Το παρακάτω άρθρο του Sam Moss μεταφράστηκε απ’ το αμερικανικό περιοδικό των συμβουλιακών κομμουνιστών Living Marxism – International Council Correspondence, vol. IV, no. 7, Ιούνιος 1939.

Η διαφορά μεταξύ των ριζοσπαστικών οργανώσεων και των πλατιών μαζών φαίνεται ως μια διαφορά στόχων. Οι πρώτες φαινομενικά επιδιώκουν ν’ ανατρέψουν τον καπιταλισμό· οι μάζες επιδιώκουν μόνο να διατηρήσουν το βιοτικό τους επίπεδο εντός του καπιταλισμού. Οι επαναστατικές ομάδες παλεύουν για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας· ο λαός, οι αποκαλούμενες μάζες, είτε κατέχει ψήγματα ατομικής ιδιοκτησίας είτε ελπίζει κάποια ημέρα να κατέχει. Όσοι ενδιαφέρονται για τον κομμουνισμό παλεύουν για την εξάλειψη του συστήματος των κερδών· οι μάζες, σκεπτόμενες καπιταλιστικά, μιλούν για το δικαίωμα των αφεντικών σ’ ένα «δίκαιο κέρδος». Όσο μια σχετικά μεγάλη πλειοψηφία της αμερικανικής εργατικής τάξης διατηρεί το βιοτικό επίπεδο στο οποίο έχει συνηθίσει, κι έχει την άνεση ν’ ακολουθεί τις επιδιώξεις της, όπως το να παρακολουθεί μπέιζμπολ και ταινίες, είναι γενικά ικανοποιημένη κι ευγνώμων με το σύστημα που τα καθιστά όλα αυτά εφικτά. Οι ριζοσπάστες, οι οποίοι αντιτίθονται σ’ αυτό το σύστημα και συνεπώς διακινδυνεύουν τη θέση τους εντός του, είναι πολύ περισσότερο επικίνδυνοί γι’ αυτή την εργατική πλειοψηφία παρά για τ’ αφεντικά τα οποία την πληρώνουν, και δεν διστάζει να τους κάνουν μάρτυρες. Όσο το σύστημα ικανοποιεί τις βασικές της ανάγκες με τον συνηθισμένο τρόπο, είναι καλά ικανοποιημένη μ’ αυτό, κι όσα δεινά αντικρίζει στην κοινωνία τ’ αποδίδει στα «άδικα αφεντικά», τις «κακές κυβερνήσεις» ή άλλα μεμονωμένα άτομα.

Οι μικρές ριζοσπαστικές ομάδες -«διανοούμενοι» οι οποίοι έχουν «εγερθεί στο επίπεδο του να συλλαμβάνουν τις ιστορικές κινήσεις ως όλον» και που ανιχνεύουν τα κοινωνικά δεινά στο σύστημα κι όχι σε μεμονωμένα άτομα- βλέπουν πέρα απ’ τους στόχους των εργατών και συνειδητοποιούν ότι οι βασικές ανάγκες της εργατικής τάξης δεν μπορούν να ικανοποιηθούν για περισσότερο από μια προσωρινή περίοδο υπό τον καπιταλισμό, κι ότι κάθε παραχώρηση που κάνει το κεφάλαιο στην εργασία υπηρετεί μόνο την αναβολή της πάλης ως θανάτου μεταξύ των δύο αυτών αντιπάλων. Οπότε, οι μικρές ριζοσπαστικές ομάδες παλεύουν διαρκώς -τουλάχιστον θεωρητικά- για την μετατροπή της πάλης για άμεσες διεκδικήσεις σε μια πάλη ενάντια στο σύστημα. Όμως, πέρα απ’ τις πραγματικότητες των μέσων συντήρησης που ο καπιταλισμός μπορεί ακόμη να προσφέρει στην πλειοψηφία των εργατών, οι ριζοσπάστες μπορούν να προσφέρουν μόνο ελπίδες κι ιδέες, κι οι εργάτες εγκαταλείπουν τους αγώνες τους μόλις εκπληρωθούν τα αιτήματά τους.

Ο λόγος γι’ αυτή τη φαινομενική διαφορά των στόχων μεταξύ των επαναστατικών ομάδων και της εργατικής τάξης είναι εύκολα κατανοητός. Η εργατική τάξη, ασχολούμενη μόνο με τις ανάγκες της στιγμής και γενικά ικανοποιημένη με το κοινωνικό της στάτους, αντικατοπτρίζει το επίπεδο της καπιταλιστικής κουλτούρας – μια κουλτούρα που είναι «για τη τεράστια πλειοψηφία μια απλή εκπαίδευση να δρα ως μηχανή». Ωστόσο, οι επαναστάτες αποτελούν, ας πούμε, παρεκκλίσεις απ’ την εργατική τάξη· αποτελούν υποπροϊόντα του καπιταλισμού· αντιπροσωπεύουν μεμονωμένες περιπτώσεις εργατών οι οποίοι, λόγω μοναδικών περιστάσεων στις ατομικές τους ζωές, έχουν αποκλίνει απ’ τη σύνηθη πορεία ανάπτυξης δεδομένου ότι, μολονότι γεννήθηκαν από μισθωτούς σκλάβους, έχουν αποκτήσει ένα πνευματικό ενδιαφέρον που προέρχεται από υπάρχοντες δυνατότητες στην εκπαίδευση. Πολλοί καταφέραν ν’ ανέλθουν στην μικροαστική τάξη ενώ άλλοι, που οι καριέρες τους προς αυτή την κατεύθυνση μπλοκαρίστηκαν λόγω κάποιων περιστάσεων, έχουν παραμείνει στην εργατική τάξη ως πνευματικοί εργάτες. Δυσαρεστημένοι με το κοινωνικό τους στάτους ως εξαρτήματα των μηχανών κι ανίκανοι ν’ ανέλθουν εντός του συστήματος, εγείρονται εναντίον του. Αρκετά συχνά αποκόβουν δεσμούς με τους συνεργάτες τους στη δουλειά οι οποίοι δεν μοιράζονται τις ριζοσπαστικές τους απόψεις, κι ενώνονται με άλλους επαναστάτες πνευματικούς εργάτες και με τους αποτυχημένους καριερίστες άλλων στρωμάτων της κοινωνίας, σχηματίζοντας οργανώσεις για την αλλαγή της κοινωνίας. Αν, στην πάλη τους ν’ απελευθερώσουν τις μάζες απ’ την μισθωτή σκλαβιά, φαίνεται να δρουν με τα ευγενέστερα κίνητρα, σίγουρα δεν χρειάζεται πολύ για να δει κανείς ότι κάποιος υποφέρει για έναν άλλον μόνο όταν έχει ταυτίσει τον πόνο του άλλου με τον δικό του πόνο. Όμως, όποτε έχουν την ευκαιρία ν’ ανέλθουν εντός της υπάρχουσας κοινωνίας δεν διστάζουν, με σπάνιες εξαιρέσεις, να εγκαταλείψουν τους επαναστατικούς τους στόχους. Κι όταν το κάνουν, προσφέρουν μια ειλικρινή και βάσιμη λογική για την αποστασία τους, επειδή «δεν χρειάζεται κάποιο βαθύτερο ένστικτο για να καταλάβει κανείς ότι οι ιδέες κάποιου μεταβάλλονται με την κάθε μεταβολή της υλικής του ύπαρξης». Φιλαράκια στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, οι επαναστατικές ομάδες, μικρές, ατελέσφορες, βουίζοντας στα πλαϊνά των πλατιών μαζών, δεν έχουν ασκήσει καμία επιρροή στην πορεία της ιστορίας, είτε για καλό είτε για κακό. Οι περιστασιακές τους περίοδοι δραστηριότητας μπορούν να εξηγηθούν μόνο απ’ την προσωρινή ή μόνιμή τους απάρνηση των επαναστατικών τους στόχων ώστε να ενωθούν με τους εργάτες στις άμεσες διεκδικήσεις τους, και τότε δεν έπαιξαν τον δικό τους επαναστατικό ρόλο αλλά τον συντηρητικό ρόλο της εργατικής τάξης. Όταν οι εργάτες εκπληρώσαν τις διεκδικήσεις τους, οι ριζοσπαστικές ομάδες περάσαν ξανά στην ανικανότητα. Ο ρόλος τους υπήρξε πάντα συμπληρωματικός και ποτέ καθοριστικός.

ΙΙ.

Είμαι πεποισμένος ότι η εποχή του επαναστατικού κόμματος έχει παρέλθει· ότι οι επαναστατικές ομάδες υπό τις παρούσες συνθήκες γίνονται ανεκτές, ή μάλλον κανείς δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτές, μόνο όσο παραμένουν ανίκανες: ότι τίποτα δεν είναι τόσο συμπτωματικό της αδυναμίας τους όσο το γεγονός ότι τους επιτρέπεται να υπάρχουν. Έχουμε συχνά ισχυριστεί ότι είναι μόνο η εργατική τάξη, η οποία θα συνεχίσει να υπάρχει για όσο υπάρχει καπιταλισμός κι η οποία δεν μπορεί να καταργηθεί υπό το παρόν σύστημα, που μπορεί να διεξάγει μια επιτυχή πάλη ενάντια στον καπιταλισμό, κι ότι η πρωτοβουλία δεν μπορεί να παρθεί απ’ τα χέρια της. Μπορούμε να προσθέσουμε εδώ ότι, στη τελική, ο συντηρητισμός της εργατικής τάξης σήμερα αντικατοπτρίζει μόνο την ακόμη τεράστια δύναμη του καπιταλισμού, κι ότι αυτή η υλική δύναμη δεν μπορεί να διελύθη εις τα εξ ων συνετέθη με προπαγάνδα αλλά μόνο από μια υλική δύναμη ισχυρότερη από εκείνη του κεφαλαίου.

Όμως, ανά καιρούς, μέλη της ίδιας μας της ομάδας επιπλήττουν την αδράνεια της ομάδας μας. Ισχυρίζονται ότι, απομονωμένοι όπως είμαστε απ’ τη ταξική πάλη όπως διεξάγεται σήμερα, δεν είμαστε ουσιαστικά παρά απλές ομάδες μελέτης που θα έχουν χάσει κάθε επαφή με τα γεγονότα όταν πράγματι συμβούν κοινωνικές αναταραχές. Ισχυρίζονται ότι εφόσον η ταξική πάλη είναι πανταχού παρούσα στον καπιταλισμό, πέφτει σ’ εμάς ως επαναστατική οργάνωση η ευθύνη να βαθύνουμε τον ταξικό πόλεμο. Όμως, δεν προτείνουν καμία συγκεκριμένη σειρά ενεργειών επ’ αυτού. Το γεγονός ότι όλες οι άλλες υπάρχουσες ριζοσπαστικές οργανώσεις, μολονότι κοπιάζουν απελπισμένα να υπερβούν την απομόνωσή τους, είναι μολαταύτα ασήμαντες μαρξιστικές σέχτες όπως κι εμείς, δεν πείθει τους επικριτές μας για την ματαιότητα της όποιας δράσης μπορούν να κάνουν οι μικρές ομάδες.

Η ίδια η γενική δήλωση ότι ο ταξικός πόλεμος είναι πανταχού παρών κι ότι θα πρέπει να τον βαθύνουμε, εκκινεί πρώτα απ’ όλα απ’ την υπόθεση ότι η ταξική πάλη είναι μια επαναστατική πάλη, όμως η πραγματικότητα είναι ότι οι εργάτες ως μάζα είναι σήμερα συντηρητικοί. Θεωρείται ότι ο ταξικός πόλεμος στοχεύει άμεσα την εξασθένιση του καπιταλισμού, όμως η πραγματικότητα είναι ότι, μολονότι υπηρετεί αυτόν τον τελικό σκοπό, στοχεύει άμεσα στη διασφάλιση της θέσης των εργατών εντός της κοινωνίας. Επιπλέον, η πραγματική ταξική πάλη δεν διεξάγεται μέσω επαναστατικών οργανώσεων. Διεξάγεται στα εργοστάσια και μέσω των συνδικάτων.

Στην Αμερική του σήμερα διεξάγεται από τέτοιες οργανώσεις όπως η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας (AFL) κι η Συνομοσπονδία Βιομηχανικών Οργανώσεων (CIO), κι ενώ εδώ κι εκεί στην αμερικανική ήπειρο εγείρονται σποραδικές απεργίες που κηρύσσονται παράνομες απ’ όλες τις υπάρχουσες συντηρητικές οργανώσεις και που υποδεικνύουν την μορφή που ίσως λάβει η ταξική πάλη όταν όλες οι οργανώσεις αυτές ευνουχιστούν ολοκληρωτικά απ’ το κράτος, αυτά τα εργατικά κινήματα είναι σήμερα σπάνια κι απομονωμένα. Πράγματι, η ηγεσία τόσο της CIO όσο και της AFL είναι συντηρητική, όμως το ίδιο ισχύει και για τα μέλη και των δύο αυτών συνδικάτων. Για να διατηρήσουν τον υπάρχοντα αριθμό των μελών τους και να τον αυξήσουν, τα συνδικάτα πρέπει ν’ αποσπάσουν παραχωρήσεις απ’ την καπιταλιστική τάξη για τα μέλη τους· οι εργάτες παραμένουν στα συνδικάτα μόνο επειδή μέσω αυτών αποκτούν αυτές τις παραχωρήσεις· και στον βαθμό που τα συνδικάτα πράγματι αποκτούν τέτοιες παραχωρήσεις για τους εργάτες, είναι τα συνδικάτα που διεξάγουν τη ταξική πάλη. Αν, οπότε, είναι να βουτήξουμε στη ταξική πάλη, πρέπει να πάμε εκεί που αυτή διεξάγεται: πρέπει να συγκεντρωθούμε είτε στα εργοστάσα είτε στα συνδικάτα, ή και στα δύο. Αν το κάνουμε αυτό, πρέπει να εγκαταλείψουμε, τουλάχιστον επιφανειακά, τις επαναστατικές αρχές μας, επειδή αν τις εκφράσουμε ανοικτά, γρήγορα θ’ απολυθούμε απ’ τη δουλειά και θ’ αποβληθούμε απ’ τα συνδικάτα και, με μια λέξη, θ’ αποκοπούμε ξανά απ’ τη ταξική πάλη και θα επιστρέψουμε εσπευσμένα στην πρότερη κατάσταση ανικανότητάς μας. Οπότε, το να γίνουμε ενεργοί στη ταξική πάλη σημαίνει να γίνουμε εξίσου συντηρητικοί με την πλειοψηφία των εργατών. Με άλλα λόγια, μόλις εισέλθουμε στη ταξική πάλη, δεν μπορούμε να της προσφέρουμε τίποτα το ιδιαίτερο. Η μόνη εναλλακτική σ’ αυτή την εξέλιξη είναι να παραμείνουμε όπως είμαστε, προσκολλημένοι στις αρχές μας και την ανικανότητά μας. Ανεξαρτήτως του δρόμου που θα επιλέξουμε, είναι εμφανές ότι δεν μπορούμε να επηρεάσουμε την ροή των γεγονότων. Η ανικανότητά μας αποτυπώνει αυτό που θα έπρεπε να είναι εμφανές στους πάντες: ότι η ιστορία γράφεται μόνο από τις πλατιές μάζες.

Οι Ομάδες των Συμβουλιακών Κομμουνιστών διακρίνονται απ’ τις υπόλοιπες επαναστατικές ομάδες στο ότι δεν θεωρούν εαυτούς πρωτοπορία των εργατών, ούτε ηγέτες των εργατών, αλλά σάρκα από τη σάρκα του εργατικού κινήματος. Όμως, αυτή η διαφορά μεταξύ της οργάνωσής μας και των υπόλοιπων οργανώσεων αποτελεί μόνο μια ιδεολογική διαφορά, και δεν αντικατοπτρίζει καμία υλική διαφορά. Στην πράξη, είμαστε στην πραγματικότητα το ίδιο με όλες τις υπόλοιπες ομάδες. Όπως κι αυτές, λειτουργούμε εκτός της σφαίρας της παραγωγής στην οποία διεξάγεται η ταξική πάλη· όπως αυτές, είμαστε απομονωμένοι απ’ την μεγάλη μάζα των εργατών. Διαφέρουμε μόνο ιδεολογικά απ’ τις υπόλοιπες ομάδες, κι είναι οπότε μόνο ιδεολογικά που διαφέρουν κι οι υπόλοιπες ομάδες μεταξύ τους. Στην πράξη, δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ καμίας ομάδας. Κι αν ακολουθούσαμε την πρόταση των επικριτών μας και «βαθαίναμε τη ταξική πάλη», τότε θα παρουσιάζαμε ρητά έναν «λενινιστικό» χαρακτήρα. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι είναι εφικτό για εμάς, μια ανεξάρτητη ομάδα, να οργανώσουμε τους εργάτες μιας βιομηχανικής περιοχής. Το γεγονός ότι οι εργάτες δεν κινήθηκαν από τη δική τους βούληση και χωρίς τη βοήθειά μας, σημαίνει ότι εξαρτώνται από εμάς να λάβουμε την πρωτοβουλία γι’ αυτούς. Προσφέροντας την πρωτοβουλία, την παίρνουμε απ’ τα χέρια τους. Αν ανακαλύψουν ότι είμαστε ικανοί να τους δώσουμε την αρχική ώθηση, θα εξαρτηθούν από εμάς για τις μετέπειτα ωθήσεις, και σύντομα θα βρεθούμε να τους οδηγούμε βήμα-βήμα. Συνεπώς, αυτοί που υποστηρίζουν ότι πρέπει να «εντείνουμε» τον ταξικό πόλεμο, όχι απλώς αγνοούν τους αντικειμενικούς όρους που καθιστούν μια τέτοια πράξη αμφίβολη, μα υποστηρίζουν επίσης να ηγηθούμε επί των μαζών. Φυσικά, μπορεί να ισχυριστούν ότι, συνειδητοποιώντας τα προβλήματα μιας τέτοιας εξέλιξης, μπορούμε να προστατευθούμε απ’ αυτά. Όμως, το επιχείρημα αυτό βρίσκεται ξανά στο ιδεολογικό επίπεδο. Στην πράξη, θ’ αναγκαστούμε να προσαρμοστούμε στις περιστάσεις. Συνεπώς, γίνεται εμφανές ότι με μια τέτοια πρακτική θα λειτουργούσαμε σαν μια λενινιστική ομάδα, και θα μπορούσαμε, στην καλύτερη, να παράξουμε μόνο τ’ αποτελέσματα του λενινισμού. Ωστόσο, η ανικανότητα των υπάρχοντων λενινιστικών οργανώσεων αποδεικνύει το ανέφικτο της επιτυχίας μιας τέτοιας εξέλιξης, κι υποδεικνύει για ακόμη μια φορά ότι οι μικρές επαναστατικές ομάδες έχουν ξεπεραστεί αναφορικά με τις πραγματικές προλεταριακές άναγκες, μια συνθήκη που πιθανόν σηματοδοτεί ότι πλησιάζει η ημέρα που θα είναι αντικειμενικά ανέφικτο για οποιαδήποτε μικρή ομάδα ν’ αναλάβει την ηγεσία των μαζών μόνο για ν’ αναγκαστεί στη τελική να τις εκμεταλλευτεί για τις δικές της ανάγκες. Μόνο η εργατική τάξη μπορεί να διεξάγει την επαναστατική πάλη, ακριβώς όπως σήμερα διεξάγει μόνη της την μη-επαναστατική ταξική πάλη, κι ο λόγος που οι ταξικά συνειδητοποιημένοι επαναστάτες εργάτες συγκεντρώνονται σ’ ομάδες εκτός των σφαιρών της πραγματικής ταξικής πάλης είναι μόνο ότι στις σφαίρες αυτές δεν υπάρχει ακόμη κανένα επαναστατικό κίνημα. Συνεπώς, η ύπαρξή τους σε μικρές ομάδες δεν αντικατοπτρίζει μια επαναστατική συνθήκη, αλλά αντ’ αυτού μια μη-επαναστατική συνθήκη. Όταν πράγματι έρθει η επανάσταση, οι τάξεις [ranks] τους θα βυθιστούν σ’ αυτή, όχι ως εν λειτουργία οργανώσεις, αλλά ως μεμονωμένοι εργάτες.

Όμως, μολονότι δεν επιτρέπεται απ’ τους αντικειμενικούς όρους καμία πρακτική διαφορά μεταξύ ημών και των άλλων επαναστατικών οργανώσεων, μπορούμε τουλάχιστον να διατηρήσουμε την ιδεολογική μας διαφορά. Οπότε, εκεί που οι υπόλοιπες ομάδες βλέπουν την επανάσταση στις πιο απίθανες καταστάσεις και πιστεύουν ότι το μόνο που λείπει για να γίνει η επανάσταση είναι μια ομάδα με την «ορθή μαρξιστική γραμμή»· εκεί, με μια λέξη, που οι υπόλοιπες ομάδες μεγαλοποιούν τη σημασία των ιδέων, και παρεμπιπτόντως των εαυτών τους ως φορέων των ιδεών αυτών -μια στάση που αντικατοπτρίζει τις καριερίστικες τάσεις τους- εμείς βλέπουμε ότι η ταξική πάλη σήμερα είναι ακόμη συντηρητική· ότι η κοινωνία δεν χαρακτηρίζεται απλώς απ’ αυτή την μοναδιαία πάλη αλλά από μια πολλαπλότητα αγώνων, μια πολλαπλότητα που μεταβάλλεται με την πολλαπλότητα των διαφορετικών στρώματων που υπάρχουν στο σύστημα, μια πολλαπλότητα που ως τώρα έχει επηρεάσει την πάλη μεταξύ κεφαλαίου κι εργασίας προς το συμφέρον του κεφαλαίου.

Όμως, επειδή δεν βλέπουμε απλώς την άμεσα δοσμένη συνθήκη μα επίσης τις τάσεις στο εσωτερικό της, συνειδητοποιούμε ότι οι δυσκολίες του καπιταλισμού σταδιακά αυξάνονται κι ότι τα μέσα για την ικανοποίηση ακόμη και των αμεσότερων επιθυμιών της εργατικής τάξης συνεχώς μειώνονται. Αναγνωρίζουμε ότι ένα συνακόλουθο της αυξανόμενης μη-κερδοφορίας του καπιταλισμού είναι η σταδιακή ισοπέδωση των διαιρέσεων στο εσωτερικό των δύο τάξεων, καθώς οι καπιταλιστές απαλλοτριώνουν καπιταλιστές στην ανώτερη τάξη και, στην κατώτερη τάξη, καθώς τα μέσα συντήρησης, για να επεκταθούν καλύτερα, διανέμονται περισσότερο ομοιόμορφα μεταξύ των μαζών, για χάρη της αποτροπής κοινωνικών καταστροφών που θα επέρχονταν αν δεν ικανοποιούνταν. Καθώς λαμβάνουν χώρα αυτές οι εξελίξεις, οι διαιρεμένοι στόχοι της ανώτερης τάξης συγκλίνουν προς έναν στόχο: τη συντήρηση του καπιταλιστικού εκμεταλλευτικού συστήματος· κι οι διαιρεμένοι στόχοι των εργατών συγκλίνουν, παρά την αυξανόμενη ιδεολογική σύγχυση, προς έναν στόχο: μια θεμελιώδη μεταβολή των παρόντων κοινωνικοοικονομικών μορφών ζωής.  Τότε εμείς, μόνο ένα ακόμη στρώμα της εργατικής τάξης τώρα ή, ορθότερα, μια παραφυάδα, θα συγχωνευτούμε πραγματικά με το σύνολο των εργαζόμενων μαζών, καθώς οι στόχοι μας θα συγχωνεύονται με τους δικούς τους, και τότε θα χάσουμε τους εαυτούς μας στην επαναστατική πάλη.

Όμως, μπορεί να εγερθεί το ερώτημα, γιατί, οπότε, συνειδητοποιώντας την ματαιότητα της πράξης σας, οργανώνεστε σε ομάδες; Η απάντηση είναι απλώς ότι η πράξη αυτή εξυπηρετεί μια προσωπική μας ανάγκη. Είναι αναπόφευκτο άνθρωποι που μοιράζονται ένα κοινό αίσθημα εξέγερσης ενάντια σε μια κοινωνία που τρέφεται απ’ την εκμετάλλευση και τον πόλεμο θ’ αναζητήσουν τους ομοίους τους μέσα σ’ αυτή την κοινωνία, και στην αντίστασή τους θα χρησιμοποιήσουν το οποιοδήποτε όπλο πέσει στα χέρια τους. Ανίκανοι να εξεγερθούν ενάντια στο σύστημα με τον υπόλοιπο πληθυσμό, θα του αντισταθούν μόνοι τους. Το γεγονός ότι εμπλέκονται σε μια τέτοια πράξη όσο μάταιη κι αν είναι ίσως φαίνεται να εδραιώνει τη βάση για την πρόβλεψη ότι όταν οι πλατιές μάζες, αντιδρώντας στις επιταγές της αντικειμενικά επαναστατικής συνθήκης, νιώσουν παρομοίως επηρεασμένοι, τότε κι αυτοί επίσης θα συνενωθούν απ’ την ίδια επείγουσα ανάγκη κι ότι κι αυτοί επίσης θα χρησιμοποιήσουν όποιο όπλο πέσει στα χέρια τους. Όταν το κάνουν αυτό, δεν θα εγερθούν από ιδεολογικούς παράγοντες, αλλά από αναγκαιότητα, κι οι ιδεολογίες τους θ’ αντικατοπτρίζουν τότε μόνο την αναγκαιότητα, ακριβώς όπως οι τρέχουσες αστικές ιδεολογίες τους αντικατοπτρίζουν τη σημερινή αναγκαιότητα.

Αυτή η άποψη για την επαναστατική αναποτελεσματικότητα των μικρών ομάδων λογίζεται ως απαισιόδοξη απ’ τις υπόλοιπες ριζοσπαστικές οργανώσεις. Κι αν όμως η άποψη αυτή υποδεικνύει το αναπόφευκτο της επανάστασης; Κι αν όμως υποδεικνύει το αντικειμενικό τέλος μιας προκαθορισμένης ηγεσίας των μαζών και το ενδεχόμενο τέλος κάθε εκμετάλλευσης; Οι υπόλοιπες ριζοσπαστικές ομάδες δεν χαίρονται μ’ αυτή την εικόνα. Δεν αποκομίζουν καμία απόλαυση απ’ την προοπτική ενός μέλλοντος όπου δεν παίζουν έναν ρόλο μεγαλύτερο απ’ αυτόν των συνανθρώπων τους, και καταδικάζουν την άποψη ενός τέτοιου μέλλοντος ως μια φιλοσοφία της ηττοπάθειας. Όμως, στην πραγματικότητα μιλάμε μόνο για την ματαιότητα των μικρών ριζοσπαστικών ομάδων· είμαστε αρκετά αισιόδοξοι για το μέλλον των εργατών. Αλλά για τις υπόλοιπες ριζοσπαστικές οργανώσεις, αν οι ομάδες τους ηττηθούν τότε χαθήκαν όλα, κι αν οι ομάδες του πεθάνουν τότε χαθήκαν όλα. Συνεπώς, μ’ αυτές τις διακηρύξεις τους αποκαλύπτουν τ’ αληθινά κίνητρα της επαναστατικότητάς τους και τον αληθινό χαρακτήρα των οργανώσεών τους. Εμείς, ωστόσο, δεν βρίσκουμε κανέναν λόγο απελπισίας στην ανικανότητα αυτών των οργανώσεων. Αντ’ αυτού, αντικρίζουμε σ’ αυτή την ανικανότητα τον λόγο να είμαστε αισιόδοξοι αναφορικά με το μέλλον των εργατών. Επειδή, σ’ αυτήν ακριβώς την ατροφία όλων των ομάδων που θα ήθελαν να ηγηθούν των μαζών για την έξοδο απ’ τον καπιταλισμό, πιθανόν βλέπουμε για πρώτη φορά στην ιστορία το αντικειμενικό τέλος κάθε πολιτικής ηγεσίας και της διαίρεσης της κοινωνίας σε οικονομικές και πολιτικές κατηγορίες.