Το παρακάτω κείμενο αποτελεί την υποενότητα 3.1 του 5ου κεφαλαίου του Tobias ten Brink, Global Political Economy and the Modern State System, εκδόσεις Brill, 2014, της σειράς βιβλίων του περιοδικού Historical Materialism. Πριν το κείμενο, μια σημείωση του συγγραφέα για τους όρους που χρησιμοποιεί: «Με το επίθετο διεθνές [international], θέλω να υποδείξω την αλληλεπίδραση μεμονομένων κρατικών δομών, διαδικασιών και δρώντων που λαμβάνει χώρα μεταξύ κρατών ή μεταξύ κυβερνήσεων. Οι διεθνείς πολιτικοί θεσμοί αποτελούν ουσιαστικά το προϊόν διακυβερνητικών αποφάσεων, όμως μολαταύτα μπορούν ν’ αποκτήσουν τη δική τους σχετική αυτονομία. Οι διεθνείς οικονομικές διαδικασίες, όπως οι εμπορικές σχέσεις, επηρεάζονται απ’ τις δομές των μεμονωμένων κρατών. Αντιθέτως, με τον όρο διαεθνικό [transnational], αναφέρομαι σε δομές, διαδικασίες και δρώντες η εξουσία κι η νομιμότητα των οποίων δεν απορέει πρωτίστως από μεμονωμένα έθνη-κράτη ή το διακυβερνητικό πεδίο. Εδώ έχουμε να κάνουμε πάνω απ’ όλα με οικονομικούς δρώντες, όπως οι διαεθνικές [ή, αλλιώς, πολυεθνικές] εταιρείες, ή με κοινωνικοπολιτιστικές διαδικασίες με την ευρύτερη έννοια. Οι διαεθνικές διαδικασίες επηρεάζονται επίσης από μεμονωμένα έθνη-κράτη, επηρεάζοντας όμως με τη σειρά τους τα κράτη αυτά. Ο όρος υπερεθνικό [supranational] μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να συλλάβει τη διαεθνικοποίηση της πολιτικής. Ο όρος παγκόσμιο [global] μπορεί να κατανοηθεί ως το πλατιά συμπεριληπτικό, αναρχικό πλαίσιο δόμων, διαδικασιών και δρώντων σε διάφορα επίπεδα, κυμαινόμενα απ’ το τοπικό ως το διεθνές, το διαεθνικό ή υπερεθνικό επίπεδο» (σελ. 5, υποσημείωση 6).
Το τρέχον δόγμα που διατυπώνει την αρχή ενός θεμελιακού μετασχηματισμού της νεωτερικής κρατικής υπόστασης στηρίζεται στη θεώρηση ότι η σημασία του συστήματος των κρατών είτε έχει μειωθεί είτε έχει εξαληφθεί πλήρως. Συνεπώς, αν τα προβλήματα του παλιού «εθνικού αστερισμού» ήταν σε μεγάλο βαθμό εθνικής εμβέλειας, τότε σήμερα τα προβλήματα αυτά είναι διαεθνικά· αν αυτά τα εθνικά προβλήματα βρίσκονταν κάποτε στη δικαιοδοσία της «κυβέρνησης του έθνους-κράτους», τότε σήμερα η διακυβέρνηση είναι υπερεθνική· αν το κράτος στο παρελθόν γενικά αντλούσε την εσωτερική του νομιμοποίηση από μια εθνική κοινωνία, τότε σήμερα αυτές οι νομιμοποιητικές διαδικασίες είναι υπερεθνικές. Στην ιστορική σύγκριση, αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού έχει υπάρξει «τόσο θεμελιώδης […] όσο η μετάβαση απ’ τη φεουδαρχική τάξη πραγμάτων στο σύστημα των εδαφικά προσδιορισμένων εθνικών κρατών»[1]. Σύμφωνα μ’ αυτή την κυρίαρχη σχολή σκέψης, οι διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης έχουν καταβάλει προσπάθειες να εξαλείψουν αυξανόμενα τους εθνικούς πολιτικούς σχηματισμούς και ν’ αλλάξουν τον χαρακτήρα τους. Το κοινό συμφέρον στην επίλυση των προβλημάτων γίνεται συνεπώς ένας αυξανόμενα καθοριστικός παράγοντας στην παγκόσμια πολιτικής εντός του «μεταεθνικού αστερισμού»[2].
Υπάρχει μια σειρά από λόγους να επιχειρηματολογήσουμε σε απάντηση αυτών των ισχυρών θεωριών της παγκοσμιοποίησης ότι συχνά μεγαλοποιούν τις σύγχρονες διαδικασίες της διεθνοποίησης και διαεθνοποίσης. Τέτοιες υπερβολές σχετίζονται άμεσα μ’ έναν ανακριβή χαρακτηρισμό του κόσμου των εθνών-κρατών πριν τη δεκαετία του 1970 ως «αδιαπέραστου»· δηλαδή, η υπεργενίκευση του πρώτου αποτελεί εν μέρει προϊόν του υπερτονισμού του δεύτερου. Όπως έχω ήδη προτείνει, η θεωρητική μου αφετηρία είναι ο πολιτικός κατακερματισμός του χώρου κι η πολλαπλότητα των μεμονωμένων κρατών ως η θεσμοθετημένη έκφραση αυτού του χώρου, η οποία δεν χρειάζεται αναγκαία να οδηγήσει στη σύγχρονη κατάσταση ενός κόσμου κομματιασμένου σ’ εθνικά κράτη μα αντ’ αυτού αποτελεί έναν ορισμένο σχηματισμό που απαιτεί ιστορική ανάλυση. Η γενική παραμέληση αυτού του γεγονότος, ονομαστικά ότι «ο ίδιος ο ορισμός του κράτους ως μια οριοθετημένη εδαφική επικράτεια συνεπάγεται ένα περαιτέρω σύνολο “πολιτικών” σχέσεων μεταξύ αυτού του κράτους και των άλλων κρατών – δηλαδή, τη γεωπολιτική», αποτελεί μια απ’ τις κεντρικές αδυναμίες της σύγχρονης συζήτησης αναφορικά με την παγκοσμιοποίηση[3].
Αν κι ο ενθουσιασμός γύρω απ’ την παγκοσμιοποίηση έχει υποχωρήσει απ’ το 2001 κι έπειτα, συνεχίζουν να κυριαρχούν ανεπαρκείς αναλύσεις[4]. Οι ετερογενείς συνέπειες της παγκοσμιοποίησης σε διάφορες περιοχές του κόσμου σπάνια διακρίνονται η μία απ’ την άλλη. Εκείνο που συχνά λείπει είναι μια ανάλυση που να διαφοροποιεί μεταξύ εκείνων των εξελίξεων που εξασθενούν το μεμονωμένο κράτος κι εκείνων που τείνουν να το ενισχύσουν. Λείπει επίσης μια ανάλυση των τάσεων για την μεταφορά των ρυθμιστικών μηχανισμών σε διεθνή, υπερεθνικά και διαεθνικά επίπεδα, τάσεις που αναζωογονούν ταυτόχρονα τόσο το έθνος-κράτος όσο και τη διαεθνικότητα, ή που αυξάνουν τη σημασία ειδικών τοπικών επιπέδων.
Μια σειρά από ισχυρισμούς ριζωμένους στη συνεχιζόμενη πολλαπλότητα των μεμονωμένων κρατών έρχονται σ’ αντίθεση με το τρέχον δόγμα της παγκοσμιοποίησης. Μερικοί θεωρητικοί απ’ τη νεοβεμπεριανή παράδοση, όπως ο Michael Mann, το εξηγούν αυτό με τους όρους της εσωτερικής ορμής των πολιτικών και στρατιωτικών δικτύων ισχύος[5]. Απ’ αυτή την οπτική, ο παγκόσμιος καπιταλισμός παρουσιάζει υπερβολικά πολλά ρήγματα και διαφορές πολιτικής φύσεως ώστε να επιτρέψει ένα μετακρατικό, διαεθνικά ολοκληρωμένο σύστημα. Άλλοι θεωρητικοί απ’ την μαρξιστική παράδοση υποθέτουν ένα είδος αμοιβαίας αλληλεπίδρασης μεταξύ του έθνους-κράτους και της παγκοσμιοποίησης. Σύμφωνα, για παράδειγμα, με την Ellen Meiksins Wood, αν ο καπιταλισμός κάποια στιγμή αναπτύχθηκε σ’ εθνικές μορφές, κι αν αυτό μιμήθηκε σ’ άλλες εθνικά οργανωμένες διαδικασίες, τότε το σύστημα αυτοαναπαράγεται διαρκώς: «Η αναπόφευκτα ανισομερής ανάπτυξη των ξεχωριστών, αν και συσχετιζόμενων, εθνικών οντοτήτων, ειδικά όταν υπόκεινται προσταγές ανταγωνισμού, ουσιαστικά εγγυάται την επιμονή των εθνικών μορφών»[6]. Εδώ, το επιχείρημα είναι ότι το διακρατικό σύστημα συνεχίζει να υπάρχει λόγω της αποτυχίας των υπερεθνικών ή διαεθνικών οργανισμών να ρυθμίσουν τις αντιφάσεις του καπιταλισμού με κάποιο βαθμό επιτυχίας:
[Κ]ανένας διαεθνικός οργανισμός δεν έχει πλησιάσει στο ν’ αναλάβει τις επιτακτικές λειτουργίες του έθνους-κράτους για τη διατήρηση του συστήματος της ιδιοκτησίας και της κοινωνικής τάξης, πολλώ δε μάλλον τη λειτουργία του καταναγκασμού που αποτελεί τη βάση όλων των άλλων λειτουργιών. Καμία πιθανή μορφή «παγκόσμιας διακυβέρνησης» δεν μπορεί να παρέχει το είδος της καθημερινής κανονικότητας ή τους όρους συσσώρευσης που χρειάζεται το κεφάλαιο. Ο σημερινός κόσμος είναι, στην πραγματικότητα, περισσότερο από ποτέ ένας κόσμος των εθνών-κρατών. Η πολιτική μορφή της παγκοσμιοποίησης δεν είναι, ας το επαναλάβουμε, ένα παγκόσμιο κράτος μα ένα παγκόσμιο σύστημα πολλαπλών τοπικών κρατών, δομημένων σε μια σύνθετη σχέση κυριαρχίας και καθυπόταξης[7].
Ακόμη και τα μεμονωμένα κεφάλαια εκείνα που λειτουργούν κυρίως «διαεθνικά», οφελούνται απ’ τον πολιτικό κατακερματισμό του χώρου επειδή, μ’ αυτόν τον τρόπο, διατηρείται η ανισότητα της καπιταλιστικής ανάπτυξης (πχ, άνισες εργασιακές συνθήκες και μισθολογικά επίπεδα).
Μελετητές του εθνικισμού όπως ο Έρνεστ Γκέλνερ ή ο Μπένεντικτ Άντερσον εγείρουν ένα σχετικό επιχείρημα ότι η μόνο η «εθνική μορφή» είναι ικανή να διασφαλίσει την κοινωνική συνοχή στο εσωτερικό κοινωνιών που απαιτείται να επιβιώσουν εντός ενός δυναμικού κι επιρρεπή σε κρίσεις κοσμοσυστήματος. Τόσο τα εθνικά όσο και τα εθνικιστικά κινήματα παίζουν έναν πανίσχυρο ρόλο ως μια «φαντασιακή κοινότητα» που συνεχίζει να είναι συναφής παρόλες τις τάσεις προς την παγκοσμιοποίηση[8]. Οι συγγραφείς αυτοί εξηγούν πως η εθνική μορφή έχει υπάρξει ικανή να αυτοεπιβεβαιωθεί επί άλλων μορφών (για παράδειγμα, τις πολιτικές-εμπορικές πόλεις-κράτη όπως η Χάνσα) στην ιστορία των τελευταίων 300 ετών, και πως τα έθνη διατηρούν μια τεράστια νομιμοποίηση μέχρι και σήμερα – ως «η καθολικότερη νομιμοποιητική αξία στην πολιτική ζωή της εποχής μας»[9]. Από μόνη της, η παγκοσμιοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων διαρκώς αμφισβητεί την έννοια των ομοιογενών «εθνών». Ωστόσο, την ίδια στιγμή, διακρίνεται μια τυπική μορφή εξατομίκευσης στην καπιταλιστική κοινωνία, επειδή έχει τη τάση να υπονομεύει και να επαναστατικοποιεί περαιτέρω τις ίδιες εκείνες κοινωνικές σχέσεις, τα παραδοσιακά πολιτιστικά χαρακτηριστικά και τους κοινούς προσανατολισμούς που καθιστούν την κοινωνία εφικτή κι ικανή να επιβιώσει εξ αρχής. Το αίσθημα ανασφάλειας και η πρόκληση της κοινωνικής ενσωμάτωσης ανήκουν στα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του καπιταλισμού[10]. Το νεωτερικό έθνος κι ο νεωτερικός εθνικισμός συγκροτούν ένα πεδίο στο οποίο η κοινωνική αλληλεγγύη μπορεί συμβολικά να οριστεί κι επανακινητοποιηθεί:
Αυτό συμβαίνει μέσω της βασισμένης στην εξουσία δημιουργία ομοιοτήτων και παραδόσεων που πηγαίνουν πέρα απ’ τις τοπικές και συγκεκριμένες σχέσεις. Αυτές οι ομοιότητες είναι αναγκαίες και βοηθούν τη χάραξη των ορίων μεταξύ του τι είναι ξένο, εξωτερικό και εξωεδαφικό, συνεπώς ορίζοντάς το. Παρά το γεγονός ότι η καπιταλιστική κοινωνία είναι εξατομικευμένη, κατακερματισμένη και ξεσκισμένη από κοινωνικές αντιφάσεις, αυτή η έννοια της εθνικότητας μπορεί να βοηθήσει την καπιταλιστική κοινωνία να πραγματωθεί ως μια προσδιορίσιμη και λογική συνεκτικότητα, δηλαδή, ως μια οντότητα. Οπότε, στη συνείδηση των μελών της, η καπιταλιστική κοινωνία αποκτά μορφή, κοινά χαρακτηριστικά και σύνορα, προσφέροντας στα άτομα μια φαινομενική θέση στον χώρο και τον χρόνο· μεταδίδει ένα αίσθημα ανήκειν κι υπαρξιακής ασφάλειας[11].
Είναι συνεπώς πολύ στενό ν’ αναλύσουμε την επιμονή της πολλαπλότητας των εδαφικών κρατών «απλώς» ως το ιστορικό προϊόν του γεγονότος ότι ο καπιταλισμός αναδύθηκε από, κι εδραιώθηκε βασισμένο σε, ένα προϋπάρχον προκαπιταλιστικό διακρατικό σύστημα. Ο Joachim Hirsch επιχειρεί να κινηθεί πέρα απ’ αυτό το επίπεδο ερμηνείας. Σύμφωνα με τον Hirsch, μπορούμε ν’ αναλογιστούμε την πιθανότητα ενός παγκόσμιου κράτους μόνο εάν υποθέσουμε λαθεμένα ότι ο καπιταλισμός βασίζεται σε μια απλή κοινωνική σχέση εμπορευματικής ανταλλαγής, κι όχι σ’ εκμετάλλευση και ταξικές αντιφάσεις. Το επιχείρημά του αναφέρεται στην Claudia von Braunmühl, η οποία έδωσε έμφαση ήδη απ’ τη δεκαετία του 1970 στο γεγονός ότι ο «πολιτικός παράγοντας της κυριαρχίας […] εμπεριέχεται στις καθεαυτές οικονομικές σχέσεις βίας μεταξύ της μισθωτής εργασίας και του κεφαλαίου»[12]. Η, ουσιαστικά φιλελεύθερη, ιδέα ότι το σύστημα των μεμονωμένων κι ανταγωνιζόμενων κρατών θα μπορούσε να εξαλειφθεί εντός τους καπιταλιστικού πλαισίου είναι λαθεμένη σύμφωνα με τον Hirsch. Διαφορετικά, οι θεσμοί που συντηρούν τη ταξική κυριαρχία θα έπρεπε επίσης να εξαλειφθούν: «Ο λόγος που η πολλαπλότητα των κρατών αναπαριστά ένα συγκροτητικό χαρακτηριστικό του καπιταλισμού κι όχι απλώς ένα ιστορικώς τυχαίο φαινόμενο κείτεται στο γεγονός ότι οι κοινωνικές αντιφάσεις κι ανταγωνισμοί εντός του καπιταλιστικού τρόπου κοινωνίας, δηλαδή, οι ταξικοί ανταγωνισμοί κι ο ανταγωνισμός [στην αγορά], δεν εκφράζονται μόνο στην “εξατομίκευση” των κρατών πάνω από την κοινωνία κι έναντια σ’ αυτή, μα επίσης και στον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών. Το σύστημα των κρατών αποτελεί μια δομική έκφραση της καπιταλιστικής τάξης και των σχέσεων ανταγωνισμού»[13]. Χωρίς το μεμονωμένο κράτος, οι θεμελιώδεις μηχανισμοί εξισορρόπισης των συγκρούσεων τόσο στο εσωτερικό των τάξεων όσο και μεταξύ τους δεν θα μπορούσε πλέον να διασφαλιστεί[14]. Χωρίς «εθνικές» ταξικές διαιρέσεις, οι ουσιώδεις στον καπιταλισμό τρόποι ενσωμάτωσης θα εξαφανίζονταν. Όταν οι ταξικοί ανταγωνιστές -μισθωτοί εργάτες, εργοδότες κι άλλες τέτοιες ομάδες- οργανώνονται κι ολοκληρώνονται σ’ εθνικό επίπεδο και έρχονται σε σύγκρουση με τους αντίστοιχους ομολόγους τους που βρίσκονται εκτός της κρατικής εδαφικής επικράτειας, τότε αυξάνονται οι προοπτικές για συνεχή επιτύχη συσσώρευση κεφαλαίου.
Σύμφωνα με τον Hirsch, η εξατομίκευση του κράτους αποτελεί την «καθοριστική βάση του “φετίχ-κράτος”, δηλαδή, της αντίληψης ότι το κράτος ενσαρκώνει μια “συλλογική θέληση” που πηγαίνει πέρα απ’ τις κοινωνικές σχέσεις ανισότητας, εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. Είναι οπότε κρίσιμης σημασίας ότι η εκπλήρωση κι η διατήρηση αυτής της μορφής προϋποθέτει την οριοθέτηση μεμονωμένων διακριτών κρατών, το καθένα με τις δικές του θεσμοθετημένες ταξικές σχέσεις και συμβιβασμούς. Σ’ ένα παγκόσμιο κράτος αυτό θα ήταν ανέφικτο και το κράτος-φετίχ δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικά, καθώς θ’ απουσίαζε το καθοριστικό θεμέλιο για τη νομιμοποίηση των υπάρχοντων τάξεων»[15].
Οπότε, ο Hirsch αιτιολογεί την ανάγκη ύπαρξης πολλών κρατών αναφερόμενος σε οριζόντιες και κάθετες συγκρούσεις, δίνοντας περισσότερη έμφαση στη σημασία των «κάθετων» ταξικών ανταγωνισμών για την ερμηνεία της επιμονής της πολλαπλότητας των κρατών απ’ ότι, για παράδειγμα, ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ ή ο Ανρί Λεφέβρ οι οποίοι, όπως είδαμε παραπάνω, τείνουν αντ’ αυτού να τονίζουν τις «οριζόντιες» σχέσεις ανταγωνισμού μεταξύ των κεφαλαίων και τη σχετική μ’ αυτό χωρική παγίωση του κεφαλαίου, ιδίως του παραγωγικού κεφαλαίου, ως το θεμέλιο για τη συνεχιζόμενη ύπαρξη των μεμονωμένων κρατών. Κατ’ εμέ, τα δύο επιχειρήματα μπορούν να συνδυαστούν και ν’ αλληλοσυμπληρωθούν με μια θεωρία για τη δομική αλληλεξάρτηση μεταξύ του «οικονομικού» και του «πολιτικού». Ο σχηματισμός διαταξικών συμμαχιών για τη διασφάλιση του «τοπικού» είναι απολύτως καθοριστικός για τη διασφάλιση των καπιταλιστικών σχέσεων. Η συνοχή που συνεπώς απαιτείται, δηλαδή, ο σχηματισμός φαντασιακών κοινοτήτων, είναι προς το παρόν καλύτερα εφικτή στο πλαίσιο του μεμονωμένου κράτους ή στις τρέχουσες απόπειρες μακρο-περιφερειακής κρατικής ολοκλήρωσης (ακόμη κι αν τέτοιες απόπειρες είναι δύσκολο να πραγματωθούν). Την ίδια στιγμή, οι χωρο-χρονικές παγιώσεις του κεφαλαίου θέτουν σημαντικές απαιτήσεις στους αντίστοιχους κρατικούς ρυθμιστικούς μηχανισμούς, οι οποίοι προσπαθούν να διασφαλίσουν σταθερή συσσώρευση κεφαλαίου σε μια ανεξάρτητη βάση. Θα ήταν οπότε κοντόφθαλμο να συμπεράνουμε, βασισμένοι στη διεθνοποίηση και διαεθνοποίηση της οικονομίας και (εν μέρει) των ταξικών σχέσεων, ότι το διεθνές σύστημα των κρατών εξαφανίζεται[16].
Σημειώσεις:
1. Michael Zürn, «Zu den Merkmalen postnationaler Politik» στο Jachtenfuchs & Knodt, eds, Regieren in internationalen Institutionen, εκδόσεις Leske & Budrich, 2002, σελ. 215.
2. Τέτοιες ιδέες βρίσκουν στήριξη, για παράδειγμα, στον «κοσμοπολιτικό ρεαλισμό» του κοινωνιολόγου Ulrich Beck: «Επειδή τα κράτη θέλουν να επιβιώσουν, πρέπει να δουλέψουν από κοινού […] Δεν είναι η αντιπαλότητα, μα αντ’ αυτού η συνεργασία που μεγιστοποιεί το εθνικό συμφέρον» (Beck, Der kosmopolitische Blick oder: Krieg ist Frieden, εκδόσεις Suhrkamp, 2004, σελ. 265). Και: η αποικιοκρατία κι ο ιμπεριαλισμός «δεν είναι μόνο αντικοσμοπολιτικοί […] μα επίσης αρκετά αντιοικονομικοί. Με την οικονομική παγκοσμιοποίηση, αναπτύσσεται επίσης η εκπολιτιστική δύναμη του “πασιφιστικού καπιταλισμού”» (Beck, «Pax Americana, Pax Europeana» στο Speck & Sznaider, eds, Empire Amerika: Perspektiven einer neuen Weltordnung, 2003, εκδόσεις Deutsche Verlags-Anstalt, σελ. 238-239). Παρόμοιοι ισχυρισμοί, αν και κάπως λιγότερο ιδεαλιστικοί, γίνονται απ’ τον Γιούργκεν Χάμπερμας, ο οποίος υποστήριζε την έννοια μιας πολιτικά προσδιορισμένης «παγκόσμιας πολιτειότητας» τη δεκαετία του 1990. Μ’ αυτή την έννοια ανέμενε την προθυμία της κρατικής εξουσίας ν’ αντιμετωπίσει τα διαεθνικά προβλήματα με τη βοήθεια μιας «παγκόσμιας εγχώριας πολιτικής». Τα μεγαλύτερα κράτη πρέπει να θελήσουν να «διευρύνουν τις ατομικές τους προτιμήσεις σε μια “παγκόσμια διακυβέρνηση”» (Χάμπερμας, The Postnational Constellation: Political Essays, 2001, εκδόσεις MIT Press, σελ. 55· πρβλ Χάμπερμας, «Kants Idee des ewigen Friedens – aus dem historischen Abstand von zweihundert Jahren» στο Lutz-Bachmann & Bohman, eds, Frieden durch Recht: Kants Friedensidee und das Problem einer neuen Weltordnung, εκδόσεις Suhrkamp, 1996· David Held, «Cosmopolitanism: Ideas, Realities and Deficits» στο Held & McGrew, eds, Governing Globalization: Power, Authority and Global Governance, εκδόσεις Polity Press, 2002· Held & McGraw, Globalization/Anti-Globalization, εκδόσεις Polity Press, 2002· για μια κριτική αυτού του «δημοκρατικού-κοσμοπολιτικού» μοντέλου, βλέπε Tony Smith, Globalisation: A Systematic Marxian Account, εκδόσεις Brill, 2006, σελ. 127-162).
3. Mann 1993, σελ. 56 (ο τονισμός του πρωτότυπου).
4. Για παράδειγμα, ο όρος παγκόσμια κοινωνία χειρίζεται με σχετικά μη-κριτικό τρόπο (βλέπε την πλειοψηφία των κειμένων στο Heintz, Münch, & Tyrell 2005). Πιο πρόσφατα, ο διάσημος κοινωνικός κονστρουκτιβιστής Alexander Wendt διέκρινε τον εαυτό του με την επιβεβαίωση ότι ο σχηματισμός ενός «παγκόσμιου κράτους» τα επόμενα 100-200 χρόνια είναι επικείμενος (Wendt 2003, σελ. 491 et sq). Η θεωρία του, όπως δηλώνει κι ο ίδιος, είναι «τελεολογική».
5. Michael Mann, The Sources of Social Power, volume 1: A History of Power From The Beginning to A.D. 1760, εκδόσεις Cambridge University Press, 1986, σελ. 2.
6. Ellen Meiksins Wood, «Global Capital, National States» στο Rupert & Smith, eds, Historical Materialism and Globalization, εκδόσεις Routledge, 2002, σελ. 24· πρβλ Hannes Lacher, «Making Sense of the International System» στο Rupert & Smith, eds, ό.π., 2002 και Lacher, «International Transformation and the Persistence of Territoriality: Toward a New Political Geography of Capitalism», Review of International Political Economy, vol. 12, no. 1, 2005.
7. Wood, Empire of Capital, εκδόσεις Verso, 2003, σελ. 19-20.
8. Μπένεντικτ Άντερσον, Imagined Communities: Reflections on the Origin and Spread of Nationalism, εκδόσεις Verso, 1991· Έρνεστ Γκέλνερ, Έθνη και Εθνικισμός, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1992 και Γκέλνερ, Εθνικισμός: Πολιτισμός, Πίστη και Εξουσία, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2002· και Ετιέν Μπαλιμπάρ, «The Nation Form: History and Ideology», Review (Fernand Braudel Center), vol. 13, no. 3, 1990 [το μεγαλύτερο μέρος του άρθρου αυτού μπορεί να βρεθεί στα ελληνικά στο Μπαλιμπάρ & Βαλλερστάιν, Φυλή, Έθνος, Τάξη: Οι Διφορούμενες Ταυτότητες, εκδόσεις Ο Πολίτης, 1991, σελ. 132- 161].
9. Άντερσον, ό.π., 1991, σελ. 3.
10. Η ανάγκη για ταυτότητα συνεχίζει να μην εξηγεί την ύπαρξη των εθνικών διαιρέσεων. Είναι τεχνητές, όμως μπορούν ακόμη να προσφέρουν μια ορισμένη έκφραση για την ανάγκη ταυτότητας. Ωστόσο, μια ταυτότητα πέρα απ’ τα έθνη είναι απολύτως εφικτή.
11. Joachim Hirsch, Materialistische Staatstheorie: Transformationsprozesse des kapitalistischen Staatensystems, εκδόσεις VSA-Verlag, 2005, σελ. 68.
12. Claudia von Braunmühl, «Die nationalstaatliche Organisiertheit der bürgerlichen Gesellschaft: Ansatz zu einer historischen und systematischen Untersuchung» στο Hans-Georg Backhaus, ed, Gesellschaft: Beiträge zur Marxschen Theorie 8/9, εκδόσεις Suhrkamp, 1976, σελ. 319.
13. Hirsch, ό.π., σελ. 59· πρβλ Christoph Görg 2002, «Einheit und Verselbständigung: Probleme einer Soziologie der “Weltgesellschaft”», Zeitschrift für Internationale Beziehungen, vol. 9, no. 2, σελ. 289.
14. Hirst & Thompson, Globalization in Question: The International Economy and the Possibilities of Governance, εκδόσεις Polity Press, 2002, σελ. 222-223.
15. Hirsch, ό.π.
16. Οι ακαδημαϊκοί της παράδοσης της δρωντοκεντρικής θεσμικής θεωρίας [actor-centred institutionalism] καταλήγουν σ’ ένα θεωρητικό συμπέρασμα παρόμοιο με το δικό μου: ακόμη κι αν, εξ αρχής, η «νεωτερικότητα», σ’ έναν ορισμένο βαθμό, υπήρξε μια «παγκόσμια κοινωνία», η αναπαραγωγή της ως μια λειτουργικώς διαφοροποιημένη οντότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω μιας «κομματιασμένης, διαφοροποιημένης πολλαπλότητας εθνικών κοινωνιών» (Uwe Schimank, «Weltgesellschaft und Nationalgesellschaften: Funktionen von Staatsgrenzen», Zeitschrift für Soziologie, special issue 1, 2005).