Το παρακάτω κείμενο του Πωλ Μάτικ δημοσιεύτηκε στο περιοδικό American Socialist, vol. 6, Σεπτέμβριος 1959, No 9, σελ. 16-19.
Τα έθνη, είτε «συνενώνονται» απ’ την ιδεολογία, είτε από αντικειμενικούς όρους, είτε απ’ τον σύνηθη συνδυασμό και των δύο, αποτελούν προϊόντα της κοινωνικής ανάπτυξης. Δεν έχει περισσότερο νόημα να λατρεύει ή καταριέται κανείς τον εθνικισμό κατ’ αρχήν απ’ ότι να λατρεύει ή καταριέται τον φυλετισμό [tribalism, όχι racism] ή έναν ιδεατό κοσμοπολιτισμό. Το έθνος αποτελεί ένα γεγονός που πρέπει να υποστούμε ή απολαύσουμε, να το διεκδικήσουμε ή να το αντιπαλέψουμε, ανάλογα με τις ιστορικές περιστάσεις και τις συνεπαγωγές αυτών των περιστάσεων για τους διάφορους πληθυσμούς και τις διάφορες τάξεις εντός αυτών των πληθυσμών.
Το σύγχρονο έθνος-κράτος αποτελεί τόσο ένα προϊόν όσο κι έναν όρο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο καπιταλισμός τείνει να καταστρέφει τις παραδόσεις και τις εθνικές ιδιαιτερότητες διαδίδοντας τον τρόπο παραγωγής του σ’ όλο τον κόσμο. Όμως, παρότι η κεφαλαιακή παραγωγή ελέγχει τον παγκόσμιο πληθυσμό και παρότι η «αληθινή» καπιταλιστική αγορά είναι η παγκόσμια αγορά, ο καπιταλισμός εγέρθηκε σε μερικά έθνη νωρίτερα απ’ ότι σε άλλα, βρήκε εδώ ευνοϊκότερους όρους απ’ ότι εκεί, και σε κάποιες περιοχές υπήρξε περισσότερο επιτυχημένος απ’ ότι σε άλλες, και συνεπώς συνδύασε ειδικά κεφαλαιακά συμφέροντα με συγκεκριμένες εθνικές ανάγκες.
Τα «προοδευτικά έθνη» του τελευταίου αιώνα υπήρξαν εκείνα με μια ραγδαία κεφαλαιακή ανάπτυξη· τα «αντιδραστικά έθνη» υπήρξαν εκείνα στα οποία οι κοινωνικές σχέσεις επιβράδυναν την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επειδή το «επόμενο μέλλον» ανήκε στον καπιταλισμό κι επειδή ο καπιταλισμός αποτελεί την προϋπόθεση του σοσιαλισμού, οι μη-ουτοπικοί σοσιαλιστές προτιμήσαν τον καπιταλισμό ενάντια στις παλιότερες κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις και καλωσορίσαν τον εθνικισμό στον βαθμό που εξυπηρετούσε στην επίσπευση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Παρότι υπήρξαν απρόθυμοι να το παραδεχτούν, δεν υπήρξαν απρόθυμοι να δεχτούν τον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό σαν έναν τρόπο για την από τα έξω αναστολή της στασιμότητας και της οπισθοδρομικότητας των μη-καπιταλιστικών περιοχών, και συνεπώς να κατεύθυνουν την ανάπτυξή του σε «προοδευτικά» κανάλια. Προτιμήσαν επίσης την εξαφάνιση των μικρών εθνών που υπήρξαν ανίκανα ν’ αναπτύξουν οικονομίες μεγάλης κλίμακας, και την ενσωμάτωσή τους σε μεγαλύτερες εθνικές οντότητες ικανές για καπιταλιστική ανάπτυξη. Ωστόσο, θα έπαιρναν το μέρος των μικρών «προοδευτικών εθνών» ενάντια στις μεγαλύτερες αντιδραστικές χώρες και, όταν τα μικρά «προοδευτικά έθνη» θα καταπνίγονταν απ’ τις μεγαλύτερες αντιδραστικές χώρες, θα υποστηρίζαν τα εθνοαπελευθερωτικά κινήματα των μικρών «προοδευτικών εθνών». Ωστόσο, παντού και πάντα, ο εθνικισμός δεν ήταν ο σοσιαλιστικός σκοπός αλλά γινόταν αποδεκτός ως ένα απλό εργαλείο κοινωνικής προόδου, και ο εθνικισμός, με τη σειρά του, θα τερματιζόταν με τον διεθνισμό του σοσιαλισμού. Ο δυτικός καπιταλισμός ήταν ο «καπιταλιστικός κόσμος» του περασμένου [του 19ου] αιώνα. Τα εθνικά ζητήματα απασχολούνταν με την ενοποίηση χωρών όπως η Γερμανία κι η Ιταλία, και με την απελευθέρωση καταπιεσμένων εθνών όπως η Ιρλανδία, η Πολωνία, η Ουγγαρία κι η Ελλάδα, και με την εδραίωση «τεχνητών» εθνών όπως οι ΗΠΑ. Αυτός ήταν επίσης ο «κόσμος» του σοσιαλισμού· πράγματι, απ’ τη σκοπιά πλέον του 20ού αιώνα, ήταν ένας μικρός κόσμος. Ενώ τα εθνικά ζητήματα που συγκλόνισαν το σοσιαλιστικό κίνημα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα είτε είχαν επιλυθεί είτε βρίσκονταν εν μέσω της επίλυσής τους, και, εν πάση περιπτώσει, είχαν πάψει να είναι σημαντικά για τον δυτικό σοσιαλισμό, το παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα του 20ού αιώνα άνοιξε εκ νέου το ζήτημα του εθνικισμού. Αποτελεί αυτός ο νέος εθνικισμός, ο οποίος αποτινάζει τη δυτική κυριαρχία και θεσπίζει τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις και τη σύγχρονη βιομηχανία στις έως τώρα υπανάπτυκτες χώρες, μια «προοδευτική» δύναμη όπως ο εθνικισμός του παρελθόντος; Συμπίπτουν κατά κάποιον τρόπο αυτές οι εθνικές αξιώσεις μ’ αυτές του σοσιαλισμού; Επισπεύδουν το τέλος του καπιταλισμού αποδυναμώνοντας τον δυτικό ιμπεριαλισμό ή χορηγούν νέα ζωή στον καπιταλισμό επεκτείνοντας τον τρόπο παραγωγής του σ’ όλο τον πλανήτη;
Η τοποθέτηση του σοσιαλισμού του 19ου αιώνα στο ζήτημα του εθνικισμού περιλάμβανε κάτι περισσότερο από μια προτίμηση στον καπιταλισμό επί των περισσότερο στατικών κοινωνικών συστημάτων. Οι σοσιαλιστές λειτουργούσαν εντός των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων, οι οποίες ήταν επίσης και εθνικιστικές· οι σοσιαλιστές στηρίζαν τα εθνοαπελευθερωτικά κινήματα των καταπιεσμένων λαών επειδή αυτά υπόσχονταν να λάβουν αστικοδημοκρατικά χαρακτηριστικά, επειδή στα μάτια των σοσιαλιστών αυτές οι εθνοαστικοδημοκρατικές επαναστάσεις δεν ήταν πλέον αυστηρά καπιταλιστικές επαναστάσεις. Μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, αν όχι για την εδραίωση του σοσιαλισμού καθεαυτού, τότε για την επέκταση της ανάπτυξης των σοσιαλιστικών κινημάτων και την πραγματοποίηση ευνοϊκότερων συνθηκών για τα σοσιαλιστικά κινήματα.
Ωστόσο, κατά την αλλαγή του αιώνα [πέρασμα απ’ τον 19ο στον 20ό], το μεγάλο ζήτημα υπήρξε ο ιμπεριαλισμός, όχι ο εθνικισμός. Τα γερμανικά «εθνικά» συμφέροντα ήταν τώρα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα που ανταγωνίζονταν με τους ιμπεριαλισμούς άλλων χωρών. Τα «εθνικά» συμφέροντα της Γαλλίας ήταν εκείνα της γαλλικής αυτοκρατορίας, και τα βρετανικά «εθνικά» συμφέροντα εκείνα της βρετανικής αυτοκρατορίας. Ο έλεγχος του κόσμου κι ο καταμερισμός αυτού του ελέγχου μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων καθορίζαν τις «εθνικές» πολιτικές. Οι «εθνικοί» πόλεμοι ήταν ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, και κατέληξαν σε παγκόσμιους πολέμους.
Έχει συχνά επισημανθεί πως η ρωσική κατάσταση στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν από πολλές απόψεις παρόμοια με την επαναστατική κατάσταση της δυτικής Ευρώπης στα μέσα του 20ού αιώνα. Η θετική στάση προς τις αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις εκ μέρους των πρώιμων σοσιαλιστών βασιζόταν στην ελπίδα, αν όχι την πεποίθηση, πως το προλεταριακό στοιχείο εντός αυτών των επαναστάσεων ίσως πάει πέρα απ’ τους περιορισμένους σκοπούς της αστικής τάξης. Κατά την άποψη του Λένιν, η ρωσική αστική τάξη δεν ήταν πλέον ικανή να φέρει σε πέρας τη δική της δημοκρατική επανάσταση, και συνεπώς ήταν η εργατική τάξη εκείνη που προοριζόταν να πραγματοποιήσει τις «αστικές» και «προλεταριακές» επαναστάσεις σε μια σειρά κοινωνικών αλλαγών που συγκροτούσαν μια «επανάσταση σε μόνιμη βάση». Κατά έναν τρόπο, αυτή η νέα κατάσταση φαινόταν να επαλαμβάνει, σε μια περισσότερο μεγαλειώδη κλίμακα, την επαναστατική κατάσταση του 1848. Αντί των παλαιότερων περιορισμένων και προσωρινών συμμαχιών μεταξύ των αστικοδημοκρατικών κινημάτων με τον προλεταριακό διεθνισμό, υπήρχε τώρα ένα παγκόσμιο αμάγαλμα επαναστατικών δυνάμεων τόσο κοινωνικού όσο κι εθνικιστικού χαρακτήρα, που ίσως να οδηγούνταν πέρα απ’ τους περιορισμένους σκοπούς τους επιδιώκοντας τους προλεταριακούς σκοπούς.
Ο συνεπής διεθνής σοσιαλισμός όπως εκπροσωπούνταν, για παράδειγμα, απ’ τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, ερχόταν σε σύκρουση με τον μπολσεβίκικο «εθνικό αυτοπροσδιορισμό». Για τη Λούξεμπουργκ, η ύπαρξη ανεξάρτητων εθνικών κυβερνήσεων δεν άλλαζε το γεγονός του ελέγχου τους από ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μέσω του ελέγχου της παγκόσμιας οικονομίας απ’ αυτές. Ο ιμπεριαλιστικός καπιταλισμός δεν μπορούσε ούτε να πολεμηθεί ούτε να αποδυναμωθεί μέσω της δημιουργίας νέων εθνών, αλλά μόνο μέσω της αντιπαράθεσης του καπιταλιστικού υπερεθνικισμού με τον προλεταριακό διεθνισμό. Φυσικά, ο προλεταριακός διεθνισμός δεν μπορεί να αποτρέψει, ούτε έχει λόγο να αποτρέψει, τα κινήματα για εθνική απελευθέρωση απ’ την ιμπεριαλιστική κυριαρχία. Τα κινήματα αυτά αποτελούν τμήμα της καπιταλιστικής κοινωνίας εξίσου με τον ιμπεριαλισμό. Όμως, η «χρησιμοποίηση» αυτών των εθνικών κινημάτων για σοσιαλιστικούς σκοπούς μπορούσε μόνο να σημαίνει να αποστερηθούν τον εθνικό τους χαρακτήρα και να μετατραπούν σε σοσιαλιστικά, διεθνώς προσανατολισμένα κινήματα.
Ο Α’ ΠΠ παρήγαγε την Ρώσικη Επανάσταση και, όποιες κι αν υπήρξαν οι αρχικές προθέσεις της, υπήρξε και παρέμεινε μια εθνική επανάσταση. Παρότι περίμενε βοήθεια απ’ το εξωτερικό, η ίδια ποτέ δεν βοήθησε επαναστατικές δυνάμεις στο εξωτερικό, με μόνες εξαιρέσεις όταν μια τέτοια βοήθεια υπαγορεύονταν απ’ τα ρωσικά εθνικά συμφέροντα. Ο Β’ ΠΠ και τα μεθεόρτιά του έφεραν την ανεξαρτησία της Ινδίας και του Πακιστάν, την Κινέζικη Επανάσταση, την απελευθέρωση της νοτιοανατολικής Ασίας και τον αυτοπροσδιορισμό μερικών εθνών στην Αφρική και την Μέση Ανατολή. Εκ πρώτης όψεως, αυτή η «αναγέννηση» του εθνικισμού αντιφάσκει με τις θέσεις τόσο της Λούξεμπουργκ όσο και του Λένιν για το «εθνικό ζήτημα». Απ’ ότι φαίνεται, η εποχή της εθνικής χειραφέτησης δεν είχε φτάσει στο τέλος της και, προφανώς, η εγειρόμενη παλίρροια του αντιιμπεριαλισμού δεν υπηρετεί τους παγκόσμιους επαναστατικούς σοσιαλιστικούς σκοπούς.
Στην πραγματικότητα, εκείνο που υποδεικνύει αυτός ο νέος εθνικισμός είναι μερικές δομικές αλλαγές στην καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία και τη λήξη της αποικιοκρατίας του 19ου αιώνα. Το «φορτίο του λευκού» έγινε ένα πραγματικό φορτίο αντί για ευλογία. Τα κέρδη της αποικιακής κυριαρχίας φθίνουν ενώ τα κόστη της αυτοκρατορίας αυξάνονται. Σίγουρα, άτομα, εταιρείες, μέχρι και κυβερνήσεις, ακόμη πλουτίζουν απ’ την αποικιακή εκμετάλλευση. Όμως, αυτό γίνεται τώρα λόγω ειδικών συνθηκών -έλεγχος συγκεντρωμένων πετρελαιοπηγών, ανακάλυψη μεγάλων αποθεμάτων ουρανίου, κλπ- κι όχι λόγω της γενικής ικανότητας επικερδούς λειτουργίας σε αποικίες κι άλλες εξαρτημένες χώρες. Αυτά που κάποτε ήταν εξαιρετικά ποσοστά κέρδους τώρα πέφτουν σε «κανονικά» ποσοστά. Όπου παραμένουν εξαιρετικά, είναι στις περισσότερες περιπτώσεις λόγω μιας κρυφής μορφής κυβερνητικών επιδοτήσεων. Γενικά μιλώντας, η αποικιοκρατία δεν επιφέρει πλέον κέρδη, οπότε είναι εν μέρει η ίδια η αρχή [principle] της κερδοφορίας που καλεί σε μια νέα προσέγγιση της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας.
Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι κατέστρεψαν, λιγότερο ή περισσότερο, τις παλιές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αυτό όμως δεν είναι το τέλος του ιμπεριαλισμού, ο οποίος, παρότι εξελίσσει νέες μορφές κι εκφράσεις, ακόμη σημαίνει τον οικονομικό και πολιτικό έλεγχο των ισχυρότερων κρατών επί των πιο αδύναμων. Ο έμμεσος ιμπεριαλισμός εμφανίζεται περισσότερο υποσχόμενος απ’ την αποικιοκρατία του 19ου αιώνα ή την οπισθοδρομική του αναγέννηση στις ρωσικές πολιτικές κρατών-δορυφόρων. Φυσικά, το ένα δεν αποκλείει το άλλο, όπως όταν πραγματικές ή φαντασιακές στρατηγικές εκτιμήσεις απαιτούν μια πραγματική κατάληψη εδαφών, πχ στην περίπτωση του αμερικάνικου ελέγχου της Οκινάουα και της βρετανικής στρατιωτικής κυριαρχίας στην Κύπρο. Όμως, γενικά, ο έμμεσος έλεγχος ίσως είναι ανώτερος απ’ τον άμεσο έλεγχο, όπως το σύστημα της μισθωτής εργασίας αποδείχτηκε ανώτερο της δουλείας. Πέρα απ’ το δυτικό ημισφαίριο, η Αμερική δεν έχει υπάρξει μια ιμπεριαλιστική δύναμη με την παραδοσιακή έννοια. Ακόμη κι εδώ απέκτησε τα προνόμια του ιμπεριαλιστικού ελέγχου περισσότερο μέσω «δολαριακής διπλωματίας» πάρα με άμεσες στρατιωτικές παρεμβάσεις. Ως η ισχυρότερη καπιταλιστική δύναμη, η Αμερική μπορεί ν’ αναμένει να κυριαρχήσει με παρόμοιο τρόπο σ’ όλες τις μη-σοβετικές περιοχές παγκοσμίως.
Κανένα απ’ τα ευρωπαϊκά έθνη δεν είναι πραγματικά ικανό ν’ αποτρέψει την απόλυτη διάλυση των ιμπεριαλιστικών του κυριαρχιών χωρίς τη βοήθεια των ΗΠΑ. Όμως, η βοήθεια αυτή υποβάλλει τόσο αυτά τα ευρωπαϊκά έθνη όσο και τις ξένες κατοχές του σε αμερικανική διείσδυση κι έλεγχο. Γινόμενες «κληρονόμος» των απομειναριών του φθίνοντος ιμπεριαλισμού, οι ΗΠΑ δεν έχουν καμία επιτακτική ανάγκη να ορμήξουν σε υπεράσπιση του δυτικοευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, εκτός απ’ όπου μια τέτοια υπεράσπιση διαταρράσει το ανατολικό μπλοκ ισχύος. Η «αντιαποικιοκρατία» δεν είναι μια αμερικανική πολιτική σχεδιασμένη επί τούτω για την αποδυνάμωση των δυτικών συμμάχων της -παρότι έχει πράγματι τέτοιο αποτέλεσμα- αλλά υιοθετήθηκε με τη θεώρηση πως θα ενισχύσει τον «ελεύθερο κόσμο». Σίγουρα, αυτή η γενική στάση περιλαμβάνει πολυάριθμα στενότερα ειδικά συμφέροντα τα οποία προσδίδουν στον «αντιιμπεριαλισμό» της Αμερικής τον υποκριτικό του χαρακτήρα κι οδηγούν στην πεποίθηση πως αντιπαρατιθόμενη με τον ιμπεριαλισμό άλλων εθνών, η Αμερική απλώς προάγει τον δικό της ιμπεριαλισμό. Αποστερούμενες ιμπεριαλιστικών δυνατοτήτων, η Γερμανία, η Ιταλία κι η Ιαπωνία δεν έχουν πια μια ανεξάρτητη πολιτική. Η σταδιακή ύφεση της γαλλικής και της βρετανικής αυτοκρατορίας υποβαθμίζει αυτά τα δύο έθνη από υπερδυνάμεις σε δευτερεύουσες δυνάμεις. Ταυτόχρονα, οι εθνικές αξιώσεις των λιγότερο ανεπτυγμένων και πιο αδύναμων χωρών δεν μπορούν να πραγματωθούν εκτός κι αν χωράνε στα σχέδια ισχύος των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών εθνών. Παρότι προς το παρόν η Ρωσία κι οι ΗΠΑ μοιράζονται την παγκόσμια υπεροχή, μικρότερα έθνη, μολαταύτα, προσπαθούν να αξιώσουν τα δικά τους συγκεκριμένα συμφέροντα κι ως ένα βαθμό επηρεάζουν τις πολιτικές των υπερδυνάμεων. Οι εχθροπραξίες και διεθνείς αντιφάσεις των δύο μεγάλων αντιπάλων προσφέρουν, επίσης, σε νεοεγειρόμενα έθνη όπως η Κίνα κι η Ινδία, έναν βαθμό ανεξαρτησίας που διαφορετικά δεν θα κατείχαν. Υπό το πρόσχημα της «ουδετερότητας», ένα μικρό έθνος όπως, για παράδειγμα, η Γιουγκοσλαβία μπόρεσε να περάσει απ’ το ένα μπλοκ ισχύος στο άλλο. Οι ανεξάρτητες μα πιο αδύναμες χώρες μπορούν να διεκδικήσουν την ανεξαρτησία τους -όπως αυτή είναι- μόνο λόγω της ευρύτερης σύγκρουσης μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ.
Λέγεται πως η διάβρωση του δυτικού ιμπεριαλισμού δημιουργεί ένα κενό εξουσίας στις έως τώρα ελεγχόμενες περιοχές του κόσμου. Αν το κενό δεν καλυφθεί απ’ τη Δύση, θα καλυφθεί απ’ τη Ρωσία. Φυσικά, ούτε οι εκπρόσωποι του «νέου εθνικισμού» ούτε εκείνοι του «παλιού ιμπεριαλισμού» κατανοούν μια τέτοια συζήτηση· απ’ τη στιγμή που οι πρώτοι αντικαθιστούν τους δεύτερους, δεν εγείρεται κανένα κενό. Συνεπώς, αυτό που εννοούμε ως «κενό» είναι πως ο «εθνικός αυτοπροσδιορισμός» των υπανάπτυκτων χωρών τις αφήνει ανοικτές σε «κομμουνιστική επιθετικότητα» είτε απ’ το εσωτερικό τους είτε απ’ το εξωτερικό, εκτός κι αν η Δύση εγγυηθεί την «ανεξαρτησία» τους. Με άλλα λόγια, ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός δεν περιλαμβάνει μια ελεύθερη επιλογή συμμάχων παρότι περιλαμβάνει -κάποιες φορές- μια προτίμηση αναφορικά με τις δυτικές δυνάμεις «προστασίας». Για παράδειγμα, δεν υπάρχει θέμα με την «ανεξαρτησία» της Τυνησίας και του Μαρόκο από τη στιγμή που η ανεξαρτησία απ’ τη Γαλλία δεν συνεπάγεται υποταγή στη Ρωσία αλλά πίστη στο αμερικανοκυριαρχούμενο δυτικό μπλοκ ισχύος.
Στον βαθμό που μπορεί να επιβεβαιωθεί στον κόσμο των δύο μπλοκ ισχύος, ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός αποτελεί μια έκφραση του «ψυχρού πολέμου», του πολιτικού-στρατιωτικού πατ[1]. Όμως. η αναπτυξιακή τάση δεν δείχνει προς έναν κόσμο πολλών εθνών που το καθένα θα είναι ανεξάρτητο κι ασφαλές, αλλά προς μια περαιτέρω διάλυση των πιο αδύναμων εθνών, δηλαδή την «ενσωμάτωσή» τους στο ένα ή το άλλο μπλοκ ισχύος. Φυσικά, η πάλη για εθνική χειραφέτηση εντός του πλαισίου των ιμπεραλιστικών ανταγωνισμών επιτρέπει σε μερικές χώρες να εκμεταλλευτούν τον ανταγωνισμό ισχύος μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Όμως, το ίδιο αυτό το γεγονός δείχνει το όρια των εθνικών τους αξιώσεων, καθώς μια συμφωνία ή ένας πόλεμος μεταξύ Ανατολής και Δύσης θα έβαζε τέρμα στην ικανότητά τους να ελίσσονται μεταξύ των δύο κέντρων ισχύος. Εν τω μεταξύ, η Ρωσία, η οποία δεν διστάζει να καταστρέψει οποιαδήποτε προσπάθεια πραγματικού εθνικού αυτοπροσδιορισμού στις χώρες που βρίσκονται υπό τον άμεσο έλεγχό της, είναι έτοιμη να στηρίξει τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό όπου αυτός κατεύθυνεται ενάντια στη δυτική κυριαρχία. Παρομοίως, η Αμερική, που αιτείται τον αυτοπροσδιορισμό των δορυφόρων της Ρωσίας, δεν διστάζει να πράττει στην Μέση Ανατολή όσα καταδικάζει στην ανατολική Ευρώπη. Παρά τις εθνικές επαναστάσεις κι αυτοπροσδιορισμούς, η εποχή των εθνικών χειραφετήσεων πρακτικά έχει τελειώσει. Τα έθνη αυτά ίσως διατηρούν τη νεοαποκτηθείσα τους ανεξαρτησία, όμως η τυπική τους ανεξαρτησία δεν τ’ απελευθερώνει απ’ τη δυτική οικονομική και πολιτική κυριαρχία. Ο μόνος τρόπος να διαφύγουν αυτή την επικυριαρχία είναι ν’ αποδεχτούν εκείνη της Ρωσίας – να εισέλθουν στο ανατολικό μπλοκ ισχύος.
Οι εθνικές επαναστάσεις στις καπιταλιστικά καθυστερημένες χώρες αποτελούν προσπάθειες εκσυγχρονισμού μέσω εκβιομηχάνισης, είτε αυτές απλώς εκφράζουν αντίθεση στο ξένο κεφάλαιο είτε είναι αποφασισμένες ν’ αλλάξουν τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις. Ενώ όμως ο εθνικισμός του 19ου αιώνα ήταν ένα όργανο ανάπτυξης του ιδιωτικού κεφαλαίου, ο εθνικισμος του 20ού αιώνα είναι πρωτίστως ένα όργανο κρατικοκαπιταλιστικής ανάπτυξης. Κι ενώ ο εθνικισμός του περασμένου αιώνα [19ου] διεύρυνε την ελεύθερη παγκόσμια αγορά και τον βαθμό της εφικτής οικονομικής αλληλεξάρτισης υπό τον ιδιωτικό κεφαλαικό σχηματισμό, ο σημερινός εθνικισμός διαρρηγνύει ακόμη περαίτερω μια ήδη αποσυντιθόμενη παγκόσμια αγορά και καταστρέφει τον βαθμό της «αυτόματης» διεθνούς ενσωμάτωσης που προσφέρει ο μηχανισμός της ελεύθερης αγοράς.
Πίσω απ’ την εθνικιστική ώθηση βρίσκεται, φυσικά, η πίεση της φτώχειας, η οποία αυξάνεται όλο και περισσότερο εκρηκτική καθώς η αυξάνεται η απόκλιση μεταξύ των φτωχών και πλούσιων εθνών. Ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας, όπως καθορίζεται απ’ τον ιδιωτικό κεφαλαιακό σχηματισμό, συνεπάγοταν την εκμετάλλευση των φτωχώτερων χωρών απ’ τις πλουσιότερες, και τη συγκέντρωση κεφαλαίου στ’ ανεπτυγμένα καπιταλιστικά έθνη. Ο νέος εθνικισμός αντιπαρατίθεται στην συγκέντρωση κεφαλαίου που καθορίζεται απ’ την αγορά ώστε να διασφαλίσει την περαιτέρω εκβιομηχάνιση των υπανάπτυκτων χωρών. Ωστόσο, υπό τις παρούσες συνθήκες, η οργανωμένη σ’ εθνικό επίπεδο κεφαλαιακή παραγωγή αυξάνει την αποδιοργάνωση σε παγκόσμια κλίμακα. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις κι ο κυβερνητικός έλεγχος λειτουργούν τώρα ταυτόχρονα σε κάθε καπιταλιστική χώρα καθώς και στον κόσμο εν γένει. Υπάρχουν, οπότε, πλάι-πλάι, ο πιο ανήλεος γενικός ανταγωνισμός, η καθυπόταξη του ιδιωτικού στον εθνικό ανταγωνισμό, ο πιο ανήλεος εθνικός ανταγωνισμός, και η καθυπόταξη του εθνικού ανταγωνισμού στις υπερεθνικές απαιτήσεις της πολιτικής του μπλοκ ισχύος.
Στη βάση των παρόντων εθνικών αξιώσεων κι ιμπεριαλιστικών αντιπαλοτήτων, κείτεται η πραγματική ανάγκη για παγκόσμια οργάνωση της παραγωγής και της διανομής στη βάση του οφέλους της ανθρωπότητας στο σύνολό της. Πρώτον, όπως έχει υποδείξει ο γεωλόγος Κίρτλυ Φ. Μάθερ, επειδή «η γη είναι πολύ καλύτερα προσαρμοσμένη για μια οργανωμένη σε παγκόσμια κλίμακα εκμετάλλευσή της από ανθρώπους, με μέγιστη δυνατότητα για ελεύθερη ανταλλαγή πρώτων υλών και ολοκληρωμένων προϊόντων σ’ όλο τον κόσμο, απ’ ότι για εκμετάλλευση από ανθρώπους που επιμένουν στο να εγείρουν σύνορα μεταξύ περιοχών, ακόμη κι αν τα σύνορα αυτά είναι τόσο συμπεριληπτικά όσο αυτά των μεγάλων εθνών ή μιας ολόκληρης ηπείρου». Δεύτερον, επειδή μόνο η διεθνής συνεργασία ανεξαρτήτως ιδιαίτερων εθνικών συμφερόντων μπορεί ν’ αναπτύξει πλήρως την κοινωνική παραγωγή και ν’ απελευθερώσει την ανθρώπινη κοινωνία απ’ την ανάγκη και την εξαθλίωση. Η θαυμαστή αλληλεξάρτηση που συνεπάγεται η περαιτέρω προοδευτική βιομηχανική ανάπτυξη, αν δεν γίνει αποδεκτή και χρησιμοποιηθεί για Ανθρώπινους σκοπούς, θα επιβεβαιωθεί σαν μια πάλη χωρίς τέλος μεταξύ εθνών για τον ιμπεριαλιστικό έλεγχο.
Η ανικανότητα να επιτευχθεί σε διεθνής κλίμακα εκείνο που έχει επιτευχθεί, ή βρίσκεται εν μέσω επίτευξης, σ΄εθνικό επίπεδο -μερική ή πλήρη εξάλειψη του κεφαλαιακού ανταγωνισμού- επιτρέπει τη συνέχιση των ταξικών ανταγωνισμών σε όλες τις χώρες παρά την εξάλειψη ή τον περιορισμό του ιδιωτικού κεφαλαιακού σχηματισμού. Για να το θέσουμε αλλιώς: επειδή η εθνικοποίηση του κεφαλαίου αφήνει απρόσβλητες τις ταξικές σχέσεις, δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής απ’ τον ανταγωνισμό στη διεθνή σκηνή. Ακριβώς όπως ο έλεγχος επί των μέσων παραγωγής εγγυάται τη διατήρηση των ταξικών διαίρεσεων, έτσι κι ο έλεγχος επί του εθνικού κράτους εγγυάται τη διατήρηση των ταξικών διαιρέσων, καθώς ο έλεγχος επί του εθνικού κράτους περιλαμβάνει τον έλεγχο επί των κρατικών μέσων παραγωγής. Η υπεράσπιση του έθνους κι η αναπτυσσόμενη δύναμή του μετατρέπεται σε υπεράσπιση κι αναπαραγωγή των νέων άρχουσων ομάδων. Η «αγάπη για τη σοσιαλιστική πατρίδα» στις κομμουνιστικές χώρες, η επιθυμία για ένα «διακύβευμα στη χώρα», με την ύπαρξη «σοσιαλιστικών» κυβερνήσεων σε οικονομίες πρόνοιας να αποτελούν παράδειγμα αυτού, καθώς κι ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός στις έως τώρα κυριαρχούμενες χώρες, σηματοδοτεί την υπάρξη κι έγερση νέων άρχουσων τάξεων προσδεμένων στην υπάρξη του εθνικού κράτους.
Ενώ μια θετική στάση προς τον εθνικισμό προδίδει μια έλλειψη ενδιαφέροντος για τον σοσιαλισμό, η σοσιαλιστική τοποθέτηση για τον εθνικισμό είναι προφανώς ατελέσφορη σε χώρες που παλεύουν για εθνική ύπαρξη καθώς και στις χώρες που καταπιέζονται από άλλα έθνη. Απλά και μόνο εξ ορισμού, μια συνεπής αντιεθνικιστική θέση φαίνεται να στηρίζει τον ιμπεριαλισμό. Ωστόσο, ο ιμπεριαλισμός λειτουργεί για δικούς του λόγους, ανεξάρτητα απ’ τις σοσιαλιστικές στάσεις προς τον εθνικισμό. Επιπλέον, όπως έδειξαν τα διάφορα «απελευθερωτικά» κινήματα στον απόηχο του Β’ ΠΠ, δεν χρειάζονται σοσιαλιστές για την προώθηση των αγώνων για εθνική αυτονομία. Σ’ αντίθεση με παλιότερες προσδοκίες, ο εθνικισμός δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την προώθηση σοσιαλιστικών σκοπών, ούτε υπήρξε μια επιτυχημένη στρατηγική για την επίσπευση της πτώσης του καπιταλισμού. Αντιθέτως, ο εθνικισμός κατέστρεψε τον σοσιαλισμό χρησιμοποιώντας τον για εθνικιστικούς σκοπούς.
Η λειτουργία του σοσιαλισμού δεν είναι να στηρίζει τον εθνικισμό, παρότι ο τελευταίος μάχεται τον ιμπεριαλισμό. Το να μάχεσαι τον ιμπεριαλισμό χωρίς ταυτοχρόνως ν’ αποθαρρύνεις τον εθνικισμό σημαίνει να μάχεσαι μερικούς ιμπεριαλιστές σε στήριξη κάποιων άλλων, επειδή ο εθνικισμός είναι αναγκαία ιμπεριαλιστικός – ή απατηλός. Η στήριξη του αραβικού εθνικισμού σημαίνει την αντιπαράθεση στον εβραϊκό εθνικισμό, κι η στήριξη του δεύτερου σημαίνει την αντιπαράθεση στον πρώτο, καθώς είναι ανέφικτο να στηρίζεις έναν εθνικισμό χωρίς να στηρίζεις επίσης εθνικές αντιπαλότητες, ιμπεριαλισμούς και πολέμους. Το να είσαι καλός Ινδός εθνικιστής σημαίνει να μάχεσαι το Πακιστάν· το να είσαι αληθινός Πακιστανός σημαίνει ν’ απεχθάνεσαι την Ινδία. Και τα δύο αυτά «νεοαπελευθερωμένα» έθνη προετοιμάζονται να πολεμήσουν για αμφισβητούμενες περιοχές και υποβάλλουν την ανάπτυξή τους στη διπλή διαστρέβλωση των καπιταλιστικών πολεμικών οικονομιών.
Και ξανά: η «απελευθέρωση» της Κύπρου απ’ τη βρετανική κυριαρχία τείνει μόνο ν’ ανοίξει μια νέα πάλη για την Κύπρο μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων και δεν αίρει τον δυτικό έλεγχο ούτε απ’ την Τουρκία ούτε απ’ την Ελλάδα. Η «απελευθέρωση» της Πολωνίας απ’ τη ρωσική κυριαρχία ίσως να σημαίνει πόλεμο με τη Γερμανία για την «απελευθέρωση» των γερμανικών επαρχιών που κυβουρνούνται τώρα απ’ την Πολωνία και αυτό, ξανά, ίσως οδήσει σε νέους πολωνικούς αγώνες για την «απελευθέρωση» του εδάφους που χάθηκε απ’ τη Γερμανία. Η πραγματική εθνική ανεξαρτησία της Τσεχοσλοβακίας, αναμφίβολα, θα ξανάνοιγε την μάχη για τη Σουδητία κι αυτή, με τη σειρά της, την πάλη για την ανεξαρτησία της Τσεχοσλοβακίας και πιθανώς των Σλοβάκων απ’ τους Τσέχους. Ποιανού την πλευρά να πάρουμε; Των Αλγερινών ενάντιον των Γάλλων; Των Εβραίων; Των Αράβων; Και των δύο; Που να πάνε οι Εβραίοι ώστε να κάνουν χώρο για τους Άραβες; Τι να κάνουν οι Άραβες πρόσφυγες για να πάψουν ν’ αποτελούν «μπελά» για τους Εβραίους; Τι να κάνουμε με τα εκατομμύρια Γάλλων «εποίκων» που, όταν επιτευχθεί η απελευθέρωση της Αλγερίας, θα έρθουν αντιμέτωποι με την απαλλοτρίωση και την απέλαση; Τέτοια ερωτήματα μπορούν να εγερθούν αναφορικά με την κάθε γωνιά του πλανήτη, και γενικά η απάντηση των Εβραίων θα είναι η στήριξη των Εβραίων, των Αράβων θα είναι η στήριξη των Αράβων, των Αλγερινών θα είναι η στήριξη των Αλγερινών, των Γάλλων θα είναι η στήριξη των Γάλλων, των Πολωνών θα είναι η στήριξη των Πολωνών, και πάει λέγοντας – οπότε τα πάντα μένουν αναπάντητα. Όσο ουτοπική κι αν φαντάζει η αναζήτηση της διεθνούς αλληλεγγύης σ’ αυτούς τους εθνικούς κι ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, δεν διαφαίνεται κανένας άλλος δρόμος ανοιχτός για την απόδραση απ’ τους αδελφοκτόνους αγώνες και την επίτευξη μιας λογικής παγκόσμιας κοινωνίας.
Παρότι οι σοσιαλιστές συμπαραστέκονται στους καταπιεσμένους, δεν ενδιαφέρονται για τον αναδυόμενο εθνικισμό αλλά για τα συγκεκριμένα δεινά των διπλά καταπιεσμένων λαών που αντιμετωπίζουν τόσο μια ντόπια όσο και μια ξένη άρχουσα τάξη. Οι εθνικές τους προσδοκίες είναι εν μέρει «σοσιαλιστικές» προσδοκίες, καθώς περιλαμβάνουν την απατηλή ελπίδα των εξαθλιωμένων λαών πως μπορούν να βελτιώσουν τις συνθήκες τους μέσω της εθνικής ανεξαρτησίας. Όμως, ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός δεν έχει χειραφετήσει τις εργατικές τάξεις στα ανεπτυγμένα έθνη. Δεν θα τις χειραφετήσει τώρα ξαφνικά στην Ασία και την Αφρική. Οι εθνικές επαναστάσεις, όπως στην Αλγερία για παράδειγμα, υπόσχονται λίγα πράγματα για τις κατώτερες τάξεις εκτός απ’ την ικανοποίηση περισσότερο ίσων όρων στις εθνικές προκαταλήψεις. Αναμφίβολα, αυτό σημαίνει κάτι για τους Αλγερινούς, οι οποίοι έχουν υποφέρει από ένα ιδιαίτερα αλαζονικό αποικιακό σύστημα. Μπορούμε όμως να συνάγουμε τα πιθανά αποτελέσματα της αλγερινής ανεξαρτησίας απ’ αυτά στη Τυνησία και το Μαρόκο, όπου οι υπάρχοντες κοινωνικές σχέσεις παρέμειναν αναλλοίωτες κι οι συνθήκες των εκμεταλλευόμενων τάξεων δεν έχουν βελτιωθεί σε σημαντικό βαθμό.
Αν ο σοσιαλισμός δεν αποτελεί συνολικά μια χίμαιρα, τότε είτε θ’ αναδυθεί ξανά σαν ένα διεθνές κίνημα είτε καθόλου. Εν πάση περιπτώσει, και στη βάση της παρελθοντικής εμπειρίας, όσοι ενδιαφέρονται για την αναγέννηση του σοσιαλισμού πρέπει να τονίζουν πάνω απ’ όλα τον διεθνισμό του. Ενώ είναι αδύνατον ένας σοσιαλιστής να γίνει εθνικιστής, μολαταύτα εναντιώνεται στην αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό. Ωστόσο, η μάχη του ενάντια στην αποικιοκρατία δεν υπονοεί προσήλωση στην αρχή του εθνικού αυτοπροσδιορισμού, αλλά εκφράζει την επιθυμία του για μια μη-εκμεταλλευτική, διεθνή σοσιαλιστική κοινωνία. Ενώ οι σοσιαλιστές δεν μπορούν να ταυτιστούν με τους εθνικούς αγώνες, μπορούν ως σοσιαλιστές να αντιτεθούν τόσο στον εθνικισμό όσο και στον ιμπεριαλισμό. Για παράδειγμα, δεν είναι δουλειά των Γάλλων σοσιαλιστών ν’ αγωνιστούν για την ανεξαρτησία της Αλγερίας αλλά για να μετατραπεί η Γαλλία σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Και παρότι οι αγώνες προς αυτόν τον σκοπό αναμφίβολα θα βοηθήσουν το απελευθερωτικό κίνημα στην Αλγερία και αλλού, αυτό θα είναι ένα υποπροϊόν κι όχι ο σκοπός αυτής της σοσιαλιστικής μάχης ενάντια στον εθνικιστικό ιμπεριαλισμό. Στο επόμενο στάδιο, η Αλγερία θα πρέπει να «αποεθνικοποιηθεί» και να ενσωματωθεί σ’ έναν διεθνή σοσιαλιστικό κόσμο.
Σημειώσεις:
1. [Σ.τ.Μ.]: Σκακιστικός όρος. Έχουμε πατ όταν ο παίκτης που είναι σειρά του να κινηθεί δεν απειλείται άμεσα ο βασιλιάς του αλλά δεν έχει καμία διαθέσιμη κίνηση που να μην οδηγεί στην άμεση ήττα του, και τότε το παιχνίδι λήγει με ισοπαλία. Στην πολιτική, ο όρος χρησιμοποιείται όταν καμία απ’ τις δύο πλευρές δεν μπορεί να επιτεθεί στην αντίπαλη χωρίς ταυτόχρονα να χάσει κι η ίδια. Είναι ένα αδιέξοδο που οποιαδήποτε επιθετική κίνηση οποιασδήποτε εκ των δύο πλευρών θα οδηγήσει στην αμοιβαία τους καταστροφή.