Το παρακάτων κείμενο του Riccardo Bellofiore μεταφράστηκε απ’ την ανθολογία Riccardo Bellofiore, ed, Rosa Luxemburg and the Critique of Political Economy, εκδόσεις Routledge, 2009. Για μια καλύτερη κατανόηση του κλεισίματος του κειμένου θα προτείναμε στον αναγνώστη που δεν έχει επαφή με τις μετακεϋνσιανές θεωρίες να κοιτάξει την ακόλουθη παρουσίαση: «Η Μετακεϋνσιανή Νομισματική Ανάλυση».

Εισαγωγή

Η Λούξεμπουργκ υπήρξε μία εκ των ελάχιστων μαρξιστών που ερμήνευσε την καπιταλιστική διαδικασία στο Κεφάλαιο του Μαρξ ως μια χρηματική ακολουθία διαδοχικών κι αλληλοδιαπλεκόμενων φάσεων. Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου κι η Introduction to Political Economy [Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία] δείχνουν ότι η Λούξεμπουργκ κινούνταν προς την κατεύθυνση να συνδυάσει μια χρηματική εργασιακή θεωρία της αξίας και της εκμετάλλευσης με μια μακροταξική χρηματική προσέγγιση της παραγωγής και της διανομής. Πράγματι, μπορούμε να τη δούμε ως μια πρόδρομο των πρόσφατων προσπαθειών αποκατάστασης της «αξιοποίησης» ως τον πυρήνα μιας «χρηματικής θεωρίας της παραγωγής», όπως έχουν προτείνει τα τελευταία χρόνια μερικοί θεωρητικοί του νομισματικού κυκλώματος. Παρακάτω, θα εστιάσω στην ανάγνωση της Λούξεμπουργκ των χρηματικών πτυχών της μαρξικής κριτικής πολιτικής οικονομίας, και στο «κυκλωματίστικο» πλαίσιο του προβλήματος της πραγματοποίησης στη The Accumulation of Capital: An Anticritique [Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου: Μια Αντικριτική· εφεξής, Αντικριτική].

Η Αντικριτική: μια μακροχρηματική αναθεώρηση της Συσσώρευσης του Κεφαλαίου

Η Αντικριτική αποτελεί μια μακροχρηματική ανάγνωση της καπιταλιστικής διαδικασίας μέσω της οποίας η Λούξεμπουργκ εισάγει τον αναγνώστη σε μια καλύτερη αποτίμηση της προβληματικής της στη Συσσώρευση του Κεφαλαίου. Σε μια μακροχρηματική αξιοποιό διαδικασία ηγούμενη απ’ τη ζήτηση, ο τρόπος που επαναπροσδιορίζεται το πρόβλημα είναι ο εξής:

Η συσσώρευση κεφαλαίου δεν σημαίνει παραγωγή όλο και μεγαλύτερων ποσοτήτων εμπορευμάτων, μα μετατροπή όλο και περισσότερων εμπορευμάτων σε χρηματικό κεφάλαιο. Μεταξύ της συσσώρευσης υπεραξίας ως εμπορεύματα και τη χρήση αυτής της υπεραξίας για την μεγένθυση της παραγωγής, πάντα κείτεται ένα αποφασιστικό άλμα, το σάλτο μορτάλε της εμπορευματικής παραγωγής, όπως το αποκαλεί ο Μαρξ: η πώληση για χρήμα. Είναι αυτό πιθανώς έγκυρο μόνο για τον μεμονωμένο καπιταλιστή, αλλά όχι για το σύνολο της τάξης του, για την κοινωνία στο σύνολό της; Σίγουρα όχι […] Η συσσώρευση κέρδους ως χρηματικό κέρδος είναι απλά ένα πολύ ειδικό κι αρκετά ουσιώδες χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής παραγωγής, κι είναι εξίσου έγκυρο τόσο για τον μεμονωμένο εργοδότη όσο και για το σύνολο της τάξης του. (Ρόζα Λούξεμπουργκ, Die Akkumulation des Kapitals oder Was die Epigonen aus der Marxschen Theorie gemacht haben. Eine Antikritik, 1921, σελ. 71-72· η έμφαση του Bellofiore)

Η κεφαλαιακή συσσώρευση εξαρτάται απ’ την αγορά, και συνεπώς απ’ τις «κοινωνικές ανάγκες». Για να οριστεί η κοινωνική ανάγκη εντός της καπιταλιστικής συσσώρευσης και των στοιχείων της, το αρμόζον σχήμα αναφοράς είναι ένα μακροοικονομικό σημείο αφετηρίας:

Το πρόβλημα γίνεται αμέσως ακριβές αν το προσεγγίσουμε απ’ τη σκοπιά του συνολικού κεφαλαίου, μόλις δούμε τη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής στο σύνολό της. Αυτός είναι ο μόνος συναφής κι ορθός τρόπος. Είναι η σκοπιά που αναπτύσσει ο Μαρξ συστηματικά για πρώτη φορά στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου, και στην οποία βασίζει το σύνολο της θεωρίας του […] Μέσα σ’ όλες τις αντιφάσεις του ανταγωνισμού, παραμένει το γεγονός ότι τα μεμονωμένα κεφάλαια στην κοινωνία σχηματίζουν ένα όλον […] Όταν κοιτά κανείς την καπιταλιστική παραγωγή στο σύνολό της, τότε οι κοινωνικές απαιτήσεις γίνονται ένα μέγεθος το οποίο μπορεί να συλληφθεί και το οποίο μπορεί να διαιρεθεί στα στοιχεία του. (Ό.π., σελ. 51· η έμφαση του Bellofiore)

Από εδώ, η Λούξεμπουργκ προχωρά σε μια ανάλυση των διάφορων συστατικών στοιχείων των σχημάτων αναπαραγωγής, η πρωτοτύπια της οποίας κείτεται σε 3 στοχεία: πρώτον, δίνεται ισχυρή έμφαση στο ότι η «μάκρο» φύση του συνολικού κεφαλαίου ως η βάση του μαρξικού συστήματος δεν αποτελεί κάτι φανταστικό· δεύτερον, στη χρηματική φύση της καπιταλιστικής διαδικασίας, κι ύστερα η ανάγκη χρηματοδότησης τόσο της παραγωγής όσο και της ζήτησης· και τρίτον, στη ταξική διαίρεση ως θεμελιώδης όχι μόνο για την «πραγματική» μα και για τη «χρηματική» περιγραφή του κύκλου του κεφαλαίου.

Ας δούμε πρώτα το συνολικό κεφάλαιο -σε σχέση με την εργατική τάξη- ως κάτι «πραγματικό» και «συγκεκριμένο», κι όχι ως μια απλή νοητική αφαίρεση του ερευνητή. Η Λούξεμπουργκ διερωτήθηκε:

Για στάσου: ίσως τέτοια ερωτήματα μας θέτουν σ’ ένα αρκετά λαθεμένο μονοπάτι. Μήπως η συσσώρευση κέρδους πράγματι λαμβάνει χώρα σ’ αυτή την ατέρμονη περιπλάνηση απ’ την τσέπη του ενός καπιταλιστή στη τσέπη του άλλου, στη διαδοχική πραγματοποίηση ιδιωτικών κερδών, όπου η συνολική ποσότητα χρηματικού κεφαλαίου δεν χρειάζεται καν ν’ αυξηθεί, επειδή ένα τέτοιο πράγμα όπως το «συνολικό κέρδος» όλων των καπιταλιστών δεν υπάρχει έξω απ’ την αφηρημένη θεωρία; (Ό.π., σελ. 72-77)

Η Λούξεμπουργκ αντιπαρέταξε μια απ’ τις σαφέστερες διαβεβαιώσεις για την προτεραιότητα της μακροκοινωνικής θεμελιώσης της έρευνας αναφορικά με την ατομική συμπεριφορά που βρίσκουμε στα μαρξιστικά οικονομικά:

Η οικονομική θεωρία του Μαρξ στηρίζεται στην έννοια του ακαθάριστου κοινωνικού κεφαλαίου ως μια συγκεκριμένη ποσότητα, η οποία βρίσκει τη χειροπιαστή της έκφραση στο συνολικό καπιταλιστικό κέρδος και τη διανομή του, η αόρατη κίνηση του οποίου κινητοποιεί όλες τις ορατές κινήσεις των μεμονωμένων αθροισμάτων κεφαλαίου. (Ό.π., σελ. 73· η έμφαση του Bellofiore)

Επιπλέον, μολονότι

κάθε καπιταλιστής μπαίνει τυφλά στην παραγωγή, ανταγωνιζόμενος με άλλους, και μετά βίας βλέπει τι συμβαίνει μπροστά απ’ την μύτη του […] χρειάζεται προφανώς να υπάρχουν αόρατοι κανόνες οι οποίοι με κάποιον τρόπο δουλεύουν σ’ όλο αυτό του χάος του ανταγωνισμού και της αναρχίας […] Απ’ το γεγονός ότι όλοι αυτοί οι νόμοι που παρουσιάζουμε εδώ δεν αποτελούν αποκλειστικές νόρμες για τη συνειδητή συμπεριφορά των μεμονωμένων καπιταλιστών, και πράγματι δεν υπάρχει στην κοινωνία οποιοσδήποτε γενικός θεσμός που εδραιώνει κι επιβάλλει συνειδητά αυτούς τους νόμους, έπεται απλώς ότι η παραγωγή σήμερα εκπληρώνει τα καθήκοντά της σαν ένας υπνοβάτης, μέσω όλων αυτών των κορεσμών κι ελλείψεων, της αστάθειας των τιμών και των κρίσεων. (Ό.π., σελ. 54)

Συνεπώς, το πρόβλημα παραμένει:

το ακαθάριστο κοινωνικό κεφάλαιο συνεχώς πραγματώνει ένα συνολικό κέρδος σε χρηματική μορφή, το οποίο πρέπει διαρκώς ν’ αναπτύσσεται για να λαμβάνει χώρα η ακαθάριστη συσσώρευση. Τώρα, πως μπορεί ν’ αυξηθεί η ποσότητα αν τα συστατικά της στοιχεία κυκλοφορούν πάντα απ’ την μια τσέπη στην άλλη; (Ό.π., σελ. 73· η έμφαση του Bellofiore)

Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτή τη τελευταία παρατήρηση, επιτρέψτε μας να εξετάσουμε τη λεπτομερή περιγραφή του πως τα διάφορα στοιχεία που μελετούνται στα σχήματα αναπαραγωγής κυκλοφορούν σε χρηματική μορφή -ποιος δαπανά χρήμα κι απ’ όπου ανακτάται- λαμβάνοντας υπόψη τη ταξική διαίρεση στον καπιταλισμό ως βασική σε μια «οικονομία χρηματικής παραγωγής». Αυτό μας οδηγεί πίσω στο πρόβλημα της ενεργού ζήτησης στη Συσσώρευση του Κεφαλαίου, μα με μια διαφορετική τροπή.

«Κάθε καπιταλιστής», γράφει η Λούξεμπουργκ, «πρέπει να ξοδεύει προκαταβολικά το χρηματικό κεφάλαιο» (ό.π., σελ. 52· η έμφαση του Bellofiore), και «κανείς δεν λαμβάνει τίποτα απ’ το κοινωνικό απόθεμα εμπορευμάτων χωρίς το μέσο αγοράς – χρήμα» (ό.π.· η έμφαση του Bellofiore). Επιτρέψτε μας να ξεκινήσουμε με τα μέσα παραγωγής που απαιτούνται για την αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος στην ίδια κλίμακα, με την «απλή αναπαραγωγή»: «εφόσον οι καπιταλιστικές εταιρείες προσφέρουν όλα τα αναγκαία μέσα παραγωγής για την εργασιακή διαδικασία της κοινωνίας» (ό.π.), η ανταλλαγή των εμπορευμάτων που συνιστούν το σταθερό κεφάλαιο «αποτελεί ένα εσωτερικό ή οικογενειακό ζήτημα μεταξύ των καπιταλιστών» (ό.π.) και «το απαιτούμενο χρήμα γι’ αυτή τη διαδικασία, φυσικά, προέρχεται απ’ τις τσέπες των καπιταλιστών» (ό.π.· η έμφαση του Bellofiore). Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, δηλαδή, επειδή αναγκαστικά κυκλοφορεί εντός του συνολικού εταιρικού τομέα, το χρήμα παραμένει μ’ ασφάλεια στις τσέπες της καπιταλιστικής τάξης προτού αλλά κι αφότου λάβει χώρα η ανταλλαγή στην αγορά. Η αναπαραγωγή του σταθερού κεφαλαίου στην ίδια κλίμακα απαιτεί, χρόνο με τον χρόνο, την κινητοποίηση της ίδιας ποσότητας χρήματος – αυτό το είδος χρηματοδότησης είναι, όπως θα έλεγε ο Κέυνς, ένα «ανανεούµενο κεφάλαιο» [«revolving fund», αποδίδεται κι ως «ανανεούμενο ταμείο»].

Κατά τη Λούξεμπουργκ, το ίδιο ισχύει και για τα καπιταλιστικά καταναλωτικά αγαθά «πολυτελείας». Αυτά ήδη κατέχονται απ’ τους καπιταλιστές ως τάξη «σε είδος», πριν την ανταλλαγή, καθώς αποτελούν κομμάτι του εμπορικού αποθέματος που παράγεται στις εταιρείες τους. Τα εμπορεύματα αυτά πρέπει επίσης ν’ ανταλλαχθούν με χρήμα, όμως το χρήμα αυτό το φέρνουν στην κυκλοφορία στην αναγκαία ποσότητα οι ίδιοι οι καπιταλιστές. «[Ό]πως και με την ανανέωση του σταθερού κεφαλαίου, πρόκειται για μια εσωτερική, οικογενειακή συμφωνία της τάξης των επιχειρηματιών. Γι’ άλλη μια φορά, το χρήμα αυτό επιστρέφει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε – στις τσέπες των καπιταλιστών ως τάξη» (ό.π., σελ. 53· η έμφαση του Bellofiore). Υπό την υπόθεση της «απλής αναπαραγωγής», μ’ όλη την υπεραξία να πηγαίνει στην καπιταλιστική κατανάλωση, θα χρειαζόμασταν ξανά μόνο την ίδια ποσότητα χρηματοδότησης χρόνο με τον χρόνο – το «ανανεούµενο κεφάλαιο».

Ένα τελείως διαφορετικό ζήτημα βρίσκεται πίσω απ’ την πραγματοποίηση των μέσων συντήρησης της εργατικής τάξης. «[Ό]λα τα εμπορεύματα –εκτός της εργασιακής δύναμης– έρχονται σ’ αυτον τον κόσμο ως ιδιοκτησία των καπιταλιστών» (ό.π.· η έμφαση του Bellofiore). Οι εταιρείες τότε πρέπει ν’ αγοράσουν την εργασιακή δύναμη των εργατών, πληρώνοντάς τους έναν μισθό, για να ξεκινήσει η παραγωγή. Οι εργάτες -οι οποίοι, σ’ αντίθεση με τους καπιταλιστές, είναι στερούνται ιδιοκτησίας μέσων παραγωγής και δεν έχουν διαθέσιμο χρήμα προκαταβολικά για την αγορά εμπορευμάτων- δεν μπορούν παρά να πωλήσουν στους καπιταλιστές το μόνο εμπόρευμα που κατέχουν, την εργασιακή τους δύναμη. Αυτός είναι στην πραγματικότητα ο μόνος τρόπος για όσους ανήκουν στην εργατική τάξη ν’ αποκτήσουν πρόσβαση σε χρήμα ως μέσο αγοράς για να χρηματοδοτήσουν την κατανάλωσή τους, κι αυτή η χρηματοδότηση πηγάζει ξανά απ’ την καπιταλιστική τάξη:

η πλειοψηφία του εργατικού πληθυσμού πρέπει ν’ ανταλλάξει την εργασιακή του δύναμη με κεφάλαιο για ν’ αποκτήσει μέσο αγοράς […] Κάθε καπιταλιστής πρέπει να προκαταβάλει το αναγκαίο χρηματικό κεφάλαιο για ν’ αγοράσει αυτή την εργασιακή δύναμη -αυτό που ο Μαρξ αποκαλλεί «μεταβλητό κεφάλαιο»- ώστε να συνεχίσει η λειτουργία της επιχείρησής του. (Ό.π., σελ. 52-53· η έμφαση του Bellofiore)

Ωστόσο, αυτή τη φορά δεν πρόκειται πλέον για μια εσωτερική ή οικογενειακή υπόθεση: «μεταβλητό» κεφάλαιο εκρέει απ’ την καπιταλιστική τάξη. Εφόσον, ωστόσο, η Λούξεμπουργκ δεν λαμβάνει υπόψη καμία αποταμίευση (κι οποιαδήποτε προτίμηση ρευστότητας) της εργατικής τάξης στο μακροσχήμα της, ο χρηματικός μισθός ξοδεύεται πλήρως αγοράζοντας τα παρηγμένα προϊόντα του τμήματος του εταιρικού τομέα που παράγει τα μέσα συντήρησης. Οπότε, «εφόσον είναι οι καπιταλιστές που πωλούν τα μέσα συντήρησης ως εμπορεύματα στους εργάτες» (ό.π., σελ. 53), πάλι «το χρήμα αυτό επιστρέφει, μέχρι τελευταίας δεκάρας, στις τσέπες των καπιταλιστών ως τάξη, αφότου ο εργάτης αγόρασε τα μέσα συντήρησής του» (ό.π.· η έμφαση του Bellofiore).

Είναι σαφές ότι στη σκέψη της Λούξεμπουργκ ο καθορισμός του μισθού συμβαίνει στο μακροεπίπεδο. Είναι ένας πραγματικός μισθός για την εργατική τάξη στο σύνολό της, «δοσμένου» του επιπέδου διαβίωσης. Καθορίζεται απ’ τις επιλογές της καπιταλιστικής τάξης για την κατανάλωση του παρηγμένου προϊόντος -χάρη στο μονοπώλιό της τόσο επί των μέσων παραγωγής όσο κι επί του χρήματος ως κεφάλαιο· κι όχι μέσω συνειδητής συμπεριφοράς μα μέσω αόρατων κινήσεων- υπό τον κοινωνικό περιορισμό των κοινωνικών νορμών και του ταξικού ανταγωνισμού. Οι εργάτες πρέπει να λάβουν τον μισθό σε χρηματική μορφή ώστε να τεθεί σε κίνηση ο μηχανισμός της παραγωγής και δαπάνης στην αρχή του καπιταλιστικού κυκλώματος, αλλιώς ο κύκλος του χρηματικού κεφαλαίου δεν θα ξεκινούσε καν κι οι εταιρείες δεν θα είχαν διαθέσιμη εργασιακή δύναμη. Όμως, αυτό που κρύβεται πίσω απ’ τη χρηματική συναλλαγή όταν οι εργάτες ξοδεύουν τον χρηματικό μισθό τους αγοράζοντας καταναλωτικά αγαθά, είναι ξανά μια πραγματική «μάκρο» διαδικασία:

Απ’ τη συνολική ποσότητα των εμπορευμάτων που παράγονται απ’ τους εργάτες, μια ορισμένη μερίδα καταναλωτικών αγαθών τους εκχωρείται απ’ την καπιταλιστική τάξη, στο ακριβές μέτρο της δυνατότητάς τους ν’ απασχοληθούν στην παραγωγή. Μέσω της ανταλλαγής, η εργατική τάξη, πουλώντας την εργασιακή της δύναμη, λαμβάνει συνεπώς απ’ την καπιταλιστική τάξη μια ορισμένη ποσότητα χρήματος κάθε χρόνο· και μ’ αυτό το χρήμα, παίρνουν απ’ το κοινωνικό απόθεμα εμπορευμάτων (τα οποία, φυσικά, βρίσκονται στην ιδιοκτησία των καπιταλιστών) το μερίδιο των μέσων συντήρησης που τους αντιστοιχεί σύμφωνα με το πολιτιστικό τους επίπεδο και το στάδιο της ταξικής πάλης. (Ό.π., σελ. 52-53· η έμφαση του Bellofiore)

Όμως, φυσικά, δεν μπορούμε να σταματήσουμε εδώ. Ο καπιταλισμός ορίζεται απ’ το γεγονός ότι «[σ]τόχος και σκοπός του είναι το κέρδος με την μορφή του χρήματος, η συσσώρευση χρηματικού κεφαλαίου» (ό.π., σελ. 55· η έμφαση του Bellofiore). Η υπεραξία πρέπει «επίσης να περιέχει ένα κομμάτι προορισμένο για συσσώρευση» (ό.π.). Περισσότερα επ’ αυτού:

[α]υτός ο πραγματικός σκοπός είναι τόσο σημαντικός που οι εργάτες απασχολούνται μόνο (κι είναι ύστερα επίσης ικανοί ν’ αποκτήσουν τα μέσα συντήρησής τους) αν παράγουν αυτό το προς συσσώρευση κέρδος, κι υπάρχει η πιθανή προσμονή ότι η συσσώρευση αυτή μπορεί να συνεχιστεί σε χρηματική μορφή. (Ό.π.)

Η μερίδα της εμπορευματικής παραγωγής που περιέχει υπεραξία πρέπει να πραγματοποιηθεί ενώπιον του χρήματος. Είναι ξεκάθαρο ότι, εντός του πλαισίου της χρηματικής ακολουθίας που υιοθετεί η Λούξεμπουργκ, πρέπει να εγείρουμε τώρα 2 αλληλένδετα ερωτήματα. Το ένα το γνωρίζουμε ήδη: τι είδος ζήτησης, και παραγωγικής ζήτησης, κι από ποιον, υπάρχει γι’ αυτά τα εμπορεύματα; Το δεύτερο είναι: εφόσον η ζήτηση αυτή πρέπει να είναι, πρώτα απ’ όλα, μια χρηματική ζήτηση, ποιος προκαταβάλει αυτό το χρήμα, δηλαδή, από που προέρχεται;

Γνωρίζουμε ήδη την απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Η ζήτηση δεν μπορεί να προέρχεται απ’ τους εργάτες, επειδή

σύμφωνα με τη σκοπιά των καπιταλιστών ως τάξηείναι πολύ σημαντικό να λαμβάνουμε πάντα τη σκοπιά αυτή ως διακριτή απ’ τον περιορισμένο ορίζοντα του μεμονωμένου καπιταλιστή– οι εργάτες δεν είναι, όπως άλλοι, «πελάτες», μα απλώς καθαρή εργασιακή δύναμη, η συντήρησή της οποίας μέσω ενός τμήματος των προϊόντων που παράγουν οι ίδιοι αποτελεί μια ατυχή αναγκαιότητα, υποβαθμισμένη στο ελάχιστο που επιτρέπει η κοινωνία στις ειδικές δοσμένες περιστάσεις. (Ό.π., σελ. 55· η έμφαση του Bellofiore)

Ούτε μπορεί να προέρχεται απ’ τους καπιταλιστές με την μορφή ζήτησης για κατανάλωση πολυτέλειας, ακόμη κι αν σε αφαίρεση μπορούν να καταναλώνουν το σύνολο της υπεραξίας τους. Αυτό θ’ αντίφασκε με το πρόβλημα, το οποίο είναι να βρούμε μια παραγωγική ζήτηση που δικαιολογεί όχι μόνο την εκ των υστέρων επικύρωση της παρούσας παραγωγής αξίας, μα επίσης και την μέλλουσα ελικοειδή κεφαλαιακή συσσώρευση. Για τον ίδιο λόγο, η Λούξεμπουργκ απορρίπτει όλες τις «μη-παραγωγικές» μορφές ζήτησης ως λύση στο πρόβλημά της. Μεταξύ αυτών των μη-παραγωγικών δαπανών είναι η ζήτηση από μη-καπιταλιστικά στρώματα -όπως «οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι κληρικοί, οι ακαδημαϊκοί κι οι καλλιτέχνες που δεν μπορούν να συμπεριληφθούν ούτε στους εργάτες ούτε στους καπιταλιστές» (ό.π., σελ. 56)- τα οποία είναι μόνο καταναλωτές, και το εισόδημα των οποίων προέρχεται από αφαιρέσεις απ’ τα κέρδη ή τους μισθούς. Αν λύσουμε τον γρίφο μέσω επενδύσεων, «μια τέτοια λύση μόνο μετατοπίζει το πρόβλημα απ’ την παρούσα στιγμή στην επόμενη» (ό.π., σελ. 57), καθώς πρέπει να βρούμε μια ακόμη μεγαλύτερη δυνητική ζήτηση: «μια διαρκώς διευρυνόμενη αγορά» (ό.π., σελ. 67· η έμφαση του Bellofiore).

Στην πραγματικότητα, τα παραπάνω σημεία προσφέρουν επίσης την απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, εκείνο της χρηματικής χρηματοδότησης της ζήτησης. Εφόσον οι εργάτες συνεχίζουν ν’ αγοράζουν το μεγαλύτερο μερίδιο των παρηγμένων προϊόντων, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη συμπίεση των χρηματικών κερδών, κι αυτό πρόκεται για μια αυτοκαταστροφική λύση στην πραγματοποίηση της υπεραξίας σε χρηματικό μέγεθος. Επιπλέον, αυτοί οι υψηλότεροι χρηματικοί μισθοί μπορούν να χρηματοδοτηθούν μόνο απ’ την καπιταλιστική τάξη, καθώς είναι μόνο απ’ τις εταιρείες που οι εργάτες μπορούν ν’ αποκτήσουν τα μέσα αγοράς των παρηγμένων προϊόντων, κι η καπιταλιστική τάξη (ταυτισμένη εδώ με τον εταιρικό τομέα) αποτελεί σ’ αυτό το μοντέλο την μόνη πηγή χρήματος. Η αύξηση του μεριδίου της ζήτησης που εξηγείται απ’ τη χρηματική κατανάλωση των καπιταλιστών δεν θα δούλευε επειδή, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, πρόκειται για ένα μη-παραγωγικό είδος ζήτησης, και δεν θα πραγματοποιούνταν το χρήμα ως κεφάλαιο. Το ζήτημα εδώ είναι ότι, σ’ αυτό το σενάριο, εκείνο που θα λάμβαναν οι καπιταλιστές ως χρήμα που «αξιοποιεί» κεφάλαιο θα ήταν μόνο χρήμα που οι ίδιοι εισήγαγαν στο σύστημα (κι αυτό, φυσικά, ισχύει επίσης για τους καταναλωτές των μη-καπιταλιστικών κοινωνικών στρωμάτων, καθώς κι αυτοί επίσης αποκτούν το μέσο αγοράς από καπιταλιστικές τσέπες, είτε άμεσα είτε μέσω των μισθών της εργασίας).

Στην πραγματικότητα, η ίδια κριτική μπορεί να γίνει και στην αμεσότερη απάντηση, η οποία βλέπει τους καπιταλιστές, άμεσα ή έμμεσα, ως πελάτες του εαυτού τους, όχι μέσω μη-παραγωγικών δαπανών μα μέσω της ίδιας της συσσώρευσης κεφαλαίου:

τι άλλο είναι η συσσώρευση παρά διεύρυνση της καπιταλιστικής παραγωγής; Τα εμπορεύματα εκείνα που εκπληρώνουν αυτό τον σκοπό δεν πρέπει να συνίστανται σε πολυτελή αντικείμενα για την ιδιωτική κατανάλωση των καπιταλιστών, μα πρέπει να συντίθονται από διάφορα μέσα παραγωγής (νέο σταθερό κεφάλαιο) και μέσα συντήρησης για τους εργάτες [νέο μεταβλητό κεφάλαιο]. (Ό.π., σελ. 57)

Κι εδώ επίσης, όπως στις περιπτώσεις που είδαμε παραπάνω, δεν είναι εφικτό για την καπιταλιστική τάξη στο σύνολό της κανένα πλεόνασμα χρηματικών εσόδων πάνω απ’ το χρήμα που εισήγαγαν στο σύστημα. Το χρήμα που κυκλοφορεί μεταξύ των καπιταλιστικών εταιρειών για την αγορά νέου σταθερού κεφαλαίου είναι, ξανά, μια εσωτερική, οικογενειακή υπόθεση της καπιταλιστικής τάξης. Και το χρήμα που ξοδεύεται απ’ τους νέους εργάτες επίσης εγείρεται απ’ τους εργοδότες τους, δηλαδή, κι αυτό προέρχεται απ’ τις τσέπες της καπιταλιστικής τάξης. Ο «χρυσοθήρας», ο οποίος παράγει περισσότερο χρυσό ως χρήμα και το εισάγει στην καπιταλιστική διαδικασία, ανταλλάσσοντας το προϊόν του για εμπορεύματα, δεν αποτελεί μια επαρκή λύση για τη Λούξεμπουργκ. Μ’ αυτόν τον τρόπο, μέρος της αποσπασμένης υπεραξίας μπορεί, φυσικά, να πωληθεί, όμως το τίμημα είναι ότι οι πόροι πρέπει να κατευθυνθούν μακρυά απ’ την παραγωγική καπιταλιστική αναπαραγωγή, κι αυτό θα μείωνε τον ρυθμό της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Το αποτέλεσμα δεν θα ήταν η ροή νέου κεφαλαίου, μα μια βραδύτερη ανάπτυξη. Πράγματι, η Λούξεμπουργκ επιμένει ξανά και ξανά ότι δεν χρειαζόμαστε μόνο χρήμα για την κυκλοφορία της υπεραξίας, μα επίσης χρήμα το οποίο, ενώ νομισματοποιεί την υπεραξία, ενεργοποιεί ταυτοχρόνως έναν νέο καπιταλιστικό κύκλο συσσώρευσης: χρήμα ως κεφάλαιο.

Το πρόβλημα είναι σαφές: στο μακροχρηματικό επίπεδο του επιχειρήματος, με το μέσο αγοράς να ρέει απ’ τους καπιταλιστές ως ιδιοκτήτες των ανταγωνιζόμενων εταιρειών, και θεωρώντας μια δοσμένη ταχύτητα,

[α]ν οι καπιταλιστές ως τάξη είναι οι μόνοι πελάτες του συνολικού μεγέθους των εμπορευμάτων τους, πέραν του μεριδίου που πρέπει ν’ αποχωριστούν για να συντηρήσουν τους εργάτες, κι αν πρέπει πάντα ν’ αγοράζουν τα εμπορεύματα με δικό τους χρήμα, «νομισματοποιώντας» την υπεραξία που περιέχεται σ’ αυτά, τότε είναι ανέφικτο να λάβει χώρα συσσώρευση κερδών από καπιταλιστές. (Ρόζα Λούξεμπουργκ, The Accumulation of Capital: An Anti-Critique, εκδόσεις Monthly Review Press, 1972, σελ. 57· η έμφαση του Bellofiore).

Συνεπώς:

Η εκμετάλλευση ολοκληρώθηκε, εμφανίστηκε η πιθανότητα για πλουτισμό, για συσσώρευση. Όμως, για να γίνει η πιθανότητα πραγματικότητα, πρέπει να λάβει χώρα ανταλλαγή, πραγματοποίηση της αυξημένης υπεραξίας σ’ αυξημένο νέο χρηματικό κεφάλαιο. Σημειώστε ότι, σ’ αντίθεση με τον Μαρξ στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου, δεν ρωτάμε εδώ «από που προέρχονται τα χρήματα για την κυκλοφορία της υπεραξίας;» απαντώντας τελικά «απ’ τον χρυσοθήρα, τα ορυχεία χρυσού». Αντ’ αυτού, ρωτάμε: πως βρίσκεται στις τσέπες των καπιταλιστών νέο χρηματικό κεφάλαιο, αφού (πέρα απ’ τους εργάτες) είναι οι μόνοι που μπορούν να καταναλώσουν ο ένας τα εμπορεύματα του άλλου; Εδώ το χρηματικό κεφάλαιο περιπλανιέται διαρκώς απ’ τη τσέπη του ενός στη τσέπη του άλλου. (Ό.π., σελ. 72· η έμφαση του Bellofiore)

Για τη Λούξεμπουργκ, η μόνη έγκυρη απάντηση μπορεί να βρεθεί στους αγοραστές οι οποίοι πρέπει να «λάβουν το μέσο αγοράς τους από μια ανεξάρτητη πηγή αγοραστικής δύναμης, κι όχι απ’ τη τσέπη του καπιταλιστή όπως οι εργάτες» (ό.π., σελ. 57· η έμφαση του Bellofiore). Δεν πρέπει να είναι μέλη της καπιταλιστικής τάξης και πρέπει να είναι παραγωγοί εντός της χρηματικής εμπορευματικής (απλής) κυκλοφορίας. Αυτό ακριβώς είναι που συμβαίνει στη «λύση» που κατασκευάζει η Λούξεμπουργκ στο μοντέλο της για τη κρίση «δυσαναλογίας» στη Συσσώρευση του Κεφαλαίου.

Η προβληματική της Λούξεμπουργκ στην Αντικριτική: μια πρώτη αποτίμηση

Μόλις η ανάλυση δεν περιορίζεται πλέον στη γενικευμένη κυκλοφορία εμπορευμάτων πριν τη ρητή εξέταση της καπιταλιστικής παραγωγής, μα κοιτά την καπιταλιστική διαδικασία στο μακροεπίπεδο ως μια παραγωγή (περισσότερου) χρήματος μέσω χρήματος μέσω εργασίας και παραγωγής, το ζήτημα της χρηματοδότησης της παραγωγής και της ενεργού ζήτησης γίνεται κεντρικό στην κριτική πολιτική οικονομία.

Η αντίληψη της αξιοποιού διαδικασίας ως «χρήμα που γεννάει χρήμα» είναι ήδη καίριας σημασίας στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, στον οποίο εισάγεται ο γενικός τύπος του κεφαλαίου. Στην Αντικριτική, η Λούξεμπουργκ οικοδομεί επί της «μάκρο» εικόνας του κύκλου του χρηματικού κεφαλαίου στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου. Τοποθετεί ρητά ως σημείο αφετηρίας της ανάλυσής της για τη συσσώρευση κεφαλαίου ότι (i) σε μια χρηματική οικονομία, είναι το χρήμα που αγοράζει τα εμπορεύματα, κι όχι τα εμπορεύματα το χρήμα, κι ότι (ii) η ενεργοποίηση της καπιταλιστικής διαδικασίας απαιτεί προκαταβολικά χρήμα ως κεφάλαιο, το οποίο σημαίνει κάτι παρόμοιο μ’ έναν περιορισμό «προκαταβολής σε μετρητά». Για τη Λούξεμπουργκ, το πρόβλημα είναι ξεκάθαρα ένα πρόβλημα χρηματοδότησης της ενεργού ζήτησης, σε μια διευρυμένη αναπαραγωγή, επειδή μόνο σ’ αυτό το τοπίο, σ’ αντίθεση με την απλή αναπαραγωγή, υπάρχει ανάγκη για μια εισροή νέου χρήματος. Ωστόσο, είνα σαφές ότι από εδώ απέχει μόλις ένα βήμα η άποψη ότι το γενικότερο πρόβλημα είναι το πως εισέρχεται για πρώτη φορά στην οικονομία το χρήμα, κι η απάντηση είναι ότι στον καπιταλισμό αυτό λύνεται συστηματικά απ’ τον χρηματοπιστωτισμό στην παραγωγή.

Η Λούξεμπουργκ δεν εξέτασε επαρκώς τις αναλύσεις του Μαρξ για το χρήμα στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, όπου ο Μαρξ εξέτασε το τοκοφόρο κεφάλαιο, την πίστωση και το πλασματικό κεφάλαιο. Συνεπώς, η εικόνα της Λούξεμπουργκ για το νομισματικό κύκλωμα στη Συσσώρευση του Κεφαλαίου και την Αντικριτική δεν βασιζόταν σ’ έναν σαφή διαχωρισμό μεταξύ των εταιρειών και των τραπεζών, μια διάκριση που ο Μαρξ δεν κάνει ρητή ούτε στον πρώτο ούτε στον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου, αλλά μόνο στον τρίτο. Αυτή η παράλειψη της Λούξεμπουργκ καθιστά εφικτή μια καλύτερη κατανόηση του τρόπου που έθεσε τον προβληματισμό της.

Σε μια μακροκυκλωματική σκοπιά, σ’ ένα «καθαρό» και «κλειστό» καπιταλιστικό τοπίο χωρίς το κράτος, όπου η καπιταλιστική τάξη ταυτοποιείται μ’ έναν εταιρικό τομέα που ήδη κατέχει ένα δοσμένο απόθεμα χρήματος που προήλθε απ’ τον παραγωγό χρυσού στους προηγούμενους κύκλους, δεν υπάρχει κανένας τρόπος ώστε, σε μια διευρυμένη αναπαραγωγή, να «πραγματοποιηθεί» η υπεραξία ενώπιον νέου χρήματος που εισρέει στο κύκλωμα. Η μόνη δυνατότητα να γίνει αυτό, όπως συνειδητοποίησε η Λούξεμπουργκ, είναι να φανταστούμε μια εισροή χρήματος από τα έξω. Όπως σημείωσε ο Kalecki (Michał Kalecki, «Problem of Effective Demand with Tugan-Baranowski and Rosa Luxemburg» στο Jerzy Osiatyński, ed, Collected Works of Michał Kalecki, vol. 2, εκδόσεις Clarendon Press, 1967), αν επιτρέψουμε την παρουσία του κράτους, τότε ως εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της Λούξεμπουργκ εμφανίζονται οι (καθαρές) εξαγωγές, μια λύση που ο Kalecki ονόμασε εσωτερικές εξαγωγές: ένα κυβερνητικό δημοσιονομικό έλλειμμα χρηματοδοτούμενο απ’ την κεντρική τράπεζα. Είναι εσωτερικό της κλειστής οικονομίας, μα εξωτερικό του καπιταλιστικού τομέα. Αυτό θα έλυνε (προσωρινά) τόσο το πρόβλημα της ενεργού ζήτησης όσο και της χρηματοδότησης. Ωστόσο, η Λούξεμπουργκ θ’ απέρριπτε αυτή τη λύση, θεωρώντας το κρατικό δημοσιονομικό έλλειμμα ως μια (άμεσα) μη-παραγωγική δαπάνη. Η πραγματοποίηση σε χρήμα δεν είναι το ίδιο με πραγματοποίηση ενώπιον χρήματος ως κεφάλαιο.

Υπό μια προσεκτικότερη εξέταση, κι αυτό πρόκεται για κριτική, μπορούμε να πούμε ότι το πρόβλημα της Λούξεμπουργκ είναι ανύπαρκτο μέσα στο ίδιο το πλαίσιο που έχει θέσει, αλλά για διαφορετικούς λόγους απ’ αυτούς που εγείρονται συνήθως – δηλαδή, λαμβάνουμε εδώ σοβαρά υπόψη την οπτική της για το νομισματικό κύκλωμα. Αν κατασκευάσουμε το μακρονομισματικό κύκλωμα όπως η Λούξεμπουργκ, όχι μόνο είναι σίγουρο ότι οποιεσδήποτε μισθολογικές δαπάνες ρέουν πίσω στις εταιρείες, μα κι οποιαδήποτε ανταλλαγή μεταξύ καπιταλιστών είναι επίσης, όπως επέμενε η Λούξεμπουργκ, μια εσωτερική, οικογενειακή υπόθεση των καπιταλιστών ως τάξη. Στην πραγματικότητα, η καπιταλιστική τάξη είναι ένας πλήρως ολοκληρωμένος τομέας: ο ίδιος κι αυτός δρων αγοράζει το παρηγμένο προϊόν που ο ίδιος προσφέρει. Το χρήμα, ως μέσο αγοράς, είναι εδώ πλήρως ανούσιο. Επιτρέψτε μου να διακρίνω μεταξύ χρήματος ως νόμισμα, «ανοίγοντας» και «κλείνοντας» το νομισματικό κύκλωμα, και χρήματος ως αφηρημένου πλούτου. Εμπορεύματα μ’ υπεραξία, παρηγμένη από ζωντανή εργασία πάνω απ’ την αναγκαία εργασία, είναι πλεονάζον αφηρημένος πλούτος. Δεν χρειάζεται να πωληθούν για χρήμα (ως νόμισμα). Όπως σημείωσε η ίδια η Λούξεμπουργκ, τα πλεονάζοντα εμπορεύματα είναι νέα κεφαλαιακά αγαθά κι αγαθά πολυτελείας, δηλαδή, είναι εμπορεύματα τα οποία ανταλλάσονται μεταξύ των ίδιων των καπιταλιστών. Τίποτα δεν χάνεται αν κάνουμε αφαίρεση του χρήματος ως μεσολαβητή της ανταλλαγής. Αντιθέτως, όπως ξεκαθαρίζει ξανά η Λούξεμπουργκ, η αγοραπωλησία της εργασιακής δύναμης με χρηματικούς όρους αποτελεί ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού – και, φυσικά, ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα το οποίο δεν μπορούμε ν’ αφαιρέσουμε ακόμη κι όταν συνδυάσουμε τους καπιταλιστές ως συνολικό κεφάλαιο.

Αν αντ’ αυτού εξετάσουμε την πίστωση και τις τράπεζες, όπως στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, είναι εφικτή μια άλλη κριτική, αυτή τη φορά από μια ορθόδοξη μαρξιστική σκοπιά. Η πίστωση κι οι τράπεζες μπορούν ν’ αυξάνουν τη ταχύτητα της κυκλοφορίας του χρήματος ως εμπόρευμα, ώστε η υπεραξία να πωλείται ενώπιον χρήματος μολονότι το απόθεμα χρήματος, αυστηρά μιλώντας, παραμένει αμετάβλητο. Το πρόβλημα της ενεργού ζήτησης και το πρόβλημα της χρηματοδότησης της ζήτησης γίνονται εδώ δύο τελείως διαφορετικά ζητήματα. Ωστόσο, θεωρώ ότι η Λούξεμπουργκ έχει δίκιο όταν τονίζει ότι δεν είναι λογικό να λύνεται συστηματικά το πρόβλημα που έθεσε μέσω μεταβολών της ταχύτητας.

Η Λούξεμπουργκ ως πρόδρομος της θεωρίας του νομισματικού κυκλώματος

Το πρόβλημα της Λούξεμπουργκ μπορεί εύκολα ν’ αναδιατυπωθεί σ’ ένα διαφορετικό πλαίσιο, εκείνο που προτιμούσαν οι παλιές (μεταξύ άλλων Wicksell, Σουμπέτερ και Κέυνς: πρβλ Riccardo Bellofiore, «Monetary Macroeconomics before the General Theory. The Circuit Theory of Money in Wicksell, Schumpeter and Keynes», Social Concept #2, 1992 και Riccardo Bellofiore, «Monetary Economics after Wicksell: Alternative Perspectives within the Theory of the Monetary Circuit» στο Fontana & Realfonzo, eds, Monetary Theory of Production: Tradition and Perspectives, εκδόσεις Palgrave Macmillan, 2005) και νέες (μεταξύ άλλων Schmitt, Parguez και Graziani: πρβλ Augusto Graziani, The Monetary Theory of Production, εκδόσεις Cambridge University Press, 2004) θεωρίες του νομισματικού κυκλώματος. Όλες τους απορρίπτουν την οπτική του χρήματος ως εμπόρευμα. Επιπλέον, όλες οικοδομούν τα μοντέλα τους θεωρώντας ως καθοριστικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού τον αυστηρό διαχωρισμό μεταξύ εταιρειών (οι οποίες παράγουν εμπορεύματα αλλά δεν παράγουν χρήμα) και τραπεζών (οι οποίες παράγουν χρήμα εκ του μηδενός, μα δεν παράγουν εμπορεύματα). Η μαρξική χρηματική θεωρία πρέπει να ερμηνευθεί κι ανακατασκευαστεί σ’ αυτό το φόντο (Riccardo Bellofiore, «The Monetary Aspects of the Capitalist Process in the Marxian System: An Investigation from the point of view of the Theory of the Monetary Circuit» στο Fred Moseley, ed, Marx’s Theory of Money: Modern Appraisals, εκδόσεις Palgrave Macmillan, 2005).

Κατά την άποψή μου, οι εμπορευματοπαραγωγοί στη γενικευμένη εμπορευματική ανταλλαγή της αρχής του Κεφαλαίου δεν έχουν τίποτα να κάνουν με μια απλή εμπορευματική κοινωνία. Στην πραγματικότητα -αν κι αυτό είναι υπόρρητο σ’ αυτό το επίπεδο της ανάπτυξης του επιχειρήματος του Μαρξ- πρόκειται απλώς για καπιταλιστικές εταιρείες. Ωστόσο, γίνεται ύστερα σαφές ότι η παραγωγή απαιτεί προηγούμενη χρηματοδότηση από «βιομήχανους» καπιταλιστές (ο εταιρικός τομέας), οι οποίοι πρέπει να καταφύγουν στους «χρηματικούς» καπιταλιστές. Οι τελευταίοι δεν μπορούν ν’ αναχθούν στους παραγωγούς του χρυσού ως χρήμα, ή στις τράπεζες που δίνουν δάνεια από αρχικές καταθέσεις σε χρυσό. Αν η ίδια η παραγωγή χρυσού απαιτεί προηγούμενη χρηματοδότηση, τότε αυτή δεν μπορεί να βασιστεί σ’ εμπορευματικό χρήμα, δηλαδή, χρυσό, εκτός κι αν καταφύγει κανείς σ’ ένα είδος παλινδρομικού θεωρήματος α λα Mises, ή πέσει στην παγίδα μιας επ’ άπειρον παλινδρόμησης. Δυστυχώς, η ανάλυση του Μαρξ για τις τράπεζες είναι αμφίσημη σ’ όλα αυτά τα ζητήματα. Οι τράπεζες εν μέρει ερμηνεύονται ως μεσολαβητές κι εν μέρει ως αληθινοί δημιουργοί του χρήματος. Ο μόνος τρόπος διαφυγής είναι τότε να ερμηνεύσουμε τους «χρηματικούς» καπιταλιστές ως το τραπεζικό σύστημα, με «τα δάνεια να κάνουν τις καταθέσεις».

Αν υιοθετήσουμε αυτή την οπτική -ότι το χρήμα στον καπιταλισμό είναι ουσιαστικά τραπεζικό χρήμα (δημιουργείται απ’ τις εμπορικές τράπεζες και την κεντρική τράπεζα) κι ότι τα δάνεια δημιουργούν καταθέσεις- το πρόβλημα της Λούξεμπουργκ παίρνει μια νέα τροπή. Τώρα, οι εταρείες πρέπει ν’ απευθυνθούν στις τράπεζες για τη χρηματοδότηση της αφετηρίας της παραγωγής. Αν, όπως είδε ξεκάθαρα η Λούξεμπουργκ, το σύστημα είναι η απλή αναπαραγωγή, τότε κάθε χρόνο κυκλοφορεί η ίδια ποσότητα τραπεζικής πίστωσης με το χρήμα – αν και τώρα αυτό το ανανεούμενο κεφάλαιο δημιουργείται στην αρχή του κυκλώματος και καταστρέφεται τακτικά στο τέλος του, την μια περίοδο μετά την άλλη. Σ’ αυτό το τοπίο, σ’ αντίθεση μ’ αυτό της Λούξεμπουργκ, οι εταιρείες πρέπει ν’ αποπληρώσουν το δάνειο στις τράπεζες, όμως σε μια κλειστή οικονομία, και χωρίς αποταμιεύσεις απ’ τους εργάτες, οι εταιρείες ξανά, όπως και στην άποψη της Λούξεμπουργκ, είναι απολύτως σίγουρες ότι θα λάβουν πίσω όλη τη χρηματοδότηση που εισήγαγαν στο σύστημα, το οποίο μπορούν τώρα να επιστρέψουν στις τράπεζες. Και, όπως και στο μοντέλο της Λούξεμπουργκ, στη διευρυμένη αναπαραγωγή, αν η ταχύτητα είναι σταθερή, φαίνεται να χρειάζεται μια νέα εισροή χρήματος για να «νομισματοποιήσει» τα εμπορεύματα που περιέχουν υπεραξία. Σ’ αυτό το τοπίο εγείρεται ένα νέο πρόβλημα, ακόμη σοβαρότερο απ’ τη «νομισματοποίηση» της υπεραξίας στο πρόβλημα της Λούξεμπουργκ: πως μπορούν οι εταιρείες να πληρώσουν τον τόκο του δανείου, σε χρήμα, στις τράπεζες, αφού αυτό που μπορούν να λάβουν πίσω απ’ την αγορά εμπορευμάτων είναι μόνο η «αρχική» χρηματοδότηση;

Τα δύο αυτά τελευταία προβλήματα -η πληρωμή του τόκου των τραπεζών με την μορφή χρήματος κι η νομισματοποίηση των ακαθάριστων κερδών- έχουν υπάρξει αντικείμενα μεγάλων ντιμπέιτ εντός της σύγχρονης θεωρίας του νομισματικού κυκλώματος. Μια πιθανότητα είναι να δούμε το «μάκρο» τοπίο ως φαντασία, πίσω απ’ το οποίο κείτεται μια πραγματικότητα αλληλοεπικαλυπτόμενων νομισματικών κυκλωμάτων (Michel de Vroey, «Il circuito della moneta: due interpretazioni» στο Marcello Messori, Moneta e Produzione, εκδόσεις Einaudi, 1988). Ως αποτέλεσμα, η χρηματοδότηση της παραγωγής μερικών (μεταγενέστερων) κυκλωμάτων πραγματοποιεί την υπεραξία των εμπορευμάτων των άλλων (πρότερων) κυκλωμάτων. Αυτό, ωστόσο, αντιφάσκει με την έμφαση της Λούξεμπουργκ στο συνολικό κεφάλαιο ως κάτι «πραγματικό» και «συγκεκριμένο». Μια δεύτερη άποψη είναι ν’ αρνηθούμε ότι υπάρχει πρόβλημα. Το πλεόνασμα που παράγει ο εταιρικός τομέας γίνεται αντιληπτό ως κάτι «σε είδος», κι ο τόκος πληρώνεται στις τράπεζες «σε είδος». Οι ανταλλαγές μεταξύ του εταιρικού τομέα μπορούν να ρυθμιστούν από συναλλαγματικές, μια μορφή διμερούς πίστωσης, σ’ αντίθεση με τη τραπεζική πίστωση, η οποία είναι ένα τριμερές σύστημα – σ’ αυτή την περίπτωση ο τόκος επί των δανείων δεν είναι πλέον τίποτα άλλο από ένας φόρος που θυμίζει τη φεουδαρχική γαιοπρόσοδο (Graziani, ό.π.). Ωστόσο, απ’ την άποψη αυτή προκύπτει μια ανησυχητική εικόνα, η οποία απομακρύνεται απ’ την πραγματικότητα μιας χρηματικής και καπιταλιστικής οικονομίας στην οποία η ζήτηση, όχι μονο η καταναλωτική μα επίσης κι η επενδυτική, αποτελεί μια χρηματική ζήτηση – και ξανά, η Λούξεμπουργκ θ’ αρνούνταν αυτό το σενάριο, για τον ίδιο λόγο. Έχει προταθεί μια τρίτη πιθανότητα: να φανταστούμε ότι ένα μέρος του εταιρικού τομέα υφίσταται ζημίες, κι αυτό, φυσικά, αντισταθμίζεται από χρηματικά κέρδη που βγάζει το άλλο μέρος (Messori & Zazzaro, «Single Period Analysis: Financial Markets, Firms’ Failures and Closure of the Monetary Circuit» στο Fontana & Realfonzo, ό.π.). Η λύση αυτή φαντάζει ad hoc, κι όπως κι η δεύτερη δεν ικανοποεί την αναζήτηση της Λούξεμπουργκ για μια νέα χρηματική εισροή.

Οι μόνες έγκυρες «λύσεις» στην πρόκληση της Λούξεμπουργκ στο πλαίσιο μιας θεωρίας του νομισματικού κυκλώματος φαίνεται να είναι οι εξής τρεις: (i) οι εξωτερικές αγορές σε μη-καπιταλιστικές περιοχές, που ήταν κι η λύση της ίδιας της Λούξεμπουργκ (Ρόζα Λούξεμπουργκ, Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου, δύο τόμοι, εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη)· (ii) οι «εσωτερικές εξαγωγές» του Kalecki (Kalecki, ό.π.)· και (iii) το τραπεζικό σύστημα δεν χρηματοδοτεί μόνο την παραγωγή (τόσο των καταναλωτικών όσο και των παραγωγικών αγαθών) μα επίσης και την (καθαρή) επενδυτική ζήτηση των εταιρειών (Graziani, ό.π.). Στην πραγματικότητα -στο νέο θεωρητικό τοπίο με τις τράπεζες διαχωρισμένες απ’ τις εταιρείες και κόντρα στο τοπίο της Λούξεμπουργκ όπου οι εταιρείες προκαταβάλουν οι ίδιες χρήμα- η χρηματοδότηση των (καθαρών) επενδύσεων σημαίνει μια αύξηση της ροής του χρήματος, αυτή τη φορά παραγωγικής φύσεως. Μ’ αυτόν τον τρόπο, αρνούμενοι τη Λούξεμπουργκ, μπορεί να επικυρωθεί η δυνατότητα μιας δυναμικής ισορροπίας ανάπτυξης σ’ ένα χρηματικό καπιταλιστικό σύστημα. Ωστόσο, η ισορροπία αυτή μπορεί ν’ αποδειχθεί πολύ ασταθής, καθιστώντας τις λύσεις της Λούξεμπουργκ και του Kalecki ξανά αρκετά λογικές στην πράξη, κι ανοίγοντας τον δρόμο για την προβληματική του Μίνσκι (Χίμαν Μίνσκι, Stabilizing an Unstable Economy, εκδόσεις Yale University Press, 1986).

Σίγουρα, η Λούξεμπουργκ δεν θα έμενε ικανοποιημένη με μια τέτοια προοπτική. Η κρίση δεν αποτελεί μια αυστηρή οικονομική αναγκαιότητα με την μορφή της κατάρρευσης. Όμως, η κρίση της ενεργού ζήτησης κι η χρηματοπιστωτική ευθραυστότητα είναι σίγουρα ένα πιθανό αποτέλεσμα. Χρειάζεται ν’ απορρίψουμε τη θεωρία της κατάρρευσης ως τη λάθος πλευρά της οξυδαρκούς συνεισφοράς στην μαρξική πολιτική οικονομία που προσέφερε η Ρόζα Λούξεμπουργκ στην Αντικριτική.