Το παρακάτω κείμενο αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Craig Nation, War on War: Lenin, the Zimmerwald Left and the Origins of Communist Internationalism, εκδόσεις Duke University Press, 1989.

Οι βασιλιάδες μας μεθούν με τους καπνούς των όπλων
Ειρήνη μεταξύ μας, πόλεμο με τους τύραννους!
Ας απεργήσουν οι στρατοί
Υψώστε τα όπλα στον αέρα και σπάστε τις γραμμές!
Κι αν αυτοί οι κανίβαλοι επιμείνουν
Στο να μας κάνουν ήρωες
Σύντομα θα μάθουν ότι οι σφαίρες μας
Είναι για τους δικούς μας στρατηγούς!
– Eugène Pottier, L’internationale[1]

Στις παραμονές του Α’ ΠΠ το ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κίνημα μπορούσε να κοιτάξει με ικανοποίηση προς το παρελθόν δεκαετιών πρωτόγνωρης ανάπτυξης. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, ως η πολιτική φωνή της οργανωμένης εργασίας, κατείχε μια υπολογίσιμη λαϊκή βάση, και σε πολλά απ’ τα πιο ανεπτυγμένα ευρωπαϊκά κράτη τα σοσιαλιστική κόμματα είχαν γίνει φαβορί για ν’ αναλάβουν την κυβερνητική εξουσία. Η συλλογική δύναμη του κινήματος, ενσαρκωμένη στη Σοσιαλιστική Διεθνή (Β’ Διεθνή) δεν ήταν λιγότερο εντυπωσιακή. Απ’ τις 14-20 Ιουλίου του 1889, την εβδομάδα που ένα ετερόκλητο σύνολο ριζοσπαστών είχε συναντηθεί στη Salle Grenelle του Παρισίου για εκατό χρόνια απ’ την άλωση της Βαστίλης κι ομοσπονδοιοπηθήκε σε μια «Νέα Διεθνή», οι σοσιαλδημοκράτες είχαν επιδείξει την ικανότητά τους ν’ οργανωθούν διεθνώς και να θέσουν μια πρόκληση στην κυρίαρχη αστική τάξη πραγμάτων, μια πρόκληση που ξεπερνούσε τα εθνικά σύνορα. Παρά την ποικιλομορφία τους, οι παρτιζάνοι της Διεθνούς μπορούσαν ν’ απαγγέλουν εν χορώ τον τελευταίο στίχο του ρεφραίν του πολεμικού ύμνου τους: «Η Διεθνής θα γίνει το ανθρώπινο είδος!»[2].

Ο διεθνής σοσιαλισμός απέκτησε θεσμικό μορφή το 1854, όταν ο ίδιος ο Καρλ Μαρξ βοήθησε στη δημιουργία της Διεθνούς Ένωσης Εργατών (Α’ Διεθνής), μια ομοσπονδία εργατικών οργανώσεων που σκόπευει να δώσει υπόσταση στον ισχυρισμό ότι ο σοσιαλισμός μιλούσε στις κοινές βλέψεις μιας διεθνούς εργατικής τάξης. Έκτοτε, η Διεθνής έγινε απόλυτα θεμελιώδης για τη ταυτότητα του κινήματος. Η «Α’ Διεθνής» κατέρρευσε το 1876 λόγω της διαμάχης στο εσωτερικό της μεταξύ των υποστηρικτών του Μαρξ κι αυτών του Ρώσου αναρχικού Μιχαήλ Μπακούνιν, όμως το προηγούμενο που δημιούργησε σύντομα αναβιώθηκε. Στο συνέδριο του Παρισίου του 1889 η «Β’ Διεθνής» αυτοανακηρύχτηκε διάδοχος της οργάνωσης του Μαρξ κι επιβεβαίωσε μια πίστη στις διεθνιστικές αρχές της. Στην κεντρική ομιλία του, ο Πωλ Λαφάργκ, γαμπρός του Μαρξ, τόνισε ότι οι αντιπρόσωποι δεν συγκεντρώθηκαν υπό εθνικές σημαίες, μα υπό «την κόκκινη σημαία του διεθνούς προλεταριάτου» ως «αδέρφια μ’ έναν και μόνο κοινό εχθρό […] το ιδιωτικό κεφάλαιο, είτε αυτό είναι πρωσικό, είτε γαλλικό είτε κινέζικο»[3]. Πριν το 1914, η Διεθνής δεν παρέκκλινε ποτέ απ’ αυτή τη δήλωση πίστης. Ήταν ευρέως αποδεκτό ότι ο σοσιαλισμός είτε θα θριάμβευε ως διεθνές κίνημα είτε δεν θα θριάμβευε καθόλου.

Παρά της αξιώσεις οικουμενικότητας, η Διεθνής παρακωλύοταν από μια έλλειψη αποτελεσματικής κεντρικής εξουσίας. Τα πρώτη της συνέδρια στο Παρίσι (1889), τις Βρυξέλες (1891) και τη Ζυρίχη (1893) δεν ήταν πολλά παραπάνω από ασκήσεις ρητορικής. Μόνο το 1896 έγινε ένα πρώτο βήμα προς ένα στενότερο γραφειοκρατικό καθεστώς με τη διαμόρφωση των όρων για τα μέλη της που απέκλειαν τους αναρχικούς. Ένα αποφασιστικότερ βήμα έγινε με το συνέδριο στο Παρίσι του 1900, με τη δημιουργίας ενός Διεθνούς Σοσιαλιστικού Γραφείου (ISB) ως μόνιμο εκτελεστικό όργανο. ΤΟ ISB, έχοντας ως έδρα του τις Βρυξέλες, είχε το καθήκον να διαχειρίζεται τα ζητήματα τους κινήματος στα μεσοδιαστήματα μεταξύ των γενικών συνεδρίων. Τελικά, η εξουσία του προερχόταν απ’ τα κόμμα που σχετίζοταν μ’ αυτό, αποτελώντας ουσιαστικά μιας εθελοντική συνομοσπονδία. Παρότι οι διατάξεις αυτές έδωσαν στη Διεθνή αρκετά καλά προσδιορισμένη θεσμική ταυτότητα, οι δικαιοδοσίες του ISB παρέμειναν περιορισμένες. Η αποτελεσματικότητά του κείτονταν πλήρως στην ικανότητα των συνεργατών να επιτύχουν και να διατηρήσουν μια βιώσιμη συναίνεση.

Καθώς η Διεθνής μεγενθύνοταν, η συναίνεση έγινε όλο και περισσότερο ασαφής. Στο συνέδριο στη Στουτγκάρδη το 1907 ήταν παρόντες περισσότεροι από 800 αντιπρόσωποι που εκπροσωπούσαν 25 έθνη. Μια τέτοιας κλίμακας συμμετοχή, με τ’ αναπόφευκτα προβλήματα στη διαπολιτιστική επικοινωνία που συνεπάγεται, περιόριζε σοβαρά τον διάλογο. Σε μια αξιολόγηση του συνεδρίου, ο Καρλ Κάουτσκι του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) ισχυρίστηκε ότι τα μελλοντικά συνέδρια θα έπρεπε να περιοριστούν στο «συντάσσουν αποφάσεις» αναφορικά με τη γενική γραμμή του κινήματος που θα έπρεπε να διατυπώνει ο κομματικός τύπος[4]. Μια τέτοια λύση ήταν αποδεκτή στον βαθμό που μπορούσε να υπάρχει μια υποκείμενη σύμπτωση των πρωτεραιοτήτων, άφηνε όμως ανεπίλυτο το πρόβλημα της εφαρμογής αμφιλεγόμενων αποφάσεων. Το δίλημμα επιδεινώθηκε απ’ την επίμονη δέσμευση του κινήματος στην αρχή του φεντεραλισμού. Για τα περισσότερα εθνικά τμήματα, τα οποία γενικά διαφυλάτταν σθεναρά την αυτονομία τους, ήταν τυπική η αντίθεση σ’ οποιαδήποτε συγκέντρωση εξουσία στα χέρια του ISB. Συνεπακόλουθα, η ικανότητα της Διεθνούς να δρα ανεξάρτητα ήταν αρκετά περιορισμένη. Περιοδικά γενικά συνέδρια παρείχαν πολύχρωμες εκδηλώσεις αλληλεγγύης, και το ISB επέτρεπε έναν μικρό βαθμό συντονισμού. Όμως, η Διεθνής δεν βρισκόταν σε θέση ούτε να πειθαρχήσει τους συνεργάτες της ούτε να λάβει πρωτοβουλίες χωρίς ν’ απευθυνθεί σ’ έναν αδέξιο μηχανισμό διαβουλεύσεων και γνωμοδοτήσεων.

Εκλειπόμενη ισχυρών θεσμικών δεσμών, η σημασία της Διεθνούς κατέληξε να κείτεται κυρίως στο στάτους της ως ένα ζωντανό σύμβολο του σοσιαλιστικού διεθνισμού. Όμως, ακόμη κι εδώ δεν εκδηλώθηκε καμία συναίνεση. Ο διεθνισμός ήταν ο πιο φιλόδοξος, μα κι ο πιο αφηρημένος, εκ των σοσιαλδημοκρατικών σκοπών, επικαλούντα διαρκώς μα σπανίως εξεταζόταν διεισδυτικά. Ένα ψήφισμα που κατατέθηκε απ’ το Βρετανικό Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα (ILP) στο συνέδριο της Διεθνούς στην Κοπεγχάγη το 1910, έδωσε στο σύνθημα του διεθνισμού ένα θετικό περιεχόμενο καλώντας σε μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία, μα αυτό ήταν ένα ελάχιστο αίτημα που δεν πλησίαζε στην ικανοποίηση πιο οραματικών φιλοδοξιών. Για τους Ευρωπαίους σοσιαλδημοκράτες της εποχής της Β’ Διεθνούς, ο διεθνισμός παρέμενε μια πολύ ρομαντικοποιημένη ιδέα, μια σημαντική πηγή συναισθηματικής ενθάρρυνσης και νομιμοποίησης, μα δύσκολο να συνδεθεί με την καθημερινή πάλη για πολιτική επιρροή.

Όσο το ζήτημα του διεθνισμού παρέμενε στο πεδίο της θεωρίας, ένας βαθμός αμφισημίας μπορούσε να γίνει ανεκτός. Ωστόσο, ύστερα απ’ την αλλαγή του αιώνα, απ’ τον 19ο στον 20ό αιώνα, μια αυξανόμενα ασταθής διεθνής κατάσταση κατέστησε επιτακτικό τον προσδιορισμό των πρακτικών καθώς και των θεωρητικών συνεπαγωγών του διεθνισμού. Μεταξύ του 1900 και του 1914, η Διεθνής ενεπλάκησε σε μια ευρεία διαβούλευση αναφορικά με την διεθνή πολιτική της και την αντιπολεμική στρατηγική της. Το ντιμπέιτ δεν μπόρεσε ποτέ να λυθεί οριστικά, κι ως αποτέλεσμα το κίνημα βρέθηκε αντιμέτωπο με την «Κρίση του Ιουλίου» του 1914, η οποία ανήγγειλε το ξέσπασμα του Α’ ΠΠ, χωρίς σαφείς κατευθυντήριες γραμμές για συλλογική δράση. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, αντί να συσπειρωθούν γύρω από ένα κοινό πρόγραμμα, τα ηγετικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα επιλέξαν ανεξάρτητα να στηρίξουν τις κυβερνήσεις τους. Ο Γάλλος συγγραφέας Ρομαίν Ρολάν, στην καταχώρηση του ημερολογία του για τις 3-4 Αυγούστου, μίλησε εκ μέρους όλων όσων είχαν θέσει την πίστη τους στη Διεθνή, περιγράφοντας την εξάλειψή της ως «την μεγαλύτερη καταστροφή στην ιστορία […] την καταστροφή των ιερότερων ελπίδων μιας για μια πανανθρώπινη αδελφοσύνη»[5].

Πως είναι δυνατόν να συνέβη μια τόσο σοκαριστική εγκατάλειψη όλων των δεσμεύσεων της Διεθνούς; Η προφανέστερη ερμηνεία εστιάζει στην αδυναμία της δομής της Διεθνούς. Όταν έφτασε η στιγμή της αλήθειας αποκαλύφθηκε ότι δεν αποτελούσε παρά μια ασθενή ομοσπονδία αυτόνομων κομμάτων τα οποία αντιλαμβάνονταν τα καθήκοντά τους και το πεδίο δράσης τους ουσιαστικά μ’ εθνικούς όρους. Η έλλειψη κοινής κατεύθυνσης μπορούσε μολαταύτα να είχει ξεπεραστεί αν η οργάνωση στο σύνολό της βασιζόταν σε μια σταθερότερη συναίνεση αναφορικά με τα μέσα και τους σκοπούς της. Η θεωρητική κληρονομιά του Μαρξ προσέφερε ένα σημείο αφετηρίας για όλους τους σοσιαλδημοκράτες, ήταν όμως μια κληρονομιά γύρω απ’ την οποία υπήρχαν αντιπαραθέσεις και δεν τους οδήγησε σ’ εμφανή συμπεράσματα. Το φιάσκο της σοσιαλδημοκρατίας τον Αύγουστο του 1914 σε μεγάλο βαθμό αντανακλούσε την αποτυχία της ν’ αποδεχτεί τους πραγματικούς πολιτικούς στόχους του κινήματος και να συσπειρωθεί γύρω από ένα εναλλακτικό όραμα για την παγκόσμια τάξη πραγμάτων που ν’ ανταποκρίνεται στα υψηλότερα των ιδανικών και φιλοδοξιών. Μεγάλο μέρος των ντιμπέιτ στο εσωτερικό της σοσιαλιστικής κοινότητας κατά τα μακρά χρόνια του πολέμου που ακολούθησαν, αφορούσε μια προσπάθεια διόρθωσης αυτής της αποτυχίας.

«Οι εργάτες δεν έχουνε πατρίδα»

Η ευρωπαϊκή σοσιαλιστική σκέψη πριν τον Διαφωτισμού του 18ου αιώνα περιείχε μια πανίσχυρη δόση οικουμενικού ηθικού πασιφισμού, που πιθανότερα εκφράστηκε με καλύτερα στην αγγλική γλώσσα απ’ τον «Digger» του 17ου αιώνα Gerrard Winstanley[6]. Για τον Winstanley, οι ρίζες του πολέμου κείτονταν στον θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας, τη τεχνητή διαίρεση της γης, τη «κοινή αποθήκη βιοπορισμού» του θεού, σ’ εκτάσεις ικανές να εξυπηρετούν ως αντικείμενα εξουσίας στην επιδίωξη για την επίγεια κυριαρχία. Οι «αγοραπωλησίες» που προκύπτουν απ’ την ατομική ιδιοκτησία της γης «επιφέραν, και ακόμη συνεχίζουν να επιφέρουν, διενέξεις και πολέμους, οι οποίοι μαστίζουν το ανθρώπινο είδος. Και τα έθνη του κόσμου δεν θα μάθουν ποτέ να μετατρέπουν τα ξίφη τους σε υνιά, και τα δόρια τους σε κλαδευτήρια, και να πάψουν να πολεμούν, μέχρι αυτή η δόλια επινόηση της αγοραπωλησίας να εξοβελιστεί μαζί με τα σκουπίδια της εξουσίας των βασιλιάδων»[7]. Παρότι το όραμά του ήταν μιλλεναριανιστικό, ο Winstanley αναγνώριζε την ματαιότητα των ουτοπικών προσδοκιών σ’ ένα ατελή κόσμο. Η περιγραφή του για μια ιδεατή κοινοπολιτεία αναγνώριζε την νομιμότητα ενός αμυντικού πολέμου «για την αντίσταση στην εισβολή […] ενός ξένου εχθρού» και του επαναστατικού εμφυλίου πολέμου «για την εκ νέου αποκατάσταση της γης και την απελευθέρωσή της»[8]. Ο ισχυρισμός του Winstanley ότι ο πόλεμος ήταν προϊόν της κοινωνικής αδικίας, η προσπάθειά του να ορίσει εναλλακτικούς θεσμούς ικανούς να μειώσουν την έκταση των συγκρούσεων κι η ουτοπική του αναζήτηση για την κοινότητα, προμήνυε πολλές απ’ τις ενασχολήσεις του νεωτερικού σοσιαλισμού αναφορικά με τα προβλήματα του πολέμου και της ειρήνης.

Οι άμεσες πηγές της σοσιαλιστικής παράδοσης του 19ου αιώνα ήταν η κοσμική σκέψη του Διαφωτισμού κι η έμπνευση της γαλλικής επανάστασης, με το αντιφατικό τους μίγμα κοσμοπολιτισμού, πατριωτισμού και μιλιταρισμού. Η «Συνομωσία των Ίσων» με ηγέτη τον Φρανσουά-Νοέλ Μπαμπέφ το 1795, συχνά υπολογιζόμενη ως το πρώτο «πρωτοσοσιαλιστικό» κίνημα της σύγχρονης εποχής, υποστήριζε μια πρωτεύουσα αφοσίωση «στην μεγάλη κοινωνία της ανθρωπότητας», κι επέμενε ότι «καθώς η ειρήνη εκπροσωπεί την πρώτη απ’ τις ευλογίες της ελευθερίας, δεν είναι ούτε επιθυμητό ούτε δίκαιο να καταφεύγουμε στα όπλα παρά μόνο όταν απειλείται η ελευθερία». Ταυτόχρονα, η Συνομωσία ανέγγειλε ότι «η υπεράσπιση της Πατρίδος ενάντια σε μια πιθανή επίθεση απ’ τα έξω αποτελεί ένα ουσιαστικό κομμάτι της φιλοσοφίας του δικαίου» και όρισε αυστηρά μέτρα για τη διασφάλιση της εθνικής άμυνας[9]. Η σοσιαλιστική σκέψη πριν από τον Μαρξ κυριαρχούνταν από Γάλλους θεωρητικούς κι έφερε τον μύθο της Βαλμί και της πατρίδας. Είτε εκφρασμένος με τον κοσμοπολιτικό ευρωπαϊσμό του Ανρί ντε Σαιν-Σιμόν, είτε με το ιδιόμορφο μίγμα εξεγερτικού αντιμιλιταρισμού και γιακωβίνικου πατριωτισμού του Ωγκύστ Μπλανκί είτε με την εθνικιστικό πολεμοφιλία του Victor Considerant, δεν κατάφερε ποτέ να επιλύσει τις αντιφατικές επικλήσεις στον επαναστατικό εθνικισμό και διεθνισμό ούτε το δίλημμα της διάκρισης μεταξύ δίκαιων και άδικων πολέμων. Όπως κι ο Winstanley πριν απ’ αυτούς, οι «ουτοπικοί σοσιαλιστές» εμπνεύστηκαν απ’ το όραμα μιας κοινότητας όπου οι αιτίες του πολέμου θα είχαν εξαληφθεί, μοιράζονταν όμως μια πραγματιστική εκτίμηση για την ανάγκη οργανωμένης καταναγκαστική βίας για την υπεράσπιση και τη διατήρηση των υπάρχοντων πολιτικών θεσμών.

Η εμφανής ικανότητα του Μαρξ να συμφιλιώσει τον διεθνισμό με τις ανάγκες για πολιτική δράση της πραγματικής ζωής, υπήρξε μια σημαντική πηγή της γοητείας του. Ήδη στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο του 1848, απαντώντας στις κατηγορίες ότι οι κομμουνιστές επιδιώκαν να «καταργήσουν την πατρίδα, την εθνότητα», ο Μαρξ κι ο Ένγκελς ισχυρίστηκαν σ’ ένα διάσημο παράθεμα ότι η αποδοχή του έθνους-κράτους ως την αρένα της πάλης δεν έρχεται σε σύγκρουση με τους στόχους του σοσιαλιστικού διεθνισμού, αλλά αντιθέτως τους ενισχύει. «Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα», διακήρυξαν. «Δεν μπορεί να τους πάρεις αυτό που δεν έχουν. Μα μια και το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε εθνική τάξη, να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος, είναι και το ίδιο επίσης εθνικό, αν και σε καμία περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης»[10]. Αυτές οι σύντομες παρατηρήσεις ήταν κάτι λιγότερο από διαφανής. Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς επαναλαμβάναν διαρκώς ότι το κράτος στη ταξική κοιννωνία δεν αποτελεί τον υπερασπιστή της «κοινής ευημερίας» (όπως στη φιλελεύθερη θεωρία ή τη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου) μα την έκφραση ειδικών μορφών ταξικής κυριαρχίας. Το νεωτερικό έθνος-κράτος ήταν ένας δρων της ηγεμονίας της αστικής τάξης, η «εκτελεστική επιτροπή» των ιδιοκτητών. Μολαταύτα, ήταν εντός των ορίων του έθνους κράτους που το προλεταριακό εργατικό κίνημα θ’ αναπτυσσόταν και θα ωρίμαζε. Η εργατική τάξη πρέπει «να συγκροτηθεί το ίδιο σαν έθνος» ως ένα πρώτο βήμα προς τη χειραφέτηση: «Η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, αν όχι στο περιεχόμενο, στην μορφή, είναι στην αρχή εθνική. Φυσικά, το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει να ξεμπερδέψει, πριν απ’ όλα, με τη δική του αστική τάξη»[11]. Οι υποσχέσεις του διεθνισμού θα πραγματώνονταν ως μια λειτουργία της σταδιακής εξάλειψης των ταξικών διαχωρισμών και της κοινωνικής αδικίας. Εν τω μεταξύ, το έθνος-κράτος δεν ήταν ούτε ένας αμερόληπτος διαιτητής ούτε το μυστικιστικό απόσταγμα του Blut und Boden [Αίμα και Χώμα], αλλά ένα σχετικά αυτόνομος πολιτικός θεσμός που το προλεταριάτο έπρεπε να καταλάβει και να χρησιμοποιήσει για τους δικούς του σκοπούς.

Η αμφιθυμία αυτών των διατυπώσεων ήταν επίσης παρούσα και στις αναλύσεις για το ζήτημα του πολέμου και του μιλιταρισμού. Για τον Μαρξ και τον Ένγκελς, η καταναγκαστική εξουσία του κράτους κι η ικανότητά τους να καταφεύγει σε πειθαρχημένη στρατιωτική βία, ήταν ουσιαστικές για τον ρόλο του ως εγγυητή των ταξικών προνομίων. «[Τ]ο κεφάλαιο γεννιέται βουτηγμένο από την κορυφή ως τα νύχια στο αίμα και τη βρωμιά και στάζοντας αίμα απ’ όλους τους πόρους», έγραψε ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Η συσσώρευση κεφαλαίου εξελίχτηκε ιστορικά πάνω σε μια βάση βίαιων απαλλοτριώσεων, καταλήγοντας στον «εμπορικό πόλεμο των ευρωπαϊκών εθνών με θέατρο την υδρόγειο»[12]. Καταναγκαστικό, ανταγωνιστικό κι αναρχικό, το διεθνές σύστημα του ανεπτυγμένου καπιταλισμού εκπροσωπούσε μια αστείρευτη πηγή βίαιων συγκρούσεων. Ο πόλεμος μολαταύτα δεν θεωρούνταν ως μοιραία αναπόφευκτος, σε κάθε δεδομένη περίσταση η προσφυγή στα όπλα μπορούσε ν’ αποφευχθεί απ’ τη συνειδητή πολιτική δράση. Ο Μαρξ παρότρυνε τους επαναστάτες σοσιαλιστές να «γίνουν εξπέρ στα μυστήρια της διεθνής πολιτικής», να επιδιώκουν ν’ αντιμετωπίζουν τη διπλωματική ανοησία με δυναμικές κινήσεις διαμαρτυρίας, και ν’ αναπτύξουν μια εναλλακτική εικόνα της διεθνούς κοινωνίας εμπνευσμένη από «τους απλούς νόμους της ηθικής και της δικαιοσύνης»[13].

Η αισιοδοξία του Μαρξ βασιζόταν σ’ αυτά που αναγνώρισε ως υποβόσκουσες τάσεις που λειτουργούν για τη διάβρωση των θεμελίων της καπιταλιστικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων και προετοιμάζουν τον δρόμο προς τον σοσιαλισμό. Ξεπερνώντας τον φεουδαρχικό κατακερματισμό, ο καπιταλισμός σφυρηλάτησε το συγκεντρωτικό έθνος-κράτος «ως ένα όπλο των αναδυόμενης νεωτερικής κοινωνίας στην πάλη της για την απελευθέρωση»[14]. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός, με την ακόρεστη όρεξή του για αγορές και πρώτες ύλες, διερρήγνυε τώρα τους δεσμούς του ίδιου του έθνους-κράτους. Η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παγκόσμιας αγοράς προκάλεσε τις βάσεις του εθνικισμού διαλύοντας τις εθνικές ιδιαιτερότητες και δημιουργώντας μια «ολόπλευρη αλληλεξάρτηση των εθνών»[15]. Παρομοίως, είχε ως το προλεταριάτο ως μια κοινωνική τάξη ορισμένη εντός ενός διεθνούς καταμερισμούς της εργασίας, μια διαδικασία η οποία «είναι ίδια στην Αγγλία και στη Γαλλία, στην Αμερική και στη Γερμανία, αφαίρεσε από τον προλετάριο κάθε εθνικό χαρακτήρα»[16]. Ο προλεταριακός διεθνισμός μπορούσε να υπάρξει η ίδια η ουσία της νέας διεθνούς κοινωνίας προς την οποία πάσχιζε το σοσιαλιστικό κίνημα, και ήταν συνεπώς θεμελιώδους σημασίας η προσπάθεια για την πραγματοποίηση της ενότητας της εργατικής τάξης. Στον βαθμό που οι εργάτες συνεχίζουν να ορίζουν την κοινωνική τους ταυτότητα με τους όρους της εθνικής πίστης, έπεφταν θύματα μιας ψευδούς συνείδησης. Ο εθνικισμός, όπως κι η θρησκεία, ήταν το όπιο των λαών.

Το έθνος-κράτος παρομοίως δεν είχε εξαντλήσει όλες τις δυνατότητές του. Στην πολεμική του με τον Μπακούνιν, ο Μαρξ απέρριψε το αναρχικό αίτημα για την άνευ όρων «κατάργηση του κράτους» ακριβώς επειδή παραμέλησαν τον ιστορικά επίκτητο χαρακτήρα του. Ο Μαρξ κατηγόρησε τους αναρχικούς ότι γι’ αυτούς το ζήτημα «δεν ήταν η ανατροπή του βοναπαρτιστικού, πρωσικού ή ρωσικού κράτους, μα του αφηρημένου κράτους, ενός κράτους που δεν υπάρχει πουθενά»[17]. Η σοσιαλιστική επανάσταση δεν θα καταργούσε το κράτος «ως τέτοιο», μα θ’ αντικαθιστούσε τους μηχανισμούς του αστικού κράτους με θεσμούς που θ’ αντανακλούσαν τη ταξική ηγεμονία του προλεταριάτου, έναν απότομο μετασχηματισμό που ο Μαρξ περιέγραψε αμετανόητα ως «αναγκαία μια αυταρχική πράξη»[18]. Μόνο ύστερα μετά από μια μακρά μεταβατική φάση, κατά την οποία η προλεταριακή ηγεμονία θα επεκτεινόταν επί των ηγετικών τομέων της παγκόσμιας οικονομίας, θα γινόταν εφικτή μια ορθολογική οργάνωση της παραγωγής και της διανομής σε παγκόσμια κλίμακα, και μόνο τότε θα ξεκινούσε η κατάργηση του κράτους με την αναρχική έννοια. Ο Ένγκελς συνόψισε αυτή τη διαδικασία το 1880 στο κλασσικό έργο του Η Εξέλιξη του Σοσιαλισμού από την Ουτοπία στην Επιστήμη με μια φράση που έγινε ένα είδος σύνοψης της μαρξιστικής αντίληψης για τον διεθνισμό: «Στο μέτρο που θα σβήνει η αναρχία της κοινωνικής παραγωγής, στο ίδιο μέτρο θα αποκοιμιέται και η πολιτική εξουσία του κράτους. Οι άνθρωποι γίνονται επιτέλους κύριοι της μορφής της κοινωνικής ζωής τους, και ταυτόχρονα κύριοι της φύσης, κύριοι του ίδιου του εαυτού τους – ελεύθεροι»[19].

Παρότι η διεθνιστική έμπνευση της κοινωνικής θεωρίας του Μαρξ ήταν εντυπωσιακή, οι συνταγές της για τη διαχείριση των πρακτικών διλημμάτων των διεθνών σχέσεων εκτός του «πεδίου της ελευθερίας» παρέμεναν ασαφείς. Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς δεν ήταν πασιφιστές, κι οι επικρίσεις που κάναν στις ένοπλες συγκρούσεις της εποχής τους ήταν καλά μετρημένες και πραγματιστικές[20]. Η Α’ Διεθνής αποκήρυξε τους μόνιμους στρατούς ως μια υποδαύλιση του μιλιταρισμού κι υποστήριξε ως εναλλακτική την ιδέα των λαϊκών πολιτοφυλακών, αρνήθηκε όμως ν’ αρνηθεί την αρχή [principle] της εθνικής άμυνας[21]. Αφέθηκε επίσης ασαφές το εάν το προλεταριάτο θα χρειαζόταν να καταφύγει το ίδιο σ’ επαναστατική βία για να επιτύχει την ηγεμονία εντός του έθνους-κράτους. Ο Μαρξ πάντα τόνιζε την ανάγκη για μια βίαιη ανατροπή του αστικού κράτους, όμως ο Ένγκελς στα τελευταία χρόνια του φαίνεται ν’ απομακρύνθηκε απ’ αυτή την οπτική. Προς το τέλος της ζωής του, σ’ έναν πρόλογό του για τον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία, αμφισβήτουσε το ότι ο καπιταλισμός ξαφνικά θα «καταρρεύσει», τόνισε την ανάγκη το προλεταριάτο να επιτύχει ηγεμονία εντός μα κι ενάντια στην κοινωνία των πολιτών, και πρότεινε ότι αυτός κι ο Μαρξ, όταν έγραφαν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο πριν από 40 χρόνια, είχαν παραπλανηθεί απ’ την «αυταπάτη» ότι το έθνος-κράτος εισερχόταν σ’ ένα στάδιο αποσύνθεσης[22].

Ο κλασσικός μαρξισμός συνεπώς δεν προσέφερε κάποιες έτοιμες συνταγές αντιμέτωπος με την συνθετότητα των σχέσεων μεταξύ των κρατών. Παρότι ο Μαρξ ενθάρρυνε τη διεθνή προλεταριακή αλληλεγγύη και κοιτούσε προς «μια νέα κοινωνία […] που η πρώτη της διεθνή αρχή θα είναι η ειρήνη, επειδή στο εσωτερικό κάθε έθνους θα κυβερνά η ίδια αρχή – εκείνη της εργασίας»[23], αναγνώριζε την ανάγκη λειτουργίας εντός των περιορισμών του διεθνούς συστήματος των κρατών. Η μαρξιστική κοινωνική θεωρία συνδύαζε έναν οραματικό διεθνισμό με μια υγειή δόση της λογικής του κράτους, αντιπαραβάλοντας στοιχεία που βρίσκονταν περισσότερο σε μια άβολη αντιπαράθεση παρά σε συμφιλίωση. Παρά τη τρομερή διανοητική της δύναμη, η αντιμετώπιση του προβλήματος του διεθνισμούς απ’ τον Μαρξ έβριθε διαφοροποιήσεων και σύνθετως ασαφειών.

Ούτε ένας άνθρωπος, ούτε μια δεκάρα![24]

Αγχωμένη να επιβεβαιώσει τα διεθνιστικά της διαπιστευτήρια, η Β’ Διεθνής υιοθέτησε την εναντίωση στην πόλεμα ως ιερή ευθύνη. Ένα ψήφισμα, το οποίο εγκρίθηκε ομόφωνα, που κατατέθηκε απ’ τον πρώην μπλανκιστή και κομμουνάρο Édouard Vaillant στο ιδρυτικό συνέδριο της Διεθνούς δήλωνε ότι η ειρήνη αποτελούσε «τον πρώτο κι αναγκαίο όρο κάθε εργατικής χειραφέτησης […] κι ότι ο πόλεμος, το τραγικότερο των προϊόντων των παρόντων οικονομικών σχέσεων, μπορεί να εξαφανιστεί μόνο όταν η καπιταλιστική παραγωγή δώσει τη θέση της στη χειραφέτηση της εργασίας και τον διεθνή θρίαμβο του σοσιαλισμού»[25]. Τα αισθήματα ήταν ευγενή, όμως ήδη απ’ την πρώτη της δήλωση επί του ζητήματος η Διεθνής βρέθηκε σ’ ένα δίλημμα. Σύμφωνα με τον Vaillant, η ειρήνη αποτελούσε έναν «αναγκαίο όρο» για την χειραφέτηση της εργασίας την ίδια στιγμή που ο πόλεμος θεωρούνταν φαταλιστικά ένα αναπόφευκτο προϊόν του καπιταλισμού. Πρόκειται για μια αντινομία που η Διεθνής δεν έλυσε ποτέ της, παρότι στις παραμονές του Α’ ΠΠ συνέχισε να θεωρεί εαυτόν «τον ενεργητικότερο κι αποφασιστικότερο παράγοντα που δρα για τη διασφάλιση της διεθνούς ειρήνης»[26].

Οι αντιφάσεις που μαστίζαν τη Διεθνή αντικατοπτρίζαν μια μεγαλύτερη εννοιολογική ρήξη αναφορικά με την προτεραιότητα των επαναστατικών ή ρεφορμιστικών μέσων πάλης. Οι περισσότεροι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες περηφανεύονταν για την εξεγερσιακή κληρονομιά του κινήματός τους, όμως απ’ το 1890 κι έπειτα, σε μια εποχή που σημαδεύεται από μια γενική, αν και άνιση, άνοδο του βιοτικού επιπέδου, σχετική διεθνή σταθερότητα κι ένα κοινωνικό κλίμα διευρυνόμενης αισιοδοξίας, η δύναμη του κινήματος εκδηλωνόταν όλο και περισσότερο στην επιδίωξη κοινοβουλευτικής επιρροής και στις συνδικαλιστικές εκστρατείες για καλύτερους μισθούς και συνθήκες εργασίας. Σ’ αυτές τις φαινομενικά ακαταμάχητες τάσεις δώθηκε επίσημη έκφραση απ’ τον Έντουαρντ Μπέρνσταϊν του SPD σε μια σειρά άρθρων του που εκδόθηκαν μεταξύ του 1896 και 1898 στο θεωρητικό περιοδικό Die Neue Zeit του Κάουτσκι, και συνοψίστηκαν το 1899 στο εμβληματικό βιβλίο του Οι Προϋποθέσεις για τον Σοσιαλισμό και τα Καθήκοντα της Σοσιαλδημοκρατίας. Ισχυριζόμενος την προτεραίοτητα του «κινήματος» επί του «σκοπού», ο Μπέρνσταϊν πρότεινε ότι ο κλασσικός μαρξισμός πρέπει ν’ αναθεωρηθεί εγκαταλείποντας τις επαναστατικές του επιτηδεύσεις. ΤΟ SPD, σημείωσε σε μια φράση που συνόψιζε αποτελεσματικά τη «ρεβιζιονιστική» στάση, πρέπει να συνεναίσει «να εμφανιστεί ως αυτό που πραγματικά είναι σήμερα· ένα δημοκρατικό-σοσιαλιστικό μεταρρυθμιστικό κόμμα»[27].

Η «αναθεωρητική διαμάχη» που ξέσπασε με τους ισχυρισμούς του Μπέρνσταϊν δεν ήταν για κανέναν λόγο μια καθαρά θεωρητική άσκηση. Με την αλλαγή του αιώνα, απ’ τον 19ο στον 20ό, είχαν εμφανιστεί στα περισσότερα ευρωπαϊκά προηγμένα βιομηχανικά κράτη πραγματικά κοινωνικά κινήματα εμπνευσμένα απ’ τη ρεβιζιονιστική σκέψη. Τα κινήματα αυτά μοιράζονταν αρκετές υποκείμενες θεωρήσεις, συμπεριλαμβανομένων (1) της έννοιας μιας εργατικής τάξης αυξανόμενη ενσωματωμένη στην κοινωνία των πολιτών αντί αποξενωμένη απ’ αυτή, και (2) την πραγματίστικη εκτίμηση, συχνά υποστηριζόμενη με αναφορές στην μοίρα της Παρισινής Κομμούνας, ότι στα νεωτερικά βιομηχανικά κράτη οι επαναστατικές καταλήψεις της εξουσίας αποτελούσαν παρελθόν. Στο θεωρητικό επίπεδο επικράτησε η μαρξιστική ορθοδοξία, και το συνέδριο της Διεθνούς στο Άμστερνταμ το 1904 απέρριψε τον ρεφορμισμό ως γενικό πολιτικό προσανατολισμό. Όμως, ο ρεφορμισμός δεν μπόρεσε να ξεφορτωθεί τόσο εύκολα στην πράξη. Οι κοινοβουλευτικές και συνδικαλιστικές δραστηριότητες συνέχισαν να κυριαρχούν την πολιτική πρακτική των πιο διακεκριμένων κι ισχυρών δυνάμεων του κινήματος.

Ως μερική συνέπεια της αμφίσημης επίλυσης της αναθεωρητικής διαμάχης, το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα ξεκίνησε να διασπάτε ανοιχτά μετά το 1900. Στα δεξιά του κινήματος δημιουργήθηκε ένα ανοικτά ρεφορμιστικό ρεύμα που καλούσε σε σταδιακή, προοδευτική αλλαγή συνεπή με τις δημοκρατικές αρχές. Στ’ αριστερά του κινήματος δημιουργήθηκε ένα «αριστερό ριζοσπαστικό» ρεύμα που επιδίωκε ν’ αντιμετωπίσει τον αναθεωρητισμό επιβεβαιώνοντας εκ νέου την προτεραιότητα των επαναστατικών μαζικών αγώνων. Τέθηκε συνεπώς μια ρητή επιλογή μεταξύ μεταρρύθμισης κι επανάστασης, όμως ούτε οι ρεβιζιονιστές ούτε οι αριστεροί ριζοσπάστες βρίσκονταν σε θέση να μιλήσουν στη θέση της πλειοψηφίας του κινήματος. Πριν το 1914, η Διεθνής κυριαρχούνταν από μια κεντρώα συναίνεση, αφοσιωμένη θεωρητικά στις αρχές του επαναστατικού μαρξισμού μα στην πράξη συμβιβαστική και πάνω απ’ όλα ασχολούμενη με τη διατήρηση συναινετικών στόχων. Το κέντρο επιδίωξε μια πολιτική συμβιβασμού και προσαρμογής για χάρη της ενότητας, με σήμα κατατεθέν του την ιδεολογική ευελιξία και την τακτικίστικη προσοχή[28].

Η κεντρώα συναίνεση δεν επικρατούσε πάντα, και σε μια σειρά περιπτώσεων είχε ως αποτέλεσμα σχίσματα πλήρης κλίμακας. Το 1903 έγινε ανοιχτά η διάσημη ρήξη μεταξύ της πτέρυγας των μπολσεβίκων κι αυτής των μενσεβίκων στο Ρώσικο Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (RSDRP). Οι περίπλοκες διαφορές μεταξύ των δύο τάσεων δεν ήταν άμεσα εμφανείς, κι οι μενσεβίκοι δεν μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως ρεβιζιονιστές, όμως οι μπολσεβίκοι κι ο ηγέτης τους, ο Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν, σίγουρα εκπροσωπούσαν μια ριζοσπαστική εναλλακτική. Την ίδια χρονιά, επηρεασμένοι απ’ τις τάσεις στο ρωσικό κόμμα, το Βουλγαρικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα διασπάστηκε σε δύο φραξιές, τους ρεφορμιστές «Ευρείς Σοσιαλιστές» και τους επαναστάτες «Στενοί Σοσιαλιστές»[29]. Το 1906, το Πολωνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PPS) βίωσε μια ακόμη σειρά διασπάσεων, με το PPS-Left, ταγμένο σ’ επαναστατικά μέσα, ν’ αποχωρεί[30]. Στο τέλος μια μακρά αντιπαράθεσης, το Ολλανδικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατκό Κόμμα (SDAP) διέγραψε την αριστερή του πτέρυγα το 1908, με τη τελευταία να δημιουργεί το ανεξάρτητο Ολλανδικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SDP) γύρω απ’ την εφημερίδα De Tribune[31]. Τέλος, το 1912, το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSI) διέγραψε τον Leonida Bissolati και τη ρεφορμιστική δεξιά του πτέρυγα επειδή η δεξιά πτέρυγα υιοθέτησε μια στάση υπέρ της επέμβασης στη Λιβύη[32]. Τα διάφορα αυτά σχίσματα διαφοροποιούνται σημαντικά, όμως σε κάθε περίπτωση υπήρχε ένα διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ των επαναστατικών και των ρεφορμιστικών ρευμάτων το οποίο βρισκόταν στη ρίζα τους.

Αυτή η διαδικασία διαίρεσης που τέθηκε σε κίνηση απ’ την αναθεωρητική διαμάχη, παρότι δεν οδήγησε σε οργανωτική ρήξη, βρήκε τη σαφέστερη άρθρωσή της στο εσωτερικό του SPD. Το γερμανικό κίνημα, προωθούμενο απ’ την ενοποίηση της Γερμανίας και τη ραγδαία εκβιομηχάνιση μετά το 1871, κι εμπνευσμένο απ’ την επιτυχία της αντίστασης στους αντισοσιαλιστικούς νόμους του Μπίσμαρκ μεταξύ 1878 και 1890, έγινε μια κυρίαρχη δύναμη στο εσωτερικό της Β’ Διεθνούς, βρισκόμενο συνήθως στο επίκεντρο των στρατηγικών διαβουλεύσεων. Η δεξιά πτέρυγα του SPD, ηγούμενο από φιγούρες μ’ αυτοπεποίθηση απ’ τις περιφέρειες και τα συνδικάτα όπως ο Ignaz Auer, ο Karl Legien, κι ο Georg von Vollmar, κυριάρχησε τη βάση του κόμματος κι εκπροσωπούσε ένα ουσιαστικά αμετακίνητο εμπόδιο στις προσπάθειες μετακίνησής του απ’ τον ρεφορμισμό. Ο γερμανικός ρεβιζιονισμός δεν ήταν ομοιογενής, βασιζόταν όμως σε μια δέσμευση την οποία ο von Vollmar της είχε περιγράψει μ’ ευγλωττία ως «την οδοό της ήρεμης, νόμιμης και κοινοβουλευτικής δραστηριότητας»[33].

Η αριστερή πτέρυγα του κόμματος, επίσης ευρισκόμενη σε μια σειρά σημαντικών περιφερειακών οργανώσεων, απάντησε με μια σαρωτική κριτική που ανά περιστάσεις είχε την αύρα μιας φραξιονιστικής πρόκλησης. Ο πιο ταλαντούχος τυπικός εκφραστής της γερμανικής αριστεράς ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ, γεννημένη στο Ζάμοστς της ρωσικής Πολωνίας κι αργότερα μετανάστρια στο Βερολίνο, όπου η μπροσούρα της Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση το 1899 έγινε η καθοριστική κατάρριψη του Μπέρνσταϊν απ’ την αριστερή ριζοσπαστική οπτική[34]. Η Λούξεμπουργκ απέρριψε τον ρεβιζιονισμό στη βάση ότι παραμελούσε τον βαθμό στον οποίο οι πρόσφατες προελάσεις του προλεταριάτου ήταν απόρροια μιας προσωρινής οικονομικής συγκυρίας η οποία δεν θα διατηρούνταν επ’ αόριστον. Οι αντιφάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης, επέμεινε η Λούξεμπουργκ, δεν προμηνύουν μια εποχή ειρηνικής προόδου μα μια εποχή κοινωνικού κατακλυσμού που απαιτούσε απ’ τη σοσιλαδημοκρατία να παίξει έναν ενεργό, επαναστατικό ρόλο.

Το κέντρο του SPD, με καλύτερο εκπρόσωπό του τον Άουγκουστ Μπέμπελ μέχρι και τον θάνατό του το 1913, ευθυγραμμίστηκε με την επαναστατική αριστερά κατά τη διάρκεια της αναθεωρητικής διαμάχης. Αφότου η ρωσική επανάσταση του 1905 είχε εμφυσήσει την αριστερά με νέα αυτοπεποίθηση, βρέθηκε εμπλεγμένο σε μια πολεμική μ’ αυτό που ο Κάουτσκι ονόμασε «επαναστατικό ρομαντισμό» της Λούξεμπουργκ[35]. Ο Μπέμπελ κι ο Κάουτσκι υπερασπίζονταν μια ύπουλα παραδοσιακή εκδοχή του κλασσικού μαρξισμού επιδιώκοντας όμως να διατηρήσουν μια ευέλικτη στάση που δεν θα τους αποξένωνε απ’ τη ρεβιζιονιστική δεξιά. Η Die Neue Zeit, υπό την επιδέξια αρχισυνταξία του Κάουτσκι, έγινε ένα ανοιχτό φόρουμ για ποικίλες απόψεις, κι ύστερα απ’ το 1905 ο ίδιος ο Κάουτσκι προασπίστηκε αυτό που αποκαλούσε μια «στρατηγική της φθοράς» ως μια εναλλακτική στη επαναστατική επίθέση[36]. Το κέντρο στο σύνολό του ανεχόταν τον ρεβιζιονισμό, γινόταν όλο και περισσότερο επιθετικό προς την αριστερά, κι αμφισβητούσε την πιθανότητα μιας καταστροφικής κρίσης που θα έθετε την κοινωνική επανάσταση στην ημερήσια διάταξη[37].

Όταν το 1912 το SPD αναδύθηκε απ’ τις πιο επιτυχημένες εκλογές της ιστορίας του ως το μεγαλύτερο κόμμα της Γερμανίας, η προσεκτική στάση του κέντρου φάνηκε να δικαιώνεται. Ωστόσο, για τους αριστερούς ριζοσπάστες όπως η Λούξεμπουργκ, ήταν ακριβώς η αυταπάτη ότι η εκλογική πολιτική μπορούσε να οδηγήσει προς τον σοσιαλισμό που έπρεπε να εκτεθεί. Πρώτον, ισχυρίζονταν, η ικανότητα του SPD ν’ ασκεί πολιτική επιρροή ισοδύναμη με τη λαϊκή του απήχηση περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό υπό τη συντηρητική συνταγματική μοναρχία της Γερμανίας. Δεύτερον, η θεώρηση ότι η σταδιακή πρόοδος θα συνεχίζοταν χωρίς διακοπές παρέβλεπε την αστάθεια του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Με τη στενή εστίαση σε βραχυπρόθεσμους στόχους κι η παραμέληση της ανάγκης της προετοιμασίας για σύγκρουση, το SPD αποποιήθηκε την ευθύνη του ως το κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου.

Μέχρι το 1912, τη χρονιά που ξέσπασε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος, έγινε εμφανές το γεγονός που ήταν πιθανότερο να διακοψεί τη θριαμβευτική προέλαση της ευρωπαϊκής εργασίας. Μια σειρά αποικιακών κρίσεων, ένας πρωτόγνωρος ανταγωνισμός πολεμικών εξοπλισμών και μια ενταντικοποίηση της επιθετικής ρητορικής συνδυάστηκαν καλώντας την προσοχή στην αυξανόμενα πραγματική απειλή ενός γενικού πολέμου. Παρότι συχνά περιγράφεται ως μια εποχή ειρήνης, η εποχή της Β’ Διεθνούς ήταν η εποχή του Ισπανοαμερικανικού Πολέμου, του Β’ Πολέμου των Μπόερς, του Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου, της ιταλικής εκστρατείας στη Λιβύη και των Βαλκανικών Πολέμων, οπότε δεν ήταν μια εποχή ελεύθερη από πολέμους στους οποίους εμπλέκονταν ευρωπαϊκές δυνάμεις. Η Διεθνής συζητούσε με πάθος γι’ αυτές τις συγκρούσεις, όμως ποτέ δεν κατάφερε να καταλήξει σε μια αντιπολεμική στρατηγική που να γίνει αποδεκτή απ’ όλες τις οργανώσεις-μέλη της[38].

Το συνέδριο της Διεθνούς το 1891 στις Βρυξέλλες βάσισε την ανάλυση αυτού του ζητήματος στον μαρξιστικό φονταμενταλισμό[39], καταδικάζοντας τον μιλιταρισμός ως «το μοιραίο αποτέλεσμα της διαρκούς εμπόλεμης κατάστασης, πραγματικής ή λανθάνουσας, που επιβάλλεται επί της κοινωνίας απ’ την ηγεμονία της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο»[40]. Αυτά τα ευγενή αισθήματα απέτυχαν να επιλύσουν το ζήτημα του τι έπρεπε να κάνουν για την «μόνιμη εμπόλεμη κατάσταση» αν δεν επιτυγχάναν τη σοσιαλιστική επανάσταση. Στα συνέδρια στις Βρυξέλλες (1891) και τη Ζυρίχη (1893), ο Domela Nieuwenhuis απ’ την Ολλανδία πρότεινε ανεπιτυχώς λύσεις εμπνευσμένες από έναν αντιμιλιταρισμό με δόσεις αναρχισμού, απαιτώντας οι σοσιαλιστές ν’ απαντήσουν στον πόλεμο διεξάγοντας μια γενική απεργία κι ένοπλη εξέγερση. Εκείνο που τελικά επικράτησε ήταν η απάντηση του Βίλχελμ Λίμπκνεχτ απ’ το SPD και του Γκεόργκι Πλεχάνοφ απ’ τη Ρωσία, οι οποίοι απέρριψαν τη γενική απεργία ως μη-εφαρμόσιμη, και παρότι προωθήσαν μια «επίμονη αγκιτάτσια» εναντίον του πολέμου, κατέληξαν στο φαταλιστικό συμπέρασμα ότι «μόνο η δημιουργία μας σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων που θα θέσει ένα τέλος στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο θα θέσει ένα τέρμα στον μιλιταρισμό και θα διασφαλίσει μια μόνιμη ειρήνη». Σύμφωνα με τη λακωνική, μηχανιστική διατύπωση του Πλεχάνοφ, «οι ρίζεις του πολέμοι εντοπίζονται στην ουσία της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων […] Όταν υπερβούμε τον καπιταλισμό, ο πόλεμος θα σταματήσει να υπάρχει»[41]. Οι δηλώσεις αυτές ήταν πλήρως συνεπείς με τις θεωρήσεις του μαρξισμού, δεν έφεραν όμως τη Διεθνή κοντά σ’ ένα πρόγραμμα για το πως θα έπρεπε ν’ αντιδράσει όταν τελικά θα ξεσπάσει πράγματι ο πόλεμος.

Δεν ήταν μέχρι το συνέδριο της Β’ Διεθνούς στη Στουτγκάρδη, το πρώτο γενικό συνέδριο που έγινε στη Γερμανία και μείζον έκθεμα για το κίνημα, που το ζήτημα του πολέμου αντιμετωπίστηκε κατά μέτωπο. Σ’ ένα προσεκτικά προετοιμασμένο ντιμπέιτ με θέμα «Μιλιταρισμός κι Εθνική Σύγκρουση», τέθηκαν τέσσερις αντικρουόμενες προτάσεις. Τρεις απ’ αυτές προέρχονταν απ’ το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (SFIO), το εθνικό συνέδριο του οποίου στο Νανσύ μερικές εβδομάδες νωρίτερα απέτυχε να καταλήξει σε μια κοινά αποδεκτή θέση. Η υπεραριστερά εκπροσωπήθηκε απ’ τον Gustave Hervé, ο οποίος επανέλαβε την έκκληση του Nieuwenhuis για μια εξεγερτική απάντηση στην εμπόλεμη κρίση. Στο αντίθετο άκρο, ο Jules Guesde εκπροσώπησε τη δογματική θέση ότι οποιαδήποτε προσπάθεια αποτρεπτικών αντιπολεμικών μέτρων ήταν μάταια υπό τον καπιταλισμό. Στο κέντρο μεταξύ αυτών των δύο απόψεων υπήρχαν δύο προτάσεις, μια απ’ τους Ζαν Ζωρές κι Édouard Vaillant εκπροσωπώντας την πλειοψηφία του SFIO, και μια του Μπέμπελ εκ μέρους του SPD. Ο Ζωρές κι ο Vaillant προσπάθησαν να προσδιορίσουν πρακτικά μέτρα ικανά ν’ αποτρέψουν τον πόλεμο, τα οποία κυμαίνονταν από συλλογές υπογραφών και διαδηλώσεις μέχρι γενικές απεργίες. Ο Μπέμπλε συμφώνησε με την έμφαση που δώθηκε στην αντιπολεμική δράση αλλά απέρριψε τις προσπάθειες να παγιωθεί μια συγκεκριμένη αντιπολεμική στρατηγική εκ των προτέρων. Υποστήριξε πως σε οποιαδήποτε δεδομένη συγκρουσιακή κατάσταση, πρέπει να εκτιμηθούν οι συγκεκριμένες περιστάσεις και να καθιερωθεί μια προσεκτική διάκριση μεταξύ επιθετικών κι αμυντικών προθέσεων. Συνεπώς, σε περίπτωση που πράγματι ξεσπάσει ένας πόλεμος, οι σοσιαλδημοκράτες πρέπει «να διατηρήσουν πλήρη ελευθερία να λάβουν οποιαδήποτε μέτρα θεωρήσουν αποτελεσματικότερα»[42].

Ύστερα από οξεία διαβούλευση, τα κειμένα που κατατέθηκαν απ’ τους Ζωρές/Vaillant και Μπέμπελ στάλθηκαν στην υποεπιτροπή για να συνδιαμορφωθούν. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν στην ουσία το κείμενο του Μπέμπελ με μια προσθήκη ενός εκτενούς παραθέματος γραμμένου απ’ τον Ζωρές που καταγράφει τις παλιότερες επιτυχίες του προλεταριάτου στο να εναντιωθεί στον πόλεμο, καθώς και μια προσθήκη μερικών παραγράφων που κατέθεσε η Λούξεμπουργκ (με τη στήριξη του Λένιν και του Γιούλι Μάρτοφ απ’ το RSDRP) για να δωθεί στο κείμενο μια σκοπιά περισσότερο συνεπή με την επαναστατική αριστερά. Η σημαντικότερη προσθήκη ήταν η τελευταία παράγραφος του κειμένου. Ύστερα απ’ την διαβεβαίωση στην επιμονή «ν’ ασκηθεί πάσα προσπάθεια» για την αποτροπή του πολέμου «με τα μέσα που θα θεωρηθούν αποτελεσματικότερα», το κείμενο προειδοποιούσε: «Αν μολαταύτα ξεσπάσει πόλεμος, είναι καθήκον των σοσιαλιστικών κομμάτων να παρέμβουν για χάρη της ταχύτερης λήξης του και να κάνουν όσα τους επιτρέπει η δύναμή τους για τη χρησιμοποίηση της οικονομικής και πολιτικής κρίσης που προκάλεσε ο πόλεμος για να ξεσηκώσουν τον λαό να συνεπώς να επισπεύσουν την κατάργηση της καπιταλιστικής ταξικής κυριαρχίας»[43]. Βελτιωμένη κατ’ αυτόν τον τρόπο, η διακήρυξη της Στουτγκάρδης «Για τον Μιλιταρισμό και την Εθνική Σύγκρουση» εγκρίθηκε ομόφωνα, όντας η μεγαλύτερη διακήρυξη που δημοσίευσε η Διεθνής και σίγουρα η πιο αντιφατική. Παρά τους συμβιβασμούς που έκανε η υποεπιτροπή, η διακήρυξη αντανακλούσε τις προτεραιότητες του Μπέμπελ και του κέντρου του SPD. Ξεκινούσε με την οικεία διακήρυξη ότι ο πόλεμος είναι εγγενής του αστικού συστήματος των κρατών όμως συνέχιζε προωθώντας συντονισμένη δράση για την αποτροπή του ξεσπάσματός του. Μια παγιωμένη στρατηγικής αντίστασης στον πόλεμο κρίθηκε μη-πρακτική την ίδια στιγμή που υιοθετήθηκε το φαινομενικά δυσκολότερο καθήκον της οργάνωσης επαναστατικής αντίστασης εν καιρώ πολέμου. Η διακήρυξη της Στουτγκάρδης, με τις εσωτερικές τις αντιφάσεις σε προσπάθεια να εκφράσει τους πάντες, διαιώνισε τα εννοιολογικά διλήμματα της Διεθνούς αντί να τα υπερβεί.

Στο συνέδριο της Κοπεγχάγης το 1910, η Διεθνής επέστρεψε εκ νέου στο ζήτημα του πολέμου. Μια διόρθωση που κατέθεσαν ο Keir Hardie απ’ το ILP κι ο ακούραστος Vaillant επανέφεραν το ζήτημα της γενικής απεργίας ως εναντίωση στον πόλεμο, η οποία όμως απορρίφθηκε λόγω της ισχυρής εναντίωσης εκ μέρους του SPD. Με τον Μπέμπελ απόντα, ο Georg Ledebour ισχυρίστηκε πειστικά ότι η γενική απεργία ως μηχανισμός για εναντίωση στον πόλεμο θα ήταν επιζήμια για τα μεγαλύτερα και καλύτερα οργανωμένα εργατικά κινήματα και συνεπώς για τα συμφέροντα του σοσιαλισμού στο σύνολό του. Το τελικό κείμενο που προέκυψε δεν προσέφερε τίποτα καινούριο, επιβεβαιώνοντας ξανά ότι η πόλεμος προξενείται απ’ τον «οικονομικό ανταγωνισμό μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών στην παγκόσμια αγορά», και «δεν θα εξαφανιζόταν ολοκληρωτικά προτού εξαφανιστεί η καπιταλιστική κοινωνία»[44]. Η μόνη συγκεκριμένη αντιπολεμική τακτική που συμφωνήθηκε ήταν μετριοπαθείς εκκλήσεις για αποτρεπτικά μέτρα όπως η κατάργηση των μόνιμων στρατών, η διεθνής διαιτησία, η κατάργηση της μυστικής διπλωματίας κι ο γενικός αφοπλισμός.

Τα όρια αυτής της προσέγγισης έγιναν εμφανή απ’ το ξαφνικό συνέδριο της Β’ Διεθνούς στη Βασιλεία στις 24-25 Νοεμβερίου του 1912 ως διαμαρτυρία ενάντια στην πιθανότητα πολεμικής κλιμάκωσης με το ξέσπασμα του Βαλκανικού Πολέμου τον Οκτώβριο. Ο Ζωρές ενθουσίασε το κοινό με μια έκκληση να γίνει ο διεθνής σοσιαλισμός ο αποφασιστική δύναμη για την ειρήνη, και μια πομπή σοσιαλιστών ηγετών των συνόδευσε στον άμβωνα του Καθεδρικού Ναού της Βασιλείας για να υπογραμμιστεί η αφοσίωση του διεθνούς προλεταριάτου στην μάχη ενάντια στον πόλεμο μ’ όλα τα μέσα που κατείχε. Το μανιφέστο που συντάχθηκε περιέγραφε ως πηγή του σύγχρονου πολέμου τον «καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό» και καυχιόταν ότι «ο φόβος των άρχουσων τάξεων ότι ένας παγκόσμιος πόλεμος ίσως αποφέρει μια προλεταριακή επανάσταση» ήταν «μια ουσιώδης εγγύηση της για την ειρήνη»[45]. Τα λόγια αυτά ήταν γενναία, χωρίς όμως μια συντονισμένη στρατηγική γι’ αντιπολεμική δράση ηχούσαν κούφια. Το γεγονός αυτό δεν το παρέβλεψαν οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης καθώς καταπιάνονταν με την ανάπτυξη των δικών τους στρατηγικών σχεδιασμών.

Οι διενέξεις αναφορικά με την αντιπολεμική στρατηγική ενισχύθηκαν απ’ τις φραξιονίστικες διαιρέσεις της Β’ Διεθνούς. Η αναθεωρητική πτέρυγα του κινήματος ήταν ταγμένο με το συμπέρασμα της «κοινής λογικής» ότι η πρόοδος προς τον σοσιαλισμό μπορούσε να συμβεί μόνο εντός του πλαισίου του έθνους-κράτους. Αρκετοί απ’ τους εκπροσώπους της προασπίζονταν τον «εκπολιτιστικό» ρόλο των ευρωπαϊκών εθνών στον αποικιακό κόσμο κι υποστήριζαν μια ποικιλία σοσιαλιστικών πατριωτισμών που αφήναν χώρο για μια ενεργή αποικιακή πολιτική καθώς κι εθνική άμυνα[46]. Οι πιο προκλητικές διαβεβαιώσεις που αναδύονταν απ’ τη δεξιά πτέρυγα του κινήματος συνήθως αποκηρύττονταν απ’ τους πιο υπεύθυνους ηγέτες, συνεχίζαν όμως να εκπροσωπούν ένα μη-αμελητέο είδος απόψεων. Οι ηγετικές φιγούρες του κέντρου του κινήματος αναγνωρίζαν παρομοίως ότι υπό ορισμένες περιστάσεις η καταφυγή στα όπλα εκ μέρους της εθνικής κοινότητες ήταν αναπόφευκτη. Το 1907, στην μπροσούρα του Πατριωτισμός και Σοσιαλδημοκρατία, ο Κάουτσκι δήλωσε κατηγορηματικά ότι «οι υπάρχοντες ανταγωνισμοί μεταξύ των κρατών δεν μπορούν ν’ αποφέρουν έναν πόλεμο προς τον οποίο ο πατριωτισμός του προλεταριάτου δεν θα ήταν αποφασιστικά αντίθετος», όμως επέμενε επίσης στην ανάγκη ένα «λαϊκό κράτος» να διατηρήσει την ικανότητά του για αυτοάμυνα[47]. Το 1912 προωθούσε τη θέση ότι σε μια εποχή που οι μεγάλες δυνάμεις κατείχαν ένα κοινό συμφέρον στην ειρηνική εκμετάλλευση των παγκόσμιων αγορών, ο μιλιταρισμός δεν χρειαζόταν πλέον να θεωρείται ένα αναπόφευκτο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού. Σ’ αυτή τη φάση του «υπεριμπεριαλισμού» η απειλή του πολέμου μπορεί να εξουδετερωθεί από μια σοσιαλιστική πολιτική εστιασμένη στη διαιτησία των διεθνών διενέξεων και τον έλεγχο του οπλισμού[48]. Ο Μπέμπελ, ο οποίος μαζί με τον Βίλχελμ Λίμπκνεχτ επινοήσαν το σύνθημα με το οποίο το SPD δικαιολόγησε την άρνησή του να στηρίξει τους στρατιωτικούς δανεισμούς -«Γι’ αυτό το σύστημα δεν δίνουμε ούτε έναν άνθρωπο ούτε μια δεκάρα!»- επιβεβαίωσε επίσης την αφοσίωση του κόμματος «να μην εγκαταλείψει ούτε ένα κομμάτι γερμανικού εδάφους σε ξένους»[49]. Τέτοια αισθήματα ήταν ακόμη πιο έντονα στην περίπτωση του Ζωρές, ο οποίος υπήρξε ταυτόχρονα ο πιο ευθύς διεθνιστής κι ο πιο ενθουσιώδης πατριώτης του κινήματος. Στο έργο του Ο Νέος Στρατός, ο Ζωρές έφτασε στο σημείο να εγκαταλείψει τον ισχυρισμό του Ένγκελς ότι το κράτος στον σοσιαλισμό θα «απονεκρωθεί», σημειώνοντας ότι ο αφορισμός «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα» βασιζόταν σε «ανώφελες και δυσδιάκριτες λεπτομέρειες» και σε μια «σαρκαστική άρνηση της ίδιας της ιστορίας»[50].

Απ’ το αριστερό ριζοσπαστικό ρεύμα αναδύθηκε μια περισσότερο αυστηρή αντιπολεμική σκοπιά. Άξονάς της ήταν η έννοια του ιμπεριαλισμού, ορισμένου ως μια φάση στην ανάπτυξη του σύγχρονου καπιταλισμού που χαρακτηρίζεται από τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα και την εμφάνιση μιας ακόμη περισσότερο ενοποιημένης παγκόσμιας αγοράς κυριαρχούμενη από μια χούφτα ηγετικών βιομηχανικών κρατών. Σ’ άμεση αντίθεση με τον Κάουτσκι, οι αριστεροί ριζοσπάστες ισχυρίστηκαν ότι ο εντεινόμενος ανταγωνισμός για τον έλεγχο του μη-ευρωπαϊκού κόσμου που έφερε ο ιμπεριαλισμός στεφόταν μοιραία προς μια εποχή κρίσης και πολέμου. Η Λούξεμπουργκ έγραψε στη Συσσώρευση του Κεφαλαίου ότι, προωθώντας μια αυξανόμενη πικρή πάλη για οικονομική και πολιτική ηγεμονία, «ο ιμπεριαλισμός αναπτύσσει την ανομία και τη βία, τόσο επιτιθέμενος ενάντια στον μη-καπιταλιστικό κόσμο όσο και με ολοένα και σοβαρότερες συγκρούσεις μεταξύ των ανταγωνιζόμενων καπιταλιστικών κρατών. Και μόνη η τάση καθεαυτή προς τον ιμπεριαλισμό παίρνει την μορφές που καθιστούν τη τελευταία φάση του καπιταλισμού μια περίοδο καταστροφής»[51]. Ενώπιον αυτού, η ανάπτυξη μιας ρεαλιστικής αντιπολεμικής στρατηγικής αποκτά οξυμένη, ακόμη και κεντρική, σημασία.

Οι αριστεροί ριζοσπάστες ισχυρίστηκαν ότι ο ιμπεριαλισμός αποκάλυπτε την επικείμενη εξάντληση της εθνικής μορφής ως όχημα της κοινωνικής προόδου. Σε μια βιβλιοκριτική του The New Army του Ζωρές, η Λούξεμπουργκ χλεύασε την προσπάθεια εδραίωσης νομικών κριτήριων για τη διαφοροποίηση μεταξύ επιθετικών κι αμυντικών πολέμων. «Το μόνο βιώσιμο μέσο πάλης ενάντια στα εγκλήματα του πολέμου και της αποικιακής πολιτικής», έγραψε η Λούξεμπουργκ, ήταν η βούληση της εργατικής τάξης «να μετασχηματίσει έναν παγκόσμιο πόλεμο που προκλήθηκε απ’ τα κακόφημα συμφέροντα του κεφαλαίου σε μια εξέγερση των εκμεταλλευόμενων και κυριαρχούμενων για τη δημιουργία της παγκόσμιας ειρήνης και μια σοσιαλιστική συμφιλίωση των λαών»[52]. Ο Λένιν, σ’ ένα άρθρο που έγραψε το 1908, παρομοίως απέρριψε την ιδέα της «υπεράσπισης της πατρίδος» κι επέμεινε ότι μόνο τα συμφέροντα του διεθνούς προλεταριάτου προσφέραν ένα έγκυρο θεμέλιο για την επαναστατική πολιτική[53]. O Καρλ Ράντεκ, γράφοντας εκ μέρους της αριστερής ριζοσπαστικής ομάδας της Βρέμης την άνοιξη του 1912, πήγε παραπέρα προτείνοντας ότι μακροπρόθεσμα, ο ιμπεριαλισμό θα διαλύσει ακόμη και το προσωπείο αβρότητας με το οποίο το αστικό κράτος επιδιώκει να διασφαλίσει τη νομιμοποίησή του. Μόνο η προλεταριακή επανάσταση κι η μετάβαση στον σοσιαλισμό προσέφερε μια εναλλακτική στη σταδιακή αποσύνθεση των διεθνούς συστήματος σημαδεμένου απ’ τον πόλεμο και τον θρίαμβο όλο και περισσότερο σκληρών κι απόλυτων μορφών ταξικής κυριαρχίας[54]. Η δράση σύμφωνα με το πνεύμα της προσθήκης στη Λούξεμπουργκ στην απόφαση του συνεδρίου της Διεθνούς στη Στουτγκάρδη, προετοιμάζοντας την εκμετάλλευση της επικείμενης κρίσης για επαναστατικούς σκοπούς – αυτό ήταν το συμπέρασμα προς το οποίο πίεζε η αριστερή ριζοσπαστική ανάλυση.

Οι προειδοποιήσεις των θεωρητικών όπως η Λούξεμπουργκ ήταν δραματικές, δεν πήραν όμως ποτέ την μορφή μιας περιεκτικής πολιτικής πρόκλησης. Ο αριστερός ριζοσπαστισμός στην προπολεμική Διεθνή ήταν μια θεωρητική τάση συγκεντρωμένη σε μεγάλο βαθμό στο εσωτερικό του SPD. Δεν έγινε καμία προσπάθεια να κινηθεί πέρα απ’ την κριτική σε μια προγραμματική εναλλακτική. Τα κύρια πυρά των αριστερών ριζοσπαστών στρέφονταν προς τους ρεβιζιονισμό, κι η ανάλυσή τους συχνά καθοριζόταν ανακριβώς απ’ αυτή του κέντρου. Ως δηλωμένοι μαρξιστές, απέρριπταν επίσης την ηθικιστική απολυτότητα της αναρχοσυνδικαλιστικής οπτικής και ομολογούσαν την ανάγκη ύπαρξης ενός μίνιμουμ προγράμματος με στόχο τη διεκδίκηση του λαϊκού ελέγχου επί της λειτουργίας του στρατού αντί να επιμείνουν στον απόλυτο κι ολοκληρωτικό αφοπλισμό. Παρά την προτεραιότητα που έθεταν στον διεθνισμό, οι αριστεροί ριζοσπάστες θεωρούσαν επίσης ότι η μάχη για την πολιτική εξουσία πρέπει πρώτα να διεξαχθεί και κερδίσει εντός της εθνικής αρένας. Παρότι στηρίζαν μεταρρυθμίσεις για τη σύσφιξη της πειθαρχίας, μοιράζονταν μια πλατιά συναίνεση για χάρη της ομοσπονδιακής δομής της Διεθνούς. Η ίδια η Διεθνής θεωρούνταν ιερή, μια πρόκληση προς την ενότητά της ήταν αδιανόητη.

Η σοβιετική ιστοριογραφία έχει τονίσει τις προσπάθειες του Λένιν να επεκτείνει την αριστερή ριζοσπαστική κριτική δημιουργώντας μια πολιτικά οργανωμένη φραξιά εντός της Β’ Διεθνούς. Ενώ πράγματι έγιναν μερικά διστακτικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, η πρόθεσή τους δεν ήταν με κανέναν τρόπο σαφής και δεν χρειάζεται να τους αποδώσουμε κάποια ιδιαίτερη σημασία[55]. Στη Στουτγκάρδη το 1907, ο Λένιν προσπάθησε ανεπιτυχώς να συγκαλέσει μια συνέλευση μεταξύ των αριστερών ριζοσπαστών. Τρία χρόνια αργότερα στη Κοπεγχάγη η προσπάθεια ανανεώθηκε, και πράγματι έλαβε χώρα μια σύντομη συνάντηση μεταξύ των αντιπροσώπων της αριστερής πτέρυγας, όμως οι συζητήσεις ήταν άτυπες και δεν παρήγαγαν αποτελέσματα με σημασία διαρκείας[56]. Το γεγονός ότι δεν έγιναν απόπειρες για μια δεύτερη συνάντηση φαίνεται να υποδεικνύει ότι η συνάντηση αφορούσε πρωτίστως μια ανταλλαγή απόψεων κι όχι μια οργανωτική πρωτοβουλία. Η φραξιά των μπολσεβίκων συμβάδιζε μόνο περιφερειακά με την αριστερή ριζοσπαστική κριτική, και δεν ασκούσε επιρροή εκτός του ρωσικού πολιτικού χώρου. Εκείνο που χαρακτήριζε τον λενινισμό πριν τον Α’ ΠΠ δεν ανερχόταν σε περισσότερα απ’ όσα διατυπώνονταν το 1902 στο φυλλάδιο Τι Να Κάνουμε;, το οποίο αποτελεί μια έκκληση για δημιουργία ενός πειθαρχημένου κόμματος «επαγγελματιών» επαναστατών ώστε να λειτουργήσει ως η πρωτοπορία του προλεταριάτου το οποίο κρίνεται ανίκανο να επιτύχει πολιτική συνείδηση χωρίς μια εκλεπτυσμένη ηγεσία. Αυτή η πρόταση ήταν προκλητική, όμως ο Λένιν δεν προσπάθησε να υπερασπιστεί τη σημασία της εκτός της απολυταρχικής τσαρικής αυτοκρατορίας. Η Λούξεμπουργκ, μεταξύ άλλων αριστερών ριζοσπαστών, απέρριψε αυτή την πρόταση του Λένιν ως άκρως αυταρχική και μη-εφαρμόσιμη στη δυτική Ευρώπη[57]. Ο Georges Haupt έχει συμπεράνει ότι τουλάχιστον μέχρι το 1912 (όταν το Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο μετακινήθηκε για να διευθετήσει το σχίσμα μπολσεβίκων/μενσεβίκων) «ο Λένιν διατηρούσε μια πλήρη αισιοδοξία κι απόλυτη εμπιστοσύνη στη Διεθνή»[58].

Η Β’ Διεθνής χωρίστηκε θεμελιακά επί του ζητήματος του πολέμου και του μιλιταρισμού, όμως μέχρι και τον Α’ ΠΠ οι εσωτερικές διαφορές της μπαλώνονταν με αόριστες διακηρύξεις που υπέθεταν ένα κοινό έδαφος διεθνισμού βασισμένου στις προϋποθέσεις του κλασσικού μαρξισμού. Οι αποφάσεις που πάρθηκαν ομόφωνα στα συνέδρια στη Στουγκάρδη, τη Κοπεγχάγη και τη Βασιλεία ήταν περισσότερο αξιοσημείωτα για την αποτυχία τους να προσδιορίσουν αποτελεσματικά μέσα αντίστασης σ’ έναν κίνδυνο που όλοι αναγνωρίζαν ως σαφή και παρώντα. Ποιες ήταν οι συνεπαγωγές της θεώρησης ότι ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος εντός του αστικού συστήματος των κρατών; Πως θα μπορούσαν να ισορροπηθούν σε περίπτωση πολέμου οι αντιφατικές πιέσεις για εθνική προσχώρηση και διεθνή αφοσίωση; Μπορούσε ο νεωτερικός πόλεμος να γίνει καταλύτης της κοινωνικής επανάστασης και θα έπρεπε οι σοσιαλδημοκράτες να προσανατολίσουν το έργο τους προς αυτή την κατεύθυνση; Τα γεγονότα του καλοκαιριού του 1914 αποκαλύψαν τη σοβαρότητα της αποτυχίας να βρεθεί μια απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα.

Η πολιτική της 4 Αυγούστου

Οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές δεν αποδείχτηκαν περισσότερο προφητικοί από άλλους προβλέποντας τις συνέπειες της δολοφονίας του Αυστριακού αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου στη βοσνιακή πρωτεύουσα, το Σαράγεβο, στις 28 Ιουνίου του 1914. Κατά την Κρίση του Ιουλίου που ακολούθησε, η Διεθνής οργάνωσε αντιπολεμικές διαμαρτυρίες και συζητήσεις μα απέφυγε κάποια αποφασιστική δράση. Παρότι το τελεσίγραφο της Αυστρίας προς τη Σερβία στις 23 Ιουλίου αύξησε δραματικά την πιθανότητα ενός πολέμου, παρέμενε μια ελπίδα ότι αυτός θα περιοριζόταν στα Βαλκάνια. Στις 29-30 Ιουλίου έλαβε χώρα μια έκτακτη συνεδρίαση του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Γραφείου καθώς το φάντασμα ενός γενικευμένου πολέμου ξεκίνησε να ορθώνεται όλο και περισσότερο, μα σ’ αυτό το σημείο η Διεθνής είχε προσπεραστεί απ’ τα γεγονότα. Η συνεδρίαση στις Βρυξέλλες ήταν αξιοσημείωτη μόνο για την εμφανή ματαιότητα των προσπαθειών της να ορίσει μια στρατηγική για κοινή δράση. Στα απομνημονεύματά της, η Angelica Balabanoff σχολίασε τη φρικτή συνειδητοποίησή της ότι δεν θα υπάρξει καμία αποτελεσματική αντιπολεμική δράση. «Ποτέ», θρηνούσε, «η αδυναμία της Διεθνούς δεν ξαναεμφανίστηκε τόσο ρητά και τραγικά στο προσκήνιο»[59].

Στις 28 Ιουλίου η Αυστρία κήρυξε πόλεμο στη Σερβία, και μέσα σε μερικές μέρες οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης βουτήξαν με τη σειρά τους στον κατακλυσμό. Στις 1 Αυγούστου, με κινητοποιήσεις ήδη σε εξέλιξη, ο Herman Muller του SPD ταξίδεψε στο Παρίσι για να συμβουλευτεί τους ηγέτες του SFIO. Οι συζητήσεις εστιάσαν στη συμβολική κίνηση εναντιώσης στις πολεμικές απαλλοτριώσεις. Ο Muller εξέφρασε την προσωπική του πεποίθηση ότι η κοινοβουλευτική φραξιά του SPD δεν θα συμφωνήσει ποτέ να ψηφίσει τις πολεμικές πιστώσεις, μα η επικοινωνία παρέμεινε διερευνητική και καμία πλευρά δεν προέβη σε οριστικές δεσμεύσεις. Κατά τις παραμονές του πολέμου, τα δύο αυτά ηγετικά σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης επέδειξαν πλήρη ανικανότητα να συντονίσουν την πολιτική τους. Θα μπορούσε μια αποφασιστικότερη δράση της Διεθνούς να κάνει τη διαφορά; Με περισσότερα από 3 εκατομμύρια μέλη σε 27 κόμματα σ’ όλο τον πλανήτη, 3 εκατομμύρια σοσιαλιστών ψηφοφόρων στη Γερμανία, από 1 εκατομμύριο σοσιαλιστών ψηφοφόρων στη Γαλλία και την Αυστροουγγαρία, μισό εκατομμύριο στην Μεγάλη Βρετανία και μ’ ένα ευρύ δίκτυο υποστηρικτών κοινωνικών οργανώσεων, η Διεθνής αποτελούσε μια πραγματική πολιτική δύναμη. Παρέμεινε όμως μια μειοψηφική αντιπολίτευση, πολιτικά εκτεθιμένη, τακτικά απροετοίμαστη κι αντιμέτωπη με πληθυσμούς συστηματικά προσαρμοσμένους ν’ αποδεκτούν τον ερχομό του πολέμου ως κομμάτι της φύσης των πραγμάτων. Δεν ήταν η αποτυχία της ν’ αποτρέψει τον πόλεμο, μα η ανικανότητά της να προβάλει αντίσταση που σηματοδότησε τη χρεοκωπία της Β’ Διεθνούς.

Στις 4 Αυγούστου, ενώ τα ρωσικά στρατεύματα κινητοποιούνταν για επίθεση προς την ανατολική Πρωσία, ο γερμανικός στρατός παραβίασε τη βέλγικη ουδετερότητα και πέρασε μέσα απ’ το Βέλγιο προς τη Γαλλία με σκοπό να εξουδετερώσει τον εχθρό εκ δύσης μ’ ένα μόνο χτύπημα. Επίσης στις 4 Αυγούστου, αντιμετωπίζοντας τον πόλεμο ως εκπληρωμένο γεγονός, οι κοινοβουλευτικοί αντιπρόσωποι του SPD και του SFIO ψηφίσαν ομόφωνα το αντίστοιχα γερμανικό και το γαλλικό κοινοβούλιο σε στήριξη των έκτακτων πολεμικών απαλλοτριώσεων. Η απόφαση του SFIO πάρθηκε ανεπίσημα και χωρίς διαβούλευση. Σε μια συνεδρίασης της κοινοβουλευτικές φραξιάς του SPD, 14 εκ των 92 μελών απέρριψαν τη στήριξη μα παρέμειναν πιστοί στην παράδοση του κόμματος που υπαγόρευε την ομόφωνη ψηφοφορία στη βουλή. Η ύπαρξη διαφωνούντων εντός της φραξιάς δεν δημοσιοποιήθηκε, κι η φαινομενική ομοφωνία της απόφασης έκανε ισχυρή εντύπωση. «Την ώρα του κινδύνου», απήγγειλε μονότονα ο Hugo Haase στο Ράιχσταγκ με μια φράση που φαινόταν ν’ αντιφάσκει με δεκαετίες σοσιαλιστικού αντιμιλιταρισμού, «δεν θα εγκαταλείψουμε την πατρίδα μας»[60]. Μέσα σε μια εβδομάδα το SPD συστρατεύτηκε σε μια πολιτική πολιτικής ανακωχής, ενώ ο γαλλικός ομόλογός του διατύπωσε μια πιο φανταχτερή «ιερή ενότητα». Σ’ όλη την Ευρώπη, η πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε χώρες που εμπλέκονταν στον πόλεμο ακολουθήσαν την ίδια πορεία, ανακηρύσσοντας ένα «αμυντικό» πρόγραμμα που νομιμοποιούσε τη σοσιαλιστική στήριξη στον πόλεμο και «ανέστειλε» τη ταξική πάλη μέχρι τη λήξη του.

Άμεσα, η 4η Αυγούστου του 1914 αναγνωρίστηκε ως μια σημαντική στιγμή στην ιστορία του σοσιαλισμού. Η «πολιτική της 4 Αυγούστου» -μια πολιτική συναίνεσης στην επιδίωξη του πολέμου κι αποδοχής των συνεπειών μιας τέτοιας συναίνεσης- έγινε ένα συναισθηματικά φορτισμένο σύμβολο που κατέστησε αγεφύρωτα τα χάσματα που οξύνονταν εδώ και μια γενιά. Ο σοσιαλιστικός αμυντισμός εδραιώθηκε σθεναρά στην ηθική της λογικής του κράτους, κάνοντας διάκριση μεταξύ επιθετικών κι αμυντικών πολέμων, και προβάλλοντας την ανάγκη υπεράσπισης του εθνικού ασύλου ενάντια σε απρόκλητες επιθέσεις. Ιδίως στην πρώτη φάση του Α’ ΠΠ, όταν ήταν διαδεδομένες οι προσδοκίες ότι η σύγκρουση θα είναι σύντομη και σχετικά ανώδυνη, ο αμυντισμός δικαιολογήθηκε επίσης και σε στενά πραγματιστικές βάσεις. Πολλοί ακτιβιστές εντυπωσιάστηκαν απ’ την σχεδόν ομοφωνία με την οποία η εργατική τάξη εμφανίστηκε ν’ ακολουθεί το κάλεσμα στα όπλα και φοβήθηκαν ν’ απομονωθούν απ’ τις μάζες. Άλλοι υπέδειξαν την απειλή της καταστολής προς τις κομματικές οργανώσεις [σε περίπτωση που αντιστέκονταν στον πόλεμο]· εν απουσία μιας προκαθορισμένης στρατηγικής, η αντιπαράθεση φαινόταν ένα ριψοκίνδυνο στοίχημα. Το πνεύμα ενότητας που αναδύθηκε τόσο δραματικά τον Αύγουστο του 1914 δεν ήταν λιγότερο εντυπωσιακό, προσφέροντας ένα πρόσφορο ψυχολογικό περιβάλλον για συμφιλίωση με μια εθνική κοινότητα απ’ την οποία πολλοί σοσιαλδημοκράτες νιώθαν από καιρό αποξενωμένοι. «Μπορούσε κανείς», έγραψε ο μεταμελημένος αριστερός ριζοσπάστης Konrad Hanisch, «για πρώτη φορά εδώ και σχεδόν 25 χρόνια, να συμμετέχει κανείς με γεμάτη καρδιά, καθαρή συνείδηση και χωρίς αίσθημα προδοσίας στο σαρωτικό, θυελλώδες τραγούδι “Η Γερμανία, η Γερμανία πάνω απ’ όλα!“»[61].

Σε μεμονωμένες περιπτώσεις, ο πόλεμος διέλυσε τελείως πρότερες σχέσεις. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή ήταν η μεταστροφή ανθρώπων της αριστερής πτέρυγας όπως οι Herve και Geusde του SFIO, των Hanisch και Paul Lensch του SPD, του Πλεχάνοφ του RSDRP και του Henry Hyndman του Βρετανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (BSP), οι οποίοι υπέστησαν έναν εκπληκτική μετασχηματισμό κι αναδύθηκαν ως παρτιζάνοι του «πολέμου μέχρι την ολοκληρωτική νίκη». Ωστόσο, στο γενικότερό περίγραμμά του, το σοκ που προκάλεσε η πολιτική της 4 Αυγούστου αναπαρήγαγε τη τριμερή διαίρεση της Β’ Διεθνούς. Οι αμυντικές πλειοψηφίες ταυτίστηκαν στενά με τους αντίστοιχους ανακηρυγμένους πολεμικούς στόχους των κυβερνήσεών τους κι αφοσιώθηκαν στην επιδίωξη της στρατιωτικής νίκης. Οι πιο ασυγκράτητοι παρτιζάνοι τους συνέδεσαν χωρίς περιστροφές τον αμυντισμό με μια συνηγορία ρεφορμιστικών προτεραιοτήτων. Για τον Wilhelm Kolb του SPD, ο πόλεμος εκπροσωπούσε ένα ορόσημο· από εδώ και στο εξής, οι σοσιαλδημοκράτες θ’ απαιτούνταν ν’ αναγνωρίσουν ότι «η πατρίδα δεν είναι ένα αποκύημα της φαντασία μα μια ζωντανή πραγματικότητα για το προλεταριάτο», και επακόλουθα θα έπρεπε να υιοθετήσουν «μια τακτική πολιτικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσων εντός ένος δημοκρατικά κυβερνούμενου λαϊκού κράτους» και να εγκαταλείψουν τις «παράφρονες» ελπίδες για κοινωνική επανάσταση[62]. Τους πρώτους μήνες του πολέμου, οι πιο επιφανείς ηγέτες του κέντρου τάχθηκαν, μολονότι αμήχανα, με τον αμυντισμό. Καθώς η φύση κι ο βαθμός της σύγκρουσης γινόντουσταν σαφείς, ένας σημαντικός αριθμός τους έκλινε προς μια αντιπολιτευτική στάση που απέρριπτε τη συμμετοχή των σοσιαλιστών σ’ έναν πόλεμο με σκοπό της προσαρτήσεις εδαφών. Την περίοδο του πολέμου, το κέντρο προσπάθησε ν’ αποκαταστήσει τη σοσιαλδημοκρατία σε μια δύναμη ειρήνης, προωθώντας έναν διαπραγματευτικό διακανονισμό «χωρίς νικητές ή ηττημένους». Τέλος, μια μικρή αριστερή πτέρυγα ανακήρυξε ότι ο πόλεμος αποδείκνυε οριστικά την εγκυρότητα της αριστερής ριζοσπαστικής κριτικής. Το καθήκον των επαναστατών μαρξιστών τώρα θα ήταν ν’ απορρίψουν οποιοδήποτε συμβιβασμό με τον εθνικισμό και να ενθαρρύνουν μια επαναστατική απάντηση σ’ αυτό που εμφανιζόταν ως μια κρίση χωρίς προκαθορισμένη έκβαση. Αυτές οι πλατιά προσδιορισμένες τάσεις δομήσαν το ντιμπέιτ για τη σοσιαλιστική στρατηγική που διεξάγει κατά τη διάρκεια του πολέμου· ένα ντιμπέιτ που θα ολοκληρωνόταν μετά τον Α’ ΠΠ με τη μόνιμη διαίρεση του εργατικού κινήματος.

Το μεγάλο σχίσμα του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού αναμφίβολα είχε τις ρίζες του σε μια αυξανόμενη ασυμβατότητα πολιτικών στάσεων που προέρχονταν απ’ τον μαρξισμό και είχαν καταλήξει να συνυπάρχουν στο εσωτερικό της Β’ Διεθνούς. «Ο πόλεμος πυροδότησε ένα σχίσμα στο εσωτερικό του κόμματος», έγραψε ο Phillip Scheidemann του SPD το 1921, «αν και νομίζω πως εν τέλει θα προέκυπτε ακόμα και χωρίς τον πόλεμο»[63]. Δεν θα έπρεπε ωστόσο να χαράξουμε πολύ κυριολεκτικούς παραλληλισμούς μεταξύ των προπολεμικών ντιμπέιτ της Β’ Διεθνούς με τις πολύ εντονότερες αντιπαραθέσεις του 1914-1918. Όπως έχει παρατηρήσει ο David Kirby, η προσπάθεια εφαρμογής του σχήματος δεξιά/κέντρο/αριστερά ύστερα απ’ τις 4 Αυγούστου 1914 τείνει να υπεραπλουστεύει την πολυπλοκότητα των σοσιαλιστικών αποκρίσεων σ’ αυτό που υπήρξε, στη τελική, μια πλήρως πρωτόγνωρη κατάσταση[64]. Σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη κακουχίες και θάνατο, ο πολιτισμένος πολιτικός διάλογος κατέστη σχεδόν αδύνατος. Η πικρία που δημιούργησαν οι ακραιότητες του αμυντισμού, η διαταραχή των κομματικών οργανώσεων που προκάλεσε η κινητοποίηση κι οι κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που προκλήθηκαν απ’ την εμπειρία του απόλυτου πολέμου, συνδυάστηκαν μετασχηματίζοντας το πολιτικό περιβάλλον. Πρωταρχικό θέμα ήταν η κεντρώα συναίνεση της Β’ Διεθνούς. Με τον κόσμο γύρω της να φλέγεται, τ’ αξιώματα που είχαν κρατήσει το κίνημα ενωμένο για μια γενιά φαίνεται να χάσαν κάθε συνάφεια. Ήταν ο ίδιος ο πόλεμος που έγινε το χωνευτήρι εντός του οποίου σφυρηλατήθηκαν τα εννοιολογικά παραδείγματα και οι υποκείμενες θεωρήσεις που τελικά κυριάρχησαν στη σοσιαλιστική και κομμουνιστική σκέψη του 20ού αιώνα.

Πιθανώς το βασικότερο απ’ αυτά τα παραδείγματα ήταν ο σοσιαλιστικός διεθνισμός. Υιοθετώντας τον σκοπό της εθνικής άμυνας και διατηρώντας τον επί τέσσερα χρόνια τερατώδους σφαγής, η σοσιαλδημοκρατική δεξιά πτέρυγα ξεπέρασε τα όρια που επιτρέπαν την επιβίωση μιας ουσιαστικής αφοσίωσης στον διεθνισμό. Τον Αύγουστο του 1914, ο Emile Vandervelde απ’ το Βέλγιο, εκτελεστικός γραμματέας του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Γραφείου, καθώς κι οι Guesde και Marcel Sembat (μετέπειτα κι ο Albert Thomas) του SFIO, μπήκαν στις επιτροπές πολέμου ως κρατικοί υπουργοί. Σημαντικά κομμάτια της Διεθνούς όπως το SFIO και το Βελγικό Εργατικό Κόμμα (POB) αρνήθηκαν κάθε συζήτηση με σοσιαλιστές εκπροσώπους από χώρες με τις οποίες βρίσκονταν σε πόλεμο. Οι κατακρίσεις του «εχθρού» απ’ τους αμυντιστές, η εξάπλώση φημών για κτηνωδίες κι άλλες ακραιότητες της στρατιωτικής αγκιτάτσιας, καθώς κι η επιθετική στάση κι η γενική μισαλλοδοξία, δημιουργήσαν ένα κλίμα που δεν ευνοούσε την κοινή δράση. Στο εσωτερικό των μεμονωμένων κομμάτων, οι επιθέσεις της δεξιάς πτέρυγας προς της αντιπολεμική αντιπολίτευση έφτασε επίπεδα στηλίτευσης που προηγουμένως φυλάσσονταν μόνο για εκπροσώπους του αστικού κράτους. Στις 18 Αυγούστου, η βελγική σοσιαλιστική καθημερινή εφημερίδα Le Peuple έκρινε πρέπον ν’ αρθρογραφήσει για την αναγκαιότητα της «ώρας της τελικής νίκης […] χωρίς περιττό οίκτο […] για τον εξοβελισμό της τευτονικής [γερμανικής] φυλής απ’ την οικογένεια της ανθρωπότητας»[65]. Τέτοια παραδείγματα εξτρεμισμού δεν υπήρξαν μεμονωμένα. Υποδεικνύουν πόσο γρήγορα η πολιτική της 4 Αυγούστου απομάκρυνε το κίνημα απ’ τις πρότερες δεσμεύσεις του. Οι προτεραιότητες του αμυντισμού ήταν ασυμβίβαστες με τον διεθνισμό, και ήταν η πολιτική της 4ης Αυγούστου που θριάμβευσε με το ξέσπασμα του πολέμου. Με τα λόγια του Jules Humbert-Droz, γράφοντας 50 χρόνια μετά τα γεγονότα: «Η Διεθνής πέθανε στις 4 Αυγούστου του 1914. Δεν σκοτώθηκε απ’ τον πόλεμο, μα απ’ τις αποκηρύξεις των ίδιων των σοσιαλιστών»[66].

Το Σεπτέμβριο του 1916, μια καταχώρηση του Ιταλού συγγραφέα Zino Zini στο ημερολόγιό του προσπάθησε να συλλάβει τη τραγωδια της αποτυχίας της Β’ Διεθνούς συγκρίνοντάς τη με την αποτυχία ενός άλλους θεσμού με ξεφτισμένους ισχυρισμούς οικουμενικότητας – η καθολική Εκκλησία:

Ο πόλεμος βίωσε την κατάρρευση δύο οικουμενικότητων: της αρχαίας οικουμενικότητας του χριστιανισμού, και της πολύ πιο πρόσφατης οικουμενικότητας του σοσιαλισμού. Και οι δύο διατείνονται τη διεθνή ειρήνη κι αδελφοσύνη, εξασκούν όμως τον πόλεμο και τη φιλαυτία του λαού και των φυλών […] Ο σοσιαλισμός, όπως η εκκλησία του χωριού, σε κάθε χώρα υποτάχθηκε οικειοθελώς στο κοινοτικό συμφέρον, και έγινε ένα όργανο στην υπηρεσία του έθνους […] Αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που απειλεί τα σύνθετα δόγματα και τους θεσμούς που αποκαλούμε φιλοσοφία και πρακτική του προλεταριάτου ως τάξη[67].

Πρόκειται για σκληρή, μα διόλου άδικη κριτική. Η πολιτική της 4 Αυγούστου κατέστησε αναγκαία την αντιμετώπιση του ζητήματος του εάν ο οραματικός διεθνισμός βασισμένος στην προλεταριακή ταξική συνείδηση για τον οποίο μιλούσε ο μαρξισμός υπήρχε ποτέ κάτι παραπάνω από μια χίμαιρα. Πάνω απ’ όλα, ήταν προσπαθώντας ν’ απορρίψει τις συνέπεις του αμυντισμού, ν’ αψηφίσει την πεποίθηση ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορούσε να υπερβεί το έθνος-κράτος, και να ορίσει μια νέο όραμα για τον διεθνισμό πιο κοντά στο αρχικό όραμα του Μαρξ απ’ ότι στην εμπόλεμη αριστερά και πέρα απ’ αυτή, που το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ψηλάφισε τον δρόμο του προς μια ανεξάρτητη πολιτική ταυτότητα.

Σημειώσεις:
1. [Σ.τ.Μ]: Η πέμπτη στροφή απ’ τις συνολικά έξι του ύμνου της Διεθνούς. Στην ελληνική του απόδοση συνήθως υπάρχουν μόνο οι δύο πρώτες στροφές του αρχικού. Η τρίτη, ξεχασμένη πια, στροφή της ελληνικής απόδοσης περιέχει ένα κόμματι της αρχικής πέμπτης: «Εμπρός, μονάχη μας ελπίδα/Είναι η σφιγμένη μας γροθιά/Κάτω οι πολέμοι κι η πατρίδα/Ζήτω, ζήτω η λευτεριά!/Κι αν θελήσουν να δοκιμάσουν/Της ψυχής μας τους κεραυνούς/Να δούνε τότε, να τρομάξουν/Πως είναι οι σφαίρες μας γι’ αυτούς!».
2. [Σ.τ.Μ]: Ο στίχος «Ω! Να ‘τη, μας προσμένει στον κόσμο η Διεθνής» της ελληνικής απόδοσης του ύμνου.
3. Protokoll des Internationalen Arbeiter-Kongresses zu Paris, 1889, Νυρεμβέργη, 1890, σελ. 2.
4. Καρλ Κάουτσκι, «Der Stuttgarter Kongress», Die Neue Zeit, τόμος 2, 1906-1907, σελ. 724 & 730.
5. Ρομαίν Ρολάν, Joumal des années de guerre, 1914-1919, Παρίσι, 1952, σελ. 32-33.
6. [Σ.τ.Μ.]: Το 1642 ξεσπάει στην Αγγλία ο πρώτος από τους 3 πολέμους που έμειναν γνωστοί ως Αγγλικός Εμφυλίος Πόλεμος. Οι δύο κύριες αντιμαχόμενες πλευρές ήταν οι Κοινοβουλευτικοί κι οι Βασιλικοί. Μέσα σ’ αυτή την αστική επανάσταση εμφανίστηκε μια άλλη επανάσταση που έθετε ριζοσπαστικότερα ζητήματα απ’ το αστικό μπλοκ. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα αυτών των τάσεων της επανάστασης εντός της επανάστασης ήτανε το επονομαζόμενο κίνημα των Diggers. Το πραγματικό τους όνομα ήταν True Levellers (για να διαχωριστούνε από τους Levellers, καθώς θεωρούσαν πως οι δικές τους ιδέες και πρακτικές ήταν αυτές που θα έφαιρναν την πραγματική κοινωνική ισότητα) αλλά τελικά έμειναν στην ιστορία ως Diggers λόγω της πρακτικής τους να καταλαμβάνουν χωράφια και να τα καλλιεργούν από κοινού για τις κοινότητες που δημιουργούσαν. Ο Gerrard Winstanley υπήρξε ηγετική φυσιογνωμία αυτού του κινήματος. Βλέπε ένα παλαιότερο άρθρο που είχαμε γράψει για το antifaLive.
7. Leonard Hamilton, ed., Gerrard Winstanley: Selections from His Works, Λονδίνο, 1944, σελ. 117-118.
8. Ό.π., σελ. 170-171.
9. Philippe Buonarroti, Conspiration pour l’egalite dite de Babeuf, τόμος 1, Βρυξέλες, 1828, σελ. 238 & 247-249.
10. Μαρξ & Ένγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» στο Μαρξ & Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος πρώτος, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 40-41.
11. Ό.π., σελ. 33.
12. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2002, σελ. 775.
13. Saul K. Padover, ed, The Karl Marx Library, Νέα Υόρκη, 1973, τόμος 3, On the First
International, σελ. 11-12.
14. MECW 22, σελ. 483.
15. Μαρξ & Ένγκελς, ό.π., σελ. 24.
16. Ό.π., σελ. 32.
17. Saul K. Padover, ό.π., σελ. 261.
18. Ό.π.
19. Φρίντριχ Ένγκελς, «Η Εξέλιξη του Σοσιαλισμού από την Ουτοπία στην Επιστήμη» στο Μαρξ & Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος δεύτερος, έκδοσης της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 172. [Σ.τ.Μ: η έκφραση που εδώ αποδίδεται ως το κράτος που «αποκοιμιέται», είναι περισσότερο γνωστή ως απονέκρωση ή μαρασμός του κράτους.] Πρβλ με το διάσημο απόσπασμα απ’ το Φρίντριχ Ένγκελς, Αντι-Ντίρινγκ, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2006, σελ. 434: «Η πρώτη πράξη με την οποία το κράτος δρα πραγματικά σαν αντιπρόσωπος όλης της κοινωνίας -η κατάληψη των μέσων παραγωγής στο όνομα της κοινωνίας- αποτελεί ταυτόχρονα τη τελευταία του αυτοτελή πράξη σαν κράτος. Η επέμβαση μιας κρατικής εξουσίας στις κοινωνικές σχέσεις γίνεται περιττή στον έναν τομέα μετά τον άλλο κι έπειτα αδρανεί από μόνη της. Στη θέση της κυβέρνησης πάνω σε πρόσωπα, έρχεται η διαχείριση των πραγμάτων και η καθοδήγηση διαδικασιών παραγωγής. Το κράτος δεν “καταργείται”, αλλά απονεκρώνεται».
20. Βλέπε Pekka Suvanto, Marx und Engels zum Problem des gewaltsamen Konflikts, Ελσίνκι, 1985.
21. MECW 22, σελ. 483-492 και Padover, ό.π., σελ. 30-31. Μερικοί σοσιαλδημοκράτες ήθελαν ν’ αποφύγουν τον όρο «πολιτοφυλακές», θεωρώντας ότι αντικατοπτρίζει τις πρωτεραιότητες της ρεφορμιστικής Διεθνής Ένωσης για την Ειρήνη και την Ελευθερία που δημιουργήθηκε στη Γενεύη το 1867. Συνήθως προτιμούσαν τους όρους «λαϊκός στρατός» ή «ένοπλος λαός». Walter Wittwer, Streit urn Schicksalsfragen: Die deutsche Sozialdemokratie zu Krieg und Yaterlandsvetteidigung, 1907-1914, Βερολίνο, 1964, σελ. 13-15.
22. Μαρξ & Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος πρώτος, σελ. 562-577.
23. MEW 17, σελ. 5.
24. [Σ.τ.Μ.]: «Γι’ αυτό το σύστημα δεν δίνουμε ούτε έναν άνθρωπο, ούτε μια δεκάρα!». Διάσημη φράση του Γερμανού σοσιαλδημοκράτη Βίλχελμ Λίμπκνεχτ το 1871 ενάντια στο μπισμαρκικό καθεστώς και την ίδρυση του Γερμανικού Ράιχ με την ενοποίηση των γερμανικών κρατιδίων.
25. Protokoll des Internationalen Arbeitet-Kongresses zu Paris, 1889, σελ. 120.
26. Jean Longuet, Le mouvement socialiste international: Encyclopedie socialiste, syndicale et cooperative de l’Internationale ouvtiere, τόμος 5, Παρίσι, 1913, σελ. 72.
27. Τα βιβλία Peter Gay, The Dilemma of Democratic Socialism: Eduard Bernstein’s Challenge to Marx, Νέα Υόρκη, 1952, και Thomas Meyer, Bernsteins konsttuktives Sozialismus: Eduard Bernsteins Beitrag zur Tbeotie des Sozialismus, Βερολίνο, 1977, προσφέρουν συχνά αντικρουόμενες ερμηνείες των θεωρητικών συνεισφορών του Μπέρνσταϊν.  offer occasionally contrasting interpretations of Bernstein’s theoretical contributions. Οι Προϋποθέσεις για τον Σοσιαλισμό και τα Καθήκοντα της Σοσιαλδημοκρατίας έχουν μεταφραστεί απ’ τις εκδόσεις Παπαζήσης.
28. Η διάκριση μεταξύ δεξιάς/κέντρου/αριστερά είναι χρήσιμη ως κατηγοριοποίηση στον βαθμό που κατανοείται ως η κάθε μία κατηγορία να χαρακτηρίζει πολιτικές τάσεις οι οποίες ούτε αποτελούσαν οργανωμένες φραξιές ούτε είναι αυστηρά οριοθετημένες. Για περιγραφές των κατηγοριών αυτών, βλέπε Merle Fainsod, International Socialism and the World War, Κέιμπριτζ, 1935, σελ. 19-31· Karl-Heinz Klar, Der Zusammenbruch der zweiten Internationale, Φρανκφούρτη, 1981, σελ. 49-60· και τα κεφάλαια 2-4 του Leszek Kolakowski, Main Currents of Marxism: Its Rise, Growth, and Dissolution, τόμος 2, Οξφόρδη, 1978, σελ. 31-114.
29. Το Dmitur Blagoev, «Oportunizm ili Sotsializm» στο Izbrani ptoizvedeniia, τόμος 2, Σόφια, 1951, σελ. 39-62, περιγράφει το σχίσμα απ’ την πλευρά των Στενών Σοσιαλιστών. Βλέπε επίσης Dmitur Blagoev, «Die sozialistische Arbeiterbewegung in Bulgarian», Die Neue Zeit, τόμος I, 1909-1910, σελ. 563-571, και William Vettes, «The 1903 Schism of the Bulgarian Social Democracy and the Second International», The American Slavic and East European Review, Δεκέμβριος 1960, σελ. 521-530.
30. Jerry Holzer, «Devant la guerre et dechire, Le mouvement ouvrier polonais», Le mouvement social 49, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1964, σελ. 107-118. Το πρώτο πρόγραμμα του PPS-L μπορεί να βρεθεί στο Georg W. Strobel, Quellen zur Geschichte des Kommunismus in Polen 1878-1918: Programme und Statuten, Κολωνία, 1968, σελ. 253-258.
31. Περιγράφεται στο Henrietta Roland-Holst, «Parteiverhaltnisse und Parteikampfe in Holland», Die Neue Zeit, τόμος 2, 1909-1910, σελ. 796-806, και «Die Spaltung in der hollandischen Sozialdemokratie», ό.π., σελ. 964-971.
32. Gaetano Arfe, Storia del socialismo italiano (1892-1926), Τορίνο, 1965, σελ. 136-162. [Σ.τ.Μ.]: Η Λιβύη εκείνη την περίοδο ήταν κομμάτι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Κατά τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο του 1911-1912 η Ιταλία εισέβαλε στην Λιβύη και προσάρτησε διάφορες περιοχές.
33. Παρατίθεται στο Wilhelm Schroder, ed, Handbuch der Sozialdemokratischen Parteitage, Μόναχο, 1910, σελ. 522.
34. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Gesammelte Werke [GW], τόμος 1, Βερολίνο, 1982, σελ. 367-466. Στα ελληνικά κυκλοφορεί τόσο απ’ τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή όσο και Κοροντζής.
35. Καρλ Κάουτσκι, «Zwischen Baden und Luxemburg», Die Neue Zeit, τόμος 2, 1909-1910,
σελ. 724-730.
36. Η δριμύτητα της πολεμικής του Λένιν ενάντια στον Κάουτσκι τον έχει μετατρέψει σε μια συχνά μοχθηρή φιγούρα. Για ισορροπημένες επανερμηνείες της πολιτικής του στρατηγικής πριν μα και κατά τη διάρκεια του Α’ ΠΠ, βλέπε Massimo Salvadori, Kautsky e la rivoluzione socialista, 1880-1938, Μιλάνο, 1976, σελ. 167-208 και Gary P. Steenson, Karl Kautsky, 1854-1938: Marxism in the Classical Years, Πίτσμπουργκ, 1978, σελ. 181-228.
37. Για έρευνες σχετικά με τις σχέσεις αγάπης/μίσους μεταξύ του κέντρου και της αριστεράς του προπολεμικού SPD, βλέπε Detlef Lehnert, Reform und Revolution in den Strategiediskussion der klassischen Sozialdemokratie: Zur Geschichte der deutschen Arbeiterbewegung von den Ursprungen bis zum Ausbruch des I. Weltkrieges, Βόννη, 1977· Gary P. Steenson, “Not One Man! Not One Penny!”: German Social Democracy, 1863-1914, Πίτσμπουργκ, 1981· και Carl Schorske, German Social Democracy, 1905-1917: The Development of the Great Schism, Κέιμπριτζ, 1955.
38. Η καλύτερη ανάλυση του ζητήματος, ιδίως αναφορικά με το γαλλικό κίνημα, παραμένει το Milorad M. Drachkovitch, Les socialistes francais et allemands et le probleme de la guerre, 1870-1914, Γενεύη, 1953. Βλέπε επίσης Wolfram Wette, Kriegstheorien deutscher Sozialisten – Marx, Engels, Lassalle, Bernstein, Luxemburg. Ein Beitrag zur Friedensforschung, Στουτγκάρδη, 1971.
39. [Σ.τ.Μ.]: Εδώ ο όρος φονταμενταλισμός [fundamentalism] χρησιμοποιείται με την έννοια της εμμονής στις θεμελιώδεις, βασικές αρχές [fundamentals].
40. Παρατίθεται στο Jules Humbert-Droz, L’origine de l’Internationale communiste: De Zimmerwald a Moscou, Νεσατέλ, 1968, σελ. 29.
41. Rapport du Congres international ouvrier tenu a Bruxelles, Βρυξέλλες, 1893, σελ. 65-72 και Protokoll des internationalen Arbeiterkongresses in der Tonhalle Zurich, Ζυρίχη, 1894, σελ. 20-28.
42. Compte-rendu analytique du VIIe Congres international, tenu a Stuttgart du 16 au 24 aout 1907, Βρυξέλλες, 1908.
43. Ό.π., σελ. 421-424 και Gankin & Fisher, eds, The Bolsheviks and the World War: The Origins of the Third International, Στάνφορντ, 1940, σελ. 57-59.
44. Compte-rendu analytique du VIIe Congres socialiste international, tenu a Copenhague, du 28 aout au 3 septembre 1910, Γάνδη, 1911, σελ. 471-475. Το συνέδριο της Κοπεγχάγης όρισε επίσης επισήμως τη L’internationale του Eugène Pottier ως ύμνο του κινήματος.
45. Compte-rendu analytique du Congres socialiste international extraordinaire tenu a Bale, Βρυξέλλες, 1912.
46. Βλέπε την ανάλυση στο Markku Hyrkkanen, Sozialistische Kolonialpolitik: Eduard Bernsteins Stellung zur Kolonialpolitik und zum Impetialistnus 1882-1914: Ein Beitrag zur Geschichte des Revisionismus, Ελσίνκι, 1986.
47. Καρλ Κάουτσκι, Patriotismus und Sozialdemokratie, Λειψία, 1907, σελ. 3 & 23-24.
48. Καρλ Κάουτσκι,  «Der erste Mai und der Kampf gegen den Militarismus», Die Neue Zeit, τόμος 2, 1911-1912, σελ. 170-174.
49. Παρατίθεται στο Eduard David, Die Sozialdemokratie im Weltkrieg, Βερολίνο, 1919, σελ. 32-33. Το 1907 στο συνέδριο στο Έσσεν του SPD, ο Μπέμπελ παρατήρησε επίσης ότι σε περίπτωση πολέμου ο ίδιος, καθώς ήταν «γέρος», θα συναινούσε να πάρει επ’ ώμου το τουφέκι. Σύμφωνα με το Karl Retzlaw, Spartakus: Aufstieg und Niedergang: Erinnerungen eines Parteiarbeiters, Φρανκφούρτη, 1972, σελ. 29, αυτή η φράση παρατίθονταν διαρκώς από Γερμανούς εργάτες κατά τη διάρκεια του πολέμου και προκάλεσε μια «ανυπολόγιστη ζημιά» προσφέροντας ένα «άλλοθι» στον αμυντισμό.
50. Βλέπε την ανάλυση στο Ζαν Ζωρές, L’armee nouvelle, Παρίσι, 1915, σελ. 435-464 και Gian Mario Bravo, «Patria e internazionalismo in Jean Iaures», Critica Marxista 4, 1986, σελ. 77-90.
51. Λούξεμπουργκ, GW, τόμος 5, σελ. 391-392.
52. Ό.π., τόμος 2, σελ. 525-529 και τόμος 3, σελ. 25.
53. Β. Ι. Λένιν, Polnoe sobranie sochinenii (PSS), τόμος 17, Μόσχα, 1961, σελ. 186-196.
54. Karl Radek, «Der deutsche Imperialismus und die Arbeiterklasse» στο In der Reihen der deutschen Revolution, 1909-1919, Μόναχο, 1921, σελ. 153. Βλέπε επίσης Karl Radek, «Zu unserem Kampfe gegen den Imperialismus», Die Neue Zeit, τόμος 2, 1911-1912, σελ. 194-199 και «Wege und Mittle im Kampfe gegen den Imperialismus», Bremer Biitgerzeitung, 14 Σεπτεμβρίου 1912.
55. Οι πιο λεπτομερείς αναφορές των δραστηριοτήτων του Λένιν στην προπολεμική Β’ Διεθνή παραμένουν εκείνες των σοβιετικών ιστορικών της δεκαετίας του 1920. Βλέπε D. Baevskii, «Bol’sheviki v bor’be za III Internatsional», Istorik marksist 2, 1929, σελ. 12-48 και S. Bantke, «V. I. Lenin i Bol’shevizm na mezhdunarodnoi arene v dovoennyi period», Proletarskaia revoliutsiia 2/3 (85/86), 1929, σελ. 3-57. Για μια σχετικά διαφορετική οπτική που θέτει περισσότερο βάρος στον πόλεμο ως καταλύτη για τις απόψεις του Λένιν, βλέπε K. Pol, «Bol’sheviki i dovoennyi II Internatsional», Proletarskaia revoliutsiia 2/3 (109/110), 1931.
56. Στους συμμετέχοντες ήταν οι Guesde και Charles Rappoport απ’ τη Γαλλία, ο Louis de Brouckere απ’ το Βέλγιο, ο  A. Braun  απ’ την Αυστρία, ο Λένιν, ο Πλεχάνοφ, ο Ζινόβιεφ κι ο David Riazanov απ’ τη Ρωσία, ο Pablo Iglesias απ’ την Ισπανία κι ο Julian Marchlewski απ’ τη Πολωνία. Βλέπε Γκριγκόρι Ζινόβιεφ, «Komintern i Tov. Lenin», Pravda, 6 Μαρτίου 1924· Bantke, «V. I. Lenin i Bol’shevizm na mezhdunarodnoi arene», σελ. 34· και Lenin v bot’be za revoliutsionnyi Internatsional, Μόσχα, 1970, σελ. 179. Οι σημειώσεις του Λένιν «Σχέδιο της Μπροσούρας “Ο Ευρωπαϊκός Πόλεμος και ο Ευρωπαϊκός Σοσιαλισμός”» (στο Λένιν, Άπαντα, τόμος 26, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1980) που γράφτηκαν τους πρώτους μήνες του Α’ ΠΠ περιλαμβάνουν αναφορές σ’ αυτή τη συνάντηση. Leninskii sbornik, τόμος 14, Μόσχα, 1930, σελ. 19 & 22.
57. Luxemburg, GW, τόμος 1/2, σελ. 422-446. Ο Κάουτσκι, στο φυλλάδιό του Der Wegzur Macht, το οποίο εκτιμούσε πολύ ο Λένιν, επίσης απέρριπτε κατηγορηματικά έναν ρόλο «στησίματος της επανάστασης» για το κόμμα. Βλέπε Καρλ Κάουτσκι, Der Wegzur Macht, Βερολίνο, 1909, σελ. 44.
58. Georges Haupt, ed, Correspondance entre Lenine et Camille Huysmans, 1905-1914, Παρίσι, 1963, σελ. 136-140.
59. Angelica Balabanoff, Erinnerungen und Erlebnisse, Βερολίνο, 1927, σελ. 55. Στο Humbert-Droz, L’origine de l’Internationale communiste, σελ. 43-44, υπάρχει το κείμενο δηλώσεων που εξέδωσε η συνεδρίαση στις Βρυξέλλες, οι οποίες είναι αξιοσημείωτες για την αναποφασιστικότητά τους.
60. Το πλήρες κείμενο της ομιλίας του Haase μπορεί να βρεθεί στο Susanne Miller, Burgfrieden und Klassenkampf: Die deutsche Sozialdemokratie im Ersten Weltkrieg, Ντύσελντορφ, 1974, σελ. 62-63.
61. Konrad Hanisch, Die deutsche Sozialdemokratie in und nach dem Weltkriege, Βερολίνο, 1919, σελ. 110-111.
62. Wilhelm Kolb, Die Sozialdemokratie am Scheidewege: Ein Beitrag zum Thema, Neuorientierung der deutschen Politik, Καρλσρούη, 1915, σελ. 26 & 51.
63. Phillip Scheidemann, Der Zusammenbruch, Βερολίνο, 1921, σελ. 2.
64. David Kirby, War, Peace and Revolution: International Socialism at the Crossroads 1914-1918, Νέα Υόρκη, 1986, σελ. 31.
65. Παρατίθεται στο Karl Grunberg, ed, Internatsional i mirovaia voina, Αγία Πετρούπολη, 1919, σελ. 212.
66. Humbert-Droz, L’origine de I’Internationale communiste, σελ. 52.
67. Zino Zini, La tragedia del proletariato in Italia: Diario, 1914-1926, Μιλάνο, 1973, σελ. 72-73.