Στην παράδοση του μαρξισμού, η ιδεολογία έχει συχνά θεωρηθεί ως μια «ψευδής συνείδηση», μια καθαρή αυταπάτη.
Υπερβάλλοντας λίγο αυτόν τον τρόπο θεώρησης για να τον δείξουμε καθαρότερα, θα μπορούσαμε να πούμε πως [για τον χυδαίο μαρξισμό] υπάρχουν τρεις βαθμοί πραγματικότητας: 1) η οικονομία, η οποία, σε τελευταία ανάλυση, είναι η μόνη αντικειμενική κι ολοκληρωτικά μη-ιδεολογική πραγματικότητα· 2) το δίκαιο και το κράτος, που ήδη είναι κάπως λιγότερο πραγματικά αντιπροσωπεύοντας ως ένα ορισμένο σημείο μια ιδεολογική άποψη· 3) η καθαρή ιδεολογία χωρίς κανένα αντικείμενο, τελείως μη-πραγματική (η «καθαρή ανοησία»). (Καρλ Κορς, Μαρξισμός και Φιλοσοφία, εκδόσεις Ύψιλον, 1981, σελ. 56)
Το παράδοξο της ανάλυσης των χυδαίων μαρξιστών, είναι ότι ο Μαρξ δεν ισχυρίστηκε ποτέ όσα εκείνοι υποτίθεται ότι αντλούν απ’ την ανάλυση του Μαρξ στη Γερμανική Ιδελογία:
Η παραγωγή ιδεών, αντιλήψεων, συνείδησης, συνδέεται στην αρχή άμεσα και στενά με την υλική δραστηριότητα και την υλική επικοινωνία των ανθρώπων, είναι η γλώσσα της πραγματικής ζωής. Η αντίληψη, η σκέψη, η πνευματική επικοινωνία των ανθρώπων, εμφανίζονται σ’ αυτό ακόμα το στάδιο σαν άμεση απόρροια της υλικής τους συμπεριφοράς. Το ίδιο ισχύει για την πνευματική παραγωγή, όπως εκφράζεται στη γλώσσα της πολιτικής, των νόμων, της ηθικής, της θρησκείας, της μεταφυσικής, κλπ, ενός λαού. Οι άνθρωποι είναι αυτοί που παράγουν τις αντιλήψεις τους, τις ιδέες τους, κλπ – αλλά οι πραγματικοί δραστήριοι άνθρωποι, έτσι όπως καθορίζονται από μια ορισμένη ανάπτυξη των παραγωγικών τους δυνάμεων και της επικοινωνίας που αντιστοιχεί σ’ αυτές μέχρι τις πιο πλατιές μορφές της. Η συνείδηση δεν μπορεί να είναι ποτέ οτιδήποτε άλλο από συνειδητή ύπαρξη, κι η ύπαρξη των αθρώπων είναι η πραγματική διαδικασία της ζωής τους. Αν σε κάθε ιδεολογία οι άνθρωποι κι οι περιστάσεις τους παρουσιάζονται το πάνω-κάτω, όπως σ’ έναν σκοτεινό θάλαμο, το φαινόμενο αυτό πηγάζει ακριβώς απ’ την ιστορική διαδικασία της ζωής τους, όπως ακριβώς η αντιστροφή των αντικειμένων πάνω στον αμφιβληστροειδή πηγάζει απ’ την άμεσα φυσική διαδικασία της ζωής τους. (Μαρξ & Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, τόμος πρώτος, εκδόσεις Gutenberg, 1997, σελ. 66-67· η υπογράμμιση δική μας)
Εδώ ο Μαρξ δεν μιλάει για καμία «ψευδή συνείδηση», για καμία αυταπάτη. Για τον Μαρξ, η συνείδηση των ανθρώπων είναι η συνείδηση της πραγματικής διαδικασίας της ζωής τους, δηλαδή, πρωτίστως ο τρόπος παραγωγής, καθώς «δεν πρέπει απλώς να θεωρηθεί ότι αποτελεί την αναπαραγωγή της φυσικής ύπαρξης των ατόμων. Είναι μάλλον μια καθορισμένη μορφή δραστηριότητας αυτών των ατόμων, ένας καθορισμένος τρόπος ζωής από μέρους τους. Ο τρόπος που τα άτομα εκδηλώνουν τη ζωή τους αντανακλά αυτό που ακριβώς είναι. Αυτό που είναι, συμπέφτει επομένως με την παραγωγή τους, και με το τι παράγουν και με το πως το παράγουν» (ό.π., σελ. 61). Αν η συνείδηση των ανθρώπων είναι αντεστραμμένη, αυτό ευθύνεται στην «ιστορική διαδικασία της ζωής τους», στον «τρόπο παραγωγής τους», τον «τρόπο που εκδηλώνουν τη ζωή τους» ο οποίος «αντανακλά αυτό που ακριβώς είναι» τα άτομα. Ο ισχυρισμός εδώ του Μαρξ βρίσκεται στην πραγματικότητα πιο κοντά στη θεωρία του φετιχισμού παρά σε μια θεωρία της ιδεολογίας. Αυτό που δηλώνει ο Μαρξ είναι ότι ο φετιχισμός αντανακλάται στη συνείδησή των ατόμων, δηλαδή, ότι βιώνουν την πραγματικότητα έτσι ακριβώς όπως είναι.
Είναι προφανές ότι ενώ ο φετιχισμός συνδέεται με την ιδεολογία, δεν είναι ταυτόσημα. Μπορούμε, για παράδειγμα, να πούμε πως ο φετιχισμός γεννά την ιδεολόγια ότι ο εργάτης πληρώνεται για την εργασία που εκτελεί κι ότι την πληρώνεται στο ακέραιο, ότι ο βιομήχανος καπιταλιστής είναι εργάτης, κλπ. Είναι ιδεολογήματα που προέρχονται απ’ τον φετιχισμό και τα έχει ήδη εξηγήσει πολύ καλά ο Μαρξ στο Κεφάλαιο και τις Θεωρίες για την Υπεραξία. Δεν πρόκειται όμως για μια επαρκή θεωρία της ιδεολογίας. Πως θα μπορούσε να εξαχθεί απ’ τον φετιχισμό μια ιδελογία όπως, πχ, της κουλτούρας του βιασμού; Αν κάποιος προσπαθούσε ένα τέτοιο εγχείρημα, δεν θα του φτάσουν όλες οι εγελιανές πιρουέτες του κόσμου, με μεσολαβήσεις κι επικλήσεις στην ολότητα. Ο Μαρξ δεν μας κληροδότησε καμία θεωρία της ιδεολογίας γενικά. Εκείνο που μας άφησε είναι μια αντιστοίχιση κάποιων συγκεκριμένων ιδεολογίων με τον φετιχισμό.
Κόντρα στην αντιμαρξιστική φρασεολογία περί ψευδούς συνείδησης και κόντρα στη σύγχυση του φετιχισμού με την ιδεολογία, ο Αλτουσέρ προσπάθησε να προσφέρει μια διέξοδο. Η αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων δεν έχει τίποτα το αυτόματο: μια τέτοια θεώρηση θα ήταν φετιχιστική (βλέπε Riccardo Bellofiore – Οι Περιπέτειες της Vergesellschaftung). Η αντιπρόταση όμως του Αλτουσέρ είναι ότι αυτή η αναπαραγωγή δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στη βία, την καταστολή: είναι απαραίτητη η ιδεολογία ώστε να άτομα να «λειτουργούν από μόνα τους» χωρίς την ανάγκη διαρκούς επιτήρησης. Θέτοντας την ιδεολογία ως αναγκαίο γενικό όρο για την αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων, ο Αλτουσέρ ανατρέπει το σχήμα της βάσης-εποικοδομήματος έτσι όπως γινόταν αντιληπτό στον ορθόδοξο μαρξισμό. Όχι απλά το εποικοδόμημα καθορίζεται σε τελική ανάλυση απ’ τη βάση μα «[η] μοναχική ώρα της “τελικής ανάλυσης” δεν φτάνει ποτέ» (Λουί Αλτουσέρ, «Αντίφαση κι Επικαθορισμός» στο Αλτουσέρ, Για τον Μαρξ, εκδόσεις Εκτός Γραμμής, 2015, σελ. 168), αλλά επιπλέον η ιδεολογία «ξεφεύγει» απ’ τη σφαίρα του εποικοδομήματος κι εισχωρεί στη βάση ως ένας γενικός όρος για την αναπαραγωγή της: η ιδεολογία γίνεται μία εκ των συγκροτητικών στιγμών των παραγωγικών σχέσεων.
Το πραγματικά σημαντικό όμως των στοιχείων του Αλτουσέρ για μια θεωρία της ιδεολογίας, είναι η σύνδεση, μέσω της ιδεολογίας, των κρατικών μηχανισμών με τη συγκρότηση του ατόμου ως υποκείμενο.
Ο Φρόυντ μας αποκαλύπτει, με τη σειρά του, πως το πραγματικό υποκείμενο, το άτομο στην μοναδική του ουσία, δεν έχει την μορφή ενός υποκειμένου σπονδυλωμένου γύρω από το «εγώ», τη «συνείδηση» ή την ύπαρξη -είτε την ύπαρξη διεαυτό, είτε την ύπαρξη του σώματος, είτε της «συμπεριφοράς»- πως το ανθρώπινο υποκείμενο είναι κεντρόφυγο, πως αποτελείται από μια δομή, που κι αυτή επίσης δεν έχει «κέντρο» παρά μονο στη φανταστική παραγνώριση (άγνοια) του «εγώ», δηλαδή, μόνο μέσα στους ιδεολογικούς σχηματισμούς, όπου «αναγνωρίζεται». (Λουί Αλτουσέρ, «Φρόυντ και Λακάν» στο Αλτουσέρ, Θέσεις, εκδόσεις Θεμέλιο, 1981, σελ. 35-36)
Μέσα απ’ την ανάλυση του Αλτουσέρ, η αστική οικογένεια εμφανίζεται ως ο σημαντικότερος Ιδεολογικός Μηχανισμός του Κράτους, καθώς είναι εντός του οικογενειακού ιδεολογικού σχηματισμού που το άτομο εγκαλείται για πρώτη φορά ως υποκείμενο, και πρόκειται για μια έγκληση που λόγω αντικειμενικών συνθηκών είναι αδύνατον ν’ αρνηθεί, κάτι που ίσως κάνει μετέπειτα στη ζωή του σ’ άλλες ιδεολογικές εγκλήσεις. Στην οικογενειακή ιδεολογική έγκληση, το άτομο εισέρχεται στην οικογενειακή διάταξη και τα τελετουργικά της, έρχεται σε σχέση μ’ άλλα άτομα πριν ακόμη βρεθεί σε θέση να παράξει νοήματα: εισέρχεται σε σχέση με άλλα άτομα χωρίς να μπορεί ν’ αποδώσει νοήματα στα άτομα αυτά. Έτσι, η καθυπόταξη στα τελετουργικά έρχεται πριν την υποκειμενοποίηση: στην ιδεολογική έγκληση, το άτομο πρώτα καθυποτάσσεται σε σημαίνοντα κενού νοήματος για το ίδιο, κι ύστερα αποκτά πρόσβαση στα νοήματά τους. «Καμία δήλωση εξουσίας δεν έχει άλλη εγγύηση πέρα απ’ την ίδια της την εκφορά» (Ζακ Λακάν, Écrits: A Selection, εκδόσεις Routledge, 2001, σελ. 237)
Το παρακάτω κείμενο του Αλτουσέρ προέρχεται απ’ το βιβλίο του On the Reproduction of Capitalism: Ideology and Ideological State Apparatuses, εκδόσεις Verso, 2014. Πρόκειται για τον πρώτο τόμο ενός έργου το οποίο έμεινε τελικά ανολοκλήρωτο. Το βιβλίο αυτό δημοσιεύτηκε μόνο μετά τον θάνατό του, και δεν ξεκινήσε ποτέ τη συγγραφή του δεύτερου τόμου. Το γνωστό άρθρο του με τίτλο «Ιδεολογία κι Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους» που μπορεί να βρεθεί στη συλλογή Αλτουσέρ, Θέσεις, εκδόσεις Θεμέλιο, πρόκειται για μια κοπτοραπτική διάφορων αποσπασμάτων απ’ τα χειρόγραφα για το On the Reproduction of Capitalism, εξού κι οι πολλές ομοιότητες του παρακάτω κειμένου με το άρθρο αυτό.

Τι είναι η ιδεολογία; Γι’ αρχή: γιατί αυτός ο όρος;

Ι. Ο Μαρξ κι ο όρος «ιδεολογία»

Όπως είναι γνωστό, ο όρος «ιδεολογία» επινοήθηκε απ’ τον Destutt de Tracy, τον Cabanis και τον κύκλο τους. Ακολουθώντας μια κλασσική παράδοση στη φιλοσοφία του Διαφωτισμού, στην οποία η έννοια της γένεσις κατέχει κεντρική θέση, με τον όρο «ιδεολογία» εννοούσαν τη θεωρία (-λογία) της γένεσης των ιδεών (ιδεο-). Εξού «ιδεολογία». Όταν ο Ναπολέων εκστόμισε τη διάσημη φράση του: «οι Ιδεολόγοι είναι άχρηστοι», είχε αυτούς και μόνο αυτούς στο μυαλό του – κι όχι, φυσικά, τον εαυτό του, τον νούμερο 1 ιδεολόγο (ιδεολόγο με την μαρξιστική έννοια) του αστικού κοινωνικού μηχανισμού που είχε «σωθεί» απ’ τον Τρόμο, κι ο Ναπολέων γνώριζε (ή δεν γνώριζε: δεν έχει σημασία, επειδή το έκανε πράξη ούτως ή άλλως) ότι κανείς δεν μπορεί να κάνει χωρίς ιδεολογία κι ιδεολόγους. Αυτό ισχύει πρώτα και κύρια για τον ίδιο.

Πενήντα χρόνια αφότου οι εκφράσεις «ιδεολογία» κι «ιδεολόγοι» χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά δημοσίως, ο Μαρξ τις επανέλαβε, δίνοντάς τους όμως ένα τελείως διαφορετικό νόημα. Χρησιμοποίησε τις εκφράσεις αυτές από πολύ νωρίς, στα πρώιμα γραπτά του, κι έπρεπε να τους δώσει ένα τελείως διαφορετικό νόημα. Ο λόγος ήταν απλώς: απ’ τα άρθρα του στην Εφημερίδα του Ρήνου κι ύστερα, διεξήγαγε μια ιδεολογική πάλη, την οποία διεύθυνε ο ίδιος ως ριζοσπάστης αριστερός ιδεολόγος, κι ύστερα ως ουτοπιστής κομμουνιστής ιδεολόγος, αντιμαχόμενος άλλους ιδεολόγους, τους αντιπάλους του.

Συνεπώς, ήταν η πρακτική της ιδεολογικής, κι αργότερα πολιτικής, πάλης που ανάγκασε τον Μαρξ ν’ αναγνωρίσει από πολύ νωρίς, ξεκινώντας απ’ τα πρώιμα έργα του, την ύπαρξη και την πραγματικότητα της ιδεολογίας, καθώς και την αναγκαιότητα του ρόλου της στην ιδεολογική και, τελικά, πολιτική πάλη: στη ταξική πάλη. Είναι γνωστό ότι ο Μαρξ δεν υπήρξε ο πρώτος που αναγνώρισε την ύπαρξη της ταξικής πάλης, ούτε ήταν ο Μαρξ εκείνος που εφηύρε την έννοια αυτή, καθώς, όπως μαρτυρεί ο ίδιος, μπορεί να βρεθεί στα έργα των αστών ιστορικών της Παλινόρθωσης[1].

Ήτανε σίγουρα γι’ αυτό τον λόγο, συνάμα αυτοβιογραφικό κι ιστορικό (μια κατάσταση αντιπαράθεσης με την αστική τάξη της Ρηνανίας που ωθούσε τους νεαρούς ιδεολόγους της απ’ τον ριζοσπαστιμό προς τον ουτοπικό κομμουνισμό), που ο Μαρξ, μόλις ξεκίνησε ν’ αποκτά συνείδηση της ίδιας του της ταξικής του θέσης, έδωσε τόση προσοχή στην έννοια της ιδεολογίας, στην Αγία Οικογένεια, στα Χειρόγραφα του 1844 και, πάνω απ’ όλα, στη Γερμανική Ιδεολογία. Απ’ αυτή την άποψη, υπάρχει μια πολύ μεγάλη θεωρητική διαφορά μεταξύ, αφενός, της Αγίας Οικογένειας και των Χειρόγραφων του 1844 και, αφετέρου, της Γερμανικής Ιδεολογίας. Μολονότι Η Γερμανική Ιδεολογία περιέχει μια θετικιστική-μηχανιστική αντίληψη της ιδεολογίας, η οποία είναι, δηλαδή, μια όχι-ακόμη-μαρξιστική αντίληψη της ιδεολογίας, βρίσκουμε στο κείμενο αυτό μια χούφτα πρωτοφανών διατυπώσεων· αποτελούν υλική απόδειξη της τεράστιας δύναμης με την οποία η πολιτική εμπειρία του Μαρξ εξερράγη εν μέσω μιας γενικής αντίληψης που ήταν ακόμη λαθεμένη. Βρίσκουμε αυτές τις δύο απλές διατυπώσεις, για παράδειγμα: «η άρχουσα ιδεολογία είναι η ιδεολογία της άρχουσας τάξης»[2] κι ο ορισμός της ιδεολογίας ως «νόηση» και «παρανόηση»[3].

Δυστυχώς, πιστεύοντας, πρώτον, ότι είχε «ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με την προηγούμενη φιλοσοφική του συνείδηση» στη Γερμανική Ιδεολογία, το οποίο κείμενο είχε εγκαταληφθεί στην «τρωκτική κριτική των ποντικών»[4]· και πιστεύοντας, δεύτερον, κατά τη θετικιστική μετάβαση που εκπροσωπεί Η Γερμανική Ιδεολογία, ότι το σύνολο της φιλοσοφίας θα πρέπει απλά και ρητά να «καταργηθεί», επειδή η φιλοσοφία δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ιδεολογία, ο Μαρξ ξεκίνησε μια μελέτη «θετικών ζητημάτων», δηλαδή, ύστερα απ’ την αποτυχία των επαναστάσεων του 1848, μια μελέτη της πολιτικής οικονομίας. Γνωρίζοντας ότι μέχρι τότε είχε μόνο μια επιφανειακή γνώση του ζητήματος [της πολιτικής οικονομίας], ανέλαβε μια σοβαρή εξέτασή του, αποφασίζοντας το 1850 «να ξεκινήσει τα πάντα απ’ την αρχή». Στη βάση αυτής της εξέτασης, όπως είναι γνωστό, παρήγαγε, ύστερα από 17 χρόνια, τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου (1867).

Δυστυχώς, αν και το Κεφάλαιο περιέχει μια σειρά στοιχείων για μια θεωρία των ιδεολογιών, ειδικά της ιδεολογίας των χυδαίων οικονομολόγων, δεν περιέχει τη θεωρία αυτή καθεαυτή, η οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό (θα δούμε σε ποιον βαθμό όταν έρθει η ώρα) σε μια θεωρία της ιδεολογίας γενικά, η οποία ακόμη δεν υπάρχει στην μαρξιστική θεωρία ως τέτοια.

Θα ήθελα να λάβω το σημαντικό ρίσκο του να προτείνω ένα προκαταρκτικό, πολύ σχηματικό σχεδίασμα μιας τέτοιας θεωρίας [της ιδεολογίας γενικά]. Οι θέσεις που θα προτείνω δεν είναι βέβαια αυτοσχεδιασμοί, αλλά μπορούν να υποστηριχτούν και να δοκιμαστούν, δηλαδή, να επιβεβαιωθούν ή ακυρωθούν, μόνο μέσα από πολύ μακρές μελέτες κι αναλύσεις, στις οποίες, ίσως, οδηγήσει η διατύπωση των θέσεων αυτών. Ζητώ οπότε απ’ τους αναγνώστες να βρίσκονται σε πλήρη κριτική επαγρύπνηση απέναντι στις θέσεις που θα επιχειρήσω αλλά, ταυτοχρόνως, να είναι κι εξαιρετικά ανεκτικοί προς αυτές[5].

ΙΙ. Η ιδεολογία δεν έχει ιστορία

Επιτρέψτε μου να πω αρχικά δυο λόγια αναφορικά με τον λόγο αρχής που μου φαίνεται ότι, αν δεν θεμελιωνεί, το λιγότερο νομιμοποιεί, το εγχείρημα μιας θεωρίας της ιδεολογίας γενικά, σ’ αντίθεση με μια θεωρία των ιδιαίτερων ιδεολογιών, θεωρούμενες είτε αναφορικά με τα περιφερειακά τους περιεχόμενα (θρησκευτική, ηθική, νομική ή πολιτική ιδεολογία, κλπ) ή με τον ταξικό τους προσανατολισμό (αστική, μικροαστική, προλεταριακή ιδεολογία, κλπ).

Στον δεύτερο τόμο του παρόντος έργου, θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω μια θεωρία των ιδεολογιών με τις δύο πτυχές που μόλις υπέδειξα. Θα φανεί τότε ότι μια θεωρία των ιδεολογιών εξαρτάται, σε τελική ανάλυση, στην ιστορία των κοινωνικών σχηματισμών, συνεπώς στους τρόπους παραγωγής που συνδυάζονται στους κοινωνικούς σχηματισμούς και τους ταξικούς αγώνες που αναπτύσσονται στο εσωτερικό τους. Κατ’ αυτή την έννοια, απλώς δεν μπορεί να υπάρξει ζήτημα μιας θεωρίας των ιδεολογιών γενικά, καθώς οι ιδεολογίες (ορισμένες με τους δύο τρόπους που υπέδειξα παραπάνω, αναφορικά με την περιφέρεια και τη τάξη) έχουν πράγματι μια ιστορία, ο καθορισμός της οποίας σε τελική ανάλυση προφανώς κείτεται εκτός των ιδεολογιών, παρότι τις αφορά.

Αφετέρου, αν μπορώ να προτείνω το εγχείρημα μιας θεωρίας της ιδεολογίας γενικά, κι αν αυτή η θεωρία αποτελεί πράγματι ένα απ’ τα στοιχεία στα οποία εξαρτώνται οι θεωρίες των ιδεολογιών, αυτό συνεπάγεται μια φαινομενικά παράδοξη πρόταση. Ανοίγοντας τα χαρτιά μου, θα το διατυπώσω με τους ακόλουθους όρους: η ιδεολογία δεν έχει ιστορία.

Η φράση αυτή μπορεί να βρεθεί αυτολεξεί σ’ ένα απόσπασμα της Γερμανικής Ιδεολογίας. Ο Μαρξ το λέει αναφορικά με την μεταφυσική η οποία, λέει ο Μαρξ, δεν έχει ιστορία περισσότερο απ’ ότι η ηθική (ή, συνεπώς, οποιαδήποτε άλλη μορφή ιδεολογίας)[6].

Στη Γερμανική Ιδεολογία, η φράση αυτή εμφανίζεται σ’ ένα ανοικτά θετικιστικό πλαίσιο. Η ιδεολογία είναι καθαρή αυταπάτη, καθαρό όνειρο, μ’ άλλα λόγια, τίποτα. Όλη η πραγματικότητα της ιδεολογίας κείτεται εκτός της ιδεολογίας. Συνεπώς, η ιδεολογία γίνεται αντιληπτή ως μια φαντασιακή κατασκευή, το στάτους της οποίας θυμίζει ακριβώς το θεωρητικό στάτους του ονείρου στους συγγραφείς πριν απ’ τον Φρόυντ. Για τους συγγραφείς αυτούς, τα όνειρα ήταν καθαρά φανταστικά -δηλαδή, μηδαμινά- αποτελέσματα των «υπολειμμάτων της ημεράς», παρουσιασμένα με μια αυθαίρετη, μερικές φορές ακόμη κι «αντεστραμμένη», διάταξη και σειρά: εν ολίγοις, «σε αταξία». Το όνειρο ήταν άδειο, μηδαμινό φαντασιακό, «προχειροφτιαγμένο» αυθαίρετα, με κλειστά τα μάτια, από υπολείμματα της μόνης πλήρους, θετικής πραγματικότητας, εκείνης της ημέρας μ’ ανοικτά τα μάτια. Αυτό ακριβώς είναι το στάτους της φιλοσοφίας και της ιδεολογίας στη Γερμανική Ιδεολογία (καθώς εκεί η φιλοσοφία είναι η κατ’ εξοχήν ιδεολογία).

Η ιδεολογία είναι είναι φαντασιακό σύνολο, ένα καθαρό όνειρο, άδειο κι ανώφελο, συγκροτημένο από «ημερήσια υπολείμματα» της μόνης πλήρης, θετικής πραγματικότητας, εκείνη της συγκεκριμένης ιστορίας των συγκεκριμένων, υλικών ατόμων που παράγουν υλικώς την ύπαρξή τους. Στη Γερμανική Ιδεολογία, είναι σ’ αυτή τη βάση που η ιδεολογία δεν έχει ιστορία, καθώς η ιστορία της ιδεολογίας κείτεται εκτός της ιδεολογίας, κείτεται στην μόνη υπάρχουσα ιστορία, εκείνη των συγκεκριμένων ατόμων… κλπ. Στη Γερμανική Ιδεολογία, η θέση ότι η ιδεολογία δεν έχει ιστορία αποτελεί, οπότε, μια καθαρά αρνητική θέση, καθώς σημαίνει ταυτόχρονα ότι:

  1. η ιδεολογία είναι ένα τίποτα, ένα καθαρό όνειρο (ποιος ξέρει ποια δύναμη το κατασκευάζει αυτό το όνειρο, την ιδεολογία – εκτός κι αν είναι η αλλοτρίωση του καταμερισμού τη εργασίας, όμως κι αυτός επίσης είναι ένας αρνητικός προσδιορισμός)· και
  2. η ιδεολογία δεν έχει ιστορία, το οποίο δεν σημαίνει καθόλου ότι δεν έχει ιστορία (μάλλον το αντίθετο, καθώς δεν αποτελεί παρά μια χλωμή αντανάκλαση, κενή κι αντεστραμμένη, της πραγματικής ιστορίας), αλλά, αντ’ αυτού, σημαίνει ότι δεν έχει δική της ιστορία.

Η θέση μου, παρότι, τυπικά μιλώντας, επαναλαμβάνει τους όρους της Γερμανικής Ιδεολογίας (η ιδεολογία δεν έχει ιστορία), διαφέρει ριζικά απ’ τη θετικιστική-ιστορικιστική θέση της Γερμανικής Ιδεολογίας. Επειδή, πρώτον, νομίζω ότι μπορώ να επιβεβαιώσω ότι οι ιδεολογίες έχουν μια δική τους ιστορία (παρότι η ιστορία αυτή καθορίζεται σε τελικη ανάλυση απ’ τη ταξική πάλη στους μηχανισμούς που αναπαράγουν τις παραγωγικές σχέσεις). Δεύτερον, νομίζω ότι μπορώ ταυτοχρόνως να επιβεβαιώσω ότι η ιδεολογία γενικά δεν έχει ιστορία, όχι με μια αρνητική έννοια (η ιστορία της κείτεται εκτός της), αλλά με μια απολύτως θετική έννοια.

Μια θετική έννοια, αν αληθεύει ότι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ιδεολογίας είναι ότι η ιδεολογία προικίζεται με μια τέτοια δομή και λειτουργία ώστε να γίνει μια μη-ιστορική -δηλαδή, μια πανιστορική- πραγματικότητα, με την έννοια ότι αυτή η δομή και λειτουργία είναι, στην μία κι αυτή μορφή, αμετάβλητη, παρούσα καθόλη τη διάρκεια αυτού που αποκαλείται ιστορία, με την έννοια με την οποία το Κομμουνιστικό Μανιφέστο ορίζει την ιστορία ως την ιστορία της ταξικής πάλης, δηλαδή, την ιστορία των ταξικών κοινωνίων.

Για να μην αναστατωθούν οι αναγνώστες μ’ αυτή την πρόταση, η οποία αναμφίβολα θα τους εκπλήξει, θα πω, επιστρέφοντας ξανά στο παράδειγμά μου με το όνειρο, αυτή τη φορά με τη φροϋδική του σύλληψη, ότι η πρότασή μας ότι η ιδεολογία δεν έχει ιστορία μπορεί και πρέπει (μ’ έναν τρόπο που δεν είναι καθόλου αυθαίρετος, αλλά, αντιθέτως, είναι θεωρητικά αναγκαίος, καθώς υπάρχει μια οργανική σύνδεση μεταξύ των δύο προτάσεων) να συσχετιστεί ευθέως με την πρόταση του Φρόυντ ότι το ασυνείδητο είναι αιώνιο, με άλλα λόγια, ότι δεν έχει ιστορία.

Αν αιώνιο δεν σημαίνει υπερβατικό όλης της (παροδικής) ιστορίας, αλλά πανταχού παρόν και συνεπώς αμετάβλητο σε μορφή καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας, τότε θα πάω τόσο μακρυά όσο να υιοθετήσω λέξη προς λέξη τη διατύπωση του Φρόυντ και να γράψω: η ιδεολογία είναι αιώνια, ακριβώς όπως το ασυνείδητο. Θα προσθέσω, προβλέποντας τ’ αποτελέσματα της έρευνας που πρέπει να γίνει και τώρα μπορεί να γίνει, ότι αυτός ο παραλληλισμός είναι θεωρητικά δικαιολογημένος απ’ το γεγονός ότι η αιωνιότητα του ασυνείδητου βασίζεται, σε τελική ανάλυση, στην αιωνιότητα της ιδεολογίας γενικάς[7]. Αυτός είναι ο λόγος που πιστεύω ότι, ας πούμε, νομιμοποιούμαι, τουλάχιστον υποθετικά, να προτείνω μία θεωρία της ιδεολογίας γενικά, με την έννοια με την οποία ο Φρόυντ παρουσίασε μια θεωρία του ασυνειδήτου γενικά.

Για ν’ απλοποιήσουμε την ορολογία μας, ας συμφωνήσουμε, λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει ειπωθεί για τις ιδεολογίες, να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη ιδεολογία, χωρίς περαιτέρω χαρακτηρισμούς, εννοώντας την ιδεολογία γενικά, η οποία, όπως μόλις είπα, δεν έχει ιστορία, ή (που είναι το ίδιο) είναι αιώνια, δηλαδή, πανταχού παρούσα στην αμετάβλητη μορφή της καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας (εννοώντας την ιστορία των κοινωνικών σχηματισμών που αποτελούνται από κοινωνικές τάξεις). Χαίρομαι που μπορώ να περιοριστώ, όπως βλέπεται, στις «ταξικές κοινωνίες» και την ιστορία τους. Αλλού, ωστόσο, θα δείξω ότι η θέση που υπερασπίζομαι μπορεί και πρέπει να επεκταθεί σ’ αυτές που είναι γνωστές ως «αταξικές κοινωνίες».

ΙΙΙ. Καταστολή κι ιδεολογία

Τούτων λεχθέντων, επιτρέψτε μου να κάνω μια ακόμη παρατήρηση πριν περάσουμε στην ανάλυσή μου.

Το προτέρημα αυτής της θεωρίας της ιδεολογίας (κι αυτός είναι επίσης ένας λόγος που το αναπτύσσω σ’ αυτό το σημείο της συζήτησής μας) είναι ότι δείχνει συγκεκριμένα το πως «λειτουργεί» η ιδεολογία στο πιο συγκεκριμένο της επίπεδο, στο επίπεδο των μεμονωμένων «υποκειμένων»: δηλαδή, των ανθρώπων έτσι όπως υπάρχουν στη συγκεκριμένη τους ατομικότητα, στη δουλειά τους, τις καθημερινές ζωές τους, τις πράξεις τους, τις δεσμεύσεις τους, τους δισταγμούς τους, τις αμφιβολίες τους κι αίσθησης αυτού που είναι αμεσότατα αυταπόδεικτου. Είναι εδώ που όλοι όσοι φωνακλάδικα απαιτούν: «Δώσε μας κάτι συγκεκριμένο! Κάτι συγκεκριμένο!», αν μου επιτρέπεται, θα «σερβιριστούν».

Αγγίξαμε αυτό το συγκεκριμένο επίπεδο όταν δείξαμε τον ρόλο που έπαιξε η νομική-ηθική ιδεολογία. Ωστόσο, δεν το αναλύσαμε, μόνο το υποδείξαμε. Και τότε δεν γνωρίζαμε ότι το «νομικό σύστημα» είναι ένας Ιδεολογικός Μηχανισμός του Κράτους. Από τότε, βάλαμε στο παιχνίδι την έννοια του Ιδεολογικού Μηχανισμού του Κράτους και δείξαμε ότι υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι μηχανισμοί, δείχνοντας επίσης παράλληλα τη λειτουργία τους και το γεγονός ότι πραγματώνουν διαφορετικά πεδία και μορφές ιδεολογίας, ενοποιημένες υπό την Κρατική Ιδεολογία. Δείξαμε επίσης καθαρά τη γενική λειτουργία αυτών των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους, καθώς και τις επιδράσεις τους στη ταξική πάλη, της οποίας αποτελούν τόσο αντικείμενο όσο και πεδίο.

Ωστόσο, δεν δείξαμε το πως η Κρατική Ιδεολογία, κι οι διάφορες ιδεολογικές μορφές που πραγματώνονται σ’ αυτούς τους μηχανισμούς και τις πρακτικές τους, είτε ταξικές μορφές είτε περιφερειακές μορφές, αγγίζει τα ίδια τα συγκεκριμένα άτομα στο επίπεδο των ιδεών και των πράξεών τους: τον Πιερ, τον Πωλ, τον Ζαν, έναν μεταλλουργό, έναν γραφιά, έναν μηχανικό, έναν εργάτη μιλιτάντη, έναν καπιταλιστή, έναν αστό πολιτικό, έναν αστυνομικό, έναν επίσκοπο, έναν δικαστή, έναν κοινωνικό λειτουργό, κλπ, στη συγκεκριμένη τους, καθημερινή υπάρξη. Δεν δείξαμε τον γενικό μηχανισμό μέσω του οποίου η ιδεολογία κάνει τα συγκεκριμένα άτομα «να δρουν από μόνα τους» στον τεχνικό-κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, δηλαδή, στα διάφορα πόστα που κρατούν οι παράγοντες της παραγωγής, στην εκμετάλλευση, την καταστολή και την ιδεολογικοποίηση (κι επίσης στην επιστημονική πρακτική). Με μια λέξη, δεν δείξαμε με ποιον μηχανισμό η ιδεολογία κάνει τ’ άτομα «να δρουν τελείως από μόνα τους», χωρίς να υπάρχει καμία ανάγκη να τεθεί ένας αστυνομικός πίσω απ’ τον καθένα τους.

Δεν διατυπώνω εδώ κανένα ανώφελο παράδοξο, επειδή υπάρχουν, στην αντισοσιαλιστική ταξική πάλη, «προληπτικά» έργα[8] που απεικονίζουν «ολοκληρωτικές» σοσιαλιστικές κονωνίες ως κοινωνίες στην οποία το κάθε άτομο συνοδεύεται απ’ τον προσωπικό του «επόπτη» (είτε μπάτσο είτε το Μεγάλο Αφεντικό, το οποίο είναι ταυτόχρονα ένας Μέγας Ιεροεξεταστής), ο οποίος είναι παρόν σε κάθε κρεβατοκάμαρα, όσο απομονωμένη κι αν είναι, και, χρησιμοποιώντας εκλεπτυσμένα μέσα πρωτοποριακής επιστημονικής φαντασίας -όπως μικρόφωνα στους τοίχους, κάμερες ή κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης- παρατηρεί-επιτηρεί-απαγορεύει-διατάζει την κάθε πράξη και χειρονομία του κάθε ατόμου.

Αφήνοντας πίσω μας αυτή την «πολιτική επιστημονική φαντασία», ο αντισοσιαλιστικός ρόλος της οποίας είναι εμφανής και χυδαίος, ώστε να στραφούμε στις πολύ σύγχρονες μορφές που είναι επίσης πολύ διαδεδομένες στους πολύ στενούς κύκλους που προσπαθούν ν’ αναλάβουν την ηγεσία του «Κινήματος» που γένησε ο Μάης [του 1968] μεταξύ των μαθητών λυκείου, φοιτητών, διανοούμενων (νομίζουν ότι ηγούνται του κινήματος· ωστόσο, καθώς πρόκειται για ένα μαζικό κίνημα, διαφεύγει της αρπαγής τους), βρίσκουμε ακριβώς τον ίδιο απίστευτο μύθο. Όταν η εβδομαδίαια Action πρόσφατα έγραψε, ως τμήμα ενός τεράστιου σχεδίου στο εξώφυλλό της: «Ξεφορτώσου τον μπάτσο που έχεις στο κεφάλι σου!», αποδέχτηκε απρόσμενα την ίδια μυθολογία, χωρίς να υποψιάζεται ότι είναι, ακόμη και σ’ αυτή την αναρχική της αμφίεση, τελείως αντιδραστική.

Επειδή, ο «ολοκληρωτικός» μύθος του πανταχού παρών Μέγα Ιεροεξεταστή, όπως κι ο αναρχικός μύθος του πανταχού παρών μπάτσου «στο κεφάλι σου», βασίζεται στην ίδια αντιμαρξιστική αντίληψη για το πως λειτουργεί η «κοινωνία».

Ήδη είπαμε κάτι γι’ αυτή την αντίληψη. Έχουμε δείξει ότι στήνει την πραγματική τάξη των πραγματών με το κεφάλι κάτω, θέτοντας το εποικοδόμημα στη θέση της βάσης, και, με μεγάλη ακρίβεια, κρύβει την εκμετάλλευση «κάτω απ’ το χαλάκι» ώστε να εστιάσει αποκλειστικά στην καταστολή. Σε μια άλλη, περισσότερο εκλεπτυσμένη μορφή του ίδιου λάθους, ανακηρύττει ότι, στο «στάδιο του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού», το οποίο αναπαριστά το τελικό στάδιο του ιμπεριαλισμού, η εκμετάλλευση έχει αναχθεί στην «ουσία» της: σε καταστολή – ή, αν θέλει κανείς να είναι ακριβής, ότι η εκμετάλλευση έχει πρακτικά μετατραπεί σε καταστολή.

Μπορούμε τώρα, κάνοντας ένα βήμα παρακάτω, να επισημάνουμε ότι αφομοιώνοντας την εκμετάλλευση στην καταστολή προκύπτει ταυτόχρονα μια δεύτερη θεωρητική και πολιτική αναγωγή: την παρουσίαση της πράξης της ιδεολογίας ως καθαρή κι απλή δράση καταστολής.

Αυτό εξηγεί γιατί το Action μπόρεσε να δημοσιεύσει το σύνθημα: «Ξεφορτώσου τον μπάτσο που έχεις στο κεφάλι σου!». Πρόκειται για μια πρόταση που μπορεί κανείς να τη σκεφτεί και τη ξεστομίσει μόνο αν κρύψει την ιδεολογία «κάτω απ’ το χαλάκι» ή την μπερδέψει, απλά και καθαρά, με την καταστολή. Απ’ αυτή τη σκοπιά, το σύνθημα του Action είναι ένα μικρό θεωρητικό διαμάντι. Επειδή αντί να πουν: «Παλέψτε τις ψευδείς ιδέες, καταστρέψτε τις ψευδείς ιδέες που έχετε στα κεφάλιας σας – τις ψευδείς ιδέες με τις οποίες η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης σου καλύπτει τα μάτια[9], κι αντικαταστήστε τες με ακριβείς ιδέες που θα σας καταστήσουν ικανούς να μετέχετε στην πάλη της επαναστατικής τάξης για τη λήξη της εκμετάλλευσης και της καταστολής που τη συντηρεί!», το Action διακηρύττει: «Ξεφορτώσου τον μπάτσο που έχεις στο κεφάλι σου!». Το σύνθημα αυτό, το οποίο αξίζει μια θέση στο Μουσείο Ιστορίας Αριστουργημάτων Θεωρητικού και Πολιτικού Λάθους, αρκετά απλά αντικαθιστά τις ιδέες, όπως είναι εμφανές, με τον μπάτσο. Δηλαδή, αντικαθιστά τον ρόλο υποβολής που παίζει η αστική ιδεολογία με τον κατασταλτικό ρόλο της αστυνομίας.

Συνεπώς, σ’ αυτή την αναρχική αντίληψη μπορούμε να δούμε ότι 1) η εκμετάλλευση αντικαθίσταται απ’ την καταστολή ή γίνεται αντιληπτή ως μια μορφή καταστολής· και 2) η ιδελογία αντικαθίσταται απ’ την καταστολή ή γίνεται αντιληπτή ως μια μορφή καταστολής. Η καταστολή γίνεται, συνεπώς, το κέντρο των κέντρων, η ουσία της κοινωνίας που βασίζεται στην καπιταλιστική ταξική εκμετάλλευση. Ταυτοχρόνως, η καταστολή υποκαθιστά την εκμετάλλευση, την ιδεολογία και, τελικά, το ίδιο το κράτος, στον βαθμό που οι μηχανισμοί του κράτους, οι οποίοι αποτελούνται, όπως έχουμε δει, τόσο από έναν κατασταλτικό μηχανισμό όσο κι από ιδεολογικούς μηχανισμούς, ανάγονται στην αφηρημένη έννοια της «καταστολής».

Η γενική «σύνθεση» (επειδή υπάρχει μια θαυμαστή κρυμμένη λογική εν λειτουργία στην όλη «ανάπτυξη» μετά τον Μάη αυτή της «αντίληψης», συμπεριλαμβανομένης ακόμη και της ιστορικής της «ανάπτυξης») – η γενική σύνθεση αυτή της αντίληψης, δηλαδή, η επίλυση της αντίφασης που προσφέρει ο ισχυρισμός ότι υπάρχει ένας «μπάτσος» στο κεφάλι μας, στο οποίο, όπως όλοι γνωρίζουν, στη τελική, μπορεί κανείς να έχει μόνο «ιδέες», παρέχεται απ’ τους ίδιους «θεωρητικούς». Έρχεται στην μορφή μιας «ανακάλυψης» που έγινε απ’ τους ηγέτες του «γερμανικού φοιτητικού κινήματος». Αυτοί «ανακαλύψαν» ότι η «γνώση» είναι, εκ φύσεως, άμεσα κατασταλτική.

Εξού η αναγκαιότητα της «εξέγερσης» ενάντια στην «αρχή [authority] της γνώσης»· εξού η «αντιεξουσιαστική» εξέγερση ενάντια στην καταστολή που ασκεί η γνώση· εξού η αναδρομική ερμηνεία των Γεγονότων του Μάη και των επακολούθων του ως να έχουν φυσικά κι αναγκαία επικεντρωθεί στα πανεπιστήμια και τα σχολεία, όπου η καταστολή, η ουσία της καπιταλιστικής κοινωνίας, ασκείται άμεσα, στην πρωταρχική, εκκολαπτόμενη κατάσταση, με την μορφή της (αστικής) εξουσίας της «γνώσης». Γι’ αυτό η κόρη σου είναι μουγγή· με άλλα λόγια, γι’ αυτό ο Μάης έλαβε χώρα, πρώτα και κύρια, στο πανεπιστήμιο και μεταξύ διανοούμενων. Και γι’ αυτό το επαναστικό κίνημα, στο οποίο οι προλετάριοι καλούνται να συμμετάσχουν, μπορεί (αν όχι πρέπει) να ηγηθεί απ’ τους προαναφερθείς διανοούμενους[10]. Εκδόσεις όλων των ειδών αυτή τη στιγμή προσφέρουν την εμπερική επίδειξη αυτών των «θέσεων» και, πάνω απ’ όλα, των αναπάντεχων εργασιών του «γεροτυφλοπόντικα»[11] της «λογικής» της αναρχικής αντίληψης, η οποία παράγει τέτοια παρθένα θεωρητικά αποτελέσματα.

Αυτός, οπότε, είναι ακόμη ένας λόγος γιατί -ύστερα απ’ την αναγνώριση ότι η εκμετάλλευση δεν ανάγεται στην καταστολή· ότι οι μηχανισμοί του κράτους δεν ανάγονται μόνο στον κατασταλτικό μηχανισμό· κι ότι τα άτομα δεν έχουν τον δικό τους προσωπικό «μπάτσο» από πίσω τους ή «στο κεφάλι τους»- πρέπει να δείξουμε το πως η ιδεολογία πραγματώνεται στα έργα των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους. Παράγει το ακόλουθο ταξικό αποτέλεσμα, το οποίο είναι εντυπωσιακό μα αρκετά «φυσικό»: ονομαστικά, ότι τα εν λόγω άτομα «δρουν», κι ότι είναι η ιδεολογία εκείνη η οποία τα κάνει να «δρουν».

Ο Πλάτωνας ήδη το γνώριζε αυτό. Προέβλεψε ότι μπάτσοι («Φύλακες») θα χρειάζονταν για την επίβλεψη και καταστολή των δούλων και των «τεχνιτών». Ήξερε, ωστόσο, ότι δεν χρειάζεται να τεθεί κι από ένας «μπάτσος» στο κεφάλι του κάθε δούλου ή τεχνίτη, κι ότι δεν είναι καν εφικτό να τεθεί, πίσω από κάθε άτομο, κι ένας προσωπικός του μπάτσος (διαφορετικά, θα χρειαζόταν κι ένας δεύτερος μπάτσος για να επιβλέπει τον πρώτο, κλπ… και τελικά δεν θα υπήρχε στην κοινωνία τίποτα άλλο από μπάτσους, και δεν θα υπήρχε κανένας να παράγει· και τότε πως θα επιβίωναν οι μπάτσοι;). Ο Πλάτωνας ήξερε ότι ο «λαός» πρέπει να διδαχτεί, από παιδί, τα «Όμορφα Ψέματα» που θα τον «κάνουν να δρα» από μόνος του, κι ότι αυτά τα Όμορφα Ψέματα έπρεπε να διδαχτούν στον «λαό» μ’ έναν τέτοιο τρόπο που οι άνθρωποι θα τα πιστεύαν, ώστε θα «δρούσαν».

Σίγουρα, ο Πλάτωνας δεν υπήρξε κανάς «επαναστάτης», παρότι ήταν διανοούμενος· υπήρξε αναμφίβολα ένας αντιδραστικός. Ωστόσο, είχε αρκετή πολιτική εμπειρία ώστε να μην λέει στον εαυτό του παραμύθια ότι, σε μια ταξική κοινωνία, η απλή καταστολή θα μπορούσε από μόνη της να εγγυηθεί την αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων. Γνώριζε ήδη (παρότι δεν είχε την έννοια γι’ αυτό) ότι είναι τα Όμορφα Ψέματα, δηλαδή, η ιδεολογία, που εξασφαλίζει την αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο. Οι σύγχρονοι «επαναστάτες» αναρχικοί ηγέτες μας δεν το γνωρίζουν αυτό. Αυτό αποδεικνύει ότι θα ήταν καλό να διάβαζαν Πλάτωνα, χωρίς να φοβηθούν απ’ την «αρχή [authority] της γνώσης» που θα βρουν σ’ αυτόν· επειδή μπορούν να βρουν στον Πλάτωνα, ας πούμε, στοιχειώδη «μαθήματα», παρότι καθαρά ιδεολογικά[12], αναφορικά με τον τρόπο που λειτουργεί μια ταξική κοινωνία. Αυτό αποδεικνύει ότι είναι εφικτή μια «γνώση» τελείως διαφορετική απ’ την κατασταλτική-αυταρχική γνώση – ακριβώς η επιστημονική γνώση που, μετά τον Μαρξ και τον Λένιν, έχει γίνει χειραφετική, επειδή είναι επαναστατική, επιστημονική γνώση.

Γι’ αυτό -ελπίζω ότι τα πράγματα έχουν γίνει καθαρά κι ότι μπορώ να σταματήσω- είναι απολύτως αναγκαίο να δείξουμε, θεωρητικά και πολιτικά, τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η ιδεολογία κάνει τους ανθρώπους, δηλαδή, τα συγκεκριμένα άτομα, να «πορεύονται»: είτε «πορεύονται» στην υπηρεσία της ταξικής εκμετάλλευσης, είτε «πορεύονται» στην Μακρά Πορεία που θα κορυφωθεί, πιο σύντομα απ’ ότι ίσως πιστεύει κανείς, στην επανάσταση στις δυτικές χώρες, κι οπότε ακόμη και στη Γαλλία. Επειδή, κι οι επαναστατικές οργάνωσεις επίσης «δρουν» με την ιδεολογία· ωστόσο, όταν έχουμε να κάνουμε με μαρξιστικές-λενινιστικές επαναστατικές οργανώσεις, δρουν με την προλεταριακή ιδεολογία (πάνω απ’ όλα πολιτική, μα επίσης κι ηθική) που έχει μετασχηματιστεί απ’ την επίμονη μορφωτική δραστηριότητα[13] της μαρξιστικής-λενινιστικής επιστήμης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και συνεπώς των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών, και συνεπώς της επαναστατικής ταξικής πάλης και της σοσιαλιστικής επανάστασης.

IV. Η ιδεολογία ως μια φαντασιακή «αναπαράσταση» της φαντασιακής σχέσης των ατόμων με τους πραγματικούς όρους της ύπαρξής τους

Μπαίνοντας στην κεντρική μου θέση για τη δομή και τη λειτουργία της ιδεολογίας, θα παρουσιάσω πρώτα δύο θέσεις, η μια θετική, η άλλη αρνητική. Η πρώτη αφορά το αντικείμενο που «αναπαρίσταται» στην φαντασιακή μορφή της ιδεολογίας. Η δεύτερη αφορά την υλικότητα της ιδεολογίας.

ΘΕΣΗ Ι: Η ιδεολογία αναπαριστά τη φαντασιακή σχέση των ατόμων με τους πραγματικούς όρους της ύπαρξής τους.

Συχνά αποκαλούμε τις θρησκευτικές, ηθικές, νομικές, πολιτικές και άλλες ιδεολογίες ως «κοσμοαντιλήψεις». Φυσικά, αν δεν βιώνουμε μια εξ αυτών των ιδελογιών ως την αλήθεια (αν, ας πούμε, δεν «πιστεύουμε» στον Θεό, το Καθήκον, τη Δικαιοσύνη, την Επανάσταση, κλπ), παραδεχόμαστε ότι αυτές οι «κοσμοαντιλήψεις» είναι σε μεγάλο βαθμό φανταστικές και δεν «ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα». Κοιτάμε κριτικά την υπό συζήτηση ιδεολογία, εξετάζοντάς την όπως ένας εθνολόγος εξετάζει τους μύθους της «μικρής» «πρωτόγονης κοινωνίας» του. Ωστόσο, ενώ παραδεχόμαστε ότι αυτές οι ιδεολογίες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και, συνεπώς, συνιστούν μια αυταπάτη, παραδεχόμαστε επίσης ότι αναφέρονται στην πραγματικότητα κι ότι χρειάζεται μόνο να τις «ερμηνεύσουμε» για ν’ ανακαλύψουμε την πραγματικότητα αυτού του κόσμου κάτω απ’ την επιφάνεια της φαντασιακής αναπαράστασής του (ιδεολογία = αυταπάτη/αναφορά).

Υπάρχουν διαφορετικά είδη ερμηνείας. Το καλύτερα γνωστό είναι το μηχανιστικό είδος σύνηθες τον 18ο αιώνα (ο Θεός ως μια φαντασιακή αναπαράσταση του πραγματικού Βασιλιά) κι η «ερμηνευτική» ερμηνεία που εισήχθει απ’ τους πρώτους Εκκλησιαστικούς Πατέρες κι αναβιώθηκε απ’ τον Φώυερμπαχ και τη θεολογική-φιλοσοφική σχολή που προέρχεται απ’ αυτόν, όπως ο θεολόγος Μπαρτ κι ο φιλόσοφος Ρικέρ (για τον Φώυερμπαχ, πχ, ο Θεός είναι η ουσία του πραγματικού Ανθρώπου). Το ουσιαστικό σημείο είναι ότι, δεδομένου ότι ερμηνεύουμε τη φαντασιακή αντιμετάθεση (κι αντιστροφή) της ιδεολογίας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι, στην ιδεολογία, «οι άνθρωποι αναπαριστούν (σε φαντασιακή μορφή) τους πραγματικούς όρους ύπαρξής τους».

Αυτή η ερμηνεία αφήνει σ’ εκκρεμότητα ένα «μικρό» πρόβλημα: γιατί οι άνθρωποι «χρειάζονται» αυτή τη φαντασιακή αντιμετάθεση των πραγματικών όρων ύπαρξής τους ώστε να «αναπαριστήσουν» τους πραγματικούς όρους ύπαρξής τους;

Η πρώτη ερμηνεία (αυτή του 18ού αιώνα) προσφέρει μια απλή λύση: φταίνε οι ιερείς ή οι δεσπότες. «Πλαστογράφησαν» αυτά τα Όμορφα Ψέματα ώστε οι άνθρωποι, θεωρώντας ότι υπακούουν τον Θεό, στην πραγματικότητα υπακούουν τους ιερείς ή τους δεσπότες, οι οποίοι γενικά συμμαχούν σ’ αυτή την εξαπάτηση, με τους ιερείς να εργάζονται στην υπηρεσία των δεσποτών ή το αντίστροφο, αναλόγως με τις πολιτικές θέσεις των προαναφερθέντων θεωρητικών. Υπάρχει συνεπώς μια αιτία γι’ αυτή τη φαντασιακή αντιμετάθεση των πραγματικών όρων ύπαρξης: η αιτία είναι μια χούφτα κυνικών που βασίζουν την κυριαρχία τους και την εκμετάλλευση του «λαού» σε μια στρεβλή αναπαράσταση του κόσμου, την οποία έβγαλαν απ’ το μυαλό τους ώστε να υποδουλώσουν τα μυαλά κυριαρχώντας τις φαντασιώσεις. Δόξα τω Θεώ, η φαντασία είναι μια ικανότητα που έχουν όλοι!

Η δεύτερη ερμηνεία (αυτή του Φώυερμπαχ, την οποία ο Μαρξ επαναλαμβάνει λέξη προς λέξη στα πρώιμα έργα του) είναι πιο «εκλεπτυσμένη», δηλαδή, εξίσου λαθεμένη. Κι αυτή επίσης αναζητεί και βρίσκει μια αιτία για την αντιμετάθεση και την φαντασιακή διαστρέβλωση των πραγματικών όρων ύπαρξης των ανθρώπων – εν ολίγοις, τη βρίσκει στην αλλοτρίωση, στο φαντασιακό της αναπαράστασης των πραγματικών όρων ύπαρξης των ανθρώπων. Η αιτία δεν είναι πλέον οι ιερείς ή οι δεσπότες ή η δραστήρια φαντασία τους κι η παθητική φαντασία των θυμάτων τους. Είναι η υλική αλλοτρίωση που κυριαρχεί στους ίδιους τους όρους ύπαρξης των ανθρώπων. Έτσι είναι που ο Μαρξ υπερασπίζεται, στο Εβραϊκό Ζήτημα κι αλλού, την 100% φωυερμπαχιανή ιδέα (επαυξημένη με οικονομικές ψευδοθεωρήσεις στα Χειρόγραφα του 1844) ότι οι άνθρωποι επινοούν μια αλλοτριωμένη (δηλαδή, φαντασιακή) αναπαράσταση των όρων της ύπαρξής τους επειδή οι όροι ύπαρξης αυτοί είναι οι ίδιοι αλλοτριωτικοί (στα Χειρόγραφα του 1844: επειδή οι όροι αυτοί κυριαρχούνται απ’ την ουσία της αλλοτριωμένης κοινωνίας: «αλλοτριωμένη εργασία»).

Οπότε, όλες αυτές οι ερμηνείες παίρνουν κυριολεκτικά τη θέση την οποία προϋποθέτουν και στην οποία βασίζονται: ότι αυτό που αναπαρίσταται στη φαντασιακή αναπαράσταση του κόσμου που βρίσκουμε σε μια ιδεολογία, είναι οι όροι ύπαρξης των ανθρώπων, οπότε ο πραγματικός κόσμος τους.

Εδώ, ωστόσο, επιστρέφω σε μια θέση που πρότεινα πριν από μερικά χρόνια, κι επανεπιβεβαιώνει ότι οι «άνθρωποι» δεν «αναπαριστούν» τους πραγματικούς όρους ύπαρξής τους στην ιδεολογία (θρησκευτική ιδεολογία ή κάποιου άλλου είδους), αλλά, πάνω απ’ όλα, τη σχέση τους μ’ αυτούς τους πραγματικούς όρους ύπαρξης. Η σχέση αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε ιδεολογικής, συνεπώς φαντασιακής, αναπαραστάσης του πραγματικού κόσμου. Είναι αυτή η σχέση η οποία περιέχει την «αιτία» που πρέπει να εξηγεί τη φαντασιακή διαστρέβλωση της ιδεολογικής αναπαράστασης του πραγματικού κόσμου. Ή, αντ’ αυτού, για ν’ αποβάλλουμε τη γλώσσα της αιτιότητας, πρέπει να προωθήσουμε τη θέση ότι η φαντασιακή φύση αυτής της σχέσης στηρίζει το σύνολο της φαντασιακής διαστρέβλωσης που μπορούμε να παρατηρήσουμε σε κάθε ιδεολογία (εκτός κι αν ζούμε στην αλήθεια της).

Για να το θέσουμε με μαρξιστικούς όρους, αν αληθεύει ότι η αναπαράσταση των πραγματικών όρων ύπαρξης των ατόμων που κατέχουν θέσεις στην παραγωγή, την εκμετάλλευση, την καταστολή, την ιδεολογικοποίηση και την επιστημονική πρακτική, εγείρεται, σε τελική ανάλυση, απ’ τις παραγωγικές σχέσεις και τις σχέσεις που απορρέουν απ’ αυτές, μπορούμε ίσως να πούμε το εξής: κάθε ιδεολογία αναπαριστά, στην αναγκαία φαντασιακή διαστρέβλωσή της, όχι τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις (και τις άλλες σχέσεις που απορρέουν απ’ αυτές), αλλά, πάνω απ’ όλα, τη (φαντασιακή) σχέση του ατόμου με τις παραγωγικές σχέσεις και τις σχέσεις που απορρέουν απ’ αυτές. Αυτό που αναπαρίσταται στην ιδεολογία δεν είναι, οπότε, το σύστημα των πραγματικών σχέσεων που κυβερνούν την ύπαρξη του ατόμου, αλλά η φαντασιακή σχέση των ατόμων αυτών με τις πραγματικές σχέσεις εντός των οποίων ζούνε.

Αν ισχύει αυτό, εξαφανίζεται το ερώτημα της «αιτίας» της φαντασιακής διαστρέβλωσης των πραγματικών σχέσεων στην ιδεολογία. Πρέπει ν’ αντικατασταθεί από ένα άλλο ερώτημα: γιατί η αναπαράσταση που κατασκευάζουν τα άτομα για την (ατομική) σχέση τους με τις κοινωνικές σχέσεις που κυβερνούν τους όρους ύπαρξής τους και την ατομική και τη συλλογική ζωή τους, είναι αναγκαστικά φαντασιακή; Και τι είδους φαντασιακού εμπλέκεται εδώ; Τιθέμενο μ’ αυτόν τον τρόπο, το ερώτημα αποκλείει τη λύση που στρέφεται ενάντια σε μια «κλίκα»[14] ατόμων (ιερέων ή δεσπότων) αναγνωρισμένων ως οι συγγραφείς της μεγάλης ιδεολογικής μυστικοποίησης, καθώς και τη λύση που στρέφεται ενάντια στον αλλοτριωμένο χαρακτήρα του πραγματικού κόσμου. Το γιατί θα το δούμε παρακάτω. Προς το παρών, δεν θα το προχωρήσουμε.

V. Η ιδεολογία έχει υλική ύπαρξη

ΘΕΣΗ ΙΙ: Η ιδεολογία έχει μια υλική ύπαρξη.

Αναφερθήκαμε σ’ αυτή τη θέση όταν είπαμε ότι οι «ιδέες», ή οι αναπαραστάσεις και τα ρέστα, τα οποία φαίνεται να συνθέτουν την ιδεολογία, έχουν, όχι μια ιδεατή, ιδανική ή πνευματική ύπαρξη, αλλά μια υλική ύπαρξη. Ισχυριστήκαμε μάλιστα ότι η ιδεατή, ιδανική, πνευματική ύπαρξη των «ιδεών» αποτελεί μια ιδέα που ανήκει αποκλειστικά σε μια ιδελογία της «ιδέας» και της ιδεολογίας, και, ας προσθέσουμε, στην ιδεολογία αυτού που φαίνεται ότι έχει «ιδρύσει» αυτή την αντίληψη από τότε που εμφανίστηκαν οι επιστήμες: ονομαστικά, αυτού που οι επιστήμονες αναπαριστούν ως «ιδέες», είτε αληθινές είτε ψευδείς, στην αυθόρμητη ιδεολογία τους. Φυσικά, παρουσιασμένη με την μορφή ενός ισχυρισμού, η θέση αυτή μένει αναπόδεικτη. Το μόνο που ζητάμε απ’ τον αναγνώστη είναι να διασκεδάσει μια ευνοϊκή προκατάληψη προς τη θέση αυτή – ας πούμε, στο όνομα του υλισμού. Θα την αποδείξουμε αλλού, όχι στον πρώτο τόμο αυτού του έργου.

Χρειαζόμαστε αυτή την υπόθεση ότι οι «ιδέες» ή άλλες αναπαραστάσεις έχουν, όχι μια πνευματική, αλλά μια υλική υπάρξη, ώστε να προχωρήσουμε την ανάλυσή μας για τη φύση της ιδεολογίας. Ή, μάλλον, απλώς τη βρίσκουμε χρήσιμη ώστε να παρουσιάσουμε καλύτερα τι θα δείξει σε κάθε, ακόμη κι ελάχιστα κριτικό, παρατηρητή ακόμη και μια ελάχιστα σοβαρή ανάλυση οποιασδήποτε ιδεολογίας.

Στην ανάλυσή μας για τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους και τις πρακτικές τους, είπαμε ότι κάθε μηχανισμός αποτελούσε την πραγμάτωση μιας ιδεολογίας (με την ενότητα αυτών των διαφορετικών περιφερειακών ιδελογιών -θρησκευτικές, ηθικές, νομικές, πολιτικές, αισθητικές, κλπ- να διασφαλίζεται απ’ την υπαγωγή τους υπό την Κρατική Ιδεολογία). Επιστρέφουμε τώρα σ’ αυτή τη θέση: κάθε ιδεολογία πάντα υπάρχει σ’ έναν μηχανισμό και την πρακτική ή πρακτικές του μηχανισμού αυτού. Η ύπαρξη αυτή είναι υλική ύπαρξη.

Φυσικά, η υλική υπάρξη της ιδεολογίας σ’ έναν μηχανισμό και τις πρακτικές του δεν έχει την ίδια τροπικότητα με την υλική ύπαρξη ενός πλακόστρωτου ή ενός τυφεκίου. Ωστόσο, διακινδυνεύοντας να μας αποκαλέσουν νεοαριστοτελικούς (επιτρέψτε μας να σημειώσουμε επί τροχάδην ότι ο Μαρξ έτρεφε μεγάλη εκτίμηση για τον Αριστοτέλη), θα πούμε ότι «η ύλη εκφράζεται σε διάφορες αισθήσεις» ή, αντ’ αυτού, ότι υπάρχει σε διαφορετικές τροπικότητες, όλες τους ριζωμένες, σε τελική ανάλυση, στη «σωματική» ύλη.

Τούτου λεχθέντος, επιτρέψτε μας ν’ ακολουθήσουμε το συντομότερο μονοπάτι και να δούμε τι συμβαίνει με τα «άτομα» που ζουν στην ιδεολογία, δηλαδή, σε μια καθορισμένη αναπαράσταση του κόσμου (θρησκευτική, ηθική, κλπ) η φαντασιακή διαστρέβλωση της οποίας εξαρτάται στη φαντασιακή τους σχέση με τους όρους ύπαρξής τους, με άλλα λόγια, σε τελική ανάλυση, στις παραγωγικές σχέσεις (ιδεολογία = μια φαντασιακή σχέση προς τις πραγματικές σχέσεις). Θα πούμε ότι αυτή η φαντασιακή σχέση προικίζεται η ίδια με υλική ύπαρξη. Κανείς δεν μπορεί να μας κατηγορήσει ότι αποφεύγουμε τις δυσκολίες ή ότι η ανάλυσή μας «δεν έχει συνοχή».

Παρατηρούμε το εξής. Ένα άτομο πιστεύει στον Θεό, το Καθήκον, τη Δικαιοσύνη, και τα ρέστα. Η πίστη αυτή έχει τη ρίζα της (για όλους, δηλαδή, για όλους όσους ζουν σε μια ιδεολογική αναπαράσταση της ιδεολογίας που την ανάγει σε ιδέες προικισμένες εξ ορισμού με πνευματική ύπαρξη) στο γεγονός ότι οι ιδέες του ατόμου, και συνεπώς στο άτομο ως ένα υποκείμενο που έχει μια συνείδηση που περιλαμβάνει τις ιδέες της πίστης του. Υπό αυτόν τον όρο -δηλαδή, δεδομένης της τελείως ιδεολογικής «νοητικής» διαθεσιμότητας που συνεπώς εδραιώνεται (ένα υποκείμενο προικισμένο με συνείδηση στην οποία διαμορφώνει ελεύθερα ή αναγνωρίζει ελεύθερα τις ιδέες στις οποίες πιστεύει)- η (υλική) συμπεριφορά του υποκειμένου έπεται με φυσικό τρόπο απ’ τις ιδέες του.

Το εν λόγω άτομο συμπεριφέρεται με τον τάδε τρόπο, υιοθετεί τη τάδε πρακτική γραμμή συμπεριφόρας και, επιπλέον, συμμετέχει σε ορισμένες ρυθμισμένες πρακτικές, εκείνες του ιδεολογικού μηχανισμού στον οποίο εξαρτώνται οι ιδέες που έχει ως υποκείμενο και που επέλεξε ελεύθερα και με κάθε «καλή» συνείδηση. Αν πιστεύει στον Θεό, πηγαίνει στην εκκλησία για να παρακολουθήσει μια λειτουργία, προσκυνά, προσεύχεται, εξομολογείται, νηστεύει (η νηστεία ήταν παλιότερα υλική με τη συνηθισμένη έννοια του όρου) και, φυσικά, μετανοεί, κλπ, κλπ. Αν πιστεύει στο Καθήκον, θα πράξει με τους αντίστοιχους τρόπους (εγγεγραμμένους σε τελετουργικές πρακτικές), «ακολουθώντας τους κατάλληλους κανόνες συμπεριφοράς». Αν πιστεύει στη Δικαιοσύνη, θα υποταχθεί τυφλά στους κανόνες του δικαίου και, όταν οι κανόνες αυτοί παραβιάζονται, ίσως διαμαρτυθεί με τη βαθιά αγανάκτηση που νιώθει μέσα του, ή ίσως συμμετάσχει σε συλλογή υπογραφών, ίσως συμμετάσχει σε μια διαδήλωση, κλπ. Αν πιστεύει στην «Εθνική Επανάσταση» του Φιλίπ Πεταίν, θα κάνει το ίδιο. Αν πιστεύει στη σοσιαλιστική επανάσταση, θα κάνει το ίδιο – δηλαδή, προφανώς, κάτι εντελώς διαφορετικό. Επέλεξα επίτηδες τα τελευταία αυτά παραδείγματα, τα οποία είναι σχεδόν προκλητικά, ώστε να μην «αποφύγω τα δύσκολα».

Απ’ την αρχή ως το τέλος αυτού του σχήματος, παρατηρούμε ότι η ιδεολογική παρουσίαση της ιδεολογίας αναγκάζεται ν’ αναγνωρίσει ότι κάθε υποκείμενο προικισμένο με συνειδήση και πιστεύοντας στις ιδέες που την εμπνέουν, επιλέγοντάς τες ελεύθερα, θα πρέπει να «πράξει σύμφωνα με τις ιδέες του» και συνεπώς να εγγράψει τις ίδιες τις ιδέες του ως ελεύθερο υποκείμενο στις πράξεις της υλικής πρακτικής του. Αν αποτύχει να το κάνει αυτό, «δεν είναι καλό».

Πράγματι, αν δεν κάνει αυτό που θα ‘πρεπε να κάνει σύμφωνα μ’ αυτά που πιστεύει, τότε κάνει κάτι άλλο, κι αυτό υποδηλώνει -ακόμη σύμφωνα με το ίδιο ιδεαλιστικό σχήμα- ότι έχει στο κεφάλι του άλλες ιδέες απ’ αυτές που διακηρύττει, και δρα σύμφωνα μ’ αυτές, τις άλλες, όντας είτε «ασυνεπής» («κανείς δεν είναι σκόπιμα κακός») είτε κυνικός είτε διεστραμμένος.

Σε κάθε περίπτωση, η ιδεολογία της ιδεολογίας αναγνωρίζει οπότε, παρά τη φαντασιακή της διαστρέβλωση, ότι οι «ιδέες» ενός ανθρώπινου υποκειμένου υπάρχουν στις δράσεις του ή θα έπρεπε να υπάρχουν στις δράσεις του· κι αν δεν υπάρχουν στις δράσεις του, η ιδεολογία της ιδεολογίας αποδίδει στο ανθρώπινο υποκείμενο διαφορετικές ιδέες, τέτοιες που ν’ ανταποκρίνονται στις πράξεις (ακόμη και διεστραμμένες) που εκτελεί. Αυτή η ιδεολογία της ιδεολογίας μιλά για πράξεις· εμείς θα μιλήσουμε για πράξεις εισαγμένες σε πρακτικές. Και θα υποδείξουμε ότι αυτές οι πρακτικές ρυθμίζονται από τελετουργικά στα οποία είναι εγγεγραμμένες, εντός της υλικής ύπαρξης ενός ιδεολογικού μηχανισμού, ακόμη κι αν πρόκειται για ένα μικρό τμήμα του μηχανισμού αυτού: μια μικρή λειτουργία σε μια μικρή εκκλησία, μια κηδεία, ένα ασήμαντο παιχνίδι ενός αθλητικού συλλόγου, μια ημέρα στο σχολείο ή μια ημέρα στο πανεπιστήμιο, μια συνεδρίαση ή συγκέντρωση ενός πολιτικού κόμματος ή της Union Rationaliste [Ορθολογική Ένωση, γαλλική οργάνωση που προωθεί τον ορθολογισμό] ή ότι αγαπάτε.

Επίσης, είμαστε υπόχρεοι στην αμυντική «διαλεκτική» του Πασκάλ για τη θαυμάσια φόρμουλα που θα μας επιτρέψει ν’ αντιστρέψουμε τη τάξη του νοηματικού σχήματος της ιδεολογίας της ιδεολογίας. Ο Πασκάλ λέει, λίγο-πολύ, «γονατίστε, κουνίστε τα χείλια σας σαν να προσεύχεστε, και θα πιστέψετε»[15]. Έτσι, αντιστρέφει με σκανδαλώδη τρόπο τη τάξη πραγμάτων, φέρνοντας, όπως ο Χριστός, όχι ειρήνη, μα διχόνοια, και, επιπλέον, μ’ έναν τρόπο που δεν είναι καθόλου χριστιανικός (επειδή ουαί των ανθρώπω εκείνω δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται!) – σκάνδαλο καθεαυτό. Ένα ευτυχές σκάνδαλο το οποίο τον κάνει να μιλά, με γιανσενιστική απείθεια, μια γλώσσα που υποδεικνύει την πραγματικότητα ως έχει, χωρίς τίποτα το φαντασιακό.

Ίσως μας επιτρέπεται ν’ αφήσουμε τον Πασκάλ στις διαμάχες της ιδεολογικής του πάλης με τον θρησκευτικό Ιδεολογικό Μηχανισμό του Κράτους της εποχής του, στην οποία διεξήγαγε μια μικρή ταξική πάλη στο γιανσενιστικό κόμμα του, διαρκώς στα πρόθυρα του ν’ αποβληθεί, δηλαδή, του αφορισμού. Και θα προσπαθήσουμε να χρησιμοποιήσουμε, με την άδεια των αναγνωστών, μια περισσότερο άμεσα μαρξιστική ορολογία, ει δυνατόν, επειδή θα προχωρήσουμε σε πεδία που ακόμη δεν έχουν εξερευνηθεί επαρκώς από μαρξιστές θεωρητικούς.

Θα πούμε οπότε, αναλογιζόμενοι ένα μοναδιαίο υποκείμενο (το τάδε άτομο), ότι η ύπαρξη των ιδεών στις οποίες το άτομο αυτό πιστεύει είναι υλική ύπαρξη, επειδή οι ιδέες του είναι οι υλικές του πράξεις εισαγμένες σε υλικές πρακτικές ρυθμισμένες από υλικά τελετουργικά τα οποία ορίζονται τα ίδια από τον υλικό ιδεολογικό μηχανισμό απ’ τον οποίο (καθόλου τυχαία!) προέρχονται οι ιδέες του. Φυσικά, οι τέσσερις χρήσεις του επιθέτου «υλικός» στην πρότασή μας πρέπει να προικιστούν με διαφορετικές τροπικότητες: οι υλικότητες μιας βόλτας στην εκκλησία για τη συμμετοχή στη λειτουργία, του προσκυνήματος, του σταυροκοπήματος ή της μετάνοιας, μιας πρότασης, μιας προσευχής, μιας πράξης μεταμέλειας, μιας νηστείας, ενός βλέμματος, μιας χειραψίας, ενός εξωτερικευμένου λόγου ή «εσωτερικού» λόγου (συνείδηση), δεν είναι όλες τους η ίδια υλικότητα. Δεν νομίζω να διαφωνήσει κανείς αν αφήσουμε σ’ εκκρεμότητα τη θεωρία της διαφοράς μεταξύ των τροπικοτήτων της υλικότητας.

Παραμένει το γεγονός ότι, σ’ αυτή την αντεστραμμένη παρουσίαση των πραγμάτων, δεν έχουμε να κάνουμε καθόλου με μια αντιστροφή (αυτή την μαγική φόρμουλα των εγελιανών ή φωυερμπαχιών μαρξιστών!), επειδή μπορούμε να δούμε ότι ορισμένες έννοιες έχουν απλά και καθαρά εξαφανιστεί απ’ τη νέα μας παρουσίαση, ενώ άλλες, αντιθέτως, επιβιώσαν, κι εμφανίστηκαν και νέοι όροι.

Εξαφανίστηκε: ο όρος ιδέες.

Επιβιώσαν: οι όροι υποκείμενο, συνείδηση, πίστη, πράξεις.

Εμφανίστηκαν: οι όροι πρακτικές, τελετουργικά, ιδεολογικός μηχανισμός.

Συνεπώς, δεν πρόκειται για μια αντιστροφή (εκτός με την έννοια με την οποία λέμε ότι μια κυβέρνηση ή ένα ποτήρι έχει ανατραπεί), αλλά αντ’ αυτού για έναν παράξενο ανασχηματισμό (όχι όμως όπως λέμε ανασχηματισμός της κυβέρνησης),  καθώς αποκτήσαμε το ακόλουθο αποτέλεσμα.

Οι ιδέες ως τέτοιες εξαφανίστηκαν (στον βαθμό που είναι προικισμένες με μια ιδεατή ή πνευματική ύπαρξη), ακριβώς στον βαθμό που εμφανίστηκε ότι η ύπαρξή τους είναι υλική – είναι εγγεγραμμένη στις πράξεις των πρακτικών που ρυθμίζονται από τελετουργικά καθορισμένα σε τελική ανάλυση από έναν ιδεολογικό μηχανισμό. Συνεπώς, φαίνεται ότι το υποκείμενο δρα στον βαθμό που το υποκείμενο διέπεται από το ακόλουθο σύστημα (το οποίο εκθέτουμε με τη σειρά του πραγματικού του καθορισμού): η ιδεολογία που υπάρχει σ’ έναν υλικό ιδεολογικό μηχανισμό, υπαγορεύοντας υλικές πρακτικές ρυθμιζόμενες από ένα υλικό τελετουργικό, οι οποίες πρακτικές υπάρχουν στις υλικές πράξεις ενός υποκειμένου που πράττει με καλή συνείδηση σύμφωνα με την πίστη του. Ίσως κανεί διαφωνήσει λέγοντας ότι το εν λόγω υποκείμενο θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά· επιτρέψτε μας όμως να θυμίσουμε ότι είπαμε ότι οι τελετουργικές πρακτικές στις οποίες πραγματώνεται μια «πρωτεύουσα» ιδεολογία μπορούν να «παράξουν» (με την μορφή υποπροϊόντων)[16] μια «δευτερεύουσα» ιδεολογία – δόξα τω Θεώ, καθώς, διαφορετικά, δεν θα ήταν εφικτή ούτε η εξέγερση ούτε η απόκτηση επαναστατικής συνείδησης ούτε η επανάσταση.

Όμως, η παρουσίασή μας αποκαλύπτει ότι διατηρήσαμε τις εξής έννοιες: υποκείμενο, συνείδηση, πίστη, πράξεις. Απ’ αυτή την αλληλουχία, θα εξάγουμε άμεσα τον αποφασιστικό κεντρικό όρο απ’ τον οποίο εξαρτώνται όλα: την έννοια του υποκειμένου.

Και θα διατυπώσουμε αμέσως δύο συζευγμένες θέσεις:

  1. Δεν υπάρχει καμία πρακτική παρά διά κι υπό μιας ιδεολογίας.
  2. Δεν υπάρχει καμία ιδεολογία παρά διά του υποκειμένου και για τα υποκείμενα.

Μπορούμε να φτάσουμε τώρα στην κεντρική μας θέση.

VI. Η ιδεολογία εγκαλλεί τα άτομα ως υποκείμενα[17]

Η θέση αυτή απλώς καθιστά ρητή τη τελευταία μας πρόταση: δεν υπάρχει καμία ιδεολογία παρά διά του υποκειμένου και για τα υποκείμενα. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει καμία ιδεολογία εκτός από ιδεολογία για συγκεκριμένα υποκείμενα (όπως εγώ κι εσύ), κι αυτός ο προορισμός για την ιδεολογία γίνεται εφικτός μόνο απ’ το υποκείμενο: με άλλα λόγια, απ’ την κατηγορία του υποκειμένου και τη λετουργία του.

Μ’ αυτό εννοούμε ότι, ακόμη κι να εμφανίζεται υπό αυτό το όνομα (το υποκείμενο) μόνο με την έλευση της αστικής ιδεολογίας, ιδίως της νομικής ιδεολογίας[18], η κατηγορία του υποκειμένου (η οποία μπορεί να λειτουργεί υπό άλλα ονόματα: πχ, η ψυχή στον Πλάτωνα, ο Θεός, κλπ) αποτελεί τη συγκροτητική κατηγορία κάθε ιδεολογίας, ανεξαρτήτως του καθορισμού της (περιφερειακός ή ταξικός) κι ανεξαρτήτως ιστορικής εποχής – καθώς η ιδεολογία δεν έχει ιστορία.

Λέμε ότι η κατηγορία του υποκειμένου είναι συγκροτητική κάθε ιδεολογίας, προσθέτουμε όμως επίσης ότι η κατηγορία του υποκειμένου είναι συγκροτητική κάθε ιδεολογίας μόνο στον βαθμό που κάθε ιδεολογία έχει τη λειτουργία (η οποία την ορίζει) του να «συγκροτεί» συγκεκριμένα υποκείμενα (όπως εγώ κι εσύ). Η λειτουργία κάθε ιδεολογίας υπάρχει στο παιχνίδι αυτής της διπλής συγκρότησης, καθώς η ιδεολογία δεν είναι τίποτα άλλο απ’ τη λειτουργία της στις υλικές μορφές ύπαρξης αυτής της λειτουργίας.

Για να συλλάβουμε όσα έπονται, πρέπει να έχουμε σταθερά στο μυαλό μας ότι τόσο εγώ που γράφω αυτές τις γραμμές όσο κι ο αναγνώστης που τις διαβάζει, είμαστε κι οι δύο υποκείμενα, και συνεπώς ιδεολογικά υποκείμενα (η πρόταση καθεαυτή είναι ταυτολογική). Δηλαδή, πρέπει να έχουμε συνείδηση του γεγονότος ότι τόσο ο συγγραφέας όσο κι ο αναγνώστης αυτών των γραμμών ζει «αυθόρμητα» ή «φυσικά» στην ιδεολογία, με την έννοια με την οποία είπαμε ότι «ο άνθρωπος είναι φύσει ζώον ιδεολογικόν»[19].

Το γεγονός ότι ένας συγγραφέας, στον βαθμό που γράφει τις γραφές ενός λόγου [discourse] ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι επιστημονικός, είναι πλήρως απών ως ένα «υποκείμενο» απ’ τον επιστημονικό λόγο «του» (επειδή κάθε επιστημονικός λόγος είναι εξ ορισμού ένας λόγος χωρίς υποκείμενο· δεν υπάρχει «Υποκείμενο της Επιστήμης» εκτός μιας ιδεολογίας της επιστήμης) είναι ένα διαφορετικό ζήτημα.

Όπως το θέτει αξιοθαύμαστα ο Απόστολος Παύλος, είναι στον «Λόγο», με άλλα λόγια, στην ιδεολογία, που «ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» [«ζούμε και κινούμαστε κι υπάρχουμε»][20]. Έπεται ότι η κατηγορία του υποκειμένου αποτελεί ένα πρωτεύον «αυταπόδεικτο γεγονός» για εμένα κι εσένα (τ’ αυταπόδεικτα γεγονότα είναι πάντα πρωτεύοντα): είναι σαφές ότι είσαι ένα (ελεύθερο, ηθικό, υπεύθυνο, κλπ) υποκείμενο, όπως είμαι επίσης κι εγώ. Όπως όλα τ’ αυταπόδεικτα γεγονότα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που κάνουν μια λέξη να «κατονομάζει ένα πράγμα» ή να «έχει ένα νόημα» (συμπεριλαμβανομένων, οπότε, των αυταπόδεικτων γεγονότων της «διαφάνειας» της γλώσσας), το «αυταπόδεικτο γεγονός» ότι εγώ κι εσύ είμαστε υποκείμενα -κι αυτό το «ότι» δεν είναι πρόβλημα- αποτελεί ένα ιδεολογικό αποτέλεσμα, το στοιχειώδες ιδεολογικό αποτέλεσμα[21]. Επειδή αποτελεί χαρακτηριστικό της ιδεολογίας να επιβάλλει αυταπόδεικτα γεγονότα ως αυταπόδεικτα γεγονότα (χωρίς να φαίνεται καθόλου, καθώς είναι «αυταπόδεικτα») τα οποία δεν μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε κι ενώπιον των οποίων έχουμε την αναπόφευκτη κι αξιοσημείωτα φυσική αντίδραση ν’ αναφωνήσουμε (φωναχτά ή στη «σιωπή της συνείδησης»)[22]: «Είναι προφανές! Είναι σωστό! Είναι αληθινό!».

Σ’ αυτή την αντίδραση ασκείται η λειτουργία της ιδεολογικής αναγνώρισης, μια εκ των δύο βασικών λειτουργιών της ιδεολογίας (η άλλη είναι η λειτουργία της μη-αναγνώρισης).

Για να πάρουμε ένα πολύ «συγκεκριμένο» παράδειγμα, όλοι μας έχουμε φίλους οι οποίοι, όταν χτυπάν την πόρτα μας και ρωτάμε «ποιος είναι;» μέσα απ’ την κλειστή πόρτα, μας απαντάν (καθώς «είναι αυταπόδεικτο») «εγώ είμαι!». Και πράγματι αναγνωρίζουμε ότι «αυτός είναι» ή «αυτή είναι». Ο σκοπός επιτεύχθηκε: ανοίγουμε την πόρτα, και «είναι πάντοτε πραγματικά αλήθεια ότι πράγματι ήταν εκείνος/εκείνη πίσω απ’ την πόρτα μας». Για να πάρουμε ένα άλλο παράδειγμα, όταν, στον δρόμο, αναγνωρίζουμε κάποιον που ήδη γνωρίζουμε, του δείχνουμε ότι τον έχουμε αναγνωρίσει (κι ότι έχουμε αναγνωρίσει ότι κι αυτός μας αναγνώρισε) λέγοντάς του «γεια σου, φίλε μου!» και δίνοντάς του χερί μας (μια υλική τελετουργική πρακτική ιδεολογικής αναγνωρίσης στην καθημερινή ζωή, τουλάχιστον στη Γαλλία· αλλού, υπάρχουν άλλα τελετουργικά).

Μ’ αυτή την προκαταρκτική παρατήρηση κι αυτά τα συγκεκριμένα παραδείγματα, θα ήθελα να υποδείξω μόνο ότι εγώ κι εσύ είμαστε πάντοτε ήδη υποκείμενα και, ως τέτοια, διαρκώς ασκούμε τα τελετουργικά της ιδεολογικής αναγνώρισης, τα οποία εγγυώνται για εμάς ότι είμαστε πράγματι συγκεκριμένα, μεμονωμένα, αδιαμφισβήτητα και, φυσικά, αναντικατάστατα υποκείμενα. Το γράφειν που τώρα κάνω και το διαβάζειν που τώρα κάνεις[23] είναι, παρομοίως, απ’ αυτή την άποψη, τελετουργικά ιδεολογικής αναγνώρισης, συμπεριλαμβανομένου του «αυταπόδεικτου» με το οποίο η «αλήθεια» των στοχασμών μου ίσως σου επιβάλλεται (κι ίσως σε κάνει να πεις «είναι αληθινό!»).

Ωστόσο, για ν’ αναγνωρίσουμε ότι είμαστε υποκείμενα κι ότι λειτουργούμε στα έμπρακτα τελετουργικά της στοιχειωδέστερης καθημερινής ζωής (χειραψίες, το γεγονός ότι σε φωνάζω με τ’ όνομά σου, το γεγονός ότι γνωρίζω ότι «έχεις» ένα δίκο σου όνομα χάρη στο οποίο αναγνωρίζεσαι ως ένα μοναδικό υποκείμενο, ακόμη κι αν δεν γνωρίζω ποιο είναι τ’ όνομά σου) – αυτή η αναγνώριση μας δίνει μόνο τη «συνείδηση» της αδιάκοπης (αιώνιας) πρακτικής μιας ιδεολογικής αναγνώρισης: τη συνείδησή της, δηλαδή, την αναγνώρισή της. Αυτό με κανέναν τρόπο δεν μας δίνει την (επιστημονική) γνώση του μηχανισμού αυτή της αναγνώρισης, ή την αναγνώριση αυτή της αναγνώρισης. Όμως, είναι αυτή η γνώση που πρέπει να επιτύχουμε αν θέλουμε, ενώ μιλάμε στην ιδεολογία κι απ’ το εσωτερικό της ιδεολογίας, να σκιαγραφήσουμε έναν λόγο [discourse] που προσπαθεί ν’ απομακρυνθεί απ’ την ιδεολογία, και να ρισκάρει εγκαινιάζοντας έναν επιστημονικό λόγο (έναν λόγο χωρίς υποκείμενο) για την ιδεολογία.

Έτσι, για ν’ αναπαραστήσω το γιατί η κατηγορία του υποκειμένου είναι συγκροτητική της ιδεολογίας, η οποία υπάρχει μόνο συγκροτώντας συγκεκριμένα υποκείμενα (εμένα κι εσένα), θα επιστρατεύσω έναν ειδικό τρόπο έκθεσης: αρκετά «συγκεκριμένο» ώστε ν’ αναγνωρισθεί, αλλά κι αρκετά αφηρημένο ώστε να είναι αναστοχαστικός και να μπορείς να τον στοχαστείς, δίνοντας έναυσμα σε μια γνώση.

Ως μια πρώτη διατύπωση, θα προτείνω: κάθε ιδεολογία καλεί ή εγκαλεί συγκεκριμένα άτομα ως συγκεκριμένα υποκείμενα, μέσω της λειτουργίας της κατηγορίας του υποκειμένου.

Αυτή η πρόταση συνεπάγεται ότι θα πρέπει να διακρίνουμε, προς στιγμήν, μεταξύ, αφενός, συγκεκριμένων ατόμων και, αφετέρου, συγκεκριμένων υποκειμένων, μολονότι, σ’ αυτό το επίπεδο, δεν υπάρχει κανένα συγκεκριμένο υποκείμενο που να μην έχει ως στήριγμά του ένα συγκεκριμένο άτομο.

Θα συνεχίσουμε δηλαδή προτείνοντας ότι η ιδεολογία «δρα» ή «λειτουργεί» μ’ έναν τέτοιο τρόπο ως να «στρατολογεί» υποκείμενα μεταξύ των ατομών (τα στρατολογεί όλα) ή «μετασχηματίζοντας» τ’ άτομα σε υποκείμενα (τα μετασχηματίζει όλα) μέσω της πολύ ακριβούς λειτουργίας αυτού που αποκαλούμε έγκληση ή κλήση. Μπορούμε να φανταστούμε τη λειτουργία αυτή μεταξύ των γραμμών της πιο κοινότυπης, καθημερινής κλήσης, από (ή όχι από) την αστυνομία: «Έι, εσύ εκεί!»[24].

Αν, για να προσφέρουμε στους αναγνώστες το πιο συγκεκριμένο είδος συγκεκριμένου, υποθέσουμε ότι αυτή η θεωρητική σκηνή που φανταζόμαστε συμβεί στον δρόμο, το άτομο το οποίο καλείται γυρνάει. Μ’ αυτή την απλή σωματική στροφή 180°, γίνεται ένα υποκείμενο. Γιατί; Επειδή έχει αναγνωρίσει ότι η κλήση απευθυνόταν «στην πραγματικότα» σ’ αυτόν κι ότι «ήταν πράγματι εκείνος ο οποίος καλούνταν» (κι όχι κάποιος άλλος). Η εμπειρία δείχνει ότι οι έμπρακτες τηλεπικοινωνίες της κλήσης είναι τέτοιες που η κλήση σχεδόν ποτέ δεν χάνει τον στόχο της: είτε πρόκειται για λεκτική κλήση είτε για σφύργιμα, αυτός ο οποίος καλείται πάντοτε αναγνωρίζει ότι ήταν πράγματι εκείνος ο οποίος καλούνταν. Πρόκειται για ένα παράξενο φαινόμενο, στη τελική, ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με «ένοχα αισθήματα», παρά τον μεγάλο αριθμό ανθρώπων με «βάρη στη συνείδησή τους». Ή μήπως είναι ότι ο καθένας πάντα έχει κάτι στη συνείδηση κι ότι ο καθένας μπερδεμένα αισθάνεται, τουλάχιστον, ότι έχει πάντα λογαριασμούς ν’ αποκαταστήσει ή υποχρεώσεις να σεβαστεί – έστω και μόνο την υποχρέωση ν’ αποκριθεί σε κάθε κλήση; Παράξενο.

Φυσικά, για χάρη ευκολίας και σαφήνειας της έκθεσης του μικρού μας θεωρητικού θεάτρου, έπρεπε να παρουσιάσουμε τα πράγματα με την μορφή μιας αλληλουχίας μ’ ένα πριν κι ένα μετά, δηλαδή, με την μορφή μιας χρονικής διαδοχής. Υπάρχουν άτομα που περπατούν μόνα τους. Από κάπου (συνήθως πίσω τους), ακούγεται η κλήση, «έι, εσύ εκεί!». Ένα άτομο γυρνάει (9/10 φορές είναι εκείνο στο οποίο απευθυνόταν η κλήση), πιστεύοντας-υποπτευόμενο-γνωρίζοντας ότι αυτός είναι ο «εσύ εκεί» – αναγνωρίζοντας, με άλλα λόγια, ότι εκείνος «είναι πράγματι το άτομο» στο οποίο απευθυνόταν η κλήση. Ωστόσο, στην πραγματικότητα τα πράγματα συμβαίνουν δίχως διαδοχή. Η ύπαρξη της ιδεολογίας κι η κλήση ή έγκληση των ατόμων ως υποκείμενα είναι το ίδιο και το αυτό.

Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι αυτό που φαίνεται έτσι να συμβαίνει εκτός της ιδεολογίας (για να είμαστε πολύ ακριβής, αυτό που συμβαίνει στον δρόμο) στην πραγματικότητα συμβαίνει στην ιδεολογία. Εκείνο που πραγματικά συμβαίνει στην ιδεολογία φαίνεται έτσι να συμβαίνει εκτός της. Γι’ αυτό όσοι είναι στην ιδεολογία, εγώ κι εσύ, πιστεύουμε ότι βρισκόμαστε εξ ορισμού εκτός της ιδεολογίας: ένα απ’ τα αποτελέσματα της ιδεολογίας είναι η έμπρακτη άρνηση, μέσω της ιδεολογίας, του ιδεολογικού χαρακτήρα της ιδεολογίας. Η ιδεολογία ποτέ δεν λέει «είμαι ιδεολογική». Πρέπει να βρίσκεται κανείς εκτός της ιδεολογίας, με άλλα λόγια, στην επιστημονική γνώση, ώστε να μπορεί να πει «βρίσκομαι στην ιδεολογία» (μια αρκετά σπάνια περίπτωση) ή «βρισκόμουν στην ιδεολογία» (η γενική περίπτωση). Όπως είναι πολύ καλά γνωστό, καταγγέλει κανείς μόνο τους άλλους ότι βρίσκονται στην ιδεολογία, ποτέ τον εαυτό του (εκτός κι αν είναι αληθινά σπινοζικός ή μαρξιστής, το οποίο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι ακριβώς η ίδια τοποθέτηση). Αυτό ανέρχεται στο να πούμε ότι η ιδεολογία δεν έχει έξω (για τον εαυτό της) αλλά, την ίδια στιγμή, ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά έξω (για την επιστήμη και την πραγματικότητα).

Ο Σπινόζα το εξήγησε αυτό πολύ καλά 200 χρόνια πριν απ’ τον Μαρξ, ο οποίος το έκανε πράξη χωρίς το εξηγήσει λεπτομερώς. Επιτρέψτε μας όμως να σταματήσουμε εδώ, μολονότι αυτό βρίθει συνεπειών οι οποίες δεν είναι απλά θεωρητικές, μα επίσης άμεσα πολιτικές, καθώς, για παράδειγμα, η όλη θεωρία της κριτικής και της αυτοκριτικής, ο χρυσός κανόνας της μαρξιστικής-λενινιστικής πρακτικής της ταξικής πάλης, εξαρτάται σ’ αυτό. Δυο λόγια μόνο: πως μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι της κριτικής έπεται η αυτοκριτική, οδηγώντας σε μια διόρθωση, σε συμφωνία με τη λενινιστική φόρμουλα του Μάο; Αυτό είναι εφικτό μόνο στη βάση μιας μαρξιστικής-λενινιστικής επιστήμης εφαρμοσμένης στην πρακτική της ταξικής πάλης.

Οπότε, η ιδεολογία καλεί ή εγκαλεί τ’ άτομα ως υποκείμενα. Απ’ τη στιγμή που η ιδεολογία είναι αιώνια, πρέπει τώρα να καταστείλουμε τη χρονική μορφή με την οποία παρουσιάσαμε τη λειτουργία της ιδεολογίας και να πούμε: η ιδεολογία έχει πάντοτε ήδη εγκαλέσει τ’ άτομα ως υποκείμενα, το οποίο ανέρχεται στο να καταστήσουμε σαφές ότι τ’ άτομα είναι πάντοτε-ήδη εγκλημένα απ’ την ιδεολογία ως υποκείμενα. Αυτό αναπόφευκτα μας  οδηγεί σε μια τελευταία πρόταση: τα άτομα είναι πάντοτε-ήδη υπόκειμενα. Οπότε, τα άτομα είναι «αφηρημένα» συγκριτικά με τα υποκείμενα τα οποία πάντοτε-ήδη είναι. Η πρόταση αυτή ίσως φαντάζει παράδοξη ή ως διανοητική ακροβασία. Παρακαλώ, δώστε μας μια στιγμή.

Το γεγονός ότι ένα άτομο είναι πάντοτε-ήδη ένα υποκείμενο, ακόμη και προτού γεννηθεί, αποτελεί μολαταύτα το απλό γεγονός του ζητήματος, προσβάσιμο σε όλους και δεν είναι καθόλου παράδοξο. Ο Φρόυντ δείχνει ότι τα άτομα είναι πάντα «αφηρημένα» συγκριτικά με τα υποκείμενα τα οποία πάντοτε-ήδη είναι, απλώς σημειώνοντας το ιδεολογικό τελετουργικό που περιβάλλει την αναμονή μιας «γέννας», αυτού του «χαρούμενου γεγονότος». Όλοι γνωρίζουν το πόσο πολύ, και το πως (πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν γι’ αυτό το «πως»), αναμένεται ένα αγέννητο παιδί. Αυτό συνοψίζεται στο να πούμε, πολύ πεζά, αν συμφωνήσουμε ν’ αφήσουμε στην άκρη τα «συναισθήματα», με άλλα λόγια, τις μορφές της οικογενειακής ιδεολογίας[25] (πατρική/μητρική/συζυγική/αδελφική) στην οποία αναμένεται το αγέννητο παιδί, ότι είναι σίγουρο εκ των προτέρων ότι θα φέρει το όνομα του πατέρα του κι οπότε θα έχει μια ταυτότητα και θα είναι αναντικατάστατο[26]. Πριν τη γέννα, οπότε, ένα παιδί είναι πάντοτε-ήδη ένα υποκείμενο, εγγεγραμένο ως υποκείμενο στην ιδιαίτερη οικογενειακή ιδεολογική διάταξη μέσω αυτής ακριβώς της ιδιαίτερης οικογενειακής ιδεολογικής διάταξης, στην οποία «αναμένεται» απ’ τη στιγμή που έχει συλληφθεί (είτε «ηθελημένα» είτε «από ατύχημα»). Δεν υπάρχει ανάγκη να προσθέσουμε ότι αυτή η οικογενειακή ιδεολογική διάταξη είναι, στην μοναδικότητά της, τρομερά δομημένη, κι ότι είναι σ’ αυτή την αδυσώπητη, περισσότερο ή λιγότερο «παθολογική» (αν μπορεί ν’ αποδωθεί κάποιο νόημα σ’ αυτή τη λέξη) δομή που το πρώην μέλλον-υποκείμενο πρέπει να «βρει» τη θέση «του», δηλαδή, να «γίνει» το σεξουαλικό υποκείμενο (αγόρι ή κορίτσι) που είναι ήδη προκαταβολικά. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιοφυΐα για να υποδείξει ότι αυτός ο ιδεολογικός περιορισμός κι εγγραφή, κι όλα τα τελετουργικά της οικογενειακής ανατροφής κι εκπαίδευσης του παιδιού και της οικογενειακής αγωγής, φέρουν κάποια σχέση μ’ αυτό που μελέτησε ο Φρόυντ στις μορφές του προγεννητικού και γεννητικού «σταδίου» της σεξουαλικότητας, και συνεπώς στη «σύλληψη» εκείνου που αναγνώρισε, απ’ τις επιδράσεις του, ως το ασυνείδητο. Επιτρέψτε μας όμως να σταματήσουμε εδώ.

Η όλη αυτή φάση του παιδιού που είναι πάντοτε-ήδη ένα υποκείμενο εκ των προτέρων, και, αντιστοίχως, όχι ένας βετεράνος μα ένας μέλλοντας μαχητής, δεν είναι καθόλου αστείο, καθώς μπορούμε να δούμε ότι είναι μια είσοδος μονής κατεύθυνσης στο φροϋδικό πεδίο. Ωστόσο, μας ενδιαφέρει σε άλλη βάση. Τι εννοούμε όταν λέμε ότι η ιδεολογία γενικά έχει πάντοτε-ήδη εγκαλέσει ως υποκείμενα τ’ άτομα τα οποία είναι πάντοτε-ήδη υποκείμενα; Πέρα απ’ την οριακή περίπτωση του «προγενέθλιου παιδιού», σημαίνει, συγκεκριμένα, το εξής.

Όταν η θρησκευτική ιδεολογία ξεκινά να λειτουργεί ευθέως εγκαλώντας το παιδί, τον μικρό Λουί, ως υποκείμενο, ο μικρός Λουί είναι ήδη-υποκείμενο – όχι ακόμη θρησκευτικό-υποκείμενο, μα οικογενειακό-υποκείμενο. Όταν (ας υποθέσουμε, αργότερα) η νομική ιδεολογία ξεκινά να εγκαλεί τον μικρό Λουί μιλώντας του τώρα, όχι για την Μαμά και τον Μπαμπά, ούτε για τον Θεό και τον Μικρό Κύριο Ιησού, μα για τη Δικαιοσύνη, ο μικρός Λουί ήταν ήδη ένα υποκείμενο, ένα οικογενειακό, θρησκευτικό, εκπαιδευτικό, κλπ, υποκείμενο. Θα προσπεράσω το ηθικό στάδιο, το αισθητικό στάδιο, και άλλα. Τέλος, όταν, αργότερα, χάρη σε αυτο-ετεροβιογραφικές περιστάσεις όπως το Λαϊκό Μέτωπο, ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος, ο Χίτλερ, η Ήττα του 1940, η αιχμαλωσία, η συνάντηση μ’ έναν κομμουνιστή, κλπ, ξεκινήσει η πολιτική ιδεολογία (στις διαφορικές μόρφες της) να εγκαλεί τον πλέον ενήλικα Λουί ως υποκείμενο, ο Λουί είχε ήδη προ πολλού υπάρξει, είχε πάντοτε-ήδη υπάρξει, ένα οικογενειακό, θρησκευτικό, ηθικό, εκπαιδευτικό, και νομικό υποκείμενο… και είναι τώρα, για δες, ένα πολιτικό υποκείμενο! Αυτό το πολιτικό υποκείμενο ξεκινά, μόλις αφεθεί απ’ την αιχμαλωσία, να κάνει την μετάβαση απ’ τον παραδοσιακό χριστιανοκαθολικό ακτιβισμό στον ανεπτυγμένο -ημιαιρετικό- χριστιανοκαθολικό ακτιβισμό, κι ύστερα ξεκινά να διαβάζει Μαρξ, μετά μπαίνει στο Κομμουνιστικό Κόμμα, κλπ. Έτσι είναι η ζωή. Οι ιδεολογίες δεν σταματούν ποτέ να εγκαλούν τα υποκείμενα ως υποκείμενα, δεν σταματούν ποτέ να «στρατολογούν» άτομα τα οποία είναι πάντοτε-ήδη υποκείμενα. Το παιχνίδι των ιδεολογιών υπερτίθεται, διασταυρώνεται, αντιφάσκει με τον εαυτό του επί του ίδιου υποκειμένου: το ίδιο υποκείμενο είναι πάντοτε-ήδη (αρκετές φορές) υποκείμενο. Αφήστε το να βγάλει άκρη, αν μπορεί…

Αυτό που θα μας απασχολήσει τώρα είναι ο τρόπος που οι «ηθοποιοί» σ’ αυτό το σκηνικό [mise-en-scène] έγκλησης, καθώς κι οι αντίστοιχοι ρόλοι τους, ανακλώνται στην ίδια τη δομή κάθε ιδεολογίας.

VII. Ένα παράδειγμα: η χριστιανική θρησκευτική ιδεολογία

Απ’ τη στιγμή που η τυπική δομή κάθε ιδεολογίας είναι πάντα η ίδια, θα περιοριστούμε στην ανάλυση ενός μόνο παραδείγματος οικείου στον καθένα, εκείνο της θρησκευτικής ιδεολογίας, με την επιφύλαξη ότι είναι εξαιρετικά εύκολο να παράγουμε την ίδια επίδειξη για την ηθική, τη νομική, την πολιτική, την αισθητική και φιλοσοφική ιδεολογία. Επιπλέον, θα επιστρέψουμε άμεσα σ’ αυτή την επίδειξη μόλις είμαστε σε θέση να μιλήσουμε ξανά για τη φιλοσοφία.

Επιτρέψτε μας οπότε ν’ αναλογιστούμε τη θρησκευτική ιδεολογία, χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα που μπορεί να συλλάβει ο καθένας: τη χριστιανική θρησκευτική ιδεολογία. Θα χρησιμοποιήσουμε μια ρητορική φιγούρα και θα «κάνουμε αυτή την ιδεολογία να μιλήσει»· με άλλα λόγια, θα συμπτύξουμε σ’ έναν φανταστικό λόγο τι «λέει» η ιδεολογία, όχι μόνο στις δύο Διαθήκες της, τι λένε οι θεολόγοι της και τα κηρύγματά της, μα επίσης τι λέει στις πρακτικές και τα τελετουργίκα της, στη θεία ευχαριστία και τα ιερά μυστήριά της. Η χριστιανική θρησκευτική ιδεολογία, λίγο-πολύ, λεεί το εξής:

Λέει: απευθύνομαι σ’ εσένα, ένα ανθρώπινο άτομο που ονομάζεται Πέτρος (κάθε άτομο καλείται με τ’ όνομά του, με την παθητική έννοια, δεν είναι ποτέ το ίδιο το άτομο εκείνο που δίνει ένα όνομα στον εαυτό του), ώστε να σου πω ότι ο Θεός υπάρχει κι ότι είσαι υπόλογος σε Αυτόν. Προσθέτει: είναι ο Θεός που σου απευθύνεται διαμέσου της φωνής μου (καθώς οι Γραφές έχουν συγκεντρώσει τον Λόγο του Θεού, η παράδοση την έχει μεταδώσει, και το παπικό αλάθητο διορθώνει πάντα τα «λεπτά» σημεία, όπως εκείνο αναφορικά με την παρθενία της Παναγίας ή… το ίδιο το παπικό αλάθητο). Λέει: Αυτός είσαι· είσαι ο Πέτρος! Αυτή είναι η καταγωγή σου: δημιουργήθηκες απ’ τον Θεό απ’ όλη την αιωνιότητα, παρότι γεννήθηκες το 1928 μ.Χ.! Αυτή είναι η θέση σου στον κόσμο! Αυτό είναι που πρέπει να κάνεις! Σ’ αντάλλαγμα, αν τηρήσεις τον «νόμο της αγάπης», θα σωθείς, εσύ, ο Πέτρος, και θα γίνεις κομμάτι του Ένδοξου Σώματος του Χριστού! Και τα λοιπά…

Πρόκειται για μια πολή καλά γνωστή, κοινότυπη, γλώσσα, όμως, την ίδια στιγμή, πολύ εντυπωσιακή. Εντυπωσιακή, επειδή, αν αναλογιστούμε ότι η θρησκευτική ιδεολογία απευθύνεται πράγματι σε άτομα[27] ώστε να τα «μετασχηματίσει σε υποκείμενα», εγκαλώντας το άτομο, τον Πέτρο, ώστε να τον κάνει ένα υποκείμενο ελεύθερο να υπακούσει ή να παρακουσεί την κλήση, δηλαδή, τις προσταγές του Θεού· αν καλεί αυτά τα υποκείμενα με τ’ όνομά τους, αναγνωρίζοντας οπότε ότι είναι πάντοτε-ήδη εγκλημένα ως υποκείμενα με μια προσωπική ταυτότητα (στο σημείο που ο Χριστός του Πασκάλ λέει: «είναι για εσένα που έχυσα αυτή τη σταγόνα του αίματός μου!»)· αν τα εγκαλεί μ’ έναν τέτοιο τρόπο που το υποκείμενο απαντά, «ναι, πράγματι είμαι εγώ!»· αν αποκτά απ’ τα άτομα την αναγνώριση ότι πράγματι κρατούν τη θέση που προορίζει γι’ αυτά στον κόσμο, μια πάγια κατοικία -«πράγματι είμαι εγώ, είμαι εδώ, ένας εργάτης, αφεντικό ή στρατιώτης»- σ’ αυτή την κοιλάδα των δακρύων· αν αποκτά απ’ τα άτομα αυτά την αναγνώριση ενός προορισμού (αιώνια ζωή ή αιώνια καταδίκη) ανάλογα με τον σεβασμό ή την περιφρόνηση που θα επιδείξουν για τις «Θείες Εντολές», τον Νόμο που γίνεται Αγάπη – αν όλα πράγματι συμβούν μ’ αυτόν τον τρόπο (στις οικείες πρακτικές και τελετουργικά της βάπτισης, του χρίσματος, της κοινωνίας, της εξομολόγησης, του ευχέλαιου, κλπ), πρέπει να σημειώσουμε ότι όλη αυτή η «διαδικασία», η οποία σκηνοθετεί χριστιανικά θρησκευτικά υποκείμενα, κυριαρχείται από ένα παράξενο φαινόμενο: μπορεί εδώ να υπάρξει μια τέτοια πολλαπλότητα πιθανών θρησκευτικών υποκειμένων μόνο υπό τον απόλυτο όρο ότι υπάρχει ένα Μοναδικό, Απόλυτο, Άλλο Υποκείμενο, ονομαστικά, ο Θεός.

Επιτρέψτε μας να ορίσουμε αυτό το νέο, μοναδιαίο Υποκείμενο γράφοντάς το «υποκείμενο» με κεφαλαίο ύψιλον, ώστε να διακρίνουμε το Υποκείμενο από υποκείμενα όπως εγώ κι εσύ.

Φαίνεται λοιπόν ότι η έγκληση των ατόμων ως υποκείμενα προϋποθέτει την «ύπαρξη» ενός μοναδιαίου και κεντρικού Υποκειμένου, στο όνομα του οποίου η θρησκευτική ιδεολογία εγκαλεί όλα τ’ άτομα ως υποκείμενα. Αυτό γράφεται καθαρά σ’ αυτό που λέγεται, ακριβώς, Γραφές. «Τω καιρώ εκείνω κύριος ο Θεός (Ιεχωβάς) εξ ουρανού ελάλησεν προς Μωυσήν. Και ο Κύριος εκάλεσεν τον Μωυσήν: Μωυσή! Ιδού εγώ, λέγει ο Μωυσής, δούλος σου· λάλησον και υπακούσω σε. Και είπε ο Κύριος προς Μωυσήν: Εγώ ειμί ο Ων»[28].

Ο Θεός, οπότε, οριζεί τον Εαυτό του ως το κατεξοχήν Υποκείμενο, Αυτός που είναι μέσω του Εαυτού του και για τον Εαυτό του («Εγώ ειμί ο Ων»), και Αυτός που εγκαλεί το υποκείμενό Του, το άτομο που καθυποβάλλεται σ’ Αυτόν απ’ την ίδια Του την έγκληση, δηλαδή, το άτομο που λέγεται Μωυσής. Κι ο Μωυσής, εγκλημένος-κλημένος με τ’ όνομά του, έχοντας αναγνωρίζει ότι «πράγματι» ήταν εκείνος που καλούσε ο Θεός, αναγνωρίζει -ναι, πράγματι!- ότι είναι ένα υποκείμενο, ένα υποκείμενο του Θεού, ένα υποκείμενο καθυποταγμένο στον Θεό, ένα υποκείμενο διαμέσου του Υποκειμένου και καθυποταγμένο στο Υποκείμενο. Η απόδειξη είναι ότι Τον υπακούει και κάνει τον λαό του να υπακούσει τις προσταγές Του. Και βρισκόμαστε καθοδόν, κυρίες και κύριοι, προς τη Γη της Επαγγελίας! Επειδή ο Θεός εγκαλεί και προστάζει μα, την ίδια στιγμή, υπόσχεται μια ανταμοιβή σε όποιον αναγνωρίσει την ύπαρξή Του ως το Μεγάλο Υποκείμενο κι αναγνωρίσει τις προσταγές Του, κι αν Τον υπακούσει σ’ όσα πει. Αν δεν υπακούσει, Αυτός γίνεται ένας Φοβερός Θεός: προσοχή στην Ιερή Οργή Του![29]

Οπότε, ο Θεός είναι το Υποκείμενο, κι ο Μωυσής και τ’ αμέτρητα υποκείμενα του εκλεκτού λαού είναι οι συνομιλητές του Θεού, είναι εκείνοι που Αυτός χαιρέτησε: οι καθρέπτες Του, οι αντανακλάσεις Του. Δεν δημιουργήθηκε ο άνθρωπος κατ’ εικόνα του Θεού ώστε ο Θεός, με την εκπλήρωση του μεγάλου στρατηγικού σχεδίου της Δημιουργίας-Πτώσης-Λύτρωσης, ν’ αναλογιστεί τον Εαυτό Του, δηλαδή, ν’ αναγνωρίσει τον Εαυτό Του στον άνθρωπο ως τη Δική Του Δόξα;

Όλος αυτός ο θεολογικός συλλογισμός αποδεικνύει ότι ο Θεός, παρότι θα «μπορούσε» πολύ καλά να τα καταφέρει χωρίς ανθρώπους, τους χρειάζεται: το Υποκείμενο χρειάζεται τα υποκείμενα, ακριβώς όπως οι άνθρωποι χρειάζονται τον Θεό, ακριβώς όπως τα υποκείμενα έχουν ανάγκη το Υποκείμενο. Καλύτερα: ο Θεός χρειάζεται τους ανθρώπους, του Μεγάλο Υποκείμενο χρειάζεται υποκείμενα, ακόμη και στη τρομακτική αντιστροφή της εικόνας Του σ’ αυτά (όταν τα υποκείμενα κυλιούνται στην ακολασία, δηλαδή, στην αμαρτία).

Καλύτερα: ο Θεός αναδιπλασιάζεται και στέλνει τον Υιό Του στον κόσμο ως ένα απλό υποκείμενο που ο Θεός το «εγκατέλειψε» (το μακρύ παράπονο του Όρους των Ελαιών που καταλήγει στη Σταύρωση) [Χριστός πάνω στον σταυρό: Ηλί Ηλί λαμά σαβαχθανί, δηλαδή «θεέ μου, θεέ μου, γιατί μ’ εγκαταλείπεις;»], υποκείμενο μα Υποκείμενο, άνθρωπος μα Θεός, για να εκπληρώσει εκείνο που προετοιμάζει τη τελική Λύτρωση, την Ανάσταση του Χριστού. Ο ίδιος ο Θεός λοιπόν χρειάζεται «να κάνει τον Εαυτό Του» άνθρωπο, το Υποκείμενο χρειάζεται να γίνει υποκείμενο, για να δείξει στα υποκείμενα εμπειρικά, μ’ έναν τρόπο που μπορεί να δει το μάτι και το χέρι να αισθανθεί (βλέπε Απόστολος Θωμάς), ότι, αν είναι υποκείμενα καθυποταγμένα στο Υποκείμενο, είναι αποκλειστικά ώστε να μπορέσουν να επανεισέλθουν, την Ημέρα της Κρίσεως, στην Αγκαλιά του Κυρίου, όπως Χριστός – δηλαδή, να επανεισέλθουν στο Υποκείμενο[30].

Επιτρέψτε μας ν’ αποκρυπτογραφήσουμε αυτή την θαυμαστή αναγκαιότητα αναδιπλασιασμού του Υποκειμένου σε υποκείμενα και του ίδιου του Υποκειμένου σ’ ένα Υποκείμενο-υποκείμενο, και να το μεταφράσουμε σε θεωρητική γλώσσα.

Παρατηρούμε ότι η δομή όλης της ιδεολογίας, εγκαλώντας τ’ άτομα ως υποκείμενα στο όνομα ενός Μοναδιαίου κι Απόλυτου Υποκειμένου, είναι κατοπτρική, μ’ άλλα λόγια, μια δομή-καθρέπτης, και διπλά κατοπτρική· κι ότι αυτός ο κατοπτρικός αναδιπλασιασμός είναι συγκροτητικός της ιδεολογίας και διασφαλίζει τη λειτουργία της. Αυτό σημαίνει ότι κάθε ιδεολογία έχει ένα κέντρο, ότι το Απόλυτο Υποκείμενο καταλαμβάνει την μοναδική θέση του Κέντρου κι εγκαλεί γύρω του το άπειρο των ανθρώπων ως υποκειμένων με μια διπλή κατοπτρική σχέση τέτοια ώστε καθυποτάσσει τα υποκείμενα στο Υποκείμενο, παραδίδοντάς τους παράλληλα το Υποκείμενο στο οποίο κάθε υποκείμενο μπορεί ν’ θεωρήσει τη δική του (παρούσα και μέλλουσα) εικόνα ως την εγγύηση ότι πρόκειται πράγματι γι’ αυτά κι ότι πρόκειται πράγματι γι’ Αυτόν, κι ότι απ’ τη στιγμή που όλα λαμβάνουν χώρα εντός της οικογενείας (η Αγία Οικογένεια: η Οικογένεια είναι στην ουσία Αγία), «ο Θεός θ’ αναγνωρίσει Τον Εαυτό Του σ’ αυτή», δηλαδή, σ’ αυτούς που αναγνωρίσαν τον Θεό κι έχουν αναγνωρίσει τον εαυτό τους σ’ Αυτόν, και θα σωθούν και θα κάτσουν στη δεξιά του Κυρίου (τη θέση του νεκρού στις χώρες μας, όπου ο οδηγός κάθεται στ’ αριστερά), ενσωματωμένο στο Μυστικιστικό Σώμα του Χριστού.

Έτσι, η διπλή κατοπτρική δομή της ιδεολογίας ταυτοχρόνως διασφαλίζει:

  1. την έγκληση των ατόμων ως υποκείμενα·
  2. την αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ υποκειμένων κι Υποκειμένου και μεταξύ των ίδιων των υποκειμένων, καθώς και την αναγνώριση του υποκειμένου απ’ τον εαυτό του[31]· και
  3. την απόλυτη εγγύση ότι τα πάντα έχουν πράγματι έτσι: ο Θεός είναι πράγματι ο Θεός, ο Πέτρος είναι πράγματι ο Πέτρος, και, αν η καθυπόταξη των υποκειμένων στο Υποκείμενο γίνει σεβαστή απ’ τα υποκείμενα, τότε όλα θα πάνε καλά για τα υποκείμενα: θα «λάβουν την ανταμοιβή τους».

Αποτέλεσμα: τα υποκείμενα, εγκλωβισμένα σ’ αυτό το τριπλό σύστημα καθυπόταξης, καθολικής αναγνώρισης κι απόλυτης εγγύησης, όπως ήταν αναμενόμενο, «δρουν». «Δρουν από μόνα τους», χωρίς έναν μπάτσο από πίσω τους, και, όπως ορίζει η ανάγκη όταν είναι πράγματι ανέφικτο ν’ αντιμετωπιστούν διαφορετικά τα «κακά υποκείμενα», χάρη στην κατά διαστήματα, προσεκτικά υπολογισμένη βοήθεια, την παρέμβαση των αποσπασμάτων ειδικευμένων στην καταστολή, ονομαστικά, τους ιεροεξεταστές ή, όταν πρόκειται για ιδεολογίες διαφορετικές απ’ τη θρησκευτική ιδεολογία, άλλων ειδικευμένων ανακριτών κι αστυνομικών[32]. Τα υποκείμενα «δρουν»: αναγνωρίζουν ότι «είναι πράγματι αλήθεια», ότι «έτσι έχουν τα πράγματα» κι όχι κάπως διαφορετικά, ότι πρέπει να υπακούσουν τον Θεό, τον ιερέα, τον ντε Γκωλ, το αφεντικό, τον μηχανικό, πρέπει ν’ αγαπάνε τον πλησίον τους, κλπ. Τα υποκείμενα δρουν, καθώς έχουν αναγνωρίσει ότι «όλα έχουν καλώς» (ακριβώς ως έχουν), και λένε, για καλό και για κακό: ας είναι!

Αυτή είναι η απόδειξη ότι δεν έχουν πράγματι έτσι τα πράγματα αλλά ότι έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα, ώστε τα πράγματα είναι όπως θα έπρεπε να είναι, και -επιτρέψτε μας να βγούμε και να το πούμε- ώστε να διασφαλίζεται η αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσων, κάθε ημέρα, κάθε δευτερόλεπτο, στη «συνείδηση», δηλαδή, την υλική συμπεριφορά των ατόμων που βρίσκονται στα πόστα στα οποία τ’ άτομα αυτά εγγράφονται στην παραγωγή, την εκμετάλλευση, την καταστολή, την ιδεολογικοποίηση και την επιστημονική πρακτική, απ’ τον κοινωνικό και τεχνικό καταμερισμό της εργασίας.

Γνωρίζουμε ότι, στους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, η θρησκευτική ιδεολογία (η οποία υπάρχει στον θρησκευτικό Ιδεολογικό Μηχανισμό του Κράτους) δεν παίζει πια τον ίδιο ρόλο που έπαιζε σε κοινωνικούς σχηματισμούς βασισμένους στη «δουλοπαροικία». Στους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, άλλοι ιδεολογικοί μηχανισμοί παίζουν σημαντικότερο ρόλο. Η συγκλίνουσα επίδρασή τους έχει πάντα τον ίδιο «σκοπό»: την καθημερινή, αδιάκοπη αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων στη «συνείδηση», δηλαδή, στην υλική συμπεριφορά των δρώντων των διάφορων λειτουργικών της καπιταλιστικής κοινωνικής παραγωγής. Όμως, όλα όσα είπαμε για τη λειτουργία και τη δομή της θρησκευτικής ιδεολογίας ισχύουν εξίσου για όλες τις άλλες ιδεολογίες. Στην ηθική, η κατοπτρική σχέση είναι εκείνου του Υποκειμένου (Καθήκον) και των υποκειμένων (ηθικές συνειδήσεις)· στη νομική ιδεολογία, η κατοπτρική σχέση είναι εκείνη του Υποκειμένου (Δικαιοσύνη) και των υποκειμένων (άνθρωπων που είναι ελεύθεροι και ίσοι)· στην πολιτική ιδεολογία, η κατοπτρική σχέση είναι εκείνη του Υποκειμένου (μεταβλητού: η Πατρίδα, το Εθνικό ή Γενικό Συμφέρον, η Πρόοδος, η Επανάσταση) και των υποκειμένων (τα μέλη της οργάνωσης, οι ψηφοφόροι, οι μιλιτάντηδες, κλπ).

Η επαναστατική μαρξιστική-λενινιστική πολιτική ιδεολογία διακρίνεται, φυσικά, απ’ το γεγονός, χωρίς ιστορικό προηγούμενο, ότι αποτελεί μια ιδεολογία η οποία έχει υποστεί βαριά «επεξεργασία», κι έχει συνεπώς μετασχηματιστεί από μια επιστήμη, την μαρξιστική επιστήμη της ιστορίας, των κοινωνικών σχηματισμών, της ταξικής πάλης και της επανάστασης. Αυτό «παραμορφώνει» την κατοπτρική δομή της ιδεολογίας χωρίς όμως να την καταργεί πλήρως («κανένας σωτήρας από ψηλά […] κανένας πρίγκηπας ή αριστοκράτης», λέει ο ύμνος της Διεθνούς, και, συνεπώς, κανένα καθυποταγμένο υποκείμενο!… ). Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο ύμνος της Διεθνούς επιζητεί να «αποκεντρώσει» την ίδια την πολιτική ιδεολογία. Σε ποιον βαθμό αυτό είναι εφικτό ή, αντ’ αυτού, καθώς είναι σχετικά εφικτό, εντός ποιων ορίβν έχει έως τώρα αποδειχθεί εφικτό; Αυτό είναι ένα άλλο ερώτημα[33]. Όπως και να ‘χει, κι εντός των ορίων που θέτει η αντίσταση σε προσπάθειες αποκέντρωσης, δηλαδή, αποκατοπτρισμού της μαρξιστικής-λενινιστικής μαζικής πολιτικής ιδεολογίας, βρίσκουμε την ίδια δομή και τις ίδιες αρχές λειτουργίας σ’ όλες τις ιδεολογίες. Θα ήταν εύκολο να το δείξουμε αυτό.

Απ’ τη στιγμή που ήδη το αναφέραμε επί τροχάδην, ας επιστρέψουμε στο ερώτημα που σίγουρα βρίσκεται στην άκρη της γλώσσας καθενός. Τι βρίσκεται υπό αμφισβήτηση πραγματικά, συγκεκριμένα, σ’ αυτόν τον μηχανισμό της κατοπτρικής αναγνώρισης του Υποκειμένου και των υποκειμένων, και στην εγγύηση που δίδεται στα υποκείμενα από το Υποκείμενο υπό τον όρο ότι αποδέχονται την καθυπόταξή τους στις «προσταγές» του Υποκειμένου; Η πραγματικότητα που αμφισβητείται σ’ αυτόν τον μηχανισμό, η πραγματικότητα που παρεννοείται στις ίδιες τις μορφές αναγνώρισης, μια αναγνώριση η οποία είναι συνεπώς αναγκαία μια παραγνώριση, είναι, σε τελική ανάλυση, η αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων και των άλλων σχέσεων που απορρέουν απ’ αυτές.

VIII. Πως «λειτουργεί» συγκεκριμένα η ιδεολογία

Μένει να δείξουμε, χρησιμοποιώντας μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα, το πως λειτουργεί όλος αυτός ο εντυπωσιακός (κι απλός) μηχανισμός στην πραγματική, συγκεκριμένη του περιπλοκότητα.

Γιατί «απλός»; Επειδή η αρχή [principle] της επίδρασης της ιδεολογίας είναι απλή: αναγνώριση, καθυπόταξη, εγγύηση – το όλον επικεντρωμένο στην καθυπόταξη. Η ιδεολογία κάνει τ’ άτομα που είναι πάντοτε-ήδη υποκειμένα (δηλαδή, εγώ κι εσύ) να «λειτουργούν».

Γιατί «περίπλοκη»; Επειδή κάθε υποκείμενο (εγώ κι εσύ) υπόκειται σε διάφορες ιδεολογίες που είναι σχετικά ανεξάρτητες, μολονότι ενοποιημένες υπό την ενότητα της Κρατικής Ιδεολογίας. Επειδή υπάρχουν, όπως έχουμε δείξει, διάφοροι Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους. Οπότε, κάθε υποκείμενο (εγώ κι εσύ) ζει εντός κι υπό διάφορες ιδεολογίες ταυτόχρονα. Η καθυπόταξη-επιδράσεις τους «συνδυάζονται» στις ίδιες τις πράξεις του κάθε υποκειμένου, πράξεις οι οποίες εγγράφονται σε πρακτικές ρυθμιζόμενες από τελετουργικά, κλπ.

Ο «συνδυασμός» αυτός δεν έρχεται μόνος του. Εξού αυτό που αποκαλείται «σύγκρουση καθηκόντων» στη θαυμαστή ορολογία της επίσημης φιλοσοφίας μας. Πως συμφιλιώνονται τα οικογενειακά, ηθικά, θρησκευτικά, πολιτικά ή άλλα καθήκοντα όταν παρουσιάζονται «ορισμένες» περιστάσεις; Χρειάζεται κανείς να κάνει μια επιλογή και, ακόμη κι όταν δεν επιλέγει (συνειδητά, ύστερα απ’ την «κρίση συνείδησης» που αποτελεί ένα απ’ τα ιερά τελετουργικά που παρατηρούνται σε τέτοιες περιπτώσεις), η επιλογή γίνεται από μόνη της. Έτσι, το 1940, ύστερα απ’ την παράξενη ήττα της Γαλλίας στον «Ψεύτικο Πόλεμο», τόσο ο ντε Γκωλ όσο κι ο Πεταίν έκαναν μια επιλογή. Οι Γάλλοι που ούτε είχαν ένα αριστοκρατικό επίθετο όπως ο ντε Γκωλ ούτε τα μέσα μεταφοράς του, έκανα επίσης μια «επιλογή» – να παραμείνουν στη Γαλλιά και να πολεμήσουν εκεί όσο καλύτερα μπορούσαν, στις σκιές, μ’ αυτοσχέδια όπλα που αρπάξαν απ’ τους Γερμανούς, πριν προχωρήσουν στον σχηματισμό ένοπλων αντιστασιακών ομάδων.

Υπάρχουν κι άλλες «συγκρούσεις καθοκόντων» κι άλλες επιλογές που, παρότι λιγότερο εντυπωσιακές, είναι εξίσου δραματικές. Για να πάρουμε ένα απλό παράδειγμα, η Καθολική Εκκλησία (κι όχι ο Θεός ο Πατήρ) εδώ κι αρκετά χρόνια αναγκάζει τα χριστιανικά ζευγάρια να φέρουν τον βαρύ σταυρό μιας σύγκρουσης μεταξύ οικογενειακής και θρησκευτικής ιδεολογίας. Το αντικείμενο της σύγκρουσης είναι τ’ αντισυλληπτικά χάπια. Αφήνω στη φαντασία και τα βιώματα του αναγνώστη ν’ ανακατασκευάσει άλλες «περιστάσεις συνείδησης», δηλαδή, άλλες περιστάσεις αντικειμενικής τριβής μεταξύ διαφορετικών ιδεολογικών μηχανισμών: για παράδειγμα, περιπτώσεις που περιλαμβάνουν νομικούς, δικαστές κι άλλους δημόσιους υπάλληλους που βρίσκουν τον εαυτό τους να κομματιάζεται μεταξύ των διαταγών που λαμβάνουν (ή των αντικειμενικών λειτουργιών που αναλαμβάνουν στον κρατικό μηχανισμό) και της ιδεολογίας τους, είτε ηθική (Δικαιοσύνη) είτε πολιτική (Πρόοδος και Επανάσταση). Κανείς δεν είναι απρόσβλητος σε τέτοιες «περιστάσεις συνείδησης», ακόμη κι ορισμένοι αστυνομικοί.

Ας το αφήσουμε εδώ -θα ήταν εύκολο να επεκταθούμε- κι ας επιστρέψουμε στη γενική μας θέση ώστε να δείξουμε με ποια έννοια και γιατί μπορούμε να πούμε ότι κάθε κοινωνικός σχηματισμός «λειτουργεί με ιδεολογία», με την έννοια με την οποία λέει κανείς ότι ένας βενζινοκινητήρας «λειτουργεί με βενζίνη».

Σημειώσαμε εν παρόδω, αναφορικά με το «δίκαιο», ότι η βασική λειτουργία του δικαίου είναι λιγότερο η διασφάλιση της αναπαραγωγής των παραγωγικών σχέσεων και περισσότερο η ρύθμιση κι ο έλεγχος της ίδιας της λειτουργίας της παραγωγής (και των μηχανισμών που διασφαλίζουν την αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων). Μπορούμε τώρα να συλλάβουμε κάτι άλλο, επειδή σημειώσαμε του γεγονότος ότι, επειδή το δίκαιο μπορεί να λειτουργήσει μόνο με νομική-ηθική ιδεολογία, βοηθά να διασφαλίσει, ενώ επίσης ρυθμίζει τη λειτουργία των παραγωγικών σχέσεων, την αδιάλειπη αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων στη «συνείδηση» του κάθε υποκειμένου (κάθε δρώντα της παραγωγής, της εκμετάλλευσης, κλπ) μέσω της νομικής του ιδεολογίας.

Μπορούμε τώρα να πούμε το εξής. Είναι χαρακτηριστικό των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους ότι αποτελούν κομμάτι του εποικοδομήματος και, ως τέτοιο, διασφαλίζουν την αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων πίσω απ’ την προστατευτική ασπίδα του Κατασταλτικού Μηχανισμού του Κράτους και την πιθανότητα καταφυγής σ’ αυτόν. Ωστόσο, απ’ τη στιγμή που διασφαλίζουν την αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων στη «συνείδηση» των υποκειμένων που είναι δρώντες της παραγωγής, δρώντες της εκμετάλλευσης, κλπ, πρέπει να προσθέσουμε ότι αυτή η αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων απ’ τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους και τις ιδεολογικές επιδράσεις τους στα υποκείμενα (τους δρώντες της παραγωγής, κλπ) διασφαλίζεται στη λειτουργία των ίδιων των παραγωγικών σχέσεων.

Με άλλα λόγια, η εξωτερικότητα του εποικοδομήματος αναφορικά με τη βάση -μια θέση που είναι δικαιολογημένη κατ’ αρχήν, μια θέση χωρίς την οποία δεν θα ήταν κατανοητό τίποτα στη δομή ή τη λειτουργία ενός τρόπου παραγωγής ή ενός κοινωνικού σχηματισμού- είναι μια εξωτερικότητα που ασκείται, σε μεγάλο βαθμό, με την μορφή της εσωτερικότητας. Μ’ αυτό εννοώ ότι ιδεολογίες όπως η θρησκευτική, η ηθική, η νομική, ακόμη κι η πολιτική ιδεολογία (επίσης κι η αισθητική ιδεολογία: σκεφτείται τους τεχνίτες, τους καλλιτέχνες, κι όλους εκείνους που χρειάζεται να θεωρούν εαυτούς «δημιουργούς» στη δουλειά τους) διασφαλίζουν την αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων (με την ιδιότητά τους ως Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κρατούς αποτελώντας κομμάτι του εποικοδομήματος) στην καρδιά της λειτουργίας των παραγωγικών σχέσεων, τις οποίες βοηθούν να «λειτουργούν από μόνες τους».

Αντιθέτως, ο Κατασταλτικός Μηχανισμός του Κράτους δεν παρεμβαίνει με τον ίδιο τρόπο στην καθεαυτή λειτουργία των παραγωγικών σχέσεων. Μ’ εξαίρεση όταν υπάρχει μια γενική απεργία στη τοπική συγκοινωνία και τα στρατιωτικά οχήματα διασφαλίζουν τις «δημόσιες συγκοινωνίες» όσο καλύτερα μπορούν, τουλάχιστον στην ευρύτερη περιοχή του Παρισίου, ούτε ο στρατός ούτε η αστυνομία ούτε ακόμη κι η διοικήση στο σύνολό της δεν παρεμβαίνει άμεσα στη λειτουργία των παραγωγικών σχέσεων, στην παραγωγή ή στους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους. Υπάρχουν γνωστές οριακές περιστάσεις, στις οποίες η αστυνομία, τα ΜΑΤ, ακόμη κι ο στρατός χρησιμοποιούνται για να «συνθλίψουν» την εργατική τάξη, όμως αυτό συμβαίνει όταν η εργατική τάξη απεργεί και συνεπώς η παραγωγή έχει σταματήσει. Η παραγωγή, ωστόσο, έχει τους δικούς της δρώντες εσωτερικής καταστολής (εργοστασιακούς διευθυντές κι όλους τους υποτακτικούς τους, απ’ το εποπτικό προσωπικό ως τους εργοδηγούς, καθώς και τους περισσότερους «μηχανικούς», ακόμη κι υψηλού επιπέδου τεχνικούς, ότι κι αν νομίζουν οι ίδιοι κι ότι κι αν νομίζουν άλλοι γι’ αυτούς), η ύπαρξη των οποίων γίνεται κατανοητή μόλις καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει κανένας καθαρά τεχνικός καταμερισμός εργασίας, αλλά ένας κοινωνικοτεχνικός καταμερισμός – με άλλα λόγια, μόλις καταλάβουμε ότι εκείνο που είναι καθοριστικό στην ενότητα μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων/παραγωγικών σχέσεων (η οποία σχηματίζει τη βάση που καθορίζει, σε τελική ανάλυση, τι συμβαίνει στο εποικοδόμημα) δεν είναι οι παραγωγικές δυνάμεις αλλά, εντός των ορίων που τίθονται απ’ τις υπάρχουσες παραγωγικές δυνάμεις, οι παραγωγικές σχέσεις[34].

Ωστόσο, αυτός ο κοινωνικοτεχνικός καταμερισμός της εργασίας στην παραγωγή (και δη σε άλλες σφαίρες, συμπεριλαμβανομένου του καταμερισμού της εργασίας στους μηχανισμούς του κράτους) λειτουργεί ο ίδιος με ιδεολογία, πάνω απ’ όλα με νομική-ηθική ιδεολογία, και επίσης, κατά δεύτερον, με θρησκευτική, πολιτική, αισθητική και φιλοσοφική ιδεολογία. Αυτό μας δείχνει -ξεκάθαρα, αν μου επιτρέπεται- την ακραία απλότητα και, την ίδια στιγμή, ακραία περιπλοκότητα του τρόπου που λειτουργούν η παραγωγή κι οι άλλες σφαίρες δραστηριότητας ενός κοινωνικού σχηματισμού. Αυτό επίσης μας δείχνει ότι είναι επιτακτική ανάγκη να διορθώσουμε γι’ άλλη μια φορά την παλιά μας «τοπογραφική» αναπαράσταση των σχέσεων μεταξύ βάσης κι εποικοδομήματος.

IX. Βάση κι εποικοδόμημα

Η βάση κυριαρχείται απ’ τις παραγωγικές σχέσεις. Οι παραγωγικές σχέσεις λειτουργούν (στη βάση, φυσικά, των υλικών εργασιακών διαδικασιών που παράγουν αντικείμενα κοινωνικής χρησιμότητας ως εμπορεύματα) ταυτοχρόνως ως παραγωγικές σχέσεις (συνεπώς, καθιστώντας εφικτή την αλληλεπίδραση των εργασιακών διαδικασιών) κι ως σχέσεις εκμετάλλευσης. Η λειτουργία των παραγωγικών σχέσεων διασφαλίζεται:

  1. από εκμεταλλευτικούς δρώντες κι απ’ την καταστολή εγγενή στην ίδια την παραγωγική διαδικασία, όχι εξωτερική αυτής: οι λειτουργίες επιτήρησης-ελέγχου-καταστολής στην παραγωγική διαδικασία δεν εκτελούνται από αστυνομικούς ή στρατιώτες, αλλά από τους ίδιους τους δρώντες της παραγωγικής διαδικασίας (τους διευθυντές των εργοστασίων κι όλους όσους βρίσκονται υπό τις εντολές τους, απ’ το εποπτικό προσωπικό ως τους επιστάτες, καθώς και τους περισσότερους «μηχανικούς» και τους ανώτερους τεχνικούς). Το προσωπικό αυτό μπορεί να χρησιμοποιήσει όλη τη «διακριτικότητα» που μπορούμε να φανταστούμε στην άσκηση των λειτουργιών του, κι όλες τις «πρωτοποριακές» τεχνικές των δημόσιων σχέσεων ή των ανθρώπινων σχέσεων, δηλαδή, της ψυχολογίας και της κοινωνικής ψυχολογίας, συνοδευόμενες με όλους τους ενδοιασμούς και τις «ηθικές» θεωρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των δικών τους κρίσεων συνείδησης κι εγερμένης συνείδησης οι οποίες, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορούν να τους κάνουν να γείρουν προς το προλεταριακό στρατόπεδο, αν όχι να προσχωρήσουν σ’ αυτό. Το προσωπικό αυτό μολαταύτα ανήκει, αντικειμενικά, στο κατασταλτικό προσωπικό εγγενές της λειτουργίας των παραγωγικών σχέσεων·
  2. από την αλληλεπίδραση των επιδράσεων των διάφορων ιδεολογιών, πρώτα και κύρια της νομικής-ηθικής ιδεολογίας. Το αποτέλεσμα στο οποίο οδηγεί αυτό είναι ότι, στην μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων, «ο καθένας εκτελεί το καθήκον του» στο πόστο του, συμπεριλαμβανομένων των προλετάριων, λόγω ενός ευσυνείδητου αισθήματος «επαγγελματικής υπερηφάνειας» στην καλά εκτελεσμένη εργασία, συμπεριλαμβανομένων των προλετάριων όταν εκτελούν το (αστικό) «πολιτικό καθήκον» τους ως προλετάριοι, αποδεχόμενοι την αστική νομική-ηθική ιδεολογία σύμφωνα με την οποία οι μισθοί τους αναπαριστούν «την αξία της εργασίας τους» κι αποδεχόμενοι την αστική τεχνολογική ιδεολογία σύμφωνα με την οποία «στη τελική, πρέπει να υπάρχουν διευθυντές, μηχανικοί, επιστάτες, κλπ, για να λειτουργούν τα πράγματα», αποδεχόμενοι όλο αυτό τον χορό και το τραγούδι.

Στην παραγωγή, η λειτουργία των παραγωγικών σχέσεων διασφαλίζεται από έναν συνδυασμό καταστολής κι ιδεολογίας, στον οποίο συνδυασμό η ιδεολογία παίζει τον κυρίαρχο ρόλο.

Το όλο εποικοδόμημα παρατάσσεται γύρω απ’ το κράτος. Περιλαμβάνει τους μηχανισμούς του κράτους, οι οποίοι βρίσκονται στην υπηρεσία των αντιπροσώπων της τάξης (ή των τάξεων) που κατέχουν την εξουσία: περιλαμβάνει τον κατασταλτικό μηχανισμό και τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους. Ο βασικός ρόλος του εποικοδομήματος, συνεπώς όλων των μηχανισμών του κράτους, είναι να διασφαλίσει τη διαιώνιση της εκμετάλλευσης των προλετάριων και των άλλων μισθωτών εργατών, δηλαδή, να διασφαλίσει τη διαιώνιση, συνεπώς την αναπαραγωγή, των παραγωγικών σχέσεων, οι οποίες είναι ταυτόχρονα και σχέσεις εκμετάλλευσης.

Ο Κατασταλτικός Μηχανισμός του Κράτους εκπληρώνει διάφορες λειτουργίες. Ένα μέρος του (το απόσπασμα, ειδικό καθήκον του οποίου είναι η εφαρμογή των κυρώσεων που εκδίδει ο δικαστικός μηχανισμός του κράτους) είναι υπεύθυνο ν’ αποτρέπει παραβάσεις, να συλλαμβάνει παραβάτες και να εφαρμόζει τις υλικές κυρώσεις που αποφασίζονται στα δικαστήρια σ’ όσους πράττουν νομικά αδικήματα. Η γενική λειτουργία αυτού του τμήματος του κατασταλτικού μηχανισμού συν των μονάδων ειδικευμένων σε βίαιη ταξική πάλη (τα ΜΑΤ, κλπ) συν του στρατού, είναι να προσφέρουν μια υλική πολιτική εγγύηση των όρων που απαιτούν οι Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους ώστε να λειτουργούν.

Συνεπώς, είναι οι Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους εκείνοι που αναλαμβάνουν τη βασική λειτουργία της αναπαραγωγής των παραγωγικών σχέσεων – και των σχέσεων που απορρέουν απ’ τις παραγωγικές σχέσεις (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που επικρατούν μεταξύ του ίδιου του «προσωπικού» τους, καθώς κι αυτό πρέπει επίσης ν’ αναπαραχθεί). Όμως, μόλις είδαμε ότι αυτή η λειτουργία, μολονότι πηγαίνει πολύ πέρα από εκείνη που είναι καθαρά εσωτερική στην κανονική λειτουργία της αλληλεπίδρασης των παραγωγικών σχέσεων, ασκείται επίσης κι εκεί. Είδαμε ότι το «δίκαιο» είναι ένας Ιδεολογικός Μηχανισμός του Κράτους ειδικευμένος, πάνω απ’ όλα, στη διασφάλιση της λειτουργίας των παραγωγικών σχέσεων. Τώρα είναι εμφανές ότι πρέπει να διευρύνουμε αυτή την πρόταση και να πούμε ότι οι άλλοι Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους διασφαλίζουν την αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων μόνο υπό τον όρο ότι ταυτοχρόνως διασφαλίζουν, ως μια πτυχή της ίδιας τους της παρέμβασης, την αλληλεπίδραση των ίδιων των παραγωγικών σχέσεων.

Αυτού έπεται ότι η συνύφανση βάσης κι εποικοδομήματος, η οποία δεν είναι γενική κι αόριστη μα εξαιρετικά ακριβής, επιτυγχάνεται πάνω απ’ όλα απ’ τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους, οι οποίοι εντάσσονται στο εποικοδόμημα μόνο στον βαθμό που το μεγαλύτερο μέρος της «δραστηριότητάς» τους επιτυγχάνεται στην αλληλεπίδραση των ίδιων των παραγωγικών σχέσεων ώστε να διασφαλίσουν την αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων.

Αυτός ο νέος όρος δεν αμφισβητεί τίποτα απ’ όσα μας δείχνει η τοπογραφία: ονομαστικά, τον καθορισμό σε τελική ανάλυση του εποικοδομήματος απ’ τη βάση. Μάλλον το αντίθετο: αυτή η καίριας σημασίας αρχή [principle] όχι απλώς διατηρείται, μα επιπλέον ενισχύεται απ’ την ανάλυσή μας. Αφετέρου, κερδίσαμε κάτι κινούμενοι από μια θεωρία που ήταν ακόμη υπερβολικά περιγραφική προς μια περισσότερο «θεωρητική» θεωρία. Η τελευταία τονίζει την ακριβή περιπλοκότητα της συνύφανση βάσης κι εποικοδομήματος μέσω της αλληλεπίδρασης των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους, καθώς το γεγονός ότι διασφαλίζουν την αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων κυρίως διασφαλίζοντας την αλληλεπίδραση των ίδιων των παραγωγικών σχέσεων.

X. Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα

Χρειάζεται να προσθέσουμε -ώστε να μην μείνουμε στο επίπεδο των εννοιών οι οποίες, μολονότι ακριβείς, παραμένουν αφηρημένες- ότι όλα αυτά μπορούν να επιβεβαιωθούν εμπειρικά στις καθημερινές ζωών των μεμονομένων υποκειμένων, όποιο κι αν είναι το πόστο τους στον κοινωνικό-τεχνικό «καταμερισμό της εργασίας» (παραγωγή), τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας καθεαυτό (εκμετάλλευση, καταστολή, ιδεολογικοποίηση) ή τον επιστημονικό καταμερισμό της εργασίας;

Συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει να δώσουμε απλώς μερικά παραδείγματα, που κάθε αναγνώστης μπορεί κατά βούληση να πολλαπλασιάσει, ότι:

  1. οι προλετάριοι δεν θα δουλεύαν αν δεν αναγκάζονταν από «ανάγκη», όμως, επίσης, κι αν δεν υποτάσσονταν στην εργασία απ’ τη νομική ιδεολογία («φυσικά και πρέπει να δουλέψω σ’ αντάλλαγμα για τον μισθό μου»)· από μια ηθική-οικονομική ιδεολογία της εργασίας (σκεφτείται τον αποκαλυπτικό χλευασμό του Ρενέ Κλαιρ: «η εργασία είναι υποχρεωτική επειδή η εργασία είναι ελευθερία»)· ή, στην περίπτωση των «οπισθοδρομικών» προλετάριων, από μια θρησκευτική ιδεολογία της εργασίας (πρέπει να υποφέρουμε για να γίνουμε άξιοι σωτηρίας· ο Χριστός ήταν εργάτης· η «κοινότητα» της εργασίας προεικονίζει την «κοινότητα» του πνεύματος), κλπ.
  2. Οι καπιταλιστές θα παύαν να είναι καπιταλιστές αν οι «ανάγκες» τους και, πάνω απ’ όλα, ο ανταγωνισμός (σε τελική ανάλυση, ο ανταγωνισμός μεταξύ των κεφαλαίων που έρχονται αντιμέτωπα μεταξύ τους στη βάση του μέσου ποσοστού κέρδους) δεν τους ανάγκαζε να συνεχίσουν μα, επίσης, αν δεν συντηρούνταν απ’ την ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους, σχηματισμένη από μια στέρεη νομική κι ηθική ιδεολογία της ιδιοκτησίας, του κέρδους και των προνομίων που οι ίδιοι απονέμουν στους εργάτες τους χάρην του κεφαλαίου τους («Επενδύω τα χρήματά μου, έτσι δεν είναι; Τα ρισκάρω, έτσι δεν είναι; Σίγουρα πρέπει να λάβω κάτι σ’ αντάλλαγμα: κέρδος. Επιπλέον, πρέπει να υπάρχει ένα αφεντικό να λέει στους εργάτες τι να κάνουν. Και πως θα επιβιώναν οι εργάτες αν δεν υπήρχα εγώ να τους πληρώνω;»).
  3. Ένας δημόσιος υπάλληλος που εργάζεται στο υπουργείο οικονομικών, ένας δάσκαλος δημοτικού, ένας καθηγητής γυμνασίου ή λυκείου ή πανεπιστημίου, ένας ερευνητής, ένας ψυχολόγος, ένας ιερέας, ένας στρατιωτικός, ένας υπουργός, η ίδια η κεφαλή του κράτους, ένας καλός οικογενειάρχης, μια μητέρα, ένας μαθητής ή φοιτητής, κλπ, κλπ… (ο αναγνώστης μπορεί να δώσει μια περιγραφή για κάθε κατηγορία).

Για να πάρουμε ένα παράδειγμα διαφορετικού είδους και να παρατηρήσουμε τον τρόπο που οι επιδράσεις διαφορετικών ιδεολογιών συνδυάζονται, αλληλοενισχύονται, συνυπάρχουν ή αντιφάσκουν αναμεταξύ τους, επιτρέψτε μας να δούμε τι συμβαίνει σε μερικά έμπρακτα τελετουργικά ενός εργάτη. (Να θυμήσουμε ότι η ιδεολογία στη τελική υπάρχει σ’ αυτά τα τελετουργικά καθώς και στις πράξεις που τα τελετουργικά αυτά καθορίζουν καθώς και στις πρακτικές στις οποίες τα τελετουργικά αυτά εμφανίζονται.)

Ας αναλογιστούμε μόνο τα τελετουργικά της πρόσληψης ή, ακόμη απλούστερα, το τελετουργικό του να φεύγεις απ’ το εργοστάσιο στο τέλος της βάρδιας. (Όσα ακολουθούν είναι μια πιστή απομαγνητοφώνηση μιας συζήτησης μ’ έναν σύντροφο τορναδόρο σ’ ένα εργοστάσιο της Citroën.)

Ο προλετάριος, στο τέλος της εργάσιμης ημέρας του (η στιγμή που περιμένει απ’ το πρωί), αφήνει τα πάντα, χωρίς καθυστερήσεις, μόλις σφυρίξει η λήξη, και κατευθύνεται προς τα λουτρά και τ’ αποδυτήρια. Πλένεται, αλλάζει ρούχα, χτενίζεται και γίνεται άλλος άνθρωπος: ο άνθρωπος που θα πάει σπίτι να βρει τη σύζυγο και τα παιδιά του. Μόλις φτάσει σπίτι, βρίσκεται σ’ έναν τελείως διαφορετικό κόσμο που δεν έχει τίποτα να κάνει με την κόλαση του εργοστασίου και τους ρυθμούς παραγωγής του. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, βρίσκεται πιασμένος σ’ ένα άλλο τελετουργικό, το τελετουργικό των πρακτικών και των πράξεων (ελεύθερων κι εθελοντικών, φυσικά) της οικογενειακής ιδεολογίας: οι σχέσεις του με τη σύζυγό του, τα παιδιά του, τους γείτονες, τους γονείς, τους φίλους – και τις Κυριακές, δως του κι άλλα τελετουργικά, εκείνα των φαντασιώσεών του ή των αγαπημένων του χόμπυ (ομοίως ελεύθερα κι εθελοντικά): ένα Σαββατοκύριακο στο δάσος Φονταινεμπλώ ή (σε μερικές περιπτώσεις) στον κηπάκο του στα προάστεια, κι αθλήματα, τηλεόραση, ραδιόφωνο, και μόνο ο Θεός ξέρει τι άλλο· κι ύστερα στις αργίες, δως του κι άλλα τελετουργικά (ψάρεμα, κάμπινγκ, τουρισμός κι εργασία, λαός και κουλτούρα[35], ο Θεός ξέρει τι).

Πιασμένος σ’ αυτά τ’ άλλα «συστήματα», μου είπε ο σύντροφος, πως θα ήταν δυνατόν να μην γίνεται άλλος άνθρωπος από εκείνον που είναι στο εργοστάσιο – για παράδειγμα, κάποιος τελείως διαφορετικός απ’ τον συνδικαλιστή μιλιτάντη ή το μέλος της CGT[36] που είναι στο εργοστάσιο; Αυτό το άλλο «σύστημα» είναι, για παράδειγμα (πρόκειται για πολύ συχνή περίπτωση), το τελετουργικό της μικροαστικής ιδεολογίας της οικογένειας. Μπορεί αυτό να σημαίνει ότι ο προλετάριος αυτός, «συνειδητοποιημένος κι οργανωμένος» όταν πηγαίνει στις συνελεύσεις του σωματείου με τους συνεργάτες του, πιάνεται σ’ ένα άλλο, μικροαστικό ιδεολογικό σύστημα μόλις γυρίσει σπίτι του; Γιατί όχι; Συμβαίνουν τέτοια πράγματα. Κι αυτό θα εξηγούσε πολλά. Όλο τον σαματά με τα παιδιά τα οποία, φυσικά, δεν τα πηγαίνουν καλά στο σχολείο· ακόμη και μερικά πολύ παράξενα πολιτικά συμβάντα, του είδους που μπορεί να καταλήξουν σε ορισμένα «απρόσμενα» εκλογικά αποτελέσματα. Επειδή όλοι γνωρίζουν πως είναι όταν ψηφίζεις. Τυχαίνει ν’ ακούσεις τον ντε Γκωλ στη τηλεόραση ή το ραδιόφωνο (η γεροαλεπού έπαιξε το εθνικιστικό τροπάρι και το τροπάρι της συμφιλίωσης όλου του γαλλικού λαού, το Μεγαλείο της Γαλλίας κι όλες τις συνοδευτικές τρέλες). Πας την Κυριακή να ψηφίσεις με την οικογένειά σου και βάζεις ένα ανώνυμο ψηφοδέλτιο στην κάλπη βγαίνοντας απ’ το παραβάν. Κανείς δεν βλέπει, κανείς δεν ξέρει τι ψήφισες. Αρκεί μόνο μια στιγμή κομφορμιστικού ιλίγγου για να υποκύψεις στην μικροαστική εκλογική πολιτική ιδεολογία, εθνικιστική πάνω απ’ όλα – κι έτσι ψηφίζεις τον ντε Γκωλ. Την επόμενη ημέρα, μπορούμε να ποντάρουμε ότι θα υπάρχει ένα άρθρο του Jacques Fauvet[37] (κι αυτό, επίσης, αποτελεί ένα τελετουργικό) στη Le Monde αναφορικά με τον νόμο του «εκκρεμούς» που κυβερνά τα εκλογικά αποτελέσματα.

Προφανώς. Ωστόσο, την επόμενη ημέρα, ο προλετάριος γυρνάει στο εργοστάσιο και ξαναβλέπει τους συντρόφους του. Δόξα τω Θεώ, δεν αντιδράσαν όλοι όπως αυτός. Είναι δύσκολο όμως να είσαι συνδικαλιστής μιλιτάντης κι ακόμη δυσκολότερο να είναι επαναστάτης μιλιτάντης όλη σου τη ζωή. Πάνω απ’ όλα όταν «δεν συμβαίνει τίποτα».

Όταν τίποτα δεν συμβαίνει, οι Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους έχουν δουλέψει ρολόι. Όταν σταματούν να λειτουργούν, όταν σταματούν ν’ αναπαράγουν τις παραγωγικές σχέσεις στη «συνείδηση» των υποκειμένων, συμβαίνουν «γεγονότα», όπως λέει μια φράση, γεγονότα περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά, όπως τον Μάη του 1968, ξεκινάει μια πρώτη πρόβα νυφικού. Κι ύστερα, στο τέλος, κάποια ημέρα, μετά από μια μακρά πορεία, η επανάσταση.

Σημειώσεις:
1. Τη συναντάμε στον Mignet, τον Augustin Thierry και τον Θιέρσο. Κατά την Παλινόρθωση, αυτοί οι ιδεολόγοι/ιστορικοί απεικονίσαν την ιστορία της ταξικής πάλης της Γαλλικής Επανάστασης: την πάλη της «Τρίτης Estate» ενάντια στις άλλες δύο Estates (του Ευγενείς και την Εκκλησία) του «Παλαιού Καθεστώτος». Επιτρέψτε μας να προσθέσουμε ότι η έννοια της ταξικής πάλης υπήρχε πολύ πριν απ’ αυτούς τους ιστορικούς, ακόμη και πολύ πριν τη Γαλλική Επανάσταση. Για να περιοριστούμε στην περίοδο της προεπαναστατικής ιδεολογικής ταξικής πάλης της γαλλικής αστικής τάξης: η ταξική πάλη γινόταν ρητά νοητή, τόσο απ’ τους ιδεολόγους της φεουδαρχίας όσο και της αστικής τάξης, στην μορφή μιας λεγόμενης πάλης μεταξύ φυλών, σε σύνδεση με την κεντρική ιδεολογική πολεμική αναφορικά με την «καταγωγή» της απόλυτης μοναρχίας: μια πάλη μεταξύ της φυλής των Γερμανών και της φυλής των Ρωμαίων. Οι Γερμανιστές υπερασπίζονταν της «κλασσικές» μορφές της φεουδαρχίας ενάντια στον «Δεσποτισμό» της απόλυτης μοναρχίας, η οποία είχε συμμαχήσει με τους αστούς κοινούς ανθρώπους. Καλλιεργούσαν τον μύθο μιας «δημοκρατίας» της κλασσικής φεουδαρχίας, στην οποία ο Βασιλιάς ήταν ένας απλός λόρδος εκλεγμένος απ’ τους ομότιμούς του μέσω μιας δημοκρατικής συνέλευσης, ενάντια στην επιζήμια επιρροή των Ρωμαίων κατακτητών, οι οποίοι επιβάλλαν το μοντέλο ενός Ηγεμόνα που κυβερνά με δεσποτικό θείο δικαίωμα. Ύστερα έγραψαν την «ιστορία» του «Μεσαίωνα» σύμφωνα μ’ αυτό το σχήμα. Ο Μοντεσκιέ υπήρξε απ’ τους πιο γνωστούς εκπροσώπους αυτής της θέσης (βλέπε τα τελευταία κεφάλαια του έργου του Το Πνεύμα των Νόμων). Απ’ την πλευρά τους, οι Ρωμανιστές (όπως ο άβας Dubois) υπερασπίζονταν την αντίθετη θέση: ενάντια στη φεουδαρχική αναρχία, η απόλυτη μοναρχία, με τη στήριξη των Νομιστών που επικαλούνταν και σχολιάζαν το Ρωμαϊκό Δίκαιο, και στηριζόμενη στην αφοσίωση των αστών «κοινών ανθρώπων» στον σκοπό του έθνους, είχε επιτύχει να φέρει τάξη, δικαιοσύνη και λόγο [reason] στις κοινωνικές σχέσεις. Η Ρωμαϊκή κατάκτηση της Γαλατίας, μια αντιδραστική καταστροφή για τους Γερμανιστές, έγινε, για τους Ρωμανιστές, ένα χειραφετητικό εγχείρημα. Επιτρέψτε μας να σημειώσουμε τις μονοδιαίες μοίρες αυτών των θέσεων, οι οποίες, μολονότι προϊόντα της δοξασμένης ιστορικής φαντασίας, είχαν, όπως όλες οι ιδεολογικές θέσεις, συμπαγή αποτελέσματα: όταν η ισορροπία δυνάμεων άρχισε να γέρνει για τα καλά, δηλαδή, προς το δεύτερο μισό του 18ού αιώνα, αποδείχτηκε εφικτό για ορισμένους ιδεολόγους, που παλεύαν, απ’ τα αριστερά αυτή τη φορά, ενάντια στον δεσποτισμό της απόλυτης μοναρχίας, ν’ αποσπάσουν τα Γερμανιστικά «δημοκρατικά» αιτήματα απ’ τους αρχικούς υποστηρικτές τους. Ο Mably, για παράδειγμα, ένας αριστερός Γερμανιστής, χρησιμοποίησε ακριβώς τα ίδια επιχειρήματα που χρησιμοποιούσε ο Μοντεσκιέ, ένας δεξιός Γερμανιστής… Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε μια αληθινή αναγνώριση της ταξικής πάλης ως τον κινητήρα της ιστορίας, με την ιδεολογική μεταμφίεση μιας φυλετικής πάλης (Γερμανοί εναντίον Ρωμαίων ή το αντίστροφο)· το ρητό αντικείμενο αυτής της ιδεολογικής πολεμικής (η απόλυτη μοναρχία)· το πραγματικό αντικείμενο αυτής της ιδεολογικής πάλης (η ανάδυση της αστικής τάξης κι η πάλη της ενάντια στη φεουδαρχική αριστοκρατία, στη βάση μιας συμμαχίας μεταξύ της αστικής τάξης και της απόλυτης μοναρχίας – εντός όμως των ορίων των κυρίαρχων φεουδαρχικών παραγωγικών σχέσεων). Μπορούμε ακόμη να επισημάνουμε ότι αυτή η ιδελογική πάλη γύρω απ’ την απόλυτη μοναρχία, το Ρωμαϊκό Δίκαιο, την πάλη των φυλών, κλπ, είναι σύγχρονη με τις πρώτες υπάρχουσες θεωρίες της ιδεολογίας: πρώτη εξ αυτών, εκείνη του Χομπς, καλά γνωστή, κι εκείνη του Σπινόζα, παντελώς άγνωστη, κι ύστερα όλων των θεωριών της ιδεολογίας απ’ τις οποίες βρίθει η φιλοσοφία του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα, όπως γνωρίζει κανείς ή, μάλλον, δεν νοιάζεται να γνωρίζει. Μπορούμε επίσης να υποδείξουμε (θα επανέλθουμε επ’ αυτού όταν ξαναμιλήσουμε για τη φιλοσοφία) ότι η ανάδυση της «νεωτερικής», δηλαδή, αστικής φιλοσοφίας, την οποία εγκαινίασε ο Ντεκάρτ, είναι αδιανόητη χωρίς το πρελούδιο της «Αναβίωσης του Ρωμαϊκού Δικαίου» στις μερκαντιλιστικές και πολιτικές μορφές του.
2. [Σ.τ.Ε.]: Η λέξη του Μαρξ που εδώ ο Αλτουσέρ μεταφράζει ως «ιδεολογία» είναι Gedanken, η οποία συνήθως μεταφράζεται ως «σκέψεις» ή «ιδέες».
3. Αν μου επιτρέπεται μια προσωπική εξομολόγηση, αρκετά χρόνια αφότου με κόπο παρήγαγα έναν ορισμό της λειτουργίας της ιδεολογίας ως αναγνώριση/παραγνώριση, η οποία χρησιμοποιεί όρους που ο Λακάν, ως καλός φροϋδικός, εφαρμόζει στο ασυνείδητο, «ανακάλυψα» ότι ο ορισμός αυτός εμφανίζεται αυτολεξεί στη Γερμανική Ιδεολογία. [Σ.τ.Ε.]: Οι όροι του Μαρξ είναι Erkennung και Verkennung.
4. Επί τη ευκαιρία, να σημειώσουμε ότι αυτή είναι η απόδειξη ότι ο Μαρξ ήταν της γνώμης ότι Η Γερμανική Ιδεολογία -την οποία η τεράστια πλειοψηφία των Μαρξιστών θεωρούν έγκυρη και την παραθέτουν σ’ αφθονία για ν’ αποδείξουν τις «θεωρίες» τους- είχε ανάγκη μιας καλής κριτικής, μιας κριτικής όμως που ήταν ικανά να τη φέρουν σε πέρας τα… ποντίκια. Φευ, πόσοι μαρξιστές έκαναν αυτό που μπορούσαν να κάνουν τα ποντίκια;
5. [Σ.τ.Ε.]: Στο χειρόγραφο, πάνω απ’ τη λέξη «επιχειρήσω» έχει σημειωθεί «εκθέσω-εξομολογηθώ».
6. [Σ.τ.Μ.]: «Έτσι, η ηθική, η θρησκεία, η μεταφυσική, όλη η άλλη ιδεολογία κι οι αντίστοιχες μορφές συνείδησης, δεν διατηρούν πια την όψη της αυτονομίας. Δεν έχουν ούτε ιστορία ούτε εξέλιξη» (Μαρξ & Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, τόμος πρώτος, εκδόσεις Gutenberg, 1997,  σελ. 68).
7. Μια ημέρα θα πρέπει να βρούμε έναν άλλον, θετικό όρο για να ονομάσουμε την πραγματικότητα που ο Φρόυντ ορίζει αρνητικά ως το ασυνείδητο. Μ’ αυτόν τον θετικό όρο, κάθε σύνδεση, ακόμη κι αρνητική, με τη «συνείδηση» θα εξαφανιστεί.
8. Το αντισοσιαλιστικό μοτίβο του «Μέγα Ιεροεξεταστή» προέρχεται απ’ τον Ντοστογιέφσκι. Από τότε: Koestler, The Twenty-Fifth Hour, κλπ.
9. [Σ.τ.Ε.]: Fait marcher, μια φράση-κλειδί στο παρόν βιβλίο του Αλτουσέρ. Σημαίνει «κάνει κάποιον να δρα/λειτουργεί/δουλεύει/συμμορφωθεί/πορευτεί», καθώς και «απάτη», «κοροϊδία».
10. Προσωρινά, μας λένε… Όμως αυτή η προσωρινή κατάσταση σίγουρα θα διαρκέσει, επειδή, στον βαθμό που η βασική αντίληψη επί της οποίας κείτεται η όλη ερμηνεία είναι λαθεμένη, και στον βαθμό που οι μάζες των εργατών δεν θα «την πατήσουν», καθώς γνωρίζουν ότι η βάση της αστικής κοινωνίας δεν είναι η καταστολή μα η εκμετάλλευση, οι προαναφερθείς προσωρινοί «ηγέτες» θα πρέπει, αν δεν θελήσουν να εγκαταλείψουν το λάθος τους, να επιμείνουν σ’ αυτό – να επιμείνουν, δηλαδή, στην ηγετική τους θέση.
11. [Σ.τ.Ε.]: Ο «Γεροτυφλοπόντικας» [Vieille Taupe] ήταν το όνομα ενός παριζιάνικου βιβλιοπωλίου δημοφιλές στους αναρχικούς και την υπεραριστερά στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές αυτής τους 1970.
12. Ιδεολογικά, όχι επιστημονικά: μια διάκριση που οι «θεωρητικοί» μας κρίνουν ξεπερασμένη. Προτιμούν να μιλούν για «γνώση» ως τέτοια, λες και δεν υπάρχει αληθινή και ψευδής γνώση, λες και δεν υπάρχει ιδεολογία κι επιστήμη. Οι προλετάριοι που διψούν γι’ αληθινή γνώση ξέρουν ότι η αληθινή γνώση δεν είναι κατασταλτική· ξέρουν ότι, όταν η αληθινή αυτή γνώση είναι εκείνη της μαρξιστικής-λενινιστικής επιστήμης, είναι επαναστατική και χειραφετητική.
13. Αυτή η εκπαιδευτική δραστηριότητα, η οποία μετασχηματίζει την αυθόρμητη προλεταριακή ιδεολογία σε προλεταριακή ιδεολογία με ακόμη περισσότερο καθαρά επιστημονικό μαρξιστικό-λενινιστικό περιεχόμενο, έχει ιστορικώς διεξαχθεί με σύνθετες μορφές. Περιλαμβάνει εκπαίδευση με τη τρέχουσα έννοια του όρου, μέσω βιβλίων, μπροσούρων, σχολείων και, γενικά, προπαγάνδα, όμως, πάνω απ’ όλα, μέσω εκπαίδευσης στην καρδιά της πρακτικής της ίδιας της ταξικής πάλης: μέσω εμπειρίας/πειραματισμού, κριτικής του πρότερου πειραματισμού μέσω της πλέον αποκτηθείσας εμπειρίας, διόρθωση των προβλημάτων μέσω νέου πειραματισμού, και πάλι απ’ την αρχή.
14. Χρησιμοποιώ εδώ εσκεμμένα αυτόν τον πολύ μοντέρνο όρο. Επειδή, ακόμη και στους κομμουνιστικούς κύκλους, έχει γίνει δυστυχώς ρουτίνα να εξηγείται η τάδε ή δείνα πολιτική παρέκκλιση (αριστερή ή δεξιά), ο σεχταρισμός κι ο οπορτουνισμός, ως αποτέλεσμα της δραστηριότητας μιας «κλίκας».
15. [Σ.τ.Μ.]: Μπλεζ Πασκάλ, Σκέψεις.
16. Υπό ποιους όρους; Ουσιαστικά, εξαρτώνται στη ταξική πάλη, όπως θα δούμε στον δεύτερο τόμο.
17. [Σ.τ.Ε.]: Το ρήμα εγκαλώ [interpeller] και το αντίστοιχο ουσιαστικό είναι σύνηθη στα γαλλικά. Επιπροσθέτως των εννοιών που αναφέρει ο Αλτουσέρ -έγκληση για να τραβήξεις την προσοχή κάποιου και, όχι και τόσο σπάνια, ως ένα πρελούδιο παρενόχλησης όπως τα πειθαρχικά μέτρα στο σχολείο ή τους αστυνομικούς ελέγχους στοιχείων- το εγκαλώ χρησιμοποιείται συχνά κι ως «ταρακουνώ»: «Η αναφορά της για τα στρατιωτικά βασανιστήρια με ταρακούνησε».
18. Η οποία δανείζεται τη νομική κατηγορία του «υποκειμένου δικαίου» και το μετασχηματίζει σε μια ιδεολογική έννοια: ο άνθρωπος είναι απ’ τη φύση του ένα υποκείμενο.
19. [Σ.τ.Ε.]: Αναφέρεται σε ισχυρισμό του σε προηγούμενο κεφάλαιο του βιβλίου.
20. [Σ.τ.Μ.]: Αι Πράξεις των Αποστόλων, 17:28.
21. Οι γλωσσολόγοι κι όσοι καλουν τη καημένη, πονεμένη γλωσσολογία να τους διασώσει με διαφορετικούς σκοπούς, έρχονται αντιμέτωποι με προβλήματα λόγω του γεγονότος ότι παραμελούν το παιχνίδι των ιδεολογικών επιδράσεων σε όλους τους λόγους [discourses] – ακόμη και τους επιστημονικούς.
22. [Σ.τ.Ε.]: Ζαν-Πωλ Σαρτρ, Situations I, εκδόσεις Gallimard, 1947, σελ. 235· Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, The Phenomenology of Perception, εκδόσεις Routledge, 2002, σελ. xvii.
23. Σημειώστε ότι αυτό το επαναλαμβανόμενο «τώρα» αποτελεί περαιτέρω απόδειξη του γεγονότος ότι η ιδεολογία είναι «αιώνια», καθώς αυτά τα δύο «τώρα» διαχωρίζονται από ένα απροσδιόριστο χρονικό μεσοδιάστημα: γράφω αυτές γραμμές στις 6 Απριλίου 1969, εσύ μπορεί να τις διαβάσεις οποιαδήποτε στιγμή.
24. Η έγκληση είναι μια καθημερινή πρακτική κυβερνόμενη από ένα ακριβές τελετουργικό, και λαμβάνει θεαματική μορφή στην αστυνομική πρακτική της έγκλησης: «Έι, εσύ εκεί!». (Λειτουργεί με πολύ παρόμοιες μορφές στην έγκληση ή κλήτευση στο σχολείο.) Ωστόσο, η αστυνομική έγκληση, σ’ αντίθεση με άλλα είδη έγκλησης, είναι κατασταλτική: «Τα χαρτιά σου!». «Χαρτιά» σημαίνει πάνω απ’ όλα δελτία ταυτότητας, με την φωτογραφία του προσώπου σου, το μικρό και το μεσαίο σου όνομα, επίθετο, ημερομηνία γέννησης, διεύθυνση κατοικίας, επάγγελμα, ιθαγένεια, κλπ. Η ταυτότητα, συμπυκνωμένη στο μικρό όνομα και το επίθετο, κλπ, καθιστά εφικτή τη ταυτοποίηση του υποκειμένου (εξ αρχής δηλαδή εικαζόμενο στην αστυνομική έγκληση να είναι λίγο-πολύ ύποπτο), συνεπώς τη ταυτοποίησή του χωρίς να τον μπερδέψουν με κάποιο άλλο υποκείμενο κι είτε να «τον αφήσουν να φύγει» («όλα εντάξει») ή να «τον πάρουν μέσα» («Ακολούθησέ με!»), με συνέπειες γνωστές σε όσους τους «έχουν πάρει μέσα» σε μια λαϊκή κινητοποίηση: μια μετατόπιση σε χαλαρές μορφές απεύθυνσης ή χαλαρού ξυλοκοπήματος, μια βραδιά στο αστυνομικό τμήμα, κι όλο το τρομακτικά υλικό τελετουργικό που ακολουθεί όταν ένας αστυνομικός αναγνωρίζει έναν «ύποπτο»: «Αυτός είναι που με χτύπησε!» με την αντίστοιχη τυπική κατηγορία για «απόπειρα σωματικής βλαβής κατά όργανου επιβολής της τάξης», κλπ. Σίγουρα, υπάρχουν επίσης και κλέφτες κι εγκληματίες, κι αστυνομικοί που «δεν ενδιαφέρονται για ορισμένες πρακτικές».
25. Έχουμε ήδη πει ότι, με μια ορισμένη άποψη, η οικογένεια είναι ένας Ιδεολογικός Μηχανισμός του Κράτους.
26. Σκεφτείτε τα δράματα που ακολουθούν όταν δίνουν σε μια οικογένεια λάθος παιδί στο μαιευτήριο, ή τα δράματα της «αναγνώρισης» της πατρότητας, ή τα δράματα των παιδιών που τίθονται στην επιμέλεια των μητέρων τους, αποσπώντας τα απ’ τους πατεράδες τους, κλπ, κι όλους τους τρόμους που γεννούν.
27. Μολονότι γνωρίζουμε ότι το άτομο είναι πάντοτε-ήδη υποκείμενο (έστω και μόνο της οικογενειακής ιδεολογίας), θα συνεχίσουμε χρησιμοποιώντας αυτόν τον όρο, βολικός όπως είναι λόγω της αντίθεσης που παράγει.
28. Δεν παραθέτω αυτολεξεί αλλά μ’ έναν συνδυαστικό τρόπο, παραμένω όμως πιστός «στο πνεύμα και την αλήθεια» του πρωτότυπου.
29. [Σ.τ.Μ.]: «[Σ]υ φοβερὸς εί, και τις αντιστήσεταί σοι; από τότε η οργή σου» (Ψαλμοί, 75:8).
30. Το δόγμα της Αγίας Τριάδας είναι ακριβώς η θεωρία του αναδιπλασιασμού του Υποκείμενου (του Πατέρα) σ’ ένα υποκείμενο (τον Υιό) και την κατοπτρική τους σχέση (το Άγιο Πνεύμα).
31. Ως «θεωρητικός» της Καθολικής Αναγνώρισης, ο Χέγκελ είναι ένας αξιοθαύμαστος, μα μερικός, «θεωρητικός» της ιδεολογίας. Το ίδιο ισχύει και για τον Φώυερμπαχ ως «θεωρητικό» της κατοπτρικής σχέσης. Δεν υπάρχει θεωρητικός της εγγύησης. Θα επανέλθουμε επ’ αυτού.
32. Ο Louis Hubert Gonzalve Lyautey έχει δηλώσει τον χρυσό κανόνα της καταστολής: «δείξε τη δύναμή σου ώστε να μην χρειαστεί να τη χρησιμοποιήσεις». Η διατύπωση αυτή μπορεί να βελτιωθεί ως εξής: «μην δείξεις τη δύναμή σου, ώστε να τη χρησιμοποιήσεις χωρίς να χρειαστεί να τη χρησιμοποιήσεις…», κλπ.
33. Σκεφτείτε την ιδεολογία της «προσωπολατρείας», εδραιωμένη, μεταξύ άλλων, στις επιβιώσεις της τσαρικής ιδεολογίας (με θρησκευτικούς υπαινιγμούς) του «Μικρού Πατέρα των Λαών». Η ιδεολογία που τώρα αναπτύσσεται στα δυτικά Κομμουνιστικά Κόμματα τείνει να υποστηρίζει ότι τα ίδια, από πλευρά τους, δεν έχουν ασκήσει την ιδεολογία της «προσωπολατρείας», είτε καθόλου (Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας) είτε μόνο στην περίπτωση μιας ατυχούς έκφρασης, «το Κόμμα του Μωρίς Τορέζ» (Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας). Η ιδεολογία της «κριτικής στην προσωπολατρεία» είναι κι αυτή μια ιδεολογία και συνεπώς, παρά τις προσπάθειές της για «εκ-κέντρωση» ή… απόρριψη, έχει κάπου ένα κέντρο. Που; Μετά απ’ τα «γεγονότα» στη Τσεχοσλοβακία, αυτό το «κέντρο» είναι αρκετά δύσκολο να ταυτοποιηθεί: είναι υπερβολικά στρατιωτικό, κάτι που δεν αρέσει στην πολιτική ιδεολογία. Αν, απ’ την άλλη, οι αναγνώστες είναι έτοιμοι να εξετάσουν τον όρο του «πολυκεντρισμού» του διεθνούς εργατικού κινήματος απ’ τον Τολιάτι υπό το φως των αναλύσεών μας, ή τη φράση «δεν υπάρχει πλέον καμία ηγετική σοσιαλιστική χώρα», ή ακόμη και την απουσία, ύστερα απ’ τη διάλυση της Γ’ Διεθνούς, κάποιας Διεθνούς, ή, τέλος, τη τρέχουσα διάσπαση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, θ’ ανακαλύψουν σ’ αυτά ποικίλα παραδείγματα εν λειτουργία «εκ-κέντρωσης», παραδείγματα τα οποία είναι, για να είμαστε ειλικρινείς, παράξενα ετερογενή κι όχι πάντα «επεξεργασμένα» ή «εποπτευόμενα» απ’ την μαρξιστική-λενινιστική επιστήμη. Όμως, θα έρθει η ημέρα που η επανένωση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος θα διασφαλιστεί σε μορφές που θα εγγυούνται τον μέγιστο βαθμό «εκ-κέντρωσης». Υπομονή.
34. Τη θέση αυτή θα την αποδείξουμε αλλού. [Σ.τ.Ε.]: Βλέπε το κείμενο το πρώτο παράρτημα του βιβλίου.
35. [Σ.τ.Ε.]: Το «τουρισμός κι εργασία» και το «λαός και κουλτούρα» ήταν προγράμματα που δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του 1940 από κομμουνιστές κι άλλους ενεργούς στην Αντίσταση. Το «Λαός και κουλτούρα» προσέφερε στους εργάτες και τους αγρότες πρόσβαση σε γνώση και κουλτούρα κατά τον ελεύθερό τους χρόνο, ενώ το «Τουρισμός κι εργασία» προσέφερε στους εργάτες φτηνές διακοπές προωθώντας παράλληλα την «αδερφοσύνη» τους και πρόσβαση σε κουλτούρα. Τη δεκαετία του 1960, το «Λαός και κουλτούρα» επικεντρώθηκε στο να νοικιάζει φτηνά καταλύματα στους εργάτες για τις διακοπές τους σε τουριστικές περιοχές.
36. [Σ.τ.Ε.]: Οι ειδικές αναφορές στο «Κόμμα» και το «συνδικάτο» αφορούν το ΚΚΓ και το συνδικάτο του, τη CGT.
37. [Σ.τ.Ε.]: Το 1969, ο Jacques Fauvet εκλέχτηκε αρχισυντάκης της γαλλικής εφημερίδας Le Monde η οποία, όσο ήταν αρχισυντάκης, έγινε πιο ευμενής με την αριστερά, κυρίως με το ΚΚΓ και τους Σοσιαλιστές.