Το παρακάτω κείμενο του Michael Williams προέρχεται απ’ την ανθολογία Value, Social Form and the State σ’ επιμέλεια του ιδίου. Όπως γράφει ο Michael Williams: «Το παρόν κεφάλαιο προέρχεται από μια μακρά έρευνα που έκανα με τον Geert Reuten του πανεπιστημίου του Άμστερνταμ. Ο Reuten ευθύνεται για πολλά απ’ τα προτερήματα του κειμένου μα ούτε για μια απ’ τις ελλείψεις του. Με βοήθησαν επίσης διάφορα σχόλια των Chris J. Arthur, Waltraud Ernst και Calvin Taylor».

Εισαγωγή

Πιθανόν η μεγαλύτερη ανεκπλήρωτη φιλοδοξία της μαρξιστικής διανοητικής δραστηριότητας έχει υπάρξει η επαρκής θεωρητικοποίηση πτυχών της αστικής κοινωνίας πέραν της οικονομίας στη βάση μιας συνεκτικής αναφοράς στην οικονομία: η ανάπτυξη μιας θεωρίας του οικονομικού καθορισμού του πολιτικού και του προσωπικού. Το παρόν κεφάλαιο σκιαγραφεί μια τέτοια θεωρητικοποίηση του πολιτικού και, πιο περιγραφικά, του προσωπικού, στη βάση της θεωρίας  των κοινωνικών μορφών (βλέπε Κεφάλαιο 1) [δεν το έχουμε μεταφράσει, βλέπε το αγγλικό πρωτότυπο].

Για πολλές οικονομικές θεωρίες το κράτος είναι ένα «μαύρο κουτί» στο οποίο τροφοδοτούνται μερικές εξιδανικευμένες συνταγές για τη θεωρία της αγοράς και απ’ το οποίο εκδίδονται περισσότερο ή λιγότερο συνεκτικά πακέτα πολιτικών. Συνεπώς, η υποννοούμενη αντίληψη για το κράτος είναι αυτή ενός φιλάνθρωπου μονάρχη, μιας ομάδας πλατωνικών φυλάκων ή ανταγωνιστικώς εκλεγμένων κατόχων εξουσίας, δρώντας σύμφωνα με τις καλύτερες διαθέσιμες συμβουλές αναφορικά με το τι είναι το γενικό καλό και πως μπορεί να επιτευχθεί. Ακόμη κι όταν οι οικονομικές θεωρίες για το κράτος ξεφεύγουν απ’ αυτή τη νοοτροπία του «μαύρου κουτιού», τείνουν να παραμένουν οικονομίστικες με την έννοια ότι βασίζουν τις αναλύσεις τους για το «εσωτερικό» κράτος επί της έννοιας των ατομιστικών δρώντων, μεγιστοποιώντας μια αντικειμενική λειτουργία που υπόκειται σε δεδομένους περιορισμούς. Η ανάλυση του κράτους τότε διαφέρει απ’ την ανάλυση της αγοράς μόνο στους ισχυρισμούς των αντικειμενικών λειτουργιών και περιορισμών[1].

Οι μαρξιστικές θεωρίες για το κράτος τείνουν να είναι αναγωγικές, υποβαθμίζοντας το κράτος είτε σ’ ένα όργανο κάποιας προϋπάρχουσας καπιταλιστικής τάξης είτε στο λειτουργιστικό επιφαινόμενο κάποιων προϋπάρχουσων αναγκών (της συσσώρευσης) του κεφαλαίου[2]. Ωστόσο, η κρατική πολιτική δεν μπορεί να εξαχθεί απλώς απ’ τις «ανάγκες του κεφαλαίου»: το κράτος δεν είναι απλώς ένα «γενικό εμπειρικό γεγονός» το οποίο εισέρχεται σε κάποιο λειτουργικό κενό στους όρους της αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Χρείαζεται να υπάρξει μια εννοιολογική ανάπτυξη της «κοινωνίας» μεταξύ της έκθεσης της οικονομίας και της έκθεσης της πολιτείας.

Στη δική μας μεθοδική παραγωγή του κράτους αναπτύσσουμε πρώτα την «ανταγωνιστική κοινωνία» υποκειμένων με πηγές εισοδήματος και τα συνεπακόλουθα συμφέροντα απ’ την καθαρή καπιταλιστική οικονομία, εισάγοντας την υποκειμενικότητα. Αυτό το ενδιάμεσο βήμα διαφοροποιεί την παρουσίασή μας απ’ τον σημαντικότερο πρόγονό της -τη γερμανική προσέγγιση της λογικής του κεφαλαίου και της μεθοδικής παραγωγής του κράτους[3]- μ’ έναν τέτοιο τρόπο που, ελπίζουμε, ξεπερνά τον αρχικό λειτουργισμό αυτών των προσεγγίσεων, χωρίς να εκπέσει στην εργαλειακότητα. Οι μορφές του κράτους, κι οι πολιτικές τους, δεν εξάγονται απλώς σαν επιφαινόμενα της λογικής του κεφαλαίου, ούτε το κράτος συλλαμβάνεται ως μια προϋπάρχουσα οντότητα στα χέρια των καπιταλιστών[4]. Αντ’ αυτού, η ανταγωνιστική κοινωνία παρουσιάζεται ως ένας όρος ύπαρξης της αστικής οικονομίας, και ο αναδιπλασισμός της σε κοινωνία των πολιτών και κράτος ως ένας όρος για την ίδια την ύπαρξη της αστικής οικονομίας.

Απ’ την αξιακή μορφή στο υποκείμενο ανταγωνισμού

Στο Κεφάλαιο 3 [δεν το έχουμε μεταφράσει, βλέπε το αγγλικό πρωτότυπο], η αξιακή μορφή παρουσιάστηκε να είναι η ειδικά αστική μορφή αλληλοσύνδεσης στην οποία ξεπερνιέται η αποσύνδεση της παραγωγής απ’ την κατανάλωση, όσο κι η αποσύνδεση στο εσωτερικό της ίδιας της παραγωγής. Έγνοια συνεπώς της αλληλοσύνδεσης είναι το ξεπέρασμα, στην κοινωνική αναπαραγωγή, της ανικανότητας για αυτοαναπαραγωγή. Ωστόσο, στο επίπεδο της καπιταλιστικής οικονομίας σε αφαίρεση, τα άτομα έχουν εμφανιστεί μόνο ως φορείς κοινωνικών σχέσεων, χωρίς υποκειμενικότητα.

Η αξιακή μορφή, η αξιοποίηση κι η κεφαλαιακή συσσώρευση είναι δομικά καθορισμένες. Αποτελούν διαδικασίες οι οποίες απλώς αναπαράγονται απ’ τις δραστηριότητες των ατόμων. Οι διαδικασίες αυτές δεν καθορίζονται απ’ την ατομική βούληση, ούτε αποτελούν το αποτέλεσμα της άσκησης της βούλησης κάποιου γενικού κοινωνικού υποκειμένου. Επιπλέον, η αξιακή μορφή είναι εγγενώς αδιάφορη προς την αναπαραγωγή της εγγενώς συγκεκριμένης ύπαρξης των ατόμων: ενδιαφέρεται αντ’ αυτού με τις προσταγές της αξιοποίησης και της συσσώρευσης. Δεν πρόκειται όμως μόνο για ζήτημα δομικής αδιαφορίας. Όπως έχει επιχειρηματολογηθεί εκτενώς στο μαρξιστικό έργο, υπάρχουν τάσεις της συσσώρευσης -ιδίως εκείνες της πτώσης του ποσοστού κέρδους και της υπερσυσσώρευσης- οι οποίες διαρκώς απειλούν την αναπαραγωγή των όρων ύπαρξης συγκεκριμένων οικονομικών δρώντων[5].

Στις σχέσεις διανομής που συνεπάγεται η καπιταλιστική παραγωγή, η αξία υπάρχει στην μορφή του εισοδήματος (κέρδος, τόκος, γαιοπρόσοδος και μισθοί). Αυτές αποτελούν μορφές αξίας αφού αποτελούν ποσότητες χρήματος, ποσοτικά καθορισμένες από τις διαδικασίες της καπιταλιστικής γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής κι ανταλλαγής. Η ύπαρξη του εισοδήματος ως αξιακή μορφή συγκεκριμενοποιείται στο υποκείμενο ανταγωνισμού. Τα υποκείμενα ανταγωνισμού δεν μπορούν να είναι απλώς φορείς κοινωνικών σχέσεων (ή «χαρακτηρολογικές μάσκες»: βλέπε Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις ΚΨΜ, 2016, σελ. 124), καθώς πρέπει να έχουν την ελεύθερη βούληση να χρησιμοποιήσουν τις πηγές εισοδήματός του σ’ επιδίωξη εισοδήματος στον ανταγωνισμό τους με άλλα υποκείμενα ανταγωνισμού. Η επιτυχία σ’ αυτή την επιδίωξη εισοδήματος είναι ο τρόπος της αξιακής μορφής για την ατομική αναπαραγωγή.

Μόνο στο επίπεδο της υποκειμενικότητας μπορεί να εισαχθεί το «συμφέρον», ώστε οι μορφές εισοδήματος, και συνεπώς τα συμφέροντα που συνδέονται μ’ αυτές, να παρέχουν τον σύνδεσμο απ’ το επίπεδο της οικονομίας (χαρακτηρολογικές μάσκες) στο επίπεδο της υποκειμενικότητας (απ’ το οποίο μπορεί ν’ αναπτυχθεί το κράτος). Εδώ διαφέρουμε θεμελιώδως απ’ τους Flatow και Huisken (Flatow & Huisken, «Zum Problem der Ableitung des Bürgerlichen Staates: die Oberfläche der bürgerlichen Gesellschaft, der Staat, und die allgemeinen Rahmenbedingungen der Produktion», Prokla 7), ισχυριζόμενοι ότι η αναγκαία μορφή του κράτους πρέπει να εξαχθεί από ένα πιο θεμελιακό επίπεδο αφαίρεσης κι όχι απ’ την «επιφάνεια» της αστικής κοινωνίας απ’ την οποία εκείνοι εκκινούν (αν με την επιφάνεια νοούνται συγκεκριμενοποιημένες καθημερινές αντιλήψεις, ή «μορφές εμφάνισης»). Η αιχμή είναι ότι η κοινωνία των φορέων πηγών εισοδήματος -ανταγωνιστική κοινωνία- δεν αποτελεί την επιφάνεια της αστικής ολότητας, αλλά αντ’ αυτού υπάρχει σ’ ένα αρκετά αφηρημένο επίπεδο. (Εδώ, φυσικά, διαφωνούμε επίσης και με τον Μαρξ: πρβλ Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος τρίτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 1978, Τμήμα Έβδομο: «Τα εισοδήματα και οι πηγές τους»)[6].

Οπότε, το υποκείμενο ανταγωνισμού πρέπει να είναι τόσο ένας δομικά προσδιορισμένος φορέας κοινωνικών σχέσεων και, ταυτοχρόνως, ένα υποκείμενο. Αυτή η αντίφαση των υποκειμένων χωρίς υποκειμενικότητα ξεπερνιέται στην αφηρημένη ελεύθερη βούληση[7], το συγκεκριμένο περιεχόμενο της οποίας είναι η συγκεκριμένη υποκειμενικότητα, μόνο όμως ως περιορισμένη απ’ τους όρους ύπαρξής της εντός της προσδιορισμένης απ’ την αξιακή μορφή οικονομίας. Εφόσον ένα συγκεκριμένο υποκείμενο εξορμεί στη δημόσια σφαίρα της οικονομίας, αποτελεί ένα ανταγωνιστικό υποκείμενο μόνο με αφηρημένη ελεύθερη βούληση. Απ’ τη στιγμή που τα υποκείμενα ανταγωνισμού μπορούν να ασκήσουν ελεύθερη βούληση μόνο εντός των περιορισμών των ευκαιριών που τους παρέχει η προσδιορισμένη απ’ την αξιακή μορφή οικονομία (μολονότι τυπικά ίσα εντός των ορίων αυτών των περιορισμών), και καθώς αυτή η αξιακή μορφή είναι στην καλύτερη αδιάφορη στη συγκεκριμένη τους ατομική ύπαρξη, η οικονομία καθεαυτή δεν επαρκεί για την αναπαραγωγή των ίδιων των όρων ύπαρξής της: τα υποκείμενα ανταγωνισμού. Η ύπαρξη του υποκειμένου ανταγωνισμού παραμένει μόνο αφηρημένη[8].

Με την εισαγωγή των υποκειμένων, η παρουσίαση έφτασε στο σημείο αφετηρίας της μικροοικονομίας: δρώντες ελευθέρα ανταγωνιζόμενοι στις αγορές προϊόντων και παραγόντων. Τα οικονομικά απλώς υποθέτουν αυτό το αφετηριακό σημείο είτε, όπως κι οι κλασσικοί οικονομολόγοι, ως μια φυσική ροπή της ανθρώπινης φύσης προς το να εμπορεύεται και να ανταλλάσσει (Άνταμ Σμίθ, Έρευνα για τη Φύση και τα Αίτια του Πλούτου των Εθνών, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2010, σελ. 41), είτε ως ένα ζήτημα ευκολίας, που επιβεβαιώνεται συγκρίνοντας τα συναγόμενα συμπεράσματα με τα εμπειρικά δεδομένα (πχ, Μίλτον Φρίντμαν, «The Methodology of Positive Economics» στο Φρίντμαν, Essays in Positive Economics, εκδόσεις University of Chicago Press, 1953), είτε ως η αξιωματική «υπόθεση της ορθολογικότητας» [ή αξίωμα της ορθολογικότητας ή γενική αρχή της ορθολογικότητας][9]. Αντιθέτως, η θεωρία της αξιακής μορφής συλλαμβάνει αυτό το σημείο ως μια αναγκαία μορφή εμφάνισης της διαδικασίας της κοινωνικής παραγωγής στην αστική εποχή.

Υποκείμενα ανταγωνισμού, ιδιοκτησία κι εργασία

Με την εισαγωγή των υποκειμένων ανταγωνισμού, οι απλοί φορείς των κοινωνικών σχέσεων (χαρακτηρολογικές μάσκες) έχουν μετατραπεί σε αφηρημένως ελεύθερα και τυπικά ίσα υποκείμενα που χρησιμοποιούν πηγές εισοδήματος σ’ επιδίωξη εισοδήματος. Αυτή η ελευθερία βασίζεται στο δικαίωμα ιδιοκτησίας πηγών εισοδήματος, και του εισοδήματος που προκύπτει απ’ αυτές. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι οι πηγές εισοδήματος των υποκειμένων ανταγωνισμού δεν είναι ίσες μεταξύ τους. Πρώτα απ’ όλα, υπάρχουν τρεις μορφές εισοδήματος (κέρδη, τόκος και γαιοπρόσοδος) που πράγματι εξάγονται απ’ την ιδιοκτησία μιας πηγής εισοδήματος (βιομηχανικό κεφάλαιο, χρηματικό κεφάλαιο και γαιοκτητικό κεφάλαιο αντιστοίχως). Συνεπώς, υπάρχουν τρία υποκείμενα ανταγωνισμού που κατέχουν ιδιοκτησία: ο επιχειρηματίας, ο χρηματικός καπιταλιστής (ή επενδυτής) κι ο γαιοκτήτης καπιταλιστής.

Υπάρχει, ωστόσο, μια μορφή εισοδήματος -ονομαστικά, οι μισθοί- η οποία δεν εξάγεται απ’ την ιδιοκτησία μιας πηγής εισοδήματος, αλλά αντ’ αυτού από μια καθολική ικανότητα, αδιαχώριστη απ’ τον εργάτη. Οι ελεύθεροι μισθωτοί εργάτες αποτελούν μια ειδική τάξη υποκειμένου ανταγωνισμού επειδή η πηγή του εισοδήματός τους, η εργασιακή δύναμη, δεν αποτελεί ιδιοκτησία (με την έννοια του χρήματος ή ενός εμπορεύματος που μπορεί να κρατηθεί ή αλλοτριωθεί). Η εργασιακή δύναμη είναι, στο επίπεδο της ανταγωνιστικής κοινωνίας, η πηγή εισοδήματος εσχάτης ανάγκης για όσους δεν κατέχουν (επαρκή) ιδιοκτησία επί πηγών εισοδήματος. Τα ειδικά χαρακτηριστικά της εργασίας ως πηγή εισοδήματος εξάγονται απ’ την ειδική θέση της στην παραγωγική διαδικασία, θεωρούμενη ως μια διαδικασία αξιοποίησης (πρβλ Κεφάλαια 3 & 5) [δεν το έχουμε μεταφράσει, βλέπε το αγγλικό πρωτότυπο] [10].

Αυτή η ασυμφωνία αναπαράγει την ύπαρξη των τάξεων υποκειμένων ανταγωνισμού, με τον αναγκαίο ανταγωνισμό μεταξύ τους, εξαγόμενη απ’ την κεφαλαιακή σχέση. Κάθε μια απ’ τις τάξεις έχει, σ’ αυτό το επίπεδο, το δικό της περιορισμένο πεδίο υποκειμενικότητας. Για ν’ αναπαράξουν τη συγκεκριμένη τους ύπαρξη, ο εργάτης πρέπει να πουλήσει την εργασιακή του δύναμη· ο γαιοκτήτης καπιταλιστής πρέπει να νοικιάσει τη γη του· κι ο χρηματικός καπιταλιστής πρέπει να επενδύσει το χρηματικό του κεφάλαιο. Ο επιχειρηματίας πρέπει να πάρει και να χρησιμοποιήσει τα παραπάνω στοιχεία της παραγωγής ώστε να παράξει και να πουλήσει εμπορεύματα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η επιτυχία των υποκειμένων ανταγωνισμού στο να χρησιμοποιήσουν τις πηγές εισοδήματός τους συγκροτεί ταυτοχρόνως τόσο τη δική τους αναπαραγωγή όσο κι αυτή το προσδιορισμένου απ’ την αξιακή μορφή όλου.

Το δικαίωμα του να κατέχεις και ν’ αλλοτριώνεις χρήμα κι εμπορεύματα με την μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας είναι οπότε εγγενές στις διαδικασίες της ανταγωνιστικής κοινωνίας, τόσο με τους όρους της αναπαραγωγής της αξιακής μορφής όσο και, ταυτοχρόνως, με τους όρους της αξιακής μορφής ως του ειδικά αστικού τρόπου αλληλοσύνδεσης. Συνεπώς, το αστικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία αποτελεί έναν συγκεκριμένο όρο ύπαρξης της αξιακής μορφής. Οι διαδικασίες της ανταγωνιστικής κοινωνίας αποτελούν την εμφάνιση, στο επίπεδο της υποκειμενικής οικονομικής δραστηριότητας, των διαδικασιών αξιοποίησης. Η αντικειμενική βάση των ανταγωνιστικών τάξεων στην κεφαλαιακή σχέση εκφράζεται οπότε στο επίπεδο στο οποίο έχει εισαχθεί η υποκειμενικότητα. Ήδη στο επίπεδο του οικονομικού, είναι θεμελιώδες ότι η διαδικασία αξιοποίησης κυριαρχεί τη τεχνική εργασιακή διαδικασία, και ότι στην πρώτη μόνο η εργασία αποτελεί έναν αναγκαίο παράγοντα παραγωγής προστιθέμενης αξίας, η οποία στη τελευταία απλώς διανέμεται στη γη και το κεφάλαιο, κι ύστερα στο χρηματικό κεφάλαιο [δηλαδή, για τη τεχνική εργασιακή διαδικασία χρειάζεται η αγορά πρώτων υλών, κλπ, οπότε πραγματώνεται η αξία τους] (βλέπε Κεφάλαιο 3) [δεν το έχουμε μεταφράσει, βλέπε το αγγλικό πρωτότυπο]. Συνεπώς, τα ανταγωνιστικά διανεμητικά συμφέροντα της ιδιοκτησίας και της εργασίας δεν αποτελούν απλώς την επιφάνεια της αστικής κοινωνίας, στην οποία φαίνεται ότι είναι εφικτά τα πάντα και τίποτα, αλλά αποτελούν αντ’ αυτού την ανταγωνιστική κοινωνία, στην οποία η θεμελιώδης διάκριση μεταξύ ιδιοκτησιακών κι εργασιακών πηγών εισοδήματος αναδύεται στη βάση του προηγούμενου αναδιπλασιασμού της παραγωγικής διαδικασίας σε διαδικασία αξιοποίησης και τεχνική εργασιακή διαδικασία.

Επίσης, η «απλή εμπορευματική παραγωγή» δεν μπορεί να υπάρξει το σημείο απ’ το οποίο πρέπει ν’ αναπτυχθεί η εννοιολόγηση του αστικού κράτους, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να συλλάβει την ανταγωνιστική ταξική δομή της κεφαλαιακής σχέσης. Δεν μπορεί οπότε να υπάρξει η βάση κάποιου γενικού συμφέροντος το οποίο πρέπει να πραγματώσει το αστικό κράτος. Η αστική κοινωνία δεν χαρακτηρίζεται απ’ την κοινότητα συμφέροντος χαρακτηριστική ενός κοινωνικού συστήματος στο οποίο ο καθένας εμπορεύεται μόνο τα προϊόντα της δικής τους εργασίας[11]. Μια τέτοια εννοιολόγηση αποκρύπτει τη θεμελιακή διαφορά μεταξύ των ιδιοκτησιακών πηγών εισοδήματος και της εργασιακής πηγής εισοδήματος, και συνεπώς τη διαφορά μεταξύ ιδιοκτησιακού και μη-ιδιοκτησιακού (δηλαδή, εργασιακού) εισοδήματος[12].

Η μετάβαση που εισέρχεται εδώ, από απλό φορέα κοινωνικών σχέσεων σε υποκείμενο ανταγωνισμού με αφηρημένη ελεύθερη βούληση, αποτελεί ένα σημαντικό βήμα στην εννοιολογική ανάλυση απ’ το πιο αφηρημένο αφετηριακό σημείο στην αξιακή μορφή προς την μορφή του κράτους. Στο πιο αφηρημένο επίπεδο, η οικονομία μπορεί ν’ αναλυθεί σε απομόνωση απ’ τις κοινωνικές και πολιτικές στιγμές, και συγχρόνως σε απομόνωση απ’ τα βουλησιακά υποκείμενα. Πριν την εισαγωγή του κράτους, οι χαρακτηρολογικές μάσκες θεμελιώνονται ως ανταγωνιστικά υποκείμενα: δρώντες που λαμβάνουν (αυστηρά περιορισμένες) αποφάσεις αναφορικά με την χρησιμοποίηση των πηγών του εισοδήματους τους στην προσπάθειά τους να βγάλουν τα προς το ζην. Αυτή η συστηματική παρουσίαση μας καθιστά ικανούς να συλλάβουμε την αλληλεπίδραση μεταξύ αυτενέργειας και δομής η οποία διατρέχει μεγάλο μέρος της κοινωνικής επιστήμης, και η λύση της οποίας αλληλεπίδρασης για τον Μαρξ περιέχεται στη διάσημη ρήση του ότι οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια τους την ιστορία, όμως όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν (Καρλ Μαρξ, «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», στο Μαρξ & Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος πρώτος, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 282)

Υποκειμενικότητα και δικαίωμα στην ύπαρξη

Η υποκειμενικότητα χωρίς ύπαρξη είναι αντιφατική. Αν τα υποκείμενα ανταγωνισμού πρέπει να έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν πηγές εισοδήματος και να κατέχουν ιδιοκτησία, πρέπει επίσης να έχουν το δικαίωμα να υπάρχουν. Επιπλέον, το υποκείμενο, με την ιδιότητα του υποκειμένου, αναγκαία θ’ αντιληφθεί τον εαυτό του ως κάτοχο του δικαιώματος στην ύπαρξη. Ωστόσο, ενώ το δικαίωμα στην ιδιοκτησία (αξιοποιημένου και συσσωρευμένου κεφαλαίου) υπάρχει εντός της ανταγωνιστικής κοινωνίας, η ικανότητα για εργάσια δεν μπορεί να υπάρξει. Ενώ η εργασιακή δύναμη αγοράζεται και πωλείται ως εμπόρευμα στις γενικευμένες αγορές, δεν παράγεται εντός μιας καπιταλιστικής εταιρείας ούτε και παράγεται με την προοπτική να πουληθεί (βλέπε τα Κεφάλαιο 3 & 5) [δεν τα έχουμε μεταφράσει, βλέπε το αγγλικό πρωτότυπο]. Η αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης συνεπάγεται την αναπαραγωγή του εργάτη, η οποία δεν μπορεί να διασφαλιστεί εντός της λογικής της ανταγωνιστικής κοινωνίας.

Τα υποκείμενα και τα σύνολα υποκειμένων, όπως έχουν προσδιοριστεί μέχρι τώρα, αποτελούν τους ακούσιους δρώντες μέσω των οποίων αναπαράγεται η ολότητα. Η αναπαραγωγή επαρκούς εργασιακής δύναμης αποτελεί έναν αναγκαίο όρο της συνεχιζόμενης ύπαρξης της ανταγωνιστικής κοινωνίας. Καθώς η εργασιακή δύναμη είναι αδιαχώριστη απ’ τον εργάτη, την ύπαρξη του οποίου δεν μπορεί να διασφαλίσει η αφηρημένη οικουμενικότητα των διαδικασιών αξιοποίησης, η ανταγωνιστική κοινωνία δεν μπορεί να δημιουργήσει τους ίδιους τους όρους ύπαρξής της. Η καίρια αιχμή είναι ότι το δικαίωμα στην ύπαρξη (και χαμηλότερης τάξεως επακόλουθα όπως το δικαίωμα στην εργασία και σ’ ένα επαρκές εισόδημα) είναι εγγενώς συγκεκριμένο κι ιδιαίτερο, ενώ οι αφηρημένες κι οικουμενικές αρχές [principles] τη ανταγωνιστικής κοινωνίας -η αξιακή μορφή κι η αφηρημένη ελεύθερη βούληση- είναι αδιάφορες προς τη συγκεκριμένη κι ιδιαίτερη ύπαρξη των συγκεκριμένων υποκειμένων. Πολλές προσπάθειες υποκειμένων ανταγωνισμού ν’ αποκτήσουν ένα (επαρκές) εισόδημα ανατρέπονται στις ασυνεχείς και κρισιακές διαδικασίες της αναπαραγωγής του όλου[13].

Μεταξύ των επικριτών της αστικής κοινωνίας, υπάρχει μια ισχυρή εναντίωση στην ιδέα ότι η αστική κοινωνία περιλαμβάνει ένα, έστω και τόσο αφηρημένο, δικαίωμα στην ύπαρξη. Είναι πιθανόν χρήσιμο να τονίσουμε εδώ ότι είναι μόνο ο κατακερματισμένος ατομικισμός μιας τέτοιας κοινωνίας που συνεπάγεται ότι το κοινωνικό είναι των συγκεκριμένων υποκειμένων τίθεται με την μορφή ενός αφηρημένου δικαιώματος. Η αιχμή είναι ακριβώς ότι η μορφή του δικαιώματος δεν αποτελεί μια φυσική, μα αντ’ αυτού μια ειδικά αστική, μορφή. Το αστικό δικαίωμα ύπαρξης εγείρεται μόνο επειδή το ατομικό κοινωνικό είναι στην ανταγωνιστική κοινωνία είναι τόσο επισφαλές.

Η απειλή για την ύπαρξη που προκύπτει απ’ τον αμεσολάβητο τρόπο λειτουργίας της ανταγωνιστικής κοινωνίας κλιμακώνεται στη σύγκρουση των ίσων δικαιωμάτων, η οποία μπορεί να επιλυθεί μόνο με τη βία:

Ο κεφαλαιοκράτης επωφελείται απ’ το δικαίωμά του σαν αγοραστής όταν προσπαθεί να μεγαλώσει όσο γίνεται την εργάσιμη ημέρα […] ο εργάτης επωφελείται από το δικαίωμά του σαν πωλητής όταν προσπαθεί να περιορίσει την εργάσιμη ημέρα σ’ ένα καθορισμένο κανονικό μέγεθος. Επομένως έχουμε εδώ μια αντινομία, δίκαιο ενάντια σε δίκαιο, και τα δύο εξίσου κατοχυρωμένα απ’ τον νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Και ανάμεσα σε δύο ίσα δίκαια αποφασίζει η βία. (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2002, σελ. 246)

Αναδιπλασιασμός της ανταγωνιστικής κοινωνίας

Η ανταγωνιστική κοινωνία αποτελεί την μορφή ύπαρξης της αντίφασης του καθορισμού της αξιακής μορφής και της ελεύθερης βούλησης. Το υποκείμενο ανταγωνισμού, μ’ ένα καθολικό δικαίωμα στην ιδιοκτησία, μαζί μ’ ένα δικαίωμα στην ύπαρξη, βρίσκεται συνεχώς υπό απειλή, εξαρτώμενο από τις ευκαιρίες που του γίνονται διαθέσιμες απ’ τον τρόπο λειτουργίας της ανταγωνιστικής κοινωνίας κι από τα ποσοτικά επίπεδα συμβολαίων που κλείνονται μεταξύ των υποκειμένων ανταγωνισμού. Τα δικαιώματα στην ιδιοκτησία και την ύπαρξη δεν μπορούν να διατηρηθούν εντός μιας ανταγωνιστικής κοινωνίας βασισμένης στον ανταγωνισμό όλοι εναντίον όλων και στις οικουμενικές αρχές της αξιοποίησης και της αφηρημένης ελεύθερης βούλησης. Ακόμη και στον ελάχιστο αρνητικό τρόπο, ο οποίος απλώς βεβαιώνει ότι κανένα άτομο δεν μπορεί να βλάψει την ύπαρξη ενός άλλου ατόμου, το δικαίωμα ύπαρξης κάποιου μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με το δικαίωμα ιδιοκτησίας κάποιων άλλων. Τα δικαιώματα αυτά, καθώς δεν βρίσκονται στη συγκεκριμένη κι ιδιαίτερη μορφή η οποία είναι αναγκαία για την πραγμάτωσή τους, μπορούν να υπάρχουν μόνο τυπικά ως πολιτικά δικαιώματα. Αυτό επειδή το δικαίωμα στην ύπαρξη δεν μπορεί να συντηρηθεί ως κοινωνικό δικαίωμα, επηρεάζοντας τη λειτουργία της κοινωνίας που θεωρείται μόνο ως ανταγωνιστική κοινωνία σε απομόνωση, είναι, σ’ αυτό το επίπεδο αφαίρεσης, τόσο αναγκαίο όσο κι ανέφικτο· είναι αντιφατικό. Η ανταγωνιστική κοινωνία πρέπει να διευρυνθεί με τον αναδιπλασιασμό της σε κοινωνία των πολιτών[14] και κράτος.

Η διαδικαστική έννοια του αναδιπλασιασμού είναι το κλειδί στη συστηματικότητα της παρουσίασης[15], η οποία έχει φτάσει σε μια θεμελιώδη αντίφαση. Οι οντότητες που αναπτύχθηκαν έως τώρα -ονομαστικά, η ανταγωνιστική κοινωνία και το ανταγωνιστικό υποκείμενο- πρέπει να ξεπεραστούν από περισσότερο εκτενείς, συγκεκριμενές οντότητες: την αστική κοινωνία, συγκροτούμενη απ’ την κοινωνία των πολιτών και το κράτος (καθώς και την ιδιωτική σφαίρα, η οποία, μολονότι όχι κεντρική στις εδώ ανησυχίες μας, σκιαγραφείται συνοπτικά παρακάτω), και τον αστικό άνθρωπο, συγκροτούμενο από υποκείμενο ανταγωνισμού και πολίτη (καθώς και τον ιδιωτικό άνθρωπο). Η κοινωνία των πολιτών αποτελεί την επανεμφάνιση της ανταγωνιστικής κοινωνίας σε σχέση με το κράτος· ο αστικός άνθρωπος αποτελεί την επανεμφάνιση του υποκειμένου ανταγωνισμού με τον επιπρόσθετο καθορισμό της πολιτειότητας.

Αυτή η διαδικασία καθιστά ικανή την παρουσίαση των βασικότερων στιγμών αρχικά της ολότητας, χωρίς να θέτει οποιαδήποτε πιθανότητα για την αυτόνομη ύπαρξή τους. Δεν υπάρχει, για παράδειγμα, καμία πρόταση ότι η ανταγωνιστική κοινωνία (γενικευμένη καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή κι ανταλλαγή μαζί με την ύπαρξη της αφηρημένης ελεύθερης βούλησης) αποτελεί κάποια ιστορικά προϋπάρχουσα φάση εξέλιξης. Η ανάλυση είναι εννοιολογική, όχι ιστορική. Η διαδικασία επιτρέπει επίσης τα ίδια τα εσωτερικά επιχειρήματα να κινήσουν προς τα εμπρός την θεωρία: αν η παρουσίαση της ολότητας πρέπει να είναι ολοκληρωμένη κι εσωτερικά συνεπής, προφανώς δεν μπορεί να σταματήσει στο στάδιο στο οποίο έχει εξάγει μια αναγκαία αδυνατότητα, μια αντίφαση: «στη διαλεκτική, είναι η ανεπάρκεια των προϋποθέσεων που οδηγεί σε περισσότερο επαρκή συμπερασμάτα» (Findlay, Πρόλογος στο Hegel’s Logic, εκδόσεις Oxford University Press, 1975, σελ. xiii).

Τότε, το κράτος ως η πολιτική στιγμή, δρα για να διατηρήσει το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία και ν’ αναπαράγει το δικαίωμα στην ύπαρξη, το οποίο δεν μπορεί να διασφαλιστεί απ’ τη λογική της οικονομίας της αξιακής μορφής.

Κράτος και κοινωνία των πολιτών

Με την υπέρβαση της ανταγωνιστικής κοινωνίας, ο πρώτος καθορισμός του κράτους είναι το κράτος ως ένας καθολικός υπερασπιστής του δίκαιου και τιμωρός του άδικου. Ως τέτοιος, υπερβαίνει την προσδιορισμένη απ’ την αξιακή μορφή ιδιαιτερότητα των υποκειμένων ανταγωνισμού. Συνεπώς, το κράτος αποτελεί το καθολικό κοινωνικό υποκείμενο. Το κράτος ως κοινωνικό υποκείμενο μπορεί να υπάρξει εκτός της αφηρημένης οικουμενικότητας των αξιακών διαδικασιών της κοινωνίας των πολιτών, έτσι ώστε να διατηρήσει τη συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα του δικαιώματος στην υπάρξη.

Η νομιμοποίηση του κράτους θεμελιώνεται σε ανθρώπους που θέλουν συνειδητά την ύπαρξή του και τις δράσεις του ως το καθολικό κοινωνικό υποκείμενο το οποίο μπορεί να προστατέψει τα δικαιώματά τους ενάντια στην απειλή της αδικίας από άλλους ανθρώπους, ή απ’ τις δυνητικές αρπαγές της ασυνεχούς και κρισιακής αναπαραγωγής της κοινωνίας των πολιτών. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος, στον θεμελιακό του καθορισμό, ασχολείται με την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας, και την αρωγή της ανεμπόδιστης χρησιμοποίησής της στην επιδίωξη ενός θεμιτού εισοδήματος. Όμως, ασχολείται επίσης αναγκαία με τον προσδιορισμό του τι συγκροτεί τους νόμιμους τρόπους με τους οποίους μπορεί να πραγματωθεί το κατά τ’ άλλα μόνο ιδανικό της ύπαρξης.

Το κράτος δεν μπορεί ν’ αναπαράγει μια κοινωνική εγγύηση του δικαιώματος στην ύπαρξη, καθώς αυτό θα υπονόμευε την αρχή της κοινωνίας των πολιτών ότι η ύπαρξη θα πρέπει να εξαρτάται στην αρμόζουσα οικονομική συμπεριφορά: ονομαστικά, στην επιτυχή χρησιμοποίηση των πηγών εισοδήματος ως στοιχεία αξιοποίησης. Η λογική της οικονομίας απαιτεί ότι ένα εισόδημα λαμβάνεται μόνο σε αντάλλαγμα μιας συνεισφοράς στην παραγωγή ενός επιτυχημένου εμπορεύματος. Η αρχή «στον καθένα σύμφωνα με την αξία της συνεισφοράς του σ’ αυτή την παραγωγή», όπως καθορίζεται από τα ελεύθερα υπογεγραμμένα συμβόλαια εντός του πλαισίου των επιβεβλημένων απ’ την αγορά εμπορικών κριτηρίων (αξιοποίησης), δεν περιέχει εντός της την αρχή αναγκαία για ένα συγκεκριμένο δικαίωμα ύπαρξης: «στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του».

Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ο εγγενώς συγκεκριμένος καθορισμός του αφηρημένου δικαιώματος ως ιδιαίτερο δικαίωμα στην ύπαρξη, προς το οποίο οι διαδικασίες της αξιακής μορφής είναι, καθεαυτές, αδιάφορες, μπορεί να ικανοποιηθεί τυπικά ως ένα πολιτικό δικαίωμα, επιβαλόμενο απ’ το κράτος, με την αντίφαση μεταξύ της αξιακής μορφής και του δικαιώματος στην υπάρξη να μην ξεπερνιέται, αλλά αντ’ αυτού μ’ αυτά τα δύο να διαχωρίζονται συγκεκριμένα. Οι διαδικασίες της αξιακής μορφής περιορίζονται στην κοινωνία των πολιτών, ενώ η πραγμάτωση του δικαιώματος αλλοτριώνεται σε μια ξεχωριστή σφαίρα της ολότητας, το κράτος. Οι διαδικασίες της αξιοποίησης λαμβάνουν χώρα στην κοινωνία των πολιτών, εντός του πλαισίου που τίθεται απ’ το κράτος, συμπεριλαμβανομένης της υπεράσπισης της ιδιοκτησίας, του δικαιώματος στην ύπαρξη και της διαιτησίας μεταξύ αντικρουόμενων δικαιωμάτων.

Είναι καίριο ότι το κράτος έχει την μορφή του καθολικού κοινωνικού υποκειμένου, κι εμφανίζεται ως τέτοιο στη συνείδηση του αστικού ανθρώπου. Το κράτος πρέπει να παρουσιάσει τον εαυτό του και τις δραστηριότητές του ως καθολικές μορφές, ενσωματώνοντας το γενικό συμφέρον. Σ’ αντίθεση με τον Χέγκελ για τον οποίο το κράτος ήταν το καθολικό συγκεκριμένο (βλέπε Χέγκελ, Grundlinien der Philosophie des Rechts ή Naturrecht und Staatswissenschaft im Grundrisse, 1821, §35), για εμάς η καθολικότητά του παραμένει αφηρημένη, διατηρώντας την ύπαρξή της μόνο στον διαχωρισμό απ’ την κοινωνία των πολιτών. Η ανάδυση του κράτους (εννοιολογικά) δεν επιλύει τη σύγκρουση μεταξύ των διαδικασιών της αξιακής μορφής και της συγκεκριμένης ευημερίας των ανθρώπων -κάτι που θα περιλάμβανε κάποια νέα οργανική ενότητα στην οποία το συγκεκριμένο και το καθολικό θα συμφιλιώνονταν- αλλά αντ’ αυτού διαχωρίζει τα στοιχεία σύγκρουσης, ανάγοντας το ζήτημα της γενικής ευημερίας σε μια ξεχωριστή οντότητα, το κράτος. Το κράτος στέκεται άνω κι εκτός του χάους των αντιτιθέμενων συγκεκριμένων συμφερόντων για να προσφέρει το πλαίσιο εντός του οποίου αυτός ο μη-συνειδητά ρυθμιζόμενος ανταγωνισμός μπορεί να προχωρήσει. Το κράτος, οπότε, είναι το αστικό κράτος εφόσον δρα για να συντηρήσει τις μορφές της ανταγωνιστικής ελευθερίας, θέτοντας τα δικαιώματα ως δίκαιο, ως νομοθεσία. Η κοινωνία των πολιτών ενσαρκώνει έναν μηχανισμό με τον οποίο ρυθμίζονται τα υποκείμενα ανταγωνισμού (το αόρατο χέρι των δυνάμεων της αγοράς)· ενώ οι πτυχές εκείνες της ολότητας που δεν διαχειρίζονται επαρκώς απ’ αυτόν τον μηχανισμό (και που η αναπαραγωγή τους δεν μπορεί να γίνει εντός της ιδιωτικής σφαίρας: βλέπε παρακάτω) υποβιβάζονται στη συνειδητή ρύθμιση των πολιτικών και διοικητικών μηχανισμών του κράτους.

Όπως έχουμε ήδη ισχυριστεί, ο πρώτος καθορισμός της νομιμοποίησης του κράτους κείτεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι το θέλουν για την ικανοποίηση του δικαιώματος της ύπαρξής τους. Ωστόσο, για ν’ ανταποκριθεί σ’ αυτά τα αιτήματα, το κράτος πρέπει να αυτοεπιβληθεί σαν να ήταν μια εξωτερική δύναμη επί των ανθρώπων· έρχεται αντιμέτωπο με τους ανθρώπους απαιτώντας πίστη κι υποταγή. Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία χειραφέτηση απ’ τη δύναμη της αξιοποίησης κι απ’ το αστικό δικαίωμα, καμία κοινωνική χειραφέτηση· αντ’ αυτού, συνεργατικά και κοινοτικά αιτήματα βρίσκουν την έκφρασή τους μόνο σε μια αλλοτριωμένη μορφή ύπαρξης, ονομαστικά, στην μορφή της πολιτικής χειραφέτησης. Όποιες κι αν είναι οι υποθετικές δυνατότητες για μια διαφορετική οργάνωση των πραγμάτων, εντός της αστικής εποχής «η πολιτική χειραφέτηση ήταν ταυτόχρονα η χειραφέτηση της κοινωνίας των ιδιωτών απ’ την πολιτική, από την ίδια την επίφαση κάποιου καθολικού περιεχομένου» (Καρλ Μαρξ, Το Εβραϊκό Ζήτημα, εκδόσεις Οδυσσέας, 1978, σελ. 99). Οπότε, η κοινωνία των πολιτών αφέθηκε με τη «ξεχαλίνωτη κίνηση των πνευματικών και υλικών στοιχείων που συνιστούν στο περιεχόμενο της ζωής του [εγωιστή ανθρώπου]» (ό.π.). Συνεπώς, ο εγωιστής άνθρωπος «[δ]εν απελευθερώθηκε από την ιδιοκτησία – έλαβε την ελευθερία της ιδιοκτησίας. Δεν απελευθερώθηκε απ’ τον εγωισμό του επαγγέλματος – έλαβε την ελευθερία του επαγγέλματος» (ό.π.). Δηλαδή, η ελευθερία της ιδιοκτησίας κι η ελευθερία του επαγγέλματος, κατ’ αρχήν, οικουμενικοποιήθηκαν. Ο αστός άνθρωπος «ζει στην πολιτική κοινότητα, όπου θεωρεί εαυτόν ως κοινοτικό ον, και ζει μέσα στην κοινωνία των ιδιωτών, όπου δρα σαν ιδιώτης άνθρωπος, βλέπει τους άλλους ανθρώπους σαν μέσο, υποβιβάζει τον εαυτό του σε μέσο και γίνεται πιόνι ξένων δυνάμεων» (ό.π., σελ. 75, ελαφρώς τροποποιημένη μετάφραση βάσει της αγγλικής έκδοσης του κειμένου στο MECW 3).

Όπως το έθεσε ο Λούτσιο Κολέτι:

Ο πολίτης του «ελεύθερου κράτους», λέει ο Μαρξ, ζει μια διπλή ζωή. Στην πραγματική του ζωή στην κοινωνία των πολιτών, δηλαδή στην οικονομική κοινωνία, βρίσκεται απομονωμένος και σε πόλεμο μ’ όλους τους άλλους ώστε να υπερασπιστεί τα ιδιωτικά του συμφέροντα. Και στη φαντασιακή του ζωή ως πολίτης του κράτους, είναι ενσωματωμένος με τον κόσμο και γίνεται ένα μ’ αυτόν, στη θεωρία όμως, όχι στην πράξη. (Κολέτι, Εισαγωγικό σημείωμα στο «Εβραϊκό Ζήτημα» στην ανθολογία Μαρξ, Early Writings, εκδόσεις Penguin, 1975, σελ. 211)[16]

Σ’ αντίθεση με την οικουμενικότητα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και της έκφρασής του στην μορφή του δικαιώματος συγκεκριμενοποιημένου στην ύπαρξη του κράτους, η μόνη στιγμή που οι απομονωμένες, αποσυνδεδεμένες συγκεκριμένες ανάγκες κι εργασίες γίνονται κοινωνικές στην κοινωνία των πολιτών είναι μια αφηρημένη καθολική στιγμή, διατηρώντας τον κατακερματισμό της κοινωνίας των πολιτών ενώ την μεσολαβεί. «Αυτή […] η οικουμενικότητα, είναι ο χαρακτήρας του ν’ αναγνωρίζεσαι, και είναι η στιγμή η οποία κάνει συγκεκριμένες, δηλαδή κοινωνικές, τις απομονωμένες κι αφηρημένες ανάγκες και τους τρόπους τους και τα μέσα ικανοποίησής τους» (Χέγκελ, ό.π., §192). Για τον Χέγκελ, η κοινωνία των πολιτών δεν έχει υποκείμενα επειδή είναι «μια ένωση μελών ως αυτοσυντηρούμενα άτομα σε μια οικουμενικότητα η οποία, λόγω της αυτοσυντήρησής τους, είναι μόνο αφηρημένη» (Χέγκελ, ό.π., §157)

Καθολικό και ιδιαίτερο, μορφή και περιεχόμενο, εμφανίζονται να καταρρέουν στην κοινωνία των πολιτών […] μολαταύτα, η επιδίωξη των ιδιωτικών σκοπών εδώ αποδεικνύεται να υπόκειται σε καθολικούς νόμους. Αυτοί στην αρχή είναι υπόρρητοι (όπως οι νόμοι της οικονομίας), αργότερα όμως γίνονται ρητοί ως ένα σύστημα νόμων και θεσμών για την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας, και ως εμπόδια ενάντια στον ιδιωτικό εγωισμό. (Knox, σημείωση του μεταφραστή της αγγλικής έκδοσης του Χέγκελ, ό.π., §353)

Τα υποκείμενα ανταγωνισμού, στην αφηρημένη τους ελεύθερη βούληση, θέλουν το κράτος ως τον υπερασπιστή της ιδιοκτησίας τους και του ατόμου τους. Αυτό νομιμοποιεί το κράτος να παρέμβει ως καθολικό κοινωνικό υποκείμενο στην χωρίς υποκείμενο διαδικασία της αξιοποίησης και της συσσώρευσης. Ενώ οι άνθρωποι θέλουν το κράτος, οι δραστηριότητες του κράτους βιώνονται ως μια εξωτερικά επιβαλόμενη δύναμη που έρχεται σε σύγκρουση με τις ελευθερίες της ιδιοκτησίας και των ανθρώπων. Ακριβώς λόγω της ατομικιστικής ανταγωνιστικής φύσης της κοινωνίας των πολιτών, το κράτος ως διαιτητής αυτού του ανταγωνισμού στο όνομα του καθολικού συμφέροντος πρέπει να στέκεται εκτός κι άνω της κοινωνίας των πολιτών. Αυτή είναι η έκφραση της υπάρξης του κράτους ως εξωτερικό κράτος.

Ενώ ο εγωισμός της κοινωνίας των πολιτών οδηγεί τους μεμονωμένους ανθρώπους να θέλουν την επιβολή του δικαίου κι άλλων κρατικών ρυθμίσεων στο όνομα του γενικού συμφέροντος, την ίδια στιγμή το ατομικό τους συμφέρον τους οδηγεί να θέλουν αυτή η επιβολή να επιδράσει στους άλλους, κι όχι στον εαυτό τους. Η σχέση μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών είναι συνεπώς μια σχέση τόσο αναγκαία όσο κι αντιφατική. Όπως έχουμε ήδη ισχυριστεί, η νομιμοποίηση του κράτους ως το κοινωνικό υποκείμενο, απαιτεί απ’ το κράτος να στέκεται εκτός των ανταγωνιστικών ατομικών αγώνων της κοινωνίας των πολιτών. Η απουσία οποιουδήποτε κοινωνικού υποκειμένου εντός της κοινωνίας των πολιτών αποτελεί επίσης μια προϋπόθεση της κυριαρχίας της αξιακής μορφής, και της αναπαραγωγής μέσω των χωρίς υποκείμενο μηχανισμών της αγοράς. Έτσι, τόσο η νομιμοποίηση του κράτους όσο κι η αποδοχή των οικονομικών δυνάμεων ως αμετάβλητων νόμων, απαιτεί την μορφή του διαχωρισμού μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών.

Την ίδια στιγμή, η νομιμοποίηση του κράτους απαιτεί ότι το κράτος πρέπει να γίνει αντιληπτό, σ’ όλους τους θεσμούς και τις δραστηριότητές του, ως η εκδήλωση της θέλησης του λαού. Για να διατηρηθεί η συνείδηση της ελεύθερης βούλησης, τα άτομα πρέπει να νιώθουν ότι υπόκεινται, τελικά, μόνο στις επιταγές της ίδιας της βούλησής τους, όσο μεσολαβημένη κι αν είναι. Συνεπώς, η μορφή της σχέσης του κράτους με την κοινωνία των πολιτών, αναγκαία για ν’ ανταπεξέλθει στις αντινομίες της ύπαρξής της, μεσολαβείται απ’ τους πολιτικούς και γραφειοκρατικούς μηχανισμούς οι οποίοι συνδέουν το κράτος και τους ανθρώπους ως οικονομικούς δρώντες, ως πολίτες κι ως ιδιώτες ανθρώπους. Αυτή η αναγκαία εν τω διαχωρισμώ ενότητα μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί στην αστική συνταγματική δημοκρατία, με τον διαχωρισμό της των εξουσιών, ένα σύστημα αντιπροσώπευσης χωρίς προσταγή, και επαγγελματικές, δεσμευμένων σε κανόνες, ουδέτερες δημόσιες υπηρεσίες. Αυτή είναι η έκφραση της ύπαρξη του κράτους ως εσωτερικό κράτος με την οποία αναπαράγεται η συναίνεση του λαού προς τις νόμιμες παρεμβάσεις του κράτους, χωρίς να υπονομεύεται η αναγκαία μορφή του διαχωρισμού.

Πρέπει να σημειωθεί ότι τα υπαγόμενα συμφέροντα που είναι κοινά μεταξύ των υποκειμένων δεν συγκροτούν από μόνα τους (σ’ αντίθεση με τους ισχυρισμούς των Flatow & Huisken, ό.π.) ένα γενικό συμφέρον (Eldred, Critique of Competitive Freedom and the Bourgeois democratic State; Outline of a Form-Analytic Extension of Marx’s Uncompleted System, εκδόσεις Kurasje, 1984, §74d). Απ’ τη στιγμή που το κράτος εμφανίζεται ως η καθολική μορφή, το γενικό συμφέρον είναι εκείνο που ορίζεται από το κράτος ως γενικό συμφέρον, υπό τον μόνο όρο ότι το κράτος διατηρεί τη νομιμοποίησή του κερδίζοντας στήριξη μέσω των μηχανισμών του εσωτερικού κράτους, έτσι ώστε όσα πράττει και διατυπώνει ως γενικό συμφέρον να έχουν επαρκή (όπως καθορίζεται απ’ τις ιδιαιτερότητες του εσωτερικού κράτους) στήριξη απ’ τους πολίτες με όρους του θεωρούμενου κοινού τους συμφέροντος. Αν το κράτος ασχολείται απλώς με τη διαχείρηση των θεωρούμενων και συμφωνηθέντων κοινών συμφερόντων των πολιτών, τότε δεν μπορεί να υπάρξει καμία αναγκαία έκφραση των αντιφάσεων της καπιταλιστικής οικονομίας στο επίπεδο της συγκεκριμένης πράξης του κράτους. Ούτε μπορούν να θεωρητικοποιηθούν οι εγγενείς περιορισμοί στην επιχειρούμενη απ’ το κράτος υπέρβαση των αντινομιών της ανταγωνιστικής κοινωνίας για συγκεκριμένη προσωπική ύπαρξη η οποία επιβάλλεται μέσω της μορφής του αφηρημένου δικαιώματος. Στην έκθεσή μας, οι περιορισμοί που επιβάλλονται στο κράτος απ’ τις ανάγκες του κεφαλαίου είναι εσωτερικές. Βασίζονται σε συγκεκριμένους στόχους πολιτικών [policies] τους οποίους το κράτος ίσως θέσει το ίδιο ανά καιρούς ως το καθολικό κοινωνικό υποκείμενο, συντηρώντας τα δικαιώματα στην ιδιοκτησία και την ύπαρξη[17].

Ο ισχυρισμός ότι η μορφή του διαχωρισμού είναι αναγκαία στην αστική κοινωνία μοιράζεται από πολλούς κλασσικούς πολιτικούς φιλοσόφους. Για παράδειγμα, ο Τζον Λοκ (Λοκ, «Second Threatise of Civil Government», στο Laslett, ed, Locke’s Two Treatises of Government: a Critical Edition with an Introduction and apparatus criticus, εκδόσεις Cambridge University Press, 1960) ισχυρίζεται ότι η αναδυόμενη ανταγωνιστικά ατομικιστική κοινωνία απαιτεί έναν αμερόληπτο διαιτητή με την μορφή του κράτους, το οποίο πρέπει να υπερασπιστεί την ατομική ελευθερία εγγυούμενο την ατομική ιδιοκτησία. Η προσέγγιση της θεωρίας των μορφών δείχνει το πως αυτή η υπεράσπιση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία πράγματι αναπαράγει την αστική κοινωνία των πολιτών με τον κατακερματισμένο ατομικισμό της και την κυριαρχία της αγοράς, με όλες τις κοινοτικές πτυχές των κοινωνικών σχέσεων να έχουν απομακρυνθεί στο -αναγκαία διακριτό- κράτος[18].

Η έννοια της εν τω διαχωρισμώ ενότητας είναι ήδη υπόρρητη στην έννοια του αφηρημένου δικαιώματος. Στην κοινωνία των πολιτών, ο αστικός άνθρωπος έχει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και την ύπαρξη μόνο στον βαθμό που μπορεί ν’ αναπαράξει την αξιακή μορφή. Για μια περισσότερο συγκεκριμένη πραγμάτωση του δικαιώματός του, πρέπει να στραφεί στο κράτος, στο οποίο η πρόσβαση του ατόμου είναι, ωστόσο, μόνο τυπική[19].

Η ιδιωτική σφαίρα

Η ιδιωτική σφαίρα[20] της οικογένειας και των προσωπικών σχέσεων είναι η σφαίρα εκείνη της ζωής στην οποία οι άνθρωποι μπορούν ν’ αναζητήσουν να ενώσουν τα τρία μείζονα στοιχεία των ζωών τους, τα οποία ο αστικός τρόπος κοινωνικής ζωής τείνει να διαχωρίζει: η ύπαρξη τους ως ορθολογικοί οικονομικοί παραγωγοί/καταναλωτές, πολιτικοί πολίτες και ιδιώτες άνθρωποι. Είναι το πεδίο άσκησης οποιασδήποτε ελεύθερης υποκειμενικότητας, αφότου έχουν εκπληρωθεί οι απαιτήσεις της κοινωνίας των πολιτών και του κράτους. Είναι επίσης η τοποθεσία κατανάλωσης των εμπορευμάτων, σ’ επιδίωξη της αναπαραγωγής των ανθρώπων σε μια καθημερινή και διαγενεακή βάση. Στην ιδιωτική σφαίρα, τα άτομα αναζητούν αναγνώριση σ’ όλη τους την ιδιαιτερότητα. Ωστόσο, εξαρτούνται στην κοινωνία των πολιτών ως την πηγή χρήσιμων αντικειμένων για κατανάλωση με την μορφή εμπορευμάτων, καθώς και των ευκαιριών για επίτευξη εισοδήματος. Παρομοίως, οι αστικοί άνθρωποι εξαρτώνται στο κράτος ως ένα κοινωνικό υποκείμενο το οποίο μπορεί να τους προστατεύσει, εγγυούμενο τα δικαιώματά τους στην ιδιοκτησία και την ύπαρξη ενώπιον της αφηρημένης οικουμενικότητας των διαδικασιών αξιοποίησης στην κοινωνία των πολιτών.

Η διάσπαση του κοινωνικού όλου σε τρεις σφαίρες -κοινωνία των πολιτών, κράτος κι ιδιωτικές σφαίρες- έχει το αναγκαίο του αντίστοιχο στο επίπεδο του ατόμου. Το αστικό άτομο (οποιαδήποτε κι αν είναι η πηγή του εισοδήματός του) κατακερματίζεται σε υποκείμενο ανταγωνισμού, πολίτη κι ιδιωτικό υποκείμενο. Το υποκείμενο ανταγωνισμού μετέχει στον οικονομικό πυρήνα της κοινωνίας των πολιτών, την ανταγωνιστική κοινωνία. Ηγείται από τον εγωισμό και τον οικονομικό υπολογισμό στον ανταγωνισμό ώστε να χρησιμοποιήσει επιτυχώς την πηγή του εισοδήματός του. Η επιτυχία αυτή μετριέται σε μια μοναδιαία διάσταση: την αξία. Ενώπιον των καθορισμένων απ’ την αξιακή μορφή διαδικασιών της ανταγωνιστική κοινωνίας, κάθε υποκείμενο ανταγωνισμού μετέχει ισότιμα στην αφηρημένη ελεύθερη βούληση της σφαίρας. Οι σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων ανταγωνισμού υποβαθμίζονται στην αφηρημένη οικουμενικότητα του χρηματικού πλέγματος. Επιπλέον, όπως ισχυρίζεται ο Pelczynski (Pelczynski, «Introduction: The Significance of Hegel’s Separation of the State and Civil Society» στο Pelczynski, ed, The State and Civil Society: Studies in Hegel’s Political Philosophy, εκδόσεις Cambridge University Press, 1984), ο Μαρξ εμμένει ότι τα λεγόμενα φυσικά δικαιώματα του Ανθρώπου ήταν στην πραγματικότητα τα δικαιώματα των κατακερματισμένων, εγωιστικών υποκειμένων ανταγωνισμού, και μπορούν να θεωρηθούν ως «φυσικά» μόνο αν η ουσία του ανθρώπινου είδους αναχθεί στη στιγμή της ύπαρξής της στην ανταγωνιστική κοινωνία.

Ο πολίτης μετέχει στα χαρακτηριστικά της αφηρημένης κοινότητας -η πολιτική- και μη-αυθαίρετης ορθολογικότητας του κράτους. Μοχθεί για την ικανοποίηση των κοινοτικών και συνεργατικών πτυχών του εαυτού του (οι οποίες παραμελούνται στην κοινωνία των πολιτών), για να πραγματώσει την εκδοχή του για το γενικό συμφέρον, και για να διασφαλίσει την υπεράσπιση της ιδιοκτησίας του και του ατόμου του. Η επιτυχία μετριέται στις πολυδιάστατες πτυχές της κοινότητας, μόνο όμως στην αλλοτριωμένη μορφή της πολιτικής. Ενώπιον του κράτους ως διαιτητή κι όργανο επιβολής του γενικού συμφέροντος, όλοι οι πολίτες είναι ίσοι ενώπιον του δικαίου και ως ψηφοφόροι, άτομα με πολιτικά δικαιώματα. Οι σχέσεις μεταξύ των πολιτών δεν είναι ουσιωδώς κοινοτικές μα αφηρημένα πολιτικές, καθώς οι πολίτες σχετίζονται αναμεταξύ τους μόνο μέσω των πολιτικών διαδικασιών του κράτους. Τα κοινοτικά τους συμφέροντα επιβάλλονται από το κράτος ως τα γενικά συμφέροντα[21].

Το ιδιωτικό υποκείμενο μετέχει στην αναζήτηση προσωπικών, διαδραστικών, συνεργατικών, αλτρουιστικών και πολυδιάστατων σχέσεων στην ιδιωτική σφαίρα. Οδηγείται απ’ την προσπάθεια να αναπαραχθεί υλικά ως ένα μοναδιαίο άτομο: να ξεπεράσει τη βιωμένη αντινομία μεταξύ της κοινότητας στην αλλοτριωμένη μορφή της πολιτικής και της καθορισμένης απ’ την αξιακή μορφή αλληλοσύνδεσης στην κοινωνία των πολιτών. Δεδομένης της αντικειμενικά κατακερματισμένης βάσης του αστικού ατόμου, η επιδίωξη αυτή δεν μπορεί να υπάρξει επιτυχημένη, αλλά μόνο αδύναμη, στιγμιαία παρηγοριά απ’ τις απαιτήσεις της κοινωνίας των πολιτών και το κράτος. Κι αυτό επειδή το άτομο πρέπει να εξορμήσει πέρα απ’ την ιδιωτική σφαίρα στην κοινωνία των πολιτών ως υποκείμενο ανταγωνισμού ώστε ν’ αποκτήσει εισόδημα και ν’ αγοράσει εμπορεύματα· και να εξορμήσει πέρα απ’ την ιδιωτική σφαίρα στο κράτος ώστε να προσπαθήσει να πραγματώσει την κοινωνική του φύση και να διασφαλίσει την προστασία της ιδιοκτησίας του και του ατόμου του. Οι σχέσεις μεταξύ ιδιωτικών υποκειμένων καλύπτονται με τις πολλαπλές διαστάσεις που αποβλήθηκαν απ’ την κοινωνία των πολιτών, και με την απόπειρα να ξεπεραστεί η αλλοτρίωση της κοινότητας στο κράτος, καθώς και με την καταδικασμένη προσπάθεια να ξεπαραστεί ο βίαιος διαχωρισμός των ατομικών και κοινοτικών πτυχών του ατόμου στην κοινωνία των πολιτών και το κράτος αντίστοιχα[22].

Το βίαιο ξέσκισμα αυτών των στιγμών του ατόμου παρουσιάζεται ρητά απ’ τον Μαρξ:

[Ο] άνθρωπος ως μέλος της κοινωνίας των ιδιωτών ταυτοποιείται ως ο καθαυτό άνθρωπος, σαν ο homme [άνθωπος] σε διάκριση απ’ τον citoyen [πολίτη], γιατί είναι ο άνθρωπος στην αισθητή, ατομική, άμεση υπόστασή του, ενώ ο πολιτικός άνθρωπος δεν είναι παρά ο αφηρημένος, τεχνητός άνθρωπος, ο άνθρωπος σαν αλληγορικό, νομικό πρόσωπο. Ο πραγματικός άνθρωπος αναγνωρίζεται μόνο στην μορφή του εγωιστικού ατόμου, ο αληθινός άνθρωπος μόνο στην μορφή του αφηρημένου citoyen. (Μαρξ, ό.π., σελ. 100, ελαφρώς τροποποιημένη μετάφραση βάση της αγγλικής εκδοχής του κειμένου στο MECW 3)

Η αποσπασματική αυτή διορατικότητα του Μαρξ σ’ αυτά τα ζητήματα ξεκάθαρα χρωστά πολλά στον Χέγκελ. Για τον Χέγκελ, στην οικογένεια η ατομική αυτοσυνείδηση αποτελεί μόνο τμήμα μιας ενότητας· στην κοινωνία των πολιτών, το ιδιαίτερο θριαμβεύει επί της οικουμενικότητας, και το άτομο έχει συνείδηση του εαυτού του μόνο ως ένας ξεχωριστός, ανεξάρτητος, εγωιστικός δρών· στο (ιδεατό) κράτος η αυτοσυνείδηση ρυθμίζει τη φύση και την κοινωνία σύμφωνα με την ορθολογική επιδίωξη του αυτοπροσδιορισμού. Ο Μαρξ άρχισε να κινείται, επί της οποίας αυτής κίνησης οικοδομούμε περαιτέρω, προς την ανάπτυξη αυτών των τριών πτυχών ως στιγμές μιας αντιφατικής ενότητας τόσο στο επίπεδο της κοινωνίας, όσο και στο επίπεδο του ατόμου, κατά την αστική εποχή (πρβλ Ilting, «Hegel’s Begriff des Staats und die Kritik des jungen Marx», Rivista di filosofia 7-9, Οκτώβριος 1977).

Η διάσπαση της κοινωνίας και συνεπακόλουθα του ατόμου, δημιουργεί τις αντινομίες της φιλοεργατικής πολιτικής στην αστική εποχή: είναι σαφώς συμφέρον των εργατών να είναι οικονομικά επιτυχημένη η κοινωνία των πολιτών, καθώς η οικονομική ανάπτυξη αυξάνει τις πιθανότητες για επιτυχή χρησιμοποίηση της ικανότητάς τους για εργασία, καθώς και τη χρηματοδότηση των κοινωνικών δαπανών. Όμως, αυτή η ανάπτυξη είναι αναγκαία ταυτοχρόνως κι επιτυχής αναπαραγωγή των καθορισμένων απ’ την αξιακή μορφή διαδικασιών οι οποίες καταστέλουν τη δυνατότητα για αυτοπροσδιορισμό καθώς και την έκταση αυτών των δαπανών. Αυτή η βιωμένη ένταση εγείρεται απ’ το γεγονός ότι στην αστική εποχή τα υποκείμενα αποκτούν κοινωνική αναγνώριση ως άτομα που κατέχουν ιδιοκτησία, μέσω της ανταλλαγής στην αγορά και των συμβολαίων[23]. Γενικά, για τον Χέγκελ και για τον Μαρξ, «οι ανθρώπινες ικανότητες και δυνητικότητες που περιέχονται στην οικονομική δραστηριότητα, μπορούν να πραγματωθούν πλήρως μόνο στο πλαίσιο ενός καλά οργανωμένου κοινωνικού πλαισίου» (Walton, «Economy, Utility and Community in Hegel’s Theory of Civil Society» στο Pelczynski, ed, The State and Civil Society: Studies in Hegel’s Political Philosophy, εκδόσεις Cambridge University Press, 1984, σελ. 250). Και στην αστική εποχή, η «καλή οργάνωση» αυτού του πλαισίου είναι μοιραία προβληματική λόγω της διάσπασης σε οικονομικές, πολιτικές κι ιδιωτικές σφαίρες, κάτι που αντικατοπτρίζεται στην ανάδυση οικονομικών βασισμένων στον οργανικό ορθολογισμό του ατομικιστικά μεγιστοποιητικού ορθολογικού οικονομικού ανθρώπου. Αυτή η ορθολογικότητα στην πραγματικότητα δεν αποτελεί παρά μια διαχωρισμένη στιγμή μιας έννοιας ορθολογικότητας επαρκούς στην ειδολογική ύπαρξη [Gattungswesen, αποδίδεται κι ως ον είδους] του ανθρώπινου είδους.

Συμπέρασμα

Το παρόν κεφάλαιο υπέδειξε το πως μπορεί ν’ αναπτυχθεί μια έκθεση της ολότητας των κοινωνικών σχέσεων της αστικής κοινωνίας απ’ την καθορισμένη απ’ την μορφή έκθεση της οικονομίας με τους όρους της αξιακής μορφής και των διαδικασιών αξιοποίησης και συσσώρευσης. Ανοίγει συνεπώς μια ερευνητική ατζέντα για την κοινωνική επιστήμη. Συγκεκριμένα, προσφέρει μια γόνιμη νέα προσέγγιση στην μελέτη των οικονομικών πολιτικών[24] και, γενικότερα, της σχέσης μεταξύ κράτους κι οικονομίας, σχέση η οποία σίγουρα αποτελεί το πολιτικό θεωρητικό ζήτημα των ημερών μας.

Το κράτος αποτελεί την καθορισμένη απ’ την μορφή έκφραση της θέλησης των ανθρώπων, τόσο αναπαράγοντας την ολότητα ηγούμενο απ’ τις διαδικασίες αξιοποίησης, όσο κι αφήνοντας χώρο στον οποίο ίσως μπορέσουν ν’ αναπτυχθούν κριτικές μορφές συνείδησης, καθώς τ’ άτομα κι οι ομάδες επιδιώκουν να διορθώσουν τις χειρότερες αντινομίες των ζωών τους στην κοινωνία των πολιτών μέσω πολιτικών δραστηριοτήτων εντός και περί του κράτους. Πιο αφηρημένα, η ολότητα αναπαράγεται απ’ τις δυνάμεις της αγοράς του συστήματος της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής κι ανταλλαγής. Εκείνες οι πτυχές των σχέσεων οι οποίες αναγκαία δεν μπορούν ν’ αναπαραχθούν, ή ενδεχομενικά δεν αναπαράγονται, στην κοινωνία των πολιτών -η οποία δεν μπορεί να αναχθεί στο χρηματικό πλέγμα- υποβιβάζονται στην ιδιωτική σφαίρα ή το κράτος. Κατ’ αυτό τον τρόπο αναπαράγονται η νομιμοποίηση του κράτους και τα χαρακτηριστικά της οικονομίας που εμφανίζονται ως φυσικοί νόμοι. Η αναπαραγωγή όμως αυτών γίνεται μόνο με το κόστος του κατακερματισμού της αστικής προσωπικότητας.

Σημειώσεις:
1. Για μια πρόσφατη σύνθεση των οικονομικών θεωριών του κράτους, βλέπε Whynes & Bowles, The Economic Theory of the State, εκδόσεις Martin Robertson, 1981.
2. Για μια κριτική διερεύνηση, βλέπε Jessop, The Capitalist State; Marxist Theories and Methods, εκδόσεις Martin Robertson, 1982.
3. Για μια ανθολογία μεταφράσεων στ’ αγγλικά, βλέπε Holloway & Picciotto, eds, State and Capital: A Marxist Debate, εκδόσεις Edward Arnold, 1978 [στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί δύο απ’ τα κείμενα της συλλογής αυτής, ένα του Hirsch κι ένα της Gerstenberger]. Μια ιδιαίτερη συναφής συνεισφορά απ’ το ντιμπέιτ περί της μεθοδικής παραγωγής του κράτους, αμετάφραστο στ’ αγγλικά [και τα ελληνικά], και που προσπαθεί να ξεπεράσει τον λειτουργισμό της πρώιμης προσέγγισης της μεθοδικής παραγωγής του κράτους θεωρητικοποιώντας την «κοινωνία», είναι το άρθρο Flatow & Huisken, «Zum Problem der Ableitung des Bürgerlichen Staates: die Oberfläche der bürgerlichen Gesellschaft, der Staat, und die allgemeinen Rahmenbedingungen der Produktion», Prokla 7, 1973.
4. Για μια παλαιότερη, αρκετά λειτουργίστικη απόπειρα εξαγωγής των οικονομικών πολιτικών άμεσα απ’ τις ανάγκες του κεφαλαίου, βλέπε Williams, «Industrial Policy and the Neutrality of the State», Journal of Public Economics, Οκτώβριος 1982.
5. Για μια πρόσφατη ανακατασκευή της θεωρίας τέτοιων τάσεων μέσω της θεωρίας της αξιακής μορφής, βλέπε Reuten & Williams, Value-form and the State: The Tendencies of Accumulation and the Determination of Economic Policy in Capitalist Society, εκδόσεις Routledge, 1988, μέρος 3.
6. Στην πραγματικότητα, η μεταφορά «επιφάνεια» δεν αρμόζει με τους όρους των μεθοδολογικών προσταγών της θεωρίας των μορφών, η οποία περιλαμβάνει μια συστηματικοποίηση της καθημερινής συνείδησης (και θραυσμάτων περισσότερο μεσολαβημένης συνείδησης) αντί για κάποιο είδος αρχαιολογίας των κρυμμένων στιγμών και τάσεων που υποβόσκουν κάτω απ’ την επιφάνεια της καθημερινής ζωής. Η αιχμή τότε είναι ότι εκείνα που καθορίζονται απ’ τις αφηρημένες στιγμές της ολότητας είναι οι αναγκαίες μορφές συνείδησης των ατόμων της αστικής εποχής (πρβλ Eldred, Critique of Competitive Freedom and the Bourgeois-democratic State; Outline of a Form-Analytic Extension of Marx’s Uncompleted System, εκδόσεις Kurasje, 1984, §74c. Χωρίς αυτή την μεσολάβηση, οι Flatow και Huisken υποβαθμίζονται στο να «προσθέσουν» την υποκειμενικότητα επί των χαρακτηρολογικών μασκών, υποβαθμίζοντας τις τελευταίες από κοινωνικές σχέσεις μ’ όλη τους την μεταξύ τους διασύνδεση, σε αντικείμενα τα οποία μπορούν να κατέχει η πρώτη. (πρβλ Reichelt, «Einige Anmerkungen zu Sybille von Flatow’s und Freerk Huisken’s Aufsatz “Zum Problem der Ableitung des bürgerlichen Staates”, Gesellschaft Beitrage zur marxischen Theorie 1, 1974· Elfred, ό.π., §74d)
7. Η αφηρημένη ελεύθερη βούληση είναι μια εγελιανή έννοια (Χέγκελ, Grundlinien der Philosophie des Rechts ή Naturrecht und Staatswissenschaft im Grundrisse, 1821, §4-5). Η βούληση είναι αφηρημένη στο ότι είναι καθολική, κι αποτελείται από καθορισμένους στόχους (ό.π., §34-35).
8. Στον Χέγκελ, το αφηρημένο δίκαιο, ως το οικουμενικό σύνολο των κανόνων που κυβερνούν την άσκηση των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας και του ατόμου, πρέπει ν’ αντιπαραβληθεί με την ηθική (Sittlichkeit) η οποία ασχολείται ουσιαστικά με την αδιάφορη συμπεριφορά (βλέπε Pelczynski, ό.π., σελ. 8). Πρέπει να το διακρίνουμε απ’ το ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο κείτεται σε ουσιαστικούς δεσμούς όπως εκείνοι της εγγύτητας και των προσωπικών σχέσεων (στην ιδιωτική σφαίρα) ή της πολιτικής ζωής (στη σφαίρα του κράτους, αλλά επίσης, για τον Χέγκελ, στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών). Η έννοια ενός μόνο αφηρημένου δικαιώματος στην ύπαρξη αντανακλάται στις αναλύσεις του φιλελεύθερου ατομικισμού αναφορικά με τις αρνητικές ενάντια στις θετικές συλλήψεις της ελευθερίας (Berlin, «Two Concepts of Liberty» στο Quinton, ed, Political Philosophy, εκδόσεις Oxford University Press, 1967). Τ’ αποτελέσματα αυτών των αναλύσεων -ότι οι φιλελεύθεροι πρέπει να είναι ικανοποιημένοι με τις αρνητικές μορφές της ελευθερίας (ελευθερίας που προκύπτει απ’ τον περιορισμό), καθώς οι θετικές συλλήψεις οδηγούν αναπόφευκτα σε σοσιαλιστικές απειλές της ελευθερίας απαιτώντας μέτρα για την επιβολή ουσιαστικής ισότιμης πρόσβασης στην ελευθερία- προκύπτουν απ’ το αφετηριακό τους σημείο στο αξίωμα των ατομικιστικών, ακαθόριστων ανθρώπων.
9. Για μια πρόσφατη ανάλυση του αξιώματος της ορθολογικότητας στην οικονομική θεωρία, βλέπε Caldwell, Beyond Positivism: Economic Methodology in the Twentieth Century, εκδόσεις Allen & Unwin, 1982, σελ. 147-164.
10. Βλέπε Williams, «A New German Idealism?: A Critical Appraisal of Value-Form Analysis», μιμεογραφία, 1984, §40-41). Ο Eldred (Eldred, Critique of Competitive Freedom and the Bourgeois-democratic State; Outline of a Form-Analytic Extension of Marx’s Uncompleted System, εκδόσεις Kurasje, 1984) αντιλαμβάνεται την μισθωτή σχέση ως μια δανειακή σχέση, στην οποία ενοικιάζεται εργασία. Στην έκθεσή μας, ωστόσο, εκείνο που ανταλλάσσεται είναι εργασιακή δύναμη, η οποία ανταλλάσσεται ακριβώς σαν εμπορεύμα. Ωστόσο, δεν είναι ένα εμπόρευμα, ούτε ο εργάτης έχει προς αυτή μια σχέση ιδιοκτησίας. Η εργασιακή δύναμη είναι αδιαχωρίστη απ’ τον εργάτη, και δεν παράγεται εντός των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής με σκοπό την πώλησή της. Ο επιχειρηματίας μπορεί να δρέψει υπεραξία ακριβώς επειδή ο εργάτης δεν λαμβάνει ένα ποσοστό απόδοσης που αναλογεί στην αξία του στοιχείου παραγωγής που προκατέβαλε, αλλά αντ’ αυτού λαμβάνει έναν παγιωμένο μέσω συμβολαίου μισθό. Απ’ αυτή την άποψη, ο Eldred δεν πηγαίνει πέρα απ’ τον Λοκ (Λοκ, «Second Threatise of Civil Government» στο Laslett, ed, Locke’s Two Treatises of Government: a Critical Edition with an Introduction and apparatus criticus, εκδόσεις Cambridge University Press, 1960, ενότητα 26), όταν θεωρεί τον κάθε άνθρωπο να έχει «ιδιοκτησία επί του εαυτού του». Ο Χέγκελ, απ’ την άλλη, θέτει αρκετά ξεκάθαρα την μη-εγκυρότητα του δικαιώματος ιδιοκτησίας επί ανθρώπων (στην αστική εποχή): «Αντικειμενικά θεωρούμενο, ένα δικαίωμα που εγείρεται από ένα συμβόλαιο δεν είναι ποτέ δικαίωμα επί ενός ανθρώπου, αλλά μόνο ένα δικαίωμα επί κάτι το οποίο μπορεί ν’ αλλοτριωθεί, είναι πάντα ένα δικαίωμα επί ενός αντικειμένου» (Χέγκελ, ό.π., §4a).
11. Για μια κριτική της «απλής εμπορευματικής παραγωγής» ως το σημείο αφετηρίας για την εννοιοποίηση της οικονομίας, βλέπε το Κεφάλαιο 3 [δεν το έχουμε μεταφράσει, βλέπε το αγγλικό πρωτότυπο].
12. Μια συχνή, δικαιολογημένη κριτική στο Flatow & Huisken, ό.π., στη σχετική βιβλιογραφία είναι ότι παρά την προσπάθειά τους ν’ απομακρυνθούν απ’ την προσέγγιση της «απλής εμπορευματικής παραγωγής», δεν καταφέραν να θεωρητικοποιήσουν τα θεμελιωδώς διαφορετικά, κι ανταγωνιστικά, συμφέροντα των κατόχων πηγών εισοδήματος. Προσπαθώντας τότε να θεωρητικοποιήσουν τις θεμελιακές αντιφάσεις μεταξύ της αξιακής μορφής και των φυσικών προσταγών της παραγωγής/κατανάλωσης χρήσιμων αντικειμένων, οι  Flatow και Huisken πλησιάζουν ν’ αντιστρέψουν τα λάθη της οικονομίστικης λογικής του κεφαλαίου, καθώς μπορούν μόνο να μεσολαβήσουν εξωτερικά τα επιφανειακά συμφέροντα των κατόχων εισοδήματος με τη λογική της αστικής εποχής, βεβαιώνοντας ότι, τελικά, τα κοινά (και συνεπώς γι’ αυτούς, γενικά) συμφέροντα περιορίζονται απ’ τις ανάγκες του κεφαλαίου, συνεπώς απ’ τα συμφέροντα των καπιταλιστών (πρβλ Jessop, The Capitalist State; Marxist Theories and Methods, εκδόσεις Martin Robertson, 1982, σελ. 120-121). Εμείς, απ’ την άλλη, επιτυγχάνουμε αυτή την μεσολάβηση στη βάση της θεωρία των μορφών: οι πολιτικές του κράτους έρχονται σε σύγκρουση με την αναγκαία μορφή του, η οποία έχει εξαχθεί απ’ την αξιακή μορφή.
13. Η ανάπτυξη του δικαιώματος στην ύπαρξη ως μια στιγμή του ανθρώπου, δικαίωμα το οποίο δεν μπορεί να διασφαλιστεί στο επίπεδο της ανταγωνιστικής κοινωνίας, αποτελεί τόσο μια ανακατασκευή όσο και μια διεύρυνση του Μαρξ. Ο Μαρξ στο Εβραϊκό Ζήτημα, στο πλαίσιο μιας πολεμικής έναντια στην ανάλυση του Μπάουερ για τη χειραφέτηση των Εβραίων, ο Μαρξ καθιστά αρκετά σαφές ότι τα δικαιώματα δεν μπορούν να γίνουν ουσιαστικά κοινωνικά στην αστική εποχή, αλλά μπορούν μόνο να έχουν μια τυπική ύπαρξη ως κρατικά επιβεβλημένα πολιτικά δικαιώματα. Το γνωστό εδάφιο του Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου για την αγγλική εργοστασιακή νομοθεσία καθιστά σαφή την αδιαφορία των διαδικασιών αξιοποίησης προς την ειδική ατομική ύπαρξη των συγκεκριμένων εργατών. Ο Χέγκελ ισχυρίζεται επίσης ότι η ύπαρξη βρίσκεται αναγκαία μονίμως υπό απειλή στην ανταγωνιστική κοινωνία, ακόμη κι όταν συμβαίνει αναπαραγωγή χωρίς κρίση (Χέγκελ, ό.π., §243). Ισχυρίζεται επίσης ότι μια τέτοια αναπαραγωγή είναι επιρρεπής σε κυκλικές κρίσεις υπερπαραγωγής, παροξύνοντας την επισφάλεια της ύπαρξης (ό.π., §245). Η επισφάλεια της ύπαρξης σε μια κοινωνία πολιτών απομονωμένη μέσω υπέρμετρου laissez-faire δεν αποτελεί απλώς ένα ζήτημα τυχαιότητας για την υλική επιτυχία. Αντ’ αυτού, για τον Χέγκελ μια τέτοια επισφάλεια δημιουργεί μορφές συνείδησης και συμπεριφοράς που είναι επιζήμιες για την ανθρώπινη αυτοπραγμάτωση. Έτσι, τα υποκείμενα ανταγωνισμού τείνουν να ζουν για στιγμιαίες απολαύσεις, καθώς είναι δύσκολο να ζήσουν τη ζωή τους μέσω σχεδιασμού σ’ ένα περιβάλλον που δεν υπόκεται σε αυτοσυνείδητο κοινωνικό έλεγχο (βλέπε Walton, «Economy, Utility and Community in Hegel’s Theory of Civil Society» στο Pelczynski, ed, ό.π., σελ. 252).
14. Η κοινωνία των πολιτών αποτελεί την ανάπτυξη της ανταγωνιστικής κοινωνίας με την εμφάνιση του κράτους. Γίνεται τότε το πεδίο «των προσωπικών κι οικονομικών σχέσεων των ανθρώπων σ’ αντίθεση με τις πολιτικές σχέσεις και μορφές» (Arthur, εισαγωγή του επιμελητή στο Μαρξ & Ένγκελς, The German Ideology, εκδόσεις Lawrence & Wishart, 1970). Ή, όπως το έθεσε ο Μαρξ: «Η ιδιωτική κοινωνία αγκαλιάζει όλη την υλική επικοινωνία των ατόμων σ’ ένα καθορισμένο στάδιο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Αγκαλιάζει τη συνολική εμπορική και βιομηχανική ζωή ενός δεδομένου σταδίου» (Μαρξ & Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, τόμος πρώτος, εκδόσεις Gutenberg, 1997, σελ. 128). Ο χαρακτηρισμός του Χέγκελ ίσως να είναι ακόμη περισσότερο εύστοχος: «η κοινωνία των πολιτών αποτελεί το πεδίο μάχης όπου το ατομικό ιδιωτικό συμφέρον του καθενός συναντά εκείνα όλων των υπόλοιπων» (Χέγκελ, ό.π., §289Α). Και «[σ]την κοινωνία των πολιτών, κάθε μέλος είναι ο ίδιος ο σκόπος του, όλοι οι υπόλοιποι δεν είναι τίποτα γι’ αυτόν. Όμως, πέρα από αλληλεπιδρώντας με άλλους, δεν μπορεί να κατορθώσει τη συνολική ικανοποίηση των σκοπών του, και συνεπώς αυτοί οι άλλοι αποτελούν μέσα για τον σκοπό του ιδιαίτερου μέλους» (ό.π., §182Α).
15. Βλέπε την ανάλυση της μεθόδου στο Κεφάλαιο 3 [δεν το έχουμε μεταφράσει, βλέπε το αγγλικό πρωτότυπο].
16. Να σημειωθεί ότι δεν θέλουμε να στηρίξουμε την κατάρρευση του θεωρητικού στο μη-πραγματικό που υπαινίσσεται εδώ ή, κατά μείζονα λόγο, να συντηρήσουμε την υπαινισσόμενη διχοτομία μεταξύ είναι και συνείδησης.
17. Πρβλ Reichelt, «Einige Anmerkungen zu Sybille von Flatow’s und Freerk Huisken’s Aufsatz “Zum Problem der Ableitung des bürgerlichen Staates”», Gesellschaft Beitrage zur marxischen Theorie 1, 1974.
18. Για έναν εξαιρετικό σχολιασμό των θεωριών του κτητικού ατομικισμού στην πολιτική θεωρία απ’ τον Χομπς μέχρι τον Λοκ, βλέπε Macpherson, The Political Theory of Possessive Individualism; Hobbes to Locke, εκδόσεις Oxford University Press, 1962. Για μια κριτική των σύγχρονων επαναδιατυπώσεων τέτοιων θέσεων στον 20ό αιώνα, βλέπε Macpherson, Democratic Theory: Essays in Retrieval, εκδόσεις Oxford University Press, 1973, ιδίως τις ενότητες VI-XI. Ο σύγχρονος φιλελευθερισμός τείναι να καταρρίψει οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών, θεωρώντας τες ως ένα μοναδιαίο νομικό και θεσμικό πλαίσιο εντός του οποίου τα άτομα επιδιώκουν το συμφέρον τους (πρβλ Pelczynski, ό.π., σελ. 7).
19. Πρβλ Benhabib, «Obligation, Contract and Exchange: on the significance of Hegel’s abstract right» στο Pelczynski, ό.π., σελ. 160: «Η νομιμοποιητική λειτουργία των μορφών του αφηρημένου δικαίου στη Φιλοσοφία του Δικαίου του Χέγκελ, είναι συνεπώς διπλή: υπηρετούν ως τα φιλοσοφικά θεμέλια του κανόνα δικαίου του νεωτερικού κράτους, και δικαιολογούν πρακτικές ανταλλαγής στην αγορά».
20. Μια πλήρη έκθεση της ιδιωτικής σφαίρας ξεφεύγει απ’ τους σκοπούς του παρόντος κειμένου. Θεωρητικές παρουσιάσεις της θεωρίας της αξιακής μορφής για την ιδιωτική σφαίρα μπορούν να βρεθούν στα Hanlon, The Ego’s Irresolvable Dilemma, μιμεογραφία, 1981, Hanlon, «The Crisis in Marxist (t-Feminis)m», Marx Conference of Democrazia Proletoria στο Μιλάνο, Δεκέμβριος 1983 και Kleiber, Zur theorien des privaten in der bürgerlichen gesellschaft, μιμεογραφία, 1981.
21. Πρβλ Μαρξ & Ένγκλες, ό.π., σελ. 79-80: «Επειδή ακριβώς τα άτομα επιζητούν μονάχα το ιδιωτικό τους συμφέρον, που γι’ αυτά δεν συμπίπτει με το συλλογικό τους συμφέρον (στην πραγματικότητα το γενικό συμφέρον είναι η φανταστική μορφή της συλλογικής ζωής), το τελευταίο θα επιβληθεί σ’ αυτούς σαν ένα συμφέρον “ξένο” προς αυτούς, και “ανεξάρτητο” απ’ αυτούς, που είναι με τη σειρά του ένα ιδιαίτερο, ιδιόμορφο “γενικό” συμφέρον, ή πρέπει αυτοί οι ίδιοι να κινούνται μέσα σ’ αυτή την ασυμφωνία, όπως συμβαίνει στη δημοκρατία. Απ’ την άλλη μεριά επίσης, ο πρακτικός αγώνας αυτών των ιδιωτικών συμφερόντων, που διαρκώς συγκρούονται πραγματικά με τα συλλογικά και τα φανταστικά συλλογικά συμφέροντα, κάνει αναγκαία την πρακτική παρέμβαση και τον έλεγχο από μέρους του φανταστικού “γενικού” συμφέροντος που έχει την μορφή του κράτους».
22. Ο αντικατοπτρισμός του διαχωρισμού μεταξύ κράτους και κοινωνίας των πολιτών στην αλλοτρίωση, εντός του ατόμου, του κοινοτικού απ’ τις υπαρξιακές πλευρές του είναι του, γίνεται σαφής στην ανάλυση του Μαρξ για τη θρησκεία. Με τον ερχομό της αστικής εποχής «[η] θρησκεία δεν είναι πια το πνεύμα του κράτους, όπου ο άνθρωπος -έστω και με ειδικό και περιορισμένο τρόπο και σε μια ιδιαίτερη σφαίρα- συμπεριφέρεται ως μια ειδολογική ύπαρξη, σε κοινότητα με τους άλλους ανθρώπους· η θρησκεία έγινε το πνεύμα της κοινωνίας των ιδιωτών, της σφαίρας του εγωισμού, του πολέμου όλων εναντίον όλων. Δεν είναι πια η ουσία της κοινότητας, αλλά η ουσία της διαφοράς. Έγινε αυτό που υπήρξε στην αρχή, μια έκφραση του γεγονότος ότι ο άνθρωπος είναι διαχωρισμένος απ’ την κοινότητα, απ’ τον εαυτό του κι απ’ τους άλλους ανθρώπους» (Μαρξ, Το Εβραϊκό Ζήτημα, εκδόσεις Οδυσσέας, 1978, σελ. 78, τροποιημένη μετάφραση βάσει της αγγλικής εκδοχής του κειμένου στο MECW 3).
23. Πρβλ Kortian, «Remarques sur le rapport entre subjectivité et société civil», Dialogue 9, 2, 1970.
24. Βλέπε, πχ, Reuten & Williams, ό.π., μέρος V, για μια επανεκτίμηση, από την σκοπιά της θεωρίας των μορφών, της ανάπτυξης της οικονομικής πολιτικής.