Το παρακάτω κείμενο του ιστορικού Marcel van der Linden πάρθηκε απ’ το βιβλίο Holthoon & van der Linden, eds, Internationalism in the Labour Movement, 1830-1940, τόμος 1, εκδόσεις Brill, 1988. Το δίτομο αυτό έργο αποτελεί μια ανθολογία των κειμένων που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο του Διεθνούς Ινστιτούτου Κοινωνικής Ιστορίας τον Σεπτέμβριο του 1985 αναφορικά με την ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος. Όσον αφορά τώρα το συγκεκριμένο κείμενο, όπως γράφει ο συγγραφέας προλογίζοντάς το, «αποτελεί μια προσπάθεια εφαρμογής μια δομικής προσέγγισης στον διεθνισμό της εργατικής τάξης του 19ου γενικά και της Α’ Διεθνούς ειδικά. Τα εργατικά κινήματα στη δυτική Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική βρίσκονταν ακόμη στην “προ-εθνική” φάση ανάπτυξής τους, και συνεπώς χρειάζονταν μια οργάνωση η οποία θα μπορούσε ν’ αντισταθμίσει την εθνική αδυναμία τους μέσω της διεθνούς συνεργασίας. Μόλις όμως τα εργατικά κινήματα παγιώθηκαν σ’ εθνικό επίπεδο (με πρώτο το βρετανικό κίνημα) ο “προ-εθνικός” διεθνισμός ξεκίνησε να καταρρέει. Αυτή η γενική γραμμή ανάπτυξης επηρεάστηκε από επιπρόσθετους παράγοντες, όπως τις μετατοπίσεις στην παγκόσμια αγορά, τις σχέσεις μεταξύ των εθνών-κρατών, την οικονομική συγκυρία και τις αλλαγές στη συλλογική νοοτροπία».

Το μέγεθος του εμπειρικού υλικού για τον διεθνισμό της εργατικής τάξης που παράχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες είναι αναμφίβολα εντυπωσιακό, ακόμη κι αν πρέπει να παρατηρήσει κανείς αρκετά κενά, μερικά εκ των οποίων καλύφθηκαν απ’ το παρόν συμπόσιο. Περιέργως, πλάι στον σημαντικό αριθμό περιγραφικών μελετών και εκδοτικών πηγών βρίσκουμε ελάχιστες προσπάθειες θεωρητικής ερμηνείας κι εξήγησης. Οι προσπάθειες αυτές συνήθως εμφανίζονται στο πεδίο των εργασιακών οικονομικών και της πολιτικής επιστήμης, και μόνο πολύ σπάνια στο έργο των ιστορικών. Σ’ αυτό το πλαίσιο, έρχονται κατά νου οι θεωρίες των Logue, Hildebrandt και άλλων[1]. Το παρόν κείμενο επιδιώκει να εφαρμόσει τη δομική προσέγγιση που αναπτύχθηκε απ’ αυτούς τους συγγραφείς, αν και με μερικές τροποποιήσεις κι επεκτάσεις, στον διεθνισμό της εργατικής τάξης του 19ου αιώνα γενικά, και την Α’ Διεθνή (Διεθνής Ένωση Εργατών) ειδικά. Ενώ έως σήμερα η άνοδος κι η πτώση αυτής της οργάνωσης συνήθως αποδίδονταν σε μεγάλο βαθμό σε τυχαίους παράγοντες και σε «βολονταριστικές» επιλογές που έλαβαν οι ηγέτες της, εδώ ελπίζω να τονίσω τις περισσότερο ή λιγότερο ανώνυμες δυνάμεις που έπαιξαν έναν ρόλο σ’ αυτή τη διαδικασία. Κάνοντας αυτό πρέπει να περιοριστώ, λόγω του περιορισμού στην έκταση του κειμένου, σε μια σχετικά αφηρημένη περιγραφή.

Με το ζήτημά μας συνδέονται στενά τρεις πτυχές των μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών του 19ου αιώνα: οι «αναπτυγμένες» οικονομίες, τα έθνη-κράτη που εμπλέκονταν σ’ αυτές τις οικονομίες, και τα εργατικά κινήματα σ’ αυτά τα κράτη. Παρότι ειδικά η ανάπτυξη των διάφορων εργατικών κινημάτων σε μεγάλο βαθμό μπορεί να συναχθεί απ’ την ανάπτυξη των εθνών-κρατών και των οικονομιών, και η ανάπτυξη των κρατών, ξανά, θα έπρεπε να ερμηνευτεί εν μέρει απ’ τη δυναμική της παγκόσμιας αγοράς, φαίνεται ότι αυτές οι τρεις πτυχές πρέπει αντ’ αυτού ν’ αντιμετωπιστούν ως σχετικά ανεξάρτητες τάσεις, ώστε να μην εκπέσουμε εξ αρχής σε μια αναγωγίστικη υπεραπλούστευση.

Στην οικονομική σφαίρα βρίσκουμε τρία σχετικά στοιχεία που αλληλοσυνδέονται μεταξύ τους. Πρώτον, η θυελλώδης ανάπτυξη του διεθνούς καπιταλισμού η οποία φαίνεται, μεταξύ άλλων, απ’ τον τετραπλασιασμό της βιομηχανικής παγκόσμιας παραγωγής, και τον εξαπλασιασμό του παγκόσμιου εμπορίου μεταξύ 1850 και 1890. Δεύτερον, η υλοποίηση ενοποιημένων υποδομών στις διάφορες «ανεπτυγμένες» χώρες της Βόρειας Αμερικής και της δυτικής Ευρώπης που υποδεικνύει τη ραγδαία βελτίωση των συστημάτων μεταφοράς κι επικοινωνίας. Τρίτον, η ανισομερής ανάπτυξη που οδηγεί σε μια κατάσταση στην οποία η Βρετανία, έχοντας (γύρω στο 1850) ένα τεράστιο προβάδισμα στη βιομηχανική παραγωγή, έως περίπου το 1900 ξεπεράστηκε τόσο απ’ τις ΗΠΑ όσο κι απ’ τη Γερμανία.

Ο σχηματισμός εθνών-κρατών, ήδη σε εξέλιξη εδώ και μερικούς αιώνες, προωθήθηκε κι επηρεάστηκε απ’ την οικονομική ανάπτυξη. Κατά την περίοδο αυτή αφορούσε κυρίως τις περιοχές της Βόρειας Αμερικής και της δυτικής Ευρώπης. Γενικά, δεν υπήρχαν πολλές αμφιβολίες για τις διάφορες εθνικές οντότητες σ’ αυτές τις περιοχές, με την εξαίρεση πιθανόν μόνο ελάχιστων περιπτώσεων όπως, για παράδειγμα, η Ιρλανδία κι η Καταλωνία. Ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που ο σχηματισμός ενός έθνους-κράτους σχετικά διακόπηκε, όπως στην Ιταλία και τη Γερμανία, φαίνεται αναμφισβήτητο ότι μιλούσε κανείς για ρητά διακριτές εθνικότητες. Το απλό γεγονός ότι τα εθνικά σύνορα των διάφορων δυτικοευρωπαϊκών κρατών έχουν αλλάξει ελάχιστα από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα, τουλάχιστον όχι υπό την πίεση εθνικών κινημάτων, αποτελεί μια ένδειξη της παγίωσης αυτής της διαδικασίας. Η ανατολική Ευρώπη, φυσικά, παρουσιάζει μια πολύ διαφορετική εικόνα. Εκεί κυριαρχούσαν οι πολυεθνικές μοναρχίες, και είχαν γίνει μόνο λίγα βήματα προς τον σχηματισμό εθνών-κρατών.

Μέσω της διαδικασίας του σχηματισμού κράτους και τη σταδιακή ανάπτυξη εθνικών υποδομών, τα αναδυόμενα εργατικά κινήματα αυξανόμενα αναγκάστηκαν να μετασχηματιστούν σ’ εθνικές οργανώσεις. Επειδή, αφενός, τα βελτιωμένα δίκτυα μεταφοράς κι επικοινωνίας οδήγησαν σε μια αυξημένη κινητικότητα της εργασιακής δύναμης και του κεφαλαίου, οδηγώντας σε εξασθένιση των συνδικάτων που οργανώνονταν αποκλειστικά σε τοπικό επίπεδο. Αφετέρου, η αυξανόμενη δύναμη επίσης των εργοδοτών κατέστησε ουσιώδες για τα συνδικάτα να υιοθετήσουν μια πιο δυναμική στάση, κάτι το οποίο σήμαινε επίσης ότι πρέπει να δράσουν σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο. Όπως απ’ τη διεθνή σκοπιά ο σχηματισμός κρατών κι η οικονομική ανάπτυξη προχωρούσε με ανισομερή και συνδυασμένο τρόπο, έτσι κι η «εθνικοποίηση» των εργατικών κινημάτων βιώθηκε με μια παρόμοια διαδικασία. Η άνοδος των εθνικών συνδικάτων δείχνει ότι, όπως ίσως περίμενε κανείς, η Βρετανία βρέθηκε να έχει το προβάδισμα. Ύστερα απ’ την ίδρυση του TUC [Συνδικαλιστικό Συνέδριο] το 1868, χρειάστηκε να περάσουν αρκετά χρόνια πριν δούμε παρόμοιες οργανώσες να εγκαθιδρύονται σε άλλες χώρες. Μεταξύ των άλλων περισσότερο σταθερών συνδικάτων, σχετικά νωρίς ιδρύθηκε το Καναδικό Συνδικαλιστικό Συνέδριο (1883). Στις ΗΠΑ, το Εθνικό Συνδικάτο (1860-1866) κι οι Ιππότες της Εργασίας (ιδρύθηκε το 1869 και έφτασε τον μέγιστο αριθμό μελών του το 1886), δεν κατάφεραν να γίνουν να παγιωθούν. Η AFL [Αμερικάνικη Ομοσπονδία Εργασίας] που ιδρύθηκε το 1886 κατάφερε να παγιωθεί. Στην Ισπανία, το UGT [Γενικό Συνδικάτο Εργατών] ιδρύθηκε το 1888, και το 1910 ακολούθησε η CNT [Εθνική Συνομοσπονδία Εργατών]. Η Γερμανική Γενική Επιτροπή Συνδικάτων εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1890. Στην Ολλανδία, η ομοσπονδιακή NAS [Εθνική Γραμματεία Εργασίας] ιδρύθηκε το 1893, και 13 χρόνια αργότερα η σοσιαλδημοκρατική NVV [Ολλανδική Ένωση Συνδικάτων]. Το 1898 ιδρύθηκε η Βελγική Συνδικαλιστική Επιτροπή του BWP [Βελγικό Εργατικό Κόμμα], καθώς και δανικές και σουηδικές εργατικές ενώσεις.

Ειδωμένη σ’ αυτό το φόντο, η ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος του 19ου αιώνα μπορείο να διαιρεθεί σε τρεις φάσεις: (i) μια προ-εθνική φάση, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1860· (ii) μια μεταβατική φάση, απ’ τα τέλη της δεκαετίας του 1860 μέχρι περίπου το 1900· (iii) την εθνική φάση, απ’ την αλλαγή του αιώνα κι ύστερα. Στο παρόν κείμενο θα περιγράψω μόνο τις δύο πρώτες φάσεις. Στην προ-εθνική φάση η γεωγραφία του εργατικού διεθνισμού καθοριζόταν με δυο τρόπους απ’ τις μακροπρόθεσμες τάσεις που περιγράψαμε παραπάνω. Πρώτον, κατά την περίοδο αυτή, η πολιτική κι οργανωτική ραχοκοκκαλιά του διεθνισμού βρισκόταν στη Βρετανία, και ειδικότερα στο Λονδίνο. Ήταν στο Λονδίνο που ιδρύθηκαν οι «Αδελφωμένοι Δημοκράτες», καθώς κι η «Διεθνής Ένωση» και, φυσικά, η Α’ Διεθνής. Η αιτία αυτού του φαινομένου πρέπει ν’ αναζητηθεί στο οικονομικό κλίμα της εποχής. Επειδή, κατά τη διάρκεια του συνόλου της προ-εθνικής φάσης, η Βρετανία κατείχε μια κυρίαρχη θέση στην παγκόσμια αγορά, παρότει σταδιακά σχετικά εξασθενούσε. Ως αποτέλεσμα, η ξενοφοβία στη Βρετανία ήταν σχετικά μικρή. Στην πραγματικότητα, η ελεύθερη μετανάστευση υπήρξε ο φυσικός ομόλογος του ελεύθερου εμπορίου, και συνεπακόλουθα υποστηριζόταν ενεργά. Έτσι, η Αναφορά της Εξεταστικής Επιτροπής για τους νόμους σχετικά με τους ξένους του 1843 δήλωνε

ότι είναι επιθυμητό για κάθε λαό να ενθαρρύνει την εγκατάσταση ξένων στο εσωτερικό του, καθώς μ’ αυτόν τον τρόπο θα διδαχτούν εμπράκτως όσα τους ενδιαφέρουν να μάθουν, και θα καταστούν ικανοί να χρησιμοποιήσουν την όποια ξένη οξυδέρκεια, επινοητικότητα ή εμπειρία ίσως έχει παραχθεί στις τελειότερες τέχνες κι επιστήμες[2].

Επίσης, οι Βρετανοί εργάτες συνήθως δεν έβλεπαν την μετανάστευση ξένων εργατών ως απειλή· οι μετανάστες είναι πολύ λίγοι αριθμητικά και δεν αποτελούσαν φτηνά εργατικά χέρια. «Πολλοί εξ αυτών εργάζονταν σε πολύ εξειδικευμένες εργασίες που αποτελούσαν το αναγνωρισμένο τους προνόμιο, οπότε δεν ανταγωνίζονταν σχεδόν με κανέναν […]. Οι υπόλοιποι μπορούσαν ν’ απορροφηθούν εύκολα και διακριτικά στο βρετανικό εργατικό δυναμικό»[3]. Απ’ την μεριά τους, οι εργάτες της ηπειρωτικής Ευρώπης οι οποίοι, πχ για πολιτικούς λόγους, ήθελαν να φύγουν απ’ τη χώρα τους, έλκονταν απ’ τη σχετικά ανεκτική Βρετανία εκείνης της εποχής.

Ένα άλλο αποτέλεσμα της βρετανικής ισχύος ήταν το γεγονός ότι, κατά μία έννοια, το Λονδίνο έγινε η πρωτεύουσα του κόσμου. Κι αν μπορεί κανείς να πει ότι οι εργάτες των πρωτευουσών της Γης θεωρούν εαυτούς ως «κληρονόμους του σκήπτρου των βασιλιάδων που ανέθρεψαν την πόλη»[4], περίμενει τότε κανείς ότι οι Λονδρέζοι εργάτες θ’ αντιπροσωπεύαν μια ορισμένη ηγεμονική ώθηση σε μια παγκόσμια κλίμακα.

Μπορούμε να φανταστούμε το πως οι κοινωνικοί και πολιτικοί όροι στο Λονδίνο κατέστησαν εφικτή την ανάδυση ενός είδους υποκουλτούρας με την οποία επικοινωνούσαν οι εργάτες διαφορετικών εθνικοτήτων, και το πως ανέπτυξαν μια βαθιά ριζωμένη συνείδηση των διεθνών σχέσεων και της αναγκαιότητας της διεθνούς αλληλεγγύης.

Δεύτερον, κατά την περίοδο εκείνη, η έννοια του διεθνισμού, όπως παρατηρεί ο Kořalka, «είχε τις ρίζες της αποκλειστικά στο ιστορικό πλαίσιο των δυτικοευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες εκείνη την περίοδο ήταν όλες τους εθνικά κράτη ή, τουλάχιστον, ενοποιημένες εθνικές κοινωνίες»[5]. Οι δυτικοευρωπαίοι διεθνιστές της εργατικής τάξης τοποθετούνταν ενάντια στις κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες, ύστερα απ’ την πραγμάτωση της εθνικής συνοχής, προσπαθούσαν να απολυτοποιήσουν αυτή την ύπαρξη με μια αντιδραστική έννοια. Εδώ, η έννοια του «διεθνισμού» υπηρετούσε ως μια «ασύμμετρη αντι-έννοια», όπως την όρισε ο Koselleck, σ’ αυτή τη συγκεκριμένη έννοια του «εθνικισμού»: «εμείς», οι διεθνιστές, αντιτιθόμαστε σ’ «αυτούς», τους εθνικιστές, με την πλήρη συνεπαγωγή της αμοιβαία αρνητικής επίκρισης[6]. Φυσικά, αυτό το είδος αντιεθνικισμού δεν απέκλειε την αλληλεγγύη με τα κινήματα ανεξαρτησίας στην Ιταλία ή την ανατολική Ευρώπη.

Μια απ’ τις πρώτες καταγγεγραμμένες εκφράσεις του εργατικού διεθνισμού ήταν ένα έγγραφο που προωθήθηκε απ’ την Ένωση Εργατών του William Lovett στις 1 Νοεμβρίου 1836. Στο έγγραφο αυτό, με τίτλο «Απεύθυνση στις Βελγικές Εργατικές Τάξεις», η Ένωση Εργατών εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι «τα συμφέροντά μας -όχι, τα συμφέροντα όλων των εργατών σε όλες τις χώρες του κόσμου- ταυτίζονται». Συμβουλέψαν τους Βέλγους «αδερφούς» να «σχηματίσουν, αν είναι εφικτό, μια ένωση με τις γειτονικές τους χώρες», επειδή «μια ομοσπονδία των εργατικών τάξεων του Βελγίου, της Ολλανδίας και της Επαρχιών του Ρήνου θα σχημάτιζε μια θαυμαστή δημοκρατία»[7].

Σύντομα, ιδρύθηκαν οργανώσεις που όχι μόνο προωθούσαν τη διεθνιστική σκέψη, μα επίσης διημουργούνταν σε μια διεθνή βάση, μεταξύ άλλων οι «Αδελφωμένοι Δημοκράτες» και η «Communistische Arbeiter-Bildungs-Verein» [Κομμουνιστική Ένωση για την Μόρφωση των Εργατών], με τη τελευταία να έχει μεταξύ των μελών της πολλούς μη-Γερμανούς. Όλες αυτές οι οργανώσεις μοιράζονταν έναν αριθμό χαρακτηριστικών. Ήταν συγκριτικά μικρές, έχοντας στην καλύτερη μερικές εκατοντάδες μέλη. Ήταν ιδιαίτερα ενεργές στο Λονδίνο, αν κι όχι αποκλειστικά εκεί. Τα μέλη τους ήταν υψηλά ειδικευμένοι εργάτες και τεχνίτες. Οι στοχεύσεις τους βρίσκονταν κυρίως στο πεδίο της εκπαίδευσης και της πληροφόρησης. Ο διεθνισμός αυτών των οργανώσεων υπήρξε ουσιαστικά θεωρητικός, ή πιθανώς μάλλον ιδεολογικός στη φύση του, και στην πράξη εκφραζόταν πάνω απ’ όλα σε διαμαρτυρίες σε αλληλεγγύη και στήριξη των «αδερφών» σε άλλες χώρες, ή εθνικοτήτων που εμπλέκονταν σε πάλη για την ανεξαρτησία τους.

Σ’ αυτές τις μικρές οργανώσεις φαίνεται να συνυπήρχαν μια ποικιλία από επιρροές. Υπάρχει το αίσθημα αλληλεγγύης των Βρετανών εργατών με τους ξένους πρόσφυγες· οι επαφές των τεχνιτών, εγειρόμενες απ’ τον κόσμο της μαθητείας, οι οποίες επαφές, παρεμπιπτόντως, ήταν πιθανότερα βαθύτερα ριζωμένες στην εμπειρία των τεχνιτών της ηπειρωτικής Ευρώπης παρά στη σχέση μεταξύ της ηπειρωτικής Ευρώπης και της Βρετανίας[8]· οι επαφές που εγείρονταν απ’ την μετανάστευση, ειδικά προς τις ΗΠΑ· και πιθανόν υπήρχαν μέχρι και μερικές μασονικές παραδόσεις.

Η Α’ Διεθνής, ιδρυμένη το 1864, αφενός αντιπροσώπευε μια συνέχεια αυτών των παλαιότερων οργανώσεων και, αφετέρου, εκπροσωπούσε επίσης μια ρήξη με το παρελθόν. Η συνέχεια συνίσταται στη ρητή ιδεολογική διεθνιστική της πτυχή, όμως η ρήξη της με το παρελθόν φαίνεται στην οργάνωσή της, επειδή η νέα Ένωση είχε Παραρτήματα σε διάφορα έθνη-κράτη της ηπειρωτικής Ευρώπης, στις ΗΠΑ, ακόμη και στη Λατινική Αμερική, και δεν περιόριζε τις δραστηριότητές της στην εκπαίδευση και την προπαγάνδα, αλλά τόνιζε την έμπρακτη προώθηση της εργατικής αλληλεγγύης. Στη τελευταία αυτή πτυχή, δώθηκε έμφαση σε δύο δραστηριότητες: οικονομική στήριξη των σύμμαχων οργανώσεων και περιορισμός της διεθνούς κινητικότητας της εργασιακής δύναμης. Φαίνεται ότι άλλες πιθανές μορφές αλληλεγγύης, πχ η αποτροπή εισαγωγής ορισμένων εμπορευμάτων, δεν εμφανίζεται ιδιαίτερα πριν απ’ το τέλος του 19ου αιώνα.

Καθώς η Α’ Διεθνής, σ’ αντίθεση με τους προκατόχους της, δεν συνιστούσε πλέον μια κυρίως πολιτική και προπαγανδιστική οργάνωση, μα επίσης σε μεγάλο βαθμό μια οικονομική οργάνωση, η άνοδός της κι η περαιτέρω ανάπτυξή της συνδέεται πολύ περισσότερο με τους οικονομικούς όρους και την μοίρα των συνδικάτων στις χώρες που είχε παραρτήματα. Πλάι σ’ αυτές τις δύο πτυχές, πρέπει επίσης να δωθεί προσοχή, φυσικά, στις δομικές μακροπρόθεσμες τάσεις στην οικονομική και την πολιτική σφαίρα.

Φαίνεται ότι αναφορικά με την κοινωνική σύνθεση των σχετικών της οργανώσεων, η άνοδος της Α’ Διεθνούς δεν μπορεί να ερμηνευτεί στη βάση της ανόδου του εργοστασιακού συστήματος. Πιθανότερα, η τεχνική κι οικονομική ανάπτυξη της παραγωγής των τεχνιτών εν μέρει δημιούργησε τους όρους για την άνοδο αυτής της νέας οργάνωσης. Η ανάπτυξη αυτή (i) επέφερε την ύφεση των τεχνιτών, καθώς προκάλεσε μια μείωση των απαιτούμενων προϋποθέσεων δεξιότητας, τον κορεσμό των επαγγελμάτων, κλπ, και (ii) επενέβη με τον εργασιακό έλεγχο των τεχνιτών, πχ τον έλεγχο του ρυθμούς της εργασίας, των διαλειμμάτων, των εργασιακών μεθόδων, κλπ. Δυστυχώς, δεν έχει γίνει σχεδόν καμία έρευνα σχετικά μ’ αυτή την πτυχή των παραγόντων που συνεισφέραν στην άνοδο της Α’ Διεθνούς.

Η περίοδος ύστερα απ’ το 1848 γνώρισε έναν ορισμένο βαθμό διεθνούς συγχρονισμού των οικονομικών κύκλων, πιθανόν για πρώτη φορά απ’ όταν ξεκίνησε η ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος. Ύστερα απ’ την άνθηση του 1850-1857, η επέκταση του παγκόσμιου εμπορίου διακόπηκε σύντομα απ’ αυτό που ονομάστηκε «πιθανώς η πρώτη παγκόσμια κρίση» (Hobsbawm). Η κρίση είχε ως αποτέλεσμα μια αλλαγή του πολιτικού κλίματος της εποχής. Ενώ η ήττα του 1848-1849 κυριαρχούσε ακόμη στην περίοδο της άνθησης, η κρίση του 1857-1858 κι η επακόλουθη περίοδος ανάκαμψης επέφερε μια αναβίωση της πολιτικής δραστηριότητας. Αφενός, τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι ειδικευμένοι εργάτες στις διάφορες εκβιομηχανισμές χώρες είχαν αρκετά κοινά, αφετέρου, ωστόσο, οι εργατικές οργανώσεις και το εργατικό δυναμικό διέφερε σε μεγάλο βαθμό. Απ’ το 1850, οι περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης βιώσαν ένα κύμα τεχνολογικής καινοτομίας, ακόμη κι αν η ένταση κι η ταχύτητα εισαγωγής αυτών των καινοτομιών διέφερε στις διάφορες βιομηχανίες και περιοχές. Για παράδειγμα, η ραπτομηχανή εφευρέθηκε στις ΗΠΑ το 1845 και παρουσιάστηκε στην Παγκόσμια Έκθεση στο Λονδίνο το 1851, και διείσδυσε ραγδαία στη βιομηχανία ενδυμάτων, μια βιομηχανία η οποία ήδη για κάποιο καιρό διαταρράσονταν απ’ την άνοδο των έτοιμων ρούχων. Ύστερα απ’ την προσαρμογή της μηχανης, στις αρχές της δεκαετίας του 1850, για χρήση στην υποδηματοποιία, η εφαρμογή της σ’ αυτή τη βιομηχανία ακολούθησε άμεσα. Έτσι, η παραγωγή αυξήθηκε, ενώ την ίδια στιγμή οι απαιτούμενες εργασιακές δεξιότητες μειώθηκαν. Στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ συνόψισε το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας:

Η μηχανή που έπαιξε αποφασιστικό επαναστατικό ρόλο και αγκαλιάζει εξίσου όλους τους πολυάριθμους κλάδους αυτής της σφαίρας παραγωγής όπως τη μοδιστρική, τη ραφτική, την υποδηματοποιία, την πιλοποιία, κλπ, είναι η ραπτομηχανή. Η άμεση επίδραση που άσκησε η ραπτομηχανή στους εργάτες είναι περίπου η ίδια με την επίδραση που ασκούν όλες οι μηχανές, που στην περίοδο της μεγάλης βιομηχανίας κατακτούν νέους κλάδους παραγωγής. Τα πιο μικρά παιδάκια απομακρύνονται. Ο μισθός των εργατών που εργάζονται στις μηχανές αυξάνει σε σύγκριση με τον μισθό των εργατών που εργάζονται στο σπίτι, απ’ τους οποίους πολλοί ανήκουν στους «φτωχότερους των φτωχών». Ο μισθός των πιο καλοστεκούμενων χειροτεχνών, που τους συναγωνίζεται η μηχανή, πέφτει. Οι καινούριοι εργάτες που δουλεύουν στις μηχανές είναι αποκλειστικά κορίτσια και νεαρές γυναίκες. Με τη βοήθεια της μηχανικής δύναμης εκμηδενίζουν το μονοπώλιο της ανδρικής δουλειάς στις πιο βαριές εργασίες[9].

Παρόμοιες εξελίξεις ήταν, για παράδειγμα, ορατές στα οικοδομικά επαγγέλματα (εισαγωγή μηχανών στη ξυλουργική, αυτόματη δημιουργία κλειδαριών, μηχανικές μεθόδοι για την κατασκευή τούβλων, κλπ).

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι αλλαγές αυτές πυροδότησαν οξείες διαμαρτυρίες. Το εξοχότερο παράδειγμα είναι, φυσικά, η απεργία και το λοκ-άουτ των Λονδρέζων οικοδόμων το 1859-1860. Σύμφωαν με νεώτερες ανακαλύψεις, παλέψαν πρωτίστως για μείωση της εργάσιμης ημέρας, για την 9ωρη εργάσιμη ημέρα, όμως στην πραγματικότητα εκείνο που ήθελαν κυρίως ήταν να διατηρήσουν κάποια μορφή εργασιακού ελέγχου. Τα παράπονα που εκφράζονται κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης είναι επαρκώς πειστικά επ’ αυτού:

Η χρήση μηχανών σ’ όλους τους κλάδους της ανθρώπινης βιομηχανίας έχει, σε μεγάλο βαθμό, καταστήσει τη ζήτηση χειρωνακτικής εργασίας περιττή. Όσον αφορά το δικό μας επάγγελμα, οι μηχανές έχουν ήδη αρπάξει τις πρώτες ύλες, τους μόρσους, τους τόρμους κλπ, και κάνουν τα πάντα πέρα απ’ την απλή συναρμολόγηση[10].

Παρά τις σημαντικές εθνικές διαφορές, οι τεχνικές κι οικονομικές τάσεις κι η αντίστοιχη αντίσταση έγιναν εμφανείς σ’ όλες τις εκβιομηχανισμένες χώρες. Όμως, οι ιδιαίτερες συνθήκες κι οι μορφές της αντιστάσης διέφεραν από χώρα σε χώρα.

Στη Βρετανία, την πιο ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, το κίνημα των ειδικευμένων εργατών ήταν καλύτερα οργανωμένο απ’ ότι στις ΗΠΑ ή την ηπειρωτική Ευρώπη. Παρότι είναι πολύ δύσκολο να βρούμε αξιόπιστα δεδομένα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο μέσος μισθός της ειδικευμένης εργασίας στη Βρετανία ήταν υψηλότερος απ’ ότι στην ηπειρωτική Ευρώπη, όχι μόνο λόγω του υψηλότερου επίπεδου εργατικής οργάνωσης, μα επίσης λόγω του γενικού κανόνα ότι «όσο πιο ανεπτυγμένη είναι οικονομικά μια χώρα, τόσο υψηλότερη είναι η τιμή του γηγενούς εργατικού δυναμικού»[11].

Ως αποτέλεσμα της σχετικά ευνοϊκής θέσης του εργατικού δυναμικού τις δεκαετίες του 1850 και του 1860, οι Βρετανοί εργοδότες, σε περίπτωση εργασιακών συγκρούσεων, προσπαθούσαν ν’ απαντήσουν φέρνοντας απεργοσπάστες απ’ το εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια της απεργίας των εργατών κασσίτερου στο Γουλβερχάμπτον το 1850, κατέφτασαν στη Βρετανία Γερμανοί και Γάλλοι απεργοσπάστες. Το 1859, μια απεργία εργατών πετρελαίου στο Λονδίνο σπάστηκε απ’ την είσοδο Γερμανών εργατών από εργοστάσια ζάχαρης «οι οποίοι, ως άνθρωποι συνηθισμένοι σε υψηλές θερμοκρασίες, ήταν διαθέσιμοι»[12]. Κατά τη διάρκεια της απεργίας και του λοκ-άουτ των οικοδόμων την χρόνια πιθανόν οι εργοδότες δεν έφεραν ξένους εργάτες, όμως είχαν ακουστεί μερικές τέτοιες απειλές.

Γενικά, μπορούμε να υποθέσουμε ότι για τους Βρετανούς εργάτες αυτές οι εξελίξεις προσφέραν τον πρωταρχικό λόγο για την ίδρυση μιας διεθνούς εργατικής οργάνωσης, όμως αυτή η ιστορική συγκυρία συχνά παραβλέπεται. Αφενός, το συνδικαλιστικό κίνημα ήταν αρκετά ώστε ν’ αναγκάσει τους εργοδότες να φέρουν ξένους εργάτες ώστε να κερδίσουν τις συγκρούσεις, αφετέρου το συνδικαλιστικό κίνημα δεν ήταν αρκετά ισχυρό ώστε ν’ ανταπαντήσει μόνο του αποτελεσματικά τις τακτικές των εργοδοτών. Η μεταβατική φύση αυτής της κατάστασης φέρει το αποτέλεσμα. Μόλις τα βρετανικά συνδικάτα έγιναν εθνικά αρκετά ισχυρά το καθένα ώστε να ελέγχει το δικαίωμα εισόδου των ξένων εργατών στις μεμονωμένες επαγγελματικές ομάδες, η αναγκαιότητα για μια οργάνωση που να ρυθμίζει διεθνώς την αγορά εργασίας εξαφανίστηκε.

Όμως, στις αρχές της δεκαετίας του 1860 δεν ήταν ακόμη έτσι τα πράγματα. Η διάσημη «Απεύθυνση στους εργάτες της Γαλλίας απ’ τους εργάτες της Αγγλίας» που εκδόθηκε στην εφημερίδα Beehive στις 5 Δεκεμβρίου 1863, συνόψιζε τα ζητήματα της περιόδου:

Η αδελφοσύνη των λαών είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των εργατών, επειδή βρίσκουμε ότι όποτε προσπαθούμε να καλυτερέψουμε την κοινωνική μας κατάσταση μειώνοντας τις ώρες του μόχθου ή αυξάνοντας τη τιμή της εργασίας, οι εργοδότες μας απειλούν φέρνοντας Γάλλους, Γερμανούς, Βέλγους, κλπ, να κάνουν τη δουλειά μας με μικρότερο μισθό από εμάς· συγγνώμη που λέμε ότι έχει συμβεί αυτό, καθώς δεν έγινε από μια επιθυμία εκ μέρους των αδερφών μας απ’ την ηπειρωτική Ευρώπη να μας πληγώσουν, γι’ αυτό κι επιθυμούμε τη τακτική και συστηματική επικοινωνία μεταξύ των βιομηχανικών τάξεων όλων των χωρών, την οποία ελπίζουμε να δούμε σύντομα να πραγματοποιείται, καθώς η αρχή μας είναι να φέρουμε τους μισθούς των κακοπληρωμένων όσο πιο κοντά γίνεται στους μισθούς εκείνων που αμοίβονται καλύτερα, και να μην επιτρέπουμε στους εργοδότες μας να μας θέτουν τον έναν ενάντια στον άλλον, φέρνοντάς μας έτσι στην αθλιότερη εφικτή κατάσταση, ταιριαστή για τις άπληστες διαπραγματεύσεις τους.

Ως έχει, το ζήτημα αφορούσε την κατάσταση στη Βρετανία. Αυτό φαίνεται έμμεσα, μα μολαταύτα ξεκάθαρα, απ’ το γεγονός ότι η γαλλική απάντηση σ’ αυτή την απεύθυνση, που διαβάστηκε απ’ τον Tolain στο ιδρυτικό συνέδριο της Α’ Διεθνούς τον Σεπτέμβριο του 1864, δεν αναφερόταν καθόλου στο συγκεκριμένο ζήτημα. Η απάντηση, βρισκόμενη πλήρως στην παράδοση της σκέψης με όρους εργατικών συνεταιριστικών κοινωνιών, έδωσε έμφαση στην υπονόμευση του ανεξάρτητου τεχνίτη απ’ την υψηλή οικονομία:

[Β]λέπουμε την μέλλουσα αριστοκρατία να καταλαμβάνει τον έλεγχο των μικρότερων καταθέσεων· […] διαπρέπουν, μέσω χιλιάδων ευφυών τρόπων, στο να παίρνουν απ’ τους εργάτες τον έλεγχο των μικρών τους κεφαλαίων αντί να διεγείρουν το πνεύμα πρωτοβουλίας τους. […] ο καταμερισμός της εργασάις τείνει να κάνει τον κάθε εργάτη μια μηχανή στα χέρια των μεγάλων λόρδων της βιομηχανίας[13].

Στη Γαλλία, όπως κι αλλού στην ηπειρωτική Ευρώπη, το ζήτημα δεν ήταν η παγίωση ενός αναπτυσσόμενους συνδικαλιστικού κινήματος, όπως ήταν στη Βρετανία. Η έμφαση δινόταν στη πιο στοιχειωδική πάλη συμφερόντων, η οποία προηγείται της ανάπτυξης καλά οργανωμένων συνδικάτων. Ο αξιοσημείωτος περιφερειακός κατακερματισμός και μια σχεδόν παντελή απουσία αναγνωρισμένων και νομικά κατοχυρωμένων συνδικαλιστικών δικαιωμάτων συνεισφέραν σε μια ραγδαία πολιτικοποίηση της εργασιακής σύγκρουσης.

Αυτή η διαδικασία συνδέεται με το γεγονός ότι η φύση των δράσεων αλληλεγγύης που οργανώνονταν στην ηπειρωτική Ευρώπη απ’ τη Διεθνή διέφερε απ’ το είδος των δράσεων που γινόνταν στη Βρετανία. Απ’ τα Πρακτικά του Γενικού Συμβουλίου της Α’ Διεθνούς φαίνεται ότι στην ηπειρωτική Ευρώπη το σημαντικό ζήτημα ήταν η οικονομική αλληλεγγύη. Απ’ το 1867 βλέπει κανείς ότι αυτό ισχύει στην περίπτωση των Παριζιάνων εργατών ορείχαλκου, τους οικοδόμους της Γενεύης και τους υφαντουργών μεταξωτών στη Λυών. Στη Βρετανία, το κεντρικό ζήτημα ήταν η ρύθμιση της προσφοράς εργασίας όπως φαίνεται απ’ την παρέμβαση υπέρ των Λονδρέζων τορναδόρων και των ραφτών του Εδιμβούργου, του Μάντσεστερ και του Λονδίνου. Φυσικά, δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για μια απόλυτη αντίθεση. Κι οι Βρετανοί εργάτες χρειάζονταν επίσης χρηματική στήριξη όταν εμπλέκονταν σε μια βιομηχανική σύγκρουση με τους εργοδότες τους και αντιστρόφως, καθώς η ισχύς των συνδικάτων της ηπειρωτικής Ευρώπης σταδιακά αυξάνονταν, συνειδητοποιήσαν κι αυτά τη σημασία τέτοιων ζητημάτων όπως η προσφορά εργασίας.

Από περίπου το 1870, εγέρθηκαν τρεις μεσαίας-κλίμακας εξελίξεις που απειλούσαν την ύπαρξη της Α’ Διεθνούς. Πρώτον, σε διάφορες χώρες η παγίωση των συνδικάτων συνεχίστηκε. Σ’ αυτό το ζήτημα η Βρετανία είχε μεγάλο προβάδισμα. Όχι μόνο τα συνδικάτα συνέχιζαν να μεγαλώνουν, μα επιπλέον αλλάζαν. Ξεκινώντας με την ίδρυση της ASE [Συνδυασμένη Ένωση Μηχανικών] το 1851, η συγχώνευση συνδικάτων συνεχίστηκε. Στις μεγάλες βιομηχανικές πόλεις, η Γλασκώβη, το Σέφιλντ, το Λίβερπουλ, το Εδιμβούργο, το Λονδίνο, κλπ, δημιουργήθηκαν σταθερά Επαγγελματικά Συμβούλια μεταξύ του 1858-1867, τα οποία, ξανά, συγχωνεύτηκαν δημιουργώντας το 1868 το TUC. Σχεδόν ταυτόχρονα, και στο πλαίσιο της κοινωνικής ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης, το εργατικό κίνημα απέκτησε μια μορφή κρατικής αναγνώρισης. Το 1867, η Μεταρρυθμιστική Πράξη διεύρυνε το δικαίωμα ψήφου. Το 1871, η Συνδικαλιστική Πράξη τέθηκε σε ισχύ βελτιώνοντας το νομικό στάτους των συνδικάτων. Το 1876 ακολούθησε μια Διορθωτική Πράξη. Το αποτέλεσμα αποδείχτηκε πολύ επιζήμιο στο ενεργό βρετανικό ενδιαφερόν για τη Διεθνή, το οποίο ήδη απ’ το 1870 είχε μειωθεί[14]. Νωρίτερα είδαμε ότι τις δεκαετίες του 1880 και 1890 μια παρόμοια τάση παγίωσης εμφανίστηκε και σε άλλες Ευρωπαϊκές και Βορειοαμερικανικές χώρες.

Δεύτερον, πρέπει να συνυπολογίσουμε το οικονομικό κλίμα της εποχής. Η περίοδος μεταξύ του 1870 και των μέσων της δεκαετίας του 1890 δεν μπορεί να περιγραφτεί απλώς όπως η περίοδος της Μεγάλης Ύφεσης. Πρέπει όμως ν’ αποδεχτούμε το γεγονός ότι τη τελευταία 25ετία του 19ου αιώνα εμφανίστηκε ένα κενό στην ανάπτυξη της βρετανικής οικονομίας. Βλέπουμε επίσης ότι η γερμανική κι η αμερικανική οικονομία βρισκόταν σε μια σοβαρή κρίση, και η γαλλική οικονομία της δεκαετίας του 1980 σε σοβαρά προβλήματα. Φαίνεται, συνεπώς, ότι μπορούμε να θεωρήσουμε δικαιολογημένα την περίοδο απ’ το 1873 ως περίπου υο 1895 ως μια περίοδο καθυστερημένης οικονομικής ανάπτυξης, στασιμότητας και ύφεσης, όλες τους μπλεγμένες σε μια σύνθετη συμμαχία. Η οικονομική καθυστέρηση συνοδεύτηκε από μια αλλαγή στη συλλογική νοοτροπία. Ο Rosenberg -μιλώντας γι’ αυτή τη διαδικασία στην κεντρική Ευρώπη- τη συνόψισε στη θέση ότι το κέντρο βάρους της πολιτικής αγκιτάτσιας μετατοπίστηκε απ’ τα ζητήματα της πολιτικής σε μια χυδαία έμφαση σε οικονομικούς στόχους: αντί για αντιπαραθέσεις για τα «μεγάλα» πολιτικά ζητήματα (ελευθερίες, αναδιάρθρωση του συντάγματος, κλπ) η πάλη για την οικονομική ασφάλεια έγινε το επίκεντρο της πολιτικής διαμάχης[15]. Μπορούμε δικαιολογημένα να εικάσουμε ότι αυτές οι μετατοπίσεις της στάσης και της αντίληψης πράγματι συμβαίνουν σε περιόδους επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών. Επειδή, όπως γνωρίζουμε, υπό τέτοιες συνθήκες ο «κοινωνικός χώρος» (Μερλώ-Ποντύ) για στοχασμό μακροπρόθεσμου σχεδιασμού ή κάπως αφηρημένων εγχειρημάτων μειώνεται, ενώ τα ζητήματα που άπτονται της καθημερινής επιβίωσης αποκτούν αυξημένη σημασία.

Τρίτον, ύστερα απ’ τον γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870-1871, οι εργατικές τάξεις εισήλθαν σε μια στενότερη σχέση με τα έθνη-κράτη. Ο Hobsbawm, μεταξύ άλλων, έχει υποδείξει ότι η διείσδυση μιας εθνικιστικής και σωβινιστικής στάσης στα εσαεί διευρυνόμενα κοινωνικά στρώματα υπήρξε σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα μιας συνειδητής πολιτικής -εκφρασμένη στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, τη στρατιωτική θητεία, τις δημόσιες τελετές, την μαζική παραγωγή δημόσιων μνημείων, κλπ[16]- η οποία, φυσικά, ανταποκρινόταν σε ορισμένες επιθυμίες των εργατικών τάξεων.

Ενόψει των συνδυασμένων δυνάμεων που μπορούσαν ν’ ασκήσουν αυτές δομικές τάσεις, η πιθανότητα επιβίωσης της Α’ Διεθνούς ήταν, στην αρχή, πολύ μικρή. Συνεπώς, φαίνεται χρήσιμο να επανεκτιμήσουμε δύο γεγονότα που η παραδοσιακή αφηγηματική ιστοριογραφία θεωρεί ουσιώδη για την ανάπτυξη της Διεθνούς. Γι’ αρχή, υπάρχει η πτώση της Παρισινής Κομμούνας, για την οποία πτώση ο Braunthal ορθώς παρατήρησε ότι καθόλου δεν κατέστρεψε τη Διεθνή[17]. Η σφαγή που διέπραξε ο Θιέρσος υπήρξε ένα σημαντικό γεγονός που συνέθλιψε το γαλλικό εργατικό κίνημα, δεν σήμαινε όμως το τέλος των άλλων παραρτημάτων της Διεθνούς Ένωσης Εργατών.

Επιπλέον, υπάρχει η διάσημη σύγκρουση μεταξύ του Μαρξ και του Μπακούνιν. Η επιρροή αυτών των δύο διανοούμενων φαίνεται να έχει υπερεκτιμηθεί. Τα αποτελέσματα της αντιπαράθεσής τους γίνονται κατανοητά μόνο αν δει κανείς την αντιπαράθεση στο πλαίσιο των πτυχών εκείνων της Α’ Διεθνούς οι οποίες υπήρξαν επίσης, με άλλους τρόπους, ουσιώδεις για την ύπαρξή της, ονομαστικά ο κατακερματισμός κι ο ακραία πενιχρός συγκεντρωτισμός των συνδεώμενων συνδικάτων, συνεταιριστικών κοινωνιών κι εκπαιδευτικών ενώσεων. Επιπλέον, η ηγεσία της Διεθνούς ήταν σχετικά απομονωμένη απ’ τη βάση της.

Στην μεταβατική φάση μεταξύ του 1870 με 1900, βλέπουμε έτσι μια ύφεση των πιθανοτήτων για έναν αποτελεσματικό εργατικό διεθνισμό του παλιού είδους. Μολαταύτα, η ανισομερής και συνδυασμένη ανάπτυξη της παγκόσμιας αγοράς κατά καιρούς επίτρεπε την εμφάνιση του διεθνισμού. Μπορούμε να δούμε δύο στιγμές ως ενδεικτικές της επίδρασής του.

  1. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1880, η Ιουράσια Ομοσπονδία[18] έπαιξε έναν εξέχον ρόλο για τους αναρχικούς. Οι δραστηριότητες της Ομοσπονδίας πρέπει να ειδωθούν υπό το πρίσμα της διεθνούς θέσης των Ελβετών ωρολογοποιών της περιόδου, οι οποίοι απειλούνταν απ’ τις τεχνολογικές προόδους στις ΗΠΑ όπου τα τυπικά εναλλάξιμα κομμάτια της κατασκευής ρολογιών στρέψαν στον ανταγωνισμό σε όφελος των Αμερικανών κατασκευαστών. Το αποτέλεσμα -σε συνδυασμό με μερικούς άλλους παράγοντες- ήταν η ενίσχυση της ριζοσπαστικής στάσης των Ελβετών ωρολογοποιοών, που οδήγησε σε μια μορφή πρώιμου συνδικαλισμού στην Ομοσπονδία. Παρότι τα γεγονότα δεν κατέληξαν σε κάποιο είδος έμπρακτης διεθνούς συνδικαλιστική δράσης, η κατάσταση είχε ως παράπλευρο αποτέλεσμα έναν αυξημένο «πολιτικό» διεθνισμό μεταξύ των σχετικών τεχνιτών. Κατά μία έννοια, το πρόβλημα των Ελβετών ωρολογοποιών επιλύθηκε μεταξύ καπιταλιστικών γραμμών, όταν οι Ελβετοί κατασκευαστές, αν και εν μέρει χάνοντας την υπεροχή τους επί των Αμερικάνων κατασκευαστών, προσαρμόστηκαν υιοθετώντας μερικές απ’ τις αμερικάνικες παραγωγικές μεθόδους, οπότε καταφέραν σχετικά σύντομα να σταθεροποιήσουν την κάπως εξασθενιμένη θέση τους[19].
  2. Όταν τη δεκαετία του 1880 οι Αμερικανοί τζαμοπαραγωγοί εργάτες, που είχαν σχέσεις με τους Ιππότες της Εργασίας, είδαν πως το εργασιακό τους μονοπώλιο απειλούνταν απ’ την εισαγωγή Άγγλων, Γάλλων και Βέλγων εργατών, οργανώσαν με επιτυχία συνελεύσεις στην Ευρώπη. Το 1884 ιδρύθηκε η Διεθνής Ένωση Υαλουργών Εργατών. Λειτουργώντας σύμφωνα με το παλιό μοντέλο των βρετανικών συνδικάτων της δεκαετίας του 1860, φαίνεται να βρέθηκαν σε θέση, αν και μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα, να ρυθμίσουν την εισαγωγή ξένων εργατών στις ΗΠΑ[20].

Ως ένας σημείο, οι δύο αυτές στιγμές αναπαριστούν μια απόρροια των δραστηριοτήτων της Α’ Διεθνούς, όπως και η περίπτωση της ίδρυσης της Β’ Διεθνούς το 1889. Επειδή, ήταν μόνο αφότου τα συνδικατά «εθνικοποιήθηκαν», τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εδραιώθηκαν σ’ εθνικό επίπεδο, και τα κόμματα διαχωριστήκαν ρητά, πχ όπως περίπου απ’ το 1900 κι ύστερα, που μπορεί κανείς να μιλήσει για ένα νέο είδος οργανωμένου διεθνισμού: τον διεθνισμό της «εθνικής» φάσης.

Σημειώσεις:
1. John Logue, Toward a Theory of Trade Union Internationalism, Gothenburg 1980· Eckart Hildebrandt/Werner Olle/Wolfgang Schoeller, «National unterschiedliche Produktionsbedingungen als Schranke einer gewerkschaftlichen Internationalisierung», Prokla, no 24, 1976, ιδίως σελ. 30-39.
2. Παρατίθεται στο Bernhard Porter, The Refugee Question in Mid-Victorian Politics, Cambridge 1979, σελ. 5.
3. Ό.π. Πρβλ Henry Weisser, British Working-Class Movements and Europe 1815-1848, Manchester 1975, σελ. 167-168: οι ξένοι εργάτες θεωρούνταν «αδελφοί δεινοπαθούντες, όχι υπεύθυνοι για τον ανταγωνισμό φτηνών ξένων αγαθών»· στη χειρότερη «ίσως συμπεριλαμβάνονταν απρόσωπα στους οικονομικούς υπολογισμούς».
4. Victor Kiernan, «Victorian London: Unending Purgatory», New Left Review 76, 1972, σελ. 81.
5. Jiří Kořalka, «Some Remarks on the Concepts of Nationalism and Internationalism», Historica, XIII (1966), σελ. 215.
6. Reinhart Koselleck, «Zur historisch-politischen Semantik asymmetrischer Gegenbegriffe» στο Koselleck, Vergangene Zukunjt. Zur Semantik geschichtlicher Zeiten, Frankfurt/M. 1979, σελ. 211-259 & 211-212. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι, για να παίξει τον ρόλο της «ασύμμετρης αντι-έννοιας», η ιδέα του διεθνισμού πρέπει να έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με την ιδέα του «εθνικισμού». Ο Μπένεντικτ Άντερσον (στο βιβλίο του Imagined Communities: Reflections on the Origin and Spread of Nationalism, Λονδίνο 1983, σελ. 15-16) όρισε το «έθνος» ως μια φαντασιακή κοινότητα. Είναι φαντασιακή επειδή τα μεμονωμένα μέλη του έθνους δεν μπορούν ποτέ να γνωριστούν προσωπικά μεταξύ τους, όμως μολαταύτα «στο μυαλό του καθενός ζει η εικόνα της κοινότητάς τους». Με τον ίδιο τρόπο, το έθνος αποτελεί μια κοινότητα επειδή γίνεται αντιληπτό ως μια «βαθιά, οριζόντια συντροφικότητα». Ο «διεθνισμός» στο προ-εθνικό εργατικό κίνημα έχει ως αφετηρία του ακριβώς την ίδια ιδέα μιας φαντασιακής κοινότητας, ονομαστικά την οικουμενική εργατική τάξη. Το συναισθηματικό της περιεχόμενο τεκμηριώνεται απ’ τη χρήση του όρου «αδέρφια». Αναφορικά μ’ αυτή τη γλώσσα της «αδελφοσύνης» πρέπει κανείς να θυμηθεί το γεγονός ότι ο Tönnies έχει υποδείξει πως τα μέλη μιας κοινότητας αντιλαμβάνονται την μεταξύ τους σχέση με όρους δεσμών αίματος. Η σχέση με όρους «αδερφών» επικρατεί της σχέσης με όρους «συζύγων», επειδή η πρώτη υποτίθεται ότι εκφράζει «την ισότητα ουσίας και δυνάμεων» παρά τις ατομικές διαφορές (Ferdinand Tönnies, Gemeinschaft und Gesellschajt. Abhandlung des Communismus und des Socialism us als empirischer Culturformen, Leipzig 1887, σελ. 9-12). Εκτενέστερα για τη σοσιαλιστική έννοια της «αδελφοσύνης», βλέπε Herbert Bartholmes, Bruder, Burger, Freund, Genosse und andere Warter der sozialistischen Terminologie, Wuppertal 1970, σελ. 81-93.
7. Η «Απεύθυνση» μπορεί να βρεθεί στο Arthur Lehning, From Buonarroti to Bakunin. Studies in International Socialism, Leyden 1970, σελ. 210-214. Ο Lehning παραθέτει επίσης την απάντηση σ’ αυτή την απεύθυνση, με τίτλο «Απάντηση των Βέλγων εργατών στην απεύθυνση των Άγγλων εργατών», ό.π., σελ. 214-218.
8. Για τη σχέση μεταξύ μαθητείας και διεθνισμού, βλέπε John Logue, «”Da blev jeg svend og sa tog jeg pa valsen”. Svendevandringer og internationalisme i fagbevaegelsen barndom», Meddelelser om Forskning i Arbejderbevaegelsens Historie, no 20 (1983). Μια περιγραφή των διαδρομών του άρθρου του Logue Μπορεί να βρεθεί στο Barret & Gurgand, Ils voyageaient la France. Vie et traditions des Compagnons du Tour de France au XIXe siecle, Paris 1980, σελ. 41-60, και στο Wolfgang Schieder, Anfonge der deutschen Arbeiterbewegung. Die Auslandsvereine nach der Julirevolution von 1830, Stuttgart 1963, σελ. 93-110. Απ’ αυτές τις εκθέσεις δημιουργείται η εντύπωση ότι σπάνια συνέβαινε μια μετακίνηση απ’ την ηπειρωτική Ευρώπη στη Βρετανία. Η αντίθετη διαδρομή, δηλαδή Βρετανοί τεχνίτες να μεταναστεύουν στην ηπειρωτική Ευρώπη, φαίνεται να υπήρξε εξίσου σπάνια.
9. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2002, σελ. 489.
10. Παρατίθεται στο Lefevre & Bennet, «Account of the Strike and Lock-Out in the Building Trades of London, in 1859 – 60», στο Trades’ Societies and Strikes. Report of the Committee on Trades’ Societies, London 1860, σελ. 62. [Σ.τ.Μ.]: Προφανώς, λέγοντας ότι η χειρωνακτική εργασία έχει γίνει περιττή, μιλά για την ειδικευμένη εργασία των τεχνιτών, όχι την ανειδίκευτη εργασία των βιομηχανικών εργατών.
11. Edna Bonacich, «The Past, Present and Future of Split Labor Market Theory», Research in Race and Ethnic Relations, vol. 1, 1979, σελ. 21.
12. Leader, 6 Αυγούστου 1859. Βλέπε επίσης H. Collins, «The International and the British
Labour Movement: Origin of the International in England» στο La Premiere Internationale. L’Institution, l’implantation, le rayonnement, Παρίσι 1968, σελ. 26-27.
13. Beehive, 1 Οκτωβρίου 1864. Το πρωτότυπο γαλλικό κείμενο μπορεί να βρεθεί στο David Rjazanov, «Zur Geschichte der Ersten Internationale», Marx-Engels-Archiv, vol. I, Frankfurt/M., n.d., σελ. 195-196.
14. «Τα μέλη των βρετανικών συνδικάτων που σχετίζονταν με τη Διεθνή δεν ξεπέρασαν ποτέ τα περίπου 50.000 άτομα, ενώ τα μέλη του συνόλου των βρετανικών συνδικάτων εκείνης της περιόδου κυμαίνονταν πιθανώς στα 800.000 άτομα. Τα συνδικάτα που συμμετείχαν στη Διεθνή, όπως οι χτίστες, οι ράφτες, οι υποδηματοποιοί, οι επιπλοποιοί, κλπ, ήταν κυρίως συνδικατά χειροτεχνικών επαγγελμάτων που βρίσκονταν σε ύφεση ή ήταν ευάλωτα, κυρίως απ’ το Λονδίνο […]. Και τα μέλη δεν ήταν πολύ επιμελή στην παρουσία τους στις συζητήσεις ή στην πληρωμή της συνδρομής. Το ενδιαφέρον τους για τη Διεθνή σύντομα ξεκίνησε να μειώνεται και τελικά οι επαφές διεκόπηκαν» (A. E. Musson, British Trade Unions, 1800-1875, London/Basingstoke 1972, σελ. 58).
15. Hans Rosenberg, Grosse Depression und Bismarckzeit. WirtschaftsablauJ, Gesellschaft und Politik in Mitteleuropa, West-Berlin 1967, σελ. 118-168.
16. Βλέπε, για παράδειγμα, Eric Hobsbawm, «Mass-Producing Traditions: Europe, 1870-1914» στο Hobsbawm & Ranger, eds, The Invention of Tradition, Cambridge etc. 1983, ή Eugen Weber, Peasants into Frenchmen. The modernization of rural France, 1870-1914, Stanford 1976.
17. ]ulius Braunthal, Geschichte der Internationale, vol. I, Hannover 1961, σελ. 178.
18. [Σ.τ.Μ.]: Γαλλική αναρχική, μπακουνιστική φραξιά της Α’ Διεθνούς. Πήρε τ’ όνομά της απ’ το όρος Ιουράς στα γαλλοελβετικά σύνορα, καθώς οι Ελβετοί ωρολογοποιοί της περιοχής μοιράζοντας αναρχικές ιδέες και ήταν στην ελβετική Saint-Imier της περιοχής αυτής που ιδρύθηκε η ομοσπονδία.
19. R. A. Church, «Nineteenth-Century Clock Technology in Britain, the United States, and Switzerland», Economic History Review, vol. XXVIII (1975)· David S. Landes, «Watchmaking: A Case Study in Enterprise and Change», Business History Review, vol. LIII (1979). Η καλύτερη δομική ανάλυση του ελβετικού αναρχισμού μπορεί να βρεθεί στο Fritz Brupbacher, Marx und Bakunin, Ein Beitrag zur Geschichte der Internationalen Arbeiterassoziation, Munich 1913, σελ. 51-54 & 57-62.
20. Norman J. Ware, The Labor Movement in the United States 1860-1895, New York/ London 1929, σελ. 191-200· Henry Pelling, «The Knights of Labor in Britain, 1880-1901», Economic History Review, IX (1956)· Leon Watillon, The Knights of Labor in Belgium, Los Angeles 1959. Φαίνεται ότι στη Γαλλία οι Ιππότες της Εργασίας δεν κατάφεραν ν’ αποκτήσουν βήμα πριν απ’ το 1893. Βλέπε Maurice Dommanget, La Chevalerie du Travail Française, Lausanne 1967.