Το παρακάτω κείμενο αποτελεί εισήγησή μας για τον κύκλο αυτομόρφωσης πάνω στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου στην Εργατική Λέσχη Ν. Ιωνίας. Καταπιάνεται με τo ομώνυμο κεφάλαιο του Κεφαλαίου.
Η εμπορευματική παραγωγή και η ανεπτυγμένη εμπορευματική κυκλοφορία, το εμπόριο, αποτελούν τις ιστορικές προϋποθέσεις για τη γέννηση του κεφαλαίου. Το παγκόσμιο εμπόριο και η παγκόσμια αγορά εγκαινιάζουν στο 16ο αιώνα τη νεώτερη ιστορία της ζωής του κεφαλαίου[1].
Ο γενικός τύπος του κεφαλαίου
Αν παραβλέψουμε την υλική πτυχή της εμπορευματικής κυκλοφορίας, δηλαδή τις αξίες χρήσεις των συγκεκριμένων εμπορεύματων, και εξετάσουμε μόνο τις οικονομικές μορφές που εμφανίζονται σ’ αυτή τη διαδικασία, τότε η μορφή που εμφανίζεται στο τέλος της είναι το χρήμα. Το χρήμα αποτελεί την πρώτη μορφή εμφάνισης του κεφαλαίου. Αυτό είναι κάτι που μπορούμε να διαπιστώσουμε κι εμπερικά: όποτε ένα νέο κεφάλαιο μπαίνει στο παιχνίδι, δεν εμφανίζεται πχ σαν μέσα παραγωγής, αλλά σαν χρήμα στην αγορά. Όμως, το γεγονός ότι χρήμα εισέρχεται στην αγορά δεν σημαίνει ότι το χρήμα αυτό είναι κεφάλαιο. Είναι κεφάλαιο επειδή πρόκειται ν’ ακολουθήσει μια πολύ συγκεκριμένη διαδικασία.
Είδαμε ότι στην ανταλλακτική διαδικασία συναντάμε την ακολουθία:
Ε-Χ-Ε
Δηλαδή, ένας εμπορευματοκάτοχος εισέρχεται στην αγορά μ’ ένα εμπόρευμα (Ε), το πουλάει για χρήμα (Χ), και με το χρήμα αυτό αγοράζει ένα άλλο εμπόρευμα (Ε). Όταν ο κάτοχος χρήματος εισέρχεται στην αγορά ως εν δυνάμει καπιταλιστής, τότε η ακολουθία παίρνει την μορφή:
Χ-Ε-Χ
Δηλαδή, ο κάτοχος χρήματος εισέρχεται στην αγορά με χρήμα (Χ), αγοράζει ένα εμπόρευμα (Ε) και το πουλάει για χρήμα (Χ).
Στην ακολουθία Ε-Χ-Ε έχουμε έναν εμπορευματοκάτοχο που προσπαθεί ν’ αποκτήσει ένα διαφορετικό εμπόρευμα απ’ αυτό που ήδη έχει. Η ανταλλαγή στην οποία εμπλέκεται κατά πάσα πιθανότητα έχει να κάνει απλώς με την κατανάλωση: επιθυμεί κάποιο εμπόρευμα που δεν έχει, οπότε πουλάει το εμπόρευμα που έχει για ν’ αποκτήσει χρήμα, με το οποίο θ’ αγοράσει το εμπόρευμα που επιθυμεί. Γιατί όμως κάποιος που έχει χρήμα ν’ αγοράσει ένα εμπόρευμα μόνο και μόνο για να το πουλήσει; Εδώ ο σκοπός της όλης συναλλαγής δεν αποσκοπεί στην κατανάλωση. Απ’ τη στιγμή που είχε ήδη χρήμα, γιατί προσπαθεί να ξαναποκτήσει χρήμα; Η απάντηση είναι ότι επιδιώκει στο τέλος της συναλλαγής να κατέχει περισσότερο χρήμα απ’ ότι όταν ξεκίνησε. «Το χρήμα που στην κίνησή του διαγράφει αυτόν τον τελευταίο κύκλο [Χ-Ε-Χ], μετατρέπεται σε κεφάλαιο και είναι απ’ τον προορισμό του κιόλας κεφάλαιο»[2].
Η αγορά του εμπορεύματος δεν γίνεται λόγω κάποιας επιθυμίας για το εμπόρευμα αυτό, αλλά με σκοπό να πουληθεί για χρήμα. Ο κάτοχος χρήματος οπότε που εμπλέκεται σ’ αυτή την ακολουθία έχει στο μυαλό του να δώσει χρήμα (Χ) ώστε τελικά ν’ αποκτήσει περισσότερο χρήμα (Χ’). Για παράδειγμα, αν δώσω 10€ (Χ) για ν’ αγοράσω μια μπλούζα (Ε) και την μεταπωλήσω για 12€ (Χ’), τότε είναι σαν ν’ αντάλλαξα 10€ για 12€ και κατάφερα να βάλω στη τσέπη μου ΔΧ = Χ’ – Χ = 12 – 10 = 2€. Αντάλλαξα χρήμα με περισσότερο χρήμα. Γίνεται εμφανές ότι αν μεταπωλούσα την μπλούζα στην ίδια τιμή μ’ αυτή που την αγόρασα, θα κατέληγα στο τέλος να έχω την ίδια ποσότητα χρημάτων μ’ αυτή που είχα στην αρχή, οπότε θα ήταν ανούσιο να μπω στην όλη διαδικασία. Ο μόνος λόγος να μπω σε μια τέτοια διαδικασία μεταπώλησης είναι να βγάλω περισσότερα χρήματα – βέβαια, η επιθυμία μου να βγάλω χρήματα απ’ αυτή τη διαδικασία δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα είναι κι επιτυχής.
Όταν ολοκληρωθεί η ακολουθία Χ-Ε-Χ’, τότε με το νέο χρήμα (Χ’) που απέκτησα θα ξαναγοράσω εμπόρευμα (Ε) για να το ξαναπουλήσω για περισσότερο χρήμα (Χ”). Η ακολουθία Χ-Ε-Χ’ με οδηγεί λοιπόν στη Χ’-Ε-Χ”, κι αυτή με τη σειρά της στη Χ”-Ε-Χ”’, κοκ. Είναι μια διαδικασία που δυνητικά, αν είμαι καλός επιχειρηματίας κι είναι ευνοϊκοί οι όροι στην αγορά, μπορώ να τη συνεχίσω επ’ άπειρον.
Στην ακολουθία Ε-Χ-Ε, ξεκίνησα μ’ ένα εμπόρευμα και κατέληξα μ’ ένα άλλο εμπόρευμα. Πούλησα 5 αναπτήρες αξίας 1€ έκαστος, και με τα χρήματα αυτά πήρα 1 πακέτο τσιγάρα αξίας 5€. Η αξία του εμπορεύματος που ξεκίνησα (5 αναπτήρες) και του εμπορεύματος που κατέληξα (1 πακέτο τσιγάρα), είναι ίση: 5€. Αντιθέτως, στην Χ-Ε-Χ’, ξεκίνησα με 10€ και κατέληξα με 12€, κέρδισα οπότε 2€. Αυτό το ΔΧ, την μεταβολή της αξίας που κατείχα στην αρχή σε σχέση μ’ αυτή που κατέληξα, την ονομάζουμε υπεραξία. Κατέληξα με μια αξία μεγαλύτερη απ’ αυτή που ξεκίνησα, δηλαδή αξιοποίησα το αρχικό καταβληθέν χρηματικό ποσό, και είναι αυτή η διαδικασία αξιοποίησης που κατέστησε το χρήμα μου κεφάλαιο.
Η απλή εμπορευματική κυκλοφορία -η πώληση για την αγορά [Ε-Χ-Ε]- χρησιμεύει σαν μέσο για έναν τελικό σκοπό που βρίσκεται έξω απ’ την κυκλοφορία, για την ιδιοποίηση αξιών χρήσης, για την ικανοποίηση αναγκών [κατανάλωση]. Αντίθετα, η κυκλοφορία του χρήματος σαν κεφάλαιο [Χ-Ε-Χ’] αποτελεί αυτοσκοπό, γιατί η αξιοποίηση της αξίας υπάρχει μόνο μέσα στα πλαίσια αυτής της κίνησης που διαρκώς ανανεώνεται. Γι’ αυτό η κίνηση του κεφαλαίου είναι απεριόριστη. Σαν συνειδητός φορέας αυτής της κίνησης, ο κάτοχος του χρήματος γίνεται κεφαλαιοκράτης. Το πρόσωπό του, ή πιο σωστά η τσέπη του, είναι η αφετηρία και το σημείο επιστροφής του χρήματος. Το αντικειμενικό περιεχόμενο της κυκλοφορίας αυτής -η αξιοποίηση της αξίας- είναι ο δικός του υποκειμενικός σκοπός, και μόνο εφόσον το μοναδικό κίνητρο των επιχειρήσεών του είναι η αυξανόμενη ιδιοποίηση του αφηρημένου πλούτου, λειτουργεί σαν κεφαλαιοκράτης ή σαν κεφάλαιο προσωποποιημένο, προικισμένο με θέληση και συνείδηση. Επομένως, δεν πρέπει ποτέ να πραγματευόμαστε την αξία χρήσης σαν άμεσο σκοπό του κεφαλαιοκράτη. Ούτε επίσης το κέρδος για μια μόνο φορά, παρά μόνο την ακατάπαυστη κίνηση του κερδίζειν[3].
Στην ακολουθία Ε-Χ-Ε, εισέρχεται στην αγορά ένα εμπόρευμα μιας δεδομένης αξίας, η αξία του μετατρέπεται στη χρηματική της μορφή, η οποία με τη σειρά της μετατρέπεται ξανά σε κάποιο εμπόρευμα ίσης αξίας και αποσύρεται απ’ την αγορά. Η αξία που αρχικά εισήλθε στην αγορά τελικά αποσύρεται απ’ αυτή με την μορφή του τελικού εμπορεύματος, το οποίο αντιμετωπίζεται μόνο ως αξία χρήσης προς κατανάλωση. Αντιθέτως, στην ατέρμονη ακολουθία Χ-Ε-Χ’, εισέρχεται στην αγορά μια αξία σε χρηματική μορφή, μεταμορφώνεται σ’ εμπόρευμα και ξαναποκτά χρηματική μορφή μεγαλύτερης πια αξίας, κι ο κύκλος συνεχίζει επ’ άπειρον. Η αξία διαρκώς περνά απ’ τη χρηματική μορφή στην εμπορευματική μορφή, απ’ την εμπορευματική στη χρηματική, και ξανά απ’ την αρχή. Το χρήμα αποτελεί τη γενική μορφή ύπαρξης της αξίας και το εμπόρευμα την ιδιαίτερη, συγκαλυμμένη μορφή ύπαρξης. Με τη διαρκή εναλλαγή απ’ την μια μορφή στην άλλη, η αξία μετατρέπεται σ’ ένα αυτόματο υποκείμενο. «[Η] αξία γίνεται εδώ το υποκείμενο μιας διαδικασίας, μέσα στην οποία αλλάζοντας διαρκώς μορφή, παίρνοντας πότε την μορφή του χρήματος και πότε του εμπορεύματος, αλλάζει διαρκώς το ίδιο το μέγεθός της και αξιοποιείται απωθώντας τον εαυτό της σαν υπεραξία από τον ίδιο τον εαυτό της σαν αρχική αξία. Γιατί η κίνηση που μέσα σ’ αυτήν προσθέτει υπεραξία στον εαυτό της, είναι δική της κίνηση, επομένως η αξιοποίησή της είναι αυτοαξιοποίηση. Απέκτησε την απόκρυφη ιδιότητα να γεννάει αξία επειδή η ίδια είναι αξία. Γεννοβολάει ζωντανά νεογνά, ή τουλάχιστον γεννάει χρυσά αυγά»[4].
Η αξία, μέσα απ’ αυτή την αέναη αυτοαξιοποίησή της, εισέρχεται σε μια σχέση με τον εαυτό της. Ξεχωρίζει απ’ την μια μεριά τον εαυτό της σαν αξία κι απ’ την άλλη σαν υπεραξία, επειδή είναι μόνο χάρη στη τελική υπεραξία που η αρχική καταβληθείσα αξία λογαριάζεται ως κεφάλαιο. Η αξία γέννησε περισσότερη αξία, το χρήμα γέννησε περισσότερο χρήμα: αυτή είναι η διαδικασία που μετατρέπει το χρήμα σε κεφάλαιο. Το χρήμα από μέσο ανταλλαγής μετατράπηκε σε αυτοσκοπό της ανταλλαγής, και ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτοσκοπός είναι ο πολλαπλασιασμός του: αν καταλήγαμε με την αρχική ποσότητα χρήματος, η όλη ακολουθία ανταλλαγών δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα. Η ακολουθία Χ-Ε-Χ’ αποτελεί τον γενικό τύπο του κεφαλαίου.
Αντιφάσεις του γενικού τύπου του κεφαλαίου
Στις συναλλαγές Χ-Ε και Ε-Χ, έχουμε μια μεταμόρφωση της αξίας. Στη Χ-Ε, η αξία απ’ την μορφή του χρήματος λαμβάνει την μορφή του εμπορεύματος, ενώ στην Ε-Χ το αντίστροφο. Όμως, και στις δύο περιπτώσεις η αξία ως μέγεθος παραμένει η ίδια: όλες οι ανταλλαγές είναι ανταλλαγές μεταξύ ισοδύναμων αξιών. Εδώ ανακύπτει μια αντίφαση: πως ενώ γίνεται ανταλλαγή ισοδύναμων, στη συναλλαγή Χ-Ε-Χ’ καταλήγουμε να έχουμε μια υπεραξία, να έχουμε μια ποσότητα αξίας, εκφρασμένη σε χρήμα, μεγαλύτερη απ’ αυτή που είχαμε αρχικά;
Πρόκεται για κάποια άπατη; Ξεκινάω έχοντας μια συγκεκριμένη ποσότητα χρήματος Χ και καταλήγω με μια ποσότητα χρήματος Χ’ μεγαλύτερη απ’ την αρχική. Μια πρώτη εικασία είναι ότι σε μια απ’ τις δύο επιμέρους συναλλαγές που συνιστούν την ακολουθία Χ-Ε-Χ’ έλαβα αξία μεγαλύτερη απ’ αυτή που έδωσα. Είτε στη Χ-Ε αγόρασα εμπόρευμα μεγαλύτερης αξίας απ’ το χρήμα που έδωσα, είτε στην Ε-Χ’ έλαβα περισσότερο χρήμα απ’ ότι αξίζει το εμπόρευμα που πούλησα. Πράγματι, κάτι τέτοιο είναι εφικτό, είτε λόγω δικής μου απάτης, πιθανώς σε συνδυασμό με την αφέλεια του ατόμου με το οποίο εμπορεύθηκα, είτε λόγω άλλων εξωοικονομικών παραγόντων: πχ, αυτό που παρουσιάζεται σαν ανταλλαγή στην πραγματικότητα ήταν ένας συγκαλυμμένος εκβιασμός τον οποίο επέβαλα με κάποια μορφή βίας ή απειλή βίας. Απ’ αυτό όμως προκύπτουν δύο προβλήματα.
Αν πρόκειται για απάτη, τότε η κερδοφορία μου είναι επισφαλής. Πόσες φορές θα μπορέσω να εξαπατήσω το ίδιο άτομο μέχρι να το καταλάβει, και πόσους αφελείς μπορώ να βρω να εξαπατήσω; Για να μην αναφερθούμε καν στο γεγονός ότι όποιος το καταλάβει μπορεί να το καταγγείλει στις αρχές με αποτέλεσμα να υποστώ πρόστιμα, κατεσχέσεις ή και φυλάκιση. Και δεν είναι δυνατό να πέσω κι εγώ κάποιες φορές θύμα μιας απάτης; Η ίδια επισφάλεια υπάρχει με όλους τους εξωοικονομικούς παράγοντες. Πόσες φορές θα συμβεί μια φυσική καταστροφή ώστε να βρω άτομα απελπισμένα στον βαθμό να πουλήσουν κάτω απ’ την αξία του εμπορεύματος ή ν’ αγοράσουν πάνω απ’ αυτή; Δεν υπάρχει το ενδεχόμενο κάποια στιγμή να βρεθώ κι εγώ σ’ αυτή την κατάσταση; Σε πόσα άτομα μπορώ να επιβληθώ με τη βία; Και δεν υπάρχουν άλλοι ισχυρότεροι από εμένα να μου επιβληθούν και να μου πάρουν αυτά που έλαβα κι εγώ με τη βία; Όσες φορές θα μπορέσω να εκμεταλλευτώ τέτοιους εξωοικονομικούς παράγοντες, τόσες φορές θα μπορέσουν να τους εκμεταλλευτούν άλλοι εναντίον μου, οπότε σε κάποιες συναλλαγές θα βρεθώ κερδισμένος, σ’ άλλες ζημιωμένος, και σε βάθος χρόνου αυτά που κέρδισα θα ισούνται μ’ αυτά που έχασα, οπότε συνολικά ούτε έχασα ούτε κέρδισα τίποτα.
Κι εδώ είναι που καταλήγουμε στο δεύτερο πρόβλημα. Αν η υπεραξία που λαμβάνει κανείς είναι αποτέλεσμα εξωοικονομικών παραγόντων, τότε πρόκειται για ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος: όσα κερδίζουν οι κερδισμένοι, ακριβώς τόσα ζημιώνονται οι ζημιωμένοι. Αν σε μια συναλλαγή έβγαλα υπεραξία 5€, τότε το άτομο με το οποίο συναλλάχθηκα μπήκε μέσα 5€. Το μέγεθος της αξίας που κατείχαμε συνολικά κι οι δύο πριν και μετά τη συναλλαγή παρέμεινε το ίδιο, απλά τώρα ένα τμήμα της μεταβιβάστηκε απ’ τον έναν στον άλλον. Συνεπώς, αν τα πράγματα ήταν έτσι, μέσα απ’ τις συναλλαγές δεν θ’ αλλάζε το συνολικό μέγεθος της αξίας που υπάρχει σε μια δεδομένη κοινωνία, αλλά θ’ άλλαζε μόνο ο τρόπος με τον οποίο η συνολική αυτή αξία κατανέμεται στα διάφορα μέλη της κοινωνίας αυτής. Από που προκύπτει όμως αυτό το συνολικό μέγεθος της αξίας που υπάρχει στην κοινωνία; Ορίζεται αυθαίρετα απ’ την κεντρική τράπεζα η οποία εκδίδει το χρήμα;
«Όσο λοιπόν κι αν τα στριφογυρίσει κανείς, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο. Όταν ανταλλάσονται ισοδύναμα δεν γεννιέται υπεραξία, κι όταν ανταλλάσονται μη-ισοδύναμα πάλι δεν γεννιέται υπεραξία. Η κυκλοφορία ή η ανταλλαγή εμπορευμάτων δεν δημιουργεί αξία»[5]. Είδαμε ότι η αξία ενός εμπορεύματος αναπαριστά τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή αυτού του είδους εμπορεύματος. Η εργασία είναι αξιοπαραγωγός, όμως οι αξίες δεν είναι εξ ορισμού αυτοαξιοποιούμενες. Η εργασία μπορεί να παράξει μια εντελώς νέα αξία, μπορεί να προσθέσει επιπλέον αξία σε μια ήδη υπάρχουσα αξία, όμως, αφενός, για να πραγματωθεί αυτή η αξία και, αφετέρου, ν’ αυτοαξιοποιηθεί, πρέπει το εμπόρευμα απ’ την παραγωγή να περάσει στην κυκλοφορία. Ξεκινάω με χρήμα, αγοράζω μπλούζες από μια βιοτεχνία στη Θήβα και τις μεταφέρω και τις πουλάω στη Ν. Ιωνία. Κατά την μεταφορά πρόσθεσα μια αξία στο εμπόρευμα: οι μπλούζες δεν θα βγάλουν πόδια να έρθουν στη Ν. Ιωνία, η μεταφορά τους αποτελεί εργασία. Ή, ξεκινάω με χρήμα, αγοράζω ύφασμα και φτιάχνω μπλούζες και τις πουλάω. Και στις δύο περιπτώσεις, ξοδεύτηκε ανθρώπινη εργασία η οποία δημιούργησε αξία: στην πρώτη περίπτωση πρόσθεσα μια επιπλέον αξία στις μπλούζες, στη δεύτερη περίπτωση δημιουργήσα αξία μετατρέποντας μια πρώτη ύλη σε μπλούζες. Όμως, αυτό δεν αποτελεί αυτοαξιοποίηση των αρχικών αξιών που αγόρασα: οι αξίες αυτές παρέμειναν οι ίδιες, απλά τους πρόσθεσα ο ίδιος περισσότερη αξία ξοδεύοντας εργασία. Οι αρχικές αξίες δεν αυτοαξιοποιήθηκαν, δεν προσθέσαν στον εαυτό τους μια υπεραξία όσο εγώ εργαζόμουν σ’ αυτές:
Γι’ αυτό είναι αδύνατο ο εμπορευματοπαραγωγός ν’ αξιοποιεί αξία κι επομένως να μετατρέπει χρήμα ή εμπόρευμα σε κεφάλαιο έξω απ’ τη σφαίρα της κυκλοφορίας, χωρίς να έρθει σ’ επαφή μ’ άλλους κατόχους εμπορευμάτων. Το κεφάλαιο λοιπόν δεν μπορεί να πηγάζει απ’ την κυκλοφορία και εξίσου δεν μπορεί να μην πηγάζει απ’ την κυκλοφορία. Πρέπει να πηγάζει ταυτόχρονα και μέσα σ’ αυτήν και όχι μέσα σ’ αυτήν. Έτσι έχουμε ένα διπλό αποτέλεσμα. Η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο πρέπει να εξηγηθεί με βάση τους εσώτερους νόμους της ανταλλαγής εμπορευμάτων, έτσι που σαν αφετηρία να χρησιμεύει η ανταλλαγή ισοδύναμων. Ο κάτοχος χρήματος που υπάρχει ακόμα σαν καπιταλιστής-κάμπια είναι υποχρεωμένος ν’ αγοράζει τα εμπορεύματα στην αξία τους, να τα πουλάει στην αξία τους, και όμως στο τέλος της διαδικασίας να βγάζει περισσότερο χρήμα απ’ το χρήμα που έριξε σ’ αυτή. Η μεταμόρφωσή του σε πεταλούδα πρέπει να συντελεστεί μέσα στη σφαίρα της κυκλοφορίας και δεν πρέπει να συντελεστεί μέσα στη σφαίρα της κυκλοφορίας[6].
Παραγωγή και κυκλοφορία
Στην ακολουθία Ε-Χ-Ε ξεκινάμε μ’ ένα εμπόρευμα. Αυτό το εμπόρευμα κάπως παράχθηκε. Η ακολουθία των συναλλαγών έγινε προϋποθέτοντας αυτή την παραγωγή του αρχικού μας εμπορεύματος. Φτιάξαμε κάτι το οποίο τελικά δεν χρειαζόμασταν, και το ρίξαμε στην κυκλοφορία ώστε τελικά ν’ αποκτήσουμε ένα άλλο εμπόρευμα που θέλουμε. Η κυκλοφορία εδώ αποτελεί ένα τυχαίο γεγονός. Για κάποιο λόγο κάποιοι άνθρωποι φτιάξαν πράγματα τα οποία δεν χρειάζονταν (πχ, τελικά χρειάζονταν μικρότερη ποσότητα απ’ αυτό το προϊόν απ’ ότι είχαν υπολογίσει αρχικά οπότε κατέληξαν μ’ ένα πλεόνασμα, ή στην περιοχή τους βρίσκουν στο φυσικό τους περιβάλλον μια πρώτη ύλη σε υπεραφθονία) και βγήκαν να τ’ ανταλλάξουν με κάποια άλλα πράγματα που χρειάζονται. Η κυκλοφορία ξεκινά από όρους που βρίσκονται έξω απ’ αυτή και τελικά καταλήγει μ’ ένα τρόπο (την κατανάλωση του τελικού εμπορεύματος) ο οποίος δεν θέτει μια νέα αφετηρία για την επανεκκίνηση της όλης διαδικασίας. Η εκκίνηση της ακολουθίας εξαρτάται σε κάτι έξω απ’ αυτήν, και αν δεν ξαναπροκύψουν απ’ αυτό το άλλο οι όροι για να ριχθούν προϊόντα στην κυκλοφορία, τότε η κυκλοφορία δεν θα επαναληφθεί. Στην ακολουθία Χ-Ε-Χ’ τα πράγματα είναι διαφορετικά:
Αν αρχικά [στην Ε-Χ-Ε] η πράξη της κοινωνικής παραγωγής εμφανιζόταν σαν η δημιουργία ανταλλακτικών αξιών, κι αυτή στην παραπέρα ανάπτυξή της σαν κυκλοφορία -σαν τέλεια ανεπτυγμένη αμοιβαία κίνηση των ανταλλακτικών αξιών- τώρα [στην Χ-Ε-Χ’] η ίδια η κυκλοφορία επιστρέφει στη δραστηριότητα που τοποθετεί, παράγει ανταλλακτική αξία. Επιστρέφει σ’ αυτή σαν το θεμέλιό της. Προϋπόθεση της κυκλοφορίας είναι τα εμπορεύματα (είτε στην ιδιαίτερή τους μορφή, είτε στη γενική μορφή του χρήματος), που είναι η πραγματοποίηση ενός καθορισμένου χρόνου εργασίας και σαν τέτοια αποτελούν αξίες· προϋπόθεσή της είναι λοιπόν τόσο η παραγωγή εμπορευμάτων με εργασία όσο και η παραγωγή τους ως ανταλλακτικές αξίες. Αυτή είναι η αφετηρία της κυκλοφορίας· και με την ίδια την κίνησή της επιστρέφει στην παραγωγή που δημιουργεί ανταλλακτικές αξίες σαν αποτέλεσμά της. Φτάσαμε λοιπόν πάλι στην αφετηρία, την παραγωγή που τοποθετεί, δημιουργεί ανταλλακτικές αξίες· αυτή τη φορά όμως με τέτοιο τρόπο που η παραγωγή να προϋποθέτει την κυκλοφορία σαν αναπτυγμένο συνθετικό της στοιχείο, και να εμφανίζεται σαν αδιάκοπη διαδικασία που τοποθετεί την κυκλοφορία και αδιάκοπα επιστρέφει απ’ αυτή στον εαυτό της, για να τη τοποθετήσει ξανά. […] Η ίδια η παραγωγή δεν υπάρχει πια πριν από τ’ αποτελέσματά της, δεν προϋποτίθεται[7].
Πλέον, δεν είναι η παραγωγή που έχει ως τυχαίο αποτέλεσμά της την κυκλοφορία, αλλά η κυκλοφορία εκείνη που επιβάλλει την εκ νέου έναρξη της παραγωγής, ώστε να μπορέσει να συνεχιστεί η ίδια η κυκλοφορία. Το Χ ρίχνεται στην παραγωγή ώστε να παραχθεί εμπόρευμα το οποίο θα πωληθεί για Χ’, το Χ’ θα επενδυθεί κι αυτό με τη σειρά του στην παραγωγή ώστε το εμπόρευμα να πωληθεί για Χ”, κοκ. Ο γρίφος λύθηκε. Χ-Ε-Χ’: Στις Χ-Ε και Ε-Χ’ έχουμε ανταλλαγή ισοδύναμων. Όμως, ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο στάδια, το Ε εισέρχεται στην παραγωγή κι η εργασία του προσθέτει αξία. Ενώ το Ε αρχικά άξιζε Χ, τώρα αξίζει Χ’. Ανακύπτει όμως ένα άλλο πρόβλημα.
Είμαι κάτοχος χρήματος Χ. Αγοράζω ένα εμπόρευμα Ε, το ρίχνω στην παραγωγή, έτσι προστίθεται αξία στο εμπόρευμα, και πουλάω το επεξεργασμένο πλέον εμπόρευμα Ε για χρήμα Χ’. Αν ήμουν εγώ που επεξεργάστηκα το εμπόρευμα στην παραγωγή, όλα καλά. Αν όμως προσλάβω άλλους να κάνουν αυτή τη δουλειά για εμένα; Αν εργάζονταν δούλοι, δεν θ’ ανέκυπτε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα. Απ’ τη στιγμή όμως που η εργασία γίνεται από μισθωτούς εργάτες σημαίνει ότι έχουμε πάλι μια ανταλλαγή. Στην αρχική ανταλλαγή Χ-Ε δεν αγόρασα μόνο το αρχικό ακατέργαστο εμπόρευμα αλλά μίσθωσα κι εργάτες. Έδωσα χρήμα κι αγόρασα το εμπόρευμα εργασία. Αν την πλήρωσα στην αξία της, δηλαδή στην αξία που πρόσθεσε η εργασία στο ακατέργαστο εμπόρευμα μετατρέποντάς το στο τελικό κατεργασμένο εμπόρευμα, τότε προκύπτει πάλι το ίδιο πρόβλημα: πως ανταλλάσοντας ισοδύναμα έβγαλα υπεραξία; Το Χ’ ισούται με το αρχικά κατεβληθέν ποσό Χ, το οποίο τώρα το διακρίνουμε σε δύο μέρη: Χ1 (αξία ακατέργαστου εμπορεύματος) + Χ2 (αξία της εργασίας). Αν δεν αγόρασα την εργασία στην αξία της αλλά εξαπάτησα τους εργάτες ή εκμεταλλεύτηκα άλλους εξωοικονομικούς παράγοντες ώστε ν’ αγοράσω την εργασία τους κάτω απ’ την αξία της, τότε προκύπτουν τα ίδια προβλήματα μ’ αυτά που είδαμε παραπάνω.
Ας κάνουμε ένα βήμα πίσω. Το εσωτερικό μέτρο της αξίας είναι ο χρόνος εργασίας. Πόση αξία έχει ένα οκτάωρο εργασίας; Οκτώ ώρες εργασίας. Τι μήκος έχουν 8 εκατοστά; Οκτώ εκατοστά. Πέφτουμε σε μια ταυτολογία. «Από τη στιγμή που αρχίζει η εργασία έχει παύσει κιόλας να του ανήκει [του εργάτη], και επομένως δεν μπορεί πια να την πουλήσει. Η εργασία είναι η ουσία και το ενυπάρχον μέτρο των αξιών, η ίδια όμως δεν έχει αξία»[8]. Η «αξία της εργασίας» είναι μια παράλογη έκφραση.
Αγορά και πώληση της εργασιακής δύναμης
Εκείνο που πουλάει ο εργάτης στον καπιταλιστή δεν είναι η εργασία του, αλλά η εργασιακή του δύναμη, δηλαδή η ικανότητά του για εργασία. «Όταν λέμε εργασιακή δύναμη ή ικανότητα για εργασία εννοούμε το σύνολο των φυσικών και πνευματικών ικανοτήτων που υπάρχουν στο σώμα, στη ζωντανή προσωπικότητα ενός ανθρώπου και που τις βάζει σε κίνηση κάθε φορά που παράγει οποιουδήποτε είδους αξίες χρήσης»[9].
Για να είναι η εργασιακή δύναμη εμπόρευμα, ο φορέας της πρέπει να είναι ελεύθερος, διπλά ελεύθερος. Αφενός, πρέπει να είναι ιδιοκτήτης της εργασιακής του δύναμης, οπότε δεν μπορεί να είναι δούλος ή να βρίσκεται υπό οποιαδήποτε μορφή εξάρτησης ή καταναγκασμού. Πρέπει να εισέρχεται οικειοθελώς στην αγορά για να πουλήσει την εργασιακή του δύναμη. Δεν πρέπει επίσης να την πουλήσει κανείς εφ’ όρου ζωής, καθώς απ’ τη στιγμή που η εργασιακή δύναμη δεν μπορεί ν’ αποσυνδεθεί απ’ τον φορέα της, ο εργάτης θα μετατρεπόταν σε δούλο. Η αγοραπωλησία της εργασιακής δύναμης πρέπει να γίνει για ορισμένο διάστημα, με τη τιμή και τη διάρκειά της αγοραπωλησίας να περιγράφεται σ’ ένα συμβόλαιο το οποίο συνάψαν ο εργάτης κι ο καπιταλιστής διαπραγματευόμενοι ως ίσος προς ίσο από νομική σκοπιά. Αφετέρου, ο εργάτης πρέπει να είναι ελεύθερος από μέσα παραγωγής. Αν κατείχε ο ίδιος μέσα παραγωγής, δεν θα πουλούσε την εργασιακή του δύναμη αλλά τα εμπορεύματα που παρήγαγε. Η δημιουργία του ελεύθερου εργάτη κι η συνάντησή του με τον κάτοχο χρήματος αποτελεί τον δεύτερο ιστορικό όρο για τη γέννηση του κεφαλαίου – ο άλλος όρος ήταν η ανάπτυξη της παγκόσμιας αγοράς. Οι δύο αυτοί όροι υπήρξαν αποτέλεσμα συγκεκριμένων ιστορικών διαδικασιών και γεγονότων οι οποίοι υπερβαίνουν τα όρια της παρούσας εισήγησης, κάποια απ’ αυτά τα γεγονότα θα τα δούμε στο κεφάλαιο για την πρωταρχική συσσώρευση.
Η αξία ενός εμπορεύματος είναι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας για την παραγωγή του. Το ίδιο ισχύει και για το εμπόρευμα εργασιακή δύναμη. Μόνο που ο χρόνος εργασίας εδώ δεν είναι άμεσος: δεν υπάρχει επιχείρηση παραγωγής εργατών. Ο χρόνος είναι έμμεσος, έχει να κάνει με τον χρόνο εργασίας, δηλαδή την αξία, που αναπαριστούν τα εμπορεύματα που χρειάζεται ο εργάτης. Είναι προφανές ότι υπάρχει ένα κατώτατο όριο στο οποίο μπορεί να φτάσει η κατανάλωση του εργάτη, καθώς κάτω απ’ αυτό το όριο δεν θα είναι ικανός να εργαστεί. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η αξία της εργασιακής δύναμης ταυτίζεται αναγκαία μ’ αυτό το κατώτατο όριο. Ως αξία προσδιορίζεται ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας, οπότε στον καθορισμό της υπεσέρχονται διάφορες κοινωνικές νόρμες. Συγκεκριμένα για την εργασιακή δύναμη, πέρα απ’ το κατώτατο όριο, η αξία της προσδιορίζεται από διάφορους κοινωνικούς παράγοντες όπως η κουλτούρα, οι ηθικές νόρμες, η ισχύς των εργατών έναντι των καπιταλιστών, κλπ. Οι παράγοντες αυτοί διαφέρουν από κοινωνικό σχηματισμό σε κοινωνικό σχηματισμό και μεταβάλλονται με το πέρασμα του χρόνου. Τέλος, η αξία της εργασιακής δύναμης δεν πρέπει μόνο να συντηρεί τον εργάτη που την πουλάει, αλλά και τη νέα γενιά εργατών μέχρι να φτάσουν σε ηλικία να εργαστούν – η ηλικία αυτή επίσης προσδιορίζεται κοινωνικά. Απ’ τη στιγμή που η οικογένεια παραμένει η κύρια μονάδα αναπαραγωγής κι εκτροφής των παιδιών, η αξία της εργασιακής δύναμης πρέπει συνεπώς να συντηρεί όχι μόνο την εργάτρια/εργάτη, αλλά και την οικογένεια τους, οπότε στον καθορισμό του μεγέθους της αξίας της εργασιακής δύναμης υπεσέρχεται κι ο παράγοντας του ποια θεωρείται ως «μέση οικογένεια» σ’ έναν δεδομένο κοινωνικό σχηματισμό: πόσα μέλη έχει συνήθως η οικογένεια και πόσα απ’ τα μέλη της εργάζονται.
Η άλλη πτυχή ενός εμπορεύματος είναι η αξία χρήσης. Η αξία χρήσης εκδηλώνεται στην κατανάλωση/χρήση του εμπορεύματος. Για την εργασιακή δύναμη, η αξία χρήσης της είναι η εργασία. Ο καπιταλιστής αγοράζει την εργασιακή δύναμη και την καταναλώνει στην παραγωγή, δηλαδή βάζει τον εργάτη να δουλέψει. Περισσότερα επ’ αυτού θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο.
Το πρόβλημα λύθηκε. Όλες οι συναλλαγές στην ακολουθία Χ-Ε-Χ’ είναι ανταλλαγές ισοδύναμων, όλα πληρώνονται στην αξία τους. Η υπεραξία του καπιταλιστή προκύπτει απ’ την εκμετάλλευση των εργατών, επειδή αυτό που πληρώνει ο καπιταλιστής στον εργάτη δεν έχει να κάνει με την αξία που παράγει η εργασία του, αλλά με την αξία της εργασιακής του δύναμης: πρόκειται για δύο διαφορετικά αξιακά μεγέθη. Απ’ τη στιγμή που ο καπιταλιστής κι ο εργάτης συνάπτουν τη σύμβαση εργασίας, το εργοστάσιο γνέφει. Περνάμε απ’ τη τυπική ελευθερία της αγοράς όπου ο καπιταλιστής κι ο εργάτης αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον ως ίσο προς ίσο, όντας κι οι δύο ίσοι ενώπιον του νόμου, στον χώρο εργασίας όπου ο εργάτης τίθεται υπό την εξουσία του καπιταλιστή.
Ο φετιχισμός του κεφαλαίου
Για να μετατραπεί το χρήμα σε κεφάλαιο, χρειάζεται τόσο το χρήμα όσο και το εμπόρευμα ν’ αποδειχθούν προσωρινές μορφές της αξίας, με την αξία, όπως είδαμε παραπάνω, να μεταμορφώνεται διαρκώς απ’ την μια μορφή στην άλλη. Είναι μέσω αυτού που η αξία αυτονομείται και μετατρέπεται σ’ αυτόματο υποκείμενο, σ’ αυτοαξιοποιούμενη αξία, σε κεφάλαιο. Η αξία «αυτονομείται» και γίνεται η ίδια «υποκείμενο». Από τι αυτονομείται όμως η αξία ώστε από αντικείμενο να γίνει υποκείμενο; Δεν αυτονομείται απ’ τις αξίες χρήσεις, απ’ αυτές έλαβε ήδη αυτόνομη μορφή στο χρήμα. Όμως το χρήμα δεν είναι κεφάλαιο, πρέπει ν’ αυτονομηθεί περαιτέρω ώστε να μετατραπεί σε κεφάλαιο. Αυτό απ’ το οποίο αυτονομείται είναι απ’ την εργασία στη σφαίρα της παραγωγής. Είδαμε ότι η κυκλοφορία δεν παράγει αξία, αλλά ότι η αξία παράγεται απ’ την εργασία. Για να παρουσιαστεί η αξία ως αυτοαξιοποιούμενη, ως ν’ αξιοποιεί η ίδια τον εαυτό της, χρειάζεται ν’ αυτοπαρουσιαστεί ως αυτόνομη απ’ την αξιοπαραγωγό εργασία. Στη σφαίρα της παραγωγής τα πράγματα είναι σχετικά προφανή. Όταν όμως κοιτάει κανείς τα πράγματα απ’ τη σφαίρα της κυκλοφορίας, φαίνεται σαν να είναι η ίδια η αξία που δημιουργεί επιπλέον αξία μέσω των συνεχών της μεταμορφώσεων από χρήμα σ’ εμπόρευμα σε χρήμα και πάλι απ’ την αρχή. Όλα πληρώθηκαν στην αξία τους, άρα η υπεραξία προέκυψε απ’ την αυτοδραστηριότητα του κεφαλαίου. Πρόκειται για φετιχισμό, για έναν φετιχισμό ανώτερο απ’ τον φετιχισμό του εμπορεύματος και τον φετιχισμό του χρήματος. Είναι ο φετιχισμός του κεφαλαίου.
Τα εμπορεύματα έγιναν φετίχ κι εμφανίστηκαν τα ίδια ως υποκείμενα που έρχονται σε σχέσεις μεταξύ τους. Το χρήμα, ως γενικό ισοδύναμο, ως αυτονομημένη μορφή της αξίας, ως «ο θεός ανάμεσα στα εμπορεύματα»[10], έγινε φετίχ καθώς είναι το υποκείμενο που είναι σε θέση να έρθει σε σχέση με οποιοδήποτε εμπόρευμα και συνεπώς να μεσολαβήσει τη σχέση μεταξύ δύο οποιωνδήποτε εμπορευμάτων[11]. Τώρα είναι το κεφάλαιο που έγινε φετίχ, ως υποκείμενο που έρχεται σε σχέση με τον εαυτό του κι αυτοπολλαπλασιάζεται. Δεν χρειάζεται να σχετιστεί μ’ ένα άλλο υποκείμενο έξω απ’ τον εαυτό του, αποτελεί το ένα και μοναδικό Υποκειμένο. Οτιδήποτε άλλο έχει καταναλωθεί απ’ το Υποκείμενο, δηλαδή το κεφάλαιο έχει αφομοιώσει τα πάντα στον εαυτό του μετατρέποντάς τα σε δικά του στοιχεία και δικές του ιδιότητες.
Μια και η ζωντανή εργασία -με την ανταλλαγή ανάμεσα στο κεφάλαιο και τον εργάτη- έχει ενσωματωθεί στο κεφάλαιο και από τη στιγμή που το αρχίζει η παραγωγική διαδικασία εμφανίζεται σαν δραστηριότητα που ανήκει σ’ αυτό, όλες οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνικής εργασίας εμφανίζονται σαν παραγωγικές δυνάμεις του κεφαλαίου. […] Έχουμε εδώ πάλι τη στρέβλωση της σχέσης εκείνης, που σαν έκφραση την χαρακτηρίσαμε φετιχισμό, όταν εξετάζαμε την ουσία του χρήματος. […] [Τ]α υλικά εργασίας, τα μέσα εργασίας (καθώς και τα μέσα συντήρησης) εμφανίζονται όχι σαν υποταγμένα στον εργάτη, αλλά ο εργάτης εμφανίζεται υποταγμένος σ’ αυτά. Δεν τα χρησιμοποιεί ο εργάτης, αλλά αυτά χρησιμοποιούν τον εργάτη. Και έτσι τα μέσα παραγωγής γίνονται κεφάλαιο. […] [Ο] εργάτης αποτελεί ένα μέσο γι’ αυτά, εν μέρει για να διατηρήσουν την αξία τους, εν μέρει για να την αξιοποιήσουν […] Η σχέση αυτή όμως γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη και φαινομενικά πιο μυστηριώδης, επειδή με την ανάπτυξη του ειδικά κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής απέναντι στον εργάτη ορθώνονται, αντιπαρατάσσονται σ’ αυτόν σαν «κεφάλαιο», όχι μόνο τα άμεσα υλικά πράγματα […] αλλά επιπλέον οι μορφές της κοινωνικά ανεπτυγμένης εργασίας, η συνεργασία, η μανιφακτούρα (σαν μορφή του καταμερισμού της εργασίας), το εργοστάσιο (σαν μορφή της οργανωμένης κοινωνικής εργασίας πάνω στην υλική βάση των μηχανών), επομένως και η επιστήμη και οι δυνάμεις της φύσης εμφανίζονται σαν μορφές ανάπτυξης του κεφαλαίου, σαν παραγωγικές δυνάμεις του κεφαλαίου […] όλα αυτά αντικρύζουν τους ίδιους τους εργάτες, τον καθένα χωριστά, σαν κάτι το ξένο και το υλικό, σαν απλή μορφή ύπαρξης των μέσων εργασίας […] ακριβώς όπως αυτά τα ίδια τα μέσα εργασίας, στην απλή ορατή μορφή τους σαν υλικά, εργαλεία, κλπ, αντικρύζουν τους εργάτες σαν λειτουργίες του κεφαλαίου, επομένως και του καπιταλιστή. […] Η αγορά αυτή [της εργασιακής δύναμης απ’ τον καπιταλιστή] ενσωματώνει τη χρησιμοποίηση της εργασιακής δύναμης για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα στο κεφάλαιο ή μετατρέπει μια ορισμένη ποσότητα ζωντανής εργασίας σ’ έναν απ’ τους τρόπους ύπαρξης του ίδιου του κεφαλαίου, σαν να λέμε, σ’ ενδελέχεια του ίδιου του κεφάλαιου. Στην πραγματική παραγωγική διαδικασία, η ζωντανή εργασία μετατρέπεται σε κεφάλαιο γιατί, απ’ την μια μεριά, αναπαράγει τον μισθό εργασίας […] κι απ’ την άλλη μεριά, παράγει μια υπεραξία[12].
Η κυκλοφορία κι η παραγωγή παρουσιάζονται ως αυτόνομες σφαίρες, είναι όμως διαχωρισμένες στην ενότητά τους, δεν μπορεί να υπάρξει η μία χωρίς την άλλη. Δεν μπορεί να υπάρξει εμπορευματική κυκλοφορία αν δεν παραχθούν εμπορεύματα. Απ’ τη στιγμή όμως που κάτι παράγεται ως εμπόρευμα παράγεται με σκοπό να ριχτεί στην κυκλοφορία. Στον καπιταλισμό, η παραγωγή αποτελεί προϋπόθεση της κυκλοφορίας κι η κυκλοφορία προϋπόθεση της παραγωγής. Όσα συμβαίνουν στην μια απ’ τις δύο σφαίρες δεν θα συμβαίναν αν δεν υπήρχε η άλλη. «Η ίδια η κυκλοφορία πρέπει να παρουσιάζεται ως μια στιγμή της παραγωγής ανταλλακτικών αξιών (ως η διαδικασία παραγωγής ανταλλακτικών αξιών). […] Η ίδια η διαδικασία κατά την οποία η ανταλλακτική αξία ανεξαρτητοποιείται στο χρήμα πρέπει να εμφανιστεί μόνο ως μια στιγμή της κίνησης, ως ένα αποτέλεσμα της κυκλοφορίας, ως μια στιγμή όμως αποφασισμένη να εκκινήσει την κίνηση απ’ την αρχή, χωρίς να παγιωθεί σ’ αυτή την μορφή [το χρήμα]»[13].
Το κεφάλαιο βρίσκεται σε μια σχέση με τον εαυτό του κι έχει αφομοιώσει τα πάντα ως δικά του στοιχεία. Όμως, όπως έχουμε δει στην μετάβαση απ’ την αξιακή στη χρηματική μορφή, μια ουσία δεν μπορεί να βρίσκεται σε άμεση σχέση με τον εαυτό της καθώς αυτό θ’ αποτελούσε μια απλή ταυτότητα και δεν θα ενείχε κανέναν προσδιορισμό για την ουσία. Η σχέση αυτή πρέπει να μεσολαβηθεί. Απ’ τη στιγμή που το κεφάλαιο έχει αφομοιώσει τα πάντα δεν βρίσκει κάτι εξωτερικό για να το μεσολαβήσει. Η ίδια η εργασία έχει γίνει εγγενές στοιχείο του κεφάλαιου.
Για το κεφάλαιο, αυτή η διατήρηση [της ποιότητας της προηγούμενης εργασίας στην απλή παραγωγική διαδικασία] είναι [διατήρηση] της ποσότητας της αντικειμενοποιημένης εργασίας διαμέσου της παραγωγικής διαδικασίας· για την ίδια τη ζωντανή εργασία, δεν είναι παρά διατήρηση της ήδη διαθέσιμης -διαθέσιμης για την εργασία- αξίας χρήσης. Η ζωντανή εργασία προσθέτει μια νέα ποσότητα εργασίας· διατηρεί όμως την ήδη αντικειμενοποιημένη ποσότητα εργασίας όχι μ’ αυτή την ποσοτική πρόσθεση, αλλά με την ποιότητά της σαν ζωντανή εργασία, δηλαδή με τη σχέση της σαν εργασία προς τις αξίες χρήσης στις οποίες υπάρχει η συντελεσμένη εργασία. […] Στην παραγωγική διαδικασία αίρεται ο χωρισμός της εργασίας από τα αντικειμενικά συνθετικά στοιχεία της ύπαρξής της – το εργαλείο και το υλικό. Σ’ αυτόν τον χωρισμό βασίζεται η ύπαρξη του κεφαλαίου και της μισθωτής εργασίας. Σαν αξία χρήσης, η εργασία ανήκει όμως στον κεφαλαιοκράτη· στον εργάτη ανήκει απλά σαν ανταλλακτική αξία. Η ζωντανή της ιδιότητα μέσα στην ίδια την παραγωγική διαδικασία να διατηρεί τον αντικειμενοποιημένο εργάσιμο χρόνο κάνοντάς τον αντικειμενικό τρόπο ύπαρξης ζωντανής εργασίας, δεν αφορά καθόλου τον εργάτη. Αυτή η ιδιοποίηση, που μ’ αυτή η ζωντανή εργασία μετατρέπει μέσα στην ίδια την παραγωγική διαδικασία το εργαλείο και το υλικό σε σώμα της ψυχής της, και μ’ αυτό τον τρόπο τα ανασταίνει εκ νεκρών, βρίσκεται πραγματικά σε αντίθεση με το ότι η εργασία [αποτελεί] πραγματικότητα στο πρόσωπο του εργάτη μονάχα σαν άμεση ζωτικότητα, χωρίς αντικείμενο – και το εργασιακό υλικό και το εργαλείο υπάρχουν για-τον-εαυτό-τους στο κεφάλαιο. […] Αλλά στο μέτρο που η εργασία τοποθετείται σ’ αυτή τη σχέση, η σχέση αυτή δεν υπάρχει για τον εαυτό της αλλά για το κεφάλαιο· και η ίδια η εργασία είναι ήδη συνθετικό στοιχείο του κεφαλαίου[14].
Το κεφάλαιο μεσολαβείται απ’ την εργασία, από ένα δικό του συστατικό στοιχείο. Το κεφάλαιο περιέχει την άρνησή του στο εσωτερικό του: πρόκειται για μια αντίφαση εγελιανού τύπου. «Το χρήμα υπάρχει ως κεφάλαιο μόνο στη σχέση του με το μη-κεφάλαιο, την άρνηση του κεφαλαίου, και μόνο σε σχέση μ’ αυτό είναι κεφάλαιο. Η ίδια η εργασία είναι το πραγματικό μη-κεφάλαιο»[15]. «Το Κεφάλαιο ως Υποκείμενο χρειάζεται να συμπεριλάβει την “εργασία” ως το εσωτερικό άλλο, ώστε να εξάγει απ’ την αξία περισσότερη αξία. Οι εργάτες, ως υποκείμενα ενσωματωμένα στο Κεφάλαιο, με το Κεφάλαιο ως το Αυτόματο Φετίχ που δρα ως ένα κυρίαρχο Υποκείμενο, είναι “ελεύθεροι” και “ίσοι”: πρέπει ν’ αναγκαστούν να δουλέψουν»[16]. Η τυπική ελευθερία κι ισότητα της αστικής κοινωνίας αποτελεί στην πραγματικότητα μια μορφή καθυπόταξης. Στην πραγματικότητα, παρήχθησε κι αναπαράγεται με τη βία. Εδώ είναι που η διαλεκτική ανάπτυξη φτάνει στα όριά της[17]. Και εδώ είναι επίσης το σημείο που μας προσφέρεται η δυνατότητα για τη διάρρηξη της διαλεκτικής. Αν η αντίφαση κεφαλαίου-εργασίας, η ταξική πάλη, αποτελούσε μόνο τον τρόπο κίνησης του κεφαλαίου, η σχέση του κεφαλαίου θα ήταν αναπόδραστη. Κοιτώντας πέρα απ’ τον φετιχισμό, βλέπουμε τη δυνατότητα της ρήξης.
Σημειώσεις:
1. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2002, σελ. 159.
2. Ό.π., σελ. 160.
3. Ό.π., σελ. 164-166.
4. Ό.π., σελ. 167.
5. Ό.π., σελ. 176.
6. Ό.π., σελ. 178-179.
7. Καρλ Μαρξ, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας [Grundrisse], τόμος Β’, εκδόσεις Στοχαστής, 1990, σελ. 186.
8. Μαρξ, Κεφάλαιο, ό.π., σελ. 554.
9. Ό.π., σελ. 180.
10. Μαρξ, Grundrisse, τόμος Α’, εκδόσεις Στοχαστής, 1989, σελ. 157.
11. Βλέπε Μαρξ, Κεφάλαιο, ό.π., σελ. 106.
12. Καρλ Μαρξ, Θεωρίες για την Υπεραξία, μέρος πρώτο, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1984, σελ. 435 & 436 & 437 & 441.
13. Καρλ Μαρξ, «The Original Text of the Second and the Beginning of the Third Chapter of A Contribution to the Critique of Political Economy» [«Urtext»] στο MECW 29, σελ. 491.
14. Μαρξ, Grundrisse, τόμος Β’, σελ. 271-272.
15. Μαρξ, «Urtext» στο MECW 29, σελ. 503.
16. Riccardo Bellofiore, «The Adventures of Vergesellschaftung», Consecutio Rerum, anno III, numero 5, Νοέμβριος 2018, σελ. 511. Μπορεί να βρεθεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.consecutio.org/2018/11/consecutio-rerum-anno-3-n-5-novembre-2018/
17. Βλέπε Μαρξ, ό.π., σελ. 505. Επίσης, βλέπε Λουί Αλτουσέρ, «Το υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης», Θέσεις 88, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2004, και Bellofiore, ό.π.