Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε απ’ τον μαρξιστή οικονομολόγο Michael Roberts στο blog του The Next Recession.
Η νίκη του Ζαΐχ Μπολσονάρο εκλεγόμενος νέος πρόεδρος της Βραζιλίας θέτει στη Βραζιλία την πιο ακροδεξιά κυβέρνηση στα 20 κορυφαία έθνη του κόσμου. Ο Μπολσονάρο λέει ότι θέλει να συνθλίψει τον «κομμουνισμό» και να επαναφέρει «τον νόμο και τη τάξη» θέτοντας τον έλεγχο των δρόμων στον στρατό και διορίζοντας δικούς του δικαστές το ανώτατο δικαστήριο. Θέλει να χαλαρώσει τους νόμους περί όπλων, να λάβει σκληρά μέτρα ενάντια των ομοφυλόφιλων κι άλλων «εγκληματικών» στοιχείων, στηρίζει τις πολιτικές του Τραμπ κι ανοίγει την οικονομία και τα δάση του Αμαζονίου στην «ορθή εκμετάλλευση».
Πως κέρδισε ο Μπολσονάρο τις εκλογές; Βρήκε στήριξη στο αναπτυσσόμενο θρησκευτικό ευαγγελικό κίνημα της Βραζιλίας, βρήκε στήριξη μεταξύ των πλούσιων και των μικρών επιχειρηματικών τομέων που αντιτίθονταν σθεναρά στην κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος απ’ το 2002, αρχικά υπό τον Λούλα κι ύστερα υπό τη Ντίλμα, θεωρώντας ότι αυτές οι κυβερνήσεις θα φορολογήσουν και θα ρυθμίσουν της επιχειρήσεις προς όφελος των οικογενειών χαμηλού εισοδήματος κι ότι θα καταστρέψουν τις οικογενειακές αξίες. Όμως, ο κύριος λόγος εκλογής του ήταν ότι οι Βραζιλιάνοι είχαν απηυδήσει με την άνοδο της εγκληματικότητας, την υψηλή ανεργία και τη διαφθορά των πολιτικών.
Ο Μπολσονάρο θεωρήθηκε ο άνθρωπος που θα δώσει ένα τέρμα στη διαφθορά (φυσικά, αυτό που πραγματικά θα γίνει θα είναι το αντίθετο). Οι μεσαίες τάξεις θεωρούν ότι το Εργατικό Κόμμα «κλέβει» τη χώρα. Ο Λούλα βρίσκεται ακόμα υπό κράτηση για διαφθορά (πιθανόν με κατασκευασμένες κατηγορίες και κυρίως για τη διασφάλιση ότι δεν θα κατέβαινε υποψήφιος στις εκλογές). Όμως, ο Μπολσονάρο κέρδισε κυρίως λόγω της απογοήτευσης της εργατικής τάξης με το Εργατικό Κόμμα. Ύστερα απ’ την κατάρρευση των τιμών των εμπορευμάτων στις πρώτες ύλες και τη γεωργία, η οικονομία έπεσε σε ύφεση. Η ευθύνη γι’ αυτό και για τη διαφθορά τέθηκε στο Εργατικό Κόμμα.
Όμως, ο Μπολσονάρο δεν κέρδισε την πλειοψηφία των 147 εκατομμυρίων Βραζιλιάνων εγεγγραμένων στους εκλογικούς καταλόγους. Παρότι η ψήφος στη Βραζιλία είναι υποχρεωτική, τα άκυρα και τα λευκά ανέρχονται στο 30%. Επίσης, το Εργατικό Κόμμα παραμένει το μεγαλύτερο κόμμα της Κάτω Βουλής του Βραζιλιανικού Κογκρέσου, στο οποίο εκπροσωπούνται 30 διαφορετικά κόμματα. Οπότε, δεν θα είναι εύκολο για τον Μπολσονάρο να καταφέρει να περάσει δημοκρατικά τα πιο αυταρχικά μέτρα του.
Σημαντικότερη παραμένει η οικονομική πολιτική. Όπως έχω εξηγήσει σε προηγούμενες αναρτήσεις, η βραζιλιάνικη οικονομία έχει προβλήματα. Η οικονομική ανάπτυξη στην καλύτερη βρίσκεται σε στασιμότητα.
Η ανεργία παραμένει κοντά στα υψηλότερά της επίπεδα.
Επειδή οι πλούσιοι δεν πληρώνουν φόρους κι η ανισότητα των εισοδημάτων και του πλούτου στη Βραζιλία είναι απ’ τις υψηλότερες στον κόσμο, η κυβέρνηση δεν είχε αρκετά έσοδα για ν’ αποφύγει τεράστια ετήσια ελλείμματα.
Ως αποτέλεσμα, ο δημόσιος τομέας της Βραζιλίας έχει τον μεγαλύτερο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μεταξύ των αναδυόμενων οικονομιών.
Η λύση για τους πλούσιους και την κυβέρνηση Μπολσονάρο θα είναι η «λιτότητα», ονομαστικά ακόμη περισσότερες περικοπές των δημοσίων δαπανών (πολλές βραζιλιάνικες κυβερνήσεις δηλώνουν ήταν ήδη χρεοκοπημένες και ψάχναν απεγνωσμένα για χρηματοδοτήσεις), ιδιωτικοποιήσεις κι απορρύθμιση της βιομηχανίας και των τραπεζών – μα, πάνω απ’ όλα, την καταστροφή του βραζιλιάνικου κρατικού συστήματος συνταξιοδότησης.
Τα χρηματιστήρια κι οι αγορές ομολόγων έχουν σημειώσει ανόδους λόγω της ελπίδας ότι ο Μπολσονάρο θα καταφέρει τα παραπάνω. Αυτές τις «νεοφιλελεύθερες» πολιτικές μάλλον θα τις επιδιώξει ο Paulo Guedes, καθώς φαίνεται ότι αυτός θα είναι ο υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης Μπολσονάρο. Αυτός ο εκπαιδευμένος στο πανεπιστήμιο του Σικάγο οικονομολόγος είναι συνιδρητής της BTG Pactual, η οποία παλιότερα ήταν η μεγαλύτερη ντόπια ανεξάρτητη τράπεζα επενδύσεων της Βραζιλίας. Οι αγορές αναμένουν ότι ο Guedes θα διατηρήσει το πάγωμα των δημοσιονομικών δαπανών που εισήγαγε ο τρέχον πρόεδρος Μικέλ Τεμέρ. Θεωρούν επίσης ότι ο Guedes θα εισάγει τη τυπική αυτονομία της κεντρικής τράπεζας και θα επιτρέψει στην κρατική πετρελαϊκή εταιρεία Petrobras να θέσει τις τιμές των καυσίμων στα «επίπεδα της αγοράς».
Την Κυριακή το απόγευμα, ύστερα απ’ τη νίκη του φερόμενου ως μελλοντικού αφεντικού του, ο Guedes είπε ότι η πρωτεραιότητα της νέας κυβέρνησης θα είναι οι συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις κι οι περικοπές στα «κρατικά προνόμια και περιττές δαπάνες». Όπως και στις ΗΠΑ, οι Βραζιλιάνοι θα έχουν μια «λαϊκίστικη» ρητορική νόμου και τάξης από έναν πρόεδρο που υποτίθεται θα σταματήσει την εγκληματικότητα, ενώ θα εισάγει οξείες «νεοφιλελεύθερες» μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση των μεγάλων επιχειρήσεων της Βραζιλίας και την περικοπή του εισοδήματος της εργασίας.
Όπως έγραψα σε μια περσινή ανάρτηση, οι διεθνείς οργανισμοί, οι ξένοι επενδυτές κι οι μεγάλες βραζιλιάνικες επιχειρήσεις θέλουν μια κυβέρνηση που για τέσσερα ακόμη χρόνια μετά το 2018 θα επιβάλλει τη λιτότητα, την εργασιακή «ευελιξία» και τις ιδιωτικοποιήσεις. Αυτό θ’ αυξήσει περαιτέρω την ανισότητα. Ειρωνικά, δεν θα μειώσει το δημόσιο χρέος επειδή η οικονομική ανάπτυξη και τα φορολογικά έσοδα θα είναι πολύ χαμηλά. Πράγματι, το ΔΝΤ προβλέπει ότι το χρεός της Βραζιλίας θα είναι πολύ υψηλότερο το 2020.
Την ίδια στιγμή, περισσότερος απ’ τον μισό πληθυσμό της Βραζιλίας παραμένει μ’ ένα μηνιαίο κατά κεφαλήν εισόδημα μικρότερο των 560 ρεάλ [περίπου 133 ευρώ]. Για να μειωθεί αυτό το επίπεδο φτώχειας στο 25% του πληθυσμού, θα χρειαζόταν έναν ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας τετραπλό απ’ τον υπάρχον. Και δεν υπάρχει καμία δυνατότητα για κάτι τέτοιο στη Βραζιλία υπό τον καπιταλισμό, επειδή η κερδοφορία του βραζιλιανικού κεφαλαίου είναι χαμηλή και συνεχίζει να μένει χαμηλή.
Η κερδοφορία του κυρίαρχου καπιταλιστικού τομέα της Βραζίλιας βρίσκεται σε μακροχρόνια ύφεση, θέτοντας διαρκή συμπίεση στις επενδύσεις και την ανάπτυξη.
Η άρχουσα ελίτ της Βραζιλίας αντιμετωπίζει το δύσκολο έργο του να επιβάλλει έλεγχο στην εργατική της τάξη και να μειώσει τις δημόσιες δαπάνες και τους μισθούς, για να προσελκύσει σημαντικό ξένο κεφάλαιο. Ο βραζιλιάνικος καπιταλισμός θα παραμείνει κολλημένος σ’ ένα μέλλον με χαμηλή ανάπτυξη και χαμηλή κερδοφορία, με συνεχιζόμενη πολιτική κι οικονομική παράλυση. Κι αυτά χωρίς να υπολογίζουμε τη νέα παγκόσμια ύφεση που διαφαίνεται στον ορίζοντα.