Το παρακάτω απόσπασμα που μεταφράσαμε προέρχεται απ’ το βιβλίο του Ετιέν Μπαλιμπάρ, Citizenship, εκδόσεις Polity, 2015, σελ. 78-82.

Γιατί η σύγχρονη πολιτειότητα, μεταπλασμένη σύμφωνα με τις αρχές της οικουμενικότητας, έχει όχι μόνο αποτύχει να θέσει ένα τέρμα σ’ όλες τις μορφές του εσωτερικού αποκλεισμού, μα έχει επίσης τη τάση να δημιουργεί καινούριους αποκλεισμούς, αποδίδοντάς τους αιτιολογήσεις που είναι οι ίδιες οικουμενικές ή υπερβατικές; Η αρχή της ισότητας και της ελευθερίας θέτει ότι το κάθε άτομο, εντός των ορίων της κοινότητάς του ή του πολιτικά συγκροτημένου «λαού» του, είναι ίσο, αν όχι παρόμοιο, με οποιοδήποτε άλλο, και ότι κανείς δεν μπορεί ν’ ασκήσει μια αυθαίρετη, επιλεκτική, εξουσία επί κάποιου άλλου. Όμως, η ιστορία του αστικού κώδικα και των αστικών συνταγμάτων αποτελεί μια ιστορία διακρίσεων θεμελιωμένων όχι μόνο στην «κοινή ωφελιμότητα» (σύμφωνα με τη δήλωση της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789, Άρθρο Ένα: «Οι άνθρωποι γεννιούνται και παραμένουν ελεύθεροι, με ίσα δικαιώματα. Κοινωνικές διακρίσεις γίνονται μόνο με γνώμονα το κοινό συμφέρον»), μα επίσης και στην περιθωριοποίηση εντός της ίδιας της ανθρωπότητας. Η υποχώρηση της θεσμοθετημένης ανισότητας, είτε παραδοσιακής είτε συμβατικής, εξαγοράστηκε συνεπώς στη τιμή ενός αποκλεισμού που υπήρξε ακόμη ριζοκότερος, επειδή νομιμοποιούνταν εντός της ίδιας της ιδέας της οικουμενικότητας.

Χρειάζεται οπότε να συμπεράνουμε ότι η επέκταση της αρχής των δικαιωμάτων του πολίτη σε «οτιδήποτε μ’ ανθρώπινο πρόσωπο» (Φίχτε, Beitrage zur Berichtigung der Urteil des Publikums über die franzosische Revolution, εκδόσεις Felix Meiner, 1973) κι η θεμελίωσή τους επί των «δικαιωμάτων του ανθρώπου», η οποία θεμελίωση δεν εκπροσωπεί τόσο μια φυσική καταβολή ως μια υπερβατική εγγύηση πρόσβασης στην πολιτειότητα, συγκροτεί όχι μόνο μια δικαιολόγηση για την εξάλειψη των διακρίσεων (ή ενός αγώνα με σκοπό την εξάλειψη των διακρίσεων), μα επίσης και μια αιτία για την ανανέωση αυτών των διακρίσεων και την επέκτασή τους πέρα απ’ τα προηγούμενά τους όρια, μολονότι υπό μια νέα μορφή. Απ’ τη στιγμή που τα άτομα κι ομάδες ατόμων δεν μπορούν πλέον ν’ αποκλειστούν απ’ την πολιτειότητα στη βάση του στάτους τους ή του κοινωνικού τους υποβάθρου, πρέπει ν’ αποκλειστούν ακριβώς ως «άνθρωποι», ως τύποι ανθρώπων που είναι διαφορετικοί απ’ τους υπόλοιπους. Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτός ο μηχανισμός αποκλεισμού που είναι ο ίδιος οικουμενικίστικος δεν εξαφανίζεται ενόσω η «θεμελιακή» ανάλυση των φυσικών δικαιωμάτων δίνει τη θέση της σ’ έναν καθαρά νομικό συνταγματισμό, στον οποίο οι κυβερνητικές πρακτικές θεμελιώνονται στο δίκαιο ή την επιστήμη (ή, συχνότερα απ’ ότι όχι, σ’ έναν συνδυασμό αυτών των δύο). Αντιθέτως, αυτές οι διακρίσεις διαφοροποιούνται και συνεκτείνονται με την κοινωνία, εντός του πλαισίου εκείνου που ο Φουκώ αποκάλεσε «βιοπολιτική». Η μόνη εξήγηση επ’ αυτού είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο συγκροτούνται οι νεωτερικές πολιτικές «οικουμενικίστικες» κοινότητες (πρωτίστως το έθνος) και ο μετασχηματισμός των γενικών ανθρωπολογικών διαφορών (διαφορές φύλου, διαφορές ηλικίας, διαφορές μεταξύ κανονικού και παθολογικού, κλπ) σ’ αρχές αποκλεισμού, αναγκαία συμπίπτουν δομικώς, κάτι που αποδίδει στον νεωτερικό «ανθρωπισμό» το έντονα αντιφατικό του περιεχόμενο.

Αυτό είναι που επέδειξε ο Φουκώ σε μια σειρά έργων του, η αναλυτική ακρίβεια του οποίου μπορεί (και πρέπει) να συζητηθεί, μα η κύρια αιχμή του αναπαριστά μια μη-αντιστρέψιμη επιστημολογική τομή: η υπερβατική οικουμενικότητα του [ανθρώπινου] είδους δεν είναι ασυμβίβαστη με τις λειτουργίες των ανθρωπολογικών διαφορών που βασίζονται σε διακρίσεις και που προκαλούν διακρίσεις· σχηματίζουν δύο όψεις της ίδιας συζήτησης, της συζήτησης που ξεκίνησε με τη φιλοσοφία και την πολιτική του Διαφωτισμού (όπως είδαμε ήδη με την κατασκευή της καντιανής ανθρωπολογίας, Καντ, Ανθρωπολογία από Πραγματολογική Άποψη, εκδόσεις Printa, 2011). Όμως, ο Φουκώ (Φουκώ, Οι Μη-Κανονικοί: Παραδόσεις στο Κολέγιο της Γαλλίας, 1974-1975, εκδόσεις Εστία, 2011) επέδειξε επίσης, ιδίως με το παράδειγμα της «μη-κανονικότητας», ότι αυτή η αναγκαία συνεμφάνιση είναι πάντα προβληματική: όχι μόνο επειδή η οικουμενικότητα των «δικαιωμάτων του ανθρώπου» επιτρέπει την προσφυγή σ’ ένα ιδεατό που μπορεί να κατακτηθεί από οποιαδήποτε κατηγορία γίνεται θύμα αποκλεισμού, μα επίσης επειδή το όριο που χαράσσεται απ’ τον αποκλεισμό είναι εγγενώς ασταθές και τελικά αόριστο. Γι’ αυτό η κατηγορία του «μη-κανονικού» διαρκώς ταλαντεύεται μεταξύ ψυχιατρικών κι εγκληματικών αναφορών, ώστε η περιθωριοποίηση των «μη-κανονικών» διεκδικείται μεταξύ των ιατρικών και νομικών μηχανισμών. Εδώ είναι ίσως χρήσιμο να κάνουμε μια σύγκριση με τις αναλύσεις της Άρεντ (Άρεντ, The Origins of Totalitarianism, εκδόσεις Harcourt, Brace and Company, 1951) για την αντιφατική σχέση που υπήρχε τον 19ο και τον 20ό αιώνα μεταξύ του κλειστού χαρακτήρα της πολιτειότητας θεσπισμένης εντός εθνικών πλαισίων και της οικουμενικότητας της πρόσβασης στα δικαιώματα που διακήρυττε το έθνος-κράτος (με τη σημαντική εξαίρεση των ιμπεριαλιστικών κι αποικιακών επεκτάσεων των εθνών-κρατών, όπου δεν υπήρχαν πολίτες αλλά «υποτελείς» κι «υπόδουλες φυλές»).

Εξού η ακραία μα αποκαλυπτική θέση των ρατσιστικών κρατών, όπως η ναζιστική Γερμανία ή το απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής, στην ιστορία των νεωτερικών κρατών, επειδή έτειναν (τοπικά, προσωρινά, μα με δραματικές εξολοθρευτικές συνέπειες) σ’ αυτή την αντίφαση να εστιάζουν μόνο σ’ έναν απ’ τους όρους της, αναπτύσσοντας ριζικά σχέδια για την εξάγνιση ή τον διαχωρισμό του [ανθρώπινου] είδους. Γνωρίζουμε ότι προγράμματα ευγονικής (για παράδειγμα, η καταναγκαστική στείρωση των «ανεπιθύμητων») εφαρμόζονταν κατά τη διάρκεια του συνόλου του 20ού αιώνα, στις σκανδιναβικές σοσιαλδημοκρατίες καθώς και σε πολλές πολιτείες των ΗΠΑ (συμπεριλαμβανομένης της Καλιφόρνια). Όπως υπέδειξαν οι θεωρητικοί της Σχολής της Φρανκφούρτης (Χορκχάιμερ & Αντόρνο, Διαλεκτική του Διαφωτισμού, εκδόσεις Νήσος, 1996) καθώς κι επικριτές της νεωτερικότητας όπως ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν (Μπάουμαν, In Search of Politics, εκδόσεις Polity, 1999), αυτή η μηδενιστική και ριζικά αντιανθρωπιστική τάση δεν υπήρξε εξωτερική του νεωτερικού ανθρωπισμού· αντ’ αυτού, σχημάτιζε την άλλη του όψη (ή το άλλο του στάδιο), όψη η οποία «κανονικά» λιγότερο ή περισσότερο συγκρατούνταν. Κάτω απ’ την πολιτική σφαίρα υπάρχει πάντα επίσης και μια μη-πολιτική σφαίρα (Esposito, Nove pensieri sulla politica, εκδόσεις Il Mulino, 1993).

Αυτό μας οδηγεί στο να προτείνουμε ότι μπορεί να υπάρξει μια σταδιακή ανάμειξη των μοντέλων εκείνων του αποκλεισμού που δικαιολογούνται με ιδεαλιστικούς όρους, επικαλούμενοι έναν ορισμό του ανθρώπου σύμφωνα με τον οποίο ο άνθρωπος είναι προκαθορισμένος να είναι πολίτης, μ’ αυτούς που δικαιλογούνται με υλικούς ή θετικιστικούς όρους, ταυτοποιώντας ψυχολογικά ή βιολογικά χαρακτηριστικά που σηματοδοτούν τις «κατώτερες» ικανότητες ορισμένων ανθρώπων (πχ, ανάλογα με την εποχή, οι γυναίκες, οι χειρωνάκτες εργάτες, οι μη-κανονικοί, οι ξένοι κι οι αποικιακοί πληθυσμοί ή οι μεταναστές). Στη σημερινή περίσταση, στην οποία η κλασσική αναπαράσταση της εθνικής πολιτειότητας υπόκειται βίαιες εντάσεις, ορισμένες καταστάσεις αποκλεισμού μπορούν ν’ αποτυπώσουν το μοντέλο του «κανονικοποιημένου κράτους εξαίρεσης» του Αγκάμπεν (Αγκάμπεν, Κατάσταση Εξαίρεσης, εκδόσεις Πατάκης, 2013), το οποίο βασίζεται στον Καρλ Σμιτ, όμως άλλοι απλώς εκφράζουν την οιονεί υπερβατική αδυνατότητα της εκπροσώπησης της κοινότητας (ή «του κοινού»), είτε με όρους συμφερόντων είτε με όρους δικαιωμάτων και αμοιβαίων υποχρεώσεων (Νανσύ, The Inoperative Community, εκδόσεις University of Minnesota Press, 1990).