Το παρακάτω κείμενο του Πωλ Μάτικ του νεώτερου μεταφράστηκε απ’ το τεύχος Οκτωβρίου 2020 του περιοδικού The Brooklyn Rail.

Είναι παρηγορητικό να γνωρίζεις ότι εν μέσω αυτής της εθνικής και παγκόσμιας οικονομικής, ιατρικής, πολιτικής κι οικολογικής κρίσης, η επιστήμη των οικονομικών δεν κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια. Τις πρώτες ημέρες της πανδημίας του Covid-19 έγινε κάποια προσπάθεια υπολογισμού της αξίας σε δολλάρια των ανθρώπινων ζωών που ίσως χαθούν απ’ την ασθένεια ή που ίσως σωθούν απ’ το κλείσιμο των ρυπογόνων βιομηχανιών. Τώρα σημαντικότερο ζήτημα φαίνεται να είναι η κατανόηση του εάν το συμπληρωματικό επίδομα ανεργίας των 600 δολλαρίων την εβδομάδα που τελείωσε στα τέλη του Ιουλίου «απέτρεψε τους εργάτες»[1] απ’ το να εργαστούν προσφέροντάς τους ένα τέτοιο εισόδημα ώστε να μην θέλουν να επιστρέψουν στις χαμηλόμισθες δουλειές τους. Το ερώτημα δεν είναι πλήρως ακαδημαϊκό, καθώς οι ποικίλες απαντήσεις προσφέρουν πολεμοφόδια για την εν εξελίξει πάλη μεταξύ των Ρεπουμπλικανών και των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο αναφορικά με το εάν θα επαναφέρουν το επίδομα ως μέρος ενός νέου προγράμματος τόνωσης της οικονομίας πολλών τρισ. δολλαρίων. Το γεγονός ότι η δυνατότητα χρήσης της εν εξελίξει ύφεσης για την περαιτέρω συμπίεση των μισθών, περικοπή των επιδομάτων κι επιδείνωση των εργασιακών συνθηκών συζητείται μέσω μιας κοινωνικής-επιστημονικής αντιπαράθεσης -το εάν ένα βραχυπρόθεσμο μέτρο αρωγής αποτελεί αντικίνητρο για εργασία σε μια περίοδο που 30 εκατομμύρια θέσεις εργασίας έχουν εξαφανιστεί- μας λέει περισσότερα για τη φύση των οικονομικών απ’ ότι για τα κίνητρα για απασχόληση. Προσφέρει περαιτέρω στήριξη, αν χρειάζεται τέτοια, στην περιγραφή του Jerome Ravetz, ιστορικού της επιστήμης, των οικονομικών ως μια «λαϊκή επιστήμη», «ένα σώμα αποδεκτής γνώσης η λειτουργία της οποίας δεν είναι να προσφέρει τη βάση για περαιτέρω πρόοδο μα να προσφέρει παρηγοριά κι επιβεβαίωση σε κάποιο σώμα πιστών»[2].

Σ’ αυτή την περίπτωση, οι πιστοί περιλαμβάνουν εμφανώς τους μικροεπιχειρηματίες για τους οποίους, όπως το έθεσε ένας δημοσιογράφος της New York Times, «[ε]νστικτωδώς, ο ισχυρισμός των Ρεπουμπλικανών βγάζει νόημα», κι οι οποίοι φαίνεται ν’ αποτελούν, μαζί με τους διάφορους οπαδούς της λευκής ανωτερότητας και των θεωριών συνωμοσίας (κι αυτές δεν είναι αλληλοαποκλειόμενες κατηγορίες), τους κύριους ψηφοφόρους κι υποστηρικτές της παρούσας κυβέρνησης των ΗΠΑ. Ενώ υπάρχει επίσης μια κάποια προφορική νύξη του προβλήματος του διευρυνόμενου ομοσπονδιακού ελλείμματος, το πρόβλημα αυτό φαίνεται να παίζει ρόλο μόνο στην επιχειρηματολογία για τα όρια που πρέπει να τεθούν στη στήριξη των ανέργων κι όχι σε μια άρνηση της ίδιας της περαιτέρω εταιρικής αρωγής, και σίγουρα όχι για μια επαναφορά της υψηλότερης φορολόγησης των επιχειρήσεων και των πλουσίων, ζητήματα τα οποία δεν προωθούν ούτε οι Δημοκρατικοί. Δηλαδή, το φάντασμα που στοίχειωνε τους υπεύθυνους χάραξης της οικονομικής πολιτικής απ’ τη τελευταία Μεγάλη Ύφεση [εκείνη του 2008] -ο φόβος ενός ανεξέλεγκτου εθνικού χρέους- έχει πάψει να τους ταράζει, παρά το γεγονός ότι το χρέος αναμένεται από μέρα σε μέρα ν’ αγγίξει και να ξεπεράσει το αμερικανικό ΑΕΠ.

Ένα υψηλό εθνικό χρέος ήταν τρομακτικό επειδή οι οικονομολόγοι αναμέναν ότι αυτό θα εξαπέλυε καταστροφικά επίπεδα πληθωρισμού, αυξανόμενα επιτόκια κι απώλεια εμπιστοσύνης στο δολλάριο. Ωστόσο, αυτά τα κακά δεν εμφανίζονται. Ως αποτέλεσμα, χωρίς να έχουν κάτι να πουν για το γεγονός ότι αυτά δεν εμφανίστηκαν, οι οικονομολόγοι αντιμετωπίζουν το ζήτημα μ’ έναν νέο εύθυμο τόνο. Για παράδειγμα, ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ και πλέον μέλος του Peterson Institute for International Economics, ένα think tank που προωθεί το ελεύθερο εμπόριο, παρατίθεται να δήλωσε: «Σ’ αυτό το στάδιο, νομίζω, κανείς δεν ανησυχεί ιδιαίτερα για το χρέος. Είναι σαφές ότι πιθανόν μπορούμε να καταλήξουμε στον στόχο μας, ο οποίος είναι λόγοι χρέους υψηλότεροι από το 100% [του ΑΕΠ] σε πολλές χώρες. Αυτό δεν είναι δα και το τέλος του κόσμου»[3]. Σύμφωνα με τον Κέννεθ Ρογκόφ, έναν ειδήμονα του Χάρβαρντ αναφορικά με το κυβερνητικό χρέος και την οικονομική ανάπτυξη το έργο του οποίου συχνά αναφερόταν σε στήριξη της μείωσης του ελλείμματος υπό την προεδρία του Ομπάμα, «[κ]άθε λογική πολιτική θα έχει ως αποτέλεσμα να συσσωρεύσουμε έλλειμμα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν το έλλειμά μας αυξηθεί κατά 10 τρισ. δολλάρια, αυτή τη στιγμή δεν θα μου φανεί προβληματικό»[4]. Η γνωστική ασυμφωνία υπήρξε πιθανώς περισσότερο ρητή στις πρόσφατες παρατηρήσεις της Maya MacGuineas, προέδρου της Επιτροπής για έναν Υπεύθυνο Ομοσπονδιακό Προϋπολογισμό, η οποία είπε ότι «[π]ρέπει να σκεφτόμαστε και ν’ ανησυχούμε πολύ για το έλλειμμα, και ταυτόχρονα πρέπει να προχωρήσουμε σε αύξηση του ελλείμματος»[5].

Είναι προφανές γιατί ακόμη και πρώην «γεράκια του ελλείμματος» τώρα ενστερνίζονται ένα χρέος στο μέγεθος του ίδιου του ΑΕΠ, αλλά η οικονομική επιστήμη δεν έχει να κάνει τίποτα σ’ αυτή τους τη στροφή. Η εναλλακτική στην αύξηση του ελλείμματος θα ήταν μια κολοσσιαία παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, μαζί με μια ξαφνική βουτιά σε μαζική εξαθλίωση σε μια τέτοια κλίμακα την οποία οι αρχές δεν είναι έτοιμες ν’ αντιμετωπίσουν, μολονότι είναι σαφές ότι ανησυχούν περισσότερο για το ζήτημα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Παρά τις διαρκείς διαβεβαιώσεις ότι η τρέχουσα ύφεση είναι το αποτέλεσμα των προσπαθειών περιορισμού της πανδημίας, η παγκόσμια οικονομία βρισκόταν ήδη καθοδόν προς μια κρίση πριν το ξέσπασμα του Covid-19[6]. Τα μέτρα οικονομικής αρωγής δεν ωθήσαν την οικονομία· η ανάκαμψη σε σχήμα V για την οποία ελπίζαν στην αρχή δεν πραγματοποιήθηκε· η ανεργία αυξάνεται ξανά καθώς οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να κλείνουν ή να μην ξανανοίγουν· ο λιμός κι η έλλειψη στέγασης αυξάνονται στα κλασσικά επίπεδα των υφέσεων, ενώ πόλεις και πολιτείες, έχοντας ανεπαρκή φορολογικά έσοδα, μειώνουν άγρια τους προϋπολογισμούς τους. Έτσι, η Loretta Mester, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Αποθεμάτων του Κλίβελαντ, δήλωσε σε δημοσιογράφους ότι οι προβλέψεις της αναφορικά με την οικονομική ανάκαμψη βασίζονται εν μέρει σε συνεχή δημοσιονομική στήριξη, και χωρίς μια τέτοια στήριξη οι ΗΠΑ ίσως δυσκολευτούν να τα φέρουν βόλτα με τα κλεισίματα και να οδηγηθούν σ’ ένα μονοπάτι σταθερής ανάπτυξης. Ενώ η κυρία Mester δήλωσε ότι δεν είναι «από τους ανθρώπους εκείνους που θεωρούν ότι τα ελλείμματα δεν έχουν σημασία», υποστήριξε παράλληλα ότι εν μέσω μιας εκκολαπτόμενης ανάκαμψης το κύριο μέλημα των ΗΠΑ δεν μπορεί να είναι το άγχος για τη συσσώρευση χρέους. «Δεν είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή γι’ αυτή τη συζήτηση», δήλωσε[7].

Και ποια θα είναι τότε η κατάλληλη στιγμή; Μέχρι τώρα κανείς δεν λέει. Πιθανότατα όταν η ανάκαμψη μπει σε σταθερή τροχιά, κάτι που το οικονομικό σύστημα πίστης δεν μπορεί παρά να προβλέπει ότι θα γίνει σύντομα. Εν τω μεταξύ, το πρόβλημα του ελλείμματος μετατίθεται στο μέλλον, όπως κι η νεοθεσπισμένη αναστολή των εξώσεων τις αναβάλλει μέχρι τον Ιανουάριο χωρίς καμία ακύρωση των απλήρωτων κι αδύνατον να πληρωθούν ενοικίων ή τον εκτοκισμό τους.

Αν, αφενός, απαιτείται η συνεχιζόμενη διεύρυνση του χρέους για την αποτροπή περαιτέρω οικονομικής συστολής (ακόμη κι αν αυτό περιγράφεται ευγενικά ως στήριξη της οικονομικής ανάκαμψης), αφετέρου, οι υπεύθυνοι για την χάραξη πολιτικής αισθάνονται ελεύθεροι να μεταθέσουν στο μέλλον το ζήτημα του χρέους επειδή ο πληθωρισμός που είχε εδώ και καιρό προβλεφθεί τελικά δεν υλοποιήθηκε. Αξίζει να διερωτηθούμε γιατί δεν υλοποιήθηκε, καθώς η κακοφημία που έλαβαν οι κυβερνητικές αντικυκλικές δαπάνες, ο κεϋνσιανισμός, κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970 αντικατόπτριζε τα πραγματικά υπάρχοντα υψηλά ποσοστά πληθωρισμού που είχαν φαινομενικά παράξει οι δαπάνες τις παλιές καλές εποχές όταν ακόμη κι ο Νίξον διακήρυξε ότι «[τ]ώρα είμαστε όλοι κεϋνσιανοί». Βασικά, οι συμβατικοί οικονομολόγοι πιστεύαν, σύμφωνα με την κοινή λογική, ότι ο πληθωρισμός οφείλονταν στο γεγονός ότι «πολύ χρήμα κηνυγούσε λίγα αγαθά». Οι κυβερνητικές δαπάνες -ιδίως οι παροχές όπως η πρόνοια- έθετε χρήμα στα χέρια των καταναλωτών, ο ανταγωνιστικός καταναλωτισμός των οποίων ανέβαζε τις τιμές των αγαθών. Η ιδέα αυτή, φυσικά, δεν θέτει το ερώτημα του γιατί η διεύρυνση της αγοραστικής ισχύος δεν οδήγησε σε μια διεύρυνση της παραγωγής αγαθών κι υπηρεσιών προς πώληση, αποκαθιστώντας έτσι την ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.

Παρά τις πεποιθήσεις των οικονομολόγων, αυτό που καθορίζει την κλίμακα της παραγωγής δεν είναι ούτε η ανθρώπινη ανάγκη γι’ αγαθά κι υπηρεσίες ούτε η ποσότητα χρήματος που βρίσκεται στα χέρια των καταναλωτών, αλλά η κερδοφορία των χρηματικών συναλλαγών ή των πληρωτέων επιχειρήσεων. Στον καπιταλισμό, τ’ αγαθά δεν παράγονται επειδή οι άνθρωποι τα χρειάζονται, αλλά όταν μπορούν να πωληθούν μ’ ένα ικανοποιητικό κέρδος. Μια οικονομική ύφεση σηματοδοτεί μια μείωση της κερδοφορίας, η οποία κάνει τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων να μην ενδιαφέρονται για περαιτέρω επενδύσεις σε κλίμακα επαρκή για την απασχόληση του εν δυνάμει μισθωτού πληθυσμού. Η κεϋνσιανή ιδέα ήταν ότι οι κυβερνήσεις μπορούσαν να πάρουν (μέσω φόρων) ή να δανειστούν το χρήμα που οι επιχειρηματίες δεν ξοδεύαν για τη διεύρυνση της παραγωγής, και με το χρήμα αυτό ν’ αγοράσουν αγαθά ή να προσλάβουν άμεσα εργάτες. Αυτή η πρόσθετη δαπάνη θ’ αύξανε τη ζήτηση, κάτι το οποίο θα έθετε σε κίνηση μια επιβραδυμένη οικονομία οδηγώντας σε μια επιστροφή στην ευημερία. Υπό ευημερούσες συνθήκες, η διευρυμένη επικερδής παραγωγή θα παρήγαγε χρήμα διαθέσιμο προς φορολόγηση, και μέσω των φορολογικών εσόδων η κυβέρνηση θ’ αποπλήρωνε το χρέος που συσσώρευσε λόγω αυτών των πρότερων πρόσθετων δαπανών της.

Όπως γνωρίζουμε, τα πράγματα δεν συνέβησαν έτσι. Δεν ήταν οι κυβερνητικές δαπάνες καθεαυτές που αυξήσαν την κερδοφορία του ιδιωτικού κεφαλαίου, καθώς το χρήμα που έδωσε η κυβέρνηση σ’ επιχειρήσεις για προϊόντα όπως μαχητικά αεροσκάφη και βόμβες πάρθηκαν από ήδη υπάρχοντα επιχειρηματικά κέρδη μέσω φόρων ή δανεισμού. Το περισσότερο που μπορούσαν να επιτύχουν αυτές οι δαπάνες επανακυκλοφορώντας μη-επενδυμένα κεφάλαια ήταν να περιορίσουν τις δυσκολίες τόσο των επιχειρήσεων όσο και των εργατών, ενώ οι διαδικασίες του επιχειρηματικού κύκλου -βασικά, η απαξίωση του επενδυμένου κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένης της ρευστοποίησης του επιχειρηματικού χρέους που ήταν αδύνατον ν’ αποπληρωθεί, μαζί με την μείωση του εργασιακού κόστους καθώς αυξάνεται η ανεργία- άνοιξε τον δρόμο για μια αύξηση της κερδοφορίας κι αποκατάσταση της ευημερίας. Εν τω μεταξύ, η αποπληρωμή του χρέους απαιτούσε τη φορολόγηση των επιχειρηματικών κερδών, ή τον περαιτέρω δανεισμό στην κεφαλαιοαγορά, κάτι που αύξησε τα επιτόκια, ένα κόστος για τις επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις υπερασπίστηκαν την κερδοφορία τους αυξάνοντας τις τιμές· οι εργάτες πάλεψαν για υψηλότερους μισθούς ώστε να υπερασπιστούν το βιοτικό τους επίπεδο, συνήθως με πιο αργούς ρυθμούς απ’ τις αυξήσεις των τιμών στις οποίες αντιδρούσαν. Οι τιμές αυξήθηκαν στο σύνολο της οικονομίας καθώς ο κάθε επιχειρηματικός τομέας αγωνιζόταν να κάνει τους υπόλοιπους να πληρώσουν το κόστος του χρέους: ο τρόμος του προξενημένου απ’ την οικονομική αρωγή πληθωρισμού.

Παρά της επιμονής του Ρόναλντ Ρήγκαν για τον σατανικό χαρακτήρα των κυβερνητικών δαπανών, η συνεχιζόμενη αδυναμία της καπιταλιστικής οικονομίας δεν επέτρεψε το πραγματικό τους τέλος – στην πραγματικότητα, υπό την προεδρία του Ρήγκαν το εθνικό χρέος ανήλθε σ’ επίπεδα-ρεκόρ. Όμως, η τροπικότητα της κυβερνητικής οικονομικής παρέμβασης εξελίχθηκε προς την άμεση επιδότηση επιλεγμένων εταιρειών, με λιγότερη μέριμνα για τη συντήρηση της «πλήρους απασχόλησης» (ένας αριθμός που, εν πάση περιπτώσει, σταθερά αναθεωρούνταν προς τα επάνω). Ο εχθρός ήταν ο πληθωρισμός. Σ’ όλον τον κόσμο, οι κυβερνήσεις αντιδρούσαν στη συνεχιζόμενη ύφεση της καπιταλιστικής ευημερίας με περικοπές των κρατικών δαπανών για υγεία, πρόνοια, εκπαίδευση κι ανακούφιση της ανεργίας, είτε άμεσα είτε μέσω «ιδιωτικοποιήσεων», μεταφέροντας κυβερνητικές λειτουργίες όπως η διανομή δεμάτων κι η εκπαίδευση σ’ ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Την ίδια στιγμή, η συνεχιζόμενη εκμηχάνιση της παραγωγής οδήγησε στην μείωση της μεταποίησης ως ποσοστό της οικονομικής δραστηριότητας, κάτι που σημάδεψε ιδιαίτερα τις καπιταλιστικά ανεπτυγμένες χώρες καθώς η μεταποιητική ικανότητα μετατοπίστηκε προς χαμηλόμισθες περιοχές όπως η Κεντρική Αμερική, η Κίνα, η νοτιοανατολική Ασία κι η ανατολική Ευρώπη. Στις καπιταλιστικές ανεπτυγμένες χώρες, στη θέση της μεταποίησης ως ένα πεδίο για τη δημιουργία χρήματος, διευρύνθηκε η χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία σ’ ένα εύρος επενδυτικών αγαθών. Η ανάπτυξη της κερδοσκοπίας τακτικά διακόπτονταν από διάφορες τραπεζικές, κτηματομεσιτικές και χρηματιστηριακές κρίσεις· όταν οι κρίσεις αυτές απειλούσαν την πολιτική και κοινωνική σταθερότητα των σημαντικών επιχειρηματικών κέντρων, οι κυβερνήσεις κι οι διεθνείς οργανισμοί έτρεχαν σ’ άμεση στήριξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος χορηγώντας του χρήμα. Η τακτική αυτή, δοκιμασμένη απ’ τη Τράπεζα της Ιαπωνίας σ’ απάντηση της εμφάνισης οιονεί υφεσιακών συνθηκών τη δεκαετία του 1990, έγινε το κύριο όπλο που χρησιμοποίησαν οι κεντρικές τράπεζες στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Κίνα για την αντιμετώπιση της Μεγάλης Ύφεσης του 2008. Ωστόσο, σ’ αντίθεση με τις κλασσικές ελλειμματικές δαπάνες, το χρήμα που χρησιμοποιήθηκε γι’ αυτό που αποκαλέστηκε «ποσοτική χαλάρωση» δεν αποκτήθηκε ούτε από φόρους -καθώς αυτό θα πήγαινε κόντρα στον στόχο, ο οποίος ήταν η στήριξη των επιχειρήσεων- ούτε μέσω δανεισμού από ιδιώτες πλουτοκράτες. Αντ’ αυτού, οι κεντρικές τράπεζες -στην περίπτωση των ΗΠΑ, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ- απλώς διεύρυναν τις υποχρεώσεις τους («τυπώσαν χρήμα»)[8] για ν’ αγοράσουν ομόλογα, τόσο κρατικά όσο κι ιδιωτικό χρέος, όπως χρεόγραφα διασφαλισμένα με ενυπόθηκα δάνεια, από ιδιωτικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Έτσι χορηγήθηκε χρήμα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ανεβάζοντας ταυτόχρονα της τιμές των ομολόγων, το οποίο μειώνοντας τις αποδόσεις των ομολόγων ώθησε τους επενδυτές στο χρηματιστήριο. Βασικά, τίποτα απ’ αυτά δεν κοστίζει απολύτως τίποτα στις επιχειρήσεις, ενώ η αύξηση των τιμών των ομολόγων ευνοεί δυσανάλογα την μικρή μειοψηφία των υπερπλούσιων που δυσανάλογα κατέχουν ομόλογα, οπότε δεν υπάρχει κανένα κίνητρο γι’ αύξηση των τιμών -ειδικά υπό τις αποπληθωριστικές συνθήκες μιας παγκόσμιας επιχειρηματικής επιβράδυνσης- παράγοντας μια διεύρυνση χωρίς πληθωρισμό[9].

Είναι ξεκάθαρο ότι οι υπεύθυνοι χάραξης οικονομικής πολιτικής ακόμη ανησυχούν για το μακροπρόθεσμο μέλλον, αν και δεν βλέπουν καμία εναλλακτική απ’ το να συνεχίσουν αυτή την πορεία. Αναμφίβολα, αυτό οφείλεται εν μέρει στην έλλειψη μιας θεωρίας με την οποία να συμφωνούν όλοι οι οικονομολόγοι, καθώς αυτή η έλλειψη σημαίνει ότι κανένας τους δεν είναι απόλυτα βέβαιος για το πρόκειται να συμβεί. Φυσικά, υπάρχει μια θεωρία για τη δικαιολόγηση αυτής της νέας κανονικότητας, το δόγμα του χαρταλισμού που εμφανίστηκε στη στροφή του 20ού αιώνα, αναγεννημένος σήμερα ως Σύγχρονη Νομισματική Θεωρία. Η θεωρητική επίδειξη της Σύγχρονης Νομισματικής Θεωρίας ότι τα ελλείμματα μπορούν να διευρύνονται επ’ αόριστον έγινε ενθουσιωδώς αποδεκτή απ’ την αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών, βλέποντας σ’ αυτή μια θεωρητική εγγύηση για μια πολιτική δαπανών δίχως φόρους που ίσως υπερβεί μερικά απ’ τ’ αποτελέσματα της οικονομικής ανισότητας χωρίς κάποια σοβαρή αναδιανομή του εισοδήματος. Όπως ο Κέυνς προσέφερε μια (όχι πολύ πειστική) θεωρία για την ερμηνεία των πολιτικών που ήδη εφαρμόζονταν απ’ τον Χίτλερ και τον Ρούζβελτ, έτσι κι η Σύγχρονη Νομισματική Θεωρία χρωστά την ανάδυσή της απ’ το περιθώριο στο κέντρο της προσοχής στις πραγματικές πολιτικές των κεντρικών τραπεζών, κι όχι το αντίστροφο. Μολαταύτα, φαίνεται απίθανο ότι χρήμα μπορεί να τυπωθεί και διαμοιραστεί επ’ αόριστον χωρίς ν’ ανακύψουν προβλήματα.

Αυτή η καχυποψία των οικονομικών αναλυτών και των κυβερνητικών αξιωματούχων βασίζεται στο γεγονός ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα προς το οποίο κατευθύνεται η πλειοψηφία των μέτρων αποτελεί μέρος μιας οικονομίας που πρέπει να συνεχίσει να παράγει υλικά αγαθά κι υπηρεσίες. Στη τελική, η βιωσιμότητα του χρηματοπιστωτισμού κείτεται στην επιτυχία των καπιταλιστικών εταιρειών να βγάλουν πραγματικά κέρδη απ’ τις πωλήσεις των αγαθών αυτών, μ’ ένα μέρος των κερδών να μπορεί να επενδυθεί στη διεύρυνση του συστήματος ενώ ένα άλλος μέρος τους ρέει προς τους κατόχους διαφόρων μορφών χρέους. Αν οι καπιταλιστές δεν μπορούν να βγάλουν αρκετό χρήμα για να πληρώσουν τους εργάτες τους αρκετά χρήματα ώστε, για παράδειγμα, αυτοί να μπορούν να πληρώσουν το ενοίκιό τους ή τα ενυπόθηκα δάνειά τους για τα σπίτια τους, τότε τα χρεόγραφα διασφαλισμένα με ενυπόθηκα δάνεια κι οι επενδύσεις σε κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών στο real estate δεν θ’ αποφέρουν κέρδος[10]. Και πέρα απ’ την κυκλοφορία του χρήματος μέσω του συστήματος με στόχο τη συσσώρευσή του στα χέρια των κατόχων κεφαλαίου, υπάρχει το ζήτημα της φυσικής ύπαρξης της εργατικής τάξης, δηλαδή του 99% του πληθυσμού, που καθίσταται αυξανόμενα ανίκανη να πληρώσει για σίτιση, στέγαση κι ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ακόμη κι ενώ οι λειτουργίες αρωγής των κεντρικών τραπεζών καταθέτουν φρεσκοδημιουργημένο χρήμα σ’ επιλεγμένους τραπεζικούς λογαριασμούς. Οι Δημοκρατικοί θέλουν να τους δώσουν επιδόματα των 600 δολλάριων γι’ ακόμη μερικούς μήνες, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί δεν προτίθονται να δώθούν περισσότερα από 200 ή 300 δολλάρια. Όμως, κι οι δύο απλώς υποθέτουν ότι η κατάσταση σύντομα θα επιλυθεί από μόνη της, με μια επιστροφή στην ευημερία, μια επιστροφή η οποία με κάποιον τρόπο υποβοηθήθηκε απ’ τις κυβερνητικές δράσεις που αποτρέψαν τις βαθιές κοινωνικές αναταραχές που παρήχθησαν απ’ τις προηγούμενες υφέσεις. Η αυτοαντιφατική φύση της συζήτησης για την οικονομική πολιτική, εγκλωβισμένη μεταξύ της Σκύλλας του εσαεί αυξανόμενου χρέους και τη Χάρυβδη της κοινωνικής κατάρρευσης, αντικατοπτρίζει την ανικανότητα της οικονομικής επιστήμης να ερμηνεύσει ακόμη και τα τρέχοντα γεγονότα, πολλώ δε μάλλον να κυριαρχήσει επί αυτών και να τα διαμορφώσει. Αν η οικονομική επιστήμη μπορούσε να ερμηνεύσει τα γεγονότα, τότε θα έπρεπε επίσης να συμπεράνει ότι δεν μπορούν να γίνουν και πολλά για την αντιμετώπισή τους: η κοινωνία θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσει τις κακουχίες που τις επιβάλλονται απ’ τις λειτουργίες της οικονομικής μηχανής είτε υποφέροντας δεκαετίες καταστροφών ώστε το σύστημα να μπορέσει να κερδίσει μια προσωρινή νέα πνοή είτε τελικά καταστρέφοντας τις κοινωνικές σχέσεις της μισθωτής εργασίας και του κεφαλαίου επί των οποίων κείτεται ο οικονομικός μηχανισμός.

Σημειώσεις:
1. Patricia Cohen, «Do Jobless Benefits Deter Workers? Some Employers Say Yes. Studies Don’t», New York Times, 10 Σεπτεμβρίου 2020.
2. Jerome Ravetz, Scientific Knowledge and Its Social Problems, εκδόσεις Oxford University Press, 1971, σελ. 366.
3. Matt Phillips, «We Have Crossed the Line Debt Hawks Warned Us About for Decades», New York Times, 21 Αυγούστου 2020.
4. Jim Tankersley, «How Washington Learned to Embrace the Budget Deficit», New York Times, 16 Μαΐου 2020.
5. Jim Tankersley, «Federal Borrowing Amid Pandemic Puts U.S. Debt on Path to Exceed World War II», New York Times, 2 Σεπτεμβρίου 2020.
6. Βλέπε Πωλ Μάτικ ο νεώτερος, «Their Money or Your Life», Brooklyn Rail Field Notes, Μάιος 2020, στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://brooklynrail.org/2020/05/field-notes/Their-Money-or-Your-Life.
7. Tankersley, ό.π.
8. Σ’ αντίθεση με το τύπωμα χρήματος, όπως αυτό απ’ την κυβέρνηση της Βαϊμάρης στη Γερμανία, για την αποπληρωμή του κρατικού χρέους -πληθωρισμένο απ’ τις μη-βιώσιμες πληρωμές των πολεμικών αποζημιώσεων του Α’ ΠΠ- έχουμε εδώ τύπωμα χρήματος για την αύξηση του κρατικού χρέους – το κράτος χρεώνεται για να ρήξει χρήμα στην οικονομία.
9. Αυτό δεν είναι αρκετά σωστό, καθώς οι τιμές των επενδυτικών αγαθών που πωλούνται κι αγοράζονται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, πχ μετοχές, ακίνητα κι έργα τέχνης, είναι ακραία πληθωρισμένες.
10. Βλέπε Eisenberg & Hunsinger, «The Rent Is Too Damn High», Brooklyn Rail Field Notes, Σεπτέμβριος 2020, στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://brooklynrail.org/2020/09/field-notes/The-Rent-is-Too-Damn-High-The-Tenant-Movement-at-the-Precipice.