Το παρακάτω κείμενο του D. E. Devreese μεταφράστηκε απ’ την ανθολογία van Holthoon & van der Linden, eds, Internationalism in the Labour Movement, 1830-1940, vol. I, εκδόσεις Brill, 1988.
Ι. Προκαταρκτικές Σημειώσεις
Η Διεθνής Ένωση Εργατών είναι σήμερα καλύτερα γνωστή ως «Α’ Διεθνής». Αυτό από μόνο του υποδεικνύει τον ρόλο που έμελλε να παίξει στις εξελίξεις του διεθνούς αριστερού εργατικού κινήματος πολύ έπειτα απ’ τη διάλυσή της. Δημιουργήθηκε ένα ολόκληρο οικογενειακό δέντρο από Διεθνείς: η Α’, η Β’, η Δυόμισι, η Γ’, η Δ'[1]… Άλλες διεθνείς οργανώσεις δεν συμπεριλήφθησαν σ’ αυτή την ακολουθία, πχ η Συνδικαλιστική Διεθνής. Όμως, κι αυτή θεωρούσε ότι αποτελούσε κληρονόμο της Α’ Διεθνούς[2]. Όλοι οι διάδοχοι της Α’ Διεθνούς υπήρξαν ικανοί ν’ αποδείξουν τη ταυτότητά τους ως τέτοιοι αναφερόμενοι σ’ εκείνο που θεωρούσαν ως ταυτότητα της Α’ Διεθνούς. Οι διάφοροι αυτόκλητοι διάδοχοι δίναν έμφαση σε διαφορετικά χαρακτηριστικά της Α’ Διεθνούς, ανάλογα με τη δική τους φύση· το έκαναν αυτό σε τέτοιο βαθμό που ερχόντουσταν σ’ αντίφαση μεταξύ τους. Ο κάθε διάδοχος θεωρούσε ότι οι πτυχές που επέλεξε μπορούσαν ν’ ανιχνευτούν πίσω στην Α’ Διεθνή, υποβαθμίζοντας τις διάφορες πτυχές σε φόρμουλες οι οποίες είχαν ευρεία απήχηση. Ο κάθε διάδοχος επέλεξε το δικό του μίγμα χαρακτηριστικών από εκείνα που είχε, ή θεωρούσε ότι είχε, η Α’ Διεθνής. Με την πάροδο του χρόνου, ο κάθε διάδοχος κατέληξε σ’ έναν παγιώμενο συνδυασμό στοιχείων που έλαβε απ’ την Α’ Διεθνή. Οι συνδυασμοί αυτοί μπορούσαν να σπάσουν μόνο με την ίδρυση μιας άλλης διεθνούς οργάνωσης. Αν υπάρχει μια οποιαδήποτε αλήθεια στους ισχυρισμούς των διάφορων διαδόχων, τότε η Α’ Διεθνής πρέπει να περιείχε όλα τα χαρακτηριστικά των κληρονόμων της. Και πράγματι, η βασικότερη διαφορά μεταξύ της Α’ Διεθνούς και των διαδόχων της είναι ότι στην Α’ Διεθνή μπορούμε να βρούμε σ’ ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο μίγμα όλα τα πιθανά χαρακτηριστικά ενός διεθνούς εργατικού κινήματος. Κατά την έρευνά μου για την ιστορία της Α’ Διεθνούς, το σημείο αυτό έγινε η αφετηρία μου, επίσης λόγω όσων γενικά βρίσκουμε στην ιστοριογραφία του κινήματος, τα οποία προσωπικά θεωρώ ότι δεν εξηγούν συνεκτικά ή ικανοποιητικά την ύπαρξη και της ανάπτυξη της Α’ Διεθνούς[3]. Η ιστοριογραφία της Α’ Διεθνούς ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα. Είναι κυρίως πολεμική επειδή συνδέεται με τις διάφορες τάσεις εντός του αριστερού εργατικού κινήματος· συνεπώς, σε κάθε ιστοριογραφία τονίζονται ορισμένες πτυχές της Α’ Διεθνούς ενώ άλλες ούτε που αναφέρονται. Ως αποτέλεσμα, ίσως φανεί χρήσιμο, για αρχή, να δηλώσουμε τι δεν ήταν η Διεθνής Ένωση Εργατών.
Πρώτον, η Α’ Διεθνής δεν ήταν η μόνη διεθνής οργάνωση εργατών και δημοκρατών στην εποχή της. Υπήρχαν μισή ντουζίνα ακόμη τέτοιες οργανώσεις την περίοδο μεταξύ 1855 με 1868[4]. Όμως, απ’ όλες τις διεθνείς αυτές οργανώσεις, η Α’ Διεθνής ήταν η μόνη που συνέχισε να έχει απήχηση στο φαντασιακό. Δεύτερον: η Α’ Διεθνής δεν ήταν ο υποκινητής των Κομμούνων του 1870-1871, των παράξενων αυτών επαναστάσεων μεταξύ των δημοκρατικών επαναστάσεων του 1848 και των κομμουνιστικών επανάστασεων του 1917, συνδεόταν όμως μ’ αυτές. Τρίτον, όπως έχει ισχυριστεί ο Franz Mehring[5], παρά τους κόπους του James Guillaume[6] ν’ αποδείξει το αντίθετο, η πρωταρχική της σημασία δεν σχετίζεται με τη σύγκρουση μεταξύ του Μαρξ και του Μπακούνιν, υπήρξε όμως επιρρεπής σ’ αυτή τη σύγκρουση. Τέταρτον, δεν ήταν ούτε μια οργάνωση συνδικάτων ούτε μια οργάνωση εργατικών πολιτικών κομμάτων. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι σε πολλές χώρες υπήρχαν παραρτήματα της Διεθνούς Ένωσης Εργατών χωρίς όμως να υπάρχουν τότε ούτε συνδικάτα ούτε εργατικά κόμματα: βρίσκονταν ακόμη εν τη γενέσει. Η Μεγάλη Βρετανία αποτελεί εξαίρεση λόγω του σχηματισμού των νέων συνδικάτων των ειδικευμένων τεχνιτών, χαρακτηριστικών της δεκαετίας του 1860[7]. Το ίδιο κι η Γερμανία, όπου η ίδρυση τόσο της ADAV [Γενική Ένωση Γερμανών Εργατών] όσο και της VDAV [Συνομοσπονδία Γερμανικών Εργατικών Ενώσεων] προσέφεραν για πρώτη φορά εθνικά δίκτυα για την οργάνωση των εργατικών τάξεων[8]. Η Α’ Διεθνής δεν ήταν ούτε σοσιαλδημοκρατική, ούτε αναρχική, ούτε συνδικαλιστική· δεν ήταν ούτε επαναστατική ούτε ρεφορμιστική· ήταν όλα τα πάραπανω ταυτόχρονα. Δεν ήταν μονολιθική· αντιθέτως, ήταν άμορφη και πολυμορφική. Στην πραγματικότητα, περιείχει όλα τα χαρακτηριστικά τα οποία επικαλούνταν το σύνολο των κληρονόμων της.
Η επιτυχία της Διεθνούς Ένωσης Εργατών κι η μετέπειτα φήμη της ως Α’ Διεθνής οφειλόταν στον συνδυασμό δύο σημαντικών στοιχείων: προσέφερε ένα όραμα για το μέλλον και λειτουργούσε ως ένα όργανο στην καθημερινή ζωή. Τα περιεχόμενα του οράματος για το μέλλον που προσέφερε η Α’ Διεθνής είναι πολύ γνωστά: οι αδύναμοι θ’ αποκτήσουν δύναμη και θ’ απονεμηθεί δικαιοσύνη σ’ όσους αδικούνταν. Ήταν ένα σοσιαλιστικό όραμα μιας αταξικής κοινωνίας. Η Διεθνής Ένωση Εργατών το διατύπωσε ως εξής: «ο αγώνας για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης δεν είναι αγώνας για ταξικά προνόμια και μονοπώλια, αλλά για ίσα δικαιώματα και καθήκοντα και για την κατάργηση κάθε ταξικής κυριαρχίας». Το χάσμα μεταξύ του μέλλοντος και της καθημερινής ζωής γεφυρωνόταν με τη διάσημη πρώτη πρόταση του γενικού καταστατικού: «η χειραφέτηση της εργατικής τάξης πρέπει να κατακτηθεί απ’ την ίδια την εργατική τάξη»[9]. Πιο άμεσα, η Διεθνής Ένωση Εργατών είχε χρησιμότητα ως ένα όργανο της καθημερινής ζωής επειδή στόχευε να δράσει ως ρυθμιστής, σε διεθνή κλίμακα, της προσφοράς εργασίας. Καλό είναι να εστιάσουμε λίγο σ’ αυτό. Η Διεθνής Ένωση Εργατών προσπάθησε να επιτύχει αυτόν τον στόχο υποδεικνύοντας την αναγκαιότητα σχετικής δράσης σε μια σειρά από εκθέσεις του Γενικού Συμβουλίου της στα ετήσια γενικά Συνέδρια. Για παράδειγμα, στη Γενεύη το 1866: «Η αντιμετώπιση των μηχανορροφιών των καπιταλιστών, σε περιπτώσεις απεργιών και λοκ-άουτ, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τον ξένο εργάτη ως εργαλείο ενάντια στον ντόπιο εργάτη, αποτελεί μια απ’ τις ιδιαίτερες λειτουργίες που η Εταιρεία μας έχει έως τώρα εκτελέσει μ’ επιτυχία. Ένας απ’ τους μεγάλους σκοπούς της Ένωσης είναι να κάνει τους εργάτες των διαφορετικών χωρών όχι μόνο να νιώθουν αδέλφια και σύντροφοι, μα και να πράττουν ως τέτοιοι στον στρατό της χειραφέτησης»[10]. Στη Λωζάνη το 1867: «Ένα απ’ τα καλύτερα μέσα για την επίδειξη της ωφέλιμης επιρροής της διεθνούς συνεργασίας είναι η στήριξη που έδωσε η Διεθνής Ένωση Εργατών στις καθημερινές επαγγελματικές διενέξεις»[11]. Στη Βασιλεία το 1869: «Αυτή [η έκκληση των απεργών υφαντουργών της Νορμανδίας στο Συμβούλιο] υπήρξε μια σπουδαία ευκαιρία να δείξουμε στους καπιταλιστές ότι ο διεθνής τους βιομηχανικός πόλεμος, που εκτελείται με τη συμπίεση των μισθών σήμερα σ’ αυτή τη χώρα κι αύριο στην άλλη, μπορεί επιτέλους να ελεγχθεί απ’ τη διεθνή ένωση των εργατικών τάξεων»[12].
Η Διεθνής Ένωση Εργατών ήθελε να πραγματώσει αυτούς τους στόχους προτείνοντας: «μια στατιστική έρευνα για την κατάσταση των εργατικών τάξεων όλων των χωρών που να διεξαχθεί απ’ τις ίδιες τις εργατικές τάξεις»[13]· εκδίδοντας ένα ερωτηματολόγιο[14] και δρώντας σε πρακτικές συνθήκες οργανώνοντας βοήθεια για εργάτες που απεργούσαν είτε προειδοποιώντας τους συναδέλφους τους σε άλλες περιοχές ή/και άλλες χώρες για το μπλοκάρισμα πρόσληψης απεργοσπαστών, είτε στέλνοντας χρηματική βοήθεια σε στήριξη των απεργών[15]. Ο δύο στόχοι, αυτός του μέλλοντος της αταξικής κοινωνίας κι αυτός της καθημερινής πρακτικής για τη ρύθμιση της διεθνούς προσφοράς εργασίας, συνδέονταν μεταξύ τους μέσω της ιδέας ότι η χειραφέτηση των εργατικών τάξεων πρέπει ν’ αποτελεί έργο της δράσης των ίδιων των εργατικών τάξεων. Οι στόχοι δεν συνδέονταν μόνο μέσω του τρόπου με τον οποίο έπρεπε να επιτευχθούν· συνδέονταν επίσης απ’ τη χρονική διαδοχή τους· η σοσιαλιστική, αταξική κοινωνία μπορεί να οριστεί ως μια κοινωνία στην οποία η αγορά εργασίας έχει καταργηθεί, επειδή ο καπιταλισμός, ή με άλλα λόγια το μισθωτό σύστημα, θα είχε καταργηθεί. Δεν θα προσλαμβάνονταν πλέον εργατικά χέρια. Η ρύθμιση της προσφοράς εργασιακής δύναμης, κατά προτίμηση σε διεθνή κλίμακα, ήταν ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Ο συνδυασμός των δύο στόχων διακρίνει της Διεθνή Ένωση Εργατών απ’ τις άλλες διεθνείς οργανώσεις της εποχής της. Κατά τη σχετικά σύντομη περίοδο της ύπαρξής της (8-12 χρόνια) έφερε ήδη κάποια απ’ τα σημάδια του μύθου στον οποίο μετατράπηκε τα μετέπειτα χρόνια. Την ίδια στιγμή, κατέληξε να εκπροσωπεί μια σαφή πραγματικότητα, υπολογίσημη τόσο για τους εχθρούς όσο και για τους φίλους της.
Παρακάτω θα περιγράψω την ιστορία του βελγικού τομέα/ομοσπονδίας της Διεθνούς Ένωσης Εργατών έτσι ώστε να εξειδικεύσω τη φύση της, επειδή η βελγική περίπτωση είναι αντιπροσωπευτική των χαρακτηριστικών του συνόλου της Διεθνούς. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται απ’ τη θέση που κατέλαβε ο βελγικός τομέας/ομοσπονδία στο σύνολο του κινήματος απ’ τη στιγμή που ολοκληρώθηκε η διαμόρφωση του βελγικού τομέα, δηλαδή απ’ το γενικό συνέδριο στις Βρυξέλλες το 1868 κι έπειτα. Ο βελγικός τομέας έγινε μια επιφανής ομοσπονδία, προσφέροντας χαρακτηριστικά και λύσεις που βρήκαν απήχηση σε μεγάλα κομμάτια του κινήματος. Αυτό γίνεται εμφανές στη σύγκρουση που αναδύθηκε ύστερα απ’ την ήττα της Παρισινής Κομμούνας και που συνεχίστηκε ως το γενικό συνέδριο στη Χάγη το 1872. Εδώ οι συγκρουόμενες τάσεις αποδείχτηκαν ασυμφιλίωτες και τράβηξε η καθεμιά τη δική της πορεία.
Πριν περάσουμε στην ιστορία του βελγικού τομέα/ομοσπονδίας, χρειάζεται πρώτα να πούμε μερικά πράγματα για το ίδιο το Βέλγιο. Οι Νότιες Κάτω Χώρες (που αργότερα έγιναν το βασίλειο του Βελγίου) γνωρίσαν τη δική τους βιομηχανική επανάσταση, κυρίως στους παραδοσιακούς κλάδους του βαμβακιού, του άνθρακα και του σιδήρου. Η επανάσταση αυτή ξεκίνησε περί του 1780, όταν οι Νότιες Κάτω Χώρες βρίσκονταν υπό αυστριακή κυριαρχία κι η αυστριακή κυβέρνηση ωθούσε την οικονομική ανάπτυξη. Όταν, στη στροφή του αιώνα [απ’ τον 18ο στον 19ο] η περιοχή έγινε μέρος του γαλλικού βασιλείου, η διαδικασία αυτή συνεχίστηκε μέσω της ζήτησης πολεμικού εξοπλισμού απ’ τους Γάλλους. Απ’ το 1815 κι έπειτα, όταν η περιοχή έγινε το νότιο κομμάτι του Βασιλείου της Ολλανδίας, η κυβέρνηση προώθησε την εκβιομηχάνιση. Τελικά, το 1830/1831, οι Νότιες Κάτω Χώρες αποσπαστήκαν απ’ την Ολλανδία μέσω μιας πολιτικής επανάστασης η οποία έφερε μερικά σημάδια μιας κοινωνικής επανάστασης. Ο αμυδρός κοινωνικοεπαναστατικός χαρακτήρας της απόσχισης σύντομα εξολοθρεύτηκε όταν το καθολικό δικαίωμα ψήφου, το οποίο εφαρμόστηκε μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα, αντικαταστάθηκε από ένα τιμοκρατικό σύστημα ψήφου [δηλαδή, δικαίωμα ψήφου είχαν μόνο οι ιδιοκτήτες ενός συγκεκριμένου μεγέθους περιουσίας και πάνω]. Κατά την περίοδο 1850-1870, οι εξελίξεις στους βιομηχανικούς κλάδους ήταν ακόμη περισσότερο αξιοσημείωτες από πριν· πχ, στα ανθρακωρυχεία η παραγωγή τριπλασιάστηκε. Το τιμοκρατικό σύστημα ψήφου προξένησε μια δημοκρατική αντιπολίτευση ενάντια στο κυρίαρχο πολίτευμα το οποίο ελεγχόταν από δύο κόμματα, ένα φιλευθέρο κι ένα χριστιανοκαθολικό. Τα κόμματα αυτά διαφωνούσαν για τη σχέση μεταξύ της Καθολικής Εκκλησίας και του Κράτους, όμως μέχρι το 1857 σχημάτιζαν μεταξύ τους κυβερνήσεις συνεργασίας. Το σχίσμα που συνέβη τότε μεταξύ των άρχουσων τάξεων έδωσε νέες ευκαιρίες στη δημοκρατική αντιπολίτευση. Αναπτύχθηκε επίσης κι ένα ρήγμα στο εσωτερικό της αντιπολίτευσης το οποίο, το 1860-1861, οδήγησε τελικά στη δημιουργία μιας ξεχωριστής οργάνωσης για τις εργατικές τάξεις, διακριτή απ’ τη γενικότερη δημοκρατική αντιπολίτευση. Η οργάνωση αυτή λεγόταν Le Peuple, Association de la démocratie militante [Ο Λαός, Ένωση της μαχητικής δημοκρατίας], με έδρα τις Βρυξέλλες.
ΙΙ. Ο Βελγικός Τομέας/Ομοσπονδία
Θα παρουσιάσω τώρα μια γενική απεικόνιση της ιστορίας της Διεθνής Ένωσης Εργατών και των επακόλουθών της στο Βέλγιο[16], κι ύστερα θ’ αναλύσω τη φύση αυτής της συγκεκριμένης οργάνωσης, συμπεριλαμβανομένης σε μια ταξινομία. Κατά τη γνώμη μου, η ταξινομία είναι εφαρμόσιμη σχεδόν σ’ όλες τις εθνικές ή περιφερειακές ομοσπονδίες της Διεθνούς Ένωσης Εργατών. Απ’ τη στιγμή που η Διεθνής Ένωση Εργατών θεωρήθηκε απ’ όλους τους διαδόχους της ως «Α’ Διεθνής», η ταξινομία πρέπει να είναι εφαρμόσιμη επίσης στους διαδόχους της.
α. Ο σχηματισμός
Στόχος του Le Peuple υπήρξε: «Η συνένωση όλων των δημοκρατών γύρω από ένα κοινό κέντρο κι η οργάνωση κατ’ αυτόν τον τρόπο του σοσιαλιστικού κόμματος, αυτός υπήρξε ο πρώτος στόχος της Ένωσης […] Απ’ αυτή την ιδέα οργάνωσης του δημοκρατικού κόμματος πηγάζει, ως επακόλουθο, η ομοσπονδία των εργατικών ενώσεων»[17]. Η σημασία του Le Peuple κείτεται στο απλό γεγονός ότι υπήρχε, και είχε τη δική του περιοδική έκδοση. Δεν πρέπει κανείς να υπερεκτιμά τον αριθμό των υποστηρικτών της νέας οργάνωσης· ανέρχονταν σε μερικές εκατοντάδες, κυρίως στις Βρυξέλλες. Η οργάνωση είχε επαφές με μερικές επαρχιακές πόλεις, κυρίως με μέλη του κινήματος των ελευθερόφρονων. Η εφημερίδα του λεγόταν La Tribune du Peuple [Το Βήμα του Λαού] (το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε στις 12 Μαΐου 1861), και τ’ όνομα αυτό πρέπει να παρθεί κυριολεκτικά. Η ένωση δεν είχε μεγάλη εσωτερική συνοχή, κι όποιες συμφωνίες υπήρχαν αφορούσαν την ύπαρξη ενός κοινού στόχου. Ωστόσο, οι απόψεις διέφεραν αναφορικά με τον τρόπο που θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Μια φραξιά θεωρούσε ότι αρκούσε η μελέτη των κοινωνικών προβλημάτων, ενώ η άλλη ήταν της άποψης ότι σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί η οργάνωση των μελών της σε, πχ, καταναλωτικές κολλεκτίβες, καθώς και να προστεθεί ένα σύστημα ασφάλισης υγείας.
Τα μέλη αυτής της μικρής, ετερογενούς ένωσης δεν είχαν ανοσία στις ευκαιρίες που παρουσιάζονταν απ’ την AFU [Καθολική Ομοσπονδιακή Ένωση], μια διεθνή οργάνωση που ιδρύθηκε στις Βρυξέλλες τον Σεπτέμβριο του 1863 κατά το μοντέλο της δημοκρατικής συνέλευσης της Λα Σο-Ντε-Φον το 1862. Κι οι δύο υπήρξαν προσπάθειες δημιουργίας ενός σημείου συγκέντρωσης όλων των δημοκρατών της Ευρώπης. Ο Le Peuple έδειξε όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην προσπάθεια ίδρυσης ενός παραρτήματος της Διεθνούς Ένωσης Εργατών στις Βρυξέλλες. Στις 17 Ιουλίου 1865, το παράρτημα αυτό ιδρύθηκε. Οι υπάρχουσες διαφωνίες στο εσωτερικού του Le Peuple δεν τερματίστηκαν με την ίδρυση του βελγικού τομέα της Διεθνούς Ένωσης Εργατών. Αν είχε γίνει αυτό, ο Le Peuple θα μπορούσε ν’ αυτοανακηρυχθεί σε βελγικό τομέα της Διεθνούς Ένωσης Εργατών. Μολονότι όλα τα μέλη της προκαταρκτικής επιτροπής του βελγικού τμήματος ήταν μέλη του Le Peuple, όλα τους ανήκαν στη φραξιά υπέρ των καταναλωτικών κολεκτίβων και του συστήματος ασφάλισης υγείας. Τον Σεπτέμβριο του 1865, το νεοϊδρυθέν παράρτημα έστειλε έναν εκπρόσωπο στο συνέδριο της Διεθνούς Ένωσης Εργατών στο Λονδίνο. Ύστερα απ’ αυτό, δεν συνέβη τίποτα μέχρι το τέλος του 1865. Τότε ο βελγικός τομέας της Διεθνούς Ένωσης Εργατών μπήκε επίσημα στον Le Peuple. Σ’ αντάλλαγμα γι’ αυτή την κίνηση, το La Tribune du Peuple, ξεκινώντας με το τεύχος της 28ης Ιανουαρίου 1866, πέρα από επίσημη έκδοση του Le Peuple έγινε κι επίσημη έκδοση της Διεθνούς Ένωσης Εργατών.
Αυτός ο συμβιβασμός δεν οδήγησε σε καμία διεύρυνση των δραστηριοτήτων του βελγικού τομέα. Μολονότι ο βελγικός τομέας είχε πρόσβαση στην εφημερίδα, αυτή ελεγχόταν απ’ τον Le Peuple. Μια αλλαγή της κατάστασης ήρθε τον Νοέμβριο του 1866 υπό την πίεση μερικών συνδικάτων στις Βρυξέλλες, τα οποία ήθελαν να ξέρουν τι ακριβώς θα συμβεί αν, μπαίνοντας στον τομέα, μπουν στη Διεθνή Ένωση Εργατών. Ο βελγικός τομέας, ακόμη υπό την αιγίδα του Le Peuple, αναγκάστηκε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, κι αυτό οδήγησε σε μερικά επακόλουθα. Ένας παράγοντας που συνείσφερε στα γεγονότα που ακολούθησαν ήταν η αποδυναμωμένη θέση του Le Peuple, ο οποίος είχε εμφανώς χάσει τον έλεγχο επί των εργατικών ενώσεων, οι οποίες έτειναν πλέον να προτιμούν τον βελγικό τομέα της Διεθνούς Ένωσης Εργατών. Ο τελευταίος ιδρύθηκε για δεύτερη φορά τον Μάιο του 1867, πλέον ανεξάρτητος απ’ τον Le Peuple. Μολαταύτα, προς το παρόν, το La Tribune du Peuple συνέχιζε ν’ αποτελεί κοινή έκδοση του Le Peuple και της Διεθνούς Ένωσης Εργατών στο Βέλγιο. Η βάση του βέλγικου τομέα της Διεθνούς Ένωσης Εργατών σχηματίστηκε με τη συμμετοχή των συνδικάτων των μαραγκών, των μαρμαράδων, των τσαγκάρηδων, των ραφτών και των εργατών του κλάδου της μεταλλουργίας, στις Βρυξέλλες στα μέσα του 1867.
β. Η διεύρυνση του κινήματος
Η διεύρυνση του κινήματος έλαβε χώρα σε δύο κύματα. Το πρώτο συνέβη απ’ το φθινόπωρο του 1867 ως την άνοιξη του 1868, στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας. Μεταξύ των πόλεων αυτών μπορούμε να διακρίνουμε δύο είδη: εκείνες με μικτές δραστηριότητες, όπως οι Βρυξέλλες, η Αμβέρσα, η Λιέγη κι η Μπρυζ· κι εκείνες με μια επικρατούσα δραστηριότητα όπως η Γάνδη, όπου κυριαρχούσε η βαμβακοβιομηχανία, και το Βερβιέ, στο οποίο η κύρια οικονομική δραστηριότητα ήταν η βιομηχανία μαλλιού. Ανεξαιρέτως, έλαβε χώρα μια διαίρεση της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στα δύο αυτά είδη πόλεων, παρόμοια μ’ εκείνη στις Βρυξέλλες. Τα ζητήματα που προκάλεσαν τις διαιρέσεις ήταν ήδη παρόντα στο εσωτερικό της υπάρχουσας δημοκρατικής αντιπολίτευσης, όμως η Διεθνής Ένωση Εργατών τα υποδαύλισε περαιτέρω.
Σε κάθε πόλη επικράτησε και μια ορισμένη φραξιά της αντιπολίτευσης: οι ελευθερόφρονες ήταν παρόντες στις Βρυξέλλες, την Αμβέρσα, τη Λιέγη, τη Γάνδη και το Βερβιέ· μετά βίας είχαν παρουσία στην Μπρυζ. Το φλαμανδικό κίνημα ήταν παρόν στην Αμβέρσα και την Μπρυζ· λιγότερο στη Γάνδη και σχεδόν καθόλου στις Βρυξέλλες. Δεν είναι ότι η Λιέγη και το Βερβιέ δεν έβλεπαν το φλαμανδικό κίνημα με συμπάθεια, όμως, στην πράξη, δεν εμπλέχτηκαν μ’ αυτό. Η αντίσταση ενάντια στα σχέδια μεταρρύθμισης του στρατού και το κάλεσμα για καθολικό δικαίωμα ψήφου εμφανίστηκε και στις 6 αυτές πόλεις. Ειδικά η Αμβέρσα κι η Λιέγη οδηγήθηκαν στην αντίσταση υπό την προοπτική σχεδιασμένης οχύρωσης, κάτι που κι οι δύο πόλεις δεν ήθελαν. Το αποτέλεσμα των προαναφερθέντων διαιρέσεων υπήρξε σ’ όλες τις περιπτώσεις ότι μόνο μια μικρή ομάδα εργατών μπήκε στη Διεθνή Ένωση Εργατών, είτε ως άτομα είτε ως μικρές ομάδες που ανήκαν σ’ ορισμένα επαγγέλματα. Και τα δύο αυτά είδη μελών μπήκαν στη Διεθνή με την πρόθεση να βάλουν τα τοπικά σωματεία στο τοπικό παράρτημα της Διεθνούς, ή να οργανώσουν ένα σωματείο στον κλάδο τους, το οποίο να συνδεθεί με τη Διεθνή.
Το δεύτερο κύμα ξεκίνησε την άνοιξη του 1868 και συνέχισε μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου του 1869. Το δεύτερο αυτό κύμα περιλάμβανε κυρίως τους ανθρακωρύχους και τους μεταλλεργάτες απ’ τα λεκανοπέδια της Βαλλωνίας. Στο δυτικότερο λεκανοπέδιο, την Μπορινάζ, υπήρχαν μόνο ανθρακωρυχεία· στ’ άλλα τρία, στη La Louvière, το Σαρλερουά και τη Λιέγη, υπήρχαν κι οι δύο βιομηχανικοί κλάδοι. Στα 4 αυτά λεκανοπέδια, υπήρχαν χωριά διαφορετικού μεγέθους. Στα χωριά των βιομηχανικών λεκανοπεδίων δεν υπήρχε κανένα απ’ τα στοιχεία που προκαλούσαν τις διαιρέσεις του πρώτου κύματος στις πόλεις, μολονότι υπήρχαν μερικοί διασκορπισμένοι ακτιβιστές που ίσως επεδείκνυαν μια ελαφρά προτίμηση για το κίνημα των ελευθεροφρόνων. Σωματεία μετά βίας υπήρχαν εκεί, κι η Διεθνής Ένωση Εργατών ήταν η πρώτη που τα έφερε σ’ αυτές τις περιοχές.
Οι περιπτώσεις που υπήρξαν επαφές, είτε με πρωτοβουλία των Βρυξελλών είτε κάποιας άλλης πόλης, ήταν ποικίλες, κι είναι δύσκολο να βρούμε το μοτίβο τους. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η εξάπλωση έγινε εντός των διαφορετικών επαγγελμάτων, πχ, απ’ τους μαραγκούς των Βρυξελλών στους μαραγκούς της Αμβέρσας, της Λιέγης, του Βερβιέ, της Γάνδης. Αυτό δεν σημαίνει ότι μια τέτοια επαφή οδηγούσε αυτόματα σ’ ένταξη στη Διεθνή. Τοπικές περιστάσεις ίσως αποτρέπαν την ένταξη. Φυσικά, το μοτίβο της ένταξης κατ’ επάγγελμα είναι καθαρότερο στα 4 λεκανοπέδια της Βαλλωνίας, με τον αριθμό των επαγγελμάτων που συναντούσε κανείς σ’ αυτές τις περιοχές ν’ ανέρχονται το περισσότερο σε τρία. Στις πόλεις, αυτός θα ήταν ο ελάχιστον αριθμός.
Γενικά μιλώντας, τα είδη των επαγγελμάτων που εντάσσονταν στη Διεθνή στο Βέλγιο ήταν τα ίδια μ’ εκείνα όλων των άλλων χωρών όπου εξαπλώνοταν η Διεθνής. Πρωτίστως μαραγκοί, ράφτες, τσαγκάρηδες και μεταλλεργάτες· τα επαγγέλματα αυτά μπορούν να βρεθούν σε οποιαδήποτε πόλη ενός ορισμένου μεγέθους. Άλλα επαγγέλματα ήταν περισσότερο τοπικοποιημένα, καθώς απαντώνται σε βιομηχανικούς κλάδους συνδεδεμένους με συγκεκριμένες πόλεις ή περιφέρειες. Αυτή είναι η περίπτωση των ανθρακωρύχων. Η Διεθνής Ένωση Εργατών άγγιξε κοινότητες ανθρακωρύχων, πχ, στο Le Creusot και το Σαιντ-Ετιέν (Γαλλία) και στην πρωσική Σιλεσία· μεγάλος αριθμός ανθρακωρύχων απ’ τα 4 λεκανοπέδια του Βελγίου εντάχθηκαν στη Διεθνή. Η κλωστοϋφαντουργία είναι επίσης ισχυρά τοπικοποιημένη. Στη Διεθνή εντάχθηκαν εργαζόμενοι στο βαμβάκι, πχ, στη Γάνδη (Βέλγιο) και τη Βασιλεία (Ελβετία)· εργάτες της βιομηχανίας μαλλιού εντάχθηκαν, πχ, στο Βερβιέ (Βέλγιο) και τη Νορμανδία (Γαλλία). Η βιομηχανία μαλλιού στο Βερβιέ μπορεί να συγκριθεί με τη βιομηχανία μεταξιού της Λυών και την ωρολογοποιία του ελβετικού Ιούρα. Στις περιπτώσεις αυτές λάμβανε χώρα η μετάβαση απ’ την οικοτεχνία στο σύγχρονο βιομηχανικό σύστημα. Κι οι τρεις περιπτώσεις έγιναν προπύργια της αυτονομιστικής πτέρυγας της Διεθνούς Ένωσης Εργατών.
γ. Η οργάνωση του κινήματος
Η διεύρυνση του κινήματος κατέστησε αναγκαία μια περισσότερο αποδοτική οργάνωση στο Βέλγιο. Τον Ιούλιο του 1868, στο πρώτο συνέδριο όλων των βελγικών παραρτημάτων, αποφασίστηκε ότι προς το παρόν το παράρτημα των Βρυξελλών θα δρούσε ως το κεντρικό παράρτημα του Βελγίου. Στο Χριστουγεννιάτικο Συνέδριο των βελγικών παραρτημάτων αποφασίστηκε η ίδρυση μιας βελγικής ομοσπονδίας. Η εκτελεστική επιτροπή είχε την έδρα της στις Βρυξέλλες κι απαρτίζονταν από μέλη του παραρτήματος των Βρυξελλών. Έτσι, το κίνημα στο Βέλγιο έφτασε στην ίδρυση ενός εθνικού, κεντρικού αντίστοιχου φορέα, όπως πρότεινε η παράγραφος 7 του Γενικού Καταστατικού[18]. Άλλες πτυχές της ανάπτυξης της οργάνωσης στο Βέλγιο απαιτούν περαιτέρω προσοχή. Υπήρχε μια αυξανόμενη ζήτηση για μια ανεξάρτητη εφημερίδα. Η κοινή έκδοση με τον Le Peuple του La Tribune du Peuple καθιστούσε τον βελγικό τομέα της Διεθνούς υπερβολικά εξαρτημένο στον Le Peuple. Το πρόβλημα αυτό ήρθε στην επιφάνεια όταν, στο δεύτερο μισό του 1868, το κεντρικό παράρτημα ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για την εξαγορά του La Tribune du Peuple. Οι διαπραγματεύσεις οδήγησαν σε μια τελική διαμάχη μεταξύ του Le Peuple και του βελγκικού κεντρικού παραρτήματος της Διεθνούς Ένωσης Εργατών. Μέχρι το τέλος του 1868, το La Tribune du Peuple σταμάτησε την κυκλοφορία του. Η απόφαση του Χριστουγεννιάτικου Συνέδριου για την ίδρυση ενός κεντρικού φορέα για το Βέλγιο συμπεριλάμβανε την απόφαση για την έκδοση μιας εβδομαδιαίας εφημερίδας. Η L’Internationale [Η Διεθνής] εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις 17 Ιανουαρίου 1869, ως η φωνή του βελγικού τομέα. Κάποιοι αντιτιθέμενοι, παραμένοντας στην οργάνωση του Le Peuple, προσπάθησαν να ιδρύσουν έναν δικό τους τομέα της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, απ’ τον Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο του 1869, εκδίδαν το La Nouvelle Tribune du Peuple [Το Νέο Βήμα του Λαού].
Μια άλλη εξέλιξη που απαιτεί την προσοχή μας έχει να κάνει με τις μορφές με τις οποίες εκδηλώθηκε η ίδια η οργάνωση. Λίγο μετά τη δεύτερη ίδρυση του παραρτήματος των Βρυξελλών, τον Μάιο του 1867, καθιερώθηκαν δύο επιτροπές: μια διοικητική, λειτουργώντας ως ένα κέντρο που ασχολείται με ζητήματα όπως η αλληλογραφία με άλλες πόλεις και με το Γενικό Συμβούλιο στο Λονδίνο, την οργάνωση της προπαγάνδας μέσω δημόσιων συζητήσεων και την παροχή νομικής βοήθειας. Στην άλλη επιτροπή, την ομοσπονδιακή, κάθε τοπική επαγγελματική ομάδα εκπροσωπούνταν από 3 εκπροσώπους, με στόχο την υπεράσπιση των συμφερόντων της κάθε ομάδας τόσο στις Βρυξέλλες όσο κι αλλού. Τ’ οργανωτικό αυτό μοντέλο εξάχθηκε, έτσι όπως ήταν, απ’ τις Βρυξέλλες στις άλλες πόλεις, όμως δεν μπορούσε να λειτουργήσει σε κάθε μία εξ αυτών λόγω έλλειψης ενταταγμένων οργανωμένων επαγγελματικών ομάδων. Μολαταύτα υιοθετήθηκε με την άποψη δυνητικών μελλοντικών εντάξεων: τη στιγμή που θα υπήρχε μια τέτοια ένταξη, έπρεπε να υπάρχει διαθέσιμο το οργανωτικό μοντέλο. Το μοντέλο αυτό δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στα 4 βιομηχανική λεκανοπέδια της Βαλλωνίας. Σε πολλές περιοχές αυτών των λεκανοπεδίων, η πρωταρχική ανάγκη ήταν η δημιουργία ενός ανεξάρτητου ταμείου για την ασφάλεια υγείας, καθώς κι ενός απεργιακού ταμείου. Τότε, τα ταμεία συγχωνεύθηκαν. Αυτή η συγχώνευση αρχικά πραγματοποιήθηκε σε περιφερειακό επίπεδο· την περίοδο της πιο εκτενούς διεύρυνσης, ακολούθησε και στο υποπεριφερειακό επίπεδο. Για παράδειγμα, το λεκανοπέδιο του Σαρλερουά κάποια στιγμή ήταν υποδιαιρεμένο σε τέσσερις υποομοσπονδίες, καλύπτοντας το βόρειο, το ανατολικό το δυτικό και το κεντρικό κομμάτι του λεκανοπεδίου. Τα υποπεριφερειακά κέντρα είχαν μια λειτουργία παρόμοια μ’ εκείνη των τοπικών παραρτημάτων. Αυτό το οργανωτικό μοντέλο δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια μιας πυρετώδους διεύρυνσης του κινήματος μεταξύ των αρχών του 1869 και την άνοιξη του 1870. Το μοντέλο αυτό υπήρξε αναγκαίο λόγω πρακτικών σκοπών. Η οργάνωση σε περιφερειακές ομοσπονδίες υιοθετήθηκε για το σύνολο του Βελγίου, δηλαδή, και στις πόλεις, ύστερα απ’ το Γενικό Συνέδριο στη Χάγη τον Σεπτέμβριο του 1872, ως αποτέλεσμα της αυτονομίστικης στάσης που εξέφρασε εκεί η βελγική ομοσπονδία.
δ. Η ιδεολογία
Όπως προαναφέραμε, το κίνημα στο Βέλγιο άκμαζε απ’ το τέλος του 1868 κι ύστερα· η εξέλιξή του οδήγησε στη δημιουργία νέων μορφών οργάνωσης. Η ιδεολογία του κινήματος αναπτύχθηκε σε στενή σύνδεση με πρακτικά ζητήματα. Ωστόσο, οι οργανωτικές μορφές επίσης καθορίζονταν με το ένα μάτι στραμμένο σε μελλοντικούς στόχους. Στο εσωτερικό της οργάνωσης, οι στόχοι για άμεση δράση κι οι στόχοι για το μέλλον συνδέονταν· συνεπακόλουθα, οι στόχοι αυτοί έγιναν κομμάτι της παρούσας δράσης κι οργάνωσης.
Ένα άρθρο του Eugène Hins (του τότε γραμματέα της βελγικής ομοσπονδίας), με τον τίτλο «Les institutions actuelles de l’Internationale du point de vue de l’avenir» [«Οι Παρόντες Θεσμοί της Διεθνούς απ’ τη Σκοπιά του Μέλλοντος»][19], μπορεί να λειτουργήσει ως παράδειγμα. Μας δίνει μια πλήρη εικόνα της οργάνωσης εκείνη την εποχή και της λειτουργίας των διάφορων διαιρέσεών της για την οργάνωση στο μέλλον. Το παράρτημα εκπροσωπεί το επίπεδο ενός δήμου. Το παράρτημα περιλαμβάνει όλους τους εργάτες κι ασχολείται μ’ όλα τα ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος. Έχει μια Διοικητική Επιτροπή η οποία αποτελεί ένα εκτελεστικό σώμα, κι ένα Ομοσπονδιακό Συμβούλιο, αποτελούμενο από εκπροσώπους των διάφορων οργανωμένων επαγγελματικών ομάδων. Στο τοπικό επίπεδο, το σώμα αυτό ελέγχει τις σχέσεις μεταξύ των διάφορων επαγγελματικών ομάδων και τις δραστηριότητές τους. Είναι, συνεπώς, μια εκπροσώπηση οικονομικών συμφερόντων. Το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο συντονίζει τις Αντιστασιακές Εταιρείες. Οι τελευταίες οργανώνοταν κατά επάγγελμα. Πρέπει να ελέγχουν την κατάσταση των πραγμάτων σ’ έναν συγκεκριμένο επαγγελματικό ή βιομηχανικό κλάδο. Στο μέλλον, θα καθορίζαν τις τιμές, τόσο τις τιμές κόστους όσο και τις τιμές πώλησης, ώστε να καθοριστούν οι μισθοί σε κάθε κλάδο. Οι Αντιστασιακές Εταιρείες θα οργανώναν την παραγωγή και θα ήταν ικανότερες σ’ αυτό απ’ ότι τα υπάρχοντα Συνεργατικά Εργαστήρια, τα οποια δεν αναμένονταν να διευρυνθούν περαιτέρω. Οι Καταναλωτικές Κολλεκτίβες ήδη λειτουργούσαν σε μερικά παραρτήματα. Υπό τις υπάρχουσες συνθήκες, το καθήκον τους ήταν να παρέχουν καλύτερα αγαθά σε χαμηλότερες τιμές. Στο μέλλον θα γινόντουσταν ένα είδος σούπερ-μάρκετ στο επίπεδο του δήμου. Θα ελέγχαν επίσης τη διανομή των αγαθών σε τιμές κόστους, δηλαδή, σε μια μη-κερδοσκοπική βάση.
Τα ταμεία αμοιβαίας ωφέλειας και πρόνοιας είχαν μια δυνατότητα διεύρυνσης. Θα δρούσαν ως γενικά ασφαλιστικά ταμεία σε περίπτωση ασθένειας, γήρατος κι αναπηρίας, κι ως ασφάλιση ζωής για τον κύριο μισθωτό της οικογένειας. Ο στόχος ήταν η κατάργηση της φιλανθρωπίας. Τα ταμεία θα στηρίζονταν από εισφορές όλων των εργαζόμενων αντρών και γυναικών.
Το ζήτημα της εκπαίδευσης δεν θίχτηκε ιδιαίτερα στο Βέλγιο, επειδή εκείνη την περιόδο δεν μπορούσαν να γίνουν και πολλά επί του ζητήματος. Όμως, κάθε τομέας προσπαθούσε να κάνει κάτι οργανώνοντας συζητήσεις και διαλέξεις, εκδίδοντας τη δική του εφημερίδα ώστε να πληροφορήσει τους εργάτες για τα δικαιώματά τους, ώστε να ρωτήσει «που μαζεύουμε τα υλικά για την οικοδόμηση της μελλοντικής κοινωνίας». Το ζήτημα ήταν η εκπαίδευση του λαού, κι αυτό συνεπάγεται να είναι κανείς «ταυτόχρονα εργάτης κι επιστήμονας». Συνεπακόλουθα, ήταν αναγκαίο να προωθηθεί η πλήρης μόρφωση, έτσι όπως προτάθηκε και συζητήθηκε στο γενικό συνέδριο της Διεθνούς Ένωσης Εργατών στις Βρυξέλλες τον Σεπτέμβριο του 1868.
Η οργάνωση του δικαστικού συστήματος στο μέλλον ουσιαστικά θα πραγματώνονταν μέσω του θεσμού των υπερασπιστικών ταμείων. Σ’ έναν βαθμό, αυτά λειτουργούσαν ήδη στο ότι προσφέραν νομική βοήθεια στους εργάτες όταν έπρεπε να υπερασπιστούν τους εαυτούς σε μια αγωγή που απαιτούσε οικονομική στήριξη. Η αξία αυτής της οργανωτικής πτυχής μπορούσε ν’ αποδειχθεί μόνο στο μέλλον. Η απονομή δικαιοσύνης θα κείτονταν στα χέρια ενός ενόρκου, ο οποίος ποτέ δεν θα κρατούσε τη θέση για πολύ καιρό. Ήλπιζαν ότι κατ’ αυτό τον τρόπο η απονομή δικαιοσύνης θα μπορούσε να βρει ένα ορθολογικό θεμέλιο. Η πίστωση, δηλαδή, η ροή χρήματος κι αγαθών, στην μελλοντική κοινωνία θα οργανώνονταν στο επίπεδο του δήμου, δηλαδή, του παραρτήματος. Το σύστημα αυτό δεν είχε ακόμα εφαρμοστεί· βρισκόταν υπό συζήτηση στα γενικά συνέδρια της Διεθνούς Ένωσης Εργατών στη Λωζάνη (1867) και τις Βρυξέλλες (1868). Αναφορικά μ’ αυτό, το παράρτημα των Βρυξελλών είχε κάποιες προτάσεις στην ατζέντα του.
Τέλος, οι διπλωματικές σχέσεις του μέλλοντος θα ήταν μόνο ένα Κεντρικό Γραφείο Στατιστικής, Αλληλογραφίας και Πληροφοριών. Ο Hins δεν το εξηγεί αυτό περαιτέρω. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να γίνει κατανοητό ως εξής. Στην μελλοντική κοινωνία, η διπλωματία έτσι όπως υπάρχει σήμερα θα έχει καταστεί περιττή. Οι σχέσεις μεταξύ των χωρών θα έχουν παύσει να υπάρχουν, καθώς οι εθνικές κοινότητες θα έχουν εξαφανιστεί. Πάσα πιθανότητα συγκρούσεων μεταξύ των χωρών θα έχει εξαλειφθεί· ο κόσμος θα έχει μετατραπεί σε μια κοινότητα. Επιπλέον, η έννοια του Κεντρικού Γραφείου Στατιστικής, Αλληλογραφίας και Πληροφοριών θα έπαιζε έναν άλλον ρόλο, υπό άλλες περιστάσεις, και σ’ ένα μέλλον που βρισκόταν λιγότερο από 4 χρόνια μακρυά. Στο γενικό συνέδριο της Διεθνούς Ένωσης Εργατών στη Χάγη (Σεπτέμβριος 1872), η αντιπολίτευση ενάντια στο Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς προσπαθούσε να περιορίσει τις λειτουργίες του Γενικού Συμβουλίου στις λειτουργίες ενός τέτοιου Κεντρικού Γραφείου Στατιστικής, Αλληλογραφίας και Πληροφοριών[20].
Το άρθρο του Hins ασχολούνταν κυρίως με την οικονομική οργάνωση των εργατικών τάξεων. Όσον αφορά την πολιτική τους δράση, κύκλοι διανοούμενων που έτρεφαν συμπάθεια για τη Διεθνή Ένωση Εργατών προτείναν την ιδέα της «Εκπροσώπησης της Εργασίας»[21], κι η L’Internationale το έφερε υπό την προσοχή των συνδρομητών της. Η ιδέα ήταν να σχηματιστεί ένα πολιτικό σώμα της εργατικής τάξης πλάι σ’ αυτό της αστικής, με τον στόχο να εκπροσωπήσει τα οικονομικά συμφέροντα των εργατικών τάξεων στο πολιτικό επίπεδο – όπως το Κοινοβούλιο εκπροσωπούσε, απ’ αυτή την οπτική, τα οικονομικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Έτσι, τόσο η οικονομική όσο κι η πολιτική οργάνωση των εργατικών τάξεων θα έμενε εκτός του αστικού πλαισίου, ώστε σε βάθος χρόνου θα μπορούσε ν’ αντικαταστήσει τους αστικούς θεσμούς και την αστική εξουσία. «Ώστε σε κάθε δήμο να ιδρυθεί ένα παράρτημα της Διεθνούς, κι η νέα κοινωνία θα σχηματιστεί κι η παλιά κοινωνία θα καταρρεύσει μ’ ένα χτύπημα»[22]. Με άλλα λόγια: «Η Διεθνής θα γίνει το ανθρώπινο είδος!»[23]
Αυτά υπήρξαν τα προσχέδια για το μέλλον, έτσι όπως διατυπώθηκαν κατά την ακμή του κινήματος.
ε. Η κρίση
Το πέμπτο συνέδριο της βελγικής ομοσπονδίας τον Ιούνιο του 1870 είδε μια κλιμάκωση με όρους αριθμού εκπροσώπων, εκπροσωπώντας 50 τομείς. Καθώς το κίνημα αναπτύσσονταν ραγδαία, ήταν λογικό ν’ αναμένουν ότι τα πλάνα που έκαναν για το μέλλον δεν απείχαν πολύ απ’ το να πραγματωθούν. Η προσδοκία ότι σύντομα θα έρθει η νίκη ενισχύονταν επειδή οι μιλιτάντηδες του κινήματος ήταν πεποισμένοι ότι κατείχαν το ηθικό δίκιο.
Όμως, η πρόοδος της γεωγραφικής διεύρυνσης του κινήματος ήδη βρέθηκε υπό έλεγχο όταν ξέσπασε ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος. Ο πόλεμος κι η προσωρινή απουσία μερικών εκ των ηγετών και μέρους των μελών του κινήματος είχε ήδη επιβαρύνει σοβαρά την προοπτική της οργάνωσης την περίοδο της Παρισινής Κομμούνας. Επιπλέον, απ’ τα τέλη του Αυγούστου του 1871 κι ύστερα, η βελγική ομοσπονδία κατακλύστηκε από διαδοχικές απεργίες, όπως αυτές στη βιομηχανία μετάλλου, που μάχονταν για τη δεκάωρη εργάσιμη ημέρα. Οι περισσότερες απ’ τις απεργίες είχαν μια απρόσμενη επιτυχία, εν μέρει λόγω της οικονομικής ανάκαμψης ύστερα απ’ τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο, ο οποίος είχε αυξήσει τη ζήτηση για διάφορα αγαθά και συνεπώς τη ζήτηση για ειδικευμένη εργασία. Όμως, η βελγική ομοσπονδία της Διεθνούς, παρότι μπορούσε δίκαια να ισχυριστεί ότι κατέστησε τις απεργίες εφικτές προωθώντας απεργιακά ταμεία και διδάσκοντας πως διεξάγεται μια απεργία, στην πραγματικότητα δεν έπαιξε κανέναν ρόλο σ’ αυτές. Είχε χάσει τον δυναμισμό της στο ευρύτερο εργατικό κίνημα. Αυτό σημαίνει ότι απ’ τη στιγμή που η διαδικασία βρισκόταν σε κίνηση, μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς τον καταλύτη. Οι ακολουθητές της Διεθνούς δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι το κίνημά τους θα έπαυε να εξελίσσεται. Εμμείναν στις ιδέες που περιέγραψε, μεταξύ άλλων, ο Hins, δηλαδή, στη βραχυπρόθεσμη υπόσχεση μιας Διεθνούς με τους «θεσμούς» της, η οποία θ’ αντικαθιστούσε τις παλιές κοινωνικές δομές χωρίς ν’ απαιτείται πολιτική δράση με την έννοια της συμμετοχής στις δομές του υπάρχοντος κράτους.
Τον Σεπτέμβριο του 1871, η Βελγική Ομοσπονδία έστειλε μια αντιπροσωπεία έξι ατόμων στο Συνέδριο της Διεθνούς Ένωσης Εργατών στο Λονδίνο. Σύμφωνα με τα πρακτικά του Συνεδρίου, δεν διαφώνησαν με τις θέσεις που έλαβε το Γενικό Συμβούλιο στο Λονδίνο, ούτε γενικά, ούτε αναφορικά με τις αποφάσεις «IX: Πολιτική Δράση των Εργατικών Τάξεων» και «XVI: Αναφορικά με τη Συμμαχία της Σοσιαλδημοκρατίας», οι οποίες, μεταξύ άλλων, ορίζαν το δικαίωμα του Γενικού Συμβουλίου στο Λονδίνο ν’ αποδέχεται ή ν’ απορρίπτει την ένταξη ενός νέου τομέα ή ομάδας. Κι οι δύο αυτές αποφάσεις αργότερα αποδείχτηκαν μείζονα πηγή συγκρούσεων. Πίσω στις Βρυξέλλες, τα διάφορα ζητήματα σπάνια εγέρθηκαν[24]· δεν εκφράστηκε καμία θεμελιώδης κριτική των αποφάσεων του συνεδρίου.
Ωστόσο, έγινε σύντομα σαφές ότι η βελγική ομοσπονδία θ’ ακολουθούσε μια διαφορετική πορεία. Όσον αφορά τη λειτουργία του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, το 8ο συνέδριο της βελγικής ομοσπονδίας τον Δεκέμβριο του 1871 ψήφισε ομόφωνα μια δήλωση στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφέροταν ότι το Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς Ένωσης Εργατών δεν υπήρξε ποτέ τίποτα παραπάνω παρά ένα Κεντρικό Γραφείο Στατιστικής, Αλληλογραφίας και Πληροφοριών κι ότι έπρεπε να σχεδιαστεί ένα νέο σύνολο ρυθμίσεων για τη Διεθνής. Η βελγική ομοσπονδία παρήγγειλε απ’ το συμβούλιό της να σχεδιάσει ένα προσχέδιο των νέων ρυθμίσεων και να το δημοσιεύσει, ώστε να συμμετάσχει στη συζήτηση το σύνολο του κινήματος. Το 9ο συνέδριο της βελγικής ομοσπονδίας τον Μάιο του 1872 συζήτησε τις προτεινόμενες ρυθμίσεις. Αυτές προβλέπαν, μεταξύ άλλων, την κατάργηση του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης Εργατών. Το Συνέδριο δεν κατάφερε να καταλήξει σε μια απόφαση σ’ εκείνη τη σύνοδο· οπότε καλέστηκε ένα έκτακτο συνέδριο τον Ιούλιο του 1872. Σ’ αυτή τη συζήτηση αποφασίστηκε ότι το Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς θα έπρεπε να διατηρηθεί, όχι όμως με την μέχρι τώρα εξουσία του ή με την μέχρι τώρα σύνθεση· κάθε εντεταγμένη χώρα θα έστελνε 3 εκπροσώπους στο Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς. Το Γενικό Συμβούλιο δεν θα επενέβαινε σε εγχώρια ζητήματα των εθνικών ομοσπονδιών, θα παραιτούνταν του δικαιώματος ν’ αποβάλλει τομείς και το δικαίωμα αυτό θα δινόταν στο Γενικό Συνέδριο της Διεθνούς. Σ’ αντίθεση με τις προτάσεις της βελγικής ομοσπονδίας, τις οποίες στηρίζαν κι η ολλανδική, η ισπανική κι η ιουράσια ομοσπονδία και τμήμα των Γάλλων εκπροσώπων, το Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς ήθελε να ενισχύσει τον έλεγχό του επί του κινήματος, επαναλαμβάνοντας τις θέσεις που πήρε στο συνέδριο του Λονδίνου έναν χρόνο νωρίτερα (1871). Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη που οι εκπρόσωποι της βελγικής ομοσπονδίας ψηφίσαν ενάντια στις προτάσεις του Γενικού Συμβουλίου στο Γενικό Συνέδριο της Χάγης (Σεπτέμβριος 1872). Στο επόμενο συνέδριο της βελγικής ομοσπονδίας τον Δεκέμβριο του 1872, οι αποφάσεις της Χάγης απορρίφθησαν.
Το δεύτερο αμφισβητούμενο ζήτημα, που περιέχονταν στην απόφαση IX του συνεδρίου του Λονδίνου, αναφορικά με την πολιτική δράση των εργατικών τάξεων, δεν υπήρξε καλοδεχούμενο στο Βέλγιο. Προφανώς, η πολιτική δράση, όπως η ίδρυση ενός πολιτικού κόμματος, μπορούσε να ερμηνευτεί μόνο ως σύνταξη με τον εχθρό, μέσω του δικού του είδους οργάνωσης, συμμετέχοντας στα σώματα και τους οργανισμούς που κυβερνούνται απ’ τον εχθρό. Η αντίσταση ενάντια σ’ αυτή την πορεία έγινε έκδηλη ήδη απ’ τη φαινομενική συμπάθεια για την πρόταση αναφορικά με μια «Εκπροσώπηση της Εργασίας».
στ. Τα μεθεόρτια
Το χώρισμα των δρόμων ύστερα απ’ τη Χάγη το 1872 έφερε μια μεγάλη ανακούφιση σε όσους στέκονταν ενάντια στο Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς Ένωσης Εργάτων. Ξεκίνησαν αμέσως ν’ αναδιοργανώνουν τη βελγική ομοσπονδία. Το ζήτημα εγέρθηκε στο συνέδριο της ομοσπονδίας τον Δεκέμβριο του 1872. Προτάθηκε ότι ο εθνικός, κεντρικός φορέας θα έπρεπε να παύσει ν’ αποτελεί ένα σώμα αποτελούμενο από 17 άτομα, όλα τους απ’ την ίδια περιοχή· αντ’ αυτού, θα έπρεπε ν’ αποκτήσει μια μικτή σύνθεση, έχοντας μέλη εν μέρει απ’ την περιοχή όπου το συμβούλιο εδραζόταν, κι εν μέρει απ’ τις περιφέρειες-κλειδιά. Η κεντρική οργάνωση δεν θα έπρεπε πλέον να έχει τη βάση της μόνιμα σ’ ένα μέρος (τις Βρυξέλλες), αλλά θα έπρεπε να μεταφέρεται σε διάφορα περιφερειακά κέντρα της χώρας. Αυτό θα ίσχυε επίσης και για τη τοποθεσία του συνέδριου. Η προτεινόμενη οργανωτική μορφή εφαρμόστηκε κατά το 1873 και το 1874, όμως δεν κατάφερε να βγάλει την ομοσπονδία απ’ το αδιέξοδο· αντιθέτως, παρήκμασε περαιτέρω. Παρά τον διαρκώς μειωνόμενο αριθμό των μελών, μερικά απ’ τα παραρτήματα, αποκαλούμενα τώρα «ομοσπονδίες», συνεχίσαν τις δραστηριότητές τους, πχ, στις Βρυξέλλες, την Αμβέρσα, το Βερβιέ, τη Λιέγη και τη Γάνδη· ύστερα από λίγο ένιωσαν μια ανάγκη επαναπροσανατολισμού[25].
Υπήρξε αναγκαίο να διατηρήσουν το πλάνο για μια μελλοντική αταξική κοινωνία, όμως έγινε εμφανές ότι η πραγμάτωση του πλάνου αυτού θα έπαιρνε περισσότερο καιρό απ’ ότι αρχικά αναμέναν. Η ανάγκη για προνοιακή νομοθεσία, όπως η προστασία του εργάτη στον χώρο εργασίας, ο περιορισμός του χρόνου εργασίας, καλύτερες συνθήκες υγιεινής στον χώρο εργασίας κι η απαγόρευση της παιδικής εργασίας, ήταν ακόμη επιτακτικά παρούσα· το ίδιο κι η ανάγκη για εκπαίδευση των εργατών και των παιδιών τους. Αυτά ήταν τα παλιά ζητήματα που είχε προβάλλει η δημοκρατική αντιπολίτευση, συμπεριλαμβανομένων των εργατών, δηλαδή, πριν συμβεί το ρήγμα στις γραμμές της δημοκρατικής αντιπολιτεύσης, γύρω το 1860. Οι προσπάθειες να πραγματωθούν τα ζητήματα δεν στέφθηκαν πάντα επιτυχείς. Εκείνο που είχε κερδηθεί μέσω των επίμονων προσπαθειών ήταν ότι τα ζητήματα αυτά ήταν τώρα καθαρά παρόντα στα μυαλά των εργατών. Η διαφορά ήταν ότι τα ζητήματα αυτά ήρθαν τώρα ξανά στο προσκήνιο σε αναμονή και προετοιμασία του τελικού στόχου. Δεν στέκονταν πια μόνα τους· υπηρετούσαν τώρα την έγερση σοσιαλιστικής συνείδησης στις εργατικές τάξεις και την προώθηση των οργανώσεών τους. Είχαν γίνει χαρακτηριστικά του εργατικού κινήματος και θα έπαιζαν έναν κρίσιμο ρόλο στο κίνημα αυτό. Λόγω της σύνδεσης αυτών των πρακτικών ζητημάτων με τον τελικό στόχο, η οργάνωση έπρεπε να παραμείνει μια οργάνωση ανεξάρτητων, ταξικά συνειδητοποιημένων εργατών.
Επιπλέον, οι αρχές θα έπρεπε να έρθουν αντιμέτωπες μ’ αιτήματα. Δράσεις λήφθηκαν. Το Επιμελητήριο Εργασίας, εδραιωμένο στις Βρυξέλλες και τη Γάνδη, ξεκίνησε να κάνει παρεμβάσεις στο Κοινοβούλιο[26]. Αντιπροσωπείες συζύγων των ανθρακωρύχων προσπάθησαν ν’ απευθυνθούν άμεσα στον Βασιλιά. Στα τέλη του 1876, υπήρξαν προσπάθειες να ιδρυθεί ένα εθνικό, σοσιαλιστικό κόμμα. Οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν. Μόνο στη Φλάνδρα, την Αμβέρσα και τη Γάνδη ρίζωσε η δράση, κι οδήγησε στην ίδρυση του Φλαμανδικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα Βραβάντης εξέδωσε το πρόγραμμά του το 1878· έναν χρόνο αργότερα, το 1879, οι δύο περιφερειακές οργανώσεις συγχωνεύθηκαν και σχηματίσαν το Βελγικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Μετατράπηκε σε Βελγικό Εργατικό Κόμμα το 1885. Το Βελγικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, δρώντας εντός των πλαισίων του εθνικού κράτους, είχε πλήρη συνείδηση του διεθνούς χαρακτήρα του εργατικού κινήματος. Τα προαναφερθέντα αιτήματα αναφορικά με την πρόνοια και την εκπαίδευση ενσωματώθηκαν στο πρόγραμμα του κόμματος. Το κόμμα θεωρούσε ότι τα αιτήματα έπρεπε να εκπληρωθούην μ’ ένα διάταγμα, καθώς το κόμμα δεν ήταν ακόμη αρκετά καλά οργανωμένο ώστε να διευθύνει τα δημόσια ζητήματα. Το κόμμα ήθελε το κράτος να οργανωθεί στη βάση του καθολικού δικαιώματος ψήφου[27].
Ο τελικός στόχος αναφορικά με τη λήψη της εξουσίας στα χέρια των οργανωμένων εργατικών τάξεων και της αταξικής κοινωνίας, κι οι ενδιάμεσοι στόχοι για προνοιακή κι εργατική νομοθεσία και καθολικό δικαίωμα ψήφου, θεωρούνταν τώρα να χωρίζονται μόνο χρονικά[28]. Απ’ αυτή την άποψη, το κόμμα υπηρετούσε και τους δύο στόχους. Ωστόσο, υπήρχαν άλλες εργατικές οργανώσεις, όπως τα συνδικάτα και τα ταμεία ασφάλειας υγείας, με συγκεκριμένες λειτουργίες που υπηρετούσαν αξιοθαύμαστα τους ενδιάμεσους στόχους. Έπρεπε να συνδεθούν με το κόμμα. Ωστόσο, η πολιτική και κοινοβουλευτική δράση για την επίτευξη του ενδιάμεσου στόχου για την προνοιακή νομοθεσία υπήρξε το πεδίο του κόμματος. Στο πρώτο στάδιο, το κόμμα μπορούσε μόνο να φτάσει τους ενδιάμεσους στόχους στο πεδίο του βασιζόμενο στη συνδρομή και τη στήριξη των υπόλοιπων εργατικών οργανώσεων. Ύστερα απ’ το 1890, το κόμμα υπήρξε αυξανόμενα επιτυχημένο στο να θέσει υπό τη φτερούγα τους τις άλλες εργατικές οργανώσεις. Για να επιταχυνθεί η πάλη για την εκπλήρωση των ενδιάμεσων στόχων οι οποίοι έπρεπε να επιτευχθούν μέσω εθνικής νομοθεσίας, το βάρος του συνόλου του συμπλέγματος των οργανώσεων έπρεπε να προστεθεί στη ζυγαριά όταν οι γενικές απεργίες καλούνταν να υποστηρίξουν το αίτημα για καθολικό δικαίωμα ψήφου το 1891, το 1893, το 1902 και το 1913. Το κίνημα είχε κάποια επιτυχία στη δράση του για το δικαίωμα ψήφου και την προνοιακή νομοθεσία.
III. Η Φύση του Βελγικού Τομέα/Ομοσπονδίας
Θα προχωρήσω τώρα στην παρουσίαση του αναλυτικού σχεδίου που συνάγεται απ’ την ανάπτυξη του βελγικού τομέα/ομοσπονδίας όπως περιγράφτηκε παραπάνω. Πριν απ’ αυτό, θα ήθελα να κάνω μερικές εισαγωγικές παρατηρήσεις. Αρχικά, η θεωρητική ανάλυση για το πιο ειδικευμένο ζήτημα των εργατικών οργανώσεων είναι συγκριτική ελάχιστη. Κι όση θεωρητική ανάλυση υπάρχει, αποτελεί προϊόν πρακτικών πολιτικών σκέψεων. Δεν έχει καταφέρει ν’ αποβάλλει τα πολεμικά της περιεχόμενα, καθώς κάθε τέτοια ανάλυση στοχεύει να επιτύχει στο πολιτικό πεδίο της τελικής δοκιμής των συνδικάτων και των σοσιαλιστικών οργανώσεων γενικά. Κατά την άποψή μου, αυτό αποτελεί μια πολύ στενή βάση για την μελέτη και την ερμηνεία αυτού του είδους οργανώσεων.
Στοχεύω σε κάτι διαφορετικό: προσπαθώ να επανασυλλάβω το κοινωνικό νόημα τέτοιων οργανώσεων με τους όρους του νοήματος που είχαν για τους υποστηρικτές τους. Το σημείο αφετηρίας μου είναι ότι η οργάνωση αποτελεί την έκφραση των ίδιων των ακολούθων της. Αυτό σημαίνει να ερευνήσουμε τη φύση της Διεθνούς Ένωσης Εργατών μέσω της εύρεσης του ποια υπήρξε η λειτουργία της για τους ακολούθους της. Τι κινητοποίησε τους υποστηρικτές της; Πως ήθελαν οι μιλιτάντηδες να επιτύχουν τους στόχους τους, όπως τους πρότεινε η Διεθνής; Τα κίνητρα κι οι στόχοι πρέπει ν’ ανιχνευθούν ερευνώντας τις δράσεις τους, ερευνώντας τις μορφές οργάνωσης που δημιουργήθηκαν για την υλοποίηση των δράσεων, κι ερευνώντας την ιδεολογία του κινήματος. Η ιδεολογία εν μέρει συνίσταται από μια γενική πτυχή, λειτουργώντας για όλους τους υποστηρικτές και κινητοποιώντας τους σταθερά. Όπως προαναφέρθηκε, αυτό εκφράστηκε μέσω μιας απλής, αποκαλυπτικής φόρμουλας: την κατάργηση του συνόλου της ταξικής κυριαρχίας, δηλαδή, μια αταξική κοινωνία. Οι δρώντες μέσω των οποίων θα ολοκληρώνοταν αυτός ο στόχος ήταν εξίσου ρητά προσδιορισμένοι. Οι αξίες τους ήταν επίσης γενικές και σταθερές: η χειραφέτηση των εργατικών τάξεων πρέπει να κατακτηθεί απ’ τις ίδιες τις εργατικές τάξεις. Αυτή η φόρμουλα υποθέτει ένα ανεξάρτητο, αυτοοργανωμένο εργατικό κίνημα, που θα δημιουργηθεί απ’ την ένωση των εργατών όλων των χωρών. Έχουμε ύστερα τα χαρακτηριστικά της Διεθνούς που αλλάζουν με τον χρόνο και δεν λειτουργούν γενικά, για όλους τους ακόλουθούς της. Αυτά είναι: η στρατηγική, δηλαδή, οι αντιλήψεις για τις πολιτικές κι οι οικονομικές δράσεις κι οι αναμεταξύ τους σχέσεις· οι αντιλήψεις για τα γεωγραφικά επίπεδα στα οποία το κίνημα θα πρέπει να είναι ενεργό και για την αλληλεξάρτησή τους· οι τρόποι δράσεις κι οι μορφές οργάνωσης· τα μεταβαλλόμενα στοιχεία στην ιδεολογία που πρέπει να συσχετιστούν με τις αντιλήψεις για τον χρόνο που χρειάζεται για την επίτευξη του στόχου, σύμφωνα με την μεταβαλλόμενη γνώμη των ακολούθων επ’ αυτού του ζητήματος. Θα προχωρήσω τώρα στη διερεύνηση των σταθερών χαρακτηριστικών.
1. Στρατηγική
Δύο δρόμοι ήταν ανοικτοί: δράση στο πολιτικό πεδίο και δράση στο οικονομικό πεδίο. Κι οι δύο αναφέρονται στο «Γενικό Καταστατικό»: «επομένως, η οικονομική χειραφέτηση της εργατικής τάξης είναι ο μεγάλος τελικός σκοπός, στον οποίο πρέπει να υποταχθεί σαν μέσο κάθε πολιτικό κίνημα»[29]. Ο τομέας των Βρυξελλών, έχοντας διδαχτεί απ’ την εμπειρία των πρώτων ετών ύπαρξής του, στη δεύτερη ίδρυσή του έστησε δύο διαχειριστικές επιτροπές. Οι λειτουργίες που αποδώθηκαν σε καθεμιά αντιστοιχούν στο καθένα εκ των δύο πεδίων: η Διοικητική Επιτροπή ήταν υπεύθυνη των πολιτικών ζητημάτων, κι η Ομοσπονδιακή Επιτροπή των οικονομικών. Κι οι δύο επιτροπές μπορούσαν να λειτουργούν εν χορώ, όμως μπορούσε και μια εξ αυτών να βγει μπροστά, αν και μόνο προσωρινά, ανάλογα με τις περιστάσεις έτσι όπως κατανοούνταν απ’ τους ακολούθους τους, είτε στο σύνολό τους είτε ένα κομμάτι αυτών.
2. Γεωγραφικά επίπεδα κι αντιλήψεις γι’ αυτά
Μπορούμε να διακρίνουμε 4 επίπεδα: το τοπικό, το περιφερειακό, το εθνικό και το διεθνές.
α) Το τοπικό ήταν ήταν το επίπεδο στο οποίο λειτουργούσαν συνήθως οι εργατικές οργανώσεις των διάφορων ειδών, κι ήταν συνεπώς το πρακτικό σημείο αφετηρίας για μια οργάνωση. Ο στόχος της οργάνωσης ήταν ο συνδυασμός αυτών των αποκομμένων εταιρειών. Αυτό από μόνο του είναι ένα χαρακτηριστικό που υποδεικνύει αλλαγή, κίνηση.
β) Η ερμηνεία του περιφερειακού επιπέδου σαφώς αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Στην αρχική φάση του, σήμαινε μια οργάνωση βασισμένη σε μια γλωσσική οντότητα. Η έννοια της γλωσσικής οντότητας ως μια κοινότητα, ως ένα έθνος, ήταν εξέχουσα στο αντιπολιτευτικό κίνημα της δεκαετίας του 1830 στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και τ’ αυστριακά εδάφη. Ως τέτοια, ήταν μια επαναστατική έννοια, όπως φάνηκε τα έτη 1848-1849[30]. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι εκείνο της Ομάδας των Γερμανόφωνων Τομέων του Johann Philipp Becker[31]· μια παρόμοια τάση μπορεί να βρεθεί στον φλαμανδικό και τον ολλανδικό τομέα το 1870-1871[32]. Πρέπει να γίνει σαφές ότι το εργατικό κίνημα στο Βέλγιο εκείνη την εποχή ενδιαφέρονταν ελάχιστα, αν όχι καθόλου, αναφορικά με το φλαμανδικό κίνημα· αυτό επίσης απογοήτευσε τους εργάτες, κατά τη γνώμη τους. Η περιφερειακή βάση για οργάνωση κατέληξε να σημαίνει κάτι τελείως διαφορετικό στο Γενικό Συνέδριο της Διεθνούς Ένωσης Εργατών στη Βασιλεία (Σεπτέμβριος 1869): η περιφερειακή οργάνωση, διαεθνικά, θεωρήθηκε ουσιώδης για την οργάνωση των συνδικάτων. Και στις δύο ερμηνείες, το περιφερειακό επίπεδο θεωρούνταν ως μια εναλλακτική του εθνικού επιπέδου· μ’ αυτή την έννοια, το περιφερειακό επίπεδο σήμαινε την άρνηση της αναγκαιότητας του εθνικού κράτους.
γ) Η δράση σ’ εθνική κλίμακα κλίμακα, σ’ αντιπαραβολή με την πρακτική των αποκομμένων τοπικών εταιρειών, προωθήθηκε στην παράγραφο 7 του «Γενικού Καταστατικού» για πρακτικούς λόγους. Όπως προαναφέρθηκε, ο Le Peuple προσπάθησε να γίνει μια εθνική οργάνωση· στο τέλος του 1868, ιδρύθηκε ο κεντρικός, εθνικός φορέας.
δ) Η ρύθμιση της προσφοράς εργασίας καθώς κι η ανάπτυξη της ταξικής πάλης σε διεθνή κλίμακα υπήρξε, φυσικά, ο λόγος ίδρυσης του κινήματος. Επιπροσθέτως, η λειτουργία σε διεθνή κλίμακα ήδη προσέφερε μια προεικόνιση της μελλοντικής αταξικής κοινωνίας, η οποία δεν θα γνώριζε σύνορα. Αυτό το χαρακτηριστικό υπήρξε γενικό, μόνιμο, όμως, όπως προαναφέρθηκε, οι ερμηνείες για τη λειτουργία, τη σύνθεσης και τη σημασία του διεθνούς κεντρικού φορέα άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου.
3. Τρόποι δράσης και μορφές οργάνωσης
α) Τρόποι δράσεις είναι: η προπαγάνδα μέσω του τύπου, η έκδοση εφημερίδων, μπροσούρων, φυλλαδίων, κλπ· συνέδρια, συζητήσεις· οι δράσεις των εργατών, όπως οι απεργίες, ή αξιώσεις γι’ αλλαγές στο πολιτικό σύστημα. Το παράδειγμα που δίνεται απ’ την πολιτική δράση, αλλάζοντας με την πάροδο του χρόνου, είναι αρκετά καθαρό. Στην πρώτη φάση, η πολιτική δράση των εργατικών τάξεων έρχονταν σε πέρας σε συνεργασία με τη δημοκρατική αντιπολίτευση, εντός των ορίων του εθνικού κράτους· ύστερα ακολούθησε η φάση της διστακτικής πολιτικής δράσης, ανεξάρτητα («Εκπροσώπηση της Εργασίας») και με διεθνή προοπτική· τρίτον, το κίνημα αναγκαζόταν σε πολιτική δράση, ανεξάρτητα κι εντός των ορίων του εθνικού κράτους, χωρίς όμως ν’ αποδέχεται τα όρια αυτά ως το καθοριστικό πλαίσιο της πολιτικής του δράσης.
β) Μορφές οργάνωσης: όπως προαναφέρθηκε, αυτές διαρκώς αλλάζαν. Εν συντομία, αναφέρω: η συνολική εξαγωγή του οργανωτικού μοντέλου των Βρυξελλών σ’ άλλες πόλεις· το συμπέρασμα ότι δεν επαρκούσε για τα 4 λεκανοπέδια της Βαλλωνίας κι ακολούθησε μια προσαρμογή στο περιφερειακό επίπεδο· η ισχύς της οργάνωσης σε μια περιφερειακή βάση· τέλος, η λειτουργική οργάνωση (κόμμα, συνδικάτα) σ’ εθνική βάση. Ίσως είναι σαφές ότι κάθε φάση αντιστοιχεί σε πρακτικές ανάγκες του κινήματος, κι αυτές με τη σειρά τους επηρεάζονται απ’ την εκτίμηση του χρόνου που χρειάζεται για την επίτευξη των στόχων.
4. Ιδεολογία κι έννοιες αναφορικά με τον χρόνο που χρειάζεται για την επίτευξη του στόχου
α) Κομμάτια της εργατικής τάξης είχαν κάποια στιγμή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι θα έπρεπε να οργανωθούν και να δράσουν ανεξάρτητα. Αυτό συμπεριλάμβανε το να έχουν μια δική τους ιδεολογία. Οι μόνιμες έννοιες της ιδεολογίας έχουν ήδη κατονομαστεί· ανάμεσά τους ήταν κι ο διεθνισμός. Ο διεθνισμός μπορούσε να ερμηνευτεί ως η άρνηση της εθνικής, αστικής κοινωνίας και της πολιτικής εκείνης που ήταν αποκλειστικά αστική.
β) Όταν το κίνημα βρισκόταν στην ακμή του, ο αναγκαίος χρόνος για την επίτευξη του τελικού στόχου θεωρούνταν μικρός. Στη φάση της ύφεσης του κινήματος, μερικοί ακτιβιστές συνειδητοποίησαν ότι ο αναγκαίος χρόνος για την επίτευξη του τελικού στόχου ίσως να είναι αρκετά μακρύς, κι ότι αυτό ίσως είχε συνέπειες στη δράση, την οργάνωση και την ιδεολογία του κινήματος. Οπότε, τέθηκαν στο προσκήνιο ενδιάμεσοι στόχοι. Περιττό να πούμε ότι η μεταβαλλόμενη άποψη για τον αναγκαίο χρόνο υπήρξε ένα αποτέλεσμα του ρυθμού του κινήματος.
IV. Διστακτική Εφαρμογή
Η αναλυτική μελέτη της φύσης του βελγικού τομέα/ομοσπονδίας της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, με οδήγησε να διατυπώσω ένα σχέδιο των στοιχείων τα οποία μπορούν να ερμηνεύσουν το κίνημα της Διεθνούς. Έχω λόγο να συμπεράνω ότι αυτό το σχέδιο ισχύει και για τις άλλες εθνικές ή περιφερειακές ομοσπονδίες της Διεθνούς, καθώς και για όλες τις μετέπειτα διεθνείς σοσιαλιστικές εργατικές οργανώσεις. Σε κάθε περίπτωση, η σχέση μεταξύ των συστατικών στοιχείων θα εμφανίζεται διαφορετική. Έδωσα εδώ μια σύντομη, περιορισμένη εικόνα. Στη Διεθνή Ένωση Εργατών, η δράση, η μορφή της οργάνωσης και τα πλάνα για το μέλλον αλληλοσυνδέονταν με μια διεθνιστική, σοσιαλιστική ιδεολογία. Στη Β’ Διεθνή, όταν το κίνημα πίστευε σ’ έναν μεσοπρόθεσμο χρόνο -ότι η επίτευξη του τελικού στόχου δεν αποτελεί ένα ζήτημα ετών, αλλά μιας γενιάς- το χάσμα μεταξύ της επαναστάσης και της δράσης για χάρη μεταρρύθμισεων σ’ εθνικό επίπεδο γεφυρώθηκε για μερικές δεκαετίες από μια ιδεολογία που ήταν σοσιαλιστική καθώς και διεθνιστική. Μπορούμε να προσθέσουμε ότι κατά τα πρώτα χρόνια της Γ’ Διεθνούς, η ενότητα δράσης, οργάνωσης κι ιδεολογίας αποκαταστάθηκε, επειδή υπήρχε η ελπίδα ότι εντός μερικών ετών οι εργατικές τάξεις θα νικήσαν. Η Γ’ Διεθνής θεωρούσε εαυτόν ως το καθολικό κόμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Απ’ αυτή την άποψη, κι επειδή ο διεθνισμός ήταν ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό της, η Γ’ Διεθνής επιδεικνύει μια αξιοσημείωτη ομοιότητα με την Α’ Διεθνή. Πιθανόν, χώρις μια σοσιαλιστική προοπτική η οποία, επιπλέον, να θεωρείται εφικτή βραχυπρόθεσμα ή έστω μεσοπρόθεσμα, δηλαδή, το πολύ εντός μιας γενιάς, δεν μπορεί να υπάρξει κανένας διεθνισμός που να διαποτίσει το πνεύμα, τις οργανώσεις και τις δράσεις του εργατικού κινήματος.
Σημειώσεις:
1. [Σ.τ.Μ.]: Η Ένωση Σοσιαλιστικών Κομμάτων για Διεθνή Δράση, γνωστή κι ως Δυόμισι Διεθνής ή Διεθνής της Βιέννης, υπήρξε οργάνωση των σοσιαλιστικών κομμάτων εκείνων που δεν ήθελαν να ενταχθούν ούτε στον ρεφορμισμό της Β’ Διεθνούς ούτε στη Γ’ Διεθνή (Κομιντέρν, η Κομμουνιστική Διεθνής) όπου κυριαρχούσαν οι μπολσεβίκοι. Μια παρόμοια προσπάθεια εμφανίστηκε και περίπου μια δεκαετία αργότερα, η οποία συνήθως αποκαλείται Τρεισήμισι Διεθνής. Για τη Δυόμισι Διεθνή, βλέπε: http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=441
2. «Επειδή εμμέναν στην αυτονομία της εργασίας, το διεθνές ιδανικό των συνδικαλιστών παρέμενε εκείνο της Α’ Διεθνούς, την οποία θεωρούσαν ως μια πραγματικά επαναστατική Δεθνής εμποτισμένη μ’ ένα ελευθεριακό πνεύμα. Δεν εναποθέταν καμία πίστη στη Β’ Διεθνή, η οποία από νωρίς είχε δεσμευτεί στην πολιτική δράση» (W. Westergard-Thorpe, «Towards a Syndicalist International: The 1913 London Congress», International Review of Social History, XXIII, 1978, σελ. 33).
3. «Τέλος, επιτρέψτε μας να πούμε ότι δεν είναι εύκολο να συλλάβουμε την εικόνα της Διεθνούς Ένωσης Εργατών λόγω των πολλών φαινομενικών αντιφάσεών της: η Διεθνής Ένωση Εργατών εξελισσόταν πολύ γρήγορα, και μόνο μια λεπτομερής εξέταση μας δείχνει τη λογική της εξέλιξής της. Σ’ όσους δεν την εξετάζουν λεπτομερώς, η Διεθνής μοιάζει μ’ ένα θαμνώδες σύνολο ετερογενών στοιχείων, κάτι που αποθαρρύνει τον ερευνητή. Προξενεί την εντύπωση μιας πραγματικής ανικανότητας στο να θέσει ζητήματα και συμπεραίνει κανείς ότι η Διεθνής Ένωση Εργατών αποτελεί μια μορφή οργάνωσης του εργατικού κινήματος που είναι πια ξεπερασμένη και παρωχημένη, η οποία δεν μπορεί να μας διδάξει τίποτα» (J. Dhondt, «Rapport de Synthese» στο La Premiere Internationale, Παρίσι, 1968, σελ. 463-464).
4. Η Διεθνής Ένωση (1855), το Διεθνές Δημοκρατικό Συνέδριο (1862), η Οικουμενική Ομοσπονδιακή Ένωση (1863), η Λίγκα για την Ειρήνη και την Ελευθερία (1867), η Συμμαχία των Δημοκρατών Σοσιαλιστών (1868).
5. Franz Mehring, Karl Marx. Geschichte seines Lebens, Λειψία 1918, ιδίως τα κεφάλαια 11, 13 και 14, αναφορικά με μια επαναστατική ερμηνεία του μαρξισμού.
6. J. Cuillaume, L’Internationale, Documents et Souvenirs (1864-1878), 4 τόμοι, Παρίσι, 1905-1910, στ’ όνομα της συνδικαλιστικής τάσης.
7. H. Collins, «The International and the British Labour Movement: Origin of the International in England» στο La Premiere Internationale, σελ. 24-29.
8. Η ADAV ιδρύθηκε το 1863· η VDAV ιδρύθηκε επίσης το 1863, και ύστερα απ’ το συνέδριο στο Άιζεναχ το 1869 μετατράπηκε στο Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα, και τελικά συγχωνεύτηκε με την ADAV στο συνέδριο της Γκότα το 1875 σχηματίζοντας το Γερμανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα.
9. Και τα δύο παραθέματα είναι από το Καρλ Μαρξ, «Γενικό Καταστατικό της Διεθνούς Ένωσης Εργατών» στο Μαρξ & Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος πρώτος, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 452.
10. Κεφάλαιο «Instructions for the delegates of the provisional General Council. The different questions», ενότητα «2. International combination by the Agency of the Association, in the struggle between Labour and Capital», στο The General Council of the First International 1864-1866, σελ. 341.
11. «Third Annual Report of the IWMA», ενότητα «Interference in Trades’ Disputes» στο The General Council of the First International 1866-1868, σελ. 295-296.
12. «Report of the General Council to the Fourth Annual Congress of the IWMA» στο The General Council of the First International 1868-1870, σελ. 332.
13. Βλέπε τη σημείωση 10.
14. The General Council of the First International 1866-1868, σελ. 314.
15. Η ακόλουθη λίστα δεν είναι εξαντλητική: τυπογράφοι στη Λειψία, Μάιος 1866· ράφτες στο Λονδίνο και το Εδιμβούργο, άνοιξη 1866· Λονδρέζοι παρασκευαστές καλαθιών, Νοέμβριος 1866· Παριζιάνοι εργάτες ορείχαλκου, Φεβρουάριος/Μάρτιος 1867· οικοδόμοι στη Γενεύη, Μάρτιος-Απρίλιος 1868· πλέκτες κορδέλων και βαφείς μεταξωτών στη Βασιλεία, Νοέμβριος 1868-άνοιξη 1869· οικοδόμοι και στοιχειοθέτες στη Γενεύη, άνοιξη 1869· εργάτες σιδήρου στο Σεραίν, Απρίλιος 1869· ανθρακωρύχοι στην Μπορινάζ, Απρίλιος 1869· πολυάριθμες απεργίες στη Λυών και την περιοχή του ποταμού Λίγηρα στο δεύτερο μισό του 1869· καπνεργάτες στην Αμβέρσα, Μάρτιος-Ιούνιος 1871· μεταλλεργάτες στο Νιούκαστλ και το Βέλγιο απ’ τον Αύγουστο του 1871 κι έπειτα· μηχανικοί στη Ρουμπαί, 1871-1872· στοιχειοθέτες κι οικοδόμοι στο Λονδίνο, υφάντες στη Βοημία, μπακιρτζήδες στη Γλασκώβη, Νοέμβριος 1871. Πρβλ J. Dhondt, ό.π., σελ. 479-480. Για τον ρόλο της Διεθνούς Ένωσης Εργατών στη διεθνή ρύθμιση της προσφοράς εργασίας, βλέπε επίσης Mehring, ό.π., σελ. 402 και Collins, «The International and the British Labour Movement», ό.π., σελ. 26-27.
16. Το παρόν σχεδίασμα αντλεί σε μεγάλο βαθμό από ένα προς δημοσίευση δοκίμιο για την ιστορία του βελγικού τομέα/ομοσπονδίας της Διεθνούς Ένωσης Εργατών κι απ’ το Documents relatifs aux militants belges de l’Association Internationale des Travailleurs. Correspondance 1865-1872, Βρυξέλλες, 1986.
17. E. Steens, «A nos amis et a nos adversaires», La Tribune du Peuple, 4 Απριλίου 1869.
18. Καρλ Μαρξ, «Γενικό Καταστατικό της Διεθνούς Ένωσης Εργατών» στο Μαρξ & Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος πρώτος, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 454-455.
19. L’Internationale, 28 Φεβρουαρίου 1869.
20. Κατά τη γνώμη μου, ο καθορισμός της σημασίας και των λειτουργιών που αποδίδονται στον κεντρικό φορέα οποιασδήποτε διεθνούς, σοσιαλιστικής εργατικής οργάνωσης απ’ την Α’ Διεθνή κι ύστερα, αποτελεί ένα πρώτο κι αναγκαίο βήμα για τον προσδιορισμό της φύσης ενός τέτοιου κινήματος· το σχήμα του κεντρικού φορέα αποτελεί τη τελική και σαφέστερη έκφραση ενός τέτοιου κινήματος. Η προσεκτική μελέτη του κεντρικού φορέα μπορεί να μας διδάξει πολλά αναφορικά με τη φύση μιας διεθνούς, σοσιαλιστικής εργατικής οργάνωσης.
21. Ένα σώμα αποτελούμενο από εκλεγμένους εκπροσώπους της εργατικής τάξης που έχει ως αποστολή να ετοιμάσει την πολιτική και κοινωνική αναδιοργάνωση της χώρας, η οποία θα εκτελεστεί από εκείνους που ψηφίσαν, δηλαδή απ’ τους μισθωτούς εργάτες (Le Mirabeau, 6 Φεβρουαρίου 1870).
22. Eugène Hins, «Les institutions actuelles de l’Internationale du point de vue de l’avenir».
23. Από τον ύμνο της Διεθνούς. [Σ.τ.Μ.]: Πρόκειται για τον στίχο που στα ελληνικά έχει αποδωθεί ως «Ω! Να ‘τη, μας προσμένει στον κόσμο η Διεθνής».
24. M. Molnar, Le Declin de la Premiere Internationale, Γενεύη, 1963, σελ. 108.
25. Πρβλ D. Deweerdt, De Belgische socialistische arbeidersbeweging op zoek naar een eigen vorm, 1872-1880, Αμβέρσα, 1972.
26. L. Bertrand, Histoire de la Democratie et du Socialisme en Belgique, vol. II, Βρυξέλλες, 1907, σελ. 297-300.
27. Programme et Statuts du Parti Socialiste Beige, ψηφίστηκε απ’ το εργατικό Συνέδριο των Βρυξελλών, 13 & 14 Απριλίου 1879, Γάνδη, 1879, σελ. 6-7 & 5.
28. P. de Witte, De Geschiedenis van “Vooruit” en de Gentsche Socialistische Werkersbeweging sedert 1870, Γάνδη, 1898, σελ. 58-59.
29. Καρλ Μαρξ, «Γενικό Καταστατικό της Διεθνούς Ένωσης Εργατών» στο Μαρξ & Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος πρώτος, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 452.
30. Βλέπε P. Robertson, Revolutions of 1848: a social history, Πρίνστον, 1967.
31. R. P. Morgan, The German Social Democrats and the First International 1864-1872, Κέιμπριτζ, 1965, ιδίως σελ. 74-97.
32. D. Devreese, «De rode Groot-Nederlandse gedachte» στο Spiegel Historiael, X, 1975, σελ. 476-485.