Στη φωτογραφία, δημόσιοι υπάλληλοι της Παλαιστινιακής Αρχής περιμένουν σε ουρά έξω από τράπεζα στην πόλη της Γάζας για να παραλάβουν τον μισθό τους, 3 Μαΐου 2018.

Έχουν περάσει αρκετές δεκαετίες απ’ τους αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων στις ΗΠΑ. Εν έτει 2018, οι ΗΠΑ είχαν επί οκτώ χρόνια πρόεδρό τους έναν Αφροαμερικανό. Εν έτει 2018, ένας στους δέκα μαύρους άντρες μεταξύ 18-35 ετών βρίσκεται στη φυλακή. Μεταξύ των μαύρων που γεννήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μέχρι να φτάσουν στην ηλικιά των 35, ένας στους τέσσερις έχει περάσει κάποιο χρονικό διάστημα στη φυλακή. Το ποσοστό φυλάκισης όσων μαύρων δεν έχουν τελειώσει το λύκειο είναι 70% (βλέπε Bruce Western, Punishment and Inequality in America, εκδόσεις Russell Sage Foundation, 2006). Το 1970, ο Αμερικάνος κοινωνιολόγος Sidney M. Willhelm είχε προβλέψει στο βιβλίο του Who Needs the Negro? ότι ενώ το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα υποσχόταν την παύση των διακρίσεων αναφορικά με την εργασία, ο αυτοματισμός κατέστρεφε τις θέσεις εργασίας απ’ τις οποίες οι μαύροι είχαν αποκλειστεί. Παρά τη δυστοπική του προφητεία, ακόμη κι ο ίδιος θεωρούσε πως τέτοια ποσοστά φυλάκισης για τη διαχείριση του μαύρου πλεονάζοντα πληθυσμού ήταν αδύνατο να επιβληθούν. Η πραγματικότητα όμως τον διέψευσε.

Συνεπώς, τι έγινε με το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα και την Μαύρη Δύναμη; Πέτυχε; Απέτυχε; Ποιο είναι το κριτήριο της επιτυχίας και συνεπώς της αποτυχίας; Πράγματι, πολλές απ’ τις μεταρρυθμίσεις που διεκδίκησε το κίνημα πραγματοποιήθηκαν. Πράγματι, οι διακρίσεις που βιώνουν στην καθημερινότητά τους τόσο σε θεσμικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο των καθημερινών διαπροσωπικών τους σχέσεων είναι λιγότερες. Άνοιξαν δρόμοι κοινωνικής ανέλιξης στους οποίους παλαιότερα δεν είχαν πρόσβαση. Όμως οι φυλακίσεις κι οι εκτελέσεις από μπάτσους βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Ακόμη και σ’ αυτό το ζήτημα όμως, την περίοδο 1970-2000 ο ρυθμός αύξησης του ποσοστού φυλάκισης των μαύρων υπήρξε ίδιος μ’ εκείνον των λευκών, και ενώ ύστερα απ’ το 2000 ο ρυθμός αύξησης ξεκίνησε να μειώνεται για τους μαύρους, για τους λευκούς συνέχισε ν’ αυξάνεται. Το ποσοστό φυλάκισης των μαύρων παραμένει πολύ υψηλότερο, όμως η ψαλίδα έχει μειωθεί. Δηλαδή, δεν είναι ο ρατσισμός η (αποκλειστική) αιτία που οι μαύροι στις ΗΠΑ κλείνονται μαζικά στη φυλακή. Η φυλάκιση είναι ο τρόπος διαχείρισης τόσο του μαύρου πλεονάζοντος πληθυσμού όσο και (τουλάχιστον ενός τμήματος) του λευκού πλεονάζοντος πληθυσμού. Εν έτει 2018, η βασική λετουργία του ρατσισμού στις ΗΠΑ έχει περισσότερο να κάνει με το ποιος θα υποβιβάζεται στον πλεονάζον πληθυσμό. Ο ρυθμός αύξησης του ποσοστού φυλάκισης των λευκών δείχνει ότι το πως θα διαχειρίζεται ο πλεονάζον πληθυσμός είναι δευτερεύουσα λειτουργία του ρατσισμού. Μια πολιτική λύση στον ρατσισμό θα σήμαινε μόνο την ισότητα μεταξύ λευκών, μαυρών, μεξικανών, κλπ, στην υποβάθμισή τους σε πλεονάζοντες πληθυσμούς.

Όσο μεγαλύτερος είναι ο κοινωνικός πλούτος, το κεφάλαιο που λειτουργεί, η έκταση και η ένταση της αύξησής του, επομένως και το απόλυτο μέγεθος του προλεταριάτου και η παραγωγική δύναμη της εργασίας του, τόσο μεγαλύτερος είναι ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός. Η αύξηση της διαθέσιμης εργασιακής δύναμης προκαλείται από τις ίδιες αιτίες που προκαλούν την αύξηση της επεκτακτικής δύναμης του κεφαλαίου. Επομένως, το σχετικό μέγεθος του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού αυξάνει μαζί με τις δυνάμεις του πλούτου. Όσο μεγαλύτερος όμως είναι αυτός ο εφεδρικός στρατός σε σχέση με τον εν ενεργεία εργατικό στρατό, τόσο μαζικότερος είναι ο σταθεροποιημένος υπερπληθυσμός, που η φτώχεια του είναι αντιστρόφως ανάλογη προς τα βάσανα της δουλειάς του. Τέλος, όσο πιο μεγάλο είναι το εξαθλιωμένο στρώμα της εργατικής τάξης και ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός, τόσο πιο μεγάλος είναι ο επίσημος παουπερισμός. Αυτός είναι ο απόλυτος, γενικός νόμος της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2002, σελ. 667)

Δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική λύση στο πρόβλημα της παραγωγής πλεονάζοντων πληθυσμών. Είναι το ίδιο άτοπο με το να διεκδικούσε κανείς τη διά νόμου κατάργηση της απόσπασης υπεραξίας. Το κράτος έχει έναν κεντρικό ρόλο στη διανομή της υπεραξίας. Οπότε, αναφορικά τώρα με τον πλεονάζον πληθυσμό, η πολιτική μπορεί να δώσει μόνο λύσεις που θα ελαφρύνουν τα δεινά των πλεονάζοντων πληθυσμών (πρόνοια) και, στην καλύτερη, να μειώσουν τον πλεονάζοντα πληθυσμό (κρατικές προσλήψεις), δεν γίνεται όμως να τον εξαλείψουν. Και για να γίνουν όλα αυτά, σημαίνει πως χρειάζεται να υπάρχει μια μεγάλη μάζα υπεραξίας, ώστε το κράτος να ανακατευθύνει ένα τμήμα της προς το προλεταριάτο γενικά, και προς τους πλεονάζοντες ειδικά. Όμως, σε περιόδους κρίσης, όλα αυτά τα μέτρα πετιούνται απ’ το παράθυρο.

Γιατί στις εκλογές του Ιουνίου 2012 η Χρυσή Αυγή από την παλαιότερη μηδενική εκλογική της ισχύ έφτασε στο 6,92%; Φυσικά, δεν ψήφισαν μόνο προλετάριοι τη Χρυσή Αυγή, όμως εδώ αυτοί μας ενδιαφέρουν. Υπήρξαν παραπλανημένοι; Ο κύριος πυλώνας της πολιτικής της ΧΑ ήταν οι μετανάστες. Το αίτημα «δουλειά μόνο για Έλληνες» είναι καίριο σε μια περίοδο αύξησης των ποσοστών ανεργίας και μείωσης των μισθών (καίριο με την έννοια πως τέθηκε στην κατάλληλη συγκυρία ώστε να βρει απήχηση). «Στις περίοδες της στασιμότητας και της μέσης ευημερίας ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός πιέζει τον εν ενεργεία εργατικό στρατό, ενώ στην περίοδο της υπερπαραγωγής και του παροξυσμού βάζει χαλινάρι στις διεκδικήσεις του. Επομένως, ο σχετικός υπερπληθυσμός είναι το φόντο που πάνω του κινείται ο νόμος ζήτησης και προσφοράς εργασίας» (Μαρξ, ό.π., σελ. 662). Οι μαζικές απελάσεις μεταναστών θα σημαίναν την μείωση της προσφοράς εργασίας, το οποίο θα σήμαινε την αύξηση της διαπραγματευτικής ισχύος της εργασίας. Οι υποστηρικτές της ΧΑ είναι οπωσδήποτε αυτό που θα μπορούσαμε ν’ αποκαλέσουμε «σκατόψυχοι» καθώς οι εγκληματικές ενέργειες της ΧΑ είναι καλά γνωστές. Όμως, γενικότερα, οι υποστηρικτές μιας μεταναστευτικής πολιτικής που μιλάει για μείωση του ποσοστού των μεταναστών στην Ελλαδα δεν έχει να κάνει απαραίτητα μ’ ένα μίσος για τους μετανάστες. Έχει να κάνει με τους νόμους της πολιτικής οικονομίας, και την αντίληψη της κλασσικής πολιτικής οικονομίας για το πως ορίζονται τα συμφέροντα της κάθε τάξης: για τον Άνταμ Σμιθ, τα συμφέροντα ορίζονται στην αγορά.

Πρώτον, η τριμερής κοινωνική τάξη πραγμάτων για την οποία μιλούσε [ο Σμιθ] ήταν εκείνη ενός ιδιαίτερου είδους κοινωνίας· μιας κοινωνίας που οριζόταν από την εδαφική εμβέλεια ενός ορισμένου ηγεμόνα ή κράτους. Τέτοια ήταν τα κράτη της Ευρώπης όπως είχαν σχηματιστεί ή σχηματίζονταν εντός αμοιβαία αποκλειόμενων πεδίων και λειτουργώντας εντός ενός διακρατικού συστήματος.

Δεύτερον, οι κοινωνικές του τάξεις ορίζονταν στη βάση σχέσεων ιδιοκτησίας. Για τον Σμιθ, η ιδιοκτησία γης, κεφαλαίου και εργασιακής δύναμης ορίζει τις τρεις μεγάλες τάξεις της κοινωνίας. […]

Τρίτον, τα συμφέροντα καθεμιάς απ’ αυτές τις κοινωνικές τάξεις ταυτίζονταν με την κατάστασή της στην αγορά· δηλαδή, τόσο με τις ανταγωνιστικές ευκαιρίες των τάξεων στην μεταξύ τους σχέση ως τάξεις (καθώς και μεταξύ των ατόμων της ίδιας τάξης), όσο και με το κόστος και το όφελος της μονοπωλιακής δύναμης στις αγορές για καθεμία απ’ αυτές, κατανοημένη ως περιορισμός εισόδου στην αγορά. Στον Πλούτο των Εθνών, ο Σμιθ περιόρισε το υποκειμενικό έδαφος της συλλογικής δράσης μιας τάξης σ’ αυτά τα συμφέροντά της στην αγορά. […]

Τέταρτον, οι σχέσεις της αγοράς ορίστηκαν εντός ή μεταξύ εθνικών οικονομικών χώρων. Οι ταξικές συγκρούσεις κι ευθυγραμμίσεις περιορίστηκαν συνεπώς σε αγώνες για επιρροή/έλεγχο των κρατικών πολιτικών εντός κάθε μεμονωμένου κράτους. Με άλλα λόγια, η μονάδα της ανάλυσης ήταν το έθνος-κράτος, το οποίο καθόριζε τόσο το πλαίσιο όσο και το αντικείμενο των ταξικών αντιφάσεων.

Πέμπτον, προϋποτέθηκε μια «σχετική αυτονομία» των κρατικών δράσεων σε σχέση με τα ταξικά συμφέροντα και τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων. Η θέσπιση νόμων και ρυθμίσεων απ’ το κράτος συνεχώς εντοπιζόταν στη δύναμη και την επιρροή ορισμένων τάξεων ή «φραξιών» αυτών των τάξεων. Όμως, ο ηγεμόνας θεωρούνταν να βρίσκεται σε μια θέση όπου μπορούσε να αποστασιοποιηθεί από κάθε συγκεκριμένο συμφέρον ώστε να προωθήσει κάποια μορφή γενικού συμφέροντος, αντικατοπτρίζοντας ή/και δημιουργώντας μια συναίνεση γύρω απ’ το το γενικό συμφέρον. (Arrighi, Hopkins & Wallerstein, Antisystemic Movements, εκδόσεις Verso, 1989, σελ. 5-6)

Οι συγκρούσεις στο εσωτερικό του προλεταριάτου δεν πηγάζουν από «ψευδή συνείδηση» αλλά από αντικρουόμενα υλικά συμφέροντα διαφορετικών φραξιών του προλεταριάτου. Δεν υπάρχει ένα μοναδιαίο κι αντικειμενικό συμφέρον του προλεταριάτου: η κομμουνιστική επανάσταση. Το προλεταριάτο είναι επαναστατικό μόνο με την έννοια πως η πάλη του ενέχει την ενδεχομενικότητα της κατάργησης της κοινωνικής σχέσης του κεφαλαίου. Δεν είναι οποιοσδήποτε αγώνας του προλεταριάτου επαναστατικός (αντιθέτως, μπορεί να είναι ακραία αντιδραστικός), όμως μόνο το προλεταριάτο μπορεί να διεξάγει αγώνες που ίσως να καταφέρουν να καταργήσουν τη τωρινή τάξη πραγμάτων.

Κατηγορηθήκαμε (για τον πρόλογό μας στην μετάφραση του κειμένου «Επιστολή για τον Αντισιωνισμό») για έναν μανιχαϊσμό του τύπου «όλα ή τίποτα», «ή αταξική κοινωνία ή τίποτα». Θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε μερικά πράγματα. Στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, στην ενότητα για την πάλη για την κανονική εργάσιμη ημέρα, ο Μαρξ έγραψε για τις σχετικές νομοθεσίες που θεσπίστηκαν ότι «αυτές οι πολύ λεπτομερειακές διατάξεις που ρυθμίζουν με στρατιωτική ομοιομορφία, σύμφωνα με το χτύπημα του κουδουνιού, τη διάρκεια, τα όρια και τα διαλείμματα της εργασίας, δεν ήταν καθόλου προϊόντα κοινοβουλευτικής φαντασίας. Γεννήθηκαν σιγά-σιγά από τις δοσμένες σχέσεις σαν φυσικοί νόμοι του σύγχρονου τρόπου παραγωγής. Η διατύπωσή τους, η επίσημη αναγνώρισή τους, και η διακηρυξή τους από το κράτος ήταν καρπός μακρόχρονων ταξικών αγώνων» (Μαρξ, ό.π., σελ. 296). Θέλουμε να επιστήσουμε την προσοχή στη φράση στρατιωτική ομοιομορφία και την αύξηση του ελέγχου και της πειθάρχησης που αυτή συνεπάγεται. Απ’ τη στιγμή που μειώθηκε το μήκος της εργάσιμης ημέρας, η πρώτη ανταπάντηση υπήρξε η εντατικοποίηση της εργασίας ως εναλλακτική μέθοδος για την αύξηση της υπεραξίας (και η δεύτερη ανταπάντηση υπήρξε η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας). Τελικά, κλείνοντας το κεφάλαιο για την εργάσιμη ημέρα, λέει πως για να «προστατευτούν» οι εργάτες απ’ τους καπιταλιστές αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην μεσολάβηση του κράτους για τη θέσπιση νόμων για τον περιορισμό της εργάσιμης ημέρας. Και αναφωνεί: «Στη θέση του περίλαμπρου καταλόγου των “αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων του ανθρώπου” μπαίνει η μετριόφρονη Magna Charta μιας εργάσιμης ημέρας που την περιορίζει ο νόμος και που “επιτέλους ξεκαθαρίζει πότε τελειώνει ο χρόνος που πουλάει ο εργάτης και πότε αρχίζει ο χρόνος που ανήκει σ’ αυτόν τον ίδιο”. Τι μεγάλη αλλαγή!» (Μαρξ, ό.π., σελ. 316). Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το ειρωνικό αυτό κλείσιμο του κεφαλαίου για την εργάσιμη ημέρα. Από την αρχή ήδη του κεφαλαίου γράφει ότι: «Ο κεφαλαιοκράτης επωφελείται από το δικαίωμά του σαν αγοραστής όταν προσπαθεί να μεγαλώσει όσο γίνεται την εργάσιμη ημέρα, και αν είναι δυνατό, να κάνει τη μια εργάσιμη ημέρα δύο. Από την άλλη μεριά, η ειδική φύση του εμπορεύματος που πουλήθηκε περικλείνει ένα όριο στην κατανάλωσή του από τον αγοραστή και ο εργάτης επωφελείται από το δικαίωμά του σαν πωλητής όταν προσπαθεί να περιορίσει την εργάσιμη ημέρα σ’ ένα καθορισμένο κανονικό μέγεθος. Επομένως, έχουμε εδώ μια αντινομία, δίκαιο ενάντια σε δίκαιο, και τα δύο εξίσου κατοχυρωμένα από τον νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Και ανάμεσα σε δύο ίσα δίκαια αποφασίζει η βία» (Μαρξ, ό.π., σελ. 246). Η πάλη για την κανονική εργάσιμη ημέρα δεν ξεφεύγει απ’ τον νόμο της ανταλλαγής ισοδύναμων: «Ζητώ την κανονική εργάσιμη ημέρα, γιατί, όπως και κάθε άλλος πωλητής, ζητώ την αξία του εμπορεύματός μου» (Μαρξ, ό.π., σελ. 245).

Ο Μαρξ τονίζει ξανά και ξανά στο Κεφάλαιο ότι ο μισθός είναι ένα φετίχ. Ο μισθός, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι συμπίπτει με την αξία της εργασιακής δύναμης, δεν έχει καμία σχέση με την ποσότητα εργασίας που εκτελεί ο εργάτης. Επειδή η αξία της εργασιακής δύναμης έχει να κάνει με το κοινωνικά αναγκαίο καλάθι αγαθών για την (ανα)παραγωγή της εργασιακής δύναμης. «Όπως όμως τα καλύτερα ρούχα, η καλύτερη τροφή και μεταχείριση, και ένα κάπως μεγαλύτερο peculium [η περιουσία που ανήκει στον δούλο] δεν καταργούν καθόλου τη σχέση εξάρτησης και την εκμετάλλευση του δούλου, έτσι δεν καταργούν και τη σχέση εξάρτησης και την εκμετάλλευση του μισθωτού εργάτη. Η αύξηση της τιμής της εργασίας εξαιτίας της συσσώρευσης του κεφαλαίου σημαίνει στην πραγματικότητα μόνο πως το μέγεθος και το βάρος της χρυσής αλυσίδας, που ο ίδιος ο μισθωτός εργάτης έχει κιόλας σφυρηλατήσει για τον εαυτό του, επιτρέπουν ένα χαλαρότερο σφίξιμό της. […] Επομένως, οι όροι της πώλησής της [της εργασιακής δύναμης], αδιάφορο αν είναι περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκοί για τον εργάτη, περικλείνουν την ανάγκη του διαρκούς ξαναπουλήματός της και τη διαρκώς διευρυνόμενη αναπαραγωγή του πλούτου σαν κεφαλαίου. […] Τελείως ανεξάρτητα από την αύξηση του μισθού της εργασίας με παράλληλα μειωνόμενη τη τιμή της εργασίας κλπ, η αύξησή του σημαίνει, στην καλύτερη περίπτωση, μονάχα την ποσοτική ελάττωση της απλήρωτης εργασίας που είναι υποχρεωμένος να προσφέρει ο εργάτης. Η ελάττωση αυτή δεν μπορεί ποτέ να συνεχιστεί ως το σημείο που θ’ απειλούσε το ίδιο το σύστημα» (Μαρξ, ό.π., σελ. 640 & 641). Παρακάτω (πάλι στη σελ. 641) ο Μαρξ παρατηρεί πως ο Άνταμ Σμιθ έχει ήδη αποδείξει πως στις μισθολογικές συγκρούσεις «το αφεντικό πάντα παραμένει αφεντικό».

Παρότι η πάλη για το μήκος της εργάσιμης ημέρας και για επίπεδο των μισθών καθεαυτή δεν ξεφεύγει από το γενικότερο πλαίσιο της κεφαλαιακής σχέσης, έχει τη δυνατότητα να φέρει τις αντιφάσεις του κεφαλαίου στο σημείο να εκραγούν (δεν είναι μόνο η πάλη γύρω απ’ αυτά τα δύο ζητήματα που ενέχουν αυτή τη δυνατότητα, απλά τα φέρνουμε ως παράδειγμα που βρίσκουμε στο ίδιο το Κεφάλαιο). Αν η πάλη για τους μισθούς ή την εργάσιμη ημέρα είναι επαναστατική δεν είναι επειδή βελτιώνει τις συνθήκες διαβίωσής μας. Είναι επαναστατική επειδή αν φτάσει στα άκρα της, δηλαδή αν τείνει να εκμηδενίσει την υπερεργασία (ή πιο συγκεκριμένα, το μέγεθος της υπερεργασίας αναγκαίο για την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας της συσσώρευσης κεφαλαίου), σημαίνει πως «θ’ απειλούσε το ίδιο το σύστημα». Και σ’ αυτή την κρίση, σ’ αυτή την αποσταθεροποίηση, καθίσταται εφικτό το ξεπέρασμα του καπιταλισμού: η μετατροπή της «καθημερινής» ταξικής πάλης σε κομμουνιστική επανάσταση. Αυτό δεν σημαίνει απλώς μια ποσοτική διαφορά, αλλά μια ποιοτική: πλέον το ζήτημα δεν είναι η μείωση της απλήρωτης εργασίας, αλλά η πλήρης κατάργηση της μισθωτής εργασίας.

Παρένθεση: Ο κομμουνισμός, «η πραγματική κίνηση που καταργεί τη τωρινή τάξη πράγματων», είναι μια κατ’ εξοχήν αρνητική διαδικασία. Είναι ο αφανισμός όλων των σύγχρονων υπαρκτών μορφών κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Η έκρηξη της ταξικής αντίφασης σήμαινει καταστροφή: ανεργία, φτώχεια, συγκρούσεις, κλπ. Αυτό είναι το παράδοξο του κομμουνισμού: το πέρασμα απ’ τον καπιταλισμό στην αταξική κοινωνία συνεπάγεται απαραίτητα την πλήρη αποσταθεροποίηση, την καταστροφή όλων όσων σήμερα θεωρούνται «κανονικά» και «δεδομένα». Το βάθεμα της κρίσης σημαίνει πως εξαφανίζεται όλη η ασφάλεια που προσφέρει ο καπιταλισμός και το έθνος-κράτος: πως να προσφέρουν ασφάλεια και κανονικότητα όταν έχουν εξαρθρωθεί, όταν τίθονται εκτός λειτουργίας, όταν εξαπολύουν όλες τις κατασταλτικές τους δυνάμεις ως μια τελευταία προσπάθεια του ανοσοποιητικού τους συστήματος να κρατηθούν στη ζωή; Κατά μία έννοια, κατά την επαναστατική διαδικασία η συνθήκη των προλετάριων θα είναι χειρότερη απ’ ότι πριν: πριν, κάποιοι τουλάχιστον απ’ αυτούς είχαν μισθούς, είχαν κρατικές προνοιακές παροχές. Αν δεν γίνει ένα άμεσο πέρασμα σ’ έναν νέο τρόπο ζωής, αν δεν αρχίσουν να δημιουργούνται άμεσα νέες κοινωνικές σχέσεις, το μόνο που απλώνεται μπροστά είναι είτε μια οπισθοχώρηση στον καπιταλισμό είτε ο θάνατος. Η αριστερά του κεφαλαίου θέλει να διασώσει την οικονομία, θέλει μια «φιλοεργατική» έξοδο απ’ την κρίση. Οι κομμουνιστές επιδιώκουν η ταξική πάλη να οξύνει την κρίση, να καταστρέψει την οικονομία. Κλείνουμε την παρένθεση.

Ένας αγώνας Ελλήνων ανέργων ενάντια στους μετανάστες που θα περιλαμβάνει πογκρόμ σε μετανάστες, διεκδίκηση προς το κράτος για την απέλαση των μεταναστών και διεκδίκηση προς τα αφεντικά να μην προσλαμβάνουν μετανάστες θα είναι ένας αγώνας Ελλήνων προλετάριων που θα υπερασπίζονται τα ιδιαίτερά τους συμφέροντα στην αγορά με σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους (πρόσβαση σε μισθωτή εργασία, και συνεπακόλουθα σε χρήμα για την αγορά μέσων συντήρησης). Γίνεται συνεπώς κατανοητό ότι ένας αγώνας για καλύτερη ζωή δεν σημαίνει απαραίτητα πως έχει έναν δυνητικά επαναστατικό χαρακτήρα. Κι ένας αγώνας που ενέχει αυτή τη δυνητικότητα δεν σημαίνει απαραίτητα πως θα καταλήξει σ’ επανάσταση.

Αυτό είναι το καθήκον της κομμουνιστικής θεωρίας: «η ανηλεής κριτική ενάντια σ’ οτιδήποτε υπάρχει, ανηλεή τόσο με την έννοια του να μην φοβάται τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει όσο και με την έννοια να μην φοβάται εξίσου τη σύγκρουση με τις δυνάμεις οι οποίες υπάρχουν» (Επιστολή Μαρξ στον Ρούγκε, Σεπτέμβριος του 1843). Εδώ ο Μαρξ έθεσε μια πρώτη βάση για το καθήκον της κομμουνιστικής θεωρίας. Βρίσκοταν όμως ακόμα μεταξύ των Νεαρών Εγελιανών, η κριτική του δεν είχε ξεφύγει απ’ τη φοϊερμπαχική κριτική. Σκοπός της κριτικής παρέμενε η αλλαγή της συνείδησης, «η οποία συνίσταται μόνο στο να κάνει τον κόσμο να συνειδητοποιήσει την ίδια του τη συνείδηση, να τον ξυπνήσει απ’ το όνειρο που έχει για τον εαυτό του, να του εξηγήσει το νόημα των πράξεών του. Το όλο αντικείμενό μας μπορεί μόνο να είναι -όπως και στην περίπτωση της κριτικής του Φόιερμπαχ για τη θρησκεία- να δώσουμε στα θρησκευτικά και φιλοσοφικά ζητήματα την μορφή που αντιστοιχεί στον άνθρωπο που έχει αποκτήσει συνείδηση του εαυτού του» (παρακάτω στην ίδια επιστολή). Συνεπώς, πως ολοκληρώνουμε τον προσδιορισμό του καθήκοντος της θεωρίας;

Οι θεωρητικές θέσεις των κομμουνιστών δεν στηρίζονται καθόλου σε ιδέες, σε αρχές, που εφευρέθηκαν ή ανακαλύφθηκαν από τούτον ή εκείνον τον αναμορφωτή του κόσμου. Οι θέσεις αυτές αποτελούν μονάχα τη γενική έκφραση των πραγματικών σχέσεων της πάλης των τάξεων, που υπάρχει στην πραγματικότητα, της ιστορικής κίνησης που συντελείται μπρος στα μάτια μας. […] [Οι κομμουνιστές] προβάλλουν το ζήτημα της ιδιοκτησίας, οποιαδήποτε μορφή, περισσότερο ή λιγότερο εξελιγμένη, κι αν έχει πάρει, σαν το βασικό ζήτημα του κινήματος. (Μαρξ & Ένγκελς,  «Μανιφέστο του Κομμουνιστικό Κόμματος» στο Μαρξ & Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, εκδόσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 35 & 57)

Η κομμουνιστική θεωρία δεν είναι μια φιλοσοφία που ερμηνεύει στον κόσμο, είναι κριτική που επεμβαίνει στους αγώνες με σκοπό ν’ αλλάξει τον κόσμο. Κομμουνιστική θεωρία σημαίνει στοχασμός επί της πράξης, επί των πραγματικών κινημάτων, και παρέμβαση σ’ αυτά για να θέσει έμπρακτα ζητήματα. Αυτό είναι το καθήκον της κομμουνιστικής θεωρίας. Η κομμουνιστική θεωρία δεν αποτελεί μια επιστήμη που εξάγει τον κομμουνισμό απ’ την οικονομική ανάλυση του κεφαλαίου. Αντ’ αυτού, η κομμουνιστική θεωρία εκκινεί απ’ τους ταξικούς αγώνες του προλεταριάτου και προσπαθεί να κατανοήσει το πως η αντίφαση που αποκαλύπτουν αυτοί οι αγώνες προσφέρει μια δυνατότητα για το ξεπέρασμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και την εγκαθίδρυση του κομμουνισμού. Τα έμπρακτα αυτά ζητήματα δεν έχουν να κάνουν με την επίτευξη ενός καλύτερου επιπέδου διαβίωσης εντός του καπιταλισμού, αλλά με το να οδηγηθεί η αντίφαση της ταξικής σχέσης στα άκρα με σκοπό να εκραγεί. Σκοπός των κομμουνιστών δεν είναι η προώθηση αγώνων για καλύτερο επίπεδο διαβίωσης: τα κινήματα γι’ αυτό το ζήτημα ξεσπάνε έτσι κι αλλιώς αυθόρμητα, χωρίς την προώθηση από κομμουνιστές, είτε με προοδευτικές είτε με αντιδραστικές μορφές (φυσικά, σ’ αυτά με αντιδραστικές μορφές, όπως το παράδειγμα του αντιμεταναστευτικού κινήματος που χρησιμοποιήσαμε παραπάνω, συνήθως δεν υπάρχει χώρος για επέμβαση, αλλά μόνο για άμεση σύγκρουση). Η κομμουνιστική θεωρία κοιτάει την πραγματικότητα κατάματα, κι αναζητεί τα κινήματα εκείνα τα οποία ασκούν μια έμπρακτη κριτική προς το υπάρχον.

Απ’ αυτή την άποψη, και μόνο απ’ αυτή την άποψη, θα μπορούσαμε να πούμε πως έχουμε μια λογική τύπου «όλα ή τίποτα». Μόνο από την άποψη πως ενδιαφερόμαστε για τα κινήματα εκείνα απ’ τα οποία να μπορεί ν’ αναπτυχθεί απ’ το εσωτερικό τους μια δυναμική που θα καταργήσει την κεφαλαιακή σχέση. Το εάν θ’ αναπτυχθεί πράγματι αυτή η δυναμική και, στην περιπτώση που αναπτυχθεί, το εάν θα νικήσει ή ηττηθεί είναι άλλο ζήτημα. Στο παράδειγμα του αντιμεταναστευτικού κινήματος που αναφέραμε, δεν μπορεί ν’ αναπτυχθεί μια τέτοια δυναμική, οπότε δεν ενδιαφερόμαστε για ένα τέτοιο κίνημα – ή μαλλον, ενδιαφερόμαστε στο να συγκρουστούμε μ’ αυτό το κίνημα, επειδή υπονομεύει τη δημιουργία ενός κινήματος στο οποίο θα μπορούσε ν’ αναπτυχθεί μια τέτοια δυναμική. Στην περίπτωση της Ροζάβα, δεν μπορεί ν’ αναπτυχθεί μια τέτοια δυναμική. Εδώ δεν μπορούμε να πούμε πως αναζητούμε μια σύγκρουση μ’ αυτό το κίνημα. Πρόκειται για τη δημιουργία ενός πρωτο-κράτους, όμως πρόκειται για μια προσπάθεια επιβίωσης στα πλαίσια ενός πολέμου, και τι να πεις για τους ανθρώπους που συγκροτούν τη βάση αυτού του κινήματος; Να κάτσουν ήσυχα να φάνε βόμβες στα κεφάλια τους; Δεν έχει αναπτυχθεί από κάποιο κίνημα κάποια εναλλακτική λύση που να κοιτάει προς την επανάσταση. Αφού δεν αναπτύχθηκε από άλλους ένα τέτοιο κίνημα, γιατί να περιμένουμε απ’ αυτούς να το κάνουν και να τους κατηγορούμε που δεν το κάναν; Να πούμε πως είτε να κάνουν ένα επαναστατικό κίνημα είτε να κάτσουν να πεθάνουν; Φυσικά και όχι. Η μόνη κριτική που μας ενδιαφέρει εδώ δεν είναι κριτική στη Ροζάβα καθεαυτή, αλλά η κριτική σε όσους ανάγουν αυτόν τον αγώνα για επιβίωση εν μέσω πολέμου σε επανάσταση.

Πάμε τώρα την Παλαιστίνη. Οι Παλαιστίνιοι προλετάριοι δέχονται χτυπήματα από δύο πλευρές: τόσο απ’ τη δική τους άρχουσα τάξη όσο κι απ’ αυτή του Ισραήλ. Αυτή τη στιγμή μάλιστα, μιλάμε για δύο φραξιές της παλαιστινιακής άρχουσας τάξης οι οποίες βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Η μία είναι η επίσημη Παλαιστινιακή Αρχή [Palestinian Authority] στη Δυτική Όχθη, όπου ηγείται η Φατάχ, και η άλλη είναι η κυβέρνηση της Λωρίδας της Γάζας, όπου ηγείται η Χαμάς. Η Χαμάς βρέθηκε να ηγείται της Λωρίδας της Γάζας ύστερα από ένοπλες συγκρούσεις με τη Φατάχ τον Ιούνιο του 2007. Ύστερα από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες για τη συμφιλίωση των δύο κυβερνήσεων, πέρσι, το 2017, υπογράφτηκε μια συμφωνία που η Χαμάς δίνει τον έλεγχο τον δημόσιων υπηρεσιών της Γάζας στην Παλαιστινιακή Αρχή (δηλαδή, τη Φατάχ) με αντάλλαγμα την χαλάρωση των οικονομικών εμπάργκο στη Γάζα. Η Φατάχ φαίνεται να επανέρχεται σιγά-σιγά στη Γάζα, όμως κι αυτό δεν υπήρξε λιγότερο βίαιο απ’ την κατάκτηση της ηγεσίας απ’ τη Χαμάς. Η ίδια η Παλαιστινιακή Αρχή μερικούς μήνες πριν τελικά κλείσει η συμφωνία, άσκησε πίεση στη Χαμάς σταματώντας να πληρώνει το ηλεκτρικό ρεύμα που παρέχει το Ισραήλ στη Γάζα, με αποτέλεσμα η Γάζα να έχει ηλεκτρισμό μόνο για τέσσερις ώρες την ημέρα. Σύμφωνα με τον Mkhaimar Abusada, πολιτικό επιστήμονα του πανεπιστημίου Αλ Ζαχάρ της Γάζας, η Παλαιστινιακή Αρχή αντί να περικόψει τις άμεσες επιδοτήσεις της στη Γάζα, αποφάσισε να επιτεθεί στη Χαμάς με έμμεσο τρόπο, μην πληρώνοντας στο Ισραήλ το ρεύμα που το τελευταίο παρέχει στη Γάζα. Για τον Abusada, η Παλαιστινιακή Αρχή προσπαθεί να ρίξει την ευθύνη στο Ισραήλ, καθώς αν το Ισραήλ κόψει την παροχή ρεύματος επειδή η Παλαιστινιακή Αρχή σταμάτησε να πληρώνει, οι κάτοικοι της Γάζας θα κατηγορήσουν το Ισραήλ κι όχι τη Φατάχ (βλέπε το σχετικό άρθρο των New York Times). Και προσθέτουμε εμείς: οπότε, όταν τελικά θα υπογραφόταν η συμφωνία, η Φατάχ θα μπορούσε να παρουσιαστεί στους κατοίκους της Γάζας ως σωτήρας. Επίσης, το Κατάρ, χρηματοδότης της Χαμάς, βρίσκεται υπό εμπάργκο απ’ την Αίγυπτο κι άλλες χώρες. Συνεχίσε να στηρίζει τη Χαμάς, όμως την πίεζε να συμφιλιωθεί με τη Φατάχ. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν δείξει ένα ενδιαφέρον για επενδύσεις στη Γάζα αν απομακρυνθεί απ’ τον έλεγχο η Χαμάς (βλέπε άρθρο του Economist).

Ένα άλλο μέτρο πίεσης ήταν οι δραστικές περικοπών των μισθών που έγιναν το 2017 στους υπαλλήλους της Παλαιστινιακής Αρχής στη Γάζα, με τις περικοπές να κυμαίνονται μεταξύ 30%-70% (βλέπε άρθρα των Electronic Intifada και Ma’an News Agency). Η Παλαιστινιακή Αρχή, η οποία έχει σχηματιστεί απ’ το 1994 ως αποτέλεσμα του Συμφώνου του Όσλο το 1993, καθιέρωσε έναν παλαιστινιακό κατώτατο μισθό μόλις ύστερα από 18 χρόνια, το 2012, στα 1.450 σέκελ (τότε, 375 δολλάρια) και μόνο ύστερα από πιέσεις παλαιστινιακών συνδικαλιστικών διαμαρτυριών και γενικότερων διαμαρτυρίων για τις αυξήσεις των τιμών βασικών προϊόντων. Ο Shaher Sa’id, τότε γενικός γραμματέας της Παλαιστινιακής Γενικής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (η αντίστοιχη παλαιστινιακή ΓΣΕΕ), δήλωσε στην παλαιστινιακή εφημερίδα Al-Quds ότι ο κατώτατος μισθός θα έπρεπε να συνδεθεί με το όριο της φτώχειας το οποίο ήταν 2.300 σέκελ και ότι αυτός ο κατώτατος μισθός καταδίκαζε τους εργάτες στην εξαθλίωση και τον θάνατο (βλέπε άρθρα των The Times of Israel και των Ma’an News Agency). Στις αρχές  αυτού του μήνα (Μάιος 2018) η Παλαιστινιακή Αρχή προέβη σε νέες περικοπές μισθών κατά 20% για τους υπαλλήλους της στη Γάζα, ενώ ακόμη δεν έχει καταβάλει τους μισθούς του Απριλίου κι έχει εν τω μεταξύ βγάλει σε αναγκαστική πρόωρη σύνταξη το 1/3 των υπαλλήλων της στη Γάζα (βλέπε άρθρο του Reuters).

Σύμφωνα με το Παλαιστινιακό Κεντρικό Γραφείο Στατιστικής (PCBS), το επίσημο στατιστικό ινστιτούτο της Παλαιστινιακής Αρχής, το 2017 το ποσοστό ανεργίας στη Λωρίδα της Γάζας ήταν 43,6% ενώ στη Δυτική Όχθη 18,1% (να σημειωθεί πως για λόγους συντομίας, όποτε αναφερόμαστε στη Γάζα εννοούμε τη Λωρίδα της Γάζας κι όχι στην πόλη της Γάζας, όποτε αναφερόμαστε στη Δυτική Όχθη αναφερόμαστε στις περιοχές Α και Β της Δυτικής Όχθης, κι όποτε αναφερόμαστε στο Ισραήλ συμπεριλαμβάνουμε τους Ισραηλινούς Οικισμούς). Συνολικά, μεταξύ των αντρών το ποσοστό ανεργίας ήταν 22,3% ενώ για τις γυναίκες 47,4%. Εξ όσων εργάζονται στην Παλαιστίνη κι όχι στο Ισραήλ, στον τομέα των υπηρεσιών απασχολούνται το 32,7% των εργαζομένων της Γάζας και το 53,3% της Δυτικής Όχθης. Για τον δημόσιο τομέα (την Παλαιστινιακή Αρχή) εργάζεται το 36,5% στη Γάζα και το 15,2% στη Δυτική Όχθη. Το μέσο ημερομίσθιο στη Δυτική Όχθη είναι 101,5 σέκελ (περίπου 24€) ενώ στη Γάζα 59,4 σέκελ (περίπου 14€). Ο μέσος όρος της εργάσιμης εβδομάδας των μισθωτών στη Δυτική Όχθη είναι 44,2 ώρες, ενώ στη Γάζα 37,6 ώρες. Συνολικά των μισθωτών στην Παλαιστίνη, το 25,3% έχουν σύμβαση εργασίας, το 51,2% δεν έχουν σύμβαση, και το 23,5% έχουν κάνει προφορικό(!) συμβόλαιο. Το 17,9% των μισθωτών στη Δυτική Όχθη λαμβάνει λιγότερα απ’ τον κατώτατο μισθό, ενώ στη Γάζα το αντίστοιχο ποσοστό είναι 80,6%. Οι Παλαιστίνιοι που εργάζονται στο Ισραήλ είναι 130.700. Απ’ αυτούς, οι 67.900 έχουν άδεια, οι 43.400 δεν έχουν άδεια (συνεπώς αδήλωτη εργασία) κι οι 19.400 έχουν ισραηλινή ταυτότητα ή ξένο διαβατήριο. Το μέσο ημερομίσθιο για όσους Παλαιστίνιους δουλεύουν στο Ισραήλ είναι 226,7 σέκελ (περίπου 54€), με μέσο όρο εργάσιμης εβδομάδας 41,6 ώρες. Το 61,6% εκ των Παλαιστίνιων που εργάζονται στο Ισραήλ, απασχολούνται στον κατασκευαστικό τομέα. (Για όλα τα παραπάνω στοχεία, βλέπε εδώ). Το μέσο ημερομίσθιο των Παλαιστίνιων που δουλεύουν στο Ισραήλ φαίνεται να κυμαίνεται ελαφρώς χαμηλότερα απ’ τα πλαίσια του ισραηλινού κατώτατου μισθού, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία του Bituah Leumi (National Insurance Institute of Israel, ο ισραηλινός κρατικός οργανισμός κοινωνικής ασφάλισης), το 2017 το κατώτατο ημερομίσθιο για 5μερη εργασία κυμάνθηκε στα 230,77-244,62 σέκελ (περίπου 55-58€) (βλέπε εδώ).

Οι εργαζόμενοι στη Γάζα είναι 504.600 και στη Δυτική Όχθη 870.000. Το ποσοστό ανεργίας στη Γάζα είναι 43,6% και 18,1% στη Δυτική Όχθη. Συνεπώς, το συνολικό εργατικό δυναμικό στη Λωρίδα της Γάζας είναι 894.680 άτομα και στη Δυτική Όχθη 1.062.271 άτομα. Συνολικά, 1.956.951. Και όπως είπαμε, στο Ισραήλ εργάζονται μόνο 130.700 Παλαιστίνιοι. Δηλαδή, απ’ το σύνολο του εργατικού δυναμικού της Παλαιστίνης, μόλις το 6,7% εργάζεται στο Ισραήλ. Οι υπόλοιποι είτε εργάζονται στην Παλαιστίνη είτε είναι άνεργοι. Πιο «ισραηλινό απαρτχάιντ» λοιπόν; Το απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική είχε έναν συγκεκριμένο σκοπό: την εργασιακή εκμετάλλευση των μαύρων, Ασιατών κι άλλων μεινοτήτων. Στην περίπτωση της Παλαιστίνης, η πλειοψηφία των Παλαιστίνιων προλετάριων βιώνει εργασιακή εκμετάλλευση από Παλαιστίνιους, όχι από Ισραηλινούς. Κι όσοι δεν εργάζονται, είναι πληθυσμός που πλεονάζει τόσο για το ισραηλινό όσο και για το παλαιστινιακό κεφάλαιο. Το ισραηλινό κεφάλαιο δεν θέλει να εκμεταλλευτεί τους Παλαιστίνιους εργάτες, η πλειοψηφία τους του είναι άχρηστη και προσπαθεί να τους κρατήσει εκτός του. Κανένα κράτος πρόνοιας δεν στηρίζει τον παλαιστινιακό πλεονάζοντα πληθυσμό, ούτε οι ισραηλινές ούτε οι παλαιστινιακές αρχές, και είναι γνωστό πως επιζούν μόνο χάρη σε διεθνή ανθρωπιστική βοήθεια.

Οι ντόπιοι «φίλοι των Παλαιστίνιων» γιατί σιωπούν για όλα αυτά; Γιατί δεν μιλούν για τις συνθήκες του παλαιστινιακού προλεταριάτου αλλά αφηρημένα για τον παλαιστινιακό λαό; Όταν το παλαιστινιακό προλεταριάτο πεθαίνει απ’ τη τριπλή σύγκρουση μεταξύ της ισραηλινής αστικής τάξης (που προσπαθεί να τους κρατήσει εκτός της επικράτειάς της) και των δύο αντιμαχόμενων φραξιών της παλαιστινιακής αστικής τάξης (που μάχονται για τα ηνία της πολιτικής κυριαρχίας στα παλαιστινιακά εδάφη), γιατί μιλάνε μόνο για την ισραηλινή αστική τάξη; Είναι μόνο το Ισραήλ υπεύθυνο για την εξαθλίωση των Παλαιστίνιων προλετάριων; Γιατί δεν μιλούν για τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις στο εσωτερικό της παλαιστινιακής κοινωνίας; Τον περασμένο μήνα (Απρίλιος 2018), ένας Παλαιστίνιος της Δυτικής Όχθης, ο 25χρονος Ahmad al-Awartani, συνελήφθη και ξυλοκοπήθηκε ως λιποθυμίας απ’ την Παλαιστινιακή Αρχή επειδή της άσκησε κριτική σε μια ανάρτηση στο facebook, και μέσα στη φυλακή κήρυξε απεργία πείνας. Η Addameer, παλαιστινιακή ΜΚΟ για τη στήριξη των Παλαιστίνιων πολιτικών κρατούμενων τόσο στις φυλακές της Παλαιστίνης όσο και του Ισραήλ, κάνει συχνά λόγο για βασανισμούς των πολιτικών κρατουμένων απ’ την Παλαιστινιακή Αρχή (βλέπε άρθρο του Al Jazeera). Πριν μερικούς μήνες, οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα των νοσοκομείων της Γάζας κηρύξαν απεργία επειδή είχαν μείνει απλήρωτοι για τέσσερις μήνες (βλέπε άρθρο της Haaretz). Δεν είναι σπάνιες οι απεργίες κι οι διαμαρτυρίες Παλαιστίνιων εργατών για τον εξευτελισμό που βιώνουν στα σημεία ελέγχου για την είσοδο/έξοδό τους απ’ τα ισραηλινά εδάφη καθημερινά πηγαίνοντας στη δουλειά τους. Οι «φίλοι των Παλαιστίνιων» που μιλάνε μόνο για τις σχέσεις των Παλαιστίνιων με το Ισραήλ, γιατί αναφέρονται αποκλειστικά στις συγκρούσεις αναφορικά με τα εδαφικά σύνορα των πολιτικών επικρατειών; Γιατί δεν μιλάνε για τις συνθήκες εργασίας των Παλαιστίνιων στις ισραηλινές και πολυεθνικές επιχειρήσεις που βρίσκονται εντός ισραηλινής επικράτειας; Απ’ τη στιγμή μάλιστα που τέτοιες επιχειρήσεις αποτελούν σημείο συνάντησης Παλαιστίνιων και Ισραηλινών εργατών, είναι το πιο πιθανό σημείο που θα μπορούσε ίσως να ξεσπάσει ένας κοινός αγώνας που θα έσπαγε τις εθνικιστικές διχόνοιες μεταξύ των δύο εργατικών τάξεων. Ας μας πουν επιτέλους: ποιο λάβαρο υψώνουν; Της ταξικής πάλης ή της εθνικής απελευθέρωσης;