Για τον Μπένεντικτ Άντερσον, το έθνος «αποτελεί μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη» (Μπένεντικτ Άντερσον, Φαντασιακές Κοινότητες, εκδόσεις Νεφέλη, 1997, σελ. 26). Η κοινότητα αυτή είναι φαντασιακή καθώς τα μέλη της δεν θα βρεθούν ποτέ σε θέση να γνωρίσουν το ένα το άλλο: ποτέ ένας Έλληνας δεν θα έρθει σ’ άμεση σχέση με κάθε άλλον Έλληνα. Η σχέση μεταξύ των μελών της κοινότητας αυτής δεν μπορεί παρά είναι μεσολαβημένη. Εδώ είναι που κείτεται το πρόβλημα το Άντερσον: όταν προσπαθεί ν’ αναλύσει τον πατριωτισμό, επιστρέφει σε πολιτιστικά στοιχεία ως τον σύνδεσμο μεταξύ των μελών της κοινότητας, μιλώντας για το έθνος ως «ιστορική μοίρα κι ως κοινότητα που συλλαμβάνεται μέσω της γλώσσας» (ό.π., σελ. 218). Έτσι κι αλλιώς, το είχε δηλώσει εξ αρχής: «Η δική μου αφετηρία είναι ότι η εθνικότητα, […] “η ιδιότητα του ν’ ανήκει κανείς σε έθνος”, όπως κι ο εθνικισμός, είναι πολιτισμικά κατασκευάσματα μιας συγκεκριμένης μορφής» (ό.π., σελ. 24). Η έννοια της πολιτικής κοινότητας μια που διατυπώνεται και μια που εξαφανίζεται λες και δεν αρθρώθηκε ποτέ. Η πολιτική κοινότητα δεν μπορεί παρά να είναι μια κοινότητα συμφερόντων. Κι αφού είναι πολιτική κοινότητα, η μεσολάβηση της σχέσης αναμεταξύ των μελών της δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική: το κράτος. Εδώ είναι που ανακαλύπτουμε ξανά τη σημασία της πολιτικής φιλοσοφίας του Χέγκελ. Για τον Χέγκελ, το κράτος ενσαρκώνει μια «συλλογική βούληση» που υπερβαίνει τις κοινωνικές σχέσεις ανισότητας, εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. Στην κοινωνία των πολιτών επικρατεί ο εγωισμός, ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων, και το κράτος αποτελεί το αντίβαρο αυτής της ιδιοτέλειας, εκφράζει τον κοινοτικό χαρακτήρα και το κοινό, γενικό συμφέρον της κοινωνίας. Στην ανάλυση του Χέγκελ για τον πατριωτισμό, βρίσκουμε έναν πρόδρομο της ανάλυσης του Λουί Αλτουσέρ για τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους και τις τελετουργικές πρακτικές τους: το άτομο αναπτύσσει πατριωτισμό, τη συνείδηση δηλαδή ότι το συμφέρον του προάγεται απ’ το κράτος κι ότι πρέπει να συμβιβάσει το ίδιον συμφέρον με το γενικό καλό μέσα απ’ τη συμμετοχή σε τοπικές, επαγγελματικές, πολιτιστικές, πολιτικές, κλπ, οργανώσεις οι οποίες είναι αναγνωρισμένες απ’ το κράτος κι αποτελούν κρατικούς θεσμούς – μπορούμε να θυμηθούμε εδώ την παρατήρηση του Eric Hobsbawm ότι «εκείνο που έκανε τους Ιταλούς εργάτες να αισθανθούν για πρώτη φορά πως είναι Ιταλοί, και όχι πρωτίστως Ναπολιτάνοι ή Απουλιανοί, ήταν ακριβώς πως ταυτίστηκαν με ένα Σοσιαλιστικό Κόμμα ή με συνδικάτα που εκπροσωπούσαν όλα τα μέλη του νέου έθνους-κράτους. Ήταν μέσω διεθνιστικών κινημάτων τα οποία λειτουργούσαν σε εθνικό ή κρατικό επίπεδο που πολλοί προλετάριοι ανέπτυξαν για πρώτη φορά εθνική συνείδηση. Για άλλη μια φορά, η μονοδιάστατη εναλλακτική: “είτε διεθνιστής είτε εθνικιστής”, είναι ανεπαρκής για την κατανόηση της πραγματικής ιστορικής κατάστασης» (Eric Hobsbawm, «Ο Διεθνισμός της Εργατικής Τάξης»).
Σ’ αυτή τη σχέση μεταξύ πολίτη και κράτους, είναι πάντα το κράτος που έχει τον τελευταίο λόγο στον ορισμό του κοινού, γενικού συμφέροντος. Μπορεί ο Χέγκελ να δηλώνει ότι «[ο] πατριωτισμός είναι το αποτέλεσμα των θεσμών του κράτους, όμως το φρόνημα είναι η αιτία μέσω της οποίας κι από την οποία διατηρεί τη δραστηριότητα και την επιβίωσή του», όμως τα περιθώρια είναι στενά. Αφού για τον Χέγκελ ο πατριωτισμός περιλαμβάνει ένα αίσθημα εμπιστοσύνης του πόλιτη προς το κράτος ότι το τελευταίο προάγει τα ιδιαίτερα συμφέροντά του, τότε ο πολίτης, αν νιώσει ότι το κράτος παρεκτράπηκε κι έπαψε να προάγει τα συμφέροντά του, μπορεί να εγκαλέσει το κράτος ότι έπαψε να προάγει αυτό το βασικό στοιχείο της ελευθερίας και να διεκδικήσει απ’ το κράτος να λάβει υπόψη τα συμφέροντά του ώστε ν’ αποκατασταθεί αυτό το πατριωτικό αίσθημα εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος και την ορθολογικότητα των θεσμών του. Όμως, το άτομο μπορεί να γνωρίζει μόνο εκείνα τα οποία βρίσκονται στη σφαίρα της άμεσης εμπειρίας του, οπότε όταν προσπαθεί να μιλήσει για το κράτος και να ορίσει το κοινό, γενικό συμφέρον της πολιτικής κοινότητας ξεφεύγει απ’ το πεδίο των βιωμάτων του: δεν κατέχει γνώση αλλά γνώμη, δηλαδή, ελοχεύει ο κίνδυνος ο λόγος του να είναι αυθαίρετος κι όχι αληθινός. Ο μόνος που μπορεί στην πραγματικότητα να μιλήσει για το κράτος, οπότε και για το κοινό, γενικό συμφέρον, είναι το ίδιο το κράτος: η εγελιανή ελευθερία δεν είναι το άτομο να θέσει τους όρους της ζωής του, αλλά να κατανοήσει τι είναι το αναγκαίο, επειδή η παγκόσμια ιστορία είναι η ιστορία του Λόγου. Η πραγμάτωση της ελευθερίας είναι η συμφιλίωση της υποκειμενικής βούλησης με τον καθολικό Λόγο: «Ο Θεός κυβερνά τον κόσμο. Το περιεχόμενο της διακυβέρνησής του, η πραγμάτωση του σχεδίου του, είναι η παγκόσμια ιστορία» (Γκέοργκ Χέγκελ, Ο Λόγος στην Ιστορία, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2005, σελ. 144). Για το Χέγκελ, «[ω]ς η υψηλότερη μορφή εξαντικειμενίκευσης του Νου, το κράτος εκπροσωπεί τη γενική βούληση, κι η ελευθερία του ατόμου αποτελεί πραγματικότητα όταν βασίζεται στην υποταγή στο δίκαιο, επειδή τότε η βούληση υπακούει τον εαυτό της. Σ’ αυτή την καθυπόταξη, παύει να υφίσταται η αντίθεση μεταξύ ελευθερίας κι αναγκαιότητας, καθώς η αναγκαιότητα που υπαγορεύεται απ’ τον Λόγο της ιστορίας δεν προκύπτει μέσω καταναγκασμού αλλά μέσω ελεύθερης βούλησης» (Λέζεκ Κολακόφσκι, Main Currents of Marxism: Its Rise, Growth and Dissolution, vol. Ι: The Founders, εκδόσεις Clarendon Press, 1978, σελ. 73-74). Εφόσον το κράτος αποτελεί την ενσάρκωση του Λόγου, αποτελεί τον μόνο εγκεκριμένο ερμηνευτή της θείας βούλησης. Τελικά, το κράτος για τον Χέγκελ αποτελεί τη βασιλεία των Ουρανών επί της Γης, τον επίγειο παράδεισο, και μέσω του κράτους ο άνθρωπος φτάνει τη θέωση καθώς είναι μέσω του κράτους που ο άνθρωπος έρχεται σ’ επαφή με τον Θεό και το σχέδιό Του, με τον άνθρωπο να συμμετέχει στη ζωή του Θεού.
Το παρακάτω άρθρο της Lydia Moland δημοσιεύτηκε στο περιοδικό History of Political Thought, vol. 28, no. 3, 2007.

Η χρήση του όρου «πατριωτισμός» στη §268 της Φιλοσοφίας του Δικαίου είναι αινιγματική. Ο Χέγκελ περιγράφει τον πατριωτισμό ως «εμπιστοσύνη» και «φρόνημα»· αρνείται ότι πρέπει να περιλαμβάνει εξαιρετικές θυσίες κι ισχυρίζεται ότι συμβάλλει στην ελευθερία ενός δρόντου ατόμου. Αισθητή είναι η απουσία σ’ αυτή την περιγραφή εκείνου που έχει γίνει, στη σύγχρονη ιδιόλεκτο, το καθοριστικό χαρακτηριστικό του πατριωτισμού: οι σύγχρονοι ορισμοί του πατριωρισμού διαφέρουν πολύ, όμως όλοι συμφωνούν τουλάχιστον στο ότι ο πατριωτισμός έχει να κάνει με την πίστη στη χώρα σου ή την υπερηφάνεια σου γι’ αυτή. Γιατί αυτό το συστατικό στοιχείο του πατριωτισμού, τόσο οικείο τη σήμερον ημέρα, λείπει απ’ την περιγραφή του Χέγκελ; Τι να συμπεράνουμε από μια ανάλυση του πατριωτισμού που η κύρια αναφορά της δεν είναι τα αισθήματα για μια συγκεκριμένη χώρα;

Μπορούμε να εξετάσουμε δύο ζητήματα για ν’ απαντήσουμε αυτά τα ερωτήματα. Το πρώτο είναι να εξετάσουμε την ιστορία της λέξης «πατριωτισμός». Ο γερμανικός πατριωτισμός τον 18ο αιώνα και τις αρχές του 19ου αναφέρεται στην πραγματικότητα κυρίως στην ικανότητα του ατόμου να κοιτάξει πέρα απ’ το ίδιον συμφέρον του προς τα συμφέροντα μιας κοινότητας, η κοινότητα αυτή όμως δεν οριζόταν αναγκαστικά μ’ εθνικούς ή πολιτικούς όρους. Μολονότι υπαινιγμοί μιας απλής εθνικής πίστης (πχ, πίστη στη «γερμανικότητα») υπήρχαν και πράγματι αυξάνονταν κατά τη διάρκεια της ζωής του Χέγκελ, δεν υπήρξαν ακόμη κυρίαρχοι. Αντ’ αυτού, ο πατριωτισμός συχνά συνδέονταν με αξιώσεις περί της σημασίας της συμμετοχής στην πολύ τοπική κοινότητα· εναλλακτικά, χρησιμοποιούνταν για να προωθήσει πολιτικά ιδεώδη ανεξαρτήτως εθνικών συνόρων. Αφού σκιαγραφήσω αυτό στο ιστορικό πλαίσιο στο πρώτο μέρος του παρόντος άρθρου, θ’ αναλύσω το πως τα σχόλια του Χέγκελ για τον πατριωτισμό αντικατοπτρίζουν αυτά τα συγκεκριμένα ρεύματα της πολιτικής σκέψης της εποχής του.

Το δεύτερο προς εξέταση ζήτημα είναι τα σχόλια του Χέγκελ για τον πατριωτισμό στις διαλέξεις του για τη φιλοσοφία του δικαίου, που δώθηκαν μεταξύ 1817-1825 στη Χαϊδελβέργη και το Βερολίνο. Στις διαλέξεις αυτές, η σύνδεση μεταξύ του πατριωτισμού και των ιδανικών της καλής διακυβέρνησης γίνεται σαφής: για τον Χέγκελ, αληθινός πατριωτισμός μπορεί να υπάρξει μόνο σ’ ένα κράτος όπου προάγονται τα συμφέροντα και τα δικαιώματα του ατόμου. Γίνεται επίσης ρητή η δυνατότητα, και μάλιστα αναγκαιότητα, ενός τοπικού πατριωτισμού: ο Χέγκελ συνδέει ρητά τον πατριωτισμό με τη βούληση να εργαστείς για το καλό μιας τοπικής κοινότητας προσδένοντας τον πατριωτισμό στο κοινοτικό πνεύμα των σωματειακών ενώσεων. Οι διαλέξεις αποσαφηνίζουν επίσης τη θέση του αισθήματος στη στάση του πολίτη προς το κράτος: ο Χέγκελ ισχυρίζεται ότι ένα τέτοιο αίσθημα είναι αναγκαίο, αλλά πρέπει να βασίζεται πρωτίστως στα ιδανικά της καλής διακυβέρνησης. Συνεπώς, η εστίαση του Χέγκελ σ’ αυτά τα ζητήματα στις διαλέξεις του μας βοηθά να εξηγήσουμε τη σχετική παραμέλησή του προς την εθνική πίστη στα δημοσιευμένα σχόλιά του για τον πατριωτισμό.

Συνδυάζοντας τα δημοσιευμένα κι αδημοσίευτα σχόλια του Χέγκελ για τον πατριωτισμό με την παγκόσμια ιστορία μας βοηθά επίσης να φωτίσουμε σημαντικές πτυχές της πολιτικής σκέψης του εν γένει. Για παράδειγμα, μαθαίνουμε περισσότερα για τη θέση του ίδιου συμφέροντος στο κράτος στη θεωρία του Χέγκελ για τον πατριωτισμό. Μαθαίνουμε περισσότερα για την κριτική του στην άμεση δημοκρατία και ποια θεωρεί ότι θα πρέπει να είναι η θέση του αισθήματος στην πολιτική ζωή. Θα ισχυριστώ επίσης ότι ο Χέγκελ διακρίνει μεταξύ αληθινού πατριωτισμού και κατώτερων μορφών πατριωτισμού, ακριβώς όπως διακρίνει μεταξύ τυπικής κι αληθινής συνείδησης. Ο αληθινός πατριωτισμός μοιάζει με την πρότερη, μη-εθνικιστική συνδήλωση του όρου αναφορικά με τη τοπική συμμετοχή και την πολιτική μεταρρύθμιση. Η περιγραφή των κατώτερων μορφών πατριωτισμού απ’ τον Χέγκελ υποδηλώνει ότι γνώριζε την απειλή που έθεταν επί της νεωτερικής ηθικής ζωής οι νεώτεροι, περισσότερο εθνικιστικοί ορισμοί του πατριωτισμού. Ο πατριωτισμός υπήρξε για τον Χέγκελ μια κρίσιμης σημασίας ηθική και πολιτική έννοια: μια καλύτερη κατανόηση της χρήσης του όρου αυτού απ’ τον Χέγκελ μπορεί συνεπώς να βελτιώσει την κατανόηση της πολιτικής φιλοσοφίας του εν γένει.

I. Το ιστορικό πλαίσιο του πατριωτισμού

Την εποχή που ο Χέγκελ ξεκίνησε τις διαλέξεις του για τη φιλοσοφία του δικαίου το 1817, ο γερμανικός πατριωτισμός ήταν ένα σύνθετο μείγμα του τοπικού, του παγκόσμιου, του ηθικού και του πολιτικού. Επιπρόσθετα σ’ αυτό το ήδη πλατύ εύρος νοημάτων, ο όρος βίωνε μια ριζική μετάβαση ακριβώς τη δεκαετία που ο Χέγκελ έδινε αυτές τις διαλέξεις. Στα γερμανόφωνα κράτη του 18ου αιώνα, ο πατριωτισμός είχε μια ισχυρή παράδοση αναφοράς στη τοπική, κι όχι εθνική, συμμετοχή[1]. Οι ομάδες που αυτοαποκαλούνταν «πατριωτικές εταιρείες» πολλαπλασιάζονταν ραγδαία τον 18ο αιώνα κι υπήρξαν ουσιαστικά φιλανθρωπικές οργανώσεις. Οι εταιρείες αυτές προωθούσαν εν γένει το κοινό καλό σε ζητήματα που εκτείνονταν απ’ την εκπαίδευση ως την πυροσβεστική και τις γλωσσικές μεταρρυθμίσεις. Ίδρυαν ορφανοτροφεία, τάιζαν τους φτωχούς και φρόντιζαν τους εκτοπισμένους απ’ τον πόλεμο. Ο στόχος τους, εκφρασμένος συχνά κατηγορηματικά με τους όρους του Διαφωτισμού, ήταν να προωθήσουν την ανάπτυξη των ατομικών αρετών όπως η επιμέλεια, η φειδώ κι η αξιοπιστία ώστε να κάνουν τ’ άτομα καλύτερους πολίτες[2]. Οι πατριωτικές εταιρείες κατευθύναν επίσης την προσοχή τους στην αναδυόμενη οικονομία της αγοράς που ενθάρρυνε το κατάφωρο ίδιον συμφέρον κι οπότε απειλούσε να διασπάσει τις κοινότητες. Για τα μέλη των πατριωτικών εταιρειών, το καλύτερο αντίδοτο σ’ αυτόν τον αχαλίνωτο εγωισμό ήταν ο πατριωτισμός. Αν οι πολίτες ανέπτυσσαν ένα πνεύμα αυτοθυσίας για τις κοινότητές τους, θα μπλοκάρονταν η τάση μετάβασης προς μια κοινωνία βασισμένη καθαρά στο ίδιον συμφέρον. Συνεπώς, πατριώτης εκείνη την περιόδο ήταν εκείνος που προωθούσε τοπικά το γενικό καλό[3]. Μερικές φορές, ο πατριωτισμός αναφερόταν σε μια πατρίδα. Όμως, η πατρίδα δεν ήταν συνώνυμο του έθνους ή μιας ιδιαίτερης πολιτικής οντότητας[4]. Μ’ άλλα λόγια, ο πατριωτισμός δεν είχε πρωτίστως εθνικές ή έστω πολιτικές συνδηλώσεις.

Ωστόσο, η γερμανική χρήση του όρου «πατριωτισμός» βρέθηκε αυξανόμενα υπό ξένες επιρροές προς το τέλος του 18ου αιώνα. Η παράδοση του αγγλικού πατριωτισμού (στην οποία, όπως θα δούμε, αναφέρεται ο Χέγκελ) είχε ειδικά πολιτικές συνδηλώσεις: περιέγραφε τις προσπάθειες των πολιτών να προστατέψουν τα δικαιώματά τους ενάντια στην κυβερνητική τυραννία. Μακρυά απ’ το να υποστήριζει άκριτα τη χώρα του, ο πατριώτης σύμφωνα μ’ αυτόν τον ορισμό μάχονταν για συγκεκριμένα πολιτικά ιδεώδη, συνήθως ενάντια στην κυβέρνηση[5]. Όμως, ακόμη μεγαλύτερη επιρροή άσκησε η πατριωτική ρητορική της Γαλλικής Επανάστασης. Οι Γάλλοι επαναστάτες, ερμηνεύοντας σε γενικές γραμμές τον πατριωτισμό ως το ενδιαφέρον για το κοινό καλό κι αρνούμενοι ότι αυτό το κοινό καλό μπορεί να περιοριστεί από πολιτικά σύνορα, χρησιμοποιούσαν συχνά τον όρο «πατριωτισμός» ως συνώνυμο του όρου «κοσμοπολιτισμός»[6]. Πατριώτης ήταν εκείνος που προωθούσε το οικουμενικό καλό του ανθρώπινου είδους· ο αποτελεσματικότερος τρόπος για την προώθηση αυτού του καθολικού καλού ήταν η στήριξη της Γαλλικής Επανάστασης.

Αυτός ο οικουμενικίστικος πατριωτισμός βρήκε ευρεία στήριξη στα γερμανόφωνα κράτη[7]. Σύμφωνα με τον ορισμό του Hofrat Wilhelm Ludwig Storr το 1789:

Ο πατριωτισμός δεν περιορίζεται σε μια ιδιαίτερη τάξη, σε μια ιδιαίτερη επίσημη αρμοδιότητα ή σε μια ιδιαίτερη συγκεκριμένη χώρα [Land] της πολιτισμένης Ευρώπης. Κατ’ εμέ, πατριωτισμός είναι εκείνος ο προσανατολισμός της ψυχής που ζει κι αναπνέει για τίποτα άλλο πέρα απ’ το καλό της κοινότητας. Πατριώτης είναι μόνο εκείνος ο οποίος, είτε είναι μέλος της τοπικής κολλεγίας [landständischen collegiums] είτε είναι υπηρέτης, κάνει όσο περισσότερο καλό μπορεί στη σφαίρα επιρροής του, εκείνος ο οποίος δεν γνωρίζει άλλο στόχο πέρα απ’ το κοινό καλό[8].

Το περιοδικό Freund der Freiheit [Φίλος της Ελευθερίας], που εκδιδόταν το 1797-1798, ισχυρίστηκε ότι «[η] εθνική υπερηφάνεια και το εθνικό μίσος δεν έχουν καμία θέση στον πατριωτισμό. Πατριώτης, λοιπόν, δεν είναι εκείνος που αγαπά την πατρίδα του αλλά, εκείνος που, ως κοσμοπολίτης, αγαπά το ανθρώπινο είδος»[9]. Οπότε, η γαλλική και βρετανική επιρροή κινήσαν τον όρο «πατριωτισμό» προς μια πολιτική κατεύθυνση: ο πατριώτης επιδίωκε το κοινό καλό του ανθρώπινου είδους μαχόμενος για την πραγμάτωση πολιτικών ιδανικών.

Όμως, τόσο πριν όσο κι ύστερα τη Γαλλική Επανάσταση, οι Γερμανοί διανοούμενοι προσθέσαν μια περαιτέρω επιπλοκή στην ιδεά του πατριωτισμού. Επιφανείς στοχαστές όπως ο Φίχτε, ο August Wilhelm Schlegel, ο Wieland κι ο Χέρντερ μοιράζονταν τη γαλλική ελπίδα για τη καλυτέρευση του ανθρώπινου είδους, είδαν όμως συγκεκριμένα το γερμανικό πνεύμα ως τη νέα μεγάλη ελπίδα γι’ αυτή τη βελτίωση[10]. Στην υπηρεσία αυτής της ελπίδας οραματίστηκαν έναν πατριωτισμό που θα παρέμενε κοσμοπολίτικος, δηλαδή, θα προωθούσε το κοινό καλό του συνόλου του ανθρώπινου είδους, αλλά το κοινό αυτό καλό θα πραγματώνoνταν προωθώντας ειδικά γερμανικά χαρακτηριστικά. Το σαφέστερο παράδειγμα αυτού ήταν ο Φίχτε, ο οποίος το 1807 συνέγραψε έναν διάλογο με τον τίτλο Der Patriotismus und sein Gegenteil: patriotische Dialogen [Ο Πατριωτισμός και το Αντίθετό του: Πατριωτικοί Διάλογοι]. Σ’ αυτόν τον διάλογο, ο Φίχτε γράφει ότι ο Γερμανός πατριώτης επιθυμεί η οικουμενική ανθρώπινη πρόοδος «να επιτευχθεί μέσω των Γερμανών, κι η επιτυχία αυτή θα εξαπλωθεί στην υπόλοιπη ανθρωπότητα. Μόνο οι Γερμανοί μπορούν να έχουν αυτή την επιθυμία, καθώς η επιστήμη υπήρξε αρχικά γερμανική κι έχει καταγραφεί στη γερμανική γλώσσα». Συνεχίζει: «Ο στόχος αυτός είναι ο μόνος εφικτός πατριωτικός στόχος· συνεπώς, μόνο ο Γερμανός μπορεί να είναι πατριώτης· μόνο αυτός μπορεί δουλεύοντας για το δικό του έθνος να δουλεύει επίσης και για όλο το ανθρώπινο είδος»[11]. Παρά τους ισχυρισμούς του περί της γερμανικής πολιτιστικής κι επιστημονικής ανωτερότητας, ο Φίχτε δεν ήταν εθνικιστής με την αυστηρή έννοια του όρου. Στόχος του δεν υπήρξε μόνο η τιμή κι η δόξα του έθνους του, αλλά και το καλό της ανθρωπότητας.

Όμως, αν ο Φίχτε δεν ήταν τεχνικά εθνικιστής, ένας αυξανόμενος αριθμός συγγραφέων της εποχής του ήταν. Η επιθυμία ορισμού κι υπεράσπισης των γερμανικών πραγμάτων, ειδικά σ’ αντιπαράθεση με τα γαλλικά πράγματα, εντάθηκε δραματικά με την μεταεπαναστατική γαλλική εισβολή σε γερμανόφωνες επικράτειες. Στο διάσημο φεστιβάλ του Βάρτμπουργκ το 1817, ο εκκολαπτόμενος εθνικισμός έλαβε νέα ώθηση καθώς οι φοιτητές έκαιγαν «αντιγερμανικά» βιβλία κι ακούσαν ομιλίες που εξυμνούσαν τη γερμανική ενότητα. Το κίνημα αυτό υιοθέτησε τον όρο «πατριωτισμός», αλλοιώνοντας την έννοια του ώστε να σημαίνει την πίστη συγκεκριμένα σε γερμανικά πράγματα[12]. Ως τα μέσα του 19ου αιώνα, ο πατριωτισμός είχε ουσιαστικά χάσει τις κοσμοπολίτικες και μεταρρυθμιστικές συνδηλώσεις του[13]. Όσοι εγγράφονταν στη γερμανική ουσιοκρατία και τη γερμανική ανωτερότητα χρησιμοποιούσαν τον όρο «πατριωτισμός» για να προωθήσουν την άκριση πίστη στο γερμανικό έθνος, δημιουργώντας έτσι την έννοια του πατριωτισμού όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.

Ο Χέγκελ, γράφοντας εκείνες τις δεκαετίες τη Φιλοσοφία του Δικαίου και δίνοντας τις σχετικές διαλέξεις, γνώριζε όλες αυτές τις τρεις διακριτές συνδηλώσεις του πατριωτισμού: την έμφαση στη τοπική συμμετοχή ως ένα αντίδοτο για το ίδιον συμφέρον όπως περιγράφτηκε απ’ τις πατριωτικές εταιρείες· την έμφαση στην καλή διακυβέρνηση και την αξιολόγηση των θεσμών όπως αποτυπώθηκε στον αγγλικό και τον γαλλικό πατριωτισμό· και την αυξανόμενη εστίαση στον εθνικισμό στην πατρίδα του. Παρακάτω ισχυρίζομαι ότι τα σχόλια του Χέγκελ για τον πατριωτισμό ενσωματώνουν τις δύο πρώτες τάσεις, απορρίπτοντας σε γενικές γραμμές τη νεώτερη, εθνικιστική τάση του πατριωτισμού[14]. Φυσικά, ο Χέγκελ δεν εκφράζει απλώς αυτές τις τάσεις: χρησιμοποιεί επίσης τον πατριωτισμό για να τονίσει ανεξάρτητες πτυχές του συστήματός του. Έχοντας όμως κατά νου αυτή την ιστορία του όρου «πατριωτισμός», κατανοούμε επίσης καλύτερα αυτούς τους ανεξάρτητους ισχυρισμούς.

ΙΙ. Ο πατριωτισμός στη Φιλοσοφία του Δικαίου

Διαβάζοντας τη §268 της Φιλοσοφίας του Δικαίου πήραμε ήδη μια γεύση για τη τοπική συμμετοχή και την ανάγκη για καλή διακυβέρνηση στις σκέψεις του Χέγκελ για τον πατριωτισμό. Στη Φιλοσοφία του Δικαίου, ο Χέγκελ τοποθετεί τα σχόλιά του για τον πατριωτισμό στην μετάβαση απ’ την κοινωνία των πολιτών στο κράτος. Η τοποθέτηση αυτή είναι καίριας σημασίας καθώς, όπως ισχυρίζομαι, η χρήση του πατριωτισμού απ’ τον Χέγκελ έχει βασικά να κάνει με την μετάβαση απ’ το ίδιον συμφέρον του ατόμου στο συμφέρον του εντός ενός κράτους με ορθολογικούς θεσμούς. Όπως είναι καλά γνωστό, η κοινωνία των πολιτών αποτελεί το βασίλειο του ίδιου συμφέροντος, το «στάδιο της διαφοροποίησης» που αναπαριστά την «απώλεια της εθικότητας»[15]. Μιλώντας γι’ αυτή την απώλεια, ο Χέγκελ εννοεί ότι στην κοινωνία των πολιτών οι κοινοτικοί δεσμοί αρχικά σπανίζουν: το άτομο λειτουργεί πρωτίστως σύμφωνα με το ίδιον συμφέρον του. Απ’ αυτό το ίδιον συμφέρον αναπτύσσονται οι οικονομικοί θεσμοί που συγκροτούν την κοινωνία των πολιτών, όπως η βιομηχανία, το εμπόριο κι η αγορά. Η κοινωνία των πολιτών αποτελεί ένα καίριο κομμάτι της ανάπτυξης του ατόμου καθώς του επιτρέπει ν’ αναπτύξει την ατομικότητα αναγκαία για τη νεωτερική υποκειμενικότητα.

Όμως, η ατομικότητα της κοινωνίας των πολιτών είναι περιορισμένης αξίας. Στην κοινωνία των πολιτών, οι πράξεις του ατόμου απλώς ακολουθούν τις τρέχουσες επιθυμίες ή παρορμήσεις του. Οι επιθυμίες αυτές αποτελούν το αντίθετο των ιδιόκτητων, ορθολογικών επιθυμιών που ο Χέγκελ θεωρεί ότι καθιστούν εφικτή την αληθινή ελευθερία. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, για να επιτευχθεί η αληθινή ελευθερία, το άτομο πρέπει ν’ αξιολογήσει τις επιθυμίες του, να τις εγκρίνει και να τις αποδεχτεί. Αυτό μπορεί να το κάνει μόνο αξιολογώντας τις επιθυμίες του με τους όρους του κοινού καλού, βλέποντας το αντίκτυπο των επιθυμίων του στους άλλους κι αναγνωρίζοντας ότι πρέπει να λάβει υπόψη του και τις δικές τους ανάγκες[16]. Συνεπώς, το άτομο δεν χρειάζεται τον θεσμό του κράτους μόνο για την υλική του επιβίωση· χρειάζεται επίσης το κράτος ώστε να μετατραπούν οι αυθαίρετες επιθυμίες της κοινωνίας των πολιτών σε ορθολογικές επιθυμίες του Sittlichkeit [έθος, ηθική ζωή][17]. Ο Χέγκελ γράφει ότι ο σκοπός [το συμφέρον] των ανθρώπων «μπορεί να επιτευχθεί από αυτούς, μόνο στο βαθμό που προσδιορίζουν τη βούληση, θέληση και πράξη τους με γενικό τρόπο και καθίστανται κρίκος αυτής της αιτιακής αλυσίδας»[18]. Στο κράτος πρέπει να διατηρηθεί η αυτοπραγμάτωση που επιτεύχθηκε στην κοινωνία των πολιτών, τιθέμενη όμως στο πλαίσιο του γενικού καλού της κοινότητας.

Αφού περιέγραφε λεπτομερώς την κοινωνία των πολιτών και τους περιορισμούς της, ο Χέγκελ αναλύει το κράτος. Η ανάλυση αυτή είναι εκτεταμένη κι ευρύνεται απ’ την αρμόζουσα παρουσίαση της εξωτερικής πολιτικής ως τη θέση του κράτους στην παγκόσμια ιστορία. Όμως, προτού κινηθεί προς αυτά τα πιο παραδοσιακά θέματα της πολιτικής φιλοσοφίας, ο Χέγκελ αναλύει τη σχέση του ατόμου με το κράτος. Είναι εκεί που αναλύει τον πατριωτισμό.

Παραθέτω ολόκληρο ένα απόσπασμα-κλειδί, κι ύστερα θα τονίσω διάφορα σημεία-κλειδιά:

To πολιτικό φρόνημα, κατεξοχήν ο πατριωτισμός, ως η ευρισκόμενη στην αλήθεια βεβαιότητα (απλώς υποκειμενική βεβαιότητα, δεν εκπορεύεται από την αλήθεια και είναι μόνο γνώμη) και η αναγόμενη σε συνήθεια θέληση είναι μόνο αποτέλεσμα των υφιστάμενων στο κράτος θεσμών, μέσα στο οποίο και μόνο η λογικότητα πράγματι ενυπάρχει, όπως δραστηριοποιείται μέσω της προσήκουσας (προς τους θεσμούς) δράσεως. Αυτό το φρόνημα είναι κατεξοχήν η εμπιστοσύνη (που μπορεί να εξελιχθεί σε περισσότερο ή λιγότερο μορφωμένη αντίληψη των πραγμάτων), η συνείδηση, ότι το δικό μου υποστασιακό και μερικό συμφέρον διαφυλάσσεται και εμπεριέχεται στο συμφέρον και το σκοπό ενός άλλου (εδώ του κράτους), ευρισκόμενου σε σχέση με μένα ως άτομο, διά της οποίας ακριβώς το άλλο δεν είναι πλέον ξένο για μένα, και εγώ απελευθερώνομαι μέσα σ’ αυτή τη συνείδηση[19].

Πρώτον, ο πατριωτισμός αποτελεί «βεβαιότητα»: αποτελεί μια ισχυρή πεποίθηση. Αλλά δεν είναι μόνο πεποίθηση· δεν είναι μόνο γνώμη, η οποία θα ήταν «υποκειμενική βεβαιότητα». Είναι αντικειμενική βεβαιότητα, καθώς προέρχεται απ’ την αλήθεια. Μιλώντας για «αλήθεια», ο Χέγκελ δεν εννοεί ότι ο πατριωτισμός καταγράφει σωστά κάποιο εξωτερικό γεγονός. Αντ’ αυτού, «αλήθεια» σημαίνει ότι το εν λόγω πράγμα εκφράζει επαρκώς μια λογική αναγκαιότητα. Στην περίπτωση του κράτους, λογική αναγκαιότητα σημαίνει ότι οι κρατικοί θεσμοί προωθούν την ελευθερία του νεωτερικού ατόμου. Το νεωτερικό κράτος δεν μπορεί να είναι φεουδαρχικό ή δεσποτικό: πρέπει να προάγει τον αυτοκαθορισμό του ατόμου.

Ύστερα, ο Χέγκελ προτείνει ότι ο πατριωτισμός αποτελεί την απόκριση σ’ ένα κράτος που ενσαρκώνει αυτή την αλήθεια. Είναι «η συνείδηση ότι το δικό μου υποστασιακό και μερικό συμφέρον διαφυλάσσεται και εμπεριέχεται στο συμφέρον και το σκοπό ενός άλλου (εδώ του κράτους), ευρισκόμενου σε σχέση με μένα ως άτομο»[20]. Μ’ άλλα λόγια, ο πατριωτισμός αποτελεί την εμπιστοσύνη που προκύπτει όταν συνειδητοποιώ ότι τα συμφέροντά μου διαφυλάσσονται και προάγονται απ’ το ορθολογικό κράτος. Είναι η εμπιστοσύνη ότι το κράτος προάγει τόσο τα ουσιώδη ή καθολικώς έγκυρα συμφέροντα του κράτους -όπως η δικαιοσύνη και τα δικαίωματα- όσο και τα δικά μου, ιδιαίτερα συμφέροντα – τη δυνατότητά μου ν’ ακολουθήσω ένα ιδιαίτερο επάγγελμα ή να καλλιεργήσω ένα ιδιαίτερο ταλέντο. Η σχέση αυτή πρέπει να είναι αμοιβαία, καθώς πρέπει κι εγώ να προάγω το συμφέρον του κράτους. Για παράδειγμα, στη §268, ο Χέγκελ σημειώνει ότι ο πατριωτισμός «είναι το φρόνημα, το οποίο έχει συνηθίσει μέσα στις καθημερινές συνθήκες και βιοτικές σχέσεις να θεωρεί τις κοινές υποθέσεις ως το υποστασιακό υπόβαθρο και σκοπό».

Όμως, ποιο το συμπερασμα απ’ τον ισχυρισμό του Χέγκελ ότι το φρόνημα αυτό αποτελεί συνέπεια των θεσμών του Sittlichkeit – συγκεκριμένα, της οικογένειας, της κοινωνίας των πολιτών και του κράτους; Σύμφωνα με τον Χέγκελ, καθένας εξ αυτών των θεσμών προάγει μια ορισμένη ηθική ποιότητα στο άτομο. Για παράδειγμα, οι οικογενειακές σχέσεις αναπτύσσουν δεσμούς αγάπης και τρυφερότητας, ενώ η κοινωνία των πολιτών αναπτύσσει την ανεξαρτησία αναγκαία για τη νεωτερική οικονομική ζωή. Το κράτος αναπτύσσει αυτή την ανεξαρτησία πίσω σε μια κοινότητα. Οι θεσμοί αυτοί μαζί δημιουργούν το φρόνημα ενός ολοκληρωμένου ατόμου: το άτομο πρέπει να εκτιμά τους άμεσους δεσμούς τρυφερότητας καθώς και την ανεξαρτησία του και τους περισσότερο μεσολαβημένους δεσμούς της πολιτικής του κοινότητας. Ο πατριωτισμός είναι η αποκορύφωση αυτών των χαρακτηριστικών, παρηγμένος αθροιστικά απ’ τους τρεις θεσμούς της ηθικής ζωής.

Ο ορισμός του Χέγκελ για τον πατριωτισμό ξεκαθαρίζει επίσης ότι αυτό το φρόνημα οικοδομείται επί της αμοιβαίας αναγνώρισης. Για ν’ αναπτύξει το άτομο το φρόνημα αυτό που περιγράφει ο Χέγκελ, πρέπει ν’ αναγνωρίσει το κράτος και, εξίσου σημαντικό, πρέπει να γνωρίζει ότι ο ίδιος αναγνωρίζεται απ’ το κράτος ως άτομο με δικαιώματα και συμφέροντα. Επομένως: «το άλλο δεν είναι πλέον ξένο για μένα, και εγώ απελευθερώνομαι μέσα σ’ αυτή τη συνείδηση»[21]. Εδώ ο Χέγκελ επεκτείνει την αναγνώριση ώστε να συμπεριλάβει επίσης και το κράτος. Μέσω της εμπιστοσύνης ότι το κράτος λαμβάνει υπόψη του τα συμφέροντά μου, το κράτος παύει να είναι κάτι που στέκεται απέναντί μου, παύει να είναι κάτι ξένο. Οπότε, ιδανικά, ο πολίτης παύει να βλέπει το κράτος ως μια εξωτερική δύναμη που επιβάλλει νόμους και κυρώσεις. Αντ’ αυτού, κατανοεί τους θεσμούς και τις διαδικασίες που κυβερνούν το κράτος και, αναγνωρίζοντας ότι είναι δίκαιοι, δεν τους βλέπει ως επιβολή. Ο Χέγκελ, μακρυά απ’ το να ισχυριστεί ότι το άτομο παραδίδει την ατομικότητά του στο κράτος, περιγράφει τον πατριωτισμό ως εμπιστοσύνη βασισμένη στην πεποίθηση ότι το κράτος στην πραγματικότητα προστατεύει την ατομικότητά του.

Τέλος, ο Χέγκελ σχολιάζει σ’ αυτή τη θέση μια παρεννόηση του όρου αυτού. Γράφει ότι με τον πατριωτισμό δεν εννοεί τη «τάση προς εξαιρετικές θυσίες και πράξεις»[22]. Μ’ άλλα λόγια, ο πατριωτισμός δεν μπορεί να υποβαθμιστεί στην αυτοθυσία εν καιρώ πολέμου. Ο αληθινός πατριωτισμός αποτελεί μια ηρεμότερη κατάσταση που μπορεί να οδηγήσει σ’ εξαιρετικές πράξεις όταν χρειαστεί, αλλά δεν μπορεί ν’ αναχθεί στις πράξεις αυτές[23]. Συνεχίζει: αν ο πατριωτισμός «θεωρείται ως εκείνο, που μπορεί να κάνει από μόνο του την αρχή και να προκύψει από υποκειμενικές αντιλήψεις και σκέψεις, τότε συγχέεται με τη γνώμη». Στην περίπτωση αυτή, το πολιτικό φρόνημα «στερείται το αληθές του θεμέλιο, την αντικειμενική ρεαλιστικότητα»[24]. Μ’ άλλο λόγια, αν η εμπιστοσύνη του πολίτη στο κράτος του δεν βασίζεται στην ορθολογικότητα των κρατικών θεσμών, τότε η εμπιστοσύνη αυτή δεν αποτελεί αληθινό πατριωτισμό. Αντ’ αυτού, ο αληθινός πατριωτισμός είναι «το φρόνημα, το οποίο έχει συνηθίσει μέσα στις καθημερινές συνθήκες και βιοτικές σχέσεις να θεωρεί τις κοινές υποθέσεις ως το υποστασιακό υπόβαθρο και σκοπό»[25]. Σημαντική εδώ είναι πάλι η έμφαση που δίνεται στην κανονικότητα: ο πατριωτισμός έχει να κάνει με τις «καθημερινές συνθήκες» στις οποίες το άτομο δουλεύει για την κοινότητά του.

Η Φιλοσοφία του Δικαίου ήδη υποδεικνύει το πως η θεωρία του Χέγκελ για τον πατριωτισμό σχετίζεται με την ιστορία του όρου αυτού. Αντηχώντας την ιδέα ότι ο πατριωτισμός συνδέεται με πολιτικά ιδεώδη, ο Χέγκελ ορίζει τον πατριωτισμό ως εμπιστοσύνη στο κράτος στον βαθμό που το κράτος έχει ορθολογικούς θεσμούς. Ο πατριώτης του Χέγκελ, όπως οι πατριώτες των πατριωτικών εταιρειών, εστιάζει στις «καθημερινές συνθήκες και βιοτικές σχέσεις» και κάμπτει το ίδιον συμφέρον του για να προάγει το κοινό καλό. Πέρα απ’ το αντικατοπτρίσει αυτές τις τάσεις, η ανάλυση του Χέγκελ για τον πατριωτισμό ορίζει ότι το άτομο γίνεται ολοκληρωμένο μόνο μέσω της κοινότητας του κράτους κι ότι η αναγνώριση αποτελεί το θεμέλιο της πολιτικής ζωής.

ΙΙΙ. Ο πατριωτισμός στις διαλέξεις για τη φιλοσοφία του δικαίου

Α. Ο πατριωτισμός ως εγωισμός: το ίδιον συμφέρον στην ανάπτυξη του ατόμου

Στις διαλέξεις του για τη φιλοσοφία του δικαίου το 1817-1818 (όπως ανακατασκευάστηκαν απ’ τις σημειώσεις του P. Wannenmann), στις παρατηρήσεις του για τη §132, ο Χέγκελ αναλύει πάλι τον πατριωτισμό στην μετάβαση απ’ την κοινωνία των πολιτών στο κράτος[26]. Μάλιστα, αναπτύσσει την ανάλυση του πατριωτισμού επαναλαμβάνοντας το ζήτημα του ίδιου συμφέροντος στην κοινωνία των πολιτών, αυτή τη φορά στις ενότητες αναφορικά με το σύνταγμα. Το σύνταγμα, λέει ο Χέγκελ, αποτελεί τη «σύνδεση της γενικής βούλησης κι ιδιαιτερότητας» καθώς προστατεύει τ’ ατομικά συμφέροντα ενώ προωθεί το γενικό καλό. Τ’ άτομα όμως, λέει ο Χέγκελ, δεν θ’ αναπτύξουν από μόνα τους κάποιο ενδιαφέρον για το γενικό καλό εκτός κι αν τους επιτραπεί να κατέχουν ιδιοκτησία και να επιδιώξουν τα δικά τους ιδιαίτερα συμφέροντα. «Τ’ άτομα γενικά», ισχυρίζεται, «δεν ενδιαφέρονται για κάτι εκτός αν έχει επενδυθεί σ’ αυτό και το δίκο τους ίδιον συμφέρον»[27].

Τίποτα απ’ αυτά δεν παρεκκλίνει ουσιαστικά απ’ τη δημοσιευμένη ανάλυση του Χέγκελ για την κοινωνία των πολιτών στη Φιλοσοφία του Δικαίου. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι, μιλώντας για το πως το άτομο έρχεται να εκτιμήσει το κοινό καλό μέσω της ιδιοκτησίας και της επιδίωξης των ατομικών του συμφερόντων, ο Χέγκελ αναφέρει τον πατριωτισμό. Αφότου περιγράψει τη σημασία αυτών των ατομικών επιδιώξεων, ο Χέγκελ λέει: «Η ιδιαιτερότητα της ατομικής βούλησης πρέπει να περιέχεται στη γενική βούληση. Αυτή είναι η πραγματική ενοποίηση καθολικού κι ιδιαίτερου. Αυτό είναι αφενός πατριωτισμός κι αφετέρου θα μπορούσε κανείς να πει ότι το άτομο ακολουθεί τον εγωισμό του»[28].

Αυτό που εννοεί ο Χέγκελ λέγοντας ότι η γενική βούληση είναι αφενός πατριωτισμός κι αφετέρου εγωισμός, γίνεται σαφέστερο λίγο παρακάτω. Ο Χέγκελ επαναλαμβάνει ότι απ’ το νεωτερικό δρον άτομο απαιτείται ν’ αναπτύσσει την ατομικότητά του. Στο άτομο, λέει, «αποδίδεται ένα καθήκον [Geschäft] στο οποίο θέτει την ύπαρξη [Existenz] και τη τιμή του, κι έτσι το άτομο υπηρετεί το καθολικό». Συνεχίζει ο Χέγκελ:

Ως αυτό το ιδιαίτερο, [το άτομο] γνωρίζει τον εαυτό του στο καθολικό, δουλεύει για το καθολικό. Το άτομο βρίσκεται στην ιδιαιτερότητά του μόνο μέσω της παραγωγής του, κι αυτό είναι το συμφέρον του· και το καθαρό συμφέρον του είναι ότι ο στόχος αυτός εκπληρώνεται απ’ αυτόν, ότι τοποθέτει τον εαυτό του μέσω της ίδιας της παραγωγής του, ότι έχει, στο προϊόν του, τη συνείδηση του εαυτού του: πρέπει να γνωρίζει το προϊόν ως δικό του[29].

Δύο ζητήματα τίθονται εδώ. Το πρώτο είναι το άτομο γίνεται ο εαυτός του καθώς αναπτύσσει τα συμφέροντα και τα ταλέντα του. Διαφοροποιείται απ’ τα άμεσα κληρονομημένα χαρακτηριστικά της οικογενείας του επιδιώκοντας τ’ αυθαίρετα, ιδιαίτερα συμφέροντά του. Ο Χέγκελ ισχυρίζεται: «Τα επαγγέλματα κατανέμονται μεταξύ των ατόμων σύμφωνα με τις αυθαίρετες επιθυμίες του. Τ’ άτομα αναπτύσσουν διεξότητες στα επαγγέλματα αυτά· ανήκουν ως ιδιαίτερα σ’ αυτό το πεδίο τεχνογνωσίας, και το χαρακτηριστικό συμφέρον του ατόμου, η χαρακτηριστική του δραστηριότητα, εμπεριέχεται σ’ αυτό το πεδίο»[30].

Δεύτερον, τα συμφέροντα αυτά χάνουν την αυθαίρετη φύση τους όταν το άτομο μάθει να τα βλέπει στο πλαίσιο του καλού μιας κοινότητας. Επιδιώκοντας το συμφέρον που ορίζει την ατομικότητά του, το άτομο μπορεί ν’ αναπτύξει μια κατανόηση του πως τα ταλέντα του συνεισφέρουν στο καθολικό. Μπορώ να επιδιώξω την ατομικότητά μου ως τσαγκάρης· για να είμαι επιτυχημένος τσαγκάρης, πρέπει να λάβω υπόψη μου τα συμφέροντα των άλλων κι έτσι να διευρύνω τη σφαίρα συμφερόντων μου ώστε να συμπεριλάβει κι άλλους. Τελικά, θα πρέπει ν’ αναγνωρίσω ότι η επιτυχία μου ως τσαγκάρης εξαρτάται σ’ ορισμένα πράγματα που είναι αληθή στην κοινωνία μου -πρέπει, για παράδειγμα, να είναι δίκαιη, μ’ ένα δίκαιο σύστημα εμπορίου κι ανταμοιβής- και πρέπει να εργαστώ για την προώθηση αυτών των χαρακτηριστικών. Οπότε, δεν δρω πλέον αυθαίρετα: αξιολογώ τις επιθυμίες μου συγκριτικά με μεγαλύτερους, πιο σύνθετους στόχους. Σ’ ένα παράμοιο παράθεμα απ’ τις διαλέξεις του 1819/1820, ο Χέγκελ συνδέει αυτή την ικανότητα αξιολόγησης με τον πατριωτισμό -εξισώνοντάς τον αυτή τη φορά και με το πολιτικό φρόνημα- και λέει κάτι παρόμοιο:

Σ’ αυτόν τον βαθμό, το πολιτικό φρόνημα αποτελεί μια μεσολαβητική δύναμη [ein Vermittelndes]. Έχει το ιδιαίτερο ως το περιεχόμενό του, και το καθολικό εμφανίζεται ως ένας ακλόνητος δεσμός μέσω του οποίου υπάρχουν οι ιδιαίτερες σφαίρες. Ωστόσο, μ’ αυτή την μεσολάβηση, στόχος γίνεται το ίδιο το καθολικό. Οπότε, ο πατριωτισμός μπορεί να έχει περισσότερο την μορφή του ίδιου συμφέροντος ή μπορεί να έχει περισσότερο να κάνει με το καθολικό· γενικά, τα δύο αυτά αναμειγνύονται μεταξύ τους[31].

Μόλις το άτομο φτάσει να δει τα συμφέροντά του ως να συμπεριλαμβάνονται στο κράτος, ο εγωισμός του «μεσολαβείται» και το καθολικό γίνεται κομμάτι του στόχου του. Μ’ άλλα λόγια, ο πατριωτισμός αρθρώνει ένα φρόνημα που έχει να κάνει συνάμα τόσο με το ίδιον συμφέρον όσο και με το καλό της ομάδας: σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Αυτή η αίσθηση συμφιλίωσης [του καθολικού με το ιδιαίτερο] αποτελεί κομμάτι της εμπιστοσύνης που περιγράφει ο Χέγκελ στο δημοσιευμένο έργο του. Στην ίδια ενότητα προσθέτει:

Στο πολιτικό φρόνημα ενυπάρχει ουσιαστικά η στιγμή που τα άτομα γνωρίζουν ότι η συντήρησή τους εξαρτάται στο καθολικό. Αυτό το πατριωτικό φρόνημα καθορίζεται στενότερα απ’ το γεγονός ότι το άτομο γνωρίζει πως οι στόχοι της ιδιαιτερότητάς του μπορούν να υπάρξουν μόνο μέσω του καθολικού. Ο αγγλικός πατριωτισμός συχνά εκφράζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο[32].

Στις σημειώσεις του Homeyer απ’ τις διαλέξεις του Χέγκελ το 1818/1819, ο Χέγκελ αναφέρει ξανά τον αγγλικό πατριωτισμό ως ένα θετικό παράδειγμα:

Η ελεύθερη αυτοσυνείδηση είναι ουσιαστικά ατομική, και συνεπώς ιδιαίτερη. Το καθολικό φωτίζει το ιδιαίτερο, κι η ιδιαιτερότητα του καθήκοντος εξυψώνεται στο καθολικό. Αυτό αποτελεί το θεμέλιο του αγγλικού πατριωτισμού, στον οποίο κάθε ιδιαιτερότητα προστατεύεται απ’ το καθολικό – την ευημερία, τη δόξα κι ευτυχία της πατρίδος[33].

Σ’ όλα αυτά τα παραθέματα, ο Χέγκελ τονίζει ότι η ανάπτυξη του ατόμου μέσω της προσήλωσης στο καθολικό είναι κεντρική στην ιδέα του πατριωτισμού. Αυτό έχει μερικές φορές ερμηνευτεί λαθεμένα ως ν’ αποδεικνύει ότι ο Χέγκελ πίστευε ότι τ’ ατομικά συμφέροντα πρέπει να υπηρετούν μόνο το κράτος. Στην πραγματικότητα, ο Χέγκελ δίνει έμφαση στο άτομο. Μόνο αναπτύσσοντας την ατομικότητά του με το να βλέπει τα εγχειρήματά του υπό το φως μεγαλύτερων στόχων μπορεί το άτομο να διαφύγει της αυθαίρετης φύσης των ατομικών του επιθυμιών. Όταν το καθολικό -εδώ ταυτισμένο με την πατρίδα- στηρίζει το ίδιο αυτά τα συμφέροντα, έχουμε ως αποτέλεσμα μια παραγωγική συμμετρία. Για τον Χέγκελ, η συμμετρία αυτή αποτελεί κομμάτι της ανάπτυξης της συγκεκριμένης ελευθερίας.

Σ’ ένα άλλο σημείο απ’ τις σημειώσεις του Wannenmann απ’ τις διαλέξεις του Χέγκελ, ο Χέγκελ προειδοποιεί συγκεκριμένα ότι ο πατριωτισμός που αποκλείει την ανάπτυξη του ατόμου μπορεί να υπάρξει επιζήμιος τόσο για το κράτος όσο και για το άτομο. Σημειώνει: «Ο μαζικός πατριωτισμός δεν είναι αναγκαίος καθεαυτός και δεν υπάρχουν δικαιώματα στο εσωτερικό του. Παρομοίως, δεν υπάρχουν δικαιώματα στον δεσποτισμό»[34]. Συγκρίνει τον αδιαφοροποίητο μαζικό πατριωτισμό με την κατάσταση του Πελοποννησιακού Πολέμου, όπου «καθένας ήθελε να κάνει τα πάντα, κι έτσι το όλο πράγμα ξέπεσε στην ανικανότητα»[35]. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και στη νεωτερική κοινωνία: «Γενικά, όπου υπάρχουν τεράστιος αριθμός ανθρώπων, το καθολικό γίνεται τυχαίο καθώς ο καθένας πιστεύει ότι μπορεί να επιτύχει τα πάντα καθαρά μέσω της καλής του βούλησης, χωρίς να χρειάζεται καμιά ιδιαίτερη δεξιότητα»[36]. Τέτοιες χονδροειδείς προσπάθειες, μ’ όσο καλή πρόθεση κι αν γίνονται, δεν μπορούν να παράξουν πραγματικό πατριωτισμό στο οποίο το κάθε άτομο, επιδιώκοντας τους ιδιαίτερους σκοπούς του, προάγει το γενικό καλό[37]. Εδώ ο Χέγκελ φαίνεται να διαφοροποιεί μεταξύ δύο πατριωτισμών. Ο αληθινός πατριωτισμός επιτρέπει την εσωτερική διαφοροποίηση κι ενθαρρύνει τ’ άτομα να ειδικευτούν. Ο κατώτερος («μαζικός») πατριωτισμός είναι ομοιογενής: όλοι έχουν τα ίδια καθήκοντα και κανείς δεν αναπτύσσει την ατομικότητα αναγκαία για τα δρόντα άτομα, όπως προαναφέρθηκε.

Επίσης, στις σημείωσεις του Wannenmann, ο Χέγκελ χρησιμοποιεί τον πατριωτισμό για να υπογραμμίσει την ισοτιμία όλων των ατόμων στη νεωτερική κοινωνία, διαφοροποιώντας τη τρέχουσα χρήση του όρου απ’ την αρχαία[38]. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, στις αρχαίες δημοκρατίες υπήρχε πατριωτισμός. Όμως, επειδή οι αρχαίοι δεν είχαν μια ανεπτυγμένη αίσθηση ατομικότητας, η αρχαία μορφή του πατριωτισμού συνεπάγοταν ότι «ο καθένας πρέπει να είναι όπως είναι όλοι»: φαινόταν ότι όλοι οι πολίτες θα πρέπει να έχουν τα ίδια καθήκοντα και τους ίδιους στόχους. Όμως, στη νεωτερικότητα, τ’ άτομα γίνονται άτομα μόνο καθώς αναπτύσσουν τα ιδιαίτερά τους συμφέροντα, όπως περιγράφτηκε παραπάνω. Αυτή η ειδίκευση αποτελεί έναν τρόπο που το άτομο εκφράζει την εσωτερική του αξία, την οποία η νεωτερική κοινωνία πρέπει ν’ αναγνωρίσει αν θέλει να λειτουργήσει:

Η στιγμή όμως αυτή της ατελείωτης αξίας, την οποία κάθε άτομο ως άτομο κατέχει μέσα του, αυτή η αρχή της χριστιανικής θρησκείας ότι το άτομο υπολογίζεται ως άτομο, ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει δουλεία, ότι ο καθένας μέσα στη θρησκεία γνωρίζει τον εαυτό του ν’ αποτελεί εξίσου μ’ όλους τους άλλους αντικείμενο θείας αγάπης – όλα αυτά παράγουν το εξής αποτέλεσμα: το άτομο πρέπει να δώσει ύπαρξη στον εαυτό του, κι η ύπαρξή του είναι ιδιαιτερότητα[39].

Η ατομικότητα αναπτύσσεται μέσω της επιδίωξης των ιδιαιτέρων συμφερόντων του κάθε ατόμου· ένα άτομο μπορεί «να δώσει ύπαρξη στον εαυτό του» μέσω της ανάπτυξης αυτών των συμφερόντων. Οπότε, η διαφοροποίηση προάγει και προστατεύει την ισότητα που είναι καίριας σημασίας για τη νεωτερική ζωή. Ο νεωτερικός πατριωτισμός πρέπει οπότε να εξαρτάται επίσης απ’ τη διαφοροποίηση που με τη σειρά της στηρίζει τις ατομικές αξίες και συνεπώς την ισότητα. Αυτή η διαφοροποίηση, μαζί με την ισότητα που στηρίζει, είναι καίρια για τον αληθινό πατριωτισμό.

Τα σχόλια του Χέγκελ για τον πατριωτισμό και το ίδιον συμφέρον αποκαλύπτουν τη σύνθετη στάση του προς το ίδιον συμφέρον στο κράτος. Όπως κι οι πατριωτικές εταιρείες που τονίζαν τη τοπική συμμετοχή ως αντίδοτο στο ίδιον συμφέρον της εκβιομηχανισμένης κοινωνίας των πολιτών, ο Χέγκελ πιστεύει ότι το ίδιον συμφέρον που αποτρέπει ένα άτομο απ’ το να επιτύχει πλήρη ελευθερία πλαισιώνεται καλύτερα στο κράτος. Ο Χέγκελ όμως τόνιζε επίσης την ανάγκη για την ανάπτυξη του ατόμου ώστε να είναι εφικτός ο πατριωτισμός. Οι νεωτερικοί πατριώτες χρειάζεται να έχουν την αίσθηση ατομικότητας αναγκαία για τη νεωτερική ζωή. Ο πατριωτισμός πρέπει να είναι το αίσθημα που διατηρεί αυτή την ατομικότητα ενώ τη τοποθετεί στο πλαίσιο ενός γενικού καλού, απαλλάσσοντάς τη έτσι απ’ την αρχική αυθαιρεσία της. Το εύρος των σχολίων του για τη σύνδεση μεταξύ ίδιου συμφέροντος και πατριωτισμού συνδέει επίσης με συνέπεια τον πατριωτισμό με πολιτικά ιδεώδη: ο αληθινός πατριωτισμός είναι εφικτός στο κράτος που αναγνωρίζει την ισότητα και επιτρέπει στ’ άτομα ν’ αναπτύξουν τα συμφέροντα και τα ταλέντα τους.

Β. Τάξεις και σωματειακές ενώσεις

Ο Χέγκελ σχολιάζει ξανά τον πατριωτισμό όταν αναλύει τις τάξεις και τις σωματειακές ενώσεις και τον ρόλο τους στο κράτος. Θυμόμαστε ότι μέρος της περιγραφής του Χέγκελ για την ανεπάρκεια της κοινωνίας των πολιτών  είναι ότι, στην κοινωνία των πολιτών, οι επιθυμίες του ατόμου είναι αυθαίρετες. Στη τελευταία ενότητα του κεφαλαίου για την αστική κοινωνία, ο Χέγκελ αναλύει τις σωματειακές ενώσεις και τις τάξεις ως οργανώσεις που καθιστούν το άτομο ικανό να θεωρεί εαυτόν ως μέλος μιας ομάδας αντί για ένα απομονωμένο άτομο μ’ αυθαίρετες επιθυμίες. Οι σωματειακές ενώσεις κι οι τάξεις, ιδίως ενώπιον της αυξανόμενης εκβιομηχάνισης, προσφέρουν προστασία ενάντια στην εξατομίκευση και την εκμετάλλευση της εκβιομηχανισμένης κοινωνίας.

Ο ρόλος των τάξεων και των σωματειακών ενώσεων στην κοινωνία, και το είδος των δικαιωμάτων εκπροσώπησης που πρέπει να τους δωθούν στη διακυβέρνηση, υπήρξε αντικείμενο μεγάλων διαβουλεύσεων την εποχή του Χέγκελ[40]. Ο Χέγκελ αφιερώνει αρκετά κομμάτια του κειμένου εξηγώντας τη σημασία τους και τον ρόλο που θα πρέπει να παίζουν στην κυβέρνηση και τις ζωές των μελών τους. Κι οι δύο ομαδοποιήσεις ενώνουν τους ανθρώπους για αιτίες που δεν έχουν να κάνουν αποκλειστικά μ’ αμοιβαία οικονομικά συμφέροντα, αλλά και με παρόμοια ενδιαφέροντα, επαγγέλματα κι υπόβαθρα. Οι τάξεις, για παράδειγμα, ενώνουν τους ανθρώπους κατ’ επάγγελμα. Ο Χέγκελ διαιρεί τις τάξεις σε τρεις βαθμίδες: τους εργάτες γης, τους επιχειρηματίες και τους επιτηδευματίες, και τους δημόσιους υπαλλήλους[41]. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, τα μέλη της κάθε ομάδας μοιράζονται «μέσα, είδη εργασίας, τρόπους ικανοποίησης και θεωρητική κι έμπρακτη εκπαίδευση». Οι τάξεις ξεκινούν να διευκολύνουν τη συνεργασία των ατόμων σ’ ένα μεγαλύτερο εγχείρημα, ξεκινώντας έτσι τον μετασχηματισμό απ’ το ιδιαίτερο στο καθολικό. Οι τάξεις «είναι προπάντων σημαντικές, διότι τα ιδιωτικά πρόσωπα παρότι φίλαυτα, έχουν την αναγκαιότητα να στρέφονται προς τους άλλους. Εδώ είναι λοιπόν η ρίζα δια της οποίας η φιλαυτία συνδέεται προς το γενικό, προς το κράτος, του οποίου η μέριμνα πρέπει να είναι η ευδοκίμηση και η σταθεροποίηση αυτού του συσχετισμού»[42].

Οι σωματειακές ενώσεις, οι οποίες χαρακτήριζουν ιδίως την μεσαία τάξη των επιτηδευματιών και των επιχειρηματιών, ομαδοποιούν τους ανθρώπους κατά ιδιαίτερη δεξιότητα ή συμφέρον[43]. Προστατεύουν και μορφώνουν τα μέλη τους, επιβλέποντας ποιος γίνεται δεκτός στο επάγγελμα και ποιος προάγεται [πχ, από παραγιός σε μάστορα]. Σημαντικότερα για το θέμα μας, ο Χέγκελ λέει ότι οι σωματειακές ενώσεις προσφέρουν μια «δεύτερη οικογένεια» στον εργάτη και του προσδίδουν σεβασμό λόγω της δεξιότητάς του[44]. Σε μια σωματειακή ένωση, το άτομο αναγνωρίζεται ως εργάτης στο συγκεκριμένο επάγγελμα αντί, πχ, να θεωρείται μόνο ως εργάτης απροσδιόριστων ικανοτήτων. Με τη σειρά του, το άτομο προάγει το συμφέρον της ομάδας και, μέσω αυτής, τα συμφέροντα ολόκληρης της κοινωνίας: «Είναι αναγνωρισμένο ότι ανήκει σ’ ένα σύνολο, που κι αυτό είναι διαρθρωμένο στη γενική κοινωνία, κι αφιερώνει τις προσπάθειές του και το ενδιαφέρον του για τον ανιδιοτελή σκοπό αυτού του συνόλου. Έτσι, εντός της τάξεώς του, αποκτά την τιμή του»[45].

Οι σωματειακές ενώσεις υπηρετούν τον ίδιο σκοπό, αν και σε πιο ανεπτυγμένο επίπεδο, με τις δραστηριότητες του ατόμου: οι σωματειακές ενώσεις επιτρέπουν στο άτομο, μέσω της καλλιέργειας των ιδιαίτερων ικανοτήτων του, ν’ αναπτύξει το ίδιον συμφέρον του σε συμφέρον για το γενικό καλό. Το άτομο δεν ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του ως μαραγκός, αλλά για το τι μπορεί να γίνει για την προώθηση της ευημερίας των μαραγκών γενικά. Έτσι, οι σωματειακές ενώσεις καλλιεργούν έναν συνδυασμό ίδιου συμφέροντος και γενικού συμφέροντος παρόμοιο με τη σύγκλιση των συμφερόντων αυτών χαρακτηριστική του πατριωτισμού. Στις σημείωσεις του Wannenmann, ο Χέγκελ καταπιάνεται ξανά με το ζήτημα των σωματειακών ενώσεων στις ενότητες για το κράτος, αναφέροντας μάλιστα και τον πατριωτισμό: «Όμως, τα άτομα έχουν καθήκον να είναι πιστά στις σωματειακές ενώσεις και να ενδιαφέρονται γι’ αυτές μόνο επειδή μέσω των σωματειακών αυτών ενώσεων έχουν δικαιώματα. Αυτό το συναντάμε ιδιαίτερα στην Αγγλία, όπου κι ο πατριωτισμός παίρνει αυτή τη τροπή»[46]. Ένα άτομο έχει δικαιώματα, πχ, δικαίωμα ψήφου ή λήψη ορισμένων προνομίων, μέσω των σωματειακών ενώσεων: στην Αγγλία, ο πατριωτισμός συνδέεται στενά μ’ αυτά τα δικαιώματα. Οπότε, ο Χέγκελ συνδέει συγκεκριμένα τη συμμετοχή των ατόμων στις σωματειακές ενώσεις με τον πατριωτισμό.

Ο Χέγκελ αναφέρει ξανά τον πατριωτισμό στο πλαίσιο του ισχυρισμού του ότι τ’ άτομα αναπτύσσουν τις πολιτικές τους ικανότητες μέσω των σωματειακών ενώσεων. Περιγράφει τις εταιρείες ως ένα είδος μικρού κράτους στο οποίο το άτομο μαθαίνει για τη διακυβέρνηση και την εκπροσώπηση. Για παράδειγμα, ισχυρίζεται ότι «[σ]τις σωματειακές ενώσεις, βρίσκει κανείς ένα κράτος στο οποίο μπορεί να είναι ενεργός σύμφωνα με τη συγκεκριμένη ουσία του»[47]. Αφότου περιγράψει το δικαίωμα διάφορων οργανώσεων στο κράτος να διαχειρίζονται της ιδιοκτησία τους, λέει: «Αυτή είναι η νομική πλευρά, ότι τ’ άτομα έχουν το δικαίωμα να διαχειρίζονται τον πλούτο τους, κι η ηθική πλευρά είναι ότι το άτομο βρίσκει ένα κράτος σ’ αυτές τις σωματειακές ενώσεις, στη διακυβέρνηση του οποίου συμμετέχει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ιδιαιτερότητά του μεταδίδεται στο καθολικό». Όπως και με την καλλιέργεια του συμφέροντος άμεσα στην κοινωνία των πολιτών, έτσι κι οι σωματειακές ενώσεις επιτρέπουν στο άτομο ν’ αναπτύξει μια οικουμενική αντίληψη μέσω των ιδιαίτερων συμφερόντων του.

Ύστερα, ο Χέγκελ συνδέει αυτόν τον ισχυρισμό αναφορικά με την πολιτική εμπειρία που προσφέρουν οι σωματειακές ενώσεις μ’ αυτό που αποκαλλεί «γενικό» πατριωτισμό. «Αν τ’ άτομα επενδύουν τις δεξιότητές τους σ’ ένα συγκεκριμένο επάγγελμα, πρέπει να υπερασπίζονται τη τάξη [Stand] τους και να τη θεωρούν ως δική τους. Ο γενικός πατριωτισμός οικοδομείται όταν η καθολική ελευθερία γεννιέται μέσα απ’ την ιδιαιτερότητα. Ο γενικός πατριωτισμός πρέπει να είναι παρών, αλλά πρέπει ν’ αναπτύσσεται μέσω του ομαδικού πνεύματος»[48]. Μόλις το άτομο συνειδητοποιήσει το πως ν’ αναμειγνύει το συμφέρον του με το συμφέρον του «κράτους» της σωματειακής ένωσης, το συμπέρασμα φαίνεται να είναι ότι μπορεί να διευρύνει περαιτέρω την αντίληψή του και να γίνει ένας «γενικός» πατριώτης που ενδιαφέρεται για το καλό της ομάδας του θεωρημένης πλατύτερα, πιθανώς σ’ εθνικό επίπεδο. Αυτός όμως ο ευρύτερος πατριωτισμός πρέπει να χτιστεί επί της συγκεκριμένης εμπειρίας του ατόμου, του βιώματός του να βρίσκει το γενικότερο καλό του στην μικρότερη σφαίρα των σωματειακών ενώσεων.

Αξίζει να τονίσουμε εδώ δύο ακόμη ζητήματα. Το πρώτο είναι ότι ο Χέγκελ στο παραπάνω παράθεμα περιγράφει την εύρεση απ’ το άτομο ενός κράτους στη σωματειακή του ένωση ως την «ηθική» πλευρά των σωματειακών ενώσεων αντί για την, πχ, «πολιτική» πλευρά. Ο Χέγκελ σκέφτεται ρητά αυτή την ανάπτυξη του γενικού καλού μέσα απ’ το ίδιον συμφέρον ως μια ηθική ανάπτυξη κι όχι ένα απλώς πολιτικό φαινόμενο. Δεύτερον, ο Χέγκελ συνεχίζει αναλύοντας το πως οι ίδιες οι σωματειακές ενώσεις δεν πρέπει να επιδιώξουν το συμφέρον τους χωρίς να σκέφτονται τίποτα άλλο. Σχολιάζει ότι «[α]ν τέτοιες σωματειακές ενώσεις έχουν πολλά προνόμια, αυτό μπορεί να γίνει επικίνδυνο για το σύνολο. Ο στόχος των σωματειακών ενώσεων πρέπει να καθορίζεται απ’ το καθολικό και για το καθολικό»[49]. Οι σωματειακές ενώσεις που απολαμβάνουν ειδική μεταχείριση ή που ασκούν παρασκηνιακά πίεση για ν’ αποκτήσουν ένα ειδικό στάτους, βλάπτουν τη συνοχή του κράτους: στην πραγματικότητα, δεν δρουν πατριωτικά. Οι σωματειακές ενώσεις πρέπει οι ίδιες λοιπόν να δουν πέρα απ’ τα άμεσα συμφέροντά τους και να πράξουν για το καλό των θεσμών που δομούν την κοινωνία εντός της οποίας υπάρχουν. Φαίνεται ότι ο Χέγκελ φαντάζεται διακριτά επίπεδα πατριωτισμού: το άτομο δρα πατριωτικά επιδιώκοντας το καλό της σωματειακής του ένωσης· η σωματειακή ένωση δρα πατριωτικά επιδιώκοντας το καλό του κράτους[50].

Αυτό το είδος κλιμακωτού πατριωτισμού, μαζί με τον ισχυρισμό του Χέγκελ ότι ο πατριωτισμός αναπτύσσεται εντός μικρών ομάδων, ενισχύει την καλά γνωστή κριτική του στην μαζική δημοκρατία. Η συγκεκριμένη συμμετοχή σε μια σωματειακή ένωση καθιστά το άτομο ικανό να κατανοήσει τι είναι καλό για την ομάδα αυτή και το πως τα συμφέροντά του συμπίπτουν με το συμφέρον της ομάδας. Αυτό όμως δεν ισχύει απαραίτητα για το άτομο αναφορικά με το κράτος: η πολυπλοκότητα και το μέγεθος του κράτους καθιστά πιθανώς ανέφικτη για το άτομο την κατανόηση του πως τα συμφέροντά του εκπληρώνονται μέσα στα συμφέροντα του κράτους. Οπότε, το άτομο ίσως δεν γνωρίζει πως να ψηφίσει μ’ έναν τέτοιο τρόπο ώστε να εκπληρωθούν τα συμφέροντά του ή εκείνα του κράτους. Γι’ αυτόν και γι’ άλλους λόγους, ο Χέγκελ υποστήριξε μια αντιπροσωπευτική μορφή κυβέρνησης στην οποία το άτομο ψηφίζει εντός της σωματειακής του ένωσης. Ύστερα, ένας αντιπρόσωπος από κάθε σωματειακή ένωση ψηφίζει εντός της κυβέρνησης σύμφωνα με τα συμφέροντα της ένωσης αυτής. Εξηγώντας αυτό το σύστημα εκπροσώπησης, ο Χέγκελ αναφέρεται πάλι στον πατριωτισμό, διαφοροποιώντας ξανά μεταξύ ενός καλού κι ενός κακού πατριωτισμού. Για τον Χέγκελ, σ’ ένα σύστημα περιορισμένης εκπροσώπησης σαν αυτό που προτείνει, «συμβαίνει αληθινά ψηφοφορία: δηλαδή, οι σωματειακές ενώσεις έχουν δικαίωμα ψήφου, κι η ψηφοφορία δεν παραδίδεται στον τυχαίο πατριωτισμό των ατόμων»[51]. Μ’ άλλα λόγια, όταν το άτομο ψηφίζει εντός του οικείου πλαισίου της σωματειακής του ένωσης, ο πατριωτισμός του δεν είναι τυχαίος ή αυθαίρετος μα ουσιαστικός. Το συμφέρον του στο γενικό κάλο βασίζεται στη γνώση κι όχι στη γνώμη. Αν είναι πατριωτικός προς ένα σύστημα που δεν μπορεί να κατανοήσει, το συμφέρον του στο γενικό καλό είναι ανενημέρωτο κι οπότε τυχαίο. Συνεπώς, η κριτική του Χέγκελ στη δημοκρατία τελικά σχετίζεται με τις ανησυχίες του περί των αυθαίρετων επιθυμιών. Αν το άτομο ακολουθεί τις επιθυμίες του εκτός του πλαισίου ενός γενικού καλού που μπορεί να κατανοήσει, τότε οι επιθυμίες του παραμένουν αυθαίρετες κι απειλούν την ελευθερία του ατόμου. Οι ψήφοι, ακριβώς όπως κι οι επιθυμίες, ίσως αποδειχθούν αυθαίρετες κι απειλήσουν την ηθική ανάπτυξη του ατόμου.

Μέχρι τώρα, ο Χέγκελ έχει αναλύσει τον πατριωτισμό ως το φρόνημα που απορρέει απ’ τη συνειδητοποίηση του ατόμου ότι οι κρατικοί θεσμοί προστατεύουν τα συμφέροντά του. Μ’ άλλα λόγια, οι κρατικοί θεσμοί διαμορφώνουν το φρόνημα του ατόμου. Στις τελευταίες του διαλέξεις για τη φιλοσοφία του δικαίου, ο Χέγκελ επαναλαμβάνει ότι ισχύει επίσης και το αντίστροφο. Στις σημειώσεις του von Griesheim απ’ τις διαλέξεις του Χέγκελ το 1824-1825, διαβάζουμε: «Ο πατριωτισμός είναι το αποτέλεσμα των θεσμών του κράτους, όμως το φρόνημα είναι η αιτία μέσω της οποίας κι από την οποία διατηρεί τη δραστηριότητα και την επιβίωσή του»[52]. Ο Χέγκελ ισχυρίζεται και ότι οι θεσμοί δημιουργούν το φρόνημα των ατόμων και ότι το φρόνημα των ατόμων καθιστά τους θεσμούς εφικτούς. Το κράτος δεν υπάρχει απλά έτσι όπως είναι, απαιτώντας απ’ τα άτομα να προσαρμοστούν σ’ αυτό, κι ούτε τα άτομα απλώς δημιουργούν το κράτος. Το κράτος εξαρτάται απ’ τα άτομα που επιδιώκουν τα συμφέροντά τους εντός των κρατικών θεσμών. Αν οι θεσμοί αυτοί είναι δίκαιοι, επιτρέπουν στους πολίτες ν’ αναπτύξουν την εμπιστοσύνη ότι τα συμφέροντά τους προάγονται απ’ το κράτος. Όταν οι πολίτες έχουν αυτή την εμπιστοσύνη, αναπτύσσουν την επιθυμία να προστατέψουν το γενικό καλό το οποίο με τη σειρά του στηρίζει και προάγει την ορθολογική φύση των θεσμών.

Γ. Αίσθημα κι ηθική: τυπικός πατριωτισμός κι αληθινός πατριωτισμός

Ένα άλλο θέμα στα σχόλια του Χέγκελ για τον πατριωτισμό περιστρέφεται γύρω απ’ την ανάλυσή του για το κενό αίσθημα και τους κινδύνους της αυθαίρετης ηθικής. Ο Χέγκελ προλογίζει αυτά τα σχόλια ισχυριζόμενος ότι το κράτος πρέπει να εκπαιδεύει τους πολίτες του, στον βαθμό που είναι εφικτό, ν’ αναγνωρίζουν την αξία των ορθολογικών θεσμών. Όταν το κράτος κι οι θεσμοί του είναι διάφανα ορθολογικοί, προστατεύοντας τα δικαιώματα και την ιδιαιτερότητα του κάθε πολίτη, οι νόμοι δεν θα φαντάζουν μια εξωτερική επιβολή επί του ατόμου. Το άτομο θα πρέπει να τους βλέπει ως μια προφανή ανάπτυξη απ’ την ορθολογική ιδέα του κράτους κι έτσι συμφιλιώνεται μαζί τους[53]. Αυτή η σύγκλιση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την εμπιστοσύνη και την ασφάλεια του πατριωτισμού. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο αληθινός πατριωτισμός θ’ αναπτυχθεί ως μια αντίδραση στην πραγματικότητα του κράτους, κι όχι ως απόκριση σε μια διαταγή. Ο Χέγκελ λέει τα ίδια όταν σχολιάζει τη δήλωση ότι «το δημόσιο πνεύμα πρέπει να ενυπάρχει στο κράτος»:

Το δημόσιο πνεύμα δεν θα γεννηθεί ποτέ μέσω μιας απλής ενθάρρυνσης ή προσταγής· τέτοιος ενθουσιασμός είναι μοραλιστικός καθώς απλώς απαιτείται απ’ το υποκείμενο. Το δημόσιο πνεύμα είναι φρόνημα· πρέπει όμως να είναι ο στόχος του κάθε ατόμου καθεαυτού, και δεν πρέπει ν’ αφεθεί στη βούληση του κάθε ατόμου ως μια ηθική υποχρεώση. Μέσω της προσταγής, ενθαρρύνεται μόνο ως ένα εξωστρεφές καθήκον. Το δημόσιο πνεύμα είναι αυτό που θα πρέπει να είναι· γι’ αυτόν τον σκοπό, είναι αναγκαίο η ζωή του κράτους να είναι πραγματική[54].

Στις ενότητες για την μορφή που πρέπει να λάβει το σύνταγμα, ο Χέγκελ λέει κάτι παρόμοιο αναφέροντας αυτή τη φορά ρητά και τον πατριωτισμό. Ισχυρίζεται ότι «στο δημόσιο πνεύμα, στον πατριωτισμό» η ενοποίηση του ιδιαίτερου και του καθολικού δεν είναι εγγυημένη: μόνο «στον βαθμό που η καθολική βούληση ιδιαιτεροποιείται παύει πράγματι να είναι απλώς ηθική και γίνεται αναγκαία»[55].

Είναι αποκαλυπτικό ότι και στα δύο αυτά παραθέματα, ο Χέγκελ αντιπαρατάσσει τον πατριωτισμό ή δημόσιο πνεύμα με την ηθική. Στο πρώτο παράθεμα, ισχυρίζεται ότι η προσταγή δημόσιου πνεύματος, αντί ν’ αφεθεί ν’ αναπτυχθεί φυσικώς απ’ τις σχέσεις των πολιτών με το κράτος, είναι μοραλιστική· στο δεύτερο παράθεμα, ισχυρίζεται ότι η καθολική βούληση, αν δεν ιδιαιτεροποιηθεί, είναι «απλώς ηθική» κι ότι ο πατριωτισμός θα παραμείνει επίσης «απλώς ηθική» αν δεν ιδιαιτεροποιηθεί. Η ηθική, ως γνωστόν, αποτελεί ένα πρότερο ελλιπές στάδιο στο σύστημα του Χέγκελ: κείτεται στην υποκειμενική πεποίθηση, στηριζόμενη σ’ αυτή για να διακρίνει το σωστό από το λάθος. Δεν αγκυρώνεται στην αντικειμενικότητα καθώς θεωρεί εαυτόν την μόνη πηγή αλήθειας. Η αυθαίρετη φύση της είναι επιρρεπής στο κακό[56]. Ο Χέγκελ αποκαλλεί τη συνείδηση, όταν προέρχεται μόνο από αυθαίρετες προσταγές, τυπική συνείδηση: εδώ φαίνεται να περιγράφει ένα είδος τυπικού πατριωτισμού. Ο Χέγκελ συνδέει έτσι τις αρνητικές συνδηλώσεις της ηθικής με μια εικόνα των ατόμων που δεν γνωρίζουν αντικειμενικά ότι τα συμφέροντά τους εκπροσωπούνται στο κράτος αλλά προστάζονται μολαταύτα να δείξουν πίστη προς το κράτος. Μια τέτοια αυθαίρετη προσταγή θα δημιουργήσει έναν ψευδή πατριωτισμό, έχοντας τους ίδιους κινδύνους με την ηθική. Ο αληθινός πατριωτισμός πρέπει ν’ αποτελεί απόκριση στην κατανόηση της ορθολογικότητας των θεσμών και της συνεισφοράς τους στην ελευθερία του ατόμου.

Μια άλλη μορφή αυτού που αποκαλλώ τυπικό πατριωτισμό -πατριωτισμός που είναι αυθαίρετος κι όχι απόκριση στην ορθολογικότητα των θεσμών- είναι ο πατριωτισμός που βασίζεται μόνο στο συναίσθημα. Στις σημειώσεις του C. G. Homeyer απ’ τις διαλέξεις για τη φύση και το συνταγματικό δίκαιο το 1818/1819, ο Χέγκελ αναφέρεται ειδικά στο τι συμβαίνει αν η στάση του ατόμου προς το κράτος δεν πηγάζει απ’ την ορθολογικότητα των θεσμών που υποτίθεται ότι δίνουν υπόσταση στη στάση του ατόμου προς το κράτος. Στ’ αποσπάσματα αυτά χρησιμοποιεί τον όρο Gesinnung [νοοτροπία, στάση] με τέτοιον τρόπο που δείχνει περισσότερο προς την εναλλακτική του μετάφραση ως «αίσθημα». Αναλύει το Gesinnung και τους «μηχανισμούς του κράτους» ως δύο πτυχές της ελευθερίας, κι ύστερα πιάνει τη καθεμιά σ’ απομόνωση απ’ την άλλη. Απομονώνοντας το Gesinnung, αναφέρεται στον πατριωτισμό μ’ έναν υποτιμητικό τρόπο. Από μόνο του, λέει, «το Gesinnung είναι μόνο υποκειμενικό, αυθαίρετο και τυχαίο, κάνοντας αφαίρεση απ’ την αυθαίρετη βούληση, μόνο μια γενική βούληση, πατριωτισμός. Το περιεχόμενό του είναι απλώς αφηρημένο»[57]. Δεδομένου ότι ο Χέγκελ έχει μιλήσει σ’ άλλα παραθέματα για τη σημασία του πατριωτισμού στην ηθική ζωή, αυτός εδώ ο πατριωτισμός δεν μπορεί να είναι αληθινός πατριωτισμός μα ένας ψευδής, τυπικός πατριωτισμός. Αυτός ο τυπικός πατριωτισμός είναι αφηρημένος, χωρίς αναφορά στους θεσμούς που πρέπει να προωθούν την εμπιστοσύνη του ατόμου.

Ο Χέγκελ συνεχίζει τα σχόλιά του για το Gesinnung. Υπάρχουν εκείνοι, λέει, οι οποίοι πιστεύουν ότι ο μηχανισμός του κράτους δεν είναι αναγκαίος αν ο λαός έχει ένα καλό Gesinnung προς το κράτος. Ο Χέγκελ διαφωνεί: το Gesinnung, οταν δεν σχηματίζεται μέσω ορθολογικών θεσμών όπως τους οραματίζεται, μπορεί να υπονομεύσει τα δικαιώματα και την ισότητα επί των οποίων εξαρτάται το νεωτερικό κράτος. Ισχυρίζεται ότι

[τ]ο αίσθημα [Gesinnung] μερικές φορές υπαινίσσεται ότι είναι το ίδιο το επιμέρους στο οποίο διαλύονται σ’ έναν γενικό στόχο όλες οι ιδιαίτερες σκέψεις και καθήκοντα. Σ’ αυτή την περίπτωση, το αίσθημα [Gesinnung] γίνεται αυθαίρετος, επιλεκτικός στοχασμός, στον οποίο όλα τα μέσα αξίζουν το ίδιο κι η απόφαση εξαρτάται απ’ την υποκειμενική βούληση· επειδή στο καθολικό, ακόμη κι η δικαιοσύνη που είναι έγκυρη για το ιδίατερο εξαφανίζεται[58].

Μ’ άλλα λόγια, αν το κράτος οικοδομηθεί μόνο επί των αισθημάτων των ατόμων, τότε απειλούνται τα επιμέρους εγχειρήματα που ο Χέγκελ υπερασπίζεται ως αναγκαία για το όλον. Απλώς γενικό αίσθημα χωρίς την ιδιαιτεροποίηση ενός ορισμένου συμφέροντος ή επαγγέλματος είναι, ξανά, οι άνευ περιεχομένου, ανενημέρωτες προθέσεις που μπορούν να υπονομεύσουν τα κρατικά εγχειρήματα. Ο Χέγκελ αποδίδει την άποψη που δίνει στο αίσθημα έναν ρόλο-κλειδί στην πολιτική πρωτίστως στους νέους, ισχυριζόμενος ότι οι νέοι δρουν βάσει συναισθημάτων, δρουν οπότε αυθαίρετα. Στο γήρας, οι άνθρωποι τείνουν στο άλλο άκρο: οι γηραιότεροι πολίτες «νομίζουν πως το όλον θ’ αναπτυχθεί απλώς μηχανικά, και το αίσθημα είναι περιττό αν όλοι απλώς ολοκληρώνουν το καθήκον τους»[59]. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, κι οι δύο απόψεις είναι λαθεμένες· είναι σαφές ότι ο Χέγκελ δεν θέλει να εξαλείψει το συναίσθημα απ’ την ηθική και πολιτική ζωή. Οι πολίτες πρέπει να έχουν μια προσκόλληση προς το κράτος ώστε να επιτευχθεί το ιδανικό του Χέγκελ για το νεωτερικό εθικό φρόνημα. Αυτή όμως η προσκόλληση δεν μπορεί να βασίζεται απλώς στο αίσθημα: πρέπει ν’ αποτελεί μια απόκριση σε ορθολογικούς θεσμούς.

Ύστερα, ο Χέγκελ σχετίζει αυτή την ανάγκη οι πολιτικοί θεσμοί να υποστηλώνουν το πολιτικό αίσθημα με τις αποτυχίες της Γαλλικής Επανάστασης. Αν το αφηρημένο αίσθημα, τυπικό της νεολαίας, κινητοποιεί τους πολίτες σε δράση χωρίς επίσης οι πολίτες να έχουν μια προσκόλληση στους ορθολογικούς θεσμούς, το αίσθημα γίνεται επικίνδυνο. Ο Χέγκελ συνεχίζει: «Αν [το Gesinnung] γίνει δραστήριο παραμένοντας αφηρημένο, τότε γίνεται αυθαίρετη βούληση (ο φανατισμός της Γαλλικής Επανάστασης)»[60]. Σύμφωνα με την οπτική του Χέγκελ, η Γαλλική Επανάσταση διαλύθηκε σε φανατισμό επειδή τα επιμέρους εγχειρήματα και δικαιώματα υπάχθηκαν υπό τον αδιαφοροποίητο, ανενημέρωτο ενθουσιασμό για το όλον[61]. Οι θεσμοί υπονομεύθηκαν κι οι πολίτες περίμεναν ότι το κράτος μπορούσε να λειτουργήσει βασισμένο απλώς στον ενθουσιασμό τους. Ο κίνδυνος του αυθαίρετου ενθουσιασμού έχει υπάρξει το μοτίβο πολλών παραθεμάτων της ανάλυσης του Χέγκελ για τον πατριωτισμό· εδώ ο κίνδυνος είναι κυριολεκτικός, καθώς ο Χέγκελ τον συνδέει με την πολιτική τρομοκρατία της Γαλλικής Επανάστασης.

Το ενδιαφέρον είναι ότι υπάρχουν σαφείς ομοιότητες της κριτικής του Χέγκελ προς τη Γαλλική Επανάσταση με την κριτική του προς το γερμανικό εθνικιστικό κίνημα. Ο Χέγκελ κατηγόρησε τον αντίπαλό του φιλόσοφο J. F. Fries, ο οποίος συμμετείχε στο φεστιβάλ του Βάρτμπουργκ, ότι είναι ο «αρχηγός της συμμορίας εκείνης της στρατιάς της επιπολαιότητας και της ρηχότητας, εκείνων των αυτοαποκαλούμενων “φιλόσοφων”» που θεωρούσαν «την καρδιά, τη φιλία και την έμπνευση» ανώτερα απ’ τη λογική και τη νόηση. Να θυμηθούμε ότι ο Χέγκελ ισχυρίστηκε ότι ο πατριωτισμός δεν αποτελεί υποκειμενικό καπρίτσιο ή γνώμη: προφανώς, ο Χέγκελ κατηγορεί τον Fries ότι υποβαθμίζει το έθος στο «υποκειμενικό ατύχημα της άποψης και του καπρίτσιου».

Ο Χέγκελ δεν συνδέει άμεσα τις αποτυχίες της Γαλλικής Επανάστασης με το εθνικιστικό κίνημα που αποκτούσε δύναμη στα γερμανικά κράτη. Φαίνεται όμως σαφές ότι ανέμενε κι εκεί την εμφάνιση των κινδύνων του κενού αισθήματος, οπότε και του τυπικού πατριωτισμού. Ο Χέγκελ απορρίπτει κάθε πατριωτισμό ή δημόσιο πνεύμα που δεν αποτελεί απόκριση σ’ ορθολογικούς θεσμούς. Στον βαθμό που ο γερμανικός πατριωτισμός ξεκίνησε να εστιάζει στη Γερμανία και τη «γερμανικότητα» ως αυτοσκοπό αντί στον σεβασμό προς ορθολογικούς θεσμούς, υπήρχε για τον Χέγκελ ο κίνδυνος να εμφανιστούν οι ίδιες καταστροφικές πολιτικές συνέπειες μ’ εκείνες της Γαλλικής Επανάστασης.

Δ. Θέτοντας τα εθνικά αισθήματα σε πλαίσιο

Το εντυπωσιακό σ’ όλα αυτά είναι το γεγονός ότι, ακόμη κι όταν περιγράφει τον πατριωτισμό ως αίσθημα, η εστίαση του Χέγκελ δεν είναι στον πατριωτισμό ως πίστη στη χώρα καταγωγής ή υπερηφάνεια γι’ αυτή. Ο Χέγκελ, φυσικά, πάντα οραματίζεται την κοινότητα ως γεωγραφικά τοποθετημένη· το γεγονός ότι δεν περιγράφει τον πατριωτισμό ως εστιασμένο σε μια χώρα δεν το άλλαζει αυτό. Όμως, σ’ αντίθεση με τη σύγχρονη χρήση του όρου, η εστίαση του πατριωτισμού στον Χέγκελ δεν είναι μια ιδιαίτερη χώρα ή έθνος. Ωστόσο, ο Χέγκελ δεν παραμελεί πλήρως αυτή τη συσχέτιση. Απ’ όσο γνωρίζω, αναφέρεται στον πατριωτισμό ως πίστη σε μια συγκεκριμένη χώρα δύο φορές στις διαλέξεις του: μία όταν μιλάει για τον Μακιαβέλι κι άλλη μία όταν αναφέρεται στον πρωσικό και τον αγγλικό πατριωτισμό[62]. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις, η συσχέτιση το πατριωτισμού με το συμφέρον στο γενικό καλό παραμένει κυρίαρχη.

Στις διαλέξεις του 1819-1820, ο Χέγκελ αναλύει ξανά τον κίνδυνο της επιδίωξης του ίδιου συμφέροντος εις βάρος του γενικού καλού της κοινωνίας. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, ο Μακιαβέλι κατέκρινε συγκεκριμένα την απροθυμία των κυρίαρχων της εποχής του να θέσουν το κοινό καλό πάνω απ’ τα προσωπικά τους συμφέροντα. Ο Μακιαβέλι αναγνώρισε ότι αυτή η άρνησή τους να εργαστούν για το κοινό καλό είχε εκτεταμένες και καταστροφικές συνέπειες. Καθώς οι διάφοροι ανεξάρτητοι ηγεμόνες της εποχής του Μακιαβέλι δεν προτίθονταν να επιδιώξουν το γενικό καλό, η χώρα έγινε «η παιδική χαρά των ξένων», θήραμα των στρατών των εισβολέων[63]. Ο Χέγκελ περιγράφει τον θρήνο του Μακιαβέλι γι’ αυτές τις συνέπειες ως «καθαρά τα βαθιά συναισθήματα ενός μεγάλου πνεύματος που ανησυχεί για την κακοτυχία και την αθλιότητα της πατρίδος του». Τα συναισθήματα αυτά, συνεχίζει, «δημιουργήθηκαν από ένα βαθύ πατριωτικό αίσθημα». Οπότε, ακόμη κι όταν περιγράφει τον πατριωτισμό μιας συγκεκριμένης χώρας, ο Χέγκελ αναλύει τον πατριωτισμό στο πλαίσιο του μετασχηματισμού του ίδιου συμφέροντος σε συμφέρον για το γενικό καλό. Η πηγή του «πατριωτικού αισθήματος» του Μακιαβέλι υπήρξε η αναγνώριση ότι η περισσότερο οικουμενική αντίληψη είχε παραμεληθεί, και παροτρύνει τους ανθρώπους να τροποποιήσουν το ίδιον συμφέρον τους για χάρη του όλου.

Πιθανόν σημαντικό είναι ότι τη δεύτερη φορά που ο Χέγκελ αναφέρει μια ιδιαίτερη πολιτική οντότητα σε σχέση με τον πατριωτισμό είναι στις τελευταίες ολοκληρωμένες διαλέξεις του για την πολιτική φιλοσοφία το 1824-1825. Μέχρι το 1824, οι συνδηλώσεις του όρου «πατριωτισμός» είχαν μεταβληθεί ιδιαίτερα, ωθούμενες από επίμονα ζητήματα αναφορικά με το γερμανικό σύνταγμα και τη γερμανική ταυτότητα. Πιθανόν έχοντας συνείδηση αυτής της αλλαγής, ο Χέγκελ σχολιάζει εδώ για πρώτη φορά τον πατριωτισμό ως εθνική υπερηφάνεια. Η ενότητα ξεκινά με το προαναφερθέν παράθεμα, ας το επαναλάβουμε: «Ο πατριωτισμός είναι το αποτέλεσμα των θεσμών του κράτους, όμως το φρόνημα είναι η αιτία μέσω της οποίας κι από την οποία διατηρεί τη δραστηριότητα και την επιβίωσή του»[64]. Παρακάτω διαβάζουμε: «Η εμπιστοσύνη ίσως πάρει την μορφή εθνικής υπερηφάνειας, την απλή συνείδηση ότι είμαι Πρώσος ή Άγγλος, την απλή συνείδηση ότι είμαι πολίτης αυτού του κράτους, ότι είμαι εκείνο που είναι το κράτος, ότι το κράτος είναι το είναι μου». Η εμπιστοσύνη που έχει περιγράψει ο Χέγκελ, η πεποίθηση ότι η χώρα μου προάγει τα συμφέροντά μου, μπορεί, λέει τώρα ο Χέγκελ, να λάβει την μορφη απλής εθνικής υπερηφάνειας για το γεγονός ότι είμαι Πρώσος ή Άγγλος. Όμως, προσθέτει, αυτή η εμπιστοσύνη μπορεί να λάβει επίσης την μορφή μιας πιο «ανεπτυγμένης διορατικότητας». Μπορεί να είναι

γνώση των σπουδαίων πράξεων του λαού του, εκείνων που έχει κάνει το έθνος του. Όλοι έχουν ένα κομμάτι αυτών· είναι υπερήφανος γι’ αυτά τα επιτεύγματα και για τη συνείδηση της ταύτισής του με το όλον. Αυτό μπορεί να συμβεί και με μια καλύτερη διορατικότητα αναφορικά με τους θεσμούς των κρατών· μ’ άλλα λόγια, το άτομο μπορεί να έχει συνείδηση ότι τα συμφέροντά του διασφαλίζονται, μπορεί να έχει γνώση το πως οι πνευματικές του ανάγκες εκπληρώνονται μέσω της τέχνης, της επιστήμης και των άλλων πραγμάτων στο κράτος[65].

Το παράθεμα αυτό ίσως να φαίνεται ότι περιπλέκει το πως απεικονίζω τη χρήση του πατριωτισμού απ’ τον Χέγκελ. Φαίνεται να υπάρχει μια άμεση συνεπαγωγή: αλλού ο Χέγκελ λέει ότι το πολικό φρόνημα είναι «εμπιστοσύνη»[66] κι εδώ λέει ότι η «εμπιστοσύνη ίσως πάρει την μορφή εθνικής υπερηφάνειας». Αυτό φαίνεται, σ’ αντίθεση με τα προηγούμενα, ότι τελικά ο Χέγκελ συνδέει τον πατριωτισμό με την εθνική υπερηφάνεια. Θεωρώ, ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τα υπόλοιπα σχόλια του Χέγκελ, ότι δεν μπορούμε ν’ αντλήσουμε αυτό το συμπέρασμα. Πρώτον, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι ο Χέγκελ λέει μόνο ότι ο πατριωτισμός ίσως πάρει την μορφή εθνικής υπερηφάνειας. Ο πατριωτισμός υπάρχει ανεξάρτητα της εθνικής υπερηφάνειας και μπορεί να πάρει κι άλλες μορφές: η εθνική υπερηφάνεια κι ο πατριωτισμός δεν είναι συνώνυμα. Δεύτερον, ο Χέγκελ λέει ότι «έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον στον βαθμό που γνωρίζω ότι τα συμφέροντά μου κι η ευημερία μου αποτελούν επίσης στόχο του, ότι οι στόχοι μας ταυτίζονται. Αυτή η εμπιστοσύνη, αυτή η βεβαιότητα, είναι η γενική μορφή του φρονήματος»[67]. Είτε το άτομο έχει είτε δεν έχει πλήρη συνείδηση του πως τα συμφέροντά του εκπληρώνονται στο κράτος, το εν λόγω πολιτικό φρόνημα βασίζεται στην κατανόηση του ατόμου ότι η επίτευξη των συμφερόντων του είναι εφικτή μόνο εντός του κράτους. Σε κάποιον που αυτή η αίσθηση είναι λιγότερο ανεπτυγμένη, η εμπιστοσύνη αυτή ίσως εκφραστεί μόνο ως ένα αίσθημα υπερηφάνειας για τη χώρα του ή για τα σπουδαία μυαλά κι επιτεύγματα της κουλτούρας του[68]. Στη ρίζα του όμως, παραμένει μια απόκριση στην προθυμία του να καλλιεργήσει τα συμφέροντά του σε μια πολιτική κοινότητα: του ν’ αναλάβει ένα καθήκον που του επιτρέπει ν’ αναπτύξει την ατομικότητά του ενώ ταυτόχρονα συνεισφέρει στο καλό του όλου.

IV. Συμπέρασμα

Στην αρχή ισχυρίστηκα ότι η κατανόησή μας για τα σχόλια του Χέγκελ για τον πατριωτισμό μπορεί να βοηθηθεί κατανοώντας αρχικά καλύτερα την ιστορία του όρου «πατριωτισμός». Ισχυρίστηκα ότι τα σχόλια του Χέγκελ για τον πατριωτισμό αντανακλούν τρεις διακριτές ιστορικές τάσεις που υπήρχαν την εποχή του. Τονίζοντας ότι το άτομο μπορεί να διαπρέψει μόνο κάμπτοντας το ίδιον συμφέρον του στην κοινότητα κι ότι ο πατριωτισμός μπορεί ν’ αναπτυχθεί σε μικρότερες ομάδες όπως οι σωματειακές ενώσεις, ο Χέγκελ αντηχεί τον ορισμό του πατριωτισμού απ’ τις πατριωτικές ενώσεις ως τοπική συμμετοχή για το κοινό καλό. Περιγράφοντας τον πατριωτισμό ως μια απόκριση σ’ ορθολογικούς θεσμούς που προάγουν την ελευθερία του ατόμου, ο Χέγκελ διατηρεί την παράδοση που συνδέει τον πατριωτισμό με την καλή διακυβέρνηση. Προειδοποιώντας ενάντια στον πατριωτισμό ως συναισθηματικό ενθουσιασμό, ο Χέγκελ τόσο υποβάλλει μια διάγνωση της Γαλλικής Επανάστασης όσο και θέτει τα θεμέλια για μια αντίσταση στο αναπτυσσόμενο εθνικιστικό αίσθημα στα γερμανόφωνα κράτη. Τα σχόλια του Χέγκελ για τον πατριωτισμό φαίνονται λιγότερο ιδιόμορφα αν ιδωθούν στο ιστορικό πλαίσιο της πολιτικής σκέψης.

Δεύτερον, ισχυρίστηκα ότι η κατανόηση της πολιτικής σκέψης του Χέγκελ γενικά μπορεί να βοηθηθεί εξετάζοντας τη χρήση του όρου «πατριωτισμός» στις διαλέξεις του για τη φιλοσοφία του δικαίου. Όταν ο Χέγκελ συνδέει τον εγωισμό με τον πατριωτισμό, αναπτύσσει τον δημοσιευμένο ισχυρισμό του ότι ο πατριωτισμός απαιτεί τη «συνείδηση ότι το δικό μου υποστασιακό και μερικό συμφέρον διαφυλάσσεται και εμπεριέχεται» στο κράτος[69]. Τονίζοντας την αναγκαιότητα της ιδιαιτερότητας για το νεωτερικό δρον άτομο, ο Χέγκελ διακρίνει μεταξύ νεωτερικού κι αρχαίου πατριωτισμού. Αναλύοντας τον πατριωτισμό στις σωματειακές ενώσεις, ο Χέγκελ επεξηγεί τον ισχυρισμό του ότι το άτομο μπορεί ν’ αναπτυχθεί καλύτερα στο πλαίσιο μιας οργάνωσης που την κατανοεί αντί στο πλαίσιο της άμεσης δημοκρατίας. Στην ανάλυση για το δημόσιο πνεύμα, ο Χέγκελ επαναλαμβάνει τον ισχυρισμό του ότι η εμπιστοσύνη του ατόμου στο κράτος πρέπει να βασίζεται σε θεσμούς στους οποίους «η λογικότητα πράγματι ενυπάρχει»[70]. Μιλώντας για την υπερηφάνεια για τον λαό σου, διευκρινίζει το πως η κοινότητα θα πρέπει ν’ αποτελεί «το υποστασιακό υπόβαθρο και σκοπό»[71] του ατόμου.

Οπότε, ο πατριωτισμός για τον Χέγκελ αποτελεί το φρόνημα για την επιδίωξη των συμφερόντων του ατόμου στοχεύοντας στο γενικό καλό της κοινότητας. Βασίζεται στη συνείδηση της καλής διακυβέρνησης και τη βούληση να εργαστείς για το καλό της κυβέρνησης αυτής. Τελικά, ο πατριωτισμός αποτελεί ένα καίριο κομμάτι στην εξήγηση του πως το άτομο μπορεί ν’ ακμάσει ως άτομο με ιδιαίτερα συμφέροντα και στόχους αναπτύσσοντας παράλληλα τα χαρακτηριστικά αναγκαία για μια ολοκληρωμένη ηθική δράση. Αναπτύσσοντας τα χαρακτηριστικά αυτά, το άτομο αναπτύσσει ένα πολιτικό φρόνημα που περιλαμβάνει το ενδιαφέρον για την κοινότητα. Το φρόνημα αυτό, όταν καθίσταται εφικτό από ορθολογικούς θεσμούς, επιτρέπει στο άτομο να συμφιλιωθεί με τη νεωτερική ζωή διατηρώντας παράλληλα την ατομικότητά απ’ την οποία εξαρτάται η νεωτερική ζώη.

Σημειώσεις:
1. Σήμερα, όπως και στην εποχή του Χέγκελ, οι όροι «έθνος», «χώρα» και «κράτος» χρησιμοποιούνται αδιάκριτα, εμποδίζοντας τις όποιες προσπάθειες μια χρήσιμης διαφοροποίησής τους. Επειδή αυτή η σύγχυση υπάρχει τόσο σήμερα όσο και την εποχή του Χέγκελ, δεν αποπειράθηκα μια συστηματική διάκριση των όρων αυτών στο παρόν άρθρο.
2. Για μια λεπτομερή περιγραφή των εταιρειών αυτών, βλέπε H. Hubrig, Die Patriotischen Gesellschaften des 18. Jahrhunderts, Weinheim, 1957· H. Noack, «Die geistesgeschochtlichen Grundlagen der patriotischen Gesellschaften» στο Die Patriotischen Gesellschaft zu Hamburg 1765-1965, Αμβούργο, 1965.
3. Στην ομιλία του το 1811 ως διευθυντής στο Gymnasium της Νυρεμβέργης, ο Χέγκελ χρησιμοποιεί τον όρο «πατριωτισμός» για να περιγράψει μια στιγμή της τοπικής συμμετοχής που δεν υπέκυψε στη νεωτερική τάση του εγωισμού. Αναφερόμενος στο γεγονός ότι το Gymnasium του κατάφερε με δυσκολία να μην κλείσει τον περασμένο χρόνο, ο Χέγκελ λέει ότι «ο πατριωτισμός και το ενδιαφέρον για τα ζητήματα της κοινότητας εκφράζεται σε δραστηριότητα μόλις βρεθεί η κατάλληλη περίσταση κι ελπίζει να επιτύχει κάτι. Η αντίληψη που οι αναταρχές της εποχής μας παρήγαγαν τόσο συχνά -αδιαφορία, απελπισία κι απώλεια της κάποτε ισχυρής πεποίθησης ότι ο πολίτης πρέπει να δουλεύει αποτελεσματικά για το καλό της κοινότητάς του- […] η αντίληψη αυτή ευτυχώς υπονομεύτηκε μέσω της δραστήριας συμμετοχής που αναδύεται όταν ένας δημόσιος οργανισμός που θεωρείται ωφέλιμος τίθεται υπό απειλή» (Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ, Nürnberger und Heidelberger Schriften, Φρανκφούρτη, 1986, σελ. 344).
4. Την εποχή του Χέγκελ υπήρχαν διαμάχες για νόημα το όρου «πατρίδα», όπως και για το νόημα λέξεων όπως «έθνος», «λαός» και «πατριωτισμός», και χρησιμοποιούνταν μ’ ένα πλατύ εύρος συχνά αντιφατικών τρόπων: βλέπε W. Eykmann, «Zwischen Vaterlandsliebe, Patriotismus und Nationalismus», Politische Studien 44, 1993· U. Hermann, Volk-Nation-Vaterland, Αμβούργο, 1996· J. Leerssen, «Nation, Volk und Vaterland zwischen Aufklärung und Romantik» στο A. von Borman, ed, Volk-Nation-Europa: Zur Romantisierung und Entromantisierung politischer Begriffe, Βύρτσμπουργκ, 1998· C. Prignitz, Vaterlandsliebe und Freiheit, Βισμπάντεν, 1981.
5. Βλέπε M. Dietz, «Patriotism: A Brief History of the Term» στο I. Primoratz, ed, Patriotism, Νέα Υόρκη, 2002· H. Kohn, Die Idee des Nationalismus: Ursprung und Geschichte bis zur Französischen Revolution, Φρανκφούρτη, 1962. Γενικότερα για την ιστορία του πατριωτισμού, βλέπε M. Viroli, For Love of Country: An Essay on Patriotism and Nationalism, Οξφόρδη, 1995.
6. Για παράδειγμα, βλέπε I. Sahmland, Christoph Martin Wieland und die deutsche Nation: Zwischen Patriotismus, Kosmopolitismus un Griechentum, Τύμπιγκεν, 1990· K. R. Scherpe, «Der “allgemeine Freund-das Vaterland”: Patriotismus in der Literatur der Mainzer Republik 1792/1793», Monatshefte 81, 1989· R. Vierhaus, Deutschland im 18. Jahrhundert: Politische Verfassung, soziales Gefüge, geistige Bewegungen, Γκέτινγκεν, 1987.
7. Bλέπε C. Prignitz, Friedrich Hölderlin: Die Entwicklung seines politischen Denkens unter dem Einfluss der Französischen Revolution, Αμβούργο, 1976, σελ. 66· C. Prignitz, Vaterlandsliebe und Freiheit, σελ. 65.
8. Prignitz, Friedrich Hölderlin: Die Entwicklung seines politischen Denkens unter dem Einfluss der Französischen Revolution, σελ. 66.
9. Ό.π., σελ. 73.
10. Για τον Schlegel, βλέπε K. Schulz, «Voraussetzungen Kultureller Vermittlung in der Deutschen Frühromantik. Kosmopolitismus und Nationalismus bei den Brüdern Schlegel», Rescherches Germaniques, 1989. Για τον Wieland, βλέπε Sahmland, ό.π.· J. Schmidt, «”Dan kam ich unter die Deutschen”. Das Verhältnis zur eigenen Nation bei Hölderlin und Kleist» στο Krim & Zirbs, eds, Die Deutschen und die Andern: Patriotismus, Nationalgefühl und Nationalismus in der deutschen Geschichte, Μόναχο, 1977. Για τον Χέρντερ, βλέπε Viroli, ό.π., σελ. 120.
11. Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε, Der Patriotismus und sein Gegenteil: Patriotische Dialogen, Λειψία, 1918, σελ. 16. Ο Φίχτε επέκτεινε περαιτέρω αυτές τις σκέψεις του στο Reden an die Deutsche Nation.
12. Η περίοδος αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που ο πατριωτισμός συνδέθηκε με το εθνικό αίσθημα. Ο Βολταίρος το 1764 έγραψε για έναν «εγωιστικό, εθνικιστικό πατριωτισμό» που αποτελεί το «αντίθετο του κοσμοπολιτισμού». Βλέπε «Patriotismus» στο Historisches Wörterbuch der Philosophie, Βασιλεία, 1976. O Λέσσινγκ, σε μια επιστολή που περιγράφει εαυτόν ως «πολίτη του κόσμου», μίλησε υποτιμητικά για τον «πατριώτη […] ο οποίος θα μου έλεγε να ξεχάσω ότι είμαι ένας πολίτης του κόσμου». Βλέπε R. Morgan, «Englischer Patriotismus: Kontinuität und Perspektivität der Inhalte» στο K. Wiegelt, ed, Patriotismus in Europa, Βόννη, 1988· Sahmland, ό.π., σελ. 219.
13. Βλέπε Prignitz, Vaterlandsliebe und Freiheit, σελ. 144· Sahmland, ό.π., σελ. 93. Ο Wolfram Siemann θέτει το 1840 ως τη χρονολογία που τελικά επικράτησαν οι εθνικιστικές συνδηλώσεις του πατριωτισμού. Βλέπε Wolfram Siemann, «Patriotismus und europäisches Bewußtsein im Vormärz» στο Krim & Zirbs, eds, ό.π.
14. Μολονότι δεν θα καταπιαστώ εδώ ιδιαίτερα μ’ αυτό το θέμα, νομίζω ότι μια προσεκτική ανάγνωση των σχόλιων του Χέγκελ για τον πατριωτισμό τον αθωώνουν απ’ τις κατηγορίες ότι υπήρξε ένας πρωτοεθνικιστής ή ο Πρώσος πολιτικός φιλόσοφος, κατηγορίες που έχουν αποδειχθεί τόσο επίμονες στους ακαδημαϊκούς κύκλους. Για μια περαιτέρω ανάλυση του πατριωτισμού στη φιλοσοφία του Χέγκελ, βλέπε R. H. Gordon, «Modernity, Freedom and the State: Hegel’s Concept of Patriotism», Review of Politics 62, 2000· J. J. O’Malley, «Die Wurzeln der Freiheit als politische Gesinnung im subjektiven Geist» στο Hespe & Tuschling, eds, Psychologie und Anthropologie: Spekulation und Erfahrung, Στουτγκάρδη, 1991· J. J. O’Malley, «Hegel on Political Sentiment», Zeitschrift für philosophische Forschung 41, 1987.
15. Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ, Φιλοσοφία του Δικαίου, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2012, §181.
16. Βλέπε ό.π., §185. Αυτό πρόκειται για ένα μοτίβο που χρησιμοποιεί διαρκώς ο Χέγκελ, ξεκινώντας απ’ τα στάδια της «Επιθυμίας» στη Φαινομενολογία του Πνεύματος και τη Φιλοσοφία του Πνεύματος. Σε κάθε περίπτωση, είναι μόνο η αναγνώριση των επιθυμιών ενός άλλου αυτοκαθοριζόμενου δρόντα που επιτρέπει στο άτομο ν’ αναπτύξει αναγκαίες, κι όχι αυθαίρετες, επιθυμίες. Θα δούμε εδώ μια παρόμοια εξέλιξη: το άτομο, για να κινηθεί πέρα απ’ την αυθαίρετη φύση των επιθυμιών του στην κοινωνία των πολιτών, πρέπει ν’ αναγνωρίσει τις ανάγκες των άλλων καθώς και τη νομιμότητα του κράτους.
17. [Σ.τ.Μ.]: «[Ο Χέγκελ] διέκρινε μεταξύ Moralität, που συνήθως μεταφράζεται ως “ηθική”, και Sittlichkeit, που συνήθως μεταφράζεται ως “έθος” ή “ηθική ζωή”. Η Moralität, η οποία έχει την αφετηρία της στον Σωκράτη και φτάνει στο απόγειό της στην καντιανή ηθική, είναι ατομική, αναστοχαστική κι ορθολογική. Βασίζεται στην αυτονομία της ατομικής αυτοσυνείδησης, σε προσωπική πεποίθηση και συνείδηση, και αποτελεί μια σχετικά όψιμη ανάπτυξη της ιστορίας. Το Sittlichkeit, το οποίο αναπαρίσταται μάλλον καλύτερα στην ελληνική πόλη πριν τον Σωκράτη, είναι ηθική συμπεριφορά που κυβερνάται απ’ τα φυσικά έθιμα και την παράδοση. Βασίζεται στη συνήθεια με βάση τους αντικειμενικούς νόμους της κοινότητας. Ο προσωπικός αναστοχασμός κι η ανάλυση δεν σχετίζονται ιδιαίτερα με την ηθική ζωή. Απλά και σαφή παραδείγματα της διαφοράς μεταξύ Moralität και Sittlichkeit μπορούν να βρεθούν στον Πλάτωνα. Ο Ευθύφρων, για παράδειγμα, όταν του τίθεται το ερώτημα να εξηγήσει το νόημα μιας ηθικής ιδέας, αναπτύσσει σ’ έκταση τα έθιμα, τις παραδόσεις και τους μύθους που αποτελούν παράδειγμα και θεμέλιο της ιδέας – παραδόσεις που ο Ευθύφρων ποτέ του δεν αμφισβήτησε, ανέλυσε και συλλογίστηκε σε βάθος. Αυτό είναι το Sittlichkeit. Ο Σωκράτης τον ρωτά πως γνωρίζουμε ότι κάτι είναι ηθικό, γιατί είναι ηθικό, τι το κάνει ηθικό, και είναι σαφές ότι για τον Σωκράτη μόνο η δική μας ορθολογικότητα μπορεί ν’ αποφασίσει για τέτοια ερωτήματα. Αυτή είναι η Moralität» (Philip J. Kain, Marx and Ethics, εκδόσεις Clarendon Press, 1991, σελ.17-18).
18. Χέγκελ, ό.π., §187.
19. Ό.π., §268. Ο Χέγκελ φαίνεται να μεταχειρίζεται τον πατριωτισμό και το πολιτικό φρόνημα ως συνώνυμα· αναφέρεται επίσης, όπως θα δούμε, στο πατριωτικό αίσθημα. Πρόσφατα, ο Jun-ho Won ισχυρίστηκε ότι ο πατριωτισμός και το πολιτικό αίσθημα είναι διακριτά, με το πολιτικό αίσθημα να περιέχει την εμπιστοσύνη και τον πατριωτισμό (βλέπε Jun-ho Won, Hegels Begriff der politischen Gesinnung: Zutrauen, Patriotismus und Vertrauen, Βύρτσμπουργκ, 2002). Ωστόσο, σ’ αρκετές περιπτώσεις που θα σημειώσω παρακάτω, μου φαίνεται ότι ο Χέγκελ χρησιμοποιεί αδιακρίτως τους όρους αυτούς. Επομένως, δεν πιστεύω ότι τα κείμενα του Χέγκελ υποστηρίζουν τον ισχυρισμό του Won, και θα χρησιμοποιήσω τον πατριωτισμό και το πολιτικό φρόνημα ως συνώνυμα. Το Gesinnung, όπως είναι γνωστό, μπορεί να μεταφραστεί τόσο ως φρόνημα όσο κι ως αίσθημα. Ο Knox το μετέφρασε ως αίσθημα [sentiment]· ωστόσο, ο Nisbet το μετέφρασε ως φρόνημα [disposition]. Νομίζω ότι, με μια εξαίρεση που θ’ αναφέρω προς το τέλος του άρθρου, ο όρος «φρόνημα» συλλαμβάνει καλύτερα τον ρόλο που θεωρεί ο Χέγκελ ότι παίζει ο πατριωτισμός στην ηθική φιλοσοφία του.
20. Χέγκελ, ό.π., §268.
21. Ό.π. Φυσικά, η αναγνώριση κι η ελευθερία σχετίζονται στενά στη φιλοσοφία του Χέγκελ: πχ, βλέπε Φιλοσοφία του Πνεύματος, §436. Αυτό το αναφέρει κι ο O’Malley μιλώντας για το κράτος: βλέπε O’Malley, «Hegel on Political Sentiment», ό.π., σελ. 80 & 85.
22. Χέγκελ, ό.π., §268.
23. Ο Rudolf Vierhaus ισχυρίζεται ότι αυτή η υποβάθμιση της σημασίας των εξαιρετικών πατριωτικών πράξεων υπήρξε τυπική της περιόδου εκείνης. Βλέπε Vierhaus, «Patriotismus», ό.π.
24. Χέγκελ, ό.π., §268.
25. Ό.π.
26. Ως συνήθως, η άντληση οποιουδήποτε συμπεράσματος για τη φιλοσοφία του Χέγκελ απ’ τα σχόλια αυτά υπόκειται στην ανησυχία ότι δεν πρόκειται για δικά του λόγια αλλά για την έκθεση όσων είπε απ’ τους μαθητές του. Ωστόσο, απ’ τις διαφορετικές σημειώσεις των διαλέξεών του αναδύεται μια συνεκτική εικόνα, και νομίζω ότι δικαιολογούμαστε ν’ αντλήσουμε συμπεράσματα απ’ αυτές για το πως χρησιμοποιούσε ο Χέγκελ τον όρο «πατριωτισμός».
27. Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ, Die Philosophie des Rechts: Die Mitschriften Wannemann (Heidelberg 1817/1818) und Homeyer (Berlin 1818/1819) [εφεξής VPRW], Στουτγκάρδη, 1983, σελ. 152.
28. Ό.π.
29. Ό.π., σελ. 153.
30. Ό.π.
31. Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ, Philosophie des Rechts: Die Vorlesung von 1819/1820 in einer Nachschrift [εφεξής VPRHN], Φρανκφούρτη, 1983, σελ. 227-228.
32. Ό.π., σελ. 227. Εδώ ο Χέγκελ εξισώνει το «πολιτικό φρόνημα» με το «πατριωτικό φρόνημα», μια περαιτέρω απόδειξη ότι χρησιμοποιεί διάφορους όρους για ν’ αναφερθεί περίπου στο ίδιο φαινόμενο.
33. VPRW, σελ. 270.
34. Ό.π., σελ. 152.
35. Ό.π., σελ. 153.
36. Ό.π.
37. Ο Χέγκελ κάνει μια παρόμοια ανάλυση αναφερόμενος στην ανάγκη για τον καταμερισμό της εργασίας και την ειδίκευση στις διαλέξεις του 1819-1820· βλέπε VPRHN, σελ. 231.
38. Βλέπε την περιγραφή του Χέγκελ για τον πατριωτισμό στην αρχαία Ελλάδα: Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ, Vorlesung über die Ästhetik II, Φρανκφούρτη, 1970, σελ. 117-119.
39. VPRW, σελ. 153.
40. Για μια λεπτομερή ανάλυση της στάσης του Χέγκελ προς τις σωματειακές ενώσεις, ειδικά σχετικά με τον σχηματισμό κυβέρνησης, βλέπε T. Harada, Politische Ökonomie des Idealismus und der Romantik: Korporatismus von Fichte, Müller und Hegel, Βερολίνο, 1989, σελ. 142-143. Για μια περαιτέρω ανάλυση των σωματειακών ενώσεων, βλέπε G. Heiman, «The Sources and Significance of Hegel’s Corporate Doctrine» στο Z. A. Pelczynksi, ed, Hegel’s Political Philosophy: Problems and Perspectives, Cambridge University Press, 1971.
41. Χέγκελ, Φιλοσοφία του Δικαίου, §250.
42. Ό.π., §201.
43. Ό.π., §252.
44. Ό.π.
45. Ό.π., §253.
46. VPRW, σελ. 168.
47. Ό.π.
48. Ό.π., σελ. 153.
49. Ό.π., σελ. 153-154.
50. Βλέπε επίσης Χέγκελ, Φιλοσοφία του Δικαίου, §289.
51. VPRW, σελ. 184.
52. Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ, Philosophie des Rechts: nach der Vorlesungsnachschrift K.G.v. Griesheims 1824/1825 [εφεξής VPR4], Στουτγκάρδη, 1974, σελ. 641.
53. Ο Χέγκελ φαίνεται επίσης να εννοεί ότι όσο περισσότερο το άτομο καταλαβαίνει το πως λειτουργεί η κυβέρνησή του και τον ρόλο του στην κυβέρνηση, τόσο περίσσοτερο θα νιώθει «στο σπίτι του» στο κράτος. Βλέπε O’Malley, «Hegel on Political Sentiment», ό.π., σελ. 79.
54. VPRW, σελ. 150.
55. Ό.π., σελ. 152. Το γεγονός ότι ο Χέγκελ αναφέρεται εδώ στο δημόσιο πνεύμα ή πατριωτισμό, υποδηλώνει ξανά ότι δεν φαίνεται να κάνει κάποια συστηματική διάκριση μεταξύ πατριωτισμού κι άλλων περιγραφών του ίδιου φαινομένου, όπως το πολιτικό φρόνημα.
56. Χέγκελ, Φιλοσοφία του Δικαίου, §139 & §140.
57. VPRW, σελ. 269.
58. Ό.π.
59. Ό.π.
60. Ό.π.
61. Πρβλ τα σχόλια του Χέγκελ για την ευσέβεια, Χέγκελ, Φιλοσοφία του Δικαίου, §270.
62. Πράγματι, περιστασιακά ο Χέγκελ χρησιμοποεί τον όρο «πατριωτισμό» εννοώντας εθνική υπερηφάνεια εν γένει σ’ άλλα πλαίσια: πχ, βλέπε Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ, Vorlesung über die Ästhetik III, Φρανκφούρτη, 1970, σελ. 413 & 423. Ωστόσο, συχνά ο Χέγκελ χρησιμοποιεί παραλλαγές του Vaterlandsliebe [πατριωτισμός, διαφορετικός όμως όρος απ’ το Patriotismus] για να υποδείξει τη συναισθηματική προσκόλληση σε μια εθνική κουλτούρα, μια διάκριση που συνήθως χάνεται στις αγγλικές [κι ελληνικές] μεταφράσεις. Για παράδειγμα, στην αγγλική μετάφραση της Αισθητικής, διαβάζουμε ότι «ο Klopstock έχει καταληφθεί από μια πατριωτική παρόρμηση ν’ αντικαταστήσει την ελληνική μυθολογία με τους σκανδιναβικούς θεούς» (Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ, Hegel’s Aesthetics: Lectures on Fine Art, Οξφόρδη, 1975, σελ. 273). Το γερμανικό πρωτότυπο είναι «So ist Klopstock zwar durch den Trieb nach Vaterländischem veranlasst worden, an die Stelle der griechischen Mythologie die skandinavischen Götter zu setzen» (Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ, Vorlesung über die Ästhetik I, Φρανκφούρτη, 1970, σελ. 353· η έμφαση της Moland).
63. VPRHN, σελ. 255.
64. VPR4, σελ. 641.
65. Ό.π., σελ. 642.
66. Χέγκελ, Φιλοσοφία του Δικαίου, §268.
67. VPR4, σελ. 642.
68. Ο Χέγκελ λέει πολλά περισσότερα για τις προοπτικές και τους κινδύνους της εθνικής ταυτότητας στις διαλέξεις του για τη φιλοσοφία της ιστορίας. Δεν έχω εδώ χώρο για να καταπιαστώ μ’ αυτόν τον κλάδο της φιλοσοφίας του Χέγκελ: εν συντομία, ο Χέγκελ φαίνεται να ισχυρίζεται ότι η εθνική ταυτότητα μπορεί ν’ αποτελεί ένα θετικό συστατικό στοιχείο της ταυτότητας ενός ατόμου στον βαθμό που το ίδιο το έθνος [Volk] συνεισφέρει στην ανθρώπινη ελευθερία. Βλέπε Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ, Ο Λόγος στην Ιστορία, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2005.
69. Χέγκελ, Φιλοσοφία του Δικαίου, §268.
70. Ό.π.
71. Ό.π.