Στη συζήτηση του γερμανικού κοινοβουλίου για την παράταση του Αντισοσιαλιστικού Νόμου τον Μάιο του 1884, ο Όττο φον Μπίσμαρκ ανακήρυξε την αναγνώριση του «δικαιώματος στην εργασία». Αυτό σήμαινε ότι οι άνεργοι για να γίνουν δεκτοί στις εργατικές κατοικίες θα έπρεπε να δεχτούν όποια εργασία τους προσφέρονταν μέσω αυτών, και τους έβαζαν να δουλεύουν σε δημόσια έργα με αντάλλαγμα είτε μισθό είτε φαγητό. Ο Ένγκελς, στο παρακάτω απόσπασμα από μια επιστολή του στον Έντουαρντ Μπέρνσταϊν την περίοδο εκείνη, επικρίνει το λεγόμενο «δικαίωμα στην εργασία». Πέρα απ’ αυτή την επίκριση, βλέπουμε πως το κράτος ήδη απ’ τα μέσα του 19ου αιώνα προσπαθούσε να προωθήσει μια πολιτική πλήρους απασχόλησης, απασχολώντας τους ανέργους σε δημόσια έργα για την κατασκευή υποδομών. Το απόσπασμα μεταφράστηκε απ’ το MECW 47.

Το δικαίωμα στην εργασία ήταν ιδέα του Φουριέ, μα στην περίπτωσή του πραγματώθηκε μόνο στο phalanstère[1], και συνεπώς προϋποθέτει την υιοθέτηση του τελευταίου. Οι φουριεριστές -φιλισταίοι της Démocratie pacifique [Ειρηνική Δημοκρατία], όπως λεγόταν η εφημερίδα τους, που αγαπούν την ειρήνη- διέδωσαν το σύνθημα αυτό ακριβώς επειδή ακουγόταν ασφαλές. Οι Παρισινοί εργάτες του 1848 το κατάπιαν αμάσητο -όντας κάτι πλήρως ασαφές θεωρητικά- επειδή φαινόταν τόσο πρακτικό, τόσο μη-ουτοπικό, τόσο εύκολα πραγματοποιήσιμο. Η κυβέρνηση το πραγματοποίησε -με τον μόνο τρόπο που μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε μια καπιταλιστική κοινωνία- με την μορφή παράλογων εθνικών εργαστηρίων[2]. Παρομοίως σ’ αυτή τη χώρα [ο Ένγκελς όταν συνέταξε την επιστολή βρισκόταν τότε στην Αγγλία], κατά την κρίση του βαμβακιού το 1861-1864, το δικαίωμα στην εργασία πραγματοποιήθηκε στο Λάνκασιρ με την μορφή δημοτικών εργαστηρίων. Και στη Γερμανία πραγματοποιήθηκε παρομοίως σ’ αυτές τις πεινασμένες και χτυπημένες εργατικές αποικίες για τις οποίες ο φιλισταίος σας [ο Μπίσμαρκ] τώρα ενθουσιάζεται. Το δικαίωμα στην εργασία, τιθέμενο ως διακριτό αίτημα, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με άλλη μορφή. Η διεκδίκηση της πραγματοποίησής του απ’ την καπιταλιστική κοινωνία μπορεί να εκπληρωθεί απ’ τη τελευταία μόνο με τους όρους της δικής της ύπαρξης. Αν το δικαίωμα στην εργασία αιτηθεί απ’ την καπιταλιστική κοινωνία, τότε μπορεί να αιτηθεί μόνο με αυτούς τους ειδικούς όρους και συνεπώς ως ένα αίτημα για εθνικά εργαστήρια, εργατικές κατοικίες [πτωχοκομεία στα οποία προσφέρονταν στέγαση σε συνδυασμό με απασχόληση] κι [εργατικές] αποικίες. Όμως, αν το αίτημα για δικαίωμα στην εργασία συνιστά έμμεσα το αίτημα της ανατροπής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τότε, όσον αφορά την παρούσα κατάσταση του κινήματος, πρόκειται για μια κακόβουλη αοριστολογία, μια υποχώρηση ενώπιον του Αντισοσιαλιστικού Νόμου, ένα σύνθημα μοναδικός σκοπός του οποίου μπορεί να είναι να μπερδέψει και να σαστίσει τους εργάτες αναφορικά με τους στόχους που θα πρέπει να επιδιώκουν και τους μοναδικούς όρους με τους οποίους μπορούν να τους επιτύχουν.

Σημειώσεις:
1. [Σ.τ.Μ]: Το phalanstère ήταν είδος κτηρίου σχεδιασμένου να στεγάσει τις ουτοπικές σοσιαλιστικές κοινότητες του Φουριέ. Το όνομά του προέρχεται απ’ τον συνδυασμό της phalange (η γνωστή αρχαιοελληνική φάλαγγα, στρατιωτική μονάδα) και του monastère (μοναστήρι).
2. [Σ.τ.Μ]: Τον Φεβρουάριο του 1848 στη Γαλλία, μια ομάδα ένοπλων εργατών διέκοψε τις συζητήσεις της προσωρινής κυβέρνησης αιτούμενη την «οργάνωση της εργασίας» και το «δικαίωμα στην εργασία». Έτσι, η κυβέρνηση ίδρυσε τα εθνικά εργαστήρια ως κρατικά επιδοτούμενες θέσεις εργασίας, που αφορούσαν κυρίως την κατασκευή δημόσιων έργων.