Μεταφράσαμε το παρακάτω κείμενο του Raniero Panzieri απ’ την ανθολογία Outlines of a Critique of Technology, εκδόσεις Ink Links, 1980, σ’ επιμέλεια του Phil Slater. Το κείμενο είχε δημοσιευτεί αρχικά στα ιταλικά στο περιοδικό Quaderni Rossi υπό τον τίτλο «Sull’uso capitalistico delle macchine nel neocapitalismo». Η αγγλική μετάφραση έγινε απ’ τον Quintin Hoare. Πριν το άρθρο του Panzieri, υπάρχει μια εισαγωγή του Slater.

Είναι ευρέως γνωστό ότι, για τον Μαρξ, ο καπιταλισμός επαναστατικοποιεί τόσο «τις ομαδοποιήσεις στις οποίες διαιρείται η κοινωνία» όσο και «τις τεχνικές διαδικασίες της εργασίας». Λιγότερο γνωστό είναι ότι ο Μαρξ θεωρητικοποιεί την ενότητα αυτών των δύο στιγμών (κοινωνικές ομαδοποιήσεις και τεχνικές διαδικασίες) ως να συγκροτούν έναν «ειδικά καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής» [η έμφαση του Slater]. Οι κοινωνικές ομαδοποιήσεις (δηλαδή, οι μισθωτοί εργάτες κι οι καπιταλιστές), σ’ απομόνωση απ’ τις τεχνικές διαδικασίες της εργασίας, συγκροτούν αυτό που ο Μαρξ αποκαλλεί τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο· όμως, στη βάση αυτής της τυπικής υπαγωγής εγείρεται ένα σύνολο «μεθόδων, μέσων και όρων» παραγωγής τους οποίους ο Μαρξ αποκαλλεί πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο. Αυτό αναλύεται επί μακρόν στα νεοδημοσιευμένα Αποτελέσματα της Άμεσης Διαδικασίας Παραγωγής του Μαρξ (το λεγόμενο «αδημοσίευτο κεφάλαιο» του Κεφαλαίου), όμως η ίδια οπτική είναι πλήρως εμφανής στο ίδιο το Κεφάλαιο, όπως υπέδειξε ο Raniero Panzieri στο παρακάτω άρθρο του που γράφτηκε πριν από σχεδόν 20 χρόνια.

Ο Panzieri γεννήθηκε στην Ιταλία το 1921. Στην ενήλικη ζωή του (η οποία διακόπηκε τραγικώς σύντομα απ’ τον ξαφνικό κι απρόσμενο θάνατό του το 1964, σε ηλικία 43 ετών) υπήρξε θεωρητικός και πρακτικός μαρξιστής μιλιτάντης. Τυπικά συνδέθηκε με το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSI), του οποίου υπήρξε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής κι Εκπρόσωπος Πολιτιστικών Ζητημάτων τη δεκαετία του 1950. Ωστόσο, ο Panzieri απομακρύνθηκε απ’ τη στρατηγική της συμμαχίας μεταξύ εργατών-αφεντικών στις επιχειρήσεις με σκοπό την «ανάπτυξη» της Ιταλίας μέσω μιας «σχεδιασμένης» εδραίωσης, σ’ εθνικό επίπεδο, της «ορθολογικότητας» που ο καπιταλισμός είχε εδραιώσει σ’ εργοστασιακό επίπεδο. Η στρατηγική αυτή υπήρξε κοινή μεταξύ του PSI, του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI) και των αριστερών συνδικάτων. Ο Panzieri στράφηκε με ειλικρίνεια στον Μαρξ για να θεμελιώσει θεωρητικά τις βάσεις της απόρριψής του αυτής της στρατηγικής. Αφενός, ο Panzieri συνέβαλε στη διεύρυνση των μαρξικών κειμένων που ήταν διαθέσιμα στα ιταλικά μεταφράζοντας ο ίδιος τον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου (ο οποίος αποδείχτηκε κεντρικός στην κατανόησή του για τον καπιταλισμό)· αφετέρου, διεύρυνε τα βασικά αυτά μαρξικά κείμενα με μια σειρά θεωρητικών αναπτύξεων, αρχικά στο περιοδικό Mondo Operaio του PSI κι ύστερα, όταν τα άρθρα του τον έφεραν σε σύγκρουση με την ηγεσία του PSI κι αναγκάστηκε να φύγει απ’ την Ρώμη και να πάει στο Τορίνο, στο περιοδικό Quaderni Rossi το οποίο άφησε εποχή, και του οποίου ο Panzieri υπήρξε συνιδρυτής κι αρχισυντάκτης.

Η καλύτερα διατυπώμενη προσπάθεια του Panzieri, αν και όχι καθοριστική, να συλλάβει τους νόμους της κίνησης της καπιταλιστικής κοινωνίας δημοσιεύτηκε στα Quaderni Rossi το 1964, το έτος του θανάτου του. Εστιάζοντας στις αγαπημένες κατηγορίες του εργατικού κινήματος, ονομαστικά στην «αναρχία» και τον «σχεδιασμό», η έγνοια του Panzieri να υπονομεύσει την κυρίαρχη αναθεωρητική εκδοχή παρήγαγε μια διπλή θέση: πρώτον, στο κοινωνικό επίπεδο, το κεφάλαιο δεν αποτελεί απλώς «αναρχία» μα κοινωνικό κεφάλαιο· ως τέτοιο, το κεφάλαιο ήταν ικανό σχεδιασμού, κι αυτό δεν αρνούνταν με κανέναν τρόπο τους αντιφατικούς νόμους της καπιταλιστικής συσσώρευσης, πρέπει να γίνει πλήρως σαφές ότι δεν υπάρχει τίποτα εγγενώς «μεταβατικό» στον «σχεδιασμό» σ’ αφαίρεση. Η συμπληρωματική πρόταση του ισχυρισμού του Panzieri ήταν ότι, ακριβώς όπως στο κοινωνικό επίπεδο ο καπιταλιστικός σχεδιασμός παραμένει καπιταλιστικός σχεδιασμός, το ίδιο ισχύει επίσης και με τον καπιταλιστικό σχεδιασμό στο εργοστασιακό επίπεδο. Στην κυρίαρχη μαρξιστική οπτική των παραγωγικών δυνάμεων ως την αυτόνομη κινητήριο δύναμη της ιστορίας, ο Panzieri αντιπαρέταξε την άποψη ότι «οι παραγωγικές σχέσεις βρίσκονται στο εσωτερικό των παραγωγικών δυνάμεων» (Raniero Panzieri, «Surplus Value and Planning», The Labour Process & Class Strategies, 1976, σελ. 12). Και στην εξίσου επικρατούσα ιδέα της εγγενούς «ορθολογικότητας» της τεχνολογίας, ο Panzieri αντιπαρέταξε την «καπιταλιστική αντικειμενικότητα του παραγωγικού μηχανισμού αναφορικά με τους εργάτες» (ό.π., σελ. 9).

Για καλή μας τύχη, το εν λόγω άρθρο του Panzieri  [«Surplus Value and Planning»] υπάρχει διαθέσιμο στ’ αγγλικά εδώ κι αρκετό καιρό, οπότε δεν χρειάζεται να μπούμε σε περαιτέρω λεπτομέρειες. Ωστόσο, ο αναγνώστης ίσως βρει την ανάλυση για τη τεχνολογία υπερβολικά συμπυκνωμένη· αυτό ισχύει επειδή ο Panzieri είχε ήδη αφιερώσει ένα ολόκληρο άρθρο απ’ το πρώτο τεύχος των Quaderni Rossi (1961) σ’ αυτό το ζήτημα: πρόκειται για το παρακάτω άρθρο. Η σημασία του στο παρόν πλαίσιο είναι τριπλή: πρώτον, εδραιώνει τη βάση στην οποία θεωρητικοποιούνται οι μηχανές στο Κεφάλαιο· δεύτερον, αντιπαραθέτει το Κεφάλαιο με την ορθόδοξη μαρξιστική οπτική την οποία ο Panzieri ονομάζει «αντικειμενικισμό» (ο όρος του Panzieri για τον «τεχνικισμό»)· και, τρίτον, διευκρινίζει την πολιτική διάσταση του προβλήματος με τους όρους της ταξικής συνείδησης, της στρατηγικής και της επαναστατικής μετάβασης.

Στις δύο δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει απ’ την αρχική δημοσίευση του άρθρου αυτού, το καινοτόμο έργο του Panzieri έχει αναπτυχθεί σημαντικά, κυρίως από άλλους λόγω του πρώιμου θανάτου του. Πρώτος υπήρξε ο Μάριο Τρόντι, η συμμετοχή του οποίου στα Quaderni Rossi οδήγησε στο σημαντικότερο βιβλίο της επαναστατικής ιταλικής αριστεράς της δεκαετίας του 1960, το Operai e capitale [Εργάτες και Κεφάλαιο]. Ακολουθώντας την αντίληψη του Panzieri για την «καπιταλιστική αντικειμενικότητα του παραγωγικού μηχανισμού αναφορικά με τους εργάτες», ο Τρόντι ισχυρίστηκε ότι μια επαναστατική ταξική συνείδηση προϋπέθετε τη «Στρατηγική της Άρνησης» (το κεφάλαιο αυτό απ’ το βιβλίο του Τρόντι μπορεί να βρεθεί στ’ αγγλικά στο Working Class Autonomy and the Crisis). Απ’ τη στιγμή που το εργοστάσιο ήταν ο χώρος όπου η ζωντανή εργασία αναπαρήγαγε την καθυπόταξή της στη νεκρή εργασία, αυτή η «Άρνηση» αποκρυσταλλώθηκε στην «Πάλη Ενάντια στην Εργασία» (το κεφάλαιο αυτό απ’ το βιβλίο του Τρόντι μπορεί να βρεθεί στ’ αγγλικά στο Radical America, vol. VI, no. 3), σύμφωνα με την οποία, η «καταστολή της εργασίας απ’ την εργατική τάξη κι βίαιη καταστροφή κεφαλαίου αποτελούν το ίδιο και το αυτό» (ό.π., σελ. 25).

Αυτό το αποκαλυπτικό όραμα υπήρξε θεμελιώδες στην ανάπτυξη της ιταλικής ταξικής πάλης τις δεκαετίες του 1960 και 1970, παρότι ο Τρόντι τελικά υποχώρησε βιαστικά πίσω στο PCI το οποίο είχε προηγουμένως εγκαταλείψει. Η κληρονομιά του Panzieri πάρθηκε τότε απ’ την ομάδα Potere Operaio, η οποία το 1973 αυτοδιαλύθηκε στον διάχυτο «χώρο» της Autonomia Operaia. Αντί να στοχεύσει να καταλάβει αυτό που στην πραγματικότητα υπήρξε μια επαρκής μορφή κεφαλαίου τόσο εντός όσο κι εκτός του εργοστασίου, το επαναστατικό κίνημα τώρα αυτοπροσδιορίστηκε ως μια πάλη ενάντια στην «καπιταλιστική αντικειμενικότητα» του συνόλου της «κοινωνίας των πολιτών και του κράτους». Ο τίτλος της μπροσούρας Capitalist Domination & Working Class Sabotage [Καπιταλιστική Κυριαρχία κι Εργατικό Σαμποτάζ] του Νέγκρι συνοψίζει αποτελεσματικά το όλο κίνημα. Αν οι «Αυτόνομοι», τοιουτοτρόπως, απείλησαν το σύνολο της βάσης της συνεργείας του παραδοσιακού εργατικού κινήματος στη στήριξη του παραπαίοντος ιταλικού κράτους, το ιταλικό κράτος δεν άργησε ν’ αντιληφθεί αυτή την απειλή: απ’ τις 7 Απριλίου του 1979, ο Νέγκρι κι άλλοι «Αυτόνομοι», συμπεριλαμβανομένου σχεδόν του συνόλου της σχολής πολιτικών επιστημών του πανεπιστημίου της Παδόβα, φυλακίστηκε με καταγορίες που κυμαίνονταν από «ανατρεπτική οργάνωση» έως «ένοπλη εξέγερση».

Σ’ αυτό το στάδιο, η «καπιταλιστική αντικειμενικότητα του παραγωγικού μηχανισμού αναφορικά με τους εργάτες», μια διατύπωση που προϋπέθεσε μια τεράστια θεωρητική προσπάθεια εκ μέρους του Panzieri, είχε γίνει αξίωμα της «αυτόνομης» θεωρίας και πρακτικής. Επιπλέον, η υπεκφυγή που ακόμη υπήρξε περιστασιακά εμφανής στον Panzieri, είχε εξαληφθεί πλήρως. Όμως, στη τρέχουσα περίοδο που η θεωρία κι η πρακτική της ιταλικής ταξικής πάλης ξεκινά να έχει κάποιο αντίκτυπο στον αγγλοσαξωνικό κόσμο, και, μεταξύ άλλων, προετοιμάζει το έδαφος για μια επαναστατική κριτική της τεχνολογίας, ενδείκνυται μια μετάφραση του επιδραστικού αυτού άρθρου του Panzieri.

Είναι ευρέως γνωστό ότι, σύμφωνα με τον Μαρξ, η απλή συνεργασία εμφανίζεται ιστορικά στην αρχή της διαδικασίας ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Όμως, αυτό το απλό σχήμα της συνεργασίας αποτελεί απλώς μια ιδιαίτερη μορφή της συνεργασίας που αποτελεί τη βασική μορφή της καπιταλιστικής παραγωγής[1]. «[Η] κεφαλαιοκρατική μορφή συνεργασίας προϋποθέτει από τα πριν τον ελεύθερο μισθωτό εργάτη, που πουλάει την εργασιακή του δύναμη στο κεφάλαιο»[2]. Ο εργάτης, όμως, ως ιδιοκτήτης και πωλητής της εργασιακής του δύναμης, έρχεται σε σχέση με το κεφάλαιο μόνο ως άτομο· η συνεργασία, η αμοιβαία σχέση μεταξύ των εργατών,

αρχίζει μόνο μέσα στην εργασιακή διαδικασία, αλλά μέσα στην εργασιακή διαδικασία έπαψαν πια ν’ ανήκουν στον ίδιο τον εαυτό τους. Όταν μπαίνουν σ’ αυτή είναι πια ενσωματωμένοι στο κεφάλαιο. Σαν συνεργαζόμενοι, σαν μέλη ενός εργαζόμενου οργανισμού αποτελούν οι ίδιοι απλώς έναν τρόπο ύπαρξης του κεφαλαίου. Γι’ αυτό η παραγωγική δύναμη που αναπτύσσει ο εργάτης σαν κοινωνικός εργάτης είναι παραγωγική δύναμη του κεφαλαίου. Η κοινωνική παραγωγική δύναμη της εργασίας αναπτύσσεται δωρεάν, μόλις οι εργάτες μπουν κάτω από καθορισμένους όρους, και το κεφάλαιο τους βάζει κάτω απ’ αυτούς ακριβώς τους όρους. Επειδή η κοινωνική παραγωγική δύναμη δεν στοιχίζει τίποτα στο κεφάλαιο, επειδή απ’ την άλλη ο εργάτης δεν την αναπτύσσει προτού η ίδια η εργασία του ανήκει στο κεφάλαιο, παρουσιάζεται σαν παραγωγική δύναμη που την έχει το κεφάλαιο από φυσικού του, σαν ενυπάρχουσα σ’ αυτό παραγωγική δύναμη[3].

Η καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία αναπτύσσεται μέσω των διάφορων ιστορικών της φάσεων ως μια διαδικασία ανάπτυξης του καταμερισμού της εργασίας, και ο βασικός χώρος αυτής της διαδικασίας είναι το εργοστάσιο:

Το γεγονός ότι οι πνευματικές δυνάμεις της υλικής παραγωγικής διαδικασίας αντιπαρατίθονται σ’ αυτούς [στους εργάτες] σαν ξένη ιδιοκτησία και σαν δύναμη που τους εξουσιάζει είναι προϊόν του μανουφακτουρικού καταμερισμού της εργασίας. Η διαδικασία αυτή του χωρισμού αρχίζει στην απλή συνεργασία, όπου απέναντι στους ξεχωριστούς εργάτες ο κεφαλαιοκράτης αντιπροσωπεύει την ενότητα και τη θέληση του κοινωνικού σώματος εργασίας. Αναπτύσσεται παραπέρα στην μανουφακτούρα που σακατεύει τον εργάτη και τον μετατρέπει σε μερικό εργάτη. Ολοκληρώνεται στην μεγάλη βιομηχανία που την επιστήμη τη χωρίζει σαν αυτοτελή παραγωγική δύναμη από την εργασία και την βάζει με το στανιό στην υπηρεσία του κεφαλαίου[4].

Η ανάπτυξη της τεχνολογίας λαμβάνει χώρα πλήρως εντός αυτής της καπιταλιστικής διαδικασίας. Μολονότι η εργασία κατατέμνεται, η μανιφακτούρα ακόμη βασίζεται στη χειροτεχνική επιτηδειότητα, και «επειδή συνολικός μηχανισμός που λειτουργεί σ’ αυτή [την μανιφακτούρα] δεν διαθέτει έναν ανεξάρτητο απ’ τους ίδιους τους εργάτες αντικειμενικό σκελετό, το κεφάλαιο παλεύει διαρκώς με την ανυποταγή των εργατών». Η μανιφακτούρα, συνεπώς, έχει μια «στενή τεχνική βάση» η οποία έρχεται «σ’ αντίφαση με τις ανάγκες της παραγωγής» που δημιούργησε η ίδια[5].

Η εισαγωγή μηχανών σε μεγάλη κλιμάκα σημαδεύει την μετάβαση απ’ την μανιφακτούρα στην μεγάλη βιομηχανία. Η μετάβαση αυτή σημαίνει ότι «από την μια, παραμερίζεται η τεχνική βάση της ισόβιας προσάρτησης του εργάτη σε μια μερική λειτουργία» και, «από την άλλη, πέφτουν οι φραγμοί που η ίδια αυτή αρχή [η χειροτεχνική δραστηριότητα] έβαζε ακόμα στην κυριαρχία του κεφαλαίου»[6]. Η τεχνολογία που ενσωματώνεται στο καπιταλιστικό σύστημα καταστρέφει με μιας το παλιό σύστημα καταμερισμού της εργασίας κι εδραιώνεται συστηματικά, «με ακόμα πιο αποκρουστική μορφή», ως ένα μέσο εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης:

Η ισόβια ειδικότητα να χειρίζεται ο εργάτης ένα μερικό εργαλείο, μετατρέπεται σε ισόβια ειδικότητα να υπηρετεί μια μερική μηχανή […] Έτσι, όχι μόνο μειώνονται σημαντικά τα έξοδα που είναι αναγκαία για τη δική του αναπαραγωγή του [εργάτη], μα ολοκληρώνεται ταυτόχρονα η απόλυτη εξάρτησή του απ’ το σύνολο του εργοστασίου, δηλαδή απ’ τον κεφαλαιοκράτη[7].

Έτσι, η ίδια η τεχνολογική πρόοδος εμφανίζεται ως ένας τρόπος ύπαρξης του κεφαλαίου, ως η εξέλιξή του:

Ακόμα και το ξαλάφρωμα της δουλειάς [μέσω της χρήσης μηχανών] γίνεται μέσο βασανισμού, γιατί η μηχανή δεν απελευθερώνει τον εργάτη απ’ την εργασία, αλλά την εργασία απ’ το περιεχόμενό της. Κάθε κεφαλαιοκρατική παραγωγή, εφόσον δεν είναι μόνο εργασιακή διαδικασία, μα ταυτόχρονα είναι και διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου, έχει κοινό χαρακτηριστικό της ότι δεν χρησιμοποιεί ο εργάτης τον όρο εργασίας, αλλά αντίστροφα ο όρος εργασίας χρησιμοποιεί τον εργάτη, μονάχα όμως με τις μηχανές η αντιστροφή αυτή αποκτάει μια τεχνικά χειροπιαστή πραγματικότητα. Στη διάρκεια της ίδιας της εργασιακής διαδικασίας, το μέσο εργασίας, με την μετατροπή του σε αυτόματο, ορθώνεται απέναντι στον εργάτη σαν κεφάλαιο, σαν νεκρή εργασία, που εξουσιάζει κι απομυζά τη ζωντανή εργασιακή δύναμη[8].

Το αυτόματο εργοστάσιο δυνητικά εγκαθιδρύει την κυριαρχία των συνεταιρισμένων παραγωγών επί της εργασιακής διαδικασίας. Όμως, στην καπιταλιστική χρήση του σύγχρονου εργοστασίου, «είναι υποκείμενο το ίδιο το αυτόματο, ενώ οι εργάτες μόνο σαν ενσυνειδητά όργανα είναι ενταγμένοι στα ασυνείδητα όργανά του [του αυτόματου], και μαζί μ’ αυτά είναι υποταγμένοι στην κεντρική κινητήρια δύναμη»[9].

Μπορούμε οπότε, μεταξύ άλλων, να συμπεράνουμε: πρώτον, ότι η καπιταλιστική χρήση των μηχανών δεν αποτελεί, ας πούμε, μια απλή διαστρέβλωση κάποιας «αντικειμενικής» ανάπτυξης που είναι καθεαυτή ορθολογική, ή μια απλή παρέκκλιση από κάποια αντικειμενική ανάπτυξη που είναι καθεαυτή ορθολογική, αλλά είναι το κεφάλαιο που έχει καθορίσει τη τεχνολογική ανάπτυξη· δεύτερον, ότι «η επιστήμη, οι τεράστιες φυσικές δυνάμεις κι η μαζική κοινωνική εργασία» ενσωματώνονται «στο σύστημα των μηχανών, και αποτελούν μαζί του τη δύναμη του “αφεντικού” (master)»[10]. Οπότε, για τον «αδειανό» μεμονωμένο εργάτη, η τεχνολογική ανάπτυξη αυτοπαρουσιάζεται ως μια ανάπτυξη του καπιταλισμού: σαν κεφάλαιο, και «σαν τέτοιο το αυτόματο έχει στο πρόσωπο του κεφαλαιοκράτη συνείδηση και θέληση»[11]. Στο μυαλό του αφεντικού, «είναι αχώριστα συνυφασμένα οι μηχανές και το μονοπώλιό του σ’ αυτές»[12]. Η διαδικασία εκβιομηχάνισης, καθώς επιτυγχάνει όλο και πιο ανεπτυγμένα επίπεδα τεχνολογικής προόδου, συμπίπτει με μια συνεχή ανάπτυξη της εξουσίας του καπιταλιστή. Καθώς τα μέσα παραγωγής, αντιπαρατασόμενα στον εργάτη, αυξάνονται σε όγκο, αυξάνεται για τον καπιταλιστή η αναγκαιότητα ν’ ασκήσει έναν απόλυτο έλεγχο. Το σχέδιο του καπιταλιστή αποτελεί την ιδεατή μορφή στην οποία «[η] συνάρτηση των εργασιών τους [των εργατών]» έρχεται αντιμέτωπη με τους μισθωτούς εργάτες, ενώ την ίδια στιγμή αυτοπαρουσιάζεται «πραχτικά σαν κύρος του κεφαλαιοκράτη, σαν εξουσία μας ξένης θέλησης»[13]. Συνεπώς, η ανάπτυξη του καπιταλιστικού σχεδιασμού είναι στενά συνδεδεμένη μ’ αυτή της καπιταλιστικής χρήσης των μηχανών. Στην ανάπτυξη της συνεργασίας, της κοινωνικής εργασιακής διαδικασίας, αντιστοιχεί -υπό τη διαχείριση του καπιταλιστή- η ανάπτυξη του σχεδίου ως δεσποτισμός. Στο εργοστάσιο, το κεφάλαιο επιβεβαιώνει την εξουσία του σ’ όλο και μεγαλύτερο εύρος «σαν ιδιώτης νομοθέτης». Ο δεσποτισμός του είναι ο σχεδιασμός του, μια «κεφαλαιοκρατική γελοιογραφία της κοινωνικής ρύθμισης της εργασιακής διαδικασίας»[14].

Τεχνικοί κι οργανωτικοί μετασχηματισμοί του καπιταλισμού κι οι αντικειμενικίστικες ερμηνείες τους

Η ανάλυση του Μαρξ για τον καταμερισμό της εργασίας στο σύστημα της μεγάλης βιομηχανίας υπό καπιταλιστικό έλεγχο, προσφέρει μια έγκυρη μεθοδολογία για την άρνηση των διάφορων «αντικειμενικίστικων» ιδεολογιών που ευδοκιμούν για ακόμη μια φορά στο πεδίο της τεχνολογικής προόδου (ειδικά στη σύνδεση με τη φάση του αυτοματισμού). Η καπιταλιστική ανάπτυξη της τεχνολογίας, καθώς περνά τα διάφορα στάδια εξορθολογισμού, περιλαμβάνει όλο και περισσότερες μορφές ενσωμάτωσης, κλπ – μια συνεχή ανάπτυξη του καπιταλιστικού ελέγχου. Ο βασικός παράγοντας σ’ αυτή τη διαδικασία είναι η συνεχή ανάπτυξη του σταθερού κεφαλαίου συγκριτικά με το μεταβλητό κεφάλαιο. Στον σύγχρονο καπιταλισμό, όπως είναι καλά γνωστό, ο καπιταλιστικός σχεδιασμός διευρύνεται υπερβολικά με την μετάβαση σε μονοπωλιακές κι ολιγοπωλιακές μορφές, οι οποίες περιλαμβάνουν τη σταδιακή διεύρυνση του σχεδιασμού απ’ το εργοστάσιο στην αγορά, στην εξωτερική κοινωνική σφαίρα.

Δεν υπάρχει κανένας «αντικειμενικός», μυστικιστικός παράγοντας εγγενής στα χαρακτηριστικά της τεχνολογικής ανάπτυξης ή του σχεδιασμού στη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία, ο οποίος να μπορεί να εγγυηθεί τον «αυτόματο» μετασχηματισμό ή την «αναγκαία» ανατροπή των υπάρχοντων σχέσεων. Οι νέες «τεχνικές βάσεις» που σταδιακά επιτυγχάνονται στην παραγωγή προσφέρουν στον καπιταλισμό νέες δυνατότητες για την εδραίωση της εξουσίας του. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αυξάνονται ταυτοχρόνως κι οι δυνατότητες για την ανατροπή του συστήματος. Όμως, οι δυνατότητες αυτές συμπίπτουν με τον απολύτως υπονομευτικό χαρακτήρα που τείνει να λάβει η «ανυπακοή» της εργατικής τάξης εν όψει του αυξανόμενα ανεξάρτητου «αντικειμενικού πλαισίου» του καπιταλιστικού μηχανισμού.

Προφανώς, οπότε, οι πιο ενδιαφέρουσες πτυχές των «αντικειμενικιστικών», «οικονομιστικών» ιδεολογιών έχουν να κάνουν με τα προβλήματα της τεχνολογικής ανάπτυξης και της εργοστασιακής οργάνωσης. Εδώ δεν αναφερόμαστε φυσικά στις νεοκαπιταλιστικές ιδεολογίες, μα στις θέσεις που εκφράζονται στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος και στη θεωρητική του προβληματική. Σ’ αντίθεση με τις παλιές ιδεολογικές αποκρυσταλλώσεις στη συνδικαλιστική δράση, η διαδικασία της ανανέωσης του ταξικού συνδικαλισμού τα τελευταία χρόνια έχει βασιστεί, πάνω απ’ όλα, σε μια αναγνώριση της «νέας πραγματικότητας» του σύγχρονου καπιταλισμού. Όμως, η προσοχή που ορθώς έχει δοθεί στις τροποποιήσεις που συνοδεύουν την παρούσα τεχνολογική κι οικονομική φάση διαστρεβλώνεται -σε μια σειρά από θέσεις και μελέτες- με μια παρουσίαση των τροποποιήσεων αυτών σε μια «καθαρή», εξιδανικευμένη μορφή, απογυμνωμένη απ’ τη συγκεκριμένη σύνδεση με τα γενικά και καθοριστικά (εξουσιαστικά) στοιχεία της καπιταλιστικής οργάνωσης[15]. Ο εξορθολογισμός, με τον ακραίο κατατεμαχισμό της εργασίας, ο οποίος «αδειάζει» από περιεχόμενο την εργασία του εργάτη, γίνεται αντιληπτός ως μια περαστική φάση – ως μια «επώδυνη» μ’ αναγκαία μετάβαση στο στάδιο το οποίο «επανενώνει τις κατατεμαχισμένες εργασίες με μια μοναδιαία έννοια». Αναγνωρίζεται ασαφώς ότι η φθίνουσα χρήση ζωντανής εργασίας στην παραγωγή κι η συνεπακόλουθη αύξηση του σταθερού κεφαλαίου ωθούν προς την κατεύθυνση μιας αδιάλειπτης συνέχειας του κύκλου, ενώ «αυξάνονται οι δεσμοί εσωτερικής κι εξωτερικής αλληλεξάρτησης: ακριβώς όπως εντός μιας παραγωγικής μονάδας η μεμονωμένη θέση εργασίας κι ο μεμονωμένος εργάτης μπορούν να ειδωθούν μόνο ως τμήμα ενός οργανικά ολοκληρωμένου όλου, έτσι επίσης σε λίγο κι εκτός της κάθε μεμονωμένης παραγωγικής μονάδας κι η συμπεριφορά της έχει ισχυρότερους δεσμούς αλληλεξάρτησης με το σύνολο της οικονομικής τάξης [order]»[16].

Έτσι, τα νέα χαρακτηριστικά που λαμβάνει η καπιταλιστική οργάνωση περνιούνται για στάδια ανάπτυξης μιας αντικειμενικής «ορθολογικότητας». Έτσι, για παράδειγμα, υπογραμμίζεται η θετική, «ορθολογική» λειτουργία των Μέθοδων Χρονομέτρησης [MTM, ένα προκαθορισμένο σύστημα χρόνου κίνησης για την ανάλυση των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση χειρωνακτικών εργασιών για τον καθορισμό της χρονικής διάρκειας μέσα στην οποία πρέπει να εκτελεστεί απ’ τον εργάτη η κάθε εργασία], καθώς «μελετώντας χρόνους, ο τεχνικός αναγκάζεται να μελετήσει μεθόδους»![17] Ξανά, έχει σχετικά ξεχαστεί ότι -στη σύγχρονη μεγάλη εταιρεία «με σχεδιασμένη παραγωγή που επιτυγχάνεται μέσω συνεχούς ροής»- «η μη-ανταπόκριση ενός εργάτη ή μιας ομάδας εργατών σ’ αυτό που τους έχει ζητηθεί στη βάση των προβλέψεων που έκανε το παραγωγικό σχέδιο της εταιρείας»[18] περικλείνει τεράστιες δυνατότητες διαταραχής της παραγωγής [οπότε αποτελεί όπλο για την πάλη των εργατών]. Αντιθέτως, η εστίαση πέφτει στην αναγκαιότητα («ορθολογική», φυσικά) της «λεγόμενης “ηθικής” σχέσης μεταξύ των επιχειρηματιών και των εργατών, η οποία αποτελεί τόσο προϋπόθεση όσο και στόχο των λεγόμενων “ανθρώπινων σχέσεων”, ακριβώς επειδή μόνο σ’ αυτή τη βάση μπορεί να εδραιωθεί η συνεργασία [των εργατών με τους επιχειρηματίες]». Συνεπώς, η «ολοκληρωμένη παραγωγή πρέπει να συνοδευτεί από μια ενσωμάτωση του εργάτη στην εταιρεία, κι αυτή η ενσωμάτωση πρέπει να είναι οικειοθελής, καθώς κανένας περιορισμός ή πειθάρχηση δεν μπορεί ν’ αναγκάσει τους ανθρώπους να παραδώσουν την ελευθερία τους, για παράδειγμα, στο να παράξουν την μια ημέρα λίγο λιγότερο και την άλλη λίγο περισσότερο», κλπ, κλπ[19]. Συνεπώς, «ο λόγος που αυτό το κίνημα [για “ανθρώπινες σχέσεις”] ίσως σβήσει είναι ότι το έγκυρο κομμάτι των ιδεών του μπορεί ν’ αφομοιωθεί» – αν και, φυσικά, τα συνδικάτα πρέπει να παρέμβουν «για να καταστρέψουν τις επιζήμιες μορφές “εταιρισμού” στενά δεμένες με τέτοιες “ανθρώπινες σχέσεις”»![20] Έτσι, η υπόσταση των διαδικασιών ενσωμάτωσης γίνεται αποδεκτή: αντιμετωπίζονται ως εγγενώς αναγκαίες, ως απόρροιες του χαρακτήρα της «σύγχρονης» παραγωγής. Υπενθυμίζουν απλώς στον καθένα ότι ορισμένες «διαστρεβλώσεις» που η καπιταλιστική χρήση εγχέει σ’ αυτές τις διαδικασίες πρέπει να διορθωθούν. Ακόμη κι η «λειτουργική» οργάνωση της παραγωγής γίνεται αντιληπτή σ’ αυτό το πλαίσιο απλώς στην τεχνολογικά «μετουσιωμένη» της μορφή, ως ένα πραγματικό άλμα πέρα απ’ την ιεράρχηση που χαρακτηρίζει τις προηγούμενες φάσεις της εκμηχάνισης. Ούτε καν που υποψιάζονται ότι ο καπιταλισμός ίσως χρησιμοποιήσει τις νέες «τεχνικές βάσεις» που προσφέρει το πέρασμα απ’ τα προηγούμενα στάδια εκμηχάνισης στην υψηλή εκμηχάνιση (και την αυτοματοποίηση) ώστε να διαιωνίσει και να εδραιώσει την αυταρχική δομή της εργοστασιακής οργάνωσης: πράγματι, το σύνολο της διαδικασίας εκβιομηχάνισης παρουσιάζεται ως να κυριαρχείται απ’ τη «τεχνολογική» μοίρα η οποία οδηγεί στην απευλεύθερωση του ανθρώπου απ’ τους «περιορισμούς που του τίθονται απ’ το περιβάλλον και τις φυσικές του ικανότητες». Τόσο ο «διοικητικός εξορθολογισμός» όσο κι η τεράστια ανάπτυξη των «εξωστρεφών οργανωτικών» λειτουργιών αντιμετωπίζονται εξίσου ως μια «τεχνική» ή «καθαρή» μορφή. Η σχέση μεταξύ αυτών των εξελίξεων και των διαδικασιών και των αντιφάσεων του σύγχρονου καπιταλισμού (η αναζήτησή του για όλο και πιο σύνθετα μέσα ώστε να εκπληρώσει και να επιβάλει τον σχεδιασμό του), ή η συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα στην οποία ζει και μάχεται η εργατική τάξη (η καθημερινή «καπιταλιστική χρήση» των μηχανών και της οργάνωσης), παραμελούνται για χάρη μιας τεχνολογικοειδυλλιακής εικόνας.

Μια «αντικειμενική» οπτική των νέων τεχνολογικοοργανωτικών μορφών εγείρει ιδιαίτερα σοβαρές διαστρεβλώσεις για τη φύση  της απασχόλησης στο σύγχρονο εργοστάσιο. Υπάρχει η τάση να δούμε μια εξαφάνιση των κατατεμαχισμένων λειτουργιών και την εδραίωση νέων καθηκόντων ενός μοναδιαίου χαρακτήρα, τα οποία υποτίθεται περιλαμβάνουν ευθύνη, λήψη αποφάσεων και μια πολλαπλότητα τεχνικών δεξιοτεχνιών[21]. Η ανάπτυξη τεχνικών και λειτουργιών συνδεδεμένων με τη διαχείριση απομονώνεται απ’ το συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο λαμβάνει χώρα, δηλαδή, απ’ την αυξανόμενη συγκεντροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας, και, συνεπώς, γίνεται αντιληπτή ως βάση για νέες κατηγορίες εργατών (τεχνιτών, «παραγωγικών διανοούμενων») οι οποίοι, «με φυσικό τρόπο» -ως μια άμεση αντανάκληση των επαγγελματικών τους ιδιοτήτων- θα φέρουν μια λύση στις αντιφάσεις «μεταξύ των χαρακτηριστικών κι απαιτήσεων των παραγωγικών δυνάμεων και τις παραγωγικές σχέσεις»[22]. Εδώ, η σύγκρουση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων εμφανίζεται ως μια τεχνική «αναντιστοιχία»: για παράδειγμα, «επιλέγοντας τον καλύτερο συνδυασμό των ειδικών παραγόντων της παραγωγής (κάτι που τώρα μπορεί να επιτευχθεί με όλο και περισσότερο αντικειμενικά έγκυρες μεθόδους)», ο «νέος τύπος» εργατών συχνά «αναγκάζεται ν’ αφήσει στην άκρη τις αντικειμενικά εγκυρότερες λύσεις, ώστε να σεβαστεί τους περιορισμούς που επιβάλλονται από προσωπικά συμφέροντα [των καπιταλιστών]»[23]. Και είναι βέβαιο ότι, απ’ αυτή τη σκοπιά, «το σφυροδρέπανο […] μπορεί σήμερα ν’ αποτελεί σύμβολο της ανθρώπινης εργασίας μόνο από μια ιδεατή σκοπιά»![24]

Όλα αυτά, φυσικά, έχουν ένα άμεσο αντίκτυπο στο πως αντιλαμβάνεται κανείς τη ταξική πάλη, στον τρόπο με τον οποίο τη βλέπουν οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της. Η πραγματικότητα των σημερινών αγώνων δείχνει ότι τα ποικίλα «επίπεδα» εργατών που δημιουργούνται απ’ την παρούσα οργάνωση του μεγάλου εργοστασίου τείνουν να συγκλίνουν σ’ αιτήματα αυτοδιαχείρισης. Αυτό, εννοείται, αποτελεί μια διαδικασία η οποία λαμβάνει χώρα στη βάση των αντικειμενικών παραγόντων, εκπροσωπούμενη ακριβώς απ’ τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους οι εργάτες «τοποθετούνται» στην παραγωγική διαδικασία, τους ποικίλους τύπους της σχέσης τους με την παραγωγή και την οργάνωση, κλπ, κλπ. Όμως, το ειδικό στοχείο της διαδικασίας της «μοναδιαίας ανασύνθεσης» δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό αν παραμελήσουμε ή απορρίψουμε τη σύνδεση μεταξύ των «τεχνολογικών» και των πολιτικοοργανωτικών (εξουσιαστικών) στοιχείων στην καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία. Το ταξικό επίπεδο δεν εκφράζεται ως πρόοδος, μα ως ρήξη· όχι ως «αποκάλυψη» της μυστικιστικής ορθολογικότητας εγγενούς στη σύγχρονη παραγωγική διαδικασία, μα ως η κατασκευή μιας ριζικά νέας ορθολογικότητας που αντιπαρατίθεται στην ορθολογικότητα του καπιταλισμού. Εκείνο που χαρακτηρίζει τις διαδικασίες όταν οι εργάτες στα μεγάλα εργοστάσια (σαν αυτά που μελετούνται στο παρόν τεύχος των Quaderni Rossi) αποκτούν σήμερα ταξική συνείδηση «δεν είναι απλώς το πρωταρχικό αίτημα για διεύρυνση της προσωπικότητας στη δουλειά, μα ένα δομικά κινητοποιούμενο αίτημα για την απόκτηση πολιτικής κι οικονομικής εξουσίας στην εταιρεία και, μέσω αυτής, στην κοινωνία»[25]. Συνεπώς, οι προαναφερθείς παράγοντες που χαρακτηρίζουν «αντικειμενικά» τα ποικίλα στρώματα των εργατών στην παραγωγική διαδικασία σίγουρα έχουν κάποια σημασία στη διαμόρφωση μιας «συλλογικής» συνειδητοποίησης, εκ μέρους των εργατών, του τι συνεπάγονται πολιτικά οι παράγοντες της παραγωγής. Όμως, οι παράγοντες αυτοί σχετίζονται με τη διαμόρφωση μιας μοναδιαίας, ταραχοποιάς δύναμης που τείνει να επενδύσει κάθε πτυχή της σημερινής τεχνολογικοοργανωτικοϊδιοκτησιακής πραγματικότητας του καπιταλιστικού εργοστασίου.

Ολοκλήρωση κι ισορροπία του συστήματος

Είναι προφανές ότι απλώς επικυρώνοντας τις διαδικασίες εξορθολόγησης (θεωρημένες ως η ολότητα των παραγωγικών τεχνικών που εξελίχτηκαν εντός του πλαισίου του καπιταλισμού) ξεχνάμε ότι είναι ακριβώς ο καπιταλιστικός «δεσποτισμός» που παίρνει την μορφή της τεχνολογικής ορθολογικότητας. Υπό καπιταλιστική χρήση, όχι μόνο οι μηχανές, μα επίσης κι οι «μέθοδοι», οι οργανωτικές τεχικές, κλπ, ενσωματώνονται στο κεφάλαιο κι αντιπαρατίθενται στους εργάτες ως κεφάλαιο: ως μια εξωτερική «ορθολογικότητα». Ο καπιταλιστικός «σχεδιασμός» προϋποθέτει τον σχεδιασμό της ζωντανής εργασίας, και όσο περισσότερο πασχίζει ν’ αυτοπαρουσιαστεί ως ένα κλειστό και πλήρως ορθολογικό σύστημα κανόνων, τόσο περισσότερο γίνεται αφηρημένο και μερικό, έτοιμο να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά σ’ έναν ιεραρχικό τύπο οργάνωσης. Αυτό που μπορεί να διασφαλίσει μια επαρκή σχέση με τις παγκόσμιες τεχνοοικονομικές διαδικασίες δεν είναι η «ορθολογικότητα» μα ο έλεγχος, όχι ο τεχνικός προγραμματισμός μα ένα σχέδιο για την εξουσία των συνεταιρισμένων παραγωγών.

Στην πραγματικότητα, στο πλαίσιο μιας «τεχνικής», ψευδοεπιστημονικής μελέτης των νέων προβλημάτων κι αντιφάσεων που εγείρονται στη σημερινή καπιταλιστική εταιρεία, είναι εφικτό να βρεθούν όλο και πιο «ανεπτυγμένες» λύσεις στις νέες αστάθειες χωρίς ν’ αγγίζουν την υπόσταση της αλλοτρίωσης, εγγυούμενες παράλληλα πράγματι τη συντήρηση της σταθερότητας του συστήματος. Στην πραγματικότητα, οι κοινωνιολογικές κι οργανωτικές ιδεολογίες του σύγχρονου καπιταλισμού αποκαλύπτουν διάφορες φάσεις -απ’ τον ταιηλορισμό στον φορντισμό και τελικά στην ανάπτυξη των τεχνικών ολοκλήρωσης, ανθρώπινης μηχανικής, ανθρώπινων σχέσεων, ρύθμισης των κοινοτήτων, κλπ[26]- ακριβώς σε μια όλο και πιο σύνθετη προσπάθεια προσαρμογής του σχεδιασμού της ζωντανής εργασίας στις σταδιακά επιτευγμένες βαθμίδες, μέσω της συνεχούς ανάπτυξης του σταθερού κεφαλαίου, μέσω των απαιτήσεων του παραγωγικού σχεδιασμού[27]. Σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι εμφανές ότι οι τεχνικές «πληροφορίας» -σχεδιασμένες να εξουδετερώσουν τις εργατικές διαμαρτυρίες που εγείρονται άμεσα απ’ τον «συνολικό» χαρακτήρα που λαμβάνουν οι διαδικασίες αλλοτρίωσης στο μεγάλο εξορθολογισμένο εργοστάσιο- τείνουν να λαμβάνουν όλο και μεγαλύτερη σημασία. Φυσικά, η συγκεκριμένη ανάλυση έρχεται αντιμέτωπη με καταστάσεις που ίσως να είναι πλήρως διαφορετικές μεταξύ τους, απ’ αυτή την οπτική, εξαρτημένες από μια σημαντική ποσότητα ειδικών παραγόντων (διαφορές στη τεχνολική ανάπτυξη, διαφορετικές υποκειμενικές προσεγγίσεις στην καπιταλιστική διαχείριση, κλπ, κλπ). Όμως, το σημείο που θέλουμε να τονίσουμε εδώ είναι ότι με τη χρήση «πληροφοριακών» τεχνικών, όπως η χειραγώγηση των εργατικών στάσεων, ο καπιταλισμός έχει απείρως αχανή περιθώρια «παραχωρήσεων» (ή, καλύτερα, «σταθεροποίησης»). Είναι αδύνατο να ορίσουμε το όριο πέρα απ’ το οποίο η «πληροφορία» αναφορικά με τις συνολικές παραγωγικές διαδικασίες παύει ν’ αποτελεί έναν παράγοντα σταθεροποίησης για την εξουσία του κεφαλαίου. Το βέβαιο είναι ότι αυτές οι τεχνικές πληροφοριών τείνουν, στις πιο σύνθετες καταστάσεις της σύγχρονης καπιταλιστικής επιχείρησης, ν’ αποκαθιστούν αυτό το «θέλγητρο» (ικανοποίηση) της δουλειάς για την οποία έχει ήδη μιλήσει το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος[28].

Η διεύρυνση των τεχνικών πληροφορίας και του πεδίου εφαρμογής τους, όπως η διεύρυνση της σφαίρας των τεχνικών αποφάσεων[29], ταιριάζει πλήρως στην καπιταλιστική «γελοιογραφία» της κοινωνικής ρύθμισης της παραγωγής. Είναι, συνεπώς, αναγκαίο να τονίσουμε ότι η «παραγωγική συνειδητοποίηση» δεν επιφέρει μια ανατροπή του συστήματος· ότι η συμμετοχή των εργατών στο «λειτουργικό σχέδιο» του καπιταλισμού αποτελεί καθεαυτή έναν παράγοντα ενσωμάτωσης -ας πούμε, αλλοτρίωσης- στα πιο απομακρυσμένα περιθώρια του συστήματος. Όμως, εκείνο που αληθεύει είναι ότι αυτή η ανάπτυξη των «παραγόντων σταθεροποίησης» του νεοκαπιταλισμού [ο όρος του Panzieri για τον ύστερο καπιταλισμό] εκπροσωπεί μια συνθήκη η οποία, στον βαθμό που αφορά τη δράση της εργατικής τάξης, καθιστά άμεση αναγκαιότητα τη συνολική ανατροπή της καπιταλιστικής τάξης [order]. Συνεπώς, η εργατική πάλη παρουσιάζεται ως η αναγκαιότητα της παγκόσμιας αντιπαράθεσης στο καπιταλιστικό σχέδιο, με θεμελιώδη παράγοντα τη συνειδητοποίηση -επιτρέψτε μας να την αποκαλέσουμε διαλεκτική συνειδητοποίηση- της ενότητας των «τεχνικών» και των «δεσποτικών» στιγμών στην παρούσα οργάνωση της παραγωγής. Η σχέση της επαναστατικής δράσης με τη τεχνολογική «ορθολογικότητα» είναι να «κατανοήσουμε» τη τελευταία, όχι όμως για να την αναγνωρίσουμε και να την εξυμνήσουμε, αλλά για να την υποβάλλουμε σε μια νέα χρήση: στη σοσιαλιστική χρήση των μηχανών[30].

Μισθοί και πολιτική υποδούλωση

Με τη σύγχρονη οργάνωση της παραγωγής, «θεωρητικά» αυξάνονται οι δυνατότητες της εργατικής τάξης να ελέγξει και να διευθύνει την παραγωγή, όμως, «στην πράξη» -μέσω της ολοένα και πιο άκαμπτης συγκεντροποίησης των εξουσιαστικών αποφάσεων- εντείνεται η αλλοτρίωση. Συνεπακόλουθα, η εργατική πάλη, κάθε εργατικός αγώνας, τείνει να προτείνει μια πολιτική ρήξη με το σύστημα. Κι ο φορέας αυτής της σύγκρουσης δεν είναι η σύγκρουση μεταξύ των «ορθολογικών» απαιτήσεων υπόρρητων στις νέες τεχνικές και η καπιταλιστική χρησιμοποίησή τους, μα η αντιπαράθεση μιας εργατικής συλλογικότητας η οποία καλεί την καθυπόταξη των παραγωγικών διαδικασιών στις κοινωνικές δυνάμεις. Δεν υπάρχει καμία συνέχεια προς επιβεβαίωση, κατά μήκος του επαναστατικού άλματος, στη τάξη [order] της τεχνοοικονομικής εξέλιξης: η εργατική δράση αμφισβητεί τα ίδια τα θεμέλια του συστήματος, κι όλες τις συνέπειες και πτυχές του, σε κάθε επίπεδο.

Προφανώς, η τεχνολογική πρόοδος είναι βαθιά ριζωμένη στην καπιταλιστική διαδικασία: ο Ένγκελς μίλησε για «όλο και γρηγορότερα αλληλοεκτοπιζόμενες εφευρέσεις κι ανακαλύψεις» και για μια «σε ανήκουστο ως τώρα βαθμό μέρα με την μέρα αυξανόμενη αποδοτικότητα της ανθρώπινης εργασίας»[31]. Όμως, ενώ ο Ένγκελς απ’ αυτή τη διαδικασία συμπέρανε τη «διάσπαση της κοινωνίας σε μια μικρή, υπερβολικά πλούσια [καπιταλιστική τάξη], και σε μια μεγάλη, χωρίς καμία ιδιοκτησία τάξη μισθωτών εργατών», ο Μαρξ προέβλεψε μια αύξηση όχι μόνο του ονομαστικού, μα και του πραγματικού μισθού: «[ό]ταν μεγαλώνει λοιπόν το εισόδημα του εργάτη μαζί με τη γρήγορη αύξηση του κεφαλαίου, τότε μεγαλώνει ταυτόχρονα το κοινωνικό χάσμα που χωρίζει τον εργάτη απ’ τον κεφαλαιοκράτη, τότε μεγαλώνει ταυτόχρονα η εξουσία του κεφαλαίου πάνω στην εργασία, η εξάρτηση της εργασίας απ’ το κεφάλαιο». Συνεπώς, όσο πιο ραγδαία η ανάπτυξη του κεφαλαίου, τόσο βελτιώνεται η υλική συνθήκη της εργατικής τάξης. Κι όσο περισσότερο ο μισθός συνδέεται με την ανάπτυξη του κεφαλαίου, τόσο αμεσότερη γίνεται η εξάρτηση της εργασίας στο κεφάλαιο.

Όσο πιο γρήγορα η εργατική τάξη μεγαλώνει κι αυξάνει την εχθρική της δύναμη [το κεφάλαιο], τον ξένο πλούτο που την εξουσιάζει, τόσο περισσότερο θα της επιτρέπεται κάτω από ευνοϊκότερες συνθήκες να εργάζεται ξανά για την αύξηση του αστικού πλούτου, για το μεγάλωμα της εξουσίας του κεφαλαίου, και θα πρέπει να είναι ευχαριστημένη ότι σφυρηλατεί για τον εαυτό της τις χρυσές αλυσίδες με τις οποίες τη σέρνει η αστική τάξη από πίσω της[32].

Επιπλέον, ο ίδιος ο Ένγκελς τελικά αναγνώρισε (στην κριτική του στο πρόγραμμα της Ερφούρτης) ότι «το σύστημα της μισθωτής εργασίας δεν είναι παρά ένα σύστημα δουλείας και μάλιστα δουλείας που γίνεται τόσο περισσότερο σκληρή όσο περισσότερο αναπτύσσονται οι κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας, άσχετα αν ο εργάτης παίρνει τώρα καλύτερη ή χειρότερη αμοιβή» [η έμφαση του Panzieri][33]. Ο Λένιν τόνισε αυτή την πτυχή του μαρξισμού: «Και ξέρουμε ότι την αντίληψη αυτή για τη συσσώρευση την πήρε απ’ τους κλασικούς [οικονομολόγους] κι η θεωρία του Μαρξ, που παραδέχεται ότι όσο πιο γοργή είναι η ανάπτυξη του πλούτου, τόσο πληρέστερα αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις της εργασίας και η κοινωνικοποίησή της, τόσο καλύτερη είναι η κατάσταση του εργάτη, στον βαθμό που μπορεί να είναι καλύτερη στο δοσμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας»[34].

Η σταδιακή διεύρυνση του κοινωνικού χάσματος μεταξύ των εργατών και των καπιταλιστών εκφράστηκε επίσης απ’ τον Μαρξ με την μορφή του -φθίνοντος- σχετικού μισθού. Είναι όμως προφανές ότι αυτή η έννοια συνεπάγεται το στοιχείο της πολιτικής συνείδησης, ακριβώς τη συνειδητοποίηση ότι η βελτίωση των υλικών όρων, η ανάπτυξη των ονομαστικών και πραγματικών μισθών, ανταποκρίνεται σε μια εντατικοποίηση της πολιτικής εξάρτησης. Η λεγόμενη αναπόφευκτη μετάβαση στον σοσιαλισμό δεν βρίσκεται στο επίπεδο της υλικής σύγκρουσης· αντ’ αυτού -ακριβώς στη βάση της οικονομικής ανάπτυξης του καπιταλισμού- σχετίζεται με το «αβάσταχο» της κοινωνικής ρωγμής και μπορεί να εκδηλωθεί μόνο ως απόκτηση ταξικής συνείδησης. Όμως, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η εργατική ανατροπή του συστήματος αποτελεί μια άρνηση του συνόλου της οργάνωσης στην οποία εκφράζεται η καπιταλιστική ανάπτυξη – και, πρώτα και κύρια, σε μια άρνηση της τεχνολογίας στον βαθμό που συνδέεται με την παραγωγικότητα.

Η ρήξη, η υπέρβαση του μηχανισμού μισθού-παραγωγικότητας, δεν μπορεί συνεπώς να τεθεί ως ένα «γενικό» αίτημα γι’ αύξηση των μισθολογικών επιπέδων. Είναι προφανές ότι η δράση που τείνει στο ξεπέρασμα των μισθολογικών ανισοτήτων συνιστά μια πτυχή του ξεπεράσματος αυτής της σχέσης· από μόνη της, δεν εγγυάται με κανέναν τρόπο ένα ρήγμα στο σύστημα, μα απλώς «πιο φανταχτερές χρυσές αλυσίδες» για το σύνολο της εργατικής τάξης. Μόνο επιτεθέμενοι στις ρίζες των διαδικασιών της αλλοτρίωσης κι απομονώνοντας την αναπτυσσόμενη πολιτική εξάρτηση στο κεφάλαιο, είναι εφικτό να δώσουμε μορφή σε μια αληθινά γενική ταξική δράση[35]. Με άλλα λόγια, η ανατρεπτική δύναμη της εργατικής τάξης, η επαναστατική της ικανότητα, εμφανίζεται (δυνητικά) ισχυρότερη ακριβώς στα «σημεία ανάπτυξης» του καπιταλισμού, όπου η συντριπτική πλειοψηφία του σταθερού κεφαλαίου επί της ζωντανής εργασίας, μαζί με την ορθολογικότητα που ενσωματώνεται στη τελευταία, θέτει άμεσα στην εργατική τάξη το ζήτημα της πολιτικής της υποδούλωσης. Επιπλέον, η αναπτυσσόμενη εξάρτηση του συνόλου των «εξωτερικών» κοινωνικών διαδικασιών στο καπιταλιστικό σχέδιο, όπως αυτό εκδηλώνεται αρχικά στο επίπεδο της επιχείρησης, αποτελεί τμήμα της, ας πούμε, στοιχειώδους λογικής της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Είναι καλά γνωστό ότι ο Μαρξ τόνισε, περισσότερες από μία φορές, έναν τέτοιο διαρκώς διευρυνόμενο πολλαπλασιασμό των ριζών της καπιταλιστικής εξουσίας: τελικά, ο καταμερισμός της εργασίας στο εργοστάσιο τείνει να συμπίψει με τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας – ο οποίος, φυσικά, δεν πρέπει να ειδωθεί μ’ έναν χυδαία οικονομίστικο τρόπο.

Κατανάλωση κι ελεύθερος χρόνος

Ο «αντικειμενικισμός» αποδέχεται την καπιταλιστική «ορθολογικότητα» στο επίπεδο της επιχείρησης κι υποβαθμίζει την πάλη στο εσωτερικό των δομών και των σημείων ανάπτυξης· τείνει όμως να τονίζει την αξία της δράσης στην εξωτερική σφαίρα των μισθών και της κατανάλωσης. Οι συνέπειες αυτού (με την επιδίωξη για μια «διαλεκτική» σ’ ένα ανώτερο επίπεδο, εντός του πλαισίου του συστήματος, μεταξύ κεφαλαίου κι εργασίας) αποτελούν μια υπερεκτίμηση της δράσης στο επίπεδο του κράτους, μια διάκριση/διαχωρισμό μεταξύ συνδικαλιστικών και πολιτικών κινημάτων, κλπ, κλπ. Έτσι, ακόμη και στις σοβαρότερες και πιο ενημερωμένες συζητήσεις (οι οποίες στην Ιταλία σήμερα λαμβάνουν χώρα πάνω απ’ όλα εντός του πλαισίου των ταξικών συνδικάτων), καταλήγουμε να βρίσκουμε μια απλή επιβεβαίωση, με πιο κριτικές και σύγχρονες μορφές, των παλιών «δημοκρατικών» αντιλήψεων για την εργατική πάλη. Όλος ο μόχθος των ερευνών, όλη η προσαρμογή της συνδικαλιστικής δράσης στους τρόπους ανάπτυξης του καπιταλισμού, κινδυνεύει να υποβαθμιστεί σε μια απλή επικύρωση των παλιών θέσεων, εμπλουτισμένων με νέο περιεχόμενο, αλλά με μια μυστικοποιημένη μορφή. Μ’ αυτό τον τρόπο, «η αυτόνομη δράση των πλατιών μαζών καταλήγει να καθορίζεται μόνο στον απόηχο των αποφάσεων των αφεντικών, ποτέ πριν απ’ αυτές»[36].

Ενώ οι εγγενείς διαδικασίες της καπιταλιστικής συσσώρευσης γίνονται παγκοσμίως όλο και καθοριστικότερες τόσο «εσωτερικά» όσο κι «εξωτερικά» (τόσο στο επίπεδο της εταιρείας όσο και στο επίπεδο της κοινωνίας γενικά), οι διάφορες θέσεις που ξεφυτρώνουν εκ νέου απ’ την κεϋνσιανή μήτρα (ακόμη κι εντός του εργατικού κινήματος) εκπροσωπούν αυθεντικές ιδεολογίες, μια αντανάκλαση των εξελίξεων του νεοκαπιταλισμού. Η προειδοποίηση του Μαρξ παραμένει -σήμερα, πράγματι, περισσότερο από ποτέ- έγκυρη εναντίον τους: «Η σφαίρα της κυκλοφορίας ή της ανταλλαγής εμπορευμάτων, που μέσα στα πλαίσιά κινείται η αγορά κι η πώληση της εργασιακής δύναμης, ήταν στην πραγματικότητα αληθινή Εδέμ των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου»[37]. Δεν είναι για το τίποτα που αντιπαρατίθεται η «υγιής» κατανάλωση, την οποία η εργατική τάξη θα πρέπει να προτείνει, στην κατανάλωση που «επιβάλλεται» απ’ τον καπιταλισμό· και δεν είναι για το τίποτα που μια γενική αύξηση των μισθών, δηλαδή, μια επικύρωση της καπιταλιστικής δουλείας, παρουσιάζεται ως μια «έκκληση» απ’ τον εργάτη ως «ανθρώπινο ον», ο οποίος (εντός του συστήματος!) κάνει έκκληση για την αναγνώριση και την επιβεβαίωση της «αξιοπρέπειάς» του[38]. Ακόμη κι η επίκληση «ουσιώδων αναγκών» (κουλτούρα, υγεία) ως ενάντιες στο φάσμα της κατανάλωσης που επιβάλλει ο καπιταλισμός (ή, ο νεοκαπιταλισμός) δεν βγάζει κανένα νόημα, όπως ορθώς υπέδειξε ο Spesso, χωρίς μια άρνηση του καπιταλιστικού εξορθολογισμού και μια εργατική διεκδίκηση για έλεγχο κι αυτοδιαχείρηση στη σφαίρα της παραγωγής[39].

Είναι σημαντικό ότι «αναθεωρητικές» θέσεις αναφέρονται στην αντίληψη του Μαρξ -διαστρεβλώνοντάς τη- για τον ελεύθερο χρόνο, τη σχέση του με την εργάσιμη ημέρα, και τη θέση του [ελεύθερη χρόνου] απ’ τη σκοπιά μιας κομμουνιστικής κοινωνίας. Μ’ άλλα λόγια, υπάρχει μια τάση στη βάση μιας «οικονομίστικης» ερμηνείας, να ταυτιστεί η κομμουνιστική ελευθερία στη σκέψη του Μαρξ με τη διεύρυνση του ελεύθερου χρόνου, στη βάση όλο και πιο «αντικειμενικού» εξορθολογισμένου σχεδιασμού των παραγωγικών διαδικασιών[40]. Στην πραγματικότητα, για τον Μαρξ, ο ελεύθερος χρόνος για την ελεύθερη πνευματική και κοινωνική δραστηριότητα των ατόμων δεν συμπίπτει με κανέναν τρόπο με την μείωση της «εργάσιμης ημέρας». Προϋποθέτει έναν ριζικό μετασχηματισμό των όρων της ανθρώπινης εργασίας, την κατάργηση της μισθωτής εργασίας και την «κοινωνική ρύθμιση της εργασιακής διαδικασίας». Μ’ άλλα λόγια, προϋποθέτει τη συνολική ανατροπή της καπιταλιστικής σχέσης μεταξύ δεσποτισμού κι ορθολογικότητας, για τον σχηματισμό μιας κοινωνίας διοικούμενης απ’ τους ελεύθερους παραγωγούς, στην οποία -με την κατάργηση της παραγωγής για χάρη της παραγωγής- η σχεδιασμένη ανάπτυξη, το ίδιο το σχέδιο, η ορθολογικότητα κι η τεχνολογία θα υπόκεινται σε μόνιμο έλεγχο απ’ τις κοινωνικές δυνάμεις, και η εργασία έτσι (και μόνο έτσι) θα είναι ικανή να γίνει «ζωτική ανάγκη» του ανθρώπου. Το ξεπέρασμα του καταμερισμού της εργασίας, ως στόχος της κοινωνικής διαδικασίας και της ταξικής πάλης, δεν σημαίνει ένα άλμα στο «πεδίο του ελεύθερου χρόνου», μα την επίτευξη μιας κυριαρχίας των κοινωνικών δυνάμεων επί της σφαίρας της παραγωγής.

Η «ολοκληρωμένη ανάπτυξη» του ανθρώπου και των φυσικών και πνευματικών του ικανοτήτων (κάτι που αρέσκονται να επικαλούνται τόσοι πολλοί «ανθρωπιστές» επικριτές της «βιομηχανικής κοινωνίας») εμφανίζεται ως μια μυστικοποίηση αν την παρουσιάσουμε σαν μια «απόλαυση ελεύθερου χρόνου», ως μια αφηρημένη «ευελιξία», κλπ, ανεξάρτητα απ’ την σχέση του ανθρώπου με την παραγωγική διαδικασία και την επανιδιοποίηση του προϊόντος και του περιεχομένου της εργασίας απ’ τον εργάτη σε μια κοινωνία ελεύθερων συνεταιρισμένων παραγωγών[41].

Ο εργατικός έλεγχος σε μια επαναστατική προοπτική

Οι «νέες» εργατικές διεκδικήσεις που χαρακτηρίζουν τους συνδικαλιστικούς αγώνες (οι οποίες μελετούνται στο παρόν τεύχος των Quaderni Rossi) δεν παρέχουν άμεσα ένα επαναστατικό πολιτικό περιεχόμενο, ούτε συνεπάγονται μια αυτόματη εξέλιξη προς αυτή την κατεύθυνση. Μολαταύτα, η σημασία τους δεν μπορεί να περιοριστεί στην αξία τους ως μια «προσαρμογή» στις σύγχρονες τεχνολογικές κι οργανωτικές διαδικασίες του σύγχρονου εργοστασίου – προϋπόθεση για μια «συστηματικοποίηση» των εργασιακών σχέσεων γενικά σ’ ένα ανώτερο επίπεδο. Περιέχουν αναπτυξιακούς δείκτες που σχετίζονται με την εργατική πάλη στο σύνολό της και στην πολιτική της αξία. Οι δείκτες αυτοί, ωστόσο, δεν προκύπτουν απλώς απ’ την παρατήρηση ή την άθροιση τέτοιων διεκδικήσεων, όσο διαφορετικές και πιο «εξελιγμένες» κι αν φαίνονται συγκριτικά με τις παραδοσιακές διεκδικήσεις. Οι συμβάσεις που κυβερνούν τον ρυθμό της δουλειάς, το εργατικό δυναμικό, τη σχέση μεταξύ των μισθών και της παραγωγικότητας, κλπ, προφανώς θα τείνουν ν’ αντιτίθονται στο κεφάλαιο στο εσωτερικό του ίδιου του μηχανισμού της συσσώρευσης και στο επίπεδο των «σταθεροποιητικών παραγόντων». Το γεγονός ότι οι συμβάσεις αυτές επεκτείνονται επί ίσοις όροις με την πάλη των εργατικών πυρήνων στις ισχυρότερες και περισσότερο ανεπτυγμένες εταιρείες αποτελούν επιβεβαίωση της πρωτοποριακής, υπονομευτικής τους φύσης. Η προσπάθεια να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς μιας γενικής πάλης που αφορά αποκλειστικά τους μισθούς πέφτει στην αυταπάτη της αναζήτησης μιας νέας κι ευρύτερης ενότητας της ταξικής δράσης. Σ’ αυτό το μονοπάτι, αυτό που θα μπορούσε να επιτευχθεί στην πράξη θα ήταν ακριβώς αυτό που ο στόχος υποτίθεται ότι προσπαθεί ν’ αποφύγει, δηλαδή, μια υποχώρηση σε καταστάσεις περίφραξης εντός της εταιρείας, μια αναπόφευκτη συνέπεια της παραμέλησης των δυνητικών στοιχείων της πολιτικής πάλης. Η δυνητική γραμμή που μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε αντικειμενικά ως έγκυρη υπόθεση/οδηγό κείτεται στην ενίσχυση κι επέκταση των αιτημάτων αυτοδιαχείρισης. Απ’ τη στιγμή που τα αιτήματα γι’ αυτοδιαχείριση δεν τίθονται απλώς σαν αιτήματα για «πνευματική» συμμετοχή, αλλά επηρεάζουν τη συγκεκριμένη σχέση εξορθολογισμού-ιεραρχίας-εξουσίας, δεν παραμένουν κλεισμένα εντός του πλαισίου της εταιρείας. Αντ’ αυτού, στρέφονται ακριβώς ενάντια στον «δεσποτισμό» που προβάλλει κι ασκεί το κεφαλαίο επί της κοινωνίας στο σύνολό της, σ’ όλα τα επίπεδα, κι εκφράζονται ως ανάγκη για μια συνολική ανατροπή του συστήματος μέσω μιας παγκόσμιας συνειδητοποίησης και μιας γενικής πάλης της εργατικής τάξης ως τέτοιας.

Θεωρούμε ότι, έμπρακτα κι άμεσα, αυτή η γραμμή μπορεί να εκφραστεί στο αίτημα για εργατικό έλεγχο. Ωστόσο, είναι αναγκαίες εδώ μερικές διευκρινήσεις. Το σύνθημα για εργατικό έλεγχο μπορεί σήμερα να κριθεί ως αμφίσημο, αφομοιώσιμο σε μια «κεντρώα» προσέγγιση που μετριάζει τα επαναστατικά αιτήματα που παράγει ένας αγώνας ή που τα συμφιλιώνει με την παραδοσιακή εθνικοκοινοβουλευτικοδημοκρατική γραμμή. Πράγματι, υπάρχουν υποψίες χρησιμοποίησης του συνθήματος μ’ αυτή την έννοια. Για παράδειγμα, η αναφορά στον εργατικό έλεγχο είναι βολονταριστική κι αμφίσημη όταν μ’ αυτό εννοούν τη συνέχιση ή αναβίωση των Διαχειριστικών Συμβουλίων[42]. Στο κίνημα των Διαχειριστικών Συμβουλίων, ένα αυθεντικό αίτημα για εργατικό έλεγχο καθυποτάχθηκε σε σημείο αφανισμού στα «προδοτικά» στοιχεία που το συνέδεσαν με τις ιδεολογίες της εθνικής ανοικοδόμησης, και σε μια προσέγγιση που εργαλειοποίησε το πραγματικό κίνημα για τους σκοπούς ενός θεσμικοεκλογικού σχεδίου. Μπορούμε να διακρίνουμε την ίδια αμφισημία όταν η γραμμή του εργατικού ελέγχου προτείνεται ως μια «αποδεκτή» εναλλακτική, ως «διορθωτική» στον «εξτρεμισμό» της προοπτικής της πλήρους εργατικής αυτοδιαχείρισης. Τώρα, είναι εμφανές ότι μια μη-μυστικοποιημένη διατύπωση του αιτήματος για εργατικό έλεγχο έχει νόημα μόνο αναφορικά μ’ έναν σκοπό επαναστατικής ρήξης και μια προοπτική σοσιαλιστικής αυτοδιαχείρισης. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο εργατικός έλεγχος εκφράζει την ανάγκη να γεφυρωθεί το σημερινό χάσμα μεταξύ των πιο προωθημένων εργατικών διεκδικήσεων στο συνδικαλιστικό επίπεδο και της στρατηγικής οπτικής. Έτσι, εκπροσωπεί, ή καλύτερα μπορεί να εκπροσωπήσει, σε μια μη-μυστικοποιημένη εκδοχή, μια πολιτική γραμμή που αποτελεί άμεση εναλλακτική σ’ αυτές που θέτουν τώρα τα εργατικά κόμματα.

Προφανώς, η γραμμή του εργατικού ελέγχου προτείνεται εδώ ως ένας παράγοντας ο οποίος μπορεί να επιταχύνει τη χρονική κλίμακα του συνόλου της ταξικής πάλης, ένα πολιτικό όργανο για την επίτευξη μιας «ελάττωσης» της χρονικής κλίμακας για επαναστατικές ρωγμές. Ο εργατικός έλεγχος, μακρυά απ’ το να μπορεί να παρουσιαστεί ως ένα υποκατάστατο της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας, μπορεί να συγκροτήσει μια φάση μέγιστης πίεσης προς την καπιταλιστική εξουσία (ως μια απειλή που κατευθύνεται κατηγορηματικά στις ρίζες του συστήματος). Έτσι, ο εργατικός έλεγχος πρέπει να ειδωθεί ως μια προετοιμασία για καταστάσεις «διπλής εξουσίας», σε σύνδεση με μια ολοκληρωμένη πολιτική κατάκτηση της εξουσίας. Δεν υπάρχει λόγος να εμμείνουμε στις αιτίες που θέτουν τον εργατικό έλεγχο εδώ και τώρα ως μια γενική πολιτική πρόταση. Εκείνο που είναι πραγματικά σημαντικό είναι ότι μια πολεμική ενάντια στα συνθήματα δεν πρέπει να εξυπηρετεί ως άλλοθι για την αποφυγή των γενικών πολιτικών προβλημάτων που τίθονται απ’ τους αγώνες των εργατών· και συγκεκριμένα, είναι σημαντικό ότι πρέπει κανείς να πασχίζει ν’ ανοικοδομεί, στη βάση αυτών των αγώνων, μια νέα πολιτική προοπτική που ν’ αποτελεί εχέγγυο ενάντια σ’ έναν «συνδικαλιστικό» εκφυλισμό της εργατικής δραστηριότητας και την επαναφομοίωσή της στην καπιταλιστική ανάπτυξη.

Σημειώσεις:
1. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2002 σελ. 351.
2. Ό.π., σελ. 350.
3. Ό.π., σελ. 348.
4. Ό.π., σελ. 377.
5. Ό.π., σελ. 384 & 385.
6. Ό.π., σελ. 385.
7. Ό.π., σελ. 438.
8. Ό.π., σελ. 439.
9. Ό.π., σελ. 435-436.
10. Ό.π., σελ. 439.
11. Ό.π., σελ. 418.
12. Ό.π., σελ. 439.
13. Ό.π., σελ. 347.
14. Ό.π., σελ. 440.
15. Κατά την άποψή μας, είναι χρήσιμο να παραθέσουμε τ’ αρχικά κείμενα της συνδικαλιστικής «στροφής», καθώς είναι στη βάση αυτών των απόψεων που το ντιμπέιτ συνεχίζει να εξελίσσεται: I lavoratori et il progresso tecnico (τα πρακτικά του συνέδριου «Τεχνικές κι Οργανωτικές Αλλαγές και Τροποποιήσεις των Εργασιακών Σχέσεων στα Ιταλικά Εργοστάσια» που έγινε στο Ινστιτούτο Αντόνιο Γκράμσι της Ρώμης τον Ιούνιο-Ιούλιο 1956) και S. Leonardi, Progresso tecnico e rapporti di lavoro, Τορίνο, 1957. Ως βασική μας αναφορά χρησιμοποιούμε το έργο του Leonardi, το οποίο ενισχύει κι αναπτύσσει περαιτέρω την εισήγησή του στο συνέδριο στο Ινστιτούτο Αντόνιο Γκράμσι. Για τις πιο πρόσφατες εξελίξεις σ’ αυτό το ντιμπέιτ, βλέπε τις εισηγήσεις και τις συνεισφορές στο πρόσφατο συνέδριο «Τεχνολογική Πρόοδος και Ιταλική Κοινωνία», στις οποίες αναφερόμαστε παρακάτω. Βλέπε επίσης, την έρευνα του Dino De Palma στο παρόν τεύχος των Quaderni Rossi. Στις σημειώσεις αυτές, δεν παραθέτουμε κάποια αναφορά στην ευρεία βιβλιογραφία επί των ζητημάτων υπό συζήτηση (είτε πρόκειται για νεοκαπιταλιστικά είτε για μαρξιστικά έργα) καθώς πρόθεσή μας είναι ν’ αναφερθούμε μόνο στο εν εξελίξει ντιμπέιτ που διεξάγεται στο εσωτερικό του συνδικαλιστικού μας κινήματος.
16. Leonardi, Progresso tecnico e rapporti di lavoro, σελ. 93· βλέπε επίσης τις σελ. 35, 46 & 55.
17. Ό.π., σελ. 48.
18. Ό.π., σελ. 50. «Η απλή καθυστέρηση ή απουσία ενός και μόνο εργάτη, ή ακόμη και μια μικρή πτώση της παραγωγικότητάς του, μπορεί να έχει συνέπειες σε μια ολόκληρη γραμμή μηχανών» (ό.π.), κλπ.
19. Ό.π.
20. Ό.π., σελ. 52.
21. Ό.π., σελ. 55.
22. Ό.π., σελ. 82. Ωστόσο, για την «πλήρη αλλοτρίωση» των «παραγωγικών διαννοούμενων», βλέπε τις, πραγματικά οξυδερκείς, παρατηρήσεις του Pino Tagliazucchi στο «Aspetti della condizione impiegatizia nell’industria moderna», Sindacato Moderno, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1961, σελ. 53 και κάτω.
23. Leonardi, ό.π., σελ. 81.
24. Ό.π., σελ. 67.
25. Romano Alquati, «Documenti sulla lotta di classe alla Fiat», Quaderni Rossi, no. 1.
26. Βλέπε N. Mitrani, «Ambiguite de la technocratie», Cahiers Internationaux de Sociologie, vol. XXX, σελ. 111.
27. Ο Franco Momigliano έχει ορθώς υποδείξει ότι «το σύγχρονο εργοστάσιο δεν αποκλείει απλώς τους εργάτες όλο και περισσότερο από οποιαδήποτε συνειδητή συμμετοχή στην πραγματική διαδικασία συντάσσοντας ένα ορθολογικό παραγωγικό σχέδιο, στην παγκόσμια παραγωγική διαδικασία· το σύγχρονο εργοστάσιο απαίτει επίσης οι εργάτες, καθυποταγμένοι στη νέα ορθολογικότητα, να προσωποποιούν ταυτοχρόνως την “ανορθολογική” στιγμή, που ανταποκρίνεται στην παλιά εμπειρική φιλοσοφία του “τα κουτσοκαταφέρνουμε”. Τοιουτοτρόπως, η ίδια η αντίσταση της εργατικής τάξης -παραδόξως- γίνεται ορθολογικώς αντικείμενο εκμετάλλευσης» (Momigliano, «Il sindacato nella fabbrica moderna», Passato e Presente, no. 15, σελ. 20).
28. «Με την επέκταση των μηχανών και με τον καταμερισμό της εργασίας, η δουλειά των προλετάριων έχασε κάθε ανεξάρτητο χαρακτήρα, και μαζί έχασε κάθε θέλγητρο για τον εργάτη. Ο εργάτης γίνεται ένα απλό εξάρτημα της μηχανής» (Μαρξ & Ένγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κομμάτος» στο Μαρξ & Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος πρώτος, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 27).
29. Για τους τρόπους με τους οποίους μια ορθολογικότερη καπιταλιστική διοίκηση απαιτεί τη «δημοκρατική» συμμετοχή των εργατών, βλέπε το πολύ σημαντικό βιβλίο Seymour Melman, Decision-Making and Productivity, Οξφόρδη, 1958.
30. Οι πιο πρόσφατες εξελίξεις της οικονομικής και τεχνολογικής έρευνας στη Σοβιετή Ένωση παρουσιάζουν έναν αμφίσημο χαρακτήρα: η έκκληση για ερευνητική αυτονομία αναπαριστά αναμφίβολα μια ρήξη με τον χυδαιότερο, σταλινικού τύπου, βολονταρισμό στον σχεδιασμό· ωστόσο, η ανάπτυξη «ορθολογικών» διαδικασιών, ανεξάρτητων απ’ τον κοινωνικό έλεγχο της παραγωγής, φαίνεται μάλλον ν’ αναπαριστά (σε ποιον βαθμό αφορούν το σήμερα και σε ποιον μια μελλοντική πιθανότητα;) την προϋπόθεση και τη βάση για νέες εξελίξεις των παλιών διαδικασιών γραφειοκρατικοποίησης. Είναι όμως σημαντικό να μην ξεχάσουμε το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σοβιετικού σχεδιασμού συγκριτικά με τον καπιταλιστικό σχεδιασμό: το αυταρχικό, δεσποτικό στοιχείο της παραγωγικής οργάνωσης εγείρεται απ’ τις καπιταλιστικές σχέσεις κι επιβιώνει στις σχεδιασμένες οικονομίες γραφειοκρατικού τύπου. Οι γραφειοκρατίες, στη σχέση τους με την εργατική τάξη, δεν μπορούν να επικαλεστούν αποκλειστικά την αντικειμενική ορθολογικότητα· πρέπει να επικαλεστούν την ίδια την εργατική τάξη. Η εξάλειψη του βασικού στοιχείου, του στοιχείου της ιδιοκτησίας, στερεί απ’ την γραφειοκρατική οργάνωση την ίδια της τη βάση, ας πούμε. Συνεπώς, στην ΕΣΣΔ και τις Λαϊκές Δημοκρατίες, οι αντιφάσεις εκδηλώνονται με διαφορετικό τρόπο, κι ο δεσποτισμός παρουσιάζει έναν επισφαλή, κι όχι οργανικό, χαρακτήρα. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι οι εκδηλώσεις του δεν μπορούν να λάβουν μορφές εξίσου χυδαίες μ’ αυτές της καπιταλιστικής κοινωνίας· βλέπε τις επιδραστικές παρατηρήσεις του Rodolfo Morandi, «Analisi dell’economia regolata» (1942) και «Criteri organizzativi dell’economia collettiva» (1944) στο Lotta di Popolo, Τορίνο, 1958. Ο αποκλεισμός του στοιχείου της ιδιοκτησίας, κι η απλή μελέτη του αυταρχικού-γραφειοκρατικού στοιχείου ή της τεχνικής αλλοτρίωσης (ή και τα δύο), βρίσκονται, όπως όλοι γνωρίζουν, στο επίκεντρο της, πλέον αχανούς, νεοκαπιταλιστικής και νεορεφορμιστικής ιδεολογικής βιβλιογραφίας· θ’ αφιερώσουμε ένα μελλοντικό τεύχος των Quaderni Rossi στην ανάλυση αυτών των ιδεολογιών.
31. «Εισαγωγή» του Ένγκελς στο Μαρξ, «Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο», στο Μαρξ & Ένγκελς, ό.π., σελ. 73.
32. Καρλ Μαρξ, «Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο» στο Μαρξ & Ένγκελς, ό.π., σελ. 98 & 99.
33. [Σημείωση του Hoare]: Εδώ ο Panzieri έχει κάνει ένα λάθος. Το παράθεμα δεν είναι απ’ την κριτική του Ένγκελς στο πρόγραμμα της Ερφούρτης αλλά απ’ την κριτική του Μαρξ στο πρόγραμμα της Γκότα. Το παράθεμα βρίσκεται στο Μαρξ & Ένγκελς, Κριτική των Προγραμμάτων Γκότα και Ερφούρτης, εκδόσεις Κοροντζή, 2004, σελ. 50.
34. Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν, «Χαρακτηρισμός του Οικονομικού Ρομαντισμού» στο Λένιν, Άπαντα, τόμος 2, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 146.
35. Βλέπε το εν εξελίξει ντιμπέιτ στο Politica ed Economia, με τα άρθρα των Garavini, Tato, Napoleoni, κλπ.
36. R. Spesso, «Il potere contrattuale dei lavoratori e la “razionalizzazione” del monopolio», Politica ed Economia, Νοέμβριος 1960, σελ. 10. Οι θέσεις που εκφράζει ο Momigliano αξίζουν ειδική εξέταση· ορθώς ανακαλλεί ότι η μελέτη των «οργάνων για την οργάνωση και τον εξορθολογισμό του σύγχρονου κόσμου» πρέπει να συγκροτεί, για το συνδικάτο, μια προϋπόθεση «για την ανακάλυψη των όρων για έναν αποτελεσματικό ανταγωνισμό και μια ηγεμονική ικανότητα της εργατικής τάξης» (Momigliano, ό.π.). Και σε αρκετές περιστάσεις, έχει επιμείνει στην ανάγκη της εργατικής τάξης, μ’ αυτά τα μέσα, να επανακτήσει μια αληθινή κι ολοκληρωμένη αυτονομία απέναντι στο κεφάλαιο. Είναι δύσκολο όμως να συλλάβουμε πως μπορεί να συμφιλιώσει αυτές του τις θέσεις και διεκδικήσεις με την επικύρωσή του του «ειδικά θεσμικού εδάφους» του συνδικάτου, το οποίο τον οδηγεί ν’ αρνηθεί ν’ αναγνωρίσει ότι η ίδια η συνδικαλιστική δράση έχει τον χαρακτήρα μιας αυξανόμενης ταραχοποιάς έντασης αναφορικά με το σύστημα: βλέπε Momigliano, «Struttura delle retribuzioni e funzioni del Sindacato», Problemi del Socialismo, Ιούνιος 1961, σελ. 633· βλέπει επίσης, Momigliano, «Una tematica sindacale moderna», Passato e Presente, no. 13, και την έκθεσή του στο συνέδριο «Τεχνολογική Πρόοδος και Ιταλική Κοινωνία» (Μιλάνο, Ιούνιος 1960) με θέμα «Εργάτες και Συνδικάτα Αντιμέτωποι με τους Μετασχηματισμούς της Παραγωγικής Διαδικασίας στην Ιταλική Βιομηχανία».
37. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 188.
38. Βλέπε A. Tato, «Ordinare la struttura della retribuzione secondo la logica e i fini del sindacato», Politica ed Economia, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1961, σελ. 11. Οι αυξανόμενες άμεσες κοινωνικές επιπτώσεις της σφαίρας παραγωγής τονίζονται, φυσικά, απ’ όλες τις μαρξιστικές μελέτες. Όπως κι άλλοι συγγραφείς, ο Πωλ Σουήζυ μας έδωσε μια επίδειξη αυτού που παραμένει έγκυρη μέχρι και σήμερα με πολλούς τρόπους: βλέπε Σουήζυ, The Theory of Capitalist Development, 1942, ιδίως σελ. 239 & 270. Ο Σουήζυ ανακαλλεί (σελ. 249) τ’ ακόλουθα λόγια της Λούξεμπουργκ: «ο “κοινωνικός έλεγχος” […] ασκείται όχι σαν περιορισμός της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, αλλά αντίθετα σαν προστατευτικό μέτρο της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Ή, για να μιλήσουμε οικονομικά, δεν αποτελεί μια επέμβαση στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, αλλά της επιβάλλει ορισμένους κανόνες» (Ρόζα Λούξεμπουργκ, Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;, εκδόσεις Κοροντζή, 1984, σελ. 45). Για την αγγλική νομοθεσία αναφορικά με τον περιορισμό της εργάσιμης ημέρας, βλέπε Μαρξ, ό.π., σελ. 291 και κάτω.
39. «Το να επιθυμούμε […] μια αυξημένη κατανάλωση κουλτούρας δεν έχει κανένα νόημα αν δεν μπορούμε να θεωρήσουμε εφικτό για το άτομο εφικτό το να χρησιμοποιήσει αυτή την κουλτούρα ακριβώς στη δημιουργική του δραστηριότητα, με άλλα λόγια κατεξοχήν στην εργασιακή διαδικασία […] Η ίδια η ατομική κατανάλωση εξαρτάται πλήρως απ’ τη θέση του ατόμου στην παραγωγική δραστηριότητα […] Οι “ουσιώδεις ανάγκες” του (κουλτούρα, υγεία) εγείρονται, καθορίζονται, επιβεβαιώνονται στην άρνηση των “εργασιακών κανόνων”, στην απόκτηση μιας εργατικής συνείδησης του νοήματος και του ρόλου της δουλειάς» (Spesso, ό.π., σελ. 9). Η αναπαράσταση της αλλοτρίωσης στον νεοκαπιταλισμό ως αλλοτρίωση του καταναλωτή αποτελεί ταυτοχρόνως μια απ’ τις πιο γελοίες και πιο διαδεδομένες σύγχρονες ιδεολογίες.
40. Βλέπε Paul Cardan, The Meaning of Socialism, Solidarity Pamphlet, no. 6· ωστόσο, να ξεκαθαρίσουμε ότι ο Cardan αναφέρεται σ’ αυτό το είδος ερμηνείας για να εκφράσει μια επαναστατική αιχμή σε μια πολεμική του αντιπαράθεση με τον μαρξισμό. [Σημείωση του Hoare: Το Paul Cardan ήταν ψευδώνυμο του Κορνήλιου Καστοριάδη.]
41. Η παρουσίαση της κομμουνιστικής κοινωνίας ως μια κοινωνίας «αφθονίας» αγαθών (ακόμη κι αν όχι μόνο υλικών αγαθών) κι «ελεύθερου χρόνου» είναι διαδεδομένη στη σοβιετική ιδεολογία, κι αποτελεί προφανώς το αποτέλεσμα της άρνησης οποιασδήποτε αποτελεσματικής κοινωνικής ρύθμισης της εργασιακής διαδικασίας. Οι «τεχνολογικές» αυταπάτες επεμβαίνουν σήμερα για να συντηρήσουν αυτή την ιδεολογία· για παράδειγμα, στο R. Strumilin, On the Road to Communism, Μόσχα, 1959, οι «διευθυντικές λειτουργίες στις παραγωγικές διαδικασίες» ταυτίζονται με τον «τεχνικό» έλεγχο, με το «υψηλότερο πνευματικό περιεχόμενο» της εργασίας που καθίσταται εφικτό απ’ την «ανάπτυξη της τεχνολογίας με τους θαυματουργούς αυτόματους μηχανισμούς της και τις ηλεκτρονικές μηχανές που “σκέφτονται”». Συνεπώς, η αυτοματοποίηση θα καταστήσει εφικτή την επίτευξη μιας πραγματικά «εύπορης» κοινωνίας αποτελούμενης από καταναλωτές «ελεύθερου χρόνου»· βλέπε ό.π., σημείωση 30! Για ένα τυπικό παράδειγμα διαστρέβλωσης των κειμένων του Μαρξ αναφορικά μ’ αυτό το ζήτημα, βλέπε G. Friedmann, Industrial Society, Νέα Υόρκη, 1955, όπου η επανιδιοποίηση του προϊόντος και του περιεχομένου της εργασίας απ’ τους εργάτες ταυτίζεται με τον «ψυχικό-σωματικό έλεγχο της εργασίας»!
42. [Σημείωση του Hoare]: Τα Διαχειριστικά Συμβούλια ιδρύθηκαν για τη λειτουργία των εργοστασίων κατά τους τελευταίους μήνες του Β’ ΠΠ καθώς η Αντίσταση εξαπλωνόταν, ιδίως στη βόρεια Ιταλία. Αναγνωρισμένα απ’ όλα τ’ αντιφασιστικά κόμματα με το Διάταγμα της 25ης Απριλίου του 1945, αποτελούσαν, κατά κύριο λόγο, ξεκάθαρα όργανα ταξικής συνεργασίας, κι αντιμετωπίζονταν ως τέτοια απ’ τα μεγάλα εργατικά κόμματα. Το κίνημα των Διαχειριστικών Συμβουλίων έφτασε στο ζενίθ του με το εθνικό συνέδριο τον Νοέμβριο του 1947, και μετατοπίστηκε για λίγο προς τ’ αριστέρα με μια στροφή εκ μέρους του PCI. Μετά απ’ αυτό, ξεκίνησε η ύφεση του κινήματος αυτού.