Το παρακάτω κείμενο του Πωλ Μάτικ γράφτηκε το 1974, ύστερα απ’ την πρώτη πετρελαϊκή κρίση. Μεταφράστηκε απ’ την ανθολογία Πωλ Μάτικ, Economics, Politics and the Age of Inflation, εκδόσεις Merlin Press, 1978.
Για να κατανοήσουμε την παρούσα οικονομική κατάσταση και προς τα που οδεύει, χρειάζεται να εξετάσουμε τα γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος. Οι εξελίξεις ύστερα απ’ τη λήξη του Β’ ΠΠ έχουν λάβει χώρα εντός ενός εντελώς νέου είδους καπιταλισμού που αυτοαποκαλλείται «μεικτή οικονομία». Αυτό υπαινίσσεται κρατικές οικονομικές παρεμβάσεις που διαφέρουν στον βαθμό τους, αν κι όχι τόσο στα χρησιμοποιούμενα μέσα, απ’ τις παρεμβατικές πολιτικές του περασμένου αιώνα.
Οι κρατικές παρεμβάσεις υπό την μεικτή οικονομία βρίσκουν τις αιτίες τους καθώς και τα όριά τους στους όρους ύπαρξης και συσσώρευσης του ιδιωτικού κεφαλαίου. Πέρα απ’ τα όργανα εξουσίας που χρησιμοποιεί το κράτος για να διασφαλίσει την κοινωνική σταθερότητα στο εσωτερικό μέτωπο και για τη στήριξη των εθνικών συμφερόντων στον διεθνή ανταγωνισμό, το κράτος πάντα ασκούσε κι οικονομικές λειτουργίες, πχ, ως ένα μέσο για την απόκτηση εσόδων (δασμολογικές πολιτικές και κρατικά μονοπώλια επί συγκεκριμένων βιομηχανικών κλάδων, κλπ) ή για τη δημιουργία των γενικών όρων της παραγωγής το βάρος των οποίων δεν σήκωνε ή δεν μπορούσε να σηκώσει το ιδιωτικό κεφάλαιο (πχ, κατασκευή δρόμων, λιμανιών, σιδηροδρόμων, ταχυδρομείων, κλπ, δηλαδή, αυτών που στην οικονομική διάλεκτο αποκαλούνται υποδομές).
Οπότε, σ’ έναν περιορισμένο βαθμό, το κράτος αποτελεί επίσης έναν παραγωγό υπεραξίας και μπορεί συνεπώς να πληρώσει ένα μερίδιο των εξόδων του με τα δικά του κέρδη. Στον βαθμό που η παραγωγή των κρατικών επιχειρήσεων εισέρχεται στον γενικό ανταγωνισμό, δεν διαφέρει σε τίποτα απ’ την ιδιωτική παραγωγή· και το κρατικό μερίδιο απ’ τη συνολική υπεραξία εξαρτάται απ’ την μάζα του κεφαλαίου που επενδύει και το μέσο ποσοστό κέρδους. Το κρατικό μονοπώλιο επί ορισμένων προϊόντων κι υπηρεσιών ίσως οδηγήσει σε μονοπωλιακά κέρδη, όμως αυτό δεν αποτελεί παρά μια άλλη μορφή φορολόγησης των καταναλωτών.
Για ιστορικούς και άλλους λόγους, η σχέση μεταξύ κρατικής κι ιδιωτικής παραγωγής είναι μεταβαλλόμενη και, επιπλέον, διαφέρει από χώρα σε χώρα. Κρατικές επιχειρήσεις ίσως δωθούν σε ιδιωτικά συμφέροντα, κι ιδιωτικές επιχειρήσεις ίσως κρατικοποιηθούν· το κράτος ίσως υπάρξει μέτοχος σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ή ίσως τις διατηρήσει στη ζωή μέσω επιχορηγήσεων. Η αλληλοδιείσδυση της ιδιωτικής και της κρατικής παραγωγής συμβαίνει με ποικίλους συνδυασμούς, και το κρατικό μερίδιο δεν χρειάζεται να περιορισθεί στις υποδομές. Στις βιομηχανικά αναπτυσσόμενες χώρες, η κρατική συμμετοχή στην παραγωγή είναι συχνά σχετικά εκτενής, όπως για παράδειγμα στην Ιταλία[1], μια αρχετυπική χώρα απ’ αυτή την άποψη, όπου η κρατική παραγωγή που ανταγωνίζεται με το ιδιωτικό κεφάλαιο εκπροσωπεί το 15% της συνολικής παραγωγής. Όμως, όσο κι αν επεκταθεί η κρατική παραγωγή, δεν μπορεί ποτέ ν’ αποτελέσει παρά ένα ελάσσον κλάσμα της συνολικής παραγωγής, διαφορετικά θα τεθεί υπό αμφισβήτηση η ίδια η ύπαρξη της οικονομίας της αγοράς. Οπότε, σ’ όλες τις χώρες, η «μεικτή οικονομία», στον βαθμό που παραμένει μεικτή, αφήνει άθικτη την ιδιωτική φύση της οικονομίας.
Ακόμη και μια αύξηση της κρατικής παραγωγής μέσω διεύρυνσης των υποδομών δεν μπορεί ν’ αλλάξει τίποτα, καθώς η διεύρυνση αυτή λαμβάνει χώρα εντός του πλαισίου της καπιταλιστικής συσσώρευσης, η οποία αναπαράγει τη σχέση μεταξύ κρατικής κι ιδιωτικής παραγωγής σε αρμονία με τις ανάγκες της συσσώρευσης. Η διευρυνόμενη παραγωγή της αυτοκινητοβιομηχανίας συνεπάγεται την κατασκευή νέων αυτοκινητόδρομων, κι η αναπτυσσόμενη εναέρια κυκλοφορία απαιτεί περισσότερα αεροδρόμια, κλπ, αν η διεύρυνση της οικονομίας στο σύνολό της δεν είναι να κολλήσει λόγω έλλειψης υποδομών. Μολονότι είναι ορθό να πούμε ότι η κρατικά οργανωμένη δημιουργία των γενικών όρων της παραγωγής ωφελεί το ιδιωτικό κεφάλαιο, αν και αρκετά ανισομερώς, αυτό δεν σημαίνει ότι βελτιώνει την κερδοφορία του κεφαλαίου πέρα απ’ το κόστος των υποδομών. Καθώς το κόστος των υποδομών φέρεται από ιδιωτικό κεφάλαιο, οι υποδομές εξαρτώνται απ’ την κερδοφορία του κεφαλαίου, κι όχι το αντίστροφο.
Οι γενικοί όροι της παραγωγής υποδεικνύουν την ακοινωνική φύση της καπιταλιστικής παραγωγής, ονομαστικά, ότι είναι ανέφικτο να καλυφθούν οι γενικές ανάγκες της κοινωνίας απ’ την ιδιωτική παραγωγή. Το καπιταλιστικό ιδεώδες θα ήταν κάθε μορφή παραγωγής, ακόμη κι η παραγωγή υποδομών, να γίνεται ιδιωτικά. Ωστόσο, καθώς αυτό είναι με πρακτικούς όρους αδύνατον, το κεφάλαιο αφήνει στο κράτος να εξισορροπήσει την ιδιωτική παραγωγή με την κοινωνική παραγωγή. Ωστόσο, το κεφάλαιο πρέπει ακόμη να σηκώσει το κόστος αυτής της παραγωγής, οπότε δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη διεύρυνση των υποδομών πέρα απ’ το στενό πεδίο που τις βρίσκει χρήσιμες. Το αποτέλεσμα είναι ότι, γενικά, η παραγωγή υποδομών σέρνεται πίσω απ’ την παραγωγή για την αγορά – μια κατάσταση η οποία συχνά θρηνείται στην οικονομική βιβλιογραφία μιλώντας για μια ανεπίλυτη αντίφαση μεταξύ ιδιωτικού πλούτου και δημόσιας ένδειας.
Σε μια κατάσταση κρίσης, η κρατική παραγωγή δεν αποτελεί πρωταρχικά μια παραγωγή για περαιτέρω διεύρυνση των υποδομών σε προσμονή και προετοιμασία μιας αναμενόμενης μελλοντικής καπιταλιστικής συσσώρευσης. Σκοπός της είναι η άμεση δημιουργία θέσεων εργασίας, κοιτώντας προς την αύξηση της γενικής ζήτησης. Η κρατική παραγωγή, για να μην επιδεινώσει περαιτέρω τα υπάρχοντα προβλήματα της ιδιωτικής παραγωγής, πρέπει να συγκεντρωθεί σε πράγματα εκτός της αγοράς και σε δημόσιες δαπάνες, οι οποίες μπορεί εν μέρει να κατευθυνθούν προς τη διεύρυνση των γενικών όρων της παραγωγής κι εν μέρει να χρησιμοποιηθούν στη «δημόσια κατανάλωση». Αυτό το είδος κρατικής παραγωγής πρέπει να διακριθεί απ’ την ήδη υπάρχουσα κρατική παραγωγή, είτε απευθύνεται στη δημιουργία των γενικών όρων της παραγωγής είτε στη γενική αγορά.
Οπότε, η κρατική παραγωγή δεν παραμερίζει την ιδιωτική παραγωγή· η κρατική παραγωγή είναι απλώς μια πολιτική που αναλαμβάνεται για την καταπολέμηση της κρίσης. Χρηματοδοτείται από ένα έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, ακόμη κι αν αυτό τελικά θα σημαίνει μακροπρόθεσμα μόνο ένα πρόσθετο φορολογικό βάρος που θα επιρριφθεί στον ιδιωτικό τομέα. Το κράτος πρέπει να πασχίσει να διευρύνει τη συνολική παραγωγή πέρα απ’ τις δικές του παραγωγικές ικανότητες, γι’ αυτό όταν εξετάζουμε την επίδραση της κρατικής παραγωγής δεν πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τη σύνηθη κρατική παραγωγή.
Το κράτος δεν έχει δικά του μέσα παραγωγής για να καλύψει την επιπρόσθετη κρατική παραγωγή. Ακόμη και για την παραγωγή των γενικών όρων της παραγωγής, το κράτος πρέπει κατά κύριο λόγο να στηριχτεί στις υπηρεσίες ιδιωτικών επιχειρήσεων, οι οποίες πληρώνονται οπότε από φόρους και κρατικά δάνεια. Στον βαθμό που οι γενικοί όροι της παραγωγής αποτελούν μια προϋπόθεση για την καπιταλιστική παραγωγή με σκοπό το κέρδος, το κόστος τους αποτελεί αντικειμενικά ένα κομμάτι του κόστους της καπιταλιστικής παραγωγής. Όταν δεν ισχύει αυτό, το κόστος της κρατικής παραγωγής πρέπει ν’ αφαιρεθεί απ’ τη συνολική υπεραξία και δεν μπορεί να συμπεριλφθεί ούτε στην καπιταλιστική κατανάλωση ούτε στην καπιταλιστική συσσώρευση.
Η κρίση παραλύει την καπιταλιστική συσσώρευση, και στο επίπεδο της αγοράς αυτό εμφανίζεται ως υπερπαραγωγή κι ανεργία. Η κρίση συμβαίνει επειδή τα κέρδη δεν επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών διεύρυνσης της υπάρχουσας κεφαλαιακής δομής. Σ’ αυτή την περίσταση, οποιεσδήποτε περαιτέρω αφαιρέσεις απ’ την μάζα της υπεραξίας, η οποία είναι ήδη ανεπαρκής, μπορούν μόνο να επιδεινώσουν τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται το κεφάλαιο. Οποιαδήποτε αύξηση της ζήτησης μέσω δημόσιων έργων πρέπει οπότε να χρηματοδοτηθεί από κρατικά δάνεια, κι η επιπρόσθετη κρατική παραγωγή εμφανίζεται ως ένα αυξανόμενο δημόσιο χρέος.
Το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κυβερνητικών δαπανών καλύπτεται από αφαιρέσεις απ’ την μάζα της υπεραξίας φωτίζεται απ’ τη φορολογία. Το κεφάλαιο πάντα ζητά μια μείωση της φορολόγησής του. Ωστόσο, δεν είναι αναγκαίο ο κρατικός προϋπολογισμός να είναι ισοσκελισμένος κάθε έτος· τα χρέη που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης μπορούν ν’ αποπληρωθούν σε καιρούς ευημερίας. Αν δεν αποπληρωθούν, ο τόκος των κρατικών δανείων συνιστά ένα επιπρόσθετο φορολογικό βάρος το οποίο, ωστόσο, μπορεί να σταθεροποιηθεί σ’ ένα χαμηλό επίπεδο διευρύνοντας την παραγωγή. Όσο η κοινωνική παραγωγή διεύρυνεται ταχύτερα απ’ το κρατικό χρέος, το κρατικό χρέος δεν θέτει κανένα σοβαρό πρόβλημα στην οικονομία. Αν συμβεί το αντίθετο, το κρατικό χρέος γίνεται ένα βάρος στην οικονομία κι ένα ακόμη εμπόδιο στη συνέχιση της συσσώρευσης.
Η κρατική παραγωγή προς επανόρθωση της ανεπαρκούς ζήτησης αρχικά θεωρήθηκε ένα προσωρινό μέτρο ανακούφισης περιμένοντας να τελειώσει η ύφεση σε μια ασφαλέστερη νότα μέχρι την επόμενη επιχειρηματική ανάκαμψη, και συνεπώς χρησιμοποιούνταν σε περιορισμένο βαθμό. Αν το κεφάλαιο δεν μπορούσε να δημιουργήσει τους όρους για μια νέα οικονομική ανάκαμψη από μόνο του, η διεύρυνση των υποδομών μέσω δημόσιων έργων δεν θα του ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη. Δύο άδεια λιμάνια δεν είναι καλύτερα από ένα άδειο λιμάνι, και δύο αυτοκινητόδρομοι χωρίς αυτοκίνητα δεν είναι καλύτεροι από έναν αυτοκινητόδρομο χωρίς αυτοκίνητα. Κατά την Μεγάλη Υφέση [του 1929], τα δημόσια έργα μειώσαν την ανεργία μα δεν την εξαλείψαν, και η ύφεση έληξε με τον Β’ ΠΠ κι όχι με μια νέα οικονομική ανάκαμψη. Χρειάστηκε ο πόλεμος για να εφαρμοστεί η πλήρης απασχόληση χωρίς καπιταλιστική συσσώρευση. Κεφάλαιο δεν καταστράφηκε μόνο με τους όρους αξιών, αλλά και φυσικώς. Ακόμη και στις ΗΠΑ η συσσώρευση σταμάτησε όταν περίπου η μισή παραγωγή πέρασε στη «δημόσια κατανάλωση», δηλαδή, στην παραγωγή εν καιρώ πολέμου. Μολαταύτα, αυτή η αναστολή της συσσώρευσης κι η τεράστια καταστροφή κεφαλαίου δημιουργήσαν τους όρους για την οικονομική άνθηση της μεταπολεμικής περιόδου.
Οι περιοδικές κρίσεις έχουν υπάρξει ανέκαθεν κομμάτι του καπιταλισμού, όμως επειδή το κεφάλαιο πράγματι αναπτύσσεται, οι περίοδοι κρίσης διαφέρουν, αν όχι στην ουσία, τουλάχιστον στην εξωτερική μορφή. Η μεταπολεμική άνθηση υπήρξε τέτοια έκπληξη επειδή ακολούθησε αμέσως μετά τα μακρά χρόνια της ύφεσης, η οποία είχε κλονίσει βαθιά την εμπιστοσύνη στην ικανότητα του κεφαλαίου να επιβιώσει και ν’ αναπτυχθεί. Πως να εξηγηθεί αυτή η άνθηση; Η μαρξιστική θεωρία της κρίσης την εξηγεί απ’ το γεγονός ότι το κεφάλαιο υπήρξε ξανά ικανό ν’ αποκαταστήσει τον καίριο δεσμό μεταξύ κέρδους και συσσώρευσης ο οποίος είχε χαθεί. Η παγκόσμια καταστροφή κεφαλαιακών αξιών κι οι μεταβολές που επέφερε στη δομή του κεφαλαίου, μαζί με τη διεύρυνση της υπεραξίας που κατέστη εφικτή από τεχνικές βελτιώσεις στα μέσα παραγωγής, επιτρέψαν στο κεφάλαιο που είχε επιβιώσει και στο νεοδημιουργηθέν κεφάλαιο να επιτύχει ένα ποσοστό κέρδους επαρκές για τη διεύρυνσή του. Συνεπώς, η νέα άνθηση, όπως όλες οι παλιότερες, γινόταν αντιληπτή ως το αποτέλεσμα της κατάστασης της κρίσης πριν απ’ την άνθηση, με την κρίση να γινόταν με τη σειρά της αντιληπτή ως μια δυσαναλογία μεταξύ της δημιουργίας κέρδους και των απαιτήσεων της συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Το θέμα εδώ ήταν η αντίφαση, εγγενής στην παραγωγή υπεραξίας, ότι η ποσότητα κεφαλαίου επενδυμένου σε μισθούς μειώνεται σχετικά με την ποσότητα κεφαλαίου επενδυμένου σε μέσα παραγωγής, ώστε η συνολική υπεραξία αντιστοίχως συρρικνώνεται σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο. Η συσσώρευση κεφαλαίου δεν είναι μόνο μια αναγκαιότητα που δημιουργείται απ’ τον ανταγωνισμό, εξάγεται επίσης απ’ την ατέρμονη πάλη ενάντια στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους εγγενή στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, κι αυτή η πάλη γίνεται όλο και δυσκολότερη καθώς προχωρά η συσσώρευση. Ενώ η υπεραξία, αφενός, αυξάνεται απ’ τη συσσώρευση και, αφετέρου, η συσσώρευση προκαλεί την πτώση του ποσοστού κέρδους, οποιαδήποτε συγκεκριμένη στιγμή τα πραγματικά κέρδη ίσως αποτύχουν να φτάσουν το απαιτούμενο επίπεδο για νέα συσσώρευση. Αφού ο Μαρξ περιγράφει αυτή τη διαδικασία στο Κεφάλαιο δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε εδώ μια περιγραφή της. Αρκεί να υποδείξουμε ότι η ευημερία κι η ύφεση συγκροτούν την αντιφατική εξωτερική αμφίεση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της παραγωγής υπό τις συνθήκες της καπιταλιστικής παραγωγής.
Η αστική οικονομική θεωρία βλέπει αυτά τα γεγονότα υπό ένα διαφορετικό φως. Γι’ αυτή, οι ουσιαστικοί παράγοντες προς εξέταση δεν είναι η παραγωγή κι οι παραγωγικές σχέσεις αλλά οι σχέσεις των τιμών στην αγορά. Η μεγάλη κρίση του 1929 επέβαλε την εγκατάλειψη της θεωρίας της ισορροπίας μιας αυτορυθμιζόμενης οικονομίας. Η κρίση ερμηνεύτηκε ως να βασίζεται σε μια έλλειψη ενεργού ζήτησης λόγω μιας ύφεσης των καταναλωτικών αναγκών, που εμφανίστηκε ως μια έλλειψη σε νέες επενδύσεις και συνεπώς ανεργία. Όμως, πέρα απ’ αυτή την ιδιαίτερη εξήγηση, η αστική θεωρία επίσης συμφωνούσε ότι η παραγωγή έπρεπε να ωθηθεί αν ήταν να ξεπεραστεί η κρίση, η οποία φαινόταν να είχε εδραιωθεί μόνιμα. Αν αυτό δεν μπορούσε να επιτευχθεί απ’ τις ίδιες τις καθορισμένες απ’ το κέρδος σχέσεις στην αγορά, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κρατικές παρεμβάσεις για την ώθηση της παραγωγής – η πλήρης απασχόληση τα χρόνια του πολέμου υπήρξε ένα πειστικό παράδειγμα αυτού. Καθώς φαινόταν ότι το κεφάλαιο δεν ήταν πια ικανό να βγει μόνο του απ’ την κρίση μέσω των δικών του δυνάμεων, και καθώς η συνέχιση και το βάθεμα της κρίσης ξεκίνησε να υπονομεύει την κοινωνική σταθερότητα, οι αστοί θεωρητικοί και πολιτικοί επιλέξαν μια παρεμβατική πολιτική για να δρομολογήσουν τις εξελίξεις και να εξαλείψουν την ανεργία.
Αν η κερδοφόρα διεύρυνση της παραγωγής δεν ήταν εφικτή, ήταν εφικτή η διεύρυνση ανεξαρτήτως του κέρδους· και μολονότι αυτό δεν μπορούσε να προωθήσει άμεσα τη συσσώρευση κεφαλαίου, μπορούσε πιθανώς να επανεκκινήσει την παραγωγή. Η παραγωγή, ακόμη και χωρίς κέρδος, φαινόταν καλύτερη απ’ τη στασιμότητα, ειδικά όταν ήταν συνδεδεμένη με την προσμονή ότι θα μπορούσε να προσφέρει των ώθηση για τη συνέχιση της διαδικασία συσσώρευσης.
Η θεωρία του πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος εφευρέθηκε για να δωθεί υπόσταση σ’ αυτόν τον συλλογισμό. Η έννοια του πολλαπλασιαστή είχε ξαναεμφανιστεί και παλιότερα[2], μολονότι δεν είχε παρθεί τόσο στα σοβαρά ή διατυπωθεί με τόση ακρίβεια όπως απ’ τον Richard Ferdinand Kahn και τον Τζων Μέυναρντ Κέυνς. Πέρα απ’ τη συγκεκριμένη τους διατύπωση, είναι προφανές ότι οποιαδήποτε σημαντική νέα επένδυση, ανεξαρτήτως του είδους της, πρέπει ν’ αυξήσει την παραγωγή αν δεν αντισταθμιστεί άμεσα απ’ την απόσυρση άλλων επενδύσεων και ότι, επιπλέον, αυτή η επιπρόσθετη παραγωγή θα δημιουργήσει επίσης κάποια υπεραξία. Αν η επιπρόσθετη υπεραξία επενδυθεί εκ νέου σε μέσα παραγωγής κι εργασιακή δύναμη, αυξάνεται επίσης η συσσώρευση κεφαλαίου.
Όμως, η υπεραξία μεταμορφώνεται σε επιπρόσθετο κεφάλαιο μόνο όταν το υπάρχον κεφάλαιο είναι αρκετά επικερδές για να δικαιολογήσει περαιτέρω καπιταλιστική διεύρυνση. Η κρίση αποτελούσε ένα σημάδι ότι το κεφάλαιο δεν ήταν αρκετά επικερδές για να επιτρέψει περισσότερη συσσώρευση. Και καθώς η κρατική παραγωγή δεν αποφέρει κέρδος, η επίδρασή της στην κερδοφόρα παραγωγή του ιδιωτικό τομέα μπορεί ν’ αυξήσει τη συνολική υπεραξία μόνο ελάχιστα. Μολονότι η υπεραξία διευρύνεται στον ιδιωτικό τομεά ως αποτέλεσμα της κρατικής παραγωγής, η ανάπτυξη αυτή πρέπει να συγκριθεί με το κόστος παραγωγής της τελευταίας για να προσδιοριστεί το εάν μπορεί πράγματι να επηρεάσει θετικά την κοινωνική υπεραξία.
Προς αποφυγή παρεννοήσεων, θα πρέπει να υποδείξουμε ότι ακριβώς όπως οι πιστωτές του κρατικού χρέους λαμβάνουν τον τόκο τους, έτσι κι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις που εμπλέκονται στην κρατική παραγωγή λαμβάνουν ένα μέσο, και συχνά πάνω απ’ το μέσο, κέρδος. Ωστόσο, αυτοί οι τόκοι κι αυτά τα κέρδη δεν δημιουργούνται μέσω της αγοράς αλλά μέσω κρατικών αγορών του προϊόντος που το ίδιο το κράτος θέτει σε κίνηση, δηλαδή, το προστιθέμενο προϊόν, το οποίο περιλαμβάνει υπεραξία, «ανταλλάσεται» για μια καπιταλιστική υπεραξία σε χρηματική μορφή που έχει δημιουργηθεί σε μια προηγούμενη περίοδο. Το χρήμα που ρέει απ’ τα χέρια του κεφαλαίου στο κράτος επιστρέφει εκεί απ’ όπου προήλθε σε μια ποσότητα αντίστοιχη με τον όγκο της κρατικής παραγωγής. Με άλλα λόγια, υπεραξία που αποτελούσε ήδη κομμάτι του κεφαλαίου «ανταλλάσεται» για κρατικό προϊόν.
Το χρήμα γίνεται κεφάλαιο με την μεταμόρφωσή του σε μέσα παραγωγής κι εργασιακή δύναμη που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή υπεραξίας· η διαδικασία αυτή, η οποία συνιστά τη συσσώρευση κεφαλαίου, αναπαράγεται συνεχώς. Από μόνα τους, το χρήμα και τα μέσα παραγωγής δεν κατέχουν καμία απ’ τις ιδιότητες του κεφαλαίου· αποκτούν για πρώτη φορά αυτές τις ιδιότητες μέσω της παραγωγής υπεραξίας. Το χρήμα και τα μέσα παραγωγής κείτονται αδρανή σε περιόδους κρίσης επειδή πουθενά η χρησιμοποίησή τους δεν θα επιφέρει επαρκή υπεραξία. Όμως, μολονότι δεν χρησιμοποιούνται, παραμένουν ατομική ιδιοκτησία που το κράτος πρέπει να ιδιοποιηθεί ώστε να ξεκινήσει η κρατική παραγωγή.
Η τελευταία δεν φέρει τον τίτλο ούτε της ιδιωτικής κατανάλωσης ούτε της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ωστόσο, η κατανάλωση διευρύνεται επίσης μαζί με την παραγωγή, μέσω της υπεραξίας που «πραγματοποιείται» μέσω κρατικής παραγωγής και μέσω των μισθών των εργατών που απασχολούνται στην παραγωγή αυτού του αυξημένου προϊόντος, καθώς και μέσω των επιδράσεων της κρατικής παραγωγής στην παραγωγή γενικά. Ωστόσο, το τελικό προϊόν, το οποίο καταλήγει σε δημόσια κατανάλωση, ακόμη εμπεριέχει την ολότητα του κόστους παραγωγής του. Αν, για παράδειγμα, το αμερικανικό διαστημικό ερευνητικό πρόγραμμα κοστίζει 20 δισ. δολλάρια, το ποσό αυτό αναπαριστά ένα μέρος του κρατικού προϋπολογισμού που πρέπει να συγκεντρωθεί απ’ την κοινωνία ως όλον. Δεν μπορεί να κεφαλαιοποιηθεί, όποιο κι αν είναι το τελικό τεχνικό όφελος που ίσως αποφέρει στο εμπορευματοπαραγωγό κεφάλαιο λόγω των επιτευγμάτων της διαστημικής έρευνας. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψιν ότι ενώ στην καπιταλιστική παραγωγή το υπάρχον κεφάλαιο εξοφλείται εντός μιας ορισμένης περιόδου απ’ τα εμπορεύματα που παράγει, και μ’ αυτόν τον τρόπο επιβιώνει ώστε να διευρυνθεί μέσω της υπεραξίας, υπό την κρατική παραγωγή, η παραγωγή υπεραξίας κι η εξόφληση του κεφαλαίου μπορούν να λάβουν χώρα μόνο μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, δηλαδή, μέσω της υπεραξίας που αποσπάται απ’ τον ιδιωτικό τομέα.
Ωστόσο, η κρατική παραγωγή κι η ιδιωτική παραγωγή είναι τόσο σύνθετα συνυφασμένες που δεν μπορεί να χαραχτεί καμία σαφής γραμμή που να τις διακρίνει. Επιχειρήσεις λειτουργούν ταυτοχρόνως και στους δύο τομείς και, όπως κι η οικονομική θεωρία, δεν διακρίνουν μεταξύ εσόδων που προέρχονται απ’ την κρατική παραγωγή κι εσόδων που προέρχονται απ’ την παραγωγή για τον ιδιωτικό τομέα. Το εθνικό εισόδημα υπολογίζεται στη βάση της συνολικής παραγωγής, ανεξαρτήτως της προέλευσης ή του προορισμού των επιμέρους συστατικών του στοιχείων. Όμως, αν ο κρατικός προϋπολογισμός αναπτύσσεται ταχύτερα απ’ το εθνικό εισόδημα, διευρύνεται το χάσμα μεταξύ της μη-κερδοφόρας και της κερδοφόρας παραγωγής. Το γεγονός ότι στις καπιταλιστικές χώρες περίπου το 1/3 του εθνικού εισοδήματος εισέρχεται στον κρατικό προϋπολογισμό και συμπληρώνεται από χρηματοδότηση του ελλείμματος δείχνει ότι όλο και περισσότερο η υπεραξία κρατιέται εκτός του ιδιωτικού κεφαλαιακού σχηματισμού.
Αντιστρόφως, αν το εθνικό εισόδημα αναπτύσσεται ταχύτερα απ’ τον κρατικό προϋπολογισμό και το κρατικό χρέος, σημαίνει ότι ο λόγος της κρατικής παραγωγής προς τη συνολική παραγωγή μειώνεται, κι ότι η καπιταλιστική συσσώρευση ίσως μεγενθυνθεί αντιστοίχως. Χρειάζεται, ωστόσο, να θυμόμαστε ότι εδώ το διακύβευμα είναι μια κρατική παραγωγή που αναλαμβάνεται ως αντιστάθμισμα της μειωμένης ιδιωτικής παραγωγής, κι όχι απλώς καθεαυτή η διεύρυνση των κρατικών δαπανών, η οποία ίσως και να έχει άλλες αιτίες, πχ, τις επείγουσες ανάγκες του πολέμου ή ιμπεριαλιστικές πολιτικές.
Οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί του εθνικά οργανωμένου κεφαλαίου έχουν επίσης γεννήσει έναν κρατικό μηχανισμό ο οποίος, σε στενή συνεργασία με τις κεφαλαιακές οντότητες που ωφελούνται απ’ την κρατική παραγωγή, έχει εδραιωθεί σε μια σχετικά ανεξάρτητη θέση ισχύος την οποία συντηρεί διατηρώντας κι επεκτείνοντας τον έλεγχό του επί της οικονομίας. Έτσι, δεν είναι πάντα ξεκάθαρο σε ποιον βαθμό η συνεχής διεύρυνση του κρατικού προϋπολογισμού πηγάζει απ’ την αντικειμενική ανάγκη για κρατική παραγωγή και σε ποιον βαθμό επιβάλλεται επί της κοινωνίας από ιδιαίτερα συμφέροντα συμμαχικά με το κράτος.
Το μεγαλύτερο μέρος της κρατικής παραγωγής τοποθετείται μακράν στην πολεμική και την εξοπλιστική βιομηχανία, δηλαδή, σε παραγωγή για δημόσια κατανάλωση. Η παραγωγή αυτή είναι ταυτοχρόνως μια αιτία του χαμηλού ρυθμού κεφαλαιακής διεύρυνσης καθώς και μια έκφραση αυτού. Συγκεκριμένα, αφενός μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η δημόσια κατανάλωση αφαιρεί απ’ τη συσσώρευση, όμως μπορεί κανείς επίσης να ισχυριστεί ότι χωρίς τη δημόσια κατανάλωση η οικονομική δραστηριότητα θα ήταν ακόμη περισσότερο χαμηλή απ’ ότι πραγματικά είναι. Καθώς ο πόλεμος κι ο εξοπλισμός έχουν ως τώρα στην πραγματικότητα υπάρξει αδιαχώριστοι απ’ το κεφάλαιο, είναι αδύνατον να επαληθεύσουμε τον βαθμό στον οποίοι περιορισμοί στην κρατική παραγωγή θα προωθούσαν τη συσσώρευση κεφαλαίου ή θα συρρικνώναν την παραγωγική δραστηριότητα.
Παρότι δεν μπορούμε να δώσουμε μια εμπειρική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, μπορούμε μολαταύτα να το διερευνήσουμε θεωρητικά. Θεωρώντας ότι δεν υπάρχουν αντικειμενικά εμπόδια στην καπιταλιστική συσσώρευση, η οποία θ’ αναπτύσσεται απ’ τη διαθέσιμη μάζα υπεραξίας, οποιαδήποτε απώλεια υπεραξίας μέσω δημόσιας κατανάλωσης θα σήμαινε λιγότερη συσσώρευση. Κατ’ αρχήν, όση λιγότερη κατανάλωση οποιουδήποτε είδους υπάρχει, τόσο μεγαλύτερη η συσσώρευση. Ίσως έχουν έτσι τα πράγματα, αλλά όχι αναγκαία. Το απαιτούμενο κέρδος για περαιτέρω συσσώρευση ίσως υπερβαίνει την πραγματική υπεραξία που αποκτάται σε βάρος της κατανάλωσης λόγω μιας υπάρχουσας ανακολουθίας μεταξύ της υπάρχουσας κεφαλαιακής δομής και του δοσμένου βαθμού εκμετάλλευσης, ώστε μόνο μια αλλαγή στη δομή του κεφαλαίου και μια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας να μπορούν να διευρύνουν την αξία του κεφαλαίου. Υπό αυτούς τους όρους, οι περιορισμοί στη δημόσια κατανάλωση δεν θα επηρεάσουν τη συσσώρευση. Θα χρειαστεί τότε μια καπιταλιστική κρίση για να επιφέρει τις κοινωνικές αλλαγές υπό τις οποίες το κεφάλαιο θα μπορέσει να συνεχίσει τη διαδικασία συσσώρευσης.
Η τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας μετά τον Β’ ΠΠ δεν οφειλώταν μόνο στην κρατική παραγωγή· ένας πολύ σημαντικότερος παράγοντας υπήρξε το γεγονός ότι παρά την αυξημένη δημόσια κατανάλωση, το κεφάλαιο υπήρξε γι’ άλλη μια φορά ικανό ν’ αναδυθεί απ’ την ύφεση και να ξεκινήσει μια νέα εποχή ευημερίας. Όπως είπαμε ήδη, οι αλλαγές που επέφερε ο πόλεμος κι η ύφεση στη διεθνή δομή του κεφαλαίου, η ραγδαία τεχνολογική πρόοδος και μια μείωση της κατανάλωσης σε παγκόσμια κλίμακα, οδήγησαν σ’ ένα ταυτόχρονο υψηλό ρυθμό συσσώρευσης σ’ αρκετές χώρες. Η αποκατάσταση των κατεστραμμένων απ’ τον πόλεμο υποδομών κι η συνέχιση της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, παραμελημένη κατά τη διάρκεια του πολέμου, μαζί μ’ ένα σταθερό, σχετικά υψηλό επίπεδο δημόσιας κατανάλωσης που επιβαλλόταν απ’ τη συνεχιζόμενη πολιτική ιμπεριαλιστικής ισχύος, παρήγαγε τα «οικονομικά θαύματα» στις υπό ανοικοδόμηση χώρες κι υπήρξε μάρτυρας της επέκτασης του αμερικανικού κεφαλαίου σ’ ολόκληρη την υδρόγειο. Όλα αυτά όμως δεν δηλώνουν τίποτα παραπάνω απ’ ότι η υπεραξία που δημιουργήθηκε στην παραγωγή επαρκούσε για την κάλυψη των αναγκών τόσο της συσσώρευσης κεφαλαίου όσο και των δημόσιων δαπανών.
Όμως, η επανάκτηση της εσωτερικής δυναμικής του καπιταλισμού είχε να διαγωνισθεί με τη θεωρία ενός γενικά στατικού καπιταλισμού, που αναπτύχθηκε κατά την ύφεση, σύμφωνα με την οποία η πλήρης απασχόληση μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω κρατικού παρεμβατισμού. Το γεγονός ότι μερικές χώρες πλησιάζαν την πλήρη απασχόληση ενώ άλλες, τότε τουλάχιστον, ήδη την απολαμβάναν, υπήρξε επαρκής απόδειξη για τα «νέα οικονομικά» ότι το κράτος πράγματι κατέχει τη δύναμη να εξαλείψει τον καπιταλιστικό επιχειρηματικό κύκλο. Βεβαιώναν ότι μέσω νομισματικών και δημοσιονομικών πολιτικών ήταν εφικτό το κράτος οποιαδήποτε στιγμή να μετασχηματίσει μια φθίνουσα οικονομία σ’ ακμάζουσα και να διατηρήσει την απασχόληση σ’ οποιοδήποτε επιθυμητό επίπεδο. Υποτίθεται ότι υπήρχαν δύο τρόποι για να γίνει αυτό: ο έμμεσος, μέσω χαλάρωσης των όρων πίστωσης στον ιδιωτικό τομέα, κι ο άμεσος, μέσω δημόσιων δαπανών που καθίσταντο εφικτές από χρηματοδότηση του ελλείματος. Και καθώς η νέα ανάκαμψη είχε αμαυρωθεί από περιόδους ύφεσης που ξεπεράστηκαν μέσω αύξησης των κρατικών δαπανών, εδραιώθηκε σθεναρά η απόψη ότι η οικονομία της αγοράς μπορούσε να διευθυνθεί απ’ το κράτος κι ότι οι καπιταλιστικές κρίσεις αποτελούσαν αντικείμενο του παρελθόντος.
Αν η αιτία των κρίσεων κείτεται σε μια αναστολή της διαδικασίας συσσώρευσης, η οποία συμβαίνει όταν το κομμάτι της υπεραξίας που δεν προορίζεται για κατανάλωση δεν επενδύεται σε περισσότερα μέσα παραγωγής κι εργασιακή δύναμη, η παραγωγή κι η απασχόληση πρέπει αναγκαία να μειωθούν. Ωστόσο, οι συνέπειες στον συνολικό τρόπο λειτουργίας του κεφαλαίου πηγαίνουν πολύ πέρα απ’ την πραγματική μείωση της παραγωγής. Οι εξαιρετικά σύνθετες σχέσεις της αγοράς έχουν ως αποτέλεσμα η ύφεση της παραγωγής να διευρυνθεί σε μια γενική κρίση. Η κρατική επαύξηση της παραγωγής κι οι επιδράσεις της στις σχέσεις της αγοράς μπορεί αναμφίβολα να κρατήσουν υπό έλεγχο μια ακόλουθη οικονομική ύφεση, δεδομένου να είναι περιορισμένη και να μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί εύκολα με περιορισμένα μέσα. Και πράγματι, οι αναποδιές που εμφανίστηκαν περιοδικά στην οικονομία κατά την μεταπολεμική περίοδο έχουν ξεπεραστεί από αντισταθμιστικά κρατικά μέτρα. Ωστόσο, αυτού δεν έπεται ότι έτσι θα συνεχίσουν να έχουν τα πράγματα για πάντα. Το μόνο που μας λέει είναι ότι τα αρχικά σημάδια της κρίσης έχουν εμφανιστεί σε μια κατάσταση στην οποία μια μείωση της ιδιωτικής παραγωγής μπορούσε ακόμη ν’ αντισταθμιστεί από μια εξισορροπητική διεύρυνση των δημοσίων δαπανών. Στην πραγματικότητα, η εξαιρετικά μακρά περίοδος ύφεσης πριν τον Β’ ΠΠ ακολουθήθηκε από μια εξαιρετικά μακρά περίοδο άνθησης, τις εσωτερικές διακυμάνσεις της οποίας το κράτος στάθηκε ικανό να ελέγξει μ’ έναν θετικό τρόπο. Οι διακυμάνσεις αυτές συνέβησαν στα πλαίσια μιας γενικής ανάκαμψης κι όχι μιας γενικής κρίσης που να είναι το αποτέλεσμα υπερσυσσώρευσης. Δεν έχουμε ακόμη αρκετή εμπειρία ώστε να μπορέσουμε να προσδιορίσουμε το εάν το κράτος στον καπιταλισμό μπορεί να διαχειριστεί μια τέτοια κρίση, αν και τα όρια της κρατικής παρέμβασης είναι σαφώς ευδιάκριτα.
Η υπεραξία από παλιότερες περιόδους παραγωγής, η οποία είτε παραμένει σε χρηματική μορφή είτε ενσαρκώνεται σε αδρανή μέσα παραγωγής λόγω της κρίσης, έχει χάσει την καπιταλιστική λειτουργίας της. Μπορεί ν’ ανακτήσει εκ νέου αυτή τη λειτουργία μόνο μέσω της παραγωγής για κέρδος. Όταν δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, το κράτος μπορεί να ιδιοποιηθεί μη-επενδυμένο χρήμα κι έτσι να χρησιμοποιήσει τα μέσα παραγωγής που μένουν αχρησιμοποίητα. Όμως, αυτό δεν αποκαθιστά τη λειτουργία τους ως κεφάλαιο. Το χρήμα και τα μέσα παραγωγής που τίθονται σε κίνηση κατ’ αυτόν τον τρόπο μετασχηματίζονται σε προϊόντα που χρησιμοποιούνται στη δημόσια κατανάλωση και συνεπώς εκπίπτουν της διαδικασίας αναπαραγωγής του συνολικού κεφαλαίου.
Ότι άλλο κι αν προκύψει απ’ αυτή τη διαδικασία, η παραγωγή που απευθύνεται σε δημόσια κατανάλωση παύει ν’ αποτελεί παραγωγή υπεραξίας με την μορφή επιπρόσθετου χρήματος και μέσων παραγωγής. Η υπεραξία του μεγαλύτερου χρησιμοποιημένου κεφαλαίου είναι τώρα μικρότερη σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο. Ένα μέρος του ήδη συσσωρευμένου κεφαλαίου δεν έχει συνεπώς μόνο χάσει τη λειτουργία του ως κεφάλαιο, μα έχει επίσης πάψει ν’ αποτελεί αχρησιμοποίητο κεφάλαιο. Ενώ, ωστόσο, η καταστροφή κεφαλαίου κατά τη διάρκεια μιας κρίσης μεταβάλλει τη σχέση μεταξύ των συνολικών κερδών και του συνολικού κεφαλαίου κατά τέτοιο τρόπο που η μειωμένη αξία του κεφαλαίου αυξάνει το ποσοστό κέρδους εις βάρος του κατεστραμμένου κεφαλαίου, στην περίπτωση της κρατικής παραγωγής για δημόσια κατανάλωση, οι αξιώσεις σε κέρδος και τόκο του χρήματος και των μέσων παραγωγής που χρησιμοποιούνται σ’ αυτή παραμένουν αμετάβλητες – λες κι αυτό το είδος παραγωγής ήταν πράγματι παραγωγή για κέρδος και λες κι η δημόσια κατανάλωση δεν σημαίνει καταστροφή κεφαλαίου. Οπότε, τελικά, αυτό το είδος παραγωγής δεν έχει ως αποτέλεσμα τη βελτίωση του ποσοστού του κέρδους που ακολουθεί μια κρίση ως αποτέλεσμα της καταστροφής των κεφαλαιακών αξιών και των αξιώσεων σε κοινωνικών κέρδος επισυναπτόμενων σ’ αυτές· αντ’ αυτού, το κεφάλαιο καταστρέφεται ενώ διατηρούνται οι αξιώσεις του σε κέρδος, αξιώσεις οι οποίες μπορούν να εκπληρωθούν μόνο απ’ τη συνολική κοινωνική υπεραξία.
Αυτό το μερίδιο των συνολικών κερδών του ιδιωτικού τομέα το οποίο συγκεντρώνεται σε κεφαλαιακές οντότητες που συμμετέχουν στην κρατική παραγωγή, πρέπει ν’ αφαιρεθεί απ’ τα συνολικά κέρδη καθώς προέρχεται από φορολογικά έσοδα· αυτό συνεπάγεται μια μείωση του ποσοστού κέρδους του παραγωγικού, δηλαδή, κερδοφόρου, κεφαλαίου και συνεπώς αποτελεί ένα εμπόδιο στη συσσώρευση. Ωστόσο, αυτές οι κεφαλαικές οντότητες μπορούν ν’ αντισταθμίσουν τα μειωμένα τους κέρδη ανεβάζοντας τις τιμές, μετακυλίοντας συνεπώς το βάρος του κόστους της κρατικής παραγωγής στην κοινωνία.
Έτσι, αυτές οι αυξημένες δημόσιες δαπάνες παίρνουν την μορφή ενός πληθωρισμού των τιμών που απορρέει απ’ την προσπάθεια να φορτωθεί το κόστος της αντιμετώπισης της κρίσης στον ευρύτερο πληθυσμό, δηλαδή, στον εργαζόμενο πληθυσμό.
Συνεπώς, η κερδοφορία του ιδιωτικού κεφαλαίου διατηρείται χωρίς ανάληψη μιας περαιτέρω συσσώρευσης κεφαλαίου. Το μόνο που επιτυγχάνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι ότι περισσότεροι εργάτες τίθονται να δουλέψουν εις βάρος του συνολικού εισοδήματος του εργαζόμενου πληθυσμού. Αυτό επιτυγχάνεται με πληθωριστικά μέσα κι όχι απ’ το αποπληθωριστικό μονοπάτι που είχε επιλεχτεί στο παρελθόν, το οποίο σταδιακά αύξησε την ανεργία. Όμως, καθώς υπάρχουν καθορισμένα όρια στα βάρη που μπορούν να σηκώσουν οι εργάτες, κι η πτώση των πραγματικών μισθών λόγω του πληθωρισμού των τιμών βρίσκει την αντίσταση των εργατών, η χρηματοδότηση των δημοσίων δαπανών εις βάρος της εργατικής τάξης αργά ή γρήγορα φτάνει ένα όριο που δεν μπορεί να ξεπεράσει. Απ’ αυτό το σημείο κι έπειτα, η δημόσια κατανάλωση μπορεί να συνεχίσει ν’ αυξάνεται μόνο εις βάρος του κεφαλαίου.
Αν δεν συνεχιστεί η συσσώρευση κεφαλαίου, η κρίση βαθαίνει κι αυξάνεται η ανεργία. Η κρατική παραγωγή πρέπει τότε να διευρυνθεί αν είναι να συνεχίσει τον αντισταθμιστικό της ρόλο. Το αποτέλεσμα είναι η αυξανόμενη συμπίεση του ποσοστού κέρδους του παραγωγικού κεφαλαίου, η οποία καθιστά τη συνέχιση της συσσώρευσης ακόμα δυσκολότερη, επιμηκύνοντας συνεπώς την ύφεση. Αν η διεύρυνση της κρατικής παραγωγής δεν σταματήσει, γίνεται κι αυτή ένας παράγοντας που επιδεινώνει την κρίση, μολονότι αρχικά υιοθετήθηκε με τον σκοπό ν’ αποτελέσει ένα μέσο για την καταπολέμισή της, και για ένα διάστημα πράγματι λειτουργούσε έτσι. Όμως, είχε αυτό το αποτέλεσμα μόνο αναφορικά με τη συνολική υλική παραγωγή, χωρίς ν’ αυξάνει τη συσσώρευση κεφαλαίου. Δεν απέφερε αρκετά κέρδη για να επιτύχει περισσότερα απ’ ότι μια αύξηση της παραγωγής μέσω μειωνόμενης κερδοφορίας του κεφαλαίου. Όσο η ύφεση συνεχίζει, ακόμη κι αυτή η ικανότητα θα χαθεί· όσο η κρατική παραγωγή διευρύνεται, η ιδιωτική παραγωγή πρέπει να μειώνεται και, ως συνέπεια, θα χάσει την ικανότητα να καλύψει τις αυξημένες δημόσιες δαπάνες.
Η κυκλική κίνηση του κεφαλαίου έχει έως τώρα αποτρέψει το μια κρίση να εδραιωθεί μόνιμα, και δεν υπάρχει καμία εμπειρική απόδειξη ότι η μη-κερδοφόρα παραγωγή είναι εφικτή μόνο εις βάρος της κερδοφόρας παραγωγής και συνεπώς περιορίζεται απ’ τη τελευταία. Ωστόσο, αυτό που πρέπει να κρατήσουμε εδώ είναι ότι το κεφάλαιο δεν μπορεί να συσσωρεύεται χωρίς επαρκή κερδοφορία. Μια αύξηση της παραγωγής χωρίς μια αντίστοιχη αύξηση τους κέρδους είναι άχρηστη για το κεφάλαιο ως κεφάλαιο, ακόμη κι αν ίσως είναι χρήσιμη για πολιτικούς λόγους στην καπιταλιστική κοινωνία. Ακόμη κι η άμεση θετική επίδραση της κρατικής παραγωγής στον ιδιωτικό τομέα μπορεί ν’ ακυρωθεί απ’ τη διευρυνόμενη συνέχιση της αντισταθμιστικής κρατικής παραγωγής. Αν το κεφάλαιο δεν προχωρήσει αυτόνομα στη συνέχιση της συσσώρευσης με τους δικούς του όρους, η ώθηση που δίνεται απ’ την κρατική παραγωγή σταδιακά θα χώσει τη κινητήριο δύναμή της, μέχρι τελικά να γίνει ένα εμπόδιο για τη συσσώρευση.
Η παραγωγή του κρατικού τομέα προσδένεται στα κέρδη του ιδιωτικού τομέα, κι η διεύρυνσή της εξαρτάται απ’ την αύξηση της δεύτερης. Αν αυτό δεν συμβεί, η κατάσταση του ιδιωτικού τομέα μπορεί μόνο να συνεχίσει να επιδεινώνεται, μέχρι τελικά να καταστήσει αντικειμενικά αδύνατη την περαιτέρω διεύρυνση του κρατικού τομέα. Όμως, το ιδιωτικό κεφάλαιο, το οποίο ακόμη ελέγχει την κοινωνία ακόμα και σε μια «μεικτή οικονομία», θα σταματήσει τη διεύρυνση του δημόσιου τομέα πολύ πριν φτάσει τα αντικειμενικά του όρια. Η διεύρυνση της κρατικής παραγωγής επιτρέπεται μόνο στον βαθμό που μπορεί αυτό να σηκωθεί απ’ το κεφάλαιο, δηλαδή, στον βαθμό που δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη συνεχιζόμενη ύπαρξη κι ανάπτυξη του κεφαλαίου. Η διεύρυνση της κρατικής παραγωγής μπορεί οπότε να θεωρηθεί μόνο ως ένα προσωρινό μέτρο, το οποίο σ’ ένα ορισμένο σημείο της καπιταλιστικής ύφεσης πρέπει να σταματήσει, σταματώντας έτσι ν’ αποτελεί έναν παράγοντα που δρα ενάντια σ’ αυτή την υφέση.
Στην πραγματικότητα, και πέρα απ’ την πολεμική παραγωγή, η διεύρυνση της κρατικής παραγωγής δεν έχει λάβει χώρα ενώ ο καπιταλισμός στεκόταν σχετικά στάσιμος αλλά κατά τη διάρκεια μιας ανάκαμψης, μια ανάκαμψη που θεωρήθηκε ο καρπός της μεικτής οικονομίας. Όμως, η πραγματικότητα της κατάστασης υπήρξε ακριβώς το αντίθετο. Η ανάκαμψη που προέκυψε απ’ την αποκατάσταση της κερδοφορίας υπήρξε αρκετά μεγάλη ώστε μολονότι η δημόσια κατανάλωση συνέχισε ν’ αναπτύσσεται σταθερά, επιτεύχθηκε μια κατάσταση σχετικής ευημερίας, ιδωμένη με καπιταλιστικούς όρους. Καθώς το καθήκον της κρατικής οικονομικής πολιτικής υπήρξε η διεύρυνση της καθυστερημένης παραγωγής, η οικονομική ανάκαμψη θα έπρεπε να είχε ως αποτέλεσμα μια συστολή της κρατικής παραγωγής· τα πράγματα, ωστόσο, δεν έγιναν έτσι. Σίγουρα, σε σχέση με τη συνολική ανάπτυξη της παραγωγής, η διεύρυνση του κρατικού τομέα προχώρησε με πιο αργούς ρυθμούς, η πρακτική των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού περιορίστηκε και το μέγεθος των ελλειμμάτων μειώθηκε· ωστόσο, το κρατικό έλλειμμα συνέχισε ν’ αυξάνεται, αν και με χαμηλότερους ρυθμούς απ’ ότι παλιότερα. Όσον αφορά τη διεύρυνση του ιδιωτικού τομέα, η κατάσταση αυτή φαινόταν ιδανική όχι μόνο απ’ τη σκοπιά της τρέχουσας οικονομικής θεωρίας μα επίσης και για το ίδιο το κεφάλαιο, καθώς και για εκείνους με κατεστημένα συμφέροντα στις δημόσιες δαπάνες.
Όμως, η κεφαλαιακή ανάπτυξη που ξεκίνησε ανεξάρτητα παρά τη σχετικά υψηλή δημόσια κατανάλωση, παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό υπό την επιρροή της κρατικής οικονομικής πολιτικής, δηλαδή, υπό τις νομισματικές και πιστωτικές, αν όχι τόσο τις δημοσιονομικές, πτυχές της. Το σύνολο της καπιταλιστικής παραγωγής έχει προ πολλού βασιστεί στον πιστωτικό μηχανισμό. Όμως, όχι μόνο η πίστωση παρέμεινε εξαρτημένη στη διατήρηση ενός δοσμένου επιπέδου κερδοφορίας, μα επίσης η διεύρυνσή της περιορίστηκε από κρατικό έλεγχο επί του χρήματος και της πίστωσης, μολονότι αυτά τα όρια υπήρξαν εύκαμπτα. Μέσω της πίστωσης, η παραγωγή μπορεί να διευρυνθεί πέρα απ’ τα όρια στα οποία θα υπόκεινταν αν δεν υπήρχε πίστωση. Έτσι, επιπρόσθετη κρατική παραγωγή γίνεται εφικτή μέσω πίστωσης, δηλαδή, μέσω κρατικού χρέους, και παρομοίως η παραγωγή στον ιδιωτικό τομέα μπορεί να διευρυνθεί με τη διεύρυνση του πιστωτικού μηχανισμού. Το κράτος, μέσω της δύναμής του να δημιουργεί χρήμα και να διευρύνει την πίστωση, μπορεί να διευρύνει ή να συστέλει τη βάση της πίστωσης με διάφορους τρόπους. Ο όγκος της πίστωσης και τα επιτόκια μπορούν σε μεγάλο βαθμό να ελεγχθούν, ο τραπεζικός δανεισμός να ωθηθεί, κι η παραγωγή να διευρυνθεί αντιστοίχως μέσω μιας πολιτικής φτηνού χρήματος, αυξάνοντας την προσφορά χρήματος, μέσω της εκπτωτικής πολιτικής της κεντρικής τράπεζας κι απ’ την, όπως αποκαλείται, «πολιτική ανοικτής αγοράς».
Η άνθηση συνοδεύτηκε από μια ραγδαία ανάπτυξη της προσφοράς χρήματος και της πίστωσης, που υπηρέτησαν δύο σκοπούς. Πρώτον, βοήθησαν τη διεύρυνση της παραγωγής και, δεύτερον, επιφέραν μια αναδιανομή του κοινωνικού εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου. Κάθε διεύρυνση της πίστωσης τείνει προς τον πληθωρισμό, και μια συστηματική, κρατικά ενθαρρυμένη νομισματική και πιστωτική διεύρυνση είναι ιδιαίτερα πληθωριστική. Σαν να μην έφταναν αυτά, υπάρχει επίσης η πληθωριστική επιρροή της μη-κερδοφόρας κρατικής παραγωγής. Όμως, ο πληθωρισμός, ο οποίος αρχικά μόνο έρποταν πλάι στην άνθηση η οποία προχωρούσε ταχέως, έγινε αποδεκτός ως το τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί για χάρη της οικονομικής ανάπτυξης, και θεωρούνταν ότι ήταν διαχειρίσιμος. Εν πάση περιπτώσει, μια ανάπτυξη συνοδευόμενη από πληθωρισμό ήταν προτιμότερη από μια στάσιμη, αποπληθωριστική οικονομία· πράγματι, υποστηριζόταν ότι ο πληθωρισμός που συνόδευε την ανάπτυξη υπήρξε μόνο η έκφραση του μυστικού, το οποίο ανακαλύψαν τα «νέα οικονομικά», της μόνιμης πλήρους απασχόλησης και της οικονομικής σταθερότητας.
Προφανώς, οι νομισματικές και πιστωτικές πολιτικές δεν μπορούν από μόνες τους ν’ αλλάξουν τίποτα αναφορικά με την κερδοφορία ή με την ανεπάρκεια των κερδών. Τα κέρδη προέρχονται μόνο απ’ την παραγωγή, απ’ την υπεραξία που παράγεται απ’ τους εργάτες. Αν η υπεραξία επαρκεί για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου, εκκινεί μια περίοδος καπιταλιστικής ευημερίας. Όμως, αν η καπιταλιστική διεύρυνση πρέπει να πυροδοτηθεί από νομισματικές και πιστωτικές πολιτικές για την ώθηση της ζήτησης, δεν θ’ αργήσει να γίνει σαφές ότι κάτι πάει στραβά στην παραγωγή για κέρδος. Η διεύρυνση της πίστωσης πάντα θεωρούνταν ένα σημάδι μιας επερχόμενης κρίσης, με την έννοια ότι εξέφραζε την προσπάθεια μεμονωμένων κεφαλαιακών οντοτήτων να διευρυνθούν παρά τον οξυνόμενο ανταγωνισμό, και συνεπώς να επιβιώσουν την κρίση. Η πίστωση είχε πάντα υπάρξει ένα μέσο συγκέντρωσης κεφαλαίου όποτε μειωνόταν η κερδοφορία. Μολονότι η διεύρυνση της πίστωσης αποτρέπει βραχυπρόθεσμα το ξέσπασμα της κρίσης δεν μπορεί ποτέ να την αποτρέψει, καθώς τελικά ο καθοριστικός παράγοντας είναι η πραγματική σχέση μεταξύ των συνολικών κερδών και των αναγκών του κοινωνικού κεφαλαίου να διευρύνει την αξία του, κι ο παράγοντας αυτός δεν μπορεί να μεταβληθεί απ’ την πίστωση.
Δεν είναι η πίστωση καθεαυτή που αυξάνει την υπεραξία, αλλά μόνο η αύξηση της παραγωγής που καθίσταται εφικτή μέσω της πίστωσης. Οπότε, είναι ο βαθμός εκμετάλλευσης εκείνος που προσδιορίζει τη διεύρυνση της πίστωσης. Για να διεγερθεί η γενική ζήτηση, οι διευρυντικές, κρατικά επιβαλλόμενες, νομισματικές και πιστωτικές πολιτικές πρέπει ν’ αυξάνουν το κέρδος. Αν το κέρδος δεν αυξάνεται σε σχέση με το επενδυμένο κεφάλαιο και την αυξημένη παραγωγή, αλλά πρέπει μολαταύτα να διατηρηθεί το επίπεδο της παραγωγής που καθίσταται εφικτό απ’ την πίστωση, τότε πρέπει να μεταβληθεί η διανομή του κοινωνικού προϊόντος μεταξύ κεφαλαίου κι εργασίας ώστε να διασφαλιστεί η κερδοφορία του κεφαλαίου. Αν οι τιμές αυξάνονται ταχύτερα απ’ τους μισθούς, τότε αυτό που δεν μπορεί ν’ αποσπαθεί απ’ τους εργάτες στην παραγωγή αποσπάται απ’ αυτούς στη διαδικασία της κυκλοφορίας. Αυτό αποτελεί συνάμα την αιτία και τη συνέπεια της διεύρυνσης του χρήματος και της πίστωσης, ώστε μια πληθωριστική αύξηση των κερδών εμφανίζεται ως επιταχυνόμενος πληθωρισμός.
Στον βαθμό που μια διευρυνόμενη νομισματική και πιστωτική πολιτική υπηρέτησε την αύξηση των κερδών, αύξησε την κεφαλαιακή παραγωγή, μολονότι αποτέλεσε ταυτοχρόνως ένα σημάδι ανεπαρκούς κερδοφορίας, αν και συγκαλλυμένα, και προσέθεσε στο κρατικό χρέος ένα ιδιωτικό χρέος πολλαπλάσιο απ’ το κρατικό. Η σταθερή αύξηση του χρέους θα μπορούσε να διατηρηθεί μόνο αν η συσσώρευση κεφαλαίου μπορούσε να προχωρήσει αδιάλειπτα μέσω της διεύρυνσης της πίστωσης. Μόλις σταματήσει η συσσώρευση, η διεύρυνση της παραγωγής μέσω νομισματικών και πιστωτικών πολιτικών επίσης σταματά, κι η προοδευτική τους επίδραση μετασχηματίζεται στο αντίθετό της. Όμως, εφόσον η συσσώρευση συνεπάγεται ένα πτωτικό ποσοστό κέρδους, η διαχείριση της οικονομίας μέσω νομισματικών και πιστωτικών πολιτικών και μέσω κρατικής παραγωγής πρέπει τελικά να σταματήσει λόγω των αντιφάσεων της διαδικασίας συσσώρευσης.
Μια άλλη αδυναμία εγγενής στην μεταπολεμική άνθηση υπήρξε το γεγονός ότι κατανεμήθηκε ανισομερώς μεταξύ των διάφορων καπιταλιστικών χωρών, για να μην μιλήσουμε για τις αρνητικές επιδράσεις της στα υπανάπτυκτα έθνη. Μολονότι το τελευταίο υπήρξε ευνοϊκό για την ανάπτυξη των καπιταλιστικών χωρών, καθώς εγγυόταν μια φτηνή πηγή πρώτων υλών για τις ανεπτυγμένες χώρες, υπήρξε επίσης ένα σημάδι ότι η άνθηση δεν υπήρξε αρκετά ισχυρή ώστε να συμπεριλάβει το σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας και να γίνει συνεπώς γενική. Ο ρυθμός συσσώρευσης υπήρξε υψηλός μόνο στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες και την Ιαπωνία· στις ΗΠΑ παρέμεινε χαμηλότερα απ’ τον ιστορικό της μέσο όρο, ενώ στον υπόλοιπο κόσμο υπήρξε κυρίως στασιμότητα. Όμως, ο ρυθμός των επενδύσεων που προωθήθηκε απ’ τις κυβερνητικές πολιτικές της δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας πράγματι επέφερε μια ασυνήθιστη και μακροχρόνια ευημερία. Το συνολικό βιωτικό επίπεδο ανέβηκε ως αποτέλεσμα μιας ραγδαίας ανάπτυξης της παραγωγικότητας της εργασίας και της ιδιαίτερης δομής του ευρωπαϊκού και ιαπωνικού κεφαλαίου. Μολονότι οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης ανά καιρούς αντιμετώπισαν αναποδιές, τα εμπόδια ξεπεράστηκαν γρήγορα. Στις ΗΠΑ, ωστόσο, δεν επιτεύχθηκε η πλήρης απασχόληση κι η πλήρης χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας.
Ο υποβόσκων πληθωρισμός που συνόδευσε την οικονομική άνθηση υπήρξε επίσης το όχημα που την έφερε· υπήρξε όμως επίσης ένα σημάδι μιας εμμενούς αντίφασης στον βαθμό που η συνέχιση της άνθησης εξαρτώνταν σ’ ένα επιταχυνόμενο ποσοστό πληθωρισμού. Ο πληθωρισμός αποτελεί μια έκφραση των ανεπαρκών κερδών που πρέπει ν’ αντισταθμιστούν απ’ τη νομισματική πολιτική και την πολιτική των τιμών. Οπότε, στις αναπτυσσόμενες καπιταλιστικές χώρες, στη Βραζιλία για παράδειγμα, ο πληθωρισμός υπήρξε το μέτρο που επιλέχθηκε για την ευθυγράμμιση των κερδών με τον ρυθμό της συσσώρευσης, δηλαδή, για την επιτάχυνση της διεύρυνσης εις βάρος της κατανάλωσης της εργατικής τάξης, για την ώθηση των εξαγωγών ή και για τα δύο ταυτοχρόνως. Έτσι, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ο πληθωρισμός σημαίνει την ανάγκη για υψηλότερα κέρδη, είτε αυτό πρόκειται για την ανάγκη μιας ιδιαίτερης κεφαλαιακής οντότητας ν’ αποκτήσει κέρδη είτε μια γενική προσπάθεια να επιταχυνθεί η συσσώρευση.
Η καπιταλιστική συσσώρευση αποτελεί μια πάλη μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, κι εντός ορισμένων συγκεκριμένων ορίων, η πάλη αυτή καθορίζει τη μάζα της παραγόμενης υπεραξίας. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, η συσσώρευση αποτελεί την ανταγωνιστική πάλη του κεφαλαίου σ’ εθνικό και σε διεθνές επίπεδο για τον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο γίνεται η απόσπαση της υπεραξίας. Η νομισματική πολιτική επηρεάζει και τους δύο παραπάνω ανταγωνισμούς. Ο πληθωρισμός καθιστά την εργασία φτηνότερη, το οποίο καθιστά ανταγωνιστικότερο το εθνικό κεφάλαιο, αν και μόνο όταν οι ρυθμοί πληθωρισμού διαφέρουν από χώρα σε χώρα, κάτι το οποίο με τη σειρά του εξαρτάται απ’ τη ταξική πάλη στις διάφορες χώρες και την ιδιαίτερη οικονομική θέση του κάθε έθνους εντός της παγκόσμιας οικονομίας στο σύνολό της. Η διεθνής πάλη του ανταγωνισμού διεξάγεται επίσης επί της νομισματικής πολιτικής. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η αστική τάξη ενδιαφέρεται για τη χαλάρωση του ανταγωνισμού, ώστε γίνονται διαρκώς προσπάθειες να επιβληθεί μια τάξη στις νομισματικές και πιστωτικές σχέσεις μέσω διεθνών συμφωνιών.
Η καπιταλιστική οικονομία είναι μια παγκόσμια οικονομία η ύπαρξη της οποίας υποθέτει τον ανταγωνισμό. Ο ανταγωνισμός ωθεί τη συγκέντρωση κεφαλαίου τόσο εθνικώς όσο και διεθνώς. Όμως, η σταδιακή εξάλειψη του ανταγωνισμού στο εθνικό επίπεδο το μόνο που κάνει είναι να καθιστά οξύτερες όλες τις εγγενείς αντιφάσεις του συστήματος, καθώς η συσσώρευση, εκφρασμένη στη συγκέντρωση, εντείνει τη συμπίεση του ποσοστού κέρδους κι έτσι σκληραίνει όλες τις κοινωνικές συγκρούσεις· με παρόμοιο τρόπο, η διεθνής συγκέντρωση κεφαλαίου, αντί ν’ αποτελεί ένα σημάδι ελλάτωσης των καπιταλιστικών ανταγωνισμών, απλώς δίνει στους ανταγωνισμούς αυτούς έναν περισσότερο ανοικτά ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα, όπως έχει ως τώρα αποδειχθεί από δύο παγκόσμιους πολέμους και μια σειρά τοπικών πολέμων.
Ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός, όπως κι η καπιταλιστική κρίση, αποτελεί τόσο την αιτία όσο και το αποτέλεσμα της καπιταλιστικής οικονομίας και δεν μπορεί να διαχωριστεί απ’ την ανάγκη του κεφαλαίου για συσσώρευση. Έτσι, η μεταπολεμική άνθηση δεν πρέπει να ιδωθεί μόνο αφηρημένα, ως μια συνέπεια της κυκλικής κίνησης του κεφαλαίου, μα επίσης κι ως το αποτέλεσμα των μεταβολών που προκλήθηκαν στις πολιτικές δυνάμεις απ’ τον Β’ ΠΠ και των επιδράσεων των μεταβολών αυτών στον διεθνή ανταγωνισμό. Η άνθηση υπήρξε επίσης σε μεγάλο βαθμό καθορισμένη απ’ τους ανταγωνισμούς που αναδύθηκαν μεταξύ των νικητήριων δυνάμεων, οι οποίες ήρθαν αντιμέτωπες με το καθήκον να εδραιώσουν τις κατακτήσεις τους και να επεκτείνουν περαιτέρω τη θέση ισχύος τους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σχετικά ταχεία ανοικοδόμηση των καπιταλιστικών οικονομιών της δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας πυροδοτήθηκε αρχικά από αμερικανική βοήθεια, η οποία προσφέρθηκε λόγω ιμπεριαλιστικών βλέψεων· όχι μόνο δώθηκε πίστωση, μα οι δυνητικές εξαγωγές των χωρών αυτών εξέλαβαν ένα πανίσχυρο εμβόλιο απ’ τις μεγαλεπίβολες ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες των ΗΠΑ. Ο σχετικά χαμηλός ρυθμός συσσώρευσης στις ΗΠΑ και το μειωμένο ποσοστό κέρδους που προκλήθηκε απ’ την πολεμική κι εξοπλιστική παραγωγή εξώθησε το αμερικανικό κεφάλαιο να εξάγει κεφάλαιο σε χώρες που το περιμέναν μεγαλύτερα κέρδη, το οποίο επαύξησε περαιτέρω τα ήδη φουσκωμένα ποσοστά επενδύσεών τους. Όμως, αυτή η πυρετώδης δραστηριότητα, μαζί με την αμείωτη διεύρυνση της πίστωσης στις ΗΠΑ, προκάλεσε την εξάπλωση του πληθωρισμού απ’ την μια χώρα στην άλλη, μέχρι που τελικά έγινε ένα παγκόσμιο φαινόμενο.
Καθώς προχωρούσε η οικονομική ανάπτυξη στην Ιαπωνία και τη δυτική Ευρώπη, οι σχέσεις των χωρών αυτών με την παγκόσμια αγορά, κι ιδίως με τις ΗΠΑ, μεταβλήθηκαν. Το χάσμα της παραγωγικότητας της εργασίας μεταξύ των ΗΠΑ και των άλλων καπιταλιστικών χωρών, το οποίο εξαρτούνταν στον όγκο του επενδυμένου κεφαλαίου και τους σκοπούς για τους οποίους χρησιμοποιούνταν, μειώθηκε, επιφέροντας αντίστοιχη συρρίκνωση του αμερικανικού κυρίαρχου μεριδίου στο παγκόσμιο εμπόριο, μέχρι που οι ΗΠΑ βρέθηκαν μ’ ένα αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο. Το ισοζύγιο πληρωμών είχε ήδη υπάρξει αρνητικό γι’ αρκετό καιρό λόγω του κόστους της ιμπεριαλιστικής πολιτικής και της αρχικής μονόδρομης ροής εξαγωγών κεφαλαίου. Έτσι, η ευρωπαϊκή διεύρυνση κατέστη εφικτή εν μέρει λόγω του αμερικανικού αρνητικού ισοζύγιου πληρωμών και των συνακόλουθων πληθωριστικών νομισματικών και πιστωτικών πολιτικών. Η αμερικανική νομισματική πολιτική έγινε ένα όργανο ιμπεριαλιστικής διεύρυνσης όχι μόνο για τη διασφάλιση των αμερικανικών σφαιρών επιρροής στην παγκόσμια πολιτική ισχύος, μα επίσης για την αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων σ’ άλλες χώρες, ειδικά στην αναπτυσσόμενη δυτική Ευρώπη.
Απ’ τη σκοπιά της παγκόσμιας οικονομίας ως όλον, δεν έχει διαφορά το σε ποιο έθνος συσσωρεύεται κεφάλαιο, ακόμη κι αν από εθνική σκοπιά το ίδιο ερώτημα φαντάζει πολύ διαφορετικό. Στον βαθμό που το κεφάλαιο μπορεί να κινηθεί ελεύθερα, επενδύεται εκεί όπου αναμένει τα υψηλότερα κέρδη κι αντιστοίχως διεγείρει γενική οικονομική δραστηριότητα υπέρ του επενδυμένου κεφαλαίου. Εφόσον όλες οι καπιταλιστικές χώρες εξάγουν κι εισάγουν κεφάλαιο, το μόνο που μπορεί να πει κανείς αναφορικά με τον ασυνήθιστα μεγάλο όγκο αμερικανικής εξαγωγής κεφαλαίου είναι ότι οι ΗΠΑ απλώς εκμεταλλεύτηκαν την υπάρχουσα ευκαιρία ώστε ν’ αποκτήσουν πάτημα σε άλλες χώρες, κι ότι αυτή η ευκαιρία αναδύθηκε απ’ τις ιδιαιτερότητες της μεταπολεμικής κατάστασης κι από κρατικές νομισματικές και πιστωτικές πολιτικές. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις κι ο όγκος τους μόνο επιτάχυνε τον γενικό πληθωρισμό που βρισκόταν ήδη καθ’ οδόν στις ΗΠΑ. Μολαταύτα, οι διαδικασίες αυτές, αν δεν περιείχαν το μυστικό της ίδιας της άνθησης, εν πάση περιπτώσει υπήρξαν η έκφραση του έντονου πληθωριστικού χαρακτήρα της.
Όλα τα σκαμπανεβάσματα του πρόσφατου παρελθόντος και του παρόντος στην αγορά απ’ άκρη σ’ άκρη της παγκόσμιας οικονομίας, μπορούν ν’ ανιχνεθούν πίσω σ’ αυτές τις διαδικασίες. Είναι μόνο η αγορά, φυσικά, στην οποία το κεφάλαιο μπορεί να σχετιστεί και στην οποία πρέπει ν’ αντιδράσει με τον τάδε ή τον δείνα τρόπο. Είναι επίσης μόνο οι διαδικασίες της αγοράς τις οποίες το κράτος επιδιώκει να επηρεάσει μ’ οποιονδήποτε τρόπο κρίνει θεμιτό ή αναγκαίο.
Όμως, η υποκείμενη κατάσταση των πραγμάτων στη σφαίρα της κερδοφόρας παραγωγής παραμένει κλειστή στη διερευνητική ματιά και την έμπρακτη δράση, μολονότι αποτελεί τον παράγοντα που καθορίζει την πορεία της συσσώρευσης. Εκ φύσεως, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αποκλείει την εμπειρική διορατικότητα στις παραγωγικές σχέσεις της κοινωνίας ως όλον, κι η αγορά γίνεται το σημείο αναφοράς για όλες τις καπιταλιστικές αποφάσεις, μολονότι οι αποφάσεις αυτές ακόμη υπόκεινται στην επιρροή των διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα στη σφαίρα της παραγωγής. Πρέπει ώστοσο να εφαρμόζονται στο επίπεδο της αγοράς, με τους όρους που θέτει ο ανταγωνισμός, ώστε μένει κανείς χωρίς κάποιον τρόπο να γνωρίζει το εάν οι αποφάσεις αυτές αντιστοιχούν στις πραγματικότητες της σφαίρας της παραγωγής. Όποιες κι αν είναι οι περιστάσεις, όλες οι κινήσεις του ιδιωτικού κεφαλαίου, και συνεπώς του κεφαλαίου ως μια ολότητα, στοχεύουν στη διατήρηση μιας κατάστασης διευρυνόμενων κερδών και συνεπώς αντιστοιχούν στις διαδικασίες της σφαίρας της παραγωγής, χωρίς αυτό να εγγυάται ότι θα είναι επιτυχείς. Η αναζήτηση του κέρδους δεν αρκεί για τη διασφάλισή του, και μόνο η εκπλήρωση των αναγκών της διεύρυνσης του ήδη συσσωρευμένου κεφαλαίου απ’ την παρούσα παραγώμενη υπεραξία μπορεί να παράξει κέρδος· όμως, το μέγεθος αυτής της υπεραξίας αποτελεί μια άγνωστη ποσότητα κι εκφράζεται μόνο έμμεσα στα σκαμπανεβάσματα του επιχειρηματικού κύκλου.
Ο επιχειρηματικός κύκλος στις δυτικές χώρες σημαδεύτηκε, είναι η αλήθεια, απ’ τον πληθωρισμό, μα επέφερε επίσης μια οικονομική ανάπτυξη που για την κοινή γνώμη σήμαινε ευημερία και διέγειρε μια προσμονή για συνεχιζόμενη και πιθανώς μόνιμη άνθηση. Ωστόσο, ο επιταχυνόμενος ρυθμός πληθωρισμού υπήρξε ένα αλάνθαστο σημάδι ότι για να διατηρηθεί το επίπεδο της κερδοφορίας που απαιτούνταν για την οικονομική ανάπτυξη έπρεπε να υπάρξει μια αυξημένη εξάρτηση στην κυβερνητική διεύρυνση του χρήματος και της πίστωσης, κι ότι χωρίς αυτά τα κυβερνητικά μέτρα, η ανάπτυξη θα χαλάρωνε. Οπότε, η συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξη εξαρτώνταν απ’ τις κρατικές νομισματικές και πιστωτικές πολιτικές, και για ν’ ανοίξει ο δρόμος γι’ αυτές, έπρεπε ν’ απομακρυνθούν όλα τα εμπόδια που είχαν τοποθετηθεί στον δρόμο τους απ’ τις παλιότερες εξελίξεις. Οπότε, το πρώτο μέτρο για τον σκοπό αυτό ήταν η κατάργηση του εμπορευματικού χρήματος σ’ εθνικό επίπεδο, κι αργότερα διεθνώς με την κατάργηση της μετατρεψιμότητας του διεθνούς αποθεματικού νομίσματος σε χρυσό.
Η παραγωγή συνέχισε να μειώνεται κι η ανεργία ν’ αυξάνεται, ενώ ο πληθωρισμός προχωρούσε αμειώτος, μέχρι που τελικά έγινε εμφανές ότι η κρισιακή φύση της καπιταλιστικής συσσώρευσης δεν μπορούσε να εξαλειφθεί από κρατικές χειραγωγήσεις της οικονομίας. Ο αυξανόμενος ρυθμός πληθωρισμού, ο οποίος δεν αποτελούσε παρά την εξωτερική εμφάνιση μιας πιστωτικής διεύρυνσης βασισμένης εν μέρει στην προσμονή μελλοντικών κερδών, υπήρξε επίσης ανίκανος ν’ αποτρέψει την ύφεση των πραγματικών κερδών. Οι εκτατικές νομισματικές και πιστωτικές πολιτικές κατάφεραν μόνο ν’ ανεβάσουν τις τιμές χωρίς ν’ αυξήσουν ιδιαίτερα την παραγωγή. Με τα κέρδη να μειώνονται, οι καπιταλιστές διστάζαν να επενδύσουν και κατέφυγαν σε αυξήσεις των τιμών για να αποσβέσουν τις ζημίες τους. Η δύναμη των μονοπωλίων να θέτουν τις τιμές αυθαίρετα διευκόλυνε αυτή τη διαδικασία, η οποία ήδη περιέχονταν σ’ εμβρυακή μορφή στις νομισματικές και πιστωτικές πολιτικές. Ο αυξανόμενος ρυθμός πληθωρισμού απείλησε να καλπάσει έχοντας τα ίδια ολέθρια αποτελέσματα για μια καπιταλιστική οικονομία όσο και μια κατάσταση κρίσης που χειροτέρευε λόγω αποπληθωρισμού. Φυσικά, ο πληθωρισμός μπορεί να καταργηθεί αντιστρέφοντας τις νομισματικές και πιστωτικές πολιτικές – δεν ισχύει το ίδιο όμως και για την έλλειψη κερδών, η οποία επιταχύνει τον πληθωρισμό των τιμών. Οποιοσδήποτε περιορισμός στη διεύρυνση του χρήματος και της πίστωσης αντικατοπτρίζεται σε μια περαιτέρω ύφεση της οικονομικής δραστηριότητας και την αύξηση της ανεργίας. Οπότε, οι κυβερνήσεις διστάζουν να εφαρμόσουν μια ριζική αντιστροφή των νομισματικών και πιστωτικών πολιτικών τους. Ωστόσο, εφόσον η κρίση αποτελεί τώρα μια χειροπιαστή πραγματικότητα παρά τις νομισματικές και πιστωτικές πολιτικές, οι κυβερνήσεις πρέπει να επιλέξουν μεταξύ δύο δεινών, επιλέγοντας εκείνο που μοιάζει με το μικρότερο κακό υπό τις δεδομένες περιστάσεις. Φρενάρουν τον πληθωρισμό είτε συστέλοντας την πίστωση και μειώνοντας την προσφορά χρήματος είτε μέσω κρατικών ρυθμίσεων των τιμών και των μισθών, μολονότι σ’ ένα κρίσιμο σημείο η κυβέρνηση θα επανέλθει απ’ τα αποπληθωριστικά μέτρα πίσω σε μια πληθωριστική πολιτική. Εφαρμόζοντας εναλλάξ δόσεις αποπληθωρισμού και πληθωρισμού, γίνονται προσπάθειες για την αναστολή της πληθωριστικής διαδικασίας προσπαθώντας ταυτοχρόνως ν’ αποτρέψουν μια ραγδαία οικονομική αποσύνθεση, με την ελπίδα ότι αργά ή γρήγορα η κερδοφορία θ’ ανακάμψει και θα δωθεί ένα τέλος στην οικονομική ύφεση.
Το επίπεδο ολοκλήρωσης που έφτασε η παγκόσμια οικονομία εγγυάται ότι οι εκδηλώσεις της κρίσης και της άνθησης παίρνουν διεθνείς διαστάσεις, μολονότι ίσως αρχικά εμφανιστούν σε μια μεμονωμένη χώρα. Για παράδειγμα, η θετική επίδραση της ευρωπαϊκής κι ιαπωνικής ανάκαμψης στην αμερικανική διεύρυνση κεφαλαίου αντικατοπτρίστηκε στην εξάπλωση των πολυεθνικών εταιρειών, οι οποίες έχουν υψηλότερο επίπεδο κερδοφορίας. Όμως, διεθνοποιείται επίσης και κάθε ύφεση, ανεξαρτήτως του σημείου καταγωγής της. Σ’ όλες τις καπιταλιστικές χώρες (όχι μόνο στις ΗΠΑ), τα κέρδη τα τελευταία 5 χρόνια έχουν υπάρξει χαμηλότερα από οποιοδήποτε άλλη περίοδο της μεταπολεμικής περιόδου, με τις συστηματικές αυξήσεις των τιμών ν’ αποτελούν το μέσο στο οποίο καταφεύγουν οι προσπάθειες για τη στήριξη ή αύξηση των κερδών. Μόλις η διαδικασία αυτή τεθεί σε κίνηση και στηριχτεί περαιτέρω από κυβερνητικές νομισματικές και πιστωτικές πολιτικές, οι τιμές ανεβαίνουν σωρευτικά, επηρεάζοντας εξίσου όλες τις κεφαλαιακές οντότητες. Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο αυξανόμενες τιμές των τελικών προϊόντων μα επίσης μια συνεχής ανατίμηση κεφαλαίου, κάλυψη του υψηλότερου κόστους παραγωγής μέσω υποτιμήσεων κεφαλαίου, εφαρμογή διαφορετικών ποσοστών πληθωρισμού στους υπολογισμούς για τη διασφάλιση των κερδών και υπερτίμηση για την μείωση του αυξημένου ρίσκου των επιχειρήσεων που επιφέρει ο πληθωρισμός.
Η αιτία του επιταχυνόμενου πληθωρισμού δεν είναι μια προσφορά μικρότερη απ’ τη ζήτηση αλλά μια έλλειψη κερδοφορίας η οποία οδηγεί στην άνοδο των τιμών σχετικά ανεξάρτητα απ’ τις σχέσεις προσφοράς και ζήτησης. Ακόμη κι εκεί όπου η ζήτηση πράγματι έχει μείνει πίσω, οι τιμές δεν πέφτουν αλλά αντιθέτως προσαρμόζονται σ’ αυτή την μειωμένη ζήτηση ανεβαίνοντας περισσότερο. Η ανάγκη για διευρυνόμενα κέρδη είναι τόσο μεγάλη που η προσφορά ίσως μειωθεί με τεχνητά μέσα, όπως, για παράδειγμα, έγινε πρόσφατα απ’ τη διεθνή πετρελαιοβιομηχανία, η οποία κατάφερε να ενισχύσει τα πτωτικά κέρδη της μειώνοντας την παραγωγή. Ακριβώς όπως κάθε μεμονωμένη κεφαλαιακή οντότητα εντός μιας χώρας επιδιώκει ανηλεώς να διατηρήσει και να μεγενθύνει το μερίδιό της στο συστελλόμενο άρθροισμα της κοινωνικής υπεραξίας με μέτρα που αφορούν τις τιμές, έτσι και στο διεθνές επίπεδο η διαδικασία αυτή λαμβάνει μια ακόμη περισσότερο οφθαλμοφανή μορφή, καθώς τα όργανα της πολιτικής εξουσίας μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την ενίσχυση του διεθνούς ανταγωνισμού. Έτσι, μεταξύ των πρώτων σημαδιών μιας επικείμενης κρίσης είναι ο οξυμένος διεθνής ανταγωνισμός, στον οποίο κάθε χώρα επιδιώκει με κάθε διαθέσιμο μέσο να διασφαλίσει ή ν’ αυξήσει το μερίδιό της απ’ τα παγκόσμια κέρδη.
Η χαλάρωση της μεταπολεμικής άνθησης κι η αναποτελεσματικότητα, που γίνεται τώρα εμφανής, των νομισματικών και πιστωτικών πολιτικών που την έφεραν, έχουν επιφέρει μερικές εκτατικές πολιτικές αλλαγές στο εσωτερικό των μεμονωμένων καπιταλιστικών χωρών και σε παγκόσμια κλίμακα. Τα πρώτα μέτρα που πάρθηκαν αποσκοπούσαν στον μετριασμό του ανταγωνισμού στην αγορά κατευνάζοντας τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Ένας απ’ τους λόγους για την αμερικανική αντίθεση στον πόλεμο στην Ινδοκίνα εκ μέρους του κεφαλαίου υπήρξε αναμφίβολα η τεράστια δημόσια κατανάλωση, η οποία φαινόταν να μην έχει όρια και, επιπλέον, να μην έχει προοπτικές ν’ αντισταθμιστεί από πραγματικά κέρδη στο μέλλον. Για μερικούς καπιταλιστές, τουλάχιστον, οι αυξανόμενες δημόσιες δαπάνες φαινόταν να εμποδίζουν την οικονομική διεύρυνση και να μειώνουν τη διεθνή τους ανταγωνιστικότητα. Το τέλος του πολέμου απαιτούσε τουλάχιστον μια βραχυπρόθεσμη συμφωνία με τις αντίπαλες δυνάμεις στη νοτιοανατολική Ασία. Οι ιμπεριαλιστικές αντιφάσεις μεταξύ Ρωσίας και Κίνας, οι οποίες επίσης συνδέονταν με την Ασία, προσφέραν την ευκαιρία στην Αμερική ν’ αποσυρθεί στη βάση του στάτους κβο, κι η ιμπεριαλιστική λύση στην πολιτική ισχύος στην Ασία αναβλήθηκε για το μέλλον. Ελπίζαν ότι η ειρηνοποίηση της παγκόσμιας κατάστασης θα μετρίαζε τουλάχιστον μερικά απ’ το πιο απειλητικά σημάδια της κρίσης επιτρέποντας τη διεύρυνση των οικονομικών σχέσεων – μια άποψη που μοιράζονταν οι πρώην αντιμαχόμενες πλευρές του ψυχρού πολέμου, παρά τις άλλες διαφορές τους.
Στη θεωρία της αγοράς, η απομάκρυνση των πολιτικών περιορισμών στο παγκόσμιο εμπόριο θα πρέπει να επιφέρει τουλάχιστον μια μερική βελτίωση της οικονομικής κατάστασης και, επιπλέον, ν’ αποτρέψει ένα καταστροφικό κραχ που θα μπορούσε εύκολα να βυθίσει έναν πολιτικά εκρηκτικό κόσμο σ’ έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Όμως, μια κρίση που έχει τις ρίζες της στην παραγωγή δεν μπορεί ν’ αποφευχθεί μέσω μέτρων περιορισμένων στο επίπεδο του εμπορίου. Πράγματι, το ίδιο το εμπόριο γίνεται ένας παράγοντας που επιδεινώνει την κρίση όταν κάθε έθνος υποχρεούται να φροντίζει τα δικά του ιδιαίτερα συμφέροντα σ’ αντιπαράθεση μ’ εκείνα των άλλων χωρών. Έτσι, η απομάκρυνση ενός είδους εμπορικών περιορισμών συνοδεύεται απ’ τη δημιουργία περιορισμών άλλου είδους, πχ, δασμολογικές πολιτικές, απαγορεύσεις εισαγωγών, το σπάσιμο περιφερειακών και διεθνών συμφωνιών κι ένα αυξανόμενο χάος σ’ όλες τις οικονομικές σχέσεις. Η διεθνοποίηση των οικονομικών που προώθησε η άνθηση αναγκάζεται ν’ αντιστρέψει την πορεία της, και γι’ άλλη μια φορά προτεραιότητα έχει δωθεί στα εθνικά συμφέροντα, καθώς η παγκόσμια οικονομία βυθίζεται σε περαιτέρω χάος.
Όλα τα σημάδια μιας εντεινόμενης κρίσης είναι τώρα παρόντα, όμως δεν μπορούμε να προβλέψουμε τον βαθμό στον οποίο θ’ αναπτυχθούν. Θεωρητικά, μπορούν να λάβουν τις καταστροφικές αναλογίες της τελευταίας μεγάλης κρίσης· όμως, είναι πιθανότερο ότι η οικονομία θα εισέλθει σε μια αργή διαδικασία ύφεσης, καθώς το κράτος δεν έχει εξαντλήσει όλα τα μέσα που διαθέτει για την επιρροή της οικονομίας. Αν τα κρατικά μέτρα δεν σταθούν επαρκή για να προξενήσουν μια νέα ανάκαμψη, παραμένουν σε κάθε περίπτωση ικανά ν’ αποτρέψουν μια περίοδο απότομης ύφεσης εις βάρος του μέλλοντος του καπιταλισμού. Ωστόσο, υπάρχουν όρια στο πόσο μακρυά μπορεί να πάει μια τέτοια πολιτική, και το εύρος της κρίσης καθορίζει που ακριβώς κείτονται τα όρια αυτά.
Σημειώσεις:
1. Μέσω του Ινστιτούτο Βιομηχανικής Ανασυγκρότησης (IRI), η ιταλική κυβέρνηση έχει την ιδιοκτησία πολυάριθμων χρηματοπιστωτικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων της Alfa Romeo, της Alitalia, χαλυβουργιών, πετρελαιοβιομηχανιών, τηλεπικοινωνιών, ραδιοφωνικών σταθμών, τηλεοπτικών καναλιών και τραπεζών. Οι επιχειρήσεις του IRI δεν διαφέρουν ουσιαστικά απ’ τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Συμμετέχουν στη γενική κεφαλαιαγορά. Μετοχές τους μπορούν να πωληθούν κι αγοραστούν στο χρηματιστήριο.
2. Το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα που απελευθερώθηκε μέσω δημοσίων έργων αναφέρθηκε απ’ τον O. T. Marley λίγο πριν και λίγο μετά τον Α’ ΠΠ. Ο Marley υπέδειξε ότι τα δημόσια έργα όχι μόνο αυξάνουν την απασχόληση αλλά κι ότι αυτή η αύξηση, δημιουργώντας επιπρόσθετη αγοραστική δύναμη, οδηγεί σ’ επιπρόσθετη απασχόληση (O. T. Marley, «A National Policy; Public Works to Stabilize Employment», The ANNALS of the American Academy of Political and Social Science, Ιανουάριος 1919). Παρομοίως, βλέπε David Friday, «Maintaining Productive Output: A Problem of Reconstruction», Journal of Political Economy, Ιανουάριος 1919. Ο J. M. Clark διερεύνησε τον ρόλο του πολλαπλασιαστή και δημοσίευσε τ’ αποταλέσματά του στο J. M. Clark, Economics of Planning Public Works, 1935.