργατικής τάξης. Στοιχεία-κλειδί των αστικών οικογενειών, συμπεριλαμβανομένης της κληρονομιάς, είχαν μικρή ή και καμία σημασία για την μεγάλη πλειοψηφία των προλετάριων. Αυτή η οικογενειακή μορφή υπήρξε ένα τυχαίο αποτέλεσμα της ταξικής πάλης.
Κανένα στοιχείο του εργατικού κινήματος, συμπεριλαμβανομένης της οικογενειακής μορφής του άντρα βιοπαλαιστή, δεν υπήρξε ποτέ καθολικά κοινό ή προσβάσιμο, κι υπήρξε μόνο πολύ σπάνια εφικτή για την πλειοψηφία των προλετάριων. Όμως, η προσβασιμότητα αυτής της μορφής επεκτάθηκε δραματικά για τους λευκούς Αμερικάνους κι Ευρωπαίους μισθωτούς εργάτες τη δεκαετία του 1880 και του 1890, κι έγινε η κυρίαρχη οικογενειακή μορφή σε πολλές σταθερές εργατικές γειτονιές. Αυτό άφησε πίσω πολλές εργατικές οικογένειες. Τα κατώτερα στρώματα των μισθωτών εργατών δεν επιτύχαν ποτέ ένα τέτοιο εισόδημα που να τους επιτρέπει να επιβιώσουν μ’ έναν μόνο μισθό, απαιτώντας έτσι οι μητέρες να συνεχίσουν ν’ αναζητούν άτυπη μισθωτή εργασία όπου μπορούσαν να βρουν, ή να εξισορροπήσουν μια σταθερή εργασία με την ανατροφή των παιδιών, υποφέροντας την επίκριση όσων γειτόνων τους βρίσκονταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση. Οι εργάτες μπορούσαν να συγκρίνουν θετικά τους εαυτούς τους τόσο ως προς το λούμπεν προλεταριάτο όσο κι ως προς τους αποικιοκρατούμενους. Αυτό υπήρξε κυρίως μια λογική φυλετικής ετεροκανονικότητας, μια λογική η οποία επίσης απέκλειε σεξουαλικά αποκλίνοντες και σεξεργάτριες απ’ την αυτοσύλληψη της εργατικής τάξης. Με άλλα λόγια, με την άνοδο του εργατικού κινήματος, η πυρηνική οικογένεια υπό τον καπιταλισμό δεν νοούνταν πια πρωτίστως ως ένας αστικός θεσμός, όπως είχαν θεωρήσει ο Μαρξ κι ο Ένγκελς, αλλά κατέληξε ν’ αντιπροσωπεύει και να σηματοδοτεί τη διάκριση μεταξύ των πολιτισμένων λευκών και των απολίστων άλλων. Η κοινωνική ενσωμάτωση των σεξεργατριών και των κουήρ στην υπόλοιπη εργατική τάξη μετατοπίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, κι οι σεξουαλικά αποκλίνοντες μετατράπηκαν σε παρίες αποκλεισμένοι απ’ την ευυπόληπτη εργατική ζωή.
Αντιφάσεις της οικογένειας στη Β’ Διεθνή
Το εργατικό κίνημα είχε έναν διμερές προσανατολισμό για την οικογένεια. Η κανονιστική επιδίωξη της οικογενειακής μορφής του άντρα βιοπαλαιστή βρισκόταν σ’ ένταση με μια άλλη, αντιφατική παρόρμηση που διαμόρφωνε τους αγώνες του αναφορικά με το φύλο. Το εργατικό κίνημα είδε τη σοσιαλιστική ισότητα ως να εξαρτάται σε μια κοινή εμπειρία προλεταριοποίησης. Αυτό προσέφερε μια εσωτερική βάση για την επιβεβαίωση της θετικής κατάργησης της οικογένειας μέσω της γυναικείας απασχόλησης και την κολλεκτιβοποίηση της αναπαραγωγικής εργασίας. Η ένταση αυτή μεταξύ της νομιμοποίησης και της σταθερότητας που προσέφερε η οικογενειακή μορφή του άντρα βιοπαλαιστή στο σοσιαλιστικό κίνημα και της ισότητας της καθολικής απασχόλησης, διαμόρφωσε τα ντιμπέιτ και τους αγώνες αναφορικά με την οικογένεια στην πορεία του εργατικού κινήματος.
Οι σοσιαλιστές της Β’ Διεθνούς, ανεξαρτήτως της τοποθέτησής τους επί του ζητήματος της γυναικείας απασχόλησης, εγκατέλειψαν πλήρως την έκκληση για την κατάργηση της οικογένειας. Ο Καρλ Κάουτσκι, ο θεωρητικός με την μεγαλύτερη επιρροή στο μεγαλύτερο μαζικό σοσιαλιστικό κόμμα της Ευρωπής, το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), εξήγησε ότι ενώ ο καπιταλισμός υπονομεύει την εργατική οικογένεια, όλοι μπορούν να είναι βέβαιοι ότι οι σοσιαλιστές δεν θα της επιτεθούν ποτέ πολιτικά:
Μια απ’ τις πιο διαδεδομένες προκαταλήψεις εναντίον του σοσιαλισμού κείτεται στην ιδέα ότι ο σοσιαλισμός προτείνει την κατάργηση της οικογένειας. Κανένας σοσιαλιστής δεν είχε ποτέ την παραμικρή ιδέα να καταργήσει την οικογένεια, δηλαδή, να τη διαλύσει νομικά και με τη βία. Μόνο η χυδαιότερη παραχάραξη μπορεί να προσάψει στον σοσιαλισμό μια τέτοια πρόθεση[37].
Οι γυναίκες έπαιζαν κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη και την αποτελεσματικότητα του SPD. Οι γυναίκες συνιστούσαν ένα διόλου αμελητέο κομμάτι του SPD, οικοδομώντας την υποδομή του στις γειτονιές ως οι πιο ενεργές εθελόντριες οργανώτριες. Με το πέρασμα απ’ τον 19ο στον 20ό αιώνα, στη Γερμανία το πρώτο σε πωλήσεις σοσιαλιστικό βιβλίο δεν ήταν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο των Μαρξ κι Ένγκελς ή το Πρόγραμμα της Ερφούρτης του Κάουτσκι [το πρόγραμμα της Ερφούρτης συντάχθηκε απ’ τον Μπέρνσταϊν, τον Μπέμπελ και τον Κάουτσκι, η τελική μορφή του οποίου υπήρξε η συρραφή μεταξύ δύο προσχεδίων, ένα του Κάουτκσι κι ένα του Μπέρνσταϊν, από μια 21μελή επιτροπή κι ήταν ένα αρκετά σύντομο κομματικό έγγραφο χωρίς κάποια απήχηση, οπότε η συγγραφέας μάλλον αναφέρεται στο The Class Struggle του Κάουτσκι, που αποτελούσε τον επίσημο σχολιασμό του SPD για το πρόγραμμα της Ερφούρτης κι υπήρξε ένα απ’ τα δημοφιλέστερα σοσιαλιστικά βιβλία], αλλά το Woman and Socialism [Γυναίκα και Σοσιαλισμός] του Άουγκουστ Μπέμπελ. Στο βιβλίο αυτό, ο Μπέμπελ διηγείται την μακρά ιστορία της έμφυλης καταπίεσης και προβλέπει ένα ερχόμενο σοσιαλιστικό μέλλον ισότητας των φύλων. Η έμφυλη καταπίεση ήταν η κυρίαρχη ανησυχία της μαζικής βάσης της μεγαλύτερης σοσιαλιστικής οργάνωσης της Β’ Διεθνούς, ακριβώς επειδή το φύλο ήταν η κύρια μορφή μέσω της οποία οι προλετάριοι κατανοούσαν τόσο την καπιταλιστική καταπίεση όσο και τη σοσιαλιστική χειραφέτηση.
Γυναίκες όπως η Κλάρα Τσέτκιν κι η Ρόζα Λούξεμπουργκ έπαιζαν μείζονες ηγετικούς ρόλους στο SPD. Η Ελέανορ Μαρξ [η μικρότερη κόρη του Μαρξ] ήταν αξιοσέβαστη στο βρετανικό τμήμα της Διεθνούς. Μολονότι υπήρχαν μεγάλες διαφωνίες στο εσωτερικού του SPD για το πως θα έπρεπε ν’ απευθυνθεί στα γυναικεία ζητήματα, οι γυναίκες καταπιάνονταν ενθουσιωδώς με την μελέτη της γυναικείας ισότητας κι υπερασπίστηκαν μ’ επιτυχία τη συμπερίληψη στο SPD μιας δίχως συμβιβασμούς πλατφόρμας για τα γυναικεία δικαιώματα. Το πρόβλημα της γυναικείας απασχόλησης υπήρξε κεντρικό. Οι υποστηρικτές των γυναικών στη Β’ Διεθνή διαφωνούσαν για το εάν η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό αυξάνεται ή μειώνεται, για το εάν οι γυναίκες στη βιομηχανία ήταν επιζήμιες για τον στόχο της εργατικής τάξης, για το εάν οι νοικοκυρές συγκροτούσαν έναν σημαντικό μέρος της τάξης που θα έπρεπε οπότε να οργανωθεί και για το εάν η γυναικεία απασχόληση ήταν ουσιώδης για την ισότητα των φύλων.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ επικέντρωσε τους ισχυρισμούς της για τα γυναικεία δικαιώματα βασισμένη αποκλειστικά στα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό. Οι γυναίκες αποτελούσαν πολιτικά υποκείμενα ακριβώς επειδή εργάζονταν. Η Λούξεμπουργκ είδε τα δικαιώματα των προλετάριων γυναικών ως να εξαρτώνται θεμελιωδώς στη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας:
Σήμερα, εκατομμύρια προλετάριων γυναικών δημιουργούν καπιταλιστικό κέρδος όπως κι οι άντρες – στα εργοστάσια, τις βιοτεχνίες, τις φάρμες, τις οικιακές βιομηχανίες, τα γραφεία, τα καταστήματα […] Και συνεπώς, κάθε ημέρα και κάθε βήμα της βιομηχανικής προόδου προσθέτει έναν νέο λίθο στη στέρεη θεμελίωση των ίσων πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών[38].
Άλλοι σοσιαλιστές είδαν την επίτευξη της ισότητας των φύλων μέσω της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας ως πολύ ζημιογόνα, κι υποστήριζαν ότι οι σοσιαλιστές πρέπει να επιδιώξουν περιορισμούς στη γυναικεία απασχόληση. Η Κλάρα Τσέτκιν γράφει ενάντια στη γυνακεία απασχόληση: «Χρειάζεται να εγερθούν νέα εμπόδια ενάντια στην εκμετάλλευση της προλετάριας γυναίκας. Χρειάζεται ν’ αποκατασταθούν τα δικαιώματά της ως σύζυγος και μητέρα και να διασφαλιστούν μονίμως»[39].
Η ευυποληψία της βασισμένης στην νοικοκυρά οικογένειας ήταν βαθιά αδιάσειστη για τους σοσιαλιστές που οραματίζονταν μια εργατική κοινωνία. Η οικογένεια του άντρα βιοπαλαιστή, κι η γειτονιά που τη συνοδεύει, ενσάρκωνε την κοινωνική ευυποληψία στην οποία βάσιζε το SPD τους ισχυρισμούς του για την ικανότητά του να κυβερνήσει. Πολλές εφημερίδες του εργατικού κινήματος τιμούσαν τις «καλές σοσιαλίστριες συζύγους» που αναθρέφαν «καλά σοσιαλιστικά παιδιά»[40]. Οι γυναικείες οργανώσεις των κοινοτήτων ήταν έναν καίριος μηχανισμός για τη διεύρυνση της συνδικαλιστικής βάσης του SPD σε μια ευρύτερη πολιτική της εργατικής ζωής. Τα σοσιαλιστικά ντιμπέιτ κι η σοσιαλιστική προπαγάνδα αναφορικά με τις γυναίκες συνήθως έδινε έμφαση σε ζητήματα που αντιμετωπίζαν οι νοικοκυρές, συμπεριλαμβανομένων ζητημάτων όπως η τιμές των καταναλωτικών αγαθών, οι συνθήκες στις γειτονιές, η στέγαση, το σχολείο, οι δυναμικές ισχύος με τους συζύγους τους, η κατανομή των μισθών εντός του νοικοκυριού, η λήψη αποφάσεων στο εσωτερικό των εργατικών οργανώσεων και τα εκλογικά δικαιώματα των γυναικών. Η μορφή της εργατικής πυρηνικής οικογένειας κι οι σταθερές εργατικές γειτονιές που τη συνοδεύαν έγιναν ένας κεντρικός μηχανισμός για την επέκταση της ισχύος των συνδικάτων στην κοινωνική ζωή, συγκροτώντας το βάθος του εργατικού κινήματος και των ταυτοτήτων του.
Η οικογένεια στη Ρώσικη Επανάσταση
Το αίτημα για την «κατάργηση της οικογένειας» έλαβε ένα διαφορετικό και νέο νόημα την περίοδο του εργατικού κινήματος· αντί για μια κομμουνιστική πάλη για την κατάργηση της αστικής κοινωνίας, ήταν ένα σοσιαλιστικό όραμα πλήρους προλεταριοποίησης μέσω της κολλεκτιβοποίησης της αναπαραγωγικής εργασίας. Υπήρξε μία πραγματική απόπειρα κατάργησης της οικογένειας εντός της λογικής του εργατικού κινήματος, κι αυτή έγινε κατά τη Ρώσικη Επανάσταση.
Η μικρή βιομηχανική εργατική τάξη της Ρωσίας δεν είχε καν ξεκινήσει να επιτυγχάνει τον ευυπόληπτο βασισμένο στη νοικοκυρά τρόπο ζωής μερικών απ’ τον ομολόγων της στη Γερμανία και την Αγγλία, και, αρχικά, οι μπολσεβίκοι δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον στην ενθάρρυνση τέτοιων οικογενειακών μορφών. Αντ’ αυτού, ο Λένιν κι η ηγεσία του Κόμματος των Μπολσεβίκων ήταν πεποισμένοι ότι η πλήρης κινητοποίηση των γυναικών ήταν κρίσιμη για την επιτυχία και την επιβίωση της Ρώσικης Επανάστασης. Οι μπολσεβίκοι εφαρμόσαν ένα ευρύ κι εκτεταμένο σύνολο φιλογυναικείων πολιτικών, ξεπερνώντας κατά πολύ τις ευρωπαϊκές πολιτικές της εποχής. Οι μπολσεβίκοι θεσπίσαν εύκολο διαζύγιο, ισότητα των φύλων ενώπιον του νόμου και πρόσβαση σε αμβλώσεις. Ενημερωμένοι απ’ την προοδευτική σεξολογία, οι μπολσεβίκοι εφαρμόσαν επίσης ένα παρομοίως συνεκτικό σύνολο φιλοομοφυλοφιλικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης όλων των νόμων ενάντια στον σοδομισμό, μια κίνηση που δεν είχε ιστορικό προηγούμενο. Για μια σύντομη περίοδο, η μεταεπαναστατική Σοβιετική Ρωσία ηγούνταν παγκοσμίως στο ζήτημα της ισότητας των γυναικών.
Η Αλεξάνδρα Κολλοντάι ανέλαβε ηγετικό ρόλο σε διάφορα πόστα της πρώιμης σοβιετικής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου επικεφαλής τμημάτων κοινωνικής πρόνοιας και γυναικείας εργασίας. Η Κολλοντάι προώθησε οι κρατικοί θεσμοί ν’ αναλάβουν την πλήρη ευθύνη της ανατροφής των παιδιών, της σίτισης της εργατικής τάξης, της μπουγάδας, του καθαρισμού των σπιτιών κι όλων των άλλων μορφών των δουλειών του σπιτιού και της αναπαραγωγής των γενεών. Η Κολλοντάι έκανε έκκληση για την κατάργηση της οικογένειας ως οικονομικής μονάδας, μέσω της κολλεκτιβοποίησης της αναπαραγωγικής εργασίας:
Η κομμουνιστική οικονομία καταργεί την οικογένεια. Την περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου υπάρχει μια μετάβαση στο μοναδιαίο παραγωγικό πλάνο και τη συλλογική κοινωνική κατανάλωση, κι η οικογένεια χάνει τη σημασία της ως οικονομική μονάδα. Οι εξωτερικές οικονομικές λειτουργίες της οικογένειας εξαφανίζονται, κι η κατανάλωση παύει να οργανώνεται στη βάση της μεμονωμένης οικογένειας. Εδραιώνετα ένα δίκτυο κοινωνικών κουζίνων και καντίνων, κι η παραγωγή, η επιδιόρθωση και το πλύσιμο των ρούχων, καθώς κι άλλες πτυχές των δουλειών του σπιτού, ενσωματώνονται στην εθνική οικονομία[41].
Η κολλεκτιβοποίηση της αναπαραγωγικής εργασίας υπήρξε ιδιαίτερα κεντρική ως ο πραγματικός υλικός μηχανισμός για την κατάργηση της οικογένειας. Το «εργατικό κράτος θα έρθει ν’ αντικαταστήσει την οικογένεια» ακόμη και στην ανατροφή των παιδιών, μέσω της σταθερής επέκτασης των παιδικών σταθμών, των ορφανοτροφείων και των νηπιαγωγείων[42]. Η Κολλοντάι είδε αυτόν τον μετασχηματισμό της αναπαραγωγικής εργασίας ως ένα μέσο που θεμελιωδώς μεταβάλλει τις έμφυλες και σεξουαλικές σχέσεις στη Ρώσια, εγκαθιδρύοντας την πλήρη ισότητα των φύλων:
Τέρμα η οικιακή σκλαβιά των γυναικών. Τέρμα η ανισότητα στο εσωτερικό της οικογένειας. Δεν θα υπάρχει ανάγκη οι γυναίκες να φοβούνται μην εγκαταλειφθούν δίχως στήριξη και με παιδιά να μεγαλώσουν. Η γυναίκα στην κομμουνιστική κοινωνία δεν εξαρτάται πλέον στον σύζυγό της αλλά στην εργασία της[43].
Η Κολλοντάι είχε το δικό της εξελισσόμενο όραμα του πως ίσως να ήταν η σεξουαλικότητα και το φύλο ύστερα από μια τέτοια κοινωνική επανάσταση στην οικιακή ζωή, συμπεριλαμβανομένων βαθιά αδελφικών έμφυλων σχέσεων, αυξανόμενων δικαιωμάτων των σεξουαλικών μειονοτήτων και καινοτόμων μορφών οργάνωσης των ερωτικών σχέσεων και του έρωτα. Αν το σύνολο της αναπαραγωγικής εργασίας κολλεκτιβοποιηθεί πλήρως, η οικογένεια παύει να έχει οικονομική λειτουργία και γίνεται μια αποκλειστικά προσωπική επιλογή.
Όμως, αυτή η χειραφέτηση πήγαινε πακέτο μ’ ένα κόστος αναπόσπαστο απ’ το όραμα του εργατικού κινήματος για τη σοσιαλιστική μετάβαση: την καθολικοποίηση της μισθωτής εργασίας υπό την κρατική αρχή. Η Κολλοντάι υπήρξε κατηγορηματική ότι η οικογένεια έπρεπε να καταργηθεί ακριβώς επειδή απομυζούσε απ’ την κοινωνία τους πόρους που οι εργάτες θα έπρεπε ν’ αφιερώσουν στην εργασία: «Το κράτος δεν χρειάζεται την οικογένεια, επειδή η οικιακή οικονομία δεν είναι πλέον επικερδής: η οικογένεια αποσπά τον εργάτη από περισσότερο ωφέλιμη και παραγωγική εργασία»[44]. Το όραμα της Κολλοντάι αντικατέστησε την οικογένεια με το εργοστάσιο ως κοινωνική μονάδα αναπαραγωγής, αντικαθιστώντας την πατριαρχία με μια νέα τυραννία της δουλειάς και του κράτους.
Δεν υπάρχουν πολλά έργα που καταγράφουν τα πραγματικά βιώματα των Ρωσίδων επαναστατριών που ζούσαν στις συλλογικές κατοικίες, που μοιράζονταν την φροντίδα των παιδιών και τρώγαν στις καντίνες που υποστήριζε η Κολλοντάι. Ωστόσο, η εμπειρία των Κινέζων αγροτών κατά το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός υπαινίσσεται ότι οι αντιφάσεις ίσως είχαν υπάρξει σημαντικές. Και στην Κίνα ιδρύθηκαν κρατικά προγράμματα για την αντικατάσταση της οικογένειας με κολλεκτιβοποιημένη στέγαση, σίτηση και φροντίδα των παιδιών. Ο Μάο είχε κάνει έκκληση για την κατάργηση της οικογένειας μέσω της κολλεκτιβοποίησης: «Οι οικογένειες αποτελούν το προϊόν του τελευταίου σταδίου του πρωτόγονου κομμουνισμού, και στο μέλλον θα εξαλειφθεί και το τελευταίο ίχνος τους […] Τώρα, οι εργατικές οικογένειες δεν αποτελούν πλέον παραγωγικές μονάδες»[45]. Αυτές οι καντίνες, μολονότι έκαναν πολλά για να αναδιαρθρώσουν τις έμφυλες σχέσεις στις αγροτικές οικογένειες, έγιναν επίσης όργανα καταναγκαστικής πειθάρχησης, καθώς οι διοικητές των κουζίνων, αντιμέτωποι με ελλείψεις τροφίμων, αυξανόμενα επιβάλλαν περιορισμούς στην πρόσβαση σε τρόφιμα βάσει πολιτικής μεροληψίας. Καθώς η κρατική πολιτική ενέτεινε τον λιμό, οι αγρότες δεν είχαν πλέον ανεξάρτητα μέσα για να τραφούν. Πάνω από 30 εκατομμύρια άνθρωποι λιμοκτονούσαν μεταξύ του 1958-1962, κι οι κολλεκτιβοποιημένες κουζίνες φαίνεται ότι αποτελούσαν έναν μείζον ένοχο γι’ αυτό. Το 1961, ένας κυβερνητικός αξιωματούχος έγραψε: «Οι μάζες αποστρέφονται κι απεχθάνονται βαθύτατα τις κοινοτικές κουζίνες […] Οι μάζες λένε: “Γίνε φίλος μ’ έναν διοικητή καντίνας και ποτέ δεν θα σου λείψει ψωμί και σούπα […] Ένα μαχαίρι κρέμεται πάνω απ’ την κουτάλα με το ρύζι”»[46].
Ο Λένιν στήριξε την προσπάθεια της Κολλοντάι ως ένα μέσο γι’ άμεση επιβίωση κατά την περίοδο του εμφύλιου πολέμου, όμως η Κολλοντάι στάθηκε μόνη της στον αγώνα της να μετασχηματίσει μόνιμα τις ρώσικες οικογένειες. Με το τέλος του πολέμου το 1922, η μπολσεβικική κυβέρνηση απέσυρε τη στήριξή της απ’ τις απόπειρες κολλεκτιβοποίησης της οικιακής εργασίας, διατηρώντας μόνο εκείνες όπως τα νηπιαγωγεία που καθιστούσαν τις γυναίκες ικανές να εργάζονται στα εργοστάσια και τα χωράφια. Ως το 1933, ο Στάλιν είχε ποινικοποιήσει εκ νέου την ομοφυλοφιλία, απέσυρε το νόμιμο δικαίωμα στο διαζύγιο κι εισήγαγε φιλοναταλιστικές πολιτικές που ενθαρρύναν τον σχηματισμό πυρηνικών οικογενειών. Η Κολλοντάι πέρασε τα τελευταία χρόνια της τη δεκαετία του 1940 ζώντας στη Σουηδία ως Σοβιετική πρέσβηρα, σιωπηρά προσαρμοζόμενη στην επανεπιβολή της έμφυλης ανισότητας και την εδραίωση της πυρηνικής οικογένειας στη Σοβιετική Ένωση.
Στις πολιτικές των μπολσεβίκων βλέπουμε ξανά την κεντρική αντίφαση αναφορικά με την οικογένεια για το εργατικό κίνημα: την αξίωση στη σοσιαλιστική ισότητα και πρόοδο μέσω της προλεταριοποίησης, και παράλληλα την αξίωση σε νομιμοποίηση και σταθερότητα μέσω της πυρηνικής οικογένειας. Ενώ το SPD έκλεινε προς το δεύτερο, η Ρώσικη Επανάσταση ταλαντεύτηκε απ’ τον έναν πόλο στον άλλο.
Οι νόμοι Jim Crow
Οι ΗΠΑ ακολούθησαν μια παράλληλη μα διακριτή τροχιά στην εδραίωση μιας νόρμας για την εργατική οικογένεια την περίοδο του εργατικού κινήματος, μια νόρμα συνυφασμένη με τους νόμους Jim Crow, την κατοχή ιδιοκτησίας για τους λευκούς και την προαστιοποίηση. Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι περισσότεροι Αμερικάνοι, τόσο οι λευκοί όσο κι οι μαύροι, εργάζονταν στη γεωργία. Οι βορειοανατολικές ΗΠΑ εκβιομηχανίζονταν ραγδαία μ’ έναν ανθηρό μεταποιητικό τομέα και λευκό εργατικό δυναμικό, σε μεγάλο βαθμό οργανωμένο μέσω των ευρωπαϊκών τους ταυτοτήτων ως μετανάστες. Στις κεντροδυτικές ΗΠΑ επικρατούσαν οι μικρές ανεξάρτητες φάρμες που λειτουργούσαν από λευκές οικογένειες, που δημιουργήθηκαν ύστερα απ’ τις γενοκτόνες εκτοπίσεις των πολέμων εναντίον των εθνών των ιθαγενών. Οι νοτιοδυτικές ΗΠΑ, μεξικανικά εδάφη που καταλήφθηκαν απ’ τις ΗΠΑ στα μέσα του αιώνα, είδαν μια εισροή λευκών άποικων που εργάζονταν στις εξορύξεις, τη γεωργία και την κτηνοτροφία ακολουθώντας την ολοκλήρωση των σιδηροδρόμων που οδήγησαν στην οικονομική ολοκλήρωση της περιοχής με τις υπόλοιπες ΗΠΑ. Οι λευκοί γαιοκτήτες του νότου νικήσαν την Μαύρη Ανοικοδόμηση, κι έως τη δεκαετία του 1890 είχαν επιβάλει εκ νέου ένα νέο καθεστώς λευκής ανωτερότητας, νομικού διαχωρισμού και στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων διατηρώντας τον φυλετικό τρόμο κι εγκλωβίζοντας τους Αφροαμερικανούς στην επίμορτη καλλιέργεια αποκλείοντάς τους απ’ τις νίκες του εργατικού κινήματος. Το αμερικάνικο εργατικό κίνημα διαμορφώθηκε απ’ αυτές τις λογικές της λευκής ανωτερότητας. Για τον 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ού, η διαταξική λευκή φυλετική ταυτότητα εμπόδισε την εδραίωση ενός μείζονος εργατικού κινήματος. Η αποικιακή κατάληψη γης στα δυτικά προσέφερε στους λευκούς εργάτες την ευκαιρία ταξικής κινητικότητας και μια ευκαιρία απόδρασης κι ανεξαρτησίας απ’ την μισθωτή εργασία. Η λευκή ταυτότητα, ακόμη και για τους προλετάριους, συγκροτήθηκε μέσω της δυνατότητας κατοχής ιδιοκτησίας και τη ταύτιση με τους μεγαλογαιοκτήμονες της χώρας.
Αυτές οι φυλετικοποιημένες δυναμικές του αμερικανικού εργατικού κινήματος διαμορφώσαν τις μορφές της εργατικής οικογένειας. Για τους λευκούς εργάτες, η πατριαρχική οικογένεια εφικτή μέσω του εργατικού κινήματος συγκροτήθηκε μέσω κοινωνικού στάτους, κατοχής ιδιοκτησίας κι ευυποληψίας. Οι μαύροι εργάτες, αποκλεισμένοι απ’ αυτά τα κεντρικά χαρακτηριστικά του εργατικού κινήματος, μολαταύτα υποβλήθηκαν σ’ ένα έντονο στένεμα των οικογενειακών νόρμων εκείνη την περίοδο. Ωστόσο, οι πατριαρχικές νόρμες για τις μαύρες οικογένειες, αντί να επιτευχθούν μέσω ευυποληψίας, επιβλήθηκαν μέσω των περιορισμών της μισθωτής επίμορτης καλλιέργειας. Οι μαύροι κολίγοι αναγκάστηκαν σε γάμο καθώς οι λευκοί γαιοκτήτες νοικιάζαν γη μόνο σε παντρεμένα ζευγάρια. Το σύνορο της βαμβακοκαλλιέργειας επεκτείνονταν, τα χωράφια ήταν μικρά, και γη ήταν διαθέσιμη σε νέες μαύρες οικογένειες όταν ήταν έτοιμες να παντρευτούν, όμως δεν ήταν διαθέσιμη σε εργένηδες μαύρους ενήλικες ή σε όσους βρίσκονταν σε αντισυμβατικές οικογενειακές διατάξεις. Όποτε κι όπου οι μαύροι μπορούσαν να ξεφύγουν απ’ την επίμορτη καλλιέργεια, τα ποσοστά γάμων τους μειώνονταν δραματικά[47]. Καθώς οι μαύροι μετακινήθηκαν σε εκβιομηχανιζόμενες πόλεις, φαίνεται ν’ αδράξαν την ευκαιρία να ξεφύγουν απ’ την ετεροφυλοφιλική, βασισμένη στον γάμο οικογενειακή νόρμα. Οι νόμοι Jim Crow δεν αποτελούσαν μόνο μια επιβολή φτώχειας, φυλετικού τρόμου, πολιτικού αποκλεισμού και νομικής καθυπόταξης, μα επίσης μιας ιδιαίτερα αυστηρής πατριαρχικής οικογένειας. Τα χαμηλά ποσοστά γάμων μεταξύ των μαύρων ύστερα απ’ τους νόμους Jim Crow, που θα εξετάσουμε παρακάτω, ίσως γι’ αυτό τον λόγο να μην ωφείλονται αποκλειστικά στη φτώχεια, την έλλειψη σταθερής εργασίας και τον αποκλεισμό απ’ τις νίκες του εργατικού κινήματος, μα επίσης και σε μια αντίσταση και φυγή απ’ το οικογενειακό καθεστώς της επίμορτης καλλιέργειας.
Εν τω μεταξύ, οι λευκές εργατικές οικογένειες κινήθηκαν αργά απ’ την κύρια εξάρτησή τους από ιδιόκτητες φάρμες σε βιομηχανική μισθωτή εργασία. Οι λειτουργούμενες από οικογένειες φάρμες εξαρτώνται στην μακροπρόθεσμη λογική των δυαδικών ζευγαριών. Οι λευκοί Αμερικανοί τον 19ο αιώνα απολάμβαναν ένα επεκτεινόμενο σύνορο κατακτήσεων και νέων αποικήσεων που επέτρεπε κι ενθάρρυνε τον σχηματισμό σταθερών οικογενειών. Πολλές απ’ αυτές τις αγροτικές οικογένειες στράφηκαν προς το Σοσιαλιστικό Κόμμα κι άλλους αριστερούς λαϊκισμούς, ήταν όμως ανίκανες να απομπλέξουν τη ταξική τους συνείδηση από μια αφοσιωμένη υπεράσπιση της κατοχής ιδιοκτησίας, της αποικιοκρατίας των αποίκων και της λευκής ανεξαρτησίας. Τα συνδικάτα των λευκών στα τέλη του 19ου αιώνα, ριζωμένα σε ειδικευμένα επαγγέλματα, κληρονομήσαν σε μεγάλο βαθμό τον έμφυλο συντηρητισμό των καπιταλιστών και των ανεξάρτητων αγροτών. Όπως κι οι Ευρωπαίοι ομόλογοί τους, αυτοί οι λευκοί ειδικευμένοι εργάτες επιδιώκαν επιθετικά -και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, σε μεγάλη βαθμό απέκτησαν- πρόσβαση σ’ έναν οικογενειακό μισθό που διασφαλίζει μια βασισμένη στη νοικοκυρά οικογενειακή δομή.
Όπως και στην Ευρώπη, αυτή η αναπτυσσόμενη οικογενειακή μορφή βρέθηκε σε κρίση μέσω των δύο παγκοσμίων πολέμων. Οι παγκόσμιοι πόλεμοι προσέφεραν σε πολλούς Αφροαμερικανούς και σε πολλές γυναίκες την πρώτη τους πρόσβαση σε μη-γεωργική απασχόληση. Οι στρατιωτικές και πολεμικές βιομηχανίες ήταν έμφυλα διαχωρισμένες κι ελαφρώς ανεκτικές στην ομοφυλοφιλία, και για πρώτη φορά σχηματίστηκαν υπόγειες κι εκτεταμένες κοινότητες Αμερικάνων ομοφυλόφιλων[48]. Κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ, οι Αμερικάνοι βιώσαν μια έμφυλη τάξη πραγμάτων συγκρίσιμη μ’ εκείνη της πρώιμης σοβιετικής κοινωνίας: οργανωμένη μέσω της πλήρους προλεταριοποίησης, η διάλυση της οικογένειας άνοιξε χώρο για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και των γυναικών και τον μαζικό κρατικό έλεγχο. Οι προσφάτως προλεταριοποιημένοι που δεν είχαν ακόμη ενσωματωθεί σε μια σταθερή ετεροκανονική εργατική ταυτότητα, βρήκαν έναν πρωτόγνωρο βαθμό σεξουαλικής ελευθερίας τα χρόνια του πολέμου, σε συνδυασμό με τις νέες τυραννίες της βιομηχανικής μισθωτής εργασίας και του κρατικού ελέγχου.
Αυτή η φυλετική διαστρωμάτωση του εργατικού κινήματος συνεχίστηκε τον 20ό αιώνα. Όταν ένα βιομηχανικό εργατικό κίνημα πράγματι τελικά απέκτησε δύναμη τη δεκαετία του 1930, δεν στάθηκε ικανό να διασφαλίσει πατήματα στις νοτιοανατολικές και νοτιοδυτικές πολιτείες υπό ιδιαιτέρως σκληρά καθεστώτα βίας της λευκής ανωτερότητας, συγκροτώντας σήμερα πολιτείες του «δικαιώματος στην εργασία» χωρίς νομικές προστασίες για τους συνδικαλιστικούς αγώνες. Καθώς οι Αφροαμερικανοί εγκατέλειψαν τις φάρμες και κινήθηκαν προς την μισθωτή εργασία απ’ τον Α’ ΠΠ κι ύστερα, βρήκαν μια άνιση υποδοχή στο αμερικανικό εργατικό κίνημα. Αντιρατσιστικά συνδικάτα προσπάθησαν να επιδιώξουν ένα εναλλακτικό όραμα της μεταπολεμικής Αμερικής, οικοδομώντας φυλετικά ολοκληρωμένες προαστιακές κατοικίες γύρω από μεγάλα εργοστασία με παρουσία συνδικάτων. Όμως, οι λευκοί Αμερικανοί εργάτες δεν ήταν ενωμένοι στο συμφέρον της διαφυλετικής αλληλεγγύης· για όσους υπερασπίζονταν τα δικαιώματά τους μέσω ταξικής αλληλεγγύης υπήρχαν κι άλλοι τόσοι που τα υπερασπίζονταν μέσω νατιβισμού, ξενοφοβίας και ρατσισμού.
ΙΙΙ. ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ ΑΠ’ ΑΥΤΟ
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960, οι προλετάριοι παγκοσμίως βρίσκονταν σε μια μαζική εξέγερση. Εμφύλιοι πόλεμοι, ταραχές στους δρόμους, μαζικά φοιτητικά κινήματα κι εργατικές απεργίες σαρώσαν κάθε ήπειρο. Αυτές οι εξεγέρσεις υπήρξαν πολύπλευρες, επιδιώκοντας αλληλεπικαλυπτόμενους αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό, το αποικιακό απαρτχάιντ, την κρατική καταπίεση, την έμφυλη κυριαρχία και τον καπιταλισμό. Στις ΗΠΑ, το κίνημα της μαύρης απελευθέρωσης ανέτρεψε επιτυχώς το διαπλεκόμενο φυλετικό σύστημα νομικής καθυπόταξης και τον βίαιο τρόμο που συνιστούσαν οι νόμοι Jim Crow. Μέσω των ταραχών, των οργανώσεων για την Μαύρη Δύναμη, τις στρατευμένες διαμαρτυρίες και τη θεσμοποιημένη πολιτική-ταξική υποστήριξη, έθεσαν επίσης εαυτούς ενάντια στις συνθήκες της συγκεντρωμένης αστικής φτώχειας, του αποκλεισμού απ’ τα προνόμια του εργατικού κινήματος και την κρατική βία, την αστυνόμευση και τις φυλακίσεις. Έως το 1970, αναδύθηκε μια νέα μορφή εξέγερσης, αντλώντας απ’ τις στρατηγικές και τις αναλύσεις του κινήματος της μαύρης απελευθέρωσης, αμφισβητώντας τώρα το έμφυλο και σεξουαλικό καθεστώς του εργατικού κινήματος. Αυτές οι φεμινίστριες και κουήρ ριζοσπάστριες επιδιώξαν την κατάργηση της ετεροσεξουαλικής οικογενειακής μορφής του άντρα βιοπαλαιστή, ως ένα μέσο προς την πλήρη σεξουαλική κι έμφυλη ελευθερία.
Εκείνη την εποχή αναδύθηκαν τρεις αλληλεπικαλυπτόμενες εξεγέρσεις ενάντια στον έμφυλο και σεξουαλικό κομφορμισμό του εργατικού κινήματος: ο ριζοσπαστικός φεμινισμός, η απελευθέρωση των ομοφυλόφιλων κι η οργάνωση των μαύρων γυναικών. Εξεγέρθηκαν ενάντια στην οικογενειακή μορφή του άντρα βιοπαλαιστή και τα έμφυλα και σεξουαλικά καθεστώτα που αυτή συνεπάγονταν. Απέρριψαν τις σεξουαλικές πολιτικές του εργατικού κινήματος αμφισβητώντας τρεις αρχές: την αρρενωπότητα που ενστερνιζόταν η αριστερά, την ετεροφυλόφιλη πυρηνική οικογένεια και την αθλιότητα της ζωής στα προάστια, και την ίδια την εργάσια.
Ενάντια στην οικογένεια
Οι ομοφυλόφιλοι κι οι ομοφυλόφιλες εξερράγησαν σε στρατευμένη ορατότητα στα τέλη της δεκαετίας του 1960, δημιουργώντας ριζοσπαστικές πολιτικές οργανώσεις που ενστερνίστηκαν τον αντιμπεριαλισμό, τον σοσιαλισμό, την υπέρβαση του φύλου και τον ερωτισμό. Το 1970, ομάδες για την απελευθέρωση των ομοφυλόφιλων αναπτύχθηκαν ραγδαία στις μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας. Μοιράζονταν μια δέσμευση στην απελευθερωτική δύναμη της ερωτικής απόλαυσης. Ομοφυλόφιλοι επαναστάτες όπως ο Mario Mieli στην Ιταλία, ο Guy Hocquenghem στη Γαλλία κι ο David Fernbach στη Βρετανία οραματίστηκαν τον έρωτα ως μια δυνητικά απελευθερωτική πηγή ανθρώπινης ελευθερίας, αντικατοπτρίζοντας ένα ευρύ αίσθημα στους κύκλους της απελευθέρωσης των ομοφυλόφιλων. Ο έρωτας καταστέλονταν και καθυποτάσσονταν απ’ τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, περιορισμένος αυστηρά απ’ την ετεροφυλοφιλία και την πυρηνική οικογένεια των προαστίων, κι απελευθερώθηκε στην παρεκβατική δυνητικότητα του πρωκτικού σεξ. Ήταν η ερωτική αλληλεγγύη, περισσότερο από οποιαδήποτε κοινή ουσιοκρατική ταυτότητα, που θα παρείχε την πράξη για έναν ομοφυλόφιλο κομμουνισμό.
Οι τρανς κι οι έγχρωμοι αποκλίνοντες φύλου, σε μεγάλο βαθμό λούμπεν προλετάριες σεξεργάτριες, έπαιξαν έναν ηγετικό στρατευμένο ρόλο στην εξέγερση στην Compton’s Cafeteria στο Σαν Φρανσίσκο το 1966, στην εξέγερση στο Stonewall Inn στη Νέα Υόρκη το 1969, κι ύστερα δώσαν το παρόν στο Gay Liberation Front [Μέτωπο για την Απελευθέρωση των Ομοφυλόφιλων] μέσω ομάδων όπως η STAR (Street Transvestite Action Revolution, Τραβεστί Δράση κι Επανάσταση του Δρόμου). Σε μια περίοδο πολιτικών ζυμώσεων και κοινωνικού μόχθου, οι ισπανόφωνες κι οι μαύρες τρανς γυναίκες έπαιξαν έναν ιδιαίτερα δραματικό ρόλο με μεγάλη επιρροή στη συγκρότηση ενός επαναστατικού, εξεγερτικού πόλου στην αναδυόμενη κουήρ πολιτική. Οι έγχρωμες τρανς σεξεργάτριες Marsha P. Johnson, Sylvia Ray Rivera και Miss Major Griffen-Gracy έγιναν θρύλοι της εξέγερσης στο Stonewall και σκληρές πολέμιοι ενάντια στην εξημέρωση της ομοφυλόφιλης πολιτικής κατά τη δεκαετία του 1970. Η Rivera αργότερα είπε για την περιθωριοποίηση και τη στράτευση των τρανς στην εξέγερση του Stonewall:
Όλες μας συμμετείχαμε σε διαφορετικούς αγώνες, συμμετείχα κι εγώ και πολλές άλλες τρανς. Όμως σ’ αυτούς τους αγώνες, στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων, στο αντιπολεμικό κίνημα, στο γυναικείο κίνημα, παραμέναμε παρίες. Ο μόνος λόγος που ανέχονταν τη τρανς κοινότητα σε μερικά απ’ αυτά τα κινήματα ήταν επειδή είμασταν ενεργές, επειδή βρισκόμασταν στην πρώτη γραμμή. Δεν ανεχόμασταν μαλακίες από κανέναν. Δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε[49].
Μεταξύ των κουήρ στις μεγάλες πόλεις των ΗΠΑ απ’ τα τέλη της δεκαετίας του 1950 κι ύστερα, οι έγχρωμες τρανς γυναίκες ήταν οι περισσότερο ορατές, κάτι που τις έκανε περισσότερο εκτεθειμένες σε κακοποίηση και βία στους δρόμους. Υπηρέτησαν ως η συνεπής αντίθεση αναπαριστώντας την αποκλίνουσα κουηρότητα για την αστυνομία, τους αφομιωμένους ομοφυλόφιλους και τις ριζοσπάστριες φεμινίστριες. Οι έγχρωμες τρανς ήταν σχεδόν πλήρως αποκλεισμένες απ’ την επίσημη μισθωτή εργασία, οπότε επιβιώναν στους δρόμους μέσω σεξεργασίας κι εγκληματικότητας. Αυτές οι έγχρωμες τρανς πιθανότατα δεν ξεπερνούσαν σε νούμερο τις μερικές εκατοντάδες σε πολλές αμερικάνικες μεγάλες πόλεις, δρούσαν όμως ως κεντρικές φιγούρες σ’ έναν ευρύτερο υπόκοσμο χιλιάδων ετερόκλητων λούμπεν προλετάριων κουήρ, συμπεριλαμβανομένων άλλων αποκλίνοντων φύλου που δεν μπορούσαν να περαστούν για σις, άστεγων κουήρ, κουήρ τοξικομανών, σεξεργατριών κι ομοφυλόφιλων εκληματιών.
Αυτές οι ριζοσπάστριες του φύλου και της σεξουαλικότητας πειραματίζονταν μ’ ένα εύρος νέων προσεγγίσεων για τη σεξουαλική απόλαυση και τις οικογενειακές διατάξεις, συμπεριλαμβανομένης της αγαμίας, του ελεύθερου έρωτα, της αποκλειστικής ομοφυλοφιλίας, της ομαδικής διαβίωσης και των ανοικτών σχέσεων, απαγορεύοντας την μονογαμία, εξισώνοντας τη σεξουαλική απόλαυση και πολλά ακόμη. Παρομοίως, οι εξεγέρσεις της νεολαίας στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ακόμη κι όταν δεν ήταν φεμινιστικές ή κουήρ, προωθούσαν μια ριζοσπαστική δέσμευση στην μη-ρυθμισμένη σεξουαλική απόλαυση εκτός της λογικής του εργατικού κινήματος και της κοινωνίας που αυτό είχε βοηθήσει να οικοδομηθεί. Τέτοιοι πειραματισμοί με τη σεξουαλικότητα και το φύλο υπήρξαν ένα χαρακτηριστικό μερικών ακροαριστερών, αποτελούμενων κυρίως από άντρες, οργανωτικών εγχειρημάτων, πρώιμων λεσβιακών φεμινιστικών συλλογικοτήτων κι ομάδων της απελευθέρωσης των ομοφυλόφιλων, και των σχετιζόμενων μ’ αυτές κουήρ υποκουλτούρων. Φοιτητές που μάχονταν ενάντια στην απαγόρευση των αντρών νυχτερινών επισκεπτών στους γυνακείους κοιτώνες πυροδότησαν την εξέγερση του Μάη του 1968 στη Γαλλία. Ο ελεύθερος έρωτας, το εκτός γάμου περιστασιακό σεξ κι η αντισύλληψη υπήρξαν κεντρικά στα κινήματα της αντικουλτούρας της χίππικης νεολαίας της δεκαετίας του 1960, κάτι που αποδεικνύει μια πλήρη απόρριψη της αλλοτριωμένης κοινωνίας. Μαχητικές αντιμπεριαλιστικές ομάδες, όπως οι Weathermen κι αργότερα η George Jackson Brigade, υιοθετήσαν ισχυρές απορρίψεις της μορφής του μονογαμικού ζευγαριού με μεικτή επιτυχία[50]. Τ’ απομνημονεύματα των μιλιτάντηδων κι οι βραχύβιες κομμούνες της εποχής εκείνης αποδεικνύουν μια ανθηρή ανακάλυψη του σεξ ως μια πηγή απόλαυσης, ελευθερίας και σύνδεσης.
Μεταξύ αυτών των ριζοσπαστών του φύλου και του σεξ, όλοι συμφωνούσαν ότι η ετεροφυλοφιλική πυρηνική οικογένεια ήταν ένας τόπος τρόμου και τυραννίας. Οι φεμινίστριες και τα κινήματα για τη γυναικεία απελευθέρωση υπήρξαν στην ουσία ενοποιημένα στην απόλυτή τους αντίθεση ενάντια στη συνθήκη της νοικοκυράς ως ένα καίριο ζήτημα της καθυπόταξης των γυναικών. Τα μείζονα διακριτά ρεύματα του φεμινισμού ποικίλαν σύμφωνα με την ιδιαίτερή τους κριτική της οικογενειακής μορφής και της λύσης που πρότειναν. Οι πιο συμβατικές φιλελεύθερες φεμινίστριες επιδιώκαν την ισότητα στο εργατικό δυναμικό για να καταστούν οι γυναίκες ικανές να εγκαταλείπουν κακές σχέσεις, κι υποστηρίζαν την ισότητα στο νοικοκυριό, σε παραλληλία με τις διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος και των αστών φεμινιστριών τις προηγούμενης περιόδου. Οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες, ταυτοποιώντας την οικογένεια ως το κύριο όργανο της έμφυλης κοινωνικοποίησης, της πατριαρχικής τυραννίας και της έμφυλης βίας, επιδιώκαν μια ολική καταστροφή της οικογένειας ως ένα αναγκαίο βήμα προς οποιαδήποτε υποψία αληθινής ελευθερίας κι απελευθέρωσης. Οι μαρξίστριες φεμινίστριες διαπληκτίζονταν διεξοδικά αναφορικά με το ζήτημα του ρόλου της νοικοκυράς σε σχέση με τη λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης, και διαφωνούσαν -σε μια αντίφαση οικεία του εργατικού κινήματος- είτε προτείνοντας την αυτόνομη οργάνωση των νοικοκυρών είτε εστιάζοντας σε οργανωτικές προσπάθειες γυναικών στην μισθωτή εργασία. Όλες τους συμφωνούσαν ότι το να είσαι νοικοκυρά ήταν μια απαίσια μοίρα, κι επίσης ότι ήταν κατά κάποιον τρόπο μια ενσάρκωση του τι σημαίνει να είσαι γυναίκα σε μια καταπιεστική κοινωνία.
Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός προσέφερε την περισσότερο εμβριθή και πλήρη ενασχόληση με τη τυραννία της οικογενείας που είχε παραχθεί μέχρι τότε, ταυτοποιώντας τα χαρακτηριστικά άμεσης κυριαρχίας, βίαιης καθυπόταξης και θεμελιώδους αλλοτρίωσης της οικογένειας. Ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε πόσο κεντρική είναι η σεξουαλική βία στις έμφυλες σχέσεις. Επρόκειτο, θεωρούσαν, για μια ενδοοικογενειακή ιδιωτικότητα που προστάτευε απ’ τη διερευνητική ματιά και την πάλη, καθιστώντας ικανούς και προστατεύοντας τους ιδιαίτερους τρόμους της πυρηνικής οικογένειας: παιδική κακοποίηση, βία απέναντι στους ερωτικούς συντρόφους, συζυγικοί βιασμοί, εξατομικευμένη απομόνωση, αντικουήρ τρόμος και καταναγκαστική έμφυλη κοινωνικοποίηση. Η Alison Edwards εντόπισε την ευαλωτότητα των γυναικών στον βιασμό στην εξάρτηση της σχέσης μεταξύ του άντρα βιοπαλαιστή με τον άμισθο χαρακτήρα της εργασίας της νοικοκυράς:
Πολλές σύζυγοι αποτελούν τους απλήρωτους υπαλλήλους των αφεντικών των συζύγων τους. Η αγγαρεία του να είσαι νοικοκυρά, με τη σειρά της, διαμορφώνει την κοινωνική καταπίεση των γυναικών – το εξαρτημένο σεξ, το ήπιο, ανιαρό, βαρετό σεξ και το έτοιμα προσβάσιμο σεξ. Είναι αυτοί οι παράγοντες που έχουν σχηματίσει την πολιτική του βιασμού[51].
Αυτά τα έμφυλα και σεξουαλικά κινήματα των τελών της δεκαετίας του 1960 κι αυτής του 1970, τόσο διατηρώντας μια κομμουνιστική κληρονομιά κι όσο αμφισβητώντας τον έμφυλο συντηρητισμό του εργατικού κινήματος, προώθησαν μια ανανεωμένη έκκληση για την κατάργηση της οικογένειας. Σ’ αυτό το αίτημα αναγνωρίσαν την κεντρικότητα της οικογένειας στα καθεστώτα του φύλου και της έμφυλης βίας, ενώ παράλληλα εναντιώθηκαν στη συμβολή του ιστορικού εργατικού κινήματος στο ιδανικό της αστικής οικογένειας. Πολλές ισχυρίστηκαν ότι η καταπίεση οικοδομήθηκε στους κομφορμιστικούς έμφυλους ρόλους που επιβλήθηκαν μέσω της πυρηνικής οικογένειας. Η Third World Gay Revolution [Ομοφυλόφιλη Επανάσταση του Τρίτου Κόσμου], στην πλατφόρμα της το 1970 στη Νέα Υόρκη, έγραψε:
Θέλουμε την κατάργηση του θεσμού της αστικής πυρηνικής οικογένειας. Πιστεύουμε ότι η αστική πυρηνική οικογένεια διαιωνίζει τις ψευδείς κατηγορίες της ομοφυλοφιλίας και της ετεροφυλοφιλίας δημιουργώντας έμφυλους ρόλους, ορισμούς των φύλων και σεξουαλική εκμετάλλευση. Η αστική πυρηνική οικογένεια, ως η βασική μονάδα του καπιταλισμού, δημιουργεί καταπιεστικούς ρόλους. Όλες οι καταπιέσεις προέρχονται απ’ τη δομή της πυρηνικής οικογένειας[52].
Οι ριζοσπαστικές φεμινιστικές κι ομοφυλοφιλικές απελευθερωτικές κριτικές υπήρξαν αδιαχώριστες από την απόρριψη των εξατομικευμένων, απομονωτικών και κοινωνικών συνθηκών των αμερικανικών προαστίων. Υπήρξαν ασαφείς αναφορικά με τον ταξικό χαρακτήρα της οικογένειας την οποία επέκριναν, ακριβώς λόγω της επιτυχίας του εργατικού κινήματος στην παραγωγή μιας σταθερής, ευυπόληπτης εργατικής τάξης, κι η συγκρότηση των προαστίων είχε θολώσει τη διάκριση μεταξύ των οικογενειακών μορφών της λευκής εργατικής τάξης, της μεσαίας τάξης και της καπιταλιστικής τάξης. Το ευρέως διαβασμένο κλασσικό φεμινιστικό έργο The Feminine Mystique του 1963, έθεσε την απομονωμένη νοικοκυρά ως το επίκεντρο της ανάλυσής του. Η Betty Friedan ξεκινά το βιβλίο με μια περιγράφη της ζωής στα προάστια:
Το πρόβλημα κείτεται θαμμένο, σιωπηρό, για πολλά χρόνια στα μυαλά των Αμερικανίδων. Υπήρξε μια παράξενη ανακατωσούρα, μια αίσθηση δυσαρέσκειας, ένας πόθος που υπέφεραν οι γυναίκες στα μέσα του 20ού αιώνα στις ΗΠΑ. Κάθε νοικοκυρά στα προάστια το πολέμησε μόνη της[53].
Οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες και κουήρ της εποχής διεκδικούσαν μια κατάργηση της οικογένειας σε ανθεκτικές πρακτικές κι αναλύσεις που αντηχούν ακόμη και σήμερα: πειραματιζόμενες με εναλλακτικές διατάξεις διαβίωσης και μορφές έρωτα, απορρίπτωντας οποιαδήποτε φιλοδοξία για αφομοίωση στα προάστια, αρνούμενες την καθυπόταξη στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής μισθωτής εργασίας και τους περιοριστικούς σεξουαλικούς κι έμφυλους ρόλους, και βλέποντας τις διαπροσωπικές σχέσεις ως απόλυτα πολιτικές σχέσεις. Η Third World Women’s Alliance [Συμμαχία Γυναικών του Τρίτου Κόσμου] ζητούσε διευρυμένες, κοινοτικές οικογενειακές δομές βασισμένες στην ισότητα των φύλων:
Ενώ σε μια καπιταλιστική κουλτούρα ο θεσμός της οικογένειας έχει χρησιμοποιηθεί ως ένα οικονομικό και ψυχολογικό εργαλείο κι όχι για την εξυπηρέτηση των αναγκών των ανθρώπων, διακηρύττουμε ότι δεν θα συσχετίσουμε την οικογένεια με την ατομική ιδιοκτησία κάποιου ατόμου από κάποιο άλλο άτομο. Ενθαρρύνουμε και στηρίζουμε τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη κοινοτικών νοικοκυριών και την ιδέα της διευρυμένης οικογένειας. Ενθαρρύνουμε εναλλακτικές μορφές προς την πατριαρχική οικογένεια και ζητούμε το μοίρασμα όλης της εργασίας (συμπεριλαμβανομένης της οικιακής εργασίας και της φροντίδας των παιδιών) μεταξύ αντρών και γυναικών[54].
Μερικές φορές αυτές οι διατάξεις ομαδικής διαβίωσης ήταν διαμερίσματα που μετατράπηκαν σε άτυπους ξενώνες αλληλοβοήθειας για άστεγες έγχρωμες τρανς σεξεργάτριες, άλλες φορές ήταν συνειδητά ομαδικά σπίτια υψηλής πειθαρχίας για μιλιτάντριες των ομάδων αυτών με αυστηρούς λεσβιακούς-φεμινιστικούς κανόνες ένδυσης, ενώ άλλες φορές ήταν κομμούνες χίππηδων στην επαρχία.
Οι μαύρες φεμινίστριες καταπιάστηκαν με την ιστορία της εργατικής οικογένειας ως έναν λευκό, κανονιστικό θεσμό. Με την μαζική εσωτερική μετανάστευση προς τις πόλεις του αμερικανικού βορρά απ’ τη δεκαετία του 1930 κι ύστερα, οι Αφροαμερικανοί τόσο εισήλθαν σε τμήματα του έμμισθου χειρωνακτικού εργατικού δυναμικού όσο κι αποκλείστηκαν απ’ τους αναπτυσσόμενους τομείς απασχόλησης στα προάστια και τα γραφεία. Πολλοί βρέθηκαν σε αστικά «γκέτο» – γειτονιές συγκεντρωμένης φτώχειας, βίαιης φυλετικής αστυνόμευσης, στέγασης κακής ποιότητας κι άνισης πρόσβασης σε μισθωτή απασχόληση. Στα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του 1960, καθώς το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα είχε σημειώσει επιτυχίες στη διάλυση του νομικού οικοδομήματος των νόμων Jim Crow στον αμερικανικό νότο, η αφροαμερικανική νεολαία εξεγέρθηκε σε περισσότερες από 150 αμερικανικές πόλεις. Αυτές οι εξεγέρσεις ενθαρρύναν έναν μείζον επαναπροσανατολισμό των μαύρων οργανώσεων και την δραστήρια ανησυχία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης.
Μια απάντηση ήρθε με την μορφή μιας έκθεσης του Αμερικανού γερουσιαστή και κοινωνιολόγου Patrick Moynihan το 1965, στην οποία ισχυρίστηκε ότι το κοινωνικό χάος της ζωής των μαύρων στις πόλεις υπήρξε το άμεσο αποτέλεσμα των κυριαρχούμενων από γυναίκες νοικοκυριών. Η έκθεση του Moynihan, με τίτλο «The Negro Family: The Case for National Action» [«Η Νέγρικη Οικογένεια: Έκκληση σε Εθνική Δράση»], έθεσε μια αξιολόγηση η οποία καθοδήγησε, υπό διάφορους μανδύες, τη σκέψη πολλών φιλελεύθερων κοινωνιολόγων, υπεύθυνων για τη χάραξη πολιτικής, ακόμη κι έμφυλα συντηρητικών μαύρων εθνικιστών: τα υψηλά ποσοστά ανεργίας για τους μαύρους, η εγκληματικότητα κι άλλες κοινωνικές δυσλειτουργίες υπήρξαν το αποτέλεσμα της υπερβολικής πλειοψηφίας των ηγούμενων από γυναίκες νοικοκυριών στις μαύρες κοινότητες, μια λεγόμενη «μαύρη μητριαρχία»· οι συζυγικές επιλογές κι οι επιλογές τρόπου ζωής των μαύρων γυναικών, συμπεριλαμβανομένων των υψηλών ποσοστών μισθωτής εργασίας και τα συγκριτικά χαμηλά ποσοστά γάμου, τόσο περιθωριοποιούσαν τους μαύρους Αμερικανούς εντός μιας ευρύτερης κοινωνίας που ανέμενε νοικοκυριά ηγούμενα από άντρες όσο και παρήγαγαν μια κρίση της αρρενωπότητας των μαύρων κι απρεπούς εγκληματικής συμπεριφοράς, ταραχοποιού κοινωνικής διαμαρτυρίας κι ανεργίας[55]. Εδώ, ο αποκλεισμός των μαύρων Αμερικανών απ’ τη χαρακτηριστική οικογενειακή μορφή του εργατικού κινήματος αποδίδεται στις μαύρες γυναίκες, κι αυτή η ετεροκανονιστική, πατριαρχική οικογενειακή μορφή γίνεται αντιληπτή ως ο θεμελιώδης όρος της κοινωνικής τάξης [order]. Βρίσκουμε εδώ την ηχώ του Ένγκελς κι αστών σχολιαστών του μέσου του 19ου αιώνα, πανικοβλημένων με την ηθική δυσλειτουργία της εργατικής ζωής, καθώς οι εργατικές οικογένειες λάμβαναν νέες μορφές προσαρμοζόμενες στους υλικούς περιορισμούς[56].
Μολονότι η οικογένεια του άντρα βιοπαλαιστή υπήρξε ανεφικτή ως επιλογή για τους περισσότερους μαύρους, η επιλογή των μαύρων ανθρώπων ν’ αποφύγουν τον γάμο ίσως να μπορεί ν’ αναγνωριστεί ως μια θετική επιβεβαίωση της σεξουαλικής ελευθερίας, μια απόρριψη των πατριαρχικών οικογενειακών νορμών και μια έκκληση για μια διαφορετική μορφή οικογενειακής δομής. Όπως προαναφέραμε, οι Αφροαμερικανοί που δραπετεύαν απ’ τους καταναγκαστικούς γάμους των νόμων Jim Crow πράγματι επιλέξαν σε υψηλά ποσοστά να μην παντρευτούν. Η χρόνια υποαπασχόληση των μαύρων αντρών λόγω του ρατσιστικού αποκλεισμού τους απ’ την αγορά εργασίας υπήρξε ένας περαιτέρω δομικός παράγοντας που αποθάρρυνε τον γάμο. Όσο οι νόμοι Jim Crow βρίσκονταν σε ισχύ, ο αποκλεισμός απ’ την μισθωτή εργασία άφησε τους μαύρους προλετάριους έξω απ’ το εργατικό κίνημα· με την Μεγάλη Μετανάστευση [εσωτερική μετανάστευση Αφροαμερικανών από τις αγροτικές νότιες ΗΠΑ προς αστικά κέντρα των κεντρικών και βόρειων ΗΠΑ] και την κατάργηση των νόμων Jim Crow, οι μαύροι προλετάριοι εισήλθαν στην μισθωτή εργασία, αλλά γενικά δεν είχαν την επιλογή -προτιμητέα ή όχι- να σχηματίσουν οικογένειες σαν αυτές του άντρα βιοπαλαιστή. Οι μαύρες γυναίκες δεν ήταν πρόθυμες να θυσιάσουν την ανεξαρτησία τους για μια απελπισμένη, λειψή μίμηση μιας ανέφικτης ευυποληψίας, επιλέγοντας συχνά να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με φίλες ή γυναίκες συγγενείς κι όχι με συζύγους. Στο «Double Jeopardy: To Be Black and Female» [«Διπλή Καταδίκη: Να Είσαι Μαύρη και Γυναίκα»], η Francis Beale γράφει:
Όσοι θεωρούν ότι οι μαύρες γυναίκες, απλώς επειδή νοιάζονται για το σπίτι τους και τα παιδιά τους, έλκονται απ’ το οικογενειακό μοντέλο της λευκής μεσαίας τάξης πλανώνται πλάνην οικτρά. Οι περισσότερες μαύρες γυναίκες πρέπει να εργαστούν για να στεγάσουν, να θρέψουν και να ντύσουν τις οικογένειές τους. Οι μαύρες γυναίκες αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό του μαύρου εργατικού δυναμικού, κι αυτό ισχύει τόσο για τις φτωχότερες μαύρες οικογένειες όσο και για τις οικογένειες της λεγόμενης μαύρης «μεσαίας τάξης»[57].
Η έκθεση του Moynihan συνείσφερε στις προσπάθειες των προγραμμάτων πρόνοιας να διαμορφώσουν την μαύρη σεξουαλικότητα. Οι ταραχές στα μέσα της δεκαετίας του 1960 υπήρξαν αφορμή για σημαντική κυβερνητική ενίσχυση στον «Πόλεμο κατά της Φτώχειας», μια διεύρυνση του αμερικάνικου συστήματος πρόνοιας ώστε να συμπεριλάβει τους φτωχούς Αφροαμερικανούς. Μεγάλο μέρος του αμερικανικού συστήματος πρόνοιας και κοινωνικής ασφάλισης είχε διαμορφωθεί τη δεκαετία του 1930, όταν οι λευκοί μεγαλογαιοκτήμονες του αμερικανικού νότου εξαρτώνταν απ’ την καθυποταγμένη εργασία των μαύρων οικογενειών. Τα διάφορα προγράμματα του συστήματος αυτού ήταν σχεδιασμένα έτσι ώστε ν’ αποκλείουν τους οικιακούς εργάτες και τους αγρεργάτες, τον κύριο όγκο δηλαδή του αφροαμερικάνικου εργατικού δυναμικού, τοποθετώντας επίσης τον έλεγχο στα χέρια των τοπικών κυβερνήσεων που κυριαρχούνταν από υποστηρικτές της λευκής ανωτερότητας. Οι μαύροι αποκλείστηκαν σε μεγάλο βαθμό από προνοιακή στήριξη τις δεκαετίας του 1940 και του 1950. Σε μια προσπάθεια να κατευναστεί και να ελεγχθεί η αναταραχή της δεκαετίας του 1960, οι πολιτειακές κυβερνήσεις κι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανοίξαν την πρόσβαση στην πρόνοια σε άνεργες, εργένισσες Αφροαμερικανές.
Οι γυναίκες αυτές αντιμετωπίσαν μεγάλωση αναστάτωση στις πατροναριστικές μορφές κοινωνικού ελέγχου των κέντρων πρόνοιας. Σύντομα οργανώθηκαν σ’ ένα δίκτυο εγχειρημάτων που έγινε η National Welfare Rights Organization (NWRO, Εθνική Οργάνωση για τα Προνοιακά Δικαιώματα). Η NWRO, αποτελούμενη από Αφροαμερικανίδες μητέρες που απολαμβάναν χρηματικά επιδόματα, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 διεξήγαγε πολλές εκστρατείες για σημαντικές βελτιώσεις στην πρόσβαση στην πρόνοια και την μεταχείριση των δικαιούχων, με τελικό στόχο ένα σημαντικό, ομοσπονδιακό ενιαίο βασικό εισόδημα. Μια απ’ τις πιο αξιοσημείωτες εκστρατείες τους βρισκόταν σ’ άμεση αμφισβήτηση της προσπάθειας ελέγχου της μαύρης σεξουαλικότητας. Τα κέντρα πρόνοιας απέκλειαν την προσφορά παροχών σε γυναίκες που είχαν έναν «άντρα στο σπίτι» στον οποίο μια μητέρα υποτίθεται ότι θα μπορούσε να στηριχτεί. Για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής, τα κέντρα πρόνοιας διεξήγαγαν «Μεταμεσονύκτιες Επιδρομές», σε συνεργασία με αστυνομικά τμήματα, για να αξιολογήσουν εάν οι ωφελούμενες συζούσαν με κάποιον άντρα ή αν ήταν σεξουαλικά ενεργές και συνεπώς δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να λάβουν τις παροχές. Η NWRO ανέτρεψε επιτυχώς αυτές τις πρακτικές μέσω οργάνωσης και δικαστικών αγώνων, υπερασπιζόμενη το δικαίωμα των μαύρων προλετάριων σε εξωγαμιαίες σεξουαλικές σχέσεις.
Ενάντια στην εργασία
Ένα τρίτο στοιχείο του έμφυλου ριζοσπαστισμού των τελών της δεκαετίας του 1960 και των αρχών εκείνης του 1970 είναι καίριας σημασίας για την παρούσα έρευνα: η κίνηση προς μια απόρριψη της εργασίας. Ενώ πολλές φεμινίστριες παρέμειναν εντός ενός πλαισίου που φανταζόταν την ισότητα μέσω της μισθωτής εργασίας και της κρατικής παρέμβασης, θα εξετάσουμε δύο παραδείγματα περισσότερο αυτοσυνείδητης, αντιεργασιακής πολιτικής μεταξύ των γυναικών της εργατικής τάξης: το αμερικάνικο κίνημα για τα προνοιακά δικαιώματα και τους Wages for Housework [Μισθοί για την Οικιακή Εργασία].
Η NWRO αποτελούσε μια εξέγερση των φτωχών Αφροαμερικανίδων ενάντια στην εργασία[58]. Ενώ το μαύρο συνδικαλιστικό κίνημα διεκδικούσε πλήρη απασχόληση και προγράμματα θέσεων εργασίας, αυτές οι εργασιακές διεκδικήσεις δεν προσέλκυαν τις μιλιτάντριες της NWRO. Πολλές απ’ αυτές είχαν εργαστεί στη ζωή τους και βρήκαν τις θέσεις εργασίας τους ανικανοποιητικές κι αλλοτριωμένες. Τα κείμενα του NWRO προέβαλαν το ιστορικό επιχείρημα ότι οι Αφροαμερικανοί είχαν χτίσει τη χώρα μέσω γενεών εργασίας δούλων κι υποδουλωμένων, κι ότι είχαν εργαστεί αρκετά. Η NWRO οργάνωνε τον κόσμο ενάντια στην εκμετάλλευση και τη σκληρότητα των προγραμμάτων πρόνοιας που για τη λήψη παροχών έπρεπε να εργαστούν χωρίς μισθό ή με μικρό μισθό. Μολονότι κάποιες στη NWRO τονίζαν ότι ο ρόλος τους ως μητέρες συνιστούσε μια μορφή παραγωγικής συνεισφοράς στην κοινωνία, άλλες αντιστέκονταν σε τέτοιες αφηγήσεις. Αντ’ αυτού, υποστήριζαν το «δικαίωμα στη ζωή» διαχωρισμένο απ’ τον μισθό, την εργασία και τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας. Οι μιλιτάντριες αυτές, οργανώνοντας καθιστικές διαμαρτυρίες και καταλήψεις γραφείων πρόνοιας και κυβερνητικών κτηρίων, κινητοποιούμενες στα δικαστήρια κι ενθαρρύνοντας τους ωφελούμενους να διεκδικήσουν τις μέγιστες εφικτές παροχές, επιδιώκαν να οδηγήσουν το σύστημα πρόνοιας σε μια κρίση που θα απαιτούσε μια πλήρη αναδιάρθρωσή του η οποία θα έδινε ένα τέλος στον εξονυχιστικό έλεγχο των μέσων, την πειθάρχιση της συμπεριφοράς και την εργασιακή ενθάρρυνση των αμερικάνικων χρηματικών επιδομάτων. Η κεντρική εκστρατεία του NWRO για ένα ομοσπονδιακό ετήσιο εγγυημένο εισόδημα ή έναν αρνητικό φόρο εισοδήματος έγινε κατανοητό από πολλές απ’ τις υποστηρίκτριές του ως το μέσο για να μην αναγκάζονται πλέον σε χρόνια απογοητευτική εργασία. Αποκόβοντας τη σύνδεση μεταξύ εργασίας και βιοπορισμού, οι ακτιβίστριες των προνοιακών δικαιωμάτων αιτούνταν ένα τέλος στον καταναγκασμό της εργασίας.
Αυτή υπήρξε μια ριζική μετατόπιση του πως η πρόνοια ήταν από καιρό κατανοητή στη σοσιαλδημοκρατική φαντασία. Τα μεταπολεμικά προγράμματα πρόνοιας στις ΗΠΑ και την Ευρώπη ήταν σε μεγάλο βαθμό σχεδιασμένα ως συμπληρωματικά στην πλήρη απασχόληση. Η φροντίδα ων ηλικιωμένων και των παιδιών, η ασφάλιση των ανέργων και των ΑΜΕΑ κι η δημόσια ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σχεδιάστηκαν για να συμπληρώσουν μια ισόβια μισθωτή εργασία. Τα προγράμματα για την ανακούφιση της φτώχειας όπως αυτά με τα οποία ήρθε αντιμέτωπη η NWRO κατασκευάστηκαν για να ελαχιστοποιήσουν τον ανταγωνισμό με τις αγορές εργασίας: οι παροχές τίθονταν συνήθως χαμηλότερα απ’ τον κατώτατο μισθό, ο έλεγχος των μέσων επιδίωκε ν’ αποκλείσει τους ικανούς για εργασία κι οι ωφελούμενοι ενθαρρύνονταν σε διαφορετικούς βαθμούς να μεταβούν σ’ εργασία. Στον αμερικανικό νότο, η πρόσβαση σε οποιεσδήποτε παροχές περιορίζονταν βάσει της εποχιακής ανάγκης για γεωργική εργασία. Όπου κι όταν τα χρηματικά επιδόματα πλησιάσαν τη χαμηλόμισθη απασχόληση, αυτό δικαιολογούνταν από συνθήκες υψηλής ανεργίας κι οικονομικής κρίσης. Για τη NWRO και γι’ άλλους μιλιτάντηδες των προνοιακών δικαιωμάτων της δεκαετίας του 1960, οι παροχές δεν αποτελούσαν απλώς ένα συμπλήρωμα στην μισθωτή εργασία αλλά ένα μέσο για να την αποφύγουν.
Το αντιεργασιακό αίσθημα στο εσωτερικό των κινημάτων των γυναικών της εργατικής τάξης δεν περιοριζόταν στο αφροαμερικάνικο κίνημα για τα προνοιακά δικαιώματα. Οι Wages for Housework προσέφεραν την πιο συνεκτική διατύπωση της αθλιότητας της άμισθης οικιακής εργασίας όντας η ομόλογος της αθλιότητας της μισθωτής εργασίας. Οι Wages for Housework αναδύθηκαν μέσα απ’ την ορμητικότητα της εργατικής εξέγερσης στην Ιταλία στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και διαδώθηκαν σύντομα στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε διάσπαρτες περιοχές των ΗΠΑ. Το βιβλίο Η Δύναμη των Γυναικών κι η Κοινωνική Ανατροπή της Μαριαρόζα Ντάλα Κόστα είδε την καταπίεση των γυναικών ως να παράγεται μέσω της συνολικής αναπαραγωγής της καπιταλιστικής ολότητας, θέτοντας τις εννοιολογικές βάσεις για την μετέπειτα θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής. Αυτό προσέφερε μια μείζονα θεωρητική τομή καθώς αναγνώρισε την καπιταλιστική αναπαραγωγή ως να εξαρτάται τόσο στην μισθωτή εργασία στους χώρους εργασίας όσο και στην άμισθη οικιακή αναπαραγωγική εργασία, μια τομή που κατέστη εφικτή απ’ την ένταση της εξέγερσης τόσο του εργατικού κινήματος όσο κι ενάντια στα όριά του. Η Ντάλα Κόστα γράφει ότι η δομή της οικογένειας «είναι ο πυλώνας της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας»[59], δομώντας τον καταμερισμό μεταξύ έμμισθων κι άμισθων δραστηριοτήτων: «Το κεφάλαιο έκανε τους άντρες μισθωτούς σκλάβους στον βαθμό που κατάφερε ν’ αναθέσει στις γυναίκες τις υπηρεσίες της αναπαραγωγής, και με την ίδια διαδικασία μπόρεσε να ελέγξει τη ροή των γυναικών στην αγορά εργασίας»[60].
Με την έλευση της βασισμένης στη νοικοκυρά εργατικής οικογένειας, οι γυναίκες υποβιβάστηκαν στον οίκο, κι έτσι παράχθηκε η έμφυλη διαίρεση στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Η πάλη των γυναικών πρέπει αναγκαστικά ν’ απορρίψει τον οίκο, χτίζοντας συμμαχίες μ’ εκείνες που εργάζονται στις βιομηχανίες της αναπαραγωγικής φροντίδας, παράγοντας μια επαναστατική εξέγερση:
Πρέπει να βγούμε έξω απ’ το σπίτι· πρέπει ν’ αρνηθούμε το σπίτι, επειδή θέλουμε να ενωθούμε μ’ άλλες γυναίκες, να παλέψουμε ενάντια σ’ όλες τις συνθήκες που προϋποθέτουν την ύπαρξη των γυναικών στο σπίτι, να συνδεθούμε με τους αγώνες όλων εκείνων που βρίσκονται αποκλεισμένοι στα γκέτο, είτε αυτά είναι νηπιαγωγεία, σχολεία, νοσοκομεία και γηροκομεία είτε είναι η φτωχογειτονιά. Το να εγκαταλείψουμε το σπίτι είναι ήδη μια μορφή αγώνα[61].
Αυτή η πάλη ενάντια στον οικό δεν είναι θεμελιωδώς μια πάλη ενάντια στην μισθωτή εργασία, αλλά μια απόρριψη της ίδιας της εργασίας:
Οι γυναίκες πρέπει ν’ ανακαλύψουν τις δικές τους δυνατότητες – που δεν είναι ούτε να μαντάρουν κάλτσες ούτε να γίνουν οδηγοί υπερωκεάνιου πλοίου. Ακόμα καλύτερα, μπορεί να θέλουμε να κάνουμε αυτά τα πράγματα, αλλά πρέπει να ξέρουμε πως [αυτή τη στιγμή] δεν τοποθετούνται πουθενά αλλού παρά στην ιστορία του κεφαλαίου[62].
Η Σίλβια Φεντερίτσι αντηχεί αυτή την αντιεργασιακή διάσταση των μισθών για την οικιακή εργασία:
Αν εκκινήσουμε απ’ αυτή την ανάλυση, μπορούμε να δούμε τις επαναστατικές συνεπαγωγές του αιτήματος των μισθών για την οικιακή εργασία. Είναι το αίτημα με το οποίο η φύση μας σταματά κι αρχίζει η πάλη μας, επειδή το να θέλουμε μισθούς για την οικιακή εργασία σημαίνει ότι αρνούμαστε την εργασία ως έκφραση της φύσης μας, και συνεπώς αρνούμαστε ακριβώς τον γυναικείο ρόλο που έχει εφεύρει το κεφάλαιο για εμάς[63].
Όσο παράλογο κι αν φάνηκε σε πολλούς αναγνώστες, η Φεντερίτσι υπήρξε ξεκάθαρη ότι το αίτημα για μισθούς είναι ένα αίτημα για την ικανότητα της άρνησης της εργασίας. Για την ιταλική μαρξιστική παράδοση, η άρνηση εργασίας δεν ήταν μια πράξη ατομικού βολουνταρισμού αποφυγής μιας δουλειάς, αλλά η δυνατότητα μιας μαζικής απεργιακής δράσης κι οργανωμένης ταξικής εξέγερσης. Εδώ η πολιτική τους πρόταση υπήρξε ένα μέσο για την αποκάλυψη της υποκείμενης δυναμικής της άμισθης οικιακής εργασίας. Στην αποτίμηση της Φεντερίτσι, η άρνηση εργασίας γινόταν εφικτή μέσω των μισθών: «Από εδώ και στο εξής, θέλουμε χρήματα για κάθε στιγμή της [εργασίας], ώστε να μπορέσουμε ν’ αρνηθούμε ένα κομμάτι της και τελικά να την αρνηθούμε στο σύνολό της»[64].
Μέσω αυτου του αντιεργασιακού πρίσματος, οι Wages for Housework μπορούν να διαβαστούν ως μη-προγραμματικοί, βλέποντας τόσο την έκκλησή τους για μια κυριολεκτική χρηματική αποζημίωση των άμισθων αναπαραγωγικών δραστηριοτήτων όσο και τους ισχυρισμούς τους αναφορικά με τον αξιοπαραγωγό χαρακτήρα των δραστηριοτήτων αυτών ως προκλητικούς· η διορατικότητά τους κείτεται αλλού. Η Ντάλα Κόστα αναφέρει τους «μισθούς για την οικιακή εργασία» μόνο μια φορά, και μάλιστα με σχετικά επικριτικό τόνο. Η Φεντερίτσι επιχειρηματολογεί αναφορικά με την έκκλησή της για μισθούς για την οικιακή εργασία σ’ ένα κείμενο με τίτλο «Wages Against Housework» [«Μισθοί Ενάντια στην Οικιακή Εργασία»]. Αναμφίβολα ωστόσο, πολλές υποστηρίκτριες των Wages for Housework, συμπεριλαμβανομένης της Σέλμα Τζέιμς, πιθανότατα το οραματίστηκαν αυτό αρκετά κυριολεκτικά[65].
Όρια κι αντιφάσεις
Τα οράματα των μαύρων αριστερίστριων, των ριζοσπαστικών φεμινιστριών και των υποστηρικτών της απελευθέρωσης των ομοφυλόφιλων στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και των αρχών αυτής του 1970, όσον αφορά την κατανόησή τους για την ελευθερία του φύλου, πηγαίνουν πολύ πιο μακρυά από προγενέστερες διατυπώσεις. Σ’ αντίθεση με τους μαρξιστές προγόνους τους, αναγνωρίζουν την εργατική οικογένεια ως έναν τόπο προσωπικής καθυπόταξης, βίας, ωμότητας κι αλλοτρίωσης. Κατανόησαν ότι η αυτοδραστηριότητα της ίδιας της τάξης, μέσω της άμεσης εδραίωσης ενναλακτικών δεσμών συγγένειας κι αλληλοβοήθειας, αποτελεί τον κύριο μηχανισμό για την κατάργηση της οικογένειας. Ξεκίνησαν ν’ αναγνωρίζουν, έστω και διστακτικά, τη σχέση μεταξύ της αυτοκρατορίας, της προαστιακής λευκότητας, του θεσμοποιημένου εργατικού κινήματος και των ετεροκανονιστικών πατριαρχικών οικογενειών. Λαχτάρησαν έναν οίκο ως έναν διευρυμένο, κοινοτικό τόπο αμοιβαίας φροντίδας, έρωτα, ερωτικής απόλαυσης, κοινής πάλης και προσωπικού μετασχηματισμού, αντί για έναν τόπο απομόνωσης κι ελέγχου.
Προωθώντας μια κριτική της καταναγκαστικής δυαδικής έκφρασης του φύλου και των κανονιστικών έμφυλων προσδοκιών, κινήθηκαν προς την αφετηρία ενός οράματος της κατάργησης της έμφυλης και σεξουαλικής ταυτότητας ως τον στόχο της κατάργησης της οικογένειας. Είδαν την πάλη για την κατάργηση της οικογένειας ως ν’ απαιτεί τον άμεσο προσωπικό μετασχηματισμό των προσδοκιών και της συμπεριφοράς κάποιου απέναντι στους άλλους, προωθώντας και βαθαίνοντας την πρότερη σοσιαλιστική κριτική του αντρικού σωβινισμού ως εμπόδιο στη ταξική πάλη. Στην εμπλοκή τους με την οικονομική επιβίωση κι εργασία, οι ριζοσπάστριες του φύλου της δεκαετίας του 1970 κινήθηκαν προς μια απόρριψη της εργασίας και μια επιθυμία να διαφύγουν απ’ την καθυπόταξη της μισθωτής εργασίας αντί να φανταστούν την ισότητα αποκλειστικά μέσω της καθολικής προλεταριοποίησης.
Όμως, η πολιτική τους δεν επαρκεί για εμάς σήμερα. Οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες κι οι υποστηρικτές της απελευθέρωσης των ομοφυλόφιλων σφυρηλατήσαν χειραφετικά οράματα που δεν εμπνέουν πλέον μαζικές έμφυλες εξεγέρσεις με την μορφή που έλαβαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970, και δικαίως έχουν δεχτεί αυστηρές επικρίσεις τις μετέπειτα δεκαετίες έμφυλης σκέψης και πάλης. Ακόμη κι οι Wages for Housework, θέτοντας τόσο αποτελεσματικά τα ζητήματα που αντηχούν ακόμη και σήμερα, αποκρίνονταν σ’ έναν κόσμο που έχει πλέον αλλάξει.
Η ανάλυση των ριζοσπάστριων φεμινιστρίων και των υποστηρικτών της απελευθέρωσης των ομοφυλόφιλων συνήγαγε τη συνολική τους κατανόηση για την ολότητα της κοινωνίας απ’ την κριτική τους ενάντια στην εξατομικευμένη ετεροφυλόφιλη πυρηνική οικογένεια. Αναγνώρισαν την πατριαρχία ως τη θεμελιώδη βάση του μιλιταρισμού, της εδραίωσης των αυταρχικών κρατών, του φασισμού, της αποικιοκρατίας, της σεξουαλικής βίας, του κομφορμισμού φύλου και της ατομικής ιδιοκτησίας. Οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες συνέλαβαν την καταπίεση των γυναικών ως υποκείμενη σ’ ένα συστήμα φύλου ως κάστας ή φύλου ως τάξης. Θεωρούσαν ότι οι γυναίκες συγκροτούσαν μια συνεκτική κοινωνική ομάδα μ’ ένα ενοποιητικό σύνολο εύκολα αθροιζούμενων συμφερόντων -ακριβώς όπως είχε θεωρηθεί το βιομηχανικό προλεταριάτο σε μια προηγούμενη εποχή του εργατικού κινήματος- υποκείμενη σε μια μοναδική μορφή καταπίεσης στην οικογένεια. Αυτή η ανάλυση του φύλου ως τάξης αντικατόπτριζε συνεκτικά τα δικά τους βιώματα καταπίεσης, κυρίως ως λευκές γυναίκες που αντιτίθονταν σε μια ζωή παγιδευμένη σε μια οικογένεια στα προάστια, αλλά παρερμηνεύει τη θέση της οικογένειας στο εσωτερικό του καπιταλισμού.
Μολονότι υπό τη φεουδαρχία υπήρχε μια ομολογία κι άμεση διαπλοκή μεταξύ της οργάνωσης του κράτους, της οικονομίας και της πατριαρχικής οικογένειας, υπό τον καπιταλισμό τα συστήματα αυτά έχουν μερικώς αποκοπεί το ένα από το άλλο μέσω της μισθωτής εργασίας. Δηλαδή: η άμεση κυριαρχία κι η βία δεν απαιτούνται πλέον για την απόσπαση υπεραξίας στην παραγωγική διαδικασία, οπότε οι κυβερνητικές υποθέσεις κι οι οικογενειακές δυναμικές μπορέσαν ν’ αποκτήσουν μια σχετική αυτονομία. Ο καπιταλισμός παρήγαγε έναν πραγματικό διαχωρισμό μεταξύ της δημόσιας και της ιδιωτικής σφαίρας, απομονώνοντας μια μορφή έμφυλης κυριαρχίας εντός των ιδιωτικών τοίχων του νοικοκυριού. Οι μορφές αντρικής κυριαρχίας που διαπότισαν την κυβέρνηση και την επιχείρηση, όποιες κι αν είναι οι επιφανειακές τους ομοιότητες με τις έμφυλες δυναμικές της οικογένειας, έλαβαν έναν θεμελιωδώς διαφορετικό χαρακτήρα, διασπώντας την «πατριαρχία» ως ένα συνεκτικό σύστημα. Οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες, θέτοντας ως αφετηρία τους την κριτική στην οικογένεια, τελικά απέτυχαν να συλλάβουν επαρκώς τις δυναμικές του καπιταλισμού και του φυλετικού κράτους.
Η κατανόηση της καταπίεσης των γυναικών μέσω μιας ανάλυσης του φύλου ως τάξης οδήγησε τις ριζοσπάστριες φεμινίστριες σε πολλά αδιέξοδα. Αποδείχτηκαν ανίκανες να λάβουν υπόψη τους ή ν’ ανταποκριθούν αποτελεσματικά στην έκρηξη των ντιμπέιτ αναφορικά με τις ταξικές και φυλετικές διαφορές μεταξύ των γυναικών, καθώς η στρατηγική τους και το όραμά τους εξαρτώνταν στην παράλειψη της σημαντικής διαστρωμάτωσης μεταξύ των γυναικών. Οι τρανς γυναίκες, που πολιτικοποιήθηκαν συγχρόνως με την εμφάνιση του ριζοσπαστικού φεμινισμού και που αρχικά υπήρξαν ενεργές στις τάξεις του, σύντομα έγιναν το αντικείμενο έντονης εχθρότητας, καθώς η ανάλυση του φύλου ως τάξης αποδείχτηκε να εξαρτάται σε μια δυαδική πόλωση βασισμένη στη βιολογία ή την πρώιμη κοινωνικοποίηση. Οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες ανέπτυξαν μια αρχική εχθρότητα προς τη σεξουαλική απόλαυση ως εγγενώς βυθισμένη στην πατριαρχική καταπίεση, οδηγώντας σε μια έκρηξη από ντιμπέιτ τις δεκαετίες του 1980 και 1990 γνωστά ως «οι πόλεμοι του σεξ», που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα στα ντιμπέιτ αναφορικά με την πορνογραφία, τη σεξεργασία και τα σεξουαλικά φετίχ [kink, ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως, αν κι όχι αποκλειστικά, για σεξουαλικά φετίχ που συνδέονται με κάποια μορφή βίας/υποταγής].
Οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες κι οι μαύρες φεμινίστριες αμφισβητήσαν γρήγορα το μοντέλο του φύλου ως τάξης, υποδεικνύοντας την ανικανότητά του να λάβει υπόψη του τις διαιρέσεις μεταξύ των γυναικών και της πραγματικότητας του καπιταλισμού και της αποικιοκρατίας. Ωστόσο, με σπάνιες εξαιρέσεις, υπήρξαν ανίκανες να προσφέρουν μια ουσιαστική εναλλακτική έκθεση της εμπειρίας της καθυπόταξης στην οικογένεια. Στα έργα των μαύρων φεμινιστριών, η οικογένεια συχνά αντιμετωπίζεται ως ένα κέντρο αντίστασης, υποβαθμίζοντας τον ρόλο του έμφυλου καταναγκασμού που οδήγησε μεγάλο αριθμό μαύρων γυναικών ν’ αποφύγουν τις οικογενειακές δομές του ετεροφυλόφιλου ζεύγους απ’ τη δεκαετία του 1960 κι ύστερα. Οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες είτε στηρίχτηκαν σε θεωρητικά αδύναμες κι αντιφατικές εκθέσεις διπλών συστημάτων για την καταπίεση των εργαζόμενων γυναικών, είτε βυθίστηκαν σ’ ένα εκτεταμένο και κουραστικό ντιμπέιτ για το εάν η εργασία των άμισθων νοικοκυρών παράγει αξία. Ύστερα από μια σύντομη περίοδο αυτόνομων εγχειρημάτων, οι σοσιαλίστριες φεμινίστριες τελικά επανεισήλθαν στη σοσιαλδημοκρατική ή λενινιστική πολιτική. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, τα έργα των μαύρων γυναικών επίσης χρωστούσαν πολλά σε εθνικιστικές ή κρατικοσοσιαλιστικές πολιτικές, κινήματα βουτηγμένα σε άλλες, καλά καταγεγραμμένες, αντιφάσεις.
Παρομοίως, οι υποστηρικτές της απελευθέρωσης των ομοφυλόφιλων υπήρξαν ανίκανοι να προσφέρουν ένα πρόγραμμα που θα μπορούσε να αντηχήσει επαρκώς σήμερα. Τη δεκαετία του 1970, οι ομοφυλόφιλοι άντρες σε μερικές μεγάλες πόλεις είχαν σχεδόν ελεύθερη πρόσβαση σε συχνή ερωτική απόλαυση μέχρι και την καταστροφή που προκλήθηκε απ’ το AIDS. Μολονότι μπορεί κανείς να νοσταλγεί τις απολαύσεις και τις ελευθερίες της περιόδου εκείνης, λίγοι σήμερα φαντάζονται ότι προσέφερε ένα μονοπάτι προς μια ελεύθερη κοινωνία. Η δραματική χαλάρωση των σεξουαλικών ηθών μεταξύ τόσο των κουήρ οσο και των στρέητ τη δεκαετία του 1970 αποκάλυψε ότι η σεξουαλική καταπίεση δεν αποτελούσε πράγματι την κόλλα που κρατούσε ενωμένη την καπιταλιστική κυριαρχία, όπως είχαν ισχυριστεί οι πρότεροι υποστηρικτές της δύναμης του Έρωτα. Οι προσπάθειες για την αναδιάρθρωση της ετεροφυλοφιλίας στη νέα αριστερά ορθώς μνημονεύονται ως σε μεγάλο βαθμό τρομακτικές, με μιλιτάντηδες που παλεύαν να «συνθλίψουν την μονογαμία» να παγιδεύονται σε ακόμη περισσότερο σύνθετες μορφές μισογυνίας και τραύματος. Σήμερα, η σεξουαλικότητα έχει διαποτίσει τη λαϊκή καταναλωτική κουλτούρα, κι αποτελεί τόσο μια νεοφιλελεύθερη κι ατομικιστική κουραστική προσταγή απόλαυσης όσο και μια πηγή ελευθερίας. Η ιδέα ότι η αναζήτηση του ερωτισμού θα μπορούσε να συνενώσει νέες, επαναστατικές αλληλεγγύες θα έβγαζε νόημα μόνο όταν το ομοφυλοφιλικό σεξ ήταν βαριά ποινικοποιημένο, μα δεν αντεχεί πλέον ως μια πολιτική που ν’ αποτελεί πηγή έμπνευσης.
Οι ριζοσπαστικές κουήρ και φεμινιστικές απόπειρες επίθεσης κι αποσυναρμολόγησης της κανονιστικής πυρηνικής οικογενειακής μορφής δεν υπήρξαν ποτέ ικανές να διατυπώσουν συνεκτικά οράματα για μια υπέρβαση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Πολλοί περάσαν από σοσιαλιστικά κι αναρχικά οργανωτικά εγχειρήματα, ή είδαν την έμφυλη εξέγερσή τους ως μια άμεση προέκταση της αντικαπιταλιστικής τους ανάλυσης. Οι ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και των γυναικών που ήταν διαποτισμένοι με μια μαρξιστική πολιτική, συχνά επιδείξαν μια σχετική ανικανότητα να συλλάβουν ή να εμπλακούν στους πιο δυναμικούς, παραβατικούς κι εξεγερτικούς κουήρ και γυναικείους αγώνες. Για παράδειγμα, ομοφυλόφιλοι τροτσκιστές υπήρξαν οι δημιουργοί ενός κινήματος για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων στο πλάι αστών ομοφυλόφιλων, απορρίπτοντας ως υπεραριστερά τα υποκουλτουριάρικα φυλολυγιστικά ρεύματα της πολιτικής της απελευθέρωσης των ομοφυλόφιλων. Αφετέρου, το όραμα του σοσιαλισμού και του αντικαπιταλισμού μεταξύ των φεμινιστικών και των κουήρ κινημάτων των αρχών της δεκαετίας του 1970 υπήρξε συνήθως πολύ ασαφές, αντλώντας απ’ τις ρομαντικές ιδέες του αντιαποικιακού τριτοκοσμιστικού μαρξισμού.
Αυτή η ανεπάρκεια του οράματος της σεξουαλικής κι έμφυλης απελευθέρωσης των κινημάτων των αρχών της δεκαετίας του 1970 εκτείνεται ως τα όρια του οράματός τους για την κατάργηση της οικογένειας. Οραματίστηκαν την κατάργηση της οικογένειας ως μια βολονταριστική δραστηριότητα που διεξάγεται μέσω συνειδητών υποκουλτούρων. Σπανίως μπορέσαν να δουν τη δυνατότητα της γενίκευσης της κατάργησης της οικογένειας σε μια αναδιάρθρωση των οικονομικών σχέσεων που να εκτείνεται σ’ όλη την κοινωνία. Το όριο αυτό τελικά κείτεται στην επιμονή του ορίζοντα του εργατικού κινήματος. Ακόμη κι αν επιδιώξαν να διαφύγουν την αρρενωπότητά του, τη στενή του εστίαση στην μισθωτή εργασία ή τα όρια του οράματος της ισότητας στην προλεταριοποίηση, δεν μπορέσαν να οραματιστούν την κατάργηση της ίδιας της ταξικής σχέσης. Το εργατικό κίνημα επιδίωξε τη σοσιαλιστική ελευθερία μέσω της γενίκευσης της συνθήκης της μισθωτής εργασίας. Υπό τις συνθήκες της μισθωτής εργασίας, η οικογένεια μπορούσε να διαλυθεί μόνο μέσω της μαζικής διεύρυνσης ενός εναλλακτικού θεσμού που βρίσκεται εκτός της αγοράς: το κράτος. Η νεολαία των αρχών της δεκαετίας του 1970 επιδίωξε να δραπετεύσει απ’ την μισθωτή εργασία, δεν μπόρεσε όμως να οραματιστεί άλλα μέσα συλλογικής, κομμουνιστικής κοινωνικής αναπαραγωγής πέρα απ’ το εργαστάσιο, στην μία ή την άλλη του μορφή. Η Théorie Communiste υποδεικνύει αυτή τη διάκριση μεταξύ μιας πολιτικής που αντιπαρατίθεται στην εργασία και την επικρίνει, και το ξεπέρασμα του εργατικού κινήματος: «Η “κριτική της εργασίας” δεν αντιλαμβάνεται την αναδιάρθρωση με θετικό τρόπο σαν μετασχηματισμό της αντιφατικής σχέσης μεταξύ των τάξεων»[66], αφήνοντας τις εξεγέρσεις του Μάη του 1968 παγιδευμένες εντός της ίδιας της λογικής μιας θετικής εργατικής ταυτότητας την οποία επιδιώκαν ν’ απορρίψουν. Η δύσκολη γλώσσα της Théorie Communiste ισχύει και για τα όρια της έμφυλης εξέγερσης των αρχών της δεκαετίας του 1970:
Η εξέγερση ενάντια στην κατάσταση της εργατικής τάξης, εξέγερση ενάντια σε κάθε έκφανση της ζωής, παγιδεύτηκε σ’ ένα σχίσμα. Μπορούσε να εκφραστεί και να είναι αποτελεσματική μόνο στρεφόμενη ενάντια στο θεμέλιό της, την εργατική κατάσταση, αλλά όχι για να της επιτεθεί, καθώς δεν έβρισκε εντός της τη σχέση εκείνη με το κεφάλαιο που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση αυτής της επίθεσης, αλλά για να διαχωριστεί από αυτή. Ο «Μάης του ‘68» παρέμεινε έτσι στο επίπεδο της εξέγερσης[67].
Πολλά απ’ τα στραβά στις πραγματικά υπάρχουσες έμφυλες και σεξουαλικές σχέσεις της νέας αριστεράς έγιναν εμφανή στις μετέπειτα γενιές φεμινιστικής, κουήρ κι αντιρατσιστικής σκέψης. Οι διανοητικές τάσεις που ενεπλάκησαν με ζητήματα έμφυλης και σεξουαλικής πολιτικής στις δεκαετίες του 1980 και 1990 ήταν κυρίως ακαδημαϊκές, υπό διάφορα ονόματα όπως μεταδομισμός, μαύρος φεμινισμός, φεμινισμός των έγχρωμων γυναικών, φεμινισμός υπέρ του σεξ, μεταποικιακός φεμινισμός, κουήρ θεωρία και τρανς μελέτες. Αυτά τα διανοητικά ρεύματα, παρά τις πολλές επικρίσεις που δέχονται από μερικούς αριστεριστές για τους ποικίλους τους βαθμούς ιδεαλισμού, έλλειψη συνεκτικής έκθεσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, υπερτονισμό των ατομικών βιωμάτων κι αποσύνδεσης από τα μαζικά κινήματα, έχουν στην πραγματικότητα παράξει μια εκτεταμένη, ενδελεχή και σε μεγάλο βαθμό αξιόλογη κριτική των αποτυχιών της θεωρίας του φύλου ως τάξης, του επαναστατικού εθνικισμού και της απελευθέρωσης των ομοφυλόφιλων. Τα κινήματα για το AIDS τη δεκαετία του 1990, αντλώντας απ’ τον Φουκώ και τη κουήρ θεωρία, οι αγώνες των τρανς απ’ τη δεκαετία του 2000 κι ύστερα επηρεασμένοι από πολλαπλά θεωρητικά ρεύματα, κι οι μιλιτάντηδες του αμερικάνικου κινήματος Black Lives Matter που δηλώνουν ότι έχουν εμπνευστεί από τον διαθεματικό μαύρο φεμινισμό, έκαναν όλα τους μείζονες πολιτικές και θεωρητικές τομές στην πολιτική του φύλου σε στενό διάλογο μ’ αυτά τα ακαδημαϊκά ρεύματα. Για όσους ενδιαφέρονται για την κομμουνιστική επανάσταση, τα όρια αυτών των ακαδημαϊκών έργων είναι ξεκάθαρα, ιδίως δοσμένης της απουσίας μιας συνεκτικής κριτικής του καπιταλισμού. Όμως, τελικά, το καθήκον μας σήμερα είναι η ενσωμάτωση των προσπαθειών αυτών ν’ αναλογιστούν και να υπερβούν την πολιτική του φύλου των κινημάτων της δεκαετίας του 1970, κι όχι η συνολική τους απόρριψη.
Μια έκκληση για την κατάργηση της οικογένειας σήμερα δεν μπορεί απλώς να επαναλάβει τον Ένγκελς, την Κολλοντάι ή τη Third World Gay Revolution. Όσα πολλά κι αν έχουν να μας διδάξουν αυτά τα ιστορικά παραδείγματα, το σήμερα απαιτεί έναν κομμουνιστικό φεμινισμό ικανό να κινηθεί πέρα απ’ τα όρια αυτών των περασμένων κινημάτων ενάντια στην οικογένεια. Για να γίνει αυτό, το σημερινό κομμουνιστικό έργο για την οικογένεια πρέπει να λάβει υπόψη του τον δομικό μετασχηματισμό της αναπαραγωγής των γενεών της εργατικής τάξης απ’ τη δεκαετία του 1970 κι έπειτα, ιδίως την ύφεση της πυρηνικής οικογένειας του άντρα βιοπαλαιστή και τον κατακερματισμό των κατηγοριών του φύλου. Θα στραφώ τώρα σ’ αυτή την μετατοπιζόμενη πολιτική οικονομία.
Ύστερα απ’ την οικογένεια του άντρα βιοπαλαιστή
Τελικά, το θετικό επαναστατικό όραμα των κινημάτων αυτών ηττήθηκε. Ως τα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι εξεγέρσεις που σάρωσαν τον κόσμο είχαν συντριφθεί σαρωτικά. Αυτές οι πολιτικές ήττες, παρά τα ποικίλα πολιτικά συγκείμενα, υπήρξαν όλες του κομμάτι μιας ευρύτερης κρίσης της καπιταλιστικής κερδοφορίας68. Οι εξεγερμένοι του φύλου της δεκαετίας του 1970 μοιράστηκαν αυτή την κινηματική ύφεση. Οι φεμινίστριες, αφότου είδαν σημαντικές νίκες στην ισότητα των φύλων τη δεκαετία του 1970, τόσο λόγω οικονομικών μεταβολών όσο και νομοθετικών νικών, ήρθαν αντιμέτωπες με μια πολιτική αντίδραση και με την επιμονή ενός μισθολογικού χάσματος μεταξύ των φύλων. Το κίνημα για την απελευθέρωση των ομοφυλόφιλων μετρίασε τις ενέργειές του, συρρικνώμενο σ’ ένα στενό κίνημα για την προάσπιση των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων τη δεκαετία του 1970, μόνο ανανεώνοντας μια μαχητική φάση κατά την κορύφωση της κρίσης του AIDS στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι υποστηρικτές του δικαιώματος στην πρόνοια σταμάτησαν να κερδίζουν έδαφος μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970, και σύντομα είδαν την πλήρη διάλυση των χρηματικών επιδομάτων τους και των κοινωνικών υπηρεσιών με το πέρασμα σε μια νέα εποχή λιτότητας.
Καθώς το ευρύτερο κύμα πάλης κατέρρευσε στα μέσα της δεκαετίας του 1970, οι αποδυναμωμένοι απόγονοι αυτών των κινημάτων αυξανόμενα θεωρητικοποίησαν κι οργανώθηκαν γύρω απ’ το φύλο διαχωρισμένοι από οποιαδήποτε ταξική πολιτική. Όταν διαχωρίστηκαν απ’ τις μαζικές οικονομικές διεκδικήσεις, τα κινήματα για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και των γυναικών συνέχισαν ν’ αποκτούν άλλα, περισσότερο περιορισμένα, κέρδη στη νομική ισότητα. Πιο σημαντικά, αυτά τα κινήματα γύρω απ’ το φύλο έχουν μετασχηματίσει τις προσδοκίες και τις διαπροσωπικές δυναμικές των νεαρών γυναικών και των κουήρ. Οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι σήμερα ενστερνίζονται με άνεση το δικαίωμα σε εξωγαμιαίο σεξ για απόλαυση και την πεποίθηση ότι οι οικογένειες μπορούν να λάβουν ποικίλες αποδεκτές μορφές. Είναι πιθανότερο ν’ αποδέχονται τις ομοφυλόφιλες σχέσεις και τον μη-κομφορισμό φύλου παρά να μην τα αποδέχονται, κι οι αποφάσεις τους αναφορικά με το σεξ και το φύλο είναι πιθανότερο να κατευθύνονται από μια ανησυχία για την προσωπική τους ευημερία.
Όμως, καθώς τα ριζοσπαστικά κινήματα ηττούνταν, χαρακτηριστικά-κλειδί της οικογενειακής μορφής στην οποία αντιτίθονταν μετατοπίστηκαν αναπάντεχα. Οι επιδράσεις της παρατεταμένης κρίσης κερδοφορίας κι η ήττα του εργατικού κινήματος απ’ τα μέσα της δεκεατίας του 1970 κι έπειτα τελικά κατέστησαν ανέφικτο για τους περισσότερους εργάτες να μπορέσουν να συντηρήσουν οικονομικά μια άμισθη νοικοκυρά έξω απ’ την αγορά εργασίας. Δεν ήταν οι κουήρ ή οι φεμινίστριες που τελικά οδήγησαν αυτή την οικογενειακή μορφή σε κρίση. Η οικογενειακή μορφή του άντρα βιοπαλαιστή δεν είναι πλέον χαρακτηριστική κανενός τμήματος της κοινωνίας κι έχει χάσει την κοινωνική της ηγεμονία λόγω της σύγκλισης αρκετών ταυτόχρονων τάσεων. Στη θέση της είδαμε τη δραματική και σταθερή ανάπτυξη των νοικοκυριών με δύο μισθωτούς, των ανθρώπων που επιλέγουν να μην συζούν ή παντρευτούν, των εξατομικευμένων και κατακερματισμένων οικογενειακών δομών και πολλών που έχουν πρόσβαση σε αναπαραγωγικές υπηρεσίες ως εμπόρευμα στην αγορά. Ο συνδυασμός όλων αυτών των δυναμικών έχουν παράξει μια ετερογενή σειρά οικογενειακών μορφών στη ζωή της εργατικής τάξης. Σ’ αντίθεση με τη γέννηση του εργατικού κινήματος, όταν η εργατική οργάνωση έπαιζε έναν οργανικό ρόλο στη δημιουργία των όρων για την εμφάνιση της νοικοκυράς στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, η πτώση της εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό σ’ ένα σύνολο δομικών δυνάμεων.
Οι ζωές των γυναικών είδαν μεγάλες αλλαγές τις δεκαετίες ύστερα απ’ την ήττα του εξεγερτικού φεμινιστικού κινήματος. Πρώτον, οι παντρεμένες γυναίκες έχουν ενσωματωθεί μαζικά στο εργατικό δυναμικό. Η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας αυξήθηκε σταδιακά με τη διεύρυνση της υπαλληλικής απασχόλησης απ’ τη δεκαετία του 1920 κι ύστερα. Τη δεκαετία του 1950, κατά την κορύφωση της προαστιοποίησης, οι μεγαλύτερες ηλικιακά γυναίκες ξεκίνησαν να εργάζονται σε μεγαλύτερους αριθμούς. Όμως, με την αύξηση της εισόδου των νεαρών παντρεμένων γυναικών στο εργατικό δυναμικό κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, η μετατόπιση έγινε αυξανόμενα ορατή κι αδιαμφισβήτητη για όλους. Η συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό των παντρέμενων γυναικών με εν ζωή σύζυγο στις ΗΠΑ αυξήθηκε σταθερά απ’ το 30% τη δεκαετία του 1960 καταλήγοντας να σταθεροποιηθεί πάνω απ’ το 60% τη δεκαετία του 1990[69]. Μολονότι η επιμονή των ρυθμίσεων της αγοράς εργασίας έχει επιβραδύνει την αυξανόμενη συμμετοχή των γυναικών σ’ αυτή στις ευρωπαϊκές σοσιαλδημοκρατίες, η γυναικεία απασχόληση αυξήθηκε πάραυτα στις χώρες του ΟΟΣΑ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό αυξήθηκε απ’ το 37% το 1961 στο 53% το 1990, και παρέμεινε κοντά το 55% από τότε. Στη Γερμανία, οι γυναίκες πήγαν απ’ το 39% το 1970 στο 56% το 2016, σε μια περίοδο πτώσης των πραγματικών μισθών[70]. Πολλοί παράγοντες συνεισφέραν στην αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης των θηλυκοποιημένων θέσεων εργασίας στον τομέα των αναπαραγωγικών υπηρεσιών, των δουλειών γραφείου, της εκπαίδευσης και της υγείας· της μειωμένη γεννητικότητας· της αυξημένης προσφοράς μερικής απασχόλησης· και της αυξανόμενης επιθυμίας των γυναικών να εργαστούν. Σε πολλές βιομηχανίες κι έθνη, οι απαγορεύσεις για την απασχόληση των γυναικών και των μητέρων εξαλήφθηκε τις δεκεατίες του 1960 και του 1970. Περισσότερο σημαντικό υπήρξε το γεγονός ότι η γυναικεία απασχόληση αποτελούσε μια οικονομική αναγκαιότητα για την εργατική οικογένεια. Οι εργατικοί μισθοί έχουν λιμνάσει και μειωθεί απ’ τη δεκαετία του 1970 κι ύστερα, κι η διατήρηση ενός παρόμοιου βιοτικού επιπέδου απαιτούσε απ’ την πλειοψηφία των εργατικών οικογενειών να στείλουν τις συζύγους στο εργατικό δυναμικό, μια ώθηση που υποστηρίχτηκε κι απ’ το αυξανόμενο χρέος των νοικοκυριών. Οι εργατικές οικογένειες δεν μπορούν πλέον να συντηρήσουν οικονομικά τη βασισμένη στη νοικοκυρά οικογένεια. Ο καπιταλισμός έχει καταστρέψει τη βασισμένη στη νοικοκυρά οικογένεια η οποία είχε υπάρξει κεντρική για την ευυποληψία του εργατικού κινήματος.
Η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας έχει συνοδευτεί απ’ το γεγονός ότι οι άνθρωποι στις χώρες του ΟΟΣΑ έχουν επιλέξει να παντρεύονται σε μεγαλύτερη ηλικία, να συζούν χωρίς να παντρεύονται, να παίρνουν γρηγορότερα διαζύγιο και να ζουν ως εργένηδες. Στις ΗΠΑ, το μέσο ποσοστό διαζυγίων ανέβηκε από 3,5 ανά χίλιους κατοίκους άνω των 15 ετών το 1950 σε 6,3 ανά χίλιους κατοίκους το 1985· στην Αγγλία και την Ουαλία αυξήθηκε από 0,9 σε 4 ανά χίλιους κατοίκους για την ίδια περίοδο[71]. Απ’ το 1950, μόνο το 10% των ευρωπαϊκών νοικοκυριών αποτελούνταν από ένα άτομο· το 2000, τα νοικοκυριά αποτελούμενα από μόλις ένα άτομο έφτασαν το 30% των νοικοκυριών στην Μεγάλη Βρετανία, το 40% στη Σουηδία, και το χαμηλότερο ποσοστό της Ευρώπης είναι στην Ελλάδα με 20%[72]. Παρομοίως, τα υψηλότερα ποσοστά διαζυγίων καθιστούν τόσο τους άντρες όσο και τις γυναίκες ικανούς να φύγουν από κακές κι ανικανοποιητικές σχέσεις σε αναζήτηση καλύτερου σεξ και μη-παραδοσιακών οικογενειακών δομών, εντείνοντας επίσης την εξατομίκευση, την απομονώση και τον κατακερματισμό της κοινωνικής ζωής.
Τα ζευγάρια κάνουν λιγότερα παιδιά, ξεκινώντας τη τεκνοποίηση σε μεγαλύτερη ηλικία και σταματώντας σε μικρότερη. Η γεννητικότητα έχει μειωθεί παντού· μεταξύ του 1900 και του 2000, από 5 παιδιά ανά γυναίκα στη Γερμανία σε 1,3, από 3,8 στις ΗΠΑ σε 2, από 5,8 στην Ινδία σε 3,3, από περίπου 6 στη Λατινική Αμερική σε 2,7[73]. Τα παιδιά είναι πολύ πιθανότερο πλέον να γεννηθούν εκτός γάμου. Ως ποσοστό επί των γεννήσεων, τα εξωγαμιαία παιδιά αυξήθηκαν από 8% στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1960 σε 39,5% το 2000, από 5,3% στις ΗΠΑ σε 31%, από 11,6% στην πρώην Ανατολική Γερμανία σε 49,9% κι από 6,7% στην πρώην Δυτική Γερμανία σε 17,7%[74]. Η χαμηλότερη γεννητικότητα σημαίνει ότι μεγαλύτερο μέρος της ζωής βιώνεται εκτός της ανατροφής παιδιών, εκτός του οίκου κι εκτός των στενών περιορισμών της πυρηνικής οικογένειας.
Επιπρόσθετα στη στασιμότητα των μισθών, υπάρχει ένα ακόμη στοιχείο της παρατεταμένης καπιταλιστικής κρίσης που έχει συνεισφέρει στην ύφεση της οικογενειακής μορφής του άντρα βιοπαλαιστή, επιδεινώνοντας τους υπόλοιπους παράγοντες: η εμπορευματοποίηση της αναπαραγωγικής εργασίας. Με πτωτικά ποσοστά κέρδους στην μεταποίηση και πολλούς άλλους τομείς, οι καπιταλιστικές επενδύσεις έχουν αυξανόμενα αναζητήσει νέες ευκαιρίες στις καταναλωτικές υπηρεσίες. Αυτό έχει συνεισφέρει στη σημαντική ανάπτυξη των κερδοφόρων εταιρειών με πολύ χαμηλόμισθους εργάτες που παρέχουν υπηρεσίες οι οποίες προηγουμένως εκτελούνταν από άμισθες νοικοκυρές. Ακόμη και πολλοί άνθρωποι της εργατικής τάξης μπορούν να πάνε τα ρούχα τους στο καθαριστήριο, τα παιδιά τους σε παιδικούς σταθμούς, να γευματίσουν σ’ ένα ταχυφαγείο και να πληρώσουν άλλους εργάτες να καθαρίσουν το σπίτι τους. Αυτό έχει αυξήσει τη ζήτηση απασχόλησης στους θηλυκοποιημένους τομείς, προσφέροντας περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης σε γυναίκες και κουήρ της εργατικής τάξης. Οι εύπορες οικογένειες απασχολούν μετανάστριες οικιακές βοηθούς για να καθαρίσουν τα σπίτια τους και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους σε ποσοστά που έχουμε να δούμε απ’ τα μέσα του 19ου αιώνα. Αναθέτοντας την αναπαραγωγική εργασία σε άλλες μισθωτές υπηρεσίες, οι άνθρωποι απελευθερώνουν χρόνο για τις περισσότερο απαιτητικές τους εργάσιμες εβδομάδες, και μειώνουν την εξάρτησή τους στην άμισθη εργασία στο σπίτι.
Από κοινού, όλες αυτές οι μεταβολές σημαίνουν μια βελτίωση της ικανότητας όλων των ανθρώπων να αναζητήσουν σχέσεις που τους γεμίζουν πέρα απ’ τις στενές προσδοκίες της οικογένειας και της κοινότητας. Οι παράγοντες αυτοί έχουν πιθανότατα συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στη τεράστια αύξηση των ανθρώπων που αναζητούν ομοφυλοφιλικές σχέσεις, αλλαγή φύλου και σύνθετες μη-παραδοσιακές οικογένειες. Με πολλούς τρόπους, αυτές οι δραματικές δημογραφικές μετατοπίσεις στον τρόπο που οι άνθρωποι επιδιώκουν σχέσεις έχει υπάρξει μια πραγματική, ποιοτική βελτίωση στη σεξουαλική ζωή των ανθρώπων και στον τρόπο που οι άνθρωποι βιώνουν το φύλο τους. Η σημερινή νεολαία ενηλικιώνεται σ’ ένα κόσμο περισσότερο σεξουαλικά απελευθερωμένο απ’ ότι οι παππούδες κι οι γιαγάδες τους.
Όμως, οι μετατοπίσεις αυτές συνεπάγονται επίσης μια εντατικοποίηση της εξάρτησης απ’ τον μισθό. Η ύφεση της εργατικής οικογενειακής μορφής του άντρα βιοπαλαιστή έχει μετατοπίσει την εμπειρία των γυναικών και των κουήρ απ’ την εξάρτηση στην προσωπική κυριαρχία ενός συζύγου ή πατέρα στην εξάρτηση στην απρόσωπη κυριαρχία του μισθού. Διέφυγαν της τυραννίας των πατριαρχικών σπιτιών μόνο για να βρεθούν ως κουήρ άστεγη νεολαία στους δρόμους των μεγαλουπόλεων, ως μητέρες που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους καταδικασμένες σε χρόνια φτώχεια ή μεταξύ των εκατομμύριων κουήρ και γυναικών που εργάζονται στις χαμηλόμισθες βιομηχανίες υπηρεσιών ή ως άτυποι εργάτες στο περιθώριο της μισθωτής οικονομίας. Όλοι αναγκάζονται να βρουν και να διασφαλίσουν εργασία σε διαρκή ανταγωνισμό με άλλους προλετάριους, υποκείμενοι στην έμφυλη και σεξουαλική πειθαρχία των εργοδοτών και της εργασιακής διαδικασίας. Ακριβώς όπως η οικογένεια του άντρα βιοπαλαιστή κατέστη εφικτή από μια διαδοχή νικών του εργατικού κινήματος, η παρατεταμένη οικονομική κρίση κι η κατάρρευση του εργατικού κινήματος έχει καταδικάσει τους ανθρώπους σε υλική ανέχεια, σε εξάρτηση στην αγορά και σ’ αλλοτριωμένη εργασία. Οι νέες ετερογενείς οικογενειακές δομές που εμφανίζονται αποτελούν τόσο ένα σύμπτωμα της απελπισίας λόγω των παραπάνω όσο και μια πρακτική φροντίδας, και σ’ αυτή την εξάρτηση απ’ την αγορά όλοι υποβάλλονται σε νέες μορφές θήρευσης. Η κουήρ νεολαία, απελευθερωμένη από μια βίαιη σχέση με τους γονείς, ίσως υποβληθεί στους νέους κινδύνους της σεξεργασίας του πεζοδρομίου· οι νεαρές μητέρες, επιλέγοντας να μην παντρευτούν τους κακοποιητικούς συντρόφους τους, ίσως βρεθούν να εργάζονται υπερωρίες στο λιανεμπόριο υπό διευθυντές που τις κακοποιούν σεξουαλικά.
Εν μέσω αυτών των οικονομικών τάσεων, η εργατική τάξη είναι πολύ πιθανότερο να εξαρτάται σε κατακερματισμένες, διευρυμένες κι ετερογενείς σχέσεις συγγένειας με τρόπους που παραλληλίζουν τον 19ο αιώνα. Οι γονείς όλων των κοινωνικών τάξεων χωρίζουν και ξαναπαντρεύονται με υψηλούς ρυθμούς, παράγοντας τις λεγόμενες μεικτές οικογένειες των θετών παιδιών. Μητέρες με φυλακισμένους συγγενείς, κάτι ιδιαίτερα σύνηθες μεταξύ των Αφροαμερικανίδων, ίσως ζουν και μεγαλώνουν τα παιδιά τους μαζί με την αδερφή τους, την μητέρα τους ή την κολλητή τους. Οι μετανάστες στέλνουν έναν μεγάλο μερίδιο του μισθού τους πίσω στην οικογένειά τους στην πατρίδα τους. Ίσως μακροπρόθεσμα επωφελούνται από την αποστολή αυτών των εμβασμάτων, ελπίζοντας ν’ αποσυρθούν πίσω στις αγροτικές κοινότητες από όπου προέρχονται με την οικογένειά τους να έχει αγοράσει γη ή σπίτι μέσω αυτών των εμβασμάτων και τα παιδιά τους να τους φροντίζουν στα γεράματα, όμως αυτά τα προσωπικά υλικά οφέλη πιθανότητα δεν περιγράφουν επαρκώς το βάθος και την επιμονή των μεταναστών εργατών που στέλνουν εμβάσματα. Οι ομοφυλόφιλες οικογένειες γίνονται όλο και πιο συνηθισμένες, με την πρόσβαση σε μισθωτή εργασία, τις μειωμένες ομοφοβικές κυρώσεις και μια κοινή γνώμη που τους αποδέχεται πλέον περισσότερο, να καθιστά τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια ικανά να ενσωματωθούν στο αντίστοιχό τους ταξικό περιβάλλον. Τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια είναι επίσης πιθανότερο να γίνουν κομμάτι ετερογενών κουήρ δικτύων εξάρτησης που περιλαμβάνουν πρώην εραστές, θετά παιδιά, στενούς φίλους, κλπ.
Φυσικά, όλα αυτά αποτελούν μορφές οικογένειας. Αποτελούν τόσο προσαρμοστικές απαντήσεις στις επιδεινώμενες οικονομικές συνθήκες, στρατηγικές αναπαραγωγής κι επιβίωσης για την ικανοποίηση των υλικών και συναισθηματικών αναγκών των ανθρώπων, όσο και δυνητικούς χώρους προσωπικής κυριαρχίας και βίας. Ο ημιελεύθερα επιλεγμένος χαρακτήρας τους -δεδομένου ότι δεν επιβάλλονται στον ίδιο βαθμό απ’ το βάρος των κοινωνικών προσδοκιών και των φυσικοποιημένων δεσμών αίματος, και προσφέρουν περισσότερες επιλογές εξόδου απ’ ότι οι ομόλογοί τους σε προηγούμενες εποχές- προσφέρει έστω και λίγα περισσότερα μέσα για αντίσταση στην ετεροκανονιστική και πατριαρχική βία. Οι κουήρ κι οι κουήρ υποκουλτούρες έχουν πολλά να διδάξουν τους πάντες αναφορικά με περισσότερο συνετούς κι αξιοπρεπείς τρόπους να φροντίζουμε ο ένας τον άλλον με λιγότερο βλαβερούς τρόπους. Όμως, αυτές οι ελεύθερα επιλεγμένες μορφές οικογένειας βιώνονται υπό καπιταλιστικές συνθήκες, περιοριζόμενες και διαταρρασόμενες απ’ την ωμότητα της μισθωτής εργασίας. Τα διευρυμένα δίκτυα φιλικής φροντίδας συχνά διαλύονται ενώπιον οικονομικών περιορισμών. Για παράδειγμα, στις κουήρ υποκουλτούρες, το σύνηθες φαινόμενο ανθρώπων που μετακομίζουν αλλού λόγω δουλειάς ή ακόμη και το να κάνουν παιδί, μπορεί να υπονομεύσει μακροχρόνια δίκτυα αλληλοβοήθειας μεταξύ φίλων. Οι ζωές των ανθρώπων αυτών παραμένουν διχοτομημένες από ταξικές και φυλετικές διαστρωματώσεις, κι οι προσδοκίες της αλληλοβοήθειας σπανίως μπορούν να επιβιώσουν κρίσεις βαριάς χρήσης ναρκωτικών, παρατεταμένης ανεργίας, φυλάκισης ή ψυχικών ασθενειών. Η φιλοδοξία των κουήρ, των φεμινιστριών και των μαύρων αριστεριστών ν’ αγαπούν και να φροντίζουν ο ένας τον άλλον ενώπιον της ωμότητας αυτού του κόσμου δεν μπορεί να πραγματωθεί σε συνθήκες γενικευμένης εξάρτησης στην αγορά. Η σημερινή κουήρ κοινότητα δεν προεικονίζει τον κομμουνισμό, κι ούτε θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο.
Για όσους έχουν ιστορικά αποκλειστεί απ’ το εργατικό κίνημα, η ύφεση της εξάρτησης στην οικογένεια συνεισφέρει στην εντατικοποίηση της επισφάλειας και της κρατικής βίας· για τη σταθερή λευκή εργατική τάξη, σημαίνει μια μαζική επανευθυγράμμιση των έμφυλων και των σεξουαλικών σχέσεων σε συνδυασμό με την οικονομική αστάθεια. Εδώ μπορούν να εντοπιστούν μερικά χρήσιμα στοιχεία για την κατανόηση του αυξανόμενου αντρικού ρεβανσισμού στην ακροδεξιά, την ανάπτυξη συντηρητικών θρησκευτικών κινημάτων επικεντρωμένων στην ετεροφυλόφιλη οικογένεια ως το θεμέλιο της κοινωνικής τάξης [order] μετά τη δεκαετία του 1970 και το αντιφεμινιστικό μίσος που καλλιεργείται μεταξύ των διαδικτυακών δικτύων των εξατομικεύμενων αντρών. Μια νοικοκυρά και μια θέση εργασίας που αμοιβόταν μ’ έναν οικογενειακό μισθό συνήθιζε να προσφέρει αρρενωπή αξιοπρέπεια, έναν προστατευμένο τόπο όπου οι προλετάριοι μπορούσαν να υλοποιήσουν τις σεξουαλικές τους φαντασιώσεις κι όπου ιδίως οι άντρες μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές και συναισθηματικές τους ανάγκες· ένα καταφύγιο απ’ τα δεινά της μισθωτής εργασίας και μια διαβεβαίωση ότι κάποιος άλλος θα έκανε τη δουλειά της αναπαραγωγής. Οι προλετάριοι κι οι προλετάριες αγωνίστηκαν γι’ αυτή την οικογενειακή μορφή, την κερδίσαν και την υπερασπίστηκαν για πολλές γενιές, και τώρα δεν είναι πλέον διαθέσιμη. Μερικοί βρήκαν μια κουήρ φεμινιστική πολιτική που υπόσχεται μια πολύ καλύτερη ανθρωπότητα. Άλλοι στραφήκαν στις μισογυνιστικές επιλογές που προσφέρει μια πικραμένη λευκή αντρική τάξη των προαστίων: φασιστικές οργανώσεις, διαδικτυακά φόρουμ «ακούσια άγαμων», μισογυνιστικά κανάλια αυτοβοήθειας στο Youtube, το αντιφεμινιστικό χιούμορ των σοσιαλδημοκρατικών διαδικτυακών ραδιοφωνικών εκπομπών ή πολιτικούς που δηλώνουν ανοικτά και περήφανα ότι είναι βιαστές και προβαίνουν σε σεξουαλικές κακοποιήσεις.
Στην πορεία της ιστορίας της καπιταλιστικής ανάπτυξης που περιγράψαμε, η οικογένεια έχει μετατραπεί σ’ όπλο σε μια ιδεολογική επίθεση εναντίον κομματιών της εργατικής τάξης. Για τον Ένγκελς, αυτό έλαβε την μορφή του τρόμου για έναν θεωρούμενο σεξουαλικό εκφυλισμό της εργατικής τάξης σε κρίση· για το εργατική κίνημα, προς όφελος της ευυπόληπτης οικογένειας του άντρα βιοπαλαιστή για να καταδικάσει τους αποκλεισμένους ανταγωνιστές του μεταξύ του λούμπεν προλεταριάτου, των κουήρ και των μαύρων εργατικών οικογενειών. Η αστική τάξη κι οι σύμμαχοί της πάντα καταδικάζαν τις οικογένειες σε φτώχεια, συνδέοντας ένα φυλετικοποιημένο μίσος με μια αποδοκιμασία των στρατηγικών των φτωχών γι’ αναπαραγωγή σε περιορισμένες περιστάσεις, της θεωρούμενης σεξουαλικής ελευθερίας τους και της μη-κανονικότητας του φύλου τους.
Η πολιτιστική κι ιδεολογική λειτουργία της οικογένειας ως μια κοινωνική νόρμα συνεχίζει και σήμερα, χρησιμοποιούμενη για πολύ αντιδραστικούς σκοπούς μέσω μιας σειράς ποικιλόμορφων πολιτικών αγώνων. Ο υπερμεγέθης ρόλος της οικογένειας στο σύγχρονο πολιτικό φαντασιακό οφείλεται στην επιμονή ακριβώς εκείνου που κατέστησε την οικογενειακή μορφή του άντρα βιοπαλαιστή τόσο ελκυστική ως βάση του εργατικού κινήματος: η ιδεολογική δύναμη της οικογένειας ως μια αξίωση ηθικής, κοινωνικής και πολιτιστικής νομιμοποίησης μεταξύ του κοινωνικού κατακερματισμού, της εξατομίκευσης και της απομόνωσης του καπιταλισμού. Η σημασία της οικόγενειας ως μια φαντασιακή βάση της κοινωνικής τάξης [order] κι ηθικότητας έχει αρκετές εκδηλώσεις. Αποτελεί ένα οικείο χαρακτηριστικό της δεξιάς, νεοσυντηρητικής πολιτικής, και χρησιμοποιείται συχνά απ’ όλων των ειδών τους θρησκευτικούς φονταμενταλισμούς. Η πατριαρχική πυρηνική οικογένεια αποτελεί το ιδεολογικό θεμέλιο του οράματος των δεξιών θρησκευτικών κινημάτων για κοινωνική τάξη [order] στις εν εξελίξει επιθέσεις τους στα κεκτημένα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων και των γυναικών. Οι θρησκευόμενοι συντηρητικοί μοιράζονται με πολλούς κοινωνικούς επιστήμονες την πεποίθηση ότι τα σταθερά ετεροφυλοφιλικά ζευγάρια αποτελούν τη βάση για την ανατροφή ηθικών και κοινωνικά ευυπόληπτων παιδιών. Οι κοινωνικές επιστήμες συνεχίζουν ν’ αφιερώνουν σωρούς ερευνών προσπαθώντας να εδραιώσουν ότι οι μη-παραδοσιακές οικογενειακές διατάξεις, ιδίως εκείνες μεταξύ των φτωχών και των μαύρων, αποτελούν την αιτία της εγκληματικότητας και πολλών άλλων κοινωνικών δεινών. Οι αφομοιωμένοι ομοφυλόφιλοι ακτιβιστές τονίζουν τη σταθερότητα κι ακεραιότητα των οικογενειακών τους διατάξεων ως ένα κεντρικό συστατικό στοιχείο μιας πολιτικής που ορθώς αποκαλλείται «ομοιοκανονιστική». Όλες αυτές οι εκδηλώσεις -θρησκευούμενοι συντηρητικοί, κοινωνικοί επιστήμονες κι ομοιοκανονικοί ομοφυλόφιλοι- μοιράζονται μια εστίαση στο σταθερό ζευγάρι ως τη βάση της γονεϊκότητας, και μια πλήρη δέσμευση στην κανονιστικότητα του φύλου. Αυτά τα πολιτικά ρεύματα διαβεβαιώνουν ότι οι οικογένειες μπορούν ν’ αποτελούν μια συντηρητική δύναμη. Δεδομένων των δυναμικών της κοινωνικής εξατομίκευσης, της εξάρτησης και της ιδιοκτησίας της οικογένειας υπό καπιταλιστικές συνθήκες, υπάρχει μια κάποια αλήθεια σ’ αυτούς τους ισχυρισμούς τους. Η έκκληση για την κατάργηση της οικογένειας αποτελεί μια σύγκρουση μ’ αυτόν τον ιδεολογικό συντηρητισμό.
Η βασισμένη στη νοικοκυρά οικογενειακή μορφή έχει υπονομευτεί απ’ την ίδια την καπιταλιστική ανάπτυξη. Το αίτημα για την κατάργηση της οικογένειας δεν στοχεύει πλέον ευθέως μια ιδιαίτερη, ειδική οικογενειακή μορφή χαρακτηριστική μιας ιδιαίτερης στρατηγικής ταξικής αναπαραγωγής. Όμως, οι πυρηνικές οικογένειες, ως αντιφατικοί τόποι βίας κι αλληλεξάρτησης, ακόμη επιβιώνουν. Η οικογένεια επιμένει σήμερα ως ο σχεδόν αποκλειστικός θεσμός για την αναπαραγωγή των γενεών κι ως ένα βοήθημα για την προλεταριακή επιβίωση λόγω της επισφάλειας της μισθωτής εργασίας.
Κομμουνιστές σήμερα εγείρουν ξανά το κάλεσμα για την κατάργηση της οικογένειας[75]. Οι συγκεκριμένες υλικές συνθήκες της αναπαραγωγής της εργατικής τάξης σήμερα επίσης καθιστούν αυτά τα καλέσματα διακριτά απ’ τις προηγούμενες εποχές. Καθώς η ζωή της εργατικής τάξης εξατομικεύεται όλο και περισσότερο, το κάλεσμα για την κατάργηση της οικογένειας τη τρέχουσα στιγμή αποτελεί μια αντιπαράθεση με την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής εξαθλίωσης. Η παρατεταμένη οικονομική κρίση των στάσιμων μισθών, των εντατικοποιούμενων εργασιακών καθεστώτων και των αποσυντεθειμένων δομών κοινωνικού μισθού, σε συνδυασμό με την αλλοτρίωση και την απομόνωση της καπιταλιστικής ζώης, οδηγεί τους προλετάριους ν’ αναζητήσουν μέσα επιβίωσης και συναισθηματικού καταφύγιου. Τα κατακερματισμένα ερωτικά ζευγάρια, οι απομονωμένες γονεϊκές μονάδες κι οι προσπάθειες ανοικοδόμησης μιας υποψίας πυρηνικής οικογένειας αποτελούν τις πιθανότερες μορφές μιας τέτοιας οπισθοχώρησης.
Σ’ αντίθεση με τους ακαδημαϊκούς κουήρ θεωρητικούς των δεκαετιών του 1980 και του 1990, τα νέα καλέσματα για την κατάργηση της οικογένειας καταπιάνοντα όλα τους με το επαναστατικό εγχείρημα του κομμουνισμού. Καθένα εξ αυτών προσπαθεί να συνυπολογίσει, με διάφορους τρόπους, έναν θεμελιώδη κατακερματισμό των έμφυλων σχέσεων μέσω των πολιτικών κι οικονομικών μετασχηματισμών της οικογένειας απ’ τη δεκαετία του 1970 κι ύστερα. Δείχνουν προς τη διάλυση της οικογένειας ως μια αναπαραγωγική μονάδα μέσω της ενσωμάτωσης της αναπαραγωγικής εργασίας σε συλλογικούς θεσμούς εκτός της αγοράς. Το καθένα εξ αυτών αναζητεί κάποια μέσα αναδιάρθρωσης της δραστηριότητας της αναπαραγωγής των γενεών. Το αίτημα για την κατάργηση της οικογένειας μπορεί να προσφέρει ξανά μια τροχιά εξόδου απ’ τη σημερινή αθλιότητα.
Επίλογος: Κατάργηση της οικογένειας και κομμουνισμός
Σε μια καπιταλιστική κοινωνία, η αναπαραγωγή της εργατικής τάξης εξαρτάται απ’ την μισθωτή εργασία όπως και μεσολαβείται μέσω της οικογένειας. Οι προλετάριοι πρέπει γενικά να πουλήσουν την εργασιακή τους δύναμη στους καπιταλιστές για να επιβιώσουν. Όσοι δεν μπορούν να το κάνουν αυτό, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών, εξαρτώνται από οικογενειακούς δεσμούς μ’ όσους συμμετέχουν στην αγορά εργασίας. Επιπρόσθετα σε μια οικογενειακή πρόσβαση σε μισθό, τα παιδιά επίσης εξαρτώνται σε μια μεγάλη ποσότητα αναπαραγωγικής εργασίας. Η μεγάλη πλειοψηφία αυτής της αναπαραγωγικής εργασίας έχει πάντα υπάρξει, και συνεχίζει να είναι, άμισθη. Η οικογένεια, ιδίως η ετεροφυλόφιλη πυρηνική οικογένεια, έχει υπηρετήσει ως ο κυρίαρχος και σταθερός τρόπος αναπαραγωγής των γενεών για τους προλετάριους στον καπιταλισμό. Τα σοσιαλδημοκρατικά και τ’ αυτοαποκαλούμενα σοσιαλιστικά κράτη διευρύνθηκαν, ανά καιρούς, ώστε ν’ αναλάβουν σημαντικά κομμάτια της οικογενειακής αναπαραγωγής, αποκλειστικά όμως ως συμπλήρωμα στην πρωτεύουσα εξάρτηση στον μισθό. Ανά καιρούς κι ανά τόπους, έχουν υπάρξει στον καπιταλισμό άλλα συστήματα καθημερινής αναπαραγωγής κι αναπαραγωγής των γενεών, συμπεριλαμβανομένων των ορφανοτροφείων, της υιοθεσίας, των μονογονεϊκών οικογενειών και των διευρυμένων οικογενειακών συστημάτων, και για όσους ολοκληρώνουν την πρώιμη παιδική ηλικία τα συστήματα των φυλακών, του στρατού και των εργατικών στρατώνων. Ωστόσο, κανένας εξ αυτών των θεσμών δεν έχει πλησιάσει στην πλήρη αντικατάσταση της οικογένειας ως πρωτεύουσα μονάδα αναπαραγωγής των γενεών. Σήμερα, η διεύρυνση της μισθωτής κι εμπορευματοποιημένης αναπαραγωγικής εργασίας δεν έχει ακόμη επεκταθεί στο μεγαλύτερο μέρος της εργασίας της φροντίδας των πολύ μικρών παιδιών, κι αφήνει ακόμη πολύ άμισθη οικιακή κι αναπαραγωγική εργασία. Η εμπορευματοποίηση της ανατροφής των παιδιών που έχει λάβει χώρα ακόμη στηρίζεται σ’ οικογενειακούς δεσμούς με μισθωτούς εργάτες για να πληρωθεί αυτή η φροντίδα, μετατοπίζοντας το εύρος των μορφών της οικογενειακής εξάρτησης.
Η έμφυλη και σεξουαλική ελευθερία περιορίζεται θεμελιωδώς υπό αυτές τις καπιταλιστικές συνθήκες. Το σεξ κι η σεξουαλικότητα γίνεται ένα μέσο καταναγκασμού και βίας αντί για μια πηγή ανθρώπινης ευημερίας. Η απουσία έμφυλης και σεξουαλικής ελευθερίας δρα ως ένας περιορισμός στην ελεύθερη ανάπτυξη, έκφραση κι ευημερία του συνόλου των ανθρώπων. Μας αποτρέπει απ’ το να έχουμε πρόσβαση σε μια πλήρη έκφραση φύλου και σε σεξουαλικές σχέσεις που μας γεμίζουν. Η οικογένεια παρέχει στους ανθρώπους τη φροντίδα και την αγάπη που χρειάζονται, όμως με τίμημα την προσωπική κυριαρχία. Στο εσωτερικό της οικογένειας, τα παιδιά μαζί με την αγάπη και φροντίδα που λαμβάνουν υποβάλλονται και στην αυθαίρετη μισαλλοδοξία και κυριαρχία των γονιών τους, απομονωμένα σ’ εξατομικευμένες στεγαστικές μονάδες που περιορίζουν τις παρεμβάσεις υπέρ των παιδιών απ’ το εξωτερικό της οικογενειακής μονάδας. Τα παιδιά της αστικής τάξης δεσμεύονται απ’ την υπόσχεση της κληρονομιάς και της ιδιοκτησίας· ακόμη και με τα περιορισμένα μέσα διαθέσιμα στους προλετάριους, πολλοί εξαρτώνται στις οικογένειές τους για στήριξη στην περίπτωση ανεργίας ή αναπηρίας, ή για την παροχή άμισθων μα οικονομικά αναγκαίων υπηρεσιών όπως η φροντίδα των παιδιών. Όταν μεγαλώσουν αρκετά, τα παιδιά των προλετάριων μπορούν να φύγουν απ’ το σπίτι τους και να επιτύχουν ένα μέτρο ανεξαρτησίας, όμως μόνο δεσμευόμενα στην εξάρτηση της μισθωτής εργασίας. Η ίδια η εργασία αποτελεί ένα περίπλοκο καθεστώς έμφυλης και σεξουαλικής πειθαρχίας επί των ζωών του συνόλου των προλετάριων, συμπεριλαμβάνοντας ενδυματολογικούς κανόνες, εμφυλοποίηση της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας, συναισθηματική εργασία στη βιομηχανία των υπηρεσιών, σεξουαλική βία στους χώρους εργασίας και, πάνω απ’ όλα, τις αυθαίρετες μισαλλοδοξίες των εργοδοτών. Σε μια κοινωνία όπου οι καπιταλιστές κυριαρχούν τις ζωές των ανθρώπων, η έμφυλη ελευθερία είναι ανέφικτη. Υπό ορισμένες συνθήκες, οι προλετάριοι μπορούν αντ’ αυτού να στηριχτούν στο κράτος για την επιβίωσή τους έξω απ’ την οικογένεια ή την μισθωτή εργασία, μέσω προνοιακών χρηματικών επιδομάτων, κρατικά παρεχώμενης στέγασης κι ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ή φυλακών. Όμως, όλοι αυτοί οι θεσμοί υπηρετούν ως συστήματα έμφυλης πειθάρχησης, επιβάλλοντας τις συλλογικές μισαλλοδοξίες της άρχουσας τάξης και τα επαγγελματικά τους συμπληρώματα επί των ζωών των φτωχών.
Αυτή η έμφυλη τυραννία της προλεταριακής εξάρτησης στην οικογένεια, την μισθωτή εργασία ή το κράτος, είναι ιδιαίτερα εμφανής στις τρανς που δεν μπορούν να περαστούν για σις. Οι τρανς αντιμετωπίζουν υψηλά ποσοστά βίας στα σπίτια τους απ’ τους γονείς τους ή άλλα μέλη της οικογένειας. Βιώνουν υψηλά ποσοστά διακρίσεων στην απασχόληση και πολλές μορφές κακοποίησης και βίας στον χώρο εργασίας. Για τις προλετάριες τρανς, αυτό έχει συχνά ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό τους απ’ την μισθωτή εργασία. Όταν οι άνεργες τρανς στρέφονται στο κράτος ώστε να τις βοηθήσει στην επιβίωσή τους, έρχονται αντιμέτωπες με βία, άρνηση ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κι επιβάλλομενων ενδυματολογικών κανόνων στους ξενώνες αστέγων, τις φυλακές ή τα προγράμματα απεξάρτησης ναρκωτικών, όπου ο κομφορισμός φύλου αποτελεί κλειδί στη θεσμική ιδέα της συμμόρφωσης. Μολονότοι οι τρανς έχουν επωφεληθεί από μερικές περιορισμένες παροχές κοινωνικής πρόνοιας, το κράτος απέχει πολύ από το ν’ αποτελεί έναν αξιόπιστο σύμμαχο στα αποκλίνοντα φύλου άτομα.
Η σεξουαλική κι έμφυλη ελευθερία αναγκαία σημαίνει ότι ο τρόπος που επιλέγουν οι άνθρωποι να οργανώσουν την ερωτική τους ζωή, τα φιλικά δίκτυα και τις οικογενειακές τους διατάξεις δεν θα πρέπει να έχει καμία επίπτωση στο βιοτικό τους επίπεδο και την υλική τους ευημερία. Συνεπώς, η έμφυλη ελευθερία στηρίζεται στην ευρεία προσβασιμότητα σε μέσα επιβίωσης κι αναπαραγωγής που δεν θα βασίζεται στην οικογένεια, την μισθωτή εργασία ή το κράτος. Αυτά τα μέσα επιβίωσης περιλαμβάνουν τόσο τα υλικά στοιχεία της αναπαραγωγής -στέγαση, τροφή, υγιεινή, εκπαίδευση- όσο και τους συναισθηματικούς, διαπροσωπικούς δεσμούς αγάπης και φροντίδας που σήμερα οι άνθρωποι εκπληρώνουν μέσω της οικογένειας. Η φροντίδα στον κομμουνισμό θ’ αποτελεί μια καίριας σημασίας διάσταση της ανθρώπινης ελευθερίας: η φροντίδα της αμοιβαίας αγάπης και στήριξης· η φροντίδα της θετικής εργασίας της ανατροφής των παιδιών και της φροντίδας των αρρώστων· η φροντίδα της ερωτικής σύνδεσης κι απόλαυσης· η φροντίδα της αλληλοβοήθειας για την εκπλήρωση των αχανών δυνατοτήτων της ανθρωπότητας, εκφρασμένη μ’ άπειρους τρόπους, συμπεριλαμβανομένων μέσω των μορφών αυτοέκφρασης που σήμερα αποκαλλούνται φύλο. Η φροντίδα στην καπιταλιστική κοινωνία αποτελεί μια εμπορευματοποιημένη, εξουσιαστική κι αλλοτριωμένη πράξη· όμως, εντός της ενυπάρχει ο πυρήνας μιας μη-αλλοτριωτικής αλληλεξάρτησης κι αγάπης. Οι θετικές ελευθερίες καθίστανται εφικτές με την εδραίωση της καθολικής υλικής στήριξης, κι ενός κουήρ, φεμινιστικού πολιτιστικού μετασχηματισμού που θέτει στο επίκεντρο την αγάπη και στηρίζει την αμοιβαία μας αυτοανάπτυξη.
Σ’ αντίθεση με τις τρέχουσες αντικουλτουριάρικες απόπειρες σχηματισμού εναλλακτικών οικογενειών, η κατάργηση της οικογένειας θ’ αποτελεί μια γενικευμένη αναδιάρθρωση των υλικών όρων της κοινωνικής αναπαραγωγής εξαρτώμενη στην κομμουνιστικοποίηση και την κατάργηση της οικονομίας. Η οικογένεια πρέπει ν’ αντικατασταθεί από κομμουνιστικές μονάδες αγάπης κι οικιακής αναπαραγωγής, από νέους θεσμούς που εξερευνώνται και συγκροτούνται μέσω των όρων της πάλης. Σ’ αντίθεση με μερικές προηγούμενες εποχές της κατάργησης της οικογένειας ως αίτημα, ισχυρίζομαι ότι η κομμουνιστική έμφυλη ελευθερία απαιτεί τη ταυτόχρονη κατάργηση της μισθωτής εργασίας και του κράτους. Μολονότι εδώ δεν διερευνώ συγκεκριμένα μοντέλα, υποπτεύομαι ότι τέτοιες κομμουνιστικές οικιακές μονάδες ίσως μοιάζουν κάπως με το όραμα του Φουριέ: κομμούνες μερικών εκατοντάδων ανθρώπων που θα μοιράζονται την αναπαραγωγική εργασία και την ανατροφή των παιδιών, που θα περιλαμβάνουν κάποια προσοχή στη σεξουαλική απόλαυση κι εκπλήρωση και που θα εργάζονται για την εκπλήρωση των διαπροσωπικών κι αναπτυξιακών αναγκών όλων των ανθρώπων χωρίς να διασπούν τους ελεύθερα επιλεγμένους συναισθηματικούς, ερωτικούς ή γονεϊκούς δεσμούς μεταξύ των ατόμων[76].
Η θετική αντικατάσταση της οικογένειας αποτελεί τη διατήρηση και χειραφέτηση της αυθεντικής αγάπης και φροντίδας που έχουν βρει οι προλετάριοι αναμεταξύ τους εν μέσω κακουχιών: η χαρά κι η απόλαυση του ερωτισμού· η οικειότητα της γονεϊκότητας και του έρωτα. Αυτή η αγάπη και φροντίδα, μετασχηματισμένη και γενικευμένη, είναι αυτό που πρέπει να διατηρηθεί στην κατάργηση της οικογενειακής κυριαρχίας. Η προοπτική της αγάπης και της φροντίδας, απελευθερωμένη απ’ τους άκαμπτους κοινωνικούς ρόλους του ετεροκανονικού φύλου και της σεξουαλικής ταυτότητας και τους υλικούς περιορισμούς του καπιταλισμού, κι ανακατασκευασμένη στην ένταση της επαναστατικής πάλης, μπορεί επιτέλους να απελευθερωθεί στον κόσμο. Η κατάργηση της οικογένειας πρέπει ν’ αποτελέσει τη θετική δημιουργία μιας κοινωνίας γενικευμένης ανθρώπινης φροντίδας και κουήρ αγάπης.
Σημειώσεις:
1. Μαρξ & Ένγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» στο Μαρξ & Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος πρώτος, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 39.
2. Φρίντριχ Ένγκελς, Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία, μέρος Α, εκδόσεις Μπάυρον, 1974, σελ. 72-73.
3. Ό.π., σελ. 167.
4. Όσα ιστορικά στοιχεία ακολουθούν βασίζονται στα Wally Seccombe, Weathering the Storm: Working-Class Families from the Industrial Revolution to the Fertility Decline, εκδόσεις Verso, 1993· Peter Drucker, Warped: Gay Normality and Queer Anticapitalism, εκδόσεις Brill, 2015· John D’Emilio, «Καπιταλισμός κι Ομοφυλόφιλη Ταυτότητα»· Geoff Eley, Forging Democracy: The History of the Left in Europe, 1850-2000, Οξφόρδη, 2012· Alice Echol, Daring to be Bad: Radical Feminism in America, 1967-1975, Μινεσότα, 1989· και Claudia Goldin, Understanding the Gender Gap: An Economic History of American Women, Οξφόρδη, 1990. Επίσης, αντλώ πολύ κι απ’ τους τρεις τόμους της σειράς Communist Interventions του Communist Research Cluster, που διατίθονται δωρεάν στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://communistresearchcluster.wordpress.com/readers. Η επιχειρηματολογία μου αντλεί ιδιαίτερα απ’ τη τριβή μου με τον τρίτο τόμο, Revolutionary Feminism.
5. Seccombe, ό.π., σελ. 74.
6. Goldin, ό.π., σελ. 48-49.
7. Ό.π.
8. Ό.π.· Secombe, ό.π.
9. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2002, σελ. 479.
10. Ό.π., σελ. 484.
11. Μεγάλο μέρος της παρούσας ανάλυσης για την έμφυλη πολιτική της αμερικανικής δουλείας βασίζεται στο έργο της Hortense Spillers και της Saidiya Hartman, καθώς και στους συγγραφείς που παρατίθονται παρακάτω.
12. Άντζελα Ντέιβις, «Reflections on the Black Woman’s Role in the Community of Slaves» στο Communist Research Cluster, eds, Communist Interventions, vol. 2: Black Revolutionaries in the United States (εφεξής CRC 2), σελ. 329-330.
13. W. E. B. Du Bois, «Black Reconstruction» στο CRC 2, σελ. 7.
14. Ντέιβις, ό.π., σελ. 332-333.
15. Μαρξ & Ένγκελς, ό.π.
16. Ό.π., σελ. 43. Το αίτημα για την κατάργηση της κληρονομιάς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο αποτελεί μια πρόκληση για την αστική οικογένεια κι όχι ένα επαρκές υποκατάστατο για την κατάργηση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων όπως θεωρούσαν κάποιοι άλλοι σοσιαλιστές της εποχής τους. Ο Μαρξ υπήρξε αλλού αμφίθυμος αναφορικά με την κατάργηση της κληρονομιάς ως αίτημα σε αφαίρεση από ένα πλήρες κομμουνιστικό πρόγραμμα. Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς συμπεριέλαβαν το αίτημα αυτό στις «Απαιτήσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Γερμανία» (βλέπε Μαρξ & Ένγκελς, «Demands of the Communist Party in Germany» στο MECW 7, σελ. 4). Σε μια εισήγηση το 1869 στη Διεθνή Ένωση Εργατών, ο Μαρξ καθιστά σαφές ότι η κατάργηση της ιδιοκτησίας χωρίς την κατάργηση της ίδιας της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης θα ήταν «λάθος θεωρητικά κι αντιδραστικό πρακτικά. Καταπιανώμενοι με τους νόμους περί κληρονομιάς, αναγκαστικά υποθέτουμε ότι συνεχίζει να υπάχει η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής» (Μαρξ, «Report of the General Council on the Right of Inheritance» στο MECW 21, σελ. 66). Μερικοί έχουν επίσης υποθέσει ότι ανησυχούσε πως το αίτημα αυτό θα δυσαρεστούσε τους αγρότες (βλέπε τον πρόλογο των συντακτών των MECW στο MECW 26, σελ. XXIV).
17. Φρίντριχ Ένγκελς, Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1997, σελ. 99.
18. Ό.π., σελ. 100.
19. Ό.π., σελ. 91.
20. Ό.π., σελ. 99.
21. [Σ.τ.Μ.]: Χρειάζεται εδώ να παρέμβουμε στην άδικη κριτική της συγγραφέως προς τον Ένγκελς όταν ισχυρίζεται ότι υπήρξε «ανίκανος να φανταστεί ότι οι αστικές σεξουαλικές νόρμες δεν θα αναδύονταν εκ νέου ως η φυσική ανθρώπινη συνθήκη στον σοσιαλισμό» και να διασαφηνίσουμε τις πραγματικές προθέσεις του. Όπως υποδηλώνει το απόσπασμα του Ένγκελς ότι οι άνθρωποι του μέλλοντος θα γράψουν στα παλιά τους τα παπούτσια όσα πιστεύουμε εμείς σήμερα ότι πρέπει να κάνουν, όσα γράφει αναφορικά με τις ερωτικές σχέσεις στον σοσιαλισμό δεν αποτελούν κάποιο πρόγραμμα ή υποδείξεις, αλλά εικασίες για το πως ίσως είναι μια μελλοντική κομμουνιστική κοινωνία. Θέτει δύο φορές το ερώτημα για το αν υπάρχει η πιθανότητα με την εξάλειψη των σημερινών οικονομικών βάσεων της μονογαμίας και της πορνείας, αυτών των «αχώριστων αντιθέσεων, πόλων της ίδιας κοινωνικής κατάστασης» (ό.π., σελ. 92), να μπορέσει να εξαφανιστεί μόνο η πορνεία κι όχι κι η μονογαμία. Κι υποθέτει πως ναι, ισχυριζόμενος ότι υπάρχει χώρος για την επίτευξη μιας μονογαμίας ανώτερης βαθμίδας από εκείνη που επικρατεί στην αστική κοινωνία, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «[ό]ταν λοιπόν λείψουν κι οι οικονομικοί λόγοι που έκαναν τις γυναίκες να δέχονται αυτή τη συνηθισμένη απιστία των αντρών […] τότε η ισοτιμία της γυναίκας που θα επιτευχθεί μ’ αυτόν τον τρόπο, κρίνοντας απ’ όλη την πείρα που έχουμε ως τώρα, μάλλον θα συντελέσει σε άπειρα πιο μεγάλο βαθμό να γίνουν οι άντρες πραγματικά μονογαμικοί παρά να γίνουν οι γυναίκες πολυαντρικές» (ό.π., σελ. 99· η υπογράμμιση δική μας). Είναι σαφές ότι αυτό που προσπαθεί να κάνει είναι μια πρόβλεψη, μια εικασία, για το μέλλον βάσει της προηγούμενης ιστορικής εξέλιξης και των κοινωνικών τάσεων της εποχής του, προσπαθώντας να καταλήξει σ’ ένα συμπέρασμα για το που ίσως αυτές οδηγήσουν, χωρίς όμως φυσικά τίποτα να είναι βέβαιο. Είναι ξεκάθαρος ότι οι προβλέψεις μπορούν να είναι βέβαιες μόνο για το πως δεν πρόκειται να είναι οι ερωτικές σχέσεις σε μια κομμουνιστική κοινωνία (πχ, ότι δεν θα βασίζονται στον καταναγκασμό, κλπ), κι όχι για το πως θα είναι: «Αυτό λοιπόν που μπορούμε σήμερα να υποθέσουμε για τη ρύθμιση των σεξουαλικών σχέσεων ύστερα από το επικείμενο σάρωμα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής έχει κυρίως αρνητικό χαρακτήρα, περιορίζεται συνήθως σε ό, τι πρόκειται να λείψει» (ό.π., σελ. 100). Και για να καταστήσει πλήρως σαφές ότι δεν κάνει παρά εικασίες βασισμένες στις υπάρχουσες τάσεις αδυνατώντας να προβλέψει τι εξελίξεις ίσως υπάρξουν στο μέλλον, κλείνει το ζήτημα παραθέτοντας το εξής απόσπασμα του Μόργκαν: «[Ε]πειδή η μονογαμική οικογένεια βελτιώθηκε από την αρχή του πολιτισμού, και πολύ αισθητά στη σύγχρονη εποχή, μπορεί κανείς τουλάχιστον να υποθέσει ότι είναι ικανή για παραπέρα τελειοποίηση ώσπου να φτάσουμε στην ισότητα των δύο φύλων. Αν στο μακρινό μέλλον η μονογαμική οικογένεια δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσει τις απαιτήσεις της κοινωνίας, είναι αδύνατον να πει κανείς από πριν τι είδους θα είναι η διάδοχός της» (ό.π., σελ. 101). Στην πραγματικότητα, η συγγραφέας του παρόντος κειμένου δεν κάνει κάτι διαφορετικό από αυτό που έκανε ο Ένγκελς: παρακάτω, μιλώντας για τις δυνατότητες ανάδυσης μιας κουήρ κομμουνιστικής κοινωνίας ελεύθερου έρωτα, αυτό που κάνει είναι να προβάλλει κάποιες υπάρχουσες κοινωνικές τάσεις στο μέλλον κάνοντας μια πρόβλεψη για το που ίσως οδηγήσουν την ιστορική εξέλιξη – κοινωνικές τάσεις που, τουλάχιστον φαινομενικά, είναι πιο αδύναμες απ’ αυτές που προέβαλε ο Ένγκελς στο μέλλον.
22. Επιστολή του Ένγκελς στον Μαρξ, 22 Ιουνίου 1869, στο MECW 43, σελ. 295. [Σ.τ.Μ.]: Χρειάζεται εδώ να προσθέσουμε ακόμη μία αποσαφήνιση. Ο Ένγκελς στην επιστολή του αναφέρεται ρητά στην παιδεραστία. Είναι αλήθεια ότι εκείνη την εποχή η ομοφυλοφιλία συχνά αποκαλλούνταν μεταξύ άλλων και παιδεραστία, κι αυτό έχει δύο λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με πολιτιστικές αναφορές στην αρχαία Ελλάδα, όπου η ομοφυφυλοφιλία συνήθως αφορούσε την ερωτική σχέση ενός ενήλικου άντρα μ’ ένα ανήλικο αγόρι. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αυτή παιδεραστία δεν αποτελούσε σπάνιο φαινόμενο, όπως δεν είναι σπάνιο και στις ημέρες μας: για παράδειγμα, μπορούμε να σκεφτούμε τον λασσαλικό σοσιαλδημοκράτη Jean Baptista von Schweitzer ο οποίος υπήρξε σύγχρονος του Μαρξ και του Ένγκελς και τον αναφέρουν στην υπό συζήτηση επιστολή, που συνελήφθει περισσότερες από μία φορές για σεξουαλική αποπλάνηση αγοριών κάτω των 14 ετών. Το γεγονός ότι στην επιστολή ο Ένγκελς αναφέρεται στην ηλικία τους ως αυτή που θα τους «σώσει» απ’ τους «παιδεραστές» καθιστά σαφές ότι αναφέρονται συγκεκριμένα στην παιδεραστία κι όχι γενικότερα στην ομοφυλοφιλία. Αυτό μπορεί ν’ αποδειχθεί ακόμη απ’ το γεγονός πως ο Ένγκελς, στο βιβλίο του Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους, όταν αναφέρεται στην αρχαία Ελλάδα κατακρίνει το «αίσχος της παιδεραστίας» (σελ. 79), και ούτε ο Μαρξ ούτε ο Ένγκελς προέβησαν ποτέ σε κάποια δημόσια καταδίκη της ομοφυλοφιλίας καθεαυτής. Σίγουρα, η σκέψη του Ένγκελς και του Μαρξ καθοδηγούνταν σε μεγάλο βαθμό από το στερεότυπο της εποχής που εξίσωνε τον κάθε ομοφυλόφιλο με παιδεραστή, όμως ήταν ακριβώς το ζήτημα της παιδεραστίας που τους απασχολούσε κυρίως κι όχι γενικά ο έρωτας μεταξύ δύο ατόμων του ίδιου φύλου. Ήταν κάτι που τους ξένιζε, όμως ο ομοφυλοφιλικός έρωτας δεν ήταν κάτι που καταδικάζαν, μόνο την παιδεραστία. Από μεριάς μας, δεν γνωρίζουμε το ακριβές περιεχόμενο του βιβλίου του Ulrich που σχολιάζει ο Ένγκελς στην επιστολή του, πάντως αξίζει ν’ αναφέρουμε ότι ο Ulrich δεν ήταν παιδεραστής και σε μια μετέπειτα μπροσούρα του έναν χρόνο αργότερα καθιστούσε σαφές ότι η αποπλάνηση ανηλίκων πρέπει ν’ απαγορεύεται απ’ τη νομοθεσία.
23. Η λέξη «κουήρ» χρησιμοποιείται εδώ συμπεριλαμβάνοντας πολλαπλές μορφές υπεράσπισης κι αναζήτησης της σεξουαλικής απόκλισης και της απόκλισης φύλου, σεξουαλικής ελευθερίας και μη-κανονιστικής σεξουαλικής απόλαυσης. Η κουήρ ζωή συχνά αναπαράγεται μέσω πυκνά οργανωμένων υποκουλτούρων, και συχνά αρθρώνεται ως ένα εν μέρει ενσυνείδητο πολιτικό εγχείρημα. Η παρούσα μελέτη ενδιαφέρεται κυρίως για μορφές κουηρότητας συρραμένες στην επιβίωση και την εξέγερση των περιθωριακών προλετάριων. Η οικουμενοποίηση του κουήρ έρωτα είναι ο μετασχηματισμός κι η γενίκευση της μη-καταπιεστικής φροντίδας.
24. Μαρξ & Ένγκελς, Η Αγία Οικογένεια, ή η Κριτική της Κριτικής Κριτικής, εκδόσεις Φιλοσοφία, σελ. 245.
25. Μαρξ & Ένγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», ό.π., σελ. 40.
26. Σαρλ Φουριέ, The Theory of the Four Movements, εκδόσεις Cambridge University Press, 1996, σελ. 111.
27. Beecher & Bienvenu, eds, The Utopian Vision of Charles Fourier: Selected Texts on Work, Love and Passionate Attraction, εκδόσεις Beacon, 1972, σελ. 346.
28. [Σ.τ.Μ.]: Χρειάζεται εδώ να σταθούμε και να κριτικάρουμε τη ρόδινη εικόνα που σχεδιάζει η συγγραφέας για τον Φουριέ. Δεν θα σταθούμε στο γεγονός ότι οι υποτιθέμενα «ελεύθερες» κοινότητες του Φουριέ ρυθμίζονταν από αυστηρούς κανόνες, κάτι κοινό μεταξύ όλων των ουτοπικών σοσιαλιστών. Θα σταθούμε στον σεξισμό του Φουριέ, για τον οποίο μπορούμε να πούμε ότι ισχύει η παρατήρηση του Wilden για «το πραγματικό νόημα του δόγματος του “ελεύθερου έρωτα” το οποίο τόσο εκθείασαν στο ξεκίνημα όλης αυτής της ιστορίας οι νεαροί άνδρες στις νεαρές γυναίκες: σεξουαλική διαθεσιμότητα, για την οποία δεν έχει κανείς να πληρώσει με τους όρους της αμοιβαιότητας και της αμοιβαίας υπευθυνότητας που μια τέτοια ελευθερία θα έπρεπε πράγματι να συνεπάγεται» (Anthony Wilden, Κριτική του Φαλλοκεντρισμού στον Φρόυντ και τον Λακάν κι η Λακανική Θεωρία του Σταδίου του Καθρέφτη, εκδόσεις Οξύ, 1998, σελ. 36). Αρχικά να πούμε ότι το παραπάνω παράθεμα που αναφέρεται σε «αισθηματικές αυταπάτες» είναι παραπλανητικό, καθώς για τον Φουριέ ο «συναισθηματισμός» αποτελεί την «ευγενή πλευρά του έρωτα» και σκοπός του «νέου ερωτικού κόσμου» που φαντασιώνεται είναι να «καθιστεί εφικτή την ανάπτυξη του ευγενούς στοιχείου του έρωτα» «[μ]έσω του γεγονότος ότι η ανάγκη για φυσική ικανοποίηση δεν θα θεωρείται πια περισσότερο απρεπής απ’ ότι οι ορέξεις των άλλων αισθήσεων, η αγάπη για τσιμπούσια, κονσέρτα, αρώματα, πολυτελή ρούχα, κλπ» (Beecher & Bienvenu, eds, ό.π., σελ. 340). Πρόκειται, πράγματι, για έναν ευγενή σκοπό. Το πρόβλημα με τον Φουριέ είναι το πως θα επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Σ’ ένα σημείο του Le Nouveau Monde Amoureux, ο Φουριέ γράφει: «Το 1816, ένας νεαρός άντρας οδηγήθηκε στα γαλλικά δικαστήρια για τον βιασμό 6 γυναικών ηλικίας από 60 έως 80 ετών. (Αναμφίβολα, βίασε πολλές ακόμη για τις οποίες δεν μάθαμε ποτέ.) Η δίκη του αναφέρθηκε σε όλες τις εφημερίδες […] Ο άντρας βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Όμως, θα ήταν σοφότερο να διανέμουμε κομμάτια των ιματιών του ως θρησκευτικά κειμήλια για να ενεπνεύσουμε την μίμηση του καλού παραδείγματος που μας έδωσε. Είναι προφανές ότι αυτός ο νεαρός, που θα έπρεπε αποτελεί πρότυπο, έδρασε από ανάγκη, κι είναι επίσης προφανές ότι οι σεξουαλικές ανάγκες των αντρών και των γυναικών μπορούν να γίνουν εξίσου επιτακτικές με την ανάγκη τους για τροφή» (Beecher & Bienvenu, eds, ό.π., σελ. 337). Η περίπτωση αυτή του βιαστή, για τον Φουριέ, πέρα απ’ ότι αποδεικνύει την επιτακτικότητα των σεξουαλικών αναγκών, αποτελεί επίσης απόδειξη ότι η «φύση έχει προσφέρει έναν αριθμό αντρών που θα ήταν αρκετά πρόθυμοι να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των γυναικών που μαραζώνουν, ακόμη και των γυναικών εκείνων που τα κάλη τους μαράθηκαν λόγω ηλικίας» (ό.π.). Οπότε, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κοινωνία πρέπει να προσφέρει την κάλυψη ενός μίνιμουμ όλων των αναγκών, συμπεριλαμβανομένων των σεξουαλικών, κι ότι αν η κοινωνία αποδεσμευτεί από τους περιορισμούς που της επιβάλλονται από τη θρησκεία, τη φιλοσοφία, κλπ, μπορούν να βρεθούν άνθρωποι πρόθυμοι για να καλύψουν τις σεξουαλικές ανάγκες οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου. Δεν θα σταθούμε στο γεγονός ότι ο Φουριέ στην πράξη του βιασμού βλέπει απλώς τη βίαιη κάλυψη μιας βιολογικής ανάγκης η οποία δεν μπόρεσε να βρει άλλη διέξοδο για την ικανοποίησή της – δεν νομίζουμε στην εποχή του, μια εποχή πριν την εμφάνιση της ψυχανάλυσης, να υπήρχε κάποια άλλη ανάλυση για τις επιθυμίες πέρα απ’ αυτή που παρουσιάζει ο Φουριέ, και δεν μπορούμε να τον κατηγορήσουμε ότι δεν σκέφτηκε κάτι που δεν σκέφτηκε κανένας άλλος της εποχής του. Θα σταθούμε όμως σ’ αυτό που θεωρούμε κεντρικό πρόβλημα της ανάλυσής του: το γεγονός ότι η σεξουαλική ανάγκη είναι ανάγκη και μάλιστα επιτακτικού χαρακτήρα, ενώ το συναίσθημα δεν αποτελεί μια ανάγκη, είναι κάτι ποιοτικά ανώτερο από ανάγκη, κάτι που μπορεί ν’ αναπτυχθεί μόνο σε δεύτερο χρόνο, ύστερα απ’ την ικανοποίηση των επιτακτικών σεξουαλικών αναγκών. Οπότε, για τον Φουριέ έρωτας και σεξ διαχωρίζονται. Για τον Φουριέ, είναι ο πολιτισμός με τις προσπάθειές του να καταστείλει τη σεξουαλικότητα που έχει επιφέρει τον διαχωρισμό του έρωτα απ’ το σεξ, κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα ότι «[ε]πιτράψαμε στον φυσικό έρωτα να καταστρέψει την επιρροή του αισθήματος και να κυριαρχήσει δεσποτικά επί του συνόλου του συναισθηματικού συστήματος του πολιτισμού» (ό.π., σελ. 338). Η παρατήρηση αυτή του Φουριέ είναι σωστή, όμως το ουτοπικό σύστημα που προτείνει δεν καταφέρνει ν’ ανατρέψει αυτόν τον διαχωρισμό αλλά αντιθετώς τελικά τον αναπαράγει. Λόγω χώρου, δεν μπορούμε ν’ αναλύσουμε επαρκώς το σύστημα του Φουριέ. Θ’ αρκεστούμε στο να παρουσιάσουμε ένα παράδειγμα. Ο Φουριέ προσπάθησε να λύσει «ένα από τα πιο δύσκολα διοικητικά προβλήματα του πολιτισμού: τη στρατολόγηση ανθρώπων στους στρατούς» (ό.π., σελ. 323). Εδώ ο Φουριέ αναφέρεται σε «βιομηχανικούς στρατούς» και στο ζήτημα του πως οι άνθρωποι θα πειστούν να εργαστούν. Ποια η λύση του προβλήματος στο σύστημα του Φουριέ; Σε κάθε «Φάλαγγα» (το όνομα των κοινοτήτων στο σύστημα του Φουριέ) υπάρχουν κάποιες ομάδες «Παρθένων». «Όταν το φτωχότερο κορίτσι εκλέγεται Παρθένα, ταξιδεύει σε μια άμαξα […] έχοντας το προνόμιο να ταξιδεύει με τους βιομηχανικούς στρατούς. Είναι σ’ αυτές τις εξαιρετικές εκστρατείες που οι Παρθένες αναπτύσσουν τις πρώτες τους ερωτικές σχέσεις. Κάθε ημέρα, αφότου τελειώσουν τη δουλειά, οι βιομηχανικοί στρατοί διεξάγουν έξοχες γιορτές. Οι γιορτές αυτές γίνονται ακόμη περισσότερο θαυμαστές απ’ το γεγονός ότι συναντούνται νεαροί άνθρωποι που έχουν επιλεχθεί για τη σπουδαία τους ομορφιά και το ταλέντο τους. Προσφέρουν επίσης μια εξαιρετική περίσταση για την εκδήλωση ευγένειας. Κάθε Παρθένα έχει μια σειρά από μνηστήρες και πρέπει κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας να επιλέξει έναν ή περισσότερους απ’ αυτούς […] Για τη στρατολόγηση στον βιομηχανικό στρατό αρκεί η δημοσίευση της λίστας με τις παρθένες που εκλέχτηκαν απ’ την κάθε Φάλαγγα για τη συνοδεία του στρατού. Οι μνηστήρες των Παρθένων θα τις ακολουθήσουν με το να καταταχθούν στους στρατούς και συμμετέχοντας στην εκστρατεία κατά την οποία οι Παρθένες θα κάνουν τις επιλογές τους. […] Οι Βάκχοι κι οι Βάκχες έχουν την ευθύνη να εξορμήσουν κάθε πρωί για ν’ αναρρώσουν τους τραυματίες [να προβούν σε σεξουαλικές πράξεις μαζί τους], δηλαδή τους μνηστήρες που απορρίφθησαν. […] Είναι προφανές ότι η συμμετοχή στους βιομηχανικούς στρατούς θα γίνει ένα προνόμιο στη συνδυασμένη τάξη [combined order]. Θα υπάρχει διπλός αριθμός εθελοντών απ’ όσους χρειάζονται. Χρησιμοποιώντας αποκλειστικά και μόνο το κίνητρο του έρωτα, θα καταστεί εφικτό να συγκεντρωθούν 120.000.000 λεγεωνάριοι και των δύο φύλων για να εκτελέσουν καθήκοντα που και μόνο στη σκέψη τους οι σημερινοί μισθοφόροι [μισθωτοί εργάτες] θα παγώναν από φόβο. […] Ο έρωτας, ο οποίος είναι τόσο άχρηστος σήμερα, θα γίνει συνεπώς μια απ’ τις λαμπρές κινητήριες δυνάμεις του κοινωνικού μηχανισμού» (ό.π., σελ. 323 & 324 & 326 & 327). Έτσι, «[ο] έρωτας, ο οποίος αποτελεί μια πηγή αταξίας, αδράνειας και δαπάνης στον πολιτισμό, θα γίνει μια πηγή κέρδους και βιομηχανικών θαυμάτων στη συνδυασμένη τάξη» (ό.π., σελ. 322). Κάπως έτσι, ο Φουριέ μετέτρεψε τον έρωτα σε κίνητρο για την εργασία, αν όχι τον συναισθηματικό έρωτα με μια απ’ τις «Παρθένες», έστω την κάλυψη του «σεξουαλικού μίνιμουμ» απ’ τις «Βάκχες». Εργασία με αντάλλαγμα σεξ, ιδού το μεγαλείο της φουριερικής σκέψης!
29. Chris Chitty σε αδημοσίευτο χειρόγραφο της διπλωματικής εργασίας του, μια ευγενική προσφορά της Max Fox.
30. Η Fanny κι η Stella ήταν Mary-Anns που συνελήφθησαν και δικάστηκαν στο Λονδίνο· πειράζαν όσους πηγαίνουν στο θέατρο Strand «τιτιβίζοντάς» τους, πιθανόν πουλούσαν σεξ, σίγουρα διαταράσσαν τη τάξη. Η ροπή τους προς την παρενδυσία ήταν αδιαμφισβήτητη κι οι δικαστικοί γιατροί γοητεύτηκαν με το υποτιθέμενα γυναικείο δέρμα και σωματότυπό τους, με 6 γιατρούς ν’ αδράτουν την ευκαιρεία να τις δαχτυλώσουν πρωκτικά ως μέρος της εξέτασης. Βλέπε Neil McKenna, Fanny and Stella: The Young Men Who Shocked Victorian England, εκδόσεις Faber, 2013. Η εκτίμηση για τον αριθμό των οίκων ανοχής είναι του McKenna.
31. Judith Walkowitz, Prostitution and Victorian Society, εκδόσεις Cambridge University Press, 1982.
32. Katherine Franke, Wedlocked: The Perils of Marriage Equality, εκδόσεις New York University Press, 2015, σελ. 80.
33. Το παρόν άρθρο υιοθετεί σε μεγάλο βαθμό την ανάλυση για το εργατικό κίνημα όπως παρουσιάστηκε στο «A History of Separation», Endnotes 4, 2015.
34. Η κύρια αναφορά εδώ για την κατανόηση της παγίωσης της νόρμας του άντρα βιοπαλαιστή είναι το Seccombe, Weathering the Storm. Βλέπε επίσης το ντιμπέιτ για τον «οικογενειακό μισθό» στην μαρξιστική-φεμινιστική βιβλιογραφία των αρχών της δεκαετίας του 1980, συμπεριλαμβανομένων των Heidi Hartmann, «The Unhappy Marriage of Marxism and Feminism» στο Lydia Sargent, ed, Women and Revolution, εκδόσεις Black Rose, 1981· Michéle Barrett, Women’s Oppression Today: Problems in Marxist Feminist Analysis, εκδόσεις Verso, 1980· Brenner & Ramas, «Rethinking Women’s Oppression», New Left Review I/144, 1984· και Martha May, «The Historical Problem of the Family Wage», Feminist Studies 8/2, 1982. Για στατιστικές αναφορικά με τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας, βλέπε Goldin, Understanding the Gender Gap.
35. Αφήνω προς το παρόν στην άκρη το ζήτημα αναφορικά με τον ρόλο που έπαιξαν οι τεκνοποιητικές ικανότητες των σις γυναικών στην εδραίωση αυτού του έμφυλου καταμερισμού της εργασίας, ένα χαρακτηριστικό της επιχειρηματολογίας των Brenner και Ramas την οποία κατά τ’ άλλα υιοθετώ στενά εδώ.
36. Goldin, Understanding the Gender Gap, σελ. 45.
37. Καρλ Κάουτσκι, The Class Struggle, κεφάλαιο «IV. The Commonwealth of the Future», ενότητα «7. The “Abolition of the Family”», στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://marxists.catbull.com/archive/kautsky/1892/erfurt/ch04a.htm. [Σ.τ.Μ.]: Χρειάζεται κι εδώ να παρέμβουμε για να κάνουμε αποσαφηνίσεις. Είναι εμφανές ότι ο Κάουτσκι απαντάει σε παρεννοήσεις για το τι σημαίνει η «κατάργηση της οικογένειας», με τους αστούς ιδεολόγους να τρομοκρατούν τον κόσμο ότι οι κομμουνιστές θ’ αρπάξουν με τη βία τα παιδιά απ’ τους γονείς τους, ότι θα εδραιώσουν την κοινοκτημοσύνη των γυναικών κι άλλα παρόμοια. Αυτό που λέει εδώ ο Κάουτσκι είναι ότι οι κομμουνιστές δεν θα διαλύσουν «νομικά και με τη βία» τις οικογένειες, συνεχίζοντας στην αμέσως επόμενη πρόταση ότι «[ε]πιπλέον, μόνο ένας ηλίθιος μπορεί να φανταστεί ότι μια μορφή οικογενειακής ζωής μπορεί να δημιουργηθεί ή καταργηθεί μ’ ένα διάταγμα». Και συνεχίζει επεξηγώντας τι σημαίνει η «κατάργηση της οικογένειας» για τους σοσιαλιστές, ή τουλάχιστον για την κεντρώα ορθόδοξη φραξιά του SPD, η οποία αποτελούσε τότε και την επίσημη γραμμή του κόμματος. Μην ξεχνάμε ότι η μπροσούρα απ’ την οποία προέρχεται το συγκεκριμένο απόσπασμα αποτελεί στην ουσία μια παρουσίαση του προγράμματος της Ερφουρτής, δεν είναι δηλαδή ένα θεωρητικό έργο αλλά έχει ως σκοπό να εξηγήσει στους εργάτες ποιο είναι πραγματικά το πρόγραμμα κι οι θέσεις του SPD ενάντια σε όσα ισχυρίζονται οι πολιτικοί τους αντίπαλοι. Αυτό που ισχυρίζεται ο Κάουτσκι είναι ότι η μορφή της οικογένειας δεν μπορεί να θεσπιστεί με μια πολιτική απόφαση, οπότε αν οι σοσιαλιστές πάρουν την εξουσία δεν θα εκδώσουν νόμους για τη διάλυση των υπάρχουσων οικογενειών παρά τη θέλησή τους. Αντιθέτως, ο Κάουτσκι ισχυρίζεται ότι οι μορφές που λαμβάνει η οικογένεια γεννιούνται και καταστρέφονται σύμφωνα με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Για τον Κάουτσκι, ο καπιταλισμός αναπτύσσοντας τις παραγωγικές δυνάμεις οδήγησε στη διάβρωση της υπάρχουσας μορφής οικογένειας. Όμως, οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις περιορίζουν την περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Σύμφωνα με τον Κάουτσκι, «[ε]κείνο που οδηγεί στην κατάργηση της παρούσας μορφής της οικογενειακής ζωής δεν είναι η φύση της συνεργατικής παραγωγής αλλά η οικονομική ανάπτυξη». Κι αυτό που θα κάνει το σοσιαλιστικό σύστημα «δεν είναι να περιορίσει την οικονομική ανάπτυξη· αντιθέτως, θα της δώσει νέα ώθηση». Καθώς οπότε ο σοσιαλισμός θ’ αναπτύξει περαιτέρω τις παραγωγικές δυνάμεις, «η υπάρχουσα οικογενειακή μορφή», η οποία ήδη έχει αρχίσει να διαβρώνεται στον καπιταλισμό, «θα εξαφανιστεί, και θ’ αντικατασταθεί από μια υψηλότερη μορφή». Το ζήτημά μας εδώ δεν είναι το κατά πόσον αυτός ο οικονομίστικος, μηχανιστικός συλλογισμός του Κάουτσκι είναι ορθός. Θέλουμε απλώς να διευκρινήσουμε ότι σε καμία περίπτωση ο Κάουτσκι δεν υπερασπίστηκε την εργατική οικογένεια, αλλά αντιθέτως διακήρυξε ρητά την κατάργησή της.
38. Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Women’s Suffrage and the Class Struggle», στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.marxists.org/archive/luxemburg/1912/05/12.htm.
39. Κλάρα Τσέτκιν, «Only in Conjunction with the Proletarian Women Will Socialism Be Victorious», στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.marxists.org/archive/zetkin/1896/10/women.htm. [Σ.τ.Μ.]: Γι’ άλλη μια φορά, χρειάζεται να κάνουμε μια διόρθωση. Η Τσέτκιν στην ομιλία της επ’ ουδενί δεν τοποθετείται ενάντια στη γυναικεία απασχόληση. Εκείνο που λέει είναι ότι υπό τις παρούσες συνθήκες οι εργάτριες δεν έχουν κανένα μέσο ν’ αμυνθούν ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση κι υποκύπτουν σχεδόν σε κάθε προσταγή των αφεντικών ώστε να μπορέσουν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Γι’ αυτό ισχυρίζεται ότι «η απελευθερωτική πάλη της προλετάριας διαφέρει από εκείνη που διεξάγει η αστή ενάντια στον άντρα της τάξης της». Η Τσέτκιν ισχυρίζεται ότι οι προλετάριες δεν πρέπει να στραφούν ενάντια στους προλετάριους ανταγωνιζόμενούς τους στην αγορά εργασίας (όπως οι μικροαστές των ελεύθερων επαγγελμάτων που είχαν περιορισμένη πρόσβαση στην αγορά εργασίας), επειδή είναι το ίδιο το κεφάλαιο που έχει γκρεμίσει κάθε φραγμό απ’ την είσοδό τους στην αγορά εργασίας μετατρέποντάς τες σε φτηνό εργατικό δυναμικό. Οπότε, αυτό που χρειάζεται είναι να εγερθούν εμπόδια ενάντια στην καπιταλιστική τους εκμετάλλευση, δικαιώματα ως σύζυγοι και μητέρες που δεν θα τις καθιστούν πια φτηνό εργατικό δυναμικό, όπλα για την πάλη τους ενάντια στο κεφάλαιο. Επειδή, «[ό]σο περισσότερο η γυναικεία εργασία ασκεί την επιζήμιά της επιρροή στο βιοτικό επίπεδο των αντρών, τόσο περισσότερο γίνεται επιτακτική η ανάγκη για τη συμμετοχή των γυναικών στην οικονομική πάλη». Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Τσέτκιν γράφει σ’ εποχές που υπήρχε τεράστια αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό. Σε καμία περίπτωση αυτό δεν σημαίνει τον αποκλεισμό των γυναικών απ’ την απασχόληση. Πρόκειται αντιθέτως για προστατευτικά μέτρα ώστε οι εργάτριες να βρίσκοντα στην ίδια θέση με τους εργάτες στην οικονομική πάλη, κι όχι σε χειρότερη θέση απ’ αυτούς, καθώς οι εργάτριες δεν είχαν καμία δυνατότητα διαπραγμάτευσης με τ’ αφεντικά τους επειδή δεν είχαν καμία προστασία. Λίγο πιο κάτω στην ομιλία της αναφέρεται στην ψευδαίσθηση που έχουν μερικές εργάτριες ότι η βιομηχανική τους απασχόληση θα είναι προσωρινή μέχρι να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά, ενώ στην πραγματικότητα πολλές γυναίκες πρέπει ταυτόχρονα και ν’ αναθρέφουν τα παιδιά τους στο σπίτι και να εργάζονται παράλληλα, οπότε είναι σημαντική η μάχη τους και στα δύο μέτωπα. Και τα δικαιώματα τους ως μητέρες, αλλά κι η οργάνωσή τους στα συνδικάτα. Αν υπάρχει κάποια κριτική να γίνει στην ομιλία αυτή της Τσέτκιν δεν εντοπίζεται σε κάποιον ισχυρισμό της ενάντια στην απασχόληση των γυναικών, καθώς δεν ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, αλλά σε διάφορους ισχυρισμούς της όπως στο κλείσιμο της ομιλίας της που λέει ότι η οικογένεια πρέπει να μετατραπεί από οικονομική μονάδα σε «ηθική μονάδα».
40. Scott & Tilly, «Women’s Work and the Family in Nineteenth-Century Europe», Comparative Studies in Society and History, vol. 17, no. 1, 1975, σελ. 64.
41. Αλεξάνδρα Κολλοντάι, «Theses on Communist Morality in the Sphere of Marital Relations», στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.marxists.org/archive/kollonta/1921/theses-morality.htm.
42. Αλεξάνδρα Κολλοντάι, «Communism and the Family», στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.marxists.org/archive/kollonta/1920/communism-family.htm.
43. Ό.π.
44. Ό.π.
45. Παρατίθεται στο James C. Scott, «Tyranny of the Ladle», London Review of Books, vol. 34, no. 23, 2012, σελ. 6.
46. Ό.π.
47. Σε περιοχές του αμερικανικού νότου που μεταβήκαν απότομα στην μισθωτή γεωργική εργασία λόγω της επιδρομής του σκαθαριού ανθονόμου του βαμβακιού, τα ποσοστά γάμων μεταξύ των μαύρων μειώθηκαν παρομοίως. Βλέπε Bloom, Feigenbaum & Muller, «Tenancy, Marriage and the Boll Weevil Infestation, 1892-1930», Demography, vol. 54, no. 3, 2017.
48. Allan Bérubé, Coming Out Under Fire: The History of Gay Men and Women in World War Two, εκδόσεις Free Press, 2000.
49. Από την ομιλία της Sylvia Ray Rivera τον Ιούνιο του 2001 στο Κέντρο Λεσβιακών κι Ομοφυλόφιλων Κοινοτικών Υπηρεσιών της Νέας Υόρκης, στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.academia.edu/2502474/Sylvia_Rivera_s_Talk_at_LGMNY_June_2001_Lesbian_and_Gay_Community_Services_Center_New_York_City.
50. Βλέπε Women of the Weather Underground, «A Collective Letter to the Women’s Movement» στο Communist Research Cluster, eds, Revolutionary Feminism, 2016, σελ. 160.
51. Alison Edwards, «Rape, Racism and the White Women’s Movement» στο Communist Research Cluster, eds, ό.π., σελ. 228.
52. Third World Gay Revolution, «16 Point Platform and Program», Come Out!, no. 7, 1970. Επανεκδόθηκε πρόσφατα στο Pinko, no. 1, 2019.
53. Betty Friedan, The Feminine Mystique, εκδόσεις Norton, 1963, σελ. 15.
54. Third World Women’s Alliance, «Women in the Struggle» στο Communist Research Cluster, eds, ό.π., σελ. 254.
55. Για μια διεισδυτική ανάγνωση της έκθεσης του Moynihan, βλέπε Hortense J. Spillers, «Mama’s Baby Papa’s Maybe: An American Grammar Book», Diacritics, vol. 17, no. 2, 1987.
56. [Σ.τ.Μ.]: Χρειάζεται εδώ να παρέμβουμε ακόμη μια φορά για την άδικη κριτική της συγγραφέως στον Ένγκελς ως υπερασπιστή της οικογένειας, ενός ανθρώπου που, ας μην το ξεχνάμε, παρά τις μακροχρόνιες ερωτικές του σχέσεις δεν παντρεύτηκε ποτέ του και δεν έκανε ποτέ του οικογένεια. Είναι σαφές ότι η συγγραφέας αναφέρεται εδώ στον Ένγκελς της Κατάστασης της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία, ενός έργου γραμμένου απ’ τον νεαρό, κι όχι τον ώριμο, Ένγκελς το 1844-1845. Όμως, ακόμη κι έτσι, μολονότι κάποιες επιμέρους φρασεολογίες του μπορεί να είναι αμφίσημες ή ακόμη και συντηρητικές, ο ηθικός πανικός που παραθέτει είναι της αστικής τάξης (και μιας μεγάλης μερίδας των αντρών εργατών) κι όχι τόσο δικός του. Περιγράφοντας τη χειραφέτηση των παιδιών και των γυναικών απ’ την εξάρτησή τους στον πατριάρχη μέσω της μισθωτής εργασίας, που λόγω της αυξημένης απασχόλησης των γυναικών και της ανεργίας των αντρών είχε οδηγήσει αρκετές φορές οι γυναίκες ν’ αναλάβουν τον «αντρικό» ρόλο στην οικογένεια κι οι άντρες τον «γυναικείο» ρόλο, με τις γυναίκες να είναι οι βιοπαλαίστριες που συντηρούν την οικογένεια κι οι άντρες ν’ ασχολούνται με τα «οικιακά» και να εξαρτώνται απ’ το εισόδημα της συζύγου τους, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «[π]ρέπει ν’ αναγνωριστεί ότι μια τόσο ολοκληρωμένη αναστάσωση της κοινωνικής κατάστασης των δύο φύλων δεν μπορεί παρά να προέρχεται μονάχα απ’ το γεγονός ότι οι μεταξύ τους σχέσεις υποσκάπτηκαν απ’ την αρχή. Αν η κυριαρχία της γυναίκας πάνω στον άντρα, που το βιομηχανικό σύστημα μοιραία γεννοβόλησε, είναι κάτι το απάνθρωπο, η κυριαρχία του άντρα πάνω στη γυναίκα όπως υπήρχε στο παρελθόν ήταν επίσης αναγκαστικά απάνθρωπη. Αν η γυναίκα μπορεί τώρα, όπως στο παρελθόν ο άντρας, να στηρίζει την κυριαρχία της στο γεγονός ότι συνεισφέρει περισσότερα, κι ακόμα τα πάντα, στο κοινό ταμείο της οικογένειας, τότε απ’ αυτό το γεγονός βγαίνει αναγκαστικά το συμπέρασμα ότι αυτή η οικογενειακή κοινότητα δεν είναι ούτε αληθινή, ούτε λογική, αφού ένα μέλος της οικογένειας μπορεί να καυχιέται ότι συνεισφέρει το μεγαλύτερο μέρος σ’ αυτό το ταμείο. Αν η οικογένεια της σύγχρονης κοινωνίας αποσυντίθεται, αυτή η αποσύνθεση δείχνει ακριβώς ότι στο βάθος δεν ήταν η αγάπη που αποτελούσε τον δεσμό της οικογένειας, μα το ατομικό συμφέρον, που αναγκαστικά διατηρείται σ’ αυτή τη ψεύτικη κοινότητα των αγαθών» (Φρίντριχ Ένγκελς, Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία, μέρος Β, εκδόσεις Μπάυρον, 1975, σελ. 26). Με ποιον λοιπόν τρόπο ο Ένγκελς θεωρεί την «πατριαρχική οικογενειακή μορφή» ως τον «θεμελιώδη όρο της κοινωνικής τάξης»; Αντικρίζοντας την κρίση της πατριαρχικής οικογένειας, ο Ένγκελς δεν ζητά την επαναφορά της, αλλά δηλώνει ότι η κρίση αυτή υποδεικνύει ότι η οικογενειακή αυτή μορφή βασιζόταν στην εκμετάλλευση και πρέπει να ξεπεραστεί.
57. Frances Beal, «Double Jeopardy: To Be Black and Female» στο Communist Research Cluster, eds, ό.π., σελ. 257.
58. Η εκτενής ιστοριογραφία αναφορικά με τη NWRO παραμελεί σχεδόν πλήρως αυτό το βασικό χαρακτηριστικό του κινήματος. Εξαίρεση αποτελεί η διδακτορική διατριβή Wilson Sherwin, Rich in Needs: Revisiting the Radical Politics of the Welfare Rights Movement, 2019, στην οποία βασίζεται κι η παρούσα ανάλυση. [Σ.τ.Μ.]: Το κατά πόσον όσα περιγράφονται παρακάτω αποτελούν μια ουσιώδη άρνηση εργασίας είναι αμφισβητήσιμο. «Τα πρώτα αιτήματα που τίθενται από τους ίδιους τους προλετάριους, η στιγμή που αυτά τα αιτήματα δεν μπορούν να αφομοιωθούν από τον καπιταλιστή, λειτουργούν αντικειμενικά σαν μορφές άρνησης που εκθέτουν ολόκληρο το σύστημα σε κίνδυνο. Οποτεδήποτε τα εργατικά αιτήματα ξεπερνούν τα όρια των όσων οι καπιταλιστές μπορούν να παραχωρήσουν, η ίδια λειτουργία επαναλαμβάνεται – αυτή η αντικειμενική, αρνητική λειτουργία ξεκάθαρου όσο κι απλού μπλοκαρίσματος του μηχανισμού των οικονομικών νόμων. Κάθε συγκυριακή μεταβολή, κάθε εξέλιξη των δομών θα πρέπει λοιπόν να ειδωθεί με τους όρους των ειδικών στιγμών της: μόνο όμως προκειμένου να φτάσουμε στο σημείο όπου οι εργάτες μπορούν ν’ απαιτήσουν εκείνο το οποίο το κεφάλαιο, τη συγκεκριμένη στιγμή, αδυνατεί να παραχωρήσει. Σε τέτοιες περιστάσεις, το αίτημα ως άρνηση πυροδοτεί μια αλυσίδα κρίσεων της καπιταλιστικής παραγωγής, κάθε μία από τις οποίες απαιτεί τη τακτική ικανότητα για άλματα προς τα εμπρός στο επίπεδο της οργάνωσης της εργατικής τάξης» (Μάριο Τρόντι, «Η Στρατηγική της Άρνησης» στην ανθολογία AUTONOMIA: Απόψεις, Αγώνες, Μαρτυρίες των Ιταλών Αυτόνομων, 1970-1980, εκδόσεις Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα, 2014, σελ. 68). Η περιγραφή αυτή δεν ταιριάζει τόσο στη NWRO, η οποία διεκδικούσε στα σοβαρά τη θέσπιση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, αλλά περισσότερο στους Wages for Housework, καθώς για αρκετές αυτού του κινήματος σκοπός τους δεν ήταν τόσο μια πραγματική καταβολή κρατικού μισθού στις νοικοκυρές αλλά το αίτημα λειτουργούσε περισσότερο ως ένα σύνθημα για τη συσπείρωση των γυναικών και τον τονισμό της κοινωνικής λειτουργίας της οικιακής εργασίας, ένα αίτημα τόσο ανέφικτο να γίνει δεκτό απ’ το κεφάλαιο που θα οδηγήσει στην «άρνηση της εργατικής τάξης να υποβάλλει αιτήματα προς το κεφάλαιο» και την «έναρξη μιας επαναστατικής διαδικασίας» (ό.π., σελ. 73). Ανεξαρτήτως όμως απ’ το κατά πόσον η «άρνηση» εννοείται εδώ με την παραδοσιακή εργατίστικη έννοια της, υπάρχει το γενικότερο ζήτημα του κατά πόσον μπορεί να χαρακτηριστεί ως άρνηση εργασίας με την έννοια της αμφισβήτησης της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας. Για να μπορεί το κράτος να καταβάλλει ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ή γενικότερα προνοιακές παροχές, χρειάζεται να έχει έσοδα. Είτε τα έσοδα του κράτους προέρχονται από φόρους, είτε από κρατικές επιχειρήσεις που συμμετέχουν στην καπιταλιστική αγορά, είτε από δανεισμό είτε από οπουδήποτε, είναι αυτονόητο ότι για την ύπαρξη κρατικών εσόδων χρειάζεται να υπάρχει παραγωγή χρήματος, και κάπως ένα μέρος του χρήματος πρέπει να καταλήξει στα κρατικά ταμεία ώστε το κράτος μετά να το αναδιανέμει προς τους δικαιούχους. Οπότε, ακόμη κι αν οι δικαιούχοι των κρατικών αυτών επιδομάτων γλυτώσουν μέσω αυτών απ’ τον καταναγκασμό της εργασίας, παραμένει ένα κομμάτι του πληθυσμού που εργάζεται κανονικά για την κερδοφορία του κεφαλαίου, μ’ ένα κομμάτι της υπεραξίας που παράγει ν’ αναδιανέμεται μέσω του κράτους προς τους δικαιούχους των προνοιακών παροχών. Δηλαδή, αν οι δικαιούχοι «απελευθερώνονται» απ’ την εργασία, είναι μόνο επειδή κάποιοι άλλοι συνεχίζουν να υποβάλλονται στον καταναγκασμό της εργασίας. Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία «αποκοπή της σύνδεσης μεταξύ εργασίας και βιοπορισμού», τουλάχιστον όχι για τους παραγωγικούς εργάτες, οι οποίοι θα πρέπει να συνεχίσουν να εργάζονται πέρα απ’ το κέρδος των καπιταλιστών και για τον βιοπορισμό των δικαιούχων των προνοιακών παροχών. Δεν εννοούμε μ’ αυτό ότι όσοι επιβιώνουν με προνοιακές παροχές αποτελούν «παράσιτα» κι ότι οι αγώνες για προνοιακές παροχές είναι ασήμαντοι ή ακόμη κι αντιπρολεταριακοί. Το αντίθετο, είναι αγώνες αναγκαίοι. Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι ότι οι αγώνες αυτοί, ακριβώς όπως κι η διεκδίκηση μισθολογικών αυξήσεων, δεν υπονομεύουν τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας αλλά περιορίζονται σε μια αναδιανομή του πλούτου.
59. Τζέιμς & Ντάλα Κόστα, Η Δύναμη των Γυναικών κι η Κοινωνική Ανατροπή, εκδόσεις No Woman’s Land, 2008, σελ. 65.
60. Ό.π., σελ. 62-63.
61. Ό.π., σελ. 72.
62. Ό.π., σελ. 86.
63. Σίλβια Φεντερίτσι, «Wages Against Housework» στο Communist Research Cluster, eds, European Socialism and Communism, 2014, σελ. 336.
64. Ό.π., σελ. 337.
65. Μεταχειριζόμενη εδώ τους Wages for Housework ως ένα κίνημα ενάντια στην εργασία κι ως μια ειρωνική, προβοκατόρικη πρόκληση, τάσσομαι με την αναθεωρητική ιστοριογραφία της Kathi Weeks, The Problem with Work: Feminism, Marxism, Antiwork Politics and Postwork Imaginaries, εκδόσεις Duke, 2011, τη σκέψη της Wilson Sherwin και πρόσφατα σύντομα σχόλια απ’ τις ίδιες τις Ντάλα Κόστα και Φεντερίτσι.
66. Théorie Communiste, «Πολύ Κακό για το Τίποτα;» στο Endnotes 1, εκδόσεις Φίλοι του Κεραυνοβόλου Κομμουνισμού, σελ. 176. Μπορεί να βρεθεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://2008-2012.net/2016/09/30/endnotes-1-preliminary-materials.
67. Ό.π., σελ. 201-202.
68. Βλέπε «A History of Separation», Endnotes 4, 2015.
69. Ortiz-Ospina & Tzvetkova, «Working Women: Key Facts and Trends in Female Labor Force Participation», Our World in Data, 2017.
70. Ό.π.
71. Göran Therborn, Between Sex and Power: Family in the World, 1900-2000, εκδόσεις Routledge, 2004, σελ. 190.
72. Stephanie Coontz, «The World Historical Transformation of Marriage», Journal of Marriage and Family 66, 2004.
73. Therborn, ό.π., σελ. 293.
74. Ό.π., σελ. 199.
75. Ένας αριθμός σύγχρονων συγγραφέων έχει ενστερνιστεί την κατάργηση της οικογένειας μ’ έναν νέο κριτικό ενθουσιασμό. Στο Gleeson & Griffiths, «Kinderkommunismus: A Feminist Analysis of the 21st-Century Family and a Communist Proposal for its Abolition», Ritual, 2015, προσφέρεται μια τέτοια πρόταση, προτείνοντας «τον αντιδυαδικό παιδικό σταθμό» ως μια ιδεατή μορφή ενός «αντιοικογενειακού θεσμού» για την εκπλήρωση των κοινωνικών αναγκών της αναπαραγωγής των γενεών, ενσωματώνοντας σ’ αυτόν όλες τις μορφές εκπαίδευσης. Όμως, η Gleeson κι η Griffiths δεν προσδιορίζουν επαρκώς τον ρόλο που παίζει το κράτος κι η μισθωτή εργασία στο «αντιοικογενειακό» τους πρόγραμμα. Το βιβλίο της Sophie Lewis για την παρένθετη μητρότητα προτείνει τη θέσπιση μιας «κομμούνας κύησης» που καθιστά γενικευμένες τις μη-ιδιοκτησιακές σχέσεις φροντίδας. Μέσω της έρευνας των τρέχοντων αγώνων των γυναικών που εργάζονται ως παρένθετες μητέρες, η Lewis διακρίνει και διαχωρίζει τις γενετικές σχέσεις, την εργασία της κύησης και την ανατροφή του παιδιού, αποφυσικοποιώντας την άμισθη εργασία της κύησης και της οικογενειακής αναπαραγωγής. Βλέπε Sophie Lewis, Full Surrogacy Now: Feminism Against the Family, εκδόσεις Verso, 2019. Η Madeline Lane-McKinley γράφει για κοινές πρακτικές συλλογικής αλληλεξάρτησης στην πρόσφατή της έκκληση για την κατάργηση της οικογένειας, υποδεικνύοντας τον θετικό πυρήνα της φροντίδας που πρέπει να διατηρηθεί και μετασχηματιστεί: «Πως ο επαναστατικός ορίζοντας του τέλους “της οικογένειας” ως μια μονάδα ατομικής ιδιοκτησίας μας κινητοποιεί προς ένα πληρέστερο, λιγότερο εκμεταλλευτικό όραμα της φροντίδας; Αυτή η επιθυμία για συλλογική φροντίδα πρέπει να πάει χέρι-χέρι με οποιαδήποτε συζήτηση ενάντια στην οικογένεια – διαφορετικά η επιθυμία αυτή θα καταδικαστεί στις λογικές της αυτοδιαχείρισης και της αυτονομίας» (Madeline Lane-McKinley, «The Idea of Children», Blind Field Journal, 2018).
76. Βλέπε το άρθρο μου Michelle O’Brien, «Communizing Care», Pinko, no. 1, 2019, για μια ανάπτυξη αυτού του οράματος.