Το παρακάτω άρθρο του Augusto Graziani δημοσιεύτηκε στο International Journal of Political Economy, vol. 27, no. 2, το καλοκαίρι του 1997. Με την ανάρτηση αυτή εγκαινιάζουμε και τη νέα σελίδα του blog μας αφιερωμένη στη χρηματική θεωρία.

Η μαρξιστική αντίληψη της οικονομικής διαδικασίας διατρέχεται απ’ το χρήμα. Η δραστηριότητα ενός καπιταλιστή, συνοψισμένη στον διάσημο τύπο Χ-Ε-Χ’ [«χρήμα-εμπόρευμα-περισσότερο χρήμα»], ξεκινά με το χρήμα κι επιστρέφει στο χρήμα σ’ έναν κύκλο που αποτελείται από διάφορα στάδια: απ’ το αρχικό χρήμα κατά την αγορά της εργασιακής δύναμης, στη χρησιμοποίηση της εργασιακής δύναμης στη τεχνική παραγωγική διαδικασία, στο τελικό προϊόν και την πώλησή του στην αγορά, όπου το προϊόν τελικά μεταμορφώνεται σε νέο χρήμα μεγαλύτερης ποσότητας απ’ την αρχική.

Διακρίνουμε δύο τάξεις σχέσεων σ’ αυτές τις διαδοχικές πράξεις: ανταλλακτικές σχέσεις μεταξύ καπιταλιστών κι εργατών -δηλαδή, ανταλλαγή μεταξύ διαφορετικών κι αντιτιθέμενων τάξεων- κι ανταλλακτικές σχέσεις στο εσωτερικό της τάξης των καπιταλιστών – δηλαδή, ανταλλαγή στο εσωτερικό της ίδιας τάξης. Συγκεκριμένα, η διάκριση που θ’ αποδειχτεί σημαντική είναι εκείνη που ξεχωρίζει την αρχική ανταλλαγή μεταξύ χρηματικού κεφαλαίου κι εργασιακής δύναμης (η ανταλλαγή αυτή πυροδοτεί τη φάση της παραγωγής) απ’ τις ανταλλαγές με τις οποίες οι καπιταλιστές, μόλις ξεκινήσει η παραγωγή, κυκλοφορούν αναμεταξύ τους τα παρηγμένα εμπορεύματα.

Η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών στιγμών αποκτά μείζονα σημασία για τη θεωρητική ανάλυση του χρήματος, σε τέτοιο βαθμό που θα ήταν δύσκολο να καταπιαστούμε με το χρήμα εντός ενός γενικού θεωρητικού πλαισίου. Συγκεκριμένα, όπως θα προσπαθήσει να καταστήσει σαφές το παρόν κείμενο, ενώ κατά την αρχική στιγμή της ανταλλαγής μεταξύ χρηματικού κεφαλαίου κι εργασιακής δύναμης φαίνεται αδύνατον να ορίσουμε το χρήμα ως εμπόρευμα και, επιπλέον, φαίνεται αδύνατο ν’ αποφύγουμε ν’ αναγνωρίσουμε στο χρήμα τη φύση καθαρής πίστωσης, στη φάση που σημαδεύεται απ’ τις εσωτερικές ανταλλαγές εντός της καπιταλιστικής τάξης τίποτε δεν αποτρέπει το χρήμα απ’ το να λάβει τον χαρακτήρα εμπορευματικού χρήματος.

Τα συμπεράσματα αυτά δεν είναι καινούρια στην μαρξιστική βιβλιογραφία. Πράγματι, υπάρχει μια αυξανόμενη συμφωνία ότι το χρήμα πρέπει να εκληφθεί ως καθαρή πίστωση στο θεωρητικό οικοδόμημα του Μαρξ[1]. Αν η παρακάτω ανάλυση διαφέρει σε κάτι απ’ αυτή την ερμηνεία, είναι ότι ακολουθεί στενότερα το γράμμα των κειμένων του Μαρξ. Πράγματι, ενώ οι πιο πρόσφατοι ερμηνευτές του Μαρξ τείνουν ν’ αποκλείουν συνολικά το εμπορευματικό χρήμα απ’ το μαρξιστικό δόγμα, εμείς προσπαθούμε να δείξουμε ότι υπάρχει μια έγκυρη, αν και περιορισμένη, θέση για το εμπορευματικό χρήμα στο μαρξιστικό δόγμα· συγκεκριμένα, το εμπορευματικό χρήμα μπορεί να λειτουργήσει ως μεσάζοντας στις ανταλλαγές μεταξύ των παραγωγών όταν οι παραγωγοί βρίσκουν περισσότερο πρόσφορο να ρυθμίσουν τις σχέσεις τους μέσω ενός χειροπιαστού χρήματος.

Η μαρξιστική θεωρία του χρήματος βασίζεται σε δύο θεμελιώδεις θέσεις, κι οι δυο τους ευρέως γνωστές, οι οποίες αποτελούν ένα χρήσιμο σημείο αφετηρίας. Η πρώτη είναι ότι το χρήμα εκτελεί τις λειτουργίες ενός γενικού ισοδύναμου· η δεύτερη είναι ότι το χρήμα δεν πρέπει στην πραγματικότητα να μελετηθεί ως ένα τεχνικό μέσο κυκλοφορίας, αλλά ως ένα μέσο για την πραγματοποίηση των κοινωνικών σχέσεων. Μολονότι αυτά τα δύο χαρακτηριστικά σίγουρα αναφέρονται διαρκώς, δεν εξερευνούνται πάντα επαρκώς και σε βάθος ή δεν τίθονται σ’ ικανοποιητική χρήση. Δεν είναι οπότε περιττό να εστιάσουμε λίγο στην κάθε μία εξ αυτών.

Το χρήμα ως γενικό ισοδύναμο

Το κεφάλαιο επιδιώκει την απόκτηση πλούτου στη γενική μορφή του, και συνεπώς την απόκτηση γενικευμένης ανταλλακτικής αξίας. Οπότε, θα μπορούσε κανείς επίσης να πει ότι η επιδίωξη του κεφαλαίου είναι η απόκτηση χρήματος ως πλούτου. Όμως, θα ήταν λάθος να πούμε ότι το κεφάλαιο επιδιώκει την απόκτηση χρήματος. Δεν είναι αμφιλεγόμενο να πούμε ότι το χρήμα, ως ένα γενικό ισοδύναμο κι ως ένα μέσο πληρωμής που επιτρέπει την αγορά οποιουδήποτε άλλου εμπορεύματος, περιέχει δυνητικά οποιοδήποτε άλλο υλικό αγαθό όποιο κι αν είναι αυτό, και γι’ αυτό τον λόγο αποτελεί τον κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο του πλούτου γενικά. Κάθε ιδιαίτερο εμπόρευμα, γράφει ο Μαρξ, στον βαθμό που αποτελεί μια ανταλλακτική αξία κι έχει μια τιμή, αναπαριστά μια ποσότητα χρήματος σ’ ατελή μορφή, καθώς πρέπει πρώτα να εισέλθει στην κυκλοφορία ώστε να πραγματοποιηθεί. Συνεπώς, κάθε ιδιαίτερο εμπόρευμα είναι χρήμα ως πλούτος γενικά: «Ως αξία», γράφει ο Μαρξ, «[το εμπόρευμα] είναι χρήμα». Επίσης, «[τ]ο εμπόρευμα, ως καθαρή ανταλλακτική αξία, είναι χρήμα»[2].

Το χρήμα, στον βαθμό που είναι καθολικά αποδεκτό και μετατρέψιμο σ’ οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα, αποτελεί τον τέλειο εκπρόσωπο του πλούτου γενικά. Αν, οπότε, ο ειδικός σκοπός του καπιταλιστή είναι η απόκτηση χρήματος, με την έννοια του πλούτου γενικά, συνεχίζει να μην σημαίνει ότι ο σκοπός του καπιταλιστή είναι να συσσωρεύσει χρήμα: αυτό που κηνυγά ο καπιταλιστής είναι η ανταλλακτική αξία, της οποίας το χρήμα αποτελεί μόνο μια μορφή. Γράφει ο Μαρξ: «Το χρήμα ως σκοπός της κυκλοφορίας είναι η ανταλλακτική αξία ή ο αφηρημένος πλούτος και όχι ένα οποιοδήποτε υλικό στοιχείο του πλούτου. Είναι ο καθοριστικός σκοπός και η κινητήρια δύναμη της παραγωγής»[4].

Ακόμη σημαντικότερο, όταν ο Μαρξ αναλύει τη φύση του κέρδους, καθιστά σαφές ότι το κέρδος αποκτάται απ’ τους καπιταλιστές, θεωρούμενους συλλογικά ως τάξη, αποκλειστικά με την μορφή εμπορευμάτων:

Αλλά ο μηχανισμός της κυκλοφορίας έδειξε πως αν η τάξη των κεφαλαιοκρατών ρίχνει χρήμα στην κυκλοφορία για να ξοδέψει εισόδημα, ξαναποσύρει το ίδιο χρήμα απ’ την κυκλοφορία, κι έτσι μπορεί να ξαναρχίζει ολόενα η ίδια διακασία· πως επομένως, εξεταζόμενη σαν τάξη κεφαλαιοκρατών, εξακολουθεί να παραμένει κάτοχος του χρηματικού αυτού ποσού που απαιτείται για τη χρηματοποίηση της υπεραξίας. Αν λοιπόν απ’ την αγορά εμπορευμάτων ο κεφαλαιοκράτης δεν αποσύρει για το καταναλωτικό του απόθεμα μονάχα την υπεραξία με μορφή εμπορευμάτων, αλλά ταυτόχρονα επαναρέει σ’ αυτόν και το χρήμα, με το οποίο αγοράζει αυτά τα εμπορεύματα, τότε είναι φανερό πως έχει αποσύρει τα εμπορεύματα απ’ την κυκλοφορία χωρίς ισοδύναμο[5].

Οπότε, η πράξη του καπιταλιστή δεν κατευθύνεται προς την απόκτηση χρήματος ως τέτοιου, μα προς την ανάπτυξη του συνόλου του κύκλου του κεφαλαίου σε μια εσαεί διευρυμένη κλίμακα, και δεν υπάρχει καμία φάση του κύκλου του κεφαλαίου που ο καπιταλιστής θεωρεί σημαντικότερη απ’ τις άλλες. Είναι αλήθεια ότι απ’ τη στιγμή που ξεκινήσει ο κύκλος, ο καπιταλιστής πάντα ελπίζει να τον ολοκληρώσει, και συνεπώς να μετατρέψει τα παρηγμένα εμπορεύματα ξανά σε χρήμα· όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι ο καπιταλιστής σταματά, ικανοποιημένος με το να φυλάει το χρήμα που έλαβε, όπως θα ήταν η περίπτωση αν ο σκοπός του ήταν να συσσωρεύσει χρήμα. Παρομοίως, για τον καπιταλιστή, κανένα υλικό εμπόρευμα δεν είναι η απόλυτη, καλύτερη μορφή για τη τοποθέτηση πλούτου: αντιθέτως, ο καπιταλιστής είναι πάντα έτοιμος ν’ αλλάξει τεχνολογία, κλάδο, γεωγραφικό τόπο ή οτιδήποτε, ώστε να βρει ακόμη αποτελεσματικότερους τρόπους να χρησιμοποιήσει εργασιακή δύναμη. Σ’ αυτή την αδιάκοπη κίνηση απ’ την μορφή του χρήματος σε μια άλλη, το χρήμα δεν αποτελεί συνήθως κάτι παραπάνω από μια μεταβατική, μολονότι αναγκαία, μορφή του πλούτου.

Ωστόσο, υπάρχουν δύο περιπτώσεις στις οποίες ο καπιταλιστής μπορεί να επιθυμεί το χρήμα καθεαυτό, ως μια ειδική μορφή του πλούτου:

  1. Επιθυμεί το χρήμα ως ένα μέσο για να θέσει σε κίνηση την παραγωγική διαδικασία. Αφού οι μισθοί πληρώνονται σε χρήμα, το χρήμα είναι αναγκαίο για να ξεκινήσει η παραγωγική διαδικασία. Είναι συνεπώς αναγκαίο ότι κάθε παραγωγικός κύκλος ολοκληρώνεται με την πώληση των παρηγμένων εμπορευμάτων ώστε ο επιχειρηματίας να μπορεί να ξεχρεώσει τον χρηματοδότητη του και ν’ αποκτήσει νέα χρηματοδότηση για τον επόμενο κύκλο. Απ’ αυτή την άποψη, η τελική πώληση εμφανίζεται να είναι ένα υποχρεωτικό βήμα, κι είναι ορθό να πούμε ότι το κεφάλαιο επιδιώκει την απόκτηση χρήματος. Ωστόσο, πρέπει να γίνει σαφές ότι για να προχωράει ο κύκλος του κεφαλαίου, το χρήμα πρέπει διαρκώς να μετατρέπεται σ’ άλλα εμπορεύματα·
  2. Επιθυμεί το χρήμα ως μια τελική μορφή του πλούτου σε περιπτώσεις όπου, δεδομένης μιας κατάστασης αβεβαιότητας κι άλλων πιθανών παραγόντων, η συσσώρευση ρευστότητας φαίνεται ν’ αποτελεί την καλύτερη στρατηγική. Τότε, η μορφή του πλούτου που προμηνύει τα υψηλότερα κέρδη είναι πράγματι ο «θησαυρισμός», κι οπότε το χρήμα ως τέτοιο.

Το χρήμα ως κοινωνική σχέση

Στην ανάλυσή μας για το χρήμα και τις λειτουργίες του, χρειάζεται να διακρίνουμε δύο διαφορετικές στιγμές στις οποίες χρησιμοποιείται το χρήμα: ονομαστικά, την αρχική στιγμή της ανταλλαγής μεταξύ κεφαλαίου κι εργασίας, και το τελικό στάδιο της εμπορευματικής κυκλοφορίας.

Στην αρχική ανταλλαγή μεταξύ χρηματικού κεφαλαίου κι εργασίας, η οποία πυροδοτεί τη φάση της παραγωγής, το χρήμα χρησιμοποιείται απ’ τον καπιταλιστή για ν’ αγοράσει εργασιακή δύναμη. Σ’ αυτή τη φάση, το χρήμα επανενώνει το κεφάλαιο και την εργασία κι οπότε δεν αποτελεί πλέον απλώς ένα τεχνικό μέσο αλλά μια αυθεντική κοινωνική σχέση. Ακόμη, σ’ αυτή τη φάση, το χρήμα χρησιμοποιείται απ’ τον καπιταλιστή ως μια μορφή κεφαλαίου, αναμένοντας να βγάλει κέρδος. Τέλος, σ’ αυτή τη φάση, όπως θα δείξουμε ρητά παρακάτω, το χρήμα λαμβάνει αναγκαία τη φύση του πιστωτικού χρήματος. Αυτό σημαίνει ότι το χρήμα που χρησιμοποιείται απ’ τις επιχειρήσεις σ’ αυτή τη φάση είναι χρέος για τις ίδιες τις επιχειρήσεις, ένα χρέος επί του οποίου πρέπει να πληρώσουν τόκο.

Στη φάση της κυκλοφορίας, οι επιχειρήσεις ανταλλάσουν αναμεταξύ τους τα παρηγμένα εμπορεύματα ή τα πωλούν στους καταναλωτές. Σ’ αυτή τη φάση, το χρήμα λειτουργεί ως μεσάζοντας της ανταλλαγής· για τις επιχειρήσεις που το κατέχουν, δεν αναπαριστά πλέον αναγκαία ένα χρέος, αλλά μπορεί επίσης ν’ αναπαριστά ένα έσοδο, αν ληφθεί ως καθαρό κέρδος. Συνεπακόλουθα, ένα απόθεμα χρήματος δεν δημιουργεί αναγκαστικά τόκους, όμως, αντιθέτως, μπορεί να γίνει μια πηγή κερδών από τόκους αν εκείνοι που έχουν χρήμα το δανείσουν. Όπως θα διευκρινήσουμε παρακάτω, τίποτα δεν αποτρέπει το χρήμα σ’ αυτή τη φάση απ’ το να είναι αυθεντικό εμπορευματικό χρήμα αντί για πιστωτικό χρήμα.

Σε μια υποθετική απλή κοινωνία όπου η εργασία δεν έχει διαχωριστεί απ’ τα μέσα παραγωγής, η πρώτη εκ των δύο παραπάνω φάσεων δεν θα υπήρχε. Η παραγωγή θα μπορούσε στην πραγματικότητα να λάβει χώρα χωρίς οποιαδήποτε πρότερη ανταλλαγή ως ένα απλό ιδιωτικό γεγονός κάθε παραγωγικής μονάδας, κι η δραστηριότητα της ανταλλαγής θ’ ανάγονταν στη φάση της κυκλοφορίας στην οποία τα παρηγμένα εμπορεύματα θα κυκλοφορούσαν μεταξύ των παραγωγών. Είναι μόνο στην καπιταλιστική κοινωνία που είναι αναγκαίο να διακρίνουμε τη φάση της παραγωγής απ’ τη φάση της ανταλλαγής. Ένα επακόλουθο είναι ότι, στην μαρξιστική σκέψη, δεν υπάρχει και δεν γίνεται να υπάρξει μια ενοποιημένη και γενική θεωρία του χρήματος εφαρμόσιμη σε κάθε είδος κοινωνίας. Στην καπιταλιστική κοινωνία, το χρήμα ασκεί λειτουργίες που δεν ασκούσε σ’ άλλες κοινωνίες, και συνεπώς απαιτεί ένα διαφορετικό θεωρητικό μοντέλο[6].

Παρακάτω θα προσπαθήσω να ανακατασκευάσω τις λειτουργίες του χρήματος στις δύο προαναφερθείσες φάσεις. Δεν είναι δύσκολο να δούμε ότι αυτή η ανακατασκευή ισοδυναμεί με μια επανεξέταση του συνολικού κύκλου του κεφαλαίου. Στη σκέψη του Μαρξ, ο κύκλος του βιομηχανικού κεφαλαίου ορίζεται ως μια ενότητα τριών κυκλωμάτων – του χρηματικού κεφαλαίου, του παραγωγικού κεφαλαίου και του εμπορευματικού κεφαλαίου. Προφανώς, για τον σκοπό της ανάλυσης των λειτουργιών του χρήματος, το κύκλωμα του χρηματικού κεφαλαίου αποτελεί το χρησιμότερο σημείο αφετηρίας.

Εμπορευματικό χρήμα και πιστωτικό χρήμα

Σε μια ανάλυση του κυκλώματος του χρηματικού κεφαλαίου, δύο είναι οι στιγμές που εμφανίζονται ως καίριας σημασίας: η αρχική στιγμή, η στιγμή που ανοίγει το κύκλωμα, κι η τελική στιγμή, η στιγμή που κλείνει το κύκλωμα.

Στην αρχική φάση, ο καπιταλιστής, ο οποίος έχει αποκτήσει τώρα πόρους ρευστότητας, τους χρησιμοποιεί για ν’ αγοράσει εργασιακή δύναμη. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο καπιταλιστής αποκτά αυτά τα κεφάλαια απ’ το τραπεζικό σύστημα το οποίο προσφέρει στις επιχειρήσεις ρευστά κεφάλαια μ’ αντάλλαγμα την πληρωμή τόκων. Οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν πιστοληπτικές γραμμές για να πληρώσουν μισθούς μέσω των οποίων εξασφαλίζουν τη διαθεσιμότητα εργασιακής δύναμης. Πριν οι επιχειρήσεις καταβάλλουν μια πληρωμή, το μόνο που υπάρχει είναι οι πιστοληπτικές γραμμές, οι οποίες αναπαριστούν μια δυνητική ρευστότητα· αληθινή ρευστότητα με την αυστηρή έννοια του όρου δεν έχει δημιουργηθεί ακόμα. Όταν, σε μια μετέπειτα στιγμή, οι επιχειρήσεις πληρώσουν τους μισθούς, η ρευστότητα υπάρχει με την μορφή αποθεμάτων ρευστού για τους μισθωτούς. Για να δημιουργηθεί ρευστότητα, πρέπει να συναντηθούν ταυτόχρονα τρεις οντότητες: η τράπεζα, η επιχείρηση κι οι μισθωτοί· επιπλέον, τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση, οι επιχειρήσεις δεν διαθέτουν αποθέματα ρευστού.

Είπαμε ότι μόλις μια επιχείρηση αποκτήσει ρευστά κεφάλαια απ’ τη τράπεζα, τα χρησιμοποιεί για να πληρώσει τους μισθούς. Αν επιμείνουμε στο γράμμα των γραπτών του Μαρξ, θα πρέπει να πούμε ότι ο καπιταλιστής χρησιμοποιεί πόρους ρευστότητας για ν’ αποκτήσει εργασιακή δύναμη και τα υλικά μέσα παραγωγής. Όμως, εάν, όπως φαίνεται λόγικο σε μια ανάλυση για τη λειτουργία του συνόλου της οικονομικής διαδικασίας, θεωρήσουμε την καπιταλιστική τάξη ως ένα ενοποιημένο όλον, οι συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων αλληλοακυρώνονται καθώς λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό του επιχειρηματικού τομέα, και το μόνο που μένει είναι οι πληρωμές που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις εκτός της δικής τους ομάδας και, σε μια κλειστή οικονομία, οι πληρωμές αυτές μπορούν να είναι μόνο η καταβολή των μισθών[7].

Αυτό εγείρει ένα πολύ σημαντικό ερώτημα αναφορικά με τη φύση του χρήματος: μπορεί το χρήμα να έχει τη φύση εμπορευματικού χρήματος; Προφανώς, στον βαθμό που περιοριστούμε σε μια ανάλυση της φάσης της παραγωγής στην οποία η μόνη ανταλλαγή προς εξέταση είναι εκείνη μεταξύ των καπιταλιστών και των μισθωτών για την απόκτηση εργασιακής δύναμης, η απάντηση μπορεί να είναι μόνο αρνητική. Ο καπιταλιστής αποκτά εργασιακή δύναμη για τον σκοπό της παραγωγής εμπορευμάτων· αν το ίδιο το χρήμα ήταν εμπόρευμα, η διαδικασία θ’ αντιστρεφόταν κι ο καπιταλιστής θα χρησιμοποιούσε ένα εμπόρευμα για τον σκοπό της απόκτησης εργασιακής δύναμης. Επιπλέον, αν το χρήμα ήταν ένα εμπόρευμα, θα έπρεπε να είναι το αποτέλεσμα μιας προηγούμενης παραγωγικής διαδικασίας, η οποία με τη σειρά της θα χρειαζόταν χρήμα για να πραγματοποιηθεί. Αν, οπότε, το χρήμα πρέπει να εκληφθεί ως ένα εμπόρευμα, θα έπρεπε κανείς να υποθέσει, ως αρχική προϋπόθεση του ισχυρισμού, την ύπαρξη ενός εμπορεύματος που είχε τα χαρακτηριστικά του χρήματος χωρίς ωστόσο να μπορεί να εξηγήσει από που προήλθε[8].

Ενώπιον αυτού του διλήμματος, είναι ίσως μάταιο να περιμένουμε να βρούμε μια λύση που θ’ απέδιδε στο χρήμα μια μοναδιαία και σταθερή φύση για όλες τις λειτουργίες του: είναι ίσως συνετό ν’ αναζητήσουμε ξεχωριστές λύσεις για κάθε μία απ’ τις φάσεις (ή για κάθε μία απ’ τις «σφαίρες», στη μαρξιστική γλώσσα) στις οποίες εμφανίζεται το χρήμα. Είναι, οπότε, καλύτερο να διερωτηθούμε για τη φύση του χρήματος ξεχωριστά στην αρχική ανταλλαγή μεταξύ κεφαλαίου κι εργασίας και στη φάση της εμπορευματικής κυκλοφορίας, και ν’ αποφύγουμε τις απόπειρες εύρεσης μιας μοναδιαίας απάντησης.

Είναι χρήσιμο ν’ αναλύσουμε πρώτα τη φάση της κυκλοφορίας. Σ’ αυτή τη φάση, όταν οι επιχειρήσεις ανταλλάσουν ήδη παρηγμένα εμπορεύματα, τίποτα δεν τις αποτρέπει απ’ το να θεωρήσουν το χρήμα ως ένα εμπόρευμα μεταξύ των υπολοίπων και, συγκεκριμένα, ως το εμπόρευμα εκείνο που, τεχνικά και λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του ως εμπόρευμα, ταιριάζει καλύτερα στη λειτουργία ως μεσάζοντας των ανταλλαγών. Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν μας αποτρέπει απ’ το να σκεφτούμε ότι οι ίδιες επιχειρήσεις βρίσκουν χρήσιμο να παράξουν, μεταξύ όλων των υπόλοιπων εμπορευμάτων, και το εμπορευματικό χρήμα: ακριβώς όπως, απ’ την άλλη, τίποτα δεν μας αποτρέπει απ’ το να σκεφτούμε ότι, ξανά στη φάση της κυκλοφορίας, οι επιχειρήσεις ίσως βρουν χρήσιμο να κυκλοφορούν τα εμπορεύματα μέσω απλών χρεωστικών γραμμάτιων. Τα ίδια ισχύουν προφανώς και για μια υποθετική απλή κοινωνία στην οποία, εξ ορισμού, η εργασία δεν έχει διαχωριστεί απ’ τα μέσα παραγωγής. Σε μια τέτοια κοινωνία, όπου μπορούμε να φανταστούμε ότι κάθε οικογένεια κατέχει τη γη που καλλιεργεί καθώς και τον εξοπλισμό που χρησιμοποιεί, η παραγωγή πραγματοποιείται άμεσα χωρίς καμία προηγούμενη ανταλλαγή, ως ένα είδος δραστηριότητας ανεξάρτητης απ’ την αγορά. Η συνάντηση με την αγορά συμβαίνει μόνο αργότερα, όταν τα παρηγμένα αγαθά ανταλλάσονται στην αγορά και, σ’ αυτή τη φάση, δεν υπάρχει τίποτα ν’ αμφισβητήσει την ιδέα ότι το χρήμα είναι ένα εμπόρευμα κι ότι οι παραγωγικές μονάδες βρίσκουν χρήσιμο το να οργανώσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τις ανταλλαγές τους στην αγορά.

Προφανώς, οι συγγραφείς που περιγράφουν την εμφάνιση του χρήματος ως μια ιστορική διαδικασία επιλογής στην οποία, μεταξύ των πολλών υπάρχοντων εμπορευμάτων, η αγορά εξέλιξε εκείνο που της ταίριαζε καλύτερα ώστε να εκτελέσει τις λειτουργίες του χρήματος, με το εμπόρευμα αυτό να γίνεται σχεδόν αυθόρμητα κι αυτόματα κοινώς αναγνωρισμένο χρήμα, στην ουσία περιγράφουν την εξέλιξη του χρήματος στη φάση της εμπορευματικής κυκλοφορίας ή, αν προτιμάτε, την ανάδυση του χρήματος στην απλή κοινωνία.

Η περίπτωση της αρχικής ανταλλαγής μεταξύ κεφαλαίου κι εργασίας είναι διαφορετική. Σ’ αυτή την περίπτωση, όπως είδαμε, αυτό που συμβαίνει δεν είναι η ανταλλαγή ήδη παρηγμένων εμπορευμάτων, αλλά η εκκίνηση μιας οικονομικής διαδικασίας που αρμόζει στην πραγματοποίηση της εμπορευματικής παραγωγής. Την ιδεατή στιγμή στην οποία ξεκινά η φάση της παραγωγής, δεν μπορεί να υπάρξει εμπορευματικό χρήμα καθώς δεν υπάρχει ακόμη κανένα εμπόρευμα. Το χρήμα πρέπει οπότε να είναι αγοραστική δύναμη χωρίς να είναι εμπόρευμα: η μόνη φύση που μπορεί συνεπώς να έχει είναι εκείνης μιας έγκυρης κι αποδεκτής υπόσχεσης πληρωμής – μ’ άλλα λόγια, πιστωτικό χρήμα. Είναι σημαντικό ν’ αναφέρουμε εδώ μια άμεση συνέπεια του γεγονότος ότι στην αρχική φάση το χρήμα αποκτά τη φύση της πίστωσης. Σ’ αυτή τη φάση, όπως έχουμε ήδη δει, η βασική πληρωμή που επηρεάζεται είναι η πληρωμή των μισθών για την αγορά εργασιακής δύναμης. Αν οι μισθοί πληρώνονται με πιστωτικό χρήμα, και συνεπώς από μια υπόσχεση πληρωμής, τότε με πραγματικούς όρους οι μισθοί δεν προκαταβάλονται όπως συχνά πιστεύει κανείς, αλλά πληρώνονται εκ των υστέρων. Θα επανέλθουμε σ’ αυτή τη πτυχή των μισθών παρακάτω.

Λαμβάνοντας υπόψη όσα είπαμε, ενώ στη φάση της κυκλοφορίας το χρήμα μπορεί να είναι τόσο εμπορευματικό χρήμα όσο και πιστωτικό χρήμα, όταν ξεκινάει η παραγωγή (η τυπική κι αποκλειστική στιγμή μιας καπιταλιστικής οικονομίας), το χρήμα μπορεί να είναι μόνο πιστωτικό χρήμα.

Το χρήμα όπως το είδε ο Μαρξ

Εκ πρώτης όψεως, τα συμπεράσματα αυτά φαίνεται ν’ απέχουν πολύ απ’ τα γραπτά του Μαρξ αφιερωμένα στα προβλήματα της κυκλοφορίας του χρήματος. Πρώτον, η ίδια η ιδέα ότι το εμπορευματικό χρήμα μπορεί να δημιουργηθεί μόνο στη φάση της κυκλοφορίας κι ότι η φάση της παραγωγής εκτυλίσσεται μέσω πιστωτικών σχέσεων ίσως φαίνεται να έρχεται σε σύγκρουση με τον ισχυρισμό του Μαρξ ότι ο καπιταλιστής κατέχει εξ αρχής όχι μόνο μέσα παραγωγής μα επίσης και χρήμα[9]. Ο ισχυρισμός αυτός υπαινίσσεται ότι ο Μαρξ θεωρούσε ότι το χρήμα εμφανιζόταν και στην αρχική φάση της παραγωγής κι όχι αποκλειστικά στη φάση της κυκλοφορίας. Ωστόσο, αρκεί ένας σύντομος συλλογισμός για να δούμε ότι αυτή η φαινομενική αντίφαση είναι λιγότερο σαφής απ’ ότι φαίνεται. Στην ουσία, ο καίριος παράγοντας για την εκκίνηση της φάσης της παραγωγής δεν είναι ότι ο καπιταλιστής κατέχει χρήμα με την μορφή εμπορευματικού χρήματος, αλλά ότι κατέχει αγοραστική δύναμη: το αν η αγοραστική δύναμη αυτή συνίσταται στο ότι διαθέτει εμπορευματικό χρήμα ή την ικανότητα ν’ αποκτήσει εργασιακή δύναμη μέσως μιας απλής υπόσχεσης πληρωμής (παρά ταύτα στηριζόμενη από μια εγγύηση ενός τραπεζικού οργανισμού) δεν τροποποιεί καθόλου την εξέλιξη της οικονομικής διαδικασίας[10].

Πιο σημαντικό είναι πιθανόν το γεγονός ότι, όπως είπαμε, ο Μαρξ, ενώ αφιέρωσε σημαντική προσοχή και χώρα στα προβλήματα της πίστωσης, φαίνεται να λέει ότι το μόνο αληθινό χρήμα είναι το εμπορευματικό χρήμα, το οποίο αποτελεί την μονη μορφή χρήματος ικανή να πραγματοποιήσει οριστικές πληρωμές. Αυτό εγείρει το πρόβλημα του να φέρουμε την ανάλυση του Μαρξ για το χρήμα ως το στοιχείο που πυροδοτεί την οικονομική διαδικασία επανενώντας την εργασία με τα μέσα παραγωγής, σε συμφωνία με την ανάλυσή του για το εμπόρευμα ως τον καρπό της παραγωγικής διαδικασίας.

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να πούμε αναφορικά με την ερμηνεία του χρήματος στα κείμενα του Μαρξ είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των γραπτών του Μαρξ δεν έχει να κάνει μ’ αυτό που σήμερα θ’ αποκαλούσαμε θεωρία του χρήματος μα, αντ’ αυτού, με την πρακτική των χρηματαγορών. Μια άμεση συνεπαγωγή αυτού, η οποία έχει τη ρίζα της άμεσα στην ιστορία και την εμπειρία, είναι ότι ο Μαρξ δεν καταπιάστηκε ποτέ με το χρήμα σ’ ένα καθαρό καπιταλιστικό σύστημα, αλλά αναλύει πάντα τις λειτουργίες του χρήματος σε μια οικονομία στηριζόμενη απ’ την ισχύ του κράτους κι ανοιχτή στο διεθνές εμπόριο. Όπως και με τα περισσότερα γραπτά περί χρηματικών προβλημάτων, τα γραπτά του Μαρξ κυριαρχούνται απ’ την ιδέα ότι η κυκλοφορία ιδιωτικού χρήματος (τραπεζικό χρήμα) διαρκώς διαπλέκεται με την κυκλοφορία κρατικού χρήματος, το οποίο με τη σειρά του μπορεί να είναι είτε μεταλλικό χρήμα είτε χάρτινο χρήμα.

Εμπειρικά, οι τρεις αυτές μορφές χρήματος (μεταλλικό χρήμα, χάρτινο χρήμα και πιστωτικό χρήμα) διαρκώς αναμειγνύονται, χωρίς ν’ αποδίδονται διακριτές λειτουργίες σε καμία εξ αυτών των τριών μορφών ρευστότητας. Απ’ την άλλη, είναι σαφές ότι η παρουσία νόμιμου χρήματος τροποποιεί την όλη φυσιογνωμία της χρηματικής κυκλοφορίας επειδή αρκεί η απλή παρουσία μιας κρατικής εξουσίας για να εδραιωθεί το νόμιμο χρήμα ως το κυρίαρχο χρήμα: στην πραγματικότητα, αρκεί, πχ, το κράτος να διατάξει ότι οι φόροι πρέπει να πληρώνονται  με νόμιμο χρήμα ώστε όλοι οι επενδυτές, γνωρίζοντας ότι πρέπει να συμμορφωθούν μ’ αυτή τη διαταγή, να ζητήσουν με τη σειρά τους να πληρώνονται με κρατικό χρήμα. Αυτό καθιστά άμεσα το νόμιμο χρήμα την μόνη μορφή χρήματος ικανή να πραγματοποιήσει οριστικές πληρωμές κι επενδύει το κρατικό χρήμα με το κυρίαρχο στάτους ως χρήμα[11]. Παρομοίως, το γεγονός ότι το οικονομικό σύστημα θεωρείται να είναι ανοιχτό σε διεθνές εμπόριο εγείρει άμεσα το πρόβλημα των διεθνών πληρωμών. Εξ ορισμού, οι διεθνείς πληρωμές δεν ανήκουν στον κόσμο της παραγωγής και τις σχέσεις μεταξύ κεφαλαίου κι εργασίας, μα στον κόσμο της εμπορευματικής κυκλοφορίας και των πληρωμών μεταξύ των επιχειρήσεων. Τώρα, όπως παρατηρήσαμε προηγουμένως, το πραγματικό πρόβλημα του χρήματος εγείρεται μόνο στις σχέσεις μεταξύ κεφαλαίου κι εργασίας, ενώ στη φάση της κυκλοφορίας τίποτα δεν αποτρέπει το χρήμα απ’ το να λάβει την μορφή του εμπορεύματος αν οι επιχειρήσεις, οι οποίες πρέπει να ρυθμίσουν τις αμοιβαίες σχέσεις τους, το θελήσουν. Έτσι, το παγκόσμιο χρήμα μπορεί να είναι ο χρυσός χωρίς αυτό να επηρεάζει με κανέναν τρόπο τη φύση του προβλήματος.

Όλα αυτά εξηγούν το γεγονός ότι ο Μαρξ, εξετάζοντας τη διαδικασία των χρηματικών πληρωμών, θεωρεί το μεταλλικό χρήμα ως το μόνο οριστικό χρήμα. Αυτό ισχύει σίγουρα αν το χρήμα είναι νόμιμο μεταλλικό χρήμα κι αν, χάρη διεθνών συμβάσεων, το μόνο αποδεκτό χρήμα στις διεθνείς πληρωμές είναι ο χρυσός. Όμως, αν θέλουμε να προσπαθήσουμε ν’ ανακατασκευάσουμε τις σκέψεις του Μαρξ για το χρήμα, πρέπει να εξετάσουμε πέρα απ’ τους ρητούς ισχυρισμούς τους κι εκείνες τις πτυχές της σκέψης του που αναφέρονται στην περίπτωση του καθαρού καπιταλισμού στον οποίο δίνουν το παρόν μόνο οι δυνάμεις του κεφαλαίου και της εργασίας.

Μια έρευνα αυτού μας αναγκάζει να υιοθετήσουμε δύο πτυχές της σκέψης του Μαρξ, η μια σχετική με την πίστωση κι η άλλη σχετική με τη φύση των μισθών.

Ο Μαρξ αφιερώνει μεγάλη προσοχή σε μια ανάλυση της πιστώσης, μια μορφή πληρωμής την οποία ορίζει ως «το αυθεντικό χρήμα του καπιταλισμού», κι αφιερώθηκε ειδικά στην περιγραφή των διάφορων μορφών πίστωσης που ήταν γνωστές στις εμπορικές πρακτικές της εποχής του: εμπορική πίστωση (που δίνεται άμεσα από μια επιχείρηση σε μια άλλη), την πίστωση «με μεσάζοντα» (που γίνεται μεταξύ τραπεζών) και την πίστωση που μπορούμε να ονομάσουμε «δημιουργημένη» (που γίνεται από τράπεζες στην ικανότητά τους να δημιουργήσουν μέσα πληρωμής)[12]. Τρεις πτυχές ιδιαίτερης σημασίας ξεχωρίζουν μεταξύ της πληθώρας των παρατηρήσεων και του πλούτου των συγκεκριμένων περιπτώσεων που ανέλυσε ο Μαρξ:

  1. Ο Μαρξ, αναλύοντας τους μηχανισμούς της πίστωσης στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, αναφέρεται αποκλειστικά στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων κι όχι σ’ εσωτερικές σχέσεις εντός του κεφαλαιακού τομέα. Εφαρμόζοντας τη σύνηθη μαρξιστική ορολογία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, στην ανάλυσή του για την πίστωση, ο Μαρξ δεν καταπιάνεται με το σύνολο της οικονομικής διαδικασίας που συνιστά το πλήρες κύκλωμα του χρηματικού κεφαλαίου, αλλά μόνο με τη φάση της κυκλοφορίας.
  2. Στην εμπορευματική ανταλλαγή, η πίστωση εμφανίζεται ως ένα φαινόμενο ενδογενές της αγοράς, με την έννοια ότι πρόκειται για τ’ αλισβερίσια των επενδυτών που παράγουν την αναγκαία ρευστότητα ώστε να λειτουργήσει η αγορά. Για να εκτιμήσει αυτό το σημείο, ο Μαρξ ανακαλλεί δηλώσεις αναφορικά με τις χρεωστικές απαιτήσεις («[ο]ι χρεωστικές απαιτήσεις αποτελούν το πραγματικό χρήμα του εμπορίου») και για τη δυνατότητα των επενδυτών να κυκλοφορούν οποιαδήποτε ποσότητα εμπορευμάτων επιθυμούν μέσω αμοιβαία τιμώμενων υποσχετικών.
  3. Στην ερμηνεία του Μαρξ υπονοείται ότι, τουλάχιστον στη φάση της κυκλοφορίας, ο πιστωτικός μηχανισμός είναι αρκετά επαρκής να χρηματοδοτήσει τον συνολικό όγκο των ανταλλαγών. Αληθεύει ότι ο Μαρξ υπογραμμίζει το γεγονός ότι, ενώ η πίστωση πυροδοτεί την ανταλλακτική διαδικασία, η τελική κι οριστική πληρωμή μπορεί να γίνει μόνο με «αληθινό» χρήμα (μεταλλικό χρήμα ή νόμιμο χρήμα), αληθεύει όμως επίσης ότι, αν όλοι οι επενδυτές ισορροπήσουν τους λογαριασμούς τους, δεν θα εκκρεμεί ισοζύγιο πληρωμών κι η πίστωση θα έχει καλύψει πλήρως τις απαιτήσεις για ρευστότητα[13]. Συνεπώς, το μεταλλικό χρήμα εμφανίζεται περιττό στους μηχανισμούς της οικονομικής διαδικασίας[14].

Αυτό μας φέρνει στη δεύτερη σημαντική πτυχή της σκέψης του Μαρξ: ονομαστικά, τους μισθούς. Όταν αναλύσαμε τις λειτουργίες του χρήματος στη φάση της παραγωγής, παρατηρήσαμε ότι, αν το χρήμα έχει τη φύση πιστωτικού χρήματος, η άμεση συνεπαγωγή είναι ότι μολονότι οι χρηματικοί μισθοί μπορεί να εμφανίζονται να προκαταβάλλονται, οι πραγματικοί μισθοί πληρώνονται αναγκαία εκ των υστέρων. Όμως, ο Μαρξ δηλώνει ρητά ότι, σε μια καπιταλιστική οικονομία, οι μισθοί πληρώνονται εκ των υστέρων: σ’ όλες τις χώρες που κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, η εργασιακή δύναμη πληρώνεται μόνο αφότου έχει ήδη λειτουργήσει για την περίοδο που προβλέπεται στη σύμβαση εργασίας, για παράδειγμα, στο τέλος κάθε εβδομάδας. Οπότε, παντού οι εργάτες προσφέρουν στους καπιταλιστές την αξία χρήσης των εργασιακών τους δυνάμεων προκαταβολικά· ο εργάτης επιτρέπει η εργασιακή του δύναμη να καταναλωθεί απ’ τον αγοραστή προτού του πληρωθεί τη τιμή της· συνεπώς, παντού οι εργάτες δίνουν πίστωση στον καπιταλιστή[15].

Με τα λόγια του Μαρξ: «Ο εργάτης πληρώνεται μόνο αφότου η εργασιακή του δύναμη εργάστηκε και πραγματοποίησε τόσο την αξία της όσο κι υπεραξία στα εμπορεύματα. Οπότε, ο εργάτης έχει παράξει […] το κεφάλαιο για την ίδια του την πληρωμή, δηλαδή, μεταβλητό κεφάλαιο, πρωτού το λάβει ο ίδιος με την μορφή του μισθού»[16].

Οπότε, η μαρξιστική θεωρία των μισθών συμφωνεί πλήρως με κάθε θεωρία του χρήματος που αποδίδει στο χρήμα τη φύση της καθαρής πίστωσης στην αρχική φάση της παραγωγής[17].

Μπορούμε λοιπόν ν’ αντλήσουμε τα εξής συμπεράσματα:

  1. Όταν ο Μαρξ καταπιάνεται στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου με το πρόβλημα του χρήματος σε σχέση με το εμπόρευμα, δεν αναφέρεται στο χρήμα ως ένα τεχνικό μέσο πληρωμής, μα στο χρήμα ως πλούτο γενικά. Οπότε, τα συμπεράσματά του δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην κατασκευή μιας θεωρίας χρηματικών πληρωμών.
  2. Όταν ο Μαρξ διερευνεί, στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου καθώς και σ’ άλλα γραπτά του αναφορικά με τα γεγονότα του επιχειρηματικού κόσμου, το πρόβλημα των πληρωμών, δεν αναλύει την αρχική απόκτηση εργασιακής δύναμης και συνεπώς τις σχέσεις μεταξύ χρηματικού κεφαλαίου κι εργασιακής δύναμης, μα τη φάση της εμπορευματικής κυκλοφορίας και συνεπώς το χρήμα σε πληρωμές μεταξύ επιχειρήσεων. Συνεπώς, δεν μπορεί να εξαχθεί αποφασιστικά απ’ αυτά τα γραπτά κάτι το οποίο θα συνείσφερε σε μια γενική θεωρία του χρήματος.
  3. Στα λίγα σκόρπια παραθέματα που ο Μαρξ καταπιάνεται μ’ ένα καθαρό καπιταλιστικό σύστημα στο οποίο δεν υπάρχουν ούτε πληρωμές που απαιτούν νόμιμο χρήμα ούτε διεθνείς πληρωμές για τη διευθέτηση εμπορικών ισοζύγιων, βλέπει και δηλώνει ρητά ότι η πίστωση αποτελεί ένα αρκετά επαρκές μέσο πληρωμής για τη λειτουργία ενός καθαρού καπιταλιστικού συστήματος.
  4. Όταν ο Μαρξ καταπιάνεται με τη λειτουργία των μισθών, αναγνωρίζει ότι οι πραγματικοί μισθοί στην πραγματικότητα πληρώνονται εκ των υστέρων, μια θέση που συνάδει με μια θεωρία του χρήματος ως καθαρής πίστωσης.

Μπορούμε οπότε να συμπεράνουμε ότι στη σκέψη του Μαρξ, ενώ το χρήμα μπορεί να είτε είτε εμπορευματικό είτε πιστωτικό στη φάση της κυκλοφορίας, στην ανταλλαγή μεταξύ κεφαλαίου κι εργασίας το μέσο πληρωμής που χρησιμοποιείται είναι αποκλειστικά υποσχέσεις πληρωμής, κι η οικονομική διαδικασία λειτουργεί με καθαρή πίστωση. Το γεγονός ότι οι χρηματικές διαδικασίες στις σχέσεις κεφαλαίου-εργασίας είναι διαφορετικής φύσεως απ’ ότι στις σχέσεις μεταξύ των καπιταλιστών είναι στην πραγματικότητα σαφές, αν όχι πλήρως κατηγορηματικό, απ’ τα ίδια τα κείμενα του Μαρξ:

Στον τρόπο που αντιλαμβάνεται κανείς το χρηματικό κεφάλαιο […] γίνονται συνήθως δύο παράλληλα ή ανάκατα λάθη. Πρώτον, οι λειτουργίες που εκπληρώνει η κεφαλαιακή αξία […] συνάγονται λαθεμένα απ’ τον κεφαλαιακό της χαρακτήρα, ενώ οφείλονται μονάχα στη χρηματική κατάσταση της κεφαλαιακής αξίας, στην μορφή εμφάνισής της σαν χρήμα. Και δεύτερο, αντίστροφα: το ειδικό περιεχόμενο της χρηματικής λειτουργίας, που την μετατρέπει ταυτόχρονα και σε κεφαλαιακή λειτουργία, το συνάγουν απ’ τη φύση του χρήματος […] ενώ η λειτουργία αυτή προϋποθέτει τέτοιους κοινωνικούς όρους που δεν υπάρχουν καθόλου εδώ στην εκτέλεση της πράξης Χ-Δ [«χρήμα-εργασιακή δύναμη», η αγορά εργασιακής δύναμης απ’ τον καπιταλιστή], δηλαδή στην απλή εμπορευματική και στην αντίστοιχή της χρηματική κυκλοφορία[18].

Η αξία του χρήματος

Αποτελεί σχεδόν κοινοτοπία ότι το πρόβλημα της αξίας του χρήματος είναι το πρόβλημα που έχει απασχολήσει περισσότερο την μαρξιστική θεωρία του χρήματος.

Σε μια οικιακή οικονομία όπου η εργασία δεν έχει διαχωριστεί απ’ τα μέσα παραγωγής και συνεπώς η παραγωγή ως μια τεχνική διαδικασία μπορεί να λάβει χώρα πριν από οποιαδήποτε ενεργή ανταλλαγή κι ανεξαρτήτως αυτής, δεν εγείρεται το ειδικό πρόβλημα της αξίας του χρήματος, καθώς η αξία του χρήματος μπορεί να θεωρηθεί μόνο σ’ αντιστοιχία με την αξία οποιουδήποτε άλλου εμπορεύματος. Αν όλα τα εμπορεύματα ανταλλάσονται σύμφωνα με την εργασία που περιέχουν, το χρήμα επίσης θ’ ανταλλάσεται προς αυτά τ’ άλλα εμπορεύματα ως μια λειτουργία της εργασίας αναγκαίας για την παραγωγή του. Σε μια οικονομία όπου η παραγωγή προηγείται της ανταλλαγής (η μυθική οικονομία της αγροτικής οικογένειας, η οποία περιοδικά φέρνει στην αγορά τα προϊόντα της για να τ’ ανταλλάξει με γενικά και ταυτόχρονα παζάρια), η ζήτηση για χρήμα εμφανίζεται μόνο ως μια ζήτηση για αποθέματα ρευστού· κάθε οικογενειακή μονάδα στην πραγματικότητα μπορεί να θέλει να δημιουργήσει ένα απόθεμα ρευστότητας όπως μπορεί να επιθυμεί να δημιουργήσει αποθέματα σιτηρών ή οποιουδήποτε άλλου προϊόντος. Αν το χρήμα είναι ένα εμπόρευμα, θ’ αγοράζεται και θα δημιουργούνται αποθέματα όπως για κάθε άλλο προϊόν, και θα πληρώνεται σύμφωνα με την εργασία αναγκαία για την παραγωγή του.

Σε μια καπιταλιστική οικονομία, η λειτουργία του χρήματος διαφέρει στο ότι το χρήμα δεν υπηρετεί την κυκλοφορία ήδη παρηγμένων εμπορευμάτων μα επιτρέπει την αρχική αγορά εργασιακής δύναμης που θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις να προχωρήσουν στη τεχνική πραγματοποίηση της παραγωγής. Το χρήμα, όταν χρησιμοποιείται μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν απαιτείται ως ένα μόνιμο απόκτημα (όπως όταν χρειάζεται για αποθέματα ρευστού), αλλά μόνο ως ένα προσωρινό δάνειο για τη διάρκεια του παραγωγικού κύκλου. Μόλις ο κύκλος ολοκληρωθεί, το χρήμα ανακτάται σε ρευστή μορφή και μπορεί να εξοφληθεί στον χρηματοδότη ή να ξαναχρησιμοποιηθεί για έναν νέο παραγωγικό κύκλο.

Αυτό σημαίνει ότι οποιοσδήποτε χρησιμοποιεί χρήμα ως κεφάλαιο δεν ζητά να τ’ αποκτήσει, αλλά μόνο να το λάβει ως δάνειο· κι όποιος παράγει χρήμα δεν πρέπει και δεν μπορεί να το θέσει προς πώληση, αλλά μόνο να το δίνει με την μορφή πίστωσης. Συνεπώς, όποιος χρησιμοποιεί το χρήμα ως κεφάλαιο δεν μπορεί να συγκρίνει τον χρόνο εργασίας που απασχολείται στην παραγωγή των εμπορευμάτων με τον χρόνο παραγωγής που απασχολείται στην παραγωγή του χρήματος, αλλά μόνο με τον τόκο που πληρώνει στον χρηματοδότη κατά τη διάρκεια του δανείου.

Αυτή η προφανής παρατήρηση μας ωθεί να διακρίνουμε άμεσα μεταξύ, αφενός, της αξίας του χρήματος στις σχέσεις μεταξύ χρηματοδότη κι επιχειρηματία και, αφετέρου, της αξίας του χρήματος στις σχέσεις μεταξύ του επιχειρηματία και της αγοράς. Στην πρώτη περίπτωση, το περάσμα του χρήματος απ’ τον χρηματοδότη στον χρήστη του συμβαίνει μόνο ως δάνειο, και συνεπώς φέρει ένα επιτόκιο που ρυθμίζει την ανταλλακτική σχέση μεταξύ του παρόντος χρήματος και του μελλοντικού χρήματος. Σ’ αυτή τη φάση, το τυπικό πρόβλημα της αξίας του χρήματος δεν μπορεί καν να τεθεί, καθώς ο σχηματισμός του επιτοκίου είναι ουσιαστικά ο ίδιος είτε το χρήμα είναι εμπορευματικό χρήμα είτε είναι χάρτινο χρήμα είτε είναι καθαρή πίστωση. Στην επόμενη φάση, την απόκτηση εργασιακής δύναμης, το πρόβλημα τίθεται με διαφορετικούς όρους, στον βαθμό που ο επιχειρηματίας που χρησιμοποιεί τους χρηματικούς πόρους τους ξοδεύει για την απόκτηση μέσων παραγωγής, και σ’ αυτή την ανταλλαγή η αξία των χρηματικών πόρων πρέπει να καθοριστεί με κάποιον τρόπο. Είναι αυτό το ζήτημα που εγείρει τις μεγαλύτερες συζητήσεις αναφορικά με το πρόβλημα της αξίας του χρήματος. Αν το χρήμα είχε στην πραγματικότητα τη φύση ενός εμπορεύματος, η ανταλλαγή μεταξύ χρήματος και μέσων παραγωγής θα έπρεπε να λάβει χώρα στη βάση της εργασίας που περιέχουν· αν το χρήμα έχει τη φύση καθαρής πίστωσης, θα είναι δύσκολο να καθοριστούν οι όροι της ανταλλαγής μεταξύ χρήματος και μέσων παραγωγής.

Ένας, μολονότι ατελής, τρόπος να διαφύγουμε αυτής της αναμφισβήτητης δυσκολίας ίσως βασίζεται στην παρατήρηση ότι, στη φάση της παραγωγής, το χρήμα ανταλλάσεται μόνο μ’ ένα εμπόρευμα, το εμπόρευμα εργασιακή δύναμη. Αν στην πραγματικότητα θεωρήσουμε, όπως έχουμε κάνει ως τώρα κι όπως αρμόζει στην μακροοικονομική ανάλυση, το σύνολο των επιχειρήσεων ως ένα μοναδιαίο σύνολο, η μόνη απόκτηση που μπορούν να κάνουν είναι εκείνη της εργασιακής δύναμης· οποιαδήποτε απόκτηση μέσων παραγωγής θα μπορούσε ν’ απαλειφθεί ως μια συναλλαγή εσωτερικού του τομέα. Συνεπώς, η μόνη ανταλλακτική σχέση που περιλαμβάνει χρήμα είναι εκείνη μεταξύ χρήματος κι εργασίας, κι η μόνη τιμή που σχηματίζεται είναι ο μισθός. Το πρόβλημα της αξίας του χρήματος ανάγεται λοιπόν στο πρόβλημα του καθορισμού των μισθών. Όσον αφορά τους μισθούς, είναι εφικτές διάφορες λύσεις, ανεξαρτήτως του αν περιλαμβάνουν τόσο τον χρηματικό μισθό όσο και τον πραγματικό μισθό. Ωστόσο, αν επιμείνουμε στους αυστηρούς όρους της θεωρίας του Μαρξ και θυμηθούμε ότι οι πραγματικοί μισθοί, βάση της γενικής αρχής της αξιακής θεωρίας, ισούνται με την εργασία που περιέχεται στην εργασιακή δύναμη, η κατάσταση απλοποιείται στο ότι, στη φάση της παραγωγής, όχι μόνο υπάρχει μια τιμή προς καθορισμό μα ήδη γνωρίζουμε το επίπεδο αυτής της τιμής. Το γεγονός ότι υπάρχει ένα χρονικό διάστημα μεταξύ του ξοδέματος της εργασιακής δύναμης και της πραγματικής απόκτησης των εμπορευματικών μισθών δεν κάνει καμία διαφορά: σε μια χρηματική οικονομία, κάθε ανταλλαγή μεσολαβείται τυπικά απ’ το χρήμα, όμως αυτό δεν μεταβάλλει τους κανόνες που κυβερνούν τον σχηματισμό των αξιών και των τιμών. Μ’ αυτή την έννοια, το πρόβλημα του καθορισμού της αξίας του χρήματος δεν εγείρεται καν ως ανεξάρτητο.

Φυσικά, παραμένει το πρόβλημα, πλήρως πλασματικό, του καθορισμού του χρηματικού μισθού. Θεωρώντας ότι σ’ αυτή τη φάση το χρήμα είναι καθαρή πίστωση και τίποτα άλλο, πρόκειται για ένα πρόβλημα καθορισμού της μονάδας μέτρησης ή, αν προτιμάτε, της κλίμακας των χρηματικών τιμών, κι ως τέτοιο είναι επί της ουσίας άσχετο του ζητήματος.

Στη φάση της κυκλοφορίας, το πρόβλημα της αξίας του χρήματος είναι αρκετά διαφορετικό. Εδώ τα εμπορεύματα ανταλλάσονται μεταξύ καπιταλιστών και, όπως παρατηρήσαμε αρκετές φορές, τίποτα δεν αποτρέπει το χρήμα απ’ το να λάβει την μορφή ενός εμπορεύματος. Αν το χρήμα είναι παρόν σ’ αυτή τη φάση στην ίδια βάση όπως ένα εμπόρευμα, θ’ ανταλλάσεται στην αγορά όπως κάθε άλλο εμπόρευμα, σύμφωνα με τους κοινούς νόμους της ανταλλαγής.

Χρήμα κι υπεραξία

Οι παραπάνω συλλογισμοί για τον κύκλο του κεφαλαίου και τον ρόλο του χρήματος εντός του, μας οδηγούν να εξετάσουμε τον σχηματισμό της υπεραξίας. Όποτε συζητάτε το πρόβλημα του σχηματισμού της αξίας, είναι καλό να θυμόμαστε ότι, στο πλαίσιο της σκέψης του Μαρξ, ο όρος αυτός έχει μια πολύ ειδική έννοια που συνδέεται αυστηρά με τον ορισμό της κοινωνίας ως μια ολότητα που συνίσταται από αντιτιθέμενες τάξεις. Στο νεοκλασσικό δόγμα, σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχουν ταξικοί διαχωρισμοί στην κοινωνία, η αξία ορίζεται ως μια σχέση μεταξύ του υλικού αντικειμένου και του υποκειμένου (ή της ολότητας των υποκειμένων) που το χρησιμοποιεί. Είναι συνεπώς εφικτό, εντός αυτής της θεωρίας, η αξία ενός αγαθού να ερμηνευτεί επίσης με τους όρους μιας ολάκερης συλλογικότητας, ορίζοντας την αξία ως την ωφελιμότητα (ή ευημερία, ή ικανοποίηση) που προσφέρει το αγαθό αυτό στη συλλογικότητα που το κατέχει. Αντιθέτως, απ’ την μαρξιστική σκοπιά, η σημασία της έννοιας της αξίας ανταποκρίνεται στη ταξική οπτική που βρίσκεται στην καρδιά της θεωρίας του Μαρξ. Στη θεωρία του Μαρξ, ένα εμπόρευμα έχει αξία στον βαθμό που επιφέρει μια αύξηση στην αξία του επενδυμένου κεφαλαίου και, συνεπώς, μόνο αν είναι ικανό να παράξει πλούτο για τον καπιταλιστή. Απ’ αυτή τη σκοπιά, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να ορίσουμε μια έννοια της αξίας εφαρμόσιμη στη συλλογικότητα στο σύνολό της: η αξία χρήσης ίσως να οριστεί μόνο σε σχέση με την ολότητα των μισθωτών ως καταναλωτών, ενώ η αξία νοημένη ως πλούτος γενικά αφορά αποκλειστικά τον καπιταλιστή[19].

Όμως, αν η αξία ορίζεται ως ο πλούτος του καπιταλιστή, έπεται ότι η απόκτηση αξίας μπορεί να λάβει χώρα μόνο μέσω ανταλλαγών που οι καπιταλιστές στο σύνολό τους πράττουν εκτός της δικής τους τάξης· πράγματι, κάθε ανταλλαγή στο εσωτερικό της καπιταλιστικής τάξης ίσως πλουτίσει κάποιους και ζημιώσει κάποιους άλλους, όμως αυτά αλληλοακυρώνονται για τη τάξη στο σύνολό της κι οπότε δεν υπήρξε κανένας γενικός εμπλουτισμός του κεφαλαίου. Κι εφόσον, όπως παρατηρήσαμε αλλού, η μόνη εξωτερική ανταλλαγή που μπορούν να κάνουν οι καπιταλιστές ως τάξη είναι η αγορά εργασιακής δύναμης, τότε είναι μόνο απ’ την απόκτηση και τη χρήση εργασιακής δύναμης που μπορεί να συναχθεί η παραγωγή αξίας, συνεπώς η αξιοποίηση του κεφαλαίου[20].

Απ’ αυτές τις παρατηρήσεις έπεται ότι το πρόβλημα του σχηματισμού της αξίας θα πρέπει ν’ αναλυθεί, όπως είπε ο ίδιος τον Μαρξ, στη φάση της παραγωγής. Σ’ αυτή τη φάση, ο καπιταλιστής, έχοντας πληρώσει για εργασιακή δύναμη σύμφωνα με την εργασία που εμπεριέχεται σ’ αυτή, κι έχοντας αποκτήσει την ιδιοκτησία του συνόλου του προϊόντος της εργασίας, προσθέτει αξία στο επενδυμένο κεφάλαιο. Αν, σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ, ο καπιταλιστής παραχωρεί με την μορφή πραγματικών μισθών έναν αριθμό ωρών εργασίας μικρότερο απ’ τον αριθμό ωρών που περιέχονται στο παρηγμένο προϊόν, η διαφορά μεταξύ του αριθμού των ωρών εργασίας που έλαβε και του αριθμού των ωρών εργασία που έδωσε, αναπαριστά μια απόκτηση πλούτου και μια αξιοποίηση κεφαλαίου.

Πρέπει κανείς να διερωτηθεί εδώ τι συνιστά το επενδυμένο απ’ τους καπιταλιστές κεφάλαιο και πως μετριέται, πάντα θεωρώντας τους καπιταλιστές παγκοσμίως ως τάξη. Σύμφωνα με τις υποδείξεις του ίδιου του Μαρξ, το επενδυμένο απ’ τους καπιταλιστές ως τάξη κεφάλαιο αναπαρίσταται από ένα μεταβλητό μέγεθος, σχηματισμένο ανά καιρούς από χρηματικό κεφάλαιο που δανείστηκαν από έναν χρηματοπιστωτικό καπιταλιστή, από αγορασμένη εργασιακή δύναμη κι απ’ την αξία των παρηγμένων προϊόντων, κλπ, μέσω διαδοχικών μεταμορφώσεων. Αν θέλει κανείς να εφαρμόσει σ’ αυτόν τον μαρξιστικό ορισμό του κεφαλαίου έναν όρο δανεισμένο απ’ τα παραδοσιακά οικονομικά, θα έλεγε ότι, στο μοντέλο του Μαρξ, οι καπιταλιστές ως τάξη επενδύουν μόνο σε κυκλοφορούν κεφάλαιο.

Είναι εμφανές ότι ένας τέτοιος ορισμός του επενδυμένου κεφαλαίου, ο οποίος αποκλίνει ξεκάθαρα σε μεγάλο βαθμό απ’ τον ορισμό της επίσημης οικονομικής θεωρίας στην μη-συμπερίληψη των πάγιων κεφαλαιακών αγαθών, πρέπει να αιτιολογηθεί για οποιονδήποτε δεν θέλει να τον μεταχειριστεί ως αξίωμα, μια απλή υπόθεση εργασίας· είναι όμως η λογική του ίδιου του μαρξιστικού μοντέλου που μας δίνει ένα στοιχείο για τον ορισμό του κεφαλαίου ως καθαρό κυκλοφορούν κεφάλαιο. Για να το δούμε αυτό, επιτρέψτε μας να στραφούμε μια στιγμή στον ορισμό της κοινωνίας ως μια ολότητα δύο αντιτιθέμενων τάξεων, τους καπιταλιστές και τους εργάτες. Εξ ορισμού, η καπιταλιστική τάξη εκτελεί τη λειτουργία της συσσώρευσης πλούτου σε αφηρημένη μορφή και της απόκτησης ιδιοκτησίας των παρηγμένων μέσων παραγωγής. Αν αυτές είναι οι λειτουργίες της ιδιοκτήτριας τάξης, έπεται άμεσα ότι γι’ αυτή τη τάξη η χρησιμοποίηση πάγιου κεφαλαίου δεν αναπαριστά ένα κόστος. Δεν πρόκειται για ένα κόστος με την έννοια ότι οι καπιταλιστές δεν δαπανούν για ν’ αποκτήσουν καίρια αγαθά, καθώς ως τάξη ήδη τα κατέχουν· ούτε είναι ένα κόστος με την έννοια ότι, απασχολώντας κεφαλαιακά αγαθά με σκοπό την μετέπειτα παραγωγή, οι καπιταλιστές θ’ αναγκάζονταν ν’ αποκηρύξουν την κατανάλωση επειδή η τάξη των καπιταλιστών προτιμά συσσώρευση κι ως τάξη δεν συμμετέχει σε κάποια καταναλωτική δραστηριότητα. Η μόνη πραγματική επένδυση που πρέπει να κάνουν οι καπιταλιστές ως τάξη είναι η επένδυση σε μεταβλητό κεφάλαιο για την απόκτηση εργασιακής δύναμης, και πράγματι οι καπιταλιστές πρέπει ν’ αποκτήσουν ρευστότητα απ’ τον κόσμο του χρηματοπιστωτισμού για να κάνουν μια εξωτερική αγορά και πρέπει να συμφωνήσουν να πληρώσουν σ’ αντάλλαγμα τόκο ο οποίος, στον βαθμό που αποτελεί μια εξωτερική πληρωμή, αναπαριστά κι αυτός ένα κόστος.

Το συμπέρασμα που αναπόφευκτα προκύπτει από μια τέτοια ανάλυση είναι ότι μόνο η εργασία μπορεί να είναι η πηγή της αξίας για τους καπιταλιστές ως τάξη, κι ότι για να γνωρίσουμε την απόδοση του επενδυμένου κεφαλαίου, τα έσοδα απ’ την παραγωγική δραστηριότητα πρέπει να θεωρηθούν αποκλειστικά σε σχέση με το μεταβλητό κεφάλαιο. Η απόδοση του επενδυμένου κεφαλαίου μπορεί να μετρηθεί μόνο με τους όρους του λόγου μεταξύ των ωρών εργασίας που περιέχονται στο εμπόρευμα κι ιδιοποιούνται απ’ τους καπιταλιστές προς τον συνολικό αριθμό των ωρών απασχόλησης. Αυτή η αναλογία καθορίζεται αποκλειστικά απ’ το πως το συνολικό προϊόν διανέμεται μεταξύ καταναλωτικών αγαθών κι υπεραξίας, και δεν εξαρτάται απ’ το απόλυτο επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας. Συνεπακόλουθα, είναι ανεξάρτητο του αθροίσματος του πάγιου κεφαλαίου που χρησιμοποίεται στην παραγωγική διαδικασία. Απ’ αυτή τη σκοπιά, είναι συνεπώς απολύτως ορθό να πούμε ότι για τους καπιταλιστές ως τάξη, η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται απ’ τις ώρες εργασίας που περιέχονται σ’ αυτό. Αν αυτό που αποκτούν ως πλούτο οι καπιταλιστές είναι στην πραγματικότητα ένας ορισμένος αριθμός ωρών απλήρωτης εργασίας, είναι άμεσα εμφανές ότι οποιοδήποτε παρηγμένο εμπόρευμα συνεισφέρει στον συνολικό αριθμό ωρών εργασίας που ιδιοποιούνται οι καπιταλιστές, και συνεπώς στην αξιοποίηση του κεφαλαίου, σε άμεση αναλογία με τον αριθμό ωρών εργασίας που περιέχονται σ’ αυτό. Αν, γι’ άλλη μια φορά, μεταφράσουμε αυτή την έννοια στη γλώσσα των παραδοσιακών οικονομικών, μπορούμε να πούμε ότι, για τους καπιταλιστές ως τάξη, η σχέση υποκατάστασης μεταξύ δύο εμπορευμάτων τίθεται αποκλειστικά απ’ την αναλογία των ωρών εργασίας που χρειάζονται για την παραγωγή καθενός εξ αυτών των εμπορευμάτων, δεδομένης της δομής των μέσων παραγωγής, ή παγίου κεφαλαίου, διαθέσιμων κι απασχολούμενων στην παραγωγή.

Αν, αντ’ αυτού, εξετάσουμε τη φάση της κυκλοφορίας, δηλαδή, τη φάση στην οποία παρηγμένα εμπορεύματα ανταλλάσονται μεταξύ των καπιταλιστών, προκύπτει μια τελείως διαφορετική κατάσταση. Οι κανόνες που κυβερνούν αυτή την ανταλλαγή μεταξύ των μεμονωμένων καπιταλιστών δεν είναι πια οι ίδιοι μ’ εκείνους που κυβερνούν την ανταλλαγή μεταξύ των τάξεων: πρόκειται τώρα για κανόνες που ρυθμίζουν την ανταλλαγή μεταξύ απομονωμένων επιχειρηματιών εντός της ιδιοκτήτριας τάξης. Για ν’ αναλύσουμε τον σχηματισμό των τιμών, μπορούμε οπότε ν’ αναφερθούμε στις πολλαπλές θεωρητικές διατυπώσεις που καταπιάνονται με το πρόβλημα απ’ τη σκοπιά μιας και μόνο εταιρείας. Απ’ αυτή τη σκοπιά, θα ήταν ξεκάθαρα λαθεμένο να θεωρήσουμε ότι το κόστος ισούται με την εμπεριεχόμενη εργασία· στο επίπεδο της μεμονωμένης επιχείρησης, στην πραγματικότητα, ακόμη και το πάγιο κεφάλαιο θέτει στην επιχείρηση που το χρησιμοποιεί ένα κόστος ανάλογο με το άθροισμα των απασχολούμενων κεφαλαίων και της διάρκειας της απασχόλησης του κεφαλαίου αυτού. Οπότε, η αγορά πρέπει, όταν υπολογίζει το ποσοστό κέρδους, να δει ότι οι εισπράξεις μετρώνται σε σχέση με το συνολικό κεφάλαιο που χρησιμοποιείται στην επιχείρηση. Οι κανόνες που κυβερνούν τον σχηματισμό των τιμών μπορούν να συλληφθούν με διάφορους τρόπους: μπορεί κανείς να φανταστεί εξίσου εύκολα τόσο μια αγορά που εξισώνει τα ποσοστά του κέρδους όσο και μια αγορά που διαφοροποιεί διαρκώς τα ποσοστά κέρδους στη βάση των συνεχών καινοτομιών που εισάγουν οι επιχειρηματίες. Όμως, όποιος κι αν είναι ο κανόνας του σχηματισμού των τιμών, είναι σαφές ότι τα εμπορεύματα δεν μπορούν ν’ ανταλλαχθούν στη βάση της εργασίας που περιέχεται σ’ αυτά. Ωστόσο, αυτό είναι άσχετο με το ζήτημά μας στον βαθμό που η ανταλλαγή εμπορευμάτων μεταξύ μεμονωμένων καπιταλιστών δεν μπορεί, για τους προαναφερθέντες λόγους, να προκαλέσει τη δημιουργία αξίας. Σ’ αυτή τη φάση, τα εμπορεύματα δεν εμφανίζονται ως η πηγή της αξιοποίησης του κεφαλαίου μα μόνο ως μια πηγή ατομικού κέρδους, και το γεγονός ότι οι καπιταλιστές ανταλλάσουν εμπορεύματα αναμεταξύ τους στη βάση σχέσεων που αποκλίνουν απ’ τις αξίες τους δεν αντιφάσκει με κανέναν τρόπο με την αντιστοιχία μεταξύ της αξίας ενός εμπορεύματος και της εργασίας που περιέχεται σ’ αυτό, μια αντιστοιχία που πρέπει αντιστρόφως ν’ αποτελεί τον κανόνα όταν το εμπόρευμα ιδωθεί αναφορικά με τη τάξη των καπιταλιστών στο σύνολό της. Οι σχέσεις μεταξύ των καπιταλιστών και των εργατών είναι οι μόνες σχέσεις που μπορούν να επηρεάσουν την αξιοποίηση του κεφαλαίου, κι είναι μόνο σ’ αυτό το πλαίσιο που μπορούν να επιβεβαιωθεί ο νόμος της αξίας.

Χρήμα και κρίση

Η μαρξιστική θεωρία του χρήματος είναι στενά συνδεδεμένη με τη θεωρία της κρίσης και της ύφεσης της παγκόσμιας ζήτησης. Ωστόσο, αυτη αποτελεί μια πτυχή του μαρξιστικού δόγματος για το χρήμα που απαιτεί πολύ λιγότερη επανεξέταση ή σχολιασμό συγκριτικά με άλλες, δεδομένου ότι έχει ήδη διερευνηθεί κι αναλυθεί αμέτρητες φορές.

Οι τεχνικοί όροι με τους οποίους ο Μαρξ διατυπώνει το πρόβλημα είναι καλά γνωστοί: αφού σε μια χρηματική οικονομία η εμπορευματική ανταλλαγή μεσολαβείται απ’ το χρήμα, και συνεπώς διαιρείται σε δύο διαδοχικές ανταλλαγές, χρήμα μ’ εμπόρευμα κι εμπόρευμα με χρήμα, είναι υλικά εφικτό η αλληλουχία των ανταλλαγών αυτών να σπάσει αν κάποιος απ’ τους επενδυτές αποφασίσει να πουλήσει χωρίς ν’ αγοράσει. Αυτός ο ορισμός της κρίσης ως μια διακοπή στην αλυσίδα ανταλλαγών ισοδυναμεί με το να πούμε ότι η ζήτηση μειώνεται όταν ένας επενδυτής αποφασίσει να κρατήσει κάποια απ’ τα κέρδη του σε ρευστή μορφή αντί να τα μετατρέψει σ’ εμπορεύματα. Η θεωρία της διπλής ανταλλαγής κι η θεωρία της προτίμησης ρευστότητας διαπλέκονται στενά.

Υπάρχουν δύο θεμελιώδη προβλήματα που φαίνονται άξια συζήτησης απ’ αυτή τη σκοπιά. Το πρώτο αφορά την ερμηνεία των αιτιών που ίσως κάνουν έναν επενδυτή να δημιουργήσει ένα απόθεμα ρευστότητας, σπάζοντας συνεπώς την αλυσίδα των ανταλλαγών· το δεύτερο αφορά την ευκαιρία της ανάλυσης των διακυμάνσεων στην παγκόσμια ζήτηση ως ένα φαινόμενο μιας αποτυχίας να κλείσει το κύκλωμα αντί ως ένα φαινόμενο μιας αποτυχίας ν’ ανοιχτεί το ίδιο το κύκλωμα.

Πριν καταπιαστούμε με το πρώτο ζήτημα, να θυμήσουμε την εξαιρετικά απλοποιημένη φύση της οικονομίας που εξετάζουμε· είναι μια οικονομία όπου, καθώς δεν υπάρχει ούτε δημόσιος τομέας ούτε εξωτερικό εμπόριο, υπάρχει μια και μοναδική μορφή χρήματος, που σχηματίζεται από τραπεζικές καταθέσεις. Το χρήμα δημιουργείται τη στιγμή που μια επιχείρηση που έχει λάβει μια πιστοληπτική γραμμή από μια τράπεζα αποφασίζει να τη χρησιμοποιήσει πραγματοποιώντας μια πληρωμή. Εκείνη τη στιγμή, μ’ αυτή την πράξη, η επιχείρηση γίνεται οφειλέτης της τράπεζας κι ένα άλλο υποκείμενο, πιθανότατα ένας μισθωτός εργάτης, γίνεται ο ιδιοκτήτης μιας κατάθεσης, και συνεπώς ένας πιστωτής της ίδιας της τράπεζας. Σ’ αυτή την απλοποιημένη δομή, το μόνο πράγμα που χρειάζονται οι επιχειρήσεις είναι μια πιστοληπτική γραμμή σ’ ένα τραπεζικό σύστημα· απ’ την άλλη, δεν έχουν καμία ανάγκη να κατέχουν αποθέμετα ρευστότητας με την επικρατούσα έννοια του όρου, δηλαδή, να έχουν οι ίδιες ενεργούς τρέχοντες λογαριασμούς. Πράγματι, αν οι επιχειρήσεις στην ολότητά τους είχαν θετικά ισοζύγια στις τράπεζες, η απόφαση αυτή θα ήταν ανορθολογική καθώς οι εταιρείες θα χρεώνονταν στις ίδιες τράπεζες για ένα ισοδύναμο άθροισμα (δείξαμε ότι, στην πραγματικότητα, σ’ αυτό το σύστημα όλη η ρευστότητα δημιουργείται απ’ τις τράπεζες κι αποτελεί ένα χρεός για τις επιχειρήσεις) κι ο τόκος θα έπρεπε να χρεωθεί σ’ αυτό το αρνητικό ισοζύγιο. Είναι οπότε σαφές ότι, σ’ ένα σύστημα καθαρής τραπεζικής πίστωσης χωρίς νόμιμο χρήμα και χωρίς την εισροή δημοσίων δαπανών, οι επιχειρήσεις στην ολότητά τους δεν θα έχουν καθόλου αποθέματα ρευστότητας, καθώς οι ανάγκες τους για ρευστότητα θα ικανοποιούνταν από πιστοληπτικές γραμμές που θα τους δίνονταν απ’ το τραπεζικό σύστημα. Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε πως ότι ισχύει για τις επιχειρήσεις στην ολότητά τους δεν ισχύει για την μεμονωμένη επιχείρηση· στην πραγματικότητα, είναι πάντα εφικτό για μια μεμονωμένη επιχειρήση να έχει ένα θετικό ισοζύγιο ως προς το τραπεζικό σύστημα που θ’ αντισταθμίζεται απ’ το αρνητικό ισοζύγιο άλλων επιχειρήσεων. Επιπλέον, η κατάσταση επίσης αλλάζει όταν υπάρχει ένας δημόσιος τομέας. Κάθε φορά που οι κυβερνητικές δαπάνες εκτελούνται μέσω ελλειματικών δαπανών μέσω μιας αύξησης στην προσφορά του χρήματος, οι επιχειρήσεις θεωρημένες στην ολότητά τους βιώνουν μια αύξηση στο απόθεμα χρήματός τους που δεν αντισταθμίζεται από κάποιο χρέος προς τις τράπεζες. Σ’ αυτή την περίπτωση, σ’ αντίθεση με το τι συμβαίνει σ’ ένα σύστημα καθαρής πίστωσης, όχι μόνο μεμονωμένες επιχειρήσεις μα επίσης κι επιχειρηματικός τομέας στην ολότητά του ίσως διατηρήσει μια ορισμένη ποσότητα αποθεμάτων ρευστότητας.

Μόλις έχουμε ορίσει περιπτώσεις στις οποίες είναι πιθανό ο ιδιωτικός τομέας να διατηρήσει αξόδευτα αποθέματα ρευστότητας, είναι εύκολο να ταυτοποιήσουμε περιπτώσεις στις οποίες ίσως παρθεί η απόφαση να κρατηθούν αποθέματα ρευστότητας. Σημειώσαμε εξ αρχής ότι ένα απ’ τα σημεία αφετηρίας της θεωρία του Μαρξ για το χρήμα είναι ότι οι καπιταλιστές συσσωρεύουν πλούτο γενικά. Αυτό σημαίνει ότι, στο ατέρμονο κηνύγι χρήματος καθεαυτού, ο καπιταλιστής ίσως να τροποποιεί συνεχώς τη τεχνική μορφή του πλούτου του. Τίποτα δεν μπορεί να ορίσει οριστικά την υλική μορφή του πλούτου που θα εγγυόταν στον καπιταλιστή ένα μεγαλύτερο κέρδος. Αντιθέτως, οι διακυμάνσεις της αγοράς ωθούν τον καπιταλιστή να μετατοπίζεται συνεχώς απ’ τον έναν παραγωγικό τομέα στον άλλον, απ’ τη μια τεχνολογία στην άλλη κι απ’ την μια χώρα στη άλλη, σε μια προσπάθεια ν’ αποκτήσει μεγαλύτερο κέρδος. Η απλή, επίμονη αποφασιστικότητα να κηνυγήσει τη συσσώρευση χρήματος τον αναγκάζει να τροποποιεί συνεχώς τη τεχνική μορφή του πλούτου του. Αρκεί αυτή η παρατήρηση για να δείξουμε ότι οι αποφάσεις ενός καπιταλιστή διαρκώς λαμβάνονται σ’ ένα κλίμα αβεβαιότητας. Σε μια οικονομία όπου η παραγωγή κατευθύνεται προς τη δημιουργία αξιών χρήσης, ο βαθμός αβεβαιότηατς είναι σίγουρα πολύ μικρότερος, με την έννοια ότι οι καταναλωτές, μολονότι μπορεί ανά καιρούς να λανθάνουν αναφορικά με την πραγματική ωφελιμότητα των παρηγμένων αγαθών, αργά ή γρήγορα θα μάθουν το πως να κρίνουν την πραγματική φύση των ίδιων τους των αναγκών και των αγαθών ικανών να τις ικανοποιήσουν ορθώς. Απ’ την άλλη, σε μια οικονομία στραμμένη στην παραγωγή πλούτου σε γενική μορφή, οι δυνάμεις του ανταγωνισμού, η πάλη μεταξύ των επιχειρήσεων κι η τεχνική πρόοδος εξαναγκάζουν σε διαρκείς τροποποιήσεις των μορφών της παραγωγής, και συνεπώς προκαλούν μια διαρκή αβεβαιότητα για τον καπιταλιστή αναφορικά με τις προοπτικές του ν’ απολάβει κέρδος.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι εύκολο να εγερθεί μια περίσταση στην οποία ο καπιταλιστής σκέφτεται φρόνιμο ν’ αποφύγει να εμπλακεί σε μια απ’ τις διαθέσιμες παραγωγικές διαδικασίες και, αντ’ αυτού, να κρατήσει τους πόρους του σε ρευστή μορφή και να περιμένει να γίνουν σαφέστερες οι προοπτικές κέρδους και ν’ αναδυθεί μια συγκεκριμένη μορφή πλούτου που να έχει περισσότερες προοπτικές κέρδους απ’ τις άλλες. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η απόφαση να κρατήσει τους πόρους του σε ρευστή μορφή, η οποία μπορεί να φαίνεται ανορθολογική για τον καταναλωτή, ίσως ν’ αποτελεί μια αρκετά συνετή συμπεριφορά.

Οπότε, συμβαίνει ότι, ως μια άμεση συνέπεια της αβεβαιότητας στην οποία λαμβάνει χώρα η διαδικασία συσσώρευσης, το επίπεδο της ζήτησης παρουσιάζει διακυμάνσεις. Σε στιγμές που οι προοπτικές κέρδους είναι μεγάλες, οι επιχειρηματίες μειώνουν τις αποταμιεύσεις τους σε ρευστό και τις απασχολούν στην παραγωγή πραγματικών αγαθών, ενώ σε στιγμές που οι προοπτικές κέρδους είναι αβέβαιες, αυξάνουν τις αποταμιεύσεις τους σε ρευστό, μειώνοντας τη ζήτηση για αγαθά και προξενώντας μια μείωση της απασχόλησης. Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν είναι η παρουσία χρήματος, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα, που επιτρέπει διακυμάνσεις στην παγκόσμια ζήτηση και την απασχόληση, είναι επίσης σαφές ότι τα βαθύτερα αίτια για την κρίση πρέπει να βρεθούν στην κοινωνική δομή. Αν η κοινωνία δεν ήταν διαιρεμένη σε τάξεις, κι αν δεν υπήρχε διαχωρισμός μεταξύ της εργασίας και των μέσων παραγωγής, η παραγωγική δραστηριότητα δεν θα κυριαρχούνταν απ’ τον σκοπό του πλούτου, δεν θα υπήρχαν συγκρούσεις μεταξύ καπιταλιστών στο κηνύγι του κέρδους τους και δεν θα κυριαρχούσε επί κάθε παραγωγικής απόφασης μια ατμόσφαιρα αβεβαιότητας.

Αυτό μας φέρνει στο δεύτερο εκ των δύο προβλημάτων που υποδείξαμε, ονομαστικά: σε περιπτώσεις που για έναν απ’ τους παραπάνω λόγους λάβει χώρα μια ύφεση στην παγκόσμια ζήτηση, πως πρέπει να ερμηνευτεί το φαινόμενα αυτό από τεχνική σκοπιά; Υπάρχουν 3 πιθανές ερμηνείες:

  1. Η σύγχρονη μακροοικονομική θεωρία, γερά ριζωμένη στη σκέψη του Τζων Μέυναρντ Κέυνς, θα ερμηνεύσει το γεγονός αυτό ως μια αποτυχία του κυκλώματος να κλείσει. Σύμφωνα με μια τέτοια ανάγνωση, η προσφορά χρήματος θεωρείται σταθερή, κι η ύφεση της ζήτησης βλέπεται ως μια συσσώρευση αποταμιεύσεων σε ρευστό και μια αποτυχία μερικών επιχειρήσεων ν’ ανακτήσουν χρηματικές δαπάνες· η συσσώρευση αποταμιεύσεων σε ρευστό θα λάμβανε  χώρα μέσω των πράξεων των αποταμιευτών (και, πιο συγκεκριμένα, των εισοδηματιών) οι οποίοι προτιμούν τη ρευστότητα απ’ την κατοχή μετοχών κι ομολόγων καθώς αναμένουν την επόμενη τόνωση των εσόδων.
  2. Απ’ την άλλη, η θεωρία ενός νομισματικού κυκλώματος, στη σύγχρονη εκδοχή της, εξαγμένη κατά κύριο λόγο από συγγραφείς της γαλλικής σχολής, εμμένει σε μια ερμηνεία των ίδιων γεγονότων ως μια αποτυχία ν’ ανοίξει το κύκλωμα. Σύμφωνα μ’ αυτή τη σχολή σκέψης, η πιθανότητα ότι μερικοί αποταμιευτές θα βάζαν στην άκρη ρευστό φαίνεται ν’ αποτελεί ένα μεταβατικό ενδεχόμενο ικανό να εξηγήσει τις διακυμάνσεις της ζήτησης, όχι όμως το βασικό της επίπεδο. Το γεγονός ότι ένας εισοδηματίας ίσως αποφασίσει να κρατήσει ρευστό αρνούμενος ν’ αποκτήσει μετοχές κι ομόλογα, αποτελεί ένα γεγονός η σημασία του οποίου δεν κείτεται τόσο στο γεγονός ότι η απόφασή του σημαίνει μια αποτυχία να προωθήσει χρήμα στον ιδιωτικό τομέα όσο στο γεγονός ότι, ως μια συνέπεια αυτού, οι επιχειρήσεις θ’ αποφασίσουν να μειώσουν το επίπεδο της παραγωγικής τους δραστηριότητας. Με την κεϋνσιανή ορολογία, θα λέγαμε ότι μειώθηκε το επίπεδο της παραγωγής και το επίπεδο της απασχόλησης όχι επειδή αυξήθηκε η προτίμηση ρευστότητας μα επειδή, ως συνέπεια αυτού, οι επιχειρηματίες αποφασίσαν να μειώσουν το επίπεδο των επενδύσεών τους. Οπότε, οι αποφάσεις που μετράν θα είναι αποφάσεις ν’ ανοίξει το κύκλωμα, επειδή τέτοιες αποφάσεις καθορίζουν το επίπεδο της παραγωγικής δραστηριότητας.
  3. Τέλος, οι διακυμάνσεις της ζήτησης ίσως ερμηνευτούν όχι τόσο ως μια αποτυχία ν’ ανοίξει ή να κλείσει το κύκλωμα, αλλά ως μια διάρρηξη του κυκλώματος. Έτσι είναι που ανέγνωσε ο Μαρξ το πρόβλημα των διακύμανσεων και των κρίσεων· ως έναν βαθμό, η προσέγγιση αυτή εγκολπώνει τις δύο πρώτες.

Δεν είναι δύσκολο ν’ αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι οι ποικίλες πιθανές αναγνώσεις δεν έρχονται σε οξεία αντίθεση μεταξύ τους κι ότι η προτίμηση της τάδε επί των δείνα πρόκειται για ένα ζήτημα προσωπικής επιλογής αντί για μια ουσιώδη θεωρητική διαφορά.

Συμπεράσματα

Αξίζει να επαναλάβουμε κι εν μέρει να επανεξετάσουμε την αντίθετη που συνήθως τίθεται μεταξύ του χρήματος ως εμπόρευμα και του πιστωτικού χρήματος. Είναι σαφές ότι, σε μια απλή κοινωνία όπου δεν υπάρχει κανένας διαχωρισμός μεταξύ εργασίας και μέσων παραγωγής κι όπου συνεπακόλουθα δεν υπάρχει μισθωτή εργασία, το χρήμα μπορεί να λάβει την μορφή του εμπορευματικού χρήματος στον βαθμό που δεν υπάρχει τίποτα στην πρακτικές της αγορά ν’ αποτρέψει τους ανθρώπους απ’ το να επιλέξουν απ’ τα πολλά εμπορεύματα που παράγονται κι ανταλλάσονται το εμπόρευμα εκείνο που λόγω των υλικών χαρακτηριστικών του ταιριάζει καλύτερα απ’ τα άλλα στο να λειτουργήσει ως μεσάζοντας της ανταλλαγής. Όπως είδαμε, κάτι παρόμοιο ισχύει στην καπιταλιστική οικονομία, αν περιοριστούμε στη φάση της κυκλοφορίας: εδώ, ξανά, τίποτα δεν αποτρέπει τους καπιταλιστές επιχειρηματίες, όταν ανταλλάσουν ήδη παρηγμένα εμπορεύματα, απ’ το να βρουν ταιριαστό να πράττουν τις ανταλλαγές τους μέσω ενός μεσολαβητικού εμπορεύματος που λαμβάνει τον ρόλο του χρήματος.

Το πρόβλημα τίθεται διαφορετικά, ξανά σε σχέση με μια καπιταλιστική οικονομία, με τους όρους της απόκτησης της εργασιακής δύναμης: δηλαδή, την κεντρική φάση της καπιταλιστικής οικονομικής διαδικασίας στην οποία το κεφάλαιο κι η εργασία επανενώνονται κι η οικονομική διαδικασία ξεκινά. Σ’ αυτή τη φάση, όπως είδαμε, το χρήμα δεν μπορεί να λάβει την μορφή εμπορεύματος και πρέπει αναγκαστικά να θεωρηθεί ως πιστωτικό χρήμα.

Είναι σχεδόν περιττό να παρατηρήσουμε ότι ακόμη κι αν το χρήμα πρέπει να έχει τη φύση της πίστωσης για την αρχική φάση της καπιταλιστικής διαδικασίας, αυτό δεν σημαίνει ότι η πίστωση μπορεί να υπάρξει αποκλειστικά σ’ αυτή τη φάση· ακόμη και στη φάση της καπιταλιστικής κυκλοφορίας, οι επιχειρήσεις μπορούν (ή, πράγματι, συνήθως πρέπει) να υποβοηθηθούν με πιστωτικά μέσα πληρωμής αντί για εμπορευματικό χρήμα, το οποίο ξεκάθαρα χρησιμοποιείται λίγο στην πράξη· όπως είναι σαφές ότι ακόμη και μια οικογενειακή οικονομία μπορεί να υποβοηθηθεί από πιστωτικά όργανα κυκλοφορίας αν οι λειτουργοί της το θεωρήσουν χρήσιμο.

Το γεγονός ότι στην καπιταλιστική δομή η οικονομική διαδικασία μπορεί να ξεκινήσει μόνο μέσω πληρωμών που γίνονται με πιστωτικά όργανα, τροποποιεί την παραδοσιακή περιγραφή της γέννησης και της εξέλιξης του συστήματος των πληρωμών. Συνήθως λέγεται ότι μια χρηματική οικονομία γεννήθηκε στη βάση του αντιπραγματισμού, ύστερα ακολούθησε μια μεσολαβητική ανταλλαγή ενός τυπικού εμπορεύματος (ζώα, αλάτι, ακατέργαστα μέταλλα), ύστερα ακολούθησε μια ανταλλαγή μεσολαβημένη από νομίσματα, και τέλος ακολούθησε μια οικονομία όπου ένα τραπεζογραμμάτιο αναπαριστά το νόμισμα κι ολοκληρώθηκε με τη τραπεζική πίστωση, τη τελική τεχνολογία πληρωμών. Ωστόσο, φαίνεται ότι αυτό που έχει εξελιχτεί δεν είναι οι διαδικασίες πληρωμής, αλλά το αντίθετο, οι κοινωνικές μορφές, από μια οικογενειακή οικονομία σε μια φεουδαρχική κοινωνία κι από εκεί σε μια καπιταλιστική οικονομία, με την καθεμιά να χαρακτηρίζεται από διαφορετικές διαδικασίες πληρωμών. Αφενός, σε μια οικογενειακή οικονομία ή απλή εμπορευματική κοινωνία, το χρήμα μπορεί να έχει τον χαρακτήρα ενός εμπορεύματος ακόμη κι αν τίποτα δεν αποτρέπει τη χρήση πιστωτικών οργάνων· αφετέρου, σε μια καπιταλιστική οικονομία, η τυπικότερη ανταλλαγή στηρίζεται αποκλειστικά σε πιστωτικό χρήμα. Μια απλή κοινωνία όπου το εμπορευματικό χρήμα κυκλοφορεί κι η πίστωση παίρνει τη θέση του χρήματος αποκλειστικά για τεχνικούς λόγους ευκολίας, είναι κατά κύριο λόγο μια οικονομία αντιπραγματισμού, ενώ η καπιταλιστική οικονομία, όπου το πιστωτικό χρήμα δεν αποτελεί πλέον μια αναπαράσταση του εμπορευματικού χρήματος μα υπηρετεί ως ένα μέσο πληρωμής έχοντας λειτουργίες που δεν μπορούσε να έχει το εμπορευματικό χρήμα, είναι η μόνη αυθεντική χρηματική οικονομία. Η μισθωτή εργασία κι η χρηματική οικονομία αποτελούν διαφορετικές πτυχές της μοναδιαίας πραγματικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας.

Σημειώσεις:
1. Βλέπε Marcello Messori, «The Theory of Value Without Commodity Money? Preliminary Considerations on Marx’s Analysis of Money», International Journal of Political Economy, vol. 27, no. 2, 1997. Βλέπε επίσης D. Levine, «Two Options for the Theory of Money», Social Concept, Μάιος 1983 και Nai-Pew Ong, «The Logic of Marx’s Theory of Money», Social Concept, Μάιος 1983.
2. Καρλ Μαρξ, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας [Grundrisse]. Ο πλούτος γενικά αναφερόμενος ως χρήμα, σε διάκριση απ’ το νόμισμα το οποίο, όντας καθολικά αποδεκτό ως ο μεσάζοντας της ανταλλαγής, συνιστά την πρωταρχική μα όχι την μοναδική μορφή του πλούτου, εμφανίζεται παντού σ’ όλες τις εκθέσεις της σκέψης του Μαρξ. Μεταξύ άλλων, βλέπε Roman Rosdolsky, The Making of Marx’s “Capital”, εκδόσεις Pluto Press, 1977· Susanne de Brunhoff, Marx on Money, εκδόσεις Urizen Books, 1976, σελ. 19 και κάτω· Susanne de Brunhoff, L’offre de monnaie, Παρίσι, 1971, σελ. 10· K. Kühne, Economics and Marxism, εκδόσεις Macmillan, 1979, σελ. 334.
3. Για όσους είναι οικείοι με τη θεωρία του εμπορευματικού χρήματος, το χρήμα δεν αποτελεί μια προνομιούχα μορφή του πλούτου μα μόνο αξία στην αφηρημένη της μορφή. Βλέπε D. Levine, «Two Options for the Theory of Money»: «Ένα εμπόρευμα έχει αξία· το χρήμα είναι αξία».
4. Καρλ Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2010, σελ. 252.
5. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος δεύτερος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1979, σελ. 475.
6. Ο ισχυρισμός της Susanne de Brunhoff στο Marx on Money [Ο Μαρξ για το Χρήμα] σύμφωνα με τον οποίο η σκέψη του Μαρξ περιλαμβάνει μια διατύπωση της θεωρίας του χρήματος που είναι έγκυρη για οποιοδήποτε οικονομικό σύστημα, θα πρέπει πιθανόν να κατανοηθεί με την έννοια ότι τα χαρακτηριστικά της χρηματικής ανταλλαγής που είναι τυπικά στη φάση της κυκλοφορίας απαντώνται επίσης σε μη-καπιταλιστικές κοινωνίες, στις οποίες η φάση της κυκλοφορίας καλύπτει το σύνολο της οικονομικής διαδικασίας.
7. Το γεγονός ότι η μόνη αγορά του κεφαλαίου είναι εκείνη της εργασιακής δύναμης, κι η επανεδραίωση του συνδέσμου αυτή της πτυχής με τη λογική του συστήματος του Μαρξ παρουσιάζονται με διαύγεια στο Messori, «The Theory of Value Without Commodity Money? Preliminary Considerations on Marx’s Analysis of Money», ό.π. Βλέπε επίσης Meghnad Desai, Marxian Economic Theory, εκδόσεις Gray-Mills, 1974, σελ. 23 και κάτω.
8. Το Benetti & Cartelier, Marchands, salariat, capitalistes, Παρίσι, 1980, σελ. 89-91, εκφράζει το πρόβλημα ρητά: Αν το χρήμα είναι εξ αρχής ένα εμπόρευμα, επιστρέφουμε στον αντιπραγματισμό· αν το χρήμα είναι πίστωση, η αξία του είναι απροσδιόριστη. Βλέπε επίσης M. de Vroey, La théorie marxiste de la valeur, version travail abstrait. Un bilan critique, εκδόσεις Université Catholique de Louvain, 1984, σελ. 9.
9. Το γεγονός ότι στην αρχή μια μάζα χρήματος πρέπει να υπάρχει στα χέρια των καπιταλιστών εκφράζεται ρητά απ’ τον Μαρξ: «[η παραγωγική διαδικασία] πρέπει κάπου και κάποτε ν’ αρχίσει […] είναι πιθανό ο κεφαλαιοκράτης να έγινε κάποτε κάτοχος χρήματος με κάποια πρωταρχική συσσώρευση, ανεξάρτητη από απλήρωτη ξένη εργασία, κι έτσι να μπόρεσε να εμφανιστεί στην αγορά σαν αγοραστής εργασιακής δύναμης» (Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 589). Βλέπε επίσης τους ισχυρισμούς στο Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος δεύτερος, κεφάλαιο «Απλή Αναπαραγωγή», ενότητα «Η αναπαραγωγή του χρηματικού υλικού». Οι ισχυρισμοί αυτοί παρατίθονται στο Susanne de Brunhoff, Marx on Money και στο Heinsohn & Steiger, «Private Property, Debt and Interest or the Origin of Money and the Rise and Fall of Monetary Economies», Studi economici, 1983· βλέπε επίσης H. Bartoli, La doctrine economique et sociale de K. Marx, Παρίσι, 1950.
10. Βλέπε τη διαυγή παρουσίαση στο Messori, «The Theory of Value Without Commodity Money? Preliminary Considerations on Marx’s Analysis of Money», ό.π., ιδίως τα συμπεράσματα.
11. Ο Μαρξ καταπιάνεται μόνο έμμεσα με το νόμιμο χρήμα, ως χρήμα που επιβάλλεται απ’ την αρχή του κράτους. Βλέπε Σέρτζιο Μπολόνια, «Money and Crisis: Marx as Correspondent of The New York Daily Tribune, 1856-57», Common Sense 14, όπου ο Μαρξ γράφει: «Όταν η κεντρική τράπεζα είναι έτοιμη να δεχτεί χαρτί, τότε είναι όλοι έτοιμοι». Η ιδέα ότι το κράτος επιβάλλει το νόμιμο χρήμα, ορίζοντας ότι αυτό αποτελεί την μορφή στην οποία θα πληρώνονται οι φόροι, τη βρίσκουμε ήδη απ’ το Σισμοντί, Du papier monnaie et des moyens de Ie supprimer, Βαϊμάρη, 1810, σελ. 11, όπου ο Σισμοντί περιγράφει το πως η αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία, για να στηρίξει τη Τράπεζα της Βιέννης, όρισε ότι κάποιοι απ’ τους φόρους πρέπει να πληρώνονται με τα τραπεζογραμμάτια αυτής της τράπεζας. Το κλασσικό κείμενο επί του ζητήματος του νόμιμου χρήματος είναι το G. F. Knapp, The State Theory of Money, εκδόσεις Macmillan, 1924.
12. Η σημασία της πιστωσης ως το χρήμα του καπιταλισμού επιβεβαιώνεται απ’ τον Μαρξ στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, κεφάλαια «Πίστη [πίστωση] και Πλασματικό Κεφάλαιο» και «Χρηματικό Κεφάλαιο και Πραγματικό Κεφάλαιο. Ι»· βλέπε επίσης τ’ αποσπάσματα που παρατίθονται στο Σέρτζιο Μπολόνια, Moneta e crisi, σελ. 59. Πολλοί συγγραφείς στηρίζουν αυτή την άποψη: H. Bartoli, La doctrine economique et sociale de K Marx, σελ. 185· Roman Rosdolsky, Genesi e struttura, σελ. 442· βλέπε C. Bomto, Teoria della moneta, Τορίνο, 1973, σελ. 140· G. Carandini, Lavoro e capitale nella teoria di Marx, Πάδοβα, 1971, σελ. 200· D. Foley, «On Marx’s Theory of Money», Social Concept, Μάιος 1983, σελ. 12-13.
13. Η ιδέα ότι η τελική αποζημίωση καταργεί όλες τις σχέσεις χρέους και πίστωσης, και συνεπώς καθιστά το χρήμα περιττό εκφράζεται απ’ τον Μαρξ στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, κεφάλαιο «Το Μέσο Κυκλοφορίας στο Πιστωτικό Σύστημα». Βλέπε επίσης Susanne de Brunhoff, Marx on Money· Roman Rosdolsky, The Making of Marx’s Capital· K. Kühne, Economics and Marxism, σελ. 338 & 355. Απ’ την άλλη, ο Visse (H. Visse, «Marx on Money», Kredit und Kapital, 1977), αποδίδει μεγαλύτερο βάρος στα παραθέματα όπου ο Μαρξ γράφει ότι η πίστωση μπορεί να υπηρετήσει ως μια υπόσχεση πληρωμής αλλά όχι ως κανονική πληρωμή, για την οποία χρειάζεται «πραγματικό» χρήμα (σελ. 276).
14. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύει τη θέση που υποστηρίζεται στο Messori, «The Theory of Value Without Commodity Money? Preliminary Considerations on Marx’s Analysis of Money», ό.π., σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει στην καπιταλιστική διαδικασία κανένα άλλο είδος χρήματος πέρα από πίστωση.
15. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, κεφάλαιο «Μετατροπή του Χρήματος σε Κεφάλαιο (βλέπει επίσης την μακρά σημείωση 51 στο κεφάλαιο αυτό, στην οποία εξηγούνται τα τεχνάσματα των Άγγλων επιχειρηματιών για να καθυστερήσουν την πληρωμή των πραγματικών μισθών)· βλέπε επίσης Καρλ Μαρξ, Μισθός, Τιμή και Κέρδος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2003, και Bomto, Teoria della moneta, σελ. 95.
16. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος.
17. Το ταυτόχρονο της γέννησς του χρήματος και του διαχωρισμού του απ’ την εργασία και τα μέσα παραγωγής επανεπιβεβαιώνονται μ’ έναν διαφορετικό ισχυρισμό στο Heinsohn & Steiger, «Private Property, Debt and Interest or the Origin of Money and the Rise and Fall of Monetary Economies», όπου οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι η έλευση της ατομικής ιδιοκτησίας εισήγαγε το πρόβλημα της ατομικής αβεβαιότητας για πρώτη φορά (απρόβλεπτες διακυμάνσεις στο κέρδος, κλπ)· αφενός, προσέφερε την παρόρμηση για τον σχηματισμό προληπτικών αποθεμάτων ρευστότητας και, αφετέρου, δημιούργησε την αναγκαιότητα να χρεωθείς σε περίπτωση απρόβλεπτων αναγκών. Απ’ αυτό προκύπτει η γέννηση της πίστωσης, και με την κυκλοφορία πιστωτικών οργάνων (πιστοποιητικά πίστωσης εγγυημένα από αναγνωρισμένες αρχές, όπως οι ιερατικές αρχές), η εκ των πραγμάτων γέννηση του χρήματος.
18. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος δεύτερος, σελ. 30.
19. Οι διάφορες έννοιες που μπορεί να λάβει η λέξη «αξία», αναλόγως με το αν αναφέρεται κανείς σε μια ταξική κοινωνία ή σε μια κοινωνία χωρίς ταξικές διαιρέσεις, αναδύονται με σαφήνεια απ’ την πραγματεία του C. Napoleoni, Il valore, Μιλάνο, 1976. Με το ίδιο πρόβλημα καταπιάνεται εμμέσως ο Meldolesi στην ανάλυσή του για την έννοια της παραγωγικής εργασίας, L. Meldolesi, Lavoro produttivo e struttura dell’occupazione, Ρώμη, 1979.
20. Η ανάγκη για ανάλυση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ μεγάλων συσσωματώματων, οριοθετώντας τους μεμονωμένους λειτουργούς που δρουν στο εσωτερικό κάθε τάξης, υπογραμμίζεται ρητά, αν και δεν ακολουθούνται οι συνεπαγωγές αυτού στο τελικό τους συμπέρασμα, στο Benetti & Cartelier, Marchands, salariat, capitalistes, σελ. 118-120.