Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε από έναν Χιλιανό σύντροφο. Μεταφράστηκε στ’ αγγλικά απ’ τους Ediciones Ineditos, απ’ όπου και το μεταφράσαμε. Παρά τις διαφωνίες, τόσο δικές μας όσο και δικές τους, με τις δηλώσεις στο κλείσιμο του κειμένου, προσφέρει μια διαφωτιστική ανάλυση.
Η ακροδεξιά ποτέ δεν ανήλθε στην πολιτική εξουσία ώστε να καταστρέψει την εργατική τάξη και να θέσει ένα τέρμα στην επανάστασή της. Κάθε φορά που η ακροδεξιά ανήλθε στην εξουσία ήταν επειδή η εργατική τάξη είχε ήδη καταστραφεί. Από ποιον; Απ’ τη δημοκρατία. Απ’ τον προοδευτισμό. Απ’ την αριστερά.
Αν ο Μπολσονάρο κέρδισε τις εκλογές είναι επειδή πριν την άφιξή του, οι τρεις προηγούμενες διαδοχικές κυβερνήσεις του PT [Εργατικό Κόμμα της Βραζιλίας] είχαν θέσει ως καθήκον τους να συνθλίψουν κάθε εναπομείνον ίχνος της αυτόνομης δύναμης και μαχητικότητας της βραζιλιανικής εργατικής τάξης. Όπως το 1970 ο Αλιέντε ανέλαβε την εξουσία εγγυώμενος στην αστική τάξη της Χιλής ότι τα συμφέροντά της δεν θα κινδυνέψουν, έτσι έκανε κι ο Λούλα ντα Σίλβα ανεβαίνοντας στην κυβέρνηση το 2003, υποσχόμενος στους επιχειρηματίες και τους διεθνείς τραπεζίτες ότι κανένα απ’ τα συμφέροντά τους δεν θα διατρέξουν κάποιο κίνδυνο στη Βραζιλία.
Στην πράξη, ο Λούλα κυβέρνησε εγγυώμενος την αποπληρωμή του δημόσια χρέους, εξασφαλίζοντας στο κεφάλαιο ένα μίνιμουμ δημοσιονομικής σταθερότητας που θα του επέτρεπε ασφαλείς επενδύσεις. Καμιά απ’ τος κυβερνήσεις του PT δεν άλλαξε τίποτα αναφορικά με τους όρους της κοινωνικής εκμετάλλευσης ή την καπιταλιστική συσσώρευση στη Βραζιλία. Αντιθέτως, οι κυβερνήσεις αυτές στηρίξαν μια «πλατιά εθνική διαπραγμάτευση» προορισμένη να εγγυηθεί ότι η καπιταλιστική εκμετάλλευση θα συνεχίσει χωρίς καθυστερήσεις.
Μ’ αυτόν τον στόχο, καθόλη τη διάρκεια των τρίων περιόδων που κυβερνούσε, το PT οικειοποιήθηκε κι έθεσε υπό τον έλεγχό του την πλειοψηφία των συνδικάτων και της κοινωνικής ηγεσίας, μετατρέποντας τους λαϊκιστές ηγέτες σε υπουργούς, εκτιμητές της αγοράς και διαχειριστές επενδύσεων & συντάξεων. Την ίδια στιγμή, για να διατηρήση τη στήριξη της βάσης, το PT έθετε το ίδιο υπό έλεγχο τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις οι οποίες εκπροσωπούνταν απ’ το αγροτικό κεφάλαιο, τους επιχειρηματίες των εθνικών και διεθνών βιομηχανιών, του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της ευαγγελικής θεοκρατίας.
Κυβερνώντας για τους γαιοκτήμονες της Βραζιλίας, το PT κατάφερε να ναρκώσει την κοινωνική δυσαρέσκεια μ’ έναν καλά υπολογισμένο συνδυασμό κοινωνικών προγραμμάτων και κατασταλτικού τρόμου. Όταν ο Λούλα συμφώνησε να ηγηθεί της αποστολής του πραξικοπήματος της Αϊτής το 2004, έδειξε στις ΗΠΑ ότι η Βραζιλία αποτελεί έναν αξιόπιστο σύμμαχο στη δημοκρατική σύνθλιψη των κοινωνικών διαμαρτυριών της [Αμερικανικής] ηπείρου. Στέλνοντας τον βραζιλιάνικο στρατό στις παραγκουπόλεις τις Αϊτής, προσέφερε στα στρατεύματα ένα εργαστήριο πειραματισμού για τις μετέπειτα επεμβάσεις στις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο κατά τη διάρκεια των λαϊκών αναταραχών ενάντια στο Μουντιάλ το 2014.
Κατά τις κυβερνήσεις του PT, η παραγωγή τροφίμων της Βραζιλίας μειώθηκε περισσότερο από 35%, κάτι που επέφερε αυξήσεις στις τιμές για την εργατική τάξη, επειδή οι εγκατάστασεις δώθηκαν σε γεωργικές πολυεθνικές για την εισαγωγή της μονοκαλλιέργειας. Διακόσοι χιλιάδες αγρότες εκτοπίστηκαν ενώ 4 εκατομμύρια έχασαν τη γη τους απ’ τις μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις. Ήταν υπό τις κυβερνήσεις του PT, όχι υπό φασιστικές κυβερνήσεις, που η αποψίλωση του Αμαζονίου έφτασε το «σημείο απ’ το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή».
Ήταν η κυβέρνηση της Ντίλμα Ρούσεφ [του PT], όχι μια φασιστική κυβέρνηση, που επανακατηγοριοποίησε τα οδοφράγματα και τις καταλήψεις γης ως τρομοκρατικές ενέργειες. Ήταν υπό αυτές τις προοδευτικές κυβερνήσεις, όχι υπό τον φασισμό, που οι κομμάντος του θανάτου σπέρναν τρόμο μεταξύ των ακτήμονων των μεγάλων πόλεων της Βραζιλίας. Ήταν υπό σοσιαλδημοκρατικές, όχι δεξιές, κυβερνήσεις, που οι βραζιλιανικές φυλακές έσπασαν τα παγκόσμια ρεκόρ υπερπλήρωσης και υποβάθμισης των συνθηκών «ζωής» των κρατουμένων. Ήταν υπό αυτές τις αριστερές κυβερνήσεις που η εργατική τάξη κι οι καταπιεσμένοι της Βραζιλίας γνωρίσαν το χειρότερο όριο του εξευτελισμού και της ντροπής. Το προλεταριάτο της Βραζιλίας ηττήθηκε απ’ τη δημοκρατία, όχι τη δικτατορία.
Φυσικά, αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Ο Μουσολίνι ανήλθε στην εξουσία όταν το ιταλικό προλεταριάτο είχε ήδη ηττηθεί απ’ τις εκλογικές δεσμεύσεις των «λαϊκών κι εργατικών κομμάτων». Ο Χίτλερ διορίστηκε καγκελάριος απ’ τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ, ο οποίος είχε λάβει τη στήριξη των Σοσιαλιστών, θεωρώντας τον το προπύργιο της δημοκρατίας ενάντια στον ναζισμό. Το 1973, ο Αλιέντε, αντί να θέσεις στα υπουργεία-κλειδί τους εκπροσώπους των εργατών, έθεσε αντ’ αυτού τον στρατό, ενώ παράλληλα τα κόμματα της UP [Λαϊκή Ενότητα] ψηφίσαν τον Νόμο Ελέγχου για τα Όπλα, αφοπλίζοντας την εργατική τάξη και δίνοντας τα όπλα στους υποστηρικτές του Πινοσέτ. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ήταν η στρατωτική χούντα που οργάνωσε τη δημοκρατική μετάβαση, εκπληρώνοντας το δόγμα του Jaime Guzmán, ο οποίος υπήρξε την ίδια στιγμή ο δημοκρατικότερος των φασιστών κι ο πιο φασιστάς εκ των δημοκρατών.
Όπως όλοι οι φασίστες, ο Μπολσονάρο απλώς ήρθε για να βάλει σε τάξη στις επιχειρήσεις αφότου η προοδευτική δημοκρατία πέταξε το βραζιλιανικό προλεταριάτο εκτός του παιχνιδιού, υποβαθμίζοντάς τη στο τίποτα.
Να έχετε αυτό κατά νου όταν ξεκινάτε να διαμαρτύρεστε για τον «ερχομό του φασισμού». Είναι ήδη πολύ αργά για τέτοιους θρήνους. Θα έπρεπε να είχαν πανικοβληθεί κι εξοργιστεί όταν η σοσιαλδημοκρατική αριστέρα αφόπλισε το προλεταριάτο, το χειραγώγησε και το νάρκωσε με ψέματα. Αυτές οι φοβισμένες διαμαρτυρίες που ακούγονται παντού είναι αξιοθρήνητες. Δείχνει μόνο ότι όσοι θρηνούν μέχρι τώρα κοιμόντουσταν, ζούσαν σ’ έναν φανταστικό κόσμο, αρνούμενο να δουν το αίμα και τα σκατά που υψώνονταν κάτω απ’ τις μύτες τους, βυθιζόμενοι λίγο-λίγο στον ρυθμό των εκλογών και των ντράμερ της σάμπα.
Στην πραγματικότητα, ο ερχομός του φασισμού δεν είναι ποτέ τόσο κακός όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά. Τουλάχιστον, προσφέρει τη δυνατότητα ν’ αποτινάξουμε όλες τις αυταπάτες, να ωριμάσουμε και να δουλέψουμε για τα κάνουμε τα πράγματα καλύτερα από εδώ κι εμπρός.