Το παρακάτω κείμενο του Roman Rosdolsky γράφτηκε το 1947. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Science and Society 29, καλοκαίρι 1965. Παρόλη την εξαιρετική ανάλυσή του για την αντίληψη των Μαρξ κι Ένγκελς για το ζήτημα του έθνους ως μια άμεσα πολιτική έννοια, στο τέλος του κειμένου κάνει δυστυχώς ένα επικίνδυνο πισωγύρισμα. Αφήνοντας την «κοινότητα καταγωγής και γλώσσας» στο απυρόβλητο, χάνει τη σύνδεση πως η λεγόμενη «εθνότητα», μια πολιτιστική δηλαδή κοινότητα, είναι επίσης άμεσα εξαρτημένη απ’ τη κεφαλαιακή σχέση. Καμία κουλτούρα και καμία κοινότητα δεν δημιουργείται εν κενώ. Αναπτύσσονται υπό συγκεκριμένους ιστορικούς όρους οι οποίες τις υπερκαθορίζουν, μολονότι έχουν ένα επίπεδο σχετικής «αυτονομίας». Απ’ τη στιγμή που ο κάθε τρόπος παραγωγής δεν περιορίζεται στην «οικονομία» αλλά αποτελεί ένα σύνολο σχέσεων κοινωνικοποίησης, καθώς συνιστά δηλαδή έναν «καθορισμένο τρόπο ζωής» (Μαρξ & Ένγκλες, Η Γερμανική Ιδεολογία, τόμος πρώτος, εκδόσεις Gutenberg, 1997, σελ. 61), η κατάργηση της κεφαλαιακής σχέσης και όλων των μορφών της (αξία, κράτος, δίκαιο) για τη δημιουργία ενός πλήρως καινούριου τρόπου ζωής δεν μπορεί ν’ αφήσει ανεπηρέαστη τη σφαίρα της κουλτούρας, της γλώσσας, κλπ, δηλαδή τελικά, θα διαλυθεί το σύνολο των σημερινών υπαρκτών κοινοτήτων, σε οποιαδήποτε βάση κι αν θεμελιώνονται, επειδή είναι εξ αρχής υπαγμένες στο κεφάλαιο: «το χρήμα αποτελεί άμεσα την πραγματική κοινότητα» και «δεν μπορεί ν’ ανεχτεί άλλη [κοινότητα] ανώτερη απ’ αυτή» (Μαρξ, Grundrisse, τόμος Α, εκδόσεις Στοχαστής, 1989, σελ. 161 & 158-159). Έχοντας το «πλεονέκτημα» να γράφουμε τώρα 71 χρόνια ύστερα απ’ τη συγγραφή του κειμένου του Rosdolsky, βλέπουμε πως τα «εθνοτικά» χαρακτηριστικά στην κουλτούρα ολοένα και χάνονται κι έχει αρχίσει να δημιουργείται (έχοντας βέβαια πολλά βήματα ακόμα να κάνει) μια υπερεθνική κουλτούρα, τουλάχιστον μεταξύ των ανεπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών. Ποια ακριβώς είναι η «ελληνικότητα» της σύγχρονης λαϊκής κουλτούρας στην Ελλάδα; Τα superhero movies της Marvel; Τα καρτούν της Toei Animation; Το «ντέρμπι των αιωνίων» Μπαρτσελόνα-Ρεάλ Μαδρίτης; Το Despacito; Το ίδιο διαδικτυακό meme με το οποίο γελάνε στην Ιαπωνία, την Αυστραλία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία και τις ΗΠΑ; Οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα, με οποιαδήποτε πιθανή σημασία της λέξεως.
Ι
Το υπό συζήτηση εδάφιο αναφέρεται στη στάση των εργατών προς την χώρα τους και είναι το εξής:
Ακόμα κατηγορήσαν τους κομμουνιστές ότι θέλουν να καταργήσουν την πατρίδα, την εθνικότητα.
Οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα. Δεν μπορεί να τους πάρεις αυτό που δεν έχουν. Μα μια και το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους, να συγκροτηθεί το ίδιο σε έθνος, είναι, μέχρι τώρα, και το ίδιο εθνικό, αν και σε καμία περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης.
Οι εθνικοί χωρισμοί και οι εθνικές αντιθέσεις ανάμεσα στους λαούς εξαφανίζονται όλο και περισσότερο με την ανάπτυξη της αστικής τάξης, με την ελευθερία του εμπορίου, με την παγκόσμια αγορά, με την ομοιομορφία της βιομηχανικής παραγωγής και των συνθηκών ζωής που αντιστοιχούν σ’ αυτήν.
Η κυριαρχία του προλεταριάτου θα τους εξαφανίσει ακόμα πιο γρήγορα. Η κοινή δράση του, τουλάχιστον στις πολιτισμένες χώρες, αποτελεί έναν απ’ τους πρώτους όρους της απελευθέρωσής του.
Όπως θα τεθεί ένα τέρμα στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, έτσι θα τεθεί ένα τέρμα στην εκμετάλλευση ενός έθνους από ένα άλλο. Μαζί με την εξάλειψη της αντίθεσης των τάξεων στο εσωτερικό των εθνών, εξαλείφεται η εχθρική στάση των εθνών μεταξύ τους[1].
Και μερικές σελίδες προηγουμένως στο Μανιφέστο, γράφεται:
Η πάλη του προλεταριάτου είναι ενάντια στην αστική τάξη, αν όχι στο περιεχόμενο, στην μορφή, είναι στην αρχή εθνική. Φυσικά το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει πρώτα να ξεμπερδέψει, πριν απ’ όλα, με τη δική του αστική τάξη[2].
Οι γραμμές αυτές έχουν μνημονευτεί αμέτρητες φορές στη σοσιαλιστική βιβλιογραφία, συνήθως για να δικαιολογηθεί η αρνητική στάση του σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος προς τον αστικό πατριωτισμό και σωβινισμό. Συχνά, ωστόσο, έχει γίνει προσπάθεια να μετριαστεί η βλοσυρή γλώσσα αυτών των παραθεμάτων και να τους δοθεί ένα αντίθετο, εθνικιστικό νόημα.
Για παράδειγμα, παραθέτουμε παρακάτω τα λόγια του Heinrich Cunow, γνωστού Γερμανού σοσιαλδημοκράτη θεωρητικού. Στο βιβλίο του Marx’s Theories of History, Society and State αναλύει τα παραπάνω αποσπάσματα. Σύμφωνα με τον Cunow, εκείνο που εννοούν ο Μαρξ κι ο Ένγκελς είναι ότι:
Σήμερα (1848) ο εργάτης δεν έχει πατρίδα, δεν συμμετέχει στη ζωή του έθνους, δεν λαμβάνει μερίδιο του εθνικού υλικού και πνευματικού πλούτου. Μια απ’ αυτές τις μέρες όμως, οι εργάτες θα κερδίσουν την πολιτική εξουσία και θα λάβουν μια κυρίαρχη θέση στο κράτος και το έθνος και τότε, όταν, ας το πούμε έτσι [;] θα συγκροτούν οι ίδιοι το έθνος, θα είναι επίσης εθνικοί και θα νιώθουν εθνικοί, παρότι ο εθνικισμός τους [!] θα είναι διαφορετικού είδους απ’ τον εθνικισμό της αστικής τάξης [Στμ: οι παραπάνω σημειώσεις στις αγκύλες είναι του Rosdolsky][3].
Αυτή η ερμηνεία του Cunow[4] σκοντάφτει σε μια μικρή φράση, τη φράση «μέχρι τώρα» («Μα μια και το προλεταριάτο πρέπει […] να συγκροτηθεί το ίδιο σε έθνος, είναι, μέχρι τώρα, και το ίδιο εθνικό»), η οποία υποδεικνύει ότι ο Μαρξ κι ο Ένγκελς δεν περίμεναν το προλεταριάτο να παραμείνει «εθνικό» για πάντα…
Η ερμηνεία του Cunow έγινε το πρότυπο της ρεφορμιστικής βιβλιογραφίας· ύστερα όμως μετά τον Β’ ΠΠ, βρήκε αποδοχή επίσης και στο κομμουνιστικό στρατόπεδο. Έτσι, διαβάζουμε στην «Εισαγωγή» του Μανιφέστου απ’ τις εκδόσεις Stern-Verlag στη Βιέννη το 1946:
Όταν ο Μαρξ γράφει στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο: «Μα μια και το προλεταριάτο πρέπει πρώτα να κατακτήσει την πολιτική εξουσία, να ανυψωθεί σε ηγέτιδα τάξη του έθνους, να συγκροτηθεί το ίδιο σε έθνος, είναι, μέχρι τώρα, και το ίδιο εθνικό», πρέπει να καταλάβουμε ότι είναι ακριβώς στην εποχή μας που η εργατική τάξη δρα σαν εθνική τάξη, ως η ραχοκοκκαλιά του έθνους στην πάλη του ενάντια στον φασισμό κι υπέρ της δημοκρατίας. Η εργατική τάξη της Αυστρίας σήμερα αγωνίζεται να κερδίσει την αυστριακή πατρίδα της δημιουργώντας μια ανεξάρτητη, ελεύθερη και δημοκρατική Αυστρία[5].
Το παραπάνω όχι μόνο ισοδυναμεί με την ερμηνεία του Cunow, μα πηγαίνει ακόμη παραπέρα.
Σε πλήρη αντίθεση μ’ αυτές τις εθνικιστικές ερμηνείες είναι όσα έγραψε ο Λένιν στη διάσημη πραγματεία του «Καρλ Μαρξ»:
Τα έθνη είναι αναπόφευκτο προϊόν και αναπόφευκτη μορφή της αστικής εποχής της κοινωνικής εξέλιξης. Και η εργατική τάξη δεν μπορούσε να δυναμώσει, να ανδρωθεί, να σχηματιστεί χωρίς «να συγκροτηθεί στα πλαίσια του έθνους», χωρίς να είναι «εθνική» («αν και διόλου με την έννοια που το καταλαβαίνει αυτό η αστική τάξη»). Η ανάπτυξη όμως του καπιταλισμού σπάει ολοένα και περισσότερο τους εθνικούς φραγμούς, εκμηδενίζει την εθνική απομόνωση και βάζει στη θέση των εθνικών ανταγωνισμών τους ταξικούς. Γι’ αυτό στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες είναι απόλυτα αληθινό ότι «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα» και ότι «η συνένωση των προσπαθειών» των εργατών τουλάχιστον των πολιτισμένων χωρών «είναι ένας από τους πρώτους όρους της απελευθέρωσης του προλεταριάτου»[6].
Όμως, ακόμη κι ερμηνεία του Λένιν δεν είναι ικανοποιητική. Ενώ, σύμφωνα με το Μανιφέστο, το προλεταριάτο, αφότου κατακτήσει την πολιτική εξουσία, θα είναι «μέχρι τώρα, και το ίδιο εθνικό», ο Λένιν περιορίζει αυτό το «είναι, μέχρι τώρα, και το ίδιο εθνικό» μόνο στην αφετηρία του εργατικού κινήματος, πριν η εργατική τάξη «ωριμάσει». Σε μια πλήρως ανεπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία, λέει ο Λένιν, οι εργάτες, περισσότερο από ποτέ, δεν θα έχουν πατρίδα!…
Αυτά αναφορικά με τις διάφορες ερμηνείες των παραπάνω παραθεμάτων του Μανιφέστου. Δεν είναι παράξενο που μια σειρά σοσιαλιστών συγγραφέων προσπάθησαν να βρουν το πραγματικό τους νόημα. Το πιο παράξενο είναι ότι, με το πέρασμα του χρόνου, τα παραθέματα αυτά έγιναν ένα είδος πιστεύω, σε βαθμό που εκτεταμένα προγραμματικά συνθήματα εξάγονταν απ’ αυτά, ακόμη κι αν δεν κατανοούσαν πλήρως τα λόγια του Μανιφέστου… Αυτό ισχύει ιδίως για τη δήλωση ότι οι εργάτες «δεν έχουν πατρίδα». Υπήρξε ευκολότερο να επαναλαμβάνεται η φράση συνεχώς παρά να εξηγηθεί αυτή η φαινομενικά απλή πρόταση και να έρθει σε συμφωνία με την καθημερινή πρακτική των σοσιαλιστικών (κι αργότερα των κομμουνιστικών) κομμάτων. Και, δυστυχώς, αυτή η πρακτική φαινόταν όλο και περισσότερο ν’ αντιφάσκουν με τους συγγραφείς του Μανιφέστου…
ΙΙ
Ποιο είναι συνεπώς το πραγματικό νόημα των ισχυρισμών του Μανιφέστου; Με ποια έννοια οι εργάτες «δεν έχουν πατρίδα» και πως, μολαταύτα, ακόμη κι όταν καταλάβουν την πολιτική εξουσία, θα παραμείνουν και πάλι «μέχρι τώρα, κι οι ίδιοι εθνικοί»; Για ν’ απαντήσουμε αυτό το ερώτημα, φαίνεται πως πρέπει πρώτα να εξετάσουμε την ορολογία του Μανιφέστου.
Είναι γνωστό ότι οι όροι «έθνος» [nation] και «εθνικότητα» [nationality] δεν χρησιμοποιούνται παντού με την ίδια έννοια. Στ’ αγγλικά και τα γαλλικά, για παράδειγμα, ένα «έθνος» συνήθως σημαίνει τον πληθυσμό ενός κυρίαρχου κράτους, και ο όρος «εθνικότητα» είναι συνήθως είτε ένα συνώνυμο της πολιτειότητας είτε ορίζει μια απλή κοινότητα καταγωγής και γλώσσας (ένας «λαός» – στα γερμανικά «Volk») – ενώ στη Γερμανία και την ανατολική Ευρώπη κι οι δύο όροι αναφέρονται πρωτίστως σε κοινότητες καταγωγής και γλώσσας[7].
Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς, ειδικά στα πρώιμα έργα τους, σχεδόν πάντα ακολουθούσαν την αγγλική και γαλλική χρήση. Χρησιμοποιούσαν τη λέξη «έθνος» πρωτίστως για να ορίσουν τον πληθυσμό ενός κυρίαρχου κράτους (κατ’ εξαίρεση, χρησιμοποιούσαν επίσης αυτόν τον όρο για τους «ιστορικούς» λαούς, όπως οι Πολωνοί, οι οποίοι είχαν αποστερηθεί -προσωρινά- το δικό τους κράτους). Η «εθνικότητα», αφετέρου, σήμαινε γι’ αυτούς: (1) είτε το ανήκειν σ’ ένα κράτος, δηλαδή, ένας λαός που έχει ένα κράτος[8]· είτε (2) μια απλή εθνοτική κοινότητα. Επομένως, αυτός είναι σχεδόν ο μόνος όρος που χρησιμοποιούσαν αναφορικά με τους λεγόμενους «λαούς χωρίς ιστορία», όπως οι Αυστριακοί Σλάβοι (Τσέχοι, Κροάτες, κλπ) κι οι Ρουμάνοι, ή για «υπολείμματα λαών», όπως οι Γαέλοι, οι Βρετόνοι κι οι Βάσκοι. Κι αυτή η έννοια η «εθνικότητας» -σε οξεία αντίθεση με το «έθνος» (με το οποίο κατανοούσαν έναν λαό ο οποίος είχε ένα δικό του κράτος και συνεπώς τη δική του πολιτική ιστορία)- ήταν η περισσότερο χαρακτηριστική της ορολογίας του Μαρξ και του Ένγκελς! Παραθέτουμε μερικά παραδείγματα:
Οι Γαέλοι των σκωτσέζικων Χάιλαντς κι οι Ουαλοί [σημείωση το Rosdolsky: έγραφε ο Έγνκελς στο περιοδικό The Commonwealth το 1866] είναι αδιαμφισβήτητα διαφορετικές εθνικότητες απ’ τους Άγγλους, παρότι κανείς δεν θα δώσει σ’ αυτά τα υπολείμματα λαών, που έχουν από καιρό εξαφανιστεί, τον τίτλο των εθνών, όπως και στους Κέλτες κατοίκους της Βρετάνης στη Γαλλία…[9]
Και στο άρθρο του «Γερμανία και Πανσλαβισμός» (1855) γράφει για τους Αυστριακούς Σλάβους:
Μπορούμε να διακρίνουμε δύο ομάδες Αυστριακών Σλάβων. Η μια ομάδα συνίσταται από υπολείμματα εθνικοτήτων, η ιστορία των οποίων ανήκει στο παρελθόν κι η σημερινή τους ιστορική εξέλιξη είναι προσδεμένη μ’ εκείνη των εθνών διαφορετικής φυλής και γλώσσας… Συνεπώς, αυτές οι εθνικότητες, παρότι ζουν αποκλειστικά σ’ αυστριακό έδαφος, δεν συγκροτούνται με κανέναν τρόπο ως διαφορετικά έθνη[10].
Αλλού, ο Ένγκελς γράφει:
Ούτε η Βοημία ούτε η Κροατία ήταν αρκετά δυνατές να σταθούν από μόνες τους σαν έθνος. Η αντίστοιχη εθνικότητά τους, που υπονομεύεται απ’ τη δράση των ιστορικών αιτιών σιγά-σιγά και απορροφιέται από πληθυσμούς προικισμένους με μεγαλύτερη ενεργητικότητα, θα μπορούσε μόνο να ελπίζει σ’ ένα είδος ανεξαρτησίας, με μια συμμαχία με τ’ άλλα Σλαβικά έθνη [σημείωση του Rosdolsky: ο Ένγκελς αναφέρεται εδώ στη Ρωσία][11].
Η σημασία που επέδιδε ο Ένγκλες σ’ αυτή τη διαφορά στην ορολογία μεταξύ των εννοιών «έθνος» κι «εθνότητα» φαίνεται στο προαναφερθέν άρθρο του στο The Commonwealth, όπυ κάνει μια οξεία διάκριση μεταξύ του ζητήματος τους «έθνους» και της «εθνικότητας», μεταξύ των αρχών του «έθνους» και της «εθνικότητας».
Ο Ένγκελς ενέκρινε μόνο την πρώτη αρχή, απορρίπτοντας σθεναρά τη δεύτερη. (Όπως είναι γνωστό, ο Μαρξ κι ο Ένγκελς λαθεμένα απέρριψαν το πολιτικό μέλλον των «λαών χωρίς ιστορία» – Τσέχοι, Σλοβάκοι, Σέρβοι, Κροάτες, Σλοβένοι, Ουκρανοί, Ρουμάνοι, κλπ)[12].
ΙΙΙ
Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο παρέχει επίσης μια σειρά παραδειγμάτων χρήσης αυτής της ορολογίας. Όταν μιλάει, για παράδειγμα, για τις «εθνικές βιομηχανίες» που υπονομεύονται απ’ την ανάπτυξη του καπιταλισμού[13], προφανώς αναφέρεται σε βιομηχανίες περιορισμένες στην επικράτεια ενός δεδομένου κράτους. Οι «Nationalfabriken» (στην αγγλική εκδοχή «factories […] owned by the State») [στην ελληνική έκδοση του Μανιφέστου που υπάρχει στη συλλογή Διαλεχτά Έργα έχει αποδοθεί ως «εθνικά εργοστάσια», δηλαδή κρατικοποιημένα εργοστάσια, στην ιδιοκτησία του κράτους, σελ. 43] πρέπει επίσης να νοηθούν, φυσικά, με τον ίδιο τρόπο. Και στην πρόταση: «Ανεξάρτητες επαρχίες με διαφορετικά συμφέροντα, με διαφορετικούς νόμους, κυβερνήσεις και δασμούς, και που συνδέονταν μεταξύ τους σχεδόν μονάχα με σχέσεις συμμαχίας, συσπειρώθηκαν σ’ ένα έθνος, σε μια κυβέρνηση, σ’ ένα νόμο, σ’ ένα εθνικό ταξικό συμφέρον, σε μια τελωνειακή ζώνη»[14], οι λέξεις «έθνος» και «εθνικό» αναφέρονται εμφανώς στο κράτος, στον λαό που έχει κράτος, και όχι σε μια εθνικότητα με την ένοιας καταγωγής και γλώσσας. Τέλος, όταν στο Μανιφέστο ο Μαρξ κι ο Ένγκελς μιλούν για μια «εθνική» πάλη του προλεταριάτου, αυτό σημαίνει κάτι αρκετά διαφορετικό απ’ τις ρεφορμιστικές και νεορεφορμιστικές ερμηνείες. Αυτό είναι ξεκάθαρο απ’ το παρακάτω απόσπασμα, το οποίο περιγράφει την καταγωγή της προλεταριακής ταξικής πάλης:
Στην αρχή παλεύουν οι μεμονωμένοι εργάτες, ύστερα οι εργάτες ενός εργοστασίου, μετά οι εργάτες ενός επαγγέλματος ενός τόπου, ενάντια στον ξεχωριστό αστό που τους εκμεταλλεύεται άμεσα. […] Και φτάνει μονάχα να συνδεθούν μεταξύ τους για να συνενωθούν οι πολλοί τοπικοί αγώνες, που έχουν παντού τον ίδιο χαρακτήρα, σε μια εθνική πάλη μεταξύ των τάξεων[15].
Εδώ η «εθνική» πάλη του προλεταριάτου, δηλαδή η πάλη που δίδεται στη κλίμακα το συνόλου του κράτους, εξισώνεται άμεσα με τη ταξική πάλη, καθώς μόνο μια τέτοια συγκεντροποίηση των αγώνων των εργατών στην κλίμακα του κράτους μπορεί να θέσει τους εργάτες ως τάξη απέναντι στην αστική τάξη και να δώσει σ’ αυτούς τους αγώνες τη σφραγίδα των πολιτικών αγώνων[16]. Για να επιστρέψουμε τώρα στο παράθεμα με το οποίο ξεκινήσαμε το κείμενο, όταν ο Μαρξ κι ο Ένγκελς μιλούν για την πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη ως μια πάλη που είναι «στην αρχή εθνική», έχουν εμφανώς στο μυαλό τους μια πάλη που αρχικά δίδεται στο πλαίσιο ενός κράτους, όπως είναι ξεκάθαρο απ’ τον λόγο που δίνεται γι’ αυτό, ότι «το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει πρώτα να ξεμπερδέψει, πριν απ’ όλα, με τη δική του αστική τάξη». Όμως, απ’ αυτή την άποψη, ο ισχυρισμός της έγερσης του προλεταριάτου «σε ηγέτιδα τάξη του έθνους», ότι «συγκροτείται το ίδιο σε έθνος», παίρνει παρομοίως ένα πολύ συγκεκριμένο νόημα. Σημαίνει ότι το προλεταριάτο πρέπει αρχικά να οδηγηθεί απ’ τα υπάρχοντα κρατικά σύνορα, πρέπει να εγερθεί σε ηγετική τάξη εντός των υπάρχοντων κρατών! Γι’ αυτό στην αρχή θα είναι «μέχρι τώρα, και το ίδιο εθνικό» -αν και σε καμία περίπτωση με την έννοια της αστικής τάξης- επειδή η αστική τάξη έχει ως στόχο της την πολιτική αποσύνδεση μεταξύ των λαών και την εκμετάλλευση ξένων εθνών απ’ το δικό της έθνος. Αφετέρου, η νικηφόρα εργατική τάξη θα εργαστεί απ’ την αρχή προς την εξάλειψη των εθνικών χωρισμών κι αντιθέσεων των λαών. Με την ηγεμονία της θα δημιουργήσει όρους υπό τους οποίους «εξαλείφεται η αντίθεση των τάξεων στο εσωτερικό των εθνών, εξαλείφεται η εχθρική στάση των εθνών μεταξύ τους». Απ’ αυτή την οπτική, και μόνο απ’ αυτή την οπτική, μπορεί να γίνει κατανοητό τι εννοούσε ο νεαρός Ένγκελς όταν έγραφε για την «κατάργηση» ή «εκμηδένιση» της εθνικότητας: σίγουρα όχι την «κατάργηση» των υπάρχοντων εθνοτικών και γλωσσολογικών κοινοτήτων (αυτό θα ήταν παράλογο!), αλλά των πολιτικών οριοθετήσεων των λαών[17]. Σε μια κοινωνία στην οποία (με τα λόγια του Μανιφέστου) «η δημόσια εξουσία θα χάσει τον πολιτικό της χαρακτήρα» [ό.π., σελ. 44] και το κράτος ως τέτοιο θ’ απονεκρωθεί, δεν μπορεί να υπάρχει χώρος για ξεχωριστά «εθνικά κράτη»!…
IV
Αισθανόμαστε ότι η ανάλυσή μας για την ορολογία του Μανιφέστου αποτελεί περισσότερα από μια απλή φιλολογική διύλιση του κώνωπα. Έδειξε ότι τα υπό συζήτηση εδάφια σχετίζονται πρωτίστως με το «έθνος» και την «εθνικότητα» με την πολιτική τους έννοια και είναι συνεπώς οι προηγούμενες ερμηνείες τους υπήρξαν ασυνεπείς. Αυτό ισχύει ειδικά για την πλήρως αυθαίρετη και σοφιστική ερμηνεία του Cunow, ο οποίος προσπάθησε να εξάγει έναν ειδικό «προλεταριακό εθνικισμό» απ’ το Μανιφέστο κι υποβάθμισε τον διεθνισμό του εργατικού κινήματος σε επιθυμία για διεθνή συνεργασία μεταξύ των λαών[18]. Όμως, το Μανιφέστο δεν κήρυξε ότι το προλεταριάτο πρέπει να αδιαφορεί αναφορικά με τα εθνικά κινήματα, ότι πρέπει να επιδεικνύει έναν «μηδενισμό» αναφορικά με το ζήτημα της εθνικότητας! Όταν το Μανιφέστο λέει οι εργάτες «δεν έχουν πατρίδα», αυτό αναφέρεται στο αστικό εθνικό κράτος, όχι στην εθνικότητα με την εθνοτική έννοια. Οι εργάτες «δεν έχουν πατρίδα» επειδή σύμφωνα με τον Μαρξ και τον Ένγκελς, πρέπει να θεωρούν το αστικό εθνικό κράτος ως έναν μηχανισμό που τους καταπιέζει[19] – και αφότου κατακτήσουν την εξουσία θα συνεχίσουν να «μην έχουν πατρίδα» με την πολιτική έννοια, στον βαθμό που τα ξεχωριστά σοσιαλιστικά εθνικά κράτη θ’ αποτελούν μόνο ένα μεταβατικό στάδιο στον δρόμο προς την αταξική κι ακρατική κοινωνία του μέλλοντος, καθώς η κατασκευή μιας τέτοιας κοινωνίας είναι εφικτή μόνο σε διεθνή κλίμακα! Συνεπώς, η ερμηνεία της «αδιαφορίας» [προς το εθνοτικό] του Μανιφέστου που ήταν σύνηθης στους «ορθόδοξους» μαρξιστικούς κύκλους δεν έχει αιτιολόγηση. Το γεγονός ότι, γενικά, αυτή η ερμηνεία έκανε μικρό κακό στο σοσιαλιστικό κίνημα, και κατά μία έννοια ακόμη και το προώθησε, οφείλεται στην περίσταση ότι -αν και μ’ ένα διεστραβλωμένο τρόπο- αντικατόπτριζε την εγγενή κοσμοπολίτικη τάση του εργατικού κινήματος[20], την προσπάθειά του να ξεπεράσει την εθνική στενοκεφαλιά και τους «εθνικούς χωρισμούς και εθνικές αντιθέσεις ανάμεσα στους λαούς». Ωστόσο, μ’ αυτή την έννοια, υπήρξε πολύ πιο κοντά στο πνεύμα του μαρξισμού και του Μανιφέστου απ’ ότι οι εθνικιστικές ερμηνείες του Μπέρνσταϊν, του Cunow κι άλλων.
Σημειώσεις:
1. Μαρξ & Ένγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» στο Μαρξ & Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος πρώτος, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 40-41 (ελαφρώς τροποποιημένη μετάφραση βάσει της αγγλικής εκδοχής του κειμένου στο MECW 6).
2. Ό.π., σελ. 33.
3. Die Marxsche Geschichts-, GeseIlschafts- und Staatstheorie, τόμος 2, σελ. 30.
4. Ο Cunow δεν ήταν ο πρώτος που ερμήνευσε το Μανιφέστο μ’ αυτό τον τρόπο. Όπως πολλές ακόμη ρεφορμιστικές καινοτομίες, έτσι κι αυτή προέρχεται απ’ τον ιδρυτή του ρεβιζιονισμού, τον Έντουαρντ Μπέρνσταϊν. Ο Μπέρνσταϊν, στο άρθρο του «The German Social Democracy and the Turkish Tangle», Neue Zeit, 1896-1897, no. 4, σελ. 111 και κάτω, γράφει: «Ο ισχυρισμός ότι ο προλετάριος δεν έχει πατρίδα τροποποιείται όπου, όποτε και στον βαθμό που μπορεί να συμμετάσχει ως πλήρης πολίτης στη διακυβέρνηση και τη νομοθέτηση στη χώρα του, και που μπορεί ν’ αλλάξει τους θεσμούς σύμφωνα με τις επιθυμίες τους».
5. Η ιδέα ότι οι Αυστριακοί εργάτες ίσως ήθελαν να πολεμήσουν για σοσιαλισμό στη χώρα τους απ’ ότι φαίνεται δεν πέρασε απ’ το μυαλό του συγγραφέα αυτής της «Εισαγωγής»…
6. Λένιν, «Καρλ Μαρξ» στο Λένιν, Άπαντα, τόμος 26, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1980, σελ. 73-74.
7. Ο Καρλ Κάουτσκι επ’ αυτού του ζητήματος γράφει: «Η έννοια του έθνους είναι δύσκολο να οριοθετηθεί. Η δυσκολία δεν ελαττώνεται απ’ το γεγονός ότι δύο διαφορετικοί κοινωνικοί σχηματισμοί περιγράφονται απ’ την ίδια λέξη, και ο ίδιος σχηματισμός από δύο διαφορετικές λέξεις. Στη Δυτική Ευρώπη, με την παλιά καπιταλιστικής της κουλτούρα, ο λαός κάθε κράτους αισθάνεται στενά δεμένος σ’ αυτό. Εκεί, ο πληθυσμός του κράτους ορίζεται ως το έθνος. Μ’ αυτή την έννοια, για παράδειγμα, μιλάμε για το βέλγικο έθνος. Όσο ανατολικότερο πηγαίνουμε στην Ευρώπη, τόσο πιο πολυάριθμες είναι οι μερίδες του πληθυσμού ενός κράτους που δεν θέλουν ν’ ανήκουν σ’ αυτό, που συγκροτούν εντός τους δικές τους, ξεχωριστές εθνικές κοινότητες. Κι αυτές αποκαλούνται “έθνη” ή “εθνικότητες”. Θα ήταν φρόνιμο αναφερόμενοι σ’ αυτές να χρησιμοποιείται μόνο ο δεύτερος όρος» (Die materialistische Geschichtsauffassung, τόμος 2, σελ. 441.
8. Πρβλ την ομιλία του Μαρξ στην Πολωνία στις 22 Φεβρουαρίου 1848: «Οι τρεις δυνάμεις [ήτοι, Πρωσία, Αυστρία και Ρωσία] πορεύτηκαν στο πλάι της ιστορίας. Το 1846, με την ενσωμάτωση της Κρακοβίας στην Αυστρία, κατέσχησαν τα τελευταία ερείπια της πολωνικής εθνικότητας […]» (MEGA 6, σελ. 408· βλέπε επίσης Gesammelte Schriften, τόμος 1, σελ. 247). Κι εδώ επίσης, όπως σε πολλά άλλα εδάφια του Μαρξ και του Ένγκελς, η «εθνικότητα» δεν αναφέρεται σε τίποτα άλλο παρά στην κυβέρνηση.
9. Grünbergs Archiv, τόμος 6, σελ .215 και κάτω.
10. Gesammelte Schriften, τόμος 1, σελ. 229.
11. Μαρξ & Ένγκελς, Επανάσταση και Αντεπανάσταση στη Γερμανία, εκδόσεις Στόχοι, 1973, σελ. 115. [Σ.τ.Μ.]: Για ν’ αποδώσουμε τα του Καίσαρος του Καίσαρι στον συχνά υποτιμημένο Ένγκελς, η σειρά άρθρων που ύστερα κυκλοφόρησε ως συλλογή με τον τίτλο Επανάσταση και Αντεπανάσταση στη Γερμανία, γράφτηκε απ’ τον Ένγκελς. Ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας New York Tribune ζήτησε απ’ τον Μαρξ να γράψει μια σειρά άρθρων για την επανάσταση που λάμβανε χώρα εκείνη την περίοδο στη Γερμανία. Επειδή ο Μαρξ ήταν αποσχολημένος με τις οικονομικές του μελέτες, ζήτησε απ’ τον Μαρξ να γράψει τα σχετικά άρθρα, τα οποία έστελνε στον Μαρξ για να τα επιμεληθεί (τ’ αγγλικά του Ένγκελς εκείνη την περίοδο δεν ήταν στο επίπεδο εκείνων του Μαρξ) και να τα στείλει στη New York Tribune, όπου και δημοσιεύονταν με τ’ όνομα του Μαρξ.
12. Βλέπε Roman Rosdolsky, Engels and the “Nonhistoric” Peoples: The National Question in the Revolution of 1848, Critique Books, 1986.
13. Μαρξ & Ένγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», ό.π., σελ. 24.
14. Ό.π., σελ. 25.
15. Ό.π., σελ. 29 & 30 (ελαφρώς τροποποιημένη μετάφραση βάσει της αγγλικής εκδοχής του κειμένου στο MECW 6).
16. Πρβλ Η Γερμανική Ιδεολογία, η μετάφραση δική μας: «Ακριβώς επειδή η αστική τάξη δεν είναι πια μια estate αλλά μια τάξη, αναγκάζεται τώρα να οργανωθεί εθνικά κι όχι τοπικά, και να δώσει στα μέσα της συμφέροντα μια γενική μορφή» (MEGA 5, σελ. 52, η μετάφραση δική μας).
17. Σ’ αυτή τη λογική, ο Ένγκελς έγραψε το 1846: «Μόνο οι προλετάριοι μπορούν να καταργήσουν την εθνικότητα· μόνο η αφύπνιση του προλεταριάτου μπορεί να επιτρέψει την αδελφοποίηση των εθνών» (MEGA 6, σελ. 460). Παρομοίως, στη Γερμανική Ιδεολογία, μετάφραση δική μας, το προλεταριάτο αναφέρεται ως μια τάξη που είναι «ήδη η έκφραση της διάλυσης όλων των τάξεων, εθνικοτήτων, κλπ εντός της σημερινής κοινωνίας […] στην οποία η εθνικότητα έχει ήδη καταργηθεί» (MEGA 5, σελ. 60 & 50· και πρβλ MEGA 5, σελ. 454).
18. Το υψηλότερο πεδίο παρερμηνείας του Μανιφέστου απ’ τον Cunow είναι πιθανώς το ακόλουθο εδάφιο απ’ το βιβλίο του: «Και είναι εξίσου παράλογο να συμπεράνουμε απ’ το κάλεσμα “Εργάτες όλων των χωρών ενωθείται!” […] ότι ο Μαρξ εννοούσε ότι ο εργάτης βρίσκεται εκτός μιας εθνικής κοινότητας. Το να λέγαμε “Δημοσιογράφοι, γιατροί, φιλόλοφοι, κλπ, ενωθείται σε διεθνή συνδικάτα για να εκπληρώσεται το έργο σας!” δεν σημαίνει ότι τα μέλη αυτών των επαγγελματικών ενώσεων δεν θα έπρεπε να νιώθουν μια σύνδεση με την εθνικότητά τους […]» (Die Marxsche Geschichts-, GeseIlschafts- und Staatstheorie, vol.. 2, σελ. 29). Πρβλ Μαρξ, «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα» στο Μαρξ & Ένγκελς, Κριτική των Προγραμμάτων Γκότα και Ερφούρτης, εκδόσεις Κοροντζής, 2004, σελ. 43-44. Το πρόγραμμα της Γκότα έγραφε: «Η εργατική τάξη εργάζεται για την απελευθέρωσή της πρώτα πρώτα μέσα στα πλαίσια του σημερινού εθνικού κράτους, ξέροντας καλά ότι η αναγκαία συνέπεια της της προσπάθειάς της, που είναι κοινή στους εργάτες όλων των πολιτισμένων χωρών, θα είναι η διεθνής συναδέλφωση των λαών». Ο Μαρξ απαντά: «Αντίθετα απ’ το Κομμουνιστικό Μανιφέστο και απ’ όλο το προγενέστερο σοσιαλισμό, ο Λασσάλ συνέλαβε το εργατικό κίνημα από μια άποψη στενότατα εθνική. Στον δρόμο του τον ακολουθούν κι άλλοι κι αυτό ύστερα από τη δράση της Διεθνούς! Είναι εντελώς αυτονόητο ότι η εργατική τάξη για να είναι γενικά σε θέση ν’ αγωνίζεται, πρέπει να οργανωθεί μέσα στη χώρα της σαν τάξη και ότι το εσωτερικό αποτελεί το άμεσο πεδίο της πάλης της. Απ’ αυτή την άποψη η ταξική της πάλη είναι εθνική, όχι κατά το περιεχόμενο αλλά, όπως λέει και το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, “κατά την μορφή”. Αλλά τα “πλαίσια του σημερινού κράτους”, πχ του γερμανικού κράτους μπαίνουν κι αυτά με τη σειρά τους οικονομικά μέσα στα πλαίσια της παγκόσμιας αγοράς, πολιτικά μέσα στα πλαίσια του συστήματος των κρατών. Ο πρώτος τυχόν έμπορος ξέρει ότι το γερμανικό εμπόριο κι απ’ την άλλη μεριά το μεγαλείο του κύριου Μπίσμαρκ έγκειται σ’ ένα είδος διεθνούς πολιτικής. Και σε τι περιορίζει τον διεθνισμό του το γερμανικό εργατικό κόμμα; Στη συναίσθηση ότι το αποτέλεσμα των επιδιώξεών του “θα είναι η διεθνής συναδέλφωση των λαών”. Αυτό δεν είναι παρά μια φράση παρμένη απ’ την αστική ένωση της ελευθερίας και της ειρήνης, φράση που μας την παριστάνουν σαν ισοδύναμη με τη διεθνή συναδέλφωση των εργατικών τάξεων μέσα στον κοινό αγώνα εναντίον των κυρίαρχων τάξεων και των κυβερνήσεών τους. Ούτε μια λέξη λοιπόν για τα διεθνή καθήκοντα της γερμανικής εργατικής τάξης!».
19. Σ’ ένα απ’ τα τετράδιά του, ο Μαρξ σημείωσε το ακόλουθο απόσπασμα του Μπρισό ντε Βαρβίλ: «Υπάρχει μόνο μια διορατικότητα που υποψιάζονται μόνο όσοι σχεδιάζουν πλάνα για την μόρφωση του λαού – ότι δεν μπορεί να υπάρξει αρετή απ’ τη στιγμή που τα 3/4 του πληθυσμού δεν έχουν ιδιοκτησία· επειδή χωρίς ιδιοκτησία ο λαός δεν έχει πατρίδα, χωρίς μια πατρίδα τα πάντα είναι εναντίον του, και οπότε πρέπει να είναι οπλισμένος έτομος εναντίον όλων […] Καθώς αυτή είναι η κατάσταση των 3/4 της αστικής κοινωνίας, ακολουθεί ότι αυτά τα 3/4 δεν μπορούν να έχουν ούτε θρησκεία ούτε ηθική ούτε αφοσίωση στην Κυβέρνηση […]» (MEGA 6, σελ. 617).
20. Στην Επιστολή του Ένγκελς στον Ζόργκε, 12-17 Σεπτεμβρίου 1974 (στο Μαρξ & Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος δεύτερος, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 560), ο Ένγκελς έγραψε για τα «κοινά κοσμοπολίτικα συμφέροντα του προλεταριάτου». Αυτό αποτελεί μια ενδιαφέρουσα αντίθεσε με την υποτιμητική χροιά που είχε αποκτήσει η λέξη «κοσμοπολιτισμός» στο πολιτικό λεξιλόγιο της Σοβιετικής Ένωσης.