Η μεταφράση του παρακάτω σύντομου άρθρου του Αμαντέο Μπορντίγκα μας στάλθηκε απ’ τον σύντροφο Μ. Π. και τη δημοσιεύουμε. Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό Il Programma Comunista #23 τον Δεκέμβριο του 1961. Για περισσότερα για τον Ιταλό κομμουνιστή Αμαντεό Μπορντίγκα, μπορεί να διαβάσει κανείς το εξαιρετικό άρθρο του Λόρεν Γκόλντνερ, «Ο Κομμουνισμός Είναι η Υλική Ανθρώπινη Κοινότητα: Ο Αμαντέο Μπορντίγκα Σήμερα».

Στο Μεξικό, σε μια λίμνη που την ονομάζουν Patzcuaro, υπάρχει ένα μικρό νησί που το λέγεται Janitzio. Στα 2350 μέτρα επάνω από το ύψος της θάλασσας, ένα εκπληκτικό τοπίο εμφανίζεται μπροστά στους επισκέπτες: γαλήνια νερά, βουνά, απότομες πλαγιές, ένας ουρανός τόσο κοντά σου που μπορείς σχεδόν να τον ακουμπήσεις με το δάκτυλο. Απόγονοι μιας περήφανης φυλής, οι Ινδιάνοι του Tarascan έδωσαν μάχη ενάντια στους Ισπανούς κονκισταδόρες. Ηττήθηκαν και ασπάστηκαν την Χριστιανική θρησκεία των εισβολέων: όμως οι άγιοι που τιμούν έχουν κρατήσει τον χαρακτήρα των αρχαίων θεοτήτων: ο Ήλιος, το Ύδωρ, η Φωτιά, η Σελήνη. Οι Ταρασκάνοι είναι περίτεχνοι στην δερματοποιία και την ξυλογλυπτική, την αργυροχοΐα και την ύφανση μαλλιού. Είναι επίσης καλοί ψαράδες. Όταν τραβούν τα δίχτυα τους (περίεργα πράγματα που μοιάζουν με τεράστιες πεταλούδες) είναι πάντοτε πλημμυρισμένα με ψάρια. Έστω κι αν έχουν σκληροτράχηλους εργάτες στις μέρες μας, οι Ταρασκανοί παραμένουν πολύ πρωτόγονοι. Στην ουσία θεωρούν την ζωή ένα μεταβατικό στάδιο, μια φευγαλέα στιγμή που πρέπει να περάσουμε ώστε να φτάσουμε την ευλογία του θανάτου. Ο θάνατος δεν σημαίνει πλέον μία αναπόφευκτη καταδίκη αλλά αντίθετα θεωρείται καλό, το μοναδικό καλό του οποίου η αξία δεν δύναται να υπολογισθεί. Αυτός είναι ο λόγος που η Ημέρα των Νεκρών δεν είναι μέρα θλίψης για τους κατοίκους του Janitzio. Το γλέντι ξεκινά νωρίς το πρωί. Τα σπίτια είναι διακοσμημένα για την γιορτή και όλες οι εικόνες των αγίων είναι διακοσμημένες με δαντέλες και χάρτινα λουλούδια. Τα πορτραίτα των νεκρών εκτίθενται και φωτίζονται με δεκάδες κεριά. Οι γυναίκες μαγειρεύουν το αγαπημένο γεύμα των νεκρών συγγενών ώστε να τους ικανοποιήσουν όταν θα επιστρέψουν για να δουν τους ζωντανούς.

Στο κοιμητήριο πίσω από την εκκλησία οι τάφοι είναι επίσης στολισμένοι, οι οποίοι συχνά είναι ανώνυμοι. Δεν υπάρχουν ταφικές επιγραφές στο Janitzio! Αλλά οι νεκροί δεν λησμονούνται. Ο δρόμος από το κοιμητήριο προς το χωριό είναι εντελώς καλυμμένος με πέταλα λουλουδιών ώστε οι νεκροί να βρουν εύκολα τον δρόμο τους για το σπίτι.

Οι γυναίκες στο Janitzio είναι όμορφες την Μέρα των Νεκρών. Χτενίζουν τις μακριές σκούρες πλεξούδες τους και φορούν ασημένια κοσμήματα. Η ενδυμασία τους περιλαμβάνει μια μακριά κόκκινη φούστα, με φαρδιές πιέτες και μαύρα κρόσσια. Η κεντημένη μπλούζα εξαφανίζεται κάτω απ’ το rebozo, το οποίο καλύπτει το κεφάλι και τους ώμους, και απ’ το οποίο συχνά προεξέχει το μικρό κεφάλι του νεογέννητου παιδιού τους. Τα μεσάνυχτα οι γυναίκες οδεύουν όλες μαζί στο κοιμητήριο και γονατισμένες προσεύχονται για τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Ανάβουν τα κεριά, τα μεγαλύτερα προς τιμήν των ενηλίκων και τα μικρότερα γι’ αυτούς που άφησαν την «κοιλάδα των δακρύων» νωρίς. Έπειτα παραδίνονται στον διαλογισμό, ο οποίος λίγο-λίγο μετατρέπεται σε ομιλία. Έτσι ξεκινά η λιτανεία, η οποία δεν είναι μια λιτανεία θλίψης, αλλά εκφράζει την κοινωνία μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών.

Στο μεταξύ οι άνδρες έχουν φύγει από το χωριό και μαζεύονται για να πιούν κοντά στην εκκλησία όπου ένα μαύρο κενοτάφιο έχει χτιστεί, αφιερωμένο στους νεκρούς που δεν υπάρχει πλέον κανείς να προσεύχεται γι’ αυτούς. Επιστρέφουν σπίτι με την αυγή, καθώς οι σύζυγοι τους που έχουν αγρυπνήσει όλο το βράδυ στο κοιμητήριο πάνε στη Λειτουργία μισοκρυμμένες στα rebozo τους. Κάπως έτσι τελειώνει η Μέρα των Νεκρών στο Janitzio. Στο πρόσωπο των χωρικών δεν διαβάζει κανείς την λύπη, αλλά την χαρούμενη προσδοκία κάποιου που περιμένει την επίσκεψη απ’ το κοντινότερο κι αγαπημένο του άτομο.

* * *

Έχουμε πάρει το παραπάνω άρθρο από ένα Ιταλικό παιδικό κόμικ όπως ακριβώς είναι και με τον δικό του τίτλο. Είναι ένα από τα αμέτρητα αναμασήματα της «πολιτιστικής» παραγωγής των ΗΠΑ που περνάει από ταμπλόιντ σε ταμπλόιντ και από επιθεώρηση σε επιθεώρηση σημειώνοντας τίποτε άλλο παρά τον βαθμό επίδρασης για κάθε κομμάτι που κυκλοφορεί. Αυτή η πολυσυζητημένη αντιγραφή δεν έχει καν ονειρευτεί το βαθύτερο νόημα που η διάδοση της αποκρύβει, αν και σε συμβατικά κομφορμιστικό πρόσχημα.

O ευγενής Μεξικανικός πληθυσμός, έχοντας γίνει Καθολικός μετά από τον ανηλεή τρόμο των Ισπανών εισβολέων, θα δείξει ότι έχει παραμείνει «πρωτόγονος» αλλά όχι φοβισμένος και τρομοκρατημένος από τον θάνατο.

Αυτοί οι λαοί είναι, ωστόσο, οι κληρονόμοι ενός πολιτισμού παρεξηγημένου από τους Χριστιανούς -τότε και τώρα- ο οποίος μεταβιβάστηκε από τον αρχαίο κομμουνισμό. Ο άνοστος μοντέρνος ατομικισμός μπορεί μόνο να εκπλήσσεται απ’ αυτόν, ειδικά σ’ αυτό το ανιαρό κείμενο όπου διαβάζουμε ότι οι τάφοι δεν έχουν επιγραφές και ότι τα πιάτα είναι έτοιμα ακόμη και για τους νεκρούς που κανείς δεν θυμάται. Αληθινοί «άγνωστοι νεκροί», όχι επειδή μια νωθρή, δημαγωγική ρητορική το δηλώνει αλλά μέσα από την ισχυρή απλότητα μιας ζωής που είναι του είδους και για το είδος, αιώνια σαν φύση και όχι σαν ένα ηλίθιο σμήνος ψυχών που περιπλανιόνται στο «επέκεινα», της οποίας η ανάπτυξη των εμπειριών των νεκρών, των ζωντανών, και των μέχρι τώρα αγέννητων είναι ισχύουσα, σε μια ιστορική ακολουθία της οποίας η εκδίπλωση της δεν είναι πένθος αλλά χαρά σε όλες τις στιγμές του υλικού κύκλου.

Ακόμη και σ’ αυτά που συμβολίζουν, αυτά τα έθιμα είναι πιο ευγενή από τα δικά μας. Για παράδειγμα, αυτές οι γυναίκες που καθιστούν τους εαυτούς τους όμορφες για τους νεκρούς και όχι για τους πλουσιότερους των ζωντανών, όπως στην εμπορική κοινωνία μας, αυτό τον οχετό στον οποίο είμαστε βυθισμένοι.

Αν υπό το πρόσχημα των άθλιων Καθολικών αγίων η αρχαιότερη μορφή μιας μη-απάνθρωπης θεότητας, όπως ο Ήλιος, συνεχίζει να ζει, αυτό φέρνει στο μυαλό μας την γνώση που έχουμε -πάρα πολύ συχνά μια παρωδία!- του πολιτισμού των Ίνκας που θαύμαζε ο Μαρξ. Δεν είναι ότι ήταν πρωτόγονοι και άγριοι για να θυσιάσουν τα ωραιότερα δείγματα των νέων τους στον Ήλιο που δάκρυζε γι’ ανθρώπινο αίμα, αλλά ότι μια τέτοια κοινότητα, μεγαλοπρεπή και έντονα διαισθητική, αναγνώρισε τη ροή της ζωής με την ίδια ενέργεια που ο Ήλιος ακτινοβολεί στον πλανήτη και που ρέει μέσα από τις αρτηρίες ενός ζωντανού ανθρώπου και η οποία γίνεται ενότητα κι αγάπη σε ολόκληρο το είδος, η οποία, μέχρι να πέσει στην δεισιδαιμονία μιας ατομικής ψυχής με τον ιερό ισολογισμό του δούνε και λαβείν, το εποικοδόμημα της χρηματικής δωροδοκίας, δεν φοβάται τον θάνατο και ξέρει τον προσωπικό θάνατο σαν τίποτε άλλο από έναν ύμνο στη χαρά και μια γόνιμη συμβολή στη ζωή της ανθρωπότητας.

Στον φυσικό και πρωτόγονο κομμουνισμό, ακόμη κι αν η ανθρωπότητα νοηθεί εντός των οριών ορδής, το άτομο δεν επιδιώκει ν’ αφαιρέσει τον πλούτο από τον αδελφό του αλλά μάλλον είναι πρόθυμος να θυσιαστεί χωρίς τον παραμικρό φόβο για την επιβίωση της μεγάλης φρατρίας. Η βλακώδης συμβατική σοφία βλέπει αυτό ως τον τρόμο ενός Θεού ο οποίος πρέπει να καταπραϋνθεί με αίμα.

Με τη μορφή της ανταλλαγής, του χρήματος και της τάξης, η ειδολογική αίσθηση της μονιμότητας [perennità] εξαφανίζεται κι αυτό που είναι πρόστυχο στη συνεχιζόμενη ύπαρξη της ατομικής ιδιοκτησίας αυξάνει. Αυτό μεταφράζεται στην αθανασία της ψυχής που συμβάλλει στην ευτυχία έξω από τη φύση με τον θεό-τοκογλύφο που διοικεί αυτή την αχρεία τράπεζα. Σε αυτές τις κοινωνίες που προσποιούνται ότι ανυψώθηκαν από τη βαρβαρότητα στον πολιτισμό, ζούμε με φόβο για τον προσωπικό θάνατο και ψευδόμαστε κατάκοιτοι μπροστά από μούμιες, όπως το μαυσωλείο στη Μόσχα, με την περίφημη ιστορία του.

Στον κομμουνισμό, ο οποίος δεν έχει συμβεί ακόμα αλλά που παραμένει μία επιστημονική βεβαιότητα, η ταυτότητα του ατόμου και η μοίρα του με το είδος επανακτάται, αφού καταστρέψει μέσα του όλα τα όρια της οικογένειας, της φυλής και του έθνους. Αυτή η νίκη τερματίζει κάθε φόβο του προσωπικού θανάτου και μαζί της κάθε λατρεία των ζωντανών και των νεκρών, η κοινωνία οργανώνεται για πρώτη φορά γύρω από την ευδαιμονία και τη χαρά και τη μείωση της λύπης, της ταλαιπωρίας και της θυσίας σε ένα λογικό ελάχιστο, αφαιρώντας κάθε μυστηριώδη και μοχθηρό χαρακτήρα από την αρμονική πορεία της διαδοχής των γενεών, μια φυσική κατάσταση της ευημερίας του είδους.