Το παρακάτω κείμενο του Steve Wright μεταφράστηκε απ’ την ανθολογία van der Linden & Roth, eds, Beyond Marx: Theorising the Global Labour Relations of the Twenty-First Century, εκδόσεις Brill, 2014.
Η ιταλική-μαρξιστική σχολή του εργατισμού [operaismo] των δεκαετιών του 1960 και του 1970 είναι καλύτερα γνωστή για τη θεματική της ταξικής σύνθεσης. Σ’ αντίθεση με τους σύγχρονούς τους που μιλούσαν για ψευδή συνείδηση, ταξικές συμμαχίες και σοσιαλισμό, οι υποστηρικτές του εργατισμού επιδιώκαν ν’ ανακαλύψουν «νέους νόμους για δράση»[1]. Πάνω απ’ όλα, επιδίωξαν να ταυτοποιήσουν τους «νόμους ανάπτυξης»[2] μέσω των οποίων η οικονομική εισροή «εργασιακή δύναμη» περιοδικά συγκροτούνταν ως το πολιτικό υποκείμενο «εργατική τάξη», ικανό ν’ αμφισβητήσει την εξουσία του κεφαλαίου – και τελικά, ελπίζαν οι εργατιστές, τη συνεχιζόμενη αναπαραγωγή της ίδιας της κεφαλαιακής σχέσης. Αναπτύσσοντας την ανάλυσή τους για τη ταξική σύνθεση, οι Ιταλοί εργατιστές βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή όσων στη Δύση, εξερευνώντας αυτό που ο Μαρξ είχε κάποτε αποκαλέσει τον «απόκρυφο τόπο της παραγωγής», «ανακαλύψαν εκ νέου την εργασιακή διαδικασία ως το πεδίο διαμάχης των διευθυντικών προνομιών με την αντίσταση των εργατών στην εκμετάλλευση»[3].
Όπως ισχυρίστηκε ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, η εργασιακή δύναμη είναι ένα «ιδιόμορφο» εμπόρευμα[4]. «Η εργασιακή δύναμη υπάρχει μόνο σαν ικανότητα του ζωντανού ατόμου», οπότε είναι αδύνατον να διαχωριστεί απ’ τον εργάτη. Επιπλέον, και σ’ αντίθεση μ’ όλα τ’ άλλα εμπορεύματα, «ο καθορισμός της αξίας της εργασιακής δύναμης περιέχει ένα ιστορικό κι ένα ηθικό στοιχείο», που υπόκειται σε διαβούλευση στον χώρο και τον χρόνο. Σύμφωνα με τον Μαρξ, είναι μοναδική και με μια ακόμη έννοια, στο ότι «η ειδική αξία χρήσης» της κείτεται στο γεγονός ότι «είναι πηγή αξίας, και μάλιστα περισσότερης αξίας απ’ ότι έχει η ίδια». Το κεφάλαιο, έχοντας ανακαλύψει πως ν’ αξιοποιήσει αυτή τη τελευταία ιδιότητα της εργασιακής δύναμης, ξεκινά σοβαρά την ενόρμησή του προς τη φαινομενικά ατέρμονη συσσώρευση πλούτου· χάρη στις άλλες ιδιότητες της εργασιακής δύναμης, το κεφάλαιο δεν μπορεί ποτέ να υποθέσει εκ των προτέρων το πως θα διαιρεθεί η κοινωνική εργάσιμη ημέρα μεταξύ, αφενός, της υπερεργασίας, η οποία αποτελεί τη πηγή της ζωτικότητας του κεφαλαίου και, αφετέρου, της αναγκαίας εργασίας που απαιτείται για την αναπαραγωγή των ίδιων των εργατών.
Το χρήμα, το οποίο λαμβάνουν οι εργάτες σ’ αντάλλαγμα για την εργασιακή τους δύναμη, κρίνεται απ’ τον Μαρξ ως ένα εξίσου ιδιόμορφο εμπόρευμα. Υπό μια ορισμένη έννοια -και για να κάνουμε ένα άθλιο λογοπαίγνιο- το χρήμα αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος της εργασιακής δύναμης, την αναπαράσταση εκείνου του αφηρημένου πλούτου (αξία) που αποτελεί την «ειδική αξία χρήσης» της εργασιακής δύναμης. Σύμφωνα με τον Μαρξ, το χρήμα παίζει έναν αριθμό διαφορετικών ρόλων εντός του καπιταλιστικού συστήματος, κάτι που εύκολα μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στον ανυποψίαστο παρατηρητή (και, πράγματι, όπως έχουν σημειώσει πολλοί σχολιαστές, ακόμη και στον αναγνώση του Κεφαλαίου)[5]. Το πρώτο μέρος του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, το οποίο υπέστη σημαντική επανεπεξεργασία απ’ τον Μαρξ[6] μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης έκδοσης[7], παρουσιάζει το χρήμα τόσο ως «μέτρο της αξίας», όσο κι ως «μέσο κυκλοφορίας» όσο κι ως «όργανο θησαυρισμού». Ως «μέτρο της αξίας», το χρήμα επιτρέπει την ανταλλαγή εμπορευμάτων στη βάση του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή τους: αυτός είναι ο ρυθμιστικός μηχανισμός γνωστός συνήθως στα πλαίσια του μαρξισμού ως «ο νόμος της αξίας»[8], μολονότι ο ίδιος ο Μαρξ δεν χρησιμοποιούσε συχνά αυτόν τον όρο. Ενώ «σε ορισμένες λειτουργίες το χρήμα μπορεί ν’ αντικατασταθεί με απλά σύμβολα του εαυτού του», ο Μαρξ επέμενε ότι το ίδιο δεν αποτελεί ένα «απλό σύμβολο». Αντιθέτως, όπως όλα τ’ άλλα εμπορεύματα, η αξία του αποτελεί μια συνέπεια του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του. Τέλος, με τη γενίκευση της εμπορευματικής ανταλλαγής εντός των κοινωνικών σχέσεων, το εμπορευματικό χρήμα αποκτά την πιο περίοπτη θέση, ενσαρκωμένο στα ευγενή μέταλλα, καθώς αυτά «από τη φύση τους είναι κατάλληλα για την κοινωνική λειτουργία του γενικού ισοδύναμου».
Το δεύτερο μέρος του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου συνεχίζει την ανάλυση του χρήματος, ταυτίζοντας τη διακριτή φύση του «χρήματος ως κεφάλαιο» με την πρακτική «αγοράζω για να πουλήσω»[9]. Το κεφάλαιο, μεταμφιεσμένο ως χρήμα που αναζητά «το χρηματικό ποσό που αρχικά προκαταβλήθηκε συν μια προσαύξηση», επιδιώκει να προστάξει εργασιακή δύναμη για να δημιουργήσει «υπεραξία που χαμογελάει στον κεφαλαιοκράτη μ’ όλες τις χάρες μιας δημιουργίας εκ του μηδενός». Οπότε, το χρήμα παίζει έναν ρόλο-κλειδί στη ταξική σχέση κεφαλαίου/εργασίας – ή, όπως το έθεσε αργότερα ο Augusto Graziani:
Συνεπώς, η κυκλοφορία του χρήματος δεν ασκεί μόνο τη λειτουργία του να διευκολύνει τις εμπορικές σχέσεις, μα υπηρετεί επίσης την πολύ περισσότερο σημαντική λειτουργία του να φέρνει τη τάξη των καπιταλιστών σε σχέση με τη τάξη των εργατών[10].
Κατά τη σύντομη διάρκεια ζωής του ως διακριτή πολιτική τάση, ο ιταλικός εργατισμός είπε πολλά αναφορικά με την εργασιακή δύναμη σε σχέση με τη ταξική σύνθεση – μίλησε όμως για το χρήμα σε σχέση με τη ταξική σύνθεση; Παρακάτω θα εξετάσω κριτικά το εργατίστικο ντιμπέιτ αναφορικά με τη σχέση μεταξύ χρήματος και ταξικής πάλης, πάνω απ’ όλα σε μια περίοδο δραματικής κοινωνικής αναταραχής, οικονομικής κρίσης και «στασιμοπληθωρισμού». Αφότου παρουσιάσω τη συζήτηση γύρω απ’ το χρήμα τα χρόνια πριν την πετρελαϊκή κρίση του 1974, θα στρέψω την προσοχή μου στους συλλογισμούς του περιοδικού Primo Maggio και γύρω απ’ αυτό, όπου διάφοροι συγγραφείς προσπαθήσαν να κατανοήσουν το χρήμα ως ένα προνομιακό εργαλείο μέσω του οποίου το κεφάλαιο ίσως υπερνικήσει την αναταραχή που είχε ξεσπάσει την περίοδο εκείνη στους χώρους εργασίας. Πως αντιμετώπισε ο εργατισμός αυτή τη δεύτερη «ιδιόμορφη» οντότητα του καπιταλιστικού συστήματος, το χρήμα; Τι ιδέες μας προσφέρει και τι περιορισμούς αντιμετώπισε ο εργατισμός στις προσπάθειές του ν’ αναπτύξει μια κατανόηση του χρήματος άξια των συνθηκών που εγέρθηκαν στον παγκόσμιο κύκλο αγώνων που συνήθως ονομάζεται για συντομία «1968»; Τέλος, με ποιον τρόπο αυτή η συνάντηση, πριν από μια γενιά, της κριτικής της πολιτικής οικονομίας με την ανάλυση της ταξικής σύνθεσης ίσως παραμένει σημαντική για το σήμερα;
Οι πρώτες προσεγγίσεις
Μια διαλείπουσα ανάλυση για το χρήμα μπορεί να βρεθεί κατά τα πρώτα χρόνια της «κλασσικής» φάσης του εργατισμού -πάνω απ’ όλα, στο βιβλίο Operai e capitale [Εργάτες και Κεφάλαιο] του Μάριο Τρόντι- όμως, γενικά, μόνο εντός δύο πλαισίων όπου έρχεται στο προσκήνιο ο χαρακτήρας του χρήματος ως κοινωνική σχέση: η ανταλλαγή μεταξύ εργασιακής δύναμης και κεφαλαίου, και το συνολικό κύκλωμα του κεφαλαίου. Όμως, ο πιο καινοτόμος ισχυρισμός στο Operai e capitale, ότι το μυστικό για το ξεπέρασμα της κυριαρχίας του κεφαλαίου κείτεται στο ν’ αρνηθεί η εργασία τη λειτουργία της ως εργασιακή δύναμη, ήδη έφερε συνεπαγωγές για μια κατανόηση του χρήματος, ή τουλάχιστον για την κατανόηση μιας εκ των λειτουργιών-κλειδί του στην καπιταλιστική κοινωνία. «Το πως ο νόμος [της αξίας] επιβεβαιώνεται» (μ’ αυτή τη φράση ο Τρόντι αναφέρεται στον Μαρξ του 1868) θεωρούνταν πάνω απ’ όλα μια πολιτική πράξη, δεδομένης της εξάρτησης του κεφαλαίου στην εργασία ως το μέτρο της αξίας του: «Η εργασία αποτελεί το μέτρο της αξίας επειδή η εργατική τάξη αποτελεί την προϋπόθεση του κεφαλαίου»[11]. Αν «μόνο η εργασία μέσω των αγώνων της μπορεί να καθορίσει την αξία της εργασίας»[12], τότε οποιαδήποτε επίθεση επαρκούς μεγέθους της εργατικής τάξης ενάντια στην προσταγή του κεφαλαίου, μπορούσε να υπονομεύσει τόσο τη διαδικασία συσσώρευσης όσο και τον ρυθμιστικό μηχανισμό επί του οποίου βασίζεται η εμπορευματική ανταλλαγή.
Υπό το φως του νέου κύκλου αγώνων στους χώρους εργασίας που άνοιξε το 1968, το χρήμα ιδώθηκε απ’ τους εργατιστές πρωτίστως μέσα απ’ το πρίσμα του μισθού, ως ένας δείκτης της ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ του κεφαλαίου και της νέας ταξικής σύνθεσης ηγούμενης απ’ τον εργάτη-μάζα, «την ανθρώπινη απόφυση της γραμμής συναρμολήγησης»[13]. Ο Αντόνιο Νέγκρι είχε ήδη διατυπώσει αυτή την επιχειρηματολογία έναν χρόνο νωρίτερα, αναγνωρίζοντας τη σημασία της ανακάλυψης του Κέυνς για την «ακαμψία των [ονομαστικών] μισθών», και συνεπώς της πραγματικότητας υπό τον σύγχρονο καπιταλισμό του μισθού ως τη «τελευταία ανεξάρτητη μεταβλητή»[14]. Παρά τις υπόλοιπες διαφορές τους σ’ άλλα ζητήματα, υπήρχε εδώ μια ισχυρή σύγκλιση μεταξύ του ισχυρισμού του Τρόντι ότι «[γ]ια τον σημερινό εργάτη -ορθώς- οι ώρες, ο ρυθμός, η εργασία με το κομμάτι, τα μπόνους είναι ο μισθός, οι συντάξεις είναι ο μισθός, η ίδια η εξουσία στο εργοστάσιο είναι ο μισθός»[15] και της επιβεβαίωσης της εργατίστικης ομάδας Potere Operaio κατά το «Θερμό Φθινόπωρο» ότι «[τ]ο σύνθημα ήταν “περισσότερα λεφτά, λιγότερη δουλειά“, αυτός ήταν ο πολιτικός σκοπός της στρατηγικής της άρνησης εργασίας ως η στρατηγική της εργατικής εξουσίας»[16]. Επιδιώκοντας ν’ αποσυνδέσουν το εισόδημα απ’ την παραγωγικότητα, το αίτημα για «- δουλειά, + χρήμα» (όπως το έθετε ένα φυλλάδιο που μοιραζόταν στους εργάτες της FIAT τον Μάιο του 1969)[17] χτύπησε στην καρδιά της διαδικασίας αξιοποίησης διεκδικώντας μισθολογικές αυξήσεις, αμφισβητώντας ταυτόχρονα το δικαίωμα του κεφαλαίου να ξεφορτώνεται όπως γουστάρει την εργασιακή δύναμη που έχει αγοράσει. Με τα λόγια του περιοδικού La Classe (ο πρόδρομος της εφημερίδας Potere Operaio), «[η] άρνηση εργασίας εκφράζεται “θετικά” στην πάλη για ιδιοποίηση ενός ακόμη μεγαλύτερου μεριδίου του κοινωνικού πλούτου: σ’ αυτό το σημείο, η πάλη για τον “κοινωνικό μισθό” (ίσο για όλους και συνδεδεμένο με τις υλικές ανάγκες των εργατών κι όχι με την παραγωγικότητα των αφεντικών) αποτελεί ένα ποιοτικά απολυτώς διαφορετικό πράγμα απ’ τις μισθολογικές διαπραγματεύσεις ως αποζημίωση της εργασίας»[18].
Τελευταίο μα εξίσου σημαντικό, η στάση αυτή φαινόταν να βρίσκει κάποια επιβεβαίωση στις διακηρύξεις των ηγετικών εκπροσώπων της ιταλικής πολιτικής τάξης, όπως του διοικητή της Τράπεζας της Ιταλίας, ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ισχυρίστηκε ότι «τα τελευταία χρόνια το πλεόνασμα έχει εξαφανιστεί. Η βιομηχανία διένειμε στους εργάτες της, με την μορφή μισθών, περισσότερα απ’ όσα παρήγαγε»[19].
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 εμφανίστηκαν επίσης οι πρώτοι εργατιστικοί συλλογισμοί αναφορικά με τη σύνδεση μεταξύ της ταξικής πάλης και της καπιταλιστικής κρίσης. Μπορεί ο Νέγκρι στο κείμενό του «Marx on Cycle and Crisis» [«Ο Μαρξ για τον Κύκλο και την Κρίση»][20] να είπε λίγα αποκλειστικά για το χρήμα, μολαταύτα προσέφερε μια καινοτόμο ερμηνεία αντί κάποιας εκ των περισσότερο συνηθισμένων (και, φαινομενικά, αλληλοαποκλειόμενων) μαρξιστικών προσεγγίσεων για την κρίση. Ο Νέγκρι κατανόησε τον κύκλο του κεφαλαίου ως «την μορφή της σχέσης εξουσίας μεταξύ των τάξεων που βρίσκονται σε πάλη», και ακολούθησε τα Grundrisse εντοπίζοντας τη θεμέλιο λίθο οποιασδήποτε ορθής ανάλυσης στην «σωστή αναλογία ανάμεσα σε αναγκαία εργασία και υπερεργασία, αναλογία όπου σε τελική ανάλυση βασίζονται τα πάντα»[21]. Πράγματι, ισχυρίστηκε, η περιοδική αναγκαιότητα της κρίσης για το κεφάλαιο κείτεται ακριβώς στην ανάγκη να εδραιώσει μια νέα σχέση μεταξύ αναγκαίας εργασίας κι υπερεργασίας τέτοια ώστε να είναι ικανή να στηρίξει έναν νέο κύκλο συσσώρευσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Νέγκρι επέκτεινε την ανάγνωση της κριτικής του Μαρξ στην πολιτική οικονομία που είχε ξεκινήσει ο Τρόντι στην ανθολογία Operai e Capitale, όπου «το νόημα κι η σημασία κάθε έννοιας» έπρεπε να καθορίζεται από «την άμεση ανάπτυξη της πάλης της εργατικής τάξης»[22]. Ο Romano Alquati είχε ήδη αναγνώσει εκ νέου την έννοια του Μαρξ για την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου με τους όρους της σύνθεσης της εργατικής τάξης[23]: σύντομα θα ερχόταν η σειρά του χρήματος να επανερμηνευτεί σε ακόμη μεγαλύτερο βάθος από «τη σκοπιά της εργατικής τάξης»[24]. Όμως, όπως θα δούμε, αυτό που θα συνεπάγονταν μια τέτοια ανάγνωση του χρήματος θ’ αποδεικνύονταν αρκετά διαφορετικό μόλις «τα τριάντα ένδοξα χρόνια» της καπιταλιστικής ανάπτυξης έφτασαν στο τέλος τους στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Πιθανώς η ριζοσπαστικότερη κοινωνική κριτική που αναπτύχθηκε στο εσωτερικό της Potere Operaio μετά το 1969 ήταν εκείνη που εμπνεύστηκε απ’ τη συνάντηση του εργατισμού με τον φεμινισμό. Κι όμως, ενώ το βιβλίο Η Δύναμη των Γυναικών κι η Κοινωνική Ανατροπή οδήγησε την εργατίστικη πολιτική σ’ ένα σαφώς νέο πεδίο, εκείνο της άμισθης εργασίας που μπορεί να βρεθεί στη σφαίρα της αναπαραγωγής, η λογική της επιχειρηματολογίας του βιβλίου αναφορικά με το χρήμα και την εξουσία ήταν η ίδια μ’ εκείνη που προωθούσε η Potere Operaio κατά το «Θερμό Φθινόπωρο»: «Αν η άμισθη εργασία μας αποτελεί τη βάση της αδυναμίας μας σε σχέση τόσο με τους άντρες όσο και με το κεφάλαιο, όπως επιβεβαιώνει το παρόν βιβλίο κι η καθημερινή μας εμπειρία, τότε οι μισθοί γι’ αυτή τη δουλειά, που μόνο αυτοί θα μας καταστήσουν εφικτό ν’ απορρίψουμε τη δουλειά αυτή, θα πρέπει ν’ αποτελέσει τον μοχλό μας για εξουσία»[25].
Με την ανάλυσή τους να τυγχάνει κυρίως αδιαφορίας ή κι εχθρότητας, οι εργατίστριες φεμινίστριες αποχώρησαν τον Ιούνιο του 1971 απ’ την Potere Operaio για να σχηματίσουν την ομάδα Lotta Femminista. Ωστόσο, για τους μιλιτάντηδες που παρέμειναν στην Potere Operaio, το σημαντικότερο γεγονός εκείνου του καλοκαιριού συνέβη τον Αύγουστο, όταν οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν το διεθνές νομισματικό σύστημα του Μπρέττον Γουντς που είχε εδραιωθεί μετά τον Β’ ΠΠ. Βασισμένο σε σταθερές ισοτιμίες, με το αμερικανικό δολλάριο ως «το διεθνές νόμισμα-κλειδί», το Μπρέττον Γουντς παρείχε ένα σημαντικό ικρίωμα για την μεταπολεμική συσσώρευση στη Δύση, μολονότι με τη σειρά του υπόκεινταν στις αστάθειες του εσωτερικού της αμερικανικής οικονομίας[26]. Ωστόσο, στον απόηχο του διατάγματος του προέδρου Νίξον το 1971 σύμφωνα με το οποίο το αμερικάνικο δολλάριο δεν θα ήταν πλέον μετατρέψιμο σε χρυσό, σύντομα εμφανίστηκε ένα νέο παγκόσμιο καθεστώς κυμαινόμενων ισοτιμιών που ανέβασε τη ταχύτητα της εργατίστικης ανάλυσης για το χρήμα.
Μολονότι η Potere Operaio δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι είχε προβλέψε το τέλος του συστήματος Μπρέτον Γουντς, δεν υπήρξε καθόλου αμήχανη ενώπιον του νέου κλίματος νομισματικής αβεβαιότητας. Μια σειρά κειμένων του Giario Daghini στις σελίδες του Aut Aut συνέχισε την εργατίστικη ανάλυση για τον ρόλο που έπαιζε το χρήμα στην ανταλλαγή εργασίας και κεφαλαίου, με κύρια καινοτομία την προσοχή που απέδιδε στους ισχυρισμούς του Μαρξ στα Grundrisse[27]. Θα ήταν όμως το προγραμματικό κείμενο του Νέγκρι «Crisis of the Planner-State» [«Κρίση του Κράτους-Σχεδιαστή»], που γράφτηκε για το συνέδριο της Potere Operaio το 1971, που θα έθετε μια επιχειρηματολογία με σημαντικές επιπτώσεις στην εργατίστικη κατανόηση του χρήματος και της ταξικής σύνθεσης. Όπως κι ο Daghini, ο Νέγκρι ξεκίνησε με μια έκθεση του πως καταπιάστηκε ο Μαρξ στα Grundrisse με το χρήμα, πριν ισχυριστεί ότι η «τάση» που αποκαλύπταν αυτές οι σημειώσεις μέσω της οποίας ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας παύει ν’ αποτελεί το μέτρο για τη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου είχε πραγματωθεί, χάρη στην εκτεταμένη ανταρσία στους χώρους εργασίας: «Στους μαζικοποιημένους αγώνες του εργάτη-μάζα, η εργασία έχει αποσυνδεθεί απ’ την αξία της εργασίας»[28]. Καθώς αυτή η διάρρηξη στην αναλογία μεταξύ αναγκαίας εργασίας κι υπερεργασίας φιλτραρίστηκε μέσω του ευρύτερου κύκλου συσσώρευσης, δημιούργησε πληθωριστικές επιδράσεις που απειλούσαν να γίνουν μόνιμες, αναγκάζοντας το κεφάλαιο να εφεύρει νέα τεχνάσματα ώστε να διασφαλίσει τη συνεχιζόμενη αναπαραγωγή του. Αν, ισχυρίστηκε ο Νέγκρι, το τέλος του Μπρέτον Γουντς σήμαινει ότι τα κράτη δεν ήταν πλέον ικανά να συμφωνήσουν στο ζήτημα της «γενικής ισοδυναμίας», είχε ανοίξει ο χώρος τα κράτη ν’ αντικατασταθούν ως κέντρα πρωτοβουλιών απ’ τις πολυεθνικές εταιρείες. Όσο για το ίδιο το χρήμα, έχοντας χάσει τη λειτουργία του ως μεσολαβητής στην αγορά, το μόνο που του έχει απομείνει πια είναι να παίξει τον ρόλο του χρήματος ως κεφάλαιο, ως καθαρή προσταγή επί της εργασίας τρίτων[29].
Η πεποίθηση ότι ένας τέτοιος ρόλος -αυτό που κάποιο μυαλό αποκάλεσε «παραγωγή εμπορευμάτων μέσω προσταγής»[30]- δεν θα ήταν καθόλου εύκολος, επαναλήφθηκε σε μια σειρά άρθρων στον τύπου της εργατίστικης ομάδας. Για παράδειγμα, σ’ ένα απόσπασμα που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Potere Operaio υπό τον τίτλο «The American Working Class is on Our Side» [«Η Αμερικανική Εργατική Τάξη Βρίσκεται στο Πλευρό μας»][31], και που αργότερα ενσωματώθηκε σ’ ένα μεγαλύτερο κείμενο, ο Paolo Carpignano παρέθεσε ένα απόσπασμα απ’ το περιοδικό Fortune σύμφωνα με το οποίο «η νέα ακαμψία της οικονομικής δομής μας […] δεν αποτελεί τόσο αποτέλεσμα μιας αύξησης της σχετικής ισχύος των συνδικάτων όσο της ισχύος της εργασίας στο σύνολό της»[32]. Δεδομένου αυτού, είναι απογοητευτικό που, παρά τον υποβλητικό υπότιτλό της («Καλά έσκαψες, γεροτυφλοπόντικα!»), η μοναδική ανάλυση της Potere Operaio για την κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς δεν προσέφερε απολύτως καμία λεπτομερή έκθεση του ρόλου που έπαιξε η ταξική πάλη στις εξελίξεις, προτιμώντας αντ’ αυτού να περιγράψει λεπτομερώς τις συνεπαγωγές των αμερικανικών ελιγμών για τους διακρατικούς ανταγωνισμούς[33].
Μια απ’ τις συνέπειες των πράξεων του Νίξον ήταν το ερωτηματικό που εγέρθηκε για ορισμένες πτυχές της ανάλυσης του ίδιου του Μαρξ για το χρήμα, ξεκινώντας απ’ τον ρόλο του ίδιου του εμπορευματικού χρήματος. Ο Μαρξ είχε γράψει στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας ότι ο χρυσός, ως η χρηματική μορφή, αποτελεί «το υλικό σύμβολο του φυσικού πλούτου», «την επιτομή του κοινωνικού πλούτου», «τον θεό μεταξύ των εμπορευμάτων»[34]. Όμως, όπως εξήγησε ο Πωλ Μάτικ στους αναγνώστες του περιοδικού Radical America:
Βασισμένο στον χρυσό, το δολλάριο εμφανίζεται ως εμπορευματικό χρήμα, το σύμβολο ενός πραγματικού περιουσιακού στοιχείου, με μια καθορισμένη αξία, είτε με τους όρους των κόστων παραγωγής είτε με τέτοιους όρους τροποποιημένους απ’ την προσφορά και τη ζήτηση. Εντός του εθνικού πλαισίου, το χρήμα έχει προ πολλού πάψει να είναι εμπορευματικό χρήμα, όμως λόγω αναγκαιότητας παραμένει αποδεκτό […]. Ωστόσο, χωρίς τον κανόνα του χρυσού, το δολλάριο αποτελεί απλώς μια αξίωση σε αμερικανικούς πόρους η οποία, αν δεν ικανοποιηθεί άμεσα, ίσως στην πορεία, με μια αύξηση του πληθωρισμού, να ελαττωθεί στο τίποτα[35].
Αναλογιζόμενος μερικά χρόνια αργότερα στο «The Destruction of Money» [«Η Καταστροφή του Χρήματος»], ο Μάτικ ισχυρίστηκε ότι «[α]κόμη κι αν το δολλάριο δεν είναι πια μετατρέψιμο σε χρυσό, ο χρυσός διατηρεί τη λειτουργία του ως εμπορευματικό χρήμα. Ωστόσο, κι άλλα εμπορεύματα μπορούν επίσης να υπηρετήσουν την ίδια λειτουργία»[36]. Σε μια σειρά άρθρων που δημοσιεύτηκαν το 1973-1974 στα Quaderni Piacentini, ο Σέρτζιο Μπολόνια -ένας πρώην ηγέτης της Potere Operaio που αποχώρησε απ’ την ομάδα λόγω του αναγεννημένου λενινισμού της- αναλογίστηκε ποιο «ιδιαίτερο εμπόρευμα» ίσως βγει στο προσκήνιο προκειμένου ν’ αναντικαταστήσει τον χρυσό όταν κάτι τέτοιο γινόταν αναγκαίο. Ισχυρίστηκε ότι ο προφανής υποψήφιος ήταν το πετρέλαιο, τόσο για τον ρόλο του ως σύμβολο της αμερικανικής ισχύος όσο και για την ικανότητά του ν’ αποτελεί την επιτομή μιας νέας σχέσης μεταξύ κεφαλαίου/εργασίας, βασισμένη σε μια υψηλή οργανική σύνθεση κεφαλαίου πιθανόν λιγότερο ευάλωτη στην άρνηση εργασίας συγκριτικά με τις βιομηχανίες καταναλωτικών-διαρκών αγαθών, στις οποίες τυπικά κυριαρχεί η φιγούρα του εργάτη-μάζα[37]. Στη τελική, με τη σύζευξη του πληθωρισμού με μια βραδεία ανάπτυξη, το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα βρισκόταν ξεκάθαρα σε κρίση, κι όπως είχε ισχυριστεί ο Μαρξ στα Grundrisse, σ’ ένα παράθεμα που είχε ήδη τονίσει ο Νέγκρι[38], η κρίση συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, «μια επανάσταση στις παραγωγικές δυνάμεις αλλάζει, μεταβάλλει τις ίδιες αυτές τις αναλογίες [που ορίζουν μια δοσμένη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, και συνεπώς μια δοσμένη ταξική σύνθεση· σημείωση του Steve Wright], που βάση τους […] μένει πάντα η σχέση αναγκαίας εργασίας προς υπερεργασία»[39].
Σ’ ένα δεύτερο άρθρο, ο Μπολόνια σημείωσε την αυξανόμενη σημασία του δανεισμού ως μέσο χρηματοδότησης-συσσώρευσης στην ιταλική βιομηχανία, ισχυριζόμενος ότι «[η] ισχύς του τραπεζικού κεφαλαίου κι εμφάνιση της κρίσης είναι σχεδόν το ίδιο και το αυτό»[40]. Ενώ το κεφάλαιο είχε αποκριθεί στον πρώτο κύκλο αγώνων, ηγούμενων απ’ τον εργάτη-μάζα στην Ιταλία μια δεκαετία νωρίτερα, με αποπληθωρισμό και μείωση της πίστωσης, οι τακτικές αυτές φαίνονταν αναποτελεσματικές στις πολύ διαφορετικές περιστάσεις των αρχών της δεκαετίας του 1970, όπου η μαχητικότητα στους χώρους εργασίας είχε αντιτειχιστεί από μια αυστηρή αγορά εργασίας[41]. Ο Μπολόνια συνέχισε παραθέτοντας ξανά τον Μαρξ (αυτή τη φορά απ’ τον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου) αναφορικά με τον ρόλο-κλειδί που μπορούσε να παίξει η πίστωση στην επιβολή της προσταγής του κεφαλαίου:
η πίστωση θέτει απόλυτα μέσα σε ορισμένα όρια στη διάθεση του ξεχωριστού κεφαλαιοκράτη, ή αυτού που περνάει για κεφαλαιοκράτης, ξένο κεφάλαιο και ξένη ιδιοκτησία και κατά συνέπεια ξένη εργασία[42].
Τέλος, σ’ ένα κείμενο που εστιάζε στην πολιτική της πετρελαϊκής κρίσης του 1974, η οποία αύξησε κατακόρυφα τον πληθωρισμό στη Δύση, ο Μπολόνια επέστρεψε στη δυνατότητα του πετρελαίου να παίξει τον ρόλο του εμπορευματικού χρήματος (αυτό που ο Νέγκρι ονόμασε «ένα “οικολογικό νόμισμα”»)[43]. Ο Μπολόνια συμπέρανε ότι αν το τέλος του Μπρέτον Γουντς σήμαινε μια «διάρρηξη των φραγμών της αξίας», το κεφάλαιο ήταν ακόμη ανίκανο ν’ αποδράσει απ’ «τον νόμο σύμφωνα με τον οποίο ο πλούτος πρέπει μολαταύτα να βρει μια υλική βάση, μια σύνδεση με την “παραγωγή”», καθώς οποιοδήποτε «μελλοντικό παγκόσμιο χρήμα» πρέπει τελικά ν’ «αναφέρεται στις σχέσεις μεταξύ αναγκαίας εργασίας και κεφαλαίου, σε πραγματικές σχέσεις εκμετάλλευσης».
Στη τελική, έως τότε είχε ξεκινήσει να παρεισφρύει μια υπολογίσημη αμφισημία στην εργατίστικη κατανόηση των αξιακών σχέσεων και του χρήματος ως την έκφρασή τους. Αξιολογώντας αυτά τα κείμενα τρεις δεκαετίες αργότερα, δεν είναι πάντα εφικτό ν’ αποκρυπτογραφηθεί το πλήρες νόημα των ισχυρισμών τους. Και σ’ αυτό δεν βοηθάει καθόλου η συνειδητοποίηση ότι, με ορισμένες αξιόλογες εξαιρέσεις, τα γραπτά των Ιταλών εργατιστών, με το κοφτό τους λεξιλόγιο και τις ασαφείς αναφορές, μπορούν συχνά να είναι κακόφημως δύσκολα ν’ αναλυθούν[44]. Όσο για μεμονωμένους εργατιστές, ο Νέγκρι για παράδειγμα είχε ρητά ξεκινήσει να κάνει τα πρώτα του βήματα σ’ ένα μονοπάτι που, διακηρύσσοντας την κρίση του «νόμου της αξίας», τελικά θ’ απεικόνιζε το χρήμα «όλο και λιγότερο [ως] ένα μέτρο της αξίας (ένα μέτρο που ήταν υπονομευόμενο και διαστρεβλωμένο, μα μολαταύτα ένα μέτρο) κι αυξανόμενα […] [ως] έναν δείκτη μιας συμβολικής σχέσης που οργάνωνε τις ιεραρχικές, πειθαρχικές και κατασταλτικές διαδικασίες της εξουσίας»[45].
Αυτό που μπορεί πιθανόν να ειπωθεί με κάποια σιγουριά είναι ότι μέχρι τις αρχές του 1974, και παρόλες τις άλλες πολλές διαφορές τους, οι εργατιστές σε μεγάλο βαθμό συμφωνούσαν ότι αν ο λεγόμενος «νόμος της αξίας» δεν είχε καταρρεύσει τελείως, βρισκόταν το λιγότερο σε μια σοβαρή κρίση λόγω, πάνω απ’ όλα, των αβεβαιοτήτων του κεφαλαίου σ’ αυτό το σημείο αναφορικά με την ικανότητά του ν’ αξιοποιήσει την εργασιακή δύναμη για τους σκοπούς του. Με άλλα λόγια, αυτό που τότε ο Daniel Bell ονόμασε «επανάσταση των εγειρόμενων αξιώσεων», διαταράσσοντας την ικανότητα του κεφαλαίου να καθυποτάσσει την εργασία στην ατέρμονη επιδίωξη συσσώρευσης, είχε με κάποιο τρόπο υπονομεύσει την ικανότητα του χρήματος να εκτελεί μια σειρά των παραδοσιακών του λειτουργιών. Όσο για το τι μπορεί αυτό να σήμαινε ακριβώς για τις «ανταγωνιζόμενες τάξεις» πέρα, απ’ την μια, απ’ τα προγραμματικά λόγια περί της «ωριμότητας» του κομμουνισμού ή, απ’ την άλλη, απ’ την ανάγκη του κεφαλαίου για μια δραματική και παγκόσμια αναδιάταξη, θα μπορούσε μόνο ν’ αποτελεί αντικείμενο περαιτέρω έρευνας. Η έρευνα αυτή, για να είναι επιτυχής, πρέπει να εξορμήσει σε νέα πεδία, πέρα απ’ την «μονομερή μυωπία» που είχε στο παρελθόν περιορίσει την κατανόηση του εργατισμού «κάθε διαδικασίας αναδιάρθρωσης αποκλειστικά στο πεδίο των εργασιακών διαδικασιών»[46]. Επειδή, χωρίς μια πιο συνειδητή εστίαση σε νομισματικά φαινόμενα όπως ο πληθωρισμός -ένα «προνομιακό όπλο ενάντια στην άρνηση εργασίας»[47]- τα ιστορικά κεκτημένα που κερδήθηκαν μόλις λίγα χρόνια πριν, κι η δυνατότητα να κινηθούν πέρα απ’ αυτά σ’ ένα νέο επίπεδο ισχύος της εργατικής τάξης, ίσως σύντομα να εξαλειφόταν.
Η διερεύνηση του χρήματος απ’ το Primo Maggio
Το περιοδικό Primo Maggio (1973-1988) καταπιάστηκε με πολλές πτυχές της ταξικής σύνθεσης και της πολιτικής της εποχής του, ακόμη κι αν ίσως οι περισσότεροι να το θυμούνται σήμερα για την ανάλυσή του το 1977 για το νέο κοινωνικό κίνημα που φαινόταν να ρίχνει πολλές παραδοσιακές εργατίστικες αρχές σε σύγχυση[48]. Εκκινώντας απ’ την υπόθεση ότι μια κατανόηση των περασμένων αγώνων μπορεί να ρίξει σημαντικό φως στη σύγχρονη κοινωνική σύγκρουση, το Primo Maggio εξέτασε τις εμπειρίες των περασμένων μαζικών κινημάτων ενάντια στην κυριαρχία του κεφαλαίου, απ’ τους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου έως τον ευρωπαϊκό επαναστατικό συνδικαλισμό και το κομμουνιστικό κίνημα της δεκαετίας του 1920. Μέχρι το 5ο τεύχος του, το Primo Maggio είχε ξεκινήσει να καταπιάνεται αποκλειστικά με τη τρέχουσα κατάσταση στην Ιταλία, με άρθρα για τη βιομηχανική αναδιάρθρωση καθώς και τη νομισματική πολιτική. Πράγματι, για την υπόλοιπη δεκαετία, ήταν το Primo Maggio που έθετε τους όρους του ντιμπέιτ μεταξύ των εργατιστών αναφορικά με το χρήμα, επηρεάζοντας ακόμη κι αυτούς (όπως ο Νέγκρι) που είχαν πλέον μπει σε μια πολύ διαφορετική πολιτική τροχιά απ’ αυτή που είχαν επιλέξει οι συντάκτες του Primo Maggio[49]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αυτό το περιοδικό-συλλογικότητα θα επέμενε ότι ο ρόλος των διανοούμενων, όπως ήταν οι ίδιοι, εντός ενός επαναστατικού κινήματος ήταν να στηρίξουν όλες τις προσπάθειες:
να επιστραφούν στην [εργατική] τάξη οι τεχνικές κι η γνώση που απαλλοτριώθηκε απ’ αυτή […] να ετοιμαστούν εκείνα τα λογιστικά όργανα τα οποία δεν είναι ακόμη έτοιμη να παρατάξει η ίδια […] να εξαλείψουν τους εαυτούς τους [τους διανοούμενους] ως παραγωγούς καπνού κι ως κομματικούς ηγέτες[50].
Το πρώτο τεύχος του Primo Maggio εμφανίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1973 και περιείχε το πρώτο μισό μέρος του άρθρου «Money and Crisis: Marx as Correspondent of the New York Daily Tribune, 1856-1857» [«Χρήμα και Κρίση: Ο Μαρξ ως Ανταποκριτής του Καθημερινού Βήματος της Νέας Υόρκης, 1856-1857»] του Μπολόνια[51]· ολόκληρο το άρθρο δημοσιεύτηκε το επόμενο έτος ως τμημα της σειρά «Materiali marxisti» του Feltrinelli, μαζί με κείμενα του Νέγκρι και του Paolo Carpignano. Ο Μπολόνια, ακολουθώντας μια υπαινικτική σημείωση του Rosdolsky στο κλασσικό του έργο για τα Grundrisse[52], ξεκίνησε να διερευνήσει τις αντηχήσεις μεταξύ του δημοσιογραφικού έργου του Μαρξ (συγκεκριμένα, των άρθρων εκείνων αναφορικά με τη εξέλιξη της νομισματικής κρίσης στην Ευρώπη) και των θεωρητικών του στοχασμών στα Grundrisse, με ιδιαίτερη προσοχή στην ανάπτυξη ενός επαναστατικού πολιτικού εγχειρήματος: «Όμως, στη σχέση μεταξύ κρίσης και χρηματικής μορφής, υπάρχει κάτι περισσότερο: οι πολιτικοί θεσμοί επανερμηνεύονται απ’ την αφετηρία της νομισματικής οργάνωσης, οι νόμοι της αξίας εκκινούν τώρα από ένα ώριμο στάδιο της καπιταλιστικής εξέλιξης»[53].
Για τον Μαρξ, η κρίση, αντί ν’ αποτελεί τη «νεκρώσιμη καμπάνα» του καπιταλισμού, παρουσίαζε ευκαιρίες τόσο για το κεφάλαιο όσο και την εργασία. Για το κεφάλαιο προσέφερε «ένα σχεδόν προνομιακό πεδίο οργάνωσης για εξουσία», ενώ υπενθύμιζε στην εργασία ότι «η ανάπτυξη κι η κρίση είναι άρρηκτα συνδεδεμένες επειδή ενώνονται στους ίδιους οργανισμούς […] Οι αιτίες της κρίσης είναι εγγενώς αναγκαίες για την ανάπτυξη»[54]. Οπότε, το «Money and Crisis» περιείχε μια εκτεταμένη έκθεση της θέσης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών στη γαλλική καπιταλιστική ανάπτυξη έπειτα απ’ την άνοδο του Βοναπάρτη στην εξουσία, καθώς και των διάφορων σοσιαλιστικών πολιτικών εγχειρημάτων που επινοήθηκαν απ’ τον Προυντόν κι άλλους της χρηματικής παράταξης. Ως εργατιστής, ο Μπολόνια ήταν επίσης περίεργος αναφορικά με τη σύνθεση της γαλλικής εργατικής τάξης τη δεκαετία του 1850, οδηγώντας τον να καταγράψει μια σειρά σημείων συγγένειας της εποχής εκείνης με την κατάσταση της δεκαετίας του 1970. Για παράδειγμα, σημειώνει ότι «[ό]πως στην Ιταλία του 1973, η χρόνια έλλειψη νομισμάτων μικρής αξίας οδήγησε σε μια αποτελεσματική αύξηση των τιμών, ειδικά των αγαθών που καταναλώνει η εργατική τάξη»[55].
Ωστόσο, το περισσότερο εντυπωσιακό ήταν η ανησυχία του Μπολόνια -που εκφράζεται σ’ αρκετά σημεία του κειμένου του- για τη φαινομενική έλλεψη οποιουδήποτε λεπτομερούς ενδιαφέροντος εκ μέρους του Μαρξ για τη συμπεριφορά της εργατικής τάξης ως τμήμα της ευρύτερης ιστορίας της εξέλιξης της νομισματικής κρίσης στα μέσα της δεκαετίας του 1850. Ενώ ο Μαρξ υποτιμούσε εκείνους τους «επίσημους επαναστάτες» που «δεν γνωρίζουν τίποτα για την οικονομική ζωή των ανθρώπων», ο ίδιος δεν είχε τίποτα να πει επ’ αυτού, δίνοντας αντ’ αυτού έμφαση στους τρόπους με τους οποίους, ύστερα απ’ την αποτυχία του 1848, «οι ανώτερες τάξεις» έχουν ακούσια προετοιμάσει το έδαφος για μια νέα κοινωνική επανάσταση. Σύμφωνα με τον Μπολόνια, αυτό είναι ακόμη περισσότερο εντυπωσιακό δεδομένου ότι η αίσθηση «δυσαναλογικότητας» που υποβόσκει στην ανάγνωση της κρίσης απ’ τον Μαρξ ήταν πάνω απ’ όλα μεταξύ αναγκαίας εργασίας κι υπερεργασίας: «Χωρίς μια δυσανάλογη διεύρυνση της πίστωσης δεν θα μπορούσε να υπάρξει καμία διεύρυνση της βιομηχανικής ικανότητας· χωρίς μια δυσανάλογη ανάπτυξη της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου δεν θα μπορούσε να υπάρξει καμία αύξηση της μάζας του κέρδους· χωρίς μια δυσανάλογη ανάπτυξη της σφαίρας της ανταλλαγής, καμία παγκόσμια αγορά· χωρίς μια δυσανάλογη αύξηση της υπερεργασίας, κανένας έλεγχος επί της αναγκαίας εργασίας»[56].
Μια εκ των κεντρικών λειτουργιών του «Money and Crisis» ήταν να ξεκινήσει να σκιαγραφεί την έννοια της «επανάστασης από τα πάνω», της απάντησης του κεφαλαίου στην απειλή της αναπαραγωγής του που τίθεται απ’ τη ζωντανή εργασία. Δεδομένου του βοναπαρτιστικού υπόβαθρου της έκθεσης, ο προσεκτικός αναγνώσης ίσως υποθέσει ότι ο όρος αυτός αναφέρεται στην ανάλυση του Μαρξ για την κρατική μορφή στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη. Εν μέρει αυτό αληθεύει, όμως για τον Μπολόνια η «επανάσταση από τα πάνω» σημαίνει πολλά περισσότερα απ’ τον βοναπαρτισμό ή όλες τις σχετικές θεωρίες του κράτους εξαίρεσης (πχ, φασισμός) που οικοδομήθηκαν στον απόηχό του:
Η επανάσταση από τα πάνω, ο μετασχηματισμός των μηχανισμών απόσπασης υπεραξίας, εξυμνεί πάνω απ’ όλα «την μανία του να πλουτιζείς χωρίς τα δεινά του να παράγεις». Η ιστορική σημασία της χρηματικής κερδοσκοπίας κείτεται ακριβώς στο γεγονός ότι αποφεύγει μια άμεση σχέση με την εργατική τάξη· κείτεται στην απαξίωση της εργασίας[57].
Η διερεύνηση της φύσης της κερδοσκοπίας σήμαινε την ενασχόληση με τη σχέση μεταξύ των επιτοκίων που τίθονται απ’ τους πιστωτικούς οργανισμούς και τον ποσοστών κέρδους των εμπορικών συμφερόντων. Σύμφωνα με τον Μπολόνια, ο Μαρξ, κάνοντας αυτό, σκιαγράφισε το πεδίο εντός του οποίου μια συνειδητή «επανάσταση από τα πάνω» ίσως προσπαθήσει ν’ αναδιαμορφώσει τις ταξικές σχέσεις μέσω της νομισματικής πολιτικής: «Αρνούμενος την ύπαρξη ενός φυσικού επιτοκίου, και αποδίδοντας στο επιτόκιο μια καπιταλιστική υποκειμενική προσταγή, στις ιστορικές αποφάσεις του (ή τουλάχιστον στο ιστορικώς δοσμένο επίπεδο της κατανομής μεταξύ παραγωγικού κεφαλαίου και τοκοφόρου κεφαλαίου), ο Μαρξ επανεπιβεβαιώνει την πλήρως πολιτική φύση των νομισματικών μηχανισμών. Μόνο η κρίση επιτυγχάνει να φέρει το μέσο επιτόκιο κοντά στο επιτόκιο της αγοράς· τότε, “η αγορά” αντιτίθεται στον καπιταλιστή ως μια εχθρική δύναμη»[58].
Εν τούτοις, η προσπάθεια αυτή να παρακαμφθεί η άμεση παραγωγική διαδικασία κι αντ’ αυτού να επιδιωχθεί ένας μετασχηματισμός της αρχικής χρηματικής δαπάνη στο «χρηματικό ποσό που αρχικά προκαταβλήθηκε συν μια προσαύξηση» στη σφαίρα της κυκλοφορίας, δεν μπορούσε να συντηρηθεί επ’ αόριστον. Οι «σύγχρονες κρίσεις», ενώ μπορεί να εμφανίζονται να «συνθλίβουν» τις αξιακές σχέσεις:
δεν προέρχονται από μια δυσλειτουργία του νόμου της αξίας μα απ’ την αποτυχημένη προσπάθεια των καπιταλιστών να παραβούν τον νόμο της αξίας και να τον καταστείλουν. Έτσι, αν ξεκινήσουμε απ’ την άλλη άκρη των πραγμάτων, η άρνηση εργασίας της εργατικής τάξης επιβεβαιώνει τον νόμο της αξίας με ανταγωνιστικούς όρους κι έρχεται σ’ αντίφαση με τις καπιταλιστικές προσπάθειες ν’ αποκρυφτεί, να «ξεχαστεί», ο νόμος της αξίας. Είναι το κεφάλαιο «ανακαλούμενο στην έννοια του» που εισέρχεται σε κρίση. Κι απαντά επιβάλλοντας νέες σχέσεις στον νόμο της αξίας, και μια νέα οργανική σύνθεση στον εαυτό του[59].
Άλλα άρθρα στα πρώτα τεύχη του Primo Maggio συνέχισαν με την ανάλυση της θεματικής της «επανάστασης από τα πάνω». Για παράδειγμα, ο Marco Revelli, στη νέα του ανάγνωση για την άνοδο του ιταλικού φασισμού στην κρατική εξουσία, καταπιάστηκε, όπως ίσως περίμενε κανείς, με τις βίαιες επιθέσεις στην αυτόνομη ταξική οργάνωση στις πόλεις και την ύπαιθρο. Κατά την άποψή του, η αντεπανάσταση που εξαπέλυσε «ο καπιταλιστικός εγκέφαλος» σ’ εργοστάσια όπως αυτά της FIAT, δεν υπήρξε «καθόλου λιγότερο βίαιη»[60]. Η αντεπανάσταση αυτή, ισχυρίστηκε ο Revelli, πραγματοποιήθηκε στον απόηχο της αποτυχημένης προσπάθειας να συνεχιστεί η πολιτική της περιόδου του πολέμου ή να υποβαθμιστεί η εργατική τάξη σε μια συστάδα εξατομικευμένων εργασιακών δυνάμεων μέσω «της άγριας αύξησης του πληθωρισμού»: μια προσπάθεια που τελικά αν κατάφερε κάτι ήταν το αντίθετο απ’ αυτό που ήθελε, τροφοδοτώντας μια επίθεση αναφορικά με μισθολογικές αυξήσεις στο τέλος του πολέμου[61]. Ο Revelli, προϊδεάζοντάς μας για την μετέπειτα συνεισφορά του στο ντιμπέιτ του περιοδικού αναφορικά με το κίνημα του 1977, επέμενε εδώ στο να θέτει το ζήτημα της αναδιάρθρωσης στον χώρο εργασίας σε περίοπτη θέση πλάι στη νομισματική πολιτική, ως ένα κεντρικό συστατικό στοιχείο της «επανάστασης από τα πάνω», αντί να το αφήσει ως ένα τμήμα του ευρύτερου υπόβαθρου. Αλλού στο Primo Maggio, σ’ ένα άρθρο για την πρώιμη Τρίτη Διεθνή, ο Μπολόνια σημείωσε τη σημασία της γερμανικής κρίσης του 1923[62]. Εκεί, ενώπιον ενός αχαλίνωτου πληθωρισμού, τα πιο μαχητικά τμήματα της εργατικής τάξης ηγήθηκαν από ένα κομμουνιστικό κίνημα που δεν είχε «μια επιθετική θεωρία για τους μισθούς», κάτι που με τη σειρά του περιόρισε τις επιλογές του για δράση. Εκεί επίσης, σημειώνει ο Μπολόνια, χρειάστηκε μια μαζική παρέμβαση από τα πάνω με την μορφή του Πλάνου Ντοζ για ν’ αποκατασταθεί μια κάποια προσωρινή ισορροπία στις σχέσεις μεταξή κεφαλαίου/εργασίας, και για να δωθεί ώθηση σε μια νέα φάση οικονομικής ανάπτυξης.
Το 1974, στον απόηχο μιας αμφιλεγόμενης αναδιοργάνωσης της σύνταξης του Primo Maggio, σχηματίστηκε στο περιοδικό μια ομάδα εργασίας για το χρήμα. Με περισσότερους από μισή ντουζίνα συμμετέχοντες, η ομάδα ξεκίνησε να εξετάζει τα ζητήματα με τα οποία καταπιάστηκε στο έργο του ο Μπολόνια για το χρήμα και την κρίση εντός των δραματικών κι ασταθών περιστάσεων στα μέσα της δεκαετίας του 1970[63]. Μολονότι ο αριθμός των άρθρων που προέκυψαν απ’ τους στοχασμούς της ομάδας κι εκείνων γύρω απ’ αυτή αποδείχτηκε σχετικά μικρός, η σημασία τους κείτεται στα ερωτήματα που έθεσαν τόσο για το εργατίστικο θεωρητικό πλαίσιο όσο και για τις δυνατότητες που αντιμετώπιζε η αντικαπιταλιστική πρακτική. Την περίοδο της δημοσίευσής τους, τα άρθρα της ομάδας εργασίας προσελκύσαν ένα υπολογίσιμο ενδιαφέρον του ιταλικού κινήματος, ώστε επανεκδόθηκαν αρχικά ως βιβλίο απ’ τον Feltrinelli κι ύστερα ξανά ως μπροσούρα. Το πρώτο άρθρο, με την υπογραφή του Lapo Berti, υπήρξε ένα απ’ τα λίγα κείμενα που παρουσιάστηκε ως αποτέλεσμα συλλογικής διαδικασίας· μ’ έναν παρόμοιο τρόπο, η απάντηση σε μια επιστολή του κομμουνιστή οικονομολόγου Claudio Napoleoni επίσης παρουσιάστηκε ως εκ μέρους του συνόλου του Primo Maggio. Όπως μας θυμίζει ο Μπολόνια, η αφετηρία της ομάδας εργασίας δεν ήταν να εδραιώσει (ή ανοικοδομήσει) μια ορθοδοξία που ψάχνει προσκυνητές, μα αντ’ αυτού να συγκεντρώσει «άτομα το καθένα εκ των οποίων σκέφτεται με τον δικό του τρόπο, και να τα οργανώσει γύρω από “ισχυρές υποθέσεις” και κοινές μεθοδολογίες», ξεκινώντας με μια ανάγνωση του Μαρξ φιλτραρισμένη μέσα από εργατίστικές ευαισθησίες που οι ίδιες αναγκάστηκαν ν’ αντιμετωπίσουν σενάρια που φαντάζαν με σενάρια επιστημονικής φαντασία πίσω στη δεκαετία του 1960[64].
Το άρθρο «Money as Capital» [«Χρήμα ως Κεφάλαιο»] του Berti καταπιάστηκε με τέσσερις προβληματικές: γιατί χρειαζόταν μια νέα νομισματική πολιτική· τον ρόλο του χρήματος και των νομισματικών οργανισμών στη δυναμική των τάξεων τη δεκαετία του 1970· το νόημα του πληθωρισμού· τη σχέση μεταξύ του ποσοστού κέρδους και του επιτοκίου. Το άρθρο άνοιγε ομολογώντας την προσωρινή φύση των θέσεών του, καθώς μια συζήτηση γύρω απ’ αυτά τα ζητήματα δεν μπορούσε παρά να είναι προκαταρκτική εν απουσία «ενός συστηματικού θεωρητικού πλαισίου ικανού τόσο να λάβει υπόψη τη συνολική εξέλιξη της κρίσης όσο και να διαβάσει το πολιτικό της αγώγιμο νήμα μ’ έναν τέτοιο τρόπο ώστε να το καταστήσει έναν όρο αναφοράς για δράση»[65].
Επανερμηνεύοντας την εργατίστικη έμφαση στον ρόλο του χρήματος για την καθυπόταξη της εργασίας στην παραγωγική διαδικασία, ο Berti χαρακτήρισε τις τρέχουσες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι νομισματικοί μηχανισμοί σε παγκόσμια κλίμακα ως «ακριβώς μια κρίση της λειτουργίας της καπιταλιστικής προσταγής στη βάση του ως τώρα δοσμένου συσχετισμού δυνάμεων»[66]. Έχοντας θέσει αυτές τις βάσεις, ο Berti προχώρησε ύστερα σε μια επίκριση μιας εκ των κεντρικών πτυχών της ανάγνωσης του ίδιου του Μαρξ για το χρήμα. Συγκεκριμένα, ο Berti ισχυρίστηκε ότι η εξάρτηση του Μαρξ στην ερμηνευτική λειτουργία της κατηγορίας του εμπορευματικού χρήματος -την οποία ο Berti διπλωματικά περιεγράψε ως να «διατηρεί μια ορισμένη σημασία»- «δεν ανταποκρίνεται πλέον άμεσα στην έμπρακτη καπιταλιστική πραγματικότητα απ’ την εποχή του Α’ ΠΠ κι ύστερα»[67]. Αντ’ αυτού, ο Berti ξεκίνησε να σκιαγραφεί μια εναλλακτική προσέγγιση που θεωρούσε ότι ταιριάζει καλύτερα σ’ ένα παγκόσμιο νομισματικό σύστημα που λειτουργεί υπό αρκετά διαφορετικούς όρους απ’ αυτούς που συναντάμε στην εποχή του Μαρξ. Το κλειδί σ’ αυτή την νέα κατανόηση ήταν μια ανάγνωση του ρόλου τόσο των εθνικών νομισματικών οργανισμώνξ όσο και των διεθνών εταιρειών στο μετά-Μπρέτον Γουντς περιβάλλον. Με τα λόγια του Berti, «[η] δημιουργία χρήματος, μ’ όλες τις συνέπειες που συνεπάγεται η διαδικασία αυτή με τους όρους της διανομής του εισοδήματος και της ισορροπίας του συστήματος, αποτελεί τώρα μια διαδικασία που εξαρτάται, σ’ ένα θεωρητικά απεριόριστο μέτρο, στις αποφάσεις της [εθνικής] κεντρικής τράπεζας»[68].
Απ’ αυτή τη σκοπιά, οι κεντρικές τράπεζες βλέπονταν ως να κατέχουν κάποιον βαθμό ευελιξίας για μικροπροώθηση της οικονομικής ανάπτυξης εντός του εθνικού πλαισίου, «μαγειρεύοντας» επιτοκία και την προσφορά χρήματος εντός των παραμέτρων των κυμαινόμενων ισοτιμιών. Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, τα εμπόδια που αντιμετωπίζει το κεφάλαιο στο να επανεπιβεβαιώσει την εξουσία του επί της εργασίας ήταν σημαντικά. Αν οι κεντρικές τράπεζες των δυτικών εθνών όπως η Ιταλία κατέληξαν ν’ αποκτήσουν μια νέα στρατηγική σημασία με τους όρους του κύκλου συσσώρευσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα «οικονομικά υποκείμενα που κρατούν στα χέρια τους τους μοχλούς του παραγωγικού μετασχηματισμού» ήταν πρώτα και κύρια οι πολυεθνικές εταιρείες, σώματα που αντιμετώπιζαν τεράστιες προκλήσεις στο «να παρουσιάσουν εαυτούς ως φορείς του γενικού συμφέροντος: την αναγκαία (μολονότι ιδεολογική) προϋπόθεση για την άσκηση πολιτικής εξουσίας». Τούτων λεχθέντων, δεν ήταν με κανέναν τρόπο σίγουρο τι μορφή ίσως λάβει «μια νεά τάξη [order] διακαπιταλιστικής εξουσίας και συνεπώς μια νέα διατάξη προσταγής», ούτε το πως ίσως καταφέρει να σχηματιστεί[69]. Βραχυπρόθεσμα, ο πληθωρισμός μπορούσε να βοηθήσει στο να γείρει προς μια ορισμένη πλευρά ο συσχετισμός δυνάμεων, δεδομένης της ικανότητάς του τόσο να υπονομεύει το εργατικό μερίδιο του συνολικού κοινωνικού πλούτου όσο και το να μετατοπίζει πλούτο εντός της ίδιας της καπιταλιστικής τάξης απ’ τους πιστωτές προς τους οφειλέτες· εδώ ο Berti συνιστά μια επανεξέταση της ανάλυσης του Μαρξ στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου για τη σχέση μεταξύ του ποσοστού κέρδους και του επιτοκίου. Αναφορικά με το ποιες είναι οι άλλες διαθέσιμες επιλογές, ο Berti κατέληξε στο να μην αποκλείσει ούτε το ενδεχόμενο ενός «αληθινού πολέμου» ούτε «το άνοιγμα μιας επαναστατικής διαδικασίας»[70]. Σε μια πιο λεπτομερή εξέταση της πολιτικής της κεντρικής τράπεζας της Ιταλίας, ο Berti συμπέρανε γι’ άλλη μια φορά ότι το θεμελιώδες πρόβλημα για το ιταλικό κεφάλαιο συνέχιζε να είναι η ανικανότητά του να επανεπιβεβαιώσει την προσταγή του επί της εργασίας εντός της παραγωγικής διαδικασίας[71]. Ως αποτέλεσμα, η σημαντικότερη συνέπεια της χαλάρωσης των πιστωτικών ροών της κεντρικής τράπεζας υπήρξε ο δανεισμός της βιομηχανίας για τη χρηματοδότηση νέων διατάξεων στον χώρο εργασίας -αποκέντρωση της παραγωγής, πειράματα στην οργάνωση της εργασίας, επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες- που σκοπεύαν να διαλύσουν το πόσο συμπαγής υπήρξε η ταξική συνθεσή που σφυρηλατήθηκε κατά το «Θερμό Φθινόπωρο».
Ένα άλλο άρθρο ενός άλλου μέλους της ομάδας εργασίας του Primo Maggio που συνεχίζει να έχει ενδιαφέρον και σήμερα, είναι εκείνο του Franco Gori για το ζήτημα των δημόσιων δαπανών. Ασκώντας πολεμική σε μια σειρά από απόψεις, συμπεριλαμβανομένης εκείνης του James O’Connor στο βιβλίο του The Fiscal Crisis of the State [Η Δημοσιονομική Κρίση του Κράτους], μια άποψη που είχε ασκήσει μεγάλη επιρροή, ο Gori επέλεξε ως αφετηρία του τις αυξανόμενες πιέσεις για κοινωνικές υπηρεσίες που επιβάλλαν στο κράτος διάφορα κομμάτια του πληθυσμού – τόσο μισθωτοί εργάτες εμπλεκόμενοι στην άμεση παραγωγική διαδικασία όσο κι άμισθοι προλετάριοι που εντοπίζονται στη σφαίρα της αναπαραγωγής. Όπως είχε αρχίζει να ισχυρίζεται μια σειρά κειμένων του Primo Maggio, κοιτώντας πάνω απ’ όλα τους αμερικανικούς αγώνες που καταγράφτηκαν απ’ τη Frances Fox Piven και τον Richard Cloward στο Regulating the Poor: The Functions of Public Welfare [Ρυθμίζοντας τους Φτωχούς: Οι Λειτουργίες της Δημόσιας Πρόνοιας], όλο και περισσότεροι απ’ όσους δεν έχουν τίποτα να πωλήσουν πέρα απ’ την ικανότητά τους για εργασία διεκδικούσαν όχι μόνο βελτιωμένες δημόσιες υπηρεσίες, μα και περισσότερο χρήμα απ’ το κράτος: όχι με την μορφή μισθού, για τον οποίο υποχρεώντουν να προσφέρουν σ’ αντάλλαγμα την εργασία τους, μα ως εισόδημα. Σύμφωνα με τον Gori, η σημασία αυτής της σύγκρουσης, η οποία στην ιταλική περίπτωση περιλάμβανε επίσης την μαζική άρνηση πληρωμής των αυξημένων κόστων κοινής ωφελείας, δεν έπρεπε να μας αποσπάσει την προσοχή από μια κριτική εξέταση των προκλήσεων που έθετε στη διαδικασία ανασύνθεσης [της τάξης] ο συνεχιζόμενος κατακερματισμός των αγώνων αυτών[72]. Οπότε, στο μεγαλύτερο μέρος του κειμένου του, ο Gori εστίασε την προσοχή του στις συνέπειες που είχε στη λειτουργία του κράτους εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας αυτό το νέο πλαίσιο αυξημένων πιέσεων για δημόσιες δαπάνες. Σύμφωνα με τον Gori, στην ιταλική περίπτωση, «η δομική φύση της αντίφασης μεταξύ δημόσιων δαπανών κι ισοζύγιου πληρωμών λαμβάνει έναν μη-αναστρέψιμο χαρακτήρα για ένα εθνικό σύστημα ανίκανο να ελέγξει το ίδιο του το εμπορικό έλλειμμα»[73].
Το πρόβλημα αυτό πρέπει με τη σειρά του να τοποθετηθεί εντός της ευρύτερης πρόκλησης που αντιμετωπίζει το κράτος καθώς προσπαθεί να διασφαλίσει ένα πλαίσιο για συνεχιζόμενη συσσώρευση. Το συμπέρασμά του ήταν δραστικό, αν κι όχι ασυνεπές με το πνεύμα της «πολιτικής» ανάγνωσης που από καιρό επιδίωκε να φέρει ο εργατισμός στην κριτική της πολιτικής οικονομίας:
εντός της διάρρηξης του γενικού νόμου του κέρδους και την ύφεση των ίδιων των θεμελίων του μηχανισμού της συσσώρευσης, η ακραία διεύρυνση των κρατικών λειτουργιών δημιουργεί τη δυνατότητα για τη διεύρυνση και τη διασφάλιση των σύνθετων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, ως καθαρές σχέσεις μιας κοινωνικής φύσης, πέρα απ’ την αποτελεσματική οικονομική τους επικύρωση[74].
Το τελευταίο μείζον κείμενο που παρήχθεισε από ένα μέλος της ομάδας εργασίας του Primo Maggio για το χρήμα εμφανίστηκε αρχικά στο δεύτερο και τελευταίο τεύχος του βορειοαμερικανικού περιοδικού Zerowork. Ξεκινώντας με μια έκθεση της διεθνούς κατάστασης, το άρθρο «Money in the World Crisis: The New Basis of Capitalist Power» [«Το Χρήμα στην Παγκόσμια Κρίση: Η Νέα Βάση της Καπιταλιστικής Εξουσίας»] του Christian Marazzi έστρεψε την προσοχή του στις συνέπειες του τέλους του Μπρέτον Γουντς για το κεφάλαιο, το κράτος και την εργασία σ’ εθνικό και τοπικό επίπεδο. Μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας του μας είναι οικείο. Ένα απ’ τα πιο επείγοντα ζητήματα για το κεφάλαιο ήταν να συγκρατήσει τις δημόσιες δαπάνες, ν’ ανακατευθύνει την αξία προς «παραγωγικές» επενδύσεις και να την απομακρύνει απ’ τις προσπάθειες της εργατικής τάξης -με τους άμισθους επί κεφαλής- να «μετατρέψει τους μισθούς σ’ εισόδημα μέσω της άρνησής της να λειτουργήσει ως εργασιακή δύναμη»[75]. Αυτή ήταν η σκοπιά απ’ την οποία μπορούσαν να κατανοηθούν καλύτερα οι περιφερειακές δημοσιονομικές κρίσεις όπως εκείνη της πόλης της Νέας Υόρκης: ο συνδυασμός της «πτωτικής κίνησης των ασθενών νομισμάτων και της ανοδικής κίνησης των επιτοκίων» που προήλθε απ’ τη νέα διεθνή διάταξη των κυμαινόμενων επιτοκίων, ανάγκασε τις τοπικές αρχές να περικόψουν τις κοινωνικές υπηρεσίες[76]. Έτσι, οι αρχές υποχρεώθηκαν να κινηθούν προσεκτικά ώστε να μην προξενήσουν μια μετωπική αντιπαράθεση που δεν ήταν σίγουρες ότι μπορούσαν να κερδίσουν. Αν κι οι ακριβείς γραμμές μιας νέας ταξικής σύνθεσης δεν μπορούσαν ακόμη να διακριθούν σ’ αυτό το σκηνικό, ο Marazzi μολαταύτα είδε μερικές ενδείξεις σε τομείς φαινομενικά μακρυά απ’ τον εργάτη-μάζα που είχε ηγηθεί του προηγούμενου κύματος συγκρούσεων, παραθέτοντας «συγκρούσεις που κυμαίνονται απ’ τις εξεγέρσεις της μαύρης νεολαίας στο Σοβέτο και το Λονδίνο ως τις ταραχές για τις τιμές των τροφίμων στην Πολωνία και την Αίγυπτο κι ως τις οξείες μάχες μεταξύ φοιτητών κι αστυνομίας στην Ιταλία και τη Βρετανία»[77].
Υπήρχε μια ορισμένη αμφισημία στη έκθεση του Marazzi αναφορικά με το ζήτημα του νόμου της αξίας. Δεν συμφωνούν όλοι οι κριτικοί: για τον George Caffentzis, το «Money in the World Crisis» «ανέπτυξε ένα παράπλευρο θέμα με το “τέλος της εργασίας”: το χρήμα δεν είναι πια μέρος της διαδικασίας μέτρησης της εργασίας»· έτσι, προσέφερε την «αφορμή για την επίσημη διάσπαση» και την εγκατάλειψη του εγχειρήματος Zerowork[78]. Προς την αρχή του άρθρου του, ο Marazzi επανερμηνεύει την εξάρτηση της στάσης του ίδιου του Μαρξ στον μοναδικό ρόλο που έπαιζε ο χρυσός ως εμπορευματικό χρήμα, πριν ισχυριστεί ότι ύστερα απ’ το 1971:
τόσο η εγχώρια όσο κι η διεθνής πίστωση έχουν αυξανόμενα μετασχηματιστεί σε πίστωση εκ του μηδενός, σε τεχνητά δημιουργημένο χρήμα το οποίο δεν βασίζεται πλέον σε συσσωρευμένη υπεραξία, μα αντ’ αυτού σε καμία υπάρχουσα αξία. Η απαίτηση το «τεχνητό χρήμα» να δρα ως μια παραγωγική δύναμη πέρα απ’ την αξία ενσωματωμένη σε αποθέματα χρυσού σημαίνει ότι πρέπει να γίνει χρήμα ως κεφάλαιο, δηλαδή, πρέπει να γίνει πίστωση η οποία προστάζει ξένη εργασία: το χρήμα πρέπει να γίνει προσταγή. Όμως, ακριβώς επειδή αυτή η μορφή χρήματος ως κεφάλαιο αποτελεί τόσο μια διεύρυνση όσο και μια εντατικοποίηση της βάσης της συσσώρευσης, ο χρυσός καταλήγει να λειτουργεί όλο και πιο περιθωριακά ως μέτρο της αξίας, και καταλήγει να εξαρτάται όλο και λιγότερο στον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας κι όλο και περισσότερο στην αυτοκρατορική προσταγή[79].
Σ’ αντίθεση με τον Νέγκρι (ή τον Berti), εδώ η προσταγή δεν παρουσιάστηκε ως κάτι απλώς αυθαίρετο, μα αντ’ αυτού ως να λειτουργεί (ή να προσπαθεί να λειτουργήσει) ως μια επέκταση κι αντικατάσταση του χρυσού στον ρόλο του ως μέτρο της αξίας, ακόμη και καθώς επιδίωκε το καθήκον του να ενθαρρύνει την εργασιακή δύναμη να παράξει επαρκή υπεραξία ώστε να μπορέσει ν’ ανακτηθεί το «χρηματικό ποσό που αρχικά προκαταβλήθηκε συν μια προσαύξηση». Την ίδια στιγμή, «[τ]ο ρίσκο είναι ότι βραχυπρόθεσμα μεταβατικά μέτρα ήδη λαμβάνουν τα χαρακτηριστικά μιας υψηλά ασταθούς μόνιμης έκτακτης ανάγκης για το καπιταλιστικό σύστημα στο σύνολό του»[80].
Όμως, αυτό δεν ήταν παρά ένα ρίσκο: παρέμενε η υπόνοια ότι όταν τελικά αποκατασταθεί η προσταγή επί της εργασίας -αυτό που ο Marazzi αποκάλεσε «την μόνη μακροπρόθεσμη διαφυγή του κεφαλαίου απ’ την κρίση»[81]- τότε ίσως παρομοίως αποκατασταθεί ένας περισσότερο «παραδοσιακός» ρόλος του χρήματος.
Πως αντιμετώπισαν οι κριτικοί της εποχής τις υποθέσεις του Primo Maggio; Ο Napoleoni, ένας εμπεριστατωμένος αναλυτής της αξιακής θεωρίας, αμφισβήτησε τον χαρακτηρισμό του Berti για τη θέση του αναφορικά με την μη-παραγωγική εργασία στον καπιταλισμό, καθώς κι επέκρινε αυτό που θεώρησε ως σύγχυση του Berti μεταξύ μιας άρνησης της εργατικής τάξης να παράξει υπεραξία και των δυσκολιών στην πραγματοποίηση της υπεραξίας στην μορφή του κέρδους σε περιόδους κρίσης. Η απάντηση του Berti επικεντρώθηκε στις πολιτικές συνεπαγωγές της στάσης του Napoleoni, τις οποίες επέκρινε ως ανίκανες ν’ αποδεσμευτούν από μια ρεφορμιστική λογική καθυποταγμένη στο κεφάλαιο[82]. Μια πιο συγκρατημένη εμπλοκή με το έργο του Berti ήρθε απ’ τη Suzanne de Brunhoff, μια Γαλλίδα μαρξίστρια που έχει ασχοληθεί ευρέως με ζητήματα νομισματικής πολιτικής και με τις απόψεις του ίδιου του Μαρξ για τη σημασία του χρήματος εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η De Brunhoff υπερασπίστηκε μια προσέγγιση τύπου «λογικής του κεφαλαίου» ενάντια στον «μεγάλο πειρασμό», όπως τον αποκάλεσε, που θέτει το «Money as Capital» με την αξίωσή του «να εδραιώσει άμεσα μια άμεση σύνδεση του πιστωτικού χρήματος με τη ταξική πάλη»[83] (και πράγματι, ισχνά ίχνη εργατίστικης επιρροής ήταν εμφανή σε τουλάχιστον ένα απ’ τα βιβλία της εκείνη την περίοδο)[84]. Ωστόσο, κατά την άποψη της De Brunhoff, μια προσεκτικότερη εξέταση του πλαίσιου του Berti αποδεικνύει ότι είναι ανίκανο να διακρίνει μεταξύ των αρκετά διαφορετικών λειτουργιών που καλείται ν’ αναλάβει το χρήμα στη τρέχουσα κατάσταση: για να πάρουμε ένα θορυβώδες παράδειγμα, το χρήμα δεν μπορεί να εξισωθεί απλουστευτικά με την πίστωση. Συμφωνώντας ότι «τα αποτελέσματα μιας ταξικής στρατηγικής επί εκεινών που εμφανίζονται ν’ αποτελούν καθαρά τεχνικές επιλογές» μπορούν να παρατηρηθούν στα χρόνια που ακολούθησαν άμεσα το «Θερμό Φθινόπωρο», η De Brunhoff τελικά συμπέρανε ότι:
το πρόβλημα με την ανάλυση του Berti κείτεται στην υπερβολή του για την ικανότητα της κεντρικής τράπεζας να παρέμβει στις πιστωτικές ροές κι επομένως στο σύνολο της οικονομικής συγκυρίας. Υπάρχει μια σύγχυση μεταξύ του εργαλειακού χαρακτήρα της νομισματικής πολιτικής (που περιγράφεται μ’ έναν κεϋνσιανό τρόπο) και του βαθμού της πολιτικής της βιωσιμότητας σ’ ένα δοσμένο πλαίσιο. Επομένως, ο τρόπο που αντιμετωπίζει ο Berti τον πληθωρισμό είναι εξαιρετικά φανξιοναλιστικός, τόσο με τους όρους των σκοπών του (η διάβρωση των ονομαστικών μισθών) όσο και με τους όρους των τρόπων λειτουργίας του (μέσω μιας άφθονης προσφοράς χρήματος απ’ την κεντρική τράπεζα). Ωστόσο, ο πληθωρισμός αποτελεί μια μορφή καπιταλιστικής κρίσης, καθώς κι ένα μέσο για την προσπάθεια να επιβληθεί στους εργάτες να μετακυληθεί στις πλάτες τους το κόστος της κρίσης. Αν η χαλάρωση των νομισματικών περιορισμών και των περιορισμών που βασίζονται στην αγορά καταστήσει εφικτό ν’ αναβληθούν οι τελικές πληρωμές και συνεπώς να διαλυθεί η κρίση στον χώρο και τον χρόνο, αυτό σίγουρα δεν εξαλείφει τους περιορισμούς αυτούς[85].
Γιατί το ντιμπέιτ του περιοδικού αναφορικά με τη νομισματική πολιτική έσβησε στα τέλη της δεκαετίας του 1970; Μέρος της αιτίας κείτεται στην ενέργεια που διοχέτευσε το Primo Maggio αλλού, ιδιαίτερο στο λεγόμενο «Κίνημα του 1977». Αυτό δεν σημαίνει ότι το περιοδικό απλώς έχασε το ενδιαφέρον του για το ζήτημα του χρήματος: αντιθέτως, η ανάδυση ενός νέου κύκλου κοινωνικής σύγκρουσης στην Ιταλία ενέγειρε θεμελιώδη ερωτήματα αναφορικά με τα νήματα που προσδένουν τη ταξική σύνθεση με το χρήμα[86]. Έτσι, προσπαθώντας να βγάλουν νόημα με το «παράξενο κίνημα των παράξενων φοιτητών»[87], στενά συνδεδεμένο με τους αγώνες στον τριτογενή τομέα, οι συντάκτες του περιοδικού ξεκίνησαν να διαβουλεύονται την ίδια τη χρησιμότητα της μαρξικής εκδοχής της κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Ο Μπολόνια υπήρξε αρκετά αισιόδοξος επ’ αυτού: σε μια ανάλυση, η οποία άσκησε μεγάλη επιρρόη, για το νέο κίνημα ως μια «φυλή τυφλοπόντικων», αναγνώρισε την «κρίση του εννοιολογικού μηχανισμού του παραδοσιακού μαρξισμού», συμπεριλαμβανομένων των κατηγοριών όπως το «εισόδημα», καλώντας για την ανάπτυξη «μιας δημιουργικής και πολιτικής επαναξιολόγησης των αναλυτικών κατηγοριών που χρησιμοποιούνται, μια “επανανακάλυψη” του Μαρξισμού»[88]. Για τον Μπολόνια, ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχαν οι νέες δυνατότητες συλλογικής δράσης κι ανάλυσης που προκύπταν απ’ τη διάδοση της βιομηχανικής σύγκρουσης απ’ τον κόσμο του εργάτη-μάζα σ’ άλλες στιγμές του κύκλου του κεφαλαίου. Για παράδειγμα, στην περίπτωση των τραπεζοϋπαλλήλων,
που συχνά θεωρούνται ότι ανήκουν σε έναν από τους προνομιακούς τομείς του εργατικού δυναμικού εξαιτίας των, σχετικά, υψηλών τους αμοιβών […] η σύνδεση με την ευρύτερη ταξική σύνθεση έχει διευκολυνθεί και από το μεγάλο αριθμό εργαζομένων τόσο στα πιστωτικά ιδρύματα, όσο και γενικότερα στον τομέα των υπηρεσιών, οι οποίοι έχουν εγγραφεί στα πανεπιστήμια. Το γεγονός πως οι τραπεζοϋπάλληλοι έχουν προσληφθεί από το τοκοφόρο κεφάλαιο τους έχει επιτρέψει από τη μία πλευρά να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο το κεφάλαιο διαχειρίζεται την κρίση και από την άλλη τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το χρήμα εντός της κρίσης[89].
Την ίδια στιγμή, ο Μπολόνια εμφανίστηκε να περιορίζει το ρίσκο του αναφορικά με τη θέση του για την ερμηνευτική αξία του πλαισίου που βασίζεται στην ανάλυση των αξιακών σχέσεων. Για παράδειγμα, σ’ ένα αναστοχαστικό του κείμενο τον Σεπτέμβριο του 1977 για την εφημερίδα Lotta Continua, ισχυρίστηκε ότι
οι έννοιες της παραγωγικότητας και του κέρδους δεν βγάζουν πλέον οικονομικό νόημα, και συνεπώς δεν είναι πλέον χρήσιμες για τον ορισμό, πχ, μιας ιεραρχίας ισχύος μεταξύ των διάφορων καπιταλιστικών κρατών. Μπορούμε οπότε να πούμε ότι οι όροι της ανταλλαγής αντ’ αυτού ορίζονται από μια σειρά μέτρων που μπορούμε ν’ αποκαλέσουμε χρηματική δικτατορία – πραγματικές «πράξεις ανομίας» ενάντια στον νόμο της αξίας […] Παραμένει το κέρδος μια οικονομική έννοια;[90]
Μολαταύτα, παρά τις όλες αναφορές του άρθρου του στο μοτίβο των Grundrisse περί της καταστροφής των «φραγμών της αξίας», ο Μπολόνια φαίνεται να συνεχίζει να θεωρεί ότι το παρόν στριφογύρισμα και σπαρτάρισμα του κεφαλαίου ν’ απελευθερωθεί απ’ την εξάρτησή του στην εργασία δεν μπορεί παρά ν’ αποτελέσει ένα προσωρινό μέτρο, το πρελούδιο για κάποιον νέο καθορισμό της
«ορθής» αναλογίας μεταξύ της αναγκαίας εργασίας και της υπεραξίας: «Σ’ αυτό το πεδίο [εκτός της παραγωγικής διαδικασίας, το κεφάλαιο] […] μπορεί ν’ ανακτήσει μερικά περιθώρια ελιγμών τα οποία αργότερα, με την ολοκλήρωση του κύκλου της κρίσης, μπορούν ν’ ανακυκλωθούν σε άμεση προσταγή επί εργασίας στα εργοστάσια […] Νέα εργοστάσια χτίζονται: περιμένουν νέους εργάτες»[91].
Καθώς εξελισσόταν η συζήτηση μεταξύ των συντακτών του περιοδικού, κατέστη σαφές ότι η θέση του Μπολόνια υπήρξε μεσολαβητική, με ένα διακριτό στρατόπεδο σε κάθε άκρη. Για παράδειγμα, τα μέλη της συλλογικότητας του Primo Maggio στο Τορίνο συνέχιζαν να τοποθετούν την πρωταρχική πολιτική έμφαση στην άμεση παραγωγική διαδικασία, και συνεπώς τη στρατηγική σημασία των εργατών που απασχολούνται εκεί για την εξαπόλυση μιας νέας επίθεσης «εντός κι ενάντια του κεφαλαίου». Ισχυριζόμενοι ότι μια νέα σχέση μεταξύ εργοστασίου και κοινωνίας ξεδιπλωνώταν, ο Marcello Messori κι ο Marco Revelli παραδέχτηκαν τη σημασία των προσπαθειών του κεφαλαίου να χρησιμοποιήσει τη νομισματική πολιτική ως ένα όπλο ενάντια στην εργασία, αλλά εμμέναν να τη θέσουν εντός του ευρύτερου πλαισίου της αναδιάρθρωσης στον χώρο εργασίας[92]. Η ανάλυσή τους, χωρίς ν’ αποτελεί μια πανηγυρική του εργάτη-μάζα, συμπέρανε ότι ένα απ’ τα πιεστικότερα προβλήματα ήταν το πως οι εργάτες των μεγάλων εργοστασιών μπορούσαν να κινηθούν πέρα από μια υπεράσπιση των κεκτημένων που κατοχυρώθηκαν μετά το «Θερμό Φθινόπωρο» και να εμπλακούν με κάποια απ’ τα θέματα και τις πρακτικές που ενστερνίστηκε το Κίνημα του 1977. Αυτό που έλαμπε διά της απουσίας του στο πλαίσιό τους ήταν οποιαδήποτε ανησυχία για την, ή απόρριψη της, αξιακής θεωρίας ως αναλυτικό εργαλείο. Ωστόσο, άλλοι συντάκτοι αυξανόμενα ήταν της άποψης ότι, ακόμη κι αναπλασμένες με εργατίστικους όρους, οι κεντρικές κατηγορίες του Μαρξ δεν είχαν πλέον καμία σημασία για όσους προσπαθούσαν να κατανοήσουν τόσο τα νέα κοινωνικά κινήματα όσο και τη τυραννία του κεφαλαίου με την οποία έρχονταν αντιμέτωποι. Σύμφωνα με τον Gori, η προσπάθεια να εφαρμοστεί ο μαρξισμός «εκτός του πεδίου της συνεκτικής του εφαρμοσιμότητας» δεν είχε παράξει παρά έναν «αφηρημένο φορμαλισμό»[93]. Με τους όρους της ταξικής ανάλυσης, τα κοινωνικά κινήματα που σχετίζονται με το νέο κίνημα δεν μπορούσαν να κατανοηθούν με τα «εργοστασιακά» γυαλιά που συνεχίζαν να παραμορφώνουν την όραση των εργατιστών. Ο Gori, αναφορικά με τη συζήτηση του Primo Maggio για το χρήμα, θεωρούσε ότι είχε υπάρξει «αποτελεσματική» για όσο διήρκησε, αλλά δυστυχώς σταμάτησε πολύ σύντομα, με τις πρακτικές του ιταλικού κράτους να την έχουν υπερβεί:
Το όλο δεύτερο μέρος της συζήτησης -το διαλυτικό αποτέλεσμα της πληθωριστικής πολιτικής στην μισθωτή λογική των αγώνων, ο μετασχηματισμός των δημοσίων δαπανών σ’ άμεσο έλεγχο επί εισοδήματος, ο σταδιακός καθορισμός των πιστωτικών και δημοσιονομικών οργανών σε λειτουργούς εξωτερικούς του πεδίου των εργοστασιακών σχέσεων- παρέμεινε είτε εκτός του σχήματος είτε καλύφθηκε μόνο από ένα δευτερεύον μέρος[94].
Όσο για τον Berti, η συνεισφορά του στο ντιμπέιτ αμφισβήτησε παρομοίως τη συνεχιζόμενη σημασία του εδραιωμένου εργατίστικου μηχανισμού [dispositif], σημειώνοντας (χωρίς όμως να επεξηγήσει περαιτέρω) «την εξάντληση του νόμου της αξίας ως κατηγορικό κόμβο ικανό να εξηγήσει τις κινήσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας»[95]. Τέλος, σ’ ένα κείμενο που παρουσιάστηκε ως μια συνεισφορά στην αναβίωση της ομάδας εργασίας του περιοδικού, ο Marazzi ανίχνευσε μέρος του προβλήματος πίσω στον εργατισμό της δεκαετίας του 1960, ο οποίος διαχωρίζοντας τις ποιοτικές πτυχές του νόμου της αξίας απ’ τις ποσοτικές εμπόδισε τις μετέπειτα προσπάθειες να ξεδιπλωθεί η καινοτόμος κατάσταση της δεκαετίας του 1970[96]. Για τον Marazzi, ακόμη κι η κατηγορία της
«επανάστασης από τα πάνω» είχε γίνει τροχοπέδη, στον βαθμό που αποτύγχανε να δει ότι «η γραμμικότητα στη διαδικασία μετασχηματισμού-οργανικής ανασύνθεσης του κεφαλαίου […] είχε διαλυθεί απ’ την ανάδυση της σύγκρουσης στην κοινωνική σφαίρα, στην κυκλοφορία-αναπαραγωγή»[97].
Δεδομένων τέτοιων αμφιβολιών αναφορικά με τον εννοιολογικό μηχανισμό του Μαρξ γενικά και της εργατίστικης εκδοχή του ειδικά, πολλοί απ’ την ομάδα εργασίας του Primo Maggio για το χρήμα επιλέξαν αντ’ αυτού να βρουν νέα γυαλιά για να διαβάσουν τη σχέση μεταξύ του χρήματος και της εξουσίας. Εγκαταλείποντας την αμφισημία του «Money in the World Crisis», ο Marazzi διαβεβαίωσε ότι «η επέκταση της κοινωνικής παραγωγικής εργασίας στη σφαίρα της κυκλοφορίας-αναπαραγωγής φέρνει ένα τέλος σ’ οποιαδήποτε κατηγορική διάκριση μεταξύ χρήματος ως κεφάλαιο και χρήματος ως εισόδημα»[98]. Πιθανόν υπήρχαν εδώ μερικές συγγένειες με τη λογική του Νέγκρι, ο οποίο είχε προσφάτα ισχυριστεί ότι η εργασία που εμπλέκεται στη σφαίρα της κυκλοφορίας είχε επίσης γίνει παραγωγική αξίας[99] – όπως πάντα όμως, ο Marazzi ακολούθησε τον δικό του δρόμο. Σ’ έννα άλλο κείμενο, αντηχώντας τον Gori, ο Marazzi διαμαρτυρήθηκε ότι «ο επαρχιωτισμός του εργατισμού είχε γίνει ένας κομψός τρόπος για να μιλά κανείς αφηρημένα για συγκεκριμένα ζητήματα», προσθέτοντας ότι «αντιμέτωπος μ’ αυτό το αδιέξοδο, ο Φουκώ φαίνεται να προσφέρει νέο υλικό»[100]. Ενώ το βλέμμα του παρέμεινε εστιασμένο στη σχέση μεταξύ χρήματος και ταξικής σύνθεσης, ο Marazzi συνέχισε να καλεί σε μια ανανεωμένη προσοχή στη σφαίρα της κυκλοφορίας, καθώς ήταν εκεί που «η κρίση των νομισμάτων» βρήκε «τον προνομιούχο τόπο εκδήλωσής της»:
Το πρόβλημα που τίθεται όλο κι επιτακτικότερα δεν είναι πια η επιστροφή σ’ ένα γενικό ισοδύναμο, σ’ ένα μέτρο, στη λειτουργία του της παραγωγής του κεφαλαίου, μα αντ’ αυτού η αναγκαιότητα να παγιωθεί ένα μέτρο για την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, για την αναπαραγωγή του εμπορεύματος «εργασιακή δύανμη»[101].
Απ’ την άλλη πλευρά, αυτή η απαισιοδοξία αναφορικά με τη συνάφεια του έργου του Μαρξ για μια σύγχρονη κατανόηση του χρήματος και της κρίσης δεν έπεισε όλους όσους ενδιαφέρονταν για το ζήτημα. Απ’ την πλευρά του, ο Νέγκρι θα προσέφερε ένα εύρος επιχειρημάτων αναφορικά με την αξιακή θεωρία που δεν είναι ιδιαίτερα αντιφατικοί με τον Marazzi, τον Berti και τους ομοίους τους, ισχυριζόμενος όμως παράλληλα ότι οι απόψεις αυτές στην πραγματικότητα διευκολύνουν την ανάκτηση ενός «Μαρξ πέρα απ’ τον Μαρξ», για τον οποίο το χρήμα αποτελούσε μια «ταυτολογία της εξουσίας»[102]. Στην πολεμική του ενάντια σ’ αυτό που αποκάλεσε «θεωρία της καθαρής κυριαρχίας του χρήματος» εκ μέρους του Primo Maggio, ένα άρθρο στο περιοδικό Collegamenti επιδίωξε να δώσει νέα πνοή στην ανάλυση του Μαρξ για τον χρήμα εγκαταλείποντας ρητά την εξάρτησή του στην κατηγορία του εμπορευματικού χρήματος[103]. Γράφοντας στο Unità Proletaria, ο Messori κι ο Revelli έλαβαν μια πορεία σ’ άμεση σύγκρουση με τους Gori, Marazzi και Berti, ταυτοποιώντας μια απ’ τις μεγαλύτερες αποτυχίες του εργατισμού το γεγονός ότι εγκατέλειψε τη θεωρία της αξίας («στη καλύτερη των περιπτώσεων, την ανήγαγε σ’ έναν καταναγκαστικό νόμο της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος»), κάτι που εξασθένησε την ικανότητα αυτής της πολιτικής τάσης να διαβάσει τη σχέση μεταξύ της τεχνικής και της πολιτικής σύνθεσης της εργατικής τάξης[104]. Τέλος, στις ίδιες τις σελίδες του Primo Maggio, ο Guido De Masi κάλεσε σε μια αντίκρουση των διάφορων μεταμαρξισμών, προασπίζοντας αντ’ αυτού «μια αναβίωση του νόμου της αξίας, με αυστηρά παραγωγικούς όρους, που εκφράζει το σθένος και την πολιτική κεντρικότητα της εργατικής τάξης»[105].
Μετά τον κατακλυσμό
Στη Δύση, θυμόμαστε τη δεκαετία του 1980 ως το απόγειο των ρηγκονομικών [η οικονομική πολιτική του Ρήγκαν] και της θατσερικής πολιτικής. Ωστόσο, ακόμη και πριν την εκλογή του Ρήγκαν ως πρόεδρο των ΗΠΑ, μπορούσε ν’ ανιχνευθεί μια δραματική μετατόπιση στην παγκόσμια νομισματική πολιτική, καθώς «η χαλαρότητα των αμερικανικών νομισματικών πολιτικών που χαρακτηρίσαν το σύνολο της εποχής του Ψυχρού Πολέμου έδωσαν τη θέση τους σε μια πρωτόγνωρη αυστηρότητα»[106]. Μόνο μερικά χρόνια νωρίτερα, ο Marazzi είχε διαβεβαιώσει ότι «[ο] μονεταρισμός κι οι πολιτικές που προκύπτουν απ’ αυτόν προϋποθέτουν έναν συσχετισμό ταξικών δυνάμεων καθυποταγμένων στο χρήμα ως κεφάλαιο. Όμως, ένας τέτοιος συσχετισμός δεν μπορεί να υποτεθεί στην παρούσα κατάσταση»[107].
Τώρα όμως, καθώς η μια εργατική ήττα ακολουθούσε ανήλεα την άλλη (τουλάχιστον στη Δύση, ξεκινώντας απ’ την ίδια την Ιταλία), έγινε αυξανόμενα προφανές ότι όλα τα παλιά συμπεράσματα ήταν λάθος, κι ότι γεννιόταν μια νέα κι αισθητά πιο ζοφερή φάση για τις ταξικές σχέσεις.
Όσοι είχαν συμμετάσχει στα εργατίστικα ντιμπέιτ της δεκαετίας του 1970 ακολούθησαν διάφορα μονοπάτια μετά το 1980. Με την «Κόκκινη Ακαδημία» στη Πάδοβα να έχει διαλυθεί απ’ την καταστολή, ο Μπολόνια αναζήτησε καταφύγιο για μια σειρά ετών στη Γερμανία, όπου συνέχισε την εστίασή του στους εργάτες των μεταφορών και τα νέα κοινωνικά κινήματα. Το Primo Maggio συνέχισε το έργο του για την ιστορία της εργατικής τάξης και τους σύγχρονους αγώνες ενάντια στην αναδιάρθρωση στους χώρους εργασίας, λίγες όμως απ’ τις σελίδες του αφιερώνονταν πια στην άλλη θεμελιώδη σανίδα της «επανάστασης από τα πάνω»: τη νομισματική πολιτική. Μια σημαντική εξαίρεση υπήρξε η έκθεση του Riccardo Bellofiore το 1982 αναφορικά με την προσπάθεια περιορισμού του ιταλικού συστήματος τιμαριθμικής αναπροσαρμογής των μισθών, ένα κείμενο που δεν έχει ενδιαφέρον μόνο για τους στοχασμούς του αναφορικά με τις συνδέσεις μεταξύ πληθωρισμού και συσσώρευσης, μα επίσης για τις συνεπαγωγές των διάφορων πολιτικών αποφάσεων για μια ιταλική εργατική τάξη που είχε βαλκανοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό απ’ τα μέσα του 1970 κι ύστερα.
Ενώ ο Berti διατήρησε το ενδιαφέρον του για το ζήτημα του χρήματος, τώρα βρισκόταν σε πολιτικούς χώρους κι οπτικές που ολοένα απομακρύνονταν απ’ το «Money as Capital». Γράφοντας το 1981, συμπέρανε ότι η κριτική της πολιτικής οικονομίας έχει αποκοπεί ανεπανόρθωτα απ’ τις πραγματικές διαδικασίες κοινωνικής αλλαγής:
Ο μαρξισμός δεν αποτελεί πια σήμερα αυτό που ήταν παλιότερα, εκείνο που αποτέλεσε πιθανόν για τελευταία φορά σ’ αυτή τη ταραχώδη ιταλική μιάμιση δεκαετία: τη γλώσσα που μιλάν τα υποκείμενα του μετασχηματισμού. Δεν παράγει πια κίνηση, ταύτιση, ρήξη. Αποτελεί μόνο τον θόρυβο μιας ήττας, το πεδίο γυμναστικής των αντιγραφέων που θάβουν το πράσινο πεδίο της πράξης κάτω απ’ τα ασήμαντα κείμενά τους[108].
Πιο συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι η θεμελίωση της κατανόησης του Μαρξ για τον καπιταλισμό στην έννοια του εμπορευματικού χρήματος τον οδήγησε σε μια ανικανότητα να κατανοήσει τα σύγχρονα φαινόμενα όπως ο μόνιμος πληθωρισμός[109]. Κοιτώντας πίσω μερικά χρόνια αργότερα τη σημασία του έργου του Primo Maggio, ο Berti θεωρούσε ότι ο ζουρλομανδύας του μαρξισμού απέτρεψε το περιοδικό τόσο απ’ το να εγκαταλείψει την άμεση παραγωγική διαδικασία ως το κεντρικό σημείο αναφοράς του πλαισίου ανάλυσής του, όσο κι απ’ το να εμπλακεί με τις σημαντικές θεωρητικές καινοτομίες που προσφέρονταν απ’ τον Φουκώ, τον Luhmann και τους ομοίους τους. Ως αποτέλεσμα, η υπόσχεση του έργου των εργατιστών για το χρήμα παρέμεινε ανεκπλήρωτο, με «τον ιό των σημαντικών θεωρητικών κι αναλυτικών εξελίξεων» που περιέχονταν σ’ αυτό ν’ αφεθούν στον μαρασμό χωρίς ν’ αναπτυχθούν[110]. Μόνο ένα εκ των κειμένων του Berti τη δεκαετία του 1980 καταπιάστηκε με τα ζητήματα των κοινωνικών κινημάτων και του πληθωρισμού πλάι-πλάι[111], κι έπεσε στον Marazzi το βάρος του να γραφτεί τη δεκαετία εκείνη μια σημαντική ανάλυση του χρήματος και της ταξικής σύνθεσης από έναν πρώην συντάκτη του Primo Maggio[112]. Το εν λόγω κείμενο κεντρίζει το ενδιαφέρον και βρίθει εκπληκτικών αναφορών, όμως ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει ότι η ανάλυση της ταξικής ανασύνθεσης ξεδιπλώνεται μ’ όλο και περισσότερο αφηρημένους όρους εντός ενός πλαισίου όπου «δεν υπάρχει πλέον υπόσταση, θεμέλιο, τίποτα: μόνο η θέληση του κράτους (μέσω νομισματικής ρύθμισης) καθορίζει την κατεύθυνση των κοινωνικών μετασχηματισμών».
Απ’ αυτή τη σκοπιά, τα θέματα που εγέρθηκαν απ’ τον ιταλικό εργατισμό αναφορικά με τον χρήμα διατηρήθηκαν ζωντανά σε κάποια μορφή κυρίως μόνο στο έργο άλλων, αλλού. Πίσω τώρα στην Ελβετία, ο Marazzi συνέχισε να χαράσσει τη διακριτή του πορεία γύρω απ’ το ζήτημα του χρήματος και του χρηματοπιστωτισμού[113]. Στη Βρετανία, ο Werner Bonefeld κι ο John Holloway διερεύνησαν τη ταξική πολιτική του χρήματος από μια «ανοικτή μαρξιστική» σκοπιά που μοιράζεται ορισμένες συγγένειες με τον εργατισμό, ενώ στις ΗΠΑ ο Χάρρυ Κλήβερ, έναν πρώην συντάκτης του Zerowork, εξέτασε τόσο την πολιτική του διεθνούς χρέους όσο και το γενικότερο ερώτημα του χρήματος ως ένα μέσο ταξικής κυριαρχίας[114]. Το περιοδικό Midnight Notes, επίσης απ’ τη βόρεια Αμερική, παρομοίως αφιέρωσε μεγάλη προσοχή κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1990 στη χρήση των προγραμμάτων δομικής προσαρμογής [του ΔΝΤ] κι άλλων εργαλείων για την επιβολή νομισματικής πειθαρχίας στην εργασιακή δύναμη στον παγκόσμιο Νότο[115]. Ωστόσο, υπήρξαν δύο αξιοσημείωτες εξαιρέσεις σ’ αυτή τη γεωγραφική μετατόπιση. Η μία εξ αυτών συμπεριλάμβανε το περιοδικό Altreragioni, όπου πρώην συντάκτες του Primo Maggio υπήρξαν μεταξύ εκείνων που εξετάσαν τη δεκαετία του 1990 σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα στο πλάι νεώτερων συγγραφέων μ’ ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για νομισματικά ζητήματα[116]. Η δεύτερη εξαίρεση επίσης περιλαμβάνει έναν αριθμό ακαδημαϊκών που παλιότερα γράφαν για το Primo Maggio για χρηματοπιστωτικά ζητήματα, οι οποίοι κατά τη δεκαετία του 1980 συνεισφέραν στην ανάπτυξη μιας διακριτής ιταλικής ανάγνωσης της θεωρίας του νομισματικού κυκλώματος, μια προσέγγιση που έχει γίνει γνωστή στον αγγλόφωνο κόσμο μέσω των γραπτών του Augusto Graziani και του Riccardo Bellofiore[117]. Συγκεκριμένα, ως κομμάτι αυτής της διαδικασίας, οι συγγραφείς αυτοί θ’ ακολουθούσαν τώρα ρητά μερικές απ’ τις σημαντικότερες συνεπαγωγές για την κριτική της πολιτικής οικονομίας που αναφέρθηκαν στις συζητήσεις της δεκαετίας του 1970, αναπτύσσοντας τη δική τους εκδοχή μιας «θεωρίας της αξίας χωρίς εμπορευματικό χρήμα»[118].
Μερικοί σύντομοι συμπερασματικοί συλλογισμοί
Εξετάζοντας την ευρωπαϊκή νομισματική κρίση του 1856, ο Μαρξ είχε χαρακτηρίσει τις επιταγές της «Παλιάς Ευρωπαϊκής Κοινωνίας» ως εξής: «Στην πολιτική, λατρεία του ξίφους· στην ηθική, γενική διαφθορά κι υποκριτική επιστροφή σε περασμένες δεισιδαιμονίες· στην πολιτική οικονομία, μανία του να πλουτίσεις χωρίς τα δεινά του να παράγεις»[119]. Ενώπιον αυτού, υπάρχουν εδώ πολλά που αντηχούν με την παγκόσμια σκηνή 150 χρόνια αργότερα. Όπως πρόσφατα ισχυρίστηκε ο Loren Goldner, υπάρχουν επίσης πολλά που αντηχούν μεταξύ της παγκόσμιας σκηνής του σήμερα με τις καταστάσεις της δεκαετίας του 1970[120]. Η χρηματοπιστωτική μιζέρια αποτελεί ένα σταθερό θέμα στις ειδήσεις (υπάρχει ακόμη και συζήτηση για την επιστροφή του στασιμοπληθωρισμού), η τιμή του πετρελαίου είναι ξανά ανοδική κι οι ΗΠΑ γι’ άλλη μια φορά βυθίζονται σε μια στρατιωτική σύγκρουση που είναι αδύνατο να κερδίσουν. Για τους λόγους αυτούς και μόνο, η επανεξέταση των ντιμπέιτ που έγιναν 30 χρόνια πίσω μπορούν επίσης να έχουν αξιοσημείωτο ενδιαφέρον, ειδικά ιδωμένων μέσα απ’ τις μετέπειτα προσπάθειες να επαναστατικοποιηθεί η κεφαλαιακή σχέση από τα πάνω μέσω μονεταριστικών πολιτικών κι ιδεολογιών. Την ίδια στιγμή, υπάρχουν πολλά που έχουν αλλάξει στην πολιτική του χρήματος: πχ, με όρους χρηματοπιστωτικών αγορών, η εικόνα έχει γίνει πολύ περισσότερο σύνθετη (και δεν έχει βελτιωθεί καθόλου) με την ανάδυση νέων διαδικασιών όπως η τιτλοποίηση, ενώ η συνεχιζόμενη διεθνοποίηση των χρηματαγορών έχει περιορίσει την ικανότητα των κεντρικών τραπεζών για ελιγμούς συγκριτικά με παλιότερα. Ωστόσο, πιθανόν η μεγαλύτερη διαφορά με τη δεκαετία του 1970 είναι η απουσία οποιουδήποτε απροκάλυπτου κύματος ταξικής σύγκρουσης που ίσως θ’ αμφισβητούσε την κεφαλαιακή σχέση από τα κάτω, μολονότι η αυξανόμενη παγκόσμια δημοσιότητα που έχουν λάβει οι πολιτικές των τροφίμων και του χρέους δημιουργούν την ελπίδα ότι μερικά έμπρακτα παραδείγματα των σύγχρονων δεσμών μεταξύ χρήματος και ταξικής σύνθεσης σύντομα θα επιδείξουν γι’ άλλη μια φορά «μέσα σε ποια όρια οι χρηματικές μεταρρυθμίσεις κι οι κυκλοφοριακές μετατροπές μπορούν ν’ αναμορφώσουν τις σχέσεις παραγωγής και τις κοινωνικές σχέσεις που βασίζονται πάνω τους»[121].
Πως ν’ αξιολογήσουμε την εργατίστικη συζήτηση για το χρήμα; Το πρώτο πράγμα που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι οι μεταβλημένες συνθήκες της δεκαετίας του 1980 σύντομα κατέστησαν μη-λειτουργικές πολλές απ’ τις υποθέσεις που δικαιολογούσαν τις εργατίστικες οπτικές. Πιθανόν είχε πράγματι προκύψει μια «κρίση του νόμου της αξίας» λόγω της ανικανότητας του κεφαλαίου να δαμάσει την εργασία στον χώρο εργασίας· ακόμη όμως κι αν δεχτούμε κάτι τέτοιο, η αποκατάσταση της τάξης που ακολούθησε τις εργατικές ήττες στην Ιταλία κι αλλού, έβαλε ένα τέλος σ’ αυτούς τους ισχυρισμούς. Εν τω μεταξύ, η σπειροειδής ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας υπαινίχτηκε ότι πολλοί κεφαλαιακοί δρώντες συνέχισαν να επιζητούν να παρακάμψουν τη σφαίρα της παραγωγής με την ελπίδα «το χρήμα να γεννήσει χρήμα». Κάνοντας αυτό, πιθανόν συνειδητά στοχεύουν να «[στοιχηματίσουν] σε μελλοντική εκμετάλλευση εργασίας»[122]. Ωστόσο, αυτό που φαίνεται λιγότερο πειστικό είναι ότι το κάνουν αυτό ελλείψει κάποιου εξεγερμένου πρωταγωνιστή στον χώρο εργασίας. Ο Karl Heinz Roth, στο κείμενό του που πλαισιώνει την παρούσα ανθολογία κειμένων, υπέδειξε μ’ αρκετές λεπτομέρειες το πόσο σύνθετα έχουν γίνει σήμερα τα ζητήματα της ταξικής σύνθεσης κι ανασύνθεσης: η συνολική εικόνα που αναδύεται απ’ την έρευνά του δεν είναι καθόλου αισιόδοξη, μολονότι δεν αναφέρεται μόνο σε κινδύνους μα και σε νέες δυνατότητες αγώνα[123]. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το εντυπωσιακό είναι ότι, ενώπιον της ήττας των μεγάλων κύκλων αγώνων που συνδέθηκαν με το «1968», πολλοί απ’ αυτούς τους πρώην εργατιστές που συνεχίζουν να επιμένουν ότι «ο νόμος της αξίας» έχει πάψει να λειτουργεί, έχουν απλώς γυρίσει την πλάτη τους στην (ποικιλόμορφη) πλειοψηφία όσων δεν έχουν τίποτα να πουλήσουν πέρα απ’ την ικανότητά τους για εργασία. Ενώ εκείνοι στους οποίους εστιάζουν αντ’ αυτού την προσοχή τους ίσως ν’ αποτελούν ένα κομμάτι του συνολικού παζλ, η επιλογή αυτή φαίνεται να συγχέει την ήττα μιας ιδιαίτερης ταξικής σύνθεσης με τη γενική ύφεση της ίδιας της εργατικής τάξης.
Ο Roth καλεί επιπλέον σε μια «”αποϋποστασιοποίηση” και δυναμικοποίηση της σκέψης μας, πηγαίνοντας πέρα απ’ τον Μαρξ, αναφορικά με τη θέση της εργασίας στο οικονομικό πεδίο του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού»[124]. Φυσικά, οι ίδιες οι βάσεις επί των οποίων λειτουργούσαν οι εργατιστές τη δεκαετία του 1970 είναι θεμελιωδώς προβληματικές ώστε να ξεκινήσουμε απ’ αυτές. Το λιγότερο, ορισμένα απ’ τα συμπεράσματά τους αναφορικά με τη διαδικασία της ταξικής σύνθεσης -για παράδειγμα, αυτό που ο Νέγκρι κάποτε αποκάλεσε «τη θεμελιώδη θέση που βρίσκεται στη βάση του εργατισμού […] εκείνη μιας σταδιακής αφαίρεσης της εργασίας παράλληλα με την κοινωνικοποίησή της»- ίσως χρειάζεται να επανεξεταστούν αν θέλουμε η ανάλυση της ταξικής σύνθεσης να παραμείνει ένα χρήσιμο εργαλείο της κοινωνικής κριτικής. Όσο για το ζήτημα του χρήματος, μεταξύ όσων ακόμη ενδιαφέρονται γι’ αυτό το ζήτημα, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια γενική συμφωνία αναφορικά με το πως θα πρέπει να είναι μια μαρξική θεωρία του χρήματος στην καπιταλιστική κοινωνία, μολονότι η ιδέα ότι «στη θεωρία του Μαρξ, το χρήμα δεν χρειάζεται να είναι εμπόρευμα»[126] φαίνεται σιγά-σιγά να κερδίζει έδαφος.
Συνοψίζοντας: παρά τα ελαττώματά τους, οι καλύτερες εκ των προσπαθειών του εργατίστικου εγχειρήματος μπορούν να μας διδάξουν ότι οποιαδήποτε σοβαρή απόπειρα ν’ αναλάβουμε το καθήκον να εξετάσουμε σήμερα «τη συγκρότηση μιας παγκόσμιας εργατικής τάξης» πρέπει να καταπιαστεί με το ζήτημα του χρήματος στον ίδιο βαθμό που καταπιάνεται και με το ζήτημα της εργασιακής διαδικασίας. Με τους όρους του πως να καταπιαστούμε μ’ αυτό το δύσκολο καθήκον, υπάρχουν επίσης πολλά να μάθουμε απ’ την επιμονή του Primo Maggio ότι η κριτική πρέπει ν’ αποτελεί μια συλλογική διαδικασία αν είναι να υπηρετήσει τους σκοπούς της κοινωνικής αυτοοργάνωσης και της κοινωνικής ισότητας. Όσο για τις προοπτικές που αντιμετωπίζει η κριτική της πολιτικής οικονομίας, κι αν η συνεχιζόμενη σημασία της απαιτεί την απόρριψη της αξιακής θεωρίας, η εμπειρία του ιταλικού εργατισμού προσφέρει μια σειρά καινοτόμων προσπαθείων μιας νέας ανάγνωσης αυτής της πτυχής της μαρξικής παράδοσης μέσω μιας συνάντησης με την πραγματικότητα του παρόντος, ακόμη κι αν πολλές απ’ τις συνεπαγωγές αυτής της νέας ανάγνωσης μένει ν’ αποσαφηνιστούν.
Αναλογιζόμενος τη σημασία του ντιμπέιτ στο Primo Maggio τη δεκαετία του 1970, ο Μπολόνια ισχυρίστηκε με μια κάποια δικαιολογημένη ικανοποίηση ότι:
δείξαμε ότι το χρήμα έχει σημασία: στον σχηματισμό των τάξεων, στη συγκρότηση του νεωτερικού κράτους, στους μηχανισμούς μέσω των οποίων εξελίσσονται οι κρίσεις. Χωρίς το χρήμα και την πίστωση δεν θα υπήρχε καπιταλιστική οικονομία. Το χρήμα ήταν (και παραμένει) ένα πολιτικός παράγοντας πρωτίστης σημασίας: όποιος επιδιώκει ν’ αναπτύξει μια πολιτική κουλτούρα είναι απαραίτητο να γνωρίσει τα μυστικά του χρήματος[127].
Όπως πάντα στη σύντομη ιστορία του εργατισμού, υπάρχουν πολλά να μάθουμε απ’ τα ερωτήματα που έθεσαν οι ακολουθητές του, ακόμη κι όταν οι απαντήσεις που προσέφεραν αποδείχτηκαν στην πορεία λιγότερο από ικανοποιητικές. Αν είναι ν’ αναπτύξουμε αυτή την «πολιτική κουλτούρα» στην οποία αναφέρεται ο Μπολόνια -μια πολιτική κουλτούρα επαρκή για τις προκλήσεις της εποχής μας- χρειάζεται ν’ αφιερώσουμε πολύ απ’ την ενέργειά μας σε μια συλλογική κατανόηση της σχέσης μεταξύ χρήματος και ταξικής σύνθεσης. Απ’ αυτή την άποψη, έχουμε ακόμη πολλά να μάθουμε απ’ την κριτική επανεξέταση, σ’ ακόμη μεγαλύτερο βάθος, του πως, στην εποχή τους, οι εργατιστές αποπειράθηκαν να «φέρουν την μαρξική (και μαρξιστική) σύλληψη της εργασιακής θεωρίας της αξίας και την ιστορία της εργασίας, αντιμέτωπη με τις […] [σύγχρονες] παγκόσμιες σχέσεις»[128].
Σημειώσεις:
1. Μάριο Τρόντι, Operai e capital, δεύτερη έκδοση, εκδόσεις Einaudi, 1971, σελ. 15.
2. Ό.π., σελ. 89.
3. Τζιοβάνι Αρρίγκι, Adam Smith in Beijing: Lineages of the Twenty-First Century, εκδόσεις Verso, 2007, σελ. 20.
4. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2002, σελ. 183.
5. Πρβλ Diane Elson, «The Value Theory of Labour» στο Diane Elson, ed, Value: The Representation of Labour in Capitalism, εκδόσεις CSE Books, 1979.
6. Μαρξ, ό.π., σελ. 103-106.
7. Chris Arthur, The New Dialectic and Marx’s Capital, εκδόσεις Haymarket, 2004.
8. Max Henninger, «Doing the Math: Reflections on the Alleged Obsolescence of the Law of Value under Post-Fordism», Ephemera, vol. 7, no. 1, 2007.
9. Μαρξ, ό.π., σελ. 160, 163 & 229.
10. Augusto Graziani, «Let’s Rehabilitate the Theory of Value», International Journal of Political Economy, vol. 27, no. 2, 1983 σελ. 22.
11. Τρόντι, ό.π., σελ. 224-225.
12. Guido Baldi, «Theses on Mass Worker and Social Capital», Radical America, vol. 6, no. 3, Μάιος-Ιούνιος 1972, σελ. 14.
13. Ό.π., σελ. 11.
14. Αντόνιο Νέγκρι, «Ο Κέυνς και η Καπιταλιστική Θεωρία του Κράτους» στο Παντσιέρι, Νέγκρι & Τρόντι, Νεοκαπιταλισμός και Επαναστατικό Κίνημα, εκδόσεις Κομμούνα, σελ. 126.
15. Μάριο Τρόντι, «Internazionalismo vecchio e nuovo», Contropiano 3, 1968, σελ. 508.
16. Potere Operaio, «A Struggle that Costs So Much Must Pay Much More», Potere Operaio, vol. 6, no. 23-29, 1969, σελ. 35.
17. Classe, «Le lotte alle FIAT. Documenti», La Classe 2, 1970, σελ. 214.
18. Classe, «Il rifiuto del lavoro», La Classe, vol. 6, no. 4, 1980, σελ. 35.
19. Guido Carli, «Guido Carli with Eugenio Scalfari» στο Furio Colombo, ed, In Italy: Postwar Political Life, εκδόσεις εκδόσεις Karz, 1987, σελ. 206.
20. Αντόνιο Νέγκρι, «Marx on Cycle and Crisis» στο Αντόνιο Νέγκρι, Revolution Retrieved: Selected Political Writings on Marx, Keynes, Capitalist Crisis and New Social Subjects, 1967-1983, εκδόσεις Red Notes, 1988, σελ. 66.
21. Καρλ Μαρξ, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας [Grundrisse], τόμος Β’, εκδόσεις Στοχαστής, 1990, σελ. 338.
22. Χάρρυ Κλήβερ, «Εισαγωγή» στο Χάρρυ Κλήβερ, Διαβάζοντας το «Κεφάλαιο» Πολιτικά.
23. Romano Alquati, «Composizione organica del capitale e forza-lavoro alla Olivetti» στο Romano Alquati, Sulla FIAT e altri scritti, εκδόσεις Feltrinelli, 1975.
24. Τρόντι, Operai e capital, σελ. 232.
25. Dalla Costa & James, The Power of Women and the Subversion of the Community, εκδόσεις Falling Wall Press, 1972 [Σ.τ.Μ.: πρόκειται για ένα απόσπασμα από μια σύντομη εισαγωγή η οποία δεν υπάρχει στην ελληνική έκδοση του βιβλίου].
26. John Holloway, «The Abyss Opens: The Rise and Fall of Keynesianism» στο Bonefeld & Holloway, eds, Global Capital, National State and the Politics of Money, εκδόσεις St. Martin’s Press, 1996, σελ. 29.
27. Giario Daghini, «Sul “valore del lavoro”», Aut Aut 123-124 και Giario Daghini, «Genesi e funzione della forma denaro in Marx», Aut Aut 128, 1972.
28. Αντόνιο Νέγκρι, «Crisis of the Planner-State: Communism and Revolutionary Organisation» στο Αντόνιο Νέγκρι, Books for Burning: Between Civil War and Democracy in 1970s Italy, εκδόσεις Verso, 2005, σελ. 23, τροποποιημένη μετάφραση απ’ τον Steve Wright.
29. Νέγκρι, ό.π., σελ. 23, 24 & 4.
30. Potere Operaio, «Produzioni di merci a mezzo di commando», Potere Operaio 49, 1972.
31. Potere Operaio, «La classe operaia americana è dalla nostra parte: Lettera da New York», Potere Operaio 47-48, 1972.
32. Paulo Carpignano, «U.S. Class Composition in the Sixties», Zerowork 1, 1975, σελ. 23.
33. Potere Operaio, «Crisi del sistema monetario: “Ben scavato, vecchia talpa!”», Potere Operaio, vol. 43, no. 25, 1971.
34. Καρλ Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2010.
35. Πωλ Μάτικ, «Nixon’s “New” Economic Policy», Radical America, vol. 6. no. 1, 1972, σελ. 12.
36. Πωλ Μάτικ, Economics, Politics and the Age of Inflation, εκδόσεις Merlin Press, 1980, σελ. 78.
37. Σέρτζιο Μπολόνια, «Money and Crisis: Marx as Correspondent of the New York Daily Tribune, 1856-1857», Common Sense 14, Οκτώβριος 1993.
38. Αντόνιο Νέγκρι, «Marx on Cycle and Crisis», ό.π., σελ. 69.
39. Μαρξ, Grundrisse, τόμος Β’, σελ. 336.
40. Σέρτζιο Μπολόνια, «Questioni di metodo per l’analisi del piano chimico», Quaderni Piacentini, 48-49, 1973, σελ. 83.
41. Augusto Graziani, «Introduzione» στο Augusto Graziani, ed, L’economia italiana dal 1945 a oggi, εκδόσεις Il Mulino, 1979, σελ. 96 και κάτω.
42. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος τρίτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1978, σελ. 553.
43. Σέρτζιο Μπολόνια, «Petrolio e mercato mondiale: cronistoria di una crisi», Quaderni Piacentini 52, 1974, σελ. 10 & 11.
44. Για τις σκέψεις των μεταφραστών επ’ αυτού, βλέπε, πχ, «Editorial Acknowledgements and Translators’ Note» στο Αντόνιο Νέγκρι, Books for Burning.
45. Αντόνιο Νέγκρι, «Preface to the Italian Edition: 1997 – Twenty Years Later and Prefatory Note to the English Translation» στο Αντόνιο Νέγκρι, Books for Burning, σελ. xlvii.
46. Αντόνιο Νέγκρι, «Tesi sulla crisi» στο Μπολόνια, Carpignano & Νέγκρι, eds, Crisi e organizzazione operaia, εκδόσεις Feltrinelli, 1974, σελ. 170.
47. Σέρτζιο Μπολόνια, «Introduzione», στο N. Moszkowska, Per la critica delle teorie moderne delle crisi, εκδόσεις Musolini editore, 1974, σελ. xvii.
48. Βλέπε Steve Wright, Η Έφοδος στον Ουρανό: Ταξική Σύνθεση και Ταξική Πάλη στον Ιταλικό Αυτόνομο Μαρξισμό, εκδόσεις Κόκκινο Νήμα, 2012, κεφάλαιο «Η Κατάρρευση του Εργατισμού».
49. Σέρτζιο Μπολόνια, «An Overview» στο Red Notes, eds, Italy 1977-1978: “Living with an Earthquake”, δεύτερη έκδοση, 1978, σελ. 39.
50. Lapo Berti, «Al cuore dello stato e ritorno», Primo Maggio 11, 1978, σελ. 9.
51. Σέρτζιο Μπολόνια, «La ricerca del gruppo di “Primo Maggio”» στο Berti & Fumagalli, L’antieuropa delle monete, εκδόσεις manifestolibri, 1993· Μπολόνια, «Money and Crisis: Marx as Correspondent of the New York Daily Tribune, 1856-1857», ό.π.
52. Roman Rosdolsky, The Making of Marx’s Capital, εκδόσεις Pluto Press, 1977, σελ. 7, σημείωση 35.
53. Μπολόνια, «Money and Crisis: Marx as Correspondent of the New York Daily Tribune, 1856-1857», ό.π., τροποποιημένη μετάφραση του Steve Wright.
54. Ό.π.
55. Ό.π.
56. Ό.π.
57. Ό.π.
58. Ό.π.
59. Ό.π.
60. Marco Revelli, «Fascismo come “rivoluzione dall’alto” (1920-1925)», Primo Maggio 5, 1975, σελ. 68 & 65.
61. Ό.π., σελ. 72.
62. Σέρτζιο Μπολόνια, «Per la storia dell’Internazionale comunista», Primo Maggio 5, 1975, σελ. 92.
63. Bermani & Cartosio, «Dieci anni di “Primo Maggio”», Primo Maggio, 19-20: 22-25, 1984, σελ. 5-6.
64. Σέρτζιο Μπολόνια, «La ricerca del gruppo di “Primo Maggio” στο Berti & Fumagalli, ό.π., σελ. 18.
65. Lapo Berti, «Denaro come capitale», Primo Maggio, 2: 9-18, 1974, σελ. 3.
66. Ό.π., σελ. 5.
67. Ό.π.
68. Ό.π.
69. Ό.π., σελ. 11 & 12.
70. Ό.π., σελ. 11
71. Ό.π., σελ. 26.
72. Franco Gori, «Per una ricerca sul bilancio dello stato», Primo Maggio 6, 1976, σελ. 58.
73. Ό.π., σελ. 54.
74. Ό.π., σελ. 48.
75. Christian Marazzi, «Money in the World Crisis: The New Basis of Capitalist Power», Zerowork 2, 1977, σελ. 99.
76. Ό.π., σελ. 107.
77. Ό.π., σελ. 111.
78. George Caffentzis, «Συνέντευξη με τον George Caffentzis», Τα Παιδιά της Γαλαρίας 9, 2001, σελ. 27.
79. Marazzi, ό.π., σελ. 96.
80. Ό.π., σελ. 100.
81. Ό.π., σελ. 107.
82. Claudio Napoleoni et al., «Riposta a Napoleoni» στο Primo Maggio, eds, Saggi sulla moneta, Quaderni di Primo Maggio 2, 1978.
83. Suzanne de Brunhoff, Marx on Money, εκδόσεις Urizen, 1976, σελ. 36.
84. Suzanne de Brunhoff, The State, Capital and Economic Policy, εκδόσεις Pluto Press, 1978.
85. Ό.π., σελ. 93.
86. Μπολόνια, «La ricerca del gruppo di “Primo Maggio”», ό.π., σελ. 17.
87. Gad Lerner et al., Uno strano movimento di strani studenti. Composizione, politica e cultura dei non garantiti, εκδόσεις Feltrinelli, 1978.
88. Σέρτζιο Μπολόνια, Η Φυλή των Τυφλοπόντικων, εκδόσεις Κινούμενοι Τόποι, σελ. 8.
89. Ό.π., σελ. 23.
90. Μπολόνια, «An Overview», ό.π., σελ. 117-118 & 121.
91. Ό.π., σελ. 118 & 122.
92. Messori & Revelli, «Centralità operaia», Primo Maggio 9-10, 1978, σελ. 64-66.
93. Franco Gori, «Chi scava che cosa», Primo Maggio 9-10, 1978, σελ. 122.
94. Ό.π., σελ. 109.
95. Lapo Berti, «Astrattizzazione del lavoro», Primo Maggio 9-10, 1978, σελ. 125.
96. Christian Marazzi, «Alcune proposte per un lavoro su denaro e composizione di classe» στο Primo Maggio, eds, ό.π., σελ. 77-78.
97. Ό.π., σελ. 79.
98. Christian Marazzi, «La crisi del “doppio mulinello”» στο Σέρτζιο Μπολόνια, ed, La tribù delle talpe, εκδόσεις Feltrinelli, 1978, σελ. 88.
99. Αντόνιο Νέγκρι, «Toward a Critique of the Material Constitution» στο Νέγκρι, Books for Burning.
100. Christian Marazzi, «Sulla relativa autonomia dello Stato mondiale», Aut Aut 164, Μάρτιος-Απρίλιος 1978, σελ. 32 & 33.
101. Ό.π., σελ. 38 & 39.
102. Αντόνιο Νέγκρι, Marx oltre Marx, εκδόσεις Feltrinelli, 1979, σελ. 46.
103. C. Del Monte, «Denaro e valore (per una rettifica della forma-denaro in Marx)», Collegamenti Wobbly 8, 1980.
104. Messori & Revelli, «Teoria del valore-lavoro e composizione di classe», Unità Proletaria 1-3, 1980, σελ. 117.
105. Guido De Masi, «Composizione di classe e progetto politico», Primo Maggio 13, 1979, σελ. 7.
106. Τζιοβάνι Αρρίγκι, The Long American Century, εκδόσεις Verso, 1994, σελ. 314.
107. Christian Marazzi, «Money in the World Crisis: The New Basis of Capitalist Power», ό.π., σελ. 109–10.
108. Lapo Berti, «Sulla trasformazione sociale», Unità Proletaria 3-4, 1981, σελ. 189.
109. Lapo Berti, «Sul nesso moneta-potere – Primo approccio», στο R. Lauricella et al., Crisi delle politiche e politiche nella crisi, εκδόσεις Libreria L’Ateneo di G. Pironti, 1981, p. 137.
110. Lapo Berti, «Dibattito su “Dieci anni di ‘Primo Maggio'”», Primo Maggio, Άνοιξη 1984, σελ. 58 & 57.
111. Lapo Berti et al., La Politica possibile, εκδόσεις Pironti, 1983.
112. Christian Marazzi, «Aspects internationaux de la recomposition de classe» στο Tahon & Corten, eds, L’Italie: le philosophe et le gendarme, εκδόσεις VLB Éditeur, 1986.
113. Christian Marazzi, Capitale e linguaggio: Dalla New Economy all’economia di guerra, εκδόσεις Derive Approdi, 2002.
114. Bonefeld & Holloway, eds, Global Capital, National State and the Politics of Money· Χάρρυ Κλήβερ, «Close the IMF, Abolish Debt and End Development: A Class Analysis of the International Debt Crisis», Capital and Class 39, 1989 και Χάρρυ Κλήβερ, «The Subversion of Money-as-Command in the Current Crisis» στο Bonefeld & Holloway, eds, ό.π.
115. George Caffentzis, «On the Notion of a Crisis of Social Reproduction» στο Dalla Costa & Dalla Costa, eds, Women, Development and Labor of Reproduction: Struggles and Movements, εκδόσεις Africa World Press, 1999· Σύλβια Φεντερίτσι, «The Debt Crisis, Africa and the New Enclosures», Midnight Notes 10, 1990· Χάρρυ Κλήβερ, «Notes on the Origin of The Debt Crisis», Midnight Notes 10, 1990.
116. Andrea Fumagalli, «L’economia italiana sotto il giogo di Maastricht» στο Berti & Fumagalli, L’antieuropa delle monete, εκδόσεις manifestolibri, 1993.
117. Augusto Graziani, «Let’s Rehabilitate the Theory of Value» στο International Journal of Political Economy, vol. 27, no. 2, 1997 και Augusto Graziani, «Η Μαρξιστική Θεωρία του Χρήματος»· Riccardo Bellofiore, «Guest Editor’s Introduction» στο International Journal of Political Economy, vol. 27, no. 2, 1997 και Riccardo Bellofiore, «”As if its body were by love possessed”. Abstract Labour and the Monetary Circuit: A Macro-Social Reading of Marx’s Labour Theory of Value» στο Arena & Salvadori, eds, Money, Credit and the Role of the State: Essays in Honour of Augusto Graziani, εκδόσεις Ashgate, 2004.
118. Marcello Messori, «The Theory of Value Without Commodity Money? Preliminary Considerations on Marx’s Analysis of Money» στο International Journal of Political Economy, vol. 27, no. 2, 1997· Bellofiore & Realfonzo, «Finance and the Labor Theory of Value», International Journal of Political Economy, vol. 27, no. 2, 1997.
119. Καρλ Μαρξ, «The Monetary Crisis in Europe» στο MECW 15, σελ. 115.
120. Loren Goldner, «Fictitious Capital and Today’s Global Crisis: Part 1», The Whitechapel Centre, Λονδίνο, 22 Ιανουαρίου 2008.
121. Καρλ Μαρξ, Grundrisse, τόμος Α’, εκδόσεις Στοχαστής, 1989, σελ. 100.
122. Bonefeld & Holloway, «Conclusion: Money and Class Struggle» στο Bonefeld & Holloway, eds, Global Capital, National State and the Politics of Money, σελ. 213-214.
123. Karl Heinz Roth, «Empirie und Theorie: Die Marxsche Arbeitswertlehre im Licht der Arbeitsgeschichte», Sozial.Geschichte.Zeitschrift für historische Analyse des 20. und 21. Jahrhunderts, vol. 22, no. 2 & 3, 2007.
124. Ό.π., σελ. 3.
125. Αντόνιο Νέγκρι, Dall’operaio massa all’operaio sociale: Intervista sull’operaismo, εκδόσεις Multhipla edizioni, 1979, σελ. 11.
126. Fred Moseley, «Introduction» στο Fred Moseley, ed, Marx’s Theory of Money: Modern Appraisals, εκδόσεις Palgrave Macmillan, 2005, σελ. 14.
127. Μπολόνια, «La ricerca del gruppo di “Primo Maggio”», ό.π., σελ. 10.
128. Roth & van der Linden, «Position paper for this volume» [η γραπτή τοποθετήση των Karl Heinz Roth και Marcel van der Linden των επιμελητών της ανθολογίας κειμένων απ’ την οποία προέρχεται το παρόν κείμενο του Steve Wright κατά τη συζήτηση για την προετοιμασία της έκδοσης], αδημοσίευτο, 2007, σελ. 1.