Το παρακάτω κείμενο του John D’Emilio μεταφράστηκε απ’ την ανθολογία Abelove, Barale & Halperin, eds, The Lesbian and Gay Studies Reader, εκδόσεις Routledge, 1993. Ο John D’Emilio είναι ομοφυλόφιλος, ιστορικός κι ειδικεύεται στην ιστορία της ομοφυλοφιλίας στις ΗΠΑ.
Για τους ομοφυλόφιλους άνδρες και γυναίκες, η δεκαετία του 1970 ήταν μια δεκαετία σημαντικών επιτευγμάτων. Τα κινήματα για την απελευθέρωση των ομοφυλόφιλων και των γυναικών αλλάξαν το σεξουαλικό τοπίο του έθνους. Εκατοντάδες χιλιάδες ομοφυλόφυλες γυναίκες κι άντρες αποκαλύψαν και δηλώσαν ανοικτά την ομοφυλοφιλία τους. Κερδίσαμε την κατάργηση των νόμων περί σοδομισμού στις μισές πολιτείες των ΗΠΑ, μια μερική απόσυρση του αποκλεισμού των ομοφυλόφιλων γυναικών κι αντρών απ’ την απασχόληση σε ομοσπονδιακές θέσεις εργασίας, προστασία των πολιτικών μας δικαιωμάτων σε μερικές δεκάδες πόλεις, την ενσωμάτωση των δικαιωμάτων για τους ομοφυλόφιλους στην πλατφόρμα των Δημοκρατικών και την κατάργηση της ομοφυλοφιλίας απ’ τη λίστα των ψυχικών ασθενειών των ψυχιάτρων. Η ανδρική ομοφυλόφιλη υποκουλτούρα επεκτάθηκε κι έγινε αυξανόμενα ορατή στις μεγάλες πόλεις, κι οι λεσβίες φεμινίστριες υπήρξαν πρωτοπόρες οικοδομώντας εναλλακτικούς θεσμούς και μια εναλλακτική κουλτούρα που προσπάθησε να ενσαρκώσει ένα απελευθερωτικό όραμα για το μέλλον.
Ωστόσο, τη δεκαετία του 1980, με την αναζωπύρωση μιας ενεργούς δεξίας, οι ομοφυλόφιλοι άντρες και γυναίκες κοιτούσαν επιφυλακτικά το μέλλον. Οι νίκες μας φάνηκαν αδύναμες κι εύθραυστες· η σχετική ελευθερία των λίγων περασμένων ετών φαντάζει πολύ πρόσφατη για να θεωρηθεί μόνιμη. Σε μερικά κομμάτια της ομοφυλόφιλης κοινότητας αναπτύσσεται ένα αίσθημα απογοήτευσης: γίνονται όλο και συχνότερα παραλληλισμοί με την Αμερική του Μακάρθυ, όταν οι «σεξουαλικά ανώμαλοι» αποτελούσαν έναν ειδικό στόχο της δεξιάς, και με τη ναζιστική Γερμανία, όπου οι ομοφυλόφιλοι στέλντονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπάρχει παντού η αίσθηση ότι χρειαζόμαστε νέες στρατηγικές αν θέλουμε να διατηρήσουμε όσα κερδίσαμε και να κινηθούμε προς τα εμπρός.
Θεωρώ ότι κομμάτι αυτού του πολιτικού εγχειρήματος πρέπει να είναι και μια νέα, ακριβέστερη θεωρία της ιστορίας της ομοφυλοφιλίας. Όταν ξεκίνησε το κίνημα για την απελευθέρωση των ομοφυλόφιλων στα τέλη της δεκαετίας του 1960, οι ομοφυλόφιλοι άντρες και γυναίκες δεν είχαμε μια ιστορία που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για να κατασκευάσουμε τους στόχους και τη στρατηγική μας. Τα ακόλουθα χρόνια, χτίζοντας ένα κίνημα χωρίς να γνωρίζουμε την ιστορία μας, εφηύραμε αντ’ αυτού μια μυθολογία. Αυτή η μυθική ιστορία αντλεί απ’ το προσωπικό μας βίωμα, το οποίο εφαρμόζουμε στο παρελθόν. Για παράδειγμα, οι περισσότερες ομοφυλόφιλες γυναίκες κι άντρες της δεκαετίας του 1960 ανακαλύψαν αρχικά τις ομοφυλοφιλικές τους επιθυμίες σε απομόνωση, χωρίς να γνωρίζουν άλλα άτομα με παρόμοιες επιθυμίες, και χωρίς αναφορές για να ονομάσουν και να κατανοήσουν τι ήταν αυτό που αισθάνονταν. Απ’ αυτό το βίωμα, κατασκευάσαμε έναν μύθο με τη σιωπή, την αορατότητα και την απομόνωση ως τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ομοφυλόφιλης ζωής στο παρελθόν καθώς και στο σήμερα. Επιπλέον, επειδή είμασταν αντιμέτωποι με τόσους πολλούς καταπιεστικούς νόμους, δημόσιες πολιτικές και πολιτιστικές πεποιθήσεις, μετατρέψαμε αυτό το βίωμα σε μια εικόνα ενός απαράδεκτου παρελθόντος: μέχρι το κίνημα για την απελευθέρωση των ομοφυλόφιλων, οι ομοφυλόφιλες γυναίκες κι άντρες υπήρξαν πάντα τα θύματα συστηματικής, αδιαφοροποίητης και φριχτής καταπίεσης.
Οι μύθοι αυτοί έχουν περιορίσει την πολιτική μας οπτική. Για παράδειγμα, έχουν συνεισφέρει στην υπερβολική μας εξάρτηση στην στρατηγική της αποκάλυψης της σεξουαλικότητάς μας -δηλαδή, αν κάθε ομοφυλόφιλος άντρας και γυναίκα στην Αμερική αποκαλύπταν τη σεξουαλικότητά τους τότε η καταπίεση των ομοφυλόφιλων θα σταματούσε- και μας οδηγεί στο να παραμελούμε τους θεσμοποιημένους τρόπους με τους οποίους αναπαράγονται η ομοφοβία κι ο ετεροσεξισμός. Οι μύθοι αυτοί έχουν ενθαρρύνει, ανά καιρούς, ένα αίσθημα απόγνωσης που μας παραλύει, ιδίως σε καιρούς όπως οι σημερινοί: πως μπορούμε ν’ αποκαλύψουμε μια καταπίεση των ομοφυλόφιλων τόσο επίμονη κι αμετάβλητη;
Υπάρχει ένας ακόμη ιστορικός μύθος που απολαμβάνει σχεδόν καθολική αποδοχή στο κίνημα των ομοφυλόφιλων, ο μύθος της «αιώνιας ομοφυλοφιλίας». Ο ισχυρισμός αυτός έχει πάνω-κάτω ως εξής: ομοφυλόφιλοι άντρες και γυναίκες υπήρχαν πάντα και θα υπάρχουν για πάντα. Είμαστε παντού· όχι μόνο σήμερα, αλλά διατρέχουμε το σύνολο της ιστορίας, υπήρχαμε κι υπάρχουμε σ’ όλες τις κοινωνίες και σ’ όλες τις ιστορικές περιόδους. Ο μύθος αυτός έπαιξε μια θετική πολιτική λειτουργία στα πρώτα χρόνια του κινήματος για την απελευθέρωση των ομοφυλόφιλων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν μαχόμασταν ενάντια σε μια ιδεολογία που είτε αρνούνταν την ύπαρξή μας είτε μας όριζε ως ψυχοπαθή άτομα ή εκτρώματα της φύσης, το να διαβεβαιώνουμε ότι «βρισκόμαστε παντού» μας έδινε δύναμη. Όμως, τα τελευταία χρόνια ο ισχυρισμός αυτός μας έχει περιορίσει εξίσου με τις πιο ομοφοβικές ιατρικές θεωρίες κι έχει ακινητοποιήσει το κίνημά μας.
Στο παρόν κείμενο θέλω ν’ αμφισβητήσω αυτόν τον μύθο. Θέλω να ισχυριστώ ότι δεν υπήρχαν πάντα ομοφυλόφιλοι άντρες και γυναίκες. Αντ’ αυτού, αποτελούν ένα ιστορικό προϊόν, κι έχουν δημιουργηθεί σε μια συγκεκριμένη ιστορική εποχή. Η ανάδυσή τους συνδέεται με τις καπιταλιστικές σχέσεις· ήταν η ιστορική ανάπτυξη του καπιταλισμού -πιο συγκεκριμένα, του καπιταλιστικού συστήματος ελεύθερης εργασίας- που έχει επιτρέψει σε μεγάλους αριθμούς αντρών και γυναικών στα τέλη του 20ού αιώνα ν’ αυτοαποκαλούνται ομοφυλόφιλοι, να θεωρούν εαυτούς μέλη μιας κοινότητας παρόμοιων αντρών και γυναικών και να οργανώνονται πολιτικά στη βάση αυτής της ταυτότητας[1]. Τέλος, θέλω να προτείνω μερικά πολιτικά μαθήματα που μπορούμε ν’ αντλήσουμε απ’ αυτή την οπτική της ιστορίας.
Ποιες, οπότε, οι σχέσεις μεταξύ του καπιταλιστικού συστήματος ελεύθερης εργασίας και της ομοφυλοφιλίας; Πρώτον, επιτρέψτε μου να εξετάσω μερικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού. Υπό τον καπιταλισμό, οι εργάτες είναι διπλά «ελεύθεροι». Έχουμε την ελευθερία να ψάξουμε για δουλειά. Κατέχουμε την ικανότητά μας να εργαστούμε κι έχουμε την ελευθερία να πουλήσουμε την εργασιακή μας δύναμη μ’ αντάλλαγμα έναν μισθό σε οποιονδήποτε είναι πρόθυμος να την αγοράσει. Είμαστε επίσης απελευθερωμένοι απ’ την ιδιοκτησία των πάντων πέρα απ’ την εργασιακή μας δύναμη. Οι περισσότεροι από εμάς δεν κατέχουμε τη γη ή τα εργαλεία που παράγουν αυτά που χρειαζόμαστε, αλλά πρέπει αντ’ αυτού να δουλέψουμε ώστε να επιβιώσουμε. Οπότε, αν είμαστε ελεύθεροι να πουλήσουμε την εργασιακή μας δύναμη με τη θετική έννοια, είμαστε επίσης ελεύθεροι, με την αρνητική έννοια, από οποιαδήποτε εναλλακτική. Αυτή η διαλεκτική -η διαρκής αλληλεπίδραση μεταξύ της εκμετάλλευσης κι ενός μέτρου αυτονομίας- αποτελεί τη βάση του συνόλου της ιστορίας όσων ζουν ή ζήσαν υπό τον καπιταλισμό.
Καθώς το κεφάλαιο -χρήμα που χρησιμοποιείται για να βγει περισσότερο χρήμα- διευρύνεται, διευρύνεται εξίσου κι αυτό το σύστημα ελεύθερης εργασίας. Το κεφάλαιο διευρύνεται με πολλούς τρόπους. Συνήθως διευρύνεται εντός του ίδιου χώρου, μετασχηματίζοντας μικρές εταιρείες σε μεγάλες, αλλά διευρύνεται επίσης καταλαμβάνοντας νέες περιοχές παραγωγής: για παράδειγμα, την ύφανση ή την αρτοποιία. Τέλος, το κεφάλαιο διευρύνεται γεωγραφικά. Στις ΗΠΑ, ο καπιταλισμός αρχικά ρίζωσε νοτιοανατολικά, σε μια εποχή που η δουλεία αποτελούσε το κυρίαρχο σύστημα στον αμερικανικό Νότο κι όταν οι μη-καπιταλιστικές κοινωνίες των αυτόχθονων Αμερικανών καταλαμβάναν το δυτικό μέρος της αμερικανικής ηπείρου. Κατά τον 19ο αιώνα, το κεφάλαιο επεκτάθηκε απ’ τις ακτές του Ατλαντικού προς αυτές του Ειρηνικού, και τον 20ό αιώνα το αμερικανικό κεφάλαιο έχει διεσδύσει σε σχεδόν κάθε γωνιά του κόσμου.
Η διεύρυνση του κεφαλαίου κι η διάδοση της μισθωτής εργασίας έχει ως αποτέλεσμα έναν βαθύ μετασχηματισμό της δομής και των λειτουργιών της πυρηνικής οικογένειας, της ιδεολογίας της οικογενειακής ζωής και του νοήματος των ετεροφυλοφιλικών σχέσεων. Είναι αυτές οι μεταβολές στην οικογένεια που συνδέονται περισσότερο άμεσα με την εμφάνιση μιας συλλογικής ομοφυλόφιλης ζωής.
Οι λευκοί έποικοι στη Νέα Αγγλία του 17ου αιώνα ιδρύσαν χωριά δομημένα γύρω από μια οικιακή οικονομία, αποτελούμενη από οικογενειακές μονάδες που ήταν βασικά αυτάρκεις, ανεξάρτητες και πατριαρχικές. Άντρες, γυναίκες και παιδιά καλλιεργούσαν τη γη την οποία κατείχε η αντρική κεφαλή του νοικοκυριού. Μολονότι υπήρχε ένας καταμερισμός εργασίας μεταξύ αντρών και γυναικών, η οικογένεια ήταν αληθινά μια ανεξάρτητη παραγωγική μονάδα: η επιβίωση του κάθε μέλους της οικογένειας εξαρτώνταν στη συνεργασία όλων των μελών της. Ο οίκος ήταν ένας χώρος εργασίας όπου οι γυναίκες επεξεργάζονταν τα ακατέργαστα αγροτικά προϊόντα μετατρέποντάς τα σε φαγητό για ημερήσια κατανάλωση, έφτιαχαν ρούχα, σαπούνι και κεριά, κι όπου το αντρόγυνο και τα παιδιά δουλεύαν μαζί για να παράξουν τ’ αγαθά που καταναλώναν.
Τον 19ο αιώνα, αυτό το σύστημα οικιακής παραγωγής βρισκόταν σε ύφεση. Στα νοτιοανατολικά, όπου οι έμποροι καταπιλιστές επένδυαν το χρήμα που συσσώρευαν μέσω εμπορίου στην παραγωγή αγαθών, η μισθωτή εργασία έγινε περισσότερο σύνηθης. Άντρες και γυναίκες αντλούνταν απ’ την σε μεγάλο βαθμό αυτάρκη οικιακή οικονομία της αποικιοκρατικής εποχής σ’ ένα καπιταλιστικό σύστημα ελεύθερης εργασίας. Για τις γυναίκες του 19ου αιώνα, η μισθωτή εργασία σπάνια συνεχιζόταν αφότου παντρεύονταν· για τους άντρες, έγινε μια μόνιμη συνθήκη.
Συνεπώς, η οικογένεια δεν αποτελούσε πλέον μια ανεξάρτητη παραγωγική μονάδα. Όμως, παρότι δεν ήταν πια ανεξάρτητη, η οικογένεια παρέμενε αλληλεξαρτημένη. Επειδή ο καπιταλισμός δεν είχε διευρυνθεί ακόμη πολύ, επειδή δεν είχε ακόμη καταλάβει -ή, κοινωνικοποιήσει- την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, οι γυναίκες ακόμη εκτελούσαν αναγκαία παραγωγική εργασία στο σπίτι. Πολλές οικογένειες δεν παρήγαγαν πλέον σιτάρι, όμως οι γυναίκες ακόμη ζυμώναν ψωμί χρησιμοποιώντας το αλεύρι που αγοράζαν με τους μισθούς των συζύγων τους· ή, όταν αγοράζαν νήμα ή ύφασμα, ακόμη έφτιαχαν οι ίδιες ρούχα για την οικογένεια. Στα μέσα της δεκαετίας του 1800, ο καπιταλισμός είχε καταστρέψει την οικονομική αυτάρκεια πολλών οικογενειών, όχι όμως ακόμη και την αλληλεξάρτηση των μελών της οικογένειας.
Η μετάβαση αυτή απ’ τη βασισμένη στην οικογένεια οικιακή οικονομία σε μια πλήρως ανεπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία ελεύθερης εργασίας συνέβη πολύ αργά, διήρκησε σχεδόν 2 αιώνες. Το 1920, το 50% του πληθυσμού των ΗΠΑ ζούσε ακόμη σε κοινότητες μικρότερες των 2.500 κατοίκων. Η μεγάλη πλειοψηφία των μαύρων στις αρχές του 20ού αιώνα ζούσαν εκτός της οικονομίας της ελεύθερης εργασίας, σ’ ένα σύστημα επίμορτης καλλιέργειας κι ενοικίασης που βασίζονταν στην οικογένεια. Η ανεξάρτητη καλλιέργεια ακόμη υπήρχε ως τρόπος ζωής για εκατομμύρια Αμερικάνων, κι ακόμη και σε κωμοπόλεις και μικρές πόλεις οι γυναίκες συνέχιζαν να καλλιεργούν και να επεξεργάζονται τρόφιμα, να φτιάχνουν ρούχα και να εμπλέκονται σε άλλα είδη οικιακής παραγωγής.
Όμως, για τους ανθρώπους εκείνους που δέχτηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα αυτών των μεταβολών, η οικογένεια έλαβε νέα σημασία ως συναισθηματική μονάδα, ένας θεσμός που δεν παρήγαγε αγαθά μα συναισθηματική ικανοποίηση κι ευτυχία. Τη δεκαετία του 1920, μεταξύ της λευκής μεσαίας τάξης, η ιδεολογία που περιέβαλε την οικογένεια την περιέγραφε ως το μέσο με το οποίο άντρες και γυναίκες σχηματίζουν ικανοποιητικές σχέσεις μέσα στις οποίες ο ένας βελτιώνει τον άλλον, δημιουργώντας ένα περιβάλλον για την ανατροφή των παιδιών. Η οικογένεια κατέστη ο χώρος για μια «προσωπική ζωή», σε οξεία διάκριση κι αποσύνδεση απ’ τον δημόσιο κόσμο της εργασίας και της παραγωγής[2].
Το νόημα των ετεροφυλόφιλων σχέσεων επίσης άλλαξε. Στην αποικιακή Νέα Αγγλία, ο δείκτης γεννητικότητας ήταν κατά μέσο όρο 7 παιδιά ανά γυναίκα σε ηλικία τεκνοποίησης. Οι άντρες κι οι γυναίκες χρειάζονταν την εργασία των παιδιών. Η τεκνοποιία ήταν για την επιβίωση εξίσου αναγκαία με την παραγωγή σιτηρών. Το σεξ αξιοποιούνταν για τεκνοποίηση. Οι πουριτανοί [εδώ δεν χρησιμοποιείται με την ευρεία έννοια, αναφέρεται στο θρησκευτικό κίνημα το οποίο ήταν διαδεδομένο και μεταξύ των Βρετανών εποίκων στην Αμερική τον 17ο αιώνα] δεν τιμούσαν την ετεροφυλοφιλία αλλά τον γάμο· καταδικάζαν οποιαδήποτε εξωγαμιαία έκφραση της σεξουαλικότητας και δεν κάναν ιδιαίτερη διάκριση μεταξύ του σοδομισμού και του ετεροφυλόφιλου εξωγαμιαίου σεξ.
Ωστόσο, φτάνοντας στη δεκαετία του 1970, ο δείκτης γεννητικότητας έχει πέσει σε κάτω από 2 παιδιά. Με την εξαίρεση της μεταπολεμικής αύξησης των γεννήσεων [το λεγόμενο baby boom], η ύφεση του δείκτη γεννητικότητας έχει υπάρξει συνεχής εδώ και δύο αιώνες, σε παραλληλία με τη διάδοση των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Ύφεση της γεννητικότητας υπήρξε ακόμη και σε περιόδους που η πρόσβαση σε μεθόδους αντισύλληψης κι αμβλώσεις περιορίστηκε συστηματικά. Η ύφεση αφορά κάθε τμήμα του πληθυσμού – αστικές κι αγροτικές οικογένειες, μαύρους και λευκούς, όλες τις εθνοτικές ομάδες, την μεσαία τάξη και την εργατική τάξη.
Καθώς η μισθωτή εργασία διαδώθηκε κι η παραγωγή κοινωνικοποιήθηκε, κατέστη εφικτή η απελευθέρωση της σεξουαλικότητας απ’ την «επιταγή» της τεκνοποίησης. Ιδεολογικά, η ετεροφυλοφιλία κατέστη ένα μέσο για την εδραίωση οικειότητας, για την προαγωγή της ευτυχίας και τη βίωση απόλαυσης. Ο καπιταλισμός, απεκδύοντας το νοικοκυριό απ’ την οικονομική του ανεξαρτησία κι ενθαρρύνοντας τον διαχωρισμό της σεξουαλικότητας απ’ τη τεκνοποίηση, έχει δημιουργήσει τους όρους που επιτρέπουν σε μερικούς άντρες και γυναίκες να οργανώσουν την προσωπική τους ζωή γύρω απ’ την ερωτική/αισθηματική τους έλξη από άτομα του ίδιου φύλου. Ο καπιταλισμός έχει καταστήσει εφικτό τον σχηματισμό κοινοτήτων ομοφυλόφιλων γυναικών κι αντρών στις πόλεις και, πιο πρόσφατα, μιας πολιτικής βασισμένης σε μια σεξουαλική ταυτότητα.
Στοιχεία απ’ τα δικαστικά αρχεία και τα εκκλησιαστικά κηρύγματα της αποικιακής Νέας Αγγλίας υποδεικνύουν ότι τον 17ο αιώνα υπήρχε αντρική και γυναικεία ομοφυλοφιλική συμπεριφορά. Ωστόσο, η ομοφυλοφιλική συμπεριφορά διαφέρει απ’ την ομοφυλόφιλη ταυτότητα. Πολύ απλά, δεν υπήρχε καθόλου «κοινωνικός χώρος» στο αποικιακό σύστημα παραγωγής που να επέτρεπε στους άντρες και τις γυναίκες να είναι ομοφυλόφιλοι. Η επιβίωση ήταν δομημένη γύρω απ’ τη συμμετοχή σε μια πυρηνική οικογένεια. Υπήρχαν ορισμένες ομοφυλοφιλικές πράξεις -σοδομισμός μεταξύ αντρών, «απρέπεια» μεταξύ γυναικών- στις οποίες εμπλέκονταν άτομα, όμως η οικογένεια ήταν τόσο διαπεραστική που στην αποικιακή κοινωνία δεν υπήρχε καν η κατηγορία του ομοφυλόφιλου ή της λεσβίας για την περιγραφή ενός ατόμου. Είναι αρκετά πιθανό ότι μερικοί άντρες και γυναίκες βιώναν μια ισχυρή έλξη προς άτομα του ίδιου φύλου αντί του αντίθετου φύλου -στην πραγματικότητα, μερικές υποθέσεις των αποικιακών δικαστηρίων αναφέρονται σε άντρες που εμμέναν στις «αφύσικες» έλξεις τους- όμως δεν μπορούσε κανείς να κατασκευάσει έναν τρόπο ζωής απ’ αυτή την προτίμηση. Η αποικιακή Μασσαχουσέτη είχε έως και νόμους που απαγορεύαν ανύπαντροι ενήλικες να ζουν εκτός οικογενειακών μονάδων[3].
Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η κατάσταση αυτή είχε αλλάξει αισθητά καθώς εδραιωνώταν το καπιταλιστικό σύστημα ελεύθερης εργασίας. Μόνο όταν τα άτομα ξεκίνησαν να βιοπορίζονται μέσω της μισθωτής εργασίας, κι όχι ως τμήματα μιας ανεξάρτητης οικογενειακής μονάδας, κατέστη εφικτό η ομοφυλοφιλική επιθυμία να συγκεραστεί με μια προσωπική ταυτότητα – μια ταυτότητα βασισμένη στην ικανότητα να παραμείνουν εκτός της ετεροφυλόφιλης οικογένειας και να κατασκευάσουν μια προσωπική ζωή βασισμένη στην έλξη προς άτομα του ίδιου φύλου. Στα τέλη του 19ου αιώνα, υπήρχε μια τάξη αντρών και γυναικών που αναγνωρίζαν το ερωτικό τους ενδιαφέρον για άτομα του ίδιου φύλου, το θεωρήσαν ως ένα χαρακτηριστικό που τους διαχώριζε απ’ την πλειοψηφία κι αναζητήσαν κι άλλους με την ίδια σεξουαλικότητα. Αυτές οι πρώιμες ομοφυλοφιλικές ζωές προέρχονταν από ένα ευρύ κοινωνικό φάσμα: δημόσιοι υπάλληλοι και στελέχη επιχειρήσεων, υπάλληλοι καταστημάτων και καθηγητές πανεπιστημίων, εργοστασιακοί εργάτες, υπουργοί, δικηγόροι, μάγειρες, νοικοκυρές, άστεγοι κι αδρανείς πλούσιοι: άντρες και γυναίκες, μαύροι και λευκοί, μετανάστες και ντόπιοι.
Εκείνη την περίοδο, ομοφυλόφιλοι άντρες και γυναίκες ξεκίνησαν να εφευρίσκουν τρόπους να συναντιούνται και να διατηρούν μια ομαδική ζωή. Ήδη απ’ τις αρχές του 20ού αιώνα στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μπαρ για ομοφυλόφιλους άντρες. Υπήρχαν μέρη, όπως η λεωφόρος Riverside Drive στη Νέα Υόρκη και το πάρκο Lafayette Square στην Ουάσινγκτον, όπου συχνάζαν ομοφυλόφιλοι άντρες για να κάνουν γνωριμίες. Στο Σεντ Λούις και την Ουάσινγκτον διεξάγονταν ετήσια drag balls στα οποία μαζεύονταν μεγάλος αριθμός μαύρων ομοφυλόφιλων αντρών. Τα δημόσια λουτρά κι οι Χριστιανικές Αδελφότητες Νέων [Young Men’s Christian Association, YMCA, στις οποίες αναφέρεται και το γνωστό τραγούδι των Village People] έγιναν σημεία συνάντησης για ομοφυλόφιλους άντρες. Οι λεσβίες σχηματίζαν φιλολογικούς συλλόγους κι ιδιωτικές κοινωνικές λέσχες. Μερικές εργάτριες «προσποιούνταν» τους άντρες για ν’ αποκτήσουν καλύτερα αμοιβόμενες δουλειές και συζούσαν με άλλες γυναίκες – λεσβιακά ζευγάρια που παρουσιάζονταν στον κόσμο ως αντρόγυνα [από αυτό προέρχονται κι οι ταυτότητες του λεσβιακού ζευγαριού τύπου butch και femme, με την μία ν’ αναλαμβάνει τον ρόλο του «άντρα» κι η άλλη της «γυναίκας»]. Μεταξύ του διδακτικού προσωπικού των γυναικείων κολλεγίων, των settlement houses [κατοικίες σε φτωχές αστικές περιοχές όπου εθελοντές της μεσαίας τάξης μετακομίζαν με σκοπό να «μεταλαμπαδεύσουν» τη γνώση και την κουλτούρα τους στους φτωχούς προλετάριους, με τους εθελοντές να προσφέρουν υπηρεσίες όπως εκπαίδευση, φροντίδα των παιδιών, κλπ] και τους επαγγελματικούς συλλόγους και λέσχες που σχημάτισαν οι γυναίκες, μπορούν να βρεθούν ερωτικές σχέσεις εφ’ όρου ζωής που στηρίζονταν από ένα δίκτυο λεσβιών φίλων. Φτάνοντας στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, στις μεγάλες πόλεις όπως η Νέα Υόρκη υπήρχαν λεσβιακά μπαρ. Αυτά τα μοτίβα ζωής μπορέσαν ν’ αναπτυχθούν επειδή ο καπιταλισμός επέτρεπε στα άτομα να επιβιώσουν πέρα απ’ τους περιορισμούς της οικογένειας[4].
Ταυτοχρόνως, αλλάξαν οι ιδεολογικοί ορισμοί της ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς. Οι γιατροί ανέπτυξαν θεωρίες για την ομοφυλοφιλία, περιγράφοντάς την ως πάθηση, κάτι που ήταν εγγενές σε κάποιο άτομο, ένα τμήμα της «φύσης» του. Οι θεωρίες αυτές δεν εκπροσωπούσαν κάποια επιστημονική επανάσταση, μια αποσαφήνιση ενός τομέα γνώσης που μέχρι πρότινος δεν είχε ανακαλυφθεί· αντ’ αυτού, υπήρξαν μια ιδεολογική απόκριση σ’ έναν νέο τρόπο οργάνωσης της προσωπικής ζώης των ατόμων. Η εκλαΐκευση του ιατρικού μοντέλου, με τη σειρά του, επηρέασε τη συνείδηση των γυναικών και των αντρών που βιώναν ομοφυλοφιλικές επιθυμίες, ώστε κατέληξαν ν’ αυτοπροσδιορίζονται βάσει της ερωτικής τους ζωής[5].
Αυτές οι νέες μορφές ομοφυλοφιλικής ταυτότητας και μοτίβων ομαδικής ζωής αντικατοπτρίζαν επίσης τη διαφοροποίηση των ανθρώπων σύμφωνα με το φύλο, τη φυλή και τη τάξη που είναι τόσο διάχυτη στις καπιταλιστικές κοινωνιές. Για παράδειγμα, μεταξύ των λευκών, οι ομοφυλόφιλοι άντρες έχουν παραδοσιακά υπάρξει περισσότεροι ορατοί απ’ τις λεσβίες. Αυτό εν μέρει προκύπτει απ’ τη διαίρεση μεταξύ της δημόσιας αντρικής σφαίρας και της ιδιωτικής γυναικείας σφαίρας. Οι δρόμοι, τα πάρκα και τα μπαρ, ειδικά το βράδυ, αποτελούσαν «αντρικούς χώρους». Όμως, η μεγαλύτερη ορατότητα των λευκών ομοφυλόφιλων αντρών αντικατόπτριζε επίσης τον μεγαλύτερο αριθμό τους. Οι μελέτες του Κίνσεϊ τη δεκαετία του 1940 και του 1950 βρήκαν σημαντικά περισσότερους άντρες με πρωτίστως ομοφυλοφιλικές ιστορίες απ’ ότι γυναίκες, μια κατάσταση που προκλήθηκε, ισχυρίζομαι, απ’ το γεγονός ότι ο καπιταλισμός είχε αντλήσει πολλούς περισσότερους άντρες απ’ ότι γυναίκες στο εργατικό δυναμικό, και μάλιστα με υψηλότερους μισθούς. Οι άντρες μπορούσαν ευκολότερα να κατασκευάσουν μια προσωπική ζωή ανεξάρτητη από συνδέσεις με το αντίθετο φύλο, ενώ οι γυναίκες ήταν πιθανότερο να παραμείνουν οικονομικά εξαρτημένες από άντρες. Ο Κίνσεϊ βρήκε επίσης μια ισχυρή θετική συσχέτιση μεταξύ των ετών εκπαίδευσης και της λεσβιακής δραστηριότητας. Οι λευκές γυναίκες που είχαν αποφοιτήσει από κολλέγια, όντας πολύ περισσότερο ικανές απ’ τις εργάτριες αδερφές τους ν’ αποκτήσουν οικονομική ανεξαρτησία, μπορούσαν να επιβιώσουν ευκολότερα εκτός μιας ερωτικής σχέσης με κάποιον άντρα[6].
Μεταξύ των μεταναστών εργατών στις αρχές του 20ού αιώνα, πυκνά πλεγμένα οικογενειακά δίκτυα κι ένα έθος οικογενειακής αλληλεγγύης τοποθετούσαν περιορισμούς στην ατομική αυτονομία, καθιστώντας την ομοφυλοφιλία μια δύσκολη επιλογή. Αντιθέτως, για λόγους όχι πλήρως σαφείς, οι μαύρες κοινότητες των πόλεων φάνηκαν σχετικά ανεκτικές προς την ομοφυλοφιλία. Η δημοτικότητα μαύρων τραγουδιών με ομοφυλοφιλικό περιεχόμενο τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 -πχ, «B. D. Woman’s Blues» [της Lucille Bogan], «Prove It on Me» [της Ma Rainey], «Sissy Man Blues» [του Kokomo Arnold] και «Fairy Blues» [του Peg Leg Howell]- υποδεικνύουν μια ανοικτότητα προς την ομοφυλοφιλική έκφραση που έρχεται σ’ αντίθεση με τα ήθη των λευκών. Μεταξύ των αντρών της υπαίθρου των δυτικών ΗΠΑ της δεκαετίας του 1940, ο Κίνσεϊ βρήκε εκτενείς περιστατικά ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς, όμως, σ’ αντίθεση με τους άντρες των μεγαλουπόλεων, μικρή συνειδητότητα μια ομοφυλόφιλης ταυτότητας. Συνεπώς, ακόμη κι ενώ ο καπιταλισμός ασκούσε μια ομοιογενοποιητική επιρροή μετασχηματίζοντας σταδιακά όλο και περισσότερα άτομα σε μισθωτούς εργάτες, διαχωρίζοντάς τους παράλληλα απ’ τις παραδοσιακές κοινότητες, διαφορετικές ομάδες ανθρώπων επηρεάζονταν με διαφορετικούς τρόπους[7].
Οι αποφάσεις συγκεκριμένων αντρών και γυναικών ν’ ανταποκριθούν στην ερωτική/αισθηματική προτίμησή τους για άτομα του ίδιου φύλου, μαζί με τη νέα συνείδηση ότι αυτή η προτίμηση τους καθιστούσε διαφορετικούς, οδηγήσαν στον σχηματισμό μιας υποκουλτούρας ομοφυλόφιλων αντρών και γυναικών στις πόλεις. Όμως, τουλάχιστον ως και τη δεκαετία του 1930, αυτή η υποκουλτούρα παρέμενε υποτυπώδης, ασταθής και δύσκολο να βρεθεί. Πως, οπότε, αναδύθηκε η σύνθετη, καλά ανεπτυγμένη ομοφυλόφιλη κοινότητα που υπήρχε ως την εποχή που ξέσπασε το κίνημα για την απελευθέρωση των ομοφυλόφιλων; Η απάντηση μπορεί να βρεθεί στη διάρκεια του Β’ ΠΠ, μια περίοδο που οι σωρρευτικές αλλαγές αρκετών δεκαετιών συνενώθηκαν σε μια ποιοτικά νέα μορφή.
Ο πόλεμος διατάραξε σοβαρά τα παραδοσιακά μοτίβα των έμφυλων σχέσεων και της σεξουαλικότητας, και δημιούργησε προσωρινά μια νέα ερωτική κατάσταση που ήταν ευνοϊκή για ομοφυλόφιλη έκφραση. Ξερίζωσε εκατομμύρια νεαρών αντρών και γυναικών, οι σεξουαλικές ταυτότητες των οποίων βρίσκονταν υπό διαμορφώση, απ’ τα σπίτια τους, τις κωμοπόλεις και τις μικρές πόλεις τους, απ’ το ετεροφυλοφιλικό περιβάλλον της οικογένειας, και τους έριξε σε καταστάσεις διαχωρισμού βάσει φύλου – ξεχωριστά στρατιωτικά σώματα για άντρες και γυναίκες, καθώς και τα κτήρια συγκατοίκησης για άτομα του ίδιου φύλου στα οποία στεγάζονταν εργάτριες που πήγαιναν στις πόλεις σε αναζήτηση εργασίας. Ο πόλεμος απελευθέρωσε εκατομμύρια άντρες και γυναίκες από περιβάλλοντα στα οποία η ετεροφυλοφιλία συνήθως επιβάλονταν. Για άντρες και γυναίκες που ήταν ήδη ομοφυλόφιλοι, αυτό προσέφερε μια ευκαιρία να γνωρίσουν άτομα σαν κι αυτούς. Άλλοι έγιναν ομοφυλόφιλοι λόγω της προσωρινής ελευθερίας που προσέφερε ο πόλεμος στο να ερευνήσουν τη σεξουαλικότητά τους[8].
Για παράδειγμα, η Lisa Ben [συγγραφέας, το πραγματικό της όνομα ήταν Edythe Eyde] αποκάλυψε τη σεξουαλικότητά της κατά τον Β’ ΠΠ. Εγκατέλειψε την μικρή πόλη στην Καλιφόρνια όπου μεγάλωσε και πήγε στο Λος Άντζελες για να βρει δουλειά όπου και συγκατοικούσε με άλλες γυναίκες. Εκεί γνώρισε για πρώτη φορά στη ζωή της λεσβίες, οι οποίες την πήγαν σε μπαρ ομοφυλόφιλων και τη συστήσαν σε άλλες λεσβίες. Ο Donald Vining [συγγραφέας] ήταν ένας νεαρός άντρας με πολλές ομοφυλοφιλικές επιθυμίες και λίγες ομοφυλοφιλικές εμπειρίες. Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη κι εργάστηκε σε μια μεγάλη Χριστιανική Αδελφότητα Νέων. Το ημερολόγιό του αποκαλύπτει πολυάριθμες ερωτικές περιπέτειες με στρατιώτες, ναύτες, πεζοναύτες και πολίτες στη Χριστιανική Αδελφότητα Νέων που εργάζοταν, καθώς και σε πάρκα, μπαρ και σινεμά. Πολλοί στρατιώτες έμεναν σε πόλεις με λιμάνια όπως η Νέα Υόρκη, στις τοπικές Χριστιανική Αδελφότητες Νέων όπως εκείνη που εργαζόταν ο Vining. Ο Allan Berube [ιστορικός], στην προφορική του ιστορία για τους ομοφυλόφιλους άντρες στο Σαν Φρανσίσκο, εστιάζοντας στη δεκαετία του 1940, βρήκε ότι τα χρόνια που Β’ ΠΠ υπήρξαν καίριας σημασίας για τον σχηματισμό μιας ανδρικής ομοφυλόφιλης κοινότητας στην πόλη. Σε μέρη τόσο διαφορετικά όσο το Σαν Χοσέ, το Ντένβερ και το Κάνσας Σίτι, τα πρώτα μπαρ για ομοφυλόφιλους ανοίξαν τη δεκαετία του 1940. Ακόμη κι η σκληρή καταστολή είχε θετικές παρενέργειες. Η Pat Bond [ηθοποιός], μια λεσβία απ’ το Davenport της Άιοβα, κατατάχτηκε στα Γυναικεία Στρατιωτικά Σώματα [Women’s Army Corps] των ΗΠΑ τη δεκαετία του 1940. Αφότου πιάστηκε σε μια κάθαρση των Γυναικείων Στρατιωτικών Σωμάτων κι εκδιώχτηκε απ’ τον στρατό μαζί μ’ εκατοντάδες άλλες λεσβίες [η Bond, για να γλυτώσει τις δικαστικές διώξεις παντρεύτηκε μ’ έναν ομοφυλόφιλο στρατιώτη], δεν επέστρεψε στην Άιοβα. Έμεινε στο Σαν Φρανσίσκο κι έγινε μέλος μιας λεσβιακής κοινότητας. Πόσες άλλες γυναίκες κι άντρες είχαν παρόμοιες εμπειρίες; Πόσες άλλες πόλεις είδαν μια ραγδαία ανάπτυξη κοινοτήτων ομοφυλόφιλων γυναικών κι αντρών[9];
Οι ομοφυλόφιλοι άντρες και γυναίκες της δεκαετίας του 1940 υπήρξαν πρωτοπόροι. Οι αποφάσεις τους να πράξουν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους διαμόρφωσαν τα θεμέλια μιας υποκουλτούρας ομοφυλόφιλων αντρών και γυναικών στις πόλεις. Κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, η ομοφυλόφιλη υποκουλτούρα αναπτύχθηκε και σταθεροποιήθηκε ώστε οι άνθρωποι που αποκαλύπταν τη σεξουαλικότητά τους μπορούσαν να βρουν ευκολότερα άλλες ομοφυλόφιλες γυναίκες κι άντρες απ’ ότι στο παρελθόν. Οι εφημερίδες και τα περιοδικά δημοσιεύαν άρθρα που περιέγραφαν την ανδρική ομοφυλόφιλη ζωή. Εκδώθηκαν κυριολεκτικά εκατοντάδες νουβέλες με λεσβιακό περιεχόμενο[10]. Οι ψυχαναλυτές διαμαρτύρονταν για τη νέα ευκολία με την οποία οι ομοφυλόφιλοι άντρες ασθενείς τους έβρισκαν σεξουαλικούς συντρόφους. Κι η ομοφυλόφιλη υποκουλτούρα δεν περιορίζονταν μόνο στις μεγαλουπόλεις. Ομοφυλόφιλα μπαρ για άντρες και γυναίκες υπήρχαν σε μέρη όπως το Worcester της Μασσαχουσέτης και το Μπάφαλο της Νέας Υόρκης· την Κολούμπια της Νότιας Καρολίνας και το Ντι Μόιν της Άιοβα. Τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 η ομοφυλόφιλη ζωή έγινε ένα πανεθνικό φαινόμενο. Φτάνοντας στην εποχή της εξέγερσης του Στόουνγουολ στη Νέα Υόρκη το 1969 -το γεγονός που πυροδότησε το κίνημα για την απελευθέρωση των ομοφυλόφιλων- η κατάστασή μας δεν ήταν καθόλου μια κατάσταση σιωπής, αορατότητας κι απομόνωσης. Ένα μαζικό, οργανωμένο από τα κάτω, απελευθερωτικό κίνημα μπόρεσε να σχηματιστεί σχεδόν εν μία νυκτί ακριβώς επειδή προϋπήρχαν κοινότητες ομοφυλόφιλων γυναικών κι αντρών.
Μολονότι η ομοφυλόφιλη κοινότητα αποτελούσε μια προϋπόθεση για ένα μαζικό κίνημα, ήταν η καταπίεση των ομοφυλόφιλων γυναικών κι αντρών που ώθησε στη δημιουργία του κινήματος. Καθώς η υποκουλτούρα επεκτείνονταν και γινόταν περισσότερο ορατή την μεταπολεμική εποχή, η κρατική καταπίεση εντάθηκε, γινόμενη περισσότερο συστηματική και στοχεύοντας τους πάντες. Η δεξιά την περίοδο του Μακάρθυ μετέτρεψε τους «σεξουαλικά ανώμαλους» σ’ αποδιοπομπαίους τράγους. Ο Αϊζενχάουερ επέβαλε μια πλήρη απαγόρευση στην πρόσληψη ομοφυλόφιλων γυναικών κι αντρών από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τους κυβερνητικούς εργολάβους. Η κάθαρση των ομοφυλόφιλων γυναικών κι αντρών στον στρατό οξύνθηκε ραγδαία. Το FBI έθεσε σ’ εφαρμογή μια ευρεία παρακολούθηση των χώρων όπου συναντιούνταν ομοφυλόφιλοι καθώς και σε ομοφυλοφιλικές οργανώσεις, όπως οι Daughters of Bilitis κι η Mattachine Society. Το ταχυδρομείο τοποθέτησε ανιχνευτές στην αλληλογραφία ομοφυλόφιλων αντρών και παρέδιδε τ’ αποδεικτικά στοιχεία ομοφυλοφιλικής δραστηριότητας στους εργοδότες τους. Το Τμήμα Ηθών εισέβαλε σ’ ιδιωτικές κατοικίες, έκανε επιχειρήσεις-σκούπα σε μπαρ ομοφυλόφιλων, παγίδευε ομοφυλόφιλους άντρες σε δημόσιους χώρους και υποκινούσε τοπικά κηνύγια μαγισσών. Ο κίνδυνος του να είσαι ομοφυλόφιλος αυξανόταν καθώς αυξάνονταν οι δυνατότητες του να είσαι ομοφυλόφιλος. Το κίνημα για την απελευθέρωση των ομοφυλόφιλων υπήρξε μια απάντηση σ’ αυτή την αντίφαση.
Μολονότι οι ομοφυλόφιλες γυναίκες κι άντρες κερδίσαν σημαντικές νίκες τη δεκαετία του 1970 κι ανοίξαν κάποιον ασφαλή κοινωνικό χώρο εντός του οποίου μπορούσαν να υπάρχουν, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι καταφέραμε ένα θανάσιμο πλήγμα στον ετεροσεξισμό και την ομοφοβία. Θα μπορούσε κανείς μέχρι και να ισχυριστεί ότι η επιβολή της καταπίεσης των ομοφυλόφιλων απλώς άλλαξε τόπο και μετατοπίστηκε απ’ το κράτος στην αρένα της εξωνομικής βίας με την μορφή αυξανόμενα ανοικτών σωματικών επιθέσεων σε ομοφυλόφιλες γυναίκες κι άντρες. Και, καθώς τα κινήματά μας έχουν αναπτυχθεί, έχουν δημιουργήσει μια αντίδραση που απειλεί να καταστρέψει όσα κερδίσαμε. Αυτή η αντίδραση της Νέας Δεξίας έχει λάβει πρωτίστως την μορφή ενός κινήματος «υπέρ της οικογένειας». Πως γίνεται ο καπιταλισμός, η δομή του οποίου κατέστησε εφικτή την ανάδυση μιας ομοφυλόφιλης ταυτότητας και τη δημιουργία ομοφυλόφιλων κοινοτήτων στις πόλεις, να φαίνεται ανίκανος ν’ αποδεχτεί εντός του τους ομοφυλόφιλους άντρες και γυναίκες; Γιατί ο ετεροσεξισμός κι η ομοφοβία εμφανίζονται τόσο ανθεκτικά στις επιθέσεις μας;
Θεωρώ ότι οι απαντήσεις μπορούν να βρεθούν στην αντιφατική σχέση του καπιταλισμού με την οικογένεια. Αφενός, όπως ισχυρίστηκα προηγουμένως, ο καπιταλισμός έχει σταδιακά υπονομεύσει την υλική βάση της πυρηνικής οικογένειας αφαιρώντας της τις οικονομικές λειτουργίες που στερεώναν τους δεσμούς μεταξύ των μελών της οικογένειας. Καθώς περισσότεροι ενήλικες αντλούνταν στο σύστημα ελεύθερης εργασίας, και καθώς ο καπιταλισμός διεύρυνε τη σφαίρα του μέχρι που παρήγαγε ως εμπορεύματα τα περισσότερα απ’ τα αγαθά και τις υπηρεσίες που χρειαζόμαστε για την επιβίωσή μας, οι δυνάμεις που ωθούσαν τους άντρες και τις γυναίκες σε οικογένειες και τους διατηρούσε εκεί έχουν αποδυναμωθεί. Αφετέρου, η ιδεολογία της καπιταλιστικής κοινωνίας έχει θέσει την οικογένεια ως την πηγή αγάπης, τρυφερότητας κι αισθηματικής ασφάλειας, τον χώρο όπου ικανοποιείται η ανάγκη μας για σταθερές, ερωτικές ανθρώπινες σχέσεις.
Αυτή η υπερύψωση της πυρηνικής οικογένειας σ’ επίπεδα μεγαλείου στη σφαίρα της προσωπικής ζωής δεν είναι τυχαία. Κάθε κοινωνία χρειάζεται δομές για την αναπαραγωγή και τη τεκνοποίηση, όμως οι δυνατότητες γι’ αυτά δεν περιορίζονται στην πυρηνική οικογένεια. Όμως, η ιδιωτικοποιημένη οικογένεια ταιριάζει καλά στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Ο καπιταλισμός έχει κοινωνικοποιήσει την παραγωγή υποστηρίζοντας παράλληλα ότι τα προϊόντα της κοινωνικοποιημένης εργασίας ανήκουν στους κατόχους της ατομικής ιδιοκτησίας. Κατά πολλούς τρόπους, η ανατροφή των παιδιών έχει επίσης κοινωνικοποιηθεί κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, με τα σχολεία, τα μήντια και τους εργοδότες ν’ αναλαμβάνουν λειτουργίες που παλιότερα ανήκαν στους γονείς. Μολαταύτα, η καπιταλιστική κοινωνία ισχυρίζεται ότι η αναπαραγωγή κι η ανατροφή των παιδιών αποτελούν ιδιωτικά καθήκοντα, ότι τα παιδιά «ανήκουν» στους γονείς, οι οποίοι ασκούν επί των παιδιών δικαιώματα ιδιοκτησίας. Ιδεολογικά, ο καπιταλισμός ωθεί τους ανθρώπους σε ετεροφυλόφιλες οικογένειες: κάθε γενιά ενηλικιώνεται έχοντας εσωτερικεύσει ένα ετεροσεξιστικό μοντέλο ερωτικών και σεξουαλικών σχέσεων. Υλικά, ο καπιταλισμός εξασθενεί τους δεσμούς που κάποτε κρατούσαν τις οικογένειες ενωμένες με αποτέλεσμα τα μέλη τους να βιώνουν μια αυξανόμενη αστάθεια στο μέρος εκείνο απ’ το οποίο ανέμεναν ευτυχία και συναισθηματική ασφάλεια. Έτσι, ενώ ο καπιταλισμός έχει απομακρύνει τα υλικά θεμέλια απ’ την οικογενειακή ζωή, οι ομοφυλόφιλες γυναίκες κι άντρες κι οι ετεροφυλόφιλες φεμινίστριες έχουν μετατραπεί σε αποδιοπομπαίους τράγους για την κοινωνική αστάθεια του συστήματος.
Η παρούσα ανάλυση, αν είναι πειστική, έχει συνεπαγωγές για εμάς σήμερα. Μπορεί να επηρεάσει την αντίληψη που έχουμε για τη ταυτότητά μας, τη διαμόρφωση των πολιτικών μας στόχων και τις αποφάσεις μας για τη στρατηγική μας.
Ισχυρίστηκα ότι η ομοφυλοφιλική ταυτότητα κι οι κοινότητες ομοφυλόφιλων έχουν δημιουργηθεί ιστορικά, ότι αποτελούν το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας καπιταλιστικής ανάπτυξης που εκτείνεται εδώ και πολλές γενιές. Ένα επακόλουθο αυτού του ισχυρισμού είναι ότι δεν αποτελούμε μια παγιωμένη κοινωνική μειοψηφία αποτελούμενη αιωνίως από ένα ορισμένο ποσοστό του πληθυσμού. Σήμερα είμαστε πολλοί περισσότεροι απ’ ότι πριν 100 χρονιά, είμαστε περισσότερο ακόμη κι από πριν 40 χρόνια. Και θα υπάρξουν πολλοί περισσότεροι ομοφυλόφιλοι άντρες και γυναίκες στο μέλλον απ’ ότι σήμερα. Ο ισχυρισμός τόσο των ομοφυλόφιλων όσο και των μη-ομοφυλόφιλων ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός παγιώνεται από μικρή ηλικία, ότι ο μεγάλος αριθμός ορατών ομοφυλόφιλων αντρών και γυναικών στην κοινωνία, τα μήντια και τα σχολεία δεν θα επηρεάσει τις σεξουαλικές ταυτότητες των νέων, είναι λαθεμένος. Ο καπιταλισμός έχει δημιουργήσει τους υλικούς όρους για την έκφραση της ομοφυλοφιλικής επιθυμίας ως ένα κεντρικό συστατικό στοιχείο των ζωών μερικών ατόμων· τώρα, τα πολιτικά μας κινήματα αλλάζουν συνειδήσεις, δημιουργώντας τους ιδεολογικούς όρους που καθιστούν ευκολότερο για τους ανθρώπους να κάνουν αυτή την επιλογή.
Σίγουρα, ο ισχυρισμός αυτός επιβεβαιώνει τους χειρότερους φόβους και την πιο λυσσασμένη ρητορική των πολιτικών μας αντιπάλων. Όμως, η απάντησή μας πρέπει ν’ αμφισβητήσει την υποβόσκουσα πεποίθηση ότι οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις είναι κακές, μια υποδεέστερη επιλογή. Δεν πρέπει να εκπέσουμε στην οπορτουνιστική άμυνα ότι η κοινωνία δεν χρειάζεται ν’ ανησυχεί αν μας ανεχτεί καθώς μόνο οι ομοφυλόφιλοι γίνονται ομοφυλόφιλοι. Η ανάλυση περί μειονοτικής ομάδας κι η στρατηγική των πολιτικών δικαιωμάτων αφορά, στην καλύτερη, όσους είναι ήδη ομοφυλόφιλοι. Αφήνει τη σημερινή νεολαία -τις αυριανές ομοφυλόφιλες γυναίκες κι άντρες- να εσωτερικεύσει τα ετεροσεξιστικά μοντέλα που μπορεί να χρειαστεί ακόμη και μια ολόκληρη ζωή για να καταπολεμηθούν.
Ισχυρίστηκα επίσης ότι ο καπιταλισμός έχει οδηγήσει στον διαχωρισμό της σεξουαλικότητας απ’ τη τεκνοποίηση. Η ανθρώπινη σεξουαλική επιθυμία δεν χρειάζεται πλέον ν’ αξιοποιηθεί για την αναπαραγωγική προσταγή, για τη τεκνοποίηση· η έκφρασή της εισέρχεται αυξανόμενα στο πεδίο της ελεύθερης επιλογής. Οι ομοφυλόφιλες γυναίκες κι άντρες ενσαρκώνουν πιο καθαρά τη δυνητικότητα αυτού του διαχωρισμού, καθώς οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις μας βρίσκονται πλήρως εκτός ενός τεκνοποιητικού πλαισίου. Η αποδοχή των ερωτικών μας επιλογών τελικά εξαρτάται στον βαθμό στον οποίο η κοινωνία είναι πρόθυμη να επιβεβαιώσει τη σεξουαλική έκφραση ως μια μορφή παιχνιδιού, ως κάτι θετικό που βελτιώνει τη ζωή. Το κίνημά μας ίσως ξεκίνησε ως ο αγώνας μιας «μειονότητας», όμως αυτό που πρέπει να προσπαθήσουμε τώρα να «απελευθερώσουμε» είναι μια πτυχή των προσωπικών ζωών όλων των ανθρώπων οποιασδήποτε σεξουαλικής έκφρασης[11].
Τέλος, προτείνω ότι η σχέση μεταξύ του καπιταλισμού και της οικογένειας είναι θεμελιωδώς αντιφατική. Αφενός, ο καπιταλισμός συνεχώς εξασθενεί τα υλικά θεμέλια της οικογενειακής ζωής, καθιστώντας εφικτό για τα άτομα να ζήσουν εκτός της οικογένειας και ν’ αναπτύξουν μια ομοφυλοφιλική ταυτότητα. Αφετέρου, χρειάζεται να ωθεί τους άντρες και τις γυναίκες στις οικογένειες, τουλάχιστον αρκετά ώστε ν’ αναπαράξουν τη νέα γενιά εργατών. Η εξύψωση της οικογένειας στο ιδεολογικό μεγαλείο εγγυάται ότι η καπιταλιστική κοινωνία θ’ αναπαράξει όχι μόνο παιδιά, μα κι ετεροσεξισμό κι ομοφοβία. Με την πιο ουσιαστική έννοια, το πρόβλημα είναι ο καπιταλισμός[12].
Πως ν’ αποφύγουμε να παραμείνουμε οι αποδιοπομπαίοι τράγοι, τα πολιτικά θύματα της κοινωνικής αστάθειας που δημιουργεί ο καπιταλισμός; Πως μπορούμε να πάρουμε αυτή την αντιφατική σχέση και να τη χρησιμοποιήσουμε για να κινηθούμε προς την απελευθέρωση;
Οι ομοφυλόφιλοι άντρες και γυναίκες υπάρχουν στο κοινωνικό πεδίο πέραν των ορίων της ετεροφυλόφιλης πυρηνικής οικογένειας. Οι κοινότητές μας έχουν σχηματιστεί σ’ αυτόν τον κοινωνικό χώρο. Η επιβίωσή μας κι η απελευθέρωσή μας εξαρτάται απ’ την ικανότητά μας να υπερασπιστούμε και να διευρύνουμε αυτό το πεδίο, όχι μόνο για τους εαυτούς μας αλλά για όλους. Αυτό σημαίνει, εν μέρει, να στηρίξουμε ζητήματα που διευρύνουν τις δυνατότητες για μια ζωή εκτός των παραδοσιακών ετεροφυλόφιλων οικογενειακών μονάδων: ζητήματα όμως η πρόσβαση σ’ αμβλώσεις κι η επικύρωση της Τροπολογίας για τα Ίσα Δικαιώματα [μια προτεινόμενη τροπολογία στο Σύνταγμα των ΗΠΑ για την εξασφάλιση ίσων δικαιωμάτων για όλους τους πολίτες ανεξαρτήτους φύλου], θετικές δράσεις για τους έγχρωμους και τις γυναίκες, δημόσια χρηματοδοτούμενοι παιδικοί σταθμοί κι άλλες βασικές κοινωνικές υπηρεσίες, αξιοπρεπή προνοιακά επιδόματα, πλήρη απασχόληση, τα δικαιώματα των νέων – με άλλα λόγια, προγράμματα και ζητήματα που παρέχουν μια υλική βάση για την προσωπική αυτονομία.
Τα δικαιώματα των νέων είναι ιδιαίτερα κρίσιμα. Η αποδοχή των παιδιών ως εξαρτημένα, ως ν’ ανήκουν στους γονείς, είναι τόσο βαθιά ριζωμένη που μόλις μετά βίας μπορούμε να φανταστούμε τι θα σήμαινε να τ’ αντιμετωπίζουμε ως αυτόνομα ανθρώπινα όντα, ιδίως στο πεδίο της σεξουαλικής έκφρασης κι επιλογής. Όμως, μέχρι να συμβεί αυτό, η απελευθέρωση των ομοφυλόφιλων δεν μπορεί να επιτευχθεί.
Όμως, η προσωπική αυτονομία είναι μόνο η μισή ιστορία. Η αστάθεια των οικογενειών κι η αίσθηση παροδικότητας κι ανασφάλειας που βιώνουν τώρα οι άνθρωποι στις προσωπικές τους σχέσεις αποτελούν πραγματικά κοινωνικά προβλήματα που χρειάζεται ν’ αντιμετωπιστούν. Χρειαζόμαστε πολιτικές λύσεις γι’ αυτές τις δυσκολίες στην προσωπική ζωή. Οι λύσεις αυτές δεν χρειάζεται να έχουν την μορφή μιας ριζοσπαστικής εκδοχής της θέσης «υπέρ της οικογένειας», να είναι μερικές αριστερές προτάσεις για την ενίσχυση της οικογένειας. Οι σοσιαλιστές γενικά δεν απαντούν στην εκμετάλλευση και την οικονομική ανισότητα του βιομηχανικού καπιταλισμού καλώντας σε μια επιστροφή στην οικογενειακή φάρμα και τη χειροτεχνική παραγωγή. Αναγνωρίζουμε ότι η ευρέως αυξημένη παραγωγικότητα που έχει καταστήσει εφικτή ο καπιταλισμός κοινωνικοποιώντας την παραγωγή αποτελεί ένα απ’ τα πιο προοδευτικά χαρακτηριστικά του. Παρομοίως, δεν θα πρέπει να προσπαθούμε ν’ αντιστρέψουμε τον χρόνο και να γυρίσουμε πίσω σε κάποια μυθική εποχή της ευτυχισμένης οικογένειας.
Ωστόσο, αυτό που χρειαζόμαστε είναι δομές και προγράμματα που θα βοηθήσουν στη διάλυση των ορίων που απομονώνουν την οικογένεια, ιδίως εκείνων που ιδιωτικοποιούν την ανατροφή των παιδιών. Χρειαζόμαστε παιδικούς σταθμούς υπό κοινοτικό ή εργατικό έλεγχο, στέγαση όπου η ιδιωτικότητα κι η κοινότητα θα συνυπάρχουν, θεσμούς γειτονιάς -από ιατρικές κλινικές έως γυμναστήρια- που μεγενθύνουν την κοινωνική μονάδα όπου ο καθένας εξ ημών βρίσκει ασφαλή χώρο. Καθώς δημιουργούμε δομές πέρα απ’ την πυρηνική οικογένεια που προσφέρουν ένα αίσθημα ανήκειν, η σημασία της οικογένειας θα φθίνει. Όλο και λιγότερο θα φαντάζει να υπερασπίζεται ή να καταστρατηγεί τη συναισθηματική μας ασφάλεια.
Απ’ αυτή την άποψη, οι ομοφυλόφιλοι άντρες και γυναίκες βρισκόμαστε σε θέση να παίξουμε έναν ειδικό ρόλο. Καθώς η πλειοψηφία μας είναι ήδη αποκλεισμένη απ’ τις οικογένειες, έπρεπε να δημιουργήσουμε, για την επιβίωσή μας, δίκτυα στήριξης που δεν εξαρτώνται σε δεσμούς αίματος ή κρατική άδεια, μα που επιλέγονται κι αναπτύσσονται ελεύθερα. Η οικοδόμση μιας «στοργικής κοινότητας» πρέπει ν’ αποτελεί κομμάτι του πολιτικού μας κινήματος εξίσου με τις εκστρατείες για τα πολιτικά δικαιώματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ίσως προεικονίζουμε την μορφή των προσωπικών σχέσεων σε μια κοινωνία βασισμένη στην ισότητα και τη δικαιοσύνη αντί στην εκμετάλλευση και την καταπίεση, μια κοινωνία όπου η αυτονομία κι η ασφάλεια δεν αλληλοαποκλείονται μα συνυπάρχουν.
Σημειώσεις:
1. Δεν εννοώ ότι κανείς ποτέ δεν έχει προτείνει ότι η ομοφυλόφιλη ταυτότητα αποτελεί ένα προϊόν της ιστορικής μεταβολής. Βλέπε, για παράδειγμα, Mary McIntosh, «The Homosexual Role», Social Problems 16, 1968· Jeffrey Weeks, Coming Out: Homosexual Politics in Britain, εκδόσεις Quartet Books, 1977. Κάτι τέτοιο υπαινίσσεται επίσης στο Μισέλ Φουκώ, Ιστορία της Σεξουαλικότητας, πρώτος τόμος, εκδόσεις Πλέθρον, 2011. Ωστόσο, πρόκειται για μια μειοψηφική άποψη, και τα παραπάνω έργα δεν διευκρινίζουν το πως είναι ο καπιταλισμός ως ένα σύστημα παραγωγής που έχει επιτρέψει την ανάδυση μιας ομοφυλόφιλης αντρικής και γυναικείας ταυτότητας. Ως ένα παράδειγμα της θέσης περί «αιώνιας ομοφυλοφιλίας», βλέπε John Boswell, Christianity, Social Tolerance and Homosexuality, εκδόσεις University of Chicago Press, 1980, όπου οι «ομοφυλόφιλοι άνθρωποι» παραμένουν μια αμετάβλητη κοινωνική κατηγορία στο πέρασμα 15 αιώνων μεσογειακής και δυτικοευρωπαϊκής ιστορίας.
2. Βλέπε Eli Zaretsky, Capitalism, the Family and Personal Life, εκδόσεις Harper and Row, 1976· και Paula Fass, The Damned and the Beautiful: American Youth in the 1920s, εκδόσεις Oxford University Press, 1977.
3. Robert F. Oaks, «”Things Fearful to Name”: Sodomy and Buggery in Seventeenth Century New England», Journal of Social History 12, 1978· J. R. Roberts, «The Case of Sarah Norman and Mary Hammond», Sinister Wisdom 24, 1980· και Jonathan Katz, Gay American History, εκδόσεις Crowell, 1976, σελ. 16-24 & 568-571.
4. Για την περίοδο απ’ το 1870 ως το 1940 βλέπε τα ντοκουμέντα στο Katz, ό.π., και Jonathan Katz, Gay/Lesbian Almanac, εκδόσεις Crowell, 1983. Άλλες πηγές περιλαμβάνουν το Allan Berube, «Lesbians and Gay Men in Early San Francisco: Notes Toward a Social History of Lesbians and Gay Men in America», αδημοσίευτη μελέτη, 1979· Bullough & Bullough, «Lesbianism in the 1920s and 1930s: A Newfound Study», Signs 2, καλοκαίρι 1977.
5. Για το ιατρικό μοντέλο βλέπε Weeks, ό.π., σελ. 23-32. Ο αντίκτυπος του ιατρικού μοντέλου στη συνείδηση των αντρών και των γυναικών μπορεί να βρεθεί στο Louis Hyde, ed, Rat and the Devil: The Journal Letters of F. O. Matthiessen and Russell Cheney, εκδόσεις Archon, 1978, σελ. 47, και στην ιστορία της Lucille Hart στο Katz, Gay American History, σελ. 258-279. Η κλασσική νουβέλα του Radclyffe Hall για τον λεσβιακό έρωτα, The Well of Loneliness, που εκδώθηκε το 1928, υπήρξε πιθανώς ένα απ’ το πιο σημαντικά οχήματα για την εκλαΐκευση του ιατρικού μοντέλου.
6. Βλέπε Alfred Kinsey κ.α., Sexual Behavior in the Human Male, εκδόσεις W. B. Saunders, 1948 και Sexual Behavior in the Human Female, εκδόσεις W. B. Saunders, 1953.
7. Για την μαύρη μουσική, βλέπε [ή άκου;] τον δίσκο AC/DC Blues: Gay Jazz Reissues, Stash Records, ST-106, 1977 και το βιβλίο Chris Albertson, Bessie, εκδόσεις Stein and Day, 1974· για την επιμονή των οικογενειακών δικτύων στις λευκές εθνοτικές κοινότητες βλέπε Judith Smith, «Our Own Kind: Family and Community Networks in Providence» στο Cott & Pleck, eds, A Heritage of Her Own, εκδόσεις Simon and Schuster, 1979· για τις διαφορές της ανδρικής ετεροφυλοφιλίας στην ύπαιθρο και τις πόλεις βλέπε on differences Kinsey κ.α., Sexual Behavior in the Human Male, σελ. 455-457 και 630-631.
8. Το επιχείρημα κι οι πληροφορίες στην παρούσα και τις επόμενες παραγράφους προέρχεται απ’ το βιβλίο μου John D’Emilio, Sexual Politics, Sexual Communities: The Making of a Homosexual Minority in the United States, 1940-1970, εκδόσεις University of Chicago Press, 1983. Έχω επίσης αναπτύξει το ζήτημα αναφερόμενος στο Σαν Φρανσίσκο στο John D’Emilio, «Gay Politics, Gay Community: San Francisco’s Experience», Socialist Review 55, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1981.
9. Donald Vining, A Gay Diary, 1933-1946, εκδόσεις Pepys Press, 1979· «Pat Bond» στο Adair & Adair, Word Is Out, εκδόσεις New Glide Publications, 1978· και Allan Berube, «Marching to a Different Drummer: Coming Out During World War II», μια ομιλία που δώθηκε στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ένωσης Ιστορικών τον Δεκέμβριο του 1981 στο Λος Άντζελες. Μια συντμημένη εκδοχή της εισήγησης του Berube μπορεί να βρεθεί στο The Advocate #320, Οκτώβριος 1981.
10. Για τις λεσβιακές νουβέλες βλέπε The Ladder, Μάρτιος 1958, σελ. 18· ό.π., Φεβρουάριος 1960, σελ. 14-15· ό.π., Απρίλιος 1961, σελ. 12-13· ό.π., Φεβρουάριος 1962, σελ. 6-11· ό.π., Ιανουάριος 1963, σελ. 6-13· ό.π., Φεβρουάριος 1964, σελ. 12-19· ό.π., Φεβρουάριος 1965, σελ. 19-23· ό.π., Μάρτιος 1966, σελ. 22-26· και ό.π., Απρίλιος 1967, σελ. 8-13. Το The Ladder ήταν το περιοδικό που εξέδιδαν οι Daughters of Bilitis.
11. Αυτό χρειάζεται να τονιστεί ιδιαιτέρως σήμερα. Για παράδειγμα, το 1980, το ετήσιο συνέδριο της Εθνικής Οργάνωσης Γυναικών πέρασε ένα ψήφισμα για τα δικαιώματα των λεσβίων που όριζε το ζήτημα ως ένα ζήτημα «διάκρισης βάσει αισθηματικής/σεξουαλικής προτίμησης/προσανατολισμού», και αποσύνδεσε ρητά το ζήτημα από άλλα σεξουαλικά ζητήματα όπως η πορνογραφία, ο σαδομαζοχισμός, τη δημόσιο σεξ κι η παιδεραστία.
12. Δεν εννοώ ότι η ομοφοβία «προκαλείται» απ’ τον καπιταλισμό, ή ότι μπορεί να βρεθεί μόνο σε καπιταλιστικές κοινωνίες. Μπορούν να βρεθούν αυστηρές κυρώσεις εναντίον της ομοφυλοφιλίας στην ευρωπαϊκή φεουδαρχική κοινωνία και τις σύγχρονες σοσιαλιστικές χώρες. Όμως, στο παρόν κείμενο εστιάζω στην ανάδυση της ομοφυλόφιλης ταυτότητας στον καπιταλισμό, και τους ειδικά καπιταλιστικούς μηχανισμούς που κατέστησαν εφικτή αυτή τη ταυτότητα και που επίσης αναπαράγουν την ομοφοβία.