Η παρακάτω επιστολή του Μαρξ γράφτηκε, μάλλον, τον Νοέμβριο του 1877, ως απάντηση σ’ ένα άρθρο του ρώσικου μηνιαίου περιοδικού Otechestvennyye Zapiski [Σημειώσεις για την Πατρίδα]. Πρόκειται γι’ απάντηση στο άρθρο «Ο Καρλ Μαρξ Ενώπιον του Δικαστηρίου του κ. Zhukovsky» του Nikolai Mikhailovsky, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό τον Οκτώβριο του 1877. Στο άρθρο του, ο Mikhailovsky απαντά σε μια βιβλιοκριτική του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου απ’ τον Ρώσο αστό οικονομολόγο Yuly Zhukovsky που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Vestnik Yevropy, no. IX, 1877, υπό τον τίτλο «Ο Καρλ Μαρξ και το Βιβλίο του για το Κεφάλαιο». Ο Μαρξ τελικά δεν έστειλε ποτέ την επιστολή στο περιοδικό, και την βρήκε ο Ένγκελς μετά τον θάνατο του Μαρξ. Ο Ένγκελς έστειλε το 1884 ένα αντίγραφο της επιστολής στη Βέρα Ζασούλιτς, καθώς το ζήτημα που πραγματεύεται σχετίζεται με το ερώτημα που είχε θέσει η Ζασούλιτς το 1881 στον Μαρξ αναφορικά με τη ρωσική αγροτική κοινότητα κι αν υπήρχε η αναγκαιότητα η Ρωσία να περάσει πρώτα απ’ τον καπιταλισμό πρωτού περάσει στον κομμουνισμό. Έτσι, η πρώτη δημοσίευση της επιστολής έγινε το 1886 στο περιοδικό Vestnik Narodnoi Voli που εκδιδόταν από Ρώσους μετανάστες στη Γενεύη. Μεταφράσαμε την επιστολή απ’ την αγγλική έκδοσή της στο MECW 24. Όλες οι σημειώσεις είναι των επιμελητών των MECW.

Αγαπητέ κύριε[1],

Ο συντάκτης[2] του άρθρου «Ο Καρλ Μαρξ Ενώπιον του Δικαστηρίου του κ. Zhukovsky» είναι εμφανέστατα ένας έξυπνος άνθρωπος και, αν είχε βρει έστω κι ένα απόσπασμα απ’ την έκθεση μου για την «πρωταρχική συσσώρευση» [στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου] για να υποστηρίξει τα συμπεράσματά του, σίγουρα θα το είχε παραθέσει. Καθώς τέτοιο απόσπασμα δεν υπάρχει, θεώρησε αναγκαίο να προσαρτήσει μια πολεμική εξόρμηση ενάντια σ’ έναν Ρώσο «λογοτέχνη»[3] απ’ το παράρτημα της πρώτης γερμανικής έκδοσης [του πρώτου τόμου] του Κεφαλαίου. Για ποιον λόγο μέμφομαι εκεί τον συγγραφέα αυτόν; Για το γεγονός ότι ανακάλυψε τον «ρώσικο» κομμουνισμό όχι στη Ρωσία, μα στο βιβλίο του Haxthausen[4], του συμβούλου της πρωσικής κυβέρνησης, και για το γεγονός ότι στα χέρια του η ρώσικη [αγροτική] κοινότητα υπηρετεί μόνο ως επιχείρημα για ν’ αποδείξει ότι η γηραιά, σαπισμένη Ευρώπη πρέπει ν’ αναζωογονηθεί απ’ τη νίκη του πανσλαβισμού. Η άποψή μου για τον συγγραφέα αυτόν ίσως είναι ορθή, ίσως είναι λαθεμένη, όμως, εν πάση περιπτώσει, δεν μου προσφέρει το παραμικρό αναφορικά με τις απόψεις μου για τις προσπάθειες των «Ρώσων να βρουν ένα μονοπάτι ανάπτυξης για τη χώρα τους, το οποίο θα είναι διαφορετικό απ’ αυτό που ακολούθησε, κι ακόμη ακολουθεί, η δυτική Ευρώπη, κλπ».

Στον επίλογο της δεύτερης γερμανικής έκδοσης [του πρώτου τόμου] του Κεφαλαίου, μιλάω για έναν «μεγάλο Ρώσο λόγιο και κριτικό»[5] που χαίρει μεγάλης υπόληψης, και την αξίζει – ο συντάκτης του άρθρου [ο Mikhailovsky] το γνωρίζει, καθώς αναφέρεται στον επίλογο. Αυτός ο «μεγάλος Ρώσος λόγιος και κριτικός», στ’ αξιοσημείωτα άρθρα του[6], καταπιάνεται με το ερώτημα του αν η Ρωσία θα πρέπει να ξεκινήσει, όπως εύχονται οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι της, καταστρέφοντας την αγροτική κοινότητα ώστε να περάσει σ’ ένα καπιταλιστικό σύστημα ή αν, αντιθέτως, μπορεί ν’ αποκτήσει όλους τους καρπούς αυτού του συστήματος χωρίς να υποφέρει και τα δεινά του, αναπτύσσοντας τους δικούς της ιστορικούς όρους. Καταλήγει να στηρίξει τη δεύτερη λύση. Κι ο αξιότιμος συντάκτης σας θα ήταν τουλάχιστον εξίσου δικαιολογημένος αν συμπέρανε απ’ την εκτίμησή μου προς αυτόν τον «μεγάλο Ρώσο λόγιο και κριτικό» ότι μοιράζομαι τις απόψεις του επί του ζητήματος, όπως κι όταν συμπέρανε απ’ την πολεμική μου ενάντια στον «λογοτέχνη» και πανσλαβιστή ότι τις απορρίπτω.

Έτσι όπως έχουν τα πράγματα, κι επειδή δεν μ’ αρέσει ν’ αφήνω τίποτα σε «εικασίες», θα μιλήσω ξεκάθαρα. Για να μπορέσω να καταλήξω σε μια εμπεριστατωμένη εκτίμηση για την οικονομική ανάπτυξη της σύγχρονης Ρωσίας, έμαθα ρώσικα και πέρασα αρκετά μακρά χρόνια μελετώντας επίσημες εκδόσεις και άλλα κείμενα που καταπιάνονται μ’ αυτό το ζήτημα. Κατέληξα στο εξής συμπέρασμα: αν η Ρωσία συνεχίσει στο μονοπάτι που ακολουθεί απ’ το 1861, θα χάσει την καλύτερη ευκαιρία που η ιστορία έχει προσφέρει σ’ ένα έθνος, μόνο και μόνο για να υποβληθεί σ’ όλες τις θανατηφόρες διακυμάνσεις του καπιταλιστικού συστήματος[7].

ΙΙ

Στο κεφάλαιο για την πρωταρχική συσσώρευση δεν παριστάνω ότι κάνω κάτι παραπάνω απ’ το ν’ ανιχνεύω τον τρόπο με τον οποίο αναδύθηκε στη δυτική Ευρώπη η καπιταλιστική οικονομική τάξη πραγμάτων μέσα απ’ τα σπλάχνα της φεουδαρχικής οικονομικής τάξης πραγμάτων. Περιγράφω, συνεπώς, την ιστορική κίνηση η οποία, διαχωρίζοντας τους παραγωγούς απ’ τα μέσα παραγωγής τους, τους μετασχηματίζει σε μισθωτούς εργάτες (σε προλετάριους, με τη σύγχρονη έννοια του όρου), και μετασχηματίζει τους κατόχους των μέσων παραγωγής σε καπιταλιστές. Σ’ αυτή την ιστορία, «εκείνο που άφησε εποχή είναι όλες οι ανατροπές που χρησίμευσαν σαν μοχλοί για τη σχηματιζόμενη τάξη των κεφαλαιοκρατών, ιδίως όμως οι στιγμές όπου ξαφνικά και με τη βία μεγάλες μάζες ανθρώπων αποσπούνται από τα μέσα ύπαρξής τους και πετιούνται στην αγορά εργασίας σαν προγραμμένοι προλετάριοι. Τη βάση της όλης διαδικασίας την αποτελεί η απαλλοτρίωση του παραγωγού της υπαίθρου, του χωρικού, από τη γη του. Η απαλλοτρίωση των καλλιεργητών έχει ολοκληρωθεί με ριζικό τρόπο μόνο στην Αγγλία […]. Ωστόσο, όλες οι άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης διατρέχουν την ίδια κίνηση, αν κι αυτή ανάλογα με το περιβάλλον αλλάζει το τοπικό χρώμα της, ή κινείται σε μικρότερο κύκλο ή παρουσιάζει έναν λιγότερο έντονο χαρακτήρα ή ακολουθεί μια διαφορετική σειρά»[8]. Στο τέλος του κεφαλαίου [για την πρωταρχική συσσώρευση], η ιστορική τάση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης συνοψίζεται ως εξής: ότι «η κεφαλαιοκρατική παραγωγή παράγει με την αναγκαιότητα φυσικής διαδικασίας την ίδια της την άρνηση»[9]· ότι έχει δημιουργήσει η ίδια τα στοιχεία μιας νέας οικονομικής τάξης πραγμάτων, δίνοντας ταυτοχρόνως τεράστια ώθηση και στις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνικής εργασίας και στην εσωτερική ανάπτυξη του κάθε μεμονωμένου παραγωγού· ότι η καπιταλιστική ιδιοκτησία, η οποία στην πραγματικότητα ήδη κείτεται σ’ έναν συλλογικό τρόπο παραγωγής, μπορεί να μεταμορφωθεί μόνο σε κοινωνική ιδιοκτησία.

Επ’ αυτού δεν παρέχω κάποια απόδειξη σ’ αυτό το σημείο, επειδή ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι τίποτα άλλο από μια συνοπτική ανακεφαλαίωση των μακρών αναλύσεων που εκτέθηκαν προηγουμένως στα κεφάλαια για την καπιταλιστική παραγωγή.

Λοιπόν, με ποιο τρόπο μπόρεσε ο επικριτής μου [ο Mikhailovsky] να εφαρμόσει αυτή την ιστορική γενική περιγραφή στην περίπτωση της Ρωσίας; Μόνο ως εξής: αν η Ρωσία τείνει να γίνει ένα καπιταλιστικό έθνος στο μοντέλο των χωρών της δυτικής Ευρώπης, έχοντας πασχίσει τα τελευταία χρόνια να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, δεν θα τα καταφέρει χωρίς πρώτα να μετασχηματίσει ένα μεγάλο ποσοστό των αγροτών της σε προλετάριους· κι ύστερα απ’ αυτό, αφού τεθεί στην αγκαλιά του καπιταλιστικού συστήματος, θα υποβληθεί στους ανηλεείς νόμους του, όπως κι άλλοι κοσμικοί λαοί. Αυτό είναι όλο! Αυτό όμως δεν αρκεί στον επικριτή μου. Γι’ αυτόν, είναι απολύτως αναγκαίο να μεταμορφώσει την ιστορική γενική περιγραφή μου για τη γένεση του καπιταλισμού στη δυτική Ευρώπη, σε μια ιστορικοφιλοσοφική θεωρία της γενικής πορείας που επιβάλλεται απ’ την μοίρα σ’ όλους τους λαούς, όποιες κι αν είναι οι ιστορικές περιστάσεις στις οποίες βρίσκονται, ώστε τελικά να επιτύχουν αυτόν τον οικονομικό σχηματισμό ο οποίος, μ’ ένα τεράστιο άλμα των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνικής εργασίας, θα εξασφαλίσει την πιο ολοκληρωμένη ανάπτυξη του κάθε μεμονωμένου παραγωγού. Εδώ θα του ζητήσω συγγνώμη. Μου κάνει μεγάλη τιμή να μου αποδίδει μια τόσο μεγάλη θεωρία, ντροπιάζοντάς με όμως ταυτόχρονα που ερμηνεύει έτσι το περιεχόμενο της θεωρίας μου. Ας φέρουμε ένα παράδειγμα. Σε διάφορα σημεία στο Κεφάλαιο αναφέρομαι στην μοίρα των πληβείων της αρχαίας Ρώμης. Υπήρξαν αρχικά ελεύθεροι αγρότες που καλλιεργούσαν δικά τους κομμάτια γης για λογαριασμό τους. Στην πορεία της ρωμαϊκής ιστορίας απαλλοτριώθηκαν. Η ίδια κίνηση η οποία τους χώρισε απ’ τα μέσα παραγωγής και συντήρησής τους, περιλάμβανε όχι μόνο τον σχηματισμό της μεγάλης γαιοκτησίας μα επίσης τον σχηματισμό ενός μεγάλου χρηματικού κεφαλαίου. Συνεπώς, ένα ωραίο πρωί, υπήρχαν, αφενός, ελεύθεροι άνθρωποι απογυμνωμένοι απ’ τα πάντα πέρα απ’ την εργασιακή τους δύναμη και, αφετέρου, οι ιδιοκτήτες όλου του αποκτημένου πλούτου ώστε να υποστεί εκμετάλλευση αυτή η εργασία. Τι συνέβη; Οι Ρωμαίοι προλετάριοι δεν έγιναν μισθωτοί εργάτες αλλά ένας αδρανής «όχλος», περισσότερο εξαθλιωμένοι απ’ τους πρώιμους «φτωχούς λευκούς»[10] των νότιων πολιτειών της Αμερικής· και μαζί μ’ αυτούς, αναπτύχθηκε ένας τρόπος παραγωγής που δεν ήταν καπιταλιστικός αλλά που βασιζόταν στη δουλεία. Τα γεγονότα αυτά έχουν εντυπωσιακές ομοιότητες, αλλά συνέβησαν σε διαφορετικά ιστορικά περιβάλλοντα, οδηγώντας σε αρκετά διαφορετικά αποτελέσματα. Μελετώντας την κάθε μία απ’ αυτές τις εξελίξεις χωριστά, κι ύστερα συγκρίνοντάς τες, μπορεί κανείς ν’ ανακαλύψει μ’ ευκολία το κλειδί του φαινομένου, όμως δεν θα καταλήξει ποτέ σ’ αυτό υιοθετώντας μια «φόρμουλα για όλες τις χρήσεις», τη φόρμουλα μιας γενικής ιστορικοφιλοσοφικής θεωρίας, η ανώτατη αρετή της οποίας συνίσταται στο ότι είναι διιστορική.

Σημειώσεις:
1. Ο εκδότης του περιοδικού, Μιχαήλ Σαλτικόφ-Στσεντρίν.
2. Ο Nikolai Mikhailovsky.
3. Ο Αλεξάντερ Χέρτσεν.
4. August von Haxthausen, Studien über die innern Zustände, das Volksleben und insbesondere die ländlichen Einrichtungen Rußlands [Μελέτες για τα Εσωτερικά Κράτη, τη Ζωή του Λαού κι Ιδίως των Αγροτικών Θεσμών της Ρωσίας].
5. Ο Nikolay Gavrilovich Chernyshevsky.
6. Nikolay Gavrilovich Chernyshevsky, письма без адреса [Επιστολές Δίχως Παραλήπτη], 1874.
7. Στο χειρόγραφο, ο Μαρξ έχει σημειώσει να διαγραφεί αυτή η παράγραφος.
8. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2002, σελ. 740-741 & Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις ΚΨΜ, 2016, σελ. 991, απόσπασμα Γ3 [Ο Μαρξ εδώ παραθέτει τη γαλλική έκδοση του Κεφαλαίου].
9. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 787.
10. Ο όρος φτωχοί λευκοί, που χρησιμοποιούνταν πριν τον αμερικάνικο εμφύλιο πόλεμο, αναφέρεται στους λευκούς των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ που δεν ήταν δουλοκτήτες κι αποτελούσαν μια κοινωνική τάξη κατώτερη των μικροκτηματιών γεωργών, των τεχνιτών και των «στιβαρών ακριτών» [Αμερικάνοι άποικοι που μάχονταν με τους Ινδιάνους για την κατάκτηση γης]. Όπως χρησιμοποιούνταν αρχικά ο όρος, έφερε ένα στίγμα πέρα απ’ τη δήλωση φτώχειας, κι αφορούσε μόνο μια μικρή ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι συνήθως ήταν καταπατητές στις φτωχότερες γαίες.