Το παρακάτω κείμενο αποτελεί εισήγησή μας, που παρουσιάστηκε σε δύο μέρη, για τον κύκλο αυτομόρφωσης πάνω στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου στην Εργατική Λέσχη Ν. Ιωνίας. Καταπιάνεται με τo ομώνυμο κεφάλαιο του Κεφαλαίου. Λόγω της έκτασής του, μπορεί να το κατεβάσει κανείς σε pdf για εκτύπωση σε μέγεθος Α4 πατώντας εδώ.

Η πάλη ανάμεσα στον κεφαλαιοκράτη και στον μισθωτό εργάτη αρχίζει απ’ τη στιγμή που γεννιέται αυτή η ίδια η σχέση του κεφαλαίου. Η πάλη αυτή λυσσομανάει σ’ όλη την περίοδο της μανιφακτούρας. Μόνο όμως ύστερα απ’ την εισαγωγή των μηχανών καταπολεμάει ο εργάτης το ίδιο το μέσο εργασίας, τον υλικό τρόπο ύπαρξης του κεφαλαίου. Εξεγείρεται ενάντια σε αυτή τη συγκεκριμένη μορφή του μέσου παραγωγής σαν την υλική βάση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής[1].

Η εισαγωγή μηχανών στην παραγωγή

Η μανιφακτούρα βασιζόταν στη δεξιοτεχνία των χειροτεχνιτών, και «επειδή ο συνολικός μηχανισμός που λειτουργεί σ’ αυτή δεν διαθέτει έναν ανεξάρτητο απ’ τους ίδιους τους εργάτες αντικειμενικό σκελετό, το κεφάλαιο παλεύει διαρκώς με την ανυποταγή των εργατών»[2]. Η μείωση της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας με τη νέα εργοστασιακή νομοθεσία έφερε «πολύ λεπτομερειακές διατάξεις που ρυθμίζουν με τόση στρατιωτική ομοιομορφία, σύμφωνα με το χτύπημα του κουδουνιού, τη διάρκεια, τα όρια και τα διαλείμματα της εργασίας»[3]. Θέλουμε να επιστήσουμε την προσοχή στη φράση στρατιωτική ομοιομορφία και την αύξηση του ελέγχου και της πειθάρχησης που αυτή συνεπάγεται. Απ’ τη στιγμή που μειώθηκε το μήκος της εργάσιμης ημέρας, η πρώτη ανταπάντηση των καπιταλιστών υπήρξε η εντατικοποίηση της εργασίας ως εναλλακτική μέθοδος για την αύξηση της υπεραξίας. Όμως, απ’ τη στιγμή που η νέα αυτή πειθάρχηση συνεχίζει να επιβάλλεται από ανθρώπους (επιστάτες, εργοδηγούς, μάστορες, κλπ), υπάρχουν πάντα περιθώρια χαλάρωσης: μπορεί οι επιστάτες να κάνουν τα στραβά μάτια ή οι εργάτες να τους εξαπατούν, κλπ. Ανεξάρτητα όμως από τον βαθμό που μπορούσε να είναι επιτυχημένη αυτή η πειθάρχηση, η εντατικοποίηση της εργασίας μέσω αυστηρών κανόνων κι επιτήρησης «πύκνωσε» τον χρόνο εργασίας ώστε οι εργάτες μέσα σε μια δεδομένη εργάσιμη ημέρα να παράγουν περισσότερα εμπορεύματα, όμως αυτή η «πύκνωση» του χρόνου έχει όρια: οι εργάτες δεν μπορούν να δουλέψουν πιο γρήγορα απ’ τη σκιά τους. Το ίδιο ισχύει και για τον καταμερισμό της εργασίας: δεν μπορείς να κατατέμνεις μια σύνθετη εργασία σε μια ακολουθία απλούστερων εργασίων επ’ άπειρων, κάποια στιγμή καταλήγεις στις απλούστατες μην μπορώντας να εξοικονομήσεις επιπλέον χρόνο μετατρέποντας σύνθετες εργασίες σε απλές. Τελικά «[α]πό τη στιγμή που η βαθμιαία αναπτυσσόμενη αγανάκτηση της εργατικής τάξης εξανάγκασε το κράτος να περιορίσει με τη βία τον χρόνο εργασίας και να υπαγορεύσει μια κανονική εργάσιμη ημέρα -πρώτα απ’ όλα, στο καθεαυτό εργοστάσιο- δηλαδή, απ’ τη στιγμή που έχει κοπεί μια για πάντα η αύξηση της παραγωγής υπεραξίας με την παράταση της εργάσιμης ημέρας, το κεφάλαιο ρίχτηκε μ’ όλη του τη δύναμη και με πλέρια συνείδηση στην παραγωγή σχετικής υπεραξίας μέσω της επιταχυνόμενης ανάπτυξης του συστήματος των μηχανών»[4].

Εν αντιθέσει προς την άποψιν του Άνταμ Σμιθ, ο κ. Σαί ομιλεί εις το τέταρτο κεφάλαιον περί της αξίας, ήτις προσδίδεται εις τα αγαθά υπό των φυσικών συντελεστών, ως ο ήλιος, ο αήρ, η ατμοσφαιρική πίεσις, κλπ, τα οποία ενίοτε μεν αντικαθιστούν την ανθρώπινην εργασίαν, ενίοτε δε συνεργάζονται μετ’ αυτής κατά την παραγωγήν. Μολονότι οι φυσικοί ούτοι συντελεσταί επαυξάνουν σημαντικώς την αξίαν χρήσεως, ουδέποτε όμως αυξάνουν την ανταλλακτικήν αξίαν αγαθού τίνος, περί ης ομιλεί ο κ. Σαί: μόλις εξαναγκάση τις τας φυσικάς δυνάμεις, τη βοηθεία μηχανών ή δια της γνώσεως των φυσικών επιστημών, να εκτελέσουν εργασίαν, ήτις πρότερον εγένετο υπό των ανθρώπινων χειρών, αμέσως η ανταλλακτική αξία της τοιαύτης εργασίας υποβιβάζεται αντιστοίχως[5].

Οι μηχανές μπορούν να εκτελέσουν μια απλή εργασία ή μια ακολουθία απλών εργασίων ταχύτερα απ’ τον άνθρωπο. Συνεπώς, το κάθε εμπόρευμα παράγεται με τις μηχανές σε μικρότερο χρόνο απ’ ότι πριν, κάτι που σημαίνει ότι το κάθε μεμονωμένο εμπόρευμα έχει πλέον μικρότερη αξία, γίνεται φτηνότερο. Απ’ τη στιγμή που φτηναίνουν τα μέσα συντήρησης του εργάτη, σημαίνει ότι φτηναίνει κι η εργασιακή του δύναμη: μπορεί πλέον να κάνει την ίδια ζωή με πριν αλλά τώρα με μικρότερο μισθό. Συνεπώς, μειώνεται ο χρόνος αναγκαίας εργασίας του, ο χρόνος εργασίας δηλαδή κατά τον οποίο παράγει την αξιακή μάζα που αντιστοιχεί στον μισθό του. Ως αποτέλεσμα, αυξάνεται ο χρόνος υπερεργασίας του, ο χρόνος εργασίας δηλαδή κατά τον οποίο παράγει την υπεραξία που ιδιοποιείται ο καπιταλιστής. Η αύξηση λοιπόν της παραγωγικότητας της εργασίας με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, των επιστημών, κλπ, αποτελεί μέθοδο απόσπασης σχετικής υπεραξίας και ρίχνει την αξία της εργασιακής δύναμης: «[Η] ανάπτυξη της [παραγωγικής δύναμης της εργασίας] με τις μηχανές έχει σκοπό να φτηναίνει τα εμπορεύματα και να συντομέψει το μέρος εκείνο της εργάσιμης ημέρας που χρειάζεται ο εργάτης για τον εαυτό του, για να μεγαλώσει το άλλο μέρος της εργάσιμης ημέρας του, που το δίνει δωρεάν στον κεφαλαιοκράτη. Οι μηχανές είναι μέσο για την παραγωγή υπεραξίας»[6]. Τι είναι όμως μια μηχανή;

Κάθε ανεπτυγμένη μηχανική εγκατάσταση αποτελείται από τρία μέρη που διαφέρουν ουσιαστικά το ένα από το άλλο: από την κινητήρια μηχανή, από τον μηχανισμό μετάδοσης, και τέλος από την εργαλειομηχανή ή εργασιομηχανή. Η κινητήρια μηχανή ενεργεί σαν κινητήρια δύναμη όλης της εγκατάστασης. Παράγει η ίδια την κινητήρια δύναμή της, όπως η ατμομηχανή, η θερμική μηχανή, η ηλεκτρομαγνητική μηχανή, κλπ, ή δέχεται την κίνηση από μια έτοιμη φυσική δύναμη που βρίσκεται έξω απ’ αυτή, όπως η φτερωτή τη δέχεται απ’ την υδατόπτωση, το φτερό του ανεμόμυλου από τον αέρα, κλπ. Ο μηχανισμός μετάδοσης, που αποτελείται από τροχαλίες, άξονες, οδοντωτούς τροχούς, έκκεντρα, ατράκτους, καλώδια, λουριά, ενδιάμεσους μοχλούς και εξαρτήματα όλων των ειδών, ρυθμίζει την κίνηση, μετατρέπει την μορφή της όπου αυτό είναι αναγκαίο, πχ, από κατακόρυφη σε περιστροφική, την κατανέμει και την μεταδίδει στις εργαλειομηχανές. Και τα δύο αυτά μέρη του μηχανισμού υπάρχουν μόνο για να βάζουν σε κίνηση την εργαλειομηχανή, που πιάνει έτσι το αντικείμενο εργασίας και το μεταβάλλει σύμφωνα με τον επιδιωκόμενο σκοπό. […] Αν τώρα εξετάσουμε από πιο κοντά την εργαλειομηχανή ή την καθεαυτό εργασιομηχανή, ξαναεμφανίζονται σε γενικές γραμμές, αν και συχνά σε πολύ αλλαγμένη μορφή, οι συσκευές και τα εργαλεία με τα οποία εργάζεται ο χειροτέχνης κι ο μανιφακτουρικός εργάτης, μόνο που εμφανίζονται σαν εργαλεία ενός μηχανισμού ή σαν μηχανικά εργαλεία αντί σαν εργαλεία του ανθρώπου. […] Επομένως, η εργαλειομηχανή είναι ένας μηχανισμός, που αφού δεχτεί την αντίστοιχη κίνηση, εκτελεί με τα εργαλεία του τις ίδιες εργασίες που εκτελούσε προηγούμενα ο εργάτης με παρόμοια εργαλεία. […] Μόνον αφού μετατράπηκαν τα εργαλεία από εργαλεία του ανθρώπινου οργανισμού σε εργαλεία μιας μηχανικής συσκευής, της εργαλειομηχανής, απόκτησε και η κινητήρια μηχανή μια μορφή ολότελα ανεξάρτητη απ’ τα όρια της δύναμης του ανθρώπου. Έτσι, η ξεχωριστή εργαλειομηχανή […] ξεπέφτει σ’ ένα απλό στοιχείο της μηχανικής παραγωγής. Μια κινητήρια μηχανή μπορούσε τώρα να κινεί ταυτόχρονα πολλές εργασιομηχανές. Όταν αυξάνει ο αριθμός των ταυτόχρονα κινούμενων εργασιομηχανών, μεγαλώνει κι η κινητήρια μηχανή και μαζί της επεκτείνεται ο μηχανισμός μετάδοσης και γίνεται ένα ευρύ σύστημα. Τώρα πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα σε δύο λογής πράγματα: στη συνεργασία πολλών ομοειδών μηχανών και στο σύστημα μηχανών. Στην μια περίπτωση όλο το προϊόν κατασκευάζεται από την ίδια εργασιομηχανή. Η μηχανή εκτελεί όλες τις διάφορες εργασίες που έκανε ο χειροτέχνης με το εργαλείο του. […] Η συνολική διαδικασία που καταμερίζεται μέσα στην μανιφακτούρα και που εκτελείται με μια διαδοχική σειρά από πράξεις, γίνεται εδώ από μια εργασιομηχανή που λειτουργεί με τον συνδυασμό πολλών εργαλείων. […] [Σ]το εργοστάσιο, δηλαδή στο εργαστήρι που στηρίζεται στη χρησιμοποίηση μηχανών, ξαναεμφανίζεται κάθε φορά η απλή συνεργασία, και μάλιστα πρώτα (αφήνουμε εδώ κατά μέρος τον εργάτη) σαν συγκέντρωση στον ίδιο χώρο ομοειδών και ταυτόχρονα εργαζόμενων εργασιομηχανών. Έτσι, ένα υφαντουργικό εργοστάσιο σχηματίζεται με το παράλληλο αράδιασμα πολλών μηχανικών αργαλιών […] στο ίδιο εργαστήρι. Όμως, εδώ υπάρχει μια τεχνική ενότητα, γιατί οι πολλές ομοειδείς εργασιακές μηχανές δέχονται ταυτόχρονα και σύμμετρα την ώθησή τους από το χτύπημα της καρδιάς του κοινού πρώτου κινητήρα, που μεταδίδει [την ώθηση] σ’ αυτές μέσω του μηχανισμού μετάδοσης, που είναι κι αυτός εν μέρει κοινός γι’ αυτές, και που συνδέεται μ’ ειδικές διακλαδώσεις για κάθε μηχανή χωριστά. […] Ένα καθεαυτό σύστημα μηχανών όμως μπαίνει στη θέση της μεμονωμένης αυτοτελούς μηχανής μόνο εκεί που το αντικείμενο εργασίας περνάει από μια σειρά διαφόρων συναρτημένων διαδοχικών διαδικασιών, που εκτελούνται από μια αλυσίδα διαφορετικών μα αλληλοσυμπληρωνόμενων εργαλειομηχανών. Εδώ ξαναεμφανίζεται η χαρακτηριστική για την μανιφακτούρα συνεργασία που στηρίζεται στον καταμερισμό της εργασίας, μόνο που τώρα εμφανίζεται σαν συνδυασμός μερικότερων εργασιομηχανών[7].

Ποιος είναι ο ρόλος του εργάτη απ’ τη στιγμή που εισάγεται μια μηχανή στη δουλειά του;

Υπάρχουν πολλά χειροτεχνικά εργαλεία που δείχνουν αισθητά χειροπιαστή τη διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο σαν απλή κινητήρια δύναμη και στον άνθρωπο σαν εργάτη που εκτελεί την καθεαυτό εργασία. Λόγου χάρη, στο ροδάνι το πόδι λειτουργεί μόνο σαν κινητήρια δύναμη, ενώ το χέρι, που δουλεύει στο αδράχτι, ξαίνει και στρίβει, δηλαδή, εκτελεί την καθεαυτό πράξη του κλωσίματος. Και ακριβώς αυτό το τελευταίο μέρος του χειροτεχνικού εργαλείου αδράχνει πρώτα η βιομηχανική επανάσταση κι αφήνει τον άνθρωπο να παίζει στην αρχή ακόμα τον καθαρά μηχανικό ρόλο της κινητήριας δύναμης, δίπλα στην καινούρια του δουλειά της επίβλεψης της μηχανής με τα μάτια και της διόρθωσης των λαθών της με το χέρι του. […] Η μηχανή απ’ την οποία ξεκινά η βιομηχανική επανάσταση αντικαθιστά τον εργάτη που χειρίζεται ένα μόνο εργαλείο μ’ έναν μηχανισμό που εργάζεται ταυτόχρονα μ’ ένα πλήθος τέτοια ή παρόμοια εργαλεία και που τον κινεί μια μοναδική κινητήρια δύναμη, αδιάφορο ποιας μορφής. Εδώ έχουμε την μηχανή, αλλά μόνο σαν απλό στοιχείο της εκμηχανισμένης παραγωγής. […] Όταν ο άνθρωπος λειτουργεί πια μόνο σαν απλή κινητήρια δύναμη, δηλαδή, όταν στη θέση του εργαλείου του έχει μπει μια εργαλειομηχανή, είναι δυνατόν να τον αντικαταστήσουν και σαν κινητήρια δύναμη άλλες φυσικές δυνάμεις[8].

Ποιους εργάτες συναντάμε σ’ ένα εργοστάσιο;

Εφόσον ο καταμερισμός της εργασίας ξαναεμφανίζεται στο αυτόματο εργοστάσιο, αποτελεί στην αρχή κατανομή εργατών στις ειδικευμένες μηχανές και κατανομή εργατικών μαζών -που δεν αποτελούν ωστόσο διαρθωμένες ομάδες- στα διάφορα τμήματα του εργοστασίου όπου εργάζονται σε ομοειδείς εργαλειομηχανές, αραδιασμένες η μια δίπλα στην άλλη, δηλαδή, υπάρχει απλή συνεργασία ανάμεσά τους. Η διαρθωμένη ομάδα της μανιφακτούρας έχει αντικατασταθεί εδώ απ’ την ομάδα του βασικού εργάτη με τους λίγους βοηθούς του. Ο ουσιαστικός χωρισμός είναι ο χωρισμός ανάμεσα σ’ εργάτες που εργάζονται στις εργαλειομηχανές […] και σε απλούς βοηθούς […] αυτών των εργατών που δουλεύουν στις μηχανές. […] Δίπλα σ’ αυτές τις κύριες κατηγορίες στέκει ένα αριθμητικά ασήμαντο προσωπικό που ασχολείται με τον έλεγχο των μηχανών και με τη διαρκή επισκευή τους, πχ διπλωματούχοι μηχανικοί, μηχανοτεχνίτες, μαραγκοί, κλπ. Πρόκειται για ένα ανώτερο στρώμα εργατών, εν μέρει επιστημονικά καταρτισμένο εν μέρει χειροτεχνικό, που βρίσκεται έξω απ’ τον κύκλο των εργοστασικών εργατών και που έχει απλώς προσκοληθεί σ’ αυτούς. Είναι χαρακτηριστικό για τον σκοπό της στατιστικής απάτης, που εξάλλου θα μπορούσε ν’ αποδειχθεί και στις λεπτομέρειές του, ότι η αγγλική εργοστασιακή νομοθεσία αποκλείει ρητά απ’ τη δικαιοδοσία της τους εργάτες που αναφέρονται τελευταία στο κείμενο σαν μη-εργοστασιακοί εργάτες, ενώ απ’ την άλλη οι εκθέσεις που δημοσιεύει η βουλή περιλαμβάνουν εξίσου ρητά στην κατηγορία των εργοστασιακών εργατών όχι μονάχα τους διπλωματούχους μηχανικούς, τους μηχανοτεχνίτες, κλπ, μα και τους διευθυντές των εργοστασιών, τους υπαλλήλους των γραφείων, τους κλητήρες, τους επιστάτες των αποθηκών, τους συσκευαστές, κλπ, με δυο λόγια όλους εκτός απ’ τον ιδιοκτήτη του εργοστασίου[9].

Η υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο

Στην απλή συνεργασία, η εργασία ήταν μόνο τυπικά υπαγμένη στο κεφάλαιο. «Η εργασιακή διαδικασία μετατρέπεται σε μέσο της διαδικασίας αξιοποίησης, της διαδικασίας της αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου – της παραγωγής υπεραξίας. Η εργασιακή διαδικασία υπάγεται στο κεφάλαιο (είναι η δική της διαδικασία) κι ο καπιταλιστής εμφανίζεται στη διαδικασία σαν διευθυντής, καθοδηγητής· γι’ αυτόν είναι συγχρόνως άμεση διαδικασία εκμετάλλευσης ξένης εργασίας»[10]. Εδώ όμως, η καθεαυτή εργασιακή διαδικασία έχει μείνει σχετικά αμετάβλητη: ο κάθε εργάτης που δουλεύει στην υπηρεσία του καπιταλιστή είναι μάστορας, τεχνίτης, είναι ένας εξειδικευμένος εργάτης που εκτελεί την εργασία του ακριβώς με τον ίδιο τρόπο όπως παλιότερα που την εκτελούσε ως ανεξάρτητος τεχνίτης.

[Σ]ίγουρα δεν έχει επισυμβεί ήδη από την αρχή μία ουσιαστική αλλαγή στον πραγματικό τρόπο της εργασιακής διαδικασίας, της πραγματικής παραγωγικής διαδικασίας. Αντίθετα, έγκειται στη φύση του πράγματος, το ότι εκεί επισυμβαίνει η υπαγωγή της εργασιακής διαδικασίας στο κεφάλαιο -στη βάση μιας υπάρχουσας εργασιακής διαδικασίας που δημιουργήθηκε πριν απ’ αυτή τη δική της υπαγωγή στο κεφάλαιο, που διαμορφώθηκε στη βάση παλιότερων διαφορετικών παραγωγικών διαδικασίων και άλλων όρων παραγωγής- το κεφάλαιο υπαγάγει στον εαυτό του μια δοσμένη, υπαρκτή εργασιακή διαδικασία, άρα, πχ, εργασία χειροτεχνικού είδους […] Αν συμβούν αλλαγές σ’ αυτές τις παραδοσιακές εργασιακές διαδιακασίες, που το κεφάλαιο τις έχει πάρει κάτω απ’ τη διεύθυνση του, τότε μπορεί αυτές οι παραλλαγές να είναι μόνο βαθμιαίες συνέπειες της μόλις συντελεσμένης υπαγωγής δοσμένων, παραδοσιακών εργασιακών διαδικασίων στο κεφάλαιο. Το ότι η εργασία γίνεται πιο έντονη, ή ότι παρατείνεται η διάρκεια της εργασιακής διαδικασίας, το ότι η εργασία γίνεται πιο συνεχής και, κάτω απ’ το βλέμμα του ενδιαφερόμενου καπιταλιστή, ακόμα πιο τακτική, κλπ, δεν αλλάζει αυτό καθεαυτό τίποτα στον χαρακτήρα της ίδιας της πραγματικής εργασιακής διαδικασίας, στον πραγματικό τρόπο εργασίας[11].

Στην απλή συνεργασία, ο εργάτης παραμένει εξειδικευμένος, συνεχίζει να κατέχει τη γνώση γύρω απ’ την εργασιακή διαδικασία, το ποια είναι η εργασιακή διαδικασία για την παραγωγή του δεδομένου εμπορεύματος. Κατέχει δηλαδή ένα όπλο αντίστασης στον καπιταλιστή καθώς δεν είναι εύκολα αντικαταστάσιμος ή μπορεί ακόμη και να εξαπατήσει τον καπιταλιστή (πχ, ότι η παραγωγή του δεδομένου εμπορεύματος χρειάζεται 5 ώρες ενώ στην πραγματικότητα μπορεί να γίνει σε 4, οπότε μπορεί να δουλέψει με χαλαρότερους ρυθμούς). Στην μανιφακτούρα, όπου οι σύνθετες εργασιακές διαδικασίες αναλύονται σε μια αλληλουχία απλούστερων εργασιών που εκτελούνται από διαφορετικούς εργάτες, ο εργάτης αποειδικεύεται καθώς πλέον δεν χρειάζεται να γνωρίζει τη συνολική διαδικασία για την παραγωγή του δεδομένου εμπορεύματος, εκτελεί μόνο ένα επιμέρους έργο της συνολικής διαδικασίας. Περνάμε πλέον στον «ειδικά καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που όπως δείχτηκε, αναπτύσσεται μέσα στη πορεία της καπιταλιστικής παραγωγής (εργασία σε μεγάλη κλίμακα, κλπ), που συγχρόνως με τις σχέσεις των διάφορων παραγωγικών συντελεστών, επαναστατικοποιεί το είδος αυτής της εργασίας και τον πραγματικό τρόπο της όλης εργασιακής διαδικασίας»[12]. Πλέον ο εργάτης έχει χάσει όποιον έλεγχο μπορούσε να έχει επί της εργασιακής διαδικασίας κατά τη τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο. Τώρα αρχίζει να

προβάλλει ένας ειδικά καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (και τεχνολογικά), πάνω στη βάση του οποίου και παράλληλα μ’ αυτόν αναπτύσσονται και οι σχέσεις παραγωγής, που κατ’ αρχήν αντιστοιχούν στην καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία, ανάμεσα στους διάφορους συντελεστές της παραγωγής και ειδικά ανάμεσα σε καπιταλιστή και μισθωτό εργάτη. Οι κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας ή οι παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας, κοινωνικοποιούνται και γίνονται άμεσα κοινωνικές (συλλογικές) μέσα απ’ την συνεργασία, τον καταμερισμό της εργασίας μέσα στο εργαστήριο, την χρησιμοποίηση μηχανολογικού εξοπλισμού, και γενικά με τη μετατροπή της παραγωγικής διαδικασίας σε συνειδητή εφαρμογή των φυσικών επιστημών, της μηχανικής, της χημείας, κλπ, για συγκεκριμένους σκοπούς, τεχνολογία, κλπ, όπως και με την σε όλα αυτά αντίστοιχη εργασία σε μεγάλη κλίμακα, κλπ (είναι μόνο αυτή η κοινωνικοποιημένη εργασία που είναι σε θέση να εφαρμόσει τα γενικά προϊόντα της ανθρώπινης ανάπτυξης, όπως μαθηματικά, κλπ, στην άμεση παραγωγική διαδικασία, όπως απ’ την άλλη πλευρά η ανάπτυξη αυτών των επιστημών προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο ύψος της υλικής παραγωγικής διαδικασίας), αυτή η ανάπτυξη της δύναμης παραγωγής της αντικειμενοποιημένης εργασίας σε αντίθεση με λιγότερο ή περισσότερο μεμονωμένη εργασία του καθενός σαν μονάδα, κλπ, και μαζί μ’ αυτήν η εφαρμογή της επιστήμης, αυτού του γενικού προϊόντος της κοινωνικής ανάπτυξης, πάνω στην άμεση παραγωγική διαδικασία, όλο αυτό παριστάνεται σαν παραγωγική δύναμη του κεφαλαίου, όχι σαν παραγωγική δύναμη της εργασίας ή μόνο σαν παραγωγική δύναμη της εργασίας, εφόσον αυτή ταυτίζεται με το κεφάλαιο και οπωσδήποτε όχι σαν παραγωγική δύναμη ούτε του κάθε εργάτη, ούτε των μέσα στην παραγωγική διαδικασία συνδυασμένων εργατών[13].

Πρόκειται για την πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, η οποία ξεκινά με την μανιφακτούρα κι ολοκληρώνεται με την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας, με την εισαγωγή μηχανών στην παραγωγή.

Το γεγονός ότι οι πνευματικές δυνάμεις της υλικής παραγωγικής διαδικασίας αντιπαρατίθονται σ’ αυτούς [τους εργάτες] σαν ξένη ιδιοκτησία και σαν δύναμη που τους εξουσιάζει, είναι προϊόν του μανιφακτουρικού καταμερισμού της εργασίας. Η διαδικασία αυτή του χωρισμού αρχίζει στην απλή συνεργασία, όπου απέναντι στους ξεχωριστούς εργάτες ο κεφαλαιοκράτης αντιπροσωπεύει την ενότητα και τη θέληση του κοινωνικού σώματος εργασίας. Αναπτύσσεται παραπέρα στην μανιφακτούρα που σακατεύει τον εργάτη και τον μετατρέπει σε μερικό εργάτη. Ολοκληρώνεται στην μεγάλη βιομηχανία που την επιστήμη τη χωρίζει σαν αυτοτελή παραγωγική δύναμη από την εργασία και την βάζει με το στανιό στην υπηρεσία του κεφαλαίου. […] Στην μανιφακτούρα, οι εργάτες, μεμονωμένοι ή κατά ομάδες, είναι υποχρεωμένοι να εκτελούν με το χειρωνακτικό τους εργαλείο κάθε ιδιαίτερη μερικότερη διαδικασία. Αν ο εργάτης προσαρμόζεται στη διαδικασία, προσαρμόζεται όμως προκαταβολικά κι η διαδικασία στον εργάτη. Αυτή η υποκειμενική αρχή του καταμερισμού εκλείπει στην μηχανική παραγωγή. Εδώ, η συνολική διαδικασία αυτή καθεαυτή αναλύεται αντικειμενικά στις φάσεις που τη συγκροτούν, και το πρόβλημα της διεκπεραίωσης κάθε μικρότερης διαδικασίας και της σύνδεσης των διαφόρων μερικότερων διαδικασιών μεταξύ τους λύνεται με τη τεχνική χρησιμοποίηση της μηχανής, της χημείας, κλπ, οπότε, φυσικά, όπως γίνεται πάντα, η θεωρητική σύλληψη πρέπει να τελειοποιείται με βάση την πρακτική πείρα, τη συσσωρευμένη σε μεγάλη κλίμακα. […] Σαν μηχανή, το μέσο εργασίας αποκτά έναν υλικό τρόπο ύπαρξης που απαιτεί την αντικατάσταση της δύναμης του ανθρώπου με φυσικές δυνάμεις, και της αποκτημένης με την πείρα δεξιότητας με τη συνειδητή εφαρμογή των φυσικών επιστημών. Στην μανιφακτούρα, η διάρθρωση της κοινωνικής εργασιακής διαδικασίας είναι καθαρά υποκειμενική, είναι συνδυασμός μερικών εργατών· στο σύστημα των μηχανών, η μεγάλη βιομηχανία έχει έναν απόλυτα αντικειμενικό παραγωγικό οργανισμό, που ο εργάτης τον βρίσκει κιόλας να υπάρχει σαν έτοιμο υλικό όρο της παραγωγής. Στην απλή συνεργασία, ακόμη και στη συνεργασία την ειδικευμένη απ’ τον καταμερισμό της εργασίας, εξακολουθεί να φαίνεται ακόμα σαν τυχαίο γεγονός η εκτόπιση του μεμονωμένου εργάτη απ’ τον κοινωνικοποιημένο εργάτη. Οι μηχανές, εκτός από μερικές εξαιρέσεις […], λειτουργούν μόνο στα χέρια άμεσα κοινωνικοποιημένης ή από κοινού εργασίας. Επομένως, ο συνεργατικός χαρακτήρας της εργασιακής διαδικασίας γίνεται τώρα τεχνική ανάγκη, που υπαγορεύεται απ’ τη φύση του ίδιου του μέσου εργασίας[14].

Η εξάπλωση των μηχανών

Η εκμηχάνιση μιας μεμονωμένης βιομηχανίας δημιουργεί μια αλυσιδωτή αντίδραση. Απ’ τη στιγμή που ένα μεμονωμένο εργοστάσιο εισάγει μηχανές στην παραγωγή, μπορεί να παράγει πολλά περισσότερα εμπορεύματα από πριν, με το κάθε μεμονωμένο εμπόρευμα να έχει πλέον πολύ μικρότερη αξία από πριν. Ο καπιταλιστής αυτού του εργοστασίου μπορεί οπότε να πλημμυρίσει την αγορά με τα εμπορεύματά του, να τα πουλάει σε χαμηλότερη τιμή απ’ τους ανταγωνιστές τους βγάζοντας παράλληλα και μεγαλύτερο κέρδος απ’ αυτούς. Οι καπιταλιστές που δραστηριοποιούνται στον ίδιο κλάδο μ’ αυτόν αναγκάζονται να εισάγουν κι αυτοί μηχανές στην παραγωγή για να τον ανταγωνιστούν. Έτσι, σιγά-σιγά εκμηχανίζεται ολόκληρος ο συγκεκριμένος κλάδος.

Η εκμηχάνιση ενός κλάδου έχει ως αποτέλεσμα να εκμηχανιστούν οι κλάδοι που σχετίζονται μ’ αυτόν. Ας δούμε για παράδειγμα την παραγωγή βαμβακερών πουκάμισων. Υπάρχει αρχικά ο γεωργικός κλάδος της καλλιέργειας βαμβακιού, κι ύστεροι οι μεταποιητικοί κλάδοι της επεξεργασίας του βαμβακιού για τη δημιουργία βαμβακερού νήματος, ο κλάδος επεξεργασίας του βαμβακερού νήματος για τη δημιουργία βαμβακερών υφάσματων, και τέλος ο κλάδος επεξεργασίας του βαμβακερού υφάσματος για τη δημιουργία βαμβακερών πουκάμισων. Υπάρχει επίσης ο κλάδος παραγωγής κουμπιών, οι διάφοροι κλάδοι παραγωγής εργαλειών για όλους τους προαναφερθείς κλάδους, κλπ. Αν ένας απ’ τους κλάδους αυτούς εκμηχανιστεί θα χρειάζεται περισσότερες πρώτες ύλες από πριν, με αποτέλεσμα να χρειαστεί ν’ αυξήσουν την παραγωγή τους οι κλάδοι που του παρέχουν τις πρώτες ύλες. Ας πούμε ότι εκμηχανίζεται ο κλάδος παραγωγής βαμβακερών υφασμάτων. Για να συνεχίσει ομαλά η παραγωγή στον κλάδο αυτό, θα πρέπει ν’ αυξηθεί η παραγωγή στον κλάδο της παραγωγής βαμβακερών νημάτων, που σημαίνει ότι θα χρειαστεί να αυξηθεί η καλλιέργεια βαμβακιού, κλπ. Συνήθως, μια εταιρεία θέλει ν’ αγοράζει μια συγκεκριμένη πρώτη ύλη απ’ τον ίδιο προμηθευτή, ώστε να την αγοράζει όσο πιο μαζικά γίνεται (το οποίο σημαίνει μικρότερο κόστος) κι ώστε η πρώτη ύλη να είναι ίδιας ποιότητας για να είναι και τα τελικά της προϊόντα ίδιας ποιότητας. Έτσι, η πλέον εκμηχανισμένη εταιρεία παραγωγής βαμβακερών υφασμάτων θα θέλει να βρει μια εταιρεία παραγωγής βαμβακερού νήματος μ’ αρκετά μεγάλη παραγωγή που θα μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της σε πρώτες ύλες. Κάθε εταιρεία παραγωγής βαμβακερού νήματος θα θέλει για πελάτη της την εκμηχανισμένη εταιρεία παραγωγής βαμβακερών υφασμάτων, καθώς αυτό θα σημαίνει σταθερή ζήτηση μεγάλης ποσότητας των προϊόντων της. Για να μπορέσει να κλείσει τη συμφωνία αυτή, θα πρέπει ν’ αυξήσει την παραγωγή της, κι αργά ή γρήγορα η ανάγκη γι’ αυξημένη παραγωγή θα την οδηγήσει με τη σειρά της να εκμηχανιστεί κι αυτή. Αντίστοιχα, η αυξημένη προσφορά φτηνότερων από πριν βαμβακερών υφασμάτων θα σημαίνει την αύξηση της παραγωγής βαμβακερών πουκάμισων. Απ’ τη στιγμή που οι πρώτες ύλες για την παραγωγή βαμβακερών πουκάμισων είναι τώρα φτηνότερες, θ’ ανοίξουν νέες εταιρείες παραγωγής βαμβακερών πουκάμισων, ή οι ήδη υπάρχουσες εταιρείες θ’ αυξήσουν την παραγωγή τους, ή και τα δύο. Οι εταιρείες παραγωγής βαμβακερών πουκάμισων θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν αυτή την έκρηξη προσφοράς φτηνών πρώτων υλών για να κατακτήσουν μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς και να βγάλουν μεγαλύτερο κέρδος από πριν. Κάθε εταιρεία θα θέλει να είναι ο αγοραστής όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ποσότητας των νέων φτηνών πρώτων υλών ώστε να μην έχουν πρόσβαση σε φτηνές πρώτες ύλες οι ανταγωνιστές της. Έτσι, έχοντας τώρα περισσότερες πρώτες ύλες θα πρέπει ν’ αυξήσει την παραγωγή της, κάτι που αργά ή γρήγορα θα την αναγκάσει να εκμηχανίσει την παραγωγή της.

Σιγά-σιγά, αυτή η ανάγκη εκμηχάνισης ξεφεύγει απ’ τα πλαίσια των αλληλένδετων παραγωγικών διαδικασιών:

Η επανάσταση στον τρόπο παραγωγής της βιομηχανίας και της γεωργίας έκανε όμως απαραίτητη και μια επανάσταση στους γενικούς όρους της κοινωνικής παραγωγής διαδικασίας, δηλαδή στα μέσα επικοινωνίας και μεταφοράς. Όπως τα μέσα επικοινωνίας και μεταφοράς μιας κοινωνίας που άξονάς της ήταν -για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του Φουριέ- η μικρή γεωργία, με πάρεργο την οικοτεχνία, και η χειροτεχνία των πόλεων, δεν μπορούσαν καθόλου ν’ ανταποκριθούν στις ανάγκες παραγωγής της περιόδου της μανιφακτούρας με το διευρυμένο καταμερισμό της κοινωνικής εργασίας, με τη συγκέντρωση των μέσων εργασίας και των εργατών, και με τις αποικιακές της αγορές, και που γι’ αυτό ανατράπηκαν στην πραγματικότητα, έτσι και τα μέσα μεταφοράς κι επικοινωνίας που κληρονομήθηκαν απ’ την περίοδο της μανιφακτούρας μετατράπηκαν σύντομα σε αφόρητη τροχοπέδη για την μεγάλη βιομηχανία με την πυρετώδική της ταχύτητα της παραγωγής, με την παραγωγή της σε μαζική κλίμακα, με την αδιάκοπη μετακίνηση των κεφαλαίων και των εργατικών μαζών απ’ τη μια σφαίρα της παραγωγής στην άλλη, και με τους νεοδημιουργημένους δεσμούς της παγκόσμιας αγοράς. Άσχετα απ’ τη ναυπήγηση ιστιοφόρων που έχει τελείως ανατραπεί, προσαρμόστηκαν σιγά-σιγά στον τρόπο παραγωγής της μεγάλης βιομηχανίας οι επικοινωνίες κι οι μεταφορές μ’ ένα σύστημα ποταμοατμόπλοιων, σιδηροδρόμων, υπερωκειανείων και τηλεγράφων. Όμως, οι τρομακτικές μάζες σίδερου που έπρεπε τώρα να σφηρυλατούνται, να συγκολούνται, να κόβονται, να τρυπιούνται και να φορμάρονται, απαιτούσαν με τη σειρά τους κυκλώπειες μηχανές που δεν μπορούσε να τις δημιουργήσει ο μανιφακτουρικός τρόπος κατασκευής μηχανών. Η μεγάλη βιομηχανία ήταν λοιπόν υποχρεωμένη να κατακτήσει το μέσο παραγωγής που τη χαρακτηρίζει, αυτή την ίδια την μηχανή, και να παράγει μηχανές με μηχανές: έτσι μόνο δημιούργησε την αντίστοιχή της τεχνική βάση και στάθηκε στα δικά της πόδια[15].

Η αξία που μεταφέρει η μηχανή στο προϊόν

Είδαμε ότι δεν στοιχίζουν τίποτα στο κεφάλαιο οι παραγωγικές δυνάμεις που απορρέουν από τη συνεργασία και τον καταμερισμό της εργασίας. Είναι φυσικές δυνάμεις της κοινωνικής εργασίας. Επίσης, τίποτα δεν στοιχίζουν κι οι φυσικές δυνάμεις σαν τον ατμό, τον νερό, κλπ, που χρησιμοποιούνται για παραγωγικούς σκοπούς. […] Και ότι γίνεται με τις φυσικές δυνάμεις, το ίδιο γίνεται και με την επιστήμη. Όταν έχει πια ανακαλυφθεί, δεν στοιχίζει ούτε πεντάρα ο νόμος για την παρέκκλιση της μαγνητικής βελόνας στο πεδίο δράσης του ηλεκτρικού ρεύματος ή για την παραγωγή μαγνητισμού στο σίδερο που γύρω του κυκλοφορεί ηλεκτρικό ρεύμα. Για την εκμετάλλευση όμως αυτών των νόμων στον τηλέγραφο, κλπ, χρειάζεται μια συσκευή πολυδάπανη και πολύπλοκη. […] Αν λοιπόν είναι ξεκάθαρο με την πρώτη ματιά ότι η μεγάλη βιομηχανία, ενσωματώνοντας τεράστιες φυσικές δυνάμεις και τις φυσικές επιστήμες στην παραγωγική διαδικασία, πρέπει ν’ ανεβάζει εξαιρετικά την παραγωγικότητα της εργασίας, δεν είναι καθόλου εξίσου ξεκάθαρο ότι αυτή η ανεβασμένη παραγωγική δύναμη πρέπει επίσης να εξαγοράζεται απ’ την άλλη πλευρά με αυξημένη δαπάνη εργασίας. Όπως και κάθε άλλο συστατικό του σταθερού κεφαλαίου, το ίδιο κι η μηχανή δεν δημιουργεί αξία, δίνει όμως τη δική της αξία στο προϊόν που χρησιμεύει για την παραγωγή του[16].

Η μηχανή, όπως και το εργαλείο, μπαίνει πάντα ολόκληρη στην εργασιακή διαδικασία αλλά μόνο μερικώς στην αξιοποιό διαδικασία. Δηλαδή, για την παραγωγή του κάθε μεμονωμένου εμπορεύματος χρησιμοποιείται το σύνολο της μηχανής, όμως στο κάθε μεμονωμένο εμπόρευμα δεν μεταφέρεται η συνολική αξία της μηχανής ή του εργαλείου, αλλά μόνο ένα τμήμα της αξίας του, ένα τμήμα που αντιστοιχεί στη φθορά της μηχανής ή του εργαλείου κατά τη διάρκεια της παραγωγής του μεμονωμένου εμπορεύματος. «Η διαφορά αυτή όμως ανάμεσα στη χρήση και στη φθορά είναι πολύ μεγαλύτερη στις μηχανές παρά στο εργαλείο, επειδή είναι κατασκευασμένες από μονιμότερο υλικό και ζουν περισσότερο καιρό, επειδή η χρήση τους, που ρυθμίζεται από αυστηρά επιστημονικούς νόμους, κάνει δυνατή μεγαλύτερη οικονομία στο ξόδεμα των συστατικών μερών τους και των μέσων που καταναλώνουν και, τέλος, επειδή το πεδίο της παραγωγικής δράσης τους είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο απ’ το πεδίο της παραγωγικής δράσης των μηχανών»[17]. Αν αφήσουμε στην άκρη αυτή την αξία που μεταφέρουν οι μηχανές και τα εργαλεία στο εμπόρευμα, θα δούμε ότι λειτουργούν δωρεάν για τον καπιταλιστή επειδή ακριβώς χρησιμοποιούν την επιστήμη και τις φυσικές δυνάμεις. Για παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι χρειάζεται να σηκωθεί ένα φορτίο δεδομένου βάρους. Ενώ παλιότερα θα χρειαζόντουσταν 4 εργάτες να το σηκώσουν με τα χέρια τους, με τη βοήθεια ενός χειροκίνητου γερανού που χρησιμοποιεί ένα σύστημα τροχαλιών, το φορτίο αυτό μπορούν τώρα να το σηκώσουν 2 εργάτες, και μ’ έναν εκμηχανισμένο γερανό μπορεί 1 μόνο εργάτης να σηκώσει ένα φορτίο 2 και 3 φορές μεγαλύτερου βάρους απ’ αυτό του αρχικού δεδομένου βάρους. Έτσι, λιγότεροι εργάτες μπορούν να φέρουν σε πέρας μια δεδομένη εργασία σε μικρότερο χρόνο απ’ ότι πριν, και «[ό]σο μεγαλύτερη απ’ την έκταση της παραγωγικής λειτουργίας του εργαλείου είναι η έκταση της παραγωγικής λειτουργίας της μηχανής, τόσο μεγαλύτερη είναι η έκταση της δωρεάν υπηρεσίας της σε σύγκριση με τη δωρεάν υπηρεσία του εργαλείου»[18]. Επιστρέφοντας τώρα στην αξία που μεταφέρουν οι μηχανές στα εμπορεύματα:

Όταν είναι δοσμένη η αναλογία που οι μηχανές μεταδίδουν αξία στο προϊόν, το μέγεθος αυτού του μέρους της αξίας εξαρτιέται από το μέγεθος της δικής τους αξίας. Όσο λιγότερη αξία περιέχουν οι ίδιες οι μηχανές, τόσο λιγότερη αξία προσθέτουν στο προϊόν. Όσο λιγότερη αξία μεταδίδουν στο προϊόν, τόσο πιο παραγωγικές είναι, και τόσο περισσότερο η υπηρεσία που προσφέρουν πλησιάζει την υπηρεσία που προσφέρουν οι φυσικές δυνάμεις. Η παραγωγή όμως μηχανών με μηχανές μειώνει την αξία τους σε σχέση με την έκταση και την αποτελεσματικότητά τους. Μια συγκριτική ανάλυση των τιμών των εμπορευμάτων που παράγονται με χειρωνακτικό ή μανιφακτουρικό τρόπο, και των τιμών των ίδιων εμπορευμάτων που παράγονται με μηχανές, μας δείχνει γενικά ότι στο μηχανοποίητο προϊόν, το συστατικό της αξίας που οφείλεται στο μέσο εργασίας αυξάνει σχετικά, μειώνεται όμως απόλυτα. Δηλαδή, μειώνεται το απόλυτο μέγεθός του, αυξάνει όμως το μέγεθός του σε σχέση με τη συνολική αξία του προϊόντος, πχ, μιας λίβρας νήματος[19].

Δηλαδή, η μηχανή μεταφέρει στο μεμονωμένο προϊόν λιγότερη αξία απ’ ότι το εργαλείο όταν το προϊόν αυτό παραγόταν χειροτεχνικά, επειδή η μηχανή είναι περισσότερο παραγωγική. Όμως, με την μηχανή το προϊόν παράγεται πιο γρήγορα, οπότε μειώνεται ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας για την παραγωγή του, δηλαδή μειώνεται η αξία του προϊόντος. Οπότε, παρότι η μηχανή μεταφέρει στο προϊόν μικρότερη αξία, επειδή ταυτόχρονα μειώνεται κι η συνολική αξία του προϊόντος, η αναλογία της αξίας που μεταφέρει η μηχανή στο προϊόν ως προς τη συνολική αξία του προϊόντος αυξάνεται. Αυτό σημαίνει ότι ο χρόνος εργασίας που εξοικονομούν οι μηχανές στον καπιταλιστή που την αγοράζει είναι μεγαλύτερος απ’ τον χρόνο εργασίας που χρειάζεται για να παραχθούν οι μηχανές, δηλαδή απ’ την αξία των μηχανών. Γι’ αυτό κι ο καπιταλιστής θέλει να εισάγει μηχανές στην παραγωγή. Αν για να βγει ένας δεδομένος όγκος δουλειάς σε δεδομένο χρόνο, ο καπιταλιστής χρειάζεται να πληρώσει είτε x ευρώ για εργατικούς μισθούς είτε y ευρώ για μηχανές, τότε, αν y ≥ x, ο καπιταλιστής δεν θα είχε κανέναν λόγο να χρησιμοποιήσει μηχανές αντί για εργάτες. «Γι’ αυτό η παραγωγικότητα της μηχανής μετριέται με τον βαθμό που αντικαθιστά εργασιακή δύναμη του ανθρώπου»[20]. Αυτή η σχέση της παραγωγικότητας της μηχανής με την εργασιακή δύναμη που αντικαθιστά, έχει κάποια όρια:

Η εργασία που ξοδεύεται για την παραγωγή της [μηχανής] πρέπει να είναι λιγότερη απ’ την εργασία που αντικαθιστά η χρησιμοποίησή της. Ωστόσο, για το κεφάλαιο το όριο αυτό εκφράζεται πιο στενά. Επειδή δεν πληρώνει την εργασία που χρησιμοποιεί, αλλά την αξία της χρησιμοποιούμενης εργασιακής δύναμης, η χρησιμοποίηση μηχανών καθορίζεται γι’ αυτό απ’ τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην αξία της μηχανής και στην αξία της εργασιακής δύναμης που αντικαθιστά. Επειδή ο χωρισμός της εργάσιμης ημέρας σε αναγκαία εργασία κι υπερεργασία είναι διαφορετικός σε διάφορες χώρες, όπως επίσης είναι διαφορετικός στην ίδια χώρα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους ή στην ίδια περίοδο σε διάφορους κλάδους· επειδή ακόμα ο πραγματικός μισθός του εργάτη πότε πέφτει κάτω απ’ την αξία της εργασιακής του δύναμης και πότε ανεβαίνει πάνω απ’ αυτή, μπορεί να ποικίλει πολύ η διαφορά ανάμεσα στη τιμή της μηχανής και στη τιμή της εργασιακής δύναμης που αντικαθιστά, αν και η διάφορα ανάμεσα στην ποσότητα της εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή της μηχανής και στη συνολική ποσότητα της εργασίας που αντικαθιστά παραμένει η ίδια. Όμως, μόνο η πρώτη διαφορά καθορίζει για τον κεφαλαιοκράτη τον ίδιο τα έξοδα παραγωγής του εμπορεύματος κι επιδρά σ’ αυτόν με τους αναγκαστικούς νόμους του ανταγωνισμού[21].

Οι επιδράσεις των μηχανών στις έμφυλες σχέσεις και την οικογένεια

Στο μέτρο που οι μηχανές κάνουν περιττή την μυϊκή δύναμη, γίνονται μέσο χρησιμοποίησης εργατών χωρίς μυϊκή δύναμη ή εργατών με ανώριμη σωματική ανάπτυξη, με μεγαλύτερη όμως ευστροφία των μελών. Εργασία των γυναικών και των παιδιών ήταν λοιπόν η πρώτη λέξη της κεφαλαιοκρατικής χρησιμοποίησης των μηχανών! Έτσι, αυτό το τεράστιο υποκατάστατο της εργασίας και των εργατών μετατράπηκε αμέσως σε μέσο αύξησης του αριθμού των μισθωτών εργατών με την ένταξη όλων των μελών της εργατικής οικογένειας, χωρίς διάκριση φύλου κι ηλικίας, κάτω απ’ την άμεση εξουσία του κεφαλαίου. Η αναγκαστική εργασία για τον κεφαλαιοκράτη δεν σφετερίστηκε μονάχα τον χρόνο του παιδικού παιχνιδιού, μα και της ελεύθερης εργασίας για τις ανάγκες της ίδιας της οικογένειας μέσα στα πλαίσια του σπιτιού, τα καθιερωμένα από τα ήθη κι έθιμα[22].

Με την εκμηχάνιση της παραγωγής, σε πολλούς κλάδους όχι απλά αρχίζουν να προσλαμβάνονται γυναίκες, αλλά καταλήγουν ν’ αποτελούν την πλειοψηφία. «Απ’ τους πίνακες αυτούς που δημοσιεύτηκαν προκύπτει ότι λίγοι περισσότεροι απ’ τους μισούς (52%) απ’ το σύνολο των εργατών των εργοστασίων είναι θηλυκού γένους, και περίπου 48% αρσενικού γένους, κι ότι πάνω απ’ το μισό απ’ αυτό το προσωπικό έχει ηλικία γύρω στα 18 χρόνια. […] Στα εργοστάσια επεξεργασίας του βαμβακιού, 56,25% του συνόλου του προσωπικού αποτελούνταν από γυναίκες, και υπήρχαν 60,5% στα εργοστάσια για το μαλλί, 70,5% στα εργοστάσια για το μετάξι, 70,5% στα κλωστήρια λινού»[23]. Η εργασία αυτή βέβαια ήταν εξουθενωτική, και πολλές φορές οδηγούσε σ’ ασθένειες και σε θάνατο. Οι κακουχίες όμως αυτές φυσικά δεν αφορούσαν αποκλειστικά τις γυναίκες, αλλά τους εργάτες και των δύο φύλων. Περιγράφοντας την αποδιοργάνωση της οικογένειας και τον ηθικό πανικό που έφερε η εισαγωγή γυναικών και παιδιών στην παραγωγή, ο Ένγκελς γράφει:

Η εργασία των παιδιών συνεπιφέρει μιαν ανάλογη αποδιοργάνωση της οικογένειας. Όταν φτάσουν στο σημείο να κερδίζουν περισσότερα απ’ ότι κοστίζουν στους γονείς τους για τη συντήρησή τους, αρχίζουν να παραδίνουν στους γονείς τους ένα ορισμένο ποσό για τη τροφή τους και το νοίκι, και ξοδεύουν τα υπόλοιπα για τον εαυτό τους. Κι αυτό συμβαίνει συχνά μόλις κλείσουν τα 14 ή τα 15 τους χρόνια. […] Με μια λέξη, τα παιδιά χειραφετούνται και θεωρούν το πατρικό τους σπίτι σαν ένα είδος οικοτροφείου, και δεν είναι περίεργο που το εγκαταλείπουν για ένα άλλο αν δεν τους αρέσει. Σε πολλές περιπτώσεις, η οικογένεια δεν αποσυντίθεται ολοκληρωτικά εξ αιτίας της δουλειάς των γυναικών, όλα όμως γίνονται άνω-κάτω. Είναι η γυναίκα που τρέφει την οικογένειά της κι ο άντρας μένει στο σπίτι: προσέχει τα παιδιά, σκουπίζει τα δωμάτια και καταπιάνεται με τις δουλειές της κουζίνας. Η περίπτωση αυτή είναι πολύ, πολύ συνηθισμένη. […] Ένα πατέρας είχε επιπλήξει τις δύο κόρες του γιατί είχαν πάει σε μία παμπ, κι αυτές δήλωσαν ότι είχαν χορτάσει να τις κηδεμονεύουν. «Άντε στο διάβολο, εμείς πρέπει να σε συντηρούμε», κι έπειτα ήθελαν επίσης να επωφεληθούν κάπως από το χρήμα που είχαν κερδίσει με τη δουλειά τους. Φύγαν απ’ το πατρικό σπίτι εγκαταλείποντας πατέρα και μητέρα στη τύχη τους[24].

O Ένγκελς παραθέτει απόσπασμα μιας επιστολής ενός εργάτη, στην οποία περιγράφεται η συνάντηση μεταξύ ενός φίλου του εργάτη που τη συνέταξε, μ’ έναν φίλο του που ήταν άνεργος:

[Ο] φτωχός ο Τζακ καθόταν πάνω στο ξύλο κοντά στη φωτιά, και τι λέτε να έκανε; Ήταν εκεί και μπάλωνε τις κάλτσες τις γυναίκας του με τη βελόνα του ραψίματος, κι όταν είδε τον παλιό του φίλο στο κατώφλι προσπάθησε να το κρύψει, μα ο Τζόε, είναι τ’ όνομά του, του φίλου μου, είδε καλά και είπε: Τζακ, καλέ θεέ, τι κάνεις και τι κάνει η γυναίκα σου; Τι είναι αυτή η δουλειά που κάνεις; Αυτός ο φτωχός ο Τζακ ντράπηκε και είπε: όχι, ξέρω καλά, δεν είναι η δουλειά μου, αλλά η φτωχή η γυναίκα μου είναι στο εργοστάσιο, πρέπει να πηγαίνει στις 5:30 και δουλεύει ως τις 20:00, και είναι τόσο ξεπατωμένη που δεν μπορεί τίποτα να κάνει όταν γυρνά στο σπίτι, όλα πρέπει να τα κάνω γι’ αυτήν, ότι μπορώ, γιατί δεν έχω δουλειά και δεν είχα εδώ και τρία χρόνια, και μπορεί να μην βρω σ’ όλη μου τη ζωή, κι έχυσε ο Τζακ ένα μεγάλο δάκρυ. Αχ! Τζόε, μου είπε, υπάρχει αρκετή δουλειά για τις γυναίκες στην περιφέρεια, μα δεν έχει για τους άντρες, είναι πιο εύκολο να βρεις εκατό χρυσές λίρες στον δρόμο παρά δουλειά […] είναι καιρός που αυτή είναι ο άντρας στο σπίτι κι εγώ είμαι η γυναίκα[25].

Η βιομηχανική επανάσταση, με την μαζική είσοδο των γυναικών στην παραγωγή, αμφισβήτησε τις παραδοσιακές έμφυλες σχέσεις που ήταν καλά εδραιωμένες απ’ την αρχαιότητα μέχρι και τότε. Οι γυναίκες, που παραδοσιακά ήταν σε γενικές γραμμές αποκλεισμένες από ιδιοκτησία και μέσα συντήρησης, κι οπότε εξαρτούνταν στον πατριάρχη (πατέρα ή σύζυγο) για την επιβίωσή τους, βρέθηκαν πλέον μ’ ιδιοκτησία, την εργασιακή τους δύναμη την οποία μπορούσαν να πωλήσουν μ’ αντάλλαγμα έναν μισθό. Απέκτησαν δηλαδή πρόσβαση σε μέσα συντήρησης με την μεσολάβηση του κεφαλαίου αντί του πατριάρχη. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, όπως αυτή του Τζακ παραπάνω, ήταν πλέον οι άντρες που εξαρτούνταν για την επιβίωσή τους απ’ το εισόδημα των γυναικών. Αντίστοιχη αμφισβήτηση προκλήθηκε και στις σχέσεις μεταξύ των παιδιών με τους γονείς τους.

Πρέπει ν’ αναγνωριστεί ότι μια τόσο ολοκληρωμένη αναστάσωση της κοινωνικής κατάστασης των δύο φύλων δεν μπορεί παρά να προέρχεται μονάχα απ’ το γεγονός ότι οι μεταξύ τους σχέσεις υποσκάπτηκαν απ’ την αρχή. Αν η κυριαρχία της γυναίκας πάνω στον άντρα, που το βιομηχανικό σύστημα μοιραία γεννοβόλησε, είναι κάτι το απάνθρωπο, η κυριαρχία του άντρα πάνω στη γυναίκα όπως υπήρχε στο παρελθόν ήταν επίσης αναγκαστικά απάνθρωπη. Αν η γυναίκα μπορεί τώρα, όπως στο παρελθόν ο άντρας, να στηρίζει την κυριαρχία της στο γεγονός ότι συνεισφέρει περισσότερα, κι ακόμα τα πάντα, στο κοινό ταμείο της οικογένειας, τότε απ’ αυτό το γεγονός βγαίνει αναγκαστικά το συμπέρασμα ότι αυτή η οικογενειακή κοινότητα δεν είναι ούτε αληθινή, ούτε λογική, αφού ένα μέλος της οικογένειας μπορεί να καυχιέται ότι συνεισφέρει το μεγαλύτερο μέρος σ’ αυτό το ταμείο. Αν η οικογένεια της σύγχρονης κοινωνίας αποσυντίθεται, αυτή η αποσύνθεση δείχνει ακριβώς ότι στο βάθος δεν ήταν η αγάπη που αποτελούσε τον δεσμό της οικογένειας, μα το ατομικό συμφέρον, που αναγκαστικά διατηρείται σ’ αυτή τη ψεύτικη κοινότητα των αγαθών[26].

Προφανώς, ζώντας 175 χρόνια αργότερα απ’ όταν ο Ένγκελς έγραψε αυτά τα λόγια, γνωρίζουμε ότι οι μηχανές δεν επιφέραν την «κυριαρχία της γυναίκας πάνω στον άντρα», αλλά ότι στις περιπτώσεις που εργάζεται μόνο ένα απ’ τα δύο μέλη ενός ζευγαριού, είναι συνήθως ο άντρας, οπότε η γυναίκα παραμένει εξαρτημένη απ’ αυτόν για την επιβίωσή της, ιδίως σε περιόδους χαμηλών μισθών κι υψηλής ανεργίας όπως η σημερινή. Σύμφωνα μ’ έρευνες στη Βρετανία, μεγάλα ποσοστά ανθρώπων, όχι αποκλειστικά γυναικών αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό γυναικών, εισέρχονται σ’ ερωτικές σχέσεις ή παραμένουν σ’ αυτές, μόνο και μόνο επειδή δεν έχουν χρήματα για να επιβιώσουν[27]. Σίγουρα δεν πρόκειται για καθαρά βρετανικό φαινόμενο. Αναμφίβολα όμως, η έμφυλη καταπίεση μετασχηματίστηκε απ’ τη στιγμή που οι γυναίκες εισήλθαν στην παραγωγική διαδικασία και με την πάροδο του χρόνου καταφέραν να εισέλθουν σε ήδη υπάρχουσες εργατικές οργανώσεις ή να δημιουργήσουν δικές τους.

Ο Μαρξ γράφει ότι «[τ]ραβώντας ένα πολύ μεγάλο αριθμό παιδιών και γυναικών στο συνδυασμένο εργατικό προσωπικό, η μηχανή σπάει επιτέλους την αντίσταση που μέσα στην μανιφακτούρα αντέτασσαν ακόμα οι άνδρες εργάτες στον δεσποτισμό του κεφαλαίου»[28] και σημειώνει το «μεγάλο γεγονός» ότι «ο περιορισμός της εργασίας των γυναικών και των παιδιών στ’ αγγλικά εργοστάσια κατακτήθηκε μ’ αγώνα των ενήλικων εργατών ενάντια στο κεφάλαιο»[29]. Είναι βέβαιο ότι ο Μαρξ κι ο Ένγκελς δεν καλούσαν για την επιστροφή των γυναικών και των παιδιών στα δεσμά της οικογένειας. Είχαν από παλιά παρατηρήσει την «αφανή δουλεία στην οικογένεια»[30] και θεωρούσαν προοδευτική την εισαγωγή των παιδιών και των γυναικών στην παραγωγή:

Η ρύθμιση της ημέρας εργασίας πρέπει να περιλαμβάνει τον περιορισμό της εργασίας των γυναικών, εφόσον ανάγεται στη διάρκεια, τα διαλείμματα, κλπ, της ημέρας εργασίας. Αλλιώς, ο περιορισμός δεν θα σήμαινε παρά αποκλεισμό των γυναικών απ’ τους κλάδους εκείνους όπου η εργασία βλάπτει τη σωματική τους υγεία ή είναι αντίθετη προς την ηθική από άποψη φύλου. Αν αυτό είχαν υπόψη τους έπρεπε να το πουν. «Απαγόρευση της εργασίας των παιδιών!». Εδώ ήταν απόλυτα αναγκαίο να καθοριστεί το όριο της ηλικίας. […] Η εφαρμογή του μέτρου αυτού -εάν ήταν δυνατή- θα ήταν αντιδραστική, γιατί, όταν υπάρχουν μια αυστηρή ρύθμιση του χρόνου της εργασίας ανάλογα με την ηλικία των παιδιών, καθώς κι άλλα προστατευτικά μέτρα, η από μικρή ηλικία σύνδεση της παραγωγικής εργασίας με τη διδασκαλία είναι ένα από τα ισχυρότερα μέσα μεταβολής της σημερινής κοινωνίας[31].

Το ερώτημα όμως που δεν θέτουν ο Μαρξ κι ο Ένγκελς -ίσως επειδή υπήρξαν άνθρωποι της εποχής τους, ίσως επειδή δεν έκαναν ποτέ ανοιχτά κάποια σκληρή κριτική στο καθεαυτό εργατικό κίνημα, ίσως και τα δύο- είναι γιατί οι γυναίκες αμείβονταν λιγότερο και γιατί δεν κατάφεραν να εναντιωθούν στον δεσποτισμό του κεφαλαίου:

Η εργασία τους [των γυναικών] ήταν επίσης φτηνή επειδή δεν ήταν πια οργανωμένες, σε αντίθεση με τους ειδικευμένους άντρες που είχαν τους συλλόγους τους ως τεχνίτες και μια παράδοση οργάνωσης από τις συντεχνίες. Οι γυναίκες είχαν εκδιωχτεί απ’ αυτές τις οργανώσεις εδώ και πολύ καιρό, δεν είχαν καινούριες οργανώσεις, και ως εκ τούτου καμία διαπραγματευτική ισχύ. Για τους καπιταλιστές ήταν, οπότε, περισσότερο επικερδές και λιγότερο επικίνδυνο ν’ απασχολούν γυναίκες. Με την άνοδο του βιομηχανικού καπιταλισμού και την παρακμή του εμπορικού καπιταλισμού (γύρω στο 1830), η ακραία εκμετάλλευση της γυναικείας και παιδικής εργασίας έγινε προβληματική. Οι γυναίκες, των οποίων η υγεία είχε καταστραφεί από την υπερκόπωση και τις φρικτές συνθήκες εργασίας, δεν μπορούσαν να παράγουν υγιή παιδιά τα οποία θα γινόντουσταν δυνατοί εργάτες και στρατιώτες – όπως έγινε αντιληπτό ύστερα από αρκετούς πολέμους αργότερα μες τον αιώνα. Πολλές απ’ αυτές τις γυναίκες δεν ζούσαν σε κανονικές «οικογένειες» αλλά ήταν είτε ανύπαντρες είτε τις είχαν εγκαταλείψει, και ζούσαν, εργάζονταν και τριγυρνούσαν με παιδιά και νεαρούς σε συμμορίες. Οι γυναίκες αυτές δεν είχαν κανένα ιδιαίτερο υλικό συμφέρον στο να παράξουν την επόμενη γενιά εξαθλιωμένων εργατών για τα εργοστάσια. Αλλά αποτελούσαν απειλή για την αστική ηθική η οποία είχε ως ιδανικό την οικόσιτη γυναίκα. Ως εκ τούτου, ήταν επίσης αναγκαίο [για τους καπιταλιστές] να εξημερώσουν την προλετάρια γυναίκα. Έπρεπε να την εξαναγκάσουν να εκτρέφει περισσότερους εργάτες. […] Ως εκ τούτου, το κράτος έπρεπε να παρέμβει στην παραγωγή ανθρώπων και, μέσω νομοθεσίας, αστυνομικών μέτρων κι εκκλησιαστικής ιδεολογικής εκστρατείας, οι σεξουαλικές ενέργειες του προλεταριάτου έπρεπε να διοχετευθούν εντός των περιορισμών της αστικής οικογένειας. Η προλετάρια γυναίκα έπρεπε κι αυτή να μετατραπεί σε νοικοκυρά, παρά το γεγονός ότι δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά το να κάθεται στο σπίτι και να περιμένει τον σύζυγό της να θρέψει αυτή και τα παιδιά της. […] Η σεξουαλικότητα έπρεπε να χαλιναγωγηθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να λαμβάνει χώρα εντός των ορίων αυτής της οικογένειας. Οπότε, η προγαμιαία κι εξωγαμιαία σεξουαλική επαφή ποινικοποιήθηκε. Στους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής δόθηκε η απαραίτητη αστυνομική δύναμη για να επιτηρήσουν την ηθική των εργατών τους. Μετά τον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο του 1870-1871, ψηφίστηκε ένας νόμος ο οποίος ποινικοποίησε τις αμβλώσεις. […] Η διαδικασία της μετατροπής των γυναικών σε νοικοκυρές, ωστόσο, δεν προωθούνταν μόνο από την αστική τάξη και το κράτος. Το κίνημα της εργατικής τάξης κατά τον 19ο και 20ό αιώνα επίσης συνέβαλε σε αυτή τη διαδικασία. Η οργανωμένη εργατική τάξη χαιρέτισε την κατάργηση της εξαναγκαστικής αγαμίας και των περιορισμών σχετικά με τον γάμο για τους ακτήμονες εργάτες. Ένα από τα αιτήματα της γερμανικής αντιπροσωπείας στο Συνέδριο της Διεθνούς Ένωσης Εργατών [Α’ Διεθνής] το 1863 ήταν η «ελευθερία των εργατών να σχηματίσουν οικογένεια». […] [Ο]ι γερμανικές οργανώσεις της εργατικής τάξης, με επικεφαλή εκείνη την εποχή τον Λασσάλ, αγωνίστηκαν για το δικαίωμα να αποκτήσουν οικογένεια αντί ενάντια στην εξαναγκαστική σεξουαλική αποχή των ακτήμονων ανθρώπων. Έτσι, η απελευθέρωση από την εξαναγκαστική σεξουαλική αποχή επιτεύχθηκε ιστορικά μόνο μέσω της υπαγωγής του συνόλου της τάξης των ακτήμονων στον αστικό γάμο και τους νόμους περί οικογένειας. Καθώς ο αστικός γάμος κι η οικογένεια θεωρήθηκαν «προοδευτικά», η ένταξη της εργατικής τάξης σε αυτά τα πρότυπα θεωρήθηκε από τους περισσότερους ηγέτες της ως μια προοδευτική κίνηση. Οι αγώνες του εργατικού κινήματος για υψηλότερους μισθούς συχνά αιτιολογήθηκαν, ιδίως από τους ειδικευμένους εργάτες οι οποίοι συγκροτούσαν τα «πιο προηγμένα τμήματα» της εργατικής τάξης, με το επιχείρημα ότι ο μισθός του άντρα θα πρέπει να είναι επαρκής για τη διατήρηση της οικογένειας, ώστε η σύζυγός του να μπορεί να μείνει στο σπίτι και να φροντίζει τα παιδιά και το νοικοκυριό. Από το 1830-1840 κι ύστερα -και πρακτικά ως το τέλος του 19ου αιώνα- η στάση των Γερμανών αντρών εργατών, καθώς κι όσων ήταν οργανωμένοι στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, χαρακτηρίστηκε από […] «προλεταριακό αντιφεμινισμό». Ο προλεταριακός τους αντιφεμινισμός αφορούσε κυρίως την απειλή επί των μισθών και της απασχόλησης των αντρών που θα έθετε η είσοδος των γυναικών στη βιομηχανική παραγωγή. Επανειλημμένως, σε διάφορα συνέδρια εργατικών ενώσεων και κομμάτων, εγέρθηκε ένα αίτημα για την απαγόρευση της γυναικείας εργασίας στα εργοστάσια. Το ζήτημα της εργασίας των γυναικών στα εργοστάσια συζητήθηκε επίσης στο Συνέδριο της Α’ Διεθνούς στη Γενεύη το 1866. Ο Μαρξ, ο οποίος είχε συντάξει τις οδηγίες για τους εκπροσώπους του Γενικού Συμβουλίου του Συνέδριου της Γενεύης, είχε ισχυριστεί ότι η τάση της σύγχρονης βιομηχανίας να εισάγει τις γυναίκες και τα παιδιά στην παραγωγή έπρεπε να θεωρηθεί προοδευτική. Ωστόσο, το γαλλικό τμήμα, αλλά και μερικοί από τους Γερμανούς, ήταν κατηγορηματικά αντίθετοι με την εργασία των γυναικών εκτός του σπιτιού. […] Οι άντρες προλετάριοι έχουν πράγματι υλικό συμφέρον στην εξημέρωση των γυναικών ταξικών συντρόφων τους. Αυτό το υλικό συμφέρον συνίσταται, αφενός, στην αξίωση του άντρα να μονοπωλήσει τη διαθέσιμη μισθωτή εργασία, κι αφετέρου, στην αξίωση να κατέχει τον έλεγχο όλων των χρηματικών εισοδημάτων της οικογένειας. Δεδομένου ότι το χρήμα έχει γίνει η κύρια πηγή κι ενσάρκωση της εξουσίας υπό τον καπιταλισμό, οι άντρες προλετάριοι παλεύουν για χρήματα όχι μόνο με τους καπιταλιστές, αλλά και με τις συζύγους τους. Το αίτημά τους για οικογενειακό μισθό αποτελεί μια έκφραση αυτού τους του αγώνα. Το ζήτημα εδώ δεν είναι αν ένας κανονικός οικογενειακός μισθός καταβλήθηκε ποτέ ή όχι, αλλά ότι η ιδεολογική και θεωρητική συνέπεια αυτής της αντίληψης οδήγησε στην εκ των πραγμάτων αποδοχή από το προλεταριάτο της αστικής θεώρησης για την οικογένεια και τις γυναίκες[32].

Οι συνθήκες της διαδεδομένης παιδικής εργασίας ανάγκασε το αγγλικό κράτος να θεσπίσει για πρώτη φορά υποχρεωτική την εκπαίδευση για τα παιδιά κάτω των 14 ετών. Όμως, η ανάδυση αυτή του σχολείου την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης ήταν κάτι που προσπαθούσε περισσότερο να καθησυχάσει τον ηθικό πανικό της εποχής (πανικός ο οποίος αφορούσε περισσότερο την ηθική της ίδιας της αστικής τάξης), παρά μια πραγματική προσπάθεια εκπαίδευσης των παιδιών. Ο Μαρξ παραθέτει αναφορές κρατικών επιθεωρητών αναφορικά με τα σχολεία:

«Ο μόνος που πρέπει να μεμφθούμε είναι η νομοθετική εξουσία, γιατί έχει εκδόσει έναν απατηλό νόμο, που με την επίφαση ότι φροντίζει για την αγωγή των παιδιών δεν περιέχει ούτε μια διάταξη που να εξασφαλίζει τον προβαλλόμενο αυτό σκοπό. Δεν καθορίζει τίποτα άλλο, εκτός απ’ ότι τα παιδιά πρέπει να κλείνονται ορισμένες ώρες την ημέρα (3 ώρες) μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός χώρου που τον βάφτισαν σχολείο, και ότι σχετικά μ’ αυτό ο επιχειρηματίας που χρησιμοποιεί το παιδί πρέπει να παίρνει κάθε εβδομάδα ένα πιστοποιητικό από ένα πρόσωπο που να υπογράφει με τ’ όνομά του σαν δάσκαλος ή δασκάλα». Πριν απ’ την έκδοση του τροποποιημένου νόμου του 1844 για τα εργοστάσια, δεν ήταν σπάνια τα σχολικά πιστοποιητικά που είχαν έναν σταυρό για υπογραφή, γιατί κι ο ίδιος ο δάσκαλος ή η δασκάλα δεν ξέραν να γράφουν. «Όταν επισκέφτηκα ένα σχολείο που εκδίδει τέτοια πιστοποιητικά, έμεινα τόσο κατάπληκτος απ’ την αμάθεια του δασκάλου που τον ρώτησα: “Συγγνώμη κύριε, ξέρετε να διαβάζεται;”. Η απάντησή του ήταν: “Γενικά ναι”. Και για να δικαιολογηθεί πρόσθεσε: “Πάντως ξέρω περισσότερα απ’ τους μαθητές μου”»[33].

Η εργάσιμη ημέρα

Μια μηχανή έχει μια συγκεκριμένη διάρκεια ζωής. Μπορεί αυτή η διάρκεια ζωής να είναι πολυετής, παραμένει όμως πεπερασμένη. Σιγά-σιγά φθείρεται μέχρι που τελικά χαλάει σε τέτοιον βαθμό που είτε δεν μπορεί να επισκευαστεί είτε το κόστος της επισκευής της είναι τέτοιο που συμφέρει καλύτερα τον καπιταλιστή ν’ αγοράσει μια καινούρια μηχανή. Η φθορά της μηχανής δεν οφείλεται μόνο στην καταπόνησή της κατά τη λειτουργίας της. Για παράδειγμα, με την πάροδο του χρόνου τα μεταλλικά εξαρτήματα μιας μηχανής θ’ αρχίσουν να σκουριάζουν, είτε η μηχανή βρίσκεται σε λειτουργία είτε όχι. Αυτή η φθορά της μηχανής που είναι ανεξάρτητη απ’ τον χρόνο λειτουργίας της μηχανής, σημαίνει ότι η μηχανή χάνει ένα τμήμα της αξίας της χωρίς αυτό να μεταφέρεται στα εμπορεύματα. Όσο περισσότερο λειτουργεί η μηχανή, τόσο λιγότερη αξία χάνει χωρίς να παράγει. Ακόμη όμως κι αν υποθέσουμε ότι μια μηχανή δεν αποσυντίθεται με το πέρασμα του χρόνου ή ότι αυτή η αποσύνθεση είναι αμελητέα (πχ, η μηχανή είναι κατασκευασμένη από τέτοια υλικά που θα μπορούσε ν’ αντέξει και 2 αιώνες πριν αρχίσει η φυσική της αποσύνθεση), ο καπιταλιστής έχει και πάλι κίνητρο να τη χρησιμοποιεί ασταμάτητα. «[Μ]ια μηχανή που επί 7,5 χρόνια εργάζεται 16 ώρες την ημέρα, αγκαλιάζει την ίδια σε μέγεθος περίοδο παραγωγής που αγκαλιάζει η ίδια μηχανή όταν επί 15 χρόνια εργάζεται μόνο 8 ώρες την ημέρα, και δεν προσθέτει στο συνολικό προϊόν περισσότερη αξία απ’ ότι στη δεύτερη περίπτωση. Στην πρώτη όμως περίπτωση, η αξία της μηχανής θ’ αναπαραγόταν δυο φορές γρηγορότερα απ’ ότι στη δεύτερη, κι ο κεφαλαιοκράτης θα καταβρόχθιζε μ’ αυτήν μέσα σε 7,5 χρόνια τόση υπεραξία όση θα καταβρόχθιζε διαφορετικά μέσα σε 15 χρόνια»[34].

Πέρα απ’ την απαξίωση της μηχανής λόγω της φυσικής φθοράς της με την πάροδο του χρόνου, υπάρχει κι η ενδεχόμενη απαξίωση μιας δεδομένης μηχανής λόγω νέων τεχνολογικών εφευρέσεων. Η μηχανή είναι ένα εμπόρευμα, οπότε η αξία της είναι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας για την παραγωγή της. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας μπορεί να σημαίνει τεχνολογικές καινοτομίες για την παραγωγή της ίδιας μηχανής σε λιγότερο χρόνο ή την παραγωγή στον ίδιο ή σε μικρότερο χρόνο μηχανών καλύτερων απ’ την αρχική μηχανή. Όταν γι’ αυτούς τους λόγους στην αγορά θα πέσει η τιμή της μηχανής ή θα υπάρχουν στην ίδια τιμή μηχανές υψηλότερης παραγωγικότητας, αλλά ο καπιταλιστής μας έχει ήδη αγοράσει την μηχανή του πριν τις νέες αυτές καινοτομίες, σημαίνει ότι οι ανταγωνιστές του θα έχουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, επειδή θα έχουν αγοράσει την ίδια μηχανή σε χαμηλότερη τιμή απ’ αυτόν, ή θ’ αγοράσουν στην ίδια τιμή μια μηχανή παραγωγικότερη απ’ τη δίκη του. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο καπιταλιστής που αγοράζει μια μηχανή θα πρέπει να την καταναλώσει παραγωγικά όσο το δυνατόν συντομότερο, ώστε να μην βρεθεί με τεχνολογία χαμηλότερου επιπέδου απ’ τους ανταγωνιστές του. Ο Μαρξ παραθέτει επ’ αυτού τα λόγια του Babbage:

Είναι μερικά χρόνια που έγιναν τόσο σημαντικές και τόσες πολλές τελειοποιήσεις στην παραγωγή τουλιών, που μια καλά διατηρημένη μηχανή που κόστιζε αρχικά 1.200 λίρες πουλιόταν ύστερα από μερικά χρόνια προς 60 λίρες. […] Οι τελειοποιήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη με τέτοια ταχύτητα, που οι μηχανές έμεναν μισοφτιαγμένες στα χέρια των κατασκευαστών τους, γιατί προτού τελειώσει η κατασκευή τους απαρχαιώνονταν κιόλας εξαιτίας νέων καλύτερων εφευρέσεων. Γι’ αυτό, σε τούτη την περίοδο της θυελωδικής ανάπτυξης, οι εργοστασιάρχες τουλιών παρατείναν σε λίγο την αρχικά 8ωρη εργάσιμη ημέρα σε 24ωρη εργάσιμη ημέρα με δύο βάρδιες[35].

Ας υποθέσουμε τώρα ότι ο καπιταλιστής θέλει να διπλασιάσει την παραγωγή του. Αν τη διπλασιάζε κρατώντας σταθερό το μήκος της εργάσιμης ημέρας, θα έπρεπε τότε να διπλασιάσει τον αριθμό μηχανών κι εργατών που έχει. Αν όμως λειτουργεί τις μηχανές που ήδη έχει τις διπλές ώρες μέσα σε μια ημέρα, τότε δεν χρειάζεται ν’ αγοράσει επιπλέον μηχανές, μόνο να πληρώνει διπλούς μισθούς, είτε βάζοντας τους εργάτες που ήδη έχει να δουλεύουν διπλές βάρδιες είτε προσλαμβάνοντας άλλους τόσους εργάτες για να δουλεύουν τη δεύτερη βάρδια. Έτσι, διπλασιάζει την παραγωγή του με μικρό κόστος, καθώς δεν χρειάζεται να επενδύσει εκ νέου σ’ ακριβό πάγιο κεφάλαιο. Κατ’ αυτό τον τρόπο, «δεν μεγαλώνει μόνο η υπεραξία, μα μειώνονται και τα έξοδα τ’ αναγκαία για την απόκτησή της. Είναι αλήθεια πως αυτό γίνεται λίγο-πολύ και σε κάθε παράταση της εργάσιμης ημέρας, μόνο που εδώ έχει αποφασιστικότερη βαρύτητα, γιατί το μέρος του κεφαλαίου που έχει μετατραπεί σε μέσα εργασίας παίζει γενικά μεγαλύτερο ρόλο. Πραγματικά, η ανάπτυξη της μηχανικής παραγωγής δένει ένα διαρκώς αυξανόμενο μέρος του κεφαλαίου με μια μορφή με την οποία, απ’ την μια, είναι διαρκώς αξιοποιήσιμο και, απ’ την άλλη, χάνει και την αξία χρήσης του και την ανταλλακτική του αξία μόλις διακοπεί η επαφή του με τη ζωντανή εργασία. […] Ο αυξανόμενος όγκος των μηχανών κάνει “επιθυμητή” τη διαρκώς αυξανόμενη παράταση της εργάσιμης ημέρας. […] Από εδώ το οικονομικό παράδοξο, ότι το πιο ισχυρό μέσο συντόμευσης του χρόνου εργασίας μετατρέπεται στο πιο αλάθευτο μέσο για την μετατροπή όλου του χρόνου ζωής του εργάτη και της οικογένειάς του σε διαθέσιμο χρόνο εργασίας για την αξιοποίηση του κεφαλαίου»[36]. Αυτή όμως η παράταση της εργάσιμης ημέρας δεν μπορεί να είναι υπέρμετρη, όπως είδαμε στην πάλη για την «κανονική» εργάσιμη ημέρα, και τελικά τίθονται κάποια νομικά όρια στην έκτασή της, η οποία μπορεί να διαφέρει από κοινωνικό σχηματισμό σε κοινωνικό σχηματισμό. Το εργοστάσιο ίσως να λειτουργεί κι 24 ώρες το 24ωρο, λειτουργεί όμως με βάρδιες διαφορετικών εργατών.

Εκείνο που τώρα εμφανίζεται πιο έντονα είναι η ενταντικοποίηση της εργασίας που έρχεται με τις μηχανές. Στην εργασία η οποία βασίζεται στη δεξιοτεχνία του εργάτη, η ενταντικοποίηση της εργασίας είναι φυσικά εφικτή, αλλά σχετικά δύσκολη: επειδή είναι οι εργάτες που κατέχουν τη τεχνογνωσία για τη δουλειά που κάνουν, έχουν αρκετά περιθώρια να καθορίσουν τον ρυθμό με τον οποίο εργάζονται. Με την εμφάνιση όμως της βιομηχανίας, η τεχνογνωσία έχει πλέον ενσωματωθεί στις μηχανές κι ο εργάτης χάνει μεγάλο κομμάτι του ελέγχου του επί της εργασιακής διαδικασίας. Είναι πλέον η μηχανή, η οποία είναι κατασκευασμένη έτσι ώστε να λειτουργεί μ’ έναν συγκεκριμένο ρυθμό, και το εργοστάσιο, το οποίο είναι οργανωμένο ώστε να λειτουργεί μ’ έναν συγκεκριμένο ρυθμό, που επιβάλλουν στον εργάτη τον ρυθμό της εργασίας.

Ας υποθέσουμε ότι ένας καπιταλιστής πριν την εισαγωγή μηχανών απασχολούσε 25 εργάτες, κι ας υποθέσουμε ότι ο καθένας εξ αυτών ισοδυναμούσε με μια ώρα υπερεργασίας για τον καπιταλιστή. Αυτό σημαίνει ότι μέσα σε μια εργάσιμη ημέρα, ο καπιταλιστής αποσπούσε υπεραξία που αντιστοιχούσε σε 25 ώρες εργασίας. Ας υποθέσουμε ότι με την εισαγωγή μηχανών ο καπιταλιστής απασχολεί τώρα μόλις 1 εργάτη. Ακόμη κι αν τον βάζει να εργάζεται 24 ώρες το 24ωρο, πως είναι δυνατόν ν’ αντλήσει από έναν και μόνο εργάτη υπεραξία 25 ωρών μέσα σε μια εργάσιμη ημέρα; Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι ο καπιταλιστής μας έκανε μια λάθος επιλογή επενδύοντας σε μηχανές, ενώ θα τον συνέφερε να συνεχίσει όπως και πριν. Φαίνεται ότι πέσαμε πάνω σε κάποιο φυσικό όριο, και συνεπώς ότι υπάρχει μια «χρυσή αναλογία» μεταξύ της χρήσης μηχανών κι εργατών που αν την υπερβεί ο καπιταλιστής μας τελικά θα βρεθεί χαμένος αντικαθιστώντας εργασία με μηχανές. Φυσικά, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποιο τέτοιο φυσικό όριο. Η ενταντικοποίηση της εργασίας που επιφέρουν οι μηχανές είναι πλήρως διαφορετικής τάξεως από αυτή που μπορούσε να υπάρξει στην μανιφακτούρα. Οι μηχανές, έμπρακτες εφαρμογές της επιστήμης και τροφοδοτούμενες από τις φυσικές δυνάμεις, φέρνουν μια πρωτοφανή επιτάχυνση του ρυθμού της εργασίας. Αυτή η ποσοτική διαφορά είναι τόσο μεγάλη που μετατρέπεται σε ποιοτική:

Γενικά, η μέθοδος παραγωγής της σχετικής υπεραξίας συνίσταται στο ανέβασμα της παραγωγικής δύναμης της εργασίας, που κάνει τον εργάτη ικανό, ξοδεύοντας την ίδια εργασία, να παράγει περισσότερα στον ίδιο χρόνο. Ο ίδιος χρόνος εργασίας εξακολουθεί, όπως και προηγούμενα, να προσθέτει την ίδια αξία στο συνολικό προϊόν, μόλο που αυτή η ίδια ανταλλακτική αξία παρασταίνεται τώρα με περισσότερες αξίες χρήσης, κι επομένως πέφτει η αξία της μονάδας του εμπορεύματος. Ωστόσο, το ζήτημα παρουσιάζεται διαφορετικά απ’ τη στιγμή που η βίαιη συντόμευση της εργάσιμης ημέρας, με τη τεράστια ώθηση που δίνει στην ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης και με την οικονομία που κάνει στους όρους παραγωγής, εξαναγκάζει ταυτόχρονα τον εργάτη να ξοδεύει περισσότερη εργασία στο ίδιο χρονικό διάστημα, ν’ αυξάνει την ένταση της εργασιακής δύναμης, να γεμίζει πιο πυκνά τους πόρους του χρόνου εργασίας, δηλαδή, να συμπυκνώνει την εργασία σε βαθμό που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα στα πλαίσια της συντομευμένης εργάσιμης ημέρας. Αυτή η συμπίεση μιας μεγαλύτερης μάζας εργασίας σε μια δοσμένη χρονική περίοδο υπολογίζεται σαν μεγαλύτερη ποσότητα εργασίας, δηλαδή, αυτό που είναι. Πλάι στον χρόνο εργασίας σαν μέτρο «εκτατικού μεγέθους» προβάλλει τώρα το μέτρο του βαθμού της συμπύκνωσής του. Η εντατικότερη ώρα της 10ωρης εργάσιμης ημέρας περιέχει τώρα ίση ή περισσότερη εργασία, δηλαδή, ξοδεμένη εργασιακή δύναμη, απ’ όση περιέχει η πιο πορώδης ώρα της 12ωρης εργάσιμης ημέρας. Γι’ αυτό το προϊόν της έχει την ίδια ή περισσότερη αξία από το προϊόν της πιο πορώδους 1,2 ώρας. Ανεξάρτητα απ’ την αύξηση της σχετικής υπεραξίας, με την ανυψωμένη παραγωγική δύναμη της εργασίας, πχ, οι 3,33 ώρες υπερεργασίας με 6,66 ώρες αναγκαίας εργασίας, δίνουν τώρα στον κεφαλαιοκράτη την ίδια μάζα αξίας που έδιναν προηγούμενα 4 ώρες υπερεργασίας με 8 ώρες αναγκαίας εργασίας[37].

Με την εντατικοποίηση της εργασίας που φέρνουν οι μηχανές γίνεται εφικτό λιγότερες ώρες εργασίας να παράγουν ίση ή και μεγαλύτερη αξία απ’ ότι παρήγαγαν πριν περισσότερες ώρες εργασίας. Οι διαφορές ανάμεσα στη χειροτεχνική εργασία και την εργασία με μηχανές είναι τέτοια που ο χρόνος εργασίας καθεαυτός δεν μπορεί να λειτουργήσει πλέον ως μέτρο της αξίας ώστε να συγκρίνουμε τις δύο αυτές παραγωγικές διαδικασίες. Χρειάζεται πλέον να λάβουμε υπόψη την πύκνωση του χρόνου που φέρνει η εντατικοποίηση της εργασίας με τη χρήση μηχανών: x χρόνος εργασιάς με μηχανές ισοδυναμεί με νx χρόνο χειροτεχνικής εργασίας, όπου ν ≥ 1. Το ίδιο φυσικά δεν ισχύει μόνο για το πέρασμα απ’ τη χειροτεχνική εργασία στην εργασία με μηχανές, αλλά και σε άλλα μεγάλα τεχνολογικά άλματα που πολλαπλασιάζουν σημαντικά την παραγωγική δύναμη της εργασίας συγκριτικά με την πρότερη τεχνολογία, πχ η αυτοματοποίηση της παραγωγής τις τελευταίες δεκαετίες με την εισαγωγή υπολογιστικών συστημάτων και ρομπότ, ή ακόμη κι η επιστημονική οργάνωση της εργασίας που έφερε ο ταιηλορισμός, ανεξαρτήτα απ’ τον αν συνδυάζεται ή όχι με μηχανές. Συνεπώς, με τη χρήση μηχανών, παρότι ο πραγματικός χρόνος εργασίας, ο χρόνος δηλαδή που ξοδεύει ο εργάτης στη δουλειά του και μπορούμε να τον μετρήσουμε με το ρολόι, ίσως να μειώνεται ή να μένει σταθερός, ο χρόνος της «έμπρακτα αφηρημένης» εργασίας, της εργασίας ως αξιοπαραγωγός εργασία, μπορεί ν’ αυξάνει.

Η πάλη ανάμεσα στον εργάτη και την μηχανή

Σαν μηχανή, το μέσο εργασίας γίνεται αμέσως ανταγωνιστής του ίδιου του εργάτη. Η αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου με την μηχανή είναι απευθείας ανάλογη προς τον αριθμό των εργατών που καταστρέφει τους όρους ύπαρξής τους. Όλο το σύστημα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής στηρίζεται στο ότι ο εργάτης πουλάει την εργασιακή του δύναμη σαν εμπόρευμα. Ο καταμερισμός της εργασίας κάνει μονόπλευρη αυτή την εργασιακή δύναμη και την μετατρέπει στη τελείως μερικευμένη δεξιότητα να χειρίζεται ένα μερικό εργαλείο. Απ’ τη στιγμή που ο χειρισμός του εργαλείου περιέρχεται στην μηχανή, μαζί με την αξία χρήσης της εργασιακής δύναμης σβήνει κι η ανταλλακτική της αξία. […] Η μερίδα της εργατικής τάξης που οι μηχανές την μετατρέπουν έτσι σε περισσευάμενο πληθυσμό, δηλαδή, σε πληθυσμό που στο εξής δεν είναι άμεσα αναγκαίος για την αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου, είτε χάνεται στον άνισο αγώνα που κάνει η παλιά χειροτεχνική και μανιφακτουρική παραγωγή ενάντια στην παραγωγή με μηχανές, είτε πλημμυρίζει όλους τους πιο ευπρόσιτους βιομηχανικούς κλάδους, παραγεμίζει την αγορά εργασίας και ρίχνει έτσι τη τιμή της εργασιακής δύναμης κάτω απ’ την αξία της. […] Εκεί που η μηχανή κατακτάει σιγά-σιγά ένα πεδίο παραγωγής δημιουργεί χρόνια αθλιότητα στα εργατικά στρώματα που συναγωνίζονται μαζί της. […] Η αυτοτελής κι αποξενωμένη μορφή που δίνει γενικά ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής στους όρους εργασίας και στο προϊόν εργασίας απέναντι στον εργάτη, εξελίσσεται με την εμφάνιση των μηχανών σε ολοκληρωμένη αντίθεση ανάμεσα στον εργάτη απ’ την μια, και στους όρους εργασίας και το προϊόν εργασίας απ’ την άλλη. Έτσι εξηγιέται γιατί μαζί με τις μηχανές εμφανίζεται για πρώτη φορά κι η βάναυση εξέγερση του εργάτη ενάντια στο μέσο εργασίας[38].

Οι μηχανές αποτελούν «την υλική βάση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής»[39]. Ενώ το εργαλείο αποτελεί ένα όργανο εργασίας στο χέρι του εργάτη, η μηχανή μετατρέπει τον εργάτη σε δικό της όργανο που χορεύει στον εντατικό ρυθμό της για την απόσπαση όσο το δυνατόν περισσότερης υπεραξίας, ως η πιο εκλεπτυσμένη μέθοδος απόσπασης υπεραξίας. «Έτσι, η ίδια η τεχνολογική πρόοδος εμφανίζεται ως ένας τρόπος ύπαρξης του κεφαλαίου, ως η εξέλιξή του»[40]. Αυτή η ύπαρξη των μηχανών ως όργανο επιβολής κι εκμετάλλευσης του εργάτη δεν οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι βρίσκεται στην κατοχή του καπιταλιστή. «[Οι] παραγωγικές διαδικασίες στην καπιταλιστική κοινωνία μεταβάλλονται αέναα υπό την ορμή της κύριας δύναμης που κινεί αυτή την κοινωνία, της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Για τον εργαζόμενο πληθυσμό, αυτή η μετατροπή γίνεται αντιληπτή κατά πρώτον ως συνεχής μεταβολή της εργασιακής διαδικασίας στο εσωτερικό κάθε βιομηχανικού κλάδου»[41]. Η εργασιακή διαδικασία πρέπει συνεχώς να μεταβάλλεται ώστε να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες που ανακύπτουν για τη συσσώρευση κεφαλαίου με την πάροδο του χρόνου, για την επιτάχυνση της διαδικασίας συσσώρευσης, την κάλυψη των αναγκών της συνεχώς διευρυνόμενης αναπαραγωγής του κεφαλαίου κι ως αντίδραση στην αντίσταση των εργατών – ήδη είδαμε ότι η ανάπτυξη της εκμηχανισμένης παραγωγής ήρθε ως απάντηση στην πάλη για την μείωση της εργάσιμης ημέρας.

Η σύγχρονη παραγωγή δεν θεωρεί τίποτα δεδομένο ή μόνιμο, βρίσκεται σε μια διαδικασία συνεχούς αναθεώρησης και σε πολλούς βιομηχανικούς τομείς έχει ολοκληρωτικά ανασυντεθεί περισσότερες από μία φορές τα τελευταία 100 χρόνια. Οι σύγχρονες διατάξεις ηλεκτρονικών κυκλωμάτων -για να παραθέσουμε ένα απ’ τα πολλά παραδείγματα- θα ήταν εντελώς ακατανόητες ως προς τον τρόπο λειτουργίας και κατασκευής, ακόμα κι ως προς τα υλικά που χρησιμοποιούνται, στους ανθρώπους που δύο γενιές πριν από σήμερα σχεδιάσαν και κατασκευάσαν τα πρώτα δείγματα τέτοιων διατάξεων. […] Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, οι νέες μέθοδοι κι ο νέος εξοπλισμός ενσωματώνονται στη συνολική προσπάθεια του μάνατζμεντ ν’ αποσυνθέσει την εργασιακή διαδικασία ως διαδικασία που διεκπεραιώνεται απ’ τον εργατή, και να την ανασυνθέσει ως διαδικασία που διεκπεραιώνεται απ’ τη διοίκηση. Στις πρώιμες μορφές του καταμερισμού της εργασίας, ο καπιταλιστής αποσυναρμολογεί τη τέχνη και την επιστρέφει κομματιασμένη στους εργάτες, έτσι ώστε η διαδικασία στο σύνολό της να μην αποτελεί πλέον προνόμιο κανενός εργάτη ατομικά. Στη συνέχεια, ο καπιταλιστής προχωρά στην ανάλυση των καθηκόντων του κάθε εργάτη, έχοντας στόχο να κυριαρχήσει πάνω στις ατομικές λειτουργίες. Φτάνοντας στην εποχή της τεχνοεπιστημονικής επανάστασης, το μάνατζμεντ θέτει πλέον στον εαυτό του το ζήτημα της σύλληψης της εργασιακής διαδικασίας στο σύνολό της και του ελέγχου κάθε επιμέρους στοιχείου αυτής, χωρίς εξαιρέσεις. […] Ο υποβιβασμός του εργάτη στον ρόλο του μέσου στην παραγωγική διαδικασία με κανέναν τρόπο δεν σχετίζεται αποκλειστικά με τη χρήση των μηχανών. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι το κεφάλαιο επιχειρεί, είτε σε συνδυασμό με μηχανές είτε χωρίς αυτές, να μεταχειριστεί τους ίδιους τους εργάτες ως μηχανές. Αυτή ιδίως η πλευρά του επιστημονικού μάνατζμεντ αναπτύχθηκε από τους άμεσους διαδόχους του Ταίηλορ. […] Ο Frank Gilbreth, ένας απ’ τους διάσημους υπερασπιστές της μεθόδου του Ταίηλορ, χάραξε μια νέα πορεία για το μάνατζμεντ. Στην μελέτη χρόνων πρόσθεσε την έννοια της μελέτης κινήσεων, δηλαδή την έρευνα και τη ταξινόμηση των βασικών κινήσεων του σώματος, ασχέτως του ποια είναι η ειδική και συγκεκριμένη μορφή εργασίας στην οποία οι κινήσεις χρησιμοποιούνταν. Η μελέτη χρόνων κινήσεων, διέκρινε ορισμένες στοιχειώδεις κινήσεις και τις ανήγαγε σε δομικά συστατικά κάθε εργασιακής δραστηριότητας […] Στην πρώτη μορφή της, η μελέτη κινήσεων κατασκευάζει πίνακες, όπου οι διάφορες κινήσεις του σώματος καταχωρούνται ως πρότυπα δεδομένα, με σκοπό αφενός τον προκαθορισμό των χρονικών απαιτήσεων για κάθε κίνηση, κι αφετέρου την μετατροπή της ανάλυσης της εργασίας σε «ζήτημα στατιστικό κατά κύριο λόγο, παρά ζήτημα παρατήρησης και μέτρησης των κινήσεων συγκεκριμένων εργατών». […] Η μέτρηση των κινήσεων του ματιού γίνεται με τη χρήση φωτογραφικών τεχνικών και μέσω της ηλεκτροφθαλμογραφίας, κατά την οποία τοποθετούνται ηλεκτρόδια κοντά στο μάτι. Τα δεδομένα που συγκεντρώνονται απ’ αυτά τα συστήματα χρησιμοποιούνται ως βάση για την μηχανοποίηση του «ανθρώπινου παράγοντα» στον σχεδιασμό της εργασίας. Καθώς η συσσώρευση των δεδομένων απαλλάσσεται απ’ την ανάγκη χρονομέτρησης κάθε λειτουργίας, το μάνατζμεντ απαλλάσσεται ταυτόχρονα απ’ τις τριβές που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας. Ταυτόχρονα, ο εργάτης δεν γνωρίζει ότι οι κινήσεις, ο χρόνος και το εργατικό κόστος της δουλειάς του έχουν προϋπολογιστεί, με τις απαραίτητες «ανθρώπινες» προβλέψεις για ανάπαυση, τουαλέτα και διάλειμμα για καφέ, πριν καν αυτός προσληφθεί για τη δουλειά, πιθανότατα ακόμη πριν καν χτιστεί το κτήριο που πρόκειται να στεγάσει τη δουλειά του. […] Οι προκαθορισμένοι χρόνοι για τις κινήσεις γίνονται αντιληπτοί στους κύκλους του μάνατζμεντ ως «αντικειμενικοί» κι «επιστημονικοί», κι ως τέτοιοι τυγχάνουν του ανάλογου σεβασμού[42].

Οι μηχανές, καθώς κι η επιστημονική οργάνωση της εργασίας στις αρχές του 20ού αιώνα με τον ταιηλορφορντισμό, κλπ, είναι εξ αρχής σχεδιασμένες έτσι ώστε να πειθαρχούν τους εργάτες και ν’ αποσπούν την μέγιστη δυνατή υπεραξία.

Μόνο με την εισαγωγή των μηχανών σε μεγάλη κλίμακα οι «διανοητικές ικανότητες» ενισχύουν πραγματικά την καπιταλιστική προσταγή επί της εργασίας στον μέγιστο βαθμό, καθώς είναι τότε που η επιστήμη εισέρχεται στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Είναι μόνο σ’ αυτό το επίπεδο που εξαφανίζεται κάθε υπόλειμμα αυτονομίας της εργατικής τάξης εντός της παραγωγής του πλεονάσματος, και που η εμπορευματική φύση της εργασιακής δύναμης παρουσιάζεται χωρίς περαιτέρω «τεχνικούς» περιορισμούς. Η καπιταλιστική αντικειμενικότητα του παραγωγικού μηχανισμού αναφορικά με τους εργάτες βρίσκει τη βέλτιστη βάση της στη τεχνική αρχή [principle] της μηχανής: η τεχνικώς δοσμένη ταχύτητα, ο συντονισμός των διάφορων φάσεων κι η αδιατάραχη ροή της παραγωγής επιβάλλονται επί της βούλησης των εργατών ως μια «επιστημονική» αναγκαιότητα κι ανταποκρίνονται πλήρως στην αποφασιστικότητα του καπιταλιστή ν’ απομυζήσει την μέγιστη ποσότητα εργασιακής δύναμης. Η καπιταλιστική κοινωνική σχέση αποκρύπτεται εντός των τεχνικών απαιτήσεων των μηχανών, κι ο καταμερισμός της εργασίας φαίνεται να είναι πλήρως ανεξάρτητος απ’ τη βούληση του καπιταλιστή. Αντ’ αυτού, φαίνεται να είναι τ’ απλά κι αναγκαία αποτελέσματα των μέσων της «φύσης» της εργασίας. […] Όταν η χρήση των μηχανών γενικεύεται σ’ ευρεία κλίμακα και σ’ όλους τους κλάδους της παραγωγής, ο καπιταλισμός στο επίπεδο της άμεσης παραγωγής αποτελεί δεσποτισμό που ασκείται στ’ όνομα της ορθολογικότητας· το παλιό «επιστημονικό» όνειρο του αεικίνητου -δηλαδή, της κίνησης που επιτυγχάνεται χωρίς την σπατάλη εργασίας- φαίνεται να πραγματώνεται με μια μέγιστη εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης και την μέγιστη καθυπόταξη του εργάτη στον καπιταλιστή. Ο νόμος της υπεραξίας βρίσκει την έκφρασή του στην ενοποίηση της εκμετάλλευσης και της καθυπόταξης. Ο δεσποτισμός του κεφαλαίου εμφανίζεται ως ο δεσποτισμός της ορθολογικότητας, καθώς το κεφάλαιο συγκολλεί το σταθερό και το μεταβλητό τμήμα του στην αποτελεσματικότερή τους λειτουργία, και φαίνεται να γίνεται μια τεχνική αναγκαιότητα. […] Αντιμέτωπη με την συνύφανση της τεχνολογίας και της εξουσίας απ’ το κεφάλαιο, η προοπτική μιας εναλλακτικής (εργατικής) χρήσης των μηχανών, ξεκάθαρα δεν μπορεί να βασιστεί σε μια καθαρή κι απλή ανατροπή των σχέσεων παραγωγής (σχέσεων ιδιοκτησίας), όπου οι σχέσεις αυτές γίνονται αντιληπτές ως ένα απλό περίβλημα προορισμένο να εξαφανιστεί σ’ ένα ορισμένο επίπεδο διεύρυνσης της παραγωγής απλώς επειδή έχουν γίνει υπερβολικά στενές. Οι παραγωγικές σχέσεις βρίσκονται εντός των παραγωγικών δυνάμεων, κι οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν πλαστεί με το «καλούπι» του κεφαλαίου[43].

Η ανύπαρκτη αντίφαση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων

Είναι γνωστό ότι πολλές φορές στην ιστορία του μαρξισμού, η τεχνολογική ανάπτυξη έχει φετιχοποιηθεί θεωρώντας ότι μπορεί να επιφέρει οιονεί αυτόματα κοινωνικούς μετασχηματισμούς που καταλήγουν στον κομμουνισμό. Η αφήγηση αυτή για τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που μπορεί να επιφέρει η τεχνολογία υπάρχει ακόμη και σήμερα έχοντας λάβει και νέες μορφές, δημοφιλέστερες κυρίως στο εξωτερικό, με τις θεωρίες του μετακαπιταλισμού και του left-accelerationism. Ο Walter Benjamin έγραψε σχολιάζοντας τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία ότι: «Τίποτα δεν έχει διαφθείρει τη γερμανική εργατική τάξη σε τόσο μεγάλο βαθμό όσο η άποψη πως αυτή πλέει με το ρεύμα. Αντιμετώπισε τις τεχνικές εξελίξεις ως την κοίτη του ρεύματος, μες στο οποίο θεωρήθηκε ότι κολυμπούσε. Από εκεί ήταν μόλις ένα βήμα η αυταπάτη πως η εργασία στο εργοστάσιο, που υποτίθεται πως έτεινε να εξελίσσεται τεχνολογικά, αντιπροσωπεύει ένα πολιτικό κατόρθωμα»[44]. Η αντίληψη αυτή για τον προοδευτικό (όχι γενικά, αλλά από επαναστατική σκοπιά) ρόλο της τεχνολογικής ανάπτυξης ανιχνεύεται πίσω στον ίδιο τον Μαρξ.

Σε μια ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξης τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής ή, πράγμα που αποτελεί μόνο τη νομική έκφραση γι’ αυτό, με τις σχέσεις ιδιοκτησίας μέσα στις οποίες κινούνταν μέχρι τότε. Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αυτές οι σχέσεις μετατρέπονται σε δεσμά τους. Τότε επέρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης. […] Ένας κοινωνικός σχηματισμός δεν εξαφανίζεται ποτέ πριν αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και ποτέ δεν παίρνουν τη θέση τους καινούργιες, ανώτερες σχέσεις παραγωγής, πριν εκκολαφτούν μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας οι υλικοί όροι ύπαρξης τους[45].

Πολλές φορές έχουν επαναληφθεί αυτά τα λόγια, ξεχνώντας συνήθως ότι ο Μαρξ τα συμπλήρωσε σημειώνοντας πρόχειρα: «Διαλεκτική των εννοιών “παραγωγική δύναμη” (μέσο παραγωγής) και “σχέση παραγωγής”, μία διαλεκτική της οποίας τα όρια πρέπει να καθοριστούν και η οποία δεν αναιρεί την πραγματική διαφορά»[46]. Εκείνοι που πήραν στα σοβαρά αυτή τη σημείωση ακολουθήσαν διαφορετική πορεία απ’ τους σοσιαλδημοκράτες. Η αντίφαση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων δεν θα οδηγούσε σε μια αυτόματη κατάρρευση του καπιταλισμού, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αποτελούσε το κλειδί της επανάστασης αλλά δεν μπορούσαν να παραμείνουν στα χέρια των καπιταλιστών, έπρεπε ν’ αναπτυχθούν απ’ το «σοσιαλιστικό μεταβατικό κράτος» ώστε να μπορέσει να φτάσει στην «ανώτατη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας»:

Η πιο συνειδητή πρωτοπορία του προλεταριάτου της Ρωσίας έχει βάλει στον εαυτό της το καθήκον ν’ ανεβάσει την εργασιακή πειθαρχία. […] Σε σύγκριση με τα προηγμένα έθνη, ο Ρώσος είναι κακός εργάτης. […] Να μάθουμε να δουλεύουμε – αυτό το καθήκον πρέπει να βάλει η σοβιετική εξουσία σ’ όλη του την έκταση μπροστά στον λαό. Η τελευταία λέξη του καπιταλισμού απ’ αυτή την άποψη, το σύστημα Ταίηλορ -όπως και κάθε πρόοδος του καπιταλισμού- συνδυάζει την εκλεπτυσμένη θηριωδία της αστικής εκμετάλλευσης με μια σειρά από πλουσιότατες επιστημονικές επιτεύξεις σχετικά με την ανάλυση των μηχανικών κινήσεων στη διάρκεια της εργασίας, την κατάργηση των περιττών κι αδέξιων κινήσεων, την εκπόνηση ορθότερων μεθόδων εργασίας, την εισαγωγή των τελειότερων συστημάτων καταγραφής κι ελέγχου, κλπ. Η Σοβιετική Δημοκρατία πρέπει με κάθε θυσία να υιοθετήσει ό,τι πολύτιμο δίνουν τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνικής σ’ αυτό τον τομέα. Η δυνατότητα να πραγματοποιηθεί ο σοσιαλισμός θα καθοριστεί ακριβώς από το αν θα πετύχουμε να συνδυάσουμε τη σοβιετική εξουσία και τη σοβιετική οργάνωση της διοίκησης με τη νεότατη πρόοδο του καπιταλισμού. Πρέπει να οργανώσουμε στη Ρωσία την μελέτη και τη διδασκαλία του συστήματος Ταίηλορ, τη συστηματική δοκιμή και προσαρμογή του. Πρέπει […] να γίνεται χρήση του καταναγκασμού, έτσι που το σύνθημα της δικτατορίας του προλεταριάτου να μην εξευτελιστεί στην πράξη απ’ την πλαδαρότητα της προλεταριακής εξουσίας[47].

Αν όμως αυτή η αντίφαση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων αποτελούσε την κεντρική αντίφαση-κλειδί για την κατάργηση του κεφαλαίου, γιατί δεν αναφέρεται πουθενά στο Κεφάλαιο; Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ πραγματεύεται το ζήτημα: όχι άμεσα, αλλά έμμεσα. Η ανάλυσή του επί της ουσίας αποτελεί μια διάψευση αυτής της παλιότερής του αντίληψης.

«Από μορφές ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αυτές οι σχέσεις μετατρέπονται σε δεσμά τους». Όμως, στο Κεφάλαιο βλέπουμε την αντιστροφή της σχέσης μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων. Δεν είναι οι παραγωγικές σχέσεις μορφή της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, είναι οι παραγωγικές σχέσεις εκείνες που εξανάγκασαν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή, δεν διαμορφώνουν οι παραγωγικές δυνάμεις τις παραγωγικές σχέσεις αλλά οι παραγωγικές σχέσεις διαμορφώνουν τις παραγωγικές δυνάμεις: η εκμηχάνιση της παραγωγής υπήρξε αντίδραση των καπιταλιστών στον περιορισμό της εργάσιμης ημέρας που επέφερε η αντίσταση των εργατών. Δηλαδή, οι καπιταλιστές ανέπτυξαν τις παραγωγικές δυνάμεις για να συντηρήσουν τις ήδη υπάρχουσες καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Σ’ ένα σύντομο σχόλιο για το πέρασμα απ’ τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό στην Αγγλία, ο Μαρξ γράφει:

Τις καινούριες αποικιακές αγορές δεν μπορούσαν να τις ικανοποιήσουν οι σχετικά ολιγάριθμοι εργάτες των πόλεων που κληρονομήθηκαν απ’ τον μεσαίωνα, κι οι καθεαυτό μανιφακτούρες ανοίξαν ταυτόχρονα καινούρια πεδία παραγωγής για τον αγροτικό πληθυσμό, που με τη διάλυση της φεουδαρχίας διώχτηκε απ’ τη γη. Γι’ αυτόν τον λόγο τότε πρόβαλε περισσότερο στον καταμερισμό της εργασίας και στη συνεργασία στα εργαστήρια η θετική πλευρά, δηλαδή ότι έκανε πιο παραγωγικούς τους απασχολούμενους εργάτες. Είναι αλήθεια ότι η συνεργασία κι ο συνδυασμός των μέσων εργασίας στα χέρια λίγων, όταν εφαρμοστούν στη γεωργία, προκαλούν σε πολλές χώρες πολύ πριν απ’ την περίοδο της μεγάλης βιομηχανίας μεγάλες, απότομες και βίαιες επαναστάσεις στον τρόπο παραγωγής κι επομένως στους όρους ζωής και στα μέσα απασχόλησης του αγροτικού πληθυσμού. Η πάλη όμως αυτή διαδραματίζεται αρχικά περισσότερο ανάμεσα σε μεγάλους και μικρούς ιδιοκτήτες γης, παρά ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην μισθωτή εργασία· απ’ την άλλη, στο βαθμό που τους εργάτες τους εκτοπίζουν τα μέσα εργασίας -τα πρόβατα, τα άλογα, κλπ- οι άμεσες πράξεις βίας αποτελούν εδώ σε πρώτη γραμμή την προϋπόθεση της βιομηχανικής επανάστασης. Πρώτα διώχνονται από τη γη οι εργάτες και κατόπι ακολουθούν τα πρόβατα. Και μόνο η αρπαγή της γης σε μεγάλη κλίμακα, όπως έγινε στην Αγγλία, δημιουργεί το πεδίο εφαρμογής για την μεγάλη γεωργία. Γι’ αυτό στις αρχές της η ανατροπή της γεωργίας έχει περισσότερο την όψη μιας πολιτικής επανάστασης[48].

Η αγγλική οικονομία είχε μπει σε μπελάδες: δεν ήταν αρκετά παραγωγική για την αυτοσυντήρησή της. Δεν υπήρχε μια υπερπληθώρα παραγωγικής δύναμης που, χρησιμοποιώντας τη φρασεολογία του Μανιφέστου, τη «στένευαν» οι φεουδαρχικές παραγωγικές σχέσεις και γι’ αυτό έπρεπε ν’ ανατραπούν. Αντιθέτως, υπήρχε μια έλλειψη παραγωγικής δύναμης κι αυτό οδήγησε στη διάλυση του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής. Μόνο αφού διαλύθηκε το φεουδαρχικό σύστημα κι αναπτύχθηκαν οι παραγωγικές δυνάμεις της γεωργίας, κι οι ακτήμονες πληθυσμοί της υπαίθρου συνέρευσαν στις πόλεις, έγινε εφικτή η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στην μεταποίηση, αρχικά με τις μανιφακτούρες. «Η ίδια η ατμομηχανή, όπως είχε εφευρεθεί στα τέλη του 17ου αιώνα, την εποχή της μανιφακτούρας, και όπως εξακολουθούσε να υπάρχει ως το 1780, δεν προκάλεσε καμία βιομηχανική επανάσταση. Αντίστροφα, μάλλον η δημιουργία των εργαλειομηχανών ήταν που έκανε αναγκαία την επανάσταση της ατμομηχανής»[49]. Για να εφευρεθούν όμως οι εργαλειομηχανές, έπρεπε ν’ αναπτυχθεί η μηχανική. Ήταν στην μανιφακτούρα που η επιστήμη αναπτύχθηκε σε σύνδεση με την παραγωγή, οδηγώντας τελικά σε τεχνολογικές εφεύρεσεις για να λύσει τα προβλήματά της: «[Σ]την παιδική ηλικία της μεγάλης βιομηχανίας, το άλογο χρησιμοποιήθηκε συχνά [ως κινητήρια δύναμη], πράγμα που το μαρτυρούν εκτός απ’ τις κλάψες των γεωπόνων της εποχής εκείνης κι η έκφραση της μηχανικής δύναμης σε ιπποδυνάμεις που κληροδοτήθηκε ως τώρα από παράδοση. […] Τον 17ο αιώνα κιόλας προσπάθησαν να βάλουν σε κίνηση δύο μυλόπετρες με μια φτερωτή, δηλαδή, να κάνουν δύο αλέσματα ταυτόχρονα. Όμως, οι εξογκωμένες διαστάσεις του μηχανισμού μετάδοσης της κίνησης ήρθαν τώρα σε σύγκρουση με την ανεπαρκή πια δύναμη του νερού, κι αυτή είναι μια απ’ τις αιτίες που προκάλεσε την ακριβέστερη μελέτη των νόμων της τριβής. Επίσης, η ανομοιόμορφη αποτελεσματικότητα της κινητήριας δύναμης στους μύλους που κινούνταν με ώθηση κι έλξη ενός γερανού, οδήγησε στη θεωρία και στη χρησιμοποίηση της τροχαλίας που παίζει αργότερα τόσο σπουδαίο ρόλο στην μεγάλη βιομηχανία. Έτσι, η περίοδος της μανιφακτούρας ανέπτυξε τα πρώτα επιστημονικά και τεχνικά στοιχεία της μεγάλης βιομηχανίας»[50]. Και τελικά, οι μηχανές χρησιμοποιήθηκαν ευρέως μόνο ως απάντηση στον περιορισμό της εργάσιμης ημέρας: «[Η] μηχανή δεν δρα μόνο ως υπέρτερος ανταγωνιστής, έτοιμος πάντα να κάνει “περιττό” τον μισθωτό εργάτη. Το κεφάλαιο την εξαγγέλνει φωναχτά και σκόπιμα σαν δύναμη εχθρική για τον εργάτη, και τη χειρίζεται σαν τέτοια. Η μηχανή γίνεται το πιο ισχυρό πολεμικό μέσο για την κατάπνιξη των περιοδικών εργατικών εξεγέρσεων, απεργιών, κλπ, που στρέφονται ενάντια στην αυτοκράτεια του κεφαλαίου. Όπως λέει ο Γκάσκελ, η ατμομηχανή ήταν αμέσως απ’ την αρχή ανταγωνίστρια της “δύναμης του ανθρώπου” κι επέτρεψε στον κεφαλαιοκράτη να συντρίψει τις αυξανόμενες αξιώσεις των εργατών που απειλούσαν να οδηγήσουν σε κρίση το εργοστασιακό σύστημα που γεννιόταν. Θα μπορούσε να γράψει κανείς μια ολόκληρη ιστορία των εφευρέσεων απ’ το 1830 κι εδώ, που έγιναν απλώς σαν πολεμικά μέσα του κεφαλαίου ενάντια στις ανταρσίες των εργατών»[51].

Ας περάσουμε στη δεύτερη, περισσότερο εκλεπτυσμένη εκδοχή της αντίφασης μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και καπιταλιστικών σχέσεων που είχε διατυπώσει ο Μαρξ:

Όπως στην μετατροπή της αξίας σε κεφάλαιο, έτσι και στην παραπέρα ανάπτυξη του κεφαλαίου, φαίνεται καθαρά πως το κεφάλαιο απ’ την μια μεριά προϋποθέτει μια ορισμένη, ιστορικά δοσμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων -ανάμεσα σ’ αυτές και την επιστήμη- κι από την άλλη τις ωθεί και τις αναγκάζει ν’ αναπτυχθούν. […] Στο μέτρο που το κεφάλαιο τοποθετεί τον χρόνο εργασίας -την απλή ποσότητα εργασίας- σαν μοναδικό αξιοκαθοριστικό στοιχείο, στον ίδιο βαθμό εξαφανίζεται η άμεση εργασία κι η ποσότητά της σαν η καθοριστική αρχή της παραγωγής -της δημιουργίας αξιών χρήσης- κι υποβαθμίζεται: τόσο ποσοτικά -μειώνεται η αναλογία της- όσο και ποιοτικά, σαν ένα απαραίτητο βέβαια αλλά δευτερεύον συνθετικό στοιχείο απέναντι στη γενική επιστημονική εργασία, τη τεχνολογική εφαρμογή των φυσικών επιστημών απ’ την μια μεριά, όπως και τη γενική παραγωγική δύναμη που προέρχεται από την κοινωνική διάρθρωση μέσα στη συνολική παραγωγή – που εμφανίζεται σαν χάρισμα της κοινωνικής εργασίας (παρόλο που είναι ιστορικό προϊόν). Έτσι, το κεφάλαιο δουλεύει για την ίδια του τη διάλυση σαν μορφή που κυριαρχεί στην παραγωγή. […] Η κλοπή ξένου εργάσιμου χρόνου, όπου βασίζεται ο σημερινός πλούτος, παρουσιάζεται σαν μίζερη βάση μπροστά σ’ αυτή τη νέα βάση που δημιούργησε κι ανέπτυξε η ίδια η μεγάλη βιομηχανία. Απ’ τη στιγμή που η εργασία στην άμεση μορφή παύει ν’ αποτελεί την μεγάλη πηγή του πλούτου, παύει -αναγκαστικά- ο χρόνος εργασίας να είναι μέτρο του πλούτου, και άρα η ανταλλακτική αξία μέτρο της αξίας χρήσης. […] Έτσι καταρρέει η παραγωγή που βασίζεται στην ανταλλακτική αξία […] Το ίδιο το κεφάλαιο είναι η κινούμενη αντίφαση: προσπαθεί να περιορίσει τον χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ απ’ την άλλη μεριά τοποθετεί τον χρόνο εργασίας σαν μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου[52].

Βλέπουμε ήδη μια βελτίωση συγκριτικά με την πρώτη διατύπωση: πλέον δεν είναι οι παραγωγικές δυνάμεις που επικαθορίζουν τις παραγωγικές σχέσεις, υπάρχει μια διαλεκτική σχέση μεταξύ των δύο. Η κεφαλαιακή σχέση προϋποθέτει μια ορισμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, κι ύστερα οδηγεί στην περαιτέρω ανάπτυξή τους. Τώρα η αντίφαση παίρνει την εξής μορφή: το κεφάλαιο προσπαθεί ν’ αντικαταστήσει εργασία με μηχανές, εξακολουθεί όμως να έχει ως βάση του την απόσπαση υπεραξίας, δηλαδή χρόνου εργασίας. Όσο αντικαθιστά εργασία με μηχανές, τόσο μειώνει τον χρόνο εργασίας, άρα και τη συνολική μάζα της (υπερ)αξίας: με την εισαγωγή μηχανών στην παραγωγή, το κεφάλαιο υπονομεύει τον ίδιο τον εαυτό του. Πράγματι, η αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου (σταθερό κεφάλαιο προς μεταβλητό κεφάλαιο) αποτελεί «μια έκφραση της προοδεύουσας ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγικής δύναμης της εργασίας»[53], κι αυτό συνδέεται άμεσα με την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, η οποία με τη σειρά της συνδέεται με τις κρίσεις. Όμως, «[μ]ε την προοδεύουσα σχετική μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου έναντι του σταθερού, η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δημιουργεί μια αυξανόμενη υψηλότερη οργανική σύνθεση του συνολικού κεφαλαίου, άμεση συνέπεια της οποίας είναι, το ποσοστό της υπεραξίας να εκφράζεται μ’ ένα σταθερά μειωνόμενο γενικό ποσοστό κέρδους με αμετάβλητο, ακόμα κι ανερχόμενο, τον βαθμό της εκμετάλλευσης της εργασίας»[54].

Το πρόβλημα στο παραπάνω παράθεμα των Grundrisse είναι ότι ο Μαρξ δεν είχε ανακαλύψει ακόμη μια κρίσιμη κατηγορία που υιοθετεί στην ανάλυσή του στο Κεφάλαιο. Με τα λόγια του ίδιου του Μαρξ, «[έ]να πολύ απλό πράγμα διέφυγε της προσοχής όλων χωρίς εξαίρεση των οικονομολόγων, ότι δηλαδή αν το εμπόρευμα έχει τον διπλό χαρακτήρα της αξίας χρήσης και της ανταλλακτικής αξίας, πρέπει και η εργασία που αντιπροσωπεύεται στο εμπόρευμα να έχει επίσης αυτόν τον διπλό χαρακτήρα. Ενώ μόνη η απερίφραστη ανάλυση της εργασίας, όπως τη συναντάμε στον Σμιθ, στον Ρικάρντο, κλπ, προσκρούει παντού κατά τρόπο μοιραίο σε ανεξήγητη προβλήματα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ολόκληρο το μυστικό της κριτικής αντίληψης»[55]. Εκείνο που λείπει απ’ την ανάλυση των Grundrisse είναι η έννοια της (έμπρακτα) αφηρημένης εργασίας. Ο χρόνος εργασίας στον οποίο αναφέρεται στο απόσπασμα των Grundrisse είναι ο χρόνος που μετράμε με το ρολόι. Έτσι, δεν μπορούσε να συλλάβει αυτό που περιγράφει κάποια χρόνια αργότερα στο Κεφάλαιο για την πύκνωση του χρόνου εργασίας που επιφέρει η εντατικοποίηση της εργασίας με την εισαγωγή μηχανών: αυτός ο συμπυκνωμένος χρόνος δεν μπορεί να μετρηθεί με το ρολόι όταν συγκρίνουμε μεταξύ εργασιών διαφορετικής παραγωγικότητας, και συνεπώς εντατικότητας. Δεν έχει ακόμη αντιληφθεί ότι οι μηχανές μπορούν να μετατρέψουν την μια ώρα εργασίας με το ρολόι σε, πχ, δύο ώρες «έμπρακτα αφηρημένης» εργασίας. Η αντίφαση που περιγράφεται στα Grundrisse στην πραγματικότητα είναι ανύπαρκτη. Ακόμη και το ζήτημα της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους όχι απλά δεν προβλέπει μια μείωση της υπεραξίας, αλλά το αντίθετο:

Ο νόμος αυτός [της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους] αρκετά απλά δηλώνει ότι καθώς η καπιταλιστική τάξη στο σύνολό της επενδύει όλο και περισσότερο σε μηχανές, κι αναλογικά λιγότερο σε μισθούς, το ποσοστό του κέρδους θα τείνει να μειώνεται. […] Αυτό που ο Μπάραν κι ο Σουήζυ, στο Monopoly Capital, αποκάλεσαν «τάση του πλεονάσματος ν’ αυξάνεται» όχι μόνο δεν αντιφάσκει με τον νόμο του Μαρξ, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί απλώς μια άλλη πτυχή του. Ο Μαρξ, επανειλημμένως, υπήρξε αρκετά συγκεκριμένος, δηλώνοντας ότι η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους όχι μόνο μπορεί, αλλά πρέπει, να οδηγήσει σε μια αντίστοιχη αύξηση της μάζας των κερδών, και ότι μια ύφεση του ποσοστού κέρδους πρέπει να τείνει ν’ αυξήσει τόσο το ποσοστό όσο και την μάζα του πλεονάσματος. (Το πλεόνασμα υπολογίζεται μόνο στη βάση του αναγκαίου χρόνου εργασίας σχετικά με τον χρόνο υπερεργασίας· όμως το κέρδος υπολογίζεται επίσης στη βάση της επένδυσης σε μηχανές, το οποίο εξηγεί τη φαινομενικά αντιφατική κίνηση του κέρδους και του πλεονάσματος.) Συνεπώς, στην πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ο Μαρξ θεωρούσε ότι η καπιταλιστική τάξη τείνει να πραγματώνει ένα μικρότερο ποσοστό κέρδους στις επενδύσεις της, όμως ο όγκος των κερδών, καθώς και το ποσοστό κι ο όγκος του πλεονάσματος που ελέγχει η καπιταλιστική τάξη, τείνει να μεταβάλλεται αντιστρόφως ανάλογα, δηλαδή ν’ αυξάνεται. Για παράδειγμα, ένας βιοτέχνης του 18ου αιώνα που απασχολεί 1.000 εργάτες με απλά εργαλεία ίσως βγάζει ένα κέρδος 50%, για μια μάζα κέρδους που ανέρχεται σε μερικές χιλιάδες δολλάρια· όμως, μια σύγχρονη επιχείρηση με τον ίδιο αριθμό εργατών και μια επένδυση σε μηχανές πολλών εκατομμυρίων, ίσως έχει κέρδος μόνο 5%, τα κέρδη της όμως επίσης ανέρχονται σε πολλά εκατομμύρια[56].

Παρατηρούμε ότι γενικότερα στο απόσπασμα των Grundrisse ο Μαρξ εμφανίζεται ν’ αντιμετωπίζει προβλήματα με τις κατηγορίες που χρησιμοποιεί, με πιθανόν το μεγαλύτερο πρόβλημα να είναι η φράση «παύει -αναγκαστικά- ο χρόνος εργασίας να είναι μέτρο του πλούτου, και άρα η ανταλλακτική αξία μέτρο της αξίας χρήσης» – η αξία χρήσης δεν έχει μέτρο, πολλώ δε μάλλον την ανταλλακτική αξία.

Αναλύοντας την έννοια της σχετικής υπεραξίας στο δέκατο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου αναφορικά με την έννοια της σχετικής υπεραξίας, ο Μαρξ αναφέρει το «αίνιγμα» με το οποίο ένας απ’ τους ιδρυτές της πολιτικής οικονομίας, ο Κεναί, βασάνιζε τους αντιπάλους του και δεν μπορούσαν να του δώσουν απάντηση: ονομαστικά, το γεγονός ότι, αφενός, οι καπιταλιστές ενδιαφέρονταν μόνο για την ανταλλακτική αξία· αλλά, αφετέρου, διαρκώς επιδιώκαν να μειώσουν την ανταλλακτική αξία των προϊόντων τους. Ούτε ο Μαρξ μπορούσε ν’ απαντήσει στο αίνιγμα στα Grundrisse. Εκεί, ουσιαστικά κατανόμασε την αντίφαση που πρότεινε ο Κεναί. Αντί όμως να την επιλύσει, την αντιλήφθηκε ως μια αντίφαση του κεφαλαίου: «Το ίδιο το κεφάλαιο είναι η κινούμενη αντίφαση: προσπαθεί να περιορίσει τον χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ απ’ την άλλη μεριά τοποθετεί τον χρόνο εργασίας σαν μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου». Στα Grundrisse, ο Μαρξ ενέγραψε σ’ αυτή την «αντίφαση» μια δυνατότητα για την ανατροπή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Στο Κεφάλαιο, έχοντας ως υπόβαθρο την ανάλυση για την παραγωγή της σχετικής υπεραξίας, η αντίφαση αυτή επιλύθηκε: ο καπιταλιστής δεν ενδιαφέρεται για την απόλυτη αξία του εμπορεύματος, αλλά, αντ’ αυτού, απλώς για την υπεραξία που περιέχεται στο εμπόρευμα και που μπορεί να πραγματωθεί μέσω της πώλησης. Και «επειδή επομένως η ίδια διαδικασία φτηναίνει τα εμπόρευματα κι αυξάνει την υπεραξία που περιέχουν, λύνεται το αίνιγμα για ποιο λόγο ο κεφαλαιοκράτης που νοιάζεται μόνο για την παραγωγική ανταλλακτικής αξίας προσπαθεί πάντα να κατεβάζει την ανταλλακτική αξία των εμπορεύματων». Η αντίφαση που κατέπληξε τον Μαρξ το 1857-1858 στα Grundrisse σε τέτοιο βαθμό που τον έκανε να δει μέσα σ’ αυτή τη συνολική κατάρρευση της παραγωγής που βασίζεται την ανταλλακτική αξία, το 1867 στο Κεφάλαιο υποβαθμίζεται σ’ ένα αίνιγμα απ’ την ιστορία της θεωρίας, και μάλιστα ένα αίνιγμα που έχει μια εύκολη απάντηση[57].

Στο Κεφάλαιο, λοιπόν, ο Μαρξ είχε απορρίψει οποιαδήποτε θεωρία κατάρρευσης του καπιταλισμού μέσω της τεχνολογικής προόδου, είτε αυτή γίνεται μ’ έναν αυτόματο τρόπο είτε αποτελώντας το «φυτίλι» που θα οδηγούσε σε μια κοινωνική έκρηξη. «Δεν υπάρχει κανένας “αντικειμενικός”, μυστικιστικός παράγοντας εγγενής στα χαρακτηριστικά της τεχνολογικής ανάπτυξης ή του σχεδιασμού στη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία, ο οποίος να μπορεί να εγγυηθεί τον “αυτόματο” μετασχηματισμό ή την “αναγκαία” ανατροπή των υπάρχοντων σχέσεων. Οι νέες “τεχνικές βάσεις” που σταδιακά επιτυγχάνονται στην παραγωγή, προσφέρουν στον καπιταλισμό νέες δυνατότητες για την εδραίωση της εξουσίας του. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αυξάνονται ταυτοχρόνως κι οι δυνατότητες για την ανατροπή του συστήματος. Όμως, οι δυνατότητες αυτές συμπίπτουν με τον απολύτως υπονομευτικό χαρακτήρα που τείνει να λάβει η “ανυπακοή” της εργατικής τάξης εν όψει του αυξανόμενα ανεξάρτητου “αντικειμενικού πλαισίου” του καπιταλιστικού μηχανισμού»[58].

Ακόμη όμως και την περίοδο που ο Μαρξ συνέδεε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων με την ανατροπή των παραγωγικών σχέσεων, δεν έπεσε στην παγίδα της αποθέωσης των μηχανών: «Με την επέκταση των μηχανών και με τον καταμερισμού της εργασίας, η δουλειά των προλετάριων έχασε κάθε ανεξάρτητο χαρακτήρα, και μαζί κάθε θέλγητρο για τον εργάτη. Ο εργάτης γίνεται ένα απλό εξάρτημα της μηχανής απ’ το οποίο ζητούν μονάχα τον πιο απλό, τον πιο μονότονο χειρισμό, αυτόν που μπορεί να μαθευτεί πιο εύκολα»[59]. Η ανατροπή των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων δεν μπορούσε να σημαίνει απλά την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Οι εργάτες δεν μπορούν απλώς να καταλάβουν το καπιταλιστικό εργοστάσιο και να το διαχειριστούν ως «συνεταιρισμένοι παραγωγοί» ως έχει. Οι φρενήρεις ρυθμοί κι η μονοτονία της καπιταλιστικής παραγωγής δεν έχει τίποτα να προσφέρει στην ελεύθερη ανάπτυξη του ατόμου. Ακόμη κι αν οι εργάτες πλέον κρατούν για τον εαυτό το προϊόν της εργασίας τους και δεν το ιδιοποιείται κάποιος καπιταλιστής, η εργασία στο εργοστάσιο παραμένει εξουθενωτική και στην καλύτερη αγγαρεία. Θα πρέπει να μετασχηματιστεί κι η ίδια η εργασιακή διαδικασία, η πραγματική άμεση διαδικασία του πως παρασκευάζονται τα διάφορα αντικείμενα, συνεπώς κι οι ίδιες οι μηχανές καθώς φέρουν μέσα τους την καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής, ώστε η εργασία να μετατραπεί σε ελεύθερο πεδίο έκφρασης της δημιουργικότητας των ατόμων. Η πτυχή αυτή της μαρξικής κριτικής στην καθεαυτή παραγωγική διαδικασία λείπει από πολλούς μετέπειτα μαρξιστές:

Η φιλοσοφία με την οποία δούλευε ο μαρξισμός τις «καθημερινές», δίχως να λαμβάνουμε υπόψη τις πομπώδεις εξαγγελίες «Κυριακών κι εορτών», εστίαζε όλο και περισσότερο στις περιστασιακές κρίσεις και τα επιφαινόμενα του καπιταλισμού κι όχι στη βαθιά εσωτερική φύση του και στη θέση του εργάτη εντός του. Πιο συγκεκριμένα, η κριτική των παραγωγικών λειτουργιών του καπιταλισμού έδωσε τη θέση της στην κριτική των διανεμητικών του λειτουργιών. Εντυπωσιασμένοι, για να μην πούμε εκστασιασμένοι, από τη τεράστια παραγωγικότητα της εργασιακής διαδικασίας, μπερδεμένοι απ’ την αυξανόμενη επιστημονική της πολυπλοκότητα και, τέλος, συμμετέχοντας στους εργατικούς αγώνες για τους μισθούς, τις ώρες και τις συνθήκες εργασίας, οι μαρξιστές προσαρμόστηκαν στην αντίληψη που θεωρεί το σύγχρονο εργοστάσιο μια αναπόφευκτη, αν κι επιδεχόμενη βελτίωσης, μορφή οργάνωσης της εργασιακής διαδικασίας. […] Πλέον, η αντικαπιταλιστική επανάσταση γινόταν όλο και περισσότερο αντιληπτή σαν εκρίζωση ορισμένων ενοχλητικών «σαρκωμάτων» απ’ τον κατά τ’ άλλα εξαιρετικά παραγωγικό καπιταλιστικό μηχανισμό, σαν βελτίωση των συνθηκών εργασίας, σαν εισαγωγή μιας τυπικής δομής «εργατικού ελέγχου» στην εργοστασιακή οργάνωση και σαν αντικατάσταση των καπιταλιστικών μηχανισμών συσσώρευσης κι αναδιανομής απ’ τον σοσιαλιστικό σχεδιασμό. […] Η ομοιότητα μεταξύ των σοβιετικών και των παραδοσιακών καπιταλιστικών πρακτικών οδηγεί στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει κανένας άλλος εφικτός τρόπος οργάνωσης της σύγχρονης βιομηχανίας. Κι αυτό είναι ένα συμπέρασμα το έδαφος του οποίου είχε ήδη προετοιμαστεί απ’ τη τάση της σύγχρονης κοινωνικής επιστήμης να δέχεται οτιδήποτε είναι αληθινό ως αναγκαίο, οτιδήποτε είναι υπαρκτό ως αναπόφευκτο […]. Στην πιο πλήρη της μορφή, η άποψη αυτή εμφανίζεται ως γνήσιος τεχνολογικός ντετερμινισμός: τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης κοινωνίας απορρέουν κατευθείαν από καπνοδόχους, εργαλειομηχανές κι ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Αυτό που προκύπτει σαν άμεση συνέπεια είναι μια θεωρία της από μηχανής κοινωνίας, όχι απλώς ένας «ντετερμινισμός», αλλά ένας ξεκάθαρος δεσποτισμός της μηχανής[60].

Από πλευρά μας, δεν γνωρίζουμε την ιστορική αφετηρία της λογικής της «συνδιαχείρισης» του εργοστασίου μεταξύ εργατών και καπιταλιστών, την «εισαγωγή μιας τυπικής δομής “εργατικού ελέγχου”». Το παλιότερο παράδειγμα που μπορούμε ν’ αναφέρουμε είναι τα Διαχειριστικά Συμβούλια των ιταλικών εργοστασίων που ιδρύθυκαν αρχικά στη βόρεια Ιταλία προς το τέλος του Β’ ΠΠ απ’ την Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης της Βόρειας Ιταλίας. Τα Διαχειριστικά Συμβούλια αναγνωρίστηκαν απ’ όλα τα ιταλικά αντιφασιστικά κόμματα με το Διάταγμα της 25ης Απριλίου του 1945[61]. Ο Ferruccio Parri, ο πρώτος Ιταλός πρωθυπουργός μετά τη λήξη του Β’ ΠΠ, «υποστήριξε την αύξηση της συμμετοχής των εργατών στη διαχείριση των εργοστασιών στα πρότυπα των Διαχειριστικών Συμβουλίων»[62]. Τα συμβούλια αυτά υπήρξαν όργανα ταξικής συνεργασίας για τον σκοπό της μεταπολεμικής εθνικής ανοικοδόμησης, και φτάσαν στην ακμή τους το 1947.

Η θεωρία της αντιστάθμισης σχετικά με τους εργάτες που εκτοπίζουν οι μηχανές

Μ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν ωφελείται το κοινό από τις μηχανές: οι βωβοί αυτοί συντελεστές είναι πάντα το προϊόν πολύ λιγότερης εργασίας απ’ όση υποκαθιστούν, ακόμη κι όταν είναι της ίδιας χρηματικής αξίας[63].

Απ’ τη στιγμή που οι μηχανές είναι προϊόν λιγότερης εργασίας απ’ αυτή που αντικαθιστούν, οι καπιταλιστές εξοικονομούν χρήματα που πριν ξόδευαν σε μισθούς. Αυτό το πλέον αδέσμευτο κεφάλαιο αν δεν χρησιμοποιηθεί δεν μπορεί να φέρει κέρδος στον καπιταλιστή, πρέπει να επενδυθεί στην παραγωγή, οπότε ενώ χάθηκαν κάποιες θέσεις εργασίας λόγω των μηχανών, θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας λόγω της επένδυσης του αδέσμευτου κεφαλαίου που δημιουργούν. Η ρητορική αυτή είναι πολύ διαδεδομένη.

Ας υποθέσουμε ότι ένας κεφαλαιοκράτης χρησιμοποιεί 100 εργάτες, πχ, σε μια μανιφακτούρα ταπετσαρίας και πληρώνει 30 λίρες στερλίνες τον χρόνο στον κάθε εργάτη. Επομένως, το μεταβλητό κεφάλαιο που διαθέτει τον χρόνο είναι 3.000 λίρες στερλίνες. Ας υποθέσουμε ότι απολύει τους 50 εργάτες κι απασχολεί τους υπόλοιπους 50 με μηχανές που του στοιχίσαν 1.500 λίρες στερλίνες. Για λόγους απλοποίησης, δεν παίρνουμε υπόψη τα κτήρια, το κάρβουνο, κλπ. Ας υποθέσουμε ακόμα ότι οι πρώτες ύλες που καταναλώνει εξακολουθούν να στοιχίζουν όπως και πρώτα 3.000 λίρες στερλίνες. Έχει «απελευθερωθεί» καθόλου κεφάλαιο με την μεταμόρφωση αυτή; Στον παλιό τρόπο παραγωγής, το συνολικά διαθετειμένο ποσό των 6.000 λιρών στερλίνων αποτελούνταν το μισό από σταθερό και το μισό από μεταβλητό κεφάλαιο. Αποτελείται τώρα από 4.500 λίρες στερλίνες (3.000 λίρες στερλίνες για τις πρώτες ύλες και 1.500 λίρες στερλίνες για τις μηχανές) σταθερό και 1.500 μεταβλητό κεφάλαιο. Το μεταβλητό μέρος του κεφαλαίου, ή το μέρος που έχει μετατραπεί σε ζωντανή εργασιακή δύναμη, αντί ν’ αποτελεί το 50% τώρα αποτελεί το 25% του συνολικού κεφαλαίου. Αντί απελευθέρωση έχουμε εδώ δέσμευση κεφαλαίου με μορφή που παύει ν’ ανταλλάσσεται μ’ εργασιακή δύναμη, έχουμε δηλαδή μετατροπή μεταβλητού σε σταθερό κεφάλαιο. Όταν οι άλλοι όροι μένουν οι ίδιοι, το κεφάλαιο των 6.000 λιρών στερλίνων ποτέ πια δεν μπορεί στο εξής ν’ απασχολεί περισσότερους από 50 εργάτες. Με κάθε καινούρια τελειοποίηση των μηχανών απασχολεί λιγότερους. Αν οι νεοεισαγμένες μηχανές στοιχίζαν λιγότερο απ’ το ποσό που στοιχίζαν η εργασιακή δύναμη και τα εργαλεία που εκτόπισαν, πχ, μόνο 1.000 αντί για 1.500 λίρες στερλίνες, τότε θα μετατρεπόταν σε σταθερό κεφάλαιο ή θα δεσμευόταν ένα μεταβλητό κεφάλαιο 1.000 λιρών στερλίνων και θ’ απελευθερωνόταν ένα κεφάλαιο 500 λίρες στερλίνες. Αν πάρουμε σαν βάση τον ίδιο χρονιάτικο μισθό, το κεφάλαιο αυτό αποτελεί ένα ποσό που μπορεί να απασχολήσει κάπου 16 εργάτες, ενώ απολύθηκαν 50, και μάλιστα πολύ λιγότερους από 16, επειδή οι 500 λίρες στερλίνες για να μετατραπούν σε κεφάλαιο πρέπει κατά ένα μέρος να ξαναμετατραπούν σε σταθερό κεφάλαιο, επομένως μόνο εν μέρει μπορούν να μετατραπούν σε εργασιακή δύναμη. Ωστόσο, ας υποθέσουμε ακόμα ότι η παραγωγή των νέων μηχανών απασχόλησε μεγαλύτερο αριθμό μηχανουργών· μήπως αυτό αποτελεί αντιστάθμισμα για τους εργάτες ταπετσαρίας που πετάχτηκαν στον δρόμο; Στην καλύτερη περίπτωση, η παραγωγή των μηχανών απασχολεί λιγότερους απ’ τους εργάτες που εκτοπίζει η χρησιμοποίησή τους. Το ποσό των 1.500 λιρών στερλίνων που αντιπροσώπευε μόνο τον μισθό των εργατών ταπετσαρίας που απολύθηκαν, αντιπροσωπεύει τώρα με την μορφή των μηχανών: 1) την αξία των μέσων παραγωγής που απαιτούνται για την κατασκευή των μηχανών, 2) τον μισθό των μηχανουργών που τις φτιάξανε, 3) την υπεραξία που πηγαίνει στο «αφεντικό» τους. Ακόμα: όταν πια κατασκευστεί η μηχανή, δεν χρειάζεται ν’ ανανεωθεί παρά μετά τον θάνατό της. Επομένως, για να μπορεί ν’ απασχολείται διαρκώς ο πρόσθετος αριθμός μηχανουργών, θα πρέπει ο ένας μετά τον άλλο οι εργοστασιάρχες ταπετσαρίας να εκτοπίζουν με τις μηχανές εργάτες. Και πραγματικά, οι απολογητές αυτοί δεν εννοούν αυτό το είδος απελευθέρωσης του κεφαλαίου. Εννοούν τα μέσα συντήρησης των απελευθερωμένων εργατών. Δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε ότι, πχ, στην πιο πάνω περίπτωση οι μηχανές δεν απελευθερώνουν απλώς 50 εργάτες μετατρέποντάς τους έτσι σε «διαθέσιμους», μα κόβουν ταυτόχρονα τη σύνδεσή τους με τα μέσα συντήρησης αξίας 1.500 λιρών στερλίνων, κι έτσι «απελευθερώνουν» αυτά τα μέσα συντήρησης. Ώστε το απλό και καθόλου νέο γεγονός ότι οι μηχανές απελευθερώνουν τον εργάτη απ’ τα μέσα συντήρησης, σημαίνει στη γλώσσα των οικονομολόγων ότι οι μηχανές απελευθερώνουν μέσα συντήρησης για τον εργάτη, ή ότι τα μετατρέπουν σε κεφάλαιο που θα χρησιμοποιήσει τον εργάτη. Έτσι βλέπουμε πως όλα εξαρτούνται απ’ τον τρόπο που θα εκφραστεί κανείς. Επιτρέπεται να απαλύνει κανείς με λέξεις το κακό. Σύμφωνα μ’ αυτή τη θεωρία, τα μέσα συντήρησης αξίας 1.500 λίρων στερλίνων ήταν κεφάλαιο που αξιοποιούνταν με τη δουλειά των πενήντα εργατών ταπετσαρίας που απολύθηκαν. Άρα, το κεφάλαιο αυτό χάνει την απασχόλησή του μόλις απολυθούν οι 50 και δεν μπορεί να ησυχάσει ωσότου δεν βρει μια καινούρια «τοποθέτηση», όπου οι 50 αυτοί εργάτες να μπορούν να το καταναλώνουν παραγωγικά. Ώστε, αργά ή γρήγορα πρέπει να ξανασμίξουν το κεφάλαιο κι οι εργάτες, και τότε θα έχουμε την αντιστάθμιση. Επομένως, τα βάσανα των εργατών που εκτοπίζονται απ’ τις μηχανές είναι παροδικά, όπως παροδικά είναι και τα πλούτη τούτου του κόσμου. Τα μέσα συντήρησης αξίας 1.500 λίρων στερλίνων ποτέ δεν αντιπαραθέτονταν σαν κεφάλαιο στους εργάτες που απολύθηκαν. Αυτό που οι εργάτες αντίκρυζαν σαν κεφάλαιο ήταν οι 1.500 λίρες στερλίνες που έχουν τώρα μετατραπεί σε μηχανές. Αν εξεταστούν από πιο κοντά οι 1.500 αυτές λίρες στερλίνες, αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μέρος της ταπετσαρίας που παρήγαγαν τον χρόνο οι απολυμένοι 50 εργάτες και που το παίρνανε σαν μισθό σε χρηματική μόρφη κι όχι σε είδος απ’ τον επιχειρηματία τους. Με τη ταπετσαρία που μετατρεπόταν σε 1.500 λίρες στερλίνες αγοράζαν ισάξια μέσα συντήρησης. Έτσι, τα μέσα συντήρησης δεν υπήρχαν γι’ αυτούς σαν κεφάλαιο αλλά σαν εμπορεύματα, κι οι ίδιοι οι εργάτες δεν υπήρχαν γι’ αυτά τα μέσα συντήρησης σαν μισθωτοί εργάτες αλλά σαν αγοραστές. Το γεγονός ότι οι μηχανές τους έχουν «απελευθερώσει» απ’ τα μέσα αγοράς, τους μετατρέπει από αγοραστές σε μη-αγοραστές. Και το αποτέλεσμα: μειωμένη ζήτηση γι’ αυτά τα εμπορεύματα. Αυτό είναι όλο. Αν η μειωμένη αυτή ζήτηση δεν αντισταθμιστεί με αυξημένη ζήτηση από άλλη πλευρά, θα πέσει η τιμή αγοράς των εμπορευμάτων. Αν αυτό βαστάξει περισσότερο και σε μεγαλύτερη έκταση, θα έχουμε εκτόπιση των εργατών που απασχολούνται στην παραγωγή αυτών των εμπορευμάτων. Ένα μέρος του κεφαλαίου, που παρήγαγε προηγούμενως αναγκαία μέσα συντήρησης, θ’ αναπαράγεται τώρα με άλλη μορφή. Στο διάστημα που πέφτουν οι τιμές στην αγορά και μετατοπίζεται κεφάλαιο, «απελευθερώνονται» από ένα μέρος του μισθού τους κι οι εργάτες που απασχολούνται στην παραγωγή των αναγκαιών μέσων συντήρησης. Αντί λοιπόν ο κύριος απολογητής ν’ αποδείξει ότι οι μηχανές με την απελευθέρωση των εργατών απ’ τα μέσα συντήρησης μετατρέπουν ταυτόχρονα τα μέσα συντήρησης σε κεφάλαιο για τη χρησιμοποίηση των εργατών, αποδεικνύει, αντίθετα, με τον δοκιμασμένο νόμο της ζήτησης και της προσφοράς ότι οι μηχανές πετούν εργάτες στον δρόμο όχι μόνο στον κλάδο παραγωγής που εισάγονται, αλλά και στους κλάδους παραγωγής στους οποίους δεν εισάγονται. Τα πραγματικά γεγονότα, που τα έχει παραποιήσει η αισιοδοξία των οικονομολόγων, είναι τα παρακάτω: Τους εργάτες που εκτοπίζουν οι μηχανές τους πετούν έξω απ’ το εργαστήρι στην αγορά εργασίας και πληθαίνουν εκεί τον αριθμό των εργατικών δυνάμεων, που είναι κιόλας διαθέσιμες για κεφαλαιοκρατική εκμετάλλευση. […] Οι εργάτες που διώχνονται από έναν κλάδο βιομηχανίας μπορούν βέβαια να ζητήσουν να βρουν απασχόληση σ’ οποιονδήποτε άλλο κλάδο. Αν τύχει να βρουν δουλειά και ξαναποκατασταθεί έτσι ο δεσμός ανάμεσα σ’ αυτούς και στα μέσα συντήρησης που είχαν απελευθερωθεί μαζί τους, τούτο γίνεται με τη βοήθεια ενός νέου, πρόσθετου κεφαλαίου που ζητάει να βρει τοποθέτηση, σε καμιά περίπτωση όμως δεν γίνεται με τη βοήθεια του κεφαλαίου που λειτουργούσε από προηγούμενα κιόλας και που τώρα έχει μετατραπεί σε μηχανές. […] Ακόμα, κάθε βιομηχανικός κλάδος προσελκύει κάθε χρόνο ένα καινούριο ρεύμα από ανθρώπους που του προμηθεύει τις αναγκαίες δυνάμεις για την κανονική του αναπλήρωση των δυνάμεων που φθείρονται και για την ανάπτυξή του. Όταν οι μηχανές απελευθερωθούν από ένα μέρος των εργατών που απασχολούσε ως τώρα ένας ορισμένος κλάδος βιομηχανίας, ανακατανέμεται κι η εφεδρεία κι απορροφιέται από άλλους κλάδους, ενώ τα αρχικά θύματα στο μεγαλύτερο μέρος τους χάνονται και φθίνουν στο διάστημα της μεταβατικής περιόδου[64].

Η άνοδος της μεσαίας τάξης

Όσο η παραγωγή εκμηχανίζεται, τόσο περισσότερο εργάτες «φτύνονται» έξω απ’ την παραγωγική διαδικασία. Τι γίνεται τότε με τα εμπορεύματα που παράγονται και διαρκώς αυξάνονται σ’ αριθμό ακριβώς λόγω της εκμηχάνισης; Ποιος τα καταναλώνει;

[Η] εξαιρετικά ανεβασμένη παραγωγική δύναμη στις σφαίρες της μεγάλης βιομηχανίας, συνοδευόμενη έτσι όπως είναι από μια εντατικά κι εκτακτικά αυξημένη εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης σ’ όλες τις υπόλοιπες σφαίρες παραγωγής, επιτρέπει την μη-παραγωγική χρησιμοποίηση ενός διαρκώς αυξανόμενου μέρους της εργατικής τάξης κι επομένως την ολοένα μαζικότερη αναπαραγωγή ιδίως των παλιών οικιακών σκλάβων με την ονομασία «υπηρετική τάξη», δηλαδή υπηρέτες, υπηρέτριες, λακέδες, κλπ. Σύμφωνα με την απογραφή του 1861, όλος ο πληθυσμός της Αγγλίας και της Ουαλίας ήταν 20.066.244 άτομα, απ’ τα οποία τα 9.776.259 ήταν άντρες και τα 10.289.965 γυναίκες. Αν απ’ τον αριθμό αυτόν αφαιρέσουμε τους πολύ γέρους και τους πολύ νέους για δουλειά, όλες τις «μη-παραγωγικές» γυναίκες, τους νεαρούς και τα παιδιά, έπειτα τα «ιδεολογικά» συνάφια, δηλαδή, την κυβέρνηση, τους παπάδες, τους νομικούς, τους στρατιωτικούς, κλπ, ακόμα όλους εκείνους που έχουν αποκλειστική τους ασχολία να καταναλώνουν ξένη εργασία με την μορφή γαιοπροσόδου, τόκων, κλπ, και τέλος τους εξαθλιωμένους, τους περιπλανώμενους, τους εγκληματίες, κλπ, μένουν σε στρογγυλό αριθμό 8 εκατομμύρια άτομα και των δύο φύλων και των πιο διαφορετικών ηλικιών. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται κι όλοι οι κεφαλαιοκράτες που έχουν κάποια θέση στην παραγωγή, στο εμπόριο, στην οικονομία, κλπ. […] Αν στο προσωπικό των ανθρακορυχείων και μεταλλορυχείων προσθέσουμε όλους όσους εργάζονται σ’ όλα τα κλωστοϋφαντουργικά εργοστάσια, έχουμε 1.208.442 άτομα· αν τους προσθέσουμε στο προσωπικό των μεταλλουργικών εργοστασίων και των μεταλλομανιφακτούρων, έχουμε 1.039.605. Και στις δύο περιπτώσεις, έχουμε έναν αριθμό μικρότερο απ’ τον αριθμό των σύγχρονων οικιακών δούλων [1.208.648 άτομα]. Τι θαυμάσιο αποτέλεσμα της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης των μηχανών![65]

Η ανάπτυξη του πλεονάσματος με τη χρήση μηχανών οδηγεί σε μια αύξηση των εξόδων για μη-παραγωγική εργασία. Τα έξοδα αυτά δεν οφείλονται μόνο σε μια προτίμηση των καπιταλιστών για πολυτέλεια, όπως οι υπηρέτες. Κάποια απ’ αυτά τα έξοδα πρόκειται για αναγκαίους γενικούς όρους της καπιταλιστικής κοινωνίας: πχ, η ύπαρξη κράτους οπότε κι έμμισθων δημοσίων υπαλλήλων. Απ’ την άλλη, η μεγένθυση μιας επιχείρησης έχει ως αποτέλεσμα των μεγένθυση διάφορων μη-παραγωγικων εξόδων για τη λειτουργία της:

Εξ αρχής το γραφείο είναι πάντα εξαιρετικά μικρό σε σύγκριση με το βιομηχανικό εργαστήρι. Κατά τ’ άλλα, είναι καθαρό ότι, στο μέτρο που διευρύνεται η κλίμακα της παραγωγής, πληθαίνουν οι εμπορικές πράξεις που πρέπει να γίνονται διαρκώς για την κυκλοφορία του κεφαλαίου, και για να πουλιέται το προϊόν που υπάρχει με την μορφή του εμπορευματικού κεφαλαίου, και για να ξαναμετατρέπεται το εισπραχθέν χρήμα σε μέσα παραγωγής, και για να κρατιέται ο λογαριασμός για το σύνολο. Ο υπολογισμός των τιμών, το λογιστήριο, η κράτηση του ταμείου, η αλληλογραφία, όλα αυτά ανήκουν εδώ. Όσο πιο ανεπτυγμένη είναι η κλίμακα της παραγωγής, τόσο μεγαλύτερες -αν και καθόλου στην αντίστοιχη αναλογία- είναι οι εμπορικές πράξεις του βιομηχανικού κεφαλαίου, επομένως κι η εργασία κι οι υπόλοιπες δαπάνες κυκλοφορίας για την πραγματοποίηση της αξίας και της υπεραξίας. Έτσι, γίνεται αναγκαία η χρησιμοποίηση μισθωτών εμποροεργατών, που συγκροτούν το καθεαυτό γραφείο. Η δαπάνη για αυτούς, παρόλο που γίνεται με την μορφή μισθού εργασίας, διαφέρει απ’ το μεταβλητό κεφάλαιο που διατίθεται για την αγορά της παραγωγικής εργασίας. Αυξάνει τα έξοδα του βιομήχανου κεφαλαιοκράτη, την μάζα του κεφαλαίου που πρέπει να προκαταβληθεί, χωρίς ν’ αυξάνει άμεσα την υπεραξία. Γιατί πρόκειται για δαπάνη που πληρώνεται για εργασία η οποία χρησιμοποιείται μόνο για την πραγματοποίηση ήδη δημιουργημένων αξιών. Όπως κάθε άλλη δαπάνη αυτού του είδους, κι η δαπάνη αυτή μειώνει το ποσοστό του κέρδους, γιατί αυξάνει το προκαταβλημένο κεφάλαιο, χωρίς όμως ν’ αυξάνει την υπεραξία. […] Όσο πιο μεγάλη είναι η κλίμακα της παραγωγής, και όσο πιο μεγάλη είναι η αξία, επομένως κι η υπεραξία, που πρέπει να πραγματοποιηθούν, όσο πιο μεγάλο είναι λοιπόν το παρηγμένο εμπορευματικό κεφάλαιο, τόσο περισσότερο αυξάνουν απόλυτα, αν κι όχι στην ίδια αναλογία, τα έξοδα γραφείου που προκαλούν ένα είδος καταμερισμό της εργασίας. Πόσο πολύ το κέρδος είναι προϋπόθεση γι’ αυτά τα έξοδα φαίνεται ανάμεσα στ’ άλλα κι απ’ το γεγονός πως, όταν αυξάνουν οι αποδοχές των εμποροϋπαλλήλων, ένας μέρος της αύξησης πληρώνεται με ποσοστιαία συμμετοχή στο κέρδος[66].

Μέσω της επίτευξης όλο και μεγαλύτερης υπεραξίας που δαπανάται σε μη-παραγωγικές εργασίες και το πέταμα των εργατών απ’ την παραγωγή με τις μηχανές, «αυξάνει η μάζα της μεσαίας τάξης, το δε προλεταριάτο (το εργαζόμενο) αποτελεί ένα διαρκώς μικρότερο ποσοστό σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό (και στην περίπτωση ακόμα που αυξάνει απόλυτα ο αριθμός του). Αυτή είναι η πραγματική πορεία της αστικής κοινωνίας»[67]. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της εκμηχάνισης της παραγωγής: ολοένα και περισσότερος πλούτος παράγεται από ολοένα και μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού, κι ο πλούτος αυτός διανέμεται μέσω φόρων, γαιοπροσόδων, τόκων, κερδών, μισθών για μη-παραγωγική εργασία, κλπ, σ’ όλη την υπόλοιπη κοινωνία.

Υπάρχουν δύο τάσεις που διαρκώς διασταυρώνονται: πρώτα, η τάση να χρησιμοποιείται όσο το δυνατόν λιγότερη εργασία για να παραχθεί η ίδια ή μεγαλύτερη ποσότητα εμπορευμάτων, το ίδιο ή μεγαλύτερο καθαρό προϊόν, η ίδια ή μεγαλύτερη υπεραξία, το ίδιο καθαρό εισόδημα. Δεύτερον, η τάση να χρησιμοποιείται όσο το δυνατόν μεγαλύτερος αριθμός εργατών (αν κι ο αριθμός αυτός πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μικρότερος σε σχέση με την ποσότητα των εμπορευμάτων που παράγουν), επειδή, μαζί με την μάζα της χρησιμοποιούμενης εργασίας -με δοσμένη την κλίμακα της παραγωγικής δύναμης- αυξάνει η μάζα της υπεραξίας και του πρόσθετου προϊόντος. Η μια τάση πετάει τους εργάτες στον δρόμο και κάνει υπεράριθμο τον πληθυσμό, η άλλη τους ξαναπορροφά κι αυξάνει απόλυτα την μισθωτή δουλεία έτσι ώστε να αιωρείται πάντα στην μοίρα του ο εργάτης, χωρίς όμως ν’ απαλλάσσεται απ’ αυτή. Γι’ αυτό ο εργάτης θεωρεί, κι αυτό με το δίκιο του, εχθρική γι’ αυτόν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της δικής του εργασίας. Απ’ την άλλη μεριά, ο καπιταλιστής τον μεταχειρίζεται διαρκώς σαν ένα στοιχείο που πρέπει ν’ απομακρυνθει απ’ την παραγωγή. Αυτές είναι οι αντιφάσεις με τις οποίες ασχολείται ο Ρικάρντο. Αυτό που ο Ρικάρντο ξεχνά να τονίσει είναι η σταθερή αύξηση των μεσαίων τάξεων, οι οποίες βρίσκονται στην μέση ανάμεσα στους εργάτες απ’ την μια πλευρά, και στον καπιταλιστή και τον λόρδο γαιοκτήμονα απ’ την άλλη πλευρά, και οι οποίες σε διαρκώς μεγαλύτερη έκταση τρέφονται άμεσα απ’ το εισόδημα, κάθονται σαν ένα βάρος πάνω στην εργαζόμενη βάση της κοινωνίας κι αυξάνουν την κοινωνική ασφάλεια και τη δύναμη των πιο πλούσιων δέκα χιλιάδων οικογενειών. Τη διαιώνιση της μισθωτής δουλείας με τη χρησιμοποίηση των μηχανών οι αστοί την παρουσιάζουν σαν «συνηγορία» υπέρ των μηχανών[68].

Για το αποτέλεσμα αυτό ο Μαρξ μας προϊδέασε απ’ την πρώτα κιόλας φράση της ανάλυσής του για τις μηχανές: «Ο Τζον Στιούαρτ Μιλλ στο έργο του Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας, λέει: “Ζήτημα είναι αν όλες οι ως τώρα μηχανικές εφευρέσεις έχουν ανακουφίσει τον καθημερινό μόχθο οποιουδήποτε ανθρώπινου όντος”. Ο Μιλλ θα έπρεπε να έχει πει “οποιουδήποτε ανθρώπινου όντος που δεν ζει απ’ την εργασία άλλων ανθρώπων” γιατί, χωρίς καμία αμφιβολία, οι μηχανές αυξήσαν πολύ τον αριθμό των καθώς πρέπει αργόσχολων»[69].

Σημειώσεις:
1. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2002, σελ. 444.
2. Ό.π., σελ. 384.
3. Ό.π., σελ. 296.
4. Ό.π., σελ. 425.
5. Ντέηβιντ Ρικάρντο, Αρχαί Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας, εκδόσεις Γκοβοστή, 1992, σελ. 268-269. Η έκδοση αυτή αποτελεί ανατύπωση μιας παλιότερης έκδοσης απ’ τη δεκαετία του 1930, εξού κι η καθαρεύουσα. Δυστυχώς, πρόκειται για την μόνη ολοκληρωμένη μετάφραση του βιβλίου του Ρικάρντο, καθώς η μετάφραση των εκδόσεων Κριτική πιάνει μόνο τα 6 πρώτα κεφάλαια, απ’ τα συνολικά 32, του βιβλίου.
6. Μαρξ, ό.π., σελ. 386.
7. Ό.π., σελ. 387-389 & 393 & 394.
8. Ό.π., σελ. 389 & 391.
9. Ό.π., σελ. 436-437.
10. Καρλ Μαρξ, Αποτελέσματα της Άμεσης Διαδικασίας Παραγωγής, εκδόσεις Α/συνέχεια, 1983, σελ. 101.
11. Ό.π., σελ. 102-103.
12. Ό.π., σελ. 103.
13. Ό.π., σελ. 107-108.
14. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 377 & 395 & 401.
15. Ό.π., σελ. 399.
16. Ό.π., σελ. 401-402.
17. Ό.π., σελ. 402.
18. Ό.π., σελ. 403.
19. Ό.π., σελ. 404-405.
20. Ό.π., σελ. 405.
21. Ό.π., σελ. 407-408.
22. Ό.π., σελ. 410.
23. Φρίντριχ Ένγκελς, Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία, μέρος Β’, εκδόσεις Μπάυρον, 1975, σελ. 19 & 20.
24. Ό.π., σελ. 23 & 27.
25. Ό.π., σελ. 24.
26. Ό.π., σελ. 26.
27. Βλέπε Helen Nianias, «As Rental Prices Rise, Women Stay In Bad Relationships to Survive», Broadly, 20/2/2016, στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://broadly.vice.com/en_us/article/4xkzxq/as-rental-prices-rise-women-stay-in-bad-relationships-to-survive.
28. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 417-418.
29. Ό.π., σελ. 411.
30. Μαρξ & Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, τόμος πρώτος, εκδόσεις Gutenberg, 1997, σελ. 63.
31. Καρλ Μαρξ, «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα» στο Μαρξ & Ένγκελς, Κριτική των Προγραμμάτων Γκότα κι Ερφούρτης, εκδόσεις Κοροντζής, 2004, σελ. 63-64.
32. Maria Mies, «Αποικιοποίηση και Μετατροπή των Γυναικών σε Νοικοκυρές», μπορεί να βρεθεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://2008-2012.net/2016/12/27/colonisation-and-housewifisation/.
33. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 415-416.
34. Ό.π., σελ. 419.
35. Ό.π., σελ. 420.
36. Ό.π., σελ. 421 & 423.
37. Ό.π., σελ. 425-426, η υπογράμμιση δική μας.
38. Ό.π., σελ. 447 & 448.
39. Ό.π., σελ. 444.
40. Raniero Panzieri, «Η Καπιταλιστική Χρήση των Μηχανών: Ο Μαρξ Εναντίον των “Αντικειμενιστών”», μπορεί να βρεθεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://alertacomunista.wordpress.com/2019/02/27/capitalist-use-machinery-marx-versus-objectivists.
41. Harry Braverman, Εργασία και Μονοπωλιακό Κεφάλαιο: Η Υποβάθμιση της Εργασίας στον 20ό Αιώνα, τόμος Α’, εκδόσεις Λέσχη Κατασκόπων του 21ου Αιώνα, 2005, σελ. 24.
42. Ό.π., σελ. 192-193 & 194 & 195 & 200.
43. Raniero Panzieri, «Surplus Value and Planning: Notes on the Reading of Capital» στο The Labor Process and Class Strategies, Stage 1/Conference of Socialist Economists, 1976, σελ. 9 & 11 & 12.
44. Walter Benjamin, Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, εκδόσεις Λέσχη Κατασκόπων του 21ου Αιώνα, 2014, σελ. 17.
45. Καρλ Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2010, σελ. 19 & 20.
46. Ό.π., σελ. 351.
47. Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν, «Τα Άμεσα Καθήκοντα της Σοβιετικής Εξουσίας» στο Λένιν, Άπαντα, τόμος 36, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1982, σελ. 189-190.
48. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 446-447.
49. Ό.π., σελ. 390.
50. Ό.π., σελ. 391-392.
51. Ό.π., σελ. 452.
52. Καρλ Μαρξ, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας [Grundrisse], τόμος Β’ εκδόσεις Στοχαστής, 1990, σελ. 533 & 534 & 538-539.
53. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος τρίτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1978, σελ. 268.
54. Ό.π., σελ. 269, η υπογράμμιση δική μας. Να θυμίσουμε ότι ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργασίας είναι άλλη έκφραση του ποσοστού της υπεραξίας.
55. Επιστολή Μαρξ στον Ένγκελς, 8 Ιανουαρίου 1868, στο Μαρξ & Ένγκελς, Αλληλογραφία 1861-1869, εκδόσεις Μπάυρον, 1975, σελ. 149-150.
56. Martin Nicolaus, «Το Προλεταριάτο κι η Μεσαία Τάξη στον Μαρξ: Η Εγελιανή Χορογραφία κι η Καπιταλιστική Διαλεκτική», μπορεί να βρεθεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://2008-2012.net/2019/03/01/proletariat-middle-class-marx-hegelian-choreography-capitalist-dialectic-2/.
57. Michael Heinrich, «The “Fragment on Machines”: A Marxian Misconception in the Grundrisse and its Overcoming in Capital» στο Bellofiore, Starosta & Thomas, eds, In Marx’s Laboratory: Critical Interpretations of the “Grundrisse”, εκδόσεις Brill, 2013, σελ. 211-212.
58. Raniero Panzieri, «Η Καπιταλιστική Χρήση των Μηχανών: Ο Μαρξ Εναντίον των “Αντικειμενιστών”».
59. Μαρξ & Ένγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», στο Μαρξ & Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος πρώτος, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 27.
60. Harry Braverman, ό.π., σελ. 26 & 28 & 30-31.
61. Στις 19 Απριλίου του 1945, η ιταλική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης κάλεσε σε εξέγερση ενάντια στο φασιστικό καθεστώς. Η Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης της Βόρειας Ιταλίας ήταν το παρακλάδι της στη Βόρεια Ιταλία. Μέσα σε μερικές ημέρες διάφορες περιοχές τις Ιταλίας είχαν απελευθερωθεί και στις 28 Απριλίου ο Μουσολίνι συνελήφθει απ’ την ιταλική αντίσταση κι εκτελέστηκε. Το αναφερθέν Διάταγμα εκδόθηκε απ’ την Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης.
62. James Wilkinson, The Intellectual Resistance in Europe, εκδόσεις Harvard University Press, 1981, σελ. 226.
63. Ντέηβιντ Ρικάρντο, Οι Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας και της Φορολογίας, εκδόσεις Κριτική, 2000, σελ. 92.
64. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 454-457.
65. Ό.π., σελ. 462-463.
66. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος τρίτος, σελ. 378-380.
67. Καρλ Μαρξ, Θεωρίες για την Υπεραξία, μέρος τρίτο, εκδόσεις Σύγχρονη, 2008, σελ. 69.
68. Καρλ Μαρξ, Θεωρίες για την Υπεραξία, μέρος δεύτερο, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1982, σελ. 667-668.
69. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 386.