Το κείμενο αυτό του Ετιέν Μπαλιμπάρ γράφτηκε για το Συνέδριο «Μετανάστευσης και Ρατσισμού» στο Αμβούργο τον Σεπτέμβριο του 1990. Ύστερα δημοσιεύτηκε στο New Left Review 186, Μάρτιος-Απρίλιος 1991, απ’ όπου και το μεταφράσαμε.

Θα ήθελα να ξεκινήσω εξηγώντας γιατί κατέληξα να τροποποιήσω το συμφωνημένο θέμα και, σε κάποιο βαθμό, το επίκεντρο αυτής της συνεισφοράς. Υπήρχαν κάποιοι γενικοί λόγοι, οι οποίοι περάσαν απ’ το μυαλό μου καθώς διάβαζα το πρόγραμμα του Συνεδρίου, όμως τα πρόσφατα πολιτικά γεγονότα μου προσφέραν μια ακόμη περισσότερο αποφασιστική ώθηση. Ο γενικός τίτλος του Συνεδρίου μας -«Μετανάστευση και Ρατσισμός»- ανταποκρίνεται σ’ ένα μακρόβιο εγχείρημα που επινοήθηκε σε μια διαφορετική συγκυρία απ’ τη σημερινή. Ο τίτλος φαίνεται να υπαινίσσεται δύο ιδέες οι οποίες, παρότι για κανένα λόγο δεν είναι ξεπερασμένες, χρειάζεται τώρα να τοποθετηθούν εντός ενός γενικότερο πλαισίου, να τοποθετηθούν εντός ενός ευρύτερου και περισσότερο σύνθετου όλου. Είναι περισσότερο ξεκάθαρο από ποτέ ότι το πρόβλημα το οποίο συζητάμε είναι κρίσιμο για μια ειλικρινή πολιτική αναφορικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, ο τίτλος «Μετανάστευση και Ρατσισμός» υπονοεί ότι υπάρχει μια ιδιαίτερη σύνδεση μεταξύ δύο φαινομενικά καλά προσδιορισμένων φαινομένων, το ένα εκ των οποίων φαίνεται ν’ ανήκει στο πεδίο των οικονομικών και δημογραφικών γεγονότων και το άλλο στο πεδίο της κοινωνικής συμπεριφοράς και των ιδεολογιών. Αυτό σημαίνει ότι ενώ το παρόν μεταναστευτικό μοτίβο δεν «παράγει» αναπόφευκτα τον ρατσισμό -όπως συχνά ισχυρίζεται μια ορισμένη συντηρητική ανάλυση- δίνει στον σύγχρονο ρατσισμό ένα σημείο εστίασης, ώστε στις χώρες μας ο ρατσισμός είναι πάνω απ’ όλα ένας αντιμεταναστευτικός ρατσισμός προσανατολισμένος ενάντια στους ξένους εργάτες, τις οικογένειές τους και τους απογόνους τους. Αυτό φαίνεται πως είναι εκείνο που τον διακρίνει από άλλες ιστορικές καταστάσεις. Αναμφίβολα, οι Γάλλοι συγγραφείς έχουν τη τάση να βλέπουν τα πράγματα μ’ αυτόν τον τρόπο, κι οι Γερμανοί φίλοι μας αυθόρμητα έκαναν το ίδιο. Αυτή είναι η πρώτη ιδέα που πρέπει να εξετάσουμε.

Αυτό μας οδηγεί άμεσα στη δεύτερη ιδέα. Είναι βέβαιο ότι, σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, τα πράγματα μπορούν να τεθούν αυτομάτως μ’ αυτόν τον τρόπο; Οι σύγχρονες ορολογίες προτείνουν ότι τα πράγματα δεν έχουν έτσι. Στη Βρετανία οι άνθρωποι μιλούν για «φυλετικές σχέσεις», και οι πληθυσμοί που πέφτουν θύματα του ρατσισμού αποκαλούνται «μαύροι» αντί για «μετανάστες» – το οποίο υπονοεί μια πολύ αμεσότερη μεταποικιακή κατάσταση κι εικόνα. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει πραγματική ομοιομορφία απ’ την μια χώρα στην άλλη, μόνο μια ποικιλομορφία «εθνικών» καταστάσεων στις οποίες ο σύνδεσμος μεταξύ μετανάστευσης και ρατσισμού επιβάλεται ανισομερώς. Η πηγή κι η αντιμετώπιση της μετανάστευσης, η φύση των φυλετικών διακρίσεων, το επίπεδο των κοινωνικών εντάσεων, η κλίμακα των πολιτικών συνεπειών, και ιδίως των οργανωμένων ρατσιστικών κι αντιρατσιστικών κινημάτων – κανένα εξ αυτών δεν είναι με κανένα τρόπο το ίδιο σ’ όλες τις χώρες.

Ένας νέος ευρωπαϊκός ρατσισμός

Μολαταύτα, είχαμε, και συνεχίζουμε να έχουμε, λόγους να υποθέτουμε ότι αυτές οι διαφορετικές διατάξεις επηρεάζουν η μία την άλλη, και ότι τα τελευταία χρόνια έχουν τελικά συγκλίνει παράγοντας ένα εντυπωσιακό νέο φαινόμενο το οποίο μπορούμε ν’ αποκαλέσουμε ευρωπαϊκό ρατσισμό. Δεν είναι απλώς ένα ζήτημα αναλογιών αλλά θεσμικών φαινομένων που τους δίνεται πρόσθετη ορμή απ’ την «οικοδόμηση της Ευρώπης», και συντηρούνται από μια ιδεατή εικόνα καθεαυτής της Ευρώπης. Στην πραγματικότητα, οι διακρίσεις αποτελούν στοιχείο της ίδιας της φύσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΚ), οδηγώντας άμεσα, σε κάθε χώρα, στον προσδιορισμό δύο κατηγοριών αλλοδαπών με άνισα δικαιώματα. Οι αναπτυσσόμενες δομές της ΕΚ -ιδίως αν πυροδοτούν τα ακανθώδη ζητήματα της μετακίνησης του ατόμου, των συνοριακών ελέγχων, των κοινωνικών δικαιωμάτων, κλπ- μπορούν μόνο να οξύνουν αυτή τη τάση και καθιστούν καθεαυτή τη «διαφορά» μεταξύ των «μελών» και των «ξένων» της Κοινότητας ένα πεδίο φανερής ή λανθάνουσας σύγκρουσης. Το γεγονός ότι, στο σύνολο της Ευρώπης, μια μεγάλη μερίδα των «μαύρων» ή των «μεταναστών» δεν είναι αλλοδαποί σύμφωνα με τη νομοθεσία, απλώς εντείνει τις αντιφάσεις και διασταυρώνεται με το ακόμη πιεστικότερο ζήτημα της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Αφενός, τότε, η ανάδυση ενός ευρωπαϊκού ρατσισμού, ή ενός μοντέλου ρατσισμού, εγείρει το ζήτημα της θέσης της Ευρώπης εντός ενός παγκόσμιου συστήματος, με τις οικονομικές της ανισότητες και της πληθυσμιακές ροές. Αφετέρου, η ανάδυση του ευρωπαϊκού ρατσισμού φαίνεται να συνδέεται αναπόσπαστα με ζητήματα σχετικά με τα συλλογικά δικαιώματα, την πολιτειότητα, την εθνικότητα και την μεταχείριση των μειονοτήτων, όπου το πραγματικό πολιτικό πλαίσιο δεν είναι εκείνο της κάθε επιμέρους χώρας αλλά καθεαυτής της Ευρώπης.

Εδώ τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο, τα πρόσφατα όμως γεγονότα μπορούν ν’ αποσαφηνίσουν τα πράγματα και να θέσουν υπό αμφισβήτηση τουλάχιστον μερικές απ’ τις θεωρήσεις μας. Στην πραγματικότητα, τι είναι αυτή η Ευρώπη για την οποία μιλάμε; Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε χωρίς μια απάντηση, όμως δεν έχουμε μπορέσει να παγιώσουμε το νόημά της με κάποιο μονοσήμαντο τρόπο. Σήμερα, δεν μπορούμε να ορίσουμε την «Ευρώπη» αναφερόμενοι ούτε σε μια πολιτική οντότητα, ούτε σε μια ιστορική-πολιτιστική οντότητα, ούτε σε μια «εθνοτική» οντότητα. Πιθανόν το πιο αόριστο απ’ όλα τα ερωτήματα είναι εάν ένας «ορισμός της Ευρώπης» συνεπάγεται τη δυνατότητα του «ορισμού των Ευρωπαίων» ως μέλη μιας ορισμένης κοινότητας, ως κατόχους ορισμένων δικαιωμάτων κι ως εκπροσώπους μιας ορισμένης κουλτούρας. Αποτελεί ένα ερώτημα υψίστης σημασίας για την ανάλυση των θεσμικών κι ιδεολογικών πτυχών του ρατσισμού[1].

Η επίσημη εικόνα -μπαίνω στον πειρασμό να πω «ο επίσημος μύθος»- με την οποία ζήσαμε για πολλά χρόνια ήταν ότι τέτοιοι ορισμοί της Ευρώπης και της ευρωπαϊκότητας ήταν κατ’ αρχήν εφικτές. Μερικές φορές ρωτούνταν εάν, ή σε ποιο βαθμό, η «οικοδόμηση της Ευρώπης» τελικά θα ερχόταν σε πέρας εις βάρος των εθνικών ιδιαιτεροτήτων, όμως κανείς δεν δίσταζε πραγματικά για το σε τι αναφέρεται η λέξη «Ευρώπη». Για εμάς αυτή η αναφορά ήταν αδιαμφισβήτη: το πραγματικό πρόβλημα αφορούσε την «μετανάστευση» και τον «ρατσισμό». Τώρα τα πάντα έχουν αλλάξει κι ισχύει το αντίθετο. Πριν οποιαδήποτε σοβαρή ανάλυση του ρατσισμού και τη σχέση του με την μετανάστευση, πρέπει να διερωτηθούμε τι σημαίνει η λέξη «Ευρώπη» και τι θα σημαίνει αύριο.

Ωστόσο, στην πραγματικότητα, βρισκόμαστε εδώ ανακαλύπτοντας την αλήθεια της προηγούμενης κατάστασης, μια αλήθεια η οποία καταστρέφει την αναπαράσταση που είχαμε για την κατάσταση. Η Ευρώπη δεν είναι κάτι που «οικοδομείται» με ταχύτερους ή βραδύτερους ρυθμούς, με μικρότερη ή μεγαλύτερη ευκολία· αποτελεί ένα ιστορικό πρόβλημα χωρίς κάποια προκαθορισμένη λύση. Η «μετανάστευση» κι ο «ρατσισμός» σχηματίζουν ένα τμήμα των στοιχείων αυτού του προβλήματος.

Γιατί η κατάσταση έχει αντιστραφεί; Όλοι γνωρίζουμε την απάντηση. Αντιστράφηκε επειδή τα πιθανά αποτελέσματα τριών ιστορικών γεγονότων ακολούθησαν το ένα το άλλο στο διάστημα ενός έτους: η κατάρρευση του συστήματος των σοσιαλιστικών κρατών· η ενοποίηση της Γερμανίας· και το ξέσπασμα μιας μείζονας κρίσης στην Μέση Ανατολή που δύναται ανά πάσα στιγμή να μετατραπεί σ’ έναν πολέμο ο οποίος, μολονότι πιθανώς όχι «παγκόσμιος», σίγουρα δεν θα είναι «τοπικός» και θ’ απαιτήσει μια νέα κατηγοριοποίηση. Κανένα απ’ τα τρία γεγονότα δεν έχει παράξει ακόμη όλα τ’ αποτελέσματά του, και αυτό είναι που καθιστά το καθήκον της ανάλυσης τόσο επιτακτικό όσο κι εξαιρετικά επισφαλές. Δεν υπάρχει αμφιβολία -ιδίως αν κανείς κοιτάξει τις αιτίες τους- ότι τα γεγονότα αυτά είναι στενά αλληλένδετα. Η φύση αυτής της σύνδεσης, η οποία δεν είναι απλώς εκείνη μιας χρονικής ακολουθίας, δεν είναι καθόλου σαφής. Παραμένει όμως σίγουρο ότι κανένα απ’ αυτά τα γεγονότα δεν μπορεί τώρα ν’ αναπτύξει τις επιδράσεις του ανεξάρτητα απ’ τ’ άλλα δύο, και, αναλόγως με το πως θ’ αναπτυχθούν αυτές οι επιδράσεις, η ύπαρξη κι η φύση της «ευρωπαϊκής» οντότητας θα παρουσιαστεί με τελείως διαφορετικούς τρόπους.

Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο

Επιτρέψτε μας να σκιαγραφήσουμε εδώ μερικά απ’ τα ερωτήματα που τίθονται. Η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» είναι καθοριστική: η πολιτική κρίση κι η οικονομική κρίση τελικά συνδυάστηκαν. Κατά ένα τρόπο, αυτή είναι η εκτέλεση της διαθήκης του 1968. Όμως, η κατάρρευση δεν επιφέρει ούτε μια ανανέωση του σοσιαλισμού, ούτε έναν «τρίτο δρόμο» (όπως πιστεύαν μέχρι και πέρυσι οι διανοούμενοι της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας που στηρίζαν την κριτική του καθεστώτος Χόνεκερ), ούτε τον πολιτικό φιλελευθερισμό που ονειρεύονταν οι νέες τεχνοκρατικές «ελίτ». Τα πρώτα της αποτελέσματα είναι διοικητική αποσύνθεση, μια επιδείνωση της οικονομικής κακουχίας κι ένα ξέσπασμα του εθνικισμού σε κάθε επίπεδο. Το τέλος της πολιτικής διαίρεσης της Ευρώπης αποτελεί μια προοδευτική εξέλιξη τεράστιας ιστορικής σημασίας. Ευλόγως συνοδεύεται από έναν ορισμένο ενθουσιασμό μεταξύ των διανοούμενων της ιδέας της «ευρωπαϊκής κουλτούρας», και μπορεί κανείς να μοιραστεί τον ενθουσιασμό τους ο οποίος παράγει νέες ιδέες κι εγχειρήματα. Όμως, η μαζική ιδεολογική πραγματικότητα που αντιστοιχεί σ’ αυτή την κουλτούρα είναι αρχικά μια κουλτούρα οξυνόμενων εθνικισμών ή, ακριβέστερα, μια ασταθής ισορροπία μεταξύ της παρόξυνσης των εθνικών ιδιαιτεροτήτων και της προέλασης του «αμερικάνικου» μοντέλου κατανάλωσης και κοινωνικής επικοινωνίας.

Με την πτώση του, ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» παρασύρει τόσο το γραφειοκρατικό κράτος και τον μονοκομματικό μηχανισμό όσο και την ισόνομη ουτοπία του εργατικού κινήματος του 19ου αιώνα. Όμως, το αποτέλεσμα δεν είναι το «τέλος της ιστορίας», ο θρίαμβος ενός «φιλελεύθερου» συστήματος ρύθμισης των κοινωνικών συγκρούσεων. Αντιθέτως, απ’ τη στιγμή που καταργήθηκε η μεγάλη απλουστευτική αντιπαράθεση μεταξύ «ιδεολογιών» και «στρατοπέδων», μπορούμε ν’ αναμένουμε μια ραγδαία διαφοροποίηση καθεαυτού του «φιλελευθερισμού» – ιδίως, μια επανεμφάνιση του προβλήματος της δημοκρατίας στον καπιταλισμό, καθώς η ταύτιση των δύο όρων δεν «εγγυάται» πλέον απ’ την παρουσία στην Ανατολή ενός συστήματος που είναι ταυτοχρόνως αντικαπιταλιστικό κι αντιδημοκρατικό.

Η μεγαλύτερη κι οξύτερη αβεβαιότητα σήμερα αφορά τις επιδράσεις της κρίσης στην Μέση Ανατολή. Φυσικά, αυτές θα εξαρτηθούν απολύτως στο εάν θα οδηγήσει ή όχι σε πόλεμο, και τη διάρκεια και την καταστροφικότητα οποιασδήποτε τέτοιας σύγκρουσης. Αναπόφευκτα όμως θα επιφέρουν μια αναδιαμόρφωση των «στρατοπέδων». Μπορούμε να κάνουμε τουλάχιστον τρεις παρατηρήσεις οι οποίες θα παραμείνουν έγκυρες υπό οποιαδήποτε υπόθεση.

Πρώτον, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου καθιερώνει τις ΗΠΑ ως την μόνη υπερδύναμη. Όμως, στην παρούσα κατάσταση, αντί αυτό να επιφέρει μια άμβλυνση των συγκρούσεων, σημαίνει το ανέφικτο μιας σταθερής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, την αναγκαιότητα πραγματικής προσφυγής στη βίας, και πιθανώς τον σχηματισμό αρκετών «περιφερειακών» ιμπεριαλισμών[2].

Δεύτερον, εξερχόμαστε τώρα από μια φάση στην οποία οι χώρες του Βορρά «εξήγαγαν» επιτυχώς, χωρίς να λάβουν καθόλου υπόψη τις επιπτώσεις αυτού, την κρίση στον Τρίτο Κόσμο, ώστε η δική τους οικονομική σταθεροποίηση να πληρωθεί μέσω της απόλυτης φτωχοποίησης των άλλων, «τρίτων» χωρών. Η φάση στην οποία εισερχόμαστε τώρα θα είναι μια φάση όπου συγκρούσεις για τον έλεγχο επί του πετρελαίου κι άλλων πρώτων υλών θα θέσουν σε κίνδυνο την κοινωνική κι οικονομική ισορροπία στις «ανεπτυγμένες» χώρες καθεαυτές.

Τρίτον, μπορούμε να δούμε ένα σφίξιμο της «σύνδεσης» των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων στην Μέση Ανατολή με τις ευρωπαϊκές χώρες – ή, με άλλα λόγια, την αποτελεσματική συγκρότηση (ή επανασυγκρότηση) ενός «μεσογειακού» συνόλου υψηλά συγκρουσιακού στις διαστάσεις της θρησκείας, της κουλτούρας, της οικονομίας και της πολιτικής. Τα δύο συμπλέγματα που συγκροτούν το «αραβικό έθνος» και το «ευρωπαϊκό έθνος» -κανένα απ’ τα δύο σταθερά παγιωμένο, για διαφορετικούς ιστορικούς ρόλους- είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους και δεν μπορούν να εξελιχτούν ανεξάρτητα το ένα απ’ τ’ άλλο[3]. Όμως, το μελλοντικό «σιδηρούν παραπέτασμα» και το μελλοντικό «τείχος» απειλούν να διατρέξουν την Μεσόγειο, ή κάπου νοτιοανατολικά της Μεσογείου, και δεν θα είναι ευκολότερο να κατεδαφιστούν απ’ τους προκατόχους τους.

Σ’ αυτό το σημείο χρειάζεται να προσπαθήσουμε να κάνουμε μερικές σκέψεις για τις πιθανές επιδράσεις αυτών των τρέχοντων γεγονότων επί της «κατασκευής της Ευρώπης». Νιώθω αρκετά ανίκανος να κάνω οποιαδήποτε προφητεία, είναι όμως αναγκαίο να θέσουμε μερικές υποθέσεις εργασίας προς συζήτηση. Η πρώτη απ’ αυτές είναι αρνητικού χαρακτήρα: ονομαστικά, ότι παρόλες τις κινήσεις προς την διεθνοποίηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών, η οποία δεν μπορεί ν’ αναιρεθεί, και παρά τις πιθανώς μη-αντιστρέψιμες αλλαγές στο επίπεδο των θεσμών, η πολιτική-οικονομική «μικρή Ευρώπη» δεν θα γίνει όπως αναμενόταν.

Αυτή η στενή Ευρωπαϊκή Ένωση, εν μέρει υπερεθνική κι εν μέρει ομοσπονδιακή, αναπτύχθηκε ως ένας αντίπαλος της αμερικανικής ισχύος, παρότι συνεργάστηκε μ’ αυτή στο πλαίσιο της πολιτικής-στρατιωτικής αντιπαράθεσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η πολιτική νίκη των ΗΠΑ επί της Σοβιετικής Ένωσης -η συνέχιση της ύπαρξης της οποίας βρίσκεται τώρα υπό αμφισβήτηση- ήρθε μαζί με μια σχετική αποδυνάμωση της αμερικανικής οικονομικής υπεροχής στον κόσμο. Η ανατολική Ευρώπη ανοίγεται ως ένα πεδίο προτεραιότητας για την επέκταση της καπιταλιστικής αγοράς, κι αυτό είναι επίσης πιθανό να οξύνει τον ανταγωνισμό μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ. Όμως, σ’ αυτόν τον ανταγωνισμό, δεν έχουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη κι οι δυτικές, τα ίδια συμφέροντα και τις ίδιες δυνατότητες. Ο σωβινισμός, ο αντιγερμανικός λόγος, διαδεδομένος στη Γαλλία κι αλλού στην Ευρώπη απ’ τη στιγμή που η επανένωση των δύο Γερμανιών έγινε μια προκαθορισμένη κατακλείδα, βασίζεται σ’ αναλογίες και μια εικόνα εθνικής σύγκρουσης στην Ευρώπη που πιθανώς ανήκει σε μια παρελθοντική εποχή. Μολαταύτα, ενώ η οικοδόμηση της Ευρώπης βασιζόταν σε μια σχετική ισορροπία μεταξύ αρκετών χωρών, τώρα αντιμετωπίζει μια τεράστια εσωτερική ανισσοροπία δυναμέων και μια ανοιχτά ανισομερή ικανότητα για οικονομική και πολιτική εκμετάλλευση του «νέου συνόρου» στην Ανατολή. Η κρίση του Κόλπου επιδεικνύει επίσης πολύ καθαρά ότι οι διάφορες χώρες της ΕΚ δεν έχουν τα ίδια συμφέροντα, ή δεν αξιολογούν τα συμφέροντά τους με τον ίδιο τρόπο, στην αντιπαραθέση μεταξύ του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και των «υποϊμπεριαλισμών» της Μέσης Ανατολής. Όλα αυτά αποτελούν σταθερούς παράγοντες ερίδων, ακόμη κι αν η πολιτική τους επίδραση δεν μπορεί να προβλεφθεί άμεσα.

Αξίζει οπότε να εστιάσουμε λίγο στα δύο ακόλουθα ερμηνευτικά σχήματα. Πρώτον, η Ευρώπη ολοένα και περισσότερο δεν θ’ αποτελεί μια κλειστή οντότητα σαν ένα ομοσπονδιακό κράτος ή μια πολυεθνική αυτοκρατορία, μα αντ’ αυτού ένα ανοιχτό συσσωμάτωμα με διάφορους ομόκεντρους κύκλους υπερεθνικών θεσμών σε μια ασταθή ισορροπία. Θα σχηματίσει μια περιοχή όπου συναντώνται διαφορετικά οικονομικά-πολιτιστικά σύνολα -η ιστορική ιδιαιτερότητα των οποίων, εν πάση περιπτώσει, είναι τουλάχιστον τόσο ισχυρή όσο εκείνη της ίδιας της «ευρωπαϊκής ενότητας»- τα οποία αν κριθεί αναγκαίο θα συγκρούονται αναμεταξύ τους. Τα σύνολα αυτά θα είναι: ένα ευρωαμερικανικό σύνολο, ένα ευρωμεσογειακό σύνολο (κυρίως ευρωαραβικό ή ευρωμουσουλμανικό), κι ένα ευρωανατολικό ή ευρώ-πρώην-σοβιετικό σύνολο αποτελούμενο απ’ όλες ή μερικές απ’ τις χώρες οι οποίες, έχοντας σημαδευτεί απ’ το σοσιαλιστικό καθεστώς, αντιμετωπίζουν το καθήκον της «εκκαθάρισής» του. Αυτά τα σύνολα, φυσικά, δεν αντιπαραβάλλονται το ένα στο άλλο αλλά σε μεγάλο βαθμό υπερθέτονται. Δεν υπάρχει ένας αλλά αρκετοί «κοινοί οίκοι» στην Ευρώπη.

Δεύτερον, αυτό το εξωτερικά ανοιχτό σωσσωμάτωμα, όντας μια περιοχή που διασταυρώνονται διάφοροι παγκόσμιοι χώροι παρά μια αληθινά αυτόνομη μονάδα, είναι, και δεν θα υπάρξει λιγότερο, διαιρεμένο από έναν αριθμό ανεξίτηλων «συνόρων». Αυτά δεν είναι απλώς πολιτικά κρατικά σύνορα μα, πάνω απ’ όλα, κινούμενα κοινωνικά σύνορα, «αόρατα» στους χάρτες μα υλοποιούμενα σε διοικητικές ρυθμίσεις και κοινωνικές πρακτικές· «εσωτερικά σύνορα» μεταξύ πληθυσμών που διαφέρουν στην καταγωγή και στη θέση τους εντός του καταμερισμού της εργασίας. Στην πραγματικότητα, αυτή η «Ευρώπη» είναι ήδη, και θα είναι όλο και περισσότερο, το σημείο συνάντησης μεταξύ αρκετών ειδών πολιτικοοικονομικής μετανάστευσης, ιδίως απ’ τον «Νότο» κι απ’ την «Ανατολή». Τόσο για ιδεολογικούς όσο και για οικονομικούς λόγους, θα γίνει μια προσπάθεια να δωθούν στους μετανάστες διαφορετικά στάτους, αντιμετωπίζοντας επίκτητα εμπόδια (ειδικά τις μεταποικιακές καταστάσεις) και ντροπιαστικές υποσχέσεις όπως αυτές που δώθηκαν στο Ελσίνκι.

Οπότε, αυτό που διαμορφώνεται είναι ένα «χωνευτήρι», ή ένα ασταθές ιεραρχικό σύμπλεγμα εθνοτικών-κοινωνικών ομάδων. Όμως, σ’ αντίθεση με την αμερικάνικη εμπειρία, δεν προϋποθέτει τη διαγραφή των αρχικών εθνικοτήτων μα τη διαιώνισή τους σε μια διαφορετική ταχύτητα.

Μια ιστορική αντιστροφή

Αν αυτές οι προβλέψεις είναι ακριβείς, συνεπάγονται ένα είδος αντιστροφής της κοσμικής πορείας της ιστορίας, μερικές πτυχές της οποίας θα εξετάσουμε παρακάτω. Ενώ η Ευρώπη, επί τρεις αιώνες, εξήγαγε σ’ ολόκληρον τον κόσμο τα πολιτικά της μοντέλα και τις συνέπειες των συγκρούσεών της μεταξύ των εθνών και των «μπλοκ», γίνεται ορατή τώρα μια αντίστροφη διαδικασία. «Ο κόσμος αντεπιτίθεται»: η Ευρώπη αποτελεί το πρωταρχικό πεδίο όπου αποκρυσταλλώνται τα πολιτικά προβλήματα ολόκληρου του κόσμου – γίνεται, αν όχι ο αδύναμος κρίκος, τότε τουλάχιστον το ευαίσθητο σημείο των αντιφάσεών τους.

Αυτή η κατάσταση λαμβάνει το πλήρες της νόημα εξετάζονται το «γερμανικό ζήτημα». Τα πρόσφατα γεγονότα έχουν οδηγήσει τους περισσότερους σχολιαστές στο συμπέρασμα ότι η γερμανική εθνική (κι εθνικιστική) παράδοση, την οποία οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει ή προσποιούνταν ότι είχαν ξεχάσει, αναθερμαίνεται μπροστά στα μάτια μας ως ένας καθοριστικός παράγοντας στην ευρωπαϊκή ιστορία. Εν ολίγοις, φαίνεται ότι θα υπάρξει είτε μια «γερμανική Ευρώπη» είτε μια Γερμανία χωρίς Ευρώπη. Χωρίς ν’ αρνούμαστε την αλήθεια αυτής της παρατήρησης, μπορούμε να τη θέσουμε απέναντι στη διαλεκτικώς αντίθετη ιδέα ότι η Γερμανία, απ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, θ’ αντιμετωπίσει την κρίση της μορφής «έθνος» με τον οξύτερο τρόπο. Ένας λόγος γι’ αυτό είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα αυτονόητο στην αναπαραγωγή ενός μοναδιαίου «γερμανικού λαού» απ’ τους πληθυσμούς της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και της πρώην Δυτικής Γερμανίας. Ωστόσο, και σημαντικότερα, αν υποθέσουμε ότι είναι αδύνατο να μπλοκαριστεί η ελευθερία της μετακίνησης -την ίδια ελευθερία στο όνομα της οποίας εξεγέρθηκαν οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης- τότε η Γερμανία θα υπάρξει η δυνητική συμπύκνωση όλων των «διαφορών» κι όλων των εθνοτικών και κοινωνικών εντάσεων για τις οποίες έχουμε μιλήσει. Το Βερολίνο, ως το πολιτικό-γεωγραφικό κέντρο μιας ιστορικής περιοχής που περιλαμβάνει το Λονδίνο, τη Στοκχόλμη, τη Βαρσοβία, την Μόσχα, τη Βουδαπέστη, την Ιστανμπούλ, τη Βαγδάτη, το Κάιρο, τη Ρώμη, το Αλγέρι, τη Μαδρίτη και το Παρίσι, δεν μπορεί να γίνει η πρωτεύουσα της νέας Γερμανίας χωρίς να υπάρξει επίσης το «κέντρο» πολιτικών εντάσεων που αναδύονται απ’ τις διάφορες περιφέρειες αυτού του χώρου.

Μπορούμε τώρα να επιστρέψουμε στο ζήτημα, ή μάλλον στα ζητήματα, του ρατσισμού όπως εμφανίζεται κι αναπτύσσεται εντός αυτού του πλαισίου. Όλο και περισσότερο υιοθετώ την άποψη ότι εκείνο που πρέπει ν’ αναλύσουμε -και που ο όρος «νεορατσισμός» εκφράζει μόνο ατελώς- δεν αποτελεί απλώς μια εκδοχή των πρώτερων ρατσισμών απ’ τους οποίους εξάγονται οι «ορισμοί» μας και τα σχήματά μας. Αντ’ αυτού, έχουμε να κάνουμε με μια νέα διάταξη, που θα είναι όλο και νεώτερη καθώς «αντανακλά» την πρωτοτυπία της κοινωνικής δομής και τις σχέσεις ισχύος που συγκροτούνται στην Ευρώπη στο τέλος του 20ού αιώνα. Γι’ αυτό η ίδια η λέξη «φυλή», και τέτοια συμπληρώματα ή υποκατάστατα όπως το χρώμα, η εθνότητα, η εξωτερικότητα, η μετανάστευση ή ακόμη κι η θρησκεία, αλλάζουν σήμερα το νόημά τους, όπως έχει ήδη συμβεί δυο-τρεις φορές ως μια λειτουργία των μεγάλων «επαναστάσεων» της νεωτερικής ιστορίας. Όμως, για ν’ αποκρυσταλλωθεί πραγματικά μια τέτοια διάταξη απ’ την μια άκρη της κοινωνίας ως την άλλη, απορροφώμενη στις καθημερινές αντιλήψεις των «διαφορών» και του «άλλου» των ανθρώπινων ομάδων και στη τεχνική γλώσσα της διοικητικής, επικοινωνιακής και κοινωνικής επιστήμης, πρέπει πιθανώς τρεις αρκετά διαφορετικοί τύποι παραγόντων να υπερτεθούν ο ένας στον άλλο. Πρώτον, πρέπει να υπάρξει μια παράδοση ή ένα σχήμα συλλογικής μνήμης, εν μέρει συνειδητή εν μέρει ασυνείδητη, η οποία έχει σημαδευτεί από «τραυματικά» γεγονότα, ανεμειγμένα στην πραγματική ιστορία των θεσμών και της κουλτούρας, που περιοδικά επανενεργοποιείται από ιστορικά γεγονότα που υποδεικνύουν την επιμονή της. Δεύτερον, πρέπει να υπάρχει στην πραγματική ζωή μια κοινωνική δομή διακρίσεων· η οποία, αν όχι σταθερή, υπηρετεί τις αναγκαίες λειτουργίες στις οικονομικές και ταξικές σχέσεις κι εγγράφεται τουλάχιστον εν μέρει εντός της οργάνωσης του κράτους. Τρίτον, πρέπει να υπάρχει μια συγκυρία θεσμικής κρίσης, στην οποία η σχέση των θεσμών (πάνω απ’ όλα το κράτος) με τα ιδεολογικά τους θεμέλια και τη «συγκροτητική ταυτότητας» σχέση των ατόμων με τους θεσμούς αυτούς, αναταράσσονται βίαια μ’ έναν τέτοιο τρόπο ώστε να παράξουν ένα μαζικό φαινόμενο διανοητικής κι ηθικής ανασφάλειας.

Τα στοιχεία αυτά μπορούν ν’ ανιχνευτούν στην παρούσα κατάσταση σχεδόν παντού στην Ευρώπη. Βοηθούν να ερμηνεύσουμε, συγκεκριμένα, το πως εδραιώνεται μια υπόγεια σύνδεση μεταξύ της εξέλιξης της «κοινής γνώμης» και των ανοιχτά ρατσιστικών πολιτικών κινημάτων – κινήματα τα οποία, αν και μικρής κλίμακας μ’ εξαίρεση τη Γαλλία, μπορούν να επιβάλουν στο σύνολο της κοινωνίας την «προβληματική» τους, τουλάχιστον εν μέρει. Κοιτώντας τα, ξεκινάμε να καταλαβαίνουμε τόσο ότι ο ρατσισμός στην Ευρώπη έχει πολύ βαθιές, μόνιμες ρίζες και θεμέλια, και ότι απαιτείται μια αρκετά ειδική συγκυρία ώστε ο ρατσισμός να γίνει ένα πολιτικό φαινόμενο ικανό να ηγεμονεύσει, αν όχι οργανώσει, μάζες ανθρώπων σε αρκετά έθνη και κοινωνικά επίπεδα.

Ιδεολογικά σχήματα του ρατσισμού

Στην πραγματικότητα, η ευρωπαϊκή κουλτούρα, και συνεπώς καθεαυτή η ιδέα ή ο μύθος της Ευρώπης, περιέχει εγγενώς δύο ειδικά ρατσιστικά ιδεολογικά σχήματα, αν και δεν ταυτίζεται μ’ αυτά, τα οποία πιθανώς να συνεχίσουν να παράγουν μνήμη κι επιδράσεις συλλογικής αντίληψης: το αποικιακό σχήμα και το σχήμα του αντισημιτισμού. Αυτό είναι ένα αρκετά οικείο έδαφος, όμως χρειάζεται να κάνουμε κάποιες παρατηρήσεις.

Πρώτον, η «αποαποικιοποίηση» δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ιδίως σε χώρες όπως η Γαλλία, ούτε είχε ως αποτέλεσμα μια νέα συλλογική επίγνωση του τι συμπεριλαμβανόταν στη «διαίρεση του κόσμου» μεταξύ των «πολιτισμένων» εθνών, τα οποία στην πραγματικότητα είχαν υπάρξει οι φορείς του βαρβαρισμού. Δεύτερον, η αποικιοποίηση υπήρξε ένα ευρωπαϊκό εγχείρημα, για το οποίο το Συνέδριο του Βερολίνου του 1855 ίσως εξυπηρετεί ως το σύμβολο, το ίδιο επίσης κι ο αντισημιτισμός. Χωρίς με κανέναν τρόπο ν’ αμβλύνουμε την καταδίκη του ναζισμού, ήρθε καιρός να βάλουμε ένα τέρμα στον μύθο της απόλυτης γερμανικής ιδιαιτερότητας αυτού του φαινομένου. Σήμερα, τα στοιχεία είναι κατηγορηματικά, καθώς απ’ το ένα άκρο της Ευρώπης ως το άλλο, απ’ τη Γαλλία ως τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, η εντατικοποίηση του εθνικισμού συνοδεύεται απ’ την ανασυγκρότηση ενός απροκάλυπτου αντισημιτισμού. Σίγουρα, υπάρχουν επίσης κι άλλες μορφές ξενοφοβίας. Όμως, αναμφίβολα, αν το αιχμηρότερο άκρο του ρατσιστικού λόγου και νοοτροπιών τείνει να πιέζει τους πληθυσμούς «αραβοϊσλαμικής» καταγωγής που έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στην Ευρώπη, αυτό γίνεται επείδη σ’ αυτή την περίπτωση έχει συμβεί μια συμπύκνωση ή υπέρθεση των αποικιακών κι αντισημιτικών σχημάτων, ώστε η εικόνα της φυλετικής ανωτερότητας και η είκονα της πολιτιστικής και θρησκευτικής αντιπαλότητας αλληλοενισχύονται.

Είναι αναγκαίο να επανεστιάσουμε στα παραδοσιακά σχήματα του ευρωπαϊκού ρατσισμού αν πρόκειται ν’ αναλύσουμε τα παράδοξα της σχέσης μεταξύ του ρατσιστικού λόγου ή ιδεολογίας και του εθνικιστικού λόγου ή ιδεολογίας[4]. Συνήθως, ο ρατσισμός δεν είναι καθόλου λειτουργικός απ’ τη σκοπιά του εθνικισμού· ο ρατσισμός δημιουργεί διαιρέσεις στο εσωτερικό του έθνους, οι οποίες είναι ταυτόχρονα περιττές κι επίπονες. Μολαταύτα, δεν έχει υπάρξει ουσιαστικά κανένα ιστορικό παράδειγμα εθνικισμού χωρίς ένα ρατσιστικό συμπλήρωμα. Θεωρώ ότι ο ρατσισμός αποτελεί μια ανάπτυξη κι επίσπευση των αντιφάσεων του εθνικισμού, ηγούμενες τόσο απ’ την ιστορική του αναγκαιότητα όσο κι απ’ το πρακτικό του ανέφικτο. (Λέω ανέφικτο επειδή κανένας εθνικισμός δεν μπορεί να επιτύχει στον πραγματικό κόσμο το ιδανικό του ως μιας καθαρή, πλήρως ηγεμονική κοινότητα). Όμως, αυτή η επίσπευση δεν θα ήταν εφικτή αν δεν ήταν ταυτόχρονως και μια οπισθοχώρηση – δηλαδή, αν τα ρατσιστικά σχήματα σκέψης δεν είχαν παρακαταθήκες στο παρελθόν του εθνικισμού. Η ιδεολογική αποτελεσματικότητα αποτελεί την αποτελεσματικότητα του παρελθόντος: πράγματι, μπορούμε ακόμη και να πούμε ότι η ιδεολογία ως τέτοια δεν είναι τίποτα παραπάνω απ’ αυτή την αποτελεσματικότητα.

Όμως, είναι αρκετά εμφανές ότι καμία ερμηνεία με όρους τους παρελθόντος δεν μπορεί να προσφέρει τις αιτίες για τις οποίες τα ρατσιστικά αντιληπτικά σχήματα της εθνικής, εθνοτικής και κοινωνικής «διαφοράς» επανενεργοποιούνται και συνδυάζονται μ’ έναν καινούριο τρόπο. Είναι συνεπώς αναγκαίο ταυτοχρόνως ν’ ανιχνεύσουμε τα δομικά θεμέλια του σημερινού ρατσισμού.

Η δομή που έχει ως τώρα προσελκύσει την περισσότερη αναλυτική προσοχή -ιδίως σε χώρες όπως η Γαλλία όπου η μαρξιστική παράδοση της ερμηνείας των κοινωνικών αντιφάσεων συνδυάζεται με την μαζική και μακροχρόνια παρουσία μεταναστών εργατών οι οποίοι έχουν έρθει σε διαδοχικά κύματα απ’ όλα τα μέρη του κόσμου- είναι η κοινωνικοοικονομική βάση. Ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, είναι η ύπαρξη θεσμικών διακρίσεων βασισμένων σε δομές απασχόλησεις και, πιο θεμελιακά, στη συστηματική χρήση απ’ τον καπιταλισμό ενός μηχανισμού για μια διαφορική αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού. Τουλάχιστον σ’ ένα γενικό επίπεδο, υπάρχει μια αντιστοίχιση μεταξύ (α) της αξιολόγησης των δεξιοτήτων· (β) της αναλογίας των ξένων εργατών· (γ) των διάφορων τρόπων αναπαραγωγής του εργατικού δυναμικού οι οποίες επιτρέπουν στο κεφάλαιο να μειώσει το κόστος της εκπαίδευσης και της συντήρησης των ανειδίκευτων εργατών φέρνοντάς τους από κυριαρχούμενες («περιφεριακές») περιοχές της παγκόσμιας οικονομίας, όπου μη-εμπορευματικοί τρόποι παραγωγής εν μέρει επικρατούν κι όπου εκλείπουν εκείνα τα «κοινωνικά δικαιώματα» που το εργατικό κίνημα των «ανεπτυγμένων» χωρών κατάφερε να επιβάλει για περισσότερο από έναν αιώνα.

Είναι ακριβώς αυτός ο τρόπος διαφορικής αναπαραγωγής που επικυρώνει επισήμως η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και που πιθανότατα θα επιδιώξει να προστατεύσει – με μόνη επιφύλαξη ότι εισάγει επίσης μηχανισμούς για την ενσωμάτωση στον ευρωπαϊκό χώρο των πρώην αποικιακών πληθυσμών, το οποίο φαίνεται αντιπαραγωγικό με τους όρους της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Βαλερστάιν, αυτή η κατάσταση ενισχύει δομικά μια διαδικασία εθνοτικοποίησης των συστημάτων αξιολόγησης και των ανισοτήτων εντός του γενικού εργατικού δυναμικού, το «υποκειμενικό» αντίστοιχο του οποίου είναι η θεσμοποίηση των φυλετικών-πολιτιστικών προκαταλήψεων μεταξύ των κυρίαρχων και κυριαρχούμενων, και πάνω απ’ όλα μεταξύ των ίδιων των κυριαρχούμενων, στην οποία οι πολιτικές της άρχουσας τάξης μπορούν να παίξουν με δικό της ρίσκο. Ο Βαλερστάιν προσθέτει ότι οι τεχνολογικές αλλαγές, και πάνω απ’ όλα οι νέες διατάξεις της παγκόσμιας αγοράς, επιβάλουν μια συνεχή μετατόπιση στις οριοθετήσεις που είναι «λειτουργικές» στο σύστημα. Έτσι, στη Γαλλία πριν τον πόλεμο, οι οριοθετικές γραμμές διατρέχαν κυρίως μεταξύ των Γάλλων και των Ιταλών, των Πολωνών και των Ισπανών· σήμερα τείνουν να διατρέχουν μεταξύ των «Ευρωπαίων» και των ανθρώπων απ’ τον «Νότο» (εξαιρουμένων των Ασιατών). Μπορούμε συνεπώς ν’ αναμένουμε ότι οι εθνοτικές εικόνες αποκρυσταλλωμένες σε ιδεολογικά στερεότυπα θα συνεχίσουν να μένουν πίσω απ’ τις πραγματικές σχέσεις, οι οποίες είναι στην πραγματικότητα «εθνοτικοποιημένες» ταξικές σχέσεις.

Αυτή η ανάλυση, στο επίπεδό της, μου φαίνεται αδιάσειστη. Θα ήθελα όμως να προσθέσω μερικά συμπληρωματικά σημεία. Πρώτον, αληθεύει ότι η διαφορική αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού, η οποία παίζει με την αντίθεση κέντρου-περιφέρειας, αποτελεί ένα σταθερό στοιχείο της ιστορίας του καπιταλισμού. Όμως, οι κοινωνικές και πολιτικές της επιδράσεις σήμερα τροποποιούνται από επαναστατικές αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία των επικοινωνιών. Ο καπιταλιστικός κόσμος δεν είναι πλέον απλώς μια «κοσμοοικονομία»: είναι επίσης ένας χώρος ενοποιημένων και μονοπωλημένων κοσμοεπικοινωνιών στον οποίο, δυνητικά, όλοι οι πληθυσμοί είναι κατά κάποιο τρόπο άμεσα «ορατοί» και σ’ επικοινωνία μεταξύ τους[5]. Ένας τέτοιος κόσμος δεν έχει ξαναϋπάρξει στην ιστορία. Συνεπώς, οι «δύο ανθρωπότητες» οι οποίες έχουν πολιτιστικά και κοινωνικά διαχωριστεί απ’ την καπιταλιστική ανάπτυξη -αντίθετες, παρουσιαζόμενες στη ρατσιστική ιδεολογία ως «υπάνθρωποι» και «υπεράνθρωποι»- δεν παραμένουν εξωτερικές η μία απ’ την άλλη, που διατηρούνται απομακρυσμένες από μεγάλες αποστάσεις και συναντώνται μόνο «στα όρια». Αντιθέτως, διεισδύουν η μία στην άλλη όλο και περισσότερο εντός του ίδιου χώρου επικοινωνιών, αναπαραστάσεων και ζωής. Ο αποκλεισμός λαμβάνει την μορφή εσωτερικού αποκλεισμού σε παγκόσμιο επίπεδο: ακριβώς η διάταξη η οποία, απ’ τις αρχές της νεωτερικής εποχής, τροφοδότησε όχι μόνο τη ξενοφοβία ως φόβο για τους ξένους μα επίσης τον ρατσισμό ως φόβο και μίσος για τους γείτονες που είναι ταυτοχρόνως κοντινοί μα διαφορετικοί.

Τώρα, η ανάπτυξη του ταξικού ρατσισμού, ακόμη και σε χώρες όπου το εργατικό κίνημα έχει μια διεθνιστική παράδοση, ανταποκρίνεται στο πέρασμα από μια φάση «εκτενούς» συσσώρευσης -στην οποία μετανάστες εργάτες προσλαμβάνονταν μαζικά μα μόνο σε ορισμένες θέσεις εργασίας- σε μια φάση κρίσης κι ανεργίας, ακολουθούμενη από μια νέα, «εντατική» συσσώρευση η οποία μειώνει την ανειδίκευτη εργασία στο ελάχιστο στις βιομηχανίες και τις υπηρεσίες του «κέντρου». Αυτή η ακολουθία έχει συμπίψει με τη σχετική σταθεροποίηση, στην περιοχή της ΕΚ, πληθυσμών όπως οι Τούρκοι στη Γερμανία ή οι Βορειοαφρικανοί στη Γαλλία, οι οποίοι αρχικά είχαν εισαχθεί απ’ το εξωτερικό τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Αυτή η σχετική σταθεροποίηση έχει σημαίνει «οικογενειακή επανένωση» και την ανάδυση μιας «δεύτερης» ή ακόμη και «τρίτης» γενιάς μεταναστών στις οποίες δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι ίδιες διακρίσεις με την «πρώτη» γενιά.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι, παρότι το σχίσμα στο εσωτερικού του εργατικού δυναμικού παραμένει μια ταξική σχέση, η κυρίαρχη πτυχή δεν τείνει πια να είναι η υπερεκμετάλλευση. Αντ’ αυτού, είναι ο ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας σ’ ένα πλαίσιο αλλαγής, κοινής φτωχοποίησης των μαζών των «εθνικών» και ξένων εργατών, και τον σχηματισμό γκέτο που στεγάζουν έναν βιομηχανικό εφεδρικό στρατό ή, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Ουίλιαμ Τζούλιους Ουίλσον, το σχηματισμό μιας πολυφυλετικής και πολυπολιτισμικής κατώτερης τάξης. Εδώ ερχόμαστε στο δομικό φαινόμενο που χαρακτηρίζει τη τρέχουσα φάση και διαρκώς τροφοδοτεί εντάσεις μεταξύ των ίδιων των εκμεταλλευόμενων: η εθνοτική «διαφορά» παγκοσμίως μεγιστοποιείται (στο παγκόσμιο επίπεδο) μα τοπικά ελαχιστοποιείται (στο επίπεδο μιας πόλης). Αν αυτό το παράδοξο δεν αναλυθεί λεπτομερώς, είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τον σχηματισμό του «νεορατσισμού» και, ιδίως, τη τάση τα «βιολογικά» στερεότυπα που διαμορφώθηκαν την εποχή της δουλείας και της αποικιοποίησης να περνάνε στα «πολιτιστικά» στερεότυπα που αντιστοιχούν στην αναζήτηση για «μικρές διαφορές» μεταξύ εξίσου φτωχοποιημένων προλετάριων.

Ο ρόλος του κράτους

Ωστόσο, αυτά τα περαιτέρω αναλυτικά σημεία δεν επαρκούν επειδή παραμένουν εγκλωβισμένα εντός του πεδίου της οικονομίας· ή, ακριβέστερα, μένουν προσκολλημένα σε μια άμεση αντιστοίχιση μεταξύ οικονομικών δομών κι ιδεολογικών σχηματισμών. Αφαιρούν την ουσιαστική μεσολάβηση μέσω της οποίας οι οικονομικές τάσεις αρθρώνονται σε συλλογικές αναπαραστάσεις στις νεωτερικές κοινωνίες. Αναφέρομαι στον ρόλο που παίζει το κράτος στην οργάνωση των καθημερινών σχέσεων μεταξύ των ατόμων, και συνεπώς στις επιδράσεις της κρίσης των κρατικών θεσμών στη «σκέψη των μαζών».

Αυτή η διάσταση μου φαίνεται απολύτως καθοριστική, και μας πηγαίνει πίσω στο προηγούμενό μας ζήτημα αναφορικά με την άρθρωση μεταξύ ρατσισμού κι εθνικισμού και την μορφή που αυτή λαμβάνει στη σημερινή συγκυρία. Θα ήθελα να προτείνω την ακόλουθη θέση. Στην ουσία, ο νεωτερικός ρατσισμός δεν αποτελεί ποτέ απλώς μια «σχέση με τον Άλλο» βασισμένη σε μια διαστρέβλωση της πολιτιστικής ή κοινωνιολογικής διαφοράς· αποτελεί μια σχέση με τον Άλλο μεσολαβημένη απ’ την παρέμβαση του κράτους. Ακόμα καλύτερα -και είναι εδώ που χρειάζεται να εννοιολογηθεί μια θεμελιωδώς υποσυνείδητη διάσταση- αποτελεί μια συγκρουσιακή σχέση με το κράτος, η οποία «βιώνεται» διαστρεβλωμένα και «προβάλλεται» ως μια σχέση με τον Άλλο.

Αυτό θα εξηγούσε γιατί η «εθνική προτίμηση», όπως την αποκαλεί η γαλλική ακροδεξιά, είναι τέτοιας ανυπέρβλητης σημασίας στο σημερινό ρατσιστικό σύμπλεγμα. Αυτή η εθνική προτίμηση αποτελεί τόσο έναν αντικειμενικό θεσμό όσο κι ένα φάντασμα μέσω του οποίου όλα τα εθνικά άτομα τείνουν ν’ αντιλαμβάνονται τον ειδικό χαρακτήρα της δικής τους σχέσης εξάρτησης και διεκδίκησης με το κράτος. Δεν βρίσκεται στα χέρια κανενός μας να της διαφύγουμε πλήρως: αυτό θ’ απαιτούσε να μπορέσουμε ν’ απελευθερωθούμε απ’ την εξάρτησή μας στο κράτος. Κι είμαστε ακόμη λιγότερο ικανοί να το κάνουμε αυτό αν είμαστε λιγότερο προνομιούχοι στην πραγματική ζωή, αν εμείς οι ίδιοι βιώνουμε πολλαπλές διακρίσεις, αν αντιμετωπιζόμαστε ως «υποκείμενα» αντί για «πολίτες» απ’ τη λειτουργία της κρατικής διοίκησης, το εκπαιδευτικό σύστημα, την πολιτική μηχανή, κλπ.

Στην πραγματικότητα, είναι το κράτος ως έθνος-κράτος εκείνο το οποίο στην πραγματικότητα παράγει εθνικές οι ψευδοεθνικές «μειονότητες» (εθνοτικές, πολιτιστικές, επαγγελματικές). Αν δεν υπήρχε η δικαιική και πολιτική του μεσολάβηση, αυτές θα παρέμεναν απλώς δυνητικές. Οι μειονότητες υπάρχουν στην πραγματικότητα μόνο απ’ τη στιγμή που κωδικοποιηθούν και τεθούν υπό έλεγχο. Παρομοίως, είναι το κράτος που, για περισσότερο από έναν αιώνα, έχει εδραιώσει την αυστηρότερη δυνατή σύνδεση -η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί ποτέ να είναι απόλυτη- μεταξύ της πολιτειότητας ή των δικαιωμάτων της υπηκοότητας με τα ατομικά ή συλλογικά κοινωνικά δικαιώματα, γινόμενο συνεπώς ένα «εθνικό-κοινωνικό κράτος». Όλα τα «αναπτυγμένα» κράτη, ειδικά τα ευρωπαϊκά κράτη, είτε καπιταλιστικά είτε σοσιαλιστικά, είναι εθνικά-κοινωνικά κράτη. Η κρατική πολιτική της οικογένειας βρίσκεται στην καρδιά αυτού του μηχανισμού – η οποία το βοηθάει να γίνει μια υψηλά ευαίσθητη πτυχή της φυλετικής και ξενοφοβικής εικόνας. Τέλος, είναι το κράτος που αναπτύσσει μ’ έναν αντιφατικό τρόπο αυτό που μπορεί να ονομαστεί ένας μηχανισμός ασφαλείας βασιζόμενος στην ανασφάλεια: δηλαδή, έναν διοικητικό, αστυνομικό και δικαστικό μηχανισμό σχεδιασμένο για την προστασία ενός τμήματος του πληθυσμού ενώ παράλληλα αυξάνει τους κινδύνους για το άλλο τμήμα του πληθυσμού, χωρίς ποτέ να μπορεί να τραβηχτεί καθαρά, στον αναγκαίο τόπο, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δύο «ομάδων» ή «πληθυσμών»[6]. Το νεωτερικό κράτος, για παράδειγμα, ανοίγει την πόρτα στην «κρυφή» κυκλοφορία του ξένου εργατικού δυναμικού, και την ίδια στιγμή την καταστέλλει. Αποτελεί συνεπώς την πηγή μιας εικόνας για τον εαυτό του ως μια πανίσχυρη και συγχρόνως ανίσχυρη μηχανή – μια βαθιά τραυματική εικόνα για τ’ άτομα.

Σ’ αυτές τις συνθήκες, το ζήτημα το οποίο μου φαίνεται τελικά καθοριστικό για τις εξελικτικές τάσεις του ρατσισμού στην Ευρώπη, και το οποίο θεωρώ ότι πρέπει να συνεχίσουμε την ανάλυσή του, είναι το εξής: Τι είναι το κράτος σήμερα στην Ευρώπη; Πρέπει να τονίσω τη σημασία του τρόπου με τον οποίο διατυπώνεται το ερώτημα. Δεν ρωτάει τι είναι το «ευρωπαϊκό κράτος» σήμερα, επειδή ένα τέτοιο ερώτημα πιθανώς δεν έχει ένα μονοσήμαντο νόημα. Το ζήτημα είναι αντ’ αυτού να λάβουμε μια πολύ μακροπρόθεσμη οπτική για την ανάλυση της εξέλιξης των ιστορικών μορφών του κρατικού θεσμού, και να ρωτήσουμε εντός αυτής της οπτικής τι τείνει να γίνει το κράτος, πως συμπεριφέρεται, και τι λειτουργίες εκπληρώνει στον ευρωπαϊκό χώρο, την πολυπλοκότητα του οποίου είδαμε παραπάνω – ένας χώρος ο οποίος, ιδίως, δεν μπορεί απλώς να υποβαθμιστεί στο περίγραμμα μιας «εδαφικής επικράτειας».

Αναμφίβολα, ένα τέτοιο ζήτημα δεν μπορεί να τεθεί μ’ απλούς όρους, καθώς είναι πολυδιάστατο. Για παράδειγμα, ένα απ’ τα μεγαλύτερα αινίγματα, στο οποίο δεν υπάρχει ακόμα μια σαφής απάντηση, αφορά τις κρατικές μορφές που τελικά θα διαδεχθούν τα παλιά «σοσιαλιστικά» κράτη, και την επίπτωσή τους στο στάτους της πολιτικής στην Ευρώπη ως όλον. Μολαταύτα, δεν μπορούμε ν’ αποφύγουμε το ερώτημα «τι είναι το κράτος σήμερα στην Ευρώπη». Προσωπικά τουλάχιστον, είμαι πεπεισμένος ότι αυτό αποτελεί το κλειδί στο εγχείρημά μας για την ανάλυση του ρατσισμού και την πρόβλεψη των γραμμών εξέλιξής τους.

Αμφισημίες του κράτους στην Ευρώπη

Εδώ, επίσης, είναι ένα αρνητικό χαρακτηριστικό που τίθεται πρώτα. Το κράτος σήμερα στην Ευρώπη δεν είναι ούτε εθνικό ούτε υπερεθνικό, κι αυτή η αμφισημία δεν χαλαρώνει μα μόνο βαθαίνει με το πέρασμα του χρόνου. Στην πράξη, αυτό έχει την ακόλουθη σημασία στο οικονομικό-χρηματοπιστωτικό και το κοινωνικό ή δικαιικό πεδίο. Στον καταμερισμό ισχύος μεταξύ του επιπέδου των «εθνικών κρατών» και του επιπέδου των «θεσμών της [Ευρωπαϊκής] Κοινότητας», γίνεται εμφανής ένας συνεχής πλεονασμός, ένας ανταγωνισμός μεταξύ θεσμών. Όμως, εκείνο που πραγματικά διαμορφώνει την πραγματικότητα είναι περισσότερο μια διαδικασία που τείνει προς την αποσύνθεσή ή ανεπάρκεια του κράτους – μια ανεπάρκεια εξουσίας, ευθύνης και δημόσιων ποιοτήτων. Το «κράτος» στην Ευρώπη τείνει να εξαφανιστεί ως ένας θεσμός συγκεντροποίησης της εξουσίας, ως ένας θεσμός στον οποίο καταλογίζεται η ευθύνη για τις πολιτικές κι ο οποίος ασκεί «δημόσια» μεσολάβηση (και με τις δύο έννοιες του όρου) μεταξύ των κοινωνικών συμφερόντων και δυνάμεων. Μπορούμε επίσης να το εκφράσουμε αυτό λέγοντας ότι έχουμε εισέλθει σε μια φάση ενός νέου τύπου «ιδιωτικοποίησης» του κράτους, αλλά υπό την αμφίεση ενός πολλαπλασιαμού και υπερκαθορισμού των δημόσιων θεσμών.

Αυτό πιθανώς ισχύει λόγω του γεγονότος ότι δεν υπάρχει προηγούμενο μοντέλο, κανένα ιστορικό προηγούμενο, για ένα κράτος αυτού του τύπου, το οποίο απορρέει από ετερογενείς αιτίες μα θεμελιακά γίνεται αντιληπτό ως ο κρατικός θεσμός μιας αγοράς, ένα είδος έμπρακτης «φιλελεύθερης» ουτοπίας. Η ουτοπία αυτή έχει, και θα συνεχίσει να έχει, πραγματικές επιδράσεις, ακριβώς όπως η αντιπολιτευόμενη κομμουνιστική ουτοπία είχε πραγματικές επιδράσεις. Όμως, προσπαθεί να γίνει πραγματικότητα κατά τη διάρκεια μιας ιστορικής εποχής όπου η απολύτως «ελεύθερη» αγορά δεν μπορεί πλέον να υπάρξει. Οποιαδήποτε αγορά σήμερα είναι αναπόδραστα μια σχέση ισχύος μεταξύ δημόσιων κι ιδιωτικών εταιρειών διαεθνικής κλίμακας, και οποιαδήποτε αγορά είναι ταυτοχρόνως μια κοινωνική και μια οικονομική οργάνωση. Ωστόσο, εκείνο που προκαλεί έκπληξη σε κάποιον για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση είναι ότι, μ’ εξαίρεση μερικές ομιλίες, δεν έχει μια αληθινά κοινωνική διάσταση. Ούτε οι δυνάμεις της αγοράς ούτε οι κυβερνήσεις ήθελαν ένα ευρωπαϊκό κράτος ως ένα κοινωνικό κράτος (μπαίνουμε στον πειρασμό να πούμε: ένα κοινωνικό υπερεθνικό κράτος). Και για μια σειρά βασικών ιστορικών λόγων, ένα τέτοιο κράτος δεν μπορούσε να επιβληθεί, ή ακόμη και ν’ αναλογιστεί αληθινά, απ’ το εργατικό κίνημα όταν βρισκόταν σε θέση να επηρεάσει την πορεία των γεγονότων. Όμως, ακριβώς επειδή σήμερα είναι ανέφικτο να ιχνηλατήσουμε το σύνορο μεταξύ κοινωνικού δικαιώματος και δημόσιου δικαιώματος -ή, αν προτιμάτε, της «κοινωνικής πολιτειότητας» και της «πολιτικής πολιτειότητας»- το τελικό συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχει «ευρωπαϊκό» κράτος κυριαρχούμενο απ’ το δίκαιο. Παραφράζοντας τη διάσημη παρατήρηση του Χέγκελ, θα διακινδυνεύσω να πω: Δεν υπάρχει κράτος (δικαίου) στην Ευρώπη[7].

Η έκβαση που όλοι μας βλέπουμε γύρω μας, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος που μας αφορά στο παρόν συνέδριο, είναι εκείνο που μπορούμε ν’ αποκαλέσουμε κυριαρχία του κρατισμού χωρίς ένα αληθινό κράτος. Αν νοούμε τον κρατισμό ως έναν συνδυασμό διοικητικών/κατασταλτικών πρακτικών και δυνητικής διαιτησίας ιδιαίτερων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του κάθε έθνους ή των κυρίαρχων τάξεων του κάθε έθνους, τότε αυτό είναι παίρνει τη θέση του κράτους, ενώ δίνει την εντύπωση ενός πολλαπλασιασμού του κράτους. Η εισβολή της εξουσίας είναι η εξουσία ενός κενού. Από πολλές απόψεις, αυτό είναι σαν την κατάσταση που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στον Τρίτο Κόσμο, και την οποία έχουμε συνδέσει με την οικονομική και πολιτιστική «υποανάπτυξη». Υπάρχουν οπότε όλοι οι όροι για να παραχθεί και διατηρηθεί μια συλλογική αίσθηση πανικού ταυτότητας. Επειδή τα άτομα φοβούνται το κράτος -ιδίως οι περισσότερο στερημένοι κι απομακρυσμένοι απ’ την εξουσία- μα φοβούνται ακόμη περισσότερο την εξαφάνιση και την αποσύνθεσή του. Η αναρχική και μαρξιστική παράδοση ποτέ δεν το κατανόησε αυτό, και πλήρωσε ένα πολύ βαρύ τίμημα.

Αναμφίβολα, θα ερωτηθώ τι συμπεράσματα αντλώ εδώ για την ανάλυση του ρατσισμού, και ποια πρακτική στάση μπορούμε ν’ αναπτύξουμε. Οι ακόλουθες προτάσεις δεν είναι πρωτότυπες. Επιδιώκουν μόνο να θέσουν τη βάση για μια αποφασιστική πολιτική προσέγγιση του ζητήματος: δηλαδή, να ταυτοποιήσουν τους στόχους και τα μέσα της αντιρατσιστικής δράσης, όχι μόνο στο αναγκαίο έδαφος της ηθικής, της ιδεολογίας και των προνοιακών πολιτικών μα πάνω απ’ όλα στο έδαφος της πολιτικής. Έχω επίσης την άποψη ότι δεν έχουμε να κάνουμε μ’ έναν φαύλο κύκλο μα με μια αμοιβαία σχέση. Σήμερα, η ανάπτυξη του αντιρατσισμού ως διαεθνικό κίνημα εντός του ευρωπαϊκού χώρου, μα αναγκαία πρέπει να πάει και πέρα απ’ αυτόν, αναμφίβολα περιέχει ένα τμήμα των προοπτικών για μια ανανέωση της δημοκρατικής πολιτικής.

Προς το παρόν είναι μόνο στη Γαλλία που ένα ενοποιημένο ρατσιστικό πολιτικό κίνημα, ή νεοφασισμός, έχει αποκτήσει μεγάλη σημασία, και μπορούμε να δούμε το γιατί θα ήταν δύσκολο για ένα τέτοιο κίνημα ν’ αναπτυχθεί και, πάνω απ’ όλα, να ενοποιηθεί στην Ευρώπη: θα έπρεπε να λύσει με μια κίνηση τις αντιφάσεις μεταξύ των εθνικισμών, δευτερεύοντος μεταξύ των θρησκευτικών φονταμενταλισμών, κλπ. Μολαταύτα, η ρατσιστική πολιτική υπάρχει ως τάση σήμερα στην Ευρώπη. Υπάρχει όμως μια αντιρατσιστική πολιτική; Η απάντηση είναι ότι υπάρχουν μόνο απόπειρες. Κι εδώ μπαίνω στον πειρασμό να πω ότι τ’ αντιρατσιστικά κινήματα άποψης θα γίνουν αληθινά πολιτικά μόνο όταν οργανώσουν ή συντονίσουν τις προσπάθειές τους σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο. Ένας απ’ τους όρους αυτού, ιδιαίτερα δύσκολο να επιτευχθεί, είναι ότι οι «μειονότητες» που υπόκεινται σε διακρίσεις πρέπει επίσης, πρώτα απ’ όλα, να επιτύχουν οι ίδιες να βρουν μια κοινή γλώσσα και κοινούς στόχους, και να συντονίσουν τις δραστηριότητές τους.

Ανακάλεσα παραπάνω αυτό που πολλοί έχουν πει, ότι σήμερα είναι αδύνατον να ιχνηλατήσουμε μια σαφή διαχωριστική γραμμή στην Ευρώπη μεταξύ «αυτόχθονων» και «εξωγενών» πληθυσμών, είτε στις συνθήκες διαβίωσής τους είτε στην κουλτούρα τους, είτε ακόμη και με όρους δικαιωμάτων. (Τα περισσότερα εθνικά δίκαια, ακόμη και το ίδιο το δίκαιο της ΕΚ, έπρεπε ν’ αναγνωρίσει ότι οι ξένοι εργάτες κι οι οικογένειές τους έχουν τα ίδια «θεμελιώδη κοινωνικά δικαιώματα» που κατέχουν οι εργάτες της ΕΚ). Λέγοντας αυτό, εμφανώς υπαινίχτηκα ότι αυτό υπήρξε ένα απ’ τα σημεία εστίασης του λαϊκού ή ταξικού ρατσισμού, ειδικά στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Κι αυτός είναι πραγματικά ο κίνδυνος, τόσο για τις μειονότητες όσο και για τη δημοκρατία εν γένει. Είναι όμως επίσης -ας είμαστε προσεκτικοί- εκείνο που καθιστά εφικτή μια ανασυγκρότηση των πολιτικών ταξικών κινημάτων. Το κλασσικό εργατικό κίνημα επικεντρώθηκε στην παραγωγή, και είχε τον διεθνισμό ως έναν ιστορικό όρο κι έναν όλο και λιγότερο αποτελεσματικό ορίζοντα. Ένα μελλοντικό αντικαπιταλιστικό κίνημα πιθανώς θα έχει ως βάση του τις ανισότητες που βιώνονται από κοινού σ’ έναν μεγάλο αριθμό κοινωνικών πρακτικών πέρα από απλώς την παραγωγή – για παράδειγμα, η εκπαίδευση κι οι συνθήκες διαβίωσης. Σίγουρα προϋποθέτει έναν αποτελεσματικό αντιρατσισμό στην Ευρώπη του αύριο, κάτι πολύ περισσότερο απ’ τον διεθνισμό.

Πολιτειότητα και λαϊκή κυριαρχία

Όμως, ο αντιρατσισμός με τη σειρά του δεν θα είχε απήχηση εκτός κι αν τεθεί σ’ όλες τις διαστάσεις του το ζήτημα της πολιτειότητας στην Ευρώπη – το οποίο αποτελεί απλώς την άλλη όψη του προβλήματος του κράτους στην Ευρώπη. Λέω πολιτειότητα στην Ευρώπη για ν’ αποφύγω τις αμφισημίες της ιδέας της «ευρωπαϊκής πολιτειότητας» ή a fortiori της «πολιτειότητας των Ευρωπαίων», το οποίο είναι αυτό που θα προέκυπτε αν η πολιτειότητα στην Ευρώπη ορίζονταν μόνο ως το «άθροισμα» των εθνικών πολιτειοτήτων· αυτό όμως είναι έτσι κι αλλιώς αδύνατον.

Η πολιτική πτυχή της δομής των διακρίσεων εντός του ευρωπαϊκού χώρου, ή του εθνοτικοκοινωνικού συμπλέγματος που ανέλυσα στην αρχή, είναι ότι ανεξαρτήτως των επίσημων συνόρων μερικά άτομα είναι εκ των πραγμάτων πολίτες κι άλλα υποκείμενα εντός του ευρωπαϊκού χώρου. Όμως, ενώ τα πρώτα είναι πολίτες ενός ανύπαρκτου κράτους, τα δεύτερα δεν μπορούν να κρατηθούν στην πράξη σε μια θέση απόλυτης έλλειψης δικαιωμάτων, εκτός κι αν καταλήξουμε σε μορφές οργανωμένης βίας. Αυτή η μη-βιώσιμη κατάσταση θα διαρκέσει για όσο δεν γίνεται αισθητή μια παρόρμηση να γνωρίσουμε τι είναι ο λαός στην Ευρώπη: δηλαδή, να γνωρίσουμε πως νοείται κι οργανώνεται η λαϊκή κυριαρχία εκεί, δεδομένου ότι η Ευρώπη θέλει να είναι ο χώρος και το παράδειγμα μιας «δημοκρατικής» πολιτικής. Είναι αναγκαίο ν’ απομακρυνθούμε απ’ τη φόρμουλα «Είμαστε ένας λαός» (Wir sind ein Volk) ή «Είμαστε λαοί» και να επιστρέψουμε στο «Wir sind das Volk» (Είμαστε ο Λαός), ή αντ’ αυτού στο ερώτημα: «Was ist das, “das Volk”, in Europa?» (Τι είναι αυτό, ο λαός, στην Ευρώπη;).

Ωστόσο, αυτό το ερώτημα συνεπάγεται συγκεκριμένα πολλά άλλα που αποτελούν τα ίδια του τα συστατικά στοιχεία: το ζήτημα ενός καθολικού δικαιώματος ψήφου, όχι μόνο για χάρη του δικαιώματος καθεαυτού μα ως ένα σύμβολο του δικαιώματος των πάντων στην πολιτική, και συνεπώς στον δημοκρατικό έλεγχο των κρατικών οργανώσεων κι οικονομικών πολιτικών· το ζήτημα της πολιστικής ισότητας μεταξύ διαφορετικών ιστορικών πληθυσμών οι οποίοι, στην πραγματικότητα, συνεισφέρουν στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης· το ζήτημα ίσων κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων στα οποία αναφέρθηκα ήδη. Και τέλος, υπάρχει το ζήτημα της άρθρωσης μεταξύ τοπικής (ουσιαστικά αστικής) πολιτειότητας και της διεθνούς ή διαεθνικής πολιτειότητας. Απ’ τη στιγμή που είναι αδύνατον να επεκταθεί το μοντέλο της εθνικής πολιτειότητας, ή του εθνικού-κοινωνικού κράτους, σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο, χρειάζεται να βρεθούν άλλοι πολιτικοί οδοί κι άλλες νομικές φόρμουλες για την ενίσχυση των πολιτικών σχέσεων τόσο σ’ αυτή όσο και στην άλλη πλευρά του έθνους. Κάνοντας αυτή την μακρά παράκαμψη μέσω ζητημάτων θεωρίας και σύγχρονης ζωής, ο μόνος μου στόχος υπήρξε η επανεπιβεβαίωση του αδιαχώριστου αυτών των διαφορετικών κρίσιμων καταστάσεων. Κάθε κράτος δεν είναι αναγκαία δημοκρατικό, όμως ένα μη-κράτος εξ ορισμού δεν μπορεί να εκδημοκρατιστεί.

Σημειώσεις:
1. Να σημειώσουμε επί τροχάδην ότι το ζήτημα της απόδοσης ενός ενδογενούς, αυτοαναφορικού ορισμού των «Ευρωπαίων» προέκυψε μόνο πολύ πρόσφατα. Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, το πρωταρχικό νόημα του όρου αναφερόταν σε όμαδες αποίλων στις αποικιοποιημένες περιοχές εκτός της Ευρώπης.
2. Φυσικά, ένα στοιχείο-κλειδί στη «σύνδεση» μεταξύ των υποϊμπεριαλισμών στον Νότο και την κρίση των ιμπεριαλισμών στον Βορρά είναι το βάρος της παραγωγής κι εξαγωγής όπλων στην οικονομία και την πολιτική των δεύτερων.
3. Απ’ αυτή την άποψη, δεν είναι σημαντικοί μόνο οι «μουσουλμανικοί» πληθυσμοί στην Ευρώπη μα επίσης οι ευρωπαϊκοί ή εξευρωπαϊσμένοι θήλακες στον «αραβικό» κόσμο (το Ισραήλ, οι διάφορες πολύγλωσσε και πολυπολιτιστικές κοινωνίες που προέκυψαν απ’ τη γαλλική αποικιοκρατία, κλπ). Υπάρχει επίσης μια συνάρμοση συμφερόντων, που συμβολίζεται απ’ την οργανικά συζευγμένη χρηματοπιστωτική ισχύ του Κουβέιτ και του Σίτυ του Λονδίνου.
4. Αλλού προσπάθησα να δείξω ότι αυτή η σχέση λειτουργεί σύμφωνα με μια λογική «συμπληρώματος» ή «πλεονάσματος». Βλέπε το κεφάλαιο «Ρατσισμός κι Εθνικισμός» στο Μπαλιμπάρ & Βαλερστάιν, Φυλή, Έθνος, Τάξη: Οι Διφορούμενες Ταυτότητες, εκδόσεις Ο Πολίτης, 1991.
5. Για ν’ αποκτήσει μια αίσθηση της καινοτομίας, και του παράδοξου, που περιλαμβάνεται σ’ αυτή την κατάσταση, ο αναγνώστης ίσως θα ήθελε να ξανακοιτάξει το Μπενεντικτ Άντερσον, Φαντασιακές Κοινότητες, εκδόσεις Νεφέλη, 1997. Στην ανάλυση του Άντερσον, η κοινότητα είναι φαντασιακή επειδή τα άτομα που την αποτελούν ποτέ τους, κατά κύριο λόγο, δεν συναντούν ή «βλέπουν» το ένα το άλλο. Όμως, στον σημερινό κόσμο, «εθνικά» άτομα τα οποία συνεχίζουν να μην βλέπουν το ένα το άλλο ως τέτοια συνεχώς συναντούν «μη-εθνικά» άτομα στον δρόμο ή τα βλέπουν στη τηλεόραση, και το αντίστροφο.
6. Το φάντασμα του ρατσιστικού κράτους, όπως θεσπίστηκε απ’ τον Χίτλερ, ήταν ακριβώς ότι τα άτομα της ανώτερης φυλής θα έπρεπε να αισθάνονται μόνιμα απολύτη ασφάλεια, και τα άτομα της κατώτερης φυλής μια μόνιμη ανασφάλεια. Όμως, ο μηχανισμός έχει μια τάση να λειτουργεί ανάποδα: εκείνοι που, λόγω του ίδιου του κράτους, βρίσκονται σε μια κατάσταση ανασφάλειας αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους και γίνονται αντιληπτοί από τρίτους ως ν’ ανήκουν σε μια «άλλη φυλή».
7. Βλέπε Χέγκελ, Die Verfassung Deutschlands, ένα χειρόγραφο απ’ το 1799/1800: «Deutschland ist kein Staat mehr» [Η Γερμανία δεν είναι πλέον κράτος].