Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται απ’ το David Close, Ελλάδα 1945-2004: Πολιτική, Κοινωνία, Οικονομία, εκδόσεις Θύραθεν, 2006, σελ. 95-100.

Τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης

Η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής την ίδια περίοδο ήταν επίσης εντυπωσιακή, ακόμη και με βάση τα κριτήρια των κομμουνιστικών βαλκανικών χωρών, οι οποίες περηφανεύονταν ειδικά γι’ αυτό τον τομέα της οικονομίας τους.

Παραπάνω επισημάναμε την εντυπωσιακή επέκταση της ηλεκτροδότησης στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Χάρη στο αμερικανικής έμπνευσης πρόγραμμα εξηλεκτρισμού, η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος το 1955 ήταν πενταπλάσια του προπολεμικού επιπέδου, ενώ ο αριθμός των κοινοτήτων που συνδέονταν με το ηλεκτρικό δίκτυο ήταν εννέα φορές μεγαλύτερος[1]. Η επέκταση αυτή συνεχίστηκε σταθερά και τα επόμενα χρόνια. Σημαντικό για το ισοζύγιο πληρωμών ήταν το γεγονός ότι η αυξανόμενη παραγωγή ηλεκτρισμού στηριζόταν σε εγχώριες πηγές, δηλαδή στον λιγνίτη και την υδροηλεκτρική ενέργεια.

Πίνακας 3.1: Βιομηχανική παραγωγή 1951-1971
(σε εκατομμύρια δραχμές, τιμές του 1970)[2]

1951

1961

1971

Μεταλλεία

0,59

1,67

4,03

Βιομηχανία

9,28

19,89

54,59

Κατασκευές

4,44

12,68

26,27

Ηλεκτρισμός, φωταέριο, ύδρευση, αποχέτευση

0,47

1,63

5,91

Μεταφορές, αποθήκευση, επικοινωνίες

5,49

9,47

21,86

Συνολική απόδοση της οικονομίας

80,51

143,77

288,55

Οπως βλέπουμε στον Πίνακα 3.1, αύξηση παρατηρήθηκε επίσης σε άλλους τομείς υποδομής και στον κατασκευαστικό τομέα – ιδίως σ’ αυτόν. Ο κατασκευαστικός τομέας απορρόφησε παραπάνω από τα δύο τρίτα των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου από το 1961 ως το 1973, κι έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο ως κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης, επειδή βασιζόταν κυρίως σε εγχώριες πρώτες ύλες και παρείχε πεδίο δράσης άμεσα κι έμμεσα στις μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις. Αποδείχτηκε επίσης ότι απαιτούσε μεγαλύτερη ένταση εργασίας απ’ ότι η βιομηχανία, και άρα ήταν πολύτιμος για να μειωθούν τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και υποαπασχόλησης. Έτσι η απασχόληση στις κατασκευές αυξήθηκε από το 2,4% του ενεργού πληθυσμού το 1951 στο 9,7% το 1981· ποσοστό, μάλιστα, το οποίο δεν συμπεριλαμβάνει τους εντυπωσιακούς αριθμούς απασχολούμενων στη βιομηχανία που προμήθευε τα αναγκαία υλικά στις κατασκευαστικές εταιρείες[3].

Από την αρχή αυτής της περιόδου, οι κατασκευές αποτέλεσαν σημαντικό τομέα των δημόσιων επενδύσεων. ‘Οπως είδαμε προηγουμένως, ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στους αγροτικούς δρόμους από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, επειδή ήταν σημαντικοί για τον στρατό. Τα μεγάλα έργα, όπως οι γέφυρες και οι ηλεκτροπαραγωγικοί σταθμοί, εκτός από την εγγενή χρησιμότητά τους, θεωρούνταν από τους πολιτικούς αποτελεσματικά μέσα για τον εντυπωσιασμό των ψηφοφόρων τους. Κατά συνέπεια, οι κυβερνήσεις συνήθιζαν να θεμελιώνουν πάρα πολλά τέτοια έργα, αλλά αργούσαν πολύ να τα ολοκληρώσουν.

Η οικοδομή απορροφούσε επίσης πάνω από το 40% των ιδιωτικών πάγιων επενδύσεων. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, προς τα τέλη αυτής της περιόδου, ο τομέας των κατασκευών έγινε ανασταλτικός παράγοντας της οικονομίας, με υψηλούς μισθούς και κέρδη, καθώς και ακριβά οικοδομικά υλικά. Το κόστος στέγασης υπολογιζόταν ότι ήταν άνω του 40% της αξίας της οικοδόμησης σ’ όλη αυτή την περίοδο. Σε σύγκριση με άλλες αναπτυσσόμενες χώρες η αναλογία ήταν ιδιαίτερη υψηλή, πόσο μάλλον που η δαπάνη στέγασης καλυπτόταν από τις αποταμιεύσεις των ίδιων των αγοραστών παρά από τραπεζικά δάνεια, τα οποία ήταν περιορισμένα εξαιτίας της κρατικής πολιτικής. Έτσι σ’ αυτό τον τομέα, αντίθετα από τη βόρεια Ευρώπη, η συμμετοχή της κυβέρνησης υπήρξε αμελητέα. Έχουμε εδώ άλλο ένα από τα πολλά παραδείγματα του πόσο σημαντική κινητήρια δύναμη της οικονομίας ήταν η επιθυμία των οικογενειών να βελτιώσουν το κοινωνικό τους γόητρο και τις συνθήκες διαβίωσής τους. Αλλοι ιδιαίτεροι λόγοι για τη σημασία που αποδιδόταν στη στέγαση -εκτός από τη σοβαρή έλλειψη κατοικιών μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο- ήταν η σχετικά εξισωτική κατανομή της γης στην ελληνική κοινωνία, η παραδοσιακή τάση να συνδέεται η κοινωνική θέση της οικογένειας με την ακίνητη περιουσία της, και η φιλοδοξία των χωρικών να στείλουν τα παιδιά τους στις πόλεις.

Οι ιστορικοί της οικονομίας θεωρούν γενικά πως ο αδύναμος κρίκος της οικονομικής ανάπτυξης ήταν η βιομηχανία, η οποία θα μπορούσε να είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην προσφορά υψηλού επιπέδου θέσεων εργασίας και να διασφαλίσει την αυτοδύναμη ανάπτυξη ολόκληρης της οικονομίας. Οι επενδυτές τη δεκαετία του 1950 συνέχιζαν να ανησυχούν για τη νομισματική και πολιτική σταθερότητα, κι επίσης δυσπιστούσαν απέναντι στις καινοτόμες μορφές βιομηχανίας. Επιπλέον, όπως είδαμε προηγουμένως, οι τράπεζες δεν έκαναν αρκετά για να ενθαρρύνουν τη βιοτεχνία ή, ενδεχομένως, κάποιες καινοτόμες επιχειρήσεις. Ο κύριος όγκος της βιομηχανικής παραγωγής γύρω στο 1960 αποτελούνταν, όπως και πριν από το 1940, από ελαφρά καταναλωτικά αγαθά -υφαντουργικά προϊόντα, κατεργασμένα τρόφιμα και ρουχισμό- τα οποία διοχετεύονταν στην εγχώρια αγορά[4].

Ιδιωτικές επενδύσεις από το εξωτερικό

Οι αναγκαίες επενδύσεις στις άλλες μορφές της βιομηχανίας εν τέλει προήλθαν από καπιταλιστές που είχαν την έδρα τους στο εξωτερικό, κυρίως από Αμερικανούς ή από Ελληνοαμερικανούς εφοπλιστές. Αυτοί άρχισαν στη δεκαετία του 1960 να επωφελούνται σε μεγάλη κλίμακα από τα σημαντικά κίνητρα που παρείχαν οι κυβερνήσεις, και προφανώς ενθαρρύνθηκαν από την οικονομική σταθερότητα της χώρας, καθώς και από τη μέριμνα των κυβερνήσεων για τη δημιουργία των αναγκαίων υποδομών, όπως δρόμων και ηλεκτρικού δικτύου. Έτσι στη δεκαετία του 1960 επενδύθηκαν από αλλοδαπούς στην Ελλάδα 630 εκατομμύρια δολλάρια, τα περισσότερα σε πετρελαϊκές εγκαταστάσεις, χημικές βιομηχανίες, βασικές μεταλλουργικές βιομηχανίες και ναυπηγεία. Οι ξένοι απολάμβαναν τη συστηματική βοήθεια των κρατικών φορέων, και συνδέονταν επίσης με Έλληνες επενδυτές οι οποίοι ακολουθούσαν το παράδειγμά τους. Οι βιομηχανίες που παρήγαν τμήματα μεταφορικών μέσων, ελαστικά και ηλεκτρικό εξοπλισμό επίσης αυξήθηκαν ταχύτατα στη δεκαετία του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Το 1968, το 36% του πάγιου κεφαλαίου των βιομηχανιών ελεγχόταν άμεσα από επιχειρήσεις ξένων ή Ελλήνων της ομογένειας, ή ανήκε σ’ αυτές. Αυτή η ξένη ιδιοκτησία ήταν συγκεντρωμένη κυρίως σε χέρια μεγάλων επιχειρήσεων[20].

Οι επενδύσεις αυτές αναμφίβολα συνέβαλαν σημαντικά στην οικονομική ανάπτυξη και δημιούργησαν πολλές θέσεις εργασίας. Κυρίως, αύξησαν τον αριθμό των εξειδικευμένων εργατών στην Ελλάδα. Ωστόσο ορισμένα χαρακτηριστικά τους περιόρισαν τη συνεισφορά αυτών των νέων επενδύσεων στη μείωση του εμπορικού ελλείμματος και στη μελλοντική βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας. Οι επενδύσεις αυτές προσανατολίστηκαν κυρίως σε ορισμένες φάσεις της παραγωγής, όπως ήταν η συναρμολόγηση ημιέτοιμων προϊόντων που εισάγονταν από το εξωτερικό ή η αρχική κατεργασία πρώτων υλών. Η συμμετοχή στις εξαγωγές των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, όπως ήταν οι ολοκληρωμένες μηχανοκατασκευές, παρέμεινε λοιπόν αμελητέα. Κατά συνέπεια οι ξένες επενδύσεις αποτύπωναν τις ανάγκες της αμερικανικής και της βορειοευρωπαϊκής οικονομίας, κι όχι αυτές της ελληνικής οικονομίας. Μάλιστα, όσες βιομηχανίες στηρίχτηκαν σ’ αυτές τις επενδύσεις δημιούργησαν νέες ανάγκες εισαγωγών οι οποίες σε μεγάλο βαθμό αντιστάθμιζαν τη συμβολή τους στις εξαγωγές. Επιπλέον, καθώς έτειναν ν’ αποκτούν μονοπωλιακή θέση, αυτές οι νέες βιομηχανίες επέβαλλαν στους Έλληνες τιμές υψηλότερες από εκείνες που επικρατούσαν στο εξωτερικό. Τέλος, αυτή η νέα βιομηχανική ανάπτυξη στηρίχτηκε σε μεγάλο μέρος στους σχετικά υψηλούς δασμούς, οι οποίοι όμως προγραμματίστηκε να καταργηθούν μέχρι το 1984 με βάση τους όρους της σύνδεσης με την ΕΟΚ.

Οι νέες βιομηχανίες, μεγάλες και με υψηλή κεφαλαιοποίηση, συνέχισαν να συνυπάρχουν μ’ ένα ωκεανό μικρών οικογενειακών εργαστηρίων που στηρίζονταν σε πρωτόγονη τεχνολογία. Λιγότερο από το ένα τρίτο των εργαστηρίων ή συνεργείων χρησιμοποιούσαν κάποιο μηχάνημα το 1959. Το 1969, τα εργαστήρια με περισσότερους από δέκα εργάτες συνέχιζαν να απασχολούν παραπάνω από το μισό της εργατικής δύναμης και υπολογίζονταν ότι εισέφεραν περίπου το ένα τέταρτο της βιομηχανικής παραγωγής. Ακόμη και μετά την εξαιρετικά μεγάλη ανάπτυξη της δεκαετίας του 1960, η επένδυση ανά βιομηχανικό εργάτη στην Ελλάδα ήταν κάτι περισσότερο από το μισό εκείνης των έξι δυτικοευρωπαϊκών χωρών που αποτελούσαν τότε την ΕΟΚ. Αυτά τα δεδομένα αποτελούν αδιάψευστη μαρτυρία της προτίμησης των Ελλήνων για την αυτοαπασχόληση και τις οικογενειακές επιχειρήσεις, οι οποίες, όπως άλλωστε και τα αγροκτήματα, κινούνταν προς την κατεύθυνση των συγχωνεύσεων με ρυθμούς χελώνας. Ο μέσος αριθμός των απασχολούμενων ανά βιομηχανική επιχείρηση το 1969 ήταν τέσσερις, ενώ το 1938 ήταν τρεις. Πολλοί επιχειρηματίες δίσταζαν ν’ αναζητήσουν πιστώσεις για να επεκτείνουν τον κύκλο εργασιών τους, επειδή δεν ήθελαν να χαθεί ο οικογενειακός έλεγχος των εταιρειών τους. Κατόρθωναν να επιβιώνουν χάρη στα χαμηλά τους έξοδα, στα πολιτικά ρουσφέτια όπως ήταν οι φορολογικές ελαφρύνσεις, και στους προσωπικούς τους δεσμούς με τους πελάτες.

Ακόμη και στις περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις, η ιδιοκτησία και η διαχείριση συνδυάζονταν στα ίδια πρόσωπα μέχρι και τη δεκαετία του 1960. Έκτοτε, ωστόσο, ένα γοργά αυξανόμενο ποσοστό μεγάλων επιχειρήσεων (όσων απασχολούσαν πάνω από 50 άτομα) οδηγούνταν στο χρηματιστήριο: αυτές οι επιχειρήσεις έλεγχαν το 90% του πάγιου βιομηχανικού κεφαλαίου, και το 1973 απασχολούσαν το 38% της εργατικής δύναμης στη βιομηχανία. Αλλά ακόμη και σ’ αυτές, η εξουσία συνήθως συγκεντρωνόταν στα χέρια μιας μικρής ομάδας ισχυρών μετόχων κι ενός προέδρου ο οποίος ήταν επίσης διευθύνων σύμβουλος[22].

Σημειώσεις:
1. W. H. McNeill, Greece: American Aid in Action, 1947-1956, εκδόσεις Twentieth Century Fund, 1957, σ. 72.
2. Persefoni V. Tsaliki, The Greek Economy: Sources of Growth in the Postwar Era, Νέα Υόρκη, 1991, σελ. 5.
3. Σοφία N. Αντωνοπούλου, Ο Μεταπολεμικός Μετασχηματισμός της Ελληνικής Οικονομίας και το Κατασκευαστικό Φαινόμενο, Αθήνα, 1991, σελ. 234-235
4. Alec Ρ. Alexander, Greek Industrialists: An Economic and Social Analysis, Αθήνα, 1964, σελ. 29.
5. Kostas Vergopoulos, «Economic crisis and modernization in Greece», International Journal of Political Economy 17, 1987, σελ. 114· Αντωνοπούλου, ό.π., σελ. 100· A.F. Freris, The Greek Economy in the Twentieth Century, εκδόσεις St. Martin’s Press, 1986, σελ. 173-174.
6. Campbell & Sherrard, Modern Greece, 1966, σελ. 371-372· Νικόλαος Βερνίκος, Η Ελλάδα Μπροστά στη Δεκαετία του ’80, Αθήνα, 1975, σελ. 121· Κostas Α. Lavdas, The Europeanization of Greece: Interest Politics and the Crises of Integration, εκδόσεις St. Martin’s Press, 1997, σελ. 60.
7. Lavdas, ό.π., σελ. 80-81· Lila Leontidou, The Mediterranean City in Transition: Social Change and Urban Development, Cambridge, 1990, σελ. 175.

Advertisement