Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται απ’ το βιβλίο Gidon Gottlieb, Nation Against State: A New Approach to Ethnic Conflicts and the Decline of Sovereignty, 1993.
Οι δύο ιδέες, αυτή του κράτους κι αυτή της κυριαρχίας -και των δύο συνεπακόλουθων, οι ιδέες της συναίνεσης και των συμφωνιών- κυριαρχούν το εννοιολογικό τοπίο των διπλωματικών σχέσεων. Οι ιδέες αυτές αποτελούν τον πυλώνα όλων των συζητήσεων για τις αλλαγές στο διεθνές σύστημα: λέγεται ότι όλες οι αλλαγές πρέπει να απορρέουν απ’ τη συναίνεση των κρατών – δηλαδή, τη συναίνεση των κυβερνώντων τους.
Σε διαφορετικές περίοδους η κυριαρχία είχε διαφορετικές σημασίες[1]. Η ιστορία αυτής της έννοιας είναι η ιστορία της δυτικής πολιτικής σκέψης. Το 1921, σε μια μακρά ακαδημαϊκή πραγματεία, ο Γραμματέας του Κράτους [των ΗΠΑ] Robert Lansing ταυτοποίησε δύο σημαντικά στοιχεία της κυριαρχίας: την εξουσία της επιβολής υποταγής στην κυρίαρχη θέληση και την κατοχή φυσικής βίας ανώτερης από οποιαδήποτε άλλη, καθιστώντας αυτόν τον καταναγκασμό εφικτό. Δεν μίλησε για ένα δικαίωμα επιβολής, αλλά για μια εξουσία επιβολής. Κατά την άποψή του, το εδαφικό συστατικό στοιχείο της κυριαρχίας δεν ήταν ουσιαστικό, εκείνο που είχε σημασία ήταν το κράτος ως μια οργανωμένη κοινότητα ατόμων. Η κυριαρχία, ισχυρίστηκε, είναι μια πολιτική έννοια, αφορά την εξουσία επί ανθρώπων, είναι μια εξουσία που ασκείται επί ανθρώπων κι όχι επί μιας εδαφικής επικράτειας[2].
Όμως, η ανάλυση του Lansing απέτυχε ν’ αντικατοπτρίσει το εδαφικό συστατικό στοιχείο της κυριαρχίας. Το δικαίωμα αποκλειστικού ελέγχου επί μιας εδαφικής επικράτειας έχει από καιρό υπάρξει ένα κεντρικό συστατικό της κυριαρχίας των κρατών. Πράγματι, μεγάλο μέρος του διεθνούς δικαίου που κυβερνά τη δικαιοδοσία των κρατών στηρίζεται επ’ αυτού. Επιπλέον, η ύπαρξη μιας εδαφικής επικράτειας υπό κυβερνητικό έλεγχο αποτελεί ένα απ’ τα δικαιικά κριτήρια της κρατικής υπόστασης. Η διάκριση μεταξύ εξουσίας επί ανθρώπων και εξουσίας επί εδαφικής επικράτειας είναι χρήσιμη, επειδή διακρίνει δύο πτυχές της κυριαρχίας που τίθονται καλύτερα επί τάπητος ξεχωριστά: διαμάχες αναφορικά με το δικαίωμα των λαών στον αυτοκαθορισμό και εδαφικές διαμάχες μεταξύ τους.
Γράφοντας το 1990, ο πρώην Γραμματέας του Κράτους [των ΗΠΑ] George Shultz επέστρεψε σ’ αυτό το θέμα που τόσο είχε απασχολήσει τον προκάτοχό του[3]. Υπέδειξε ότι σήμερα το νόημα των συνόρων αλλάζει, αλλάζει οπότε κι η έννοια της κυριαρχίας. Η ανεξέλεγκτη κίνηση των ιδεών, των ανθρώπων και των αγαθών απαιτεί απ’ τους κυβερνώντες να είναι πολιτικά ευέλικτοι και οικονομικά ενημερωμένοι. Στον σημερινό κόσμο, ισχυρίστηκε, οι λαοί θα έχουν το δικαίωμα ν’ αυτοπροσδιοριστούν, όχι όμως ν’ απομονωθούν. Κατασκευές βασισμένες στην απόλυτη κυριαρχία κι άκαμπτα σύνορα δεν μπορούν να προσφέρουν το όραμα αναγκαίο για την επίλυση δύσκολων προβλημάτων αυτοπροσδιορισμού.
Σε μια εποχή ολικού πολέμου, η κυριαρχία των κρατών βρίσκεται στο επίκεντρο, καθώς οι ένοπλες δυνάμεις τους κυριαρχούν τη διεθνή σκηνή. Μολαταύτα, η ιδέα της κυριαρχίας των κρατών παραμένει υπό επίθεση. Μια σύνθεση των στοιχείων που οδηγεί στη διάβρωση της κυριαρχίας περιλαμβάνει τόσο κανονιστικούς όσο κι αντικειμενικούς παράγοντες. Η διάβρωση αυτή συμβαίνει σε μια σειρά διαφορετικών επιπέδων. Στην Ευρώπη, η αναδιανομή των χαρακτηριστικών της κυριαρχίας λαμβάνει χώρα σε διαφορετικά επίπεδα, στο υπερεθνικό επίπεδο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΚ) και στο επίπεδο των υποεθνικών περιφερειακών αρχών. Την ίδια στιγμή, ριζικές κανονιστικές αλλαγές αναφορικά με τα ατομικά δικαιώματα και τα κοινωνικά πρότυπα έχουν συρρικνωθεί στην περίμετρο της αποκλειστικής δικαιοδοσίας των Δώδεκα (κρατών-μελών) [ο αριθμός των τότε κρατών-μελών της ΕΕ]. Η Τελική Πράξη του Ελσίνκι, η Χάρτα του Παρισίου κι οι πράξεις του Συμβουλίου Ασφαλείας και Συνεργασίας στην Ευρώπη (CSCE) έχουν ενισχύσει το μοτίβο του διεθνούς ελέγχου σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αντιμετώπισης των μειονοτήτων.
Στην ΕΚ, η κατανομή της κυριαρχίας μεταξύ των Βρυξελλών, των εθνικών κυβερνήσεων και των εγχώριων υποδιαιρέσεών τους παραμένει ακαθόριστη. Το μέχρι πρότινος αποκλειστικό δικαίωμα των κρατών να νομοθετούν, να συλλέγουν φόρους και ν’ απονέμουν δικαιοσύνη μοιράζεται τώρα ευρέως με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ακολουθώντας την απόρριψη της συμφωνίας του Μάαστριχτ για την ευρωπαϊκή ένωση απ’ τους Δανέζους ψηφοφόρους, δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στην αρχή της «επικουρικότητας», η οποία απαιτεί ότι η ΕΚ κι οι θεσμοί της δεν θα εμπλέκονται σε αποφάσεις που είναι καλύτερο να λαμβάνονται σε τοπικό επίπεδο και στο επίπεδο των κρατών-μελών. Το 1992, η παρ’ ολίγο καταψήφιση της συμφωνίας του Μάαστριχτ απ’ τους Γάλλους ψηφοφόρους (υπερψηφίστηκε μ’ ελάχιστο προβάδισμα) κι η διαρκής λαϊκή ανησυχία αναφορικά με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που αντικατοπτρίστηκε στη σουηδική απόρριψη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, υπήρξε πραγματικό πρόβλημα για τους αρχιτέκτονες της ευρωπαϊκής ένωσης. Η ταλάντωση του εκκρεμούς μακρυά απ’ την εθνική κυριαρχία προς τους υπερεθνικούς θεσμούς στις Βρυξέλλες ίσως να έχει ήδη φτάσει στην κορύφωσή της [μην μπορώντας οπότε να φτάσει ένα ανώτερο επίπεδο ολοκλήρωσης].
Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δημιούργησε διοφορικούς δικαιικούς χώρους για να διαγράψει εσωτερικά κυριαρχικά σύνορα για την κίνηση των αγαθών, του κεφαλαίου και (ύστερα απ’ τη συμφωνία Σένγκεν) επίσης για την ελεύθερη κίνηση των ανθρώπων. Στο τοπικό επίπεδο, η εγκαθίδρυση περιφερειών κατά μήκος των εθνικών συνόρων σηματοδοτεί την ανάδυση νέων βαθμίδων αρχών που δεν συμπίπτουν μ’ αυτές των παραδοσιακών κρατών. Για παράδειγμα, η Savoy κι η Leman τώρα σχηματίζουν μια περιοχή για ορισμένους προσδιορισμένους σκοπούς (παρότι η μια όχθη της λίμνης βρίσκεται εντός της Κοινότητας ενώ η άλλη εκτός)· η περιοχή της Τεργέστης ενώνει τις αρχές της ιστορικής ενδοχώρας της Τεργέστης (ουδέτερη Αυστρία συν, κατά πάσα πιθανότητα, τη Σλοβενία στη θέση της Γιουγκοσλαβίας)[4].
Η διάβρωση του κυρίαρχου κράτους έχει πυροδοτήσει μια αντίδραση στην οποία παραδοσιακά εθνικιστικά στοιχεία έχουν συνδυαστεί με οικονομικά συμφέροντα τα οποία φοβούνται ότι η απομάκρυνση των προστατευτικών ορίων θα πλήξει τη θέση τους και τα προνόμιά τους. Στη Γαλλία, αυτό έχει οδηγήσει σ’ ένα ρήγμα των κομμάτων της δεξιάς. Στη Βρετανία αναβίωσε μια ανησυχία μεταξύ των βουλευτών των Τόρις, καθώς κι εκκλήσεις για την εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας στο εσωτερικό, αναφορικά με τη Σκωτία. Στη Γερμανία, στα μέσα του Ιουνίου του 1992, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τα 16 συνομόσπονδα κρατίδια βρέθηκαν ουσιαστικά σ’ ένα αδιέξοδο στις προσπάθειές τους ν’ αλλάξουν το σύνταγμα ώστε να το προσαρμόσουν στη συνθήκη του Μάαστριχτ. Η αρχή της επικουρικότητας δεν ισχύει μόνο μεταξύ των Βρυξελλών και των κρατών-μελών, μα επίσης και μεταξύ της γερμανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των συστατικών κρατιδίων της. Έμεναν συνεπώς να λυθούν δύο ζητήματα που περιλαμβάναν την αρχή της επικουρικότητας που επηρεάζει τον ομοσπονδιακό χαρακτήρα της Γερμανίας: τον βαθμό στον οποίο τα κρατίδια θα έχουν ένα ισχύον βέτο σ’ οποιαδήποτε μελλοντική μεταφορά κυριαρχίας στην Κοινότητα, και τον βαθμό στον οποίο θα έχουν δικαιώματα «συναπόφασης» με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση στη δημιουργία της νομοθεσίας της ΕΚ.
Ακόμη και πέρα απ’ την Κοινότητα, όπου η διάβρωση της κυριαρχίας είναι περισσότερο εμφανής, είναι εμφανής η ετοιμότητα παρέμβασης σε καταστάσεις που μέχρι πρόσφατα βρίσκονταν στην αποκλειστική εσωτερική δικαιοδοσία των κρατών. Τα παραδείγματα είναι εντυπωσιακά· το γεγονός ότι περιλαμβάνουν κυρίως εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα με τη τυπική συναίνεση των κυβερνήσεων δεν μειώνει τη σημασία τους. Εκείνο που έχει σημασία είναι ο βαθμός απομάκρυνσης απ’ τις παραδοσιακές πρακτικές: οι συμφωνίες οπλικού ελέγχου μεταξύ των ΗΠΑ και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης εγκαθιδρύουν διεισδυτικά καθεστώτα επιτόπιας επιθεώρησης που μέχρι πρόσφατα θα ήταν αδιανόητα. Ο ΟΗΕ έλαβε έναν ενεργό ρόλο στην επιτήρηση των εθνικών εκλογών στη Νικαράγουα και τη Ναμίμπια που, σε προηγούμενες εποχές, θα θεωρούνταν παρέμβαση σε εσωτερικές υποθέσεις. Το 1992, οι ΗΠΑ κι άλλα μέλη του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών (ΟΑΚ) αναλογίστηκε την αποστολή μιας διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης στην Αϊτή για την επαναφορά της τάξης και τη στήριξη της αποκατάστασης της δημοκρατίας. Το ΔΝΤ κι οι χώρες της Λέσχης των Παρισίων επισυνάπτουν όρους ρήτρας σε οικονομικές βοήθειες, όρους που αφορούν τις εγχώριες οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές των δανειοληπτών. Η στήριξη συνδέεται με οικονομικές μεταρρυθμίσεις που εγκαθιδρύουν οικονομίες της αγοράς. Στις ΗΠΑ, το Κογκρέσο θέτει υπό αμφισβήτηση το στάτους του «πιο ευνοημένου έθνους»[5] για τις χώρες που παραβιάζουν τα στάνταρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όλο και περισσότερο, οι ΗΠΑ και τα κράτη της Ευρώπης αξιώνουν δικαιοδοσία πέρα των εθνικών εδαφικών συνόρων τους για να ελέγξουν δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα αλλού. Οι ΗΠΑ εξασκούν εξωπεριφερειακή δικαιοδοσία για μια σειρά σκοπών: για τον έλεγχο δραστηριοτήτων στον πυθμένα υφαλοκρηπίδων, για την επιβολή ρυθμίσεων κι αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας της αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιοαγοράς, για την απαγόρευση ναρκωτικών και για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας.
Επιπλέον, μερικές φωνές προτείνουν ότι η διεθνής κοινότητα πρέπει να παρεμβαίνει για την αποτροπή της διάδοσης των πυρηνικών όπλων όταν γίνονται παραβιάσεις των υποχρεώσεων της συνθήκης μη-διάδοσης. Σύμφωνα με άλλους, οι περιβαλλοντικές έκτακτες ανάγκες -όπως η λειτουργία επικίνδυνων πυρηνικών αντιδραστήρων- ίσως δικαιολογούν παράνομη παρέμβαση για την προστασία των κρατών από ένα νέο Τσερνόμπιλ.
Αυτές οι εξελίξεις, τάσεις, νόρμες και θεσμικές αλλαγές, όλες μαζί, σηματοδοτούν μια σταθερή καταστρατήγηση του πεδίου του κυρίαρχου κράτους, το οποίο έχει υπάρξει ένα καθοριστικό στοιχείο της διεθνούς τάξης πραγμάτων απ’ τον 17ο αιώνα. Ωστόσο, είναι σημαντικό να μην υπερβάλλουμε. Η κυριαρχία των κρατών παραμένει ένα δόγμα μ’ ευρεία απήχηση, πιθανόν μεγαλύτερη μεταξύ του ΟΗΕ και μεταξύ των αυταρχικών κρατών του αναπτυσσόμενου κόσμου. Τα τελευταία βλέπουν στη νομική απαίτηση αυστηρού σεβασμού στα κυριαρχικά δικαιώματα μια χρήσιμη δογματική ασπίδα ενάντια στη διεθνή εμπλοκή στις εγχώριες πρακτικές τους. Το κυρίαρχο κράτος είναι ένα δόγμα που συνεχίζει λαμβάνει συχνή προφορική στήριξη ακόμη κι ενώ την ίδια στιγμή η διεθνής πρακτική σταθερά απομακρύνεται απ’ αυτή. Ο ΟΗΕ κι οι άλλοι διακρατικοί οργανισμοί πρέπει να συνεχίζουν να την επικαλούνται.
Η διάβρωση του κυρίαρχου κράτους λαμβάνει χώρα σε μια εποχή που η δημιουργία νέων κρατών έχει υπάρξει τόσο κοινή που γίνεται αυξανόμενα δυσκολότερο ν’ αντιταχθείς σε διεκδικήσεις για την ίδρυση νέων κρατών, ειδικά όταν οι διεκδικήσεις γίνονται από λαούς με υψηλό διεθνές προφίλ. Διαφορετικές τάσεις έχουν συνδυαστεί για την υποτίμηση της δημιουργίας κρατικών υποστάσεων: πολλά κράτη που δεν «αξίζουν» να είναι κράτη έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια. Η ανάδυση κρατών όπως η Σλοβακία, η κατάρρευση άλλων κρατών όπως η Σομαλία, κι η συνεχιζόμενη ύπαρξη ασήμαντων μικροκρατών, επιβεβαιώνουν ότι η κρατική υπόσταση δεν είναι πλέον ένα «μεγάλο ζήτημα». Σ’ αυτό το τοπίο, η άρνηση της κρατικής υπόστασης στους λαούς που έχουν εμπλακεί σ’ έναν μακρύ κι επίπονο αγώνα ή που συνεχίζουν ν’ αντιστέκονται σε ξένη κυριαρχία είναι αυξανόμενα δύσκολη να δικαιολογηθεί ακόμη κι ενώ η επιταγή του περιορισμού του αριθμού των νέων κρατών γίνεται όλο και περισσότερο πιεστική.
Σημειώσεις:
1. Για μια σύντομη κι εκλεπτυσμένη σύνοψη της ιστορία αυτής της ιδέας, βλέπε Alexandre Passerin d’Entreves, The Notion of the State, εκδόσεις Clarendon Press, 1967.
2. Robert Lansing, Notes on Sovereignty, εκδόσεις Carnegie Endowment, 1921, σελ. 15.
3. Βλέπε George P. Shultz, «A Chance for Some Serious Diplomacy in the Middle East», Washington Post, 6 Μαρτίου 1990, σελ. 23.
4. Το 1985 ιδρύθηκε μια Συνέλευση Ευρωπαϊκών Περιφερειών. Αυτή δεν υπήρξε πρωτοβουλία των μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Σήμερα έχει περισσότερα από 200 μέλη, τόσο απ’ την ανατολική όσο κι απ’ τη δυτική Ευρώπη. Περιλαμβάνει, για παράδειγμα, την πλειοψηφία των αγγλικών κομητειών, τις περισσότερες απ’ τις 9 περιφέρειες της Σκωτίας, τεχνικές περιφέρειες όπως αυτή του Ρήνου-Βεστφαλίας, και την περιφέρεια της Μόσχας. Μια περιφέρεια ορίζεται ως ένα επίπεδο κυβέρνησης αμέσως πιο κάτω απ’ την κεντρική κυβέρνηση, μ’ εγγυημένη πολιτική εκπροσώπηση μέσω της ύπαρξης ενός εκλεγμένου Περιφερειακού Συμβουλίου, ή αν δεν υπάρχει, μέσω μιας ένωσης ή ενός σώματος συγκροτημένου σε περιφερειακό επίπεδο απ’ τις τοπικές αρχές στο αμέσως πιο κάτω επίπεδο. Το Άρθρο 198 της Συνθήκης του Μάαστριχτ περιεργάζεται τη δημιουργία μιας Επιτροπής Περιφερειών 24 μελών, αποτελούμενη μόνο από περιφερειακά και τοπικά σώματα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η σχέση μεταξύ της Επιτροπής Περιφερειών και της Συνέλευσης Ευρωπαϊκών Περιφερειών παραμένει ακαθόριστη. Βλέπε New Statesman and Society, vol. 5, no. 207, 19 Ιουνίου 1992, σελ. 16-28.
5. [Σ.τ.Μ.]: Στις διεθνείς σχέσεις, το «πιο ευνοημένο έθνος» είναι στάτους που αποδίδεται από ένα κράτος προς ένα άλλο. Σημαίνει ότι η χώρα που αντιμετωπίζεται ως «πιο ευνοημένο έθνος» λαμβάνει εμπορικά πλεονεκτήματα, όπως πχ χαμηλότερους δασμούς.