Το παρακάτω κείμενο του Tony Smith μεταφράστηκε απ’ την ανθολογία Fred Moseley ed, Marx’s Theory of Money: Modern Appraisals, εκδόσεις Palgrave Macmillan, 2005.
Στο βιβλίο Financial Markets, Money and the Real World, ο Paul Davidson, ένας εξέχων μετακεϋνσιανός οικονομολόγος, τάσσεται στο πλευρό των εκκλήσεων για μεταρρυθμίσεις στη «διεθνή χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική». Σ’ αντίθεση με άλλους μεταρρυθμιστές, οι προτάσεις του επικεντρώνονται σε μια νέα μορφή παγκόσμιου χρήματος. Στο παρόν κεφάλαιο θα παρουσιάσω μια κριτική αξιολόγηση της θέσης του από μια μαρξική οπτική.
Την παρούσα στιγμή, το δολλάριο, το ευρώ και το γιεν αποτελούν τις κύριες μορφές χρήματος που υπηρετούν ως μονάδες υπολογισμού, μέσα κυκλοφορίας, μέσα πληρωμής και αποθεματικά κεφάλαια στην παγκόσμια αγορά, με το δολλάριο να παραμένει το κυρίαρχο. Οι σχέσεις μεταξύ αυτών των νομισμάτων, και μεταξύ αυτών των νομισμάτων με τ’ άλλα νομίσματα, αποτελούν μια κρίσιμη διάσταση της σύγχρονης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων.
Οι νεοφιλελεύθεροι θεωρητικοί θεωρούν ότι οι χρηματοοικονομικές αγορές είναι ορθολογικά αποδοτικές. Ενώ οι μεμωνομένοι επενδυτές ίσως κάνουν λάθη, με την πάροδο του χρόνου η συλλογική σοφία της αγορά επεξεργάζεται τις σχετικές πληροφορίες με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια και ταχύτητα απ’ ότι οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Οι περισσότερες χώρες (ή νομισματικές ενώσεις) θα πρέπει τότε ν’ αφήσουν τον προσδιορισμό της σχετικής αξίας του νομίσματός τους στην αγορά (Μίλτον Φρίντμαν, «The Case for Flexible Exchange Rates» στο Essays in Positive Economics, εκδόσεις Chicago University Press, 1953). Όσο περισσότερο καιρό μια κυβέρνηση συντηρεί μια ακατάλληλη ισοτιμία, τόσο οξύτερη κι επιβλαβής θα είναι τελικά η ανατίμηση, όπως έχει επιδείξει η ανατολικοασιατική κρίση του 1997 (David DeRosa, In Defense of Free Capital Markets: The Case Against a New International Financial Architecture, εκδόσεις Bloomberg Press, 2001).
Οι μετακεϋνσιανοί απορρίπτουν την υπόθεση της ορθολογικής αποδοτικότητας (Paul Davidson, Financial Markets, Money and the Real World, εκδόσεις Edward Elgar, 2002, κεφάλαιο 3). Το μέλλον είναι ριζικά αβέβαιο· είναι αδύνατον να υπολογιστεί ακόμη κι η πιθανότητα μια ορισμένη οδός ανάπτυξης ν’ ακολουθηθεί στις κεφαλαιαγορές. Δεδομένης αυτής της αβεβαιότητας, η επιτυχής επένδυση αποτελεί ένα ζήτημα αναμονής μετατοπίσεων στα «πτωτικά» κι «ανοδικά» αισθήματα των άλλων επενδυτών. Επίσης, το κίνητρο για επένδυση σε χρηματοοικονομικά επενδυτικά αγαθά γενικά δεν είναι να κρατηθούν μακροπρόθεσμα τα πάγια ενεργητικά που αναπαριστούν, μα η αποκόμιση κέρδους απ’ την πώλησή τους βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Οι μη-ρυθμισμένες χρηματοοικονομικές αγορές είναι συνεπώς επιρρεπείς σε αστάθεια. Καθώς το επενδυτικό αίσθημα μετατοπίζεται προς μια «ανοδική» κατεύθυνση, οι επενδυτές που αναμέναν αυτή την μετατόπιση βγάζουν υψηλά κέρδη, προσελκύοντας περαιτέρω «ανοδικές» επενδύσεις. Τότε ίσως προκύψει μια αυτοενισχυόμενη οικονομική άνθηση. Ακόμη κι εκείνοι που έχουν συνείδηση ότι η άνθηση δεν μπορεί να διατηρηθεί επ’ αόριστον, ακολουθούν το ρεύμα ελπίζοντας ότι θα βρεθεί ένας «μεγαλύτερος ηλίθιος» στον οποίο θα μπορούν να πουλήσουν. Όταν το επενδυτικό αίσθημα αντιστρέφεται σ’ ένα τυχαίο σημείο για κάποιον τυχαίο λόγο, ξεκινά μια πανικώδης φυγή απ’ αυτά τα επενδυτικά αγαθά.
Συνεπώς, οι ελεύθερα κυμαινόμενες ή χαλαρά φιξαρισμένες ισοτιμίες συνεπάγονται έναν κίνδυνο μεγαλύτερης εκρηκτικότητας στις αγορές συναλλάγματος. Οι δυνητικοί ξένοι επενδυτές σε μακροπρόθεσμα πρότζεκτ έρχονται τώρα αντιμέτωποι με υψηλότερους νομισματικούς κινδύνους αναφορικά με τα κέρδη (υπολογισμένα στο νόμισμα της πατρίδας τους) που μπορούν να ιδιοποιηθούν από άμεσες ξένες επενδύσεις, ενώ οι δυνητικοί ντόπιοι επενδυτές αντιμετωπίζουν υψηλότερους νομισματικούς κινδύνους αναφορικά με τα κέρδη (υπολογισμένα στο νόμισμα της πατρίδας τους) που μπορούν να ιδιοποιηθούν μέσω εξαγωγών. Ως απάντηση, τείνει να μειώνεται το ποσοστό των μακροπρόθεσμεων επενδύσεων. Χαμηλότερα ποσοστά μακροπρόθεσμων παραγωγικών επενδύσεων οδηγούν σε χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, υψηλότερη ανεργία κι ένα υψηλότερο επίπεδο αναγκών κι επιθυμιών που δεν ικανοποιήθηκαν. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, συνειδητοποιώντας το πλήγμα που μπορεί να προξενήσει η κερδοσκοπία στο νόμισμά τους, προσπαθούν να μειώσουν την μεταβλητότητα της ισοτιμίας μεριμνώντας για το αίσθημα της αγοράς ότι τα κυβερνητικά ελλείμματα κι οι υψηλότεροι μισθοί οδηγούν σε πληθωρισμό. Οι πολιτικές σχεδιασμένες για τον περιορισμό των κυβερνητικών δαπανών και τη συγκράτηση των μισθών ενισχύουν τη τάση προς την ύφεση στη λειτουργία του παγκόσμιου χρήματος.
Η θεσμοθέτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών τις τελευταίες δεκαετίες στην πραγματικότητα συνδέεται με χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, χαμηλότερους μισθούς κι υψηλότερη ανεργία απ’ τη «χρυσή εποχή» της 25ετίας μετά τον Β’ ΠΠ[1]. Οι μετακεϋνσιανοί θεωρητικοί πιστεύουν ότι αυτό μπορεί να εξηγηθεί πρωτίστως απ’ τις τάσεις προς την ύφεση που εισέρχονται στην παγκόσμια αγορά απ’ το παρόν σύστημα του παγκόσμιου χρήματος. Οι χρηματοοικονομικές ροές που θα έπρεπε να ευνοούν τη βιομηχανική ανάπτυξη τώρα την παρεμποδίζουν, με κόστος έναν αχρείαστο πόνο.
Οι οκτώ προτάσεις που διατύπωσε ο Davidson για την μεταρρύθμιση της Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Αρχιτεκτονικής επιδιώκουν ν’ αντιστρέψουν αυτή την ανάποδη τάξη πραγμάτων. Τις πρώτες τέσσερις μπορούμε να τις δούμε σαν ενιαίο πακέτο:
Πρώτον, η μονάδα υπολογισμού και το έσχατο συναλλαγματικό διαθέσιμο για τη διεθνή ρευστότητα είναι η Διεθνής Νομισματική Εκκαθαριστική Μονάδα (International Monetary Clearing Unit, IMCU). Όλες τις IMCUs μπορούν να τις κατέχουν μόνο οι κεντρικές τράπεζες των εθνών που συμμορφώνονται προς τους κανόνες του συστήματος της εκκαθαριστικής ένωσης [2] […] Δεύτερον, η κεντρική τράπεζα κάθε έθνους ή, στην περίπτωση ενός κοινού νομίσματος (πχ, το ευρώ) η κεντρική τράπεζα μιας νομισματικής ένωσης, δεσμεύεται να εγγυάται την μονής κατεύθυνσης μετατρεψιμότητα των IMCU εγγυητικών καταθέσεων στην εκκαθαριστική ένωση σε εγχώριο χρήμα […] Τρίτον, […] [σ]υμβόλαια που γίνονται με όρους ξένου συναλλάγματος θα απαιτούν μια κάποια δημοσίως ανακοινωμένη δέσμευση απ’ την κεντρική τράπεζα (μέσω τραπεζιτών του ιδιωτικού τομέα) για τη διαθεσιμότητα ξένων κεφαλαίων για την εκπλήρωση τέτοιων ιδιωτικών συμβολαιακών υποχρεώσεων. Τέταρτον, η ισοτιμία μεταξύ του εγχώριου συναλλάγματος και της IMCU τίθεται αρχικά απ’ την κεντρική τράπεζα κάθε έθνους ή νομισματικής ένωσης. (Davidson, ό.π., σελ. 232-233)
Με μια μόνο μορφή παγκόσμιου χρήματους, της IMCU, θα εξαλείφονταν οι τρομακτικές οικονομικές και κοινωνικές διαταραχές που προκαλούνται τις ξαφνικές και μαζικές ανατιμήσεις νομισμάτων (Ρόμπερτ Μπρένερ, «The Economics of Global Turbulence», New Left Review 229, Μάιος-Ιούνιος 1998, και Μπρένερ, The Boom and the Bust: The US in the World Economy, εκδόσεις Verso Press, 2002). Με την μονής κατεύθυνησης μετατρεψιμότητα, το κάθε έθνος μπορεί να ελέγχει τις εκροές επιχειρηματικών κεφαλαίων. Μια αιτία της ανατολικοασιατικής κρίσης ήταν ότι οι ντόπιες τράπεζες δανείζονταν (ονομαστικά σε δολλάρια) απ’ τις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές, και τα δανεικά χρησιμοποιούνται για κερδοσκοπικές επενδύσεις σε κεφαλαιακά αγαθά όπως αυτά του real estate. Η κατάρρευση των επακόλουθων κερδοσκοπικών φουσκών οδήγησε σ’ έναν πανικό εκροών. Το εγχώριο συνάλλαγμα τότε υποτιμήθηκε απότομα, εκτραχύνοντας τη δυσκολία αποπληρωμής ξένων δανειστών σε δολλάρια. Οι μετακεϋνσιανοί εμμένουν ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να έχουν τα εργαλεία για την αποτροπή της εμφάνισης τέτοιων καταστάσεων.
Οι μεγάλες ιστορίες επιτυχίας της οικονομικής ανάπτυξης στην ιστορία του καπιταλισμού έχουν βασιστεί σ’ ένα μοντέλο «αναπτυξιακού κράτους», στο οποίο οι κρατικοί οργανισμοί σχεδιασμού κι οι τράπεζες χορηγούσαν πίστωση σε τοπικές βιομηχανικές επιχειρήσεις. Αντιθέτως, σε περιοχές του Νότου όπου έχουν συμβεί εκτεταμένοι δανεισμοί απ’ τις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές, οι χρηματικές εισροές δεν έχουν γενικά δημιουργήσει εμπορικά πλεονάσματα επαρκή για την αποπληρωμή τόσο των κεφαλαίων όσο και των τόκων των ξένων δανείων. Αντ’ αυτού, οι χρεωμένες χώρες έχουν συχνά χρειαστεί περαιτέρω δάνεια για να εκπληρώσουν την πληρωμή των τόκων, επιβάλλοντας περαιτέρω χρεώσεις υπηρεσιών χρέους, πέρα απ’ αυτές για τις οποίες είχαν την οικονομική ευχέρεια. Καθώς οι χώρες με ελλείμματα προσπαθούν τότε να μειώσουν την ανισορροπία των πληρωμών τους μειώνοντας τις εισαγωγές, προστίθεται μια άλλη ισχυρή υφεσιακή δύναμη στην παγκόσμια οικονομία. Συνεπώς, η νεοφιλελεύθερη διεθνής χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική των ελεύθερων ροών χρηματικού κεφαλαίου αποσυνθέτει το μόνο αποτελεσματικό μέσο βιομηχανικής ανάπτυξης που έχει ανακαλυφθεί στην ιστορία του καπιταλισμού, αντικαθιστώντας το με την «παγίδα του χρέους». Οι πρώτες τέσσερις προτάσεις του Davidson προσδοκούν να δημιουργήσουν μια μορφή παγκόσμιου χρήματος που θα επιτρέπει χώρο για ανάπτυξη κρατικών πολιτικών. Οι εγχώριες αποταμιεύσεις και το ενδογενώς δημιουργημένο πιστωτικό χρήμα μπορεί τώρα να κινητοποιείται ελεύθερα για εγχώρια ανάπτυξη[3]. Η επόμενη πρόταση του Davidson προωθεί επίσης αυτή την ατζέντα:
Πέμπτον, πρέπει να οικοδομηθεί στους κανόνες της εκκαθαριστικής ένωσης ένα σύστημα υπερανάληψης. Οι υπεραναλήψεις πρέπει να καθιστούν διαθέσιμα τα βραχυπρόθεσμα αχρησιμοποίητα υπόλοιπα πιστωτών στο γραφείο ανταλλαγής, για τη χρηματοδότηση των παραγωγικών διεθνών συναλλαγών τρίτων οι οποίοι χρειάζονται βραχυπρόθεσμη πίστωση. (Davidson, ό.π., σελ. 233-234)
Δεν μπορούν να επιδιωχθούν πολιτικές πλήρους απασχόλησης μέσω της παγκόσμιας οικονομίας αν μερικά έθνη συνεχώς αποταμιεύουν ένα τμήμα των ξένων κερδών απ’ τις εξαγωγές και των καθαρών μονομερών μεταφορών. Τέτοια συμπεριφορά λογικά συνεπάγεται ότι άλλα έθνη πρέπει να παραμείνουν ελλειμματικά. Στην παρούσα διεθνή χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική, το βάρος αυτής της ανισορροπίας πέφτει σχεδόν απόλυτα στους οφειλέτες, οι οποίοι πρέπει να εκτρέψουν όλο και περισσότερους πόρους προς ξένους πιστωτές. Από μια μετακεϋνσιανή σκοπιά, αυτή η κατάσταση είναι αφόρητη:
Έκτον, [απαιτείται] ένας μηχανισμός εκπυσοκρότησης για την ενθάρρυνση κάθε έθνους-πιστωτή να ξοδέψει όσα θεωρούνται (εκ των προτέρων), σύμφωνα με τη διεθνή κοινότητα, ως «πλεονάζοντα» πιστωτικά υπόλοιπα που συσσωρεύτηκαν από πλεονάσματα τρέχοντων συναλλαγών. Αυτές οι πλεονάζουσες πιστώσεις μπορούν να ξοδευτούν με τρεις τρόπους: (α) στα προϊόντα οποιουδήποτε άλλου μέλους της εκκαθαριστικής ένωσης, (β) σε νέα προγράμματα άμεσης ξένης επένδυσης, ή/και (γ) για την παροχή μονομερών μεταφορών (ξένη βοήθεια) σε μέλη με ελλείμματα. (Davidson, ό.π., σελ. 234)
Χωρίς πλεονασματικές υπερκαταθέσεις στα πλεονασματικά έθνη, τα έθνη που υποφέρουν από ελλείμματα πληρωμών έχουν περισσότερες δυνατότητες να αντιστρέψουν αυτά τα ελλείμματα πουλώντας στο εξωτερικό.
Η έβδομη πρόταση του Davidson είναι ότι οι ισοτιμίες μεταξύ τοπικών συναλλαγμάτων και της IMCU πρέπει να είναι σταθερές, αλλάζοντας μόνο όταν συμβαίνει μια αλλαγή στους μισθούς αποδοτικότητας. Αυτό εξασφαλίζει ότι οι εταιρείες δεν θα υποφέρουν από ένα ανταγωνιστικό μειονέκτημα λόγω αλλαγών στις ονομαστικές ισοτιμίες πέρα απ’ τις αλλαγές στο πραγματικό κόστος της παραγωγής. Αυτό απομακρύνει τον πειρασμό των εθνών να επιδιώξουν ανάπτυξη μέσω μιας πραγματικής υποτίμησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας που δεν ανακλά τη σχετική της αποδοτικότητα. Επίσης, ο κανόνας αυτός διαβεβαιώνει κάθε κεντρική τράπεζα ότι η μακροπρόθεσμη αγοραστική δύναμη της IMCU με τους όρους των αγαθών παρηγμένων στο εξωτερικό παραμένει σταθερή. Αν ξεσπάσει πληθωρισμός σε μια συγκεκριμένη εθνική οικονομία, η ισοτιμία μεταξύ του νομίσματός της και της IMCU πρέπει να υποτιμηθεί. Αν αυξήσεις στην παραγωγικότητα οδηγήσουν σε μείωση του κόστους παραγωγής υπολογισμένου στο τοπικό νόμισμα, τότε η χώρα θα μπορούσε να επιλέξει να ανατιμήσει την ισοτιμία ώστε η IMCU να αγοράζει λιγότερες μονάδες του ντόπιου συναλλάγματος χωρίς καθόλου απώλειες αγοραστικής δύναμης. Σ’ αυτή την περίπτωση, όλα τα οφέλη της αύξησης της παραγωγικότητας κρατούνται στην εθνική οικονομία. Μια άλλη επιλογή θα ήταν να κρατηθεί σταθερή η ονομαστική ισοτιμία, μειώνοντας τις τιμές εξαγωγών αυτής της χώρας, και διευρύνοντας επομένως τις εξαγωγικές αγορές της. Τα οφέλη της αύξησης της παραγωγικότητας τότε θα μοιράζονταν με τα έθνη που εισάγουν τα εμπορεύματά της σε χαμηλότερες τιμές.
Τα διεθνή ελλείμματα πληρωμών ίσως επιμείνουν ακόμη κι εάν κανένα έθνος δεν μπορεί να συσσωρεύει περίσσια πλεονάσματα επ’ αόριστον. Η τελευταία πρόταση του Davidson απευθύνεται σ’ αυτό το πρόβλημα. Αν μια φτωχή χώρα αποκτήσει έλλειμμα, οι πλούσιες χώρες πρέπει να μεταφέρουν κάποια απ’ τα περίσσια πιστωτικά υπόλοιπα στη φτωχή χώρα καθιστώντας την ικανή ν’ αναπτύξει την παραγωγική της ικανότητα και ν’ αυξήσει τις εξαγωγές της έως το σημείο όπου θα μπορεί να διατηρήσει το βιοτικό της επίπεδο. Αν ένα ελλειμματικό έθνος είναι σχετικά πλούσιο, πρέπει να υποτιμήσει την ισοτιμία του με σταδιακές προσαυξήσεις ώσπου οι χαμηλότερες τιμές εξαγωγών του κι οι υψηλότερες τιμές εισαγωγών του να εξαλείψουν την ανισορροπία εξαγωγών-εισαγωγών. Αν αυτά τα μέτρα επιτύχουν ένα θετικό εμπορικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών χωρίς να εξαλείψουν το έλλειμμα πληρωμών, τότε το διεθνές φορτίο εξυπηρέτησης χρέους είναι πολύ υψηλό. Πρέπει τότε να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για την επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής, την μείωση των επιτοκίων ή τη διαγραφή χρεών (Davidson, ό.π., σελ. 236-237).
Οι πιθανότητες να υιοθετηθούν αυτές οι προτάσεις είναι περίπου οι ίδιες μ’ αυτές να γίνω Πάπας. Όμως, βασίζονται σε μια ακριβή εκτίμηση των αδυναμιών της νεοφιλελεύθερης θεωρίας, και εκφράζουν ισχυρώς τη βαθιά ουτοπική ώθηση της φαντασίωσης μιας μορφής καπιταλισμού ικανού να εκπληρώσει τις υποσχέσεις του που έχουν μείνει ανεκπλήρωτες. Τα όρια αυτών των φαντασιώσεων πρέπει να προσδιοριστούν προσεκτικά, επειδή αυτά τα όρια είναι τα όρια του καπιταλισμού (Tony Smith, «Globalisation and Capitalist Property Relations: A Critical Assessment of David Held’s Cosmopolitan Theory», Historical Materialism vol. 11 is. 2, 2003).
Πιθανόν το βασικότερο όριο αφορά το μεθοδολογικό πλαίσιο του Davidson. Ο Davidson ξεκινά απ’ την υπόθεση ότι η καπιταλιστική παγκόσμια αγορά πρέπει να σχεδιαστεί έτσι ώστε να επιτρέπει την μέγιστη εφικτή ικανοποίηση των ανθρώπινων επιθυμιών κι αναγκών. Ύστερα, προσπαθεί να συμπεράνει τι μορφή πρέπει να λάβει το παγκόσμιο χρήμα ώστε να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Από μια μαρξική σκοπιά, αν ο στόχος είναι η κατανόηση ενός δεδομένου συνόλου κοινωνικών μορφών, δεν πρέπει να υποθέσουμε ότι αυτές οι μορφές υπάγονται σε μια κανονιστική αρχή [principle]. Η εν λόγω αρχή [principle] μπορεί ν’ αποδειχτεί αρκετά εξωτερική απ’ αυτές. Ένα υλιστικό μεθοδολογικό πλαίσιο θα ξεκινούσε αντ’ αυτού με μια εξέταση των βασικών κοινωνικών σχέσεων που προσδιορίζουν τον καπιταλισμό, ανιχνεύοντας τις συνεπαγωγές τους μέχρι τέλους. Το πρέπον ερώτημα δεν είναι «Τι πρέπει να είναι το παγκόσμιο χρήμα ώστε οι ανθρώπινες επιθυμίες κι ανάγκες να ικανοποιηθούν στον μέγιστο εφικτό βαθμό;». Αντ’ αυτού, το ερώτημα είναι «Τι πρέπει να είναι το παγκόσμιο χρήμα, δεδομένων των κοινωνικών σχέσεων που προσδιορίζουν τον καπιταλισμό;».
Από μια μαρξική σκοπιά, οι κοινωνικές σχέσεις που προσδιορίζουν τον καπιταλισμό είναι αξιακές σχέσεις, σχέσεις κεφαλαίου/μισθωτής εργασίας, διακεφαλαιακές σχέσεις, διακρατικές σχέσεις και οι σχέσεις που συγκροτούν την παγκόσμια αγορά. Όλες τους είναι συναφείς για να κατανοήσουμε το παγκόσμιο χρήμα.
1. Αξιακές σχέσεις
Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής, στο οποίο η ιδιωτικώς ανειλημμένη εργασία μπορεί ν’ αποδειχτεί, ή και όχι, να είναι είναι κοινωνικά αναγκαία. Εντός αυτού του συστήματος κάθε δύο επιτυχώς ανταλλαγμένα εμπορεύματα μοιράζονται ένα «τρίτο πράγμα» εννοιολογικά διακριτό απ’ τις σχετικές αναλογίες ανταλλαγής τους και των συγκεκριμένων τους αξιών χρήσης: και τα δύο παρήχθησαν από εργασία που αποδείχτηκε κοινωνικά αναγκαία. Την εργασία που ταιριάζει σ’ αυτή την περιγραφή μπορούμε να την αποκαλέσουμε «αφηρημένη εργασία», επειδή παράγει μια αφηρημένη διάσταση των εμπορευμάτων, την αξιακή διάσταση, κοινή σε όλα τα εμπορεύματα που συνεισφέρουν στην υλική αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος. Η αξιακή διάσταση αποτελεί μια κοινωνική διάσταση, εγειρόμενη απ’ τον ιστορικά ειδικό τρόπο που η εργασία οργανώνεται στον καπιταλισμό[4].
Η γενικευμένη εμπορευματική ανταλλαγή απαιτεί ένα κοινωνικά αντικειμενικό μέτρο της αξίας των εμπορευμάτων. Στον βαθμό που η αξία είναι αφηρημένη κι ομοιογενής, κάθε σύστημα μέτρησης πρέπει να χρησιμοποιεί ομοιογενείς κι αφηρημένης μονάδες. Τα μέτρα με τους όρους των μονάδων του χρόνου έχουν αυτό το χαρακτηριστικό, και υπάρχει μια αίσθηση ότι ο χρόνος είναι πράγματι το εμμενές μέτρο της αφηρημένης εργασίας. Όμως, η μόνη μορφή εργασίας που μπορεί να μετρηθεί άμεσα μ’ ένα χρονόμετρο είναι η συγκεκριμένη κι ετερογενής εργασία που παράγει συγκεκριμένες κι ετερογενείς αξίες χρήσεις, εργασία η οποία μπορεί να είναι, ή να μην είναι, κοινωνικά περιττή. Η αφηρημένη εργασία που είναι η πηγή της αξίας δεν μπορεί συνεπώς να μετρηθεί άμεσα. Πρέπει να αναπαριστηθεί σε μια εξωτερική μορφή, τη χρηματική μορφή. Οι φυσικές [physical] οντότητες ενός ειδικού είδους -όστρακα, πολύτιμα μέταλλα, κομμάτια χαρτιού, ηλεκτρονικά bits- πρέπει να οργανωθούν σε αριθμητικές σχέσεις που αναπαριστούν αξιακές σχέσεις[5]. Μπορούν να το κάνουν αυτό μόνο στον βαθμό που έχουν μια ειδική κοινωνική ιδιότητα διακριτή από οποιεσδήποτες συγκεκριμένες ιδιότητες κατέχουν ως φυσικές [physical] οντότητες, πρέπει να κατέχουν την αφηρημένη κι ομοιογενή ιδιότητα της οικουμενικής ανταλλαξιμότητας.
Απ’ τη νεοφιλελεύθερη σκοπιά, δεν υπάρχει κάποιος συνολικός σκοπός στην κοινωνική ζωή. Τα άτομα επιδιώκουν να προωθήσουν τους δικούς τους στόχους, είτε μόνοι είτε ανά ομάδες, με το χρήμα να υπηρετεί απλώς ως ένα γενικευμένο μέσο γι’ αυτή τους την επιδίωξη ιδιαίτερων στόχων (Φρίντριχ Χάγιεκ, Law, Legislation, and Liberty, Volume 2: The Mirage of Social Justice, εκδόσεις University of Chicago Press, 1976). Αντιθέτως, για τους μετακεϋνσιανούς, η αβεβαιότητα για το μέλλον κι η ανεπαρκής ρύθμιση των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να γίνει αυτοσκοπός η συσσώρευση χρήματος, με διεστραμμένες κοινωνικές συνέπειες. Κατά την άποψή τους, αυτό το αποτέλεσμα μπορεί να αποτραπεί μόνο αν υπάρχουν κατάλληλες κυβερνητικές ρυθμίσεις.
Από μια μαρξική σκοπιά, καμία απ’ τις δύο παραπάνω θέσεις δεν συλλαμβάνει επαρκώς την οντολογική αντιστροφή που εισάγει η χρηματική μορφή. Το ν’ αναγνωρίσουμε ότι το χρήμα είναι το μόνο κοινωνικά αντικειμενικό μέτρο της αξίας σημαίνει ν’ αναγνωρίσουμε ότι στον καπιταλισμό υπάρχει ένας συνολικός σκοπός της κοινωνικής ζωής, ο οποίος είναι εννοιολογικά κι οντολογικά διακριτός -αν κι αδιαχώριστος- απ’ τις προθέσεις των συγκεκριμένων κοινωνικών δρώντων ατόμων κι ομαδών. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι προσανατολισμένος προς τη συσσώρευση ενός χρηματικού ποσού στη λήξη μιας δεδομένης χρονικής περιόδου, ποσού που να υπερβαίνει εκείνο το ποσό που επενδύθηκε αρχικά (Χ–Ε–Χ’). Η «αυτοαξιοποίηση της αξίας» είναι συνεπώς ο εμμενής σκοπός της καπιταλιστικής κοινωνίας (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2002, σελ. 166-168). Η ικανοποίηση των ανθρώπινων επιθυμιών κι αναγκών συμβαίνει μόνο στον βαθμό που είναι συμβατή με την προσταγή της αξιοποίησης, «Το χρήμα πρέπει να γεννά χρήμα!».
Η αξία, η αφηρημένη εργασία και το χρήμα, όλα τους τελικά προσδιορίζονται στο επίπεδο της παγκόσμιας αγοράς:
Ο αφηρημένος πλούτος, η αξία, το χρήμα, επομένως η αφηρημένη εργασία, αναπτύσσεται στο μέτρο που η συγκεκριμένη εργασία αναπτύσσεται σε ένα σύνολο διαφορετικών τρόπων εργασίας, το οποίο αγκαλιάζει την παγκόσμια αγορά. Η καπιταλιστική παραγωγή βασίζεται στην αξία ή στην ανάπτυξη της περιεχόμενης στο προϊόν εργασίας σαν κοινωνικής εργασίας. Αυτό όμως [είναι εφικτό] μόνο πάνω στη βάση του εξωτερικού εμπορίου και της παγκόσμιας αγοράς. Επομένως, το εξωτερικό εμπόριο και η παγκόσμια αγορά είναι και προϋπόθεση και αποτέλεσμα της καπιταλιστικής παραγωγής. (Καρλ Μαρξ, Θεωρίες Για την Υπεραξία, μέρος τρίτο, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2008, σελ. 290)
Η γενικευμένη ανασφάλεια που απορρέει απ’ τον κίνδυνο ότι η συγκεκριμένη εργασία ίσως να είναι κοινωνικά άχρηστη συμβαίνει στο επίπεδο της παγκόσμιας αγοράς· το ίδιο επίσης κι η ανάγκη για μια κοινωνικά αντικειμενική αξιολόγηση της ιδιωτικώς ανειλημμένης εργασίας. Η συσσώρευση παγκόσμιου χρήματος, το μόνο κοινωνικά αντικειμενικό μέτρο της αφηρημένης εργασίας στο επίπεδο της παγκόσμιας αγοράς, είναι συνεπώς ο εμμενής σκοπός της καπιταλιστικής παγκόσμιας αγοράς.
Οι IMCUs είναι μονάδες υπολογισμού, συναλλαγματικά διαθέσιμα και μέσο αγοράς στις διεθνείς συναλλαγές· δεν είναι όμως αυτοσκοπός. Υποτίθονται να κυκλοφορούν μ’ έναν ομαλό κι ισορροπημένο τρόπο κατά μήκος της παγκόσμιας οικονομίας αντί να είναι το αντικείμενο μιας τρελής ενόθησης για συσσώρευση σ’ έναν ανταγωνιστικό πόλεμο όλων εναντίον όλων. Οι μετακεϋνσιανοί συνεπώς κάνουν εκκλήσεις για μια μορφή παγκόσμιου χρήματος που βρίσκεται σε θεμελιακή ένταση με τον βασικότερο προσδιορισμό του παγκόσμιου χρήματος σε μια παγκόσμια καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, με το διεστραμμένο οντολογικό του στάτους σαν αυτοσκοπός επί κι ενάντια των ανθρώπινων σκοπών.
2. Σχέσεις κεφαλαίου/μισθωτής εργασίας
Οι μονάδες παραγωγής στις οποίες η εργασία αναλαμβάνεται ιδιωτικά είναι μονάδες κεφαλαίου εντός των οποίων η εργασιακή δύναμη προσλαμβάνεται σ’ αντάλλαγμα μισθών. Η συσσώρευση χρηματικού κεφαλαίου δεν είναι απλώς η κοινωνική αξιολόγηση της ιδιωτικά ανειλημμένης εργασίας· είναι ταυτόχρονα η αναπαραγωγή της σχέσης κεφαλαίου/μισθωτής εργασίας. Στον βαθμό που η συσσώρευση τελικά συμβαίνει στο επίπεδο της παγκόσμιας αγοράς, το παγκόσμιο χρήμα δεν μπορεί να κατανοηθεί επαρκώς σε αφαίρεση αυτής της ταξικής δυναμικής.
Οι μετακεϋνσιανοί θέλουν μια μορφή παγκόσμιου χρήματος που να καθιστά τα κράτη ικανά να επιδιώξουν πολιτικές πλήρους απασχόλησης στις εθνικές τους οικονομίες χωρίς να τιμωρούνται απ’ τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Φοβούνται, ωστόσο, ότι η πλήρης απασχόληση ίσως πυροδοτήσει μια πληθωριστική σπειροειδή έλικα σε μισθούς και τιμές. Έτσι, κάνουν εκκλήσεις για μια εισοδηματική πολιτική, υποθέτοντας ότι οι αντιπρόσωποι του κεφαλαίου και της μισθωτής εργασίας θα πρέπει να μπορούν να συμφωνήσουν σε μια δίκαια αναδιανομή εισοδήματος με τη βοηθητική καθοδήγηση του κράτους (Davidson, ό.π., σελ. 254).
Αυτή η ανάλυση αποτυγχάνει ν’ αναγνωρίσει τις πληθωριστικές τάσεις που είναι εγγενείς στα νομισματικά καθεστώτα που βασίζονται σε πιστωτικό χρήμα (Suzanne de Brunhoff, The State, Capital, and Economic Policy, εκδόσεις Pluto Press, 1978, σελ. 128 & κεφάλαιο 2). Η επέκταση της πίστωσης στον βιομηχανικό τομέα μπορεί να ειδωθεί σαν μια «ιδιωτική εκ των προτέρων αξιολόγηση» της εργασίας που αναλαμβάνεται σ’ αυτόν τον τομέα. Με μαρξικούς όρους, τα δάνεια σε βιομηχανικές εταιρείες δίδονται υπό τη θεώρηση ότι η υπεραξία τελικά θα παραχθεί και θα πραγματοποιηθεί στην αγορά, καθιστώντας αυτές τις εταιρείες ικανές να αποπληρώσουν τα δάνεια με τα κέρδη τους. Ωστόσο, αν αυτό δεν συμβεί σε μια επαρκώς ευρεία κλίμακα, ίσως παρέμβει η κεντρική τράπεζα παρέχοντας ρευστότητα στις τράπεζες και σε άλλους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς. Αν οι τράπεζες κι οι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί χρησιμοποιήσουν αυτή τη ρευστότητα για να δώσουν περαιτέρω δάνεια στις βιομηχανικές εταιρείες, οι εταιρείες αυτές θα αποπληρώσουν το προηγούμενο χρέος αναλαμβάνοντας περισσότερο χρέος. Οι κρίσεις μπορούν να μετατεθούν προσωρινά μ’ αυτόν τον τρόπο, τουλάχιστον σε ορισμένες περιοχές και για ορισμένες περιόδους. Έτσι αποτρέπονται οι οξείες και αιφνίδιες επιβραδύνσεις που συνέβαιναν όταν το πιστωτικό χρήμα υποτασσόταν στο εμπορευματικό χρήμα. Ωστόσο, αυτή η «ψευδο-κοινωνική αξιολόγηση» της ιδιωτικής εργασίας συνοδεύεται από το κόστος ότι οι πληθωριστικές τάσεις έχουν μικρή σχέση με «υπερβολικές» μισθολογικές διεκδικήσεις.
Χρειάζεται επίσης να τεθεί υπό αμφισβήτηση η θεώρηση ότι υπάρχει μια «δίκαιη» αναδιανομή εισοδήματος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας που περιμένει ν’ ανακαλυφθεί. Απ’ τη σκοπιά της μαρξικής θεωρίας της εκμετάλλευσης ο ισχυρισμός αυτός είναι ανόητος. Το κεφάλαιο δεν είναι τίποτα άλλο παρά από ένα προϊόν της συλλογικής κοινωνικής εργασίας το οποίο έχει λάβει μια αλλότρια μορφή επί κι ενάντια των εργαζόμενων αντρών και γυναικών. Καμία ποσότητα που ιδιοποιείται δεν θα είναι ποτέ «δίκαιη», ούτε κατ’ αρχήν.
Η όλη κουβέντα περί δικαιότητας είναι ύποπτη σ’ αυτό το πλαίσιο, ακόμη και πέρα απ’ τη θεωρία της εκμετάλλευσης. Οι επενδυτές και τα κορυφαία στελέχη κάνουν τις «συνεισφορές» και φέρουν το «ρίσκο» ότι η καπιταλιστική ιδεολογία, το καπιταλιστικό δίκαιο κι η καπιταλιστική πρακτική ανακηρύττουν την αρετή στην υψηλότερη ανταμοιβή. Επιπλέον, η γενικευμένη ανασφάλεια του καπιταλισμού σημαίνει ότι καμία ποσόσοτητα συσσώρευσης κεφαλαίου δεν είναι ποτέ επαρκής· όσο περισσότερο είναι πάντα τόσο το καλύτερο. Εκείνο που είναι «δίκαιο» απ’ τη σκοπιά του κεφαλαίου θα τείνει συνεπώς να είναι πολύ διαφορετικό από εκείνο που είναι «δίκαιο» απ’ τη σκοπιά των μισθωτών, και αυτό δεν είναι παρά ένα πεδίο μιας μη-επιλύσιμης σύγκρουσης. Ζητήματα αναφορικά με το μήκος και την ένταση της εργάσιμης ημέρας, το κατάλληλο επίπεδο ικανοτήτων και δημιουργικότητας για την κάθε δουλειά, κλπ, αναγκαία τείνουν επίσης να δημιουργούν συστηματικούς ανταγωνισμούς.
Η πλήρης απασχόληση τείνει να μετατοπίζει την ισορροπία δυνάμεων προς όφελος της εργασίας, απειλώντας θεμελιακά την αυτοαξιοποίηση της αξίας. Εκείνοι που ελέγχουν το χρηματικό κεφάλαιο θα προσπαθήσουν να αντιστρέψουν αυτή την κατάσταση μέσω επενδύσεων σε τεχνολογίες εξοικονόμησης εργασίας (και αποειδίκευσης), φυγής κεφαλαίων προς περιοχές όπου το εργατικό δυναμικό είναι σχετικά πειθήνιο/εκφοβισμένο, και απεργίες κεφαλαίου (συμπεριλαμβανομένων μετατοπίσεων των επενδύσεων απ’ την παραγωγή προς τη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία). Η μακροχρόνια συντήρηση της πλήρους απασχόλησης υπό αυτές τις συνθήκες απαιτεί πολλά περισσότερα από μια εισοδηματική πολιτική: απαιτεί απαλλοτρίωση των κατόχων χρηματικού κεφαλαίου (Suzanne de Brunhoff, ό.π., κεφάλαιο 1).
Το καπιταλιστικό παγκόσμιο χρήμα αναπόφευκτα αντανακλά τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς της σχέσης κεφαλαίου/εργασίας. Η αποδοχή των κοινωνικων σχέσεων που προσδιορίζουν τον καπιταλισμό με τη ταυτόχρονη υποστήριξη μιας νέας μορφής παγκόσμιου χρήματος σχεδιασμένου έτσι ώστε να καταστεί ικανή η πλήρης απασχόληση στην καπιταλιστική παγκόσμια αγορά, είναι μια ασυναρτησία των μετακεϋνσιανών. Το πρώτο αποκλείει το δεύτερο.
3. Διακεφαλαιακές σχέσεις
Οι κοινωνικές σχέσεις του κεφαλαίου περιλαμβάνουν διάφορες σχέσεις μεταξύ κεφαλαίων. Για τους παρόντες σκοπούς αρκεί να σημειώσουμε τη διάκριση μεταξύ χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και βιομηχανικού κεφαλαίου. Είναι αυτονόητο ότι οι μετακεϋνσιανές προτάσεις να τεθούν οι διασυνοριακές ροές χρηματικού κεφαλαίου σε αποτελεσματική κοινωνική ρύθμιση θα σήμαινε τη λυσσαλέα αντίσταση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Το ζήτημα είναι περισσότερο σύνθετο αναφορικά με το βιομηχανικό κεφάλαιο.
Είναι δυνατόν να επιβεβαιώσουμε ότι υπήρξε μια «κεϋνσιανή στιγμή» ύστερα απ’ τον Β’ ΠΠ, όταν τα συμφέροντα του βιομηχανικού κεφαλαίου μπορούσαν να προωθηθούν μέσω «χρηματοπιστωτικής καταστολής». Εκείνη την περίοδο, η συγκέντρωση κι η συγκεντροποίηση του βιομηχανικού κεφαλαίου είχε φτάσει στο σημείο όπου η παραγωγή ήταν οργανωμένη πρωτίστως στο επίπεδο της εθνικής οικονομίας, όσο σημαντικές κι αν ήταν στην πρώτη του φάση υλικής επέκτασης οι εισαγωγές πρώτων υλών κι οι εξαγωγές τελικών προϊόντων και ο συστηματικός κύκλος συσσώρευσης (Τζιοβάνι Αρίγκι, The Long Twentieth Century, εκδόσεις Verso Press, 1994). Η στιγμή αυτή έχει τώρα παρέλθει· η συγκέντρωση κι η συγκεντροποίηση του βιομηχανικού κεφαλαίου έχει προχωρήσει ραγδαία, και η υλική επέκταση έδωσε τη θέση της σε μια διαρκής κρίση υπερσυσσώρευσης.
Στο παρόν επίπεδο συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης, το συμφέρον των ηγετικών βιομηχανικών εταιρειών είναι να έχουν εύκολη πρόσβαση σε παγκόσμιο χρήμα για να χρηματοδοτήσουν διασυνοριακές αλυσίδες παραγωγής, κοινοπραξίες, συγχωνεύσεις κι εξαγορές (Kim Moody, Workers in a Lean World, εκδόσεις Verso Press, 1997). Χρειάζονται επίσης πρόσβαση σε παγκόσμιο χρήμα σε απάντηση των δυσκολιών λόγω πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας στην εγχώρια αγορά εισβάλοντας σε αγορές όπου έχουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Τέλος, αλλά εξίσου σημαντικό, τις συμφέρει να έχουν εύκολη πρόσβαση σε παγκόσμιο χρήμα έτσι ώστε να απαντούν σε δυσκολίες λόγω πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας μετατοπίζοντας μεγαλύτερο τμήμα της υπεραξίας που έχουν συσσωρεύσει (και μεγαλύτερο μέρος του πιστωτικού χρήματος που έχουν δανειστεί) προς τον περισσότερο επικερδή χρηματοπιστωτικό τομέα.
Για να είναι ένα σύνολο μη-επαναστατικών μα μολαταύτα σοβαρών μεταρρυθμίσεων εφικτό σε μια καπιταλιστική τάξη πραγμάτων, πρέπει να σχηματιστεί ένα άρχον μπλοκ στο οποίο φραξιές του κεφαλαίου και μη-καπιταλιστικές τάξεις να ενωθούν επιδιώκοντας αυτή την ατζέντα υπό την ηγεσία μιας κυρίαρχης φραξιάς του κεφαλαίου. Για να είναι έστω και ελάχιστα εφικτή η μετακεϋνσιανή μορφή του παγκόσμιου χρήματος, θα έπρεπε να σχηματιστεί ένας συνασπισμός βιομηχανικού κεφαλαίου και μη-καπιταλιστικών τάξεων και να προκαλέσουν την ομαδοποίηση που ηγείται από το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Ένα τέτοιο μπλοκ δεν θα αναδυθεί στην παρούσα ιστορική συγκυρία. Το μπλοκ το οποίο έχει σχηματιστεί, και το οποίο σίγουρα θα παραμείνει στη θέση του για το προβλέψιμο μέλλον, είναι ένα συνασπισμός χρηματοπιστωτικών, εμπορικών και βιομηχανικών κεφαλαίων ταγμένων στη διατήρηση κι επέκταση μιας μορφής παγκόσμιου χρήματος που επιτρέπει τις διασυνοριακές εμπορευματικές ροές, τις άμεσες ξένες επενδύσεις, τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου στο εξωτερικό, κλπ, να συμβαίνουν με το ελάχιστο δυνατόν εμπόδιο.
4. Διακρατικές σχέσεις
Η αυξανόμενη σημασία των διασυνοριακών κοινοπραξιών, συγχωνεύσεων κι εξαγορών, ροών χαρτοφυλακίου, κλπ, περιπλέκουν υπερβολικά τη σχέση κεφαλαίου/κράτους. Την παρούσα στιγμή, αναμφίβολα σφυριλατούνται νέες διαεθνικές καπιταλιστικές ταξικές ταυτότητες (William Robinson & Jerry Harris, «Towards a Global Ruling Class: Globalization and the Transnational Capitalist Class», Science and Society vol. 64 is.1, 2000). Μολαταύτα, παραμένει ότι τα συμφέροντα των κυρίαρχων τομέων του ηγεμονικού κράτους και τα συμφέροντα των κυρίαρχων φραξιών του κεφαλαίου στο κοσμοσύστημα παραμένουν διαπλεκόμενα (Έλλεν Μάιξσινς Γουντ, Empire of Capital, εκδόσεις Verso Press, 2003). Στον βαθμό που η εισαγωγή μιας μορφής παγκόσμιου χρήματος που περιορίζει τις διασυνοριακές χρηματικές ροές είναι ενάντια στα συμφέροντα των κυρίαρχων φραξιών του κεφαλαίου, αυτό άμεσα προκαλεί επίσης τα συμφέροντα του κυρίαρχου [dominant] κράτους.
Επιπλέον, το νόμισμα του ηγεμονικού κράτους αναγκαία τείνει να παίζει έναν προνομιούχο ρόλο στην παγκόσμια αγορά ως η κύρια μορφή του παγκόσμιου χρήματος (Peter Gowan, The Global Gamble: Washington’s Faustian Bid for World Dominance, εκδόσεις Verso Press, 1999). Ως άμεσο αποτέλεσμα, το ηγεμονικό κράτος δεν αντιμετωπίζει στην ικανότητά του να δημιουργεί πιστωτικό χρήμα και να δανείζεται απ’ τις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές τα όρια που επιβάλλονται σε άλλα έθνη. Για παρατεταμένες χρονικές περιόδους, τουλάχιστον, μπορεί να χρηματοδοτεί τεράστια εμπορικά ελλείμματα χωρίς σημαντικές μειώσεις στην αξία του νομίσματός του. Όσο συνεχίζουν οι πιστωτικές ροές προς το ηγεμονικό κράτος (δηλαδή, όσο δάνεια αποπληρώνονται με νέα δάνεια), τα εμπορικά ελλείμματα μπορούν να φουσκώνουν κι οι βαθιές υφέσεις ν’ αποφεύγονται, καθώς όλο και μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου προϊόντος μπορεί να καταναλώνεται στις εσωτερικές αγορές του ηγεμονικού κράτους. Το μόνο κόστος συντήρησης αυτής της τάξης πραγμάτων είναι οι χρεώσεις που περιλαμβάνονται στα νέα δάνεια (Robert Guttmann, How Credit-Money Shapes the Economy: The United States in a Global System, εκδόσεις Sharpe, 1994, σελ. 114-115). Όταν τα επίπεδα χρέους σε ξένους επενδυτές τελικά θεωρηθούν υπερβολικά, μια υποτίμηση του νομίσματος μπορεί να διαβρώσει την αξία των ξένων διεκδικήσεων. Αυτά τα προνόμια του «κυριαρχικού δικαιώματος» [seigniorage] (με την ευρύτερη έννοια του όρου) εν μέρει κείτονται στην ανάγκη των ξένων οικονομικών παραγόντων να αποκτήσουν παγκόσμιο χρήμα για την ανάληψη διεθνών πληρωμών κι επενδύσεων. Οι ξένες κεντρικές τράπεζες χρειάζονται επίσης να κατέχουν αποθεματικά κεφάλαια σε ηγεμονικό νόμισμα για να καθησυχάσουν τις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές, και οι κεντρικές τράπεζες χρειάζεται συχνά να πωλούν τα εγχώρια νομίσματά τους και ν’ αγοράζουν το ηγεμονικό συνάλλαγμα ώστε να αποτρέπουν τα πλήγματα στις εξαγωγές λόγω συναλλαγματικών ανατιμήσεων.
Αν οι IMCUs γίνονταν η μόνη μορφή του παγκόσμιου χρήματος, δεν θα υπήρχε χώρος ώστε το νόμισμα του ηγεμονικού κράτους να παίξει έναν ειδικό ρόλο στην παγκόσμια αγορά. Δεν έχουμε κανέναν λόγο να πιστεύουμε ότι τα ηγεμονικά κράτη τείνουν προς εξαφάνιση· έχουν παίξει έναν κεντρικό ρόλο στην καπιταλιστική ανάπτυξη απ’ την αρχή, παρέχοντας τα αναγκαία δημόσια αγαθά που απαιτούνται ώστε μια περιοχή να υπηρετήσει ως το κέντρο για παγκόσμια συσσώρευση για έναν ολόκληρο συστηματικό κύκλο συσσώρευσης (Αρίγκι, ό.π.). Το να μείνουν άθικτες οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις σημαίνει να μείνει άθικτο αυτό το ιεραρχικό διακρατικό σύστημα. Είναι πράγματι εφικτό ένα ηγεμονικό καπιταλιστικό κράτος (ή οποιαδήποτε κράτη φαντασιώνονται να παίξουν αυτόν τον ρόλο στο μέλλον) ν’ αποκηρύξουν εθελοντικώς τα τεράστια οφέλη αυτού του κυριαρχικού δικαιώματος; Το ίδιο το ερώτημα δίνει την απάντηση.
5. Η παγκόσμια αγορά και η ανισομερής ανάπτυξη
Οι μετακεϋνσιανοί μοιράζονται με τους μαρξιστές μια οργή αναφορικά με την αδιαφορία και τη συσκότιση με την οποία τα mainstream οικονομικά αποκρίνονται στις παγκόσμιες ανισότητες. Ποια είναι η ριζική αιτία της ανισομερούς ανάπτυξης στην παγκόσμια αγορά; Η αποτυχία των χωρών με πλεονάσματα ν’ αποδεχτούν οποιαδήποτε ευθύνη για τις νομισματικές ανισσοροπίες στην παγκόσμια οικονομία, και η ικανότητά τους να θέτουν τα μεγαλύτερα βάρη προσαρμογής στα αδύναμα κράτη με ελλείμματα, είναι απολύτως κρίσιμης σημασία για τον Davidson. Όμως, για τον Davidson οι νομισματικές ανισορροπίες αποτελούν συμπτώματα ενός βαθύτερου προβλήματος, το οποίο διατυπώνει με τους όρους μιας εξίσωσης που δηλώνει πότε η αύξηση στη ζήτηση για εισαγωγές ενός έθνους ισούται ακριβώς με την αύξηση στη ζήτηση για τις εξαγωγές του («Νόμος του Thirlwall»):
(Υα/Υυκ) = (Ευκ/Εα)
Με άλλα λόγια:
[Α]ν δεν είναι να επιδεινωθεί η θέση των διεθνών πληρωμών του έθνους Α, τότε η αναλογία μεταξύ της ανάπτυξης του εισοδήματος του έθνους Α (Υα) προς τον ρυθμό ανάπτυξης του εισοδήματος στον υπόλοιπο κόσμο (Υυκ) πρέπει να ισούται με την αναλογία της εισοδηματικής ελαστικότητας ζήτησης για τις εξαγωγές του Α στον υπόλοιπο κόσμο (Ευκ) προς την εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης[6] για εισαγωγές του έθνους Α (Εα). (Davidson, ό.π., σελ. 160· βλέπε Anthony Thirlwall, «The Balance of Payments Constraint as an Explanation of International Growth Rate Differences», Banca Nazionale del Lavoro Quarterly Review 128, 1979)
Η συστηματική τάση προς την ανισομερή ανάπτυξη μπορεί να ερμηνευτεί με τους όρους αυτής της εξίσωσης:
[Α]ν τα λιγότερα ανεπτυγμένα έθνη (LDCs) του κόσμου έχουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στις εξαγωγές πρώτων υλών και άλλων βασικών εμπορευμάτων που τυπικά έχουν μια χαμηλή εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης, ενώ τα LDCs έχουν μια υψηλή εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης (Εldc) για τα μεταποιημένα προϊόντα του ανεπτυγμένου κόσμου, τότε, γι’ αυτά τα LDCs:
(Ευκ/Εldc) < 1
Συνεπώς, αν τα LDCs ακολουθήσουν την παραδοσιακή συμβουλή των κλασσικών οικονομολόγων και συνεχίσουν ν’ αναπτύσσουν μόνο τις συγκριτικά πλεονεκτικές τους βιομηχανίες και ταυτοχρόνως προσπαθούν να διατηρήσουν μια θέση όπου η αξία των εξαγωγών στην αγορά απλώς ισούται με την αξία των εισαγωγών στην αγορά, τότε τα LDCs είναι καταδικασμένα στη σχετική φτώχεια, και η παγκόσμια εισοδηματική ανισότητα θα μεγενθυθεί με τον καιρό. (Davidson, ό.π., σελ. 160)
Ο Davidson υποστηρίζει μια καπιταλιστική παγκόσμια αγορά στην οποία οι ροές IMCUs καθιστούν τα κράτη ικανά να επιδιώκουν σθεναρά βιομηχανικές αναπτυξιακές πολιτικές χωρίς να τιμωρούνται από τις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές. Η επιτυχής βιομηχανική ανάπτυξη πιθανώς αλλάζει το μείγμα προϊόντος στις φτωχότερες περιοχές, εξαλείφοντας συνεπώς τη τάση προς ανισομερή ανάπτυξη.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η έβδομη θέση του Davidson χρήζει στενότερης προσοχής. Δήλωσε ότι οι ισοτιμίες μεταξύ της IMCU και των τοπικών νομισμάτων πρέπει να είναι σταθερές, αλλάζοντας μόνο όταν επιτυχείς καινοτόμα προϊόντα ή διαδικασίες βελτιώνουν την παραγωγικότητα. Η χώρα στην οποία συμβαίνει η βελτίωση μπορεί τότε να επιλέξει να ανατιμήσει το εγχώριο νόμισμά της ώστε η IMCU ν’ αγοράζει λιγότερες μονάδες αυτού [του νομίσματος] χωρίς οποιαδήποτε απώλεια αγοραστικής δύναμης· ή, διαφορετικά, η ονομαστική ισοτιμία μπορεί να διατηρηθεί σταθερή, με την αύξηση της παραγωγικότητας να μειώνει τις τιμές ανά μονάδα προϊόντος στις εξαγωγές της χώρας. Και οι δύο επιλογές δημιουργούν τη δική τους συστηματική τάση για ανισομερή ανάπτυξη στην παγκόσμια αγορά.
Ας υποθέσουμε ότι λαμβάνεται η πρώτη επιλογή, και η IMCU αγοράζει λιγότερες μονάδες του νομίσματος του τεχνολογικά προηγμένου έθνους. Η αύξηση της παραγωγικότητας καθιστά ικανό έναν περισσότερο ραγδαίο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης κι ένα υψηλότερο επίπεδο υλικού προϊόντος. Μπορεί οπότε να καθιερωθεί σ’ αυτή την περιοχή ένας αυτοενισχυόμενος κύκλος· τα υψηλά επίπεδα ανάπτυξης και προϊόντος μπορούν να χρηματοδοτήσουν ένα υψηλότερο επίπεδο μελλοντικής χρηματοδότησης έρευνας και ανάπτυξης, παρέχοντας σημαντικές προϋποθέσεις για μελλοντικές αυξήσεις στην παραγωγικότητα. Αντιθέτως, χαμηλότερα επίπεδα ανάπτυξης και προϊόντος σε άλλες περιοχές περιορίζουν την ικανότητά τους να εμπλακούν σε προηγμένη έρευνα κι ανάπτυξη, περιορίζοντας τις δυνατότητες για αύξηση της παραγωγικότητας την ακόλουθη περίοδο.
Αν ληφθεί η δεύτερη επιλογή κι οι ονομαστικές ισοτιμίες κρατηθούν σταθερές στην περιοχή που απολαμβάνουν το όφελος της παραγωγικότητας, αναγκαστικά τείνουν ν’ αναδύονται οι ίδιοι αυτοενισχυόμενοι κύκλοι. Το έθνος που απολαμβάνει την αυξημένη παραγωγικότητα μπορεί να μειώσει τις τιμές των μονάδων των εξαγωγών του κερδίζοντας μερίδιο στις εξαγωγικές αγορές ενώ αυξάνει τα κέρδη του. Τα κέρδη αυτά μπορούν τότε να χρηματοδοτήσουν τα υψηλά επίπεδα έρευνας κι ανάπτυξης που αποτελούν προϋποθέσεις για μελλοντικές αυξήσεις της παραγωγικότητας κι υψηλά επίπεδα ανάπτυξης. Άλλες περιοχές, ανίκανες να φτάσουν αυτό το επίπεδο χρηματοδότησης της έρευνας κι ανάπτυξης, έχουν πολύ λιγότερες μελλοντικές δυνατότητες. Η παγκόσμια ανισότητα τείνει ν’ αυξάνεται.
Η ώθηση για την ιδιοποίηση πλεονάζοντων κερδών μέσω τεχνολογικών καινοτομιών αποτελεί ένα εγγενές χαρακτηριστικό του διακεφαλαιακού ανταγωνισμού (Ερνέστ Μαντέλ, Ύστερος Καπιταλισμός, εκδόσεις Εργατική Πάλη, 2016, κεφάλαιο «Οι τρεις πηγές υπερκέρδους στην εξελικτική πορεία του σύγχρονου καπιταλισμού»· Tony Smith, «Surplus Profits from Innovation: A Missing Level in Volume III?» στο Campbell & Reuten eds, The Culmination of Capital: Essays on Volume III of Marx’s “Capital”, εκδόσεις Palgrace Macmillan, 2002). Η ώθηση αυτή δημιουργεί μια συστηματική τάση για ανισομερή ανάπτυξη στην παγκόσμια αγορά. Ο Davidson κάνει μια έκκληση για μια διεθνή χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική η οποία διατηρεί τον διακεφαλαιακό ανταγωνισμό ενώ παράλληλα απομακρύνει τη τάση προς την ανισομερή ανάπτυξη. Αυτό όμως είναι μια ασυναρτησία· το πρώτο αποκλείει το δεύτερο.
6. Συμπέρασμα
Οποιαδήποτε ικανοποιητική έκθεση για το παγκόσμιο χρήμα πρέπει να έχει τις ρίζες της στους ουσιαστικούς καθορισμούς της καπιταλιστικής παγκόσμιας αγοράς. Οι μετακεϋνσιανοί θεωρητικοί όπως ο Davidson υπερμάχονται μια μορφή παγκόσμιου χρήματος που δεν αποτελεί το ίδιο αντικείμενο συσσώρευσης, που επιτρέπει την πλήρη απασχόληση και τη βιομηχανική ανάπτυξη, και που ενθαρρύνει τη γεωπολιτική ισορροπία μεταξύ των κρατών και την οικονομική ισορροπία μεταξύ των εθνικών οικονομιών. Όμως, το σύστημα των καπιταλιστικών ιδιοκτησιακών και καπιταλιστικών σχέσεων απαιτεί συστηματικά μια μορφή παγκόσμιου χρήματος η συσσώρευση του οποίου αποτελεί αυτοσκοπό, και όσο αυτές οι σχέσεις συνεχίζουν να υπάρχουν, οι ροές του παγκόσμιου χρήματος πρέπει ν’ αναπαράγουν τον δομικό καταναγκασμό που κείτεται στην καρδιά της σχέσης κεφαλαίου/μισθωτής εργασίας. Στο παρόν στάδιο συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης, το βιομηχανικό κεφάλαιο απαιτεί μια μορφή παγκόσμιου χρήματος που να καθιστά ικανή τις μεγάλης κλίμακας διασυνοριακές κοινοπραξίες, συγχωνεύσεις κι εξαγορές, αλυσίδες παραγωγής, ροές χαρτοφυλακίων, δάνεια, κλπ. Οι τρέχουσες δυσκολίες συσσώρευσης στην παγκόσμια αγορά απαιτούν επίσης μια μορφή παγκόσμιου χρήματος που να ρέει εύκολα προς τα διασυνοριακά κυκλώματα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Η τάση της διαπλοκής των συμφερόντων του κεφαλαίου στις ηγεμονικές περιοχές με τα συμφέροντα του ηγεμονικού κράτους στο διακρατικό σύστημα, και τα αδιάσειστα πλεονεκτήματα του κυριαρχικού δικαιώματος σ’ αυτή την ηγεμονική δύναμη, συνεπάγονται ότι το καπιταλιστικό παγκόσμιο χρήμα αποτελεί ένα γεωπολιτικό όπλο, όχι ένα ουδέτερο όργανο του εμπορίου. Επιπλέον, η τάση για ανισομερή ανάπτυξη που εγείρεται πρωτίστως (μα για κανένα λόγο αποκλειστικώς!) απ’ την ικανότητα των ηγετικών κεφαλαίων να ιδιοποιούνται πλεονάζοντα κέρδη μέσω καινοτομιών, συνεπάγεται ότι το καπιταλιστικό παγκόσμιο χρήμα αναγκαία τείνει να ρέει μ’ έναν τρόπο που επιτρέπει την ιδιοποίηση πλεονάζοντων κερδών σε σχετικά λίγες προνομιούχες περιοχές της παγκόσμιας αγοράς, όποιο κι αν είναι το κόστος για τα άτομα και τις κοινότητες σ’ άλλες περιοχές.
Οι νεοφιλελεύθερες θεωρίες και πολιτικές παραμελούν το κάθε ένα απ’ αυτά τα δομικά χαρακτηριστικά της παγκόσμιας αγοράς. Τελικά, οι πολύ περισσότερο ριζοπαστικές θεωρίες των μετακεϋνσιανών [συγκριτικά με τους νεοφιλελεύθερους] επίσης αφήνουν αυτές τις τάσεις άθικτες. Τα βαθύτερα ιδανικά πίσω απ’ τις εκκλήσεις των μετακεϋνσιανών για μια νέα μορφή χρήματος είναι αξιέπαινα, όμως καμία μορφή παγκόσμιου χρήματος δεν μπορεί να εκπληρώσει τα καθήκοντα που θέτει ο Davidson όσο οι κοινωνικές σχέσεις του καπιταλισμού μένουν άθικτες.
Σημειώσεις:
1. Στη δυτική Ευρώπη, για παράδειγμα, η αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ έπεσε από ένα 4,08 ετήσιου μέσου σύνθετου ρυθμού ανάπτυξης το 1950-1973 σε 1,76 την περίοδο 1973-1998. Αυτό το μέτρο ανάπτυξης έπεσε και στις περισσότερες άλλες περιοχές: από 2,44 σε 1,94 στις ΗΠΑ, την Αυστραλία κι άλλες «Δυτικές Παραφυάδες», από 8,05 σε 2,34 στην Ιαπωνία, από 2,52 σε 0,99 στη Λατινική Αμερική, από 2,07 σε 0,01 στην Αφρική. Στην παγκόσμια οικονομία στο σύνολό της, υπήρξε μια πτώση απ’ το 2,93 σε 1,33, με την Ασία (με την εξαίρεση της Ιαπωνίας) να είναι η μόνη περιοχή όπου αυξήθηκαν οι ρυθμοί ανάπτυξης (Maddison 2001).
2. [Σ.τ.Μ.]: Η δημιουργία μιας Διεθνούς Εκκαθαριστικής Ένωσης (International Clearing Union) είχε προταθεί από τον Κέυνς το 1944 στο Συνέδριο Μπρέτον Γουντς, με σκοπό την ρύθμιση της ανταλλαγής συναλλάγματος. Τελικά, τον ρόλο αυτό τον έλαβε το ΔΝΤ.
3. Όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι γενικά η θεωρία του ενδογενούς χρήματος, εγείρονται προβλήματα όταν εφαρμόζεται στις λεγόμενες «λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες» (less developed countries, LDCs), όπου οι ιδιοκτήτες πλούτου συχνά προτιμούν να κατέχουν τα χρέη ανεπτυγμένων χωρών: «[Α]κόμη και με υψηλά ποσοστά επιτοκίων, δρώντες στις LDCs δεν θα μπορούν να εκδίδουν χρέος για χρηματοοικονομικές δαπάνες, επειδή οι οφειλές των ανεπτυγμένων χωρών είναι προτιμητέες. Σ’ αυτή την περίπτωση, η προσφορά χρήματος των LDCs δεν μπορεί ν’ αυξηθεί ενδογενώς επειδή η υψηλή “προτίμηση ρευστότητας” (δηλαδή, προτίμηση για χρέη ανεπτυγμένων χωρών) αποτρέπει τη δημιουργία χρήματος των LDCs» (Randall Wray, Money and Credit in Capitalist Economies, εκδόσεις Edward Elgar, 1990, σελ. 63).
4. Η έννοια της αφηρημένης εργασίας που ορίζεται εδώ δεν αναγάγεται στα φυσιολογικά [physiological] χαρακτηριστικά κοινά σε διάφορες συγκεκριμένες μορφές εργασίας. Η τελευταία έννοια [συγκεκριμένη εργασία] είναι διιστορική, εφαρμόσιμη σε οποιαδήποτε και όλες τις κοινωνίες (Patrick Murray, «Marx’s “Truly Social” Labour Theory of Value: Part I, Abstract Labour in Marxian Value Theory», Historical Materialism 6, 2000).
5. Για ένα επιχειρήμα αναφορικά με το ότι τα μη-εμπορευματικά χρήματα λαμβάνουν τις περισσότερες απ’ τις λειτουργίες του χρήματος στο πλαίσιο του Μαρξ, βλέπε Martha Campbell, «The Credit System» στο Campbell & Reuten eds, The Culmination of Capital: Essays on Volume III of Marx’s “Capital”, εκδόσεις Palgrave Macmillan, 2002.
6. [Σ.τ.Μ.]: Εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης είναι είναι η μεταβολή της ζητούμενης ποσότητας ενός προϊόντος σε σχέση με τη μεταβολή του εισοδήματος των καταναλωτών.