Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μια λίγο πιο διευρυμένη εκδοχή μιας εισήγησής μας για τον κύκλο αυτομόρφωσης πάνω στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου στην Εργατική Λέσχη Ν. Ιωνίας. Καταπιάνεται με τις δύο πρώτες ενότητες («Οι δύο παράγοντες του εμπορεύματος: αξία χρήσης και αξία» & «Ο διπλός χαρακτήρας της εργασίας που περιέχεται στα εμπορεύματα) του πρώτου κεφαλαίου («Το Εμπόρευμα») του Κεφαλαίου.

Αν θα ήθελα λοιπόν να τελειώνω με μιας μ’ όλες τις κριτικές αυτού του είδους, θα κατάστρεφα όλη τη μέθοδο της διαλεκτικής ανάπτυξης. Και αντίστροφα. Αυτή η μέθοδος έχει τούτο το καλό, ότι συνεχώς στήνει σ’ αυτά τα άτομα [τους χυδαίους οικονομολόγους] παγίδες, και προκαλεί άκαιρες εκδηλώσεις της γαϊδουριάς τους[1].

Η διαλεκτική μέθοδος έκθεσης που χρησιμοποιεί ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, σημαίνει ότι όσο προχωράει η ανάπτυξη του επιχειρημάτος αναπτύσσονται κι οι ίδιες οι έννοιες που χρησιμοποιούνται αποκτώντας νέους προσδιορισμούς. Έτσι, αν θεωρούσαμε ότι το ζήτημα του εμπορεύματος θεωρείται για τον Μαρξ λήξαν ύστερα απ’ το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του Κεφάλαιου, θα πέφταμε κι εμείς όπως οι επικριτές του Μαρξ σε μια απ’ τις παγίδες του. Το εμπόρευμα (όπως κι οι υπόλοιπες κατηγορίες) συνεχίζει ν’ αναπτύσσεται σελίδα τη σελίδα του Κεφαλαίου, και είναι τελικά μόνο στον τρίτο τόμο που μπορούμε να πούμε ότι βλέπουμε συνολικά το εμπόρευμα, όταν έχει αναλυθεί ο σχηματισμός των τιμών στην αγορά.

Γιατί το εμπόρευμα;

Το Κεφάλαιο αποτελεί μια θεωρητική επίθεση στον καπιταλισμό. Εφόσον το κεφάλαιο είναι μια κοινωνική σχέση που βασίζεται πάνω σε μια συγκεκριμένη μορφή εκμετάλλευσης της εργασίας, γεννάται εύλογα το ερώτημα γιατί το βιβλίο δεν ξεκινά με μια ανάλυση της παραγωγικής διαδικασίας αλλά με το άμεσο προϊόν της, το εμπόρευμα. Το Κεφάλαιο, ως μια κριτική της πολιτικής οικονομίας απ’ το εσωτερικό της ίδιας της πολιτικής οικονομίας, εκκινά από ένα σύνηθες σημείο αφετηρίας των οικονομικών εγχειριδίων. Ο Μαρξ ξεκινά από κοινούς και γενικά αποδεκτούς ισχυρισμούς ώστε αναπτύσσοντας την ανάλυσή του να τους ανατρέψει αποδεικύοντας τον ιδεολογικό χαρακτήρα των ισχυρισμών της πολιτικής οικονομίας.

Η παραπάνω απάντηση όμως είναι ελλιπής. Δεν απαντάει στο γιατί δεν επιλέχθηκε κάποιο άλλο από τα συνηθισμένα σημεία αφετηρίας, πχ ο καταμερισμός της εργασίας με τον οποίο ξεκινά ο Άνταμ Σμιθ την Έρευνα για τη Φύση και τις Αιτίες του Πλούτου των Εθνών. Το σημείο-κλειδί βρίσκεται στις ίδιες τις δηλώσεις του Μαρξ: «Ο πλούτος των κοινωνιών όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν ένας “τεράστιος σωρός από εμπορεύματα” και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειωδική μορφή του»[2]. «Αυτό από το οποίο εκκινώ είναι η απλούστερη κοινωνική μορφή, στην οποία παρουσιάζεται το προϊόν της εργασίας στη τωρινή κοινωνία, κι αυτό είναι το εμπόρευμα. Αυτό αναλύω, και μάλιστα πρώτα στην μορφή στην οποία εμφανίζεται»[3]. «Στοιχειωδική μορφή του πλούτου» και «απλούστερη κοινωνική μορφή» λοιπόν. Η στοιχειωδική, απλούστερη μορφή που λαμβάνει ο πλούτος είναι το εμπόρευμα. Αφού το εμπόρευμα αποτελεί την απλούστερη μορφή με την οποία παρουσίαζεται το κεφάλαιο, είναι σ’ αυτή που μπορούν να βρεθούν κάποια απλούστερα σημεία για να βασιστεί η έκθεση των πιο σύνθετων κατηγοριών.

Το τελευταίο λιθαράκι για μια ερμηνεία της επιλογής αυτής της αφετηρίας ξεφεύγει απ’ τα όρια της οικονομικής θεωρίας και του πως μπορεί να δομηθεί μια στενά θεωρητική κριτική της. Το εμπόρευμα, ως η απλούστερη, στοιχειωδική μορφή του πλούτου είναι το άμεσο αντικείμενο εκείνο με το οποίο οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι στην καθημερινή τους εμπειρία στον καπιταλισμό. Οι άνθρωποι χρειάζονται διάφορα αγαθά για να καλύψουν τις ανάγκες τους και τις επιθυμίες τους. Στον καπιταλισμό, τα αγαθά αυτά έχουν λάβει την μορφή του εμπορεύματος. Για ν’ αποκτήσει κάποιος πρόσβαση σ’ αυτά, χρειάζεται να κατέχει χρήμα. Αν δεν κατέχει ο ίδιος ιδιοκτησία, θα πρέπει να δουλέψει για κάποιον άλλο ώστε ν’ αποκτήσει το χρήμα που θα του δώσει πρόσβαση στα εμπορεύματα. Συνεπώς, αφού ο κοινωνικός πλούτος έχει λάβει την μορφή του εμπορεύματος, οι ακτήμονες αναγκάζονται να γίνουν μισθωτοί εργάτες ώστε ν’ αποκτήσουν τα εμπορεύματα που χρειάζονται. Το εμπόρευμα, η απλούστερη μορφή του κεφαλαίου, αποτελεί και την απλούστερη μορφή ταξικής πάλης:

Κατά τον Μαρξ, το κεφάλαιο ήταν πάνω απ’ όλα μια κοινωνική σχέση, πιο συγκεκριμένα μια κοινωνική σχέση πάλης μεταξύ των τάξεων της αστικής κοινωνίας: της καπιταλιστικής και της εργατικής τάξης. Αν το κεφάλαιο αποτελεί βασικά τη δυναμική της ταξικής πάλης, τότε θα ήταν εύλογο να ξεκινήσουμε την μελέτη του εξετάζοντας τα πιο βασικά χαρακτηριστικά αυτής της πάλης. Παρότι ο Μαρξ κάνει ακριβώς αυτό, η σχέση μεταξύ των εμπορευμάτων και της ταξικής πάλης δεν είναι άμεσα εμφανής. Για να αποσαφηνίσουμε αυτή τη σχέση, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η ταξική πάλη αφορά τον τρόπο που η καπιταλιστική τάξη επιβάλλει την εμπορευματική μορφή στον κύριο όγκο του πληθυσμού, αναγκάζοντας τους ανθρώπους να πωλήσουν ένα τμήμα των ζωών τους ως το εμπόρευμα εργασιακή δύναμη ώστε να επιβιώσουν και να αποκτήσουν κάποια πρόσβαση στον κοινωνικό πλούτο. Με άλλα λόγια, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων τίθεται σε μια κατάσταση όπου αναγκάζεται να δουλέψει για να αποφύγει τη λιμοκτονία. Η καπιταλιστική τάξη δημιουργεί και διατηρεί αυτή την κατάσταση καταναγκασμού επιτυγχάνοντας τον απόλυτο έλεγχο επί όλων των μέσων παραγωγής του κοινωνικού πλούτου. Η γενικευμένη επιβολή της εμπορευματικής μορφής σημαίνει ότι η καταναγκαστική εργασία έχει γίνει το θεμελιώδες μέσο της οργανωμένης κοινωνίας – του κοινωνικού ελέγχου. Σημαίνει τη δημιουργία μιας εργατικής τάξης – μιας τάξης ανθρώπων οι οποίοι μπορούν να επιβιώσουν μόνο πωλώντας την ικανότητά τους να δουλέψουν για τη τάξη που ελέγχει τα μέσα παραγωγής[4].

Φυσικά, η ταξική πάλη δεν είναι μονομερής. Το εμπόρευμα αποτελεί τρόπο για την επιβολή της εργασίας, αποτελεί ένα όργανο της ταξικής παλής απ’ την μεριά των καπιταλιστών. Όταν ο κοινωνικός πλούτος άρχισε να λαμβάνει την μορφή του εμπορεύματος, η υπό διαμόρφωση εργατική τάξη ανταπαντήσε σ’ αυτό. Μια απ’ τις πρώτες μορφές που έλαβαν οι κοινωνικοί αγώνες ήταν οι λεγόμενες εξεγέρσεις τροφίμων, εξεγέρσεις του εξαθλιωμένου πληθυσμού που απαλλοτρίωνε τρόφιμα, κατέστρεφε εμπορικά καταστήματα (πχ φούρνους) και απαιτούσε είτε την μείωση των τιμών των εμπορευμάτων είτε την επαναφορά των κοινών γαιών όπου μπορούσαν να καλλιεργούν ελεύθερα[5].

Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα εκμετάλλευσης της εργασίας. Το ίδιο όμως δεν ισχύει και για τη δουλοκτησία, τη φεουδαρχία, κλπ; Όμως, ο μισθωτής εργάτης δεν είναι ούτε δούλος, ούτε δουλοπάροικος, κλπ. Χρειάζεται να μελετηθούν τα ειδικά καπιταλιστικά στοιχεία εκμετάλλευσης της εργασίας. Η μισθωτή εργασία επιβάλλεται μέσω της εμπορευματικής μορφής που έχει λάβει ο κοινωνικός πλούτος, κι ο μισθωτός εργάτης πουλάει στην αγορά το μοναδικό εμπόρευμα που κατέχει, την εργασιακή του δύναμη, δηλαδή την ικανότητά του για εργασία. Οπότε, η εμπορευματική μορφή αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση της ειδικά καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και κυριαρχίας.

Αξία χρήσης

Τα εμπορεύματα έχουν διφυή χαρακτήρα, έχουν μια αξία χρήσης και μια αξία[6]. Αξία χρήσης σημαίνει πως κάτι (υλικό ή άυλο) έχει μια χρησιμότητα.

Η ωφελιμότητα ενός πράγματος το κάνει αξία χρήσης. Η ωφελιμότητα όμως αυτή δεν κρέμεται στον αέρα. Καθορίζεται από ιδιότητες του σώματος του εμπορεύματος και δεν υπάρχει χωρίς αυτό. Γι’ αυτό, το ίδιο το σώμα του εμπορεύματος, όπως το σίδερο, το στάρι, το διαμάντι, κλπ, είναι αξία χρήσης ή αγαθό. Αυτός ο χαρακτήρας του σώματος του εμπορεύματος δεν εξαρτιέται από το αν η ιδιοποίηση των ιδιοτήτων του χρήσης στοιχίζει στον άνθρωπο πολύ ή λίγη εργασία. Όταν εξετάζουμε τις αξίες χρήσης, προϋποθέτουμε πάντα μια ορισμένη ποσότητα, όπως μια δωδεκάδα ρολόγια, έναν πήχυ πανί, ένα τόσο σίδηρο, κλπ. […] Η αξία χρήσης πραγματοποιείται μονάχα στη χρήση ή στην κατανάλωση. Οι αξίες χρήσεις αποτελούν το υλικό περιεχόμενο του πλούτου, όποια κι αν είναι η κοινωνική μορφή του. Στην κοινωνική μορφή που έχουμε να εξετάσουμε οι αξίες χρήσης είναι ταυτόχρονα οι υλικοί φορείς της ανταλλακτικής αξίας[7].

Η αξία χρήσης έχει να κάνει με το σώμα του αντικειμένου. Ένα μήλο είναι αξία χρήσης, δηλαδή είναι χρήσιμο, λόγω του σώματός του: έχει κάποιες θρεπτικές ουσίες, έχει μια συγκεκριμένη γεύση, κλπ, που μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες κι επιθυμίες κάποιων ανθρώπων. Ένα μυθιστόρημα είναι αξία χρήσης, δηλαδή χρήσιμο, λόγω του σώματός του: διηγείται μια ιστορία, εγείρει κάποια συναισθήματα, κλπ, που μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες κι επιθυμίες κάποιων ανθρώπων.

Οι αξίες χρήσεις έχουν κοινωνικό-ιστορικό χαρακτήρα. Σε διαφορετικές κοινωνιές και σε διαφορετικές περιόδους μπορεί κάτι που θεωρούνταν άχρηστο ν’ αποκτά μια χρησιμότητα, ή μπορεί ν’ αλλάζει η χρησιμότητα του ίδιου πράγματος. Μπορούμε να θεωρούμε ως αξία χρήσης μιας αγελάδας το κρέας της το οποίο μετατρέπουμε σε γεύμα. Ένας ινδουιστής όμως θεωρεί την αγελάδα ιερή, και δεν τη βρίσκει χρήσιμη ως τροφή. Η αγελάδα σήμερα ως επί το πλήστον είναι χρήσιμη ως τροφή (κρέας και γάλα) ή ως πρώτη ύλη (δέρμα). Παλιότερα όμως, η αγελάδα ήταν χρήσιμη και για να σέρνει κάρα, αλέτρια, κλπ. Αν δίναμε ένα βιβλίο σ’ έναν άνθρωπο των σπηλαίων, είτε θα του ήταν άχρηστο είτε θα έβρισκε σ’ αυτό μια διαφορετική χρησιμότητα: ίσως, πχ, ν’ ανακάλυπτε ότι μπορούσε να το χρησιμοποιήσει ως καύσιμο για μια φωτιά.

Κανένα πράγμα δεν είναι καθεαυτό χρήσιμο, ούτε υπάρχει μια αφηρημένη σχέση χρησιμότητας μεταξύ ενός πράγματος και των ανθρώπων. Κάτι είναι χρήσιμο για κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους υπό κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες. Οι συγκεκριμένοι αυτοί άνθρωποι που βρίσκονται μέσα σε κάποιες συγκεκριμένες συνθήκες βρίσκουν κάποια πράγματα να τους είναι χρήσιμα και «τα ονομάζουν “αγαθό” ή κάτι άλλο, πράγμα που εκφράζει το ότι χρησιμοποιούν αυτά τα πράγματα εμπράκτως, το ότι τα πράγματα αυτά τους είναι χρήσιμα, και προσδίδουν στο πράγμα αυτό τον χαρακτήρα της χρησιμότητας ως εάν το κατείχε, καίτοι το ότι ένα πρόβατο είναι βρώσιμο για τον άνθρωπο δύσκολα θα μπορούσε να φανεί στο ίδιο το πρόβατο μιας απ’ τις “χρήσιμες” ιδιότητές του»[8].

Το γεγονός πως ένα εμπόρευμα έχει αξία χρήσης δεν σημαίνει πως μόνο τα εμπορεύματα είναι αξίες χρήσης, ούτε είναι η εργασία γενικά, η ανθρώπινη δραστηριότητα, η μόνη πηγή αξιών χρήσης. «Η φύση είναι επίσης πηγή αξιών χρήσης […] όπως κι η εργασία, που κι αυτή δεν είναι παρά η έκφραση μιας φυσικής δύναμης, της εργασιακής δύναμης του ανθρώπου. […] Η εργασία του ανθρώπου δεν γίνεται πηγή αξιών χρήσης […] παρά μόνο εφόσον ο άνθρωπος συμπεριφέρεται ευθύς εξαρχής απέναντι της φύσης, της πρώτης πηγής όλων των μέσων κι όλων των αντικειμένων της εργασίας, σαν ιδιοκτήτης, μόνο εφόσον την μεταχειρίζεται σαν κάτι που του ανήκει. Οι αστοί έχουν πολύ σοβαρούς λόγους να αποδίδουν στην εργασία υπερφυσική δημιουργική δύναμη· γιατί, απ’ το γεγονός της εξάρτησης της εργασίας απ’ τη φύση, προκύπτει ότι, σ’ όλες τις εποχές της κοινωνίας και του πολιτισμού, ο άνθρωπος που δεν έχει άλλη ιδιοκτησία εκτός απ’ την εργασιακή του δύναμη, θα είναι αναγκαστικά ο δούλος των ανθρώπων που έγιναν ιδιοκτήτες των αντικειμενικών όρων της εργασίας»[9].

Ανταλλακτική αξία

Τα εμπορεύματα έχουν διφυή χαρακτήρα, έχουν μια αξία χρήσης και μια αξία. Είδαμε την αξία χρήσης. Η φαινομενική μορφή του δεύτερου χαρακτηριστικού των εμπορεύματων, της αξίας, είναι η ανταλλακτική αξία. Η ανταλλακτική αξία αποτελεί την μορφή εμφάνισης της αξίας, είναι η μορφή με την οποία εμφανίζεται η αξία κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής των εμπορεύματων. Επειδή ακριβώς η ανταλλακτική αξία εμφανίζεται κατά την πράξη της ανταλλαγής, «ανταλλακτική αξία χωρίς τουλάχιστον δύο απ’ αυτές δεν υπάρχει»[10]. Συνεπώς, μια ανταλλακτική αξία δεν εμφανίζεται ποτέ μόνη της, εμφανίζονται το λιγότερο δύο απ’ αυτές, ανάλογα με τον αριθμό των εμπορευμάτων που ανταλλάσσονται. Τι είναι όμως η ανταλλακτική αξία;

Η ανταλλακτική αξία εμφανίζεται πριν απ’ όλα σαν η ποσοτική σχέση, σαν η αναλογία με την οποία οι αξίες χρήσης ενός είδους ανταλλάσσονται με τις αξίες χρήσης ενός άλλου είδους, μια σχέση που διαρκώς αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου κι από τόπο σε τόπο. Γι’ αυτό, η ανταλλακτική αξία φαίνεται σαν κάτι το τυχαίο και το καθαρά σχετικό, ενώ μια εσωτερική ενυπάρχουσα ανταλλακτική αξία σαν παραλογισμός[11].

Ας εξετάσουμε όμως την ανταλλακτική αξία στενότερα:

Ένα ορισμένο εμπόρευμα, ένα κουάρτερ στάρι, ανταλλάσσεται πχ με χ κουτιά μπογιά για παπούτσια ή με ψ ποσότητα μετάξι ή με ω ποσότητα χρυσό, κλπ, κοντολογίς με άλλα εμπορεύματα στις πιο διαφορετικές αναλογίες. Επομένως, το στάρι δεν έχει μια μονάχα, αλλά πολλές ανταλλακτικές αξίες. Επειδή όμως χ κουτιά μπογιά για παπούτσια ή ψ ποσότητα μετάξι ή ω ποσότητα χρυσός, κλπ, είναι η ανταλλακτική αξία ενός κουάρτερ στάρι, πρέπει τα χ κουτιά μπογιά για παπούτσια ή ψ ποσότητα μετάξι ή ω ποσότητα χρυσός, κλπ, να μπορούν ν’ αντικαταστήσουν το ένα το άλλο ή να είναι ίσες μεταξύ τους ανταλλακτικές αξίες. Από εδώ βγαίνει το συμπέρασμα ότι πρώτον: οι διάφορες ανταλλακτικές αξίες του ίδιου εμπορεύματος εκφράζουν κάτι το όμοιο. Δεύτερον όμως ότι: η ανταλλακτική αξία μπορεί γενικά να είναι μόνο ο τρόπος έκφρασης, η «μορφή εμφάνισης» ενός περιεχομένου που διαφέρει απ’ την ανταλλακτική αξία[12].

Πως γίνεται δύο ποσότητες διαφορετικών εμπορευμάτων να εξισώνονται μεταξύ τους, δηλαδή αυτά ν’ ανταλλάσονται το ένα για το άλλο στην αγορά, απ’ τη στιγμή που είναι ανόμοια; Η μόνη δυνατή απάντηση είναι ότι αυτά δύο ανόμοια μεταξύ τους πράγματα μπορούν να εξισωθούν μ’ ένα τρίτο πράγμα, που δεν είναι κανένα απ’ αυτά τα δύο. Πρέπει οπότε τα δύο ανόμοια μεταξύ τους εμπορεύματα ν’ ανάγονται σε κάτι τρίτο. Τι είναι αυτό το τρίτο πράγμα που είναι κοινό και στα δύο εμπορεύματα;

Αξία

Το κοινό αυτό πράγμα δεν μπορεί να είναι κάποια σωματική ιδιότητα των εμπορευμάτων. Οι σωματικές τους ιδιότητες αφορούν την αξία χρήσης τους, κι είναι ακριβώς αυτές που τα καθιστούν ανόμοια αντικείμενα. Οι ανταλλακτικές αξίες «δεν περιέχουν ούτε ένα άτομο αξίας χρήσης»[13]. Οπότε, αν παραβλέψουμε όλες αυτές τις σωματικές ιδιότητες ενός εμπορεύματος, το μόνο χαρακτηριστικό που του μένει είναι ότι πρόκειται για προϊόν εργασίας. Και πράγματι, αυτό είναι κοινό για όλα τα εμπορεύματα[14]. Απ’ τη στιγμή που αντιμετωπίζουμε τα εμπορεύματα απλά ως προϊόντα εργασίας, κάνουμε αφαίρεση απ’ τις συγκεκριμένες σωματικές τους ιδιότητες, από τις αξίες χρήσης τους. Συνεπώς, δεν αντιμετωπίζουμε την εργασία που πάραξε αυτά τα εμπορεύματα ως συγκεκριμένη εργασία, ως μια ανθρώπινη δραστηριότητα που ακολούθησε κάποια συγκεκριμένη διαδικασία για να παράξει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Την αντιμετωπίζουμε μ’ έναν αφηρημένο τρόπο, ως μια αφηρημένη εργασία χωρίς να μας ενδιαφέρει η συγκεκριμένη πρακτική διαδικασία της. Συνεπώς, το τρίτο πράγμα που είναι κοινό μεταξύ των εμπορευμάτων είναι το ξόδεμα ανθρώπινης εργασίας. Αυτό το κοινό τρίτο πράγμα τ’ ονομάζουμε αξία, κι η ανταλλακτική αξία είναι απλά η έκφραση της αξίας τη στιγμή της ανταλλαγής.

Βρήκαμε το τρίτο πράγμα που είναι κοινό σ’ όλα τα εμπορεύματα, η αφηρημένη ανθρώπινη εργασία. Για να ολοκληρωθεί αυτή η αναζήτηση πρέπει να βρεθεί ο τρόπος με τον οποίο ποσοτικοποιείται αυτή εργασία ώστε να γίνουν ποσοτικές συγκρίσεις κατά την ανταλλαγή εμπορευμάτων. Όπως είδαμε, αντιμετωπίζοντας την εργασία ως το κοινό μεταξύ των εμπορευμάτων, κάναμε αφαίρεση απ’ τις συγκεκριμένες πτυχές αυτής της εργασίας. Συνεπώς, το μόνο που μας μένει για να την ποσοτικοποιήσουμε, να την μετρήσουμε, είναι η χρονική διάρκεια της εργασίας. Ποιον χρόνο όμως μετράμε;

Αν η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από την ποσότητα της εργασίας που ξοδεύτηκε στη διάρκεια της παραγωγής του, θα μπορούσε να νομίσει κανείς ότι όσο πιο τεμπέλης ή όσο πιο αδέξιος είναι ένας άνθρωπος τόσο μεγαλύτερη αξία έχει το εμπόρευμά του, γιατί χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να το κατασκευάσει. Η εργασία όμως που αποτελεί την ουσία των αξιών είναι όμοια ανθρώπινη εργασία, είναι ξόδεμα της ίδιας της ανθρώπινης εργασιακής δύναμης. Όλη η εργασιακή δύναμη της κοινωνίας που εκφράζεται στις αξίες του κόσμου των εμπορευμάτων, ισχύει εδώ σαν μια και η ίδια ανθρώπινη εργασιακή δύναμη, παρά το γεγονός ότι αποτελείται από απειράριθμες ατομικές εργασιακές δυνάμεις. Η κάθε μία απ’ αυτές τις ατομικές εργασιακές δυνάμεις είναι η ίδια ανθρώπινη εργασιακή δύναμη όπως και κάθε άλλη, εφόσον έχει το χαρακτήρα μιας κοινωνικής μέσης εργασιακής δύναμης και λειτουργεί σαν τέτοια κοινωνική μέση εργασιακή δύναμη, εφόσον δηλαδή για την παραγωγή ενός δοσμένου εμπορεύματος χρειάζεται μόνο τον μέσο αναγκαίο ή τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας. Κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας είναι ο χρόνος εργασίας που απαιτείται για να παραχθεί οποιαδήποτε αξία χρήσης με τους υπάρχοντες κοινωνικά κανονικούς όρους παραγωγής και με τον κοινωνικά μέσο βαθμό επιδεξιότητας κι εντατικότητας της εργασίας. Έτσι, πχ, στην Αγγλία, ύστερα από τη χρησιμοποίηση του ατμοκίνητου αργαλιού, έφτανε ίσως η μισή εργασία από προηγούμενα για να μετατραπεί μια ορισμένη ποσότητα νήμα σε υφαντό. Φυσικά, ο Άγγλος υφαντουργός που δούλευε με χειροκίνητο αργαλιό εξακολουθούσε όπως και προηγούμενα να χρειάζεται στην πράξη για τη μετατροπή αυτή τον ίδιο χρόνο εργασίας, το προϊόν όμως της ατομικής του ώρας εργασίας αντιπροσώπευε τώρα μονάχα μισή κοινωνική ώρα εργασίας και γι’ αυτό η αξία του έπεσε στο μισό της προηγούμενης αξίας του[15].

Οπότε, το μέγεθος της αξίας ενός εμπορεύματος είναι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας για την παραγωγή αυτού του είδους εμπορεύματος. Αν αλλάξει ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας για την παραγωγή ενός είδους εμπορεύματος, τότε αλλάζει κι η αξία αυτών των εμπορευμάτων. Όσο μεγαλύτερη είναι η παραγωγική δύναμη της εργασίας τόσο μικρότερος είναι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας για την παραγωγή ενός είδους εμπορεύματος, και τόσο μικρότερη είναι συνεπώς η αξία των εμπορευμάτων, και το αντίστροφο. «Η παραγωγική δύναμη της εργασίας καθορίζεται από ποικίλα περιστατικά, ανάμεσα στ’ άλλα από τον μέσο βαθμό δεξιοτεχνίας των εργατών, από τη βαθμίδα ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνολογικής εφαρμογής της, απ’ τον κοινωνικό συντονισμό του προτσές της παραγωγής, από την έκταση και την αποτελεσματικότητα των μέσων παραγωγής, και από τους φυσικούς όρους»[16].

Συγκεκριμένη εργασία

Ο διφυής χαρακτήρας των εμπορευμάτων αντικατοπτρίζεται και στην εργασία που τα παράγει. Διακρίνουμε έτσι στην ίδια εργασία δύο πτυχές, μια συγκεκριμένη και μια αφηρημένη. Είδαμε ότι η ανθρώπινη εργασία παράγει αξίες χρήσης. Αυτή τη πτυχή της εργασίας την ονομάζουμε συγκεκριμένη, χρήσιμη εργασία. Μια εργασία που έχει σκοπό να παράξει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, μια συγκεκριμένη αξία χρήσης, πρέπει ν’ ακολουθήσει μια συγκεκριμένη διαδικασία. Διαφορετική διαδικασία θ’ ακολουθήσει κανείς για να φτιάξει ένα τραπέζι απ’ ότι για ν’ αναπτύξει ένα λογισμικό. Η αξία χρήσης που βρίσκουν οι άνθρωποι σ’ ένα αντικείμενο έχει να κάνει με τις σωματικές του ιδιότητες. Θέλοντας να παράξουμε ένα αντικείμενο με κάποιες συγκεκριμένες ιδιότητες, πρέπει η εργασία που θα εκτελέσουμε να έχει κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ώστε το αποτέλεσμά της να είναι ένα αντικείμενο που θα έχει τις συγκεκριμένες αυτές ιδιότητες που θελάμε. Συνεπώς, εργασίες που παράγουν διαφορετικές αξίες χρήσεις είναι ποιοτικά διαφορετικές εργασίες.

Αφηρημένη εργασία

Εφόσον η χρήσιμη εργασία είναι η πτυχή εκείνη της εργασίας που αφορά τις αξίες χρήσης, και εφόσον για την εξίσωση των εμπορευμάτων στην ανταλλαγή αφαιρείται η αξία χρήσης τους, πρέπει κατά συνέπεια να αφαιρεθεί και ο χρήσιμος χαρακτήρας της εργασίας που τα παρήγαγε. Αυτή η εργασία απ’ την οποία έχουμε κάνει αφαίρεση των συγκεκριμένων σκόπιμων χαρακτηριστικών της την ονομάζουμε αφηρημένη εργασία. Το μόνο χαρακτηριστικό που έχει η αφηρημένη ανθρώπινη εργασία είναι ο χρόνος, ώστε ν’ αποτελέσει το συγκριτικό μέγεθος για την εξίσωση των εμπορευμάτων στην αγορά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν εξισώνονται μόνο τα εμπορεύματα. Η εξίσωση αυτή των εμπορευμάτων προκύπτει απ’ την εξίσωση της εργασίας που τα παρήγαγε.

Η αξία του εμπορεύματος […] εκφράζει απλώς ανθρώπινη εργασία, ξόδεμα ανθρώπινης εργασίας γενικά. […] Είναι ξόδεμα απλής εργασιακής δύναμης που τη διαθέτει κατά μέσο όρο στον οργανισμό του σώματός του κάθε συνηθισμένος άνθρωπος, χωρίς ιδιαίτερη κατάρτιση. Είναι αλήθεια ότι η απλή μέση εργασία αλλάζει το χαρακτήρα της σε διάφορες χώρες κι εποχές, είναι όμως καθορισμένη σε μια δοσμένη κοινωνία. Η συνθετότερη εργασία σημαίνει μόνο εργασία απλή, ανυψωμένη σε δύναμη ή, καλύτερα, πολλαπλασιασμένη απλή εργασία, έτσι που μια μικρότερη ποσότητα σύνθετης εργασίας να είναι ίση με μια μεγαλύτερη ποσότητα απλής εργασίας. […] Ένα εμπόρευμα μπορεί να είναι το προϊόν της πιο σύνθετης εργασίας, η αξία του όμως το εξισώνει με το προϊόν της απλής εργασίας και γι’ αυτό εκφράζει μόνο ορισμένη ποσότητα απλής εργασίας. Οι διάφορες αναλογίες στις οποίες τα διάφορα είδη εργασίας ανάγονται σε απλή εργασία μετρική τους μονάδα, καθορίζονται από ένα κοινωνικό προτσές πίσω από την πλάτη των παραγωγών, και γι’ αυτό τους φαίνονται ότι έχουν καθιερωθεί από τη συνήθεια. […] Αν λοιπόν σχετικά με την αξία χρήσης έχει σημασία μόνο η ποιότητα της εργασίας που περιέχεται στο εμπόρευμα, σχετικά με το μέγεθος της αξίας έχει σημασία μόνο η ποσότητά της, αφού αναχθεί πρώτα σε ανθρώπινη εργασία χωρίς καμία περαιτέρω ποιότητα. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για το πως και το τι της εργασίας, στη δεύτερη για το πόσο, για τη χρονική της διάρκεια[17].

Βέβαια, η χρονική αυτή διάρκεια μεταβάλλεται μαζί με την μεταβολή της παραγωγικής δύναμης της εργασίας (τεχνολογική εξέλιξη, μέσος βαθμός δεξιότητας και κατάρτισης των εργατών, φυσικές συνθήκες, κλπ). Η παραγωγική δύναμη της εργασίας επηρεάζει τόσο την ποσότητα των εμπορευμάτων που παράγονται όσο και την αξία τους. Όσο αυξάνεται η παραγωγική δύναμη, αυξάνεται η ποσότητα των εμπορευμάτων που παράγονται σ’ έναν δοσμένο χρόνο και μειώνεται η αξία του κάθε μεμονωμένου εμπορεύματος, μειώνεται δηλαδή ο χρόνος εργασίας που αναπαρίσταται στο καθένα.

[Μ]πορεί σε μια αυξανόμενη μάζα του υλικού πλούτου ν’ αντιστοιχεί μια ταυτόχρονη πτώση του μεγέθους της αξίας του. Αυτή η αντιθετική κίνηση πηγάζει από το διφυή χαρακτήρα της εργασίας. Η παραγωγική δύναμη είναι, φυσικά, πάντα παραγωγική δύναμη ωφέλιμης, συγκεκριμένης εργασίας και καθορίζει πραγματικά μόνο το βαθμό αποτελεσματικότητας της σκόπιμης παραγωγικής δραστηριότητας σ’ ένα δοσμένο χρονικό διάστημα. Γι’ αυτό, η ωφέλιμη εργασία θα γίνει πλουσιότερη ή φτωχότερη πηγή προϊόντων ευθέως ανάλογα με την αύξηση ή την πτώση της παραγωγικής της δύναμής. Αντιθέτως, μια αλλαγή στην παραγωγική δύναμη δεν θίγει αυτή καθεαυτή καθόλου την εργασία που εκφράζεται σε αξία. Μια και η παραγωγική δύναμη ανήκει στη συγκεκριμένη ωφέλιμη μορφή της εργασίας, δεν μπορεί φυσικά να θίγει πια την εργασία μόλις κάνουμε αφαίρεση από τη συγκεκριμένη ωφέλιμη μορφή της. Γι’ αυτό, ανεξάρτητα από τις αλλαγές στην παραγωγική δύναμη, η ίδια εργασία δίνει πάντα στα ίδια χρονικά διαστήματα το ίδιο μέγεθος αξίας. Προσφέρει όμως στο ίδιο χρονικό διάστημα διαφορετικά ποσά αξιών χρήσης, περισσότερα όταν ανεβαίνει η παραγωγική δύναμη, λιγότερα όταν πέφτει. Η ίδια λοιπόν αλλαγή στην παραγωγική δύναμη, που αυξάνει την γονιμότητα της εργασίας κι επομένως την μάζα των αξιών χρήσης που προσφέρει, μειώνει το μέγεθος της αξίας [της κάθε μονάδας προϊόντος] αυτής της αυξημένης συνολικής μάζας εφόσον ελαττώνει το ποσό του χρόνου εργασίας που είναι απαραίτητος για την παραγωγή [της κάθε μονάδας προϊόντος]. Το ίδιο και αντίστροφα[18].

Κλείνοντας, θέλουμε να κάνουμε μερικές περαιτέρω αποσαφηνίσεις πάνω στις κατηγορίες της αφηρημένης εργασίας (και της αξίας).

Η αφηρημένη εργασία δεν είναι ξέχωρη απ’ τη συγκεκριμένη εργασία. Είναι διακριτή, αλλά όχι ξεχωριστή. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε έναν επιπλοποιό στη μίσθωση του αφεντικού του. Ας υποθέσουμε ότι η δουλειά του για σήμερα είναι να φτιάξει μια καρέκλα. Η εργασία που εκτελεί ο επιπλοποιός είναι μία: φτιάχνει μια καρέκλα. Η μία όμως αυτή εργασία που εκτελεί, ακριβώς επειδή βρίσκεται υπό το μίσθωση του αφεντικού του ο οποίος θα πάρει την καρέκλα και θα την πουλήσει στην αγορά, λαμβάνει ταυτόχρονα δύο διακριτές μορφές: μια συγκεκριμένη και μια αφηρημένη. Αφενός, η καρέκλα που παράγει έχει μια συγκεκριμένη χρησιμότητα, η εργασία του οπότε παράγει μια αξία χρήσης. Αφετέρου, η καρέκλα που παράγει ανήκει στο αφεντικό του το οποίο θα την πουλήσει στην αγορά για να βγάλει κέρδος, οπότε η εργασία του παράγει μια αξία. «Από τα προηγούμενα συνεπάγεται ότι δεν υπάρχουν, επακριβώς μιλώντας, δύο είδη εργασίας στο εμπόρευμα, αλλά ότι η ίδια εργασία έρχεται εδώ σ’ αντίθεση με τον εαυτό της, ανάλογα με τον αν η ίδια [εργασία] αναφέρεται στην αξία χρήσης του εμπορεύματος ως δικού της προϊόντος ή στην αξία αυτού του εμπορεύματος ως της καθαρά αντικειμενικής έκφρασής της»[19]. Δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές εργασίες, αλλά για μία εργασία που χαρακτηρίζεται από δύο αντιφατικούς καθορισμούς.

Παρότι η εργασία μπορεί να παράξει αξία μόνο εφόσον είναι αφηρημένη, δεν είναι κάθε είδος εργασίας παραγωγική αξίας στον βαθμό που μπορούμε να την αντιληφθούμε αφηρημένα. Μόνο η «έμπρακτα αφηρημένη» εργασία παράγει αξία, η εργασία δηλαδή που αντιμετωπίζεται στην πράξη ως αφηρημένη. Αν ταυτίσουμε την αφηρημένη εργασία με την αξιοπαραγωγό εργασία κι επιμείνουμε ότι η αξιοπαραγωγός εργασία είναι μια ιστορικά συγκεκριμένη κοινωνική εργασία, τότε πρέπει να πούμε ότι η αφηρημένη εργασία είναι ιστορικά συγκεκριμένη. Η έννοια της αφηρημένης («μεταβολικής») εργασίας αφαιρεί την πραγματική ανθρώπινη εργασία, η οποία είναι πάντοτε συνειδητά σκόπιμη (συγκεκριμένη εργασία). Αυτή η έννοια της αφηρημένης εργασίας ως απλή νοητική αφαίρεση των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της πραγματικής εργασίας είναι μια γενικά εφαρμόσιμη έννοια για την αφηρημένη εργασία. Μπορούμε να κάνουμε αυτή τη νοητική αφαίρεση για οποιαδήποτε ιστορική μορφή ανθρώπινης εργασίας, οπότε δεν αποτελεί μια έννοια που μπορεί να εξυπηρετήσει ως βάση για μια αληθινά κοινωνική θεωρία της αξίας και δεν διαφέρει ιδιαίτερα απ’ τη ρικαρδιανή εργασιακή θεωρία της αξίας. Αντιθέτως, η «έμπρακτα αφηρημένη» εργασία είναι η εργασία που η ίδια η κοινωνία την αντιμετωπίζει ως αφηρημένη στην καθημερινή της πρακτική – ακόμη κι αν τα άτομα δεν έχουν συνείδηση ότι το κάνουν, αλλά αυτό θα το δούμε καλύτερα παρακάτω, στον φετιχισμό του εμπορεύματος.

Αυτή την «έμπρακτα αφηρημένη» εργασία τη βρίσκουμε μόνο στον καπιταλισμό με τη γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή του. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι τα εμπορεύματα τα οποία πραγματεύεται ο Μαρξ στο πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου είναι καπιταλιστικά εμπορεύματα. Ας επαναλάβουμε την πρώτη πρόταση του Κεφαλαίου: «Ο πλούτος των κοινωνιών όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν ένας “τεράστιος σωρός από εμπορεύματα”, και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειωδική μορφή του». Το εμπόρευμα για το οποίο μιλήσαμε δεν ήταν ένα εμπόρευμα μιας οποιασδήποτε ιστορικής περιόδου, είναι το προϊόν του κεφαλαίου. «[Η] αναπτυγμένη ανταλλαγή εμπορευμάτων και η μορφή των εμπορευμάτων σαν γενικά απαραίτητη κοινωνική μορφή του ίδιου του προϊόντος είναι κατ’ αρχήν το αποτέλεσμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής»[20].

Ας σταθούμε σ’ αυτό το σημείο. Έχουμε αφενός το εμπόρευμα, κάτι που κινείται στην αγορά, και αφετέρου την παραγωγή του εμπορεύματος. Η αξία ως «έμπρακτα αφηρημένη εργασία» συγκροτείται παράλληλα και στις δύο στιγμές. «Μια στιγμή είναι ένα στοχείο που θεωρούμενο καθεαυτό μπορεί να απομονωθεί κι αναλυθεί εννοιολογικά ως τέτοιο, αλλά δεν μπορεί να έχει αυτόνομη ύπαρξη»[21]. «Δεν υπάρχει αξία χωρίς τον ποιοτικό μετασχηματισμό της ιδιωτικά ανειλημμένης εργασίας σε κοινωνικά έγκυρη εργασία, και ο μετασχηματισμός αυτός δεν μπορεί να ολοκληρωθεί στη σφαίρα της παραγωγής: για να ολοκληρωθεί το κύκλωμα της αξίας, τα εμπορεύματα πρέπει να πωληθούν»[22]. Το εμπόρευμα παράγεται καπιταλιστικά και διοχετεύεται στην καπιταλιστική αγορά για να πωληθεί. Ας ξαναδούμε τον επιπλοποιό και την καρέκλα. Η καρέκλα δεν παρήχθησε για να καλύψει τις ανάγκες του παραγωγού (είτε του άμεσου παραγωγού, ο επιπλοποιός, είτε του κατόχου της κυριότητας της παρηγμένης καρέκλας, το αφεντικό), αλλά για να καλύψει τις ανάγκες κάποιου τρίτου, του αγοραστή της καρέκλας. Η αξία χρήσης της καρέκλας είναι κοινωνική, δεν απευθύνεται στον παραγωγό αλλά στην κοινωνία. Αν δεν βρεθεί κανείς ν’ αγοράσει την καρέκλα τότε, αφενός, η εργασία που πάραξε αυτή την καρέκλα κρίνεται ως κοινωνικά άχρηστη και περιττή και, αφετέρου, ο χρόνος εργασίας που καταναλώθηκε για την παραγωγή της δεν εκφράστηκε ποτέ σε χρήμα, σε ανταλλακτική αξία, οπότε η καρέκλα παραμένοντας απούλητη απαξιώνεται, χάνει την αξία της. «Για να γίνει το προϊόν εμπόρευμα, πρέπει να μεταβιβαστεί μέσω της ανταλλαγής στον άλλον, σ’ αυτόν που του χρησιμεύει σαν αξία χρήσης. Τέλος, κανένα πράγμα δεν μπορεί να είναι αξία χωρίς να είναι αντικείμενο χρήσης. Αν είναι ανώφελο, ανώφελη είναι και η εργασία που περιέχεται σ’ αυτό, δεν υπολογίζεται σαν εργασία και γι’ αυτό δεν αποτελεί αξία»[23]. Κατά την παραγωγή της καρέκλας, η αξία της βρισκόταν στο πλαίσιο μιας ενδεχομενικότητας, και τελικά απέτυχε να εκφραστεί. Δεν πουλήθηκε ποτέ, η εργασία για την παραγωγή της κρίθηκε στην αγορά ως ανώφελη, οπότε η αξία της δεν πραγματώθηκε ποτέ.

Όταν καταπιανόμαστε με την αφηρημένη εργασία ερχόμαστε αντιμέτωποι με το «δίλημμα» του Ρούμπιν:

Μόνο ένα εκ των δύο είναι δυνατό: αν η αφηρημένη εργασία αποτελεί ένα ξόδεμα ανθρώπινης ενέργειας σε σωματική μορφή, τότε η αξία έχει επίσης έναν πραγμοποιημένο-υλικό χαρακτήρα. Διαφορετικά, η αξία είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που συνδέεται με μια καθορισμένη κοινωνική μορφή παραγωγής. Είναι αδύνατο να συμφιλιώσουμε μια μεταβολική έννοια της αφηρημένης εργασίας με τον ιστορικό χαρακτήρα της αξίας που δημιουργεί[24].

Ο Μαρξ χρησιμοποιεί τον όρο αφηρημένη εργασία για να περιγράψει και τα δύο παραπάνω πράγματα: τόσο το ξόδεμα της ανθρώπινης ενέργειας σε σωματική μορφή όσο και την αξιοπαραγωγό εργασία. Για να ξεφύγουμε απ’ το δίλημμα του Ρούμπιν χρειάζεται να δεχτούμε ότι ο Μαρξ είχε συναντήσει ένα πρόβλημα στο να ορίσει κάποιες απ’ τις έννοιες που περιέγραφε. Προσπάθησε να διατυπώσει κάτι που δεν είχε συλλάβει ποτέ η κλασσική πολιτική οικονομία, και σε διάφορα σημεία τον βρίσκουμε να πασχίζει να εκφράσει αυτό που έχει στο μυαλό του με «δανεικούς» όρους. Ο Αλτουσέρ το περιγράφει αυτό πολύ γλαφυρά:

[Ο]ι αιτίες που περιορίσαν την εννοιολογική έκφραση της επαναστατικής αλλαγής στον τομέα του θεωρητικού λόγου της ανακάλυψης μιας νέας επιστήμης, δεν οφείλονται μόνο σε προσωπικές συγκυρίες ή σε «έλλειψη χρόνου»: μπορεί να οφείλονται κυρίως στο βαθμό συνδρομής των αντικειμενικών θεωρητικών συνθηκών που επιτρέπουν τη διατύπωση αυτών των εννοιών. Οι αναγκαίες θεωρητικές έννοιες δεν οικοδομούνται από μόνες τους κι ως διά μαγείας όταν τις χρειαζόμαστε. Ολόκληρη η ιστορία της απαρχής των επιστημών και των μεγάλων φιλοσοφιών δείχνει πως οι νέες έννοιες δεν παρελαύνουν όλες μαζί στοιχισμένες. Μερικές απ’ αυτές περιμένουν για πολύ ή περνούν μπροστά μας με ρούχα δανεικά πριν βάλουν τη φορεσιά που τους ταιριάζει – όσο καιρό η ιστορία δεν τους δίνει τον ράφτη και το ύφασμα. Στο μεταξύ, η έννοια είναι παρούσα στα έργα, αλλά δεν παίρνει την μορφή της έννοιας. Αναζητά την μορφή της σε μορφές που «δανείζεται» από άλλους κατόχους διατυπωμένων και διαθέσιμων ή γοητευτικών εννοιών. Αυτά μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα το ακατανόητο στο παράδοξο γεγονός ότι ο Μαρξ αντιμετωπίζει την πρωτότυπη μέθοδο της ανάλυσής του ως προϋπάρχουσα την ίδια στιγμή που την εφευρίσκει[25].

Ο Μαρξ παρότι κατανόησε την καινοτομία των θεωρητικών του ανακαλύψεων, δεν κατανόησε ποτέ πλήρως το πόσο μακρυά τον πηγαίναν απ’ τους θεωρητικούς στους οποίους βασιζόταν, πρωτίστως την απόσταση που τον χώριζε πια απ’ τον Ρικάρντο και τον Χέγκελ. Βρέθηκε μόνος μέσα σε μια θεωρητική αχαρτογράφητη περιοχή της οποίας χάραξε τα πρώτα σχεδιαγράμματα. Κατανοούμε έτσι γιατί βάφτισε με το ίδιο όνομα δύο διαφορετικές έννοιες, γνωρίζοντας κι ο ίδιος ότι πρόκειται για διαφορετικές έννοιες. Βάφτισε αφηρημένη εργασία το απλό ξόδεμα ανθρώπινης ενέργειας σε σωματική μορφή. Βάφτισε επίσης αφηρημένη εργασία το γεγονός ότι στον καπιταλισμό οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν στην καθημερινή τους πρακτική, τις αγοραπωλησίες εμπορευμάτων, την εργασία ως απλό ξόδεμα ανθρώπινης ενέργειας σε σωματική μορφή. Για να διακρίνουμε εδώ μεταξύ των δύο εννοιών, για την δεύτερη έννοια υιοθετούμε απ’ τον Patrick Murray τον όρο «έμπρακτα αφηρημένη εργασία».

Αν δεν βλέπαμε την αξιοπαραγωγό εργασία ως «έμπρακτα αφηρημένη» εργασία αλλά ως την «αφηρημένη εργασία» στην οποία καταλήγουμε με την απλή έννοια της νοητικής αφαίρεσης, της εργασίας γενικά ως «ξόδεμα ανθρώπινου μυαλού, ανθρώπινων μυώνων, νεύρων, χεριών, κλπ» για τον μεταβολισμό της φύσης, τότε θα καταλήγαμε σε μια διιστορική έννοια για την αξία, με την ανθρώπινη δραστηριότητα να είναι γενικά παραγωγική αξίας υπό οποιουσδήποτε κοινωνικούς όρους. Η αξία δεν θα ήταν μια ειδικά καπιταλιστική κοινωνική μορφή αλλά ένα πραγμοποιημένο χαρακτηριστικό των προϊόντων της ανθρώπινης δραστηριότητας γενικά, θα βλέπαμε, κόντρα στην προειδοποίηση του Μαρξ, την εργασία ως να κατέχει μια «υπερφυσική δημιουργική δύναμη». Μ’ αυτή τη λογική, ο πρωτόγονος άνθρωπος που έφτιαχνε ένα ακόντιο επεξεργαζόμενος ένα κομμάτι ξύλο και μια πέτρα θα παρήγαγε αξία ενσωματωμένη σ’ αυτό το ακόντιο. Όμως, «όταν μιλάμε για παραγωγική [αξίας] εργασία, τότε μιλάμε για μια κοινωνικά καθορισμένη εργασία, για εργασία που περιλαμβάνει μιαν απολύτως καθορισμένη σχέση ανάμεσα στον πωλητή και τον αγοραστή της εργασίας»[26]. Η παραγωγή αξίας αποτελεί την οικονομική έκφραση της κεφαλαιακής σχέσης κυριαρχίας μεταξύ καπιταλιστών και προλετάριων, όχι το περιεχόμενο των καθεαυτών εργασιακών δραστηριοτήτων. Συνεπώς, η αξία είναι η οικονομική μορφή της ειδικά καπιταλιστικής εκμετάλλευσης της εργασίας, όχι ένα χαρακτηριστικό των προϊόντων της εργασίας γενικά.

Σημειώσεις:
1. Επιστολή Μαρξ στον Ένγκελς, 27 Ιουνίου 1867, στο Μαρξ & Ένγκελς, Αλληλογραφία 1861-1869, εκδόσεις Μπάυρον, 1975, σελ. 137.
2. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2002, σελ. 49.
3. Καρλ Μαρξ, Μαργκινάλια στο «Εγχειρίδιο της Πολιτικής Οικονομίας» του Adolph Wagner, εκδόσεις Κριτική, 1993, σελ. 29-30. Στην ελληνική έκδοση η φράση gesellschaftliche Form [κοινωνική μορφή] έχει μεταφραστεί ως οικονομική μορφή. Διορθώσαμε το μεταφραστικό αυτό λάθος.
4. Χάρρυ Κλήβερ, Διαβάζοντας το «Κεφάλαιο» Πολιτικά, κεφάλαιο «Η Εμπορευματική Μορφή». Μπορεί να βρεθεί στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://alertacomunista.wordpress.com/harry-cleaver-reading-capital-politically-commodity-form
5. Για τις εξεγέρσεις αυτές στις απαρχές του σχηματισμού της αγοράς και του καπιταλισμού, βλέπε Joshua Clover, Riot. Strike. Riot: The New Era of Uprisings, εκδόσεις Verso, 2016, κεφάλαιο «The Golden Age of Riot» και E. P. Thompson, «The Moral Economy of the English Crowd in the Eighteenth Century», Past & Present 50, Φεβρουάριος 1971.
6. «Όταν στην εισαγωγή αυτού του κεφαλαίου ακολουθώντας τη συνήθεια είπαμε ότι το εμπόρευμα είναι αξία χρήσης και αξία ανταλλακτική, η διατύπωση αυτή ήταν λαθεμένη, αν θέλουμε ν’ ακριβολογήσουμε. Το εμπόρευμα είναι αξία χρήσης ή αντικείμενο χρήσης και “αξία”. Το εμπόρευμα παρουσιάζεται διπλό, δηλαδή αυτό που είναι, μόλις η αξία του αποκτήσει δική της μορφή εμφάνισης που διαφέρει από τη φυσική του μορφή, τη μορφή της ανταλλακτικής αξίας, και την μορφή αυτή δεν την έχει ποτέ όταν το εξετάζουμε απομονωμένα, αλλά πάντα μέσα στην αξιακή ή ανταλλακτική σχέση μ’ ένα δεύτερο, διαφορετικό εμπόρευμα» (Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 74).
7. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 50.
8. Μαρξ, Μαργκινάλια στο «Εγχειρίδιο της Πολιτικής Οικονομίας» του Adolph Wagner, σελ. 19.
9. Καρλ Μαρξ, «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα» στο Μαρξ & Ένγκελς, Κριτική των Προγραμμάτων Γκότα και Ερφούρτης, εκδόσεις Κοροντζής, 2004, σελ. 27-28.
10. Μαρξ, Μαργκινάλια στο «Εγχειρίδιο της Πολιτικής Οικονομίας» του Adolph Wagner, σελ. 10.
11. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 50.
12. Ό.π., σελ. 51.
13. Ό.π., σελ. 52.
14. Υπάρχουν φυσικά κι εμπορεύματα που δεν αποτελούν προϊόν καπιταλιστικής εργασίας ή δεν αποτελούν γενικά προϊόν εργασίας. Όμως, ο Μαρξ παρατήρησε ότι απ’ τη στιγμή που ένα αγαθό εισέρχεται στην αγορά και του τίθεται μια τιμή, το αγαθό αυτό εξισώνεται με μια συγκεκριμένη ποσότητα εργασίας, αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο με τα καπιταλιστικώς παρηγμένα εμπορεύματα κι ενσωματώνεται στο κύκλωμα του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου. Βλέπε Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος δεύτερος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1979, σελ. 107-108.
15. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, σελ. 53.
16. Ό.π., σελ. 54.
17. Ό.π., σελ. 58-59.
18. Ό.π., σελ. 60.
19. Από τη γαλλική έκδοση του Κεφαλαίου, επιμελημένη απ’ τον Μαρξ. Παρατίθεται στο Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις ΚΨΜ, 2016, σελ. 953, απόσπασμα Γ1.
20. Καρλ Μαρξ, Αποτελέσματα της Άμεσης Διαδικασίας Παραγωγής, εκδόσεις Α/συνέχεια, 1983, σελ. 166.
21. Geert Reuten, «The Difficult Labor of a Social Theory of Value» στο Fred Moseley, ed, Marx’s Method in “Capital”: A Reexamination, εκδόσεις Humanities Press, 1993, σελ. 92.
22. Patrick Murray, The Mismeasure of Wealth: Essays on Marx and Social Form, εκδόσεις Brill, 2016, σελ 212.
23. Μαρξ, Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 55.
24. Ισαάκ Ιλίτς Ρούμπιν, Essays on Marx’s Theory of Value, εκδόσεις Black & Red, 1972, σελ. 135.
25. Λουί Αλτουσέρ, «Από το Κεφάλαιο στη Φιλοσοφία του Μαρξ» στο Αλτουσέρ, Μπαλιμπάρ, Εσταμπλέ, Μασρέ & Ρανσιέρ, Να Διαβάσουμε το «Κεφάλαιο», εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σελ. 70.
26. Καρλ Μαρξ, Θεωρίες για την Υπεραξία, μέρος πρώτο, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1984, σελ. 443.